Σάββατο 27 Αυγούστου 2016

ΑΡΧΑΪΚΗ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ, ΠΙΝΔΑΡΟΣ - •Πυθιονίκαις XI - Θρασυδαίῳ Θηβαίῳ παιδὶ σταδιεῖ (11.49-11.64)

Αποτέλεσμα εικόνας για αρχαιοσ δρομεασΠυθοῖ τε γυμνὸν ἐπὶ στάδιον καταβάντες ἤλεγξαν [στρ. δ]
50 Ἑλλανίδα στρατιὰν
ὠκύτατι. θεόθεν ἐραίμαν καλῶν,
δυνατὰ μαιόμενος ἐν ἁλικίᾳ.
52τῶν γὰρ ἀνὰ πόλιν εὑρίσκων τὰ μέσα μακροτέρῳ
{σὺν} ὄλβῳ τεθαλότα, μέμφομ᾽ αἶσαν τυραννίδων·

ξυναῖσι δ᾽ ἀμφ᾽ ἀρεταῖς τέταμαι· φθονεροὶ δ᾽ ἀμύνονται. [αντ. δ]
55 ‹ἀλλ᾽› εἴ τις ἄκρον ἑλὼν
ἡσυχᾷ τε νεμόμενος αἰνὰν ὕβριν
ἀπέφυγεν, μέλανος {δ᾽} ἂν ἐσχατιὰν
57καλλίονα θανάτου ‹στείχοι› γλυκυτάτᾳ γενεᾷ
εὐώνυμον κτεάνων κρατίσταν χάριν πορών·

ἅ τε τὸν Ἰφικλείδαν [επωδ. δ]
60 διαφέρει Ἰόλαον
ὑμνητὸν ἐόντα, καὶ Κάστορος βίαν,
σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες, υἱοὶ θεῶν,
τὸ μὲν παρ᾽ ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας,
τὸ δ᾽ οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου.

***
Και στην Πυθώ κατέβηκαν γυμνοί δρομείς στο στάδιο [στρ. δ]και με τη γρηγοράδα των ποδιών τους50ντροπιάσαν όλη των Ελλήνων τη στρατιά.Άμποτε να επιθυμώ όσα αγαθά οι θεοί δίνουνκαι πάντα να ποθώ ό,τι στην ηλικία μου είναι εφικτό.Γιατί μέσα στην πόλη βρίσκωπως οι μετρημένοι μακρότερα χαίρονται την ευτυχία·των τυράννων τη μοίρα δεν ζηλεύω·
ποθώ τις αρετές που για όλων είναι το καλό, [αντ. δ]ενώ οι φθονεροί τις πολεμούνε.55Την κορυφή τους αν κανείς αγγίξει,γαλήνια ζώντας κι αποφεύγοντας την άγρια υπεροψία,στο τέρμα του μελανού θανάτου καλύτερα θα φτάσεικαι στην ευτυχισμένη του γενιά για χτήμα θεν᾽ αφήσειόνομα καλό, το πιο ακριβό αγαθό.
60Για τούτο και τον Ιόλαο, του Ιφικλή το τέκνο, [επωδ. δ]παντού ανυμνούν και την αντρεία του Κάστορα,και σένα άρχοντα Πολυδεύκη, παιδιά θεών,που τη μια μέρα στη Θεράπνη ζείτε,και στου Ολύμπου τα παλάτια την άλλη κατοικείτε.

Η έννοια της αρετής στον Αριστοτέλη

Ἔστιν ἄρα ἡ ἀρετή ἕξις προαιρετική, ἐν μεσότητι οὖσα τῇ πρός ἡμᾶς, ὡρισμένῃ λόγῳ και ᾦ ἄν ὁ φρόνιμος ὁρίσειεν.
 
Αυτός ο πασίγνωστος και θαυμαστός ορισμός της αρετής από τον Αριστοτέλη στα Ηθικά Νικομάχεια,[1] τον οποίο θα ήθελα να σχολιάσω εν συντομία αμέσως, περιέχει εν σπέρματι και εν δυνάμει όλες τις αντινομίες της ηθικής δράσης του ατόμου, της πολίτικης δράσης τόσο μιας ομάδας όσο και έναντι μιας ομάδας, καθώς και όλα τα σχετικά με την αυτονομία προβλήματα τα οποία μας απασχολούν εδώ.
 
Τι λέει ο Αριστοτέλης; Αφού έχει ήδη απαριθμήσει μια σειρά καθορισμών κι έχει ξεκαθαρίσει κατά κάποιον τρόπο το πεδίο, δίνει τον ορισμό του και παρουσιάζει την ουσία του ζητήματος, όπως ένα σημαντικό μοτίβο έπεται μιας ορχηστρικής προετοιμασίας. «Είναι λοιπόν η αρετή»... Διατήρησα τον ελληνικό όρο. διότι για εμάς ο όρος vertu είναι διαφορετικός. Ἀρετή είναι μια πανάρχαια λέξη. που προέρχεται από το ρήμα ἀραρίσκω, το οποίο έχει πιθανώς σχέση με την ἁρμο­νίαν, δηλαδή τον καλό Tempaicrung [συγκερασμό], όπως Οα έλεγε ο Bach για το κλειδοκύμβαλο, το ότι είναι δηλαδή καλά συγκερασμένο, καλά διαρθρωμένο και καλά αρμολογημένο. Η ἀρετή, λέει ο Αριστοτέλης, είναι ἕξις προαιρετική. Ἕξις, είναι μια επίκτητη κλίση, την οποία δεν έχουμε εκ γενετής. Τα μπλε ή τα μαύρα μάτια δεν είναι έξις, αλλά το να παίζει κανείς πιάνο είναι έξις. Είναι ένα habitus, όχι μόνο και όχι τόσο με την έννοια της συνήθειας, όπως η συνήθεια του καπνίσματος, αλλά κάτι το κεκτημένο, το οποίο επιτρέπει καταρχήν την πράξη, τη δράση. Αυτή όμως η έξις, αυτή η επίκτητη κλίση, είναι προαιρετική, εναπόκειται στη διακριτική μας ευχέρεια, ἐν μεσότητι οὖσα τῇ πρός ἡμᾶς, σε μια μεσότητα, η οποία δεν είναι η ορθή μεσαία οδός, αλλά μια μεσότητα ανάμεσα σε δύο άκρα, και πρός ἡμᾶς, σε σχέση δηλαδή με εμάς. με ό, τι μας αφορά, και όχι με απόλυτο τρόπο. Δεν παίρνουμε το μέσον ανάμεσα στο προσφορότερο μέγιστο και το προσφορότερο ελάχιστο που συναντάμε στο σύμπαν, παίρνουμε τη μεσότητα σε σχέση με εμάς - ποιοι όμως είμαστε εμείς: Επ’ αυτού, θα επανέλθω. Και αυτή η προαιρετική έξις, αυτή η διαβουλευτική συνήθεια, καθορίζεται εντός και διά του λόγον - ο Αριστοτέλης θα μπορούσε να σταματήσει εκεί τι περισσότερο μπορεί να υπάρξει από τον ορισμό μέσω του λόγου, - και ᾦ ἄν ὁ φρόνιμος ὁρίσειεν: και όπως θα την όριζε ο φρόνιμος. Δεν θέλω να χαθώ σε φιλολογικές λεπτομέρειες, αλλά το (ορισμένη θα μπορούσε να έχει υπογεγραμμένη και να αναφέρεται στο μεσότητι. Στην περίπτωση αυτή. η μεσότητα θα οριζόταν από το λόγον και όπως θα την όριζε ο φρόνιμος. Πράγμα που τελικώς θα είχε λίγη σημασία, αφού αυτοί οι καθορισμοί θα ανάγονταν τελικά πάλι στην αρετήν. Νομίζω, λοιπόν, ότι πρέπει να παραμείνουμε στην ανάγνωση χωρίς την υπογεγραμμένη: αυτή που ορίζεται από το λόγον είναι σαφώς η αρετή ορίζεται δηλαδή από μια απρόσωπη έλλογη ιδιότητα, που θα μπορούσε, οριακά, να βρίσκεται μέσα στα βιβλία και η οποία ορίζεται επίσης από τον φρόνιμον, τον άνθρωπο της φρονήσεως, τον οποίο όμως δεν μπορούμε να κλείσουμε σε ένα βιβλίο. Θα έπρεπε να έχουμε διαρκώς έναν φρόνιμον μαζί μας. στο πεδίο της μάχης ή στο δικαστήριο, για να μας λέει: ιδού ποια είναι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η μεσότητα, ο μέσος όρος των άκρων, και ιδού ποια είναι τι προαιρετική έξις. η προαιρετική, και κατά τη διακριτική μας ευχέρεια, συνήθεια! Φρόνιμος, φρόνησις: οι Λατίνοι το μετέφρασαν ως prudentia, απ’ όπου προέρχεται το γαλλικό prudence. Δεν φταίνε τα γαλλικά ούτε καν τα λατινικά, πλην όμως δεν πρόκειται για το ίδιο πράγμα. Ένα μέρος του μεγαλείου και της λαμπρότητας των αρχαίων κλασικών γλωσσών οφείλεται στο γεγονός ότι έπαψαν να φθείρονται, αντίθετα από τα μάρμαρα εκείνης της εποχής. Στα γαλλικά όμως το prudence έχει φθαρεί. Στο παιδί που πηγαίνει στο σχολείο λένε: «Να είσαι prudent, να περνάς απέναντι μόνο από τη διάβαση πεζών», ή συμβουλεύουμε τους οδηγούς των αυτοκινήτων να επιδεικνύουν prudence. Όλα αυτά δεν έχουν πολύ σχέση με τη φρόνησιν και τον φρόνιμον. Εξάλλου, στα νέα ελληνικά η λέξη έχει φθαρεί εξίσου: «Αν δεν είσαι φρόνιμος, θα φας ξύλο...».
 
Ο Αριστοτέλης, που είναι ο κατεξοχήν μέγας θεωρητικός αλλά επίσης και ο πιο φρόνιμος φιλόσοφος, δεν αφήνεται να παρασυρθεί από αυτά που λέει, αλλά παίρνει ήδη κατά κάποιον τρόπο τις αποστάσεις του για να εξασκήσει τη φιλοσοφική του φρόνησιν, την κρίση του, το ορθώς σκέπτεσθαι μέσα στις πραγματικές συνθήκες. Εδώ, λοιπόν, έχουμε την πρώτη ταλάντευση ανάμεσα σε φρόνησιν και λόγον, που χαρακτηρίζει την αρετήν σαν κάτι το οποίο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αντικειμενικότητα, αποκτά όμως καθολικότητα μέσω του λόγου. Καθώς η λέξη λόγος έχει πολλές σημασίες, δεν μπορούμε να πάρουμε μόνο μία από αυτές και να την εφαρμόσουμε σε αυτή τη φράση. Παραδείγματος χάριν, ο λόγος ενός πράγματος, στον Αριστοτέλη, είναι ο ορισμός του. Τότε όμως ὡρισμένῃ λόγῳ θα σήμαινε «ορισμένη σε έναν ορισμό», πράγμα που θα ήταν ταυτοχρόνως πλεονασμός και αντίφαση. Λόγος είναι επίσης η ικανότητα ανάπτυξης μιας σειράς συλλογισμών ανάμεσα σε ακραίους όρους, πρόκειται για τη δύναμη της ομιλίας που ασκείται μέσω της γλώσσας, της οποίας οι όροι είναι καθολικοί. Ωστόσο, αυτός ο καθορισμός δεν αρκεί' χρειάζεται ο φρόνιμος, ο άνθρωπος που «τα έχει τετρακόσια», για να μετριάσει, να διορθώσει, να συμπληρώσει, να αλλάξει, να εμπλουτίσει, να τροποποιήσει αυτό που θα μπορούσε να εκ- φράσει ο απλός λόγος.
 
Και αυτή η ταλάντευση, λοιπόν, αυτή η κεντρική αντινομία, τοποθετείται σε μια μεσότητα πρός ἡμᾶς, όσον αφορά εμάς. Ποιοι είμαστε «εμείς»; Για ποια κοινότητα πρόκειται; Γ ια την ανθρωπότητα εν γένει; Για την Αθήνα του 5ου αιώνα; Τέλος, υπάρχει κυρίως η αντινομία που εμπεριέχεται στο έξις προαιρετική, το οποίο θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως σχήμα οξύμωρο, ως σύζευξη δύο αντιφατικών όρων. όπως λέμε: ω, τι γλυκό μαρτύριο! Η έξις είναι, ασφαλώς, μια επίκτητη κλίση, αλλά επίσης μια συνήθεια, ένας πολύ συχνός, αν όχι κύριος τρόπος δράσης, ένα habitus. Και είναι προαιρετική· το προαιρετικός προέρχεται από την προαίρεσιν, την επιλογή, επομένως αυτό το habitus σχετίζεται με την επιλογή. Και είναι αλήθεια ότι η αρετή είναι αυτό το οποίο μας επιτρέπει να επιλέγουμε σωστά ανάμεσα στα πράγματα που πρέπει ή δεν πρέπει να κάνουμε, ακόμα κι αν δεν είναι το μόνο. Επομένως, σχετίζεται με την άσκηση μιας συνήθειας, η οποία με τη σειρά της σχετίζεται με την επιλογή.
 
Εδώ ακριβώς βρίσκεται όλη η αντινομία: αυτή η συνήθεια/διάθεση δεν πρέπει να είναι τέτοια ώστε να καταργεί κάθε δυνατότητα επιλογής εκ μέρους του υποκειμένου. Πρόκειται, εν κατακλείδι, για τετραγωνισμό του κύκλου. Ενάρετος είναι αυτός ο οποίος έχει ἀρετήν, έχει τη συνήθεια να ενεργεί σωστά, να επιλέγει σωστά σε διαφορετικές περιστάσεις, χωρίς όμως να είναι υπόδουλος σε αυτή τη συνήθεια. Περί αυτού ακριβώς πρόκειται: ο Αριστοτέλης, σε αυτή την περίπτωση, όπως και σε τόσες άλλες, λέει αλήθεια· ακόμα κι αν αυτό που λέει είναι ανεπαρκές, εδώ σαφώς υπάρχει ένας πυρήνας αλήθειας. Το ίδιο πρόβλημα έχουμε, εξάλλου, να αντιμετωπίσουμε όταν εξετάζουμε τα ζητήματα της θέσμισης της κοινωνίας και της πολιτικής δράσης με όρους, παραδείγματος χάριν, της παμπάλαιας συζήτησης: για να αλλάξουμε την κοινωνία, πρέπει να αλλάξουμε τους ανθρώπους, και για να αλλάξουμε τους ανθρώπους, πρέπει η κοινωνία να είναι διαφορετική. Πρέπει, επομένως, και τα δρώντα άτομα να έχουν διαφορετικές συνήθειες. Ποιος όμως θα τους εμφυσήσει αυτές τις διαφορετικές συνήθειες, αν όχι ο τρόπος με τον οποίο εκπαιδεύονται και επομένως η κοινωνία μέσα στην οποία ζουν; Το ίδιο ισχύει όταν μιλάμε για την αυτονομία ως δυνατότητα της κοινωνίας να τροποποιήσει με διαύγεια την ίδια της τη θέσμιση. Το να είναι αυτή η δυνατότητα πραγματική και το να υπάρχει κάθε φορά στην κοινωνία ο αναγκαίος βαθμός αντικειμενικής και υποκειμενικής ελευθερίας, ανεξαρτησίας πνεύματος ατόμων και ομάδων, και ευθύνης έναντι του κοινού βίου, είναι κάτι που εξαρτάται ήδη από την υφιστάμενη θέσμιση. Πρέπει, παραδείγματος χάριν η κοινωνία να έχει θεσπίσει ως κανόνα δικαίου το ότι οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι να εκφράζουν τις απόψεις τους μέσα στα όρια του ποινικού κώδικα (όπως στην πρώτη τροπολογία του Συντάγματος των Ηνωμένων Πολιτειών). Πρέπει όμως επίσης και οι άνθρωποι να εκφράζουν πράγματι τις απόψεις τους και να μη σκοπούν από κομφορμισμό, αδιαφορία, απάθεια...· πρέπει επίσης οι απόψεις c να είναι εύστοχες όσον αφορά την τάξη της κοινωνίας κι αποφάσεις που η κοινότητα πρέπει να πάρει τη δεδομένη μη. Το παράδοξο λοιπόν έγκειται στο εξής: μόνο σε σχέση με αυτό που είμαστε ήδη μπορούμε να δράσουμε σύμφωνα με την ἀρετήν ή μέσα στην αυτονομία. Και αϊτό που είμαστε ήδη δεν μας καθορίζει ώστε να είμαστε αυτόνομοι, πράγμα που δε σημαίνει τίποτε, έχει όμως κάποια σχέση με την ελευθερία σης. την αυτονομία, η οποία ανοίγεται μπροστά μας ως δυνατότητα. Πιστεύω ότι πολλές φιλοσοφικές διαμάχες θα είχαν αποφευχθεί αν είχαμε αναλογιστεί περισσότερο αυτό το παράδοξο και αν, αντί να συσσωρεύουμε ερμηνευτικούς ή σχολαστικούς σχολιασμούς, είχαμε εξετάσει περισσότερο τις πτώσεις αυτού του ορισμού του Αριστοτέλη, ο οποίος εκθέτει ευθέως τους όρους της αντινομίας του προβλήματος. Όπως όμως είπε ο Freud σε μια άλλη περίπτωση, οι αντινομίες δεν εμπόδισαν ποτέ κανέναν να ζήσει. Ζούμε επομένως με αυτή την αντινομία, προσπαθώντας κουτσά στραβά να τη λύσουμε, κατά περίπτωση - ατομικά και ενίοτε συλλογικά -, γνωρίζοντας ότι στη συνέχεια θα τη συναντήσουμε ξανά.                                              
 ----------------
[1] <Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, B', 6, 1107a

Μην γίνεσαι ο άντρας της ζωής σου. Είσαι γυναίκα, απόλαυσέ το!

γυναίκα...
Αυτό που έμαθα, είναι ότι κουράστηκα να είμαι ο άντρας του εαυτού μου. Είμαι γυναίκα και θέλω να το απολαμβάνω όπως μου αξίζει. Το ρόλο του άντρα της ζωής μου θέλω να τον κερδίσει αυτός που θα τα καταφέρει με την πρόθεση και το “σπαθί” του.

Είναι γεγονός ότι αρκετές γυναίκες είμαστε ανεξάρτητες, δυναμικές κάποιες περισσότερο πετυχημένες, κάποιες λιγότερο. Το σημαντικό, είναι πως η κάθε μία, είτε είναι νοικοκυρά είτε γυναίκα καριέρας, δίνει σε κάθε περίπτωση τον καλύτερο της εαυτό. Παλεύει για αυτά που θέλει με πείσμα και θέληση χωρίς να ξεφεύγει από το στόχο της.

Αγαπά, παθιάζεται, γελάει δυνατά, απολαμβάνει ένα και δυο ποτήρια κρασί, εξομολογείται αυτά που αισθάνεται. Γιατί έτσι πρέπει. Όταν νιώθεις κάτι να το λες. Το να το κρατάς για τον εαυτό σου δεν κάνει καλό ούτε σε σένα αλλά ούτε και στους γύρω σου.

Όταν αγαπάς να το δείχνεις. Όταν είσαι ερωτευμένη να το αποκαλύπτεις. Για σένα. Για να είσαι εσύ καλά με τον εαυτό σου και να προχωράς περήφανη που δεν έκρυψες το παραμικρό. Και συχνά, να κάνεις παύση και να ακούσεις τον άλλο τι θέλει να σου πει…

Είναι αυτές οι δυναμικές γυναίκες που έμαθαν να παλεύουν μόνες και να έχουν τον απόλυτο έλεγχο σε αρκετές περιπτώσεις. Να γνωρίζουν τις δυνατότητες τους, να ξέρουν πολύ καλά τι θέλουν από τη ζωή τους. Αυτό δεν τις κάνει βέβαια περισσότερο γυναίκες από άλλες. Η γυναίκα γεννιέται γυναίκα κι αν κάποιες φορές ξεχνά να αγαπάει τον εαυτό της θα βρει και πάλι τον τρόπο να δει πόσα πολλά αξίζει. Απλώς κάποιες κουράστηκαν να περιμένουν, να υπομένουν, να κινούν τα νήματα για να έρθουν τα πάντα στη ζωή τους όπως τα θέλουν… Φτάνει όμως η στιγμή που κουράζονται κιόλας να δίνουν συνέχεια και εξαντλούνται να παλεύουν για να τα καταφέρουν μόνες όλα τέλεια τελικά.

Δεν σημαίνει ότι δεν έχεις ανθρώπους δίπλα σου που σε αγαπάνε και σε στηρίζουν. Όχι βέβαια. Το αντίθετο μάλιστα.

Έχεις άτομα κοντά σου που πιστεύουν σε σένα, που σε σηκώνουν όταν λυγίζεις, που γελάτε μαζί μέχρι δακρύων και σας βρίσκουν τα άγρια ξημερώματα, που ζείτε αξέχαστες εμπειρίες ζωής.

Με κάποιους από αυτούς μεγαλώσατε μαζί και ακόμη συνεχίζετε. Κάποιους άλλους τους γνώρισες στην πορεία και είναι σαν να τους ξέρεις χρόνια. Ανεκτίμητες αυτές οι σχέσεις.

Όποιος άνθρωπος πέρασε από τη ζωή σου, είτε σε ανέβασε, είτε σε πλήγωσε, σου δίδαξε κάτι. Σου ξεκλείδωσε συναισθήματα που υπάρχουν στο μέσα σου. Σε έκανε καλύτερο άνθρωπο, πιο ώριμη και σίγουρα περισσότερο δυνατή.

Τις φορές που είπες δεν πρόκειται να ξανακάνεις κάτι, τις έχεις βάλει καλά στο μυαλουδάκι σου. Γιατί διδάχτηκες πράγματα. Και ακόμη και αν αισθανθείς ότι τα επαναλαμβάνεις, καμία περίπτωση δεν είναι ίδια με την άλλη. Οι γυναίκες είναι πάντα δυνατές και δεν κρύβονται πίσω από κανένα μακιγιάζ. Απλά έχουν μάθει να δαμάζουν τον πόνο και την απογοήτευση τους και να συνεχίζουν. Ερωτεύονται ξανά κι ας πληγώθηκαν ανεπανόρθωτα. Και θέλουν δίπλα τους ακριβώς κάποιον που να μπορεί να τις κάνει να αισθανθούν ασφάλεια, να μπορούν να γίνουν “κοριτσάκια” δίπλα του και να του έχουν απόλυτη εμπιστοσύνη. Κάποιον που θα αναλαμβάνει πλέον τα δύσκολα για τις ίδιες ξεκαθαρίζοντας κάθε κατάσταση που τις στριμώχνει ή τις κάνει να αισθάνονται στενοχώρια. Κάποιον που θα τις χειρίζετε χωρίς δυσκολία και θα τον έχουν ως ένα από τα σημαντικότερα άτομα στη ζωή τους.

Τα κενά που πιθανόν να αισθάνεσαι, να μην τα αφήνεις να μεγαλώνουν. Γιατί υπάρχουν πολλά για τα οποία οφείλεις να είσαι ευγνώμων. Να αγαπάς τη ζωή σου, τη ρουτίνα, την καθημερινότητα σου. Να μάθεις να αγαπάς τον εαυτό σου. Και ναι, επιβάλλεται καμιά φορά να σταματήσεις να παλεύεις, να πάψεις να κυνηγάς και να αφήσεις τα πράγματα και τις καταστάσεις να εξελιχθούν όπως αξίζει στον κάθε ένα μας. Μην μετανιώνεις για όλα αυτά που αισθάνεσαι με όλη τη δύναμη του μέσα σου ότι θες να τα ζήσεις και μην επιτρέψεις άλλο σε ανθρώπους της ζωής σου να σε ρίχνουν. Αρκετά τους χαρίστηκες και δεν σου αξίζει. Αυτός που θέλει θα ρισκάρει για σένα και θα γυρίσει και τον κόσμο ανάποδα εάν χρειαστεί.

Όπως και αν έρθουν τα πράγματα, ότι και να σε περιμένει, απλά να το καλοδεχτείς γιατί τίποτα, ποτέ, δεν γίνεται τυχαία.

“Αντιγόνη” μια αναρχική ηρωίδα

Lytras nikiforos antigone polynicesΗ αρχαία τραγωδία της Αντιγόνης έχει μελετηθεί και αναλυθεί μέσα στους αιώνες επανειλλημένα, παραμένοντας μέχρι σήμερα, χιλιάδες χρόνια μετά από τα πιο επαναστατικά δημιουργήματα.

Είναι αμφισβητήσιμο βέβαια πόσοι από τους θεατές που μέχρι σήμερα την έχουν παρακολουθήσει, κατανόησαν την επαναστατική της διάσταση ή έστω τόλμησαν να κάνουν την παραμικρή αναγωγή με το πώς οι ίδιοι λειτουργούν απέναντι στο καθεστώς και τους νόμους. Η Αντιγόνη εκπροσωπεί τον άνθρωπο που δεν υποτάσσεται, τον άνθρωπο που θεωρεί χρέος του την εξέγερση απέναντι στο άδικο και την τυφλή και βίαιη εξουσία.

Στις μέρες μας και λόγω των εξελίξεων και της προσπάθειας να εδραιωθεί παγκόσμια ένα αστυνομοκρατούμενο καθεστώς που θα υπηρετεί τους ιθύνοντες και τον καπιταλισμό, το πρόσωπο της Αντιγόνης παίρνει ακόμα μεγαλύτερη αξία. Δυστυχώς όμως ένα μεγάλο κομμάτι θεατών, παρακολουθεί χωρίς εσωτερικό προβληματισμό την τραγωδία αυτή, και μάλιστα συχνά χρησιμοποιείται απλά ως κομπασμός ή δήθεν δείγμα κουλτούρας η παρακολούθησή της.

Η πολιτική διάσταση της “Αντιγόνης” είναι καθοριστική, η τραγωδία του Σοφοκλή καθώς και η ηρωίδα του έχουν αποτελέσει σε παγκόσμιο επίπεδο αντικείμενο ανάλυσης, ακόμα και από ψυχαναλυτές όπως για παράδειγμα ο Patrick Guyomard, την έχουν χαρακτηρίσει ανατρεπτική, διαχρονικό σύμβολο της ελευθερίας, πιστή στους άγραφους νόμους και τα επιθετα και οι χαρακτηρισμοί που της έχουν προσδώσει θα μπορούσαν να συνεχίζονται σελίδες επί σελίδων.

Πριν αρκετά όμως χρόνια ο Ηenry Wood Nevinson τόλμησε να της προσδώσει ένα άλλο χαρακτηρισικό που σε πολλούς στενόμυαλους “πεπαιδευμένους” δεν θα αρέσει πιθανόν, την αποκάλεσε “αναρχική ηρωίδα” και μίλησε για αναρχικό δράμα. Αν συνυπολογίσουμε το πόσο διαστρεβλωμένη είναι η έννοια της αναρχίας και πόσο οι λάτρεις του κράτους και της “νομιμότητας” προσπαθούν να της προσδώσουν τα χειρότερα στοιχεία, η προσέγγιση αυτή του Nevinson υπήρξε ανατρεπτική για την εποχή του αλλά και για τις μέρες μας αλλά ταυτόχρονα απολύτως ταιριαστή με την ηρωίδα της τραγωδίας. Ο Henry Nevinson ήταν ένας διάσημος δημοσιογράφος στις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, διάσημος για την έκθεση και την μελέτη του σχετικά με την δουλεία στην Αγκόλα και τα CocoaIslands. Ήταν συνδρομητής στο περιδικό ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ και φίλος του Κροπότκιν και του Μαλατέστα. Το άρθρο του για την τραγωδία της Αντιγόνης αναδημοσιεύτηκε στο βιβλίο του Δοκίμια στην Ελευθερία (1909).

Και έρχονται οι σύγχρονες εξελίξεις και ο τρόπος λειτουργίας του “εξελιγμενου” κόσμου 100 χρόνια μετά να τον επιβεβαιώσουν. Ναι η Αντιγόνη, αποτελεί πράγματι μια αναρχική ηρωίδα, η εξέγερσή της χωρίς να συνυπολογίζει το προσωπικό της όφελος, χωρίς να σκέφτεται την ήσυχη, προστατευμένη οικογενειακή ζωή που την περίμενε εφόσον υπάκουε στον άρχοντα της πόλης αυτή απέναντι στον νομοταγή και απόλυτο τύραννο τον Κρέοντα, απέναντι στον Χορό με τους φιλήσυχους πολίτες που δεν μπορούν να κατανοήσουν το μεγαλείο της, σκύβουν το κεφάλι και το μόνο που κάνουν είναι να την λυπούνται.

Αρκεί μόνο μια ματιά γύρω μας και θα αντικρίσουμε παντού τον Κρέοντα και σαφώς τον “φιλήσυχο” Χορό, την καλόβολη και φοβισμένη Ισμήνη, ευτυχώς θα αντικρίσουμε σε καποια πρόσωπα όμως και την Αντιγόνη.

Ακολουθεί ένα μέρος της προσέγγισης του Nevisnon στην τραγωδία της Αντιγόνης σε μετάφραση του Χρήστου Μόρφου από το βιβλίο “Αρχαία Ελλάδα και Αναρχισμός” εκδόσεις “Ελεύθερος Τύπος”.

“Μια παράξενη αντίθεση κυριαρχούσε εκείνο το Σάββατο στην υπαίθρια παράσταση του Θεάτρου του Κολεγίου Μπραντφορντ….Καθαρά και καλοταϊσμένα αγόρια βρίσκονταν εκεί, έχοντας διδαχθεί, ως πρώτο κανόνα της ζωής, τη χωρίς δισταγμούς υπακοή. Μεταξύ των θεατών βρίσκονταν άνδρες και γυναίκες που δεν είχαν ποτέ παραβεί έναν ανθρώπινο νόμο ούτε είχαν αμφισβητήσει τους κανόνες των κυβερνητών ή της κοινωνίας, αλλά είχαν διδαχθεί να θεωρούν την εξέγερση ως ένα από τα χειρότερα εγκλήματα. Λίγοι απ’αυτούς είχαν ποτέ υποχρεωθεί να διακινδυνεύσουν κάτι παραπάνω από μια τρίχα της κεφαλής τους για τις αρχές τους. Ακόμα λιγότεροι, δεν διανοήθηκαν ποτέ να χάσουν ένα γεύμα για να βρουν το δίκαιο ή την αγάπη.

Μπροστά όμως, στο μακάριο βλέμμα τους παιζόταν η τραχύτερη τραγωδία εξέγερσης και δικαιοσύνης και έρωτα και σε πόσο διαφορετικό σκηνικό. Ο πόλεμος βρίσκεται στην απεχθέστερη στιγμή του – δυο μέρες μετά τη μάχη. Ο κάμπος της Βοιωτίας βράζει από την ζέστη…..Τα πτώματα των νεκρών Αργείων, που είχαν επιχειρήσει να καταλάβουν την πόλη, κείτονται βιαστικά θαμμένα στην άμμο και στις πέτρες έξω από τις επτά πύλες και εκείνα που μένουν άταφα, έχουν ήδη μαυρίσει από τον θάνατο και τον ήλιο. Η μυρωδιά της σήψης τους βρωμίζει τον αέρα…Ανάμεσά τους κείτεται ο Πολυνείκης, σκοτωμένος από τον αδερφό του, που κι αυτός έχει σκοτωθεί από τον Πολυνείκη – δύσμοιροι γόνοι αποτρόπαιων σχέσεων. Οι υπόλοιποι ας θαφτούν όσο πιο γρήγορα γίνεται, αυτό ήταν το ιερό έθιμο σ’όλους τους Έλληνες, γιατι ο θάνατος φέρνει τη συγχώρεση στους ανθρώπους. Αλλά για τον Πολυνείκη δεν θα επιτραπεί ταφή….Αυτή ήταν η προσταγή του Κρέοντα, που στέφτηκε βασιλιάς των Θηβών μετά τον θάνατο των δύο ανιψιών του. Η προσταγή διαλαλήθηκε σε ολόκληρη την πόλη και όριζε ότι οποιοδήποτε άτομο ή ομάδα ατόμων συλλαμβανόταν να επιχειρεί την ταφή του πτώματος, είτε ενταφιάζοντάς το, είτε καλύπτοντάς το με πέτρες ή χώματα, θα αντιμετώπιζε την ποινή του δημόσιου, μέχρι θανάτου, λιθοβολισμού σε χώρο που καθόριζε ο νόμος. Ένας φύλακας τοποθετήθηκε για τη φύλαξη του πτώματος.

Σε ένα τέτοιο σκηνικό αρχίζει το μεγάλο δράμα της εξέγερσης και εμφανίζεται η Αντιγόνη, αποφασισμένη να προχωρήσει στην ιερή παράβασή της…..Ο ποιητής βάζει στον πλευρό της την αδελφή της, την όμορφη και ευχάριστη Ισμήνη, ως ένα κοινό ανέμελο νου που υποτάσσεται στην εξουσία και παραμένει προσεκτικά στα πλαίσια του νόμου. Η Ισμήνη αναφέρει όλα τα τετριμμένα επιχειρήματα για να μην κάνει τίποτα. Είναι αδύνατον λέει : “Μα κι απαρχής να κυνηγά δεν πρέπει τ’αδύνατα κανείς”. Είναι πάντα μάταιο να προκαλείς ταραχές. Τα έργα υπερβάλλοντος ζήλου είναι περιττά. Εξάλλου οι αδερφές είναι φτωχές, αδύναμες γυναίκες, πολύ αδύναμες οι δυο τους για να εναντιωθούν στους άντρες. Κι επιπλέον σίγουρα αποτελεί καθήκον όλων των πολιτών να υπακούν στο κράτος και κανείς δεν μπορεί να κατηγορηθεί γιατί υποτάχθηκε σε μια ανώτερη δύναμη. Αλλά ό,τι κι αν γίνει, εκείνη τουλάχιστον θα κρατήσει το μυστικό της αδερφής της.. και μ’ένα τελευταίο ίχνος ανθρωπιάς, επιμένει ότι τρέμει για την αγαπημένη της αδελφή, όχι για τον εαυτό της.

Το ίδιο συμβαίνει και με τον Χορό. Ευγενικοί και καλοπροαίρετοι άνθρωποι, τυφλωμένοι από την ξεμωραμένη σύνεση της ηλικίας τους και των εθίμων. Κάνουν ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατόν να την παρηγορήσουν με το επιχείρημα ότι είναι κάτι καλό να πεθαίνεις νέος και υγιής. Και μπορούμε να φαναστούμε την κατάπληξή τους όταν το αχάριστο κορίτσι απορρίπτει τα παρήγορα λόγια τους ως εμπαιγμό και τους ζητάει να έχουν τουλάχιστον την αιδώ να μείνουν σιωπηλοί μέχρι να φύγει. Μα γιατί; Αυτοί ζουν με την αιδώ και το νόμο! Έχουν γαλουχηθεί με το αγαπημένο τους απόφθεγμα “τίποτα που να ξεφεύγει από τα ειωθότα δεν έρχεται στη ζωή του ανθρώπου δίχως να φέρει συμφορές”. Κι έτσι παρ’ οτι θαυμάζουν απεριόριστα την ευφυΐα του ανθρώπου και καταπλήσσονται με την ικανότητα τους και τα επιτεύγματά του, τρομοκρατούνται μέχρι τρέλας όταν σκέφτονται την τόλμη ενός άνδρα ή μιας γυναίκας και προσεύχονται να μην καθίσει ποτέ δίπλα στην εστία τους κάποιος από εκείνους που δεν υπακούν στο νόμο. Το ίδιο και με τον έρωτα. Λένε πολλά ωραία πράγματα γι’αυτόν, αλλά τον φοβούνται μέχρι θανάτου. Υπάρχει κάτι στον έρωτα που αποδίδει μικρή σημασία στους νόμους κάτι αλόγιστο και άμετρο και η καρδιά που εμφορείται από τον έρωτα δεν είναι καλύτερη από την τρέλα.

Ο Κρέων παρουσιάζεται συνήθως ως ο τύπος του αιμοδιψούς τυράννου, η ενσάρκωση του ιδιότροπου δεσποτισμού. Αλλά αυτό είναι άδικο. Είναι απλά ο μέσος αξιωματούχος, ο μέσος σκλάβος του νόμου, της τάξης και της ρουτίνας. Σε κανονικούς καιρούς θα θεωρείτο ως ένας κυβερνήτης υπόδειγμα, που πάντοτε θέτει το δημόσιο συμφέρον πάνω από το δικό του. Μιλάει συνεχώς για το καθήκον και το κράτος. Είναι αφοσιωμένος στο κράτος ψυχή τε και σώματι και δικαιολογεί τα ενδεχόμενα λάθη του επαναλαμβάνοντας το ανιαρό, παλιό απόφθεγμα ότι οποιαδήποτε κυβέρνηση είναι καλύτερη από την ακυβερνησία. Εάν κάποιος του εναντιώνεται, υποψιάζεται αμέσως “οχλαγωγία” ή “φαυλότητα”. Όταν κάποιος διαφέρει από αυτόν φαντάζεται ότι δεν μπορεί να είναι παρά μόνο προδότης. Χαρακτηριστικό του γνώρισμα η αποστροφή του σε οτιδήποτε απειλεί να ανατρέψει την επίσημη ρουτίνα.

Εν μέσω όλων αυτών των άξιων υποστηρικτών του νόμου στέκεται το εξεγερμένο κορίτσι, η Αντιγόνη, η ηρωικότερη μορφή της ελληνικής τραγωδίας, κατώτερη ίσως μόνο του επαναστάτη Προμηθέα που αψήφησε τις προσταγές του ίδιου του Δία….Το μέγα και κεντρικό θέμα του έργου είναι η προσφυγή της Αντιγόνης, αντί στους νόμους του κράτους στους αρχέγονους νόμους της τιμιότητας που βρίσκονται στην καρδιά όλων των ανθρώπων, που δεν επηρεάζονται και δεν περιορίζονται από την πανοπλία των φραγμών που θέτουν οι κυβερνήτες και οι υπήκοοι τους.

Η τέχνη του ποιητή διαχέει αυτή την ακαταμάχητη γοητεία σ’ολόκληρο το έργο, όμως για μια στιγμή συμπυκνώνεται στους ονομαστούς στίχους της Αντιγόνης :

“Γιατί δεν ήταν ο Δίας,
που μου τα ‘χε αυτά κηρύξει,
ούτε η συγκάτοικη με τους θεούς του Κάτω Κόσμου, η Δίκη, αυτούς τους νόμους
μες στους ανθρώπους όρισαν, και μήτε
πίστευα τόση δύναμη πως έχουν τα δικά σου κηρύγματα,
ώστ’ενώ είσαι θνητός να μπορείς των θεών τους νόμους
τους άγραφους κα ασάλευτους να βιάζεις.
Γιατί όχι σήμερα και χτες, μα αιώνια
ζουν αυτοί, και κανείς δεν το γνωρίζει από πότε φανήκανε”.

Σ’αυτούς τους στίχους κρύβεται το μυστικό των παράξενων και απροσδιόριστων δυνάμεων, που οι κοινοί υπάκουοι στους νόμους, άνθρωποι, όπως η Ισμήνη και ο Κρέων και ο Χορός, βρίσκουν τόσο ενοχλητικές και τρομακτικές. Αυτές οι δυνάμεις είναι οι άγραφοι νόμοι και είναι γελοίο να πούμε ότι δεν θα πορευτούμε σύμφωνα μ’αυτούς, γιατί δεν έχουν περιορισμούς, ούτε όρια. Τα έθιμα, η παράδοση, οι δικαστικές αποφάσεις και οι ποινές δεν μπορούν ούτε καν να εισέλθουν στο έδαφος όπου αυτοί κινούνται και το καθήκον δεν έχει καμιά απολύτως θέση ανάμεσά τους.

Αυτά είνα τα μεγάλα ασυνείδητα ένστικτα του κόσμου, οι αμετάβλητες ορμές που λυτρώνουν την ανθρωπότητα από τους δισταγμούς και από την απρόθυμη υποταγή. Ο έρωτας είναι μία από αυτές, όπως λέει ο ποιητής, το θάρρος μια άλλη και μια τρίτη, είναι η άνομη ιερότητα που οδήγησε την Αντιγόνη στο να αψηφήσει ό,τι χειρότερο θα μπορούσαν να κάνουν εναντίον της το κράτος και ο λιθοβολισμός και η πείνα και η αυτοκτονία. Η Αντιγόνη δεν είναι σκληρή, με ψυχρή καρδιά. Όταν βρίσκει το πτώμα του αδερφού της να κείτεται άταφο στη γη την ακούμε να “βάζει τους θρήνους σαν το πικρό πουλί που βρίσκει άδεια την φωλιά του από τα μικρά του”. Λαχταρά την ζωή και τον έρωτα και τα παιδιά…Η εμπιστοσύνη της όμως στο δίκαιο ταλαντεύεται μόνο μια φορά και μόνο για μια στιγμή και είναι σημαντικό το ότι όχι μόνο κερδίσει στο τέλος τον Χορό κα τον Κρέοντα και ότι οι κοινοί άνθρωποι όπως λέει ο αγαπημένος της την θεωρούν εντέλει άξια για τα ανώτερα βραβεία…”

Ο όρκος των Αργοναυτών και η ίδρυση των Ολυμπιακών Αγώνων

Αποτέλεσμα εικόνας για αργοναύτες[4.53.4] Όταν οι Αργοναύτες έφθασαν στην καμπή του τέλους της κοινής πορείας τους κι επρόκειτο ν᾽ αναχωρήσουν ο καθένας για την πατρίδα του, λέγεται ότι ο Ηρακλής, σκεπτόμενος τ᾽ απροσδόκητα γυρίσματα της τύχης, πρότεινε στους επίλεκτους μαχητές να ορκίζονταν αναμεταξύ τους ότι θα πολεμούσαν ο ένας στο πλευρό εκείνου που θα καλούσε σε βοήθεια κι επιπλέον, ότι θα έπρεπε να επιλέξουν τον ιδανικότερο τόπο στην Ελλάδα όπου θα διοργάνωναν αθλοπαιδιές κι εορταστικές τελετές στο πλαίσιο αυτών, τις οποίες όφειλαν ν᾽ αφιερώσουν στον θεό των θεών, τον Ολύμπιο Δία
 
[4.53.5] Αφού οι Αργοναύτες αντάλαξαν όρκους συμμαχίας κι επαφέθησαν στον Ηρακλή για τη διοργάνωση των αγώνων, λέγεται ότι εκείνος επέλεξε τόπο τέλεσής τους την ακτή του Αλφειού ποταμού στη γη των Ηλείων. Ακολούθως αφιέρωσε την παραποτάμια τοποθεσία στον σπουδαιότερο των θεών και την ονομάτισε Ολυμπία χάριν της προσωνυμίας του. Όταν είχε οργανώσει ιπποδρομίες και γυνμαστικές αναμετρήσεις, καθόρισε κανόνες διέποντες τα δρώμενα και στη συνέχεια απέστειλε σεβάσμιους αρμοστές ν᾽ ανακοινώσουν στις πόλεις τα δρώμενα των αγώνων. 
 
[4.53.6] Παρόλο που η φήμη του Ηρακλή είχε ουδόλως μετριαστεί από τη συμμετοχή του στην εκστρατεία καθώς έχαιρε της υψηλής εκτίμησης των Αργοναυτών, έρχεται τώρα να προστεθεί η δόξα του ιδρυτή των εορτασμών στην Ολυμπία, έτσι ώστε, ξακουστός όσο κανένας άλλος Έλληνας σχεδόν σε κάθε γωνιά του κόσμου, ουκ ολίγοι επεζήτησαν τη φιλία του, πρόθυμοι δε, συν τοις άλλοις, να μοιραστούν μαζί του οποιονδήποτε κίνδυνο.
 
[4.53.7] Δεδομένου ότι το πρόσωπό του ήταν αντικείμενο θαυμασμού, εξαιτίας της ανδρείας και των ικανοτήτων του γενικότερα, συγκέντρωσε γύρω του παντοδύναμο στράτευμα και περιηγήθηκε στον κατοικημένο κόσμο διαδίδοντας τις ευεργεσίες του προς τη φυλή των ανθρώπων για τις οποίες κατά κοινή ομολογία έλαβε ως αντάλλαγμα το δώρο της αθανασίας. Αλλά οι ποιητές, συνεπαρμένοι από τη συνήθεια να προσδίδουν στ᾽ αφηγήματά τους χροιά θαυμάτων, επανεξιστόρησαν ότι ο Ηρακλής, μόνος του, δίχως τη βοήθεια οπλισμένων ανδρών, πραγματοποίησε τους Άθλους που βρίσκονται στα χείλη όλων μας.
 
Διόδωρος Σικελιώτης, Ιστορική Βιβλιοθήκη [4.53]

Αυτοεκτίμηση: Πώς να αποδίδεις στον εαυτό σου την αξία του

Αυτοεκτίμηση είναι να πιστεύεις στον εαυτό σου και να βρίσκεις σ’ εσένα ό,τι αξιόλογο και πολύτιμο έχεις. Σημαίνει να μπορείς ν’ αποδίδεις στον εαυτό σου τη δέουσα αξία. Και λέω τη δέουσα... γιατί δε θέλω ν’ αφήσω να εννοηθεί ότι είναι ένδειξη μεγάλης αυ­τοεκτίμησης να σκέφτεται κανείς πως είναι κάτι που δεν είναι: να πιστεύω, δηλαδή, πως είμαι ψηλός, ξανθός και με γαλανά μάτια, επειδή θεωρώ πως θα ήταν καλύτερα να ήμουν έτσι, παρόλο που αυτά δεν είναι τα πραγματικά μου χαρακτηριστικά (και, όπως βλέπεις, όντως δεν είναι).

Αυτό θα ήταν άρνηση της πραγματικότητας ή παραλήρη­μα —το πολύ πολύ η έκφραση μιας επιθυμίας—, σε κα­μία περίπτωση, όμως, μεγάλη αυτοεκτίμηση. Κάθε μέρα βλέπω ανθρώπους να διαβεβαιώνουν ανόητους ότι είναι διάνοιες, θεωρώντας πως έτσι ενισχύουν την αυτοεκτί­μησή τους, ενώ στην πραγματικότητα την αντικαθιστούν με μιαν αδέξια υποκρισία — αν όχι με μια διεστραμμένη κοροϊδία. Αυτό δεν είναι σωστό. Η υψηλή αυτοεκτίμηση ενός ανόητου θα έπρεπε να εκφράζεται με δηλώσεις όπως: “Ναι, από μια άποψη μπορεί να μη μου κόβει και πολύ, αλλά τι μ’ αυτό; Γιατί θα πρέπει να είναι όλοι έξυπνοι; Γιατί δεν μπορούμε κάποιοι να είμαστε και λίγο χαζοί; Τι γίνεται εδώ, δηλαδή; Μήπως δεν έχουμε δικαίωμα να ζήσουμε κι εμείς οι χαζοί; Υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορώ να κάνω εξίσου καλά με άλλους, και κάποια λίγα μπορώ να τα κάνω καλύτερα.

Δεν είναι κακό να συνδέου­με τον όρο αυτοεκτίμηση με το συναίσθημα. Αυτό υπο­νοεί ότι αν αγαπάς, αξιολογείς. Αν, λοιπόν, μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, “εκτιμώ” σημαίνει “αποδίδω αξία”, τότε αυτοεκτίμηση είναι...»

«Αποδίδω στον εαυτό μου την αξία του.»

«Πολύ ωραία. Όπως δηλώνει και τ’ όνομά της, μεγά­λη αυτοεκτίμηση σημαίνει μεγάλη ικανότητα να αποδίδεις αξία στον εαυτό σου και να βρίσκεις σ’ εσένα ό,τι αξιόλογο και πολύτιμο έχεις. Σημαίνει να μπορείς ν’ αποδίδεις στον εαυτό σου τη δέουσα αξία. Και λέω τη δέουσα... γιατί δε θέλω ν’ αφήσω να εννοηθεί ότι είναι ένδειξη μεγάλης αυ­τοεκτίμησης να σκέφτεται κανείς πως είναι κάτι που δεν είναι: να πιστεύω, δηλαδή, πως είμαι ψηλός, ξανθός και με γαλανά μάτια, επειδή θεωρώ πως θα ήταν καλύτερα να ήμουν έτσι, παρόλο που αυτά δεν είναι τα πραγματικά μου χαρακτηριστικά (και, όπως βλέπεις, όντως δεν είναι). Αυτό θα ήταν άρνηση της πραγματικότητας ή παραλήρη­μα —το πολύ πολύ η έκφραση μιας επιθυμίας—, σε κα­μία περίπτωση, όμως, μεγάλη αυτοεκτίμηση. Κάθε μέρα βλέπω ανθρώπους να διαβεβαιώνουν ανόητους ότι είναι διάνοιες, θεωρώντας πως έτσι ενισχύουν την αυτοεκτί­μησή τους, ενώ στην πραγματικότητα την αντικαθιστούν με μια αδέξια υποκρισία — αν όχι με μια διεστραμμένη κοροϊδία. Αυτό δεν είναι σωστό. Η υψηλή αυτοεκτίμηση ενός ανόητου θα έπρεπε να εκφράζεται με δηλώσεις όπως: “Ναι, από μια άποψη μπορεί να μη μου κόβει και πολύ, αλλά τι μ’ αυτό; Γιατί θα πρέπει να είναι όλοι έξυπνοι; Γιατί δεν μπορούμε κάποιοι να είμαστε και λίγο χαζοί; Τι γίνεται εδώ, δηλαδή; Μήπως δεν έχουμε δικαίωμα να ζήσουμε κι εμείς οι χαζοί; Υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορώ να κάνω εξίσου καλά με άλλους, και κάποια λίγα μπορώ να τα

κάνω καλύτερα από τους περισσότερους!” Ας υποθέσουμε αυτή τη στιγμή πως ο χαζός είμαι εγώ (κι ίσως γι’ αυτό να μη χρειάζεται και τόση φαντασία...) και ρωτώ: “Κι αν εί­μαι, τι μ’ αυτό;” Και για να το πάω ακόμα παραπέρα, είμαι σίγουρος ότι ούτε ψέματα λέω, ούτε υπερβάλλω δηλώνο­ντας ότι σε κάποιους τομείς της ζωής μου ανήκω στα “βο­οειδή” —όπως λένε και στην πατρίδα μου—, ή στην κατη­γορία του βλάκα στο τετράγωνο, και δε βλέπω πού είναι το πρόβλημα, ούτε γιατί θα έπρεπε να είμαι πάντα εντάξει, αποδοτικός και αποτελεσματικός, γιατί θα έπρεπε να έχω πάντα την κατάλληλη και πιο σωστή απάντηση ή να κάνω πάντα αυτό που πρέπει; Όχι λοιπόν... Σε ορισμένους τομείς της ζωής μου είμαι ο ορισμός του βοοειδούς, το παραδέχο­μαι, και για να είμαι ειλικρινής έχει πάψει από καιρό να μ ενοχλεί. Με αυτό, θέλω να πω ότι η αυτοεκτίμηση πρέπει να στέκει στη θέση που της αρμόζει. Καλό είναι να ξέρω χωρίς να ντρέπομαι πως υπάρχουν τομείς όπου έχω κάποιες ικανότητες, καλό είναι και να ξέρω —επίσης χωρίς να ντρέπομαι—, ότι σε άλλους τομείς δεν τις έχω. Εδώ, μέσα στο κεφάλι μου, κατοικούν όλες μου οι ανικανότητες και οι αδυναμίες. Οι δικές μου και ολονών. Γιατί, είτε μας αρέσει είτε όχι, κατά κάποιον τρόπο όλοι είμαστε ανίκανοι για κάτι και, σε κάποιο βαθμό, όλοι έχουμε αδυναμίες.»

«Η αλήθεια είναι ότι καταλαβαίνω πολύ καλά αυτό που είπες για τις αδυναμίες και το δέχομαι, όχι όμως κι αυτό για τις ανικανότητες. Μπορώ να μάθω να κάνω κάτι που πριν δεν ήμουν ικανός να κάνω...»

«Μπορείς, αλλά μερικές μόνο φορές: όχι πάντα. Κι αν τα καταφέρεις, η πρόοδός σου θα οφείλεται σε μια μαθη­τεία που θα σου έχουν επιβάλει οι ίδιες σου οι επιθυμίες. Όμως, θα δυσκολευτείς να τα καταφέρεις, αν οι προσπά­θειες κι όλες σου οι γνώσεις αποσκοπούν στο να ευχαριστηθούν άλλοι. Παραδείγματος χάριν: γιατί θα έπρεπε να μάθω να κάνω κάτι που δεν θέλω, ή κάτι για το οποίο δεν είμαι προικισμένος; Αν κάποιοι οικείοι μου, μου έλεγαν ότι “δεν πιάνουν τα χέρια μου”, θα έπρεπε άραγε, για να το καταπολεμήσω, να επιχειρήσω να γίνω ξυλόγλυπτης; Ούτε θέλω ούτε πιστεύω πως είναι σωστό να λειτουργεί κανείς έτσι, ανάλογα με το τι του υπαγορεύουν οι άλλοι. Βέβαια, όπως σου λέω αυτό, σου λέω και το ανάποδο: χρειάζεται προσοχή, γιατί μπορεί πίσω από τις “ανικανότητές μου” να πασχίζω να καλύψω τη νωθρότητά μου, ή να τις χρησιμο­ποιώ ως δικαιολογία για να βάλω τους άλλους να κάνουν αυτό που δε θέλω να κάνω μόνος μου. Το να μη σιδερώνω τα ρούχα, να μην καθαρίζω το σπίτι ή να μην τακτοποιώ το δωμάτιό μου, δεν συμπεριλαμβάνονται στα πράγματα για τα οποία δικαιούμαι να δηλώνω ανίκανος...»

«Ωστόσο, πρέπει κανείς να μαθαίνει. Εγώ, πάντως, όταν μαθαίνω κάτι, αισθάνομαι καλύτερα.»

«Πολύ καλά. Όταν κάποιος έρχεται αντιμέτωπος με μερικές από τις ανικανότητές του, μαθαίνοντας αισθάνεται καλύτερα, και είναι πολύ ωραίο να αισθάνεται έτσι. Ο μό­νος κίνδυνος είναι να θέσει ως βάση του συλλογισμού του ότι θα ήταν καλύτερα αν δεν ήταν αυτός που είναι πραγ­ματικά. Μ’ άλλα λόγια: τι καλός που θα ήμουν αν είχα τις ικανότητες που μου λείπουν, τις δεξιότητες που δεν έχω κι όλα όσα δεν διαθέτω. Αυτό οδηγεί στη διεστραμμένη ιδέα: “τι καλά που θα ήταν να έμοιαζα περισσότερο μ’ εκείνον που θα ’θελαν οι άλλοι να είμαι”.

»Το πρόβλημα της χαμηλής αυτοεκτίμησης αναδύε­ται όταν το βλέπουμε απ’ αυτήν την οπτική γωνία... Όταν εκτιμάμε τον εαυτό μας μόνο σε συνάρτηση με το πώς μας βλέπουν οι άλλοι.

»Και για την περίπτωση που δεν έγινα σαφής, αν είμαι ενήλικας (αυτό δεν ισχύει για τα παιδιά και τους εφή­βους) και είναι προσωπική μου απόφαση και επιθυμία να καλύψω ένα κενό στις δυνατότητές μου με την κατάλλη­λη εκπαίδευση ώστε να μπορέσω ν’ αντιμετωπίσω κάποια πρόκληση, θα μπορούσα να το κάνω, με τον όρο ότι το θέλω εγώ κι όχι για να ικανοποιηθεί ο περίγυρος. Συνε­πώς, χρειάζεται προσοχή ώστε να μην αφήσω να περνάει η αξιολόγηση του εαυτού μου από τις ικανότητες που υπο­τίθεται ότι θα έπρεπε να έχω.

Σχέση: Πρέπει να δείχνουμε τις αδυναμίες μας στον σύντροφό μας;

Συνήθως δεν μας αρέσει να ερχόμαστε αντιμέτωποι με τα τρωτά μας σημεία. Ζουμε σε μια κοινωνία που επιβάλλει να είμαστε δυνατοί, να είμαστε άτρωτοι. Έχουμε την τάση να αγνοούμε και να αρνούμαστε τις αδυναμίες μας.

 Η Κ προτιμά να συντηρεί τον θυμό της παρά να αντιμετωπίσει τη θλίψη και τις επιθυμίες της. «Διαφορετικά, θα μεταμορφωνόμουν σε αυτή την αδύναμη, γκρινιάρα τύπισσα που όλο παρακαλάει», παρατηρεί. Η αλήθεια είναι ότι φοβόμαστε να εγκλωβιστούμε στον πόνο μας. Οι σύντροφοι μου λένε: «Εάν αφήσω τον εαυτό μου να κλάψει, πιθανόν να μην μπορέσω να σταματήσω. Φαντάζεσαι να χάσω τον έλεγχο και να κλαίω συνέχεια;» Ή: «Εάν αφήσω τον εαυτό μου να αισθανθεί αυτά τα πράγματα, θα νιώσω ακόμη πιο πληγωμένη. Ο πόνος θα με κυριεύσει και θα γίνει ανυπόφορος»...

Ίσως να είμαστε ακόμη πιο απρόθυμοι να παραδεχτούμε τις αδυναμίες μας σε έναν εραστή. Νομίζουμε ότι θα μας κάνει λιγότερο επιθυμητούς. Αναγνωρίζουμε, επίσης, ότι όταν παραδεχόμαστε τις αδυναμίες μας, είναι σαν να δίνουμε ένα πανίσχυρο όπλο στον άνθρωπο που μπορεί να μας πληγώσει πιο πολύ απ’ όλους. Πιθανόν ο σύντροφός μας να το εκμεταλλευτεί.

Όταν σε μια σχέση ξέρουμε ότι μας αγαπούν, δεν θέλουμε να αναγνωρίσουμε σημάδια θλίψης ή απελπισίας στον/τη σύντροφό μας. ακόμη και όταν αυτά είναι ολοφάνερα. Δεν ξέρουμε τι να κάνουμε ή πώς να αισθανθούμε, ιδιαίτερα όταν δεν έχουμε κάποιο πρότυπο για το πώς να συμπεριφερθούμε αποτελεσματικά. Μερικοί από μας δεν έχουν δει πώς λειτουργεί ένας ασφαλής δεσμός. Ή, από την άλλη. δεν θέλουμε να εγκλωβιστούμε στις αδυναμίες ούτε τις δικές μας ούτε του εραστή μας. Με συναρπάζει πάντοτε το γεγονός ότι μόλις κλάψει ένα παιδί, αμέσως σπεύδουμε να δούμε τι έχει. Ανταποκρινόμαστε. Τα παιδιά μας δεν μας απειλούν και αναγνωρίζουμε ότι είναι αδύναμα και μας έχουν ανάγκη. Μπορούμε να τα βλέπουμε σε ένα πλαίσιο ανάγκης συναισθηματικού δεσμού. Αντιθέτως, μάθαμε να μη βλέπουμε τους ενήλικες με τέτοιο τρόπο.

Το σίγουρο είναι ότι ποτέ δεν θα καταφέρουμε να δημιουργήσουμε έναν πραγματικά δυνατό, ασφαλή δεσμό, εάν δεν αφήσουμε τους αγαπημένους μας να μας γνωρίσουν πλήρως ή εάν εκείνοι δεν μπουν στη διαδικασία να το κάνουν. Ο Ν, ένα υψηλόβαθμο στέλεχος μεγάλης επιχείρησης, το καταλαβαίνει. Λέει: «Μέσα μου αντιλαμβάνομαι ότι εάν συνεχώς αποφεύγω τα δυνατά συναισθήματα, τη θλίψη και τους φόβους μου, είναι σαν να παραποιώ την πραγματικότητα. Εάν ζαρώσω στη γωνιά μου, προσπαθώντας να αποφύγω κάθε σημάδι αναστάτωσης προερχόμενο από κάποιον και να μην ακούσω κάτι αρνητικό που θα μου πει, προφανώς αυτό περιορίζει τον τρόπο που συνδέεται κανείς με τους άλλους».

Θέλουμε και έχουμε ανάγκη οι αγαπημένοι μας να ανταποκριθούν όταν νιώθουμε πληγωμένοι. Όμως δεν μπορούν να το κάνουν αυτό, εάν δεν τους το πούμε. Για μια βαθιά αγάπη χρειάζεται θάρρος - και εμπιστοσύνη. Εάν έχεις σοβαρές αμφιβολίες για τις καλές προθέσεις του αγαπημένου σου, για παράδειγμα, εάν φοβάσαι τον/τη σύντροφό σου και κινδυνεύει η σωματική σου ακεραιότητα, τότε καλά κάνεις και δεν του εκμυστηρεύεσαι (Χρειάζεται να βρεις κάποιον ψυχοθεραπευτή ή να το ξανασκεφτείς εάν πρέπει να παραμείνεις σε αυτή τη σχέση).

Όταν είσαι έτοιμος/η να μοιραστείς την ευαισθησία σου, ξεκίνα αργά. Δεν χρειάζεται να ξεγυμνώσεις την ψυχή σου. Συχνά, ο τρόπος για να ξεκινήσεις είναι απλά να μιλήσεις για το πώς μοιράζεται κανείς. Το «Είναι δύσκολο για μένα να μοιραστώ αυτό...» είναι μια καλή αρχή. Έτσι γίνεται πιο εύκολο να αποκαλύψεις κάτι στο οποίο είσαι ευαίσθητος/η. Όταν νιώσεις άνετα, μπορείς να μιλήσεις πιο ανοιχτά για ό,τι σε έχει τραυματίσει.

Αυτό λογικά ανοίγει τον δρόμο για τον/την αγαπημένο/η σου να ανταποδώσει και να αποκαλύψει τα δικά του/της ευάλωτα σημεία και από πού πηγάζουν αυτά. Αυτές οι αποκαλύψεις συχνά προκαλούν κατάπληξη. Στις συνεδρίες μου με ζευγάρια σε ένταση, την πρώτη φορά που κάποιος/α σύντροφος μιλάει πραγματικά για τις ευαισθησίες του, συνήθως ο άλλος σοκάρεται και δεν τον/ την πιστεύει απόλυτα. Ο/η σύντροφος έχει δει μόνο την επιφάνεια των συναισθηματικών ανταποκρίσεων, αυτών που μπαίνουν μπροστά και κρύβουν τις βαθύτερες ευαισθησίες.

Βέβαια, εάν απλά αναγνωρίσουμε και εκμυστηρευτούμε τις ευαισθησίες μας, δεν θα εξαφανιστούν ως διά μαγείας. Έχουν εγγράφει στο σώμα και στην ψυχή μας με τη μορφή συναγερμού που μας προειδοποιεί όταν οι συναισθηματικοί μας δεσμοί με σημαντικούς για μας αγαπημένους ανθρώπους κινδυνεύουν. Για κακή μας τύχη, αυτός ο συναγερμός δεν αποσυνδέεται εύκολα. Αυτό πολύ πιθανόν να δείχνει πόσο σημαντικοί είναι για μας οι συναισθηματικοί δεσμοί· τα δεδομένα σε έναν πρωταρχικό/αρχέγονο κώδικα επιβίωσης είναι δύσκολο να αφαιρεθούν.

Το κυρίαρχο συναίσθημα εδώ είναι ο φόβος, ο φόβος της απώλειας του δεσμού μας. Το νευρικό μας σύστημα, όπως επισημαίνει ο Joseph LeDoux από το Κέντρο Νευροεπιστημών του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, ευνοεί τη διατήρηση των συνδέσμων μεταξύ του συναγερμού του φόβου και της αμυγδαλής, το μέρος του εγκεφάλου, δηλαδή, που διατηρεί το ιστορικό των συναισθηματικών γεγονότων. Το όλο σύστημα έχει σχεδιαστεί έτσι ώστε να προστίθενται εύκολα πληροφορίες εκεί, αλλά να αφαιρούνται δύσκολα. Εάν πρόκειται να αποφύγουμε τον κίνδυνο, είναι καλύτερα να σφάλλει κανείς από λανθασμένα θετικά ερεθίσματα παρά από αρνητικά. Ωστόσο, αυτοί οι σύνδεσμοι μπορούν να αποδυναμωθούν κάπως, όπως θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο.

Όμως, και μόνο που συζητάει κανείς τους βαθύτερους φόβους και τις επιθυμίες του με τον/τη σύντροφό του, φεύγει από πάνω του ένα μεγάλο βάρος. Ρωτάω τον Ν: «Νιώθεις περισσότερο πληγωμένος ή φοβισμένος όταν, μιλώντας για δύσκολα συναισθήματα. αφήνεσαι να συνδεθείς περισσότερο;» Γελάει. Μοιάζει έκπληκτος. «Όχι», λέει, «είναι αστείο, αλλά μόλις κατάλαβα ότι δεν έχω κάτι το περίεργο και ότι αυτά τα συναισθήματα υπάρχουν μέσα μου δεν ήταν και τόσο δύσκολο να το κάνω. Ίσα ίσα είναι πιο βοηθητικό να προσεγγίζει κανείς αυτό το τρομακτικό μέρος και να τα αντιμετωπίζει. Από τη στιγμή που τα αναγνωρίζω, γίνονται λιγότερο απειλητικά». Έτσι όπως τον κοιτάζω, πράγματι μου φαίνεται πιο ισορροπημένος, πιο παρών μέσα στο σώμα του, από ό,τι τότε που το μόνο που έκανε ήταν να παρακάμπτει τους φόβους του και τα «τρομακτικά» μηνύματα της γυναίκας του. Μόνο όταν έχεις ισορροπήσει στα δυο σου πόδια και έχεις συντονιστεί με τον εαυτό σου, μπορείς να ακούσεις εμένα και να κινηθούμε μαζί.

Γεώργιος Σουρής: «Φορολογήστε και αυτή τη σάρκα μας ακόμα»!

«…Ο,τι καλό κι αν έχουμε επάνω σας ας μείνει / στα πρόσωπά μας ας χυθεί του μαρασμού το χρώμα / μ’ εμάς το ισοζύγιο του έθνους μας ας γίνει /φορολογήστε και αυτή τη σάρκα μας ακόμα / του σώματός μας κόβετε καμιά παχιά λωρίδα / και τρώγετέ την λαίμαργα μαζί με την πατρίδα…».

Στις 26 Αυγούστου 1919, έφυγε από τη ζωή ο σατιρικός ποιητής, δημοσιογράφος και εκδότης Γεώργιος Σουρής (1853- 1919). Η εβδομαδιαία εφημερίδα «Ο Ρωμηός», που εξέδιδε, τον έκανε γνωστό και άφησε εποχή με τα σατιρικά του ποιήματα.

Η εφημερίδα «Ρωμηός» για πολλά χρόνια (1883 -1918), με μια μικρή διακοπή το πρώτο διάστημα, διαβαζόταν ασταμάτητα και οι απολαυστικοί στίχοι του Σουρή, που έθιγαν κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, ήταν είδηση, κάθε εβδομάδα.

O Σουρής έγραψε, επίσης, έμμετρες κωμωδίες και ημερολόγια. Ο Σουρής είχε συνεργαστεί με σατιρικές εφημερίδες της εποχής («Ασμοδαίος» του Εμμανουήλ Ροΐδη, «Μη χάνεσαι!» του Βλάσση Γαβριηλίδη, «Ραμπαγάς» του Κλεάνθη Τριανταφύλλου.

Αξίζει να σημειωθεί πως υπάρχει μετάφραση του Σουρή για τις Νεφέλες του Αριστοφάνη. Μάλιστα, ο Σουρής χαρακτηρίστηκε και ως ο «νέος Αριστοφάνης».

Ακολουθεί το σατιρικό ποίημα του Γεώργιου Σουρή, «Οι φόροι»:

Βάλετε φόρους, βάλετε εις την πτωχήν μας ράχη,
ποτίστε με το αίμα μας την άρρωστη πατρίδα
σεις το κρασί και τον καπνό που πίνετε μονάχοι
κι εμείς να σας κοιτάζομε με μάτι σαν γαρίδα
Βαριά φορολογήσετε και το νερό που τρέχει
βάλετε φόρους, βάλετε, η πλάτη μας αντέχει.

Ο,τι καλό κι αν έχουμε επάνω σας ας μείνει
στα πρόσωπά μας ας χυθεί του μαρασμού το χρώμα
μ’ εμάς το ισοζύγιο του έθνους μας ας γίνει
φορολογήστε και αυτή τη σάρκα μας ακόμα
του σώματός μας κόβετε καμιά παχιά λωρίδα
και τρώγετέ την λαίμαργα μαζί με την πατρίδα.

Ο,τι κι αν τρώγουν οι πτωχοί το έθνος ας τα τρώγει
ό,τι κι αν πίνουν οι πτωχοί το έθνος ας τα πίνει
χορταίνετε σαν Λούκουλοι μ’ εμάς το σκυλολόγι
κι εμείς θα σας γνωρίζουμε γι’ αυτό ευγνωμοσύνη.
Τέτοιοι χωριάτες που ‘μαστε αντέχουμε εις όλα
και ούτε τόσον εύκολα τινάζουμε τα κώλα.

Πρέπει να είναι οι πολλοί πτωχοί και πεινασμένοι
και οι ολίγοι πάντοτε να βρίσκονται χορτάτοι
Πρέπει να στέκουν οι πολλοί στα σπίτια των κλεισμένοι
και οι ολίγοι να πηδούν επάνω στο παλάτι
Πρέπει ο κόσμος ο πολύς να δέχεται τα βάρη
κι ο λιγοστός επάνω του κανένα να μην πάρει.

Μ’ αυτόν τον νόμον έζησε ο κόσμος και θα ζήσει
τη δύναμή του προσκυνά η κάθε κοινωνία
Δεν ημπορεί καθένας μας βεβαίως να πλουτίσει
γιατί του κόσμου έπειτα χαλά η αρμονία
Φτώχεια και πλούτος – ζήτημα του καθενός αιώνος:
Ιδού το τέλος κι η αρχή του φοβερού αγώνος

Λοιπόν κανένας πρόστυχος κεφάλι μη σηκώσει
για τόσα νομοσχέδια μη βγάλει τσιμουδιά
Εις της πατρίδας τον βωμόν το αίμα του ας δώσει
χωρίς ν’ αφήσει στεναγμόν η μαύρη του καρδιά
Κι αν τώρα πάλι έπεσεν επάνω του ο κλήρος
Πρέπει και πάλι να φανεί γενναίος – μάρτυς – ήρως.

Ανακαλύφθηκε η πιο παλιά βελόνα στον κόσμο

Ρώσοι αρχαιολόγοι έκαναν μία μοναδική ανακάλυψη, αφού πιστεύεται πως βρήκαν την πιο παλιά βελόνα, ηλικίας 50.000 ετών!

Σύμφωνα με τον Mikhail Shunkov, υπεύθυνο του Institute of Archaeology and Ethnography στο Νοβοσιμπίρσκ της Ρωσίας, η ανακάλυψη έγινε στο σπήλαιο Denisova της Σιβηρίας, εκεί όπου έχουν βρεθεί κι άλλα ευρήματα από ένα προγενέστερο είδος του Homo Sapiens, το Denisova hominii.

Η βελόνα που έχει φτιαχτεί από το κόκκαλο ενός πουλιού και έχει τρύπα στη μία άκρη, ίσως αποτελέσει απόδειξη πως οι Denisovans ήταν πολύ πιο ευφυείς από ότι πίστευαν μέχρι σήμερα οι επιστήμονες, ίσως ακόμα περισσότερο και από τον Νεάντερταλ!

Την επόμενη φορά που θα χρειαστεί να ράψετε κάτι, κοιτάξτε καλά τη βελόνα που κρατάτε στα χέρια σας και προσπαθήστε να κάνετε ένα ταξίδι πίσω στο χρόνο για να φανταστείτε πως θα ήταν να ράβεις σ’ ένα σπήλαιο πριν από 50.000 χρόνια!

Η καρδιά σου θα σου δείξει το δρόμο!

Λένε οι σοφές επιστήμες της εποχής μας ότι «Μάζα ενός σώματος είναι το μέτρο της αντίστασης, που παρουσιάζει κάθε σώμα στην μεταβολή της κινητικής του κατάστασης.» Δηλαδή ποτέ κανένας δεν υπήρξε υπέρβαρος! Απλά αντιστάθηκε στην κινητική του κατάσταση!

Τώρα πως αυτό θα μπορούσε να φανεί χρήσιμο σε έναν απλό άνθρωπο και πως θα το μετέφραζε αυτό ο ίδιος ο άνθρωπος είναι άλλο θέμα. Εγώ πιστεύω ό,τι η κίνηση του καθενός έρχεται από μέσα. Μέσα από την καρδιά του. Γιατί εκεί βρίσκεται όλη η ουσία της ύπαρξης του ανθρώπου. Στην καρδιά του!

Η παραπάνω διαπίστωση των επιστημών θα σήμαινε πως δεν ακούω την καρδιά μου. Πως δεν ακούω αυτό που μου ψιθυρίζει απαλά εκείνες τις στιγμές που, χωρίς να το καταλάβω, τρυπώνει μέσα στα όνειρά μου και μου λέει τι αληθινά είναι το καλύτερο για εμένα και τη ζωή μου!

Σύμφωνα με το παραπάνω επιστημονικό δεδομένο θα έλεγε κάποιος ότι οι περισσότεροι άνθρωποι, χοντρούληδες ή αδύνατοι, κατά κάποιο τρόπο ανήκουν στην ακίνητη, την υπέρβαρη κατηγορία, αφού είναι ελάχιστοι εκείνοι που ακούν την αλήθεια της καρδιάς τους!

Αλλά και ποιος να την ακούσει τη δόλια την καρδούλα του!
Έχει τόσο θόρυβο η ζωή του ανθρώπου που ξέχασε πως να την ακούει. Έτσι όσο και αν αντέχει ακόμα η καρδούλα να ψιθυρίζει την αλήθεια της, εκείνος δεν μπορεί πια να την ακούσει. Δεν μπορεί να την ακούσει γιατί έμαθε να θεωρεί ως φυσικό άκουσμα, ως φυσικό ήχο τον θόρυβο και όχι την αρμονία της ίδιας του της καρδιάς.

Κάπως έτσι πιστεύω πως χάθηκε και ξεχάστηκε η αρμονία από τη ζωή του ανθρώπου. Από τον πολύ θόρυβο. Κάπως έτσι νομίζω πως ο άνθρωπος βρέθηκε από το + που θα μπορούσε να έχει, στο – της ζωής που τελικά ζει. Κάπως έτσι έχασε την ομορφιά και την απλότητα που θα μπορούσαν να έχουν οι σκέψεις, τα συναισθήματά και η ζωή του! Κάπως έτσι και η δική σου η ζωή γέμισε προβλήματα… και τώρα πια πολλά προβλήματα!

Όμως η ζωή δεν είναι πρόβλημα για να το λύσεις…
Μήπως είναι μυστήριο που σε περιμένει να το ανακαλύψεις ή ένας καμβάς που περιμένει να δημιουργήσεις;

Ίσως πάλι να είναι σαν την αγάπη… μια γλυκιά βόλτα, ένα ταξίδι, ένας προορισμός που σε περιμένει να φανείς…

Και εσύ που είσαι;
Χάθηκες μέσα σε χίλιους καημούς και πόνους. Ξεχάστηκες και κάθισες στην άκρη των συμπληγάδων. Κι έγινες υπέρβαρος… κι έγινες υπέρβαρη ότι και αν λέει η ζυγαριά σου. Σκέφτεσαι πόσα είναι τα κιλά της αντίστασης στην κίνηση… και πως να κινηθείς τώρα πια! Ίσως να είναι πια αργά για σένα!

Εγώ όμως θα σου πω : «Μην αντιστέκεσαι άλλο στην κίνησή σου!»
Η ζωή δεν είναι πρόβλημα για να το λύσεις! Η ζωή είσαι εσύ και σε περιμένει να την ζήσεις!
Πάντα έχει σημασία από πού ξεκίνησες και τι βαλίτσες κουβαλάς. Μα μεγαλύτερη σημασία έχει για πού βάζεις πλώρη… εκεί να έχεις πάντα το βλέμμα σου. Προς τα εκεί είναι που χρειάζεται η καρδιά σου να χαράζει ρότα για να φτάσεις στον προορισμό.

Υπάρχει μεγαλύτερη χαρά από το να βρεις την αλήθεια της καρδιάς σου και εκείνη να σου κλείσει γλυκά το μάτι και να σου ψιθυρίσει προς τα πού να πας;

Άλλωστε η πιο γλυκιά πατρίδα είναι η καρδιά… Άστη να σου πει. Εκείνη ξέρει. Λέει πάντα αλήθειες, αν ξέρεις πώς να την ακούσεις! Γιατί εκείνη θα σε οδηγήσει στη ζωή που πάντα ονειρευόσουν!

Θυμήσου τις φορές που έζησες αυτό που αληθινά ήθελε η καρδιά σου! Την ευτυχία, την χαρά, την ολοκλήρωση, την απόλαυση, την ικανοποίηση που ένιωσες. Εκείνες οι στιγμές είναι που πήρες και μια γεύση από την αγάπη! Από την αγάπη για τον ίδιο σου τον εαυτό!

Μην αργείς… ξεκίνα για τον πιο γλυκό προορισμό σου…αυτόν της καρδιάς σου! Αυτόν της ζωής σου! Μην αργείς, μην αναβάλεις! Η μέρα σου δεν είναι πρόβα. Η κάθε στιγμή είναι πρεμιέρα!
Αν μπορούσες να δεις καθαρά το θαύμα της άνθισης ενός και μόνο λουλουδιού θα άλλαζε ολόκληρη η κοσμοθεωρία σου, γιατί η ίδια η ζωή είναι ένα λουλούδι και οι αναμνήσεις μας από αυτήν το άρωμά του!

Βάλε το κέφι σου μπροστά και ότι κάνεις, κάνε το με χαρά και πάθος γιατί αν είσαι ικανός να χαμογελάς πάντα στη ζωή, τότε εκείνη πάντα θα χαμογελά σε εσένα!

Δεν γεννήθηκες για να βρεις το νόημα της ζωής σε αυτόν τον κόσμο, αλλά για να το δημιουργήσεις! Να δημιουργήσεις με αρωγό τις αξίες και τα ταλέντα σου μέχρι να καταφέρεις να αγγίξεις το ευ ζην! Τότε αποκτά ουσία μια ζωή… όταν αγγίζει το ευ ζην, μιας και ευ ζην σημαίνει να μπορείς να ζεις ανώτερα και χωρίς τα βάρη που κουβαλάς!

Και πως μπορείς να φτάσεις στο ευ ζην; Κάνοντας αυτό που αληθινά θέλει η καρδιά σου!
Δεν χρειάζονται μεγάλες φιλοσοφίες σε σχέση με τη ζωή! Χρειάζεται μόνο να θυμάσαι πως το φιλοσοφείν και το ζην χρειάζεται να έχουν ισορροπία!

Άρχισε να ζεις χωρίς να κάνεις θόρυβο! Της καρδιάς σου της αρέσει να αγαπά και να τραγουδά! Άρχισε να ζεις, να δημιουργείς μουσική! Άλλωστε ο ακρογωνιαίος λίθος της αφθονίας στη ζωή σου είναι να κάνεις αυτό που αγαπά η καρδιά σου! Μην περιμένεις να υπάρξουν οι ιδανικές συνθήκες.
Βρες χιλιάδες λόγους για να χαμογελάσεις, τραγούδησε, αγάπησε και ξεκίνα για τον πιο γλυκό προορισμό… αυτόν της καρδιάς σου!

ΟΙ ΜΑΓΚΕΣ, ΟΙ ΚΟΥΤΣΑΒΑΚΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΘΡΥΛΙΚΟΣ ΜΠΑϊΡΑΚΤΑΡΗΣ


Ο «Μάγκας» ήταν άντρας των λαϊκών αστικών στρωμάτων που χαρακτηριζόταν από υπερβολική αυτοπεποίθηση ή έπαρση, καθώς και από ιδιάζουσα εμφάνιση ή συμπεριφορά. Ήταν ευκατάστατος, κοινωνικός, οξυδερκής αποδεκτός από όλη την γειτονιά. Η κάθε γειτονιά είχε τον μάγκα της. Ο λόγος του ήταν συμβόλαιο, «είχε μπέσα». Ο μάγκας εκτελούσε τον ρόλο του αστυνομικού και του δικαστή στη γειτονιά που ανήκε. Όταν οι παλιοί αθηναίοι είχαν μικροδιαφορές μεταξύ τους πήγαιναν στον μάγκα για να τις λύσει. Αυτός που δικαιωνόταν έδινε τον οβολό του στον μάγκα και αυτός που δεν δικαιωνόταν ήταν υποχρεωμένος να ακούσει τις εντολές του ασυζητητί. Διαφορετικά ο μάγκας έστελνε τα κουτσαβάκια για «να καθαρίσουν».

Αυτοί ήταν γεροδεμένοι νέοι από πολύ χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Ανήκαν στον κάθε μάγκα και τον υπηρετούσαν πιστά. Κατά μία θεωρεία το «κουτσαβάκης» προέρχεται από το όνομα ενός πειραιώτη βαρκάρη του,19ου αι, που λεγόταν Δημήτριος Κουτσαβάκης. Αυτός κατατάχθηκε στο στρατό, υπηρέτησε ως δεκανέας του ιππικού της οθωνικής περιόδου και έγινε περιβόητος για τους ψευτοπαλικαρισμούς του. Το εξεζητημένο ντύσιμό του και τη βίαιη συμπεριφορά του μιμήθηκαν οι σύγχρονοί του νέοι του αθηναϊκού υποκόσμου κι έτσι «γεννήθηκε» η λέξη «κουτσαβάκης».

Κατ’ άλλη θεωρεία ονομάστηκαν έτσι επειδή περπατούσαν με ιδιόρρυθμο τρόπο, σα να κουτσαίνουν «και τούτο ένεκα πληγής δήθεν, την οποίαν έλαβον κατά τινα συμπλοκήν» ( για να δείξουν έτσι το νταηλίκι τους).

Ακόμα τους έλεγαν και «μόρτηδες» εκ της γαλλικής λέξεως «mort» που σημαίνει θάνατος, διότι κατά την επιδημία χολέρας στην Αθήνα, είχαν αναλάβει εργολαβικά το έργο του νεκροθάφτη ! Αλλά και «τραμπούκους», από τη φίρμα των κουβανέζικων πούρων «trabucos», τα οποία τους κερνούσαν οι υποψήφιοι δήμαρχοι της εποχής, για να τους υποστηρίξουν προεκλογικά με δυναμικό τρόπο, ασκώντας και τρομοκρατία στο αντίπαλο στρατόπεδο.

Επίσης οι υποψήφιοι δήμαρχοι τους επέλεγαν και με βάση την δύναμη της φωνής τους, ώστε να μπορούν να φωνάζουν δυνατά προεκλογικά συνθήματα και να δημιουργούν άερα νίκης. Κάποιοι όμως απο αυτούς δεν είχαν την δυνατότητα να φωνάζουν δυνατά και έτσι δεν επελέγοντο, αφού «δεν έκαναν ούτε για ζήτω», εξ ου και η γνωστή μας φράση.

Συνηθισμένη εμφάνιση τους ήταν το μακρύ μουστάκι, τα μυτερά παπούτσια με γυρισμένες μύτες, το καβουράκι, το παντελόνι με ρίγα και το κομπολόι. Στη μέση φορούσαν τυλιχτό ζωνάρι, κυρίως για να κρύβουν τα μικρά όπλα -μαχαίρια και πιστόλια- που κουβαλούσαν. Συχνά άπλωναν μπροστά στην καρέκλα τους και πάνω στο έδαφος, την άκρη του μακριού ζωναριού τους και ορμούσαν εναντίον εκείνου που θα τολμούσε να το πατήσει. Απ’ αυτή τη συνήθεια γεννήθηκε και η φράση «Απλώνει το ζωνάρι του για καβγά».

Φορούσαν μόνο το ένα μανίκι απ' το σακάκι για να έχουν ευχέρεια όποτε χρειαζόταν στην κίνηση του μαχαιριού.

Αυτός ήταν ο τύπος του Κουτσαβάκη, που κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα είχε επιβληθεί σε διάφορες πόλεις και σε μερικές αθηναϊκές συνοικίες. Το βασίλειό τους όμως για ολόκληρες δεκαετίες, ήταν η συνοικία του Ψυρρή. Η «Πλατεία των Ηρώων» στου Ψυρρή, όπως και τα γύρω της στενά, αποτελούσαν μόνιμο στέκι και βασίλειο των Κουτσαβάκηδων….

Ο ΘΡΥΛΙΚΟΣ ΜΠΑΪΡΑΚΤΑΡΗΣ
 
Ο άνθρωπος που κατάφερε να τους εξουδετερώσει.
Η αντιμετώπιση των κουτσαβάκηδων από την αστυνομία ήταν δύσκολη, διότι είχαν ισχυρές πατρωνίες με το κομματικό και πολιτικό σύστημα της εποχής, με τις παρεμβάσεις του οποίου αφήνονταν ελεύθεροι. Η κακοοργανωμένη, αμαθής και εξοπλισμένη με φτωχά μέσα, Δημοτική και Διοικητική αστυνομία της εποχής ήταν ανίσχυρη στη μάχη εναντίον τους. Έτσι οι Κουτσαβάκηδες γίνονταν όλο και πιο θρασείς και προκλητικοί.

Όλα αυτά λάμβαναν χώρα ως το 1893. Τότε συστάθηκε η Στρατιωτική Αστυνομία και διορίσθηκε με τον βαθμό του ταγματάρχη Αστυνομικός Διευθυντής Αθηνών ο θρυλικός Μπαϊρακτάρης. Αγρινιώτης, αλλά Σουλιώτικης καταγωγής, έμεινε γνωστός από την πλούσια δράση του κατά των λήσταρχων αλλά κυρίως των μαγκών και κουτσαβάκηδων που μάστιζαν το κέντρο της Αθήνας.

Μόνο αυτός κατάφερε να τους οδηγήσει στην ηθική ταπείνωση, με επακόλουθο την αναγκαία πλέον απόσυρσή τους. Μάλιστα χαστούκισε (ν’ αγιάσει το χεράκι του) έναν κομματάρχη του Tρικούπη όταν του ζήτησε να βγάλει από το κρατητήριο κάποιον εγκληματία που ήταν του κόμματος. Όταν τους συλλάμβαναν οι αστυνομικοί του, είχαν την εντολή να τους κουρεύουν με την ψιλή και να τους κόβουν το μισό μουστάκι (υποχρεώνοντάς τους να ξυρίσουν και το άλλο μισό - θανάσιμη προσβολή για τους άντρες της εποχής). Τους έκοβαν επίσης τις μύτες απ' τα παπούτσια και το μανίκι που κρεμόταν.


Ακόμα, εξανάγκαζε το κάθε κουτσαβάκι, με ένα σφυρί να αχρηστέψει μόνο του τα ίδια του τα «τιμημένα» όπλα! Τα κατεστραμμένα όπλα κατόπιν τα πωλούσαν για παλιοσίδερα στην Πλατεία Δημοπρατηρίου. Και για όσους αρνούνταν να συμμορφωθούν, υπήρχε μια ακόμα πιο εξευτελιστική τιμωρία. O Mπαϊρακτάρης με τον βούρδουλα στο χέρι και μερικούς αστυφύλακες τους τσάκιζε στις βουρδουλιές μέσα στο άντρο τους. Στοιχείο που αποτελούσε τότε το άκρο άωτο της ταπείνωσης και της ηθικής συντριβής, σε αντιδιαστολή με τα «σίδερα της φυλακής, που ήταν για τους λεβέντες». Έτσι αφότου ελάμβαναν χώρα όλες αυτές οι ηθικές ταπεινώσεις, τα κουτσαβάκια επέλεγαν την φυλακή για να αποφύγουν και την ηθική απαξία του κόσμου.


Πάντως το 1896, κατά τους πρώτους ολυμπιακούς αγώνες της Αθήνας, οι κουτσαβάκηδες επιστρατεύτηκαν από την αστυνομία, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τους ξενόφερτους πορτοφολάδες για να μην ρεζιλευτεί η Ελλάδα. Και πράγματι, καμιά κλοπή δεν έγινε κατά τη διάρκεια των αγώνων!

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ: Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΕΠΙ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΟΘΩΝΑ (1833 - 1863)

Ο Στρατός επί της Βασιλείας του Όθωνα (1833-1863)

Η κατάσταση αναρχίας, που ακολούθησε μετά το θάνατο του Καποδίστρια το 1831 και διήρκεσε περίπου δύο χρόνια, προκάλεσε γενική ανωμαλία στο εσωτερικό της χώρας και κλόνισε επικίνδυνα την τάξη και την πειθαρχία στο στράτευμα. Οι ελάχιστες μονάδες στρατού που υπήρχαν, εμφάνιζαν εικόνα διαλύσεως και δεν παρείχαν τις απαιτούμενες εγγυήσεις για την άμυνα και ασφάλεια. Η δύναμη τους ανερχόταν περίπου σε 700 άνδρες, που ήταν στρατωνισμένοι στην ύπαιθρο και ζούσαν σε βάρος των χωρικών, γιατί η Κυβέρνηση αδυνατούσε να τους δώσει οποιαδήποτε βοήθεια...

Τον Ιανουάριο του 1833, έφτασε στην Ελλάδα ο νεαρός (μόλις δεκαεπτά ετών) Βαυαρός Πρίγκιπας Όθωνας, ο οποίος είχε εκλεγεί ως Βασιλιάς της από τις τρεις Συμμάχους Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία). Το Βασιλιά συνόδευαν η Αντιβασιλεία και Βαυαρική Φρουρά, δυνάμεως περίπου 4.000 ανδρών.

Η πρώτη Κυβέρνηση, που σχηματίστηκε αμέσως μετά την άφιξη του Όθωνα, επιδόθηκε με ζήλο στην αποκατάσταση της τάξεως, παίρνοντας αυστηρά μέτρα για τη διάλυση των άτακτων, την απαγόρευση της οπλοφορίας και την ανασυγκρότηση του Τακτικού Στρατού. Η πρόοδος ωστόσο που συντελέστηκε στον τομέα αυτό, δεν ήταν η επιθυμητή.

Η οικονομική κατάσταση του νεοσύστατου Κράτους ήταν πολύ κακή. Η εσωτερική κατάσταση επίσης εξακολουθούσε να είναι ανώμαλη. Πολλές στάσεις, επαναστάσεις και ταραχές ξέσπασαν στη διάρκεια της βασιλείας του Όθωνα. Συχνά μάλιστα, έπαιρνε ενεργό μέρος και ο στρατός.

Συγχρόνως, μια σημαντική μερίδα του λαού αλλά και της πολιτικής ηγεσίας, υποστήριζε τη διατήρηση και ενίσχυση των άτακτων, πιστεύοντας ότι με τα άτακτα σώματα και τον ανταρτοπόλεμο, θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί ευκολότερα η απελευθέρωση των σκλαβωμένων ακόμη ελληνικών περιοχών.

Ο Νέος Οργανισμός του Στρατού του 1833

Αμέσως μετά την άφιξη του Όθωνα, το Φεβρουάριο του 1833, ψηφίστηκε ο νέος Οργανισμός του Στρατού, στη σύνθεση του οποίου περιλαμβάνονταν:

- Πεζικό

- Ιππικό

- Πυροβολικό

- Μηχανικό

- Ακροβολιστές

- Χωροφυλακή

- Λόχος Απομάχων


Με Βασιλικά Διατάγματα εξάλλου, το ίδιο έτος, καθορίστηκαν τα ακόλουθα θέματα:

Η οργάνωση της Γραμματείας επί των Στρατιωτικών, η οποία διέθετε δύο τμήματα και είχε ως αποστολή την άμυνα και ασφάλεια της χώρας, καθώς και κάθε θέμα που αφορούσε το στράτευμα και το προσωπικό (στρατιωτικό και πολιτικό). Επίσης, για την αποτελεσματικότερη διεξαγωγή της επιτελικής εργασίας στη Γραμματεία επί των Στρατιωτικών συστήθηκε, το Δεκέμβριο του 1833, Σώμα Γενικών Επιτελών από τρεις και λίγο αργότερα από έξι αξιωματικούς με επικεφαλής το Σκώτο Συνταγματάρχη Thomas Gordon (Γκόρντον).


Τα καθήκοντα του Γενικού Επιθεωρητή Στρατού, τα οποία γενικά περιλάμβαναν τον έλεγχο της ετοιμότητας, εκπαιδεύσεως, οπλισμού, υλικού, πειθαρχίας και ηθικού του στρατεύματος και την υποβολή σχετικών προτάσεων στο Γραμματέα επί των Στρατιωτικών.

Τροποποιήσεις του Οργανισμού του Στρατού στην Περίοδο 1834-1863

Στην περίοδο αυτή δεν έγινε νέος Οργανισμός του Στρατού. Ωστόσο, επήλθαν πολλές τροποποιήσεις σε αυτόν του έτους 1833. Οι σημαντικότερες από τις τροποποιήσεις αυτές, ήταν οι ακόλουθες:

- Γραμματεία επί των Στρατιωτικών: Το 1846 η Γραμματεία επί των Στρατιωτικών μετονομάστηκε σε Υπουργείο Στρατιωτικών ενώ το 1861 καταργήθηκε η θέση του Γενικού Επιθεωρητή Στρατού και το 1863 συστήθηκαν έξι επιμελητήρια για τη διαχείριση των οικονομικών και του υλικού των μονάδων.

- Φάλαγγα: Το Σεπτέμβριο του 1835 συστήθηκε ένα τιμητικό σώμα η «Φάλαγγα».

- Οροφυλακή: Τον Ιανουάριο του 1838 συγκροτήθηκαν οκτώ «τάγματα Οροφυλακής».

- Εθνοφυλακή: Συστήθηκε τον Οκτώβριο του 1843, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως όργανο δημόσιας τάξεως και ασφάλειας.

- Πεζικό: Τον Ιανουάριο του 1836 τροποποιήθηκε η σύνθεση του Πεζικού.

- Ιππικό: Από τον Ιανουάριο του 1835 το Σύνταγμα Ιππικού μετονομάστηκε σε «Σύνταγμα Λογχιστών».

- Πυροβολικό: Το Τάγμα Πυροβολικού, από τον Ιούνιο του 1843, μετασχηματίστηκε σε μοίρα.

- Μηχανικό: Από τον Ιούνιο του 1838 η Διοίκηση Μηχανικού μετονομάστηκε σε «Επιθεώρηση Μηχανικού» και από το 1856 σε «Αρχηγείο Μηχανικού».

- Οικονομικοί Επιθεωρητές: Για την οικονομική επιθεώρηση των μονάδων, τον Οκτώβριο του 1852, διορίστηκαν δύο υποεπιμελητές ως Οικονομικοί Επιθεωρητές.

- Φρουραρχεία: Την ίδια περίοδο χαρακτηρίστηκαν τρία φρουραρχεία ως μόνιμα (Αθηνών, Ναυπλίου και Ρίου), ενώ όλα τα υπόλοιπα παρέμειναν ως μη μόνιμα.

- Μουσική: Συγκροτήθηκε μία μπάντα για τη Φρουρά Αθηνών.

- Στρατιωτική Δικαιοσύνη: Το 1860 συστήθηκαν ένα Αναθεωρητικό Δικαστήριο και δύο διαρκή στρατοδικεία.

- Στρατιωτικά Αρτοποιεία: Ιδρύθηκαν τέσσερα στρατιωτικά αρτοποιεία για την κάλυψη των αναγκών του στρατού σε ψωμί.

- Πειθαρχικός Λόχος: οι απείθαρχοι οπλίτες, στους οποίους οι επιβαλλόμενες ποινές δεν έφεραν αποτέλεσμα, μεταθέτονταν στον «Πειθαρχικό Λόχο» που συστήθηκε το Μάιο του 1861 και εργάζονταν σε έργα δημόσιας ωφέλειας.


Οπλισμός

Με τα πρώτα μέτρα που πάρθηκαν το 1833. για την αναδιοργάνωση και ανασύνταξη του στρατού, ήταν και ο κατάλληλος εξοπλισμός του. Το Πεζικό εφοδιάστηκε με λογχοφόρο τυφέκιο και σπάθα, ενώ στους λόχους Ευζώνων οι υπαξιωματικοί και δέκα στρατιώτες έφεραν ραβδωτές καραμπίνες με λόγχη. Οι Ακροβολιστές οπλίστηκαν και αυτοί με λογχοφόρο τυφέκιο αλλά δεν έφεραν σπάθη.

Οι άνδρες του Ιππικού έφεραν σπάθη με σιδερένια λαβή. πιστόλι και μακριά λόγχη. Οι άνδρες του Πυροβολικού και του Μηχανικού διέθεταν λογχοφόρο καραμπίνα και δίστομη σπάθη με ορειχάλκινη λαβή και μόνο οι Ζευγίτες έφεραν σπάθη όμοια με αυτή του Ιππικού. Τον Οκτώβριο του 1843 καθορίστηκε το οβιδοβόλο (οβουζοβόλο) ως πυροβόλο του Ορειβατικού Πυροβολικού.


Μέχρι το 1855 υπήρχε στο στράτευμα ποικιλία οπλισμού, από πλευράς τύπου και προελεύσεως, όπως γαλλικά, βελγικά κ.ά. Μόνο για τους επίλεκτους λόχους και τους υπαξιωματικούς είχε καθιερωθεί το γαλλικό τυφέκιο Mignet (Μινιέ). Από τον Ιούνιο όμως του 1855 όλα τα τάγματα Πεζικού και Ακροβολιστών εφοδιάστηκαν με γαλλικά αυλακωτά τυφέκια. Σε ότι αφορά το Πυροβολικό, το Ορειβατικό εφοδιάστηκε με οβιδοβόλα των 12 λίτρων και το Πεδινό με πυροβόλα (σφαιροβόλα) των 6 και 12 λίτρων.

Εκπαίδευση

Τα κυριότερα από τα σχολεία που λειτούργησαν κατά την περίοδο αυτή, για τη μόρφωση ή επιμόρφωση των στελεχών του στρατεύματος, ήταν τα ακόλουθα:

- Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων: Στις 19 Φεβρουαρίου 1834 το Κεντρικό Πολεμικό Σχολείο μετονομάστηκε σε «Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων» με έδρα την Αίγινα μέχρι το 1837 που μεταφέρθηκε στον Πειραιά. Από το 1854 μέχρι το 1857 η Σχολή υποχρεώθηκε, εξαιτίας της επιδημίας χολέρας και της κατοχής του Πειραιά από τους Αγγλογάλλους, να μεταστεγαστεί προσωρινά στην Αθήνα, στο μέγαρο της Δούκισσας της Πλακεντίας (το σημερινό Βυζαντινό Μουσείο).

- Σχολείο αξιωματικών Πυροβολικού: Λειτούργησε από τον Οκτώβριο του 1861.

- Σχολείο αξιωματικών της Φρουράς Αθηνών: Το ίδιο έτος συστήθηκε στην Αθήνα σχολείο, στο οποίο φοιτούσαν υποχρεωτικά αξιωματικοί, μη προερχόμενοι από τη Σχολή Ευελπίδων.

- Σχολείο Ριπής: Ιδρύθηκε στην Αθήνα, επίσης το 1861. με προορισμό την εκπαίδευση των αξιωματικών και υπαξιωματικών στη βολή Πεζικού, την κατασκευή και συντήρηση των πυριτιδοβολών και τη σπουδή της βλητικής των φορητών όπλων.

- Ιπποδρόμιο Φρουράς Αθηνών: Το ίδιο έτος οργανώθηκε και ιπποδρόμιο στη Φρουρά Αθηνών, με προορισμό την εκπαίδευση στην ιππασία.

Τέλος, κατά την περίοδο αυτή, άρχισε και η αποστολή αξιωματικών για εκπαίδευση στο εξωτερικό, με δαπάνες του δημοσίου. Με σκοπό τη μόρφωση και την τεχνική κατάρτιση των μόνιμων και εθελοντών υπαξιωματικών, καθώς και των στρατιωτών, ιδρύθηκαν το 1840 τα Σχολεία Τάγματος. Από το 1859 εισήχθη στον Ελληνικό Στρατό ο Κανονισμός Ασκήσεων Πεζικού του Γαλλικού Στρατού, με μικρές μόνο τροποποιήσεις και έτσι από το 1861 ρυθμίστηκαν ακριβέστερα τα εκπαιδευτικά θέματα του Πεζικού.


Στο Πυροβολικό η εκπαίδευση περιλάμβανε δύο περιόδους, τη θεωρητική το χειμώνα και την πρακτική την άνοιξη. Επίσης, λειτουργούσαν δύο σχολεία, ένα για τους ανθυπασπιστές και υπαξιωματικούς και ένα για τους ττυροτεχνίτες και πυροβολητές. Στο Μηχανικό ιδρύθηκε Σχολείο Διλοχίας για την εκπαίδευση των Σκαπανέων και των Πυροσβεστών.

Παρόμοια σχολεία ιδρύθηκαν επίσης για την εκπαίδευση των Νοσοκόμων σε βοηθητικά ιατρικά έργα και των οπλιτών της Χωροφυλακής στα δικά της καθήκοντα.

Στρατολογία

Τον Οκτώβριο του 1836, θεσπίστηκε η τήρηση ληξιαρχικών βιβλίων, για τη διευκόλυνση της διεξαγωγής της στρατολογίας. Τον επόμενο χρόνο εκδόθηκε νόμος περί απογραφής, που καθόριζε τα σχετικά με τη στρατολογία. Σύμφωνα με το νόμο αυτόν, η στρατολογία γινόταν από εθελοντές και από τους «εξ απογραφής». Οι εθελοντές έπρεπε να ήταν ηλικίας 18-30 ετών και είχαν το δικαίωμα της επιλογής του Όπλου της προτιμήσεως τους.

Οι υπόλοιπες θέσεις καλύπτονταν από τους «εξ απογραφής». Όλοι οι Έλληνες, από 18-24 ετών, ήταν υποχρεωμένοι να εγγραφούν στους απογραφικούς καταλόγους. Από αυτούς επιλέγονταν με κλήρωση οι υπόχρεοι στρατεύσεως. Οι κληρωτοί, όπως ονομάζονταν, υπηρετούσαν τέσσερα χρόνια και είχαν το δικαίωμα να αντικατασταθούν από άλλους που δεν είχαν κληρωθεί. Το 1834, ρυθμίστηκε η προπαρασκευή των κατάλληλων τεχνιτών για το στρατό. Τριάντα νέοι ηλικίας 16-20 ετών γίνονταν δεκτοί ως μαθητευόμενοι τεχνίτες σε κάθε λόχο Σκαπανέων.

Τον Ιανουάριο του 1838 καθορίστηκαν οι λεπτομέρειες των στρατολογικών θεμάτων. Οι δήμαρχοι, με βάση τα ληξιαρχικά βιβλία, κατάρτιζαν τους στρατολογικούς πίνακες και επέλεγαν με κλήρο τον αναγκαίο αριθμό στρατευσίμων, ενώ τα Στρατολογικά Συμβούλια των περιφερειακών Διοικήσεων έκριναν τη σωματική ικανότητα των κληρωτών.


Το 1851 εκδόθηκε Νόμος «Περί Στρατολογίας», ο οποίος ρύθμιζε οριστικά ό,τι σχετικό ίσχυε μέχρι τότε. Ειδικότερα, κάθε χρόνο, ο απαιτούμενος αριθμός κληρωτών κατανεμόταν στους νομούς του Κράτους ανάλογα με τον πληθυσμό τους. Οι νομάρχες τους κατένεμαν στις επαρχίες και οι έπαρχοι στους δήμους. Επίσης, ορίστηκαν οι ποινές για τους ανυπότακτους, για όσους καθιστούσαν τον εαυτό τους σωματικά ανίκανο και για τους δημοτικούς υπαλλήλους που παρέβαιναν τις υποχρεώσεις τους. Ο αριθμός των κληρωτών που καλούνταν κάθε χρόνο, ήταν περίπου 1.500 άνδρες. 

Το 1859, με νέο Νόμο «Περί Στρατολογίας», η θητεία μειώθηκε σε τρία χρόνια. Όσοι απολύονταν μεταφέρονταν στην Εφεδρεία για μία τριετία στη διάρκεια της καλούνταν περιοδικά και να συμμετέχουν σε ασκήσεις. Για το λόγο αυτό συστήθηκαν, το Σεπτέμβριο 1860, τα δέκα τάγματα Εφεδρείας στα οποία και προσέρχονταν οι καλούμενοι. Ο αριθμός των κληρωτών για τα έτη 1858-59 ορίστηκε σε 2.000 και για τα έτη 1860-62 σε 2.750 άνδρες.

Προέλευση

Η στελέχωση του στρατού, στην υπόψη περίοδο, απασχόλησε σοβαρά την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία, λόγω της εξαιρετικής σημασίας του θέματος αλλά και των σχετικών σοβαρών προβλημάτων που υπήρχαν μέχρι τότε. Οι αποφάσεις και τα μέτρα που πάρθηκαν γενικά ήταν τα ακόλουθα:

- Αξιωματικοί: Μετά τη διάλυση των άτακτων σωμάτων, ο Γενικός Επιθεωρητής Στρατού διατάχθηκε και υπέβαλε προτάσεις, για το διορισμό στον Τακτικό Στρατό των απαιτούμενων αξιωματικών από αυτούς που είχαν ευδόκιμη προϋπηρεσία. Με βάση αυτές τις προτάσεις εκδόθηκαν Βασιλικά Διατάγματα για το διορισμό των προτεινόμενων αξιωματικών. Όσοι δεν διορίστηκαν, παραπέμφθηκαν σε επιτροπή, η οποία τους κατέταξε σε πέντε τάξεις από το βαθμό του ανθυπολοχαγού μέχρι και του αντισυνταγματάρχη. Αυτοί αποτέλεσαν τη γνωστή Φάλαγγα και τους επιτράπηκε να φέρουν τη στολή που είχαν κατά τον Αγώνα.

Από το 1835 και μετά, η κάλυψη των αναγκών σε αξιωματικούς γινόταν από τους απόφοιτους της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων και με την προαγωγή των υπαξιωματικών. Οι τρεις πρώτοι, από τους αποφοίτους της Σχολής Ευελπίδων, είχαν δικαίωμα επιλογής του Όπλου που θα κατατάσσονταν. Οι υπόλοιποι, τοποθετούνταν σύμφωνα με τις ανάγκες της υπηρεσίας, στο Πυροβολικό και το Μηχανικό και μόνο όσοι πλεόναζαν τοποθετούνταν στο Πεζικό ή στο ιππικό.

Για τη Χωροφυλακή καθορίστηκε η επιλογή των αξιωματικών να γίνεται από αυτούς που είχαν προϋπηρεσία ως αξιωματικοί στα τακτικά ή άτακτα σώματα, ήταν 25-50 ετών και είχαν διακριθεί ιδιαίτερα για την ανδρεία, τη γενναιότητα, την πιστή και την ευσυνείδητη εκπλήρωση του καθήκοντος τους. Οι θέσεις των υπομοίραρχων που έμεναν κενές, καλύπτονταν κατά τα δύο τρίτα από μετάταξη αξιωματικών του Στρατού Γραμμής και κατά το ένα τρίτο από την προαγωγή ενωμοταρχών που είχαν τα σχετικά προσόντα.

- Υπαξιωματικοί: Οι πρώτοι υπαξιωματικοί προέρχονταν από αυτούς που είχαν υπηρετήσει στα τακτικά ή άτακτα σώματα. Μετέπειτα οι κενές θέσεις καλύπτονταν με την προαγωγή κατάλληλων ανδρών από τους εθελοντές.


Ιεραρχία

Με τον Οργανισμό του 1833 καταργήθηκαν στη στρατιωτική ιεραρχία των αξιωματικών οι βαθμοί του επιλοχαγοΰ και πρωθυπολοχαγού, που είχαν καθιερωθεί δύο χρόνια πριν. Παράλληλα, θεσπίστηκαν δύο τάξεις στο βαθμό του λοχαγού, ο λοχαγός α' και ο λοχαγός β' τάξεως. Το ίδιο έγινε και στη Χωροφυλακή για το βαθμό του υπομοίραρχου.

Παρόμοιες ρυθμίσεις έγιναν και τα επόμενα χρόνια και τελικά το 1863 οι βαθμοί των αξιωματικών ήταν αυτοί του ανθυπολοχαγού, υπολοχαγού, λοχαγού, ταγματάρχη, αντισυνταγματάρχη, συνταγματάρχη, υποστράτηγου, αντιστράτηγου και στρατηγού. Οι γιατροί και οικονομικοί υπάλληλοι του στρατού μέχρι το 1837 δε θεωρούνταν αξιωματικοί. Από το έτος αυτό. ανάλογα με τη θέση τους, εξομοιώθηκαν με τους αξιωματικούς από το βαθμό του ανθυπολοχαγού μέχρι και του συνταγματάρχη. 

Αμέσως μετά την εξομοίωση τους, αυτοί απολάμβαναν τις ίδιες τιμές και υπάγονταν στις ίδιες γενικές διατάξεις περί τάξεως και πειθαρχίας. Το 1861 οι υγειονομικοί και φαρμακευτικοί αξιωματικοί έλαβαν, ανάλογα με το βαθμό στον οποίο αντιστοιχούσαν, τις ίδιες ονομασίες που διατηρούνται μέχρι σήμερα (ανθυπίατρος, υπίατρος. ιατρός, επίατρος και αρχίατρος). Οι βαθμοί των υπαξιωματικών στο στρατό ήταν δεκανέας, λοχίας και επιλοχίας, ενώ στη Χωροφυλακή χωροφύλακας, υπενωμοτάρχης και ενωμοτάρχης. Μεταξύ των υπαξιωματικών και των αξιωματικών υπήρχε ο ενδιάμεσος βαθμός του ανθυπασπιστή.


Ποοαγωγές

Το 1834 ρυθμίστηκαν οι προαγωγές των αξιωματικών και υπαξιωματικών. Οι κενές θέσεις κατώτερων αξιωματικών καλύπτονταν κατά τα δύο τρίτα κατ' αρχαιότητα και κατά το ένα τρίτο κατ' εκλογή. Οι θέσεις των ταγματαρχών καλύπτονταν οι μισές κατ' αρχαιότητα και οι υπόλοιπες κατ' εκλογή. Όλων των άλλων ανώτερων οι προαγωγές γίνονταν μόνο κατ' εκλογή.

Οι προαγωγές στους υπαξιωματικούς και τους ανθυπασπιστές γίνονταν κατ' αρχαιότητα και μετά από εξετάσεις. Στη Χωροφυλακή οι προαγωγές γίνονταν κατ' αρχαιότητα και μόνο ο αρχηγός του Σώματος προαγόταν κατ' εκλογή.

Τον Αύγουστο του 1861 καθορίστηκαν οι θέσεις των αξιωματικών του Ενεργού Στρατού σε 673 και της εφεδρείας σε 110. Ο ελάχιστος χρόνος υπηρεσίας, για το δικαίωμα προαγωγής στον επόμενο βαθμό, εκτός από τους λοχαγούς, καθορίστηκε σε δύο χρόνια. Για τους λοχαγούς απαιτούνταν τέσσερα χρόνια. Επίσης, καθορίστηκε η σειρά αρχαιότητας, οι απαιτούμενες για προαγωγή γνώσεις και προσόντα, καθώς και ο τρόπος εκτιμήσεως τους. Παρόμοια ρύθμιση είχε ήδη γίνει από το 1856 και για τη Χωροφυλακή.


Στολή

Από το 1833, με σειρά Βασιλικών Διαταγμάτων, καθορίστηκε το θέμα της στολής των αξιωματικών και οπλιτών του στρατού, όπως παρακάτω:

- Πεζικού Γραμμής: Η στολή αποτελούνταν από χιτώνιο (ιμάτιο) μάλλινο, χρώματος μπλε και από παντελόνι μάλλινο, χρώματος μπλε για το χειμώνα και πάνινο χρώματος άσπρου το καλοκαίρι. Εκτός υπηρεσίας, τόσο οι αξιωματικοί, όσο και οι οπλίτες, φορούσαν πηλήκιο με το βασιλικό στέμμα, ενώ την ώρα υπηρεσίας έφεραν το λεγόμενο «Κύβαρον» (είδος πηληκίου από μάλλινο ύφασμα). 

Τα διακριτικά του βαθμού ήταν μικρά σιρίτια στο κάθε άκρο του περιλαίμιου. Τα σιρίτια των αξιωματικών ήταν χρυσά για τους ανωτάτους και ανωτέρους και αργυρά για τους κατωτέρους. Οι ανθυπασπιστές φορούσαν στολή αξιωματικού, χωρίς διακριτικά βαθμού. Τα σιρίτια των υπαξιωματικών ήταν μάλλινα λευκά ή κίτρινα. Διακριτικό χρώμα του Πεζικού ορίστηκε το κόκκινο.

Την ίδια περίοδο καθιερώθηκε ο κυανόλευκος κύκλος, ως εθνόσημο (εθνικό διακριτικό έμβλημα), το οποίο προστέθηκε στο πηλήκιο των στρατιωτικών κάτω από το στέμμα.

- Ακροβολιστών: Η στολή των Ακροβολιστών ήταν τύπου καθαρά ελληνικού.

- Ιππικού: Ήταν πολωνικού τύπου, από μάλλινο βαθύ πράσινο ύφασμα.

- Πυροβολικού: Ήταν παρεμφερής προς αυτή του Πεζικού Γραμμής, αλλά χρώματος μοβ (μελανόγλαυκο). Από το 1835 ορίστηκε οι αξιωματικοί να φέρουν στο περιλαίμιο χρυσοκέντητη φλογοφόρο ροιά.

- Μηχανικού: Η στολή των ανδρών του Μηχανικού ήταν όμοια με αυτή του Πυροβολικού, διέφερε μόνο ως προς τα κουμπιά και αντί για πηλήκιο οι άνδρες του Μηχανικού έφεραν δίκοχο. Διακριτικό χρώμα ορίστηκε το βυσσινί.

- Γενικών Επιτελών: Η στολή τους ήταν όμοια με τη στολή του Πυροβολικού, με τη διαφορά ότι στα κουμπιά της στολής υπήρχε το βασιλικό στέμμα, και έφεραν καπέλο με αργυρά κορδόνια αντί για πηλήκιο.

- Ιατρών, Φαρμακοποιών και Ιππίατρων (Κτηνίατρων): Ήταν παρεμφερής προς αυτή του Πεζικού, αλλά αντί για πηλήκιο έφεραν τρίπτυχο καπέλο Βαυαρικού τύπου, με χρυσό ή αργυρό για αστέρι και εθνόσημο.


Τέλος, οι Καπιτάνοι, οι οποίοι εντάχθηκαν στο στρατό ως αξιωματικοί, και οι φαλαγγίτες, εξακολουθούσαν να φορούν την ενδυμασία που έφεραν στον Αγώνα, προσέθεσαν όμως τα διακριτικά του βαθμού τους στο περιλαίμιο και το εθνόσημο στο φέσι.

Παράσημα - Μετάλλια

Η απόφαση για τη σύσταση του πρώτου ελληνικού παρασήμου με την ονομασία «Τάγμα Ιππέων» πάρθηκε από τη Α' Εθνική Συνέλευση του Αργούς, το 1829. Ωστόσο, εξαιτίας των γεγονότων που επακολούθησαν, η απόφαση αυτή δεν εφαρμόστηκε. Έτσι, τα πρώτα παράσημα και μετάλλια, για Έλληνες αξιωματικούς και οπλίτες, καθιερώθηκαν επί της βασιλείας του Όθωνα και ήταν τα ακόλουθα:

- Τάγμα Αριστείας του Σωτήρος: Συστήθηκε στις 20 Μαΐου 1833, σε ανάμνηση της σωτηρίας της Ελλάδας. Η απονομή του προβλεπόταν να γίνεται σε 'Ελληνες πολίτες που αρίστευαν στον αγώνα για την ελευθερία της πατρίδας ή σε οποιοδήποτε κλάδο της δημόσιας ζωής, καθώς και σε ξένους υπηκόους που τιμούσαν το Τάγμα με την έξοχη προσωπικής τους αξία. Διαιρούταν σε πέντε τάξεις με τις ονομασίες Μεγαλόσταυρος, Ανώτερος Ταξιάρχης, Ταξιάρχης, Χρυσός Σταυρός και Αργυρός Σταυρός. Μετά τη μεταπολίτευση του 1974 καταργήθηκε το στέμμα από την ανάρτηση του και περιορίστηκε η απονομή του σε σπάνιες περιπτώσεις και συνήθως μόνο σε Αρχηγούς ξένων κρατών ή Ορθόδοξους Πατριάρχες.

- Αριστείο του Αγώνα 1821-1829: Συστήθηκε το 1843 και απονεμήθηκε σε όλους όσους έλαβαν μέρος στον αγώνα υπέρ της Ανεξαρτησίας. Περιλάμβανε τρεις τάξεις, το Αργυρούν, το Σιδηρούν και το Χαλκούν και απονεμόταν αντίστοιχα σε αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και στρατιώτες. Όσοι τιμήθηκαν με αυτό απολάμβαναν ορισμένα προνόμια, όπως να τους παραχωρούνται τα πρωτεία στις εκλογές, να οπλοφορουν χωρίς άδεια, να κατέχουν την πρώτη θέση μετά τις Αρχές και να απαλλάσσονται από κάθε σωματική εργασία στις γενικές υπηρεσίες του Κράτους.

- Αναμνηστικά της Ανακηρύξεως του Συντάγματος του 1843: Διανεμήθηκε σε όσους συνέβαλαν ενεργά στα γεγονότα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843. Καθιερώθηκε την ίδια ημέρα, με σκοπό την «αναγνώρισιν της ημέρας ως εθνικής εορτής και ως ημέρας αριστεύσεως του Στρατού και των Πολιτών της πρωτευούσης και απάντων των λαβόντων μέρος εις τα κατά την ημέραν ταύτην πραχθέντα».


Διοικητική Μέριμνα

Οι μισθοί αξιωματικών και οπλιτών ρυθμίστηκαν στις 23 Φεβρουαρίου 1833. Αξιοσημείωτο είναι ότι οι αποδοχές διέφεραν μεταξύ ομοιοβάθμων των διαφόρων Όπλων, αλλά και μέσα στο ίδιο το Όπλο, ανάλογα με τη θέση του καθενός. Οι αξιωματικοί του Ιππικού, Πυροβολικού και Μηχανικού είχαν υψηλότερες αποδοχές από τους ομοιοβάθμους τους του Πεζικού, αλλά και οι αξιωματικοί των μονάδων του Πεζικού Γραμμής αμείβονταν καλύτερα από αυτούς των Ακροβολιστών. 

Το 1852 ρυθμίστηκαν οι στρατιωτικές συντάξεις και ένα χρόνο αργότερα έγινε αναπροσαρμογή των αποδοχών των αξιωματικών και οπλιτών και ρυθμίστηκαν οι μισθοί όσων ήταν σε άδεια ή διαθεσιμότητα. Επίσης, καθορίστηκε εφάπαξ αποζημίωση, για έξοδα ιματισμού (στολής) σε όσους πρωτοέπαιρναν το βαθμό του ανθυπασπιστή ή του ανθυπολοχαγού. Νέα αύξηση στους μισθούς έγινε το 1859, ενώ δύο χρόνια αργότερα θεσπίστηκε ότι, όσοι αξιωματικοί είχαν ανάγκη αναρρωτικής άδειας μπορούσαν να απουσιάσουν επί τρίμηνο με τις μισές αποδοχές τους.

Κατά την περίοδο 1833-1863 δόθηκαν μεγάλα κονδύλια για την προμήθεια ειδών οπλισμού, ιματισμού και αποσκευής, που αγοράστηκαν από τη Γαλλία και τη Βαυαρία. Αγοράστηκαν ακόμη τα πυροβόλα για μία ορειβατική και μία πεδινή πυροβολαρχία, μαζί με πενήντα άλογα και τον απαραίτητο εξοπλισμό των υποζυγίων και αμαξών. Για το Ιππικό εξάλλου αγοράστηκαν άλογα από την Τουρκία και τη Βαυαρία.


Στον τομέα της συντηρήσεως του οπλισμού, ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε η συμβολή της Διευθύνσεως του Κεντρικού Οπλοστασίου και των Πυροτεχνικών καταστημάτων της. Όσον αφορά τα στρατιωτικά κτίρια, από το 1833 συστήθηκε το Σώμα Μηχανικού, που μεταξύ των άλλων είχε ως αποστολή την κατασκευή και συντήρηση στρατοπέδων και καταυλισμών. Για την κάλυψη των παραπάνω οικονομικών απαιτήσεων και λοιπών δαπανών του στρατού, από το 1833 άρχισε να προβλέπεται ειδικό κονδύλιο από τον κρατικό προϋπολογισμό.

Ευεργετικά Ταμεία

Παράλληλα με τα μέτρα για τη μέριμνα των αγωνιστών (Λόχος Απομάχων - Φάλαγγα), έγιναν προσπάθειες και για την εξασφάλιση των μελών των οικογενειών των αξιωματικών και οπλιτών και ιδιαίτερα αυτών που πέθαναν ή έγιναν ανίκανοι «εν υπηρεσία», αλλά και των απόστρατων αξιωματικών. Στα πλαίσια αυτά ιδρύθηκαν τα ακόλουθα ευεργετικά ταμεία:

- Ταμείο Χηρών και Ορφανών Αξιωματικών: Ιδρύθηκε στις 24 Ιανουαρίου 1853 και είχε σκοπό την εξασφάλιση τακτικών βοηθημάτων στις χήρες και τα ορφανά παιδιά των αξιωματικών που είχαν πεθάνει «εν υπηρεσία». Τον Αύγουστο του 1861 το Ταμείο αυτό μετονομάστηκε σε «Ταμείο Χηρών και Ορφανών του Μόνιμου Στρατού και της Εφεδρείας». 


Στα παραπάνω βοηθήματα, που επεκτάθηκαν και στις χήρες και τα ορφανά παιδιά των αξιωματικών, οι οποίοι πέθαιναν μετά την αποστρατεία τους, προστέθηκε η προικοδότηση των θυγατέρων των αξιωματικών με χρηματικό ποσό ανάλογα προς το βαθμό τους και η σύσταση «Προπαιδευτηρίου» για τους γιους των αξιωματικών. Στο προπαιδευτήριο αυτό φοιτούσαν παιδιά ηλικίας 13-15 ετών και ο Οργανισμός του ήταν στρατιωτικός, ώστε ο απόφοιτοι να έχουν τα προσόντα εισαγωγής τους στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων.

- Ταμείο Απόστρατων Αξιωματικών: Συστήθηκε στις 8 Αυγούστου 1861. Οι πόροι του ταμείου προέρχονταν από τις μετοχές των αξιωματικών, τις μηνιαίες συνεισφορές των «εν ενεργεία» αξιωματικών και τις κρατήσεις από το μισθό των αξιωματικών που έπαιρναν κανονική άδεια. Από τα εισοδήματα του Ταμείου παρεχόταν ισόβιο βοήθημα, ως μέρισμα, στους απόστρατους αξιωματικούς.

- Ταμείο Περιθάλψεως Οικογενειών Οπλιτών: Ιδρύθηκε στις 11 Αυγούστου 1861, με προορισμό τη σύσταση Παιδαγωγείου για τους γιους των υπαξιωματικών, τη χορήγηση βοηθημάτων στις χήρες και τα ορφανά τους και την προικοδότηση των θυγατέρων τους. Στο Παιδαγωγείο γίνονταν δεκτά ορφανά 13-15 ετών, τα οποία μπορούσαν να παραμείνουν μέχρι το 18ο έτος της ηλικίας τους. Ο Οργανισμός του ήταν στρατιωτικός και όσοι αποφοιτούσαν από αυτό μπορούσαν να ακολουθήσουν το στρατιωτικό επάγγελμα.

Φωτογραφικό Υλικό