Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2023

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια 12. Το κλέος

12.2. Το κλέος στην Ιλιάδα

12.2.1. Κλέος, κῦδος, εὖχος


Το κλέος, παραδοσιακή αρεταλογική αρχή, αναπτύσσεται μέσα από τις σχέσεις του με άλλες, συγγενείς ή αντίθετες, ανταγωνιστικές και συνεργατικές, αρχές και αξίες. Ωστόσο δραματοποιείται και επαναπροσδιορίζεται με ιδιαίτερο κάθε φορά τρόπο, ανάλογα με τα πολεμικά και μεταπολεμικά συμφραζόμενα της Ιλιάδας και της Οδύσσειας.

Το κεντρικό σκηνικό κατάκτησης του κλέους στην Ιλιάδα είναι το πεδίο της μάχης, όπου η επιλογή του πολεμιστή είναι να σκοτώσει ή να σκοτωθεί. Το κλέος καλύπτει και τις δύο πολεμικές εκδοχές μέσα στο έπος, που εγκωμιάζει τόσο το πολεμικό κατόρθωμα του θύτη όσο και κυρίως του θύματος. Προηγούνται αντιπροσωπευτικές περιπτώσεις όπου το κλέος κερδίζεται με την ήττα του θύματος.

Η πρώτη εφαρμογή νικηφόρου πολεμικού κλέους στην Ιλιάδα εντοπίζεται στο πλαίσιο της αριστείας του Διομήδη, όπου από την αρχή της δηλώνεται ότι η θεά Αθηνά δίνει στον κρατερό Αχαιό μένος και θάρσος για να κατακτήσει κλέος ἐσθλόν («δόξα μεγάλη», Ε 3). Στην κορύφωση της πολεμικής του ορμής ο Διομήδης έρχεται αντιμέτωπος με τον Πάνδαρο και τον Αινεία - σύγκρουση που την απεύχεται έντρομος ο συμπολεμιστής του Σθένελος και προτείνει υποχώρηση. Ο Διομήδης αρνείται να υποχωρήσει και αντιπροτείνει το εξής σχέδιο: στην περίπτωση που η πολύβουλη Αθηνά δώσει στον ήρωα κῦδος («δόξα», Ε 260) και εξοντώσει τους δύο αντιπάλους του, ο Σθένελος καλείται να αρπάξει αμέσως τα θεϊκής καταγωγής άλογα του γιου του Αγχίση, φέρνοντάς τα στο στρατόπεδο των Αχαιών. Έτσι οι δύο Αχαιοί ήρωες, λέει ο Διομήδης, θα κερδίσουν κλέος ἐσθλόν («δόξα μεγάλη», Ε 273).

Κῦδος και κλέος, αν και μπορεί να μεταφράζονται ως «δόξα», διαφέρουν ως προς την πρωτότυπη σημασία τους. Το κῦδος αναφέρεται στην πράξη του πολεμικού κατορθώματος· είναι παροντική, εφήμερη κατά κάποιον τρόπο δόξα, που διατηρείται όσο ο νικητής πολεμιστής βρίσκεται στη ζωή. Έτσι ο Αχιλλέας, όταν με την υποστήριξη της Αθηνάς εξοντώνει τον θείο Έκτορα, θριαμβολογεί: «πήραμε μεγάλη δόξα» (ἠράμεθα μέγα κῦδος, Χ 393). Αντίθετα, το κλέος αναφέρεται στον λόγο· είναι τελική κατάσταση, που κερδίζεται κυρίως στο μέλλον ως ανταμοιβή για ένα προσωπικό κατόρθωμα του ήρωα (ζωντανού ή και νεκρού), ακόμη και μιας ηρωίδας, και συντηρείται ως υστεροφημία μέσα από το στόμα των άλλων. Εξάλλου, το κῦδος κερδίζεται αποκλειστικά για τον ήρωα, ενώ το κλέος εξασφαλίζεται τόσο για τον ίδιο όσο και για τους δικούς του. Με την αριστεία τους οι πολεμιστές δικαιώνουν τη φήμη και των προγόνων τους και, τηρώντας τις συμβουλές τους για υπεροχή στη μάχη, επιδιώκουν να κερδίσουν, όπως ο Έκτορας και ο Τεύκρος, μεγάλη δόξα (μέγα κλέος, Ζ 446) και καλή φήμη (ἐϋκλείη, Θ 285), τόσο για τους ίδιους όσο και για τον πατέρα τους.

Τα άλογα, μαζί με το άρμα, ως λάφυρα, όταν μάλιστα έχουν εξαιρετικά χαρακτηριστικά, αποτελούν δελεαστικό κίνητρο διακινδύνευσης του ιλιαδικού ήρωα και, συνοδεύοντας την εξόντωση του θύματος, είναι σήμα νίκης που επαυξάνει την τιμή του. Ο Δόλωνας, για παράδειγμα, δέχεται να περάσει, μέσα στη σκοτεινή νύχτα, στις γραμμές των Αχαιών, για να κατασκοπεύσει τις προθέσεις τους, με αντάλλαγμα τα αθάνατα άλογα του Αχιλλέα που του υπόσχεται έμμεσα ο Έκτορας (Κ 305 κ.ε., 391 κ.ε.). Σύντομα όμως ο ματαιόδοξος τρωαδίτης ήρωας βρίσκει άθλιο τέλος από τους δύο αντίπαλους κατασκόπους, τον Διομήδη και τον Οδυσσέα. Στη συνέχεια, οι δύο Αχαιοί, επιδιώκοντας τη μεγάλη και απέραντη δόξα (μέγα ὑπουράνιον κλέος, Κ 212) που τους έχει υποσχεθεί μαζί με δώρα ο Νέστορας, δολοφονούν, με τη συμπαράσταση της Αθηνάς, τον επίκουρο των Τρώων Ρήσο και τους συμπολεμιστές του, αρπάζοντας τα πανέμορφα και φοβερά άλογα του θράκα βασιλιά (Κ 435 κ.ε., 545 κ.ε.), τα οποία και φέρνουν ως έπαθλο της νίκης τους στο στρατόπεδο των Αχαιών.

Άμεσα ή έμμεσα η αρπαγή αλόγων ως πηγή κλέους είναι ανάλογη με την πράξη της απογύμνωσης του νεκρού πολεμιστή από τα όπλα του: πέρα από τη χρηστική ή τη συμβολική τους αξία και σημασία, και οι δύο ενέργειες λειτουργούν καταρχήν ως ορατό σήμα θριάμβου του νικητή σε σχέση με τον σωματικό αφανισμό του θύματος. Τα όπλα εξάλλου ονομάζονται κλυτά, ενώ σε εξαιρετικές περιπτώσεις, μια ασπίδα, όπως του γέροντα Νέστορα, έχει κλέος που «φτάνει μέχρι τον ουρανό» (οὐρανὸν ἵκει, Θ 192) - υπερθετικός χαρακτηρισμός, ο οποίος στην Οδύσσεια επιφυλάσσεται για το διάσημο τραγούδι (θ 74) και τη φήμη των συζύγων της Ιθάκης, του Οδυσσέα και της Πηνελόπης (ι 20, τ 108).

Το ευρύτερο λεκτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ο πολεμιστής διακηρύσσει την προσδοκία της κατάκτησης του πολεμικού του κλέους είναι το κατά κανόνα θεόδοτο εὖχος (καύχημα και έπαρση της πολεμικής ανωτερότητας). Ο Έκτορας αποφασίζει να αναμετρηθεί με τον Αχιλλέα αφήνοντας στη βουλή του Δία την έκβαση της μονομαχίας (Χ 130). Λέει:

Ας δούμε σε ποιον από τους δυο θα δώσει ο Ολύμπιος δόξα [εὖχος].

Αν ο τρωαδίτης ήρωας εξοντώσει τον Αχιλλέα, τότε θα μπορεί ο ίδιος να καυχιέται (εὔχεται) για την πολεμική του ανωτερότητα στη μάχη. Γενικότερα, όταν ο πολεμιστής μπορέσει να κλείσει τα στόματα των άλλων, ώστε κανείς να μην κομπάζει πλέον για κάποια πολεμική του υπεροχή, τότε μπορεί να εξασφαλίσει αυτός μέσα στην κοινότητά του κλέος για κάποια πολεμική του δεξιοσύνη. Παράδειγμα ο τρωαδίτης Πάνδαρος, μπροστά στον οποίο κανείς Λυκιώτης δεν καυχιέται (εὔχεται, Ε 173) πως είναι ανώτερός του στο τόξο. Στην πλοκή κάποτε της Ιλιάδας, όπως συμβαίνει με το κῦδος και το κλέος, το εὖχος, ενταγμένο στη ρητορική της πολεμικής σύγκρουσης, έχει ειρωνικό χαρακτήρα, που προετοιμάζει τη μετακίνηση του πολεμιστή από υποψήφιο θύτη σε θύμα.

Πρόσθετα σήματα πολεμικού κλέους δραματοποιούνται στη μάχη που δίνεται γύρω από το σώμα του νεκρού Πατρόκλου στη δέκατη έβδομη ραψωδία, που εξελίσσεται σε αριστεία του Μενελάου. Ο Πάτροκλος κείτεται νεκρός, ντυμένος προφανώς ακόμη τα θεϊκά όπλα του Αχιλλέα, ενώ ο τρωαδίτης Εύφορβος -πρώτος θνητός μετά τον Απόλλωνα που τον πλήγωσε πισώπλατα- διεκδικεί τα όπλα. Προκαλεί έτσι τον Μενέλαο, που στέκεται πάνω από τον νεκρό συμπολεμιστή του αποτρέποντας τη σκύλευσή του (Ρ 12-17):

Γιε του Ατρέα, διόθρεφτε Μενέλαε, αρχηγέ του στρατού, κάνε πίσω, παράτησε το νεκρό και άφησε τα ματωμένα λάφυρα· γιατί κανένας από τους Τρώες και τους ένδοξους επίκουρους δε χτύπησε πριν από μένα με το δόρυ του τον Πάτροκλο μέσα στη δυνατή μάχη· γι᾽ αυτό άφησέ με να πάρω δόξα μεγάλη [κλέος ἐσθλόν] μέσα στους Τρώες, μη σε χτυπήσω και σου πάρω τη γλυκιά ζωή.

Το κλέος ἐσθλόν που διεκδικεί με την αφαίρεση των όπλων του Αχιλλέα ένας όχι και τόσο σημαντικός ήρωας, τον οδηγεί στον θάνατο. Η απειλή του Εύφορβου εκλαμβάνεται ως ανόητη καυχησιολογία από τον Μενέλαο, που τον εξοντώνει αμέσως και επιχειρεί να αφαιρέσει τα κλυτά του όπλα. Η επαπειλούμενη σκύλευση του Εύφορβου από τον Μενέλαο προοιωνίζεται την αρπαγή της πανοπλίας του Πατρόκλου από τον Έκτορα. Τα κλυτά όπλα του Αχιλλέα περνούν τελικά στον τρωαδίτη ήρωα (Ρ 125) που όμως, κυνηγημένος από τον Αίαντα, καταφεύγει μέσα στο κάστρο, δίνοντας τα όμορφα όπλα του Αχιλλέα στους Τρώες, για να τα φυλάξουν ως ανάμνηση της μεγάλης δόξας του (μέγα κλέος, Ρ 131). Ο ακροατής γνωρίζει ότι το μέγα κλέος του τρωαδίτη ήρωα δεν θα πραγματοποιηθεί, τουλάχιστον μ᾽ αυτό τον τρόπο. Ο Γλαύκος, βλέποντας τον Έκτορα μέσα στο κάστρο της Τροίας, ειρωνεύεται το καλό του όνομα (κλέος ἐσθλόν, Ρ 143) και τον κατηγορεί για δειλία. Ο Έκτορας τότε αντιδρά στον ψόγο: δίνει τα δικά του όπλα στους Τρώες να τα φυλάξουν στο Ίλιο και παίρνει πίσω τα ἄμβροτα όπλα του Αχιλλέα, τα οποία και φορά διεκδικώντας με καυχησιολογίες την ανάκτηση του σώματος του Πατρόκλου. Υπόσχεται μάλιστα σε όποιον τον βοηθήσει ότι θα μοιραστεί μαζί του λάφυρα και κλέος (Ρ 232).

Ήδη ωστόσο η χειρονομία του Έκτορα να αφαιρέσει από τον Πάτροκλο τα όπλα του Αχιλλέα, για τον Δία, που ελεεινολογεί τη μοίρα του Έκτορα, σηματοδοτεί τη στέρηση του νόστου του: η Ανδρομάχη δεν θα δεχτεί από τον άντρα της τα κλυτά όπλα του γιου του Πηλέα (Ρ 207-208). Το κλέος της νίκης, που διεκδικεί ο τρωαδίτης ήρωας, θα τον οδηγήσει σύντομα στο κλέος του δικού του θανάτου. Εξάλλου, τα ἄμβροτα όπλα, παραδομένα από τους ολύμπιους στον Πηλέα, είχαν αποκλειστικό κληρονόμο τους τον γιο του γέροντα, τον Αχιλλέα, που επίσης τώρα, όπως ο Έκτορας, δεν θα ζήσει για να τα χαρεί μέχρι τα γηρατειά του (Ρ 194-197). Στη δυσαρέσκεια του Δία απέναντι στην υπερβολική συμπεριφορά του Έκτορα εμπλέκονται, εκτός από τα ἄμβροτα όπλα, και τα αθάνατα άλογα του Αχιλλέα. Όταν αυτά θρηνούν ακίνητα, σαν αμετακίνητη επιτύμβια στήλη, την απώλεια του ηνιόχου τους, ο Δίας, συμπονώντας τα, δηλώνει ότι δεν θα επιτρέψει να εκδηλωθεί σε βάρος τους μια νέα αδικία από τον Έκτορα.

Είμαστε τόσο όμορφοι όσο μας βλέπουν τα μάτια που μας αγαπούν

Τον εαυτό σου να τον αγαπάς, να τον δέχεσαι και να τον υποστηρίζεις για αυτό που είναι.

Ο ορισμός της ομορφιάς είναι υποκειμενικός, βασίζεται στα γούστα του καθενός από εμάς και κανένας δεν έχει το δικαίωμα να σου επιβάλλει τα δικά του. Είσαι αυτός που είσαι επειδή γεννήθηκες έτσι και διαμορφώνεσαι με τα χρόνια ανάλογα με όσα ζεις.

Η εξωτερική σου εμφάνιση εξαρτάται από πολλούς παράγοντες το ίδιο και ο εσωτερικός σου κόσμος, διαφορετικούς σε κάθε περίπτωση και αυτό ισχύει για όλους.

Δεν έχουμε όμως δικαίωμα να κρίνουμε και να προσβάλλουμε ανθρώπους επειδή δεν συμβαδίζουν με αυτά που πρεσβεύουμε, είναι διαφορετικό να τα υποστηρίζεις από το να τα επιβάλεις στον άλλον και να μην σέβεσαι την προσωπικότητα του.

Η κοινωνία μας έχει ορίσει κάποια πρότυπα ομορφιάς που αν δεν συμβαδίζεις με αυτά, κάποιοι νομίζουν ότι δεν έχεις δικαίωμα να ζεις σε αυτόν τον κόσμο, τόσο απόλυτα. Πιστεύουν ότι επειδή γεννήθηκαν με μία εμφάνιση και είχαν τα γονίδια που συμβαδίζουν με αυτά τα πρότυπα έχουν το δικαίωμα να προσβάλουν τον κάθε άνθρωπο που δεν έχει αυτά τα χαρακτηριστικά. Ξεχνάνε πως τίποτα, ούτε η εξωτερική εμφάνιση, δεν σε κάνει ανώτερο σε αυτόν τον κόσμο, όλοι είμαστε ίσοι και ας είμαστε διαφορετικοί. Ότι επειδή έχουν οριστεί κάποια πρότυπα ομορφιάς δεν σημαίνει ότι ένας άνθρωπος ο οποίος δεν συμβαδίζει με αυτά και έχει κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ή κάποιες ατέλειες δεν είναι όμορφος.

Η ομορφιά είναι υποκειμενική και είμαστε τόσο όμορφοι όσο μας βλέπουν τα μάτια που μας αγαπούν. Αυτό που θα ξεχωρίζει πάντα, ακόμη και αν δεν το πρεσβεύουν όλοι, είναι η εσωτερική ομορφιά που εκπέμπεται μέσα από τα μάτια, από την συμπεριφορά και από τις λέξεις που χρησιμοποιούμε. Η αλήθεια σου, η αυθεντικότητα σου σε κάνει να ξεχωρίζεις, ο κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός και αξίζει για αυτό ακριβώς που είναι. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να τον προσβάλει, η ελευθερία ενός ατόμου σταματάει εκεί που ξεκινάει η ελευθερία του άλλου.

Ο σεβασμός και η ευγένεια είναι η πραγματική ομορφιά αυτού του κόσμου.

Ας σκεφτούμε πριν μιλήσουμε ότι με τα λόγια και την συμπεριφορά μας μπορούμε να γίνουμε οι ηθικοί αυτουργοί, υπαίτιοι για την κατάθλιψη ή την αυτοκτονία ενός ανθρώπου. Ας μπούμε στη θέση του άλλου, μόνο έτσι θα τον καταλάβουμε και θα συνειδητοποιήσουμε πως θα νιώθαμε εμείς σε ανάλογη περίπτωση. Κάθε άνθρωπος αντιδρά διαφορετικά στην κριτική των άλλων, κάποιοι δεν την αντέχουν.

Ο κόσμος μας θα γίνει καλύτερος και ομορφότερος μέσα από τον σεβασμό και την ευγένεια και όχι μέσα από τα πρότυπα ομορφιάς.

Τον εαυτό σου να τον αγαπάς, να τον δέχεσαι και να τον υποστηρίζεις για αυτό που είναι εξωτερικά, γιατί μόνο εσύ έχεις το δικαίωμα να τον αλλάξεις και να μην αφήνεις κανέναν άλλον να σε επηρεάζει. Όμως να υποστηρίζεις και το δικαίωμα του άλλου να είναι αυτός που είναι εξωτερικά, αυτός που θέλει να είναι…

Οι εαυτοί που αφήσαμε πίσω μας

Αφήσαμε πίσω πολλούς εαυτούς για να γίνουμε οι άνθρωποι που είμαστε σήμερα. Τους ασπαστήκαμε όταν χρειάστηκε ναι, αλλά όταν πέρασαν πια οι ώρες ή τα χρόνια τους αφήσαμε πίσω μας όπως ένα φίδι αφήνει πίσω του το παλιό του δέρμα. Διπροσωπία το λένε πολλοί αλλά στην πραγματικότητα ονομάζεται ανάγκη για επιβίωση.

Γιατί περί ανάγκης πρόκειται, αφού αλλάζουμε για να καταφέρουμε να τα βγάλουμε πέρα με τη μία δυσκολία ή την άλλη. Έτσι, εγκαταλείπουμε το παιδάκι με τα κόκκινα πέδιλα που ήμασταν κάποτε και παρόλο που λυπούμαστε, ξέρουμε πως είναι για καλό του, για να ζήσει πιο όμορφα στο σήμερα. Να καταλάβει ότι δεν έφταιγε εκείνο για τις φορές που το μάλωσαν ή το κακοποίησαν, να ζήσει έχοντας στο μυαλό του ότι ακόμα κι αν δεν του έδειξε κάνεις την αγάπη και τη φροντίδα που σαν παιδί άξιζε, πλέον μαθαίνουμε να του τη δίνουμε εμείς. Θυμόμαστε την αθωότητα και την απλότητά του και πενθούμε για εκείνη, μετρώντας μαργαρίτες για να του στείλουμε -ξέροντας πως ούτε τα λουλούδια μπορούν να κάνουν τίποτα.

Και για να μη μείνουμε γυμνοί και εκτεθειμένοι απέναντι στη ζωή, αναγκαστήκαμε και τότε να βρούμε μια άλλη μάσκα να φορέσουμε, που με τον καιρό έγινε δέρμα. Αναγκαστήκαμε να γίνουμε τα υπερβολικά ανεξάρτητα, υπερβολικά εύκολα παιδιά που προστάτευαν μόνα τους τον εαυτό τους για να μην τους ξανά συμβεί τίποτα κακό. Μάθαμε να φοράμε τα μαύρα ρούχα που είχαμε πίσω-πίσω στο συρτάρι και να τραβάμε από το άγχος τα μανίκια μας μέχρι να ξεχειλώσουν. Διδαχθήκαμε ν’ αγαπάμε στα κρυφά, στα ήσυχα, όχι από ψευτοευγένεια αλλά από φόβο πως κάτι θα στραβώσει και πάλι θα πρέπει να αφήσουμε όλα όσα είχαμε γίνει και να προσαρμοστούμε σε νέα δεδομένα.

Αλλά πάντα αποτυγχάναμε όταν πιστεύαμε πως θα κρατήσουμε κι αυτόν τον εαυτό για πάντα. Γιατί εκείνος, ήταν αυτός που ερχόταν για να μας προετοιμαστεί για κάποιο μεγάλο βήμα, έναν νέο έρωτα, μια υπέροχη φιλιά, έναν σύντροφο ζωής. Ήταν ο εαυτός που μας έβαζε λιγάκι μυαλό, μας γέμιζε δυναμισμό και μας θύμιζε πως μπορούμε να καταφέρουμε τα πάντα. Ταυτόχρονα όμως, ήταν κι ο εαυτός που μας έκανε κάπως μίζερους και επιφυλακτικούς, θυμίζοντας μας καθετί κακό που άλλοι άνθρωποι μας έκαναν, ο εαυτός που ίσως πονούσε περισσότερο μέσα του και γυρνούσε πάντα όταν μια μεγάλη αποτυχία ή οτιδήποτε άσχημο μας χτυπούσε την πόρτα.

Κι έπειτα, όταν πλησίαζε ο άνθρωπος που ήθελε να ρίξουμε τις άμυνες μας και να παίζουμε μόνο επίθεση μαζί του, εμφανιζόταν ένας τρίτος εαυτός, λιγότερο αθώος από τον πρώτο και πιο πονηρεμένος, λιγάκι ερωτευμένος όμως με τη νέα του ζωή και τον άνθρωπο στην πόρτα. Κάτι ανάμεσα στις δύο προηγούμενες «συνθηκολογήσεις», γεγονός που τον έκανε επικίνδυνο προς τους άλλους και προς τον εαυτό μας. Συνήθως δεν ήμασταν ακόμη έτοιμη για τέτοια ισορροπία, χρειαζόμασταν πολύ περισσότερες αλλαγές για να αισθανθούμε έτοιμοι και να αποφασίσουμε.

Ένα κουστούμι, ένα φόρεμα, ένα τζιν ή ένα t-shirt, θα τα δοκιμάσουμε πολλές φορές αν θέλουμε να πάμε σε ραντεβού. Θα αλλάξουμε, θα κοιταχτούμε στον καθρέφτη, θα κάνουμε πολλές στροφές μέχρι ν’ αποφασίσουμε και θα αναρωτηθούμε πολλές φορές πώς δείχνουμε. Πώς θα μπορούσαμε ποτέ να αρκεστούμε σε 3 εαυτούς σ’ όλη μας τη ζωή και να πάρουμε τόσο εύκολα την απόφαση με ποιον θα πορευτούμε;

Έτσι, πάλι καταλήγουμε κάπως σαν φυγάδες, ψάχνοντας να βρούμε τι είδους ψυχή θέλουμε να τοποθετήσουμε στο σώμα μας. Θυμόμαστε καλά από το σχολείο πως κι αυτό ένα βάζο είναι, και μπορούμε να επιλέξουμε με τι λουλούδια θα το γεμίσουμε και πώς θα του φερθούμε. Δεν έχουμε μάθει όμως -τόσα χρόνια μετά το σχολείο-, πως τέτοιες απαντήσεις στη ζωή, δίνονται μόνο σ’ εκείνους που πάντα προχωράνε και δε φοβούνται ποτέ ν’ αλλάξουν. Σ’ εκείνους που αναγνωρίζουν πως οι αλλαγές δεν είναι πάντα ευχάριστες αλλά είναι κομμάτι του κύκλου της ζωής, όπως τα μαραμένα λουλούδια στο βάζο και το δέρμα ενός φιδιού στο δρόμο.

Oscar Wilde: Πρόοδος είναι η πραγμάτωση των Ουτοπιών

Μέχρι τώρα, ο άνθρωπος έχει υπάρξει, ως ένα βαθμό, σκλάβος μηχανών και υπάρχει κάτι το τραγικό στο γεγονός ότι μόλις ο άνθρωπος εφηύρε μια μηχανή για να κάνει δουλειά του άρχισε να πεινά.

Ωστόσο, αυτό αποτελεί φυσικά αποτέλεσμα του συστήματος ιδιοκτησίας μας και του συστήματος ανταγωνισμού.

Ένας άνθρωπος είναι ιδιοκτήτης μιας μηχανής που κάνει τη δουλειά πεντακοσίων ανθρώπων.

Κατά συνέπεια πεντακόσιοι άνθρωποι χάνουν τη δουλειά τους και όντες άνεργοι, λιμοκτονούν και γίνονται κλέφτες.

Ο ένας εξασφαλίζει το προϊόν της μηχανής και το κρατά και έχει πεντακόσιες φορές περισσότερα από όσα θα έπρεπε και πιθανώς, κάτι ακόμη πιο σημαντικό, πολύ περισσότερα από όσα επιθυμεί πραγματικά.

Αν η μηχανή αποτελούσε ιδιοκτησία όλων, θα επωφελούνταν όλοι. Θα αποτελούσε τεράστιο πλεονέκτημα για την κοινότητα.

Όλα τα είδη μη πνευματικής εργασίας, όλες οι μονότονες, βαρετές δουλειές, όλες οι δουλειές που ασχολούνται με απαίσια πράγματα και χαρακτηρίζονται από δυσάρεστες συνθήκες πρέπει να γίνονται από μηχανές.

Μηχανές πρέπει να δουλεύουν στα ανθρακωρυχεία και να προσφέρουν όλες τις υγειονομικές υπηρεσίες και να είναι οι θερμαστές των ατμόπλοιων και να καθαρίζουν τους δρόμους, να παραδίδουν μηνύματα τις βροχερές μέρες και να κάνουν οτιδήποτε κουραστικό ή δυσάρεστο.

Σήμερα οι μηχανές ανταγωνίζονται των άνθρωπο. Υπό τις κατάλληλες συνθήκες, οι μηχανές θα τον υπηρετούν.

Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι αυτό είναι το μέλλον των μηχανών και όπως τα δέντρα αναπτύσσονται ενώ ο ευγενής της επαρχίας κοιμάται, έτσι ενώ η ανθρωπότητα θα ψυχαγωγείται ή θα απολαμβάνει ελεύθερο χρόνο για την πνευματική της καλλιέργεια -η οποία αποτελεί τον σκοπό του ανθρώπου και όχι η εργασία- ή θα δημιουργεί εξαίσια πράγματα, ή θα διαβάζει όμορφα πράγματα, ή απλώς θα στοχάζεται τον κόσμο με θαυμασμό και ευχαρίστηση, οι μηχανές θα εκτελούν όλες τις απαραίτητες και δυσάρεστες εργασίες.

Είναι γεγονός ότι ο πολιτισμός απαιτεί σκλάβους.

Οι Έλληνες είχαν απόλυτο δίκιο σε αυτό το σημείο.

Αν δεν υπάρχουν σκλάβοι να κάνουν τις απεχθείς, απαίσιες, βαρετές δουλειές, η ύπαρξη πολιτισμού και στοχασμού είναι σχεδόν αδύνατη.

Η ανθρώπινη δουλεία είναι άδικη, επισφαλής και ηθικά διαβρωτική.

Το μέλλον του κόσμου εξαρτάται από τη μηχανική δουλεία, τη δουλεία της μηχανής.

Και όταν άνθρωποι της επιστήμης δεν θα καλούνται πλέον να πάνε στο καταθλιπτικό Ιστέρ Εντ για να διανείμουν κακής ποιότητας κακάο και ακόμη χειρότερης ποιότητας κουβέρτες σε ανθρώπους που λιμοκτονούν, θα έχουν πολύτιμο ελεύθερο χρόνο να επινοήσουν υπέροχα και θαυμάσια πράγματα προς τέρψη των ίδιων και όλων των άλλων.

Θα υπάρχουν τεράστια αποθέματα ενέργειας για κάθε πολη, και για κάθε σπίτι αν χρειάζεται, και αυτή την ενέργεια ο άνθρωπος θα μπορεί να τη μετατρέψει σε θέρμανση, φως ή κίνηση, ανάλογα με τις ανάγκες του.

Είναι Ουτοπία αυτό;

Ένας χάρτης του κόσμου που δεν περιλαμβάνει την Ουτοπία δεν αξίζει ούτε μια ματιά, αφού παραλείπει τη μοναδική χώρα στην οποία αποβιβάζεται συνεχώς η Ανθρωπότητα.


Και όταν η Ανθρωπότητα αποβιβαστεί εκεί, αγναντεύει πιο μακριά και βλέποντας μια καλύτερη χώρα, ανοίγει πανιά.

Πρόοδος είναι η πραγμάτωση των Ουτοπιών.

Oscar Wilde, Η ψυχή του ανθρώπου (Γραμμένο το 1890)

Η ανάβαση στην αποδοχή

Οι άνθρωποι διακατεχόμαστε από μία επιμονή, να πολεμούμε, για να αλλάξουμε τις καταστάσεις ή τους ανθρώπους.

Η επιμονή, αυτή, έχει επαινεθεί σαν τις προσπάθειες που κάνει ένα παιδί να κατακτήσει κάτι έξω από τη σφαίρα των δυνατοτήτων του· με την αστοχία του να αξιώνεται απ’ την προσπάθειά του.

Είναι, όμως, η επιμονή η απαραίτητη αρετή για να κατακτήσουμε αυτό που λαχταρούμε, ή μας καθιστά ηττημένους από την έννοια της κατάκτησης, που τόσο αυτόματα αναπαράγεται και επανεκκινείται κάθε φορά που δεν τα καταφέρνουμε;

Λαχταρούμε, δηλαδή, την επιτυχία, ή τη διαιώνιση της ήττας αυτής καθώς μας υπόσχεται τη μονιμότητα εκείνου που λαχταρούμε;

Σκεφτείτε πως το να περιμένουμε να αλλάξει κάτι μας δίνει μία σιωπηρή υπόσχεση ότι θα παραμένει στη ζωή μας μέχρις ότου αυτό συμβεί...

Έτσι, όμως, καταλήγουμε να επιζητούμε την κατάσταση περισσότερο από το ποθητό αποτέλεσμα...

Σε αυτή την περίπτωση γινόμαστε μέρη ενός φαύλου κύκλου, ο οποίος, σκοπό έχει, να διαιωνίζει την ύπαρξη του στο βωμό ενός αποτελέσματος που δεν θα έρθει ποτέ.

Ο λόγος που αυτό συμβαίνει, δεν είναι άλλος από την άρνησή μας να δούμε την κατάσταση ως είναι, να δεχτούμε αυτό που συμβαίνει. Να αποτάξουμε εκείνους τους υπαινισσόμενους επαίνους που, οι φωνές μέσα μας δίνουν – τόσο δυνατά που σιωπούν τη δική μας φωνή – για το πείσμα μας και να αποπαγιδεύσουμε, με την κατανόησή μας, όση συναισθηματική ενέργεια βρίσκεται εγκλωβισμένη στα ψυχικά δόκανα του εαυτού.

Να αποδεχτούμε, με λίγα λόγια, ότι δεν περνάει από το χέρι μας να την αλλάξουμε και δεν ευθυνόμαστε που – ως δια μαγείας – δεν βρίσκουμε τον τρόπο να το κάνουμε. Δεν μπορούμε να της δώσουμε το τέλος που θέλουμε, μπορούμε, όμως, να δώσουμε, σε εμάς, το τέλος που αξίζουμε με το να την υπερβούμε. Τι είναι, όμως, η αποδοχή μιας κατάστασης;

Η αποδοχή μιας κατάστασης δεν είναι τίποτε άλλο από την ανάβαση του ανθρώπου στην αλήθεια της. Η διαδρομή του από την προσδοκία στην πραγματικότητα την ώρα που αποδύεται της απόπειράς του να την αλλάξει.

Μοιάζει πολύ, θα μπορούσα να πω, με τη διαδρομή ενός ανθρώπου προς τη δροσερή θάλασσα, σκορπώντας τα ρούχα που τον βαραίνουν στην άμμο αναγνωρίζοντας ότι το νερό, αν και κρύο, δεν μπορεί να τον βλάψει, πλέον, καθώς δεν έχει καμία άλλη πρόθεση από το να το βιώσει ως είναι.

Σε καμία περίπτωση δεν είναι παράδοση... Στην παράδοση δεν μπορείς να κάνεις τίποτε άλλο από το να δεχτείς τη μοίρα σου.

Στην αποδοχή, όμως, μπορείς να κάνεις τα πάντα από τη στιγμή που θα το κάνεις· από τη στιγμή που θα δεχτείς τα πράγματα ως έχουν.

Μέσα σε αυτή τη διαδικασία, τη διαδικασία του εαυτού που ξεκαθαρίσει το τοπίο, που διώχνει την ομίχλη που το καλύπτει και “στρογγυλεύει” τις γωνίες, συμβαίνει κάτι εξίσου μεγαλειώδες. Σιγά – σιγά βλέπει τα πραγματικά χρώματα που το συνθέτουν και αντιλαμβάνεται ότι οι άνθρωποι, που το απαρτίζουν, μοιάζουν να μην ταιριάζουν σε αυτό...

Μοιάζουν να μην ταιριάζουν γιατί, αυτοί οι άνθρωποι, είναι καταχωρημένοι ως κάτι περισσότερο από άνθρωποι μέσα μας. Είναι εξιδανικευμένες φιγούρες, ντυμένες με τις αρετές που είχαμε ανάγκη να έχουν, όταν τις πρωτογνωρίσαμε, σε μία θέση ψηλότερη από τη δική μας, εξυπηρετώντας την ανάγκη μας να μας κρίνουν ώστε να ανέλθουμε κι εμείς στο κύρος τους.

Εξυπηρετώντας την ανάγκη μας να παραμείνουν στη ζωή μας σαν φανοί που φέγγουν όπως φέγγουν οι φάροι και γλιτώνουν τα καράβια από τα βράχια... Η αλήθεια πίσω από αυτό, όμως, είναι πως οι φάροι, με τον ίδιο τρόπο που κρατούν τα καράβια μακριά από τα κοφτερά βράχια, έτσι τα κρατούν και μακριά από τους ίδιους.

Δεν τα αφήνουν να πλησιάσουν στην ακτή, και να γνωριστούν μαζί της, ενώ καταλήγουν εξαρτώμενα από το φως τους για να βρουν το δρόμο προς το συναισθηματικό εκείνο παρελθόν που τα κατέστησε ταξιδευτές.

Με λίγα λόγια καθιστά τις σχέσεις μας πολύ μακρινά από ειλικρινείς, πολύ μακρινά από πραγματικές αφού δημιουργεί απόσταση από τα στοιχεία που τη συνθέτουν.

Ο αδικημένος της υπόθεσης, φυσικά, είναι ο διαπραγματευτικός χώρος που μοιράζονται οι άνθρωποι, οι οποίοι κατέχονται συναισθηματικά, η λεγόμενη μεταξύ τους σχέση...

Για να δοθεί λύση σε αυτό τον ταλανισμό χρειάζεται, κανείς, να κοιτάξει μέσα του· στο εσωτερικό του ευρετήριο και να αλλάξει τις καταχωρήσεις του, επιτρέποντας στα συναισθήματα που συνοδεύουν τα πρόσωπα, εκεί, να αποπαγιδευτούν.

Να αποδεχτεί τους άλλους ως ολότητες, δηλαδή, καθώς οι ανάγκες του έχουν αλλάξει από την πρώτη μέρα που τους καταχώρησε μέσα του.

Αποδοχή, λοιπόν, είναι το απαραίτητο τέντωμα του κορμιού που χρειάζεται, κανείς, να κάνει, στα ράφια του εσωτερικού του κόσμου, για να κατεβάσει τους ανθρώπους από εικονίσματα.

Είναι η αφαίρεση της χρυσής ή ασημένιας επίστρωσης που τους καθιστά ιερούς, η συγκέντρωση στους ίδιους και όχι στην παντοδυναμία που τους απέδωσε η εξιδανίκευσή τους.

Τότε και μόνο τότε θα μπορέσει κάποιος να τους απευθυνθεί ως ίσος και τα λόγια του να μεταφέρουν τη συναισθηματική του ενέργεια η οποία θα ντύσει τη σχέση τους με το ιμάτιο της αλήθειας.

Το ύφασμα μπορεί να είναι “τραχύ” μα όποιος φοβάται ας θυμάται το εξής... Είναι οι τραχιές επιφάνειες που γδέρνουν απαλά το δέρμα και επιβεβαιώνουν πως η επαφή... έχει συμβεί στα αλήθεια...

Ισοκράτης: Ο μορφωμένος άνθρωπος

Έχετε συναντήσει ποτέ κάποιον άνθρωπο, που, ενώ είναι κορυφή στο επάγγελμά του, σε μία συνηθισμένη συζήτηση ξεστομίζει ανοησίες;

Που δεν μπορεί να κατανοήσει απλά, καθημερινά ζητήματα και η προσωπική του ζωή είναι ακατάστατη και θλιβερή;

Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί ένας μορφωμένος άνθρωπος με υψηλή νοημοσύνη, που διαπρέπει σε δύσκολα επιστημονικά πεδία, στα μικρά, καθημερινά τα κάνει μαντάρα;

Αυτά τα ερωτήματα δεν είναι καινούργια. Ήδη από την αρχαιότητα οι φιλόσοφοι προσπάθησαν να εξηγήσουν αυτό το παράδοξο και μία πολύ ικανοποιητική εξήγηση έδωσε ο Ισοκράτης, ο σπουδαίος δάσκαλος του 4ου αι. π.κ.χ. Μία εξήγηση τόσο απλή, που αναρωτιέται κανείς γιατί δεν της δώσαμε τη σημασία που της αξίζει.

Ο Παναθηναϊκός λόγος

Τον λόγο αυτό τον έγραψε ο Ισοκράτης σε ηλικία 94 ετών, με στόχο να κάνει έναν απολογισμό του έργου του και να απαντήσει στους επικριτές του, που τον κατηγορούσαν για δογματισμό και αδιαλλαξία, καθώς ο Ισοκράτης ήταν απόλυτος στις απόψεις του. Στον πρόλογο αυτού του έργου, παρουσιάζει την άποψή του για τον πραγματικά μορφωμένο άνθρωπο, μία άποψη που, ούτε τότε ούτε σήμερα μπορεί κανείς εύκολα να δεχτεί εύκολα.

Η σκέψη πάνω στην οποία βασίζει τα συμπεράσματά του ο Ισοκράτης είναι η εξής: πολλοί άνθρωποι που έχουν φτάσει σε ώριμη ηλικία και έχουν τελειοποιηθεί στη Γεωμετρία ή κάποια άλλη επιστήμη, ή κάποιο άλλο εξειδικευμένο πεδίο και μάλιστα διδάσκουν και άλλους, στα καθημερινά ζητήματα της ζωής αποδεικνύονται πιο ανόητοι από τους μαθητές τους.

Για να μπορούν, λοιπόν, να θεωρηθούν στ’ αλήθεια μορφωμένοι θα πρέπει πια σε αυτή την ηλικία:

να έχουν την οξυδέρκεια να ερμηνεύουν σωστά τις περιστάσεις και να επωφελούνται από αυτές.

να είναι αξιοπρεπείς, δίκαιοι και ανεκτικοί με τους ενοχλητικούς ανθρώπους. Να φέρονται με καλοσύνη και πραότητα στους φίλους τους.

να συγκρατούν τις παρορμήσεις τους και να διαχειρίζονται γενναία τις συμφορές.

να μην αφήνουν τις ευτυχείς συγκυρίες να τους διαφθείρουν. Να μην χαίρονται περισσότερο με όσα κέρδισαν κατά τύχη απ’ όσο χαίρονται με όσα κέρδισαν με τον κόπο και την ορθή τους σκέψη.

Αυτόν που συνδυάζει όλα τα παραπάνω θεωρεί ο Ισοκράτης μορφωμένο άνθρωπο. Τον άνθρωπο που σκέφτεται συνετά και μετρημένα, ώστε να αναγνωρίζει το συμφέρον του και το επιδιώκει, χωρίς να περιφρονεί τους άλλους γύρω του.

Πώς γίνεται

Για να αποκτήσουμε την πρακτική σοφία που περιγράφει ο Ισοκράτης, ο μόνος τρόπος είναι η διδασκαλία της ρητορικής. Η ρητορική τέχνη διδάσκει πώς να χρησιμοποιούμε τον λόγο με τέτοιον τρόπο, ώστε να κάνουμε τις θέσεις μας κατανοητές και να πείθουμε τους ακροατές μας για την ορθότητά τους. Ο Ισοκράτης ισχυρίζεται πως, όποιος κατακτήσει αυτό το ταλέντο, αποκτά εκείνες τις ιδιότητες που χαρακτηρίζουν τον μορφωμένο άνθρωπο, εκείνον που μπορεί να επιτύχει στη ζωή του περισσότερα από κάθε άλλον.

Ελληνική μυθολογία: Η Αρπαγή των Λευκιππίδων

Από τους περιπλεχθέντες για τις πρώτες δύο Λευκιππίδες, Ιλάειρα και Φοίβη μύθους γνωστότερος είναι ο σχετιζόμενος με την ματαίωση του γάμου των με τους ξαδέλφους τους, τους Αφαρετίδες (οι γιοι του Αφαρέως, Λυγκεύς και Ίδας).

Κατ΄ αυτόν το μύθο οι Διόσκουροι οργισμένοι ένεκα πρότερης απάτης των Αφαρετίδων στη διανομή λαφύρων από κοινό αγώνα με αυτούς απήγαγαν τις δυο Λευκιππίδες. Οι μνηστήρες τους καταδίωξαν τους Διόσκουρους στον Ταΰγετο και στον αγώνα που επακολούθησε φονεύθηκαν ο Λυγκεύς και ο Κάστωρ ενώ ο Δίας κεραυνοβόλησε τον Ίδα.

Αυτός ο μύθος της αποτροπής συγγενικών γάμων ενέπνευσε αρχαίους ποιητές, έκαστος των οποίων μετέβαλε με παραλλαγές τον μύθο, αλλά και πολλούς καλλιτέχνες αρχαίους και νεωτέρους χρόνους.

Εκτός των αγγειογραφιών που υπήρξε προσφιλές θέμα η σκηνή της αρπαγής, όπως του περίφημου Μειδίου επί γνωστού αγγείου στο Βρετανικό μουσείο, γλύπτες και ζωγράφοι ασχολήθηκαν με το ίδιο θέμα, όπως στα ανάγλυφα του ναού της Χαλκιοίκου Αθηνάς και του θρόνου του Αμυκλαίου Απόλλωνα, καθώς και στον ναό των Διοσκούρων στην Αθήνα, (τοιχογραφία του Πολυγνώτου).

Εκ των νεώτερων έργων περίφημος είναι ο πίνακας του Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς «Η αρπαγή των Λευκιππίδων» (Παλαιά Πινακοθήκη Μονάχου).

Με πίστη και δύναμη, αφοσίωση και στόχο

Είναι μια απλή μέρα σαν όλες τις άλλες. Ο ήλιος ξημέρωσε από την ανατολή κι αν όλα πάνε καλά και δε σου πέσει στο κεφάλι, θα δύσει από τη δύση. Όλα ίδια. Εκτός από σένα.

Σηκώνεσαι αποφασιστικά από το κρεβάτι ύστερα από ένα όνειρο που κάποιος κυνηγά να σε δείρει. Ίσως νάναι και συμβολικό σκέφτεσαι. Κυνηγούν να σε δείρουν όλα εκείνα τα όνειρα που δεν τόλμησες να κάνεις πράξη. Μπορεί πάλι να φταίει εκείνη η ταινία δράσης που έβλεπες το προηγούμενο βράδυ. Σε κάθε περίπτωση, το όνειρο είναι ένας ακόμη παρακινητικός παράγοντας για όσα έχεις σκοπό να κάνεις. Στέκεσαι μπροστά στον καθρέφτη. Τον μετράς και σε μετράει. Κι ανάμεσά σας υπάρχουν μόνο αλήθειες.

Πάντα έτσι ήταν οι σχέσεις σας. Αμακιγιάριστες και ειλικρινείς. Κι ας μην το χώνεψες ποτέ απόλυτα. Τουλάχιστον τον εκτίμησες. Γιατί σε εποχές που οι άλλοι σου χάιδευαν τα αυτιά, αυτός σου βροντοφώναζε να μην επαναπαύεσαι στα λόγια τους. Σου χτυπούσε κατάμουτρα όλες εκείνες τις γωνίες που εσύ ήθελες να στρογγυλεύεις για να μη σε πληγώνουν.Και κάπως έτσι κέρδισε την εκτίμησή σου. Γι’αυτό και τώρα, τούτη τη μέρα που τη νιώθεις τόσο σημαντική, μαζί του τα συζητάς. Δε χαμηλώνεις το βλέμμα. Μόνο αποφασιστικά κοιτάς κατά το μέρος του. Κι είναι ίσως από τις λίγες φορές που δεν αντιδράς σε ό,τι σου λέει. Τα ίδια λες κι εσύ. Ευθυγραμμίστηκαν άραγε οι πλανήτες; Λοξοδρόμησε κανείς κι έχετε τούτη τη σύμπνοια; Κανείς δεν ξέρει κι ούτε θα μάθει και ποτέ.

Γιατί αυτό το σημερινό κι ότι ακολουθήσει θα είναι το μυστικό σας. Αποφάσισα να αλλάξω, του λες. Καιρός ήταν, σου απαντάει με εκείνο το μόνιμο ειρωνικό υφάκι που πάντα σε ενοχλούσε. Σήμερα όμως δε σε ενοχλεί τίποτα. Ούτε αυτός ούτε τίποτα άλλο. Σήμερα νιώθεις να φυσά πάνω σου ο αέρας της αλλαγής. Εκείνης της αλλαγής που τεμπέλα και βολεψάκιας από τη φύση σου δεν την άφηνες να γίνει. Μόνο που τώρα τη θέλεις. Νιώθεις κάθε σου μυ να την αποζητά και δε θα σου χαλάσεις χατήρι. Θα της δώσεις το χρόνο της να σε φτιάξει όπως θέλεις. Θα της δώσεις την ευκαιρία της. Όλα σου είναι έτοιμα γι’αυτήν. Μα κυρίως το μυαλό, γιατί από εκεί ξεκινούν όλες οι αλλαγές. Αυτό μας φρενάρει, αυτό μας πάει μπροστά. Αυτό μας κολλάει κι αυτό μας δίνει το σκούντημα που έχουμε τόσο ανάγκη για να κάνουμε πέντε πράγματα που αγαπάμε και δεν τολμάμε, πράξη.

Έτσι κι εσύ, σήμερα που το μυαλό σου έδωσε επιτέλους την άδεια, ξεκινάς την αλλαγή σου. Με σύμμαχο κι όχι εχθρό τον καθρέφτη, του δωματίου σου μα κυρίως της ψυχής σου. Και δε φοβάσαι. Κανένας φόβος άλλωστε δεν αρμόζει όταν παλεύουμε να φτιάξουμε τη ζωή μα κυρίως εμάς, όπως ονειρευόμαστε. Μόνο πίστη και δύναμη, αφοσίωση και στόχο. Κι εσύ έχεις από όλα… Προχώρα λοιπόν.

Η στρατιωτική πειθαρχία στην Αρχαία Ελλάδα – Όταν οι Έλληνες νικούσαν τους πάντες

Λόγος πολύς έχει γίνει κατά το παρελθόν, και πολλές μελέτες έχουν γραφεί, με θεματολογία περιστρεφόμενη γύρω από τα στρατηγήματα και τις τακτικές που εφήρμοσαν στα Πεδία τις Μάχης οι Αρχαίοι Έλληνες, επιτυγχάνοντας αποφασιστικό αποτέλεσμα για την Τροπή της Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Ιστορίας.

Στην αρχαία Ελλάδα, ο Ελληνικός στρατός γενικά αποτελείτο από γυμνασμένους άνδρες, με πολεμική περιβολή (θώρακας, περικνημίδες, περικεφαλαία) και με επιδεξιότητα στην χρήση οπλών (ακόντιο, σφενδόνα, τόξο, ξίφος).

Καλύτεροι σφενδονιστές ήταν οι Ρόδιοι, καλύτεροι τοξότες οι Κρήτες, καλύτεροι ακοντιστές οι Ακαρνάνες (από την Ακαρνανία) και οι Αγριάνες (λαός στον Στρυμόνα) και καλύτεροι πελταστές οι Θράκες.

Ο στρατός των αρχαίων Ελλήνων ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε στρατιωτικούς σχηματισμούς στη μάχη, καθώς και το τρέξιμο με ιαχές στην επίθεση κατά των εχθρών.

Η ναυτική υπερδύναμη της εποχής ήταν η Αθήνα. Είναι γνωστές οι περίφημες τακτικές των Αθηναίων που παραπλανούσαν τον εχθρό τους αλλάζοντας τους σχηματισμούς του στόλου τους. Στον στρατό ξηράς, ο Ελληνικός στρατός χρησιμοποίησε από τον 5ο αιώνα π.Χ., πολύ πριν από τον ρωμαϊκό (που είχε μισθοφορικό στρατό από Ρωμαίους και ξένους άνδρες), πολιορκητικές μηχανές όπως πολιορκητικούς κριούς, καταπέλτες και πολιορκητικούς πύργους.

Οι Ρωμαίοι αντέγραψαν το αρχαιοελληνικό στρατιωτικό πρότυπο: τον εξοπλισμό (οπλίτες, ιππείς, πελταστές, ακοντιστές, τοξότες, σφενδονιστές), τις πολεμικές κατασκευές (τριήρεις, πολιορκητικές μηχανές) και την στρατηγική, τόσο στο πεζικό, όσο και στο ναυτικό.

Οι Έλληνες Συρακούσιοι στον πελοποννησιακό πόλεμο – στην Σικελική Εκστρατεία (415 – 413 π.Χ.) είχαν Ιταλούς μισθοφόρους στους οποίους έμαθαν την τέχνη του πολέμου. Οι Έλληνες είχαν και σαλπιγκτές για τα στρατιωτικά παραγγέλματα στις μάχες, καθώς και αυλητές που συντόνιζαν το βήμα των στρατιωτών

Επιστρέφοντας στον σπαρτιατικό στρατό, πρέπει να σημειωθεί ότι ήταν ο πρώτος που εφήρμοσε τους στρατιωτικούς σχηματισμούς στη μάχη και μάλιστα αλλάζοντάς τους κατά την διάρκειά της. Αυτό έγινε πολύ πριν από την εμφάνιση της μακεδονικής φάλαγγας που δημιούργησε – περίπου το 338 π.Χ. – ο Μακεδόνας βασιλιάς Φίλιππος ο Β΄.

Οι Λακεδαιμόνιοι οπλίτες έφεραν σκούρα κόκκινη επωμίδα ή θώρακα (οι πιο βαριά οπλισμένοι), δόρυ, ασπίδα στην οποία ενεγράφετο το χαρακτηριστικό μεγάλο Λ (=Λακεδαιμόνιοι), καθώς και μικρό εγχειρίδιο (φονικό μαχαίρι): την ξυήλη. Οι στρατιώτες συγχρόνιζαν το βήμα τους με τη μουσική αυλών. Κατά την διάρκεια της μάχης γινόταν αλλαγή των σχηματισμών κατά τέτοιον τρόπο, ώστε οι καλύτεροι πολεμιστές να είναι στην πρώτη γραμμή.

Αν ο εχθρός διασπούσε το σχηματισμό, τότε τους πεσόντες στρατιώτες αντικαθιστούσαν άλλοι οπλίτες που ήταν σκορπισμένοι στην περιοχή της μάχης.

Ο σπαρτιατικός στρατός, επίσης, χρησιμοποίησε και άλλα πολεμικά τεχνάσματα, τα λεγόμενα «κλέμματα΄΄. Τέτοιο κλέμμα ήταν, για παράδειγμα, η προσποίηση ότι ο σπαρτιατικός στρατός ήταν σε κατάσταση αδρανείας, για να παραπλανηθεί ο εχθρός. Πάντως και ο σπαρτιατικός και ο μακεδονικός στρατός, αποτέλεσαν πρότυπο οργάνωσης και τακτικής. Ομοίως και άλλοι στρατοί όπως των Αθηναίων και των Βοιωτών.

Ήδη κατά την ύστερη αρχαιότητα, Έλληνες και Ρωμαίοι συγγραφείς μέχρι και σύγχρονοι ακαδημαϊκοί, εξετάζουν το αντικείμενο από μία σχετική απόσταση, είτε σαν να παρακολουθούν επί χάρτου τις τακτικές κινήσεις των αντιπάλων στρατευμάτων, είτε σε γεωστρατηγικό και πολιτικό επίπεδο σε συσχετισμό με τις συνθήκες της υπό εξέτασι περιόδου .

Παρέβλεψαν όμως, σχεδόν όλοι, να ασχοληθούν και να εξετάσουν, το ίδιο το κύτταρο που γέννησε την ανάγκη χρησιμοποιήσεως αυτών των τακτικών και στρατηγικών εφαρμογών, το στοιχείο που επέδρασε τόσο καταλυτικά στην διαμόρφωση του πεδίου της μάχης και του κοινωνικού γίγνεσθαι, που δεν είναι άλλο παρά η Επινόηση και Εισαγωγή της Οπλιτικής Φάλαγγος!

Πώς και από ποιους δομείται; πως διοικείται; πως κινείται; τι είναι αυτό που καταβάλλει τον αντίπαλο; και πως νοιώθει κάποιος που ανήκει σε αυτήν;… Ίσως οι σύγχρονοί της, εκ συναφείας και εγγύτητος, κάποια πράγματα τα θεώρησαν αυτονόητα και τετριμμένα για να τα αναφέρουν με αποτέλεσμα να τους διαφύγουν.

Ενώ οι σύγχρονοι μελετητές λόγω χρονικής αποστάσεως και ελλιπούς βιβλιογραφίας, είτε δεν τους απασχόλησε είτε δεν τόλμησαν να το αγγίξουν. Εκπληκτική βέβαια εξαίρεση αποτελεί η αξιολογότατη μελέτη του Victor Davis Hanson με τίτλο: «Ο Δυτικός Τρόπος Πολέμου» η οποία καταπιάνεται με ακριβώς αυτό το αντικείμενο!

Στο παρόν άρθρο λοιπόν, θα ασχοληθούμε ειδικά με την επινόησι και χρήσι των Αρχαίων Ελληνικών Παραγγελμάτων και Ασκήσεων Ακριβείας Οπλιτικής Φάλαγγος, και καθόλου με τα λοιπά από τα παραπάνω ερωτήματα, αφού θα αποτελέσουν αντικείμενα ιδιαιτέρων άρθρων.

Από τα Βιβλία στην Πράξη!

Όπως είναι φυσικό λοιπόν, η επιτυχία της Φάλαγγος στο Πεδίο της Μάχης ήταν άμεση συνάρτηση της ακριβείας και συγχρονισμού των κινήσεών της και σαφώς του βαθμού πειθαρχίας αυτών που την απάρτιζαν. Διεφάνη αμέσως λοιπόν η ανάγκη καθιερώσεως μίας μεθόδου ώστε να καταστεί δυνατή η μετατροπή ενός μεγάλου αριθμού ανθρώπων, από μία απλή συνάθροιση ενός ατάκτου πλήθους, σε μία συγχρονισμένη, συμπαγή και αποφασιστική πολεμική μηχανή, με άριστη διάταξη σε γραμμές και στοίχους. Βεβαίως ο κάθε ένας οπλίτης χωριστά, δεν έπαυε να αποτελεί ξεχωριστή προσωπικότητα, με ατομικό χαρακτήρα, ανάγκες και επιθυμίες!!

Η λειτουργία όμως της Φάλαγγος προϋπέθετε την αυτοπροαίρετη και εθελοντική υποβολή των προσωπικών αναγκών και ενσυνείδητη πειθαρχία των κινήσεων και αποφάσεων του κάθε οπλίτου χωριστά.

Έτσι λοιπόν γεννήθηκε και το απαύγασμα της Ελληνικής Κοινωνικής Συνειδήσεως που είναι η υποταγή του προσωπικού συμφέροντος στο Συλλογικό!

Έτσι δομήθηκαν ευνομούμενες πολιτείες αποτελούμενες από ευσυνειδήτους, παραγωγικούς και ενεργούς Πολίτες, που μέχρι σήμερα θαυμάζουμε και ζηλεύουμε, σαν να αποτελούν άφθαστο όνειρο!!

Επομένως υπό συγκεκριμένη στρατιωτική διοίκηση, ΕΝΑΣ αποφάσιζε ποια θα ήταν η επόμενη κίνησι της Φάλαγγος, αλλά κοινή ενσυνείδητη συναπόφαση ΟΛΩΝ των Οπλιτών ήταν η σύγχρονη και ακριβής εκτέλεση της συγκεκριμένης κινήσεως στον συγκεκριμένο χρόνο!

Αυτό βεβαίως, γέννησε την αμέσως επόμενη πρακτική ανάγκη: Της καθιερώσεως ενός σαφούς και συνοπτικού τρόπου μεταφοράς των διαταγών του επικεφαλής μέχρι και τον τελευταίο οπλίτη με τρόπο που να είναι πλήρως κατανοητός από όλους και με κοινή ορολογία.

Έτσι λοιπόν προέκυψε η επινόηση των Παραγγελμάτων που δεν είναι παρά μία κωδικοποίηση σειράς ενεργειών και κινήσεων σε συγκεκριμένο χρόνο, μετά από εκφώνηση μίας συντόμου και κοφτής φράσεως ή λέξεως από τον επικεφαλής.

Με σκοπό βεβαίως να καταστούν αυτές οι κινήσεις αποτελεσματικές και συγχρονισμένες στο πεδίο της μάχης, καθιερώθηκαν οι από την περίοδο της ειρήνης Ασκήσεις Ακριβείας για την εξάσκηση και προετοιμασία των Οπλιτών.

Όσο πιο ακριβείς ήταν στην εκτέλεσή τους οι Οπλίτες, τόσο πιο αποτελεσματικοί ήταν στο πεδίο της Μάχης, όπως αποδεικνύει περίτρανα το παράδειγμα των Σπαρτιατών που όχι μόνον είναι οι γεννήτορες της Ιδέας της Φάλαγγος αλλά είχαν αναγάγει την Στρατιωτική Αγωγή σε πραγματική τέχνη, καθιστώντας τους αναντιρρήτως Πρότυπα Πολεμικής Αρετής, ανά τους αιώνες! Από την αρχαιότητα μέχρι και τις μέρες μας στον σύγχρονο Στρατό, λέμε ότι ο δείκτης πειθαρχίας ενός τμήματος είναι ο βαθμός ακριβείας κατά την εκτέλεσι ασκήσεων ακριβείας!

Μας παραδίδεται μάλιστα από αρχαίους ιστορικούς, η έκπληξη στα μάτια των Περσών βλέποντας από μακρυά την προέλαση της Μακεδονικής Φάλαγγος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, την οποία παρομοίασαν άψογα λέγοντας, ότι ήταν τόσο τέλεια ζυγημένοι και στοιχημένοι οι οπλίτες κατά την κίνησή τους, που από απόσταση δεν έμοιαζαν για ένα πλήθος ανθρώπων, αλλά σαν καρφιά καρφωμένα σε τέλειες γεωμετρικές θέσεις επί μίας κυλιομένης σανίδος! Και αυτή η εικόνα από μόνη της, τους έκανε να κυριευτούν από τρόμο.

Ανθεστήρια: Από τις σημαντικότερες εορτές της αρχαίας Αθήνας

Τα Ανθεστήρια, ήταν μία από τις σημαντικότερες εορτές της αρχαίας Αθήνας.

Διαρκούσαν τρεις ημέρες, αρχής γενομένης από την 12η του Ανθεστηριώνος (χονδρικά γύρω στις 27 Φεβρουαρίου) και ήταν αφιερωμένες στον θεό του κρασιού, τον Διόνυσο.

Το όνομα της γιορτής παραπέμπει στα άνθη, που άρχιζαν δειλά δειλά να ξεπροβάλλουν κατά την περίοδο της γιορτής και με τα οποία συνήθιζαν να στεφανώνουν τα μικρά παιδιά.

Πρώτη Ημέρα: Πιθοίγια

Η ημέρα αυτή πήρε το όνομά της από το βασικό έθιμο, που ήταν το άνοιγμα των πίθων με τον οίνο της νέας εσοδείας. Μαζί με το άνοιγμα των πίθων, υπήρχε η πεποίθηση ότι και οι ψυχές των νεκρών ανέβαιναν στον πάνω κόσμο. Μέρος του οίνου συγκεντρωνόταν στο «εν Λίμναις» ιερό του Διονύσου (πιθανόν νότια του διονυσιακού θεάτρου, κοντά στην αρχή της σημερινής Λεωφόρου Συγγρού). Ο οίνος μετατρεπόταν σε κρασί, σύμφωνα με τη διδαχή του θεού, που έμαθε στους ανθρώπους να πίνουν τον οίνο «κεκραμένο» (με την προσθήκη δηλαδή νερού).

Το πρώτο κρασί προσφερόταν στον θεό και κατόπιν οι πιστοί είχαν σειρά στη δοκιμή. Οι μαγικές δυνάμεις που πιστευόταν ότι είχε το κρασί κατευθύνονταν από τον Διόνυσο, γι’ αυτό και οι πιστοί υπόσχονταν στον θεό ότι θα χρησιμοποιήσουν αυτές τις δυνάμεις για καλό σκοπό, ευεργετικό για τους ίδιους, χωρίς να βλάψουν κανένα. Την υπόλοιπη ημέρα θα πρέπει να συνέχιζαν την πόση, πιθανόν μέχρι τελικής πτώσεως..

Δεύτερη Ημέρα: Χόες

Η κεντρική ημέρα της γιορτής πήρε αυτό το όνομα από το αγγείο που ονομαζόταν «χους» (πληθ. χόες) και το χρησιμοποιούσαν για να πίνουν το κρασί. Τέτοια αγγεία, σε πολύ μικρότερο όμως μέγεθος, δίνονταν και στα παιδιά, που συμμετείχαν και αυτά στη γιορτή.

Σύμφωνα με την παράδοση, ο θεός Διόνυσος ήρθε στην πόλη από τη θάλασσα, γι’ αυτό και αυτή την ημέρα αναπαρίσταναν την άφιξή του στην Αθήνα, πάνω σε πλοίο με τροχούς. Τον συνόδευαν οι ακόλουθοί του, Σάτυροι, που έπαιζαν αυλό. Ο ίδιος ο Βασιλεύς (ήταν ο επικεφαλής του ιερατείου και όλων των θρησκευτικών αξιωματούχων της Αθήνας) υποδυόταν τον Διόνυσο, φορώντας μάσκα. Το όλο σκηνικό ίσως να θυμίζει λίγο το δικό μας καρναβάλι, που γιορτάζεται κατά σύμπτωση την ίδια περίπου περίοδο.

Η πομπή που σχηματιζόταν ξεκινούσε από τη θάλασσα και κατέληγε στο «εν Λίμναις» ιερό του Διονύσου. Εκεί αποδίδονταν θυσίες στον Διόνυσο από 14 συζύγους διακεκριμένων πολιτών (γεραρές), στους 14 βωμούς του ιερού. Οι γεραρές θα έπρεπε να απείχαν από σεξουαλική συνεύρεση για ένα ορισμένο διάστημα. Μετά την τελετή, η πομπή κατευθυνόταν στο «Βουκολείο», κτήριο της Αγοράς των Αθηνών, έδρα του Βασιλέα. Εκεί μέσα τελούνταν η ιερογαμία, η τελετουργική ένωση δηλαδή της Βασίλιννας (της συζύγου δηλαδή του Βασιλέα) με τον θεό Διόνυσο, που, όπως αναφέραμε, τον υποδυόταν ο ίδιος ο Βασιλεύς.

Την ίδια ημέρα διοργανώνονταν συμπόσια σε ιδιωτικούς οίκους, με διαφορετικό χαρακτήρα όμως από ό,τι τα κανονικά. Οι καλεσμένοι έφερναν στο σπίτι του οικοδεσπότη το δικό τους φαγητό, καθώς και τον «χουν» τους, το μεγάλο δηλαδή κανάτι με το κρασί τους. Έτρωγαν και έπιναν χωρίς να μιλούν, μέσα σε σιωπηλή ατμόσφαιρα. Εδώ υπάρχει κάποιος θρύλος, που ήθελε το μητροκτόνο Ορέστη να έχει φτάσει στην Αθήνα, μολυσμένος από το φόνο, κατά τη γιορτή των Ανθεστηρίων και προτού δικαστεί στον Άρειο Πάγο. Ο άρχοντας διέταξε να κλείσουν τα ιερά και να έχει ο κάθε καλεσμένος το δικό του αγγείο με κρασί στη γιορτή, για να μη μολυνθούν οι πολίτες από το άγος του Ορέστη. Σε ανάμνηση αυτού του γεγονότος καθιερώθηκε να πίνει ο κάθε καλεσμένος σιωπηλός το κρασί του.

Από κει και πέρα όμως, η ατμόσφαιρα φαιδρυνόταν από τους διαγωνισμούς πόσης κρασιού, που γινόταν τόσο στα σπίτια του συμποσίου όσο και σε δημόσιο χώρο. Γλυκά και στεφάνι ήταν τα έπαθλα για όποιον έπινε γρηγορότερα το κρασί από την κανάτα του (η χωρητικότητα του αγγείου ήταν 12 κύπελλα κρασιού). Ο δημόσιος διαγωνισμός γινόταν στην Αγορά, στο Θεσμοθετείο, με παρουσία του Βασιλέα. Ο νικητής εδώ έπαιρνε ως έπαθλο ένα ασκί με κρασί.

Το βράδυ, οι εορτάζοντες επέστρεφαν στο ιερό του Διονύσου, τρεκλίζοντας πια από το πολύ κρασί που είχαν καταναλώσει. Εκεί παρέδιδαν τα στεφάνια και τα αγγεία τους, ενώ προσέφεραν σπονδές στο θεό με το κρασί που είχε απομείνει στον «χουν» τους.

Τρίτη Ημέρα: Χύτροι

Η τελευταία ημέρα της γιορτής είχε να κάνει με τους νεκρούς, και ιδιαίτερα με τα κακά πνεύματα, τις «κήρες» ή «κάρες», όπως τις ονόμαζαν οι αρχαίοι. Η ονομασία «χύτροι» προήλθε από τις χύτρες, όπου έβραζαν πανσπερμία (σπόρους δηλαδή διαφόρων καρπών), την οποία και προσέφεραν στον χθόνιο Ερμή εκ μέρους των νεκρών. Κάτι ανάλογο γίνεται και σήμερα με τα κόλλυβα που μοιράζονται το Ψυχοσάββατο, για τις ψυχές των πεθαμένων. Θυμίζουμε ότι ο Ερμής, ως ψυχοπομπός, συνόδευε τους νεκρούς στον κάτω κόσμο και η επίκλησή του αυτή την ημέρα γινόταν προκειμένου να οδηγήσει και πάλι τις ψυχές (που είχαν ανέβει στον πάνω κόσμο την πρώτη ημέρα της γιορτής με το άνοιγμα των πίθων) στο βασίλειο του Άδη.

Διάφορα μέτρα λαμβάνονταν για την απομάκρυνση των πνευμάτων: τα ιερά έκλειναν αυτές τις μέρες, οι είσοδοι των σπιτιών επιχρίονταν με πίσσα και κάθε άνθρωπος μασούσε ράμνο, φυτό που υποτίθεται ότι κρατούσε μακριά τα κακά πνεύματα. Όταν βράδιαζε, άρχιζαν να φωνάζουν στα πνεύματα να φύγουν, μια και τα Ανθεστήρια είχαν πλέον τελειώσει («Θύραζε, κάρες, ουκέτ’ Ανθεστήρια»).

Στη ζωή δεν είναι εύκολο να βρει κανείς τον προορισμό του

Στη ζωή δεν είναι εύκολο να βρει κανείς τον προορισμό του. Παρόλο που μερικοί ξέρουν από μικροί τι θέλουν να κάνουν, οι περισσότεροι χρειάζονται πολλά χρόνια μέχρι να βρουν τον δρόμο τους. Όποτε ζητά κανείς τη γνώμη μου για το θέμα, δίνω τις παρακάτω συμβουλές.

Πρώτα πρώτα, ένας από τους λόγους που είναι δύσκολο να ανακαλύψετε τις δεξιότητές σας είναι επειδή δεν γνωρίζετε τι επαγγέλματα υπάρχουν στον κόσμο. Πώς μπορείτε να μάθετε τι άλλο υπάρχει εκτός από αυτά που γνωρίζετε ήδη από το οικογενειακό και το φιλικό σας περιβάλλον;

Ο πιο εύκολος τρόπος να πάρετε μια γεύση είναι μέσα από το διάβασμα. Έχετε διαβάσει για τις επιστήμες, τα ταξίδια, τη μόδα, την τέχνη και την πολιτικής Για την εκπαίδευση, την ψυχολογία, τα οικονομικά, την υγεία, τη διατροφή, τη μουσική και τα σπορ; Διαβάστε όσο περισσότερα μπορείτε και αναζητήστε πληροφορίες για τα διάφορα επαγγέλματα. Μπορείτε επίσης να διαβάσετε τη βιογραφία ενός ανθρώπου που θαυμάζετε και να προσπαθήσετε να ακολουθήσετε τα χνάρια του Τα βιβλία διευρύνουν τους ορίζοντές σας, προσφέρουν νέες δυνατότητες.

Δεύτερον, είναι δύσκολο να βρει κάποιος τον δρόμο του όταν πιστεύει λανθασμένα ότι πρέπει να τον αναζητήσει οπωσδήποτε βαθιά μέσα του. Παρότι έχουμε έμφυτα ενδιαφέροντα και κλίσεις, συχνά δεν τα συνειδητοποιούμε μέχρι να βγούμε στη ζωή και να αποκτήσουμε πραγματικές εμπειρίες. Οι πολλές εμπειρίες μπορούν να βοηθήσουν στην κατανόηση των εσώτερων επιθυμιών μας.

Δοκιμάστε δουλειές μερικής απασχόλησης, την πρακτική άσκηση ή τον εθελοντισμό.

Μη φοβάστε να βουτήξετε στα βαθιά.

Μόνο αν δείτε στην πράξη μια δουλειά, θα ανακαλύψετε αν σας ταιριάζει.

Οι εργασιακές εμπειρίες μπορεί να οδηγήσουν σε ευκαιρίες καριέρας τις οποίες δεν είχατε ποτέ φανταστεί.

Τρίτον, είναι δύσκολο να βρει κανείς τον προορισμό του δίχως αυτοεπίγνωση. Γνωρίζετε σε ποιο περιβάλλον θα διαπρέπατε; Μήπως αποδίδετε καλύτερα όταν επικοινωνείτε με άλλους ανθρώπους, Μήπως τα καταφέρνετε πιο καλά όταν βρίσκεστε υπό πίεση; Ποια είναι τα δυνατά και τα αδύνατα σημεία σας;

Η αυτοεπίγνωση καλλιεργείται καλύτερα όταν αλληλεπιδράτε με πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους και σε ποικίλες συνθήκες και περιστάσεις. Καλλιεργώντας τέτοιες σχέσεις θα κατανοήσετε καλύτερα τις βαθύτερες επιθυμίες σας, αφού οι άλλοι θα αντικαθρεφτίζουν τόσο τα δυνατά σας σημεία όσο και τις αδυναμίες σας. Μη φοβάστε να κάνετε πολλές νέες γνωριμίες. Επιδιώξτε να γνωρίσετε όσους δραστηριοποιούνται ήδη στον χώρο που σας ενδιαφέρει. Βγείτε ραντεβού αυτός είναι άλλος ένας καλός τρόπος να ανακαλύψετε πράγματα για τον εαυτό σας. Αναζητήστε ποιος τύπος ανθρώπου σας ταιριάζει. Όλες αυτές οι εμπειρίες θα σας βοηθήσουν να αποκτήσετε μια ιδέα για το είδος των ανθρώπων που θέλετε να συναναστρέφεστε.

Τέλος, μη στηρίζεστε στην άποψη που έχουν οι άλλοι για ένα επάγγελμα, προκειμένου να το επιλέξετε. Η αλήθεια είναι ότι οι άλλοι δεν νοιάζονται τόσο πολύ για σας. Εάν κάτι σας αρέσει, τότε μην το σκέφτεστε πολύ. Κάντε το. Ακόμα κι αν δεν πάνε όλα όπως τα είχατε φανταστεί, σίγουρα θα εκτιμήσετε όλα όσα σας έμαθε.

Σας εύχομαι καλή τύχη!

Ορφισμός: η αυγή της Ελληνικής φιλοσοφίας

Ορφέας-Ορφισμός

Το Χάος και ο Φάνης

§1

Οι άνθρωποι, που έζησαν αυτήν την εποχή, στον χώρο της Ελλάδας, δεν ήταν άμοιροι συγκεκριμένων γνώσεων και ανάλογων διαχρονικών αξιών. Οι γνώσεις και το σύστημα αξιών συνδέθηκαν και με έναν σχετικά συγκροτημένο τρόπο ζωής, που είχε ως θεμέλιό του περισσότερο την πρόβλεψη παρά το απρόβλεπτο, το τυχαίο, την έκπληξη. Αυτές οι γνώσεις σχετίζονται τόσο με τον λογισμό του ανθρώπου όσο και με προσπάθειες εξήγησης ή κατανόησης των φαινομένων του φυσικού κόσμου και της φύσης. Γενικώς ειπείν, η ερμηνεία των πραγμάτων του εν λόγω κόσμου είναι μια διαχρονική πράξη του ανθρώπου και συγχρόνως ένα αδιαμφισβήτητο κριτήριο για τη μεγαλοσύνη εκείνου ή εκείνων, που συνήθως αφοσιώνονται σε μια τέτοια τιτάνια ερμηνευτική υπόθεση και κατακυρώνονται, στο θρύλο και στη ζωή, ως σοφοί. Ο Ορφέας ανήκει στη χορεία αυτών των σοφών δασκάλων, που με το μεγαλείο τους τοποθετούνται ανάμεσα στον μύθο και την ιστορία. Πριν από κάθε άλλο προηγείται ο μεγάλος σοφός για να ακολουθήσει στον κατάλληλο χρόνο η διάδοση της σοφίας του, που έλαβε τη μορφή πνευματικού κινήματος και ως ορφισμός πλέον προσείλκυσε ποικιλοτρόπως το ενδιαφέρον επιφανών διανοητών. Ήδη ο Πλάτων διαγιγνώσκει στην ορφική διδασκαλία μια φιλοσοφική, κατά κάποιο τρόπο, σύλληψη της ιδέας περί αθανασίας της ψυχής, όταν παρουσιάζει τον Σωκράτη να υποστηρίζει πως θα άξιζε να πεθάνει, θα προτιμούσε πράγματι τον θάνατο, αν ήταν να συναντήσει στον Άδη τον Ορφέα, αλλά και άλλους σπουδαίους ανθρώπους (Απολογία Σωκράτους 41a-b· επίσης Συμπόσιο 179d-e).

§2

Ο Ορφέας ήταν ένας μεγάλος μυσταγωγός, γνωστός για τις μυστικές και τις φανερές του διδασκαλίες. Εδώ πρέπει να διευκρινίσουμε πως η ορφική μυσταγωγία δεν έχει καμιά σχέση με κάποιες σημερινές, άκρως βίαιες ή αντιπνευματικές «μυσταγωγίες» αφιλοσόφητων ή ψευδο-θεολογικά αρρωστημένων ατόμων ή ομάδων. Νοείται ως μια καθαρά στοχαστική διεργασία του ανθρώπινου νου, που θέλει να προχωρήσει πέρα ή πίσω από το προπέτασμα του δεδομένου. Γι’ αυτό και η θεωρητική εμβέλεια του Ορφέα εκτείνεται σε ένα ευρύ φάσμα ερμηνειών ή θεωριών γύρω από τον άνθρωπο, τον κόσμο, τον θεό. Χαρακτηριστικό της διεισδυτικότητας της σκέψης του και της ακαταδάμαστης από τη φθορά του χρόνου διδασκαλίας του είναι το γεγονός ότι στα έργα του μπορεί κανείς να βρει διαχρονικής ισχύος απεικονίσεις, θεωρήσεις, παραστάσεις, θέσεις ή απόψεις, πάντοτε με ποιητική-συμβολική γλώσσα, γύρω από τα τρία προαναφερθέντα ήδη, μέγιστα οντολογικά θέματα: άνθρωπος ‒ κόσμος ‒ θεός. Άλλοι δέχτηκαν άμεσα ή έμμεσα επιδράσεις, ενώ άλλοι ασχολήθηκαν και συνεχίζουν να ασχολούνται μέχρι και σήμερα με την επαλήθευση των διδαγμάτων του ή με την ανα-συγκρότηση του έργου του. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει με τους μεγάλους σοφούς της ιστορίας, όπως π.χ. με τον Πυθαγόρα και τον Πυθαγορισμό, με τον Σωκράτη και τις μετέπειτα σωκρατικές σχολές, με τον Πλάτωνα και τον Πλατωνισμό κ.λπ. Στο έργο του: Ύμνοι, εκκινώντας με το προοίμιο: Ορφεύς προς Μουσαίον, αναπτύσσει κυρίως μια θεογονία, με το νόημα βασικά μιας ανώτερης πνευματικής σύλληψης όλων εκείνων των χαρακτηριστικών, που απέδιδε η μυθολογική παράδοση στους θεούς. Αρχίζει με τη γένεση και τελειώνει με τον θάνατο. Το βέβαιο είναι, ανεξάρτητα από τη μεταγενέστερη νόθευση των συγγραμμάτων του στον έναν ή τον άλλο βαθμό, ότι πρωτίστως διατύπωσε ισχυρές απόψεις γύρω από την αθανασία των ψυχών.

§3

Υπό την προϋπόθεση του ρόλου που παίζει πρωτίστως το υγρό στοιχείο, έτσι όπως προσωποποιείται από το ύδωρ, στην παρουσία των πραγμάτων και του κόσμου, ο Ορφέας υποστηρίζει πως η πρώτη αρχή των όντων ή των πραγμάτων είναι το Χάος. Είναι το χάσμα που χαίνει, η χαίνουσα άβυσσος. Ερώτημα: Το Χάος, ως τέτοια αρχή, ήτοι ως εδώ και τώρα χάσκουσα άβυσσος στον φυσικό και τον ανθρώπινο κόσμο, δεν αποτελεί και σήμερα καθοριστική απαρχή της ζωής μας; Ή μήπως δεν προσωποποιούν το Χάος οι ποικίλες απόπειρες ‒μέσω της επιστήμης, της τεχνικής, της πολιτικής, της ιδεολογίας, των συστημικών δομών, των οργανώσεων, των σωματειακών ενώσεων, των ακαδημαϊκών θεσμών ή βλέψεων κ.λπ. ‒ να υπονομευθεί η αυθυποστασία της ανθρώπινης ύπαρξης και να αναχθεί η αρχέγονη αρχή ανθρώπων και πραγμάτων στην απόλυτη αρμοδιότητα ή συν-αρμοδιότητα των ως άνω οντοτήτων. Η ωφελιμιστική προτεραιότητα του Είναι τέτοιων οντοτήτων έναντι κάθε αυτονομίας της σκέψης είναι το χαίνον χάσμα, που περικυκλώνει τον σύγχρονο άνθρωπο και τον καταβαραθρώνει. Το εν λόγω χάσμα ή το Χάος, όπως μας λέει ο Ορφέας, μοιάζει με αυγό και γι’ αυτό είναι εν γένει κυκλικό. Τι συμβαίνει εντός αυτού του Χάους; Πραγματοποιείται μια σύγκραση των διαφόρων στοιχείων, αφού τα πρωταρχικά στοιχεία διακρίνονται για την υγρότητά τους. Με συμβολική γλώσσα περί του παρόντος θέματος, ο ύψιστος αυτός μυσταγωγός παρουσιάζει αυτή τη μείξη με τη μορφή του Ωκεανού, που νυμφεύθηκε την Τηθύν, και με τις συνακόλουθες συγγενεύσεις. Η Τηθύς είναι κόρη του Ουρανού, κάτι που σημαίνει πως ο τελευταίος γίνεται αποδεκτός ως γεννήτωρ των πάντων (Ύμνος 4) και ως τέτοιος θεωρείται ἀτειρής, δηλ. ακατάβλητος, ακαταμάχητος.

§4

Υπάρχει και μια άλλη άποψη, ήτοι εκδοχή, πως ο πρωτουργός των πάντων είναι ο Ζευς, γιατί είναι αυτός που ενεργοποίησε το υγρό στοιχείο και έτσι συνετέλεσε ώστε να πρωτο-εμφανιστεί ο Φάνης. Εδώ αξιολογείται η δραστική δύναμη του πυρός ως πρωταρχικός παράγοντας για τη δημιουργία των πάντων. Ο Φάνης δηλονότι προέρχεται από μια φυσική διεργασία, από την αποκύηση του έμψυχου ωού, του πρώτου ωού, που δεν σημαίνει παρά το πρώτο νοητό, δηλ. το νου, για να επακολουθήσει στη συνέχεια η Θεογονία. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τον Πρόκλο, ο Φάνης είναι το αὐτοζῷον (Πρόκλος, Εις τον Τίμαιον 428, 15-20). Σε άλλο σημείο του ίδιου έργου (430, 15-16) αναφέρει πως ο Φάνης, ως νους και φως, «πάντας ορατούς ποιεί και δείκνυσιν». Ο Φάνης αποκτά εἶδος, δηλ. μορφή, δυνάμει της πρόνοιας του ενύπαρκτικου θείου πνεύματος. Πού ενοικεί τούτο το πνεύμα; Ω αρχέγονο πυρ ενοικεί μέσα στο υγρό στοιχείο. Και τούτο, διότι με τούτο το τελευταίο έρχεται να ενωθεί το πυρ. Με μια τέτοια ένωση όλα τα πράγματα αποκτούν μοναδική, θεία λάμψη, ολοκληρώνονται σε ένα αρμονικό Όλο, έτσι που ο Φάνης να λογίζεται ως μια θεότητα. Σε κάθε περίπτωση υπάρχει μια δράση, κατά τον Ορφέα, που συντελεί στην παρουσία των όντων, είναι κυριολεκτικά ο δημιουργός τους. Αυτή η δράση έχει προέλευση άνωθεν, εκ του θεού, και κάνει αισθητή την παρουσία της ως θεός-πυρ. Ο θεός που προσωποποιεί το πυρ, την ως άνω λάμψη, το Φως, την Ημέρα, είναι ο Ζευς: ο πύρινος θεός. Δυνάμει τούτης της φωτεινής δύναμης και της ανάλογης δράσης, που υπαγορεύει, ο κόσμος εκτυλίσσεται ως ένα εύτακτο και ενιαίο Όλο, χωρίς να αποκλείεται και κάποια χρονική στιγμή αταξίας. Όσο για τον άνθρωπο, η ορφική διδασκαλία κάνει λόγο για τη σύστασή του εκ σώματος και ψυχής. Η μεν ψυχή είναι η αθάνατη περιοχή του ανθρώπου, το δε σώμα η θνητή, κάτι το εφήμερο. Με μια άλλη γλωσσική αναδιατύπωση, ο άνθρωπος είναι το ον που ενώνει Γη και Ουρανό και ως παιδί αυτής της ένωσης έχει μεταθανάτια ζωή, με το νόημα της μετά θάνατον μακαριότητας, της αληθινής ζωής που διασφαλίζει η αθανασία της ψυχής.

Η Φαίδρα δεν άντεξε την απόρριψη

Η Φαίδρα ήταν κόρη του Μίνωα και της Πασιφάης. Όταν βασίλευε ο αδελφός της Δευκαλίων, διάδοχος του Μίνωα στον θρόνο, μυθολογείται ότι έκλεισε ειρήνη με τους Αθηναίους, έγινε φίλος με τον Θησέα και του έδωσε για γυναίκα την αδελφή του Φαίδρα. Καρπός του γάμου τους ήταν ο Ακάμαντας και ο Δημοφώντας.

Η Φαίδρα ερωτεύτηκε τον προγονό της Ιππόλυτο, γιο του Θησέα από την Αμαζόνα Ιππολύτη, ξακουστό για την ομορφιά του, αθλητικό, πιστό στην παρθένα Άρτεμη του κυνηγιού. Τον γνώρισε για πρώτη φορά στην Τροιζήνα, σε ταξίδι που έκανε μαζί με τον Θησέα, στο παλάτι του Πιτθέα, παππού του Θησέα . Εκεί τον είχε στείλει ο πατέρας του πριν από τον γάμο του με τη Φαίδρα, ώστε ο μεν Ιππόλυτος να διαδεχόταν τον Πιτθέα στην εξουσία της Τροιζήνας, ενώ τα παιδιά του με την καινούρια γυναίκα να τον διαδεχτούν στην Αθήνα. Έτσι, αποφεύγονταν οι διαμάχες για τη διαδοχή και εξασφαλιζόταν η ειρήνη. Μυθολογείται ότι, εκεί, στην Τροιζήνα, στο ιερό της Αφροδίτης υπήρχε μια μυρτιά πίσω από την οποία στεκόταν η Φαίδρα και έβλεπε τον Ιππόλυτο να γυμνάζεται στο παρακείμενο στάδιο εξού και η επωνυμία της Αφροδίτης ως Κατασκοπίας.

Στην Αθήνα, η Φαίδρα ίδρυσε ιερό της Αφροδίτης στη ΝΔ πλευρά της Ακρόπολης, απ’ όπου μπορούσε να βλέπει την Τροιζήνα.

Ξαναείδε τον Ιππόλυτο στην Αθήνα, όταν ο νέος ήρθε για να πάρει μέρος στα Παναθήναια. Μη αντέχοντας η νέα γυναίκα, έστειλε στον προγονό της ένα γράμμα, όπου του εξομολογούνταν τα αισθήματά της. Ο Ιππόλυτος την απέκρουσε, όπως και κάθε άλλη γυναίκα, πόσο μάλλον που αυτή ήταν και η σύζυγος του πατέρα του. Η Φαίδρα, από φόβο μήπως ο Ιππόλυτος φανερώσει το μυστικό της στον πατέρα του Θησέα, τον κατηγόρησε ότι προσπάθησε να τη βιάσει, ο Θησέας την πίστεψε και ζήτησε από τον Ποσειδώνα να σκοτώσει τον Ιππόλυτο. Όταν η Φαίδρα έμαθε για τον θάνατο του Ιππόλυτου, κυριευμένη από ενοχές και απελπισία, κρεμάστηκε. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, η Φαίδρα κρεμάστηκε, όμως άφησε στον Θησέα ένα γράμμα με το οποίο ενοχοποιούσε τον Ιππόλυτο για ανήθικες προτάσεις απέναντί της.

Ο Θησέας, γυρνώντας από ταξίδι, βρήκε τη γυναίκα του νεκρή και το γράμμα. Καταράστηκε τον γιο του ζητώντας από τον θεϊκό πατέρα του Ποσειδώνα να εκπληρώσει μία από τις τρεις ευχές που του είχε υποσχεθεί και εξόρισε τον γιο του. Στον δρόμο του προς την Πελοπόννησο, ένας ταύρος βγήκε από τη θάλασσα, τα άλογα τρόμαξαν, αφήνιασαν, έκοψαν τα λουριά που τα συνέδεαν με το άρμα, ο Ιππόλυτος τυλίχτηκε με αυτά και σκοτώθηκε πάνω στις πέτρες όπου τον έσυραν τα άλογα.

Σε δύο τραγωδίες πραγματεύεται το θέμα αυτό ο Ευριπίδης -σώζεται μόνο ο Ιππόλυτος. Άλλοτε η Φαίδρα πεθαίνει προτού καν αποκαλύψει τον έρωτά της, άλλοτε πεθαίνει, αφού κατηγόρησε ψευδώς τον προγονό της.

Με τον άνομο έρωτα της Φαίδρας ασχολήθηκαν δραματουργικά, ο Ρακίνας, και ο Σενέκας.

Κάθε γνήσια και τίμια σχέση είναι θεραπευτική

Πώς κατάφερναν οι άνθρωποι στο παρελθόν να ανταπεξέρχονται σε πολύ δύσκολες καταστάσεις χωρίς τη βοήθεια του ειδικού;

Κάθε γνήσια και τίμια σχέση είναι θεραπευτική. Το ίδιο ισχύει και με την ψυχοθεραπεία που γίνεται μέσα στα γραφεία. Δεν μπορεί να υπάρξει θεραπεία εάν δεν υπάρχει γνήσια σχέση. Ο φίλος που θα σου τα χώσει σε μια δύσκολη στιγμή αντί να σου βάλει πλάτες μπορεί να είναι θεραπευτικός. Οι σχέσεις, τα βλέμματα που μπορούμε να δεχτούμε στη διάρκεια της ζωής μας, σε δύσκολες στιγμές, από ανθρώπους που δεν θα μας λυπηθούν, που δεν θα μας κάνουν παρατηρήσεις, που δεν θα μας δώσουν συμβουλές, αλλά θα μας περιβάλουν και θα μας πουν ,“προχώρα το έχεις”, γνωρίζοντας τις δυσκολίες και όχι κουκουλώνοντας τες, όλα αυτά είναι θεραπευτικά.

Οι άνθρωποι που παλεύουν οι ίδιοι τη ζωή τους μπορούν να λειτουργούν σαν πρότυπα για όλους μας και να είναι θεραπευτικοί μόνο και μόνο που υπάρχουν και ζούνε! Αυτός είναι και ένας τίμιος τρόπος για όποιον δεν πουλάει τις ιδέες του, αλλά ζει τίμια με αυτό που υπερασπίζεται. Αυτά είναι τα πρότυπα ζωής που σου δίνουν κουράγιο και μπορούν να βοηθήσουν να κάνουμε αλλαγές.

Άρα οι γνήσιες σχέσεις, οι κοινοτικές δομές που υπήρχαν στο παρελθόν, γινόντουσαν θεραπευτικές δομές. Στο πένθος για παράδειγμα υπήρχε η κοινότητα, η ευρύτερη οικογένεια, όμως αυτές σήμερα μίκρυναν, τι θα κάνουμε; Έχουμε λοιπόν την ευθύνη ως ενήλικοι να δημιουργούμε τέτοιες δομές. Πλέον δεν θα είναι χαρισμένες δομές, δεν θα ανήκουν στην ευρύτερη οικογένεια, αλλά στους φίλους που επιλέγουμε, στις σχέσεις που δημιουργούμε έτσι ώστε να είναι αυθεντικές και να μπορούν όχι απλώς να είναι για τη δύσκολη στιγμή, αλλά να είναι και για τα όμορφα που μπορούμε να μοιραστούμε. Τα όμορφα για τα οποία θα μπορούν να μας παρακινήσουν και να μας δώσουν τη δυνατότητα να σκεφτούμε δημιουργικά, να εμπνευστούμε για να κάνουμε κάτι παραπάνω.

Αριστοτέλης: Γενική θεωρία και ορισμός της ψυχής. Θρεπτικόν - Αισθητικόν

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α’

Γενικός ορισμός της ψυχής. —Η ψυχή είναι η πρώτη εντελέχεια σώματος φυσικού (ουχί τεχνητού) οργανικού (έχοντος όργανα αναγκαία προς το ζην). Είναι το είδος και η ουσία του σώματος. Επακόλουθα του ορισμού τούτου. Η ψυχή αχώριστος από του σώματος.

Σημείωσις. Το Β’ Βιβλίον πραγματεύεται περί των δυνάμεων της ψυχής και μάλιστα περί των αισθήσεων, πρώτον δε ορίζει τί εστι ψυχή. Κατά τον Αριστοτέλην τα φυσικά όντα διαιρούνται εις έμψυχα και άψυχα. Το ιδιάζον χαρακτηριστικόν των οργανικών όντων είναι η ψυχή, ήτις είναι η αρχή της ζωής και της κινήσεως. Η ζωή είναι η _γενική_ μορφή της οργανικής ενεργείας. Η θρεπτική δε ζωή, η αισθητική και η διανοητική είναι _μερικαί_ μορφαί αυτής. Το ον, όπερ έχει την ικανότητα να διανοήται, να αισθάνηται, να κινήται τοπικώς και να τρέφηται, λέγομεν ότι ζη. Η μεν εσωτερική κίνησις, ήτοι η θρέψις, αύξησις και φθίσις, είναι κοινή εις πάντα τα ζώντα, μόνη δε υπάρχει εις τα φυτά. Υψηλοτέρα ανάπτυξις της ζωικής αρχής είναι η αίσθησις, είτα η τοπική κίνησις και τέλος η νόησις, ήτις είναι ο ανώτατος βαθμός, της εξελίξεως της ψυχής. Η ψυχή άρα είναι ενότης περιλαμβάνουσα τας αρχάς της ζωής, της αισθήσεως και της νοήσεως. Εκάστη βαθμίς είναι ύλη, μέσον και όρος της ανωτέρας, ήτις είναι τέλος και σκοπός της κατωτέρας. Εκάστη είναι διάφορος τρόπος ενεργείας και εκδηλώσεως της μιας ψυχής προσδιοριζόμενος υπό της διαφοράς του υλικού ή του αντικειμένου αυτής.

Παν ό,τι ζη είναι σύνθετον εκ ψυχής και σώματος· και η μεν ψυχή 1) είναι η αιτία της κινήσεως και μεταβολής αυτού, είναι άρα ποιητική αιτία· 2) προσδιορίζει την μορφήν, την ατομικότητα, την έννοιαν του οργανισμού, είναι άρα ειδική αιτία· 3) είναι ο τελικός σκοπός του σώματος, είναι άρα τελική αιτία. Το σώμα δ’είναι η υλική αιτία, ο όρος ου άνευ δεν δύναται να υπάρχη το όλον, είναι η δύναμις του πράγματος. Ψυχή λοιπόν και σώμα διακρίνονται απ’ αλλήλων, αλλ’ ουδέτερον δύναται να υπάρχη άνευ του ετέρου. Το σώμα είναι όργανον, η ψυχή είναι η ζωική αρχή. Η ζωή περιέχει στοιχείον ενεργητικόν και έτερον παθητικόν, αρχήν κινούσαν και πράγμα κινούμενον, είδος και ύλην. Το είδος είναι η κινούσα, η ποιητική αιτία, ήτις πραγματοποιεί τας δυνάμεις του μερικού σώματος και υψώνει αυτό εις την τελείαν, την αληθή πραγματικότητα αυτού. Άνευ της ψυχής το σώμα είναι άμορφος ύλη. Επειδή δε η πλήρης ανάπτυξις, η τελεία ενεργοποίησις της δυνάμεως πράγματός τινος λέγεται εντελέχεια, άρα η ψυχή είναι η εντελέχεια σώματος φυσικού (ουχί τεχνητού) όπερ έχει όργανα και δύναται να ζη. Η κίνησις, η πορεία της μεταβάσεως από του δυνατού εις το πραγματικόν, από της δυνάμεως εις την εντελέχειαν λέγεται ενέργεια, τον όρον δε τούτον ο Αριστοτέλης πολλάκις μεταχειρίζεται αντί της εντελέχειας (τελείας ενεργείας, εντελούς έξεως).

Εν τοις τελείοις οργανισμοίς το φυσιολογικόν και ψυχικόν κέντρον είναι η καρδία, ουχί ο εγκέφαλος, όστις απλώς κανονίζει την θερμοκρασίαν αυτής. Η θερμότης, τα στοιχείον εν ω η ψυχή αμέσως ενσαρκούται, συντηρείται υπό της τροφής. Η αναπνοή δε των πνευμόνων και ο ψυχρός εγκέφαλος εμποδίζουσιν υπέρμετρον παραγωγήν ζωικής θερμότητος. Η θερμότης είναι απαραίτητον μέσον της θρέψεως. Αλλ’ η απόλυτος αιτία της θρέψεως είναι η ψυχή, ήτις τρέφει και συντηρεί το σώμα διά των τροφών ας αφομοιούται. Πρώτη λοιπόν εντελέχεια είναι η θρεπτική ψυχή, ης έργον είναι η χρήσις της τροφής προς συντήρησιν του ατόμου και η γέννησις ομοίων όντων προς διατήρησιν του γένους. Η ψυχή μεταχειρίζεται προς ταύτα την θερμότητα και τα τρόφιμα, όπως ο πλοίαρχος την χείρα και το πηδάλιον. Τα μεν φυτά μόνην έχουσι την ψυχήν ταύτην. Τα ζώα όμως πλην της θρεπτικής έχουσι και την αισθητικήν ψυχήν.

Τα αισθητήρια είναι όργανα αντιλήψεως του εξωτερικού κόσμου. Η αίσθησις είναι κίνησις ή αλλοίωσις του αισθητηρίου. Τα αισθητικόν (υποκείμενον) και τα αισθητόν (αντικείμενον) είναι έν εν τη ενεργώ αισθήσει. Το αισθητήριον είναι δυνάμει ό,τι είναι το αισθητόν ενεργεία· αισθανόμενον δε αφομοιούται το είδος του πράγματος άνευ της ύλης, δέχεται ποιοτικά στοιχεία ανήκοντα εις ατομικόν τι πράγμα, αλλ’ ουχί το άτομον. Το υποκείμενον πριν ή αισθανθή είναι διάφορον του αισθητού, αλλά μετά την αίσθησιν είναι ως το αισθητόν. Η διαφορά αυτών έγκειται εις τον τρόπον καθ’ ον έκαστον υπάρχει.— Το αίσθημα είναι φαινόμενον ψυχικόν, αλλά το όργανον της αισθήσεως είναι φυσικόν. Όμμα και όψις συνδέονται ως ύλη και είδος.— Μετά του οργάνου και του αισθητού αντικειμένου τρίτος αναγκαίος παράγων εκάστης αισθήσεως είναι το μεταξύ, το διάμεσον στοιχείον. Της όψεως λ.χ. το μεταξύ είναι το διαφανές, ήτοι ο αήρ, το ύδωρ και άλλα διαφανή σώματα.

Τα ατομικά και μεμονωμένα αισθήματα και τας αναφοράς αυτών η ψυχή ανάγει εις την ενότητα κοινής αντιλήψεως. Αντιλαμβανόμεθα ότι δρώμεν, ακούομεν κ.λ., συγκρίνομεν έπειτα και συνδυάζομεν ή χωρίζομεν τα αισθήματα ταύτα. Ούτω πλην των 5 μερικών αισθήσεων υπάρχει κοινή αίσθησις, περί ης κατωτέρω πραγματεύεται ο Αριστοτέλης.

1. Συνεζητήσαμεν αρκετά τα υπό των πρότερον φιλοσοφησάντων παραδοθέντα περί ψυχής. Ας επανέλθωμεν δε οπίσω, ίνα επαναλάβωμεν τα πράγματα τρόπον τινά εξ αρχής και ας προσπαθήσωμεν να προσδιορίσωμεν τι είναι η ψυχή και τις δύναται να είναι ο γενικώτατος 94 ορισμός αυτής.

2. Λέγομεν λοιπόν ότι μία τάξις όντων είναι η ουσία· εν αυτή δε διακρίνομεν πρώτον την ύλην, ήτις καθ’ εαυτήν δεν είναι τούτο το ωρισμένον πράγμα, έπειτα δε μορφήν και είδος, κατά το οποίον το πράγμα λέγεται ότι είναι τούτο το πράγμα, και τρίτον το εκ των δύο τούτων σύνθετον. Είναι δε η μεν ύλη δύναμις 95, το δε είδος εντελέχεια, και αυτή είναι διττή, ούτως ως η επιστήμη και η θεωρία (ήτοι ως έξις και κατοχή γνώσεως η δεξιότητος και ως εν ενεργεία γνώσις).

3. Ουσίαι δε προ πάντων φαίνονται ότι είναι τα σώματα, και εκ τούτων τα φυσικά (γη, ύδωρ κλπ.). Διότι ταύτα είναι αι αρχαί των άλλων σωμάτων (των τεχνητών). Εκ των φυσικών δε σωμάτων άλλα μεν έχουσι ζωήν, άλλα δε δεν έχουσι. Ζωήν λέγομεν την αρχήν της δι’ εαυτού θρέψεως και αυξήσεως και φθοράς του σώματος. Ώστε παν σώμα φυσικόν έχον ζωήν είναι ουσία, αλλ’ ουσία σύνθετος, σύνθετος δε εξ ύλης και είδους, ως είπομεν.

4. Επειδή δε τούτο είναι σώμα τοιούτον, έχον δήλα δή ζωήν, το σώμα δεν δύναται να είναι ψυχή. Διότι το σώμα δεν είναι εξ εκείνων τα οποία κατηγορούνται εις υποκείμενόν τι, αλλά αυτό μάλλον είναι υποκείμενον και ύλη. Αναγκαίως άρα η ψυχή είναι ουσία, ήτοι είναι είδος σώματος φυσικού, όπερ έχει δυνάμει 96 ζωήν. Αλλ’ η ουσία είναι εντελέχεια. Η ψυχή λοιπόν είναι εντελέχεια σώματος τοιούτου, οίον είπομεν.

5. Αλλ’ η εντελέχεια λέγεται κατά δύο τρόπους αναλόγους ο μεν προς την επιστήμην, ο δε προς την θεωρίαν. Φανερόν είναι λοιπόν ότι η ψυχή είναι ως η επιστήμη. Διότι εν τη υπάρξει της ψυχής εμπεριέχεται και ύπνος και εγρήγορσις, αναλογεί δε η μεν εγρήγορσις προς την θεωρίαν, ο δε ύπνος προς την έξιν ή κατοχήν της γνώσεως άνευ ενεργείας. Προτέρα όμως κατά την γένεσιν εφ’ ενός και του αυτού πράγματος είναι η επιστήμη 97. Διά ταύτα η ψυχή είναι η πρώτη εντελέχεια 98 φυσικού σώματος, όπερ δυνάμει έχει ζωήν,

6. και όπερ είναι οργανικόν. Όργανα δε είναι και τα μέρη των φυτών, αλλά είναι όργανα εντελώς απλά· λ.χ. το φύλλον, είναι σκέπασμα του περικαρπίου, το δε περικάρπιον είναι σκέπασμα του καρπού. Αι ρίζαι δε αναλογούσι προς το στόμα, διότι και τα δύο ταύτα παραλαμβάνουσι την τροφήν. Εάν λοιπόν πρέπει να δώσωμεν ορισμόν κοινόν εις παν είδος ψυχής, λέγομεν, ότι είναι η πρώτη εντελέχεια σώματος φυσικού οργανικού.

7. Διά τούτο δεν πρέπει να ζητώμεν αν η ψυχή και το σώμα είναι έν, όπως ούτε αν ο κηρός (η ύλη) και το σχήμα (το είδος) αυτού είναι έν, όπως εν γένει δεν πρέπει να ζητώμεν αν είναι έν η ύλη εκάστου πράγματος και το πράγμα του οποίου είναι η ύλη. Διότι το έν και το είναι λέγονται μεν κατά πολλάς σημασίας, αλλ’ η κυρία σημασία αυτών είναι η εντελέχεια 99.

8. Είπομεν λοιπόν καθόλου τι είναι ψυχή· είναι δήλα δή ουσία ενεργοποιούσα μίαν έννοιαν (λόγον)· είναι η ουσιώδης έννοια τοιούτου τινός σώματος. Ούτως έστω ότι έν των οργάνων τέχνης τινός είναι φυσικόν σώμα· λ.χ. ο πέλεκυς. Η έννοια του πελέκεως θα είναι η ουσία αυτού (το να κόπτη), αυτή δε θα είναι και η ψυχή αυτού· και, αν αυτή αφαιρεθή, δεν θα υπάρχη πλέον πέλεκυς, ειμή καθ’ απλήν ομωνυμίαν. Πραγματικώς όμως τόρα είναι πέλεκυς (ουχί ζώον) και τοιούτου σώματος η ουσία και ο λόγος δεν είναι η ψυχή, αλλ’ η ψυχή είναι ο λόγος τοιούτου φυσικού (όχι τεχνητού ως ο πέλεκυς), όπερ έχει εν εαυτώ την αρχήν της κινήσεως και της στάσεως.

9.  Ανάγκη δε το λεγόμενον να παρατηρήσωμεν και επί των μελών του σώματος. Εάν δήλα δή ο οφθαλμός ήτο ζώον, ψυχή αυτού θα ήτο η όψις· η όψις δήλα δή είναι η ουσία του οφθαλμού κατά λόγον (νοητή). O δε οφθαλμός είναι η ύλη της όψεως 100, αν δε εκλείψη η όψις, δεν υπάρχει πλέον οφθαλμός ειμή καθ’ ομωνυμίαν, όπως είναι ο λίθινος και ο εικονισμένος οφθαλμός. Πρέπει δε να εφαρμόσωμεν το λεγόμενον περί του σώματος εις το όλον ζων σώμα. Διότι ως η μερική αίσθησις αναφέρεται εις το μερικόν όργανον 101 ούτω η όλη αίσθησις αναλογεί προς το όλον σώμα το αισθητικόν, καθόσον είναι αισθητικόν.

10. Είναι δε το δυνάμει ον, όπερ είναι ικανόν να ζη, ουχί το αποβαλόν την ψυχήν (και νεκρωθέν), αλλά το έχον την ζωήν εν εαυτώ. Το σπέρμα και ο καρπός είναι δυνάμει τοιαύτα σώματα ζώντα 102. Όπως λοιπόν η τμήσις (το να κόπτη) είναι εντελέχεια του πελέκεως και η δράσις 103 είναι η εντελέχεια του οφθαλμού, ούτω και η εγρήγορσις είναι η εντελέχεια του σώματος, η δε ψυχή είναι προς το σώμα, ως η όψις και η δύναμις προς το όργανον. Τα δε σώμα είναι το δυνάμει ον Αλλά καθώς ο οφθαλμός είναι η κόρη άμα και η όψις, ούτω και εδώ το ζώον είναι η ψυχή άμα και το σώμα.

11. Ότι λοιπόν η ψυχή δεν δύναται να υπάρχη χωριστά από του σώματος ούτε μέρη τινά αυτής, εάν εκ φύσεως αυτή διαιρήται εις μέρη, είναι ήδη προφανές· διότι ενίοτε η ψυχή είναι εντελέχεια των μερών τούτων. Αλλ’ όμως τίποτε δεν εμποδίζει μέρη τινά της ψυχής να είναι χωριστά, διότι δεν είναι εντελέχεια κανενός σώματος, λ.χ. ο νους 104.

12. Αλλά προσέτι δεν είναι φανερόν αν η ψυχή είναι τοιαύτη εντελέχεια του σώματος, όπως ο κυβερνήτης του πλοίου (όστις είναι μεν εντελέχεια, αλλά χωριστή). Εν γένει λοιπόν δι’ όσων είπομεν προσδιωρίσαμεν την ψυχήν δώσαντες υποτύπωσιν αυτής.

Σημείωσις.— Η ψυχή είναι το είδος, η μορφή του σώματος και επομένως ψυχή και σώμα είναι αχώριστα, είναι έν. Αλλ’ η ενότης αυτών δεν πρέπει να νοήται ως ένωσις δυο υλικών και ανεξαρτήτων πραγμάτων. Τοιαύτας παχυλάς παραστάσεις είδομεν με πόσην δύναμιν επολέμησεν ο Αριστοτέλης εν τω Α’ Βιβλίω σελ. 25 κ. ε. Ενταύθα έχομεν λογικήν και ζώσαν ενότητα. Τω όντι η ζωή, η ενότης της ψυχής και του σώματος σύγκειται εκ τριών στοιχείων· είναι 1) ζωή εσωτερική και αδιόριστος, αφηρημένη καθολική αρχή, 2) πραγματοποιείται και μερικεύεται εν τω σώματι και 3) επανάγει τα δύο ταύτα στοιχεία εις την ενότητα αυτών εν τη ατομικότητι του ζώντος όντος. Εκάστη στιγμή της ζωής αποτελείται εκ των τριών τούτων σημείων: εκ της ορμής του υποκειμένου, ήτις αναγκάζει τα ζώον να θέτη τους διορισμούς του, τα μέλη του σώματος, να πραγματοποιήται εν αυτοίς και τέλος διά τούτων να επιστρέφη εις εαυτό ως κέντρον αισθανόμενον κλπ. Αύτη είναι η αληθής ενότης της ψυχής και του σώματος. Διά τούτο λέγει ο Αριστοτέλης, ότι το είδος, το καθόλου, η ψυχή είναι αυτό το είναι και η ουσία. Εάν λ.χ. ο πέλεκυς ήτο φυσικόν σώμα έχον εν εαυτώ αρχήν κινήσεως, εάν δήλα δή ήτο έμψυχον σώμα, τότε η έννοια του πελέκεως, το τέμνειν, θα απετέλει την ψυχήν αυτού, και αν τούτο το είδος αυτού αφηρείτο δεν θα υπήρχε πλέον πέλεκυς. Αλλ’ ο πέλεκυς είναι σώμα τεχνητόν, έχει εκτός εαυτού την αρχήν της κινήσεως και της στάσεως εαυτού, και δεν ποιεί αυτός εαυτόν πέλεκυν. Η έννοια, το είδος του πελέκεως δεν είναι το είναι και η ουσία αυτού, δεν ενεργοποιεί αυτή εαυτήν εν τω πελέκει, δεν είναι εντελέχεια. Η ψυχή τουναντίον αυτή πλάττει τα μέλη και το όλον σώμα, αυτή συνέχει και ποιεί και συντηρεί αυτά και διά τούτων εαυτήν· είναι ο δημιουργός άμα και η πρόνοια του μικρού κόσμου της, είναι ο ναυπηγός άμα και κυβερνήτης του πλοίου, όπερ απαύστως τείνον εις διάλυσιν αδιαλείπτως υποτάσσεται, συντηρείται και αναπλάττεται υπό της κυριάρχου ψυχής. Εάν δε παύση η σχέσις αυτή ψυχής και σώματος, το σώμα δεν είναι πλέον σώμα, αλλά πτώμα, ύλη νεκρά. Ό,τι λέγομεν περί του όλου, αληθεύει και περί των μερών και αντιστρόφως Αν ο οφθαλμός λ.χ. ήτο ζώον, η όψις θα ήτο η ψυχή αυτού, διότι αυτή είναι η ουσία, η έννοια αυτού· αυτός δε ο υλικός οφθαλμός, τα νεύρα, τα υγρά, οι χιτώνες κλπ. είναι υλικά, άτινα άμα λείψη η δράσις είναι κενά ονόματα. Όπως δε ο ζων οφθαλμός είναι η κόρη (δύναμις) και η δράσις (ενέργεια), ούτω το όλον ζώον είναι η ψυχή και το σώμα αχωρίστως ηνωμένα. Ούτω νοούμεν νυν πώς η ψυχή είναι α’) η αρχή η κινούσα και ποιούσα το σώμα, β’) το είδος ή η έννοια ήτις ενεργεί και πραγματοποιεί εαυτήν εν τω σώματι, γ’) ο κοινός τελικός σκοπός πάντων των μελών, ων έκαστον είναι μέσον άμα και σκοπός των άλλων, διότι έκαστον είναι μία εμφάνισις του κοινού κέντρου, μία πραγμάτωσις της εσωτερικής αρχής, ήτις πανταχού παρούσα σκοπόν έχει μόνον εαυτήν.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ, ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΛΥΣΙΑΣ, ΚΑΤ' ΑΝΔΟΚΙΔΟΥ ΑΣΕΒΕΙΑΣ

ΛΥΣ 6.3–7

Για ποιους λόγους πρέπει να τιμωρηθεί ο Ανδοκίδης

Ο λόγος, που είναι ελλιπής, καθώς δεν σώζονται ούτε το προοίμιον ούτε η αρχή της διηγήσεως, και θεωρείται από πολλούς νόθος, αποτελεί την απάντηση στον Περί των Μυστηρίων λόγο του Ανδοκίδη.


[3] δίκαιον οὖν μοι δοκεῖ εἶναι νῦν ἐπὶ τούτῳ
τὰ τότε λεχθέντα ἀναμνῆσαι, καὶ μὴ μόνον τοὺς τούτου
φίλους ὑπὸ τούτου καὶ τῶν τούτου λόγων ἀπόλλυσθαι,
ἀλλὰ καὶ αὐτὸν τοῦτον ὑφ’ ἑτέρου.

Ἀδύνατον δὲ καὶ ὑμῖν ἐστι, περὶ τοιούτου πράγματος
φέρουσι τὴν ψῆφον, ἢ κατελεῆσαι ἢ καταχαρίσασθαι Ἀν-
δοκίδῃ, ἐπισταμένοις ὅτι ἐναργῶς τὼ θεὼ τούτω τιμωρεῖ-
τον τοὺς ἀδικοῦντας· ἐλπίσαι οὖν χρὴ πάντα ἄνθρωπον
ταὐτὰ καὶ ἑαυτῷ καὶ ἑτέρῳ ἔσεσθαι. [4] φέρε γάρ, ἐὰν νυνὶ
Ἀνδοκίδης ἀθῷος ἀπαλλαγῇ <δι’> ὑμᾶς ἐκ τοῦδε τοῦ
ἀγῶνος καὶ ἔλθῃ κληρωσόμενος τῶν ἐννέα ἀρχόντων καὶ
λάχῃ βασιλεύς, ἄλλο τι ἢ ὑπὲρ ὑμῶν καὶ θυσίας θύσει
καὶ εὐχὰς εὔξεται κατὰ τὰ πάτρια, τὰ μὲν ἐν τῷ ἐνθάδε
Ἐλευσινίῳ, τὰ δὲ ἐν τῷ Ἐλευσῖνι ἱερῷ, καὶ τῆς ἑορτῆς
ἐπιμελήσεται μυστηρίοις, ὅπως ἂν μηδεὶς ἀδικῇ μηδὲ
ἀσεβῇ περὶ τὰ ἱερά; [5] καὶ τίνα γνώμην οἴεσθε ἕξειν τοὺς
μύστας τοὺς ἀφικνουμένους, ἐπειδὰν ἴδωσι τὸν βασιλέα
ὅστις ἐστὶ καὶ ἀναμνησθῶσι πάντα τὰ ἠσεβημένα αὐτῷ,
ἢ τοὺς ἄλλους Ἕλληνας, οἳ ἕνεκα ταύτης τῆς ἑορτῆς
<ἔρχονται> ἢ θύειν εἰς ταύτην τὴν πανήγυριν βου-
λόμενοι ἢ θεωρεῖν; [6] οὐδὲ γὰρ ἀγνὼς ὁ Ἀνδοκίδης οὔτε
τοῖς ἔξω οὔτε τοῖς ἐνθάδε διὰ τὰ ἠσεβημένα. ἀναγκαίως
γὰρ ἔχει ἀπὸ τῶν πολὺ διαφερόντων ἢ κακῶν ἢ ἀγαθῶν
ἔργων τοὺς ποιήσαντας γιγνώσκεσθαι. ἔπειτα δὲ καὶ διώ-
χληκε πόλεις πολλὰς ἐν τῇ ἀποδημίᾳ, Σικελίαν, Ἰταλίαν,
Πελοπόννησον, Θετταλίαν, Ἑλλήσποντον, Ἰωνίαν, Κύ-
προν· βασιλέας πολλοὺς κεκολάκευκεν, ᾧ ἂν συγγένηται,
πλὴν τοῦ Συρακοσίου Διονυσίου. [7] οὗτος δὲ ἢ πάντων εὐτυ-
χέστατός ἐστιν ἢ πλεῖστον γνώμῃ διαφέρει τῶν ἄλλων,
ὃς μόνος τῶν συγγενομένων Ἀνδοκίδῃ οὐκ ἐξηπατήθη
ὑπ’ ἀνδρὸς τοιούτου, ὃς τέχνην ταύτην ἔχει, τοὺς μὲν
ἐχθροὺς μηδὲν ποιεῖν κακόν, τοὺς δὲ φίλους ὅ τι ἂν δύνη-
ται κακόν. ὥστε μὰ τὸν Δία οὐ ῥᾴδιόν ἐστιν ὑμῖν αὐτῷ
οὐδὲν χαρισαμένοις παρὰ τὸ δίκαιον λαθεῖν τοὺς Ἕλ-
ληνας.

***
Μου φαίνεται λοιπόν πως είναι δίκαιον, αφού ο Ανδοκίδης με τας καταγγελίας του κατέστρεψε τους συγγενείς και τους φίλους του λέγων ότι είναι συνεργάται του, τώρα να αναφέρω προς βλάβην τούτου τα τότε λεχθέντα, και να μη καταστραφούν μόνον οι φίλοι του υπό τούτου και των καταγγελιών του, αλλά να καταστραφή και ο ίδιος από άλλον. Είναι δε αδύνατον ψηφίζοντες τόσον σοβαρόν ζήτημα ασεβείας προς τας θεάς Δήμητραν και Περσεφόνην να ευσπλαγχνισθήτε παρά το δίκαιον ή να χαρισθήτε στον Ανδοκίδην, διότι ηξεύρετε ότι αναμφισβητήτως τιμωρούν αι θεαί αύται τους αδικούντας. Πρέπει λοιπόν κάθε άνθρωπος να φοβήται μήπως γίνη και διά τον ίδιον (μήπως τιμωρηθή) ό,τι και εις άλλον συνέβη.

Διότι έλα (να σκεφθώμεν το ζήτημα), εάν τώρα ο Ανδοκίδης απαλλαγή κατά ταύτην την προς ημάς (τους αντιδίκους του) δίκην, και παρουσιασθή να εκλεγή διά κλήρου είς εκ των εννέα αρχόντων, και επιτύχη να γίνη βασιλεύς, άλλο τι θα συμβή τότε ή θα προσφέρη θυσίας ως αντιπρόσωπός σας και θα αναπέμπη ευχάς (προς τους θεούς) σύμφωνα με τα πατροπαράδοτα έθιμα, αφ' ενός μεν εις τον ενταύθα ναόν της Δήμητρος, αφ' ετέρου δε εις τον εν Ελευσίνι ναόν της θεάς, και θα φροντίση διά την διεξαγωγήν της εορτής (των Ελευσινίων) κατά τον χρόνον της τελέσεως των μυστηρίων, διά να μη ταράσση μηδέ να ασεβή κανείς εις τα ιερά; Και ποίαν γνώμην νομίζετε πως θα σχηματίσουν οι ερχόμενοι εις τας Αθήνας να μυηθούν εις τα Ελευσίνια μυστήρια, όταν ίδουν ποιος είναι ο βασιλεύς (ο γενικός επόπτης της εορτής) και ενθυμηθούν τας διαπραχθείσας υπ' αυτού ασεβείας, ή οι άλλοι Έλληνες που έρχονται χάριν ταύτης της εορτής (των Ελευσινίων) επιθυμούντες να προσφέρουν θυσίας κατά ταύτην ή απλώς να ίδουν αυτήν; Διότι ο Ανδοκίδης είναι πασίγνωστος διά τας ασεβείας του και εις τους εν τη κυρίως Ελλάδι Έλληνας και εις τους εν τη Ασία κατοικούντας (Έλληνας). Διότι αναγκαίως γίνονται εις όλους γνωστοί οι διαπράξαντες μεγάλας καλάς ή κακάς πράξεις. Έπειτα δε υπερβολικώς έχει ενοχλήσει πολλάς πόλεις περιερχόμενος από 'δω και απ' εκεί εις την Σικελίαν, Ιταλίαν, Πελοπόννησον, Θεσσαλίαν, Ελλήσποντον, Ιωνίαν, Κύπρον· πολλούς βασιλείς που ήλθαν σε σχέσεις μαζί του έχει εξαπατήσει, εκτός από τον Διονύσιον τον τύραννον των Συρακουσών· ούτος δε (ο Διονύσιος) ή είναι πιο τυχερός από όλους τους άλλους ή πιο έξυπνος, ο οποίος μόνος από όλους που ήλθον σε σχέσεις με τον Ανδοκίδη δεν εξηπατήθη από τέτοιον άνθρωπον, και τούτο το έχει ως επάγγελμα, να μη βλάπτη μεν τους εχθρούς, να βλάπτη δε όσον δύναται τους φίλους του. Ώστε μα τον Δία δεν είναι εύκολον να μην το μάθουν οι Έλληνες, εάν εσείς κάμετε χάριν εις αυτόν και τον αθωώσετε παρά το δίκαιον.