Δευτέρα 10 Απριλίου 2023

Αρχές Σύνταξης της Αρχαιοελληνικής Γλώσσας: 5. Η ΜΕΤΟΧΗ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ


§5.0. Η μετοχή έχει και αυτή, όπως δηλαδή και το απαρέμφατο, χαρακτήρα τόσο ονόματος όσο και ρήματος. Την διττή της φύση υποδηλώνει και ο όρος "μετοχή". Η γραμματική αυτή κατηγορία "μετέχει" ή υπάγεται τόσο στο όνομα όσο και στο ρήμα στο μέτρο που παρουσιάζει ιδιότητες και των δύο φαινομένων (Επειδή το ίδιο συμβαίνει και με το απαρέμφατο, οι ονοματικοί τύποι του ρήματος αποκαλούνται από μερικούς θεωρητικούς και "μετοχικοί").

• Χαρακτήρα ονόματος έχει η μετοχή επειδή κλίνεται σαν ένα συνηθισμένο επίθετο και επειδή μπορεί να ουσιαστικοποιηθεί μέσω του άρθρου.

• Ρηματικό χαρακτήρα έχει επειδή προσδιορίζεται (ἀκριβῶς τὴν βίβλον ἀναγιγνώσκων), ή συμπληρώνεται (ὁ ἱερὸς καλούμενος πόλεμος) μέσω άλλων μερών της πρότασης σαν ένα παρεμφατικό ρήμα, επειδή παρουσιάζει [βλ. αναλυτικά την Εισαγωγή στο Απαρέμφατο §4.0. κ.εξ.] διαθέσεις (π.χ. λύων, λυόμενος, λυθείς), χρόνο, όψη ή ποιόν ενεργείας (φυγών, φεύγων, πεφευγώς), και επειδή μπορεί να αποκτά ακόμη και διαφορετική τροπική χροιά με τη χρήση του ἄν (ῥᾳδίως ἂν ἀφεθείς).

§5.1. Η σημαντικότερη, και συχνότερη, λειτουργία και χρήση της μετοχής στα ΑΕ είναι αυτή που αφορά στη δήλωση ενός ρηματικού περιεχομένου (πράξεις, συμβάντα ή διεργασίες και καταστάσεις) που εξελίσσεται ή υφίσταται παράλληλα με το κύριο ρήμα της πρότασης και το περιεχόμενό του, αλλά και πριν ή μετά από αυτό (επιρρηματική χρήση της μετοχής). Ο ρηματικός τύπος της μετοχής εκφράζει, με άλλα λόγια, ενέργειες, συμβάντα και καταστάσεις που συνοδεύουν, συμπληρώνουν ή προσδιορίζουν ειδικότερα και επεκτείνουν το κύριο ρήμα της πρότασης και το νοημά του. Η ενέργεια, η διεργασία ή η κατάσταση που δηλώνεται με το κύριο ρήμα της πρότασης μπορεί να χαρακτηριστεί και ως "κύρια" ή "πρωτεύουσα", ενώ εκείνη που εκφράζεται με τη μετοχή ως "συνοδευτική" ή "δευτερεύουσα". Οι κύριες χρήσεις της μετοχής είναι οι ονοματικές και οι (επιρρηματικές.

§5.2. Η προέλευση της μετοχής συνδέεται με ορισμένα ονόματα που δήλωναν τον δράστη (nomina agentis) και τα χρησιμοποιούσαν ως επίθετα. Τέτοια, αρχικά αδιαφοροποίητα ως προς το γένος ονόματα, φαίνεται να είναι λ.χ. το ἰάτωρ, ἀρηγών, σωτήρ (πβ. ΑΛΚΜ 1,88-89 πόνων ἰάτωρ ἔγεντο [η θεά Ἀῶτις], ΟΜ Ιλ 4.7 και 5.511 ἀρηγὼν θεά, ΑΙΣΧ Αγ. 664 Τύχη σωτήρ). Τα ονόματα αυτά διέθεταν ή απόκτησαν βαθμιαία και ιδιαίτερες καταλήξεις για το θηλυκό ή το ουδέτερο, εκλήφθηκαν δηλαδή ως γνήσια επίθετα, γι' αυτό και προσέλαβαν την άρνηση των επιθέτων, το στερητικό δηλαδή α-. Το μοναδικό παράδειγμα τέτοιας περίπτωσης που έχει διατηρηθεί στην ΑΕ είναι το ἀέκων ή ἄκων.

Προς αυτούς τους τύπους φαίνεται να προσανατολίστηκε ο σχηματισμός μετοχών από ρηματικά θέματα, οι οποίες, πέρα από την διάσταση της όψης ή του ποιού ενεργείας που την διέθεταν ευθύς εξαρχής, προσέλαβαν βαθμιαία και τη διάσταση και τη σημασία του χρόνου, τις διαθέσεις και την τροπικότητα με τη σύναψή τους με το ἄν, ενώ παράλληλα διατήρησαν τη σύνταξη του ρήματος, από το οποίο προέρχονταν.

§5.3. Με την επιθετική προέλευση και φύση της συνδέεται και το γεγονός ότι, σε αντίθεση προς το απαρέμφατο (το οποίο αντιστοιχεί στο ουσιαστικό), η μετοχή κατά κανόνα δεν εμφανίζεται αυτόνομα, αλλά συνοδεύει, ως συμπληρωματικός προσδιορισμός, ένα ουσιαστικό (ή μια αντωνυμία που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό). Στο σημείο αυτό μπορούν να εντοπιστούν και ορισμένες διαφορές μεταξύ μετοχής και απαρεμφάτου.΄Ετσι ενώ είναι δυνατές προτάσεις π.χ. του τύπου μανθάνω κιθαρίζειν, ἐπιθυμῶ ἀπιέναι, στις οποίες το απαρέμφατο υπάρχει και λειτουργεί αυτόνομα, χωρίς δηλαδή να αναφέρεται σε κανένα ουσιαστικό, η μετοχή εμφανίζεται πάντα σε συνάψεις με ένα ουσιαστικό, το οποίο προσδιορίζει και με το οποίο συμφωνεί ως προς την πτώση, π.χ. πολεμεῖν τοῖς Θρᾳξὶ τοῖς ὑπὲρ Ἑλλήσποντον οἰκοῦσι.

Στη συνάφεια αυτή ανήκει και η στηριγμένη σε σημασιολογικά κριτήρια διάκριση μεταξύ ρημάτων που συνήθως επιδέχονται ως συπληρωματικό προσδιορισμό απαρέμφατο και εκείνων τα οποία κατά κανόνα συντάσσονται με μετοχή.

• Με απαρέμφατο συντάσσονται συνήθως ρήματα, το συμπλήρωμα των οποίων απορρέει ή προκαλείται από την ίδια τους την ενέργεια, ως αποτέλεσμα ή σκοπός τους, όπως π.χ. νομίζω ή λέγω σε εὐδαίμονα εἶναι, δύναμαι γράφειν, διδάσκω γράφειν, ἐπιθυμῶ γράφειν, ἥκω μανθάνειν, βῆ δ' ἰέναι.

• Με μετοχή, αντίθετα, συντάσσονται τέτοια ρήματα που απαιτούν ως συμπλήρωμα μια ενέργεια η οποία εκδηλώνεται ή ενυπάρχει σε ένα αντικείμενο ως προσδιορισμός του, έτσι ώστε το αντικείμενο αυτό να εμφανίζεται ότι βρίσκεται σε μιαν ενέργεια ή κατάσταση, όπως συμβαίνει π.χ. στις περιπτώσεις ὁρῶ τὸν ἄνθρωπον τρέχοντα, χαίρω τῷ φίλῳ ἐλθόντι, οἶδα ἄνθρωπον θνητὸν ὄντα, ἀκούω αὐτοῦ λέγοντος, παύω αὐτὸν γράφοντα.

Η υπό συζήτηση διαφορά είναι εμφανέστερη σε περιπτώσεις ρημάτων που επιδέχονται και τις δύο συντάξεις, οι οποίες ωστόσο έχουν μια διαφορετική σημασιολογική απόχρωση.

• Στην πρόταση π.χ. γιγνώσκω τοὺς ἀγῶνας τοῖς στρατιώταις ἀγαθοὺς εἶναι (= κρίνω και αποφασίζω, αποφαίνομαι, θεωρώ ότι οι αγώνες είναι ωφέλιμοι για τους στρατιώτες) το απαρέμφατο δηλώνει κάτι που τίθεται για πρώτη φορά μέσω της ενέργειας του κυρίου ρήματος.

• Στην πρόταση, αντίθετα, γιγνώσκω τοὺς ἀγῶνας τοῖς στρατιώταις ἀγαθοὺς ὄντας (= αναγνωρίζω, κατανοώ, [δια]βλέπω ότι οι αγώνες είναι ωφέλιμοι για τους στρατιώτες) η μετοχή αναφέρεται σε κάτι που δεν πρωτοεμφανίζεται μέσω της ενέργειας του κυρίως ρήματος, αλλά υπάρχει ταυτόχρονα με αυτήν ή και πριν από αυτήν.

§5.4. Η μετοχή μπορεί τέλος, όπως και το επίθετο, να ουσιαστικοποιηθεί και να χρησιμοποιείται -συνήθως έναρθρη- ως ουσιαστικό, π.χ. ὁ ἄρχων, οἱ ζῶντες, οἱ παρόντες, τὸ μέλλον κτό.. Στις περιπτώσεις αυτές υπονοείται ένα γενικού χαρακτήρα ουσιαστικό όπως π.χ. ἄνθρωπος, πρᾶγμα ή η αντωνυμία τίς (τί).

§5.5. Η ΝΕ δεν διαθέτει τον πλούτο της ΑΕ σε μετοχές, τόσο ως προς την τυπολογία όσο και σε ό,τι αφορά στις συντακτικές λειτουργίες αυτής της γραμματικής κατηγορίας. Οι "απώλειες", ωστόσο, δεν είναι τόσο ευρείας κλίμακας όσο στην περίπτωση του απαρεμφάτου.

ΦΑΝΑΤΙΚΟΣ: Ο ΕΥΡΙΣΚΟΜΕΝΟΣ ΥΠΟ ΤΟ ΦΩΣ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

Στη Λατινική γλώσσα το ουσιαστικό fanum σημαίνει: τόπος ιερός, εκεί όπου υπάρχει πνεύμα Θεών. Εκ του Ελληνικού φωτός (φαίνομαι). Ο fanaticus λοιπόν αναπτύσσεται ως μετοχή παρακειμένου και σημαίνει ο φωτισμένος, ο ευρισκόμενος υπό το φώς των θεών. Άρα ο φανατικός είναι αυτός ο οποίος διατελεί υπό το φώς και την εμπειρία των θεών και αυτό δεν το διαπραγματεύεται. Συμβαίνει λοιπόν και με αυτή τη λέξη ό,τι με χιλιάδες άλλες Ελληνικές λέξεις. 

Οι λέξεις εις την οντολογική Ελληνικότητά τους επλάσθηκαν για άλλο πλαίσιο και άνθρωπο. Είναι πέρα από την μετέπειτα χρήση τους ούτε καλές ούτε κακές. Καλές ή κακές τις κατέστησε ο μετέπειτα κόσμος της θρησκείας και της πολιτικής και των επιστημών.

Ο φανατικός πέρα από καλός ή κακός, σε εποχές όπου οι άνθρωποι ζούσαν σε σχέση με το σύμπαν ήταν αποδεκτά αυτός ο οποίος επικοινωνούσε με δυνάμεις του σύμπαντος. Σταδιακά επειδή στον μικρόκοσμό μας χάθηκε η συμπαντική ευρύτητα και οι άνθρωποι εδέχθηκαν την υλιστική πολυμέρεια θεωρήθηκε ότι κανείς δεν μπορεί να επικοινωνεί με κάτι το ανώτερο άρα όλα είναι μικροκοσμικά και υλιστικά σχετικά.

Ο φανατικός θεωρήθηκε κάτι το άσχημο σε ένα κόσμο όπου φοβείται να δεθεί με κάτι οντικά Απόλυτο και επιθυμεί την μετριότητα του ποικίλου που δεν οδηγεί πουθενά.

Φιλία σημαίνει δένομαι και όχι δένω

Φίλοι σου μπορεί να γίνουν κι αυτοί που δεν συνάντησες ακόμα…

Γι’ αυτό όταν ένας φίλος σου φέρεται άσχημα, σε απαξιώνει, σε μειώνει, σε θυμώνει, δεν σε κάνει να περνάς ωραία με τη συντροφιά του, δεν σε κάνει να χαίρεσαι που είσαι εσύ, μην πολεμάς μαζί του γιατί δεν έχει νόημα και τίποτα δεν θα είναι ποτέ όπως ήταν στην αρχή. Οι καλές μέρες σπάνια επιστρέφουν… δυστυχώς.

Η φιλία αντέχει πολλά, μα δεν τα ανέχεται όλα.

Όταν ο φίλος αρχίσει να απαιτεί, να σε βάζει σε διαδικασία απολογητικού χαρακτήρα, να αναζητά ψεγάδια στα λόγια ή στις πράξεις σου με σκοπό να σου τονίσει το λάθος σου, τότε αυτόν δεν μπορείς να συνεχίσεις να τον αποκαλείς φίλο. Έχει μεταμορφωθεί σε κάποιον που απλά προσπαθεί να σε επικρίνει, να σε κατευθύνει μόνο με το δικό του μυαλό, και πιστεύει πως είσαι υποχρεωμένος να συντριβείς στη δική του λογική. Αγνοεί τις δικές σου σκέψεις, τη δική σου προσωπικότητα, επειδή πια δεν σε σέβεται και κατ’ επέκταση δε σ’ αγαπά.

Αυτός που επιβάλλει, αυτός που σε αρρωσταίνει, αυτός… δεν είναι φίλος.

Φιλία δεν σημαίνει να είστε κολλητοί ούτε αυτοκόλλητοι.

Σημαίνει να είστε σ’ αυτήν την απόσταση που θα τη διανύσετε πάση θυσία, με όποιον τρόπο, μα και που θα την υπομείνετε δίχως νεύρα και φασαρίες.

Φιλία σημαίνει δένομαι και όχι δένω, σημαίνει έρχομαι και σημαίνει πως είμαι εδώ.

Ο φίλος είναι υποστηρικτικός και σ’ αφήνει ν’ ανοιχτείς και να πεις τις αλήθειες σου, να δυναμώσεις το κλάμα σου, να γευτείς τη χαρά σου, να μιλήσεις για σένα.

Αν σε κάνει να μη νιώθεις καλά… αν σε αποδυναμώνει το να τον συναναστρέφεσαι, αν σου αλλάζει τη ζωή προς το χειρότερο, μην στεναχωρηθείς κι άλλο, μην πληγωθείς… απλά θυμήσου πως φίλοι σου μπορεί να γίνουν κι αυτοί που δεν συνάντησες ακόμα.

Η ζωή δεν είναι δεδομένη

Ποσό εύκολα παίρνουμε τη ζωή για δεδομένη και πόσα γεγονότα και καταστάσεις τα θεωρούμε δεδομένα τόσο που έχουμε ξεχάσει ότι υπάρχουν.

Όταν λέω ζωή εννοώ κάθε μικρό και μεγάλο κομμάτι της. Από το ότι αναπνέουμε -που δεν είναι δεδομένο- μέχρι το ότι προσπαθούμε να ελέγξουμε την πορεία της -πόσο αστείο- αποδεικνύεται ότι είναι κομμάτι της ύπαρξης μας η στάση αυτή. Σίγουρα η καθημερινότητα μας θα ήταν πιο χαρούμενη, ουσιαστικότερη και πιο γεμάτη αν δεν παίρναμε τίποτα σαν δεδομένο και διαθέταμε περισσότερη επίγνωση.

Θα γιορτάζαμε κάθε μέρα για το ότι ξυπνήσαμε και είμαστε ζωντανοί. Θα κοιτούσαμε τους ανθρώπους με αχόρταγη βιάση να γεμίσουμε από αυτούς, θα τους πλησιάζαμε χωρίς ντροπές και αναβολές. Θα ήταν όλα αμεσότερα, αληθινότερα! Θα αγκαλιάζαμε τους αγαπημένους μας χαιρετώντας τους και αποχαιρετώντας τους κάθε μέρα.

Και κάθε μέρα θα ήταν μια μικρή γιορτή που κερδίσαμε και έχουμε να την ζήσουμε για λίγο ακόμα. Αν θέλουμε να δούμε πόσο σημαντικό είναι να αναπνέουμε π.χ. το αντιλαμβανόμαστε αν με κάποιον τρόπο δυσκολευτούμε να αναπνέουμε. Αν προσωρινά χάσουμε, έστω και κατ ελάχιστο, αυτό που λανθασμένα θεωρούμε δεδομένο.

Δεν θα ζούσαμε προσπαθώντας να προβλέψουμε ή να ελέγξουμε το μέλλον γιατί πολύ απλά θα δημιουργούσαμε το καλύτερο δυνατό παρόν- το μόνο που διαθέτουμε ως σχετικά βέβαιο. Δεν θα μας άγχωναν ούτε θα μας πλήγωναν οι καταστάσεις και οι γύρω μας γιατί κάθε μέρα θα ήταν ευκαιρία για αγάπη και δημιουργία. Ποσό ουτοπικό αλλά ποσό πολύ θα άγγιζε την ουσία της ύπαρξης μας.

Τί πιο μαγικό από το να ζεις το τώρα χωρίς να υπάρχει τίποτα άλλο στο μυαλό σου; Χωρίς αναστολές και αναβολές. Θα βλέπαμε τον κόσμο τόσο διαφορετικά. Θα αγαπούσαμε τα πάντα. Από το κρεβάτι μας μέχρι και τα αντικείμενα του σπιτιού μας, το φαγητό, τα λουλούδια, τους ανθρώπους γνωστούς και αγνώστους και η καρδιά μας θα ήταν ένα ανοιχτό τετράδιο έτοιμο να γεμίσει τις σελίδες του.

Κι αντί γι' αυτό εμείς τι κάνουμε; Γεμίζουμε την αβέβαιη ύπαρξη μας πιστώνοντας τα μέσα σε βάθος χρόνου που φυσικά και δεν μπορούμε να προβλέψουμε. Γιατί; Γιατί να έχει τόσο πολύ μεγάλη σημασία το ανύπαρκτο μέλλον, μεγαλύτερη από το βέβαιο -έστω και φαινομενικά-παρών; Υπάρχει απάντηση αν ανατρέξουμε στο Εγώ, το μόνο που νοιάζεται για τέτοιες ασημαντότητες.

Να επενδύσεις στο μέλλον, να προσπαθήσεις για να απολαύσεις στο μέλλον, να προσέχεις για να μην δειχτείς τις συνέπειες στο μέλλον, να κάνεις υπομονή και θα αποζημιωθείς στο μέλλον… και στο παρόν; Γιατί το παρόν, που είναι ότι πιο βέβαιο έχουμε, πρέπει να μένει ἠ να περιμένει το μέλλον για να γίνει αρκετά κάλο, ουσιαστικό ή σημαντικό, ειδικά όταν το μέλλον δεν έρχεται ποτέ;

Υπάρχει απάντηση αν ανατρέξουμε στο Εγώ, το μόνο που νοιάζεται για τέτοιες ασημαντότητες, το μόνο που το απασχολούν παράλογα και εξωφρενικά πράγματα για να νοιώθει υπαρκτό, ενώ γνωρίζει πως είναι ανύπαρκτο. Το μόνο που κάνουμε εμείς με αυταπάρνηση είναι να το ταΐζουμε σαν κάτι σημαντικό.

Μια κλασική φράση που ακούμε συχνά και ταυτόχρονα την ξεχνάμε, ότι δηλαδή «ζήσε το σήμερα σαν να μην υπάρχει το αύριο» είναι η πιο σοφή συμβουλή που θα μπορούσα να σκεφτώ. Μην περιμένεις το αύριο για να ζήσεις, μην περιμένεις το αύριο για να κάνεις αυτό που θέλεις, για να αγαπήσεις, για να δημιουργήσεις, για να πλησιάσεις τις επιθυμίες σου, για να δεις τα λάθη σου, για να τα διορθώσεις, για να πληγωθείς, να πονέσεις, να αγαπήσεις, να ζητήσεις, να ζήσεις, μην το περιμένεις γιατί το αύριο μπορεί να μην έρθει ποτέ ή μπορεί να έρθει μεθαύριο.

Μην σπαταλάς ζωή σου σήμερα, περιμένοντας το αύριο, επίσης μην περιμένεις τις συγκυρίες να έρθουν στην πόρτα σου, δεν θα έρθουν ποτέ μόνες τους αν δεν τις προκαλέσεις, αν δεν τις γνωρίσεις, αν δεν τις ζήσεις σήμερα !

Είσαι ηττημένος από το εγώ, όταν πιστεύεις τον πολιτικό, τα νομοσχέδια του πολιτικάντη, τον παπά, τις γραφές του παπά, τον γκουρού της κάθε παλαβομάρας που σου λέει το ένα ή το άλλο. Είσαι ηττημένος κάθε φορά που ικετεύεις, προσεύχεσαι, εκλιπαρείς, ζητάς, περιμένεις, από οποιονδήποτε το οτιδήποτε.

Είσαι ηττημένος όταν αντί να ΓΝΩΡΙΖΕΙΣ τι να κάνεις με την ζωή σου, εσύ ΠΙΣΤΕΥΕΙΣ πως κάτι θα γίνει με την ζωή σου. Η απόσταση ανάμεσα στο ΝΑ και στο ΘΑ είναι τόσο μεγάλη που τις χωρίζει απεραντοσύνη. Όταν (κι αν) μάθεις αυτήν την τεράστια διαφορά των λέξεων, εκμηδενίσεις την απεραντοσύνη που τις χωρίζει, τότε μπορείς να είναι ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ εσύ και μόνον ΕΣΥ, της ζωής σου. Είσαι κερδισμένος όταν έχεις την ΕΥΘΥΝΗ της ζωής σου, ΕΣΥ και δεν σε επηρεάζει τίποτε και κανένας.

Δεν είσαι μόνος σου, το έχουν κάνει χιλιάδες άνθρωποι και δεν δίνουν δεκάρα για την κρίση τους, τις αυξήσεις τους την κατάντια τους. Επικοινώνησε να βρεις τρόπους να ΚΟΨΕΙΣ την γόρδιο δεσμό της κρίσης και ανέλαβε ΕΥΘΥΝΗ.

Βρες τρόπο δηλαδή να μην τους έχεις ανάγκη, αυτό είναι το πρώτο βήμα στο μονοπάτι της Ευθύνης της ζωής σου, υπάρχουν δεκάδες τρόποι αλλά δεν θα στους πει κανένας, μόνος σου πρέπει να τους βρεις. Κάνε μότο της ζωής σου τον ακόλουθο αφορισμό, όταν τον σκεφτείς και τον εφαρμόσεις τότε το χάσμα ανάμεσα στο Να και στο Θα αρχίζει να μικραίνει, φρόντισε να το εξαφανίσεις.

Μην επιτρέπεις να σε επηρεάσει αυτό που δεν μπορείς να επηρεάσεις.
και Ζήσε Αναλόγως!

Η Ζωή με απλότητα δεν είναι διαβίωση χαμηλής αξίας

Είναι ωραίο να ζούμε με απλότητα. Αυτό είναι το πνεύμα Ζεν.

Απλότητα σημαίνει να απαλλασσόμαστε από οτιδήποτε δεν είναι χρήσιμο. Σκεφτείτε και αποφασίστε αν όντως χρειάζεστε κάτι: αν το χρειάζεστε, φροντίστε το όσο μπορείτε καλύτερα. Εδώ έγκειται η διαφορά με τη λιτότητα. Η λιτότητα είναι η διαβίωση με πράγματα χαμηλής αξίας – δεν εννοώ μόνο χαμηλής τιμής· εννοώ και μικρής συναισθηματικής αξίας.

Το να ζούμε απλά σημαίνει, λόγου χάρη, ότι το φλιτζάνι στο οποίο πίνουμε καφέ το πρωί μάς αρέσει και το φροντίζουμε ώστε να το έχουμε για πολύ καιρό. Γι’ αυτό, προσπαθείτε να αποκτάτε καλά πράγματα, τα οποία χρειάζεστε και αγαπάτε. Η απλή ζωή είναι θεμελιώδης για το ακόνισμα του μυαλού.

ZEN, ή η τέχνη της απλής ζωής

Ομοφιλία και οι «θάλαμοι αντήχησης»

Οι συζητήσεις για την τεχνολογία, την πολιτική, τα νέα μέσα και την άσκηση αποτελεσματικού ελέγχου σε αυτά, αφορούν μεταξύ άλλων στη λειτουργία των αλγορίθμων και τη δημιουργία των «θαλάμων αντήχησης» (eco-chambers). Τι είναι όμως αυτοί; Σύμφωνα με το λεξικό του Cambridge, «eco-chamber» είναι “μια κατάσταση στην οποία οι άνθρωποι ακούν απόψεις ενός μόνο τύπου ή απόψεις που είναι παρόμοιες με τις δικές τους.” Σύμφωνα με τον Sustein, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δίνουν τη δυνατότητα σε άτομα με παρόμοια ιδεολογία να έρθουν σε επαφή και να αλληλοεπιδράσουν.

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον προωθείται ο διαμοιρασμός ακραίων απόψεων. Οι παραγωγοί των ειδήσεων δημοσιεύουν «click-baits» και ακραίο ιδεολογικά περιεχόμενο, προκειμένου να τραβούν το ενδιαφέρον των χρηστών και να έχουν περισσότερη ανταπόκριση. Αυτό συμβαίνει υπό τον έλεγχο του περιεχομένου από τους αλγορίθμους του εκάστοτε μέσου/μηχανής αναζήτησης που έχουν ένα δικό τους κρυφό σύστημα λειτουργίας.

H πιο δημοφιλής θεωρία σήμερα είναι ότι λόγω των παραπάνω, η κοινωνία διαχωρίζεται σε διαφορετικά ιδεολογικά μέρη, σε διαφορετικές κομματικές γραμμές, όπου ο συμβιβασμός είναι δύσκολος να επιτευχθεί και καλλιεργείται η δυσπιστία προς τις αλλόπιστες φωνές (μέσα ενημέρωσης, πολίτες, δημόσιοι φορείς). Ωστόσο, δεν υπάρχει ξεκάθαρη εικόνα, πολλές έρευνες είναι αντιθετικές και πολλά κρίσιμα ερωτήματα παραμένουν ανεξερεύνητα.

Ο Putman, στο βιβλίο του «Bowling Alone», περιγράφει τη σκέψη του πως οι ψηφιακές τεχνολογίες διευκολύνουν την εμφάνιση κοινοτήτων ομοϊδεατών, που απομονώνονται όλο και περισσότερο από οποιαδήποτε πληροφορία που δεν συνάδει με τις απόψεις τους, μια διαδικασία που επιδεινώνεται από αλγόριθμους φιλτραρίσματος της πληροφορίας.

Όσον αφορά το πρώτο ζήτημα, της εμφάνισης ομοϊδεατών ατόμων, έρευνες όπως του Myers and Lamm (1976), έχουν δείξει ότι τα άτομα που είναι μέλη ομοιογενών ομάδων, υιοθετούν πιο ακραίες απόψεις αφού συζητήσουν με τα άλλα μέλη με τα οποία έχουν παρόμοιες απόψεις. Παρ΄ όλα αυτά, πολλές ομοιογενείς ομάδες αποτελούν μια ευκαιρία για τα μέλη που έχουν κοινά ενδιαφέροντα και εμπειρίες να έρθουν σε επαφή και να ενδυναμωθούν ως προσωπικότητες και ως κοινότητες, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση διαφόρων ομάδων μειονοτήτων.

Έρευνες όπως αυτή των Lawrence, Sides, and Farrell (2010) έδειξαν ότι οι αναγνώστες ιστολογίων είναι πιο πιθανό να είναι πολωμένοι ιδεολογικά, καθώς έχουν μια τάση προς ιστολόγια που ταιριάζουν με την πολιτική ιδεολογία τους. Παρόμοιες έρευνες για τα κοινωνικά δίκτυα έχουν καταλήξει σε παρόμοια συμπεράσματα. Ωστόσο, υπάρχει μια μεγάλη πιθανότητα αυτή η πόλωση να είναι έντονη εξαιτίας μιας ομάδας λίγων ατόμων που έχουν πιο ακραίες απόψεις και για αυτό είναι πιο ενεργή από τον μέσο χρήστη στο διαδίκτυο.

Επομένως, είναι αλήθεια ότι τα άτομα έχουν την τάση να γίνονται διαδικτυακά μέλη ομάδων, των οποίων τα μέλη έχουν παρόμοια χαρακτηριστικά με τα ίδια (ομοφιλία). Σημαίνει όμως άραγε αυτό ότι αποφεύγουν και τις απόψεις ανθρώπων με διαφορετική ιδεολογία;

Οι έρευνες έχουν καταδείξει ότι ενώ οι άνθρωποι αποζητούν την ενίσχυση των απόψεων τους βρίσκοντας ανάλογο περιεχόμενο και άτομα με παρόμοιες απόψεις, δεν σημαίνει ότι αποφεύγουν σκόπιμα τις αντίθετες απόψεις. Μια μεγάλη έρευνα των Flaxman, Goel, and Rao (2016), έδειξε ότι η κατανάλωση ειδήσεων, αν και μπορεί να οδηγήσει στον ιδεολογικό διαχωρισμό του κοινού, σε ατομικό επίπεδο οι άνθρωποι χρησιμοποιώντας τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορούν να έρθουν σε επαφή με περισσότερες απόψεις σε σύγκριση με το αν έκαναν απλή αναζήτηση στις μηχανές αναζήτησης.

Μεγάλη σημασία για την εύρεση συγκεκριμένου περιεχομένου έχουν οι αδύναμοι δεσμοί (weak ties), δηλαδή οι ευρύτεροι φίλοι, οι συνεργάτες και γενικότερα τα πρόσωπα εκείνα που δεν είναι καλοί φίλοι ή στενή οικογένεια του χρήστη. Οι δεσμοί αυτοί φέρνουν συχνά τον ίδιο σε επαφή με διαφορετικές απόψεις που είναι υψηλής σπουδαιότητας για τον ίδιο.

Σημαίνει άραγε αυτό πως οι χρήστες στην πραγματικότητα έρχονται συνεχώς σε επαφή με άλλες απόψεις; Είναι τα eco-chambers πραγματικότητα ή όχι; Δεν υπάρχει ακριβή απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα. Οι έρευνες δείχνουν ότι οι άνθρωποι δεν αποφεύγουν σκόπιμα τις διαφορετικές απόψεις, αλλά οι παράγοντες που καθορίζουν το τι βλέπει ο χρήστης και τι όχι είναι πολύπλοκοι, άλλοτε κοινωνικοί παράγοντες που επηρεάζουν τις επιλογές. Στην πολυπλοκότητα αυτή, έρχονται να προστεθούν οι αλγόριθμοι του εκάστοτε μέσου, ένα ανεξερεύνητο μαύρο κουτί.

Μια εύκολη λύση για να μην πέσετε στην παγίδα των «eco-chambers» είναι να ακολουθήσετε σκόπιμα λογαριασμούς μέσων και ανθρώπων που ανήκουν σε διαφορετική ιδεολογία από εσάς, ώστε να έχετε μια πληρέστερη ενημέρωση και εικόνα για τον κόσμο. Επίσης, να θυμάστε πως είναι πιθανό να έρχεστε πιο συχνά σε επαφή με χρήστες που έχουν συγκεκριμένες ιδεολογίες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, επειδή εκείνοι είναι πιο ενεργοί και εκφράζονται πιο έντονα.

Αρπαστόν: Το παιχνίδι που έπαιζαν στην Αρχαία Ελλάδα

Το αρπαστόν ήταν ένα παιχνίδι σφαίρισης που, κατά πάσα πιθανότητα πήρε την ονομασία του από την αρπαστή, τη σφαίρα με την οποία παιζόταν. Η σφαίρα αυτή ήταν μικρού μεγέθους και μπορούσε να την αρπάξει εύκολα κάποιος.

Παιζόταν ως εξής: Μια ομάδα παιδιών ή εφήβων έριχνε ψηλά τη σφαίρα και ενόσω αυτή έπεφτε, ο παίκτης έπρεπε να την αρπάξει στον αέρα και να την ξαναπετάξει ψηλά.

Οι αντίπαλοι έσπρωχναν ο ένας τον άλλο, έτρεχαν, προσποιούνταν, πηδούσαν όλοι μαζί για να αρπάξουν τη σφαίρα, καταπονούνταν και σήκωναν σύννεφα σκόνης.

Λόγω της βιαιότητας που χαρακτήριζε το παιχνίδι ίσως να ανήκε στα «σφαιρομάχια», μια κατηγορία παιχνιδιών που προϋπέθετε σωματική ρώμη και πάλη.

Στην εποχή μας παίζεται ακόμη με την ίδια ονομασία, αρπαστόν ή αρπαστή.

The New Future

Το 2017, δόθηκε η πρώτη υπηκοότητα σε ρομπότ: η τελετή έλαβε χώρα στη Σαουδική Αραβία και αφορούσε τη «Σοφία», που προσομοίαζε μια νέα γυναίκα. Ωστόσο, αμέσως φάνηκε ότι επρόκειτο για marketing, με τα πιο εντυπωσιακά σχόλια του ρομπότ να είναι προσχεδιασμένα.

Δεν υπήρχε κανένα πρότζεκτ που να μπορούσε να προσεγγίσει την τεχνητή νοημοσύνη (AI) που βλέπουμε στο σινεμά. Τέτοιου επιπέδου νοημοσύνη έχει ονομαστεί γενική (AGI), και υποτίθεται ότι θα μπορούσε να κατανοήσει και να μάθει νέες δεξιότητες με ανθρώπινη ευελιξία.

Οι πλέον ειδικοί εμφανίζονταν διχασμένοι στις δημοσκοπήσεις για το πότε θα μπορούσαμε να φτάσουμε ένα τέτοιο επίτευγμα, με το μέσο όρο να εκτιμά ότι θα χρειάζονταν αρκετές δεκαετίες. Παράλληλα, μια μη αμελητέα μερίδα ειδικών πίστευε ότι δε θα φτάναμε μέχρι εκεί εντός του αιώνα, καθώς δεν είχαμε ιδέα για το πώς.

Μελετώντας τα τότε χρηστικά μοντέλα τεχνητής νοημοσύνης, βλέπαμε εντυπωσιακές εξελίξεις σε εξειδικευμένους τομείς, όπως η μετάφραση κειμένου, η διάγνωση ασθενειών μέσα από φωτογραφίες, ακόμα και η νίκη του παγκόσμιου πρωταθλητή στο Go (από τα πιο δύσκολα επιτραπέζια).

Αλλά δε βλέπαμε ίχνος της πολυπόθητης πραγματικής κατανόησης εννοιών και ευρύτερου κόσμου, έξω από τα στενά και προβλεπόμενα πλαίσια λειτουργίας των μοντέλων. Εργαλεία «έξυπνα» στην τυποποιημένη δουλειά τους, αλλά «χαζά» ευρέως.

Μέχρι που το καλοκαίρι του 2018, η OpenAI, οργανισμός-εταιρεία με σκοπό την προσεκτική μελέτη και την ανάπτυξη ενός ασφαλούς AGI, πρότεινε μια νέα προσέγγιση, με την ονομασία GPT.

Με απλά λόγια, ο υπολογιστής αφηνόταν να διαβάσει έναν εκτενή όγκο ποιοτικών κειμένων χωρίς καθοδήγηση, και αφού δεχόταν γενικές ερωτήσεις, έπρεπε να δομήσει απαντήσεις προβλέποντας κάθε φορά την πιθανότερη επόμενη λέξη της απάντησης.

Το 2020, δόθηκε πρόσβαση μεταξύ ειδικών στην 3η έκδοση του μοντέλου, οι οποίοι εξέφρασαν έκπληξη με τις ικανότητές του. Ωστόσο, το ευρύ κοινό δεν είχε ιδέα μέχρι και τα τέλη του 2022, όπου δόθηκε εύχρηστη και δωρεάν πρόσβαση στην έκδοση 3.5, μέσω μιας ιστοσελίδας διαδραστικών ερωταπαντήσεων (chatbot), το γνωστό πια ChatGPT.

Η δημοσίευση του ChatGPT έγινε χωρίς φανφάρες, και εντός της OpenAI, ο σκοπός ήταν μια προκαταρκτική ευρεία δοκιμή της τεχνολογίας, χωρίς μεγάλες προσδοκίες. Ωστόσο, ακολούθησε ένας καινοφανής καταιγισμός χρήσης και δημοσιότητας, που οδήγησε στο θεωρούμενο ιστορικά ταχύτερο ρεκόρ των 100 εκατομμυρίων ενεργών χρηστών, σε μόλις 2 μήνες.

Παρά τις ευρύτατες δεξιότητες του GPT-3.5, από τις κριτικές απαντήσεις σε σύνθετα θέματα, μέχρι τον προγραμματισμό εφαρμογών σε κάθε γλώσσα, συχνά φαινόταν να υστερεί σε ορισμένα πολυσύνθετα ερωτήματα.

Παράλληλα, όταν δεν γνώριζε την απάντηση σε ένα πολύ συγκεκριμένο ζητούμενο (όπως το βιογραφικό κάποιου εγχώριου δημοσίου προσώπου), συχνά κατασκεύαζε μια ευλογοφανή απάντηση, που όμως δεν ήταν ακριβής (φαινόμενο hallucination).

Ωστόσο, το πραγματικό προϊόν της OpenAI δεν είχε φτάσει ακόμη: επρόκειτο για το GPT-4, που έπειτα από ανάπτυξη μισού έτους, δημοσιεύτηκε στις 14 Μαρτίου 2023 για επί πληρωμή χρήστες.

Έμαθα για την ανακοίνωση κατά την διάρκεια ενός ταξιδιού. Θα μου μείνει το πώς μελετούσα την επιστημονική δημοσίευσή του για ώρες, αγόρασα τη συνδρομή προτού καν αποβιβαστώ, και μετά τα πρώτα απαιτητικά μου τεστ, το σοκαριστικό αίσθημα ότι «το κάστρο πια έπεσε».

Το GPT-4 πλέον δεν παρουσίαζε μόνο την ικανότητα να απαντάει σε δύσκολα ερωτήματα, αλλά να ξεπερνάει ακόμη και μεγάλο μέρος των ειδικών, για παράδειγμα σκοράρωντας στις πρώτες θέσεις δικηγορικών και ιατρικών τεστ που δεν είχε ξαναδεί, και αυτό χωρίς εξειδικευμένη εκπαίδευση. Επίσης, διέθετε πολύ προχωρημένες οπτικές δεξιότητες, κατασκευάζοντας για παράδειγμα μια λειτουργική ιστοσελίδα από ένα πρόχειρο σκίτσο.

Η Microsoft ήταν από τους βασικούς χρηματοδότες της ανάπτυξης του GPT-4, με σκοπό να το ενσωματώσει σύντομα στην επαγγελματική σουίτα της, και πειραματίστηκε εκτενώς με αυτό πριν τη δημοσίευσή του. Πρόσφατα, ερευνητές της ανάρτησαν μια εργασία 155 σελίδων, που έκανε λόγο για τις «πρώτες σπίθες AGI».

Παρά τον «βαρύ τίτλο», οι ερευνητές τεκμηρίωσαν εύλογα και συστηματικά ότι επρόκειτο για ένα πρώιμο είδος AGI, μέσα από δεκάδες τεστ σε ποικίλα πεδία. Σε αντίθεση με το προηγούμενο μοντέλο, το GPT-4 έδειχνε σε βάθος κατανόηση της συναισθηματικής κατάστασης των ανθρώπων και του πραγματικού κόσμου.

Βασικοί περιορισμοί του γενικού GPT-4, είναι ο χρονικός ορίζοντας της γνώσης του μέχρι την ημερομηνία της βασικής του εκπαίδευσης, η αδυναμία του να «κρατάει και ξαναγράφει σημειώσεις» προτού δώσει την τελική του απάντηση και οι περιορισμένες ικανότητές του σε τομείς που δεν μελετούνται εύκολα μόνο μέσω λέξεων, όπως τα μαθηματικά.

Ωστόσο, η OpenAI έχει ήδη αρχίσει να δίνει πρόσβαση στο GPT-4 σε εξωτερικά εργαλεία, όπως για αναζήτηση στο διαδίκτυο, για αλληλεπίδραση με άλλες εφαρμογές, για άντληση εξειδικευμένων πληροφοριών και για υπολογισμούς. Το πιο εντυπωσιακό; Το GPT-4 φαίνεται ικανό να τα χειρίζεται αποτελεσματικά, αμέσως αφού του δοθεί μια σύντομη περιγραφή τους.

Παράλληλα, είναι πολύ εύκολη η σύζευξη του GPT-4 με τις υπηρεσίες τεχνητής παραγωγής εικόνων, τον δεύτερο κλάδο της επανάστασης του AI που παρατηρούμε, ο οποίος φαίνεται σε πολλά σημεία να έχει φτάσει την ανθρώπινη δεξιότητα και δημιουργικότητα.

Παρότι είμαστε ακόμη στις πρώτες μέρες που οι ευρύτερες δυνατότητες του GPT-4 παρέχονται σταδιακά σε ανεξάρτητους ερευνητές, βλέπουμε να πληθαίνουν οι εντυπωσιακές εφαρμογές του. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα του AutoGPT, που του δίνει τη δυνατότητα να δέχεται προφορικές εντολές, να δομεί σκέψεις και να εκτελεί σειρά ενεργειών αυτόνομα.

Και εδώ φυσικά φτάνουμε στον φόβο που μας έχει διδάξει το ιστορικό δεκαετιών της επιστημονικής φαντασίας.

Καταρχάς, μπορούμε να θεωρήσουμε ευτυχές ότι το GPT εφευρέθηκε από μια εταιρεία που εξαρχής είχε σκοπό την ανάπτυξη ενός ασφαλούς AGI. Έτσι, το μοντέλο έχει εκπαιδευτεί εκτενέστατα ώστε να αποφεύγει ανήθικες πρακτικές, τόσο πριν τη δημοσίευσή του όσο και καθημερινά, μέσα από την αλληλεπίδρασή του με τους αναρίθμητους χρήστες του.

Ωστόσο, για αρχή δεν χρειάζεται κανένα φουτουριστικό σενάριο για να ανησυχήσουμε. Οι συνειδητά ανήθικες χρήσεις του GPT-4 πληθαίνουν μαζί με το εύρος των δυνατοτήτων και των χρηστών του, και έχουν βρεθεί διάφορες τεχνικές εξαπάτησής του ώστε να ξεπεράσει τις ηθικές αναστολές του (jailbreak), που δεν έχουν μπορέσει να αποτραπούν ακόμη πλήρως.

Παράλληλα, υπάρχουν βάσιμες ανησυχίες για την ευρύτερη κοινωνική επίδραση μοντέλων όπως το GPT-4, με πιο χαρακτηριστική την ταχεία αντικατάσταση εργαζομένων. Πρόσφατη μελέτη με τη συμμετοχή της OpenAI, εκτίμησε ότι περίπου οι μισές εργασίες είναι εκτεθειμένες κατά τουλάχιστον το ήμισυ, στις διευρυμένες δεξιότητες τέτοιων μοντέλων.

Παράλληλα όμως, υπάρχουν και αντεπιχειρήματα, όπως ότι ιστορικά, η τεχνολογία δημιούργησε περισσότερες δουλειές απ’ όσες κατήργησε, και ότι με κατάλληλες ρυθμίσεις και προβλέψεις, τα εργαλεία αυτά μπορούν να φτιάξουν περισσότερο πλούτο για όλους μας, με μειωμένα ωράρια εργασίας.

Πρόκειται για πολυσύνθετα ζητήματα, αλλά ένα πράγμα είναι σίγουρο: το μέλλον είναι εδώ και δεν γυρνάει πίσω. Πρέπει να προβληματιστούμε και προετοιμαστούμε σοβαρά το συντομότερο.

Ο Αριστοτέλης, η προαίρεση και η πολιτική διάσταση της βούλησης

Διερευνώντας την έννοια της προαίρεσης ο Αριστοτέλης διαπιστώνει ότι όσο κι αν τίθεται ως μορφή της όρεξης είναι αδύνατο να ταυτιστεί πλήρως μαζί της, αφού –σε αντίθεση με την όρεξη που αφορά και τα ζώα– η προαίρεση έχει να κάνει μόνο με τους ανθρώπους: «Η όρεξη ενυπάρχει τόσο στον άνθρωπο όσο και στους υπόλοιπους ζωντανούς οργανισμούς, αλλά η προαίρεση όχι. Η αιτία: η προαίρεση είναι έλλογη, αλλά λόγο δε διαθέτει κανένας άλλος ζωντανός οργανισμός» (1189a 17.1).

Από την άλλη, η προαίρεση είναι αδύνατο να ταυτιστεί με τη βούληση: «Διότι βούληση έχουμε και για πράγματα ανέφικτα, πχ. να είμαστε αθάνατοι, προαίρεση όμως γι’ αυτά δεν έχουμε» (1189a 17.2).

Η βούληση μπορεί να σχετίζεται ακόμη και με πράγματα που ξεπερνούν τα ανθρώπινα όρια, ως επιθυμία που τείνει περισσότερο στο ονειρικό, το ανεκπλήρωτο. Ο άνθρωπος μπορεί να οραματίζεται ακόμη και τα πιο απίθανα πράγματα έχοντας πλήρη συνείδηση του απραγματοποίητου, χωρίς ωστόσο να παύει να τα επιθυμεί σε φαντασιακό επίπεδο.

Η προαίρεση όμως είναι από θέση αρχής δεμένη με την πραγματικότητα. Δεν μπορεί να προαιρείται κανείς το ανέφικτο. Γι’ αυτό και, συνήθως, η προαίρεση έχει να κάνει με το συμβιβασμό του περισσότερο επωφελούς, όπως αυτό τίθεται από τις περιστάσεις. Η επιλογή στα στενά όρια της πραγματικότητας έχει να κάνει με το κατά συνθήκη επιθυμητό κι όχι με την απόλυτη εκδοχή του.

Ο Αριστοτέλης είναι σαφής: «Η προαίρεση είναι κατά πώς το δείχνει το όνομά της: προαιρούμαστε και προτιμούμε το ένα κι όχι το άλλο, π.χ. το καλύτερο από το χειρότερο. Όταν, λοιπόν, επιλέγουμε και προτιμούμε το καλύτερο και το χειρότερο, και είναι τούτη η προτίμηση στη δικαιοδοσία μας, τότε ακριβώς θεωρούμε πως ταιριάζει να γίνεται λόγος για προαίρεση» (1189a 17.3).

Κι εδώ δε γίνεται λόγος για εκβιαστικές καταστάσεις που κινούνται από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη και παριστάνουν ότι δήθεν δίνουν περιθώρια επιλογής. Οι περιπτώσεις αυτές δεν αφορούν την προαίρεση, αλλά την καταπίεση και την επιβολή. Το ψευδεπίγραφο της επιλογής είναι η προσπάθεια να συγκαλυφθεί το ανελεύθερο. Ο καταπιεστής αρέσκεται να προσποιείται το φιλελεύθερο κι αυτός είναι ο λόγος που θα επιδιώξει την αλλοίωση των εννοιών παρουσιάζοντας τα τελεσίγραφα ως προαιρετικές συμφωνίες.

Ούτε, βέβαια, από την άλλη πλευρά, πρέπει να ταυτιστεί η βούληση με το ανέφικτο της αχαλίνωτης ονειροπόλησης. Η βούληση έχει να κάνει πρωτίστως με την πραγματικότητα, ως ανθρώπινη επιδίωξη, ώστε να διαμορφωθεί σύμφωνα με τα επιθυμητά μέτρα. Ο δίχως βούληση άνθρωπος είναι το έρμαιο των γεγονότων που εν τέλει τον καθορίζουν παρά τη θέλησή του. Η ταύτιση της βούλησης με το ανέφικτο είναι η απαξίωση της επιθυμίας.

Ο ελεύθερος άνθρωπος οφείλει να αγωνιστεί για τις επιθυμίες του. Κι ακριβώς επειδή είναι ελεύθερος γνωρίζει να τις εντάσσει μέσα στο πλαίσιο του μέτρου και της λογικής. Αν δεν μπορεί να το κάνει αυτό, δεν είναι ελεύθερος. Είναι υποχείριο χιμαιρικών επιδιώξεων ή αχαλίνωτων παθών. Κατά κανόνα οδηγείται στη δυστυχία.

Η εντός πραγματικότητας βούληση (όχι δηλαδή η συνειδητή ονειροφαντασία) σχετίζεται περισσότερο με τον τελικό σκοπό των ενεργειών, ενώ η προαίρεση με τις επιμέρους ενέργειες που τίθενται στην υπηρεσία του τελικού σκοπού. Η βούληση θα υποδείξει την τελική επιθυμία να γίνει κάποιος γιατρός και η προαίρεση θα καθορίσει το αν θα σπουδάσει στο τάδε ή το δείνα πανεπιστήμιο. Το ότι κάποιος δε σπουδάζει ιατρική στο πανεπιστήμιο της πρώτης του επιλογής για οικονομικούς (ή οποιουσδήποτε άλλους λόγους) αλλά επιλέγει κάποιο άλλο, δε ματαιώνει τη βούληση (αφού πάλι θα γίνει γιατρός), αλλά προαιρείται (λόγω των συνθηκών) μια άλλη επιλογή που θα τον οδηγήσει στο στόχο του.

Ο Αριστοτέλης ξεκαθαρίζει: «η προαίρεση δεν αναφέρεται στον τελικό σκοπό, αλλά μόνο στα μέσα που οδηγούν σε αυτόν. Παράδειγμα: Η υγεία δεν είναι για κανέναν ζήτημα προαίρεσης· ζητήματα προαίρεσης είναι όσα οδηγούν στην υγεία, το περπάτημα π.χ. και το τρέξιμο. Αντιθέτως, οι τελικοί σκοποί είναι ζήτημα βούλησης-θέλησης· την υγεία τη θέλουμε. Ώστε από τούτο φαίνεται πως άλλο η βούληση, άλλο η προαίρεση» (1189a 17.2-17.3).

Η περίπτωση του ανθρώπου που θέλει να γίνει γιατρός, αλλά αδυνατεί να το πετύχει λόγω οικονομικών και κοινωνικών παραγόντων αποτελεί αποκλεισμό και φέρνει στο φως την παθολογία της πόλης που δε δίνει ίσες ευκαιρίες στους πολίτες. Η πόλη που αναπαράγει τέτοιου είδους κοινωνικούς αποκλεισμούς στην ουσία λειτουργεί καταπιεστικά και εν τέλει ζημιώνεται η ίδια, αφού στερώντας από κάποιους τη δυνατότητα να εκπληρώσουν αυτό που πράγματι επιθυμούν (κι έχουν τις δυνατότητες να πετύχουν) στην ουσία στερείται τις υπηρεσίες τους. Κι αυτό είναι πρωτίστως θέμα πολιτικό.

Η πολιτεία των ελεύθερων ανθρώπων πριν από όλα προσφέρει όλες τις ευκαιρίες σε όλους τους πολίτες. Η επιλογή των πιο άξιων στις κατάλληλες θέσεις είναι το επόμενο στάδιο, γιατί, αν από θέση αρχής υπάρχουν αποκλεισμοί, τότε και η αξιοκρατία τίθεται με τρόπο σχετικό, καθώς δεν αφορά το σύνολο των πολιτών, αλλά το υποσύνολο των μη αποκλεισμένων. Κι όσο περισσότερο αυξάνονται οι αποκλεισμένοι, τόσο σχετικότερη γίνεται και η αξιοκρατία της πόλης.

Από την άλλη μεριά, εκείνος που διατείνεται ότι θέλει να γίνει γιατρός, αλλά δεν προτίθεται να κοπιάσει γι’ αυτό και δυσφορεί με τη μελέτη, προτάσσει τη δίχως λογική βούληση, αφού το επιθυμητό τίθεται σε επίπεδο ιδεατό κι όχι πραγματικό. Ένας τέτοιος άνθρωπος ή κινείται από τον παραλογισμό της παντελούς έλλειψης αυτογνωσίας (οπότε και θα υποστεί τη ματαίωση) ή δρα συμφεροντολογικά, αφού δεν είναι η αγάπη προς την επιστήμη που χαράσσει τη βούλησή του (δεν μπορεί κανείς να αγαπά μια επιστήμη όταν δε βρίσκει ευχαρίστηση στη μελέτη της), αλλά το κοινωνικό κύρος και τα πιθανά μελλοντικά έσοδα. Τοποθετώντας την προσπάθεια σε δεύτερη μοίρα αυτό που προέχει είναι η πραγμάτωση της αυθαίρετης βούλησης, δηλαδή να καταφέρει κάποιος να γίνει γιατρός, χωρίς να καταβάλλει τον απαιτούμενο μόχθο.

Σε τελική ανάλυση πρόκειται για προσπάθεια επίτευξης μιας παράλογης επιθυμίας, που, αν τελικά πραγματωθεί, αντιστρέφει τους όρους υποκαθιστώντας τον απαιτούμενο μόχθο με άλλου είδους πλάγιες μεθοδεύσεις. Μια τέτοια δυνατότητα, όχι μόνο θα φέρει στο προσκήνιο ανάξιους γιατρούς που θα προσφέρουν και τις ανάλογες βλαπτικές υπηρεσίες, αλλά θα ευτελίσει και την ίδια την έννοια της αξίας προτάσσοντας την επιβράβευση του ανάξιου. Κι αυτό είναι, επίσης, ζήτημα εξόχως πολιτικό.

Από αυτή την άποψη, αν ο πολίτης δεν μπορεί να βάλει όρια στις φιλοδοξίες του σύμφωνα με τις δυνατότητες και το μόχθο που προτίθεται να καταβάλει, οφείλει να του τα βάλει η πόλη. Η πόλη που προσφέρει τους μηχανισμούς για την εκπλήρωση τέτοιων φιλοδοξιών είναι η πόλη που επιβραβεύει την αφροσύνη της ολοκληρωτικής υπερτίμησης του εαυτού ή το θράσος της επισκίασης όλων των αξιοκρατικών θεσμών. Με δυο λόγια, είναι η πόλη που σε κάθε περίπτωση έχει απαξιώσει την αρετή. Κι αυτή είναι η απαρχή της υποβάθμισής της. Όσο περισσότερο στελεχώνεται από τέτοιους ανθρώπους τόσο περισσότερο υποβαθμίζεται.

Ο Αριστοτέλης συνεχίζοντας τη διερεύνηση της προαίρεσης θα αναρωτηθεί: «Αφού, λοιπόν, η προαίρεση δεν είναι ούτε όρεξη ούτε βούληση, είναι άραγε το “με σκέψη” που εμπίπτει στην προαίρεση; Ή μήπως ούτε κι αυτό; Διότι πολλά είναι αυτά που σκεφτόμαστε και περνάνε από το μυαλό μας κάνοντας σκέψεις γι’ αυτά· μήπως συνεπάγεται, λοιπόν, πως όσα περνάνε από το μυαλό μας, αυτά τα προαιρούμαστε;» (1189a 17.4). Η απάντηση θα δοθεί αμέσως: «Όχι βέβαια. Πολλές φορές κάνουμε σκέψεις για τα της Ινδίας, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι επιλέγουμε και προτιμούμε κάτι από αυτά» (1189a 17.4).

Κατόπιν αυτού ο Αριστοτέλης θα συνοψίσει τα μέχρι τώρα δεδομένα της προαίρεσης ως εξής: «η προαίρεση έχει να κάνει με τα αγαθά που οδηγούν στον τελικό στόχο και όχι με τον ίδιο τον τελικό στόχο· επίσης, με πράγματα ανθρωπίνως εφικτά· τέλος, η προαίρεση έχει να κάνει με περιπτώσεις που θέτουν το δίλημμα αν πρέπει να προκριθεί η μία ή η άλλη δυνατότητα. Κατά πρόδηλη συνέπεια, οφείλουμε πρώτα να επεξεργαστούμε τα σχετικά δεδομένα, να σκεφτούμε και να αποφασίσουμε» (1189a 17.5).

Κι αφού είναι πλέον σαφή τα στοιχεία της προαίρεσης και έχει ξεκαθαριστεί ο διαχωρισμός της από την όρεξη, τη βούληση και τη σκέψη, αυτό που μένει να διερευνηθεί είναι το κατά πόσο σχετίζεται με το εκούσιο μιας πράξης: «Αφού, λοιπόν, η προαίρεση είναι ένα είδος ορέξεως σχετικό με τη λήψη αποφάσεων, το εκούσιο δεν είναι υποχρεωτικά και προαιρετό. Διότι εκουσίως πράττουμε πολλά, πριν από οποιαδήποτε σκέψη και απόφαση· για παράδειγμα, καθόμαστε εκουσίως και σηκωνόμαστε και πολλά άλλα τέτοια, χωρίς όμως να το σκεφτούμε· αντιθέτως, όλες οι κατά προαίρεση πράξεις μας προϋποθέτουν σκέψη. Άρα δεν είναι το εκούσιο προαιρετό αλλά το προαιρετό εκούσιο· διότι, αν κάτι το σκεφτούμε, το αποφασίσουμε και το πράξουμε κατά την προαίρεσή μας, ακριβώς αυτό εκουσίως το πράττουμε» (1189a 17.6 και 1189b 17.7).

Αυτός ο διαχωρισμός ανάμεσα στο εκούσιο και το προαιρετό επιφέρει και τις λεπτές αποχρώσεις των πράξεων, που σε περίπτωση αδικήματος πρέπει να τις λάβει υπόψη του τόσο ο νομοθέτης όσο και ο δικαστής: «κάποιοι λίγοι νομοθέτες φαίνεται ότι κάνουν τη διάκριση ανάμεσα στο εκούσιο και το κατά προαίρεση· γι’ αυτό και ορίζουν μικρότερες ποινές για τις απλώς εκούσιες πράξεις απ’ ό,τι για τις κατά προαίρεση πράξεις» (1189b 17.7).

Το δεδομένο ότι το εκούσιο μπορεί να ταυτιστεί με την επιπολαιότητα ή την απερισκεψία δεν απαλλάσσει το δράστη από τις ευθύνες του, αλλά σίγουρα δρα ελαφρυντικά. Άλλο εκείνος που προκάλεσε ατύχημα από εκούσια πλην απερίσκεπτα επικίνδυνη οδήγηση κι άλλο η περίπτωση της προαίρεσης για τη δημιουργία του ατυχήματος. Ασφαλώς ο δεύτερος πρέπει να τιμωρηθεί περισσότερο από τον πρώτο –ασχέτως αν επέφεραν το ίδιο αποτέλεσμα– γιατί κατηγορείται για πράξη προμελετημένη, δηλαδή απολύτως συνειδητή.

Η προαίρεση εμπεριέχοντας και τη βούληση και τη σκέψη δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα στην πράξη επιφέροντας και τις αντίστοιχες ευθύνες. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση της τιμής. Άλλες τιμές αποδίδονται στην κατόπιν προαίρεσης πράξη κι άλλες στη δίχως προαίρεση (πλην εκούσια) που ενδέχεται να επέφερε κάτι καλό λόγω τύχης.

Η εκλογίκευση που επέρχεται από τη διαδικασία της προαίρεσης καθιστά την πράξη συνειδητή καταδεικνύοντας με καθαρότητα τις προθέσεις του ανθρώπου που ενεργεί. Η προαίρεση είναι αδύνατο να προσεγγιστεί ως κάτι ξέχωρο από την αιτιολόγηση: «Η προαίρεση έχει να κάνει με τις πράξεις· ακριβέστερα, με αυτά που είναι στο χέρι μας να πράξουμε ή να μην πράξουμε, και τούτο είτε με τον ένα είτε με τον άλλο τρόπο, και με τις πράξεις για τις οποίες μπορεί να υπάρξει αιτιολόγηση» (1189b 17.8-17.9).

Όμως, εδώ δε γίνεται λόγος για την αιτιολόγηση που θα επικαλεστεί κανείς όταν καταγίνεται με ένα επιστημονικό θέμα. Με άλλο τρόπο θα αιτιολογηθεί μια απόδειξη στη γεωμετρία και με άλλο μια πράξη. Οι πράξεις από θέση αρχής εμπεριέχουν το αστάθμητο, το απρόβλεπτο, το υποκειμενικό στοιχείο, με δυο λόγια τον ανθρώπινο παράγοντα κι όχι συγκεκριμένες κι άκαμπτες αρχές όπως συμβαίνει στο πεδίο των επιστημών: «στο πεδίο των πράξεων –με πράξεις έχει να κάνει η προαίρεση– δε συμβαίνει το ίδιο, διότι δεν υπάρχουν διαθέσιμες αρχές συγκεκριμένες και ορισμένες· αν ζητήσει κάποιος την αιτιολόγηση μιας πράξης, θα πάρει ως απάντηση “δεν υπήρχε άλλη δυνατότητα” ή “αυτό ήταν το καλύτερο”. Οπότε σε τούτο το πλαίσιο, προτιμάει κανείς όσα του φαίνονται καλύτερα, και αρκείται σε αυτήν ακριβώς την αιτιολόγηση» (1189b 17.9).

Οι άκαμπτες αρχές των επιστημών εξασφαλίζουν την αναγνώριση του λάθους, αφού εν τέλει (ακόμη και σε βάθος χρόνου) θα καταδειχθεί η παρέκκλιση. Στην περίπτωση των πράξεων, όμως, η έλλειψη συγκεκριμένων αρχών κάνουν το σφάλμα δυσδιάκριτο, καθώς όλα υπόκεινται στο πλαίσιο της υποκειμενικότητας.

Ο Αριστοτέλης θα επανέλθει στην απαράβατη αρχή της μεσότητας: «Σφάλλουμε στις πράξεις και στις αρετές ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Στην περίπτωση της αρετής: στοχεύοντας στην αρετή, σφάλλουμε στους δύο δρόμους που από τη φύση σχετίζονται με αυτήν· διότι το σφάλμα συναντάται είτε στην έλλειψη είτε στην υπερβολή, και στο καθένα από τούτα τα δύο μάς ωθούν η ηδονή και η λύπη {ευχαρίστηση-δυσαρέσκεια}: εξαιτίας της ηδονής πράττουμε το κακό, ενώ εξαιτίας της λύπης αποφεύγουμε το καλό» (1189b 17.11).

Μοιραία, το ζήτημα επιστρέφει στη βούληση (και κατ’ επέκταση στην προαίρεση), που ασφαλώς καθορίζεται από την ευχαρίστηση, αφού είναι αδύνατο να επιθυμεί κανείς αυτά που τον δυσαρεστούν. Η δεδομένη ασάφεια της αιτιολόγησης των πράξεων που στηρίζεται σε κριτήρια υποκειμενικά (δεν πρόκειται για γεωμετρία) και το δυσδιάκριτο της μεσότητας που προϋποθέτει και τη λογική και την αυτογνωσία, καθιστούν την κρίση ακόμη πιο δύσκολη, καθώς ο καθένας μπορεί να ξεχειλώσει τις έννοιες προτάσσοντας το δίκιο των πράξεών του. Ακόμη και ο άδικος θα μπορούσε να διεκδικήσει δίκιο, αν τα κοινωνικά πρότυπα που τον περιβάλλουν προάγουν αυτή τη συμπεριφορά.

Αναγκαστικά επιστρέφουμε στην κοινωνική διάσταση της αρετής που όχι μόνο δημιουργεί πρότυπα, αλλά διαμορφώνει ακόμη και τον τρόπο που μπορεί κανείς να αντλήσει ευχαρίστηση. Η στρεβλή πόλη που επιτρέπει στον ανάξιο να εισπράττει την ευχαρίστηση των τιμών και των υψηλών αμοιβών (που δεν αξίζει) εκμηδενίζει κάθε έννοια μεσότητας, καθώς η αυθαιρεσία γίνεται νόμος.

Σε αυτές τις συνθήκες όλες οι αξίες αναποδογυρίζουν. Ο επιτήδειος περνιέται για έξυπνος, ο αδίστακτος για ανδρείος, ο ευσυνείδητος για αφελής και ο αδαής για ειδήμων. Σε μια τέτοια πόλη ο πραγματικά άξιος είναι αδύνατο να προχωρήσει. Θα εκτοπιστεί από εκείνους που ξέρουν να ελίσσονται σύμφωνα με το πνεύμα των καιρών.

Η ηθική αρετή είναι αδύνατο να αποκοπεί από την πολιτική της διάσταση. Η πόλη που αποποιείται την ηθική αρετή και τη δικαιοσύνη δεν έχει άλλη επιλογή από την κυριαρχία των ανάξιων, των καιροσκόπων, των λαϊκιστών και της ευτέλειας που εν τέλει θα την εκμηδενίσει.

Η κοινή παραδοχή ότι ο ενάρετος άνθρωπος πρέπει να αποτελεί κοινωνικό πρότυπο καταδεικνύει εκ νέου ότι η πραγμάτωση της αρετής αποτελεί πολιτική πράξη. Γι’ αυτό και ο Αριστοτέλης θέτει την πολιτική φιλοσοφία ως φυσική συνέχεια της ηθικής. Γιατί το ένα προϋποθέτει κι ενισχύει το άλλο. Η απαξίωση της αρετής που ανοίγει το δρόμο στον ανάξιο δεν είναι τίποτε άλλο από την απαξίωση της πόλης στο σύνολό της. Το μέλλον μιας τέτοιας πόλης δεν μπορεί να είναι ευοίωνο.

Αριστοτέλης, Μεγάλα Ηθικά

Η «ΑΠΟΞΗΡΑΝΘΕΙΣΑ ΣΥΚΗ»

Πάμε λοιπόν στην «απορία» η οποία αναφέρεται στην ιστορία της «αποξηρανθείσης συκής», επειδή δεν είχε σύκα:

 «Και τη επαύριον εξελθόντων αυτών από Βηθανίας επείνασε΄ και ιδών συκήν έχουσαν φύλλα, ήλθεν ει άρα τι ευρήσει εν αυτή΄ και ελθών επ’ αυτήν ουδέν εύρεν ει μη φύλλα΄ ου γαρ ην καιρός σύκων. και αποκριθείς είπεν αυτή΄ μηκέτι εκ σου εις τον αιώνα μηδείς καρπόν φάγοι΄ και ήκουον οι μαθηταί αυτού… και ότε οψέ εγένετο, εξεπορεύετο έξω της πόλεως, Και παραπορευόμενοι πρωί είδον την συκήν εξηραμμένην εκ ριζών. και αναμνησθείς ο Πέτρος λέγει αυτώ΄ ραββί, ίδε η συκή εν κατηράσω εξήρανται. και αποκριθείς ο Ιησούς λέγει αυτοίς΄ έχετε πίστιν Θεού. αμήν γαρ λέγω υμίν ότι ός αν είπη τω όρει τούτω, άρθητι και βλήθητι εις την θάλασσαν, και μη διακριθή εν τη καρδία αυτού, αλλά πιστεύσει ότι ά λέγει γίνεται, έσται αυτώ ό εάν είπη». Κατά Μάρκον, Κεφ. ΙΑ , Στίχοι 12-14 και 19-23.

Το ίδιο επεισόδιο αναφέρεται και στο Κατά Ματθαίον, Κεφ. ΚΑ, Στίχοι 17- 22, ως ακολούθως:

«και καταλιπών αυτούς εξήλθεν έξω της πόλεως εις Βηθανίαν και ηυλίσθη εκεί. Πρωϊας δε επανάγων εις την πόλιν επείνασε΄ και ιδών συκήν μίαν επί της οδού ήλθεν επ’ αυτήν, και ουδέν εύρεν εν αυτή ει μη φύλλα μόνον, και λέγει αυτή΄ μηκέτι εκ σού καρπός γένηται εις τον αιώνα, και εξηράνθη παραχρήμα η συκή. και ιδόντες οι μαθηταί εθαύμασαν λέγοντες, πως παραχρήμα εξηράνθη η συκή; αποκριθείς δε ο Ιησούς είπεν αυτοίς΄ αμήν λέγω υμίν, εάν έχητε πίστιν και μη διακριθήτε, ου μόνον το της συκής ποιήσετε, αλλά κάν τω όρει τούτω είπητε, άρθητι και βλήθητι εις την θάλασσαν, γενήσεται΄ και πάντα όσα εάν αιτήσητε εν τη προσευχή πιστεύοντες, λήψεσθε.».

Έτσι για να ευθυμήσουμε λίγο, βλέπουμε τους «πάνσοφους αλιείς» κατ’ αρχήν να διαφωνούν μεταξύ τους. Ο ένας λέει ότι ο Ιησούς επείνασεν «εξελθόντων αυτών από Βηθανίας» βγαίνοντας από την Βηθανία ενώ ο άλλος λέει επείνασεν το πρωί «επανάγων εις την πόλιν», δηλαδή μπαίνοντας στην πόλη της Βηθανίας. Ο ένας λέει ότι η συκή εξηράνθη «παραχρήμα», ο άλλος λέει ότι την είδαν ξεραμένη την άλλη μέρα το πρωί. Μπορεί κανείς να φανταστεί τι θα έγραφαν αν δεν είχαν δεχθεί και την «επιφοίτηση» του Αγίου Πνεύματος;

Και οι δύο συμφωνούν ότι η συκή είχε μόνο φύλλα. Ο Μάρκος, ενώ θα μπορούσε να το παραλείψει, χωρίς να του ζητήσει κανείς το λόγο, διευκρινίζει αφελέστατα, ότι «ου γάρ ην καιρός σύκων». Δηλαδή η συκιά δεν είχε σύκα είτε γιατί ήταν πολύ νωρίς (Μάρτιος-Απρίλιος) είτε πολύ αργά (Σεπτέμβρης – Οκτώβρης). Σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσαμε να ξέρουμε αν η συκιά ήταν στείρα ή όχι, όπως φαντάστηκε ο Τρεμπέλας. Αλλά ακόμη και οι αυτοφυείς αγριοσυκιές κάνουν σύκα, μπορεί λίγα, μπορεί κατώτερης ποιότητας, αλλά κάνουν σύκα. Άρα μπορούμε να συμπεράνουμε ασφαλώς ότι το «ου γάρ ην καιρός σύκων» είναι ακριβές.

Αλλά και αν ακόμη ήταν «καιρός σύκων», αποκλείεται να πήγαν κάποιοι νωρίτερα και να τα είχαν μαζέψει; Ήταν σοβαρός λόγος αυτός για τον Ιησού Χριστό, τον Θεάνθρωπο, τον Θεό της Αγάπης, να καταραστεί ένα αθώο δέντρο; Και εν πάση περιπτώσει όταν πεινάει κάποιος, θα έτρωγε ποτέ σύκα για να χορτάσει και μάλιστα πρωϊνιάτικα; Θα τον έπιανε τέτοιο κόψιμο που δεν θα προλάβαινε ούτε να σκεφτεί ούτε ν’ ανάψει το φως, όπως λέει και το σχετικό ανέκδοτο. Και στο κάτω – κάτω της γραφής το, έστω και χωρίς σύκα, αθώο δεντράκι δεν θα ήταν χρήσιμο για τη σκιά του μέσα στην καρακαντήλα της ερήμου για τον κάθε κουρασμένο και καταϊδρωμένο οδοιπόρο; Πως θα μπορούσε ένας θεός μιας πολυθρύλητης «αγάπης», μιας αγάπης που έγινε το σήμα κατατεθέν της θρησκείας του, να δικαιολογηθεί, καταρώμενος ένα αθώο δέντρο; Δεν περίσσευε και γι’ αυτό λίγη «αγάπη»;

Παρ’ όλα αυτά, και οι δύο ευαγγελιστές ενώ θα μπορούσαν να υποβαθμίσουν το γεγονός, αν διέθεταν ελάχιστη εξυπνάδα (που να τη βρούν;), εκθέτουν ακόμη περισσότερο τον ραβίνο - δάσκαλο τους και δικό μας Ιησού Χριστό. Τον βάζουν να διδάσκει τη δύναμη της πίστης. Τι τραγική ειρωνεία! Ενώ από τη μια λέει ότι όποιος έχει πίστη μπορεί να πει στο όρος «σήκω και πέσε στη θάλασσα» και κείνο να πέσει, από την άλλη ο καλός μας ο Χριστούλης, ο Υιός του Θεού, ο δάσκαλος της Πίστης, δεν έχει πίστην ούτε ως «κόκκον σινάπεως» για να πει στην καημένη τη συκιά: «Γέμισε με ώριμα και γλυκά σύκα για να φάω και εγώ για να χορτάσω αλλά και όποιος περάσει από δω και κάτσει στη σκιά σου», παρά μόνο την καταριέται να ξεραθεί. Μπορεί άραγε να μου λύσει κανείς αυτήν την απορία;

Σημείωση: Η συκιά ήταν το ιερό δένδρο και σύμβολο της Ρώμης.

Μάταια προσπαθεί να δικαιολογηθεί ο Π.Ν. Τρεμπέλας λέγοντας ότι η συκιά «δεν είχε ούτε άγουρα σύκα», υπονοώντας ότι την καταράστηκε ο Χριστός γιατί ήταν στείρα, πράγμα το οποίο δεν αναφέρουν τα ευαγγέλια, αλλά ήταν αποτέλεσμα της «πλούσιας» φαντασίας του, η οποία κάλπαζε ακάθεκτη. Γι' αυτό και τα εύσημα από τα Πατριαρχεία. Δεν είναι μικρό πράγμα να φαντάζεσαι δύο χιλιάδες χρόνια μετά, τι νόμιζαν οι μαθηταί του Χριστού. Νόμισαν!!! Οι μαθηταί ότι είχε πεινάσει ο Χριστός ενώ εκείνος ήθελε να τους δώσει μάθημα ποια θα είναι η τύχη κάθε άκαρπου πνευματικά ανθρώπου. Έλεος πια, λυπηθείτε μας!!!

Γιατί ο Λουκάς δεν βάζει το Χριστό να τους πει κατ’ ευθείαν, και χωρίς περιστροφές, μια και η Ελληνική γλώσσα, όπως είπαμε στην αρχή, είναι σαφέστατη, τι ήθελε να τους διδάξει, παρά ταλαιπωρεί 18 αιώνες μετά κάποιον «ερμηνευτή» του, εκθέτοντάς τον ανεπανόρθωτα;

Τελικά ο Τρεμπέλας μου φαίνεται ότι ξαναγράφει τα ευαγγέλια από την αρχή κατά το δοκούν.

Ποιοι να είναι άραγε κατά τον Τρεμπέλα «πνευματικοί» άνθρωποι»; Οι αδαείς, οι ηλίθιοι και οι αφελείς που τον άκουγαν και τον διαβάζουν, θαυμάζοντας την πομπώδη αλλά ακαταλαβίστικη λογοκοπία του;

Θα μπορούσε άραγε ο Τρεμπέλας ή κάποιος σαν εκείνον να μας υποδείξει για παράδειγμα έναν τύπο «άκαρπου πνευματικά» ανθρώπου; Τι να ήταν κατά τον Τρεμπέλα οι «πτωχοί τω πνεύματι» που μακάριζε ο Χριστός στην επί του Όρους ομιλία του; Ας αποφασίσει τέλος πάντων κάποιος ποιοι είναι οι πνευματικοί και ποιοί οι «άκαρποι» πνευματικά άνθρωποι, για να «μορφωθούμε» λιγάκι και μείς οι υπόλοιποι αδαείς.

Και αν τέλος πάντων υπάρχουν και κάποιοι μη πνευματικοί άνθρωποι, με τη όποια σημασία του όρου, γιατί θα πρέπει να έχουν την τύχη της «ξηρανθείσης συκής»; Αποκλείεται δηλαδή να είναι άτομα παραγωγικά και χρήσιμα στην κοινωνία, έστω και με τη «σκιά» τους; Με ποια δικαιολογία, κατά τον Τρεμπέλα, τους καταριέται ο Χριστός να «ξεραθούν» και ο ίδιος ο Τρεμπέλας τους αρνείται μια θέση κάτω από τον Ήλιο, όπως δικαιούνται όλα τα ζωντανά που ζουν επάνω σ’ αυτόν τον έρμο πλανήτη;

ΔΕΣΗ καταραμένη συκιά και η εκδίκησή της

Ιωσήφ: Ένας ολέθριος σωτήρας

Ο Ιωσήφ όχι μόνο έπεισε τον Φαραώ για την ονειρομαντική του τέχνη, αλλά κάνοντας θαυμάσια επίδειξη της ευέλικτης γλώσσας του, κυριολεκτικά τον καταγοήτευσε με την άνεση και την προνοητικότητά του, μια και όχι μόνο φαινόταν σίγουρος για τα μελλούμενα, αλλά εισηγήθηκε και μια σειρά εντυπωσιακών μέτρων φορολόγησης και αποθήκευσης των αναγκαίων σιτηρών, για την αντιμετώπιση της θεομηνίας.

Τελειώνοντας μάλιστα τις προφητικές του σωτηριολογίες, ο Ιωσήφ βάζει στο μυαλό του Φαραώ, έτοιμη και την ιδέα του δικού του αναβαθμισμένου ρόλου στα συνταρακτικά αυτά μελλούμενα, λέγοντας στον Φαραώ: «και τώρα (μεγάλε βασιλιά) Φαραώ φρόντισε να βρεις έναν άνθρωπο μυαλωμένο και συνετό και να τον διορίσεις σ’ όλη την Αίγυπτο, να κατακρατά με επόπτες το ένα πέμπτο της σοδιάς απ’ όλη την χώρα». Γέν.41.33-34.

Όλ’ αυτά ενθουσιάζουν το Φαραώ, που αναγορεύει χωρίς καθυστέρηση τον Ιωσήφ, σε άνθρωπο σοφό και θεόσταλτο, λέγοντάς του: «αφού ο θεός σε έκανε να τα γνωρίζεις όλα αυτά, δεν υπάρχει συνετότερος και φρονιμότερος από σένα. Εσύ θα προΐστασαι στο ανάκτορο μου και ο λαός μου θα υπακούει στις διαταγές σου. Μόνο ως προς τον θρόνο θα είμαι ανώτερος σου. Σε σένα παραδίδω την (φοροεισπρακτική) εξουσία πάνω σε όλη την Αίγυπτο. Και έβγαλε το δαχτυλίδι του και το πέρασε στο χέρι του Ιωσήφ». Γέν.41.38-42.

Ο θρίαμβος του Ιωσήφ ήταν απροσδόκητα μεγάλος. Η δεκατριάχρονη υπομονή του Ιωσήφ και οι μεθοδεύσεις του, απέδωσαν τώρα τους πλούσιους καρπούς. Ο πανέξυπνος τρόπος του Ιωσήφ και οι διορατικές φορολογικές προτάσεις, έπεισαν το βασιλιά ότι έχει μπροστά του έναν τριαντάχρονο χαρισματικό άνδρα, που η ολοφάνερή ευφυΐα του, συνοδεύεται απ’ την περιζήτητη για την εποχή εκείνη ικανότητα της θεϊκής μαντικής τέχνης.

Τα προνόμια έπεσαν βροχή. Ο Ιωσήφ καλοπαντρεύεται μια κόρη Αιγύπτιου ιερέα και αποκτά σημαντικές προσβάσεις στους ναούς και τα πανάρχαια ιερά της χώρας: «και έδωσαν σ’ αυτόν δια γυναίκα την Ασεννέθ θυγατέρα ιερέως της Ηλιουπόλεως» Γέν.41.45.

Σημειώνουμε εδώ την απίστευτη έλλειψη περιφρούρησης πολιτικών και θρησκευτικών προνομίων της αιγυπτιακής κοινωνίας, που έμελλε βέβαια, να κοστίσει ακριβά στην αιγυπτιακή ιστορία. Ανεμπόδιστοι από οποιουσδήποτε νόμους, εθιμικούς περιορισμούς ή ιερατικούς κανόνες, αλλοεθνείς και αλλόθρησκοι, μπορούσαν να αποκτήσουν, όχι μόνο υψηλά κυβερνητικά προνόμια, αλλά με την συγκατάθεση της άδολης αιγυπτιακής θρησκείας, να εισέλθουν δικαιωματικά μέσα στους ιερατικούς κύκλους, νυμφευόμενοι κόρες ιερέων.

Ο αξιωματούχος πλέον Ιωσήφ, αναλαμβάνει τα διευρυμένα καθήκοντα του αρχισιτοποιού φοροεισπράκτορα και επί επτά ολόκληρα χρόνια, το ένα πέμπτο της συνολικής σοδειάς των Αιγυπτίων, καταλήγει στις δημόσιες αποθήκες: «και συνήγαγε πάσας τας τροφάς των επτά (εύφορων) ετών των γενομένων εν τη γη της Αιγύπτου... και συνήγαγεν ο Ιωσήφ σίτον, ως την άμμον της θαλάσσης πολύν σφόδρα...» Γέν. 41.49.

Ο Σωτήρας Ιωσήφ, προετοιμάζεται με απόλυτη πίστη, ότι ο θεός του θα φέρει πράγματι την προφητική δικαίωση της σιτοδείας: «και (πράγματι) άρχισαν να έρχονται τα επτά έτη της πείνας καθώς είπε ο Ιωσήφ... και όταν πείνασε πάσα η γη της Αιγύπτου, εβόησεν ο λαός προς τον Φαραώ δια άρτον και είπεν ο Φαραώ προς πάντας τους Αιγυπτίους, υπάγετε προς τον Ιωσήφ και ότι σας είπη κάμετε... Άνοιξε δε ο Ιωσήφ πάσας τας αποθήκας και επώλει σίτον εις τους Αιγυπτίους και η πείνα επεβάρυνεν επί την γην της Αιγύπτου. Και πάντες οι τόποι ήρχοντο προς τον Ιωσήφ δια να αγοράζωσι σίτον» Γέν.41.55-57.

«Και άρτος δεν ητο καθ’ όλην την γην, διότι η πείνα ητο βαρεία σφόδρα ώστε απέκαμον υπό της πείνης και συνήγαγεν ο Ιωσήφ άπαν το αργύριο (ασήμι) το ευρισκόμενον εν τη γη της Αιγύπτου και εν τη γη Χαναάν... και αφού εξέλιπεν το αργύριον... ήλθον πάντες οι Αιγύπτιοι προς τον Ιωσήφ λέγοντες, Δός άρτον εις ημάς διατί να αποθάνωμεν έμπροσθέν σου; Εξέλιπεν το αργύριο. Είπεν δε ο Ιωσήφ φέρετε τα κτήνη σας και θέλω σας δώσει άρτον αντί των κτηνών σας εάν εξέλιπεν το αργύριο. Και έφεραν τα κτήνη αυτών προς τον Ιωσήφ και έδωκεν εις αυτούς ο Ιωσήφ άρτον αντί των ίππων και αντί των προβάτων και αντί των όνων και αντί των βοών. Και έθρεψαν αυτούς με άρτον αντί πάντων των κτηνών αυτών». Γέν.47.13-17.

Το προνόμιο της φύλαξης και της εκμετάλλευσης αυτών των ατελείωτων κοπαδιών, εξασφάλισε ο Ιωσήφ για τ’ αδέλφια του, με τη σύμφωνη γνώμη του Φαραώ. Διότι για τους δικούς του, που εγκαίρως ανέβηκαν στην τροφοδότρια Αίγυπτο, ο Φαραώ ο ίδιος πρόσταξε: «εις το καλύτερον της γης κατοίκησον τον πατέρα σου και τους αδελφούς σου, ας κατοικήσωσιν εν τη γη Γεσέν... και κατάστησον αυτούς επιστάτας επί των ποιμνίων μου... και κατώκησεν ο Ιωσήφ τον πατέραν αυτού και τους αδελφούς αυτού και έδωκεν εις αυτούς ιδιοκτησίαν εν τη γη της Αιγύπτου, εις το καλύτερον της γης, εν τη γη Ραμεσσή... και έτρεφεν ο Ιωσήφ τον πατέρα αυτού και τους αδελφούς αυτού και πάντα τον οίκον του πατρός αυτού... κατά τάς οικογενείας αυτών... Κατώκησε δε ο Ιακώβ εν τη γη της Αιγύπτου εν τη γη Γεσέν και απέκτησαν εν αυτή κτήματα (επί πλέον των χαρισθέντων) και ηυξήνθησαν και επληθύνθησαν σφόδρα». Γέν.47.6-12, 27.

Ισόβιο δωρεάν κρατική διατροφή, δωρεάν κτήματα εις το καλύτερο της γης, μαζί με επαγγελματικά προνόμια επιστασίας στα ατέλειωτα κρατικά κοπάδια, είναι λίγα απ’ τα προνόμια που προέκυψαν για τους συγγενείς του "σωτήρα" της Αιγύπτου.

Τι απέγιναν όμως οι "σωσμένοι"; Ή όπως αλλιώς θα τους ονόμαζαν γελώντας οι ίδιοι οι Χαλδαίοι σωτήρες τους... οι "ευλογημένοι" Αιγύπτιοι; Στα παρακάτω εδάφια μπορούμε να παρακολουθήσουμε πως εννοεί το σπέρμα του Χαλδαίου Αβραάμ τις ευλογίες του θεού του, πάνω στις φυλές της γης και εν προκειμένω στους Αιγύπτιους: «το δεύτερον έτος (της πείνας) είπαν προς αυτόν... (τον Ιωσήφ) εξέλιπεν το αργύριον μας και τα υπάρχοντα και τα κτήνη μας έγιναν του κυρίου ημών, δεν έμεινε άλλο έμπροσθεν του κυρίου ημών ει μη τα σώματα ημών και η γη ημών, διατί να απολεσθώμεν, αγόρασον ημάς και την γην ημών και δός εις ημάς σπόρον δια να ζήσωμεν και να μη αποθάνωμεν... και ηγόρασεν ο Ιωσήφ πάσαν την γην της Αιγύπτου... διότι οι Αιγύπτιοι επώλησαν έκαστος τον αγρόν αυτού, επειδή η πείνα υπερεβάρυνεν αυτούς (αυτό είναι το δεύτερο έτος) τον δε λαόν μετετόπισε αυτόν εις πόλεις (γκέτο!) απ’ άκρου των ορίων της Αιγύπτου έως άκρου αυτής». Γέν.47.18-21.

Αυτή είναι η χαλδαιική "σωτηρία"!

Δύο χρόνια μόνο χρειάστηκε για να απλώσει το ευλογημένο του "χέρι" απ’ άκρου έως άκρου της χώρας, ο σωτήρας Ιωσήφ! Η Αίγυπτος ολόκληρη ήταν στα πόδια του. Δεν διστάζει μάλιστα να αποκαλεί τον εαυτό του άρχοντα και κύριον πάσης Αιγύπτου: «ο Κύριος με έκανε ως πατέρα Φαραώ και κύριο παντός του οίκου αυτού (του Φαραώ!) και άρχοντα πάσης γης Αιγύπτου» Ο΄Γέν.45.8

Δεν σας φαίνεται αλήθεια εκνευριστικά περίεργο, που όλες ανεξαιρέτως οι θεϊκές επεμβάσεις, μέχρι τώρα στη ζωή των πατριαρχών, αποδεικνύονται εξαιρετικά επικερδείς για τους ίδιους, αλλά είναι σαφώς, επώδυνες, έως απάνθρωπες εξοντωτικές, ή και θανατηφόρες για τους πέριξ αυτών λαούς;

Οι Αιγύπτιοι πλήρωσαν πανάκριβα τα "όνειρα" που ο καλός θεός των Εβραίων, έστειλε... για τη σωτηρία τους, στο βασιλιά τους! Περιέργως όμως, αυτά ακριβώς το μήνυμα σωτηρίας του εβραϊκού θεού, τους κατάντησε φτωχούς, πένητες και μετανάστες στην ίδια τους τη χώρα! Οι εικόνες απ’ τα "γκέτο", (πόλεις σωτηρίας), όπου οι κυριολεκτικά θεο-νήστικοι απένταροι, ακτήμονες, δούλοι στην ίδια τους τη χώρα Αιγύπτιοι συγκεντρώνονται, αποδεικνύουν τι είδους "σωτήρας θεός" είναι ο αληθινός εφευρέτης της ομαδικής εξοντωτικής δυστυχίας. Οι περήφανοι αρχοντογεννημένοι Αιγύπτιοι, με την πανάρχαια ένδοξη ιστορία, έγιναν άθλιοι ψωμοζήτουλες μέσα σε ελάχιστο χρόνο διακυβέρνησης της χώρας, απ’ τον παράξενο γλυκομίλητο αυτόν Εβραίο σωτήρα. Παραδόξως, αν και επαληθεύθηκε απολύτως σας προφήτης, τα εντελώς θεόσταλτα μηνύματά του, απεδείχθησαν ωφέλιμα, μόνο γι’ αυτόν και τους δικούς του. Γιατί αλήθεια;

Κι όμως, με κάποιους δεν υπήρξε ο Ιωσήφ τόσο σκληρός: «Μόνο τη γη των ιερέων δεν αγόρασε». Γέν.47.22. Ο ίδιος μάλιστα, είναι παντρεμένος με κόρη ιερέως της Ηλιούπολης

Κι όχι μόνο τη γη τους δεν αγόρασε, αλλά μέσα σ’ όλη αυτή την κακουχία, έτρεφε τους ιερείς με «επίδομα προσδιορισμένο» (Γέν.47.22), κι αυτό όχι μόνο απλά επειδή έχει παντρευτεί κόρη σημαντικού ιερέα, αλλά επειδή ο Ιωσήφ γνωρίζει απταίστως τον Χαλδαιο-Αβρααμικό κανόνα: Αν θέλεις να αφανίσεις κάποιον, πρέπει οπωσδήποτε πρώτα να τον "ταΐσεις", ή όπως ή χαλδαιική Βίβλος το διατυπώνει, να τον... "ευλογήσεις"! Απλά, η ώρα των ιερέων, των αληθινών εξουσιαστών της Αιγύπτου, δεν είχε έρθει ακόμα.

Το μεγαλείο όμως του δόλου, δεν είναι ότι ο Ιωσήφ απέσπασε τον πλούτο των Αιγυπτίων χωρίς κανένα κόπο, δηλαδή νόμιμα και χρησι-μοποιώντας την ίδια την κρατική μηχανή της Αιγύπτου! Το εντυπωσιακότερο της κοινωνικής αυτής μηχανής (που πρέπει να μας προβληματίσει όλους έντονα) είναι, ότι τα ίδια του τα θύματα, θεωρούν σωτήρα τους, ακριβώς αυτόν, που με τόση επιμονή και μεθοδικότητα τους σωτηριο-αφανίζει!

Οι Αιγύπτιοι λοιπόν, όχι μόνο δεν κατάλαβαν τι τους χτύπησε, αλλά ευχαριστούσαν κιόλας εκ βάθους ψυχής, τον άνθρωπο που τους ξεκλήριζε... παρακαλώντας τον ταυτόχρονα να γίνουν οικόσιτοι δούλοι του: «οι δε (Αιγύπτιοι) είπαν, Σύ έσωσες την ζωή ημών, ας εύρωμεν χάριν έμπροσθεν του κυρίου ημών (Ιωσήφ) και θέλομεν είσθαι δούλοι». Γέν.47.25. Ναι, αυτό το αξιοθαύμαστο αποτέλεσμα έχει ο πετυχημένος δόλος... όχι μόνο σε αφανίζει, αλλά νιώθεις ότι του χρω-στάς και τις τελευταίες στιγμές και δυνάμεις της μίζερης πια ζωής σου!

Αυτά τα "ολίγα" ουρανοκατέβατα δώρα, προέκυψαν για τρία και μόνο "όνειρα", που πετυχημένα κατάφερε να παράγει και να ερμηνεύσει, ο ονειροποιός και ονειρομάντης Ιωσήφ!

* * *
Τελικά είναι βιβλικός κανόνας. Είναι αδύνατον κάποιος πατριάρχης, να χειριστεί ένα ζήτημα και να μη καταλήξει να το ακριβοπληρώσουν οι τριγύρω ευκατάστατοι άρχοντες, βασιλείς, πόλεις και τώρα λαοί ολόκληροι απ’ την Αίγυπτο έως την Χαναάν, που είχαν σαν μόνιμη πηγή εφοδιασμού σιτηρών, τη γόνιμη κοιλάδα της τροφοδότρας Αιγύπτου.

Βέβαια, κάποιος μπορεί να υποστηρίξει, πως παρόλα αυτά, τελικά, με την αποταμίευση του αυτή, ο Ιωσήφ έσωσε πράγματι λαούς από την πείνα. Γιατί λοιπόν κακολογούμε αυτόν, που με την προνοητικότητά του, έσωσε τόσες ανθρώπινες ζωές, έστω και με το αζημίωτο;

Μακάρι όμως τα πράγματα να ήταν έστω κι έτσι.

Δυστυχώς, η προϊστορία των πατριαρχών βαραίνει στους συλλογισμούς μας και είμαστε αναγκασμένοι να επανεξετάσουμε τα λίγα, απλά, αλλά και αποκαλυπτικά απομεινάρια των βιβλικών δεδομένων.

Ας αρχίσουμε με μια πολύ απλή ερώτηση: Τι μπορεί αλήθεια να έφερε πείνα στην υπερπαραγωγική Αίγυπτο;

Ας θυμηθούμε για λίγο, ότι μιλάμε για την εύφορη κοιλάδα της Αιγύπτου και το ξακουστό Δέλτα του Νείλου, που είναι απ’ τις κατ’ εξοχήν εύφορες γωνιές της υφηλίου. Για τον ποταμό που οι αρχαίοι γεωγράφοι έγραφαν: «Νείλος ο γονιμότερος πάντων των ποταμών». Η πεδιάδα αυτή δέχεται τα νερά του μακρύτερου ποταμού στον κόσμο. Με ένα κολοσσιαίο δίκτυο πηγών και χειμάρρων, με μήκος μεγαλύτερο των 6.000 χιλιομέτρων, είναι, αν εξαιρεθεί ίσως ο Αμαζόνιος, ο μεγαλύτερος ποταμός στον κόσμο.

Οι πλημμύρες του Νείλου, έρχονται με θαυμαστή ετήσια κανονικότητα, κατακλύζοντας και ανανεώνοντας τα επίπεδα εδάφη της κοιλάδας, με νέα εύφορη φερτή ύλη κάθε χρόνο! Είναι άλλωστε γνωστό, ότι η ανάγκη πρόγνωσης αυτών των ευλογημένων πλημμυρών, οδήγησε τους Αιγύπτιους σε προσεκτικές αστρονομικές παρατηρήσεις, που τους χάρισαν λεπτομερή κατανόηση της ετήσιας περιοδικότητας, για να μπορούν να εκμεταλλευτούν στο έπακρο τις ζωογόνες ετήσιες πλημμύρες του θεϊκού Νείλου! Λέγεται μάλιστα, ότι αυτή είναι και η αφορμή, για τις πρώιμες γνώσεις γεωμετρίας των Αιγυπτίων, ώστε μετά τις ετήσιες πλημμύρες, να μπορούν να ανακατανέμουν τα πλημμυρισμένα από γόνιμη λάσπη χωράφια, που έσβηναν τα αρχικά σημάδια της ιδιοκτησίας!

Με ένα ατελείωτο άλλωστε δίκτυο παράλληλων προς τον ποταμό καναλιών, οι Αιγύπτιοι ήταν ικανοί, πολύ προ του Ιωσήφ, να ελέγχουν την αστείρευτη δύναμη του ποταμού, μοιράζοντας όλο τον χρόνο τα νερά του σ’ όλη τη γόνιμη κοιλάδα. Θυμηθείτε ότι η ίδια η Βίβλος λέει για την αιγυπτιακή γη: «εποτίζετο (η πεντάπολη των Σοδόμων) ως παράδεισος, ως η γη της Αιγύπτου». Γέν.13.10. Ο Στράβων χαρακτηρίζει την Αίγυπτο: «εξ αρχής την πλέον αυτάρκη χώρα» Geogr.17.1.53

Γίνεται λοιπόν σαφές, ότι εδώ μιλάμε ακριβώς για την αδιαμφισβήτητη δύναμη της Αιγύπτου. Την αστείρευτη αγροτική της δύναμη, το φυσικό σιτοβολώνα ολόκληρου του τότε μεσογειακού κόσμου, που στη βάση της λειτουργίας του, είχε έναν αστείρευτο θεο-ποταμό ατελείωτων χιλιετιών, που με τις γονιμοποιές πλημμύρες του, να φέρνουν κάθε χρόνο φρέσκο δυνατό χώμα και τα αναρίθμητα κανάλια του, να κάνουν αρδευτική-ποτιστική την κοιλάδα, καθιστώντας ανεξάρτητη την παραγωγή, από οποιεσδήποτε άλλες φυσικές συνθήκες και ανάγκες βροχοπτώσεων.

Υποχρεωτικά λοιπόν, πρέπει να δούμε την Αίγυπτο σα μια χώρα που είναι φυσικώς αδύνατον να πεινάσει λόγο αφορίας-σιτοδείας και μάλιστα για μια αδιάσπαστη σειρά επτά ετών. Αυτό άλλωστε μας βεβαίωνε και η βιβλική αφήγηση μέχρι τώρα, μια και οι προ του Ιωσήφ πατριάρχες, αλλά και οι γύρω λαοί, σε κάθε περίπτωση πείνας έτρεχαν στην Αίγυπτο για σιτηρά και η τροφοδότρα Αίγυπτος, αντάλλαζε σε σταθερή βάση τα σιτηρά της, με τα κτηνοτροφικά προϊόντα, τα αρώματα, τα μπαχαρικά και τα χειροτεχνήματα των γειτονικών της λαών.

Η Αίγυπτος συνεπώς, δεν ήταν χώρα με συμπληρωματική αγροτική οικονομία, αλλά κατά κύριο λόγο ένας αρχαίος καλοβολεμένος αγροτικός πολιτισμός. Ένας πολυχιλιόχρονος αγροτικός πολιτισμός, που στην απαρασάλευτη βάση του, είχε τα εκπληκτικά φυσικά εφόδια του αστείρευτου ποταμού Νείλου!

Όλοι οι λαοί τριγύρω μπορούσαν να πεινάσουν λόγω σιτοδείας, όχι όμως η Αίγυπτος! Και σίγουρα όχι, για μια ολόκληρη σειρά ετών.

Πως λοιπόν το βιβλικό κείμενο (αν δεν ψεύδεται) μιλά για επτά χρόνια συνεχούς αφορίας και πείνας, με αποτέλεσμα να θησαυρίσει ο Ιωσήφ, ο διαχειριστής της κρίσης, για λογαριασμό δήθεν του Βασιλέως;

Γιατί, ενώ όλα τα προηγούμενα χρόνια, λαοί χτυπημένοι από πείνα, έτρεχαν για ψωμί στην τροφοδότρα Αίγυπτο, όμως τώρα, που διοικητής τροφίμων και σιτηρών έγινε ο Χαλδαιο-Εβραίος Ιωσήφ, η Αίγυπτος περνά με τη σειρά της μια ανεξήγητη περίοδο μαύρης πείνας, τουλάχιστον τριών συνεχόμενων όπως είδαμε ετών;

Γιατί ο καλός θεός του Αβραάμ, αφού έδωσε πρώτα μήνυμα σωτηρίας απ’ την επερχόμενη πείνα, στον ίδιο μάλιστα τον αρχηγό της ξένης αυτής χώρας, το Φαραώ, χτυπά τώρα μέσω του εκλεκτού της προφήτη τόσο αλύπητα τους βαριόμοιρους Αιγύπτιους, κάνοντάς τους δούλους και πεινασμένους ακτήμονες, μέσα στην ίδια τους τη χώρα;



Εικόνα: Ανάγλυφο αποσκελετωμένων αιγύπτιων (από αιγυπτιακό ναό) που ενδεχομένως απεικονίζει την ταραγμένη αυτή περίοδο.

Αν το όνειρο του Φαραώ, ήταν πράγματι θεϊκό και σωτήριο, γιατί η αφήγηση δεν δείχνει τον Ιωσήφ να χαρίζει φιλεύσπλαχνα, έστω κι έναν κόκκο σταριού, στους άμοιρους Αιγύπτιους, παρά τον βλέπουμε συστηματικά, μεθοδικά κι ανελέητα, να γδύνει τους Αιγύπτιους από κάθε περιουσιακό τους στοιχείο και να μαζεύει τους άλλοτε περήφανους Αιγύπτιους αγρότες σε πόλεις σίτισης; Σε εξοντωτικά "γκέτο φτωχών", όπου οι πανάθλιες συνθήκες διαβίωσης και οι ασθένειες, ήταν οι μόνες "ευλογίες" και τα "αγαθά" που τους απέμειναν; Γιατί και κατά την δική σας γνώμη, τι άλλο μπορεί να σημαίνουν τα λόγια: «και αγόρασε ο Ιωσήφ πάσα τη γη της Αιγύπτου... επειδή η πείνα υπερεβάρυνεν αυτούς (τους Αιγύπτιους)... τον δε λαό μετατόπισε σε πόλεις, (γκέτο!) απ’ άκρον των ορίων της Αιγύπτου έως άκρου αυτής»; (Γέν.47.21) εκτός απ’ το ότι, στο τρίτο έτος, αυτή η "χρυσοφόρος πείνα", εξάντλησε τους Αιγύπτιους ως τα όρια της αργής βασανιστικής λιμοκτονίας και της αποστέωσης, ώστε οι πόλεις σωτηρίας, (πραγματικά "γκέτο λιμοκτονίας") της κρατικής σίτισης, (συσσίτια σωτηρίας), να είναι η μόνη λύση για την δήθεν θεόσταλτη αυτή "σωτηρία της ντροπής";

Ο Ίδιος ο Ιουδαίος Ιώσηπος παραδέχεται για την περίοδο αυτή της πείνας: «δεν υποδούλωσε μόνο τα σώματα αλλά και τον νου και στο εξής τους εξανάγκασε σε εξευτελιστικούς τρόπους ανεύρεσης τροφής»! Κατά πάσα πιθανότητα, η αθλιότητα αυτής της περιόδου είναι που έχει αποτυπωθεί στις αρχαίες ανάγλυφες αιγυπτιακές παραστάσεις και τις τοιχογραφίες, σκελετωμένων από την πείνα Αιγύπτιων αγροτών -που βλέπουμε μέχρι σήμερα- υπενθυμίζοντάς μας, ότι το μαρτύριο της αθλιότητας και της πείνας, όχι μόνο ξάφνιασε τους καλοθρεμμένους Αιγύπτιους, αλλά υπήρξε βαρύ και εξοντωτικά μακροχρόνιο!

Βέβαια, μετά από όσα είδαμε μέχρι τώρα, στις χρυσές σελίδες των δόλιων βιβλικών κατορθωμάτων, αυτές οι εξελίξεις στην Αίγυπτο, δεν μας εξέπληξαν καθόλου. Όλες οι ιστορίες των πατριαρχών, όπως είδα-με, ξεκινούν απλά, απαλά, μελιστάλακτα, σαν άδολη προσφορά θεϊκής ευλογίας, αλλά καταλήγουν να περισφίγγουν απειλητικά σα βρόγχος γύρω απ’ τα ανυποψίαστα θύματα, που τελικά χρυσοπληρώνουν το φιλικό χέρι του θεραπευτή τους, χωρίς να υποπτεύονται καθόλου, ότι το ίδιο ακριβώς χέρι, είναι αυτό που σκόρπισε απλόχερα πάνω τους τις δυσβάσταχτες πληγές τους.

Με τον τρόπο αυτό, φαίνεται πως η Βίβλος απέκτησε τη μεγαλύτερη συλλογή πληγών και καταστροφών, ώστε οι «βιβλικές καταστροφές» να είναι δυστυχώς μέχρι σήμερα παροιμιώδεις!

Είμαι λοιπόν εγώ ο πονηρός αμφισβητίας, που αναγκάζομαι να κοιτάζω προσεκτικά όλα τα απομεινάρια της αφήγησης των πατριαρχικών κατορθωμάτων... ή μήπως αληθεύει πράγματι, ότι όπως και να εξετάσεις τις βιβλικές ιστορίες, θα καταλάβεις ότι δεν είναι τελικά και τόσο αθώες;

Δεν είχαμε λοιπόν, εμείς οι μεσογειακοί άνθρωποι, διδακτικές ιστορίες, θρύλους λάθη και ηρωισμούς, που η λεβεντιά και η μεγαλοψυχία τους, μαζί με το ανεπανάληπτο λογοτεχνικό τους μεγαλείο, θα υπερκάλυπταν τις ανάγκες των λαών μας για υψηλά κοινωνικά πρότυπα;

Δεν υπήρχαν, ειδικά ανάμεσα στους θρύλους του Αιγαίου, ανεπανάληπτα, δυσεύρετα παραδείγματα ενάρετου βίου και θυσιαστικής αφοσίωσης στο κοινωνικό αγαθό; Γιατί έπρεπε να δανειστούμε και να διδάσκουμε στα παιδιά μας, ως μεγαλειώδεις πράξεις, όλες αυτές τις δύσοσμες ανατολίτικες πονηριές; Γυρίζοντας μάλιστα την πλάτη μας, στους προγόνους μας, πετώντας στη λήθη δια μιας, ολόκληρη την πανάρχαια, αυθεντική προγονική μας ιστορία;

Γιατί άραγε στη θέση των δικών μας, προγονικών διδαγμάτων, οποία κι αν ήταν αυτά, έχουμε ακόμα σήμερα τα υπερφίαλα αυτά ανατολίτικα ψεύδη, με τις θεοποιημένες ραδιουργίες της εβραιο-χαλδαιϊκής προγονολατρείας; Αν θέλαμε οπωσδήποτε να προγονολατρούμε, δεν είχαμε εμείς αρκετούς δικούς μας ψεύτες, πανούργους, ή αξιοπρεπείς και αξιοθαύμαστους προγόνους για να το κάνουμε; Γιατί αλήθεια έπρεπε να δανειστούμε γι’ αυτό, τους μάγους Χαλδαίους καταδολιευτές; Αλήθεια, τους δανειστήκαμε τελικά ή μας τους επέβαλαν;

Ποιοί είναι τελικά αυτοί, που με τόσους πετυχημένους τρόπους διατήρησαν επί χιλιετίες στην επιφάνεια, την αφελή αποδεκτή εικόνα των πραγμάτων, και κατάφεραν τα διεστραμμένα αυτά ψεύδη, να τα διδάσκονται στα σχολεία τους, ατέλειωτα εκατομμύρια παιδικές ψυχούλες;

Τελικά, μήπως όλο αυτό που πέτυχαν, ήταν εξαιρετικά εύκολο, επειδή εμείς είμαστε εγκληματικά απονήρευτοι και αφελείς μέχρι αγανακτήσεως, και συνεπώς άξιοι μιας τέτοιας ταπεινωτικής μαύρης μοίρας; Μήπως αποδειχθήκαμε αφελέστεροι των Αιγυπτίων; Μήπως οι "σοφοί" φύλακες της ανεξαρτησίας των λαών, απεδείχθησαν ανίκανοι να ασκήσουν ακόμα και τον τυπικότερο θεολογικό έλεγχο;

Τι συμβαίνει αλήθεια με την Βίβλο;

Τι συμβαίνει μ’ αυτό το πολύ "ιερό" βιβλίο των Εβραίων;

Αν βέβαια παρέμενε ιερό βιβλίο, μόνο για τους Εβραίους, δεν θα χρειαζόταν ίσως να ψελλίσουμε την παραμικρότερη αντίρρηση! Ούτε οποιοσδήποτε έλεγχος του, θα ήταν σημαντικός, επίκαιρος ή αναγκαίος. Απ’ την στιγμή όμως που το συγκεκριμένο βιβλίο, έγινε ο θρησκευτικός ρυθμιστής λαών και αντίπαλος πολιτισμών, έξω από την χώρα και τον λαό της παραγωγής του, οι αποδέκτες λαοί δεν οφείλουν να το έχουν υπό συνεχή αυστηρό έλεγχο;

Είναι δυνατόν αιώνες τώρα, λαοί αμέτρητοι, από το ένα άκρο της γης μέχρι το άλλο, να αποδέχονται τους βιβλικούς ήρωες και τα "θαύματά" τους, χωρίς τον παραμικρό ποιοτικό έλεγχο;!

Ξαναδιαβάστε τώρα τη Βίβλο προσεχτικά, έχοντας όμως κατά νου αυτή τη φορά ένα απλό ερώτημα:

Τι στο καλό κάνουν τελικά οι πατριάρχες; και θα εκπλαγείτε βλέποντας, ότι σας είναι αδύνατον να δια-τηρήσετε εκείνη την αφελή, γλυκιά, παραμυθική θρησκευτικότητα που σας διδάξαν στο σχολείο! Μπροστά στα έκπληκτα μάτια σας, θα περνά ως πιθανή πλέον μια εντελώς διαφορετική εικόνα, η καθαρή εικόνα της γέννησης ενός χαλδαιικού "ιερατείου", που με τα φοβερά του μυστικά όπλα, και τους αδίσταχτους ήρωές του, ανάγκασαν τριγύρω τους ανυποψίαστους λαούς, να πληρώσουν πανάκριβα, όλη την παχυλή αφέλειά τους. Δέστε την αφήγηση των πατριαρχών, απ’ την σκοπιά αυτού του βιβλίου και πείτε μου, δεν υποφέρουν τριγύρω άνθρωποι, πόλεις και λαοί, όπου πατήσουν το πόδι τους, οι τρισευλογημένοι αυτοί βιβλικοί ήρωες;

Στις επαναλαμβανόμενες ιστορίες τους, δεν ξεκινούν πάντα όλα καλά και άγια, με "θεούς" και "σωτηρίες" για να καταλήξουν στερεότυπα, σε όλεθρο κι αφανισμό αθώων;

Είναι οι ιστορίες αυτές, άξιες για να καταδεχθεί την ανάμιξη του σ’ αυτές, ένας οποιοσδήποτε πραγματικά αξιοπρεπής θεός; Είναι δυνατόν ο θεός της βίβλου να είναι Ο ΘΕΟΣ του σύμπαντος κόσμου που αυτοπροσδιορίζεται χρησιμοποιώντας τα ονόματα τριών Χαλδαίων μάγων: «είμαι ο θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ»; Έξ.3.6.

Ή μήπως ο πραγματικός θεός (όποιος κι αν είναι αυτός) παρακολουθεί με τη μεγαλειώδη ουδετερότητά του, πόσο ανόητα μακρύς μπορεί να είναι ο δρόμος μας, ως την χαραυγή της μάχιμης κοινωνικής νοημοσύνης; Της θεολογίας εκείνης, που "άγιους" θα θεωρεί τους παραγωγούς ερωτήσεων και όχι τους γλυκόλαλους αφηγητές θρησκευτικών ονείρων!

Προσέξτε τον πολυσήμαντο παραλληλισμό με τα σημερινά γεγονότα. Προπορεύεται η απατηλή αφθονία και ακόλουθη ο εξίσου επίπλαστος λιμός! Και τα δυο προέρχονται από τους τραπεζιτικούς κύκλους που κατά κοινή πλέον παραδοχή, κατέχουν κυρίως οι απόγονοι του Ιωσήφ!

Μένει λοιπόν η τελείται πράξη της προδιαγεγραμμένης αφανιστικής πορείας μας… να φτάσουμε δηλαδή και στο επίπεδο του ευγνώμονα δούλου!

Στην αρχαία αυτή "ιστορία" του Ιωσήφ, την κατάσταση φαίνεται να ανέτρεψαν οι ιερείς της Αιγύπτου με την επανάσταση του Τουταγχαμών ανατρέποντας τον "μονοθεϊσμό" του Ακενατών!

Βλέπε: Ακενατών και ο δόλος του μονοθεϊσμού

Το ερώτημα λοιπόν είναι, ποιοι μπορεί να είναι αυτοί οι "ιερείς" των Eλλήνων που θα ανατρέψουν την προδιαγεγραμμένη εξόντωσή μας. Φυσικά αυτοί δεν θα μπορούσε να είναι οι ιερείς της χριστιανοσύνης, που ως γνωστόν είναι παρακλάδι του ιουδαϊσμού που όχι μόνο μας υποδούλωσε στους Ρωμαίους για 1000 χρόνια, αλλά μας πούλησε ευχαρίστως για αλλά 500 χρόνια στους Οθωμανούς. Υποθέτω λοιπόν πως αν κάποτε επαναστατήσει ο Έλληνας, αυτό θα περνούσε να γίνει μόνο στο όνομα και το μεγαλείο του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, και όχι στο όνομα των ιουδαίο-χριστιανικών ιδανικών που κατάντησαν τον δημιουργικό και αμφισβητία Έλληνα, ζήτουλα της ουράνιας βασιλείας της ιουδαϊκής παραμυθολογίας!

ΔΕΣΣυζητήσεις για την θρησκεία και η άρνηση της αλήθειας

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΞΕΝΟΦΩΝ, ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ

ΞΕΝ Απολ 27–34

Ο Σωκράτης μετά τη δίκη του – Επίλογος

Αφού παρατέθηκαν τα επιχειρήματα με τα οποία ο Σωκράτης αντέκρουσε το κατηγορητήριο στη δίκη του και ο τρόπος με τον οποίον αντιμετώπισε και σχολίασε την εναντίον του καταδικαστική απόφαση, στο τρίτο και τελευταίο μέρος του έργου απεικονίζεται ο φιλόσοφος μετά την αποχώρησή του από το δικαστήριο και εν αναμονή της εκτέλεσης της θανατικής ποινής.


[27] εἰπὼν δὲ ταῦτα μάλα ὁμολογουμένως δὴ τοῖς
εἰρημένοις ἀπῄει καὶ ὄμμασι καὶ σχήματι καὶ βαδίσματι
φαιδρός. ὡς δὲ ᾔσθετο ἄρα τοὺς παρεπομένους δακρύοντας,
Τί τοῦτο; εἰπεῖν αὐτόν, ἦ ἄρτι δακρύετε; οὐ γὰρ πάλαι ἴστε
ὅτι ἐξ ὅτουπερ ἐγενόμην κατεψηφισμένος ἦν μου ὑπὸ τῆς
φύσεως ὁ θάνατος; ἀλλὰ μέντοι εἰ μὲν ἀγαθῶν ἐπιρρεόντων
προαπόλλυμαι, δῆλον ὅτι ἐμοὶ καὶ τοῖς ἐμοῖς εὔνοις λυπη-
τέον· εἰ δὲ χαλεπῶν προσδοκωμένων καταλύω τὸν βίον, ἐγὼ
μὲν οἶμαι ὡς εὐπραγοῦντος ἐμοῦ πᾶσιν ὑμῖν εὐθυμητέον εἶναι.
[28] παρὼν δέ τις Ἀπολλόδωρος, ἐπιθυμητὴς μὲν ὢν ἰσχυρῶς
αὐτοῦ, ἄλλως δ’ εὐήθης, εἶπεν ἄρα· Ἀλλὰ τοῦτο ἔγωγε, ὦ
Σώκρατες, χαλεπώτατα φέρω ὅτι ὁρῶ σε ἀδίκως ἀποθνῄ-
σκοντα. τὸν δὲ λέγεται καταψήσαντα αὐτοῦ τὴν κεφαλὴν
εἰπεῖν· Σὺ δέ, ὦ φίλτατε Ἀπολλόδωρε, μᾶλλον ἐβούλου
με ὁρᾶν δικαίως ἢ ἀδίκως ἀποθνῄσκοντα; καὶ ἅμα ἐπιγε-
λάσαι. [29] λέγεται δὲ καὶ Ἄνυτον παριόντα ἰδὼν εἰπεῖν· Ἀλλ’
ὁ μὲν ἀνὴρ ὅδε κυδρός, ὡς μέγα τι καὶ καλὸν διαπεπραγμένος,
εἰ ἀπέκτονέ με, ὅτι αὐτὸν τῶν μεγίστων ὑπὸ τῆς πόλεως
ὁρῶν ἀξιούμενον οὐκ ἔφην χρῆναι τὸν υἱὸν περὶ βύρσας
παιδεύειν. ὡς μοχθηρὸς οὗτος, ἔφη, ὃς οὐκ ἔοικεν εἰδέναι
ὅτι ὁπότερος ἡμῶν καὶ συμφορώτερα καὶ καλλίω εἰς τὸν ἀεὶ
χρόνον διαπέπρακται, οὗτός ἐστι καὶ ὁ νικῶν. [30] ἀλλὰ μέντοι,
φάναι αὐτόν, ἀνέθηκε μὲν καὶ Ὅμηρος ἔστιν οἷς τῶν ἐν
καταλύσει τοῦ βίου προγιγνώσκειν τὰ μέλλοντα, βούλομαι
δὲ καὶ ἐγὼ χρησμῳδῆσαί τι. συνεγενόμην γάρ ποτε βραχέα
τῷ Ἀνύτου υἱῷ, καὶ ἔδοξέ μοι οὐκ ἄρρωστος τὴν ψυχὴν εἶναι·
ὥστε φημὶ αὐτὸν ἐπὶ τῇ δουλοπρεπεῖ διατριβῇ ἣν ὁ πατὴρ
αὐτῷ παρεσκεύακεν οὐ διαμενεῖν· διὰ δὲ τὸ μηδένα ἔχειν
σπουδαῖον ἐπιμελητὴν προσπεσεῖσθαί τινι αἰσχρᾷ ἐπιθυμίᾳ,
καὶ προβήσεσθαι μέντοι πόρρω μοχθηρίας. [31] ταῦτα δ’ εἰπὼν
οὐκ ἐψεύσατο, ἀλλ’ ὁ νεανίσκος ἡσθεὶς οἴνῳ οὔτε νυκτὸς
οὔτε ἡμέρας ἐπαύετο πίνων, καὶ τέλος οὔτε τῇ ἑαυτοῦ
πόλει οὔτε τοῖς φίλοις οὔτε αὑτῷ ἄξιος οὐδενὸς ἐγένετο.
Ἄνυτος μὲν δὴ διὰ τὴν τοῦ υἱοῦ πονηρὰν παιδείαν καὶ διὰ
τὴν αὑτοῦ ἀγνωμοσύνην ἔτι καὶ τετελευτηκὼς τυγχάνει
κακοδοξίας. [32] Σωκράτης δὲ διὰ τὸ μεγαλύνειν ἑαυτὸν ἐν τῷ
δικαστηρίῳ φθόνον ἐπαγόμενος μᾶλλον καταψηφίσασθαι
ἑαυτοῦ ἐποίησε τοὺς δικαστάς. ἐμοὶ μὲν οὖν δοκεῖ θεοφιλοῦς
μοίρας τετυχηκέναι· τοῦ μὲν γὰρ βίου τὸ χαλεπώτατον
ἀπέλιπε, τῶν δὲ θανάτων τοῦ ῥᾴστου ἔτυχεν. [33] ἐπεδείξατο
δὲ τῆς ψυχῆς τὴν ῥώμην· ἐπεὶ γὰρ ἔγνω τοῦ ἔτι ζῆν τὸ
τεθνάναι αὐτῷ κρεῖττον εἶναι, ὥσπερ οὐδὲ πρὸς τἆλλα τἀγαθὰ
προσάντης ἦν, οὐδὲ πρὸς τὸν θάνατον ἐμαλακίσατο, ἀλλ’
ἱλαρῶς καὶ προσεδέχετο αὐτὸν καὶ ἐπετελέσατο. [34] ἐγὼ μὲν
δὴ κατανοῶν τοῦ ἀνδρὸς τήν τε σοφίαν καὶ τὴν γενναιότητα
οὔτε μὴ μεμνῆσθαι δύναμαι αὐτοῦ οὔτε μεμνημένος μὴ οὐκ
ἐπαινεῖν. εἰ δέ τις τῶν ἀρετῆς ἐφιεμένων ὠφελιμωτέρῳ
τινὶ Σωκράτους συνεγένετο, ἐκεῖνον ἐγὼ τὸν ἄνδρα ἀξιο-
μακαριστότατον νομίζω.

***
Κι αφού μίλησε έτσι, αποχώρησε με βλέμμα φαιδρό και ανάλογη στάση και βάδισμα, ακριβώς όπως ταίριαζε σε όσα είχε πει. Και καθώς είδε τους συνοδούς του δακρυσμένους, «τι είναι αυτά», είπε, «στ' αλήθεια τώρα σας πήραν τα δάκρυα; Δεν το ξέρατε από καιρό ότι, από τη στιγμή πού γεννήθηκα, ήμουν καταδικασμένος από τη φύση σε θάνατο; Αν βέβαια χάνομαι πρόωρα, σε στιγμή που πλήθος αγαθά ετοιμάζονται να με κατακλύσουν, είναι φανερό ότι ταιριάζει η λύπη και σε μένα και σε όσους μ' αγαπούν∙ αν όμως φτάνω στο τέλος της ζωής μου όταν μόνο βάσανα με περιμένουν, πιστεύω ότι όλοι σας πρέπει να χαίρεστε για την καλή μου τύχη ». Και κάποιος Απολλόδωρος που έτυχε να βρίσκεται εκεί, πολύ αφοσιωμένος σ' αυτόν πλην όμως αφελής, είπε τότε: «Αλλά για ένα πράγμα εγώ τουλάχιστον λυπάμαι πάρα πολύ, Σωκράτη: που σε βλέπω να πεθαίνεις άδικα». Και ο Σωκράτης του χάιδεψε, καθώς λένε, το κεφάλι και «πολυαγαπημένε Απολλόδωρε», του είπε, «θα προτιμούσες να με δεις να πεθαίνω δίκαια αντί άδικα;» και συνάμα γέλασε λέγοντας αυτά. Διηγούνται επίσης ότι, βλέποντας τον Άνυτο να περνά, «να», είπε, «ένας άνθρωπος που καμαρώνει σαν να έχει κάμει κανένα μεγάλο και ωραίο κατόρθωμα με το να με οδηγήσει στο θάνατο, επειδή εγώ, βλέποντας ότι η πόλη τον τιμούσε με τα μεγαλύτερα αξιώματα, είπα ότι δεν χρειάζεται να μάθει στον γιο του την τέχνη του βυρσοδέψη. Τον ταλαίπωρο!», πρόσθεσε· «δεν φαίνεται να ξέρει ότι όποιος από τους δυο μας έχει επιτελέσει έργα που θα παραμείνουν για πάντα χρησιμότερα και ωραιότερα, αυτός είναι και ο νικητής. Αλλά μια και ο Όμηρος», συνέχισε, «έχει δώσει σε μερικούς μελλοθάνατους τη δύναμη να προβλέπουν τα μέλλοντα, θέλω κι εγώ να προφητέψω κάτι. Έχω για λίγο συναναστραφεί τον γιο του Άνυτου και μου φάνηκε ότι δεν έχει αδύναμο πνεύμα· προφητεύω λοιπόν ότι δεν θα μείνει στο δουλοπρεπές επάγγελμα για το οποίο τον προόρισε ο πατέρας του· κι επειδή δεν θα έχει κανέναν σοβαρό άνθρωπο να τον φροντίζει, θα υποκύψει σε κάποιο επαίσχυντο πάθος και θα βυθιστεί πολύ βαθιά μέσα στην αθλιότητα». Και τα λόγια του αυτά δεν διαψεύστηκαν: ο νεαρός το έριξε στο πιοτό και ούτε νύχτα ούτε μέρα δεν σταματούσε να πίνει και τελικά δεν αξιώθηκε να προσφέρει τίποτε ούτε στην πόλη του ούτε στους φίλους ούτε στον εαυτό του. Όσο για τον Άνυτο, εξαιτίας της αξιοθρήνητης παιδείας πού είχε δώσει στον γιο του και εξαιτίας της δικής του αφροσύνης, ακόμα και μετά το θάνατο του έχει κακή φήμη. Ό Σωκράτης εξάλλου, πλέκοντας το εγκώμιο του εαυτού του στο δικαστήριο, κίνησε το φθόνο των δικαστών και τους παρότρυνε ακόμα περισσότερο να τον καταδικάσουν. Εγώ πάντως πιστεύω ότι οι θεοί από εύνοια του χάρισαν τέτοια τύχη· διότι το πιο επώδυνο μέρος της ζωής το απέφυγε και από όλους τους θανάτους έλαβε τον ευκολότερο. Επέδειξε επίσης τη δύναμη της ψυχής του· εφόσον είχε αποφασίσει ότι είναι καλύτερο γι' αυτόν να πεθάνει παρά να συνεχίσει τη ζωή του, όπως ακριβώς δεν εναντιωνόταν σε ό,τι άλλο έκρινε καλό, έτσι και μπροστά στο θάνατο δεν δείλιασε, αλλά χαρούμενος τον υποδέχτηκε και πλήρωσε το χρέος του σ' αυτόν. Όσο για μένα, όταν αναλογίζομαι τη σοφία και την ευγένεια αυτού του ανθρώπου, ούτε να μην τον μνημονεύω μπορώ ούτε μνημονεύοντάς τον να μην τον επαινώ. Κι αν κάποιος από κείνους πού ποθούν την αρετή έτυχε ποτέ να μαθητεύσει σε δάσκαλο πιο χρήσιμο από τον Σωκράτη, εγώ αυτόν τον θεωρώ τον πιο καλότυχο άνθρωπο του κόσμου.