Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Οἰδίπους Τύραννος (1186-1222)

ΧΟ. ἰὼ γενεαὶ βροτῶν, [στρ. α]
ὡς ὑμᾶς ἴσα καὶ τὸ μη-
δὲν ζώσας ἐναριθμῶ.
τίς γάρ, τίς ἀνὴρ πλέον
1190 τᾶς εὐδαιμονίας φέρει
ἢ τοσοῦτον ὅσον δοκεῖν
καὶ δόξαντ᾽ ἀποκλῖναι;
τὸν σόν τοι παράδειγμ᾽ ἔχων,
τὸν σὸν δαίμονα, τὸν σόν, ὦ
1195 τλᾶμον Οἰδιπόδα, βροτῶν
οὐδὲν μακαρίζω·

ὅστις καθ᾽ ὑπερβολὰν [ἀντ. α]
τοξεύσας ἐκράτησας τοῦ
πάντ᾽ εὐδαίμονος ὄλβου,
ὦ Ζεῦ, κατὰ μὲν φθίσας
τὰν γαμψώνυχα παρθένον
1200 χρησμῳδόν, θανάτων δ᾽ ἐμᾷ
χώρᾳ πύργος ἀνέστας·
ἐξ οὗ καὶ βασιλεὺς καλῇ
ἐμὸς καὶ τὰ μέγιστ᾽ ἐτι-
μάθης ταῖς μεγάλαισιν ἐν
Θήβαισιν ἀνάσσων.

τανῦν δ᾽ ἀκούειν τίς ἀθλιώτερος; [στρ. β]
1205 τίς ἄταις ἀγρίαις, τίς ἐν πόνοις
ξύνοικος ἀλλαγᾷ βίου;
ἰὼ κλεινὸν Οἰδίπου κάρα,
ᾧ μέγας λιμὴν
αὑτὸς ἤρκεσεν
παιδὶ καὶ πατρὶ
θαλαμηπόλῳ πεσεῖν,
1210 πῶς ποτε πῶς ποθ᾽ αἱ πατρῷ-
αί σ᾽ ἄλοκες φέρειν, τάλας,
σῖγ᾽ ἐδυνάθησαν ἐς τοσόνδε;

ἐφηῦρέ σ᾽ ἄκονθ᾽ ὁ πάνθ᾽ ὁρῶν χρόνος, [ἀντ. β]
δικάζει τὸν ἄγαμον γάμον πάλαι
1215 τεκνοῦντα καὶ τεκνούμενον.
ἰώ, Λαΐειον ‹ὦ› τέκνον,
εἴθε σ᾽ εἴθε ‹σε›
μήποτ᾽ εἰδόμαν.
δύρομαι γὰρ ὥσ-
περ ἰήλεμον χέων
1220 ἐκ στομάτων. τὸ δ᾽ ὀρθὸν εἰ-
πεῖν, ἀνέπνευσά τ᾽ ἐκ σέθεν
καὶ κατεκοίμησα τοὐμὸν ὄμμα.

***
ΧΟΡ. Ιού, ιού γενεές των θνητών, [στρ. α]
αναμετρώ τη ζωή σας
και βρίσκω παντού το μηδέν.
Ποιός άνθρωπος ευδαιμονεί
1190 και πλέει για πολύ στην ευτυχία;
Μονάχα τη φαντάζεται·
λίγο κρατάει τ᾽ όνειρο και σβήνει.
Τη συμφορά σου θωρώ,
τον ανελέητο θωρώ δαίμονά σου
και τίποτα θνητό δεν δύναμαι,
Οιδίπου θλιβερέ, να μακαρίσω.

Αυτός ετόξευσε και πέρασε το μέτρο, [αντ. α]
αυτός στο χέρι κράτησε
της ευτυχίας τον ανθό·
αφάνισεν, ω Ζευ, τη χρησμωδό
παρθένα τη γαμψώνυχη·
1200 υψώθηκε σαν πύργος και σταμάτησε
το θάνατο που ρήμαξε τη χώρα.
Γι᾽ αυτό και βασιλέα σε αναγόρευσα,
ως βασιλέα μου σε λάμπρυνα
κι ως βασιλέας μου κυβέρνησες
τη Θήβα τη μεγάλη.

Γεννήθηκε στα χρόνια μας πιο δύσμοιρος [στρ. β]
κανείς;
Ποιός άλλος άλλαξε ζωή και βρέθηκε
να συνοικεί με της ανοίκειας κατάρας το φορτίο;
Ιού, η σεπτή κεφαλή του Οιδίποδος!
Πώς μπόρεσε και δέχθηκεν ο μέγας κόλπος
1210 νυμφίο τον πατέρα και τον γιο;
πώς μπόρεσες, κακότυχε, να σπείρεις
στ᾽ αυλάκι που άνοιξε τ᾽ αλέτρι του πατέρα σου;
και πώς δεν έβγαλε φωνή να σου μιλήσει;

Ο παντεπόπτης χρόνος σε φανέρωσεν [αντ. β]
αδόκητα
και δίκασε το γάμο τον ανίερο,
όπου τα τέκνα μιαρά τεκνοποιούσαν.
Ιού, υγιέ του Λαΐου, ποτέ
μα ποτέ να μη σ᾽ είχα αντικρίσει.
Οδύρομαι και γέμισε το στόμα μου
1220 με θρήνο βακχικό. Κι όμως θα πω
την αλήθεια: μου έδωσες νέα πνοή
και χόρτασαν τον ύπνο το βαθύ τα βλέφαρά μου.

ΟΜΗΡΟΣ: Ἰλιάς (1.304-1.363)

Ὣς τώ γ᾽ ἀντιβίοισι μαχεσσαμένω ἐπέεσσιν
305 ἀνστήτην, λῦσαν δ᾽ ἀγορὴν παρὰ νηυσὶν Ἀχαιῶν·
Πηλεΐδης μὲν ἐπὶ κλισίας καὶ νῆας ἐΐσας
ἤϊε σύν τε Μενοιτιάδῃ καὶ οἷς ἑτάροισιν·
Ἀτρεΐδης δ᾽ ἄρα νῆα θοὴν ἅλαδε προέρυσσεν,
ἐν δ᾽ ἐρέτας ἔκρινεν ἐείκοσιν, ἐς δ᾽ ἑκατόμβην
310 βῆσε θεῷ, ἀνὰ δὲ Χρυσηΐδα καλλιπάρῃον
εἷσεν ἄγων· ἐν δ᾽ ἀρχὸς ἔβη πολύμητις Ὀδυσσεύς.
Οἱ μὲν ἔπειτ᾽ ἀναβάντες ἐπέπλεον ὑγρὰ κέλευθα,
λαοὺς δ᾽ Ἀτρεΐδης ἀπολυμαίνεσθαι ἄνωγεν·
οἱ δ᾽ ἀπελυμαίνοντο καὶ εἰς ἅλα λύματα βάλλον,
315ἕρδον δ᾽ Ἀπόλλωνι τεληέσσας ἑκατόμβας
ταύρων ἠδ᾽ αἰγῶν παρὰ θῖν᾽ ἁλὸς ἀτρυγέτοιο·
κνίση δ᾽ οὐρανὸν ἷκεν ἑλισσομένη περὶ καπνῷ.
Ὣς οἱ μὲν τὰ πένοντο κατὰ στρατόν· οὐδ᾽ Ἀγαμέμνων
λῆγ᾽ ἔριδος, τὴν πρῶτον ἐπηπείλησ᾽ Ἀχιλῆϊ,
320 ἀλλ᾽ ὅ γε Ταλθύβιόν τε καὶ Εὐρυβάτην προσέειπε,
τώ οἱ ἔσαν κήρυκε καὶ ὀτρηρὼ θεράποντε·
«ἔρχεσθον κλισίην Πηληϊάδεω Ἀχιλῆος·
χειρὸς ἑλόντ᾽ ἀγέμεν Βρισηΐδα καλλιπάρῃον·
εἰ δέ κε μὴ δώῃσιν, ἐγὼ δέ κεν αὐτὸς ἕλωμαι
325 ἐλθὼν σὺν πλεόνεσσι· τό οἱ καὶ ῥίγιον ἔσται.»
Ὣς εἰπὼν προΐει, κρατερὸν δ᾽ ἐπὶ μῦθον ἔτελλε·
τὼ δ᾽ ἀέκοντε βάτην παρὰ θῖν᾽ ἁλὸς ἀτρυγέτοιο,
Μυρμιδόνων δ᾽ ἐπί τε κλισίας καὶ νῆας ἱκέσθην.
τὸν δ᾽ εὗρον παρά τε κλισίῃ καὶ νηῒ μελαίνῃ
330 ἥμενον· οὐδ᾽ ἄρα τώ γε ἰδὼν γήθησεν Ἀχιλλεύς.
τὼ μὲν ταρβήσαντε καὶ αἰδομένω βασιλῆα
στήτην, οὐδέ τί μιν προσεφώνεον οὐδ᾽ ἐρέοντο·
αὐτὰρ ὁ ἔγνω ᾗσιν ἐνὶ φρεσὶ φώνησέν τε·
«χαίρετε, κήρυκες, Διὸς ἄγγελοι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν,
335 ἆσσον ἴτ᾽· οὔ τί μοι ὔμμες ἐπαίτιοι, ἀλλ᾽ Ἀγαμέμνων,
ὃ σφῶϊ προΐει Βρισηΐδος εἵνεκα κούρης.
ἀλλ᾽ ἄγε, διογενὲς Πατρόκλεες, ἔξαγε κούρην
καί σφωϊν δὸς ἄγειν· τὼ δ᾽ αὐτὼ μάρτυροι ἔστων
πρός τε θεῶν μακάρων πρός τε θνητῶν ἀνθρώπων
340 καὶ πρὸς τοῦ βασιλῆος ἀπηνέος, εἴ ποτε δὴ αὖτε
χρειὼ ἐμεῖο γένηται ἀεικέα λοιγὸν ἀμῦναι
τοῖς ἄλλοις· ἦ γὰρ ὅ γ᾽ ὀλοιῇσι φρεσὶ θύει,
οὐδέ τι οἶδε νοῆσαι ἅμα πρόσσω καὶ ὀπίσσω,
ὅππως οἱ παρὰ νηυσὶ σόοι μαχέοιντο Ἀχαιοί.»
345 Ὣς φάτο, Πάτροκλος δὲ φίλῳ ἐπεπείθεθ᾽ ἑταίρῳ,
ἐκ δ᾽ ἄγαγε κλισίης Βρισηΐδα καλλιπάρῃον,
δῶκε δ᾽ ἄγειν· τὼ δ᾽ αὖτις ἴτην παρὰ νῆας Ἀχαιῶν·
ἡ δ᾽ ἀέκουσ᾽ ἅμα τοῖσι γυνὴ κίεν· αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς
δακρύσας ἑτάρων ἄφαρ ἕζετο νόσφι λιασθείς,
350 θῖν᾽ ἔφ᾽ ἁλὸς πολιῆς, ὁρόων ἐπ᾽ ἀπείρονα πόντον·
πολλὰ δὲ μητρὶ φίλῃ ἠρήσατο χεῖρας ὀρεγνύς·
«μῆτερ, ἐπεί μ᾽ ἔτεκές γε μινυνθάδιόν περ ἐόντα,
τιμήν πέρ μοι ὄφελλεν Ὀλύμπιος ἐγγυαλίξαι
Ζεὺς ὑψιβρεμέτης· νῦν δ᾽ οὐδέ με τυτθὸν ἔτεισεν·
355 ἦ γάρ μ᾽ Ἀτρεΐδης εὐρὺ κρείων Ἀγαμέμνων
ἠτίμησεν· ἑλὼν γὰρ ἔχει γέρας, αὐτὸς ἀπούρας.»
Ὣς φάτο δάκρυ χέων, τοῦ δ᾽ ἔκλυε πότνια μήτηρ
ἡμένη ἐν βένθεσσιν ἁλὸς παρὰ πατρὶ γέροντι·
καρπαλίμως δ᾽ ἀνέδυ πολιῆς ἁλὸς ἠΰτ᾽ ὀμίχλη,
360 καί ῥα πάροιθ᾽ αὐτοῖο καθέζετο δάκρυ χέοντος,
χειρί τέ μιν κατέρεξεν, ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζε·
«τέκνον, τί κλαίεις; τί δέ σε φρένας ἵκετο πένθος;
ἐξαύδα, μὴ κεῦθε νόῳ, ἵνα εἴδομεν ἄμφω.»

***
Και αφού ελογομάχησαν, εκείνοι εσηκωθήκαν
305 και διάλυσαν την σύνοδον στων Αχαιών τα πλοία.
Στες πρύμνες του και στες σκηνές εγύρισ᾽ ο Πηλείδης
και οι σύντροφοί του οπίσω του με τον Μενοιτιάδη
κι έριξ᾽ ο Ατρείδης γρήγορο στην θάλασσαν καράβι
με κουπηλάτες είκοσι κι επάνω εκατόμβην
310 προς τον θεόν και ανέβασε την κόρην Χρυσηίδα·
και αρχηγός ο συνετός ανέβηκε Οδυσσέας.
Κι ενώ στα πλάτη αρμένιζαν εκείνοι της θαλάσσης,
ο Ατρείδης να καθαρισθούν παράγγειλε τα πλήθη·
κ εκείνοι εκαθαρίζονταν και τ᾽ αποπλύματ᾽ όλα
315 έριχναν μες στην θάλασσαν, και τέλειες εκατόμβες
ταύρων κι ερίφων έκαιαν ακρόγιαλα του Φοίβου
και ανέβαιν᾽ ως τον ουρανόν καπνός ευωδιασμένος.
Τούτα ενεργούσαν στον στρατόν, και ασάλευτος ο Ατρείδης
σ᾽ ό,τι εφοβέρισε απ᾽ αρχής να κάμει του Αχιλλέως
320 είπε προς τον Ταλθύβιον και προς τον Ευρυβάτην,
που ήσαν αυτοί κήρυκες και ακόλουθοι δικοί του:
«Εις του Πηλείδη την σκηνήν αμέτε, του Αχιλλέως,
και από το χέρι πάρετε την κόρην Βρισηίδα,
και αν δεν την δώσει, με πολλούς θα έλθω να την πάρω
325 εγώ· μ᾽ αυτό χειρότερα θα ταραχθεί η ψυχή του».
Είπε και τους ξαπόστειλε με δυνατές φοβέρες·
άθελα εκείνοι παίρνοντας την άκραν της θαλάσσης
στων Μυρμιδόνων τες σκηνές και τα καράβια φθάσαν.
Καθήμενον εις την σκηνήν σιμά και στο καράβι
330 τον ήβραν και να τους ιδεί δεν χάρηκε ο Πηλείδης.
Τότε από φόβον κι εντροπήν εμπρός στον βασιλέα
εκείνοι εμέναν άφωνοι και δεν τον ερωτούσαν·
τους νόησε και «χαίρετε, ω κήρυκες», τους είπε,
«αγγελιοφόροι του Διός και των θνητών ανθρώπων·
335 ελατ᾽ εμπρός, δεν φταίτε σεις, ο Αγαμέμνων φταίει
πόστειλε σας να πάρετε την κόρην του Βρισέως.
Πάτροκλε διογέννητε, την κόρην έξω βγάλε
και να την πάρουν δώσε την· και ας είναι αυτοί μαρτύροι
προς τους θεούς, προς τους θνητούς και προς τον βασιλέα
340 εκείνον τον σκληρόψυχον, αν ποτέ φθάσει ανάγκη
από αχρείον όλεθρον να σώσω εγώ τους άλλους·
τωόντι αυτός λυσσομανεί με λογικά χαμένα
και δεν γνωρίζει τα εμπρός να ιδεί και τα κατόπι,
πώς να του μάχοντ᾽ οι Αχαιοί γεροί σιμά στα πλοία».
345 Και απ᾽ την σκηνήν ο Πάτροκλος την κόρην Βρισηίδα
έβγαλε και την έδωκε στα χέρια των κηρύκων,
κι ευθύς εκείνοι γύρισαν στων Αχαιών τα πλοία,
κι η ωραία κόρη εβάδιζε κατόπι λυπημένη·
τότε ο Πηλείδης έκλαιγε και στ᾽ ακρογιάλι μόνος
350 καθήμενος εκοίταζε τ᾽ απέραντα πελάγη
και θερμοευχήθη της μητρός απλώνοντας τα χέρια:
«Μητέρ᾽, αφού κοντόχρονον με έχεις γεννημένον,
έπρεπε καν ο βροντητής να μου χαρίσει ο Δίας
τιμήν και αντίς ολότελα δεν μ᾽ έχει αυτός τιμήσει·
355 ιδού τώρα με ατίμασεν ο μέγας Αγαμέμνων,
ότι μου άρπαξεν αυτός το δώρο μου και το ᾽χει».
Είπε με δάκρυα και η σεπτή τον άκουσε μητέρα
στα βάθη όπ᾽ έμενε σιμά στον γέροντα γονέα
και σαν ομίχλη ανέβηκε μέσ᾽ από τ᾽ άσπρο κύμα.
360 Στο πλάγι αυτού που έκλαιεν εκάθισεν η θεία,
τον χάιδεψε, κατ᾽ όνομα τον έκραξε και του ᾽πε:
«Τι κλαις, παιδί μου, στην καρδιά ποια λύπη σ᾽ ήβρε; Ειπέ μου
ευθύς, μη το ᾽χεις μυστικό, κι εγώ να το γνωρίσω».

Το σώμα κι ο καθρέφτης

Η σωματική δυσμορφία είναι μια ψυχολογική πάθηση η οποία πολλές φορές κρύβεται και δεν είναι τόσο εύκολο να την ανιχνεύσουμε και να την αντιμετωπίσουμε. Οι συμπεριφορές στον περιβάλλοντα χώρο της σωματικής δυσμορφίας ανιχνεύονται όταν περνάμε πολύ χρόνο να αγχωνόμαστε για την εμφάνισή μας και να χτίζουμε μίσος για τις μικρές μας ατέλειες; Ατέλειες οι οποίες συνήθως δεν είναι καν εμφανείς σε άλλους.

Αντιλαμβανόμαστε ότι το κάθε σώμα είναι μοναδικό και σταματάμε να συγκρίνουμε όσα σώματα βλέπουμε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με το δικό μας. Η σύγκριση, μας κάνει υποσυνείδητα να οδεύουμε προς το να μην αγαπάμε το σώμα μας- σύγκριση η οποία ούτως ή άλλως δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα.

Οι φωτογραφίες που βλέπουμε σε διαφημίσεις και σε διάφορους λογαριασμούς, είναι τόσο προσεκτικά βγαλμένες, διαλεγμένες από χιλιάδες επιλογές, μονταρισμένες και δεν απεικονίζουν καν ένα δευτερόλεπτο από τη ζωή εκείνου που βλέπουμε μπροστά μας. Κανένα ίχνος από λίπος, ραγάδες, κυτταρίτιδα, ανθρώπους με καλογυμνασμένα χέρια, γλουτούς και κοιλιακούς. Σε ένα κόσμο με χιλιάδες εφαρμογές που μπορούν να σου αλλάξουν τις φωτογραφίες σου για να φαίνεσαι πιο καλλίγραμμος, ψηλός, γυμνασμένος, χωρίς το παραμικρό σημάδι, εσύ κάνε τη μικρή σου επανάσταση και διάλεξε να δείχνεις το σώμα σου για εκείνο που πραγματικά είναι.

Αλμπέρ Καμύ: Τα χρόνια της νιότης διαρκούν τόσο πολύ επειδή ακριβώς είναι τόσο γεμάτα

Νέος, ζητούσα από τους ανθρώπους περισσότερα απ’ όσα μπορούσαν να μου δώσουν: μια διαρκή φιλία, μια μόνιμη συγκίνηση.

Ξέρω τώρα να τους ζητώ λιγότερα απ’ όσα μπορούν να μου δώσουν: μιαν απλή συντροφιά.

Και οι συγκινήσεις τους, η φιλία τους, οι ευγενικές χειρονομίες τους διατηρούν, στα μάτια μου, ολόκληρη την αξία του θαύματος: μια τέλεια εντύπωση χάριτος.

Αν ο χρόνος κυλά τόσο γρήγορα, είναι γιατί δεν τον μετράμε με αναγνωριστικά ορόσημα.

Το ίδιο και με το φεγγάρι, στο ζενίθ και χαμηλά στον ορίζοντα.

Γι’ αυτό ακριβώς τα χρόνια της νιότης διαρκούν τόσο πολύ επειδή ακριβώς είναι τόσο γεμάτα, ενώ τα χρόνια των γηρατειών περνούν τόσο γρήγορα επειδή είναι ήδη δημιουργημένα.

Παρατηρούμε, για παράδειγμα, ότι είναι σχεδόν αδύνατο να κοιτάμε έναν λεπτοδείκτη να γυρίζει επί πέντε λεπτά στο καντράν, τόσο μακρόσυρτο κι εξοργιστικό μάς φαίνεται το όλο πράγμα.

ΑΛΜΠΕΡ ΚΑΜΥ, Σημειωματάρια

Λιαντίνης: Να γελάς όταν τα πράγματα γίνονται απότομα σοβαρά

Κανείς δεν είναι πλούσιος αν είναι άκληρος και καμία δεν είναι ωραία όταν είναι ανόητη και κανένας δεν είναι χαρούμενος όταν είναι κακός.

Να ζεις με πλήθουσα γύρω σου τη σιωπή και τα λόγια σου, όταν χρειάζουνται, να πέφτουν μετρημένα σαν τις καμπάνες της Μεγάλης Παρασκευής…

Να γελάς όταν τα πράγματα γίνονται απότομα σοβαρά. Και στο βουβό σχήμα των προσώπων γράφεται μια πολύ μακρινή προσδοκία. Έτσι που να φαίνεται ότι υπάρχει το βάθος. Και να θλίβεσαι, όταν το γελοίο διατρέχοντας όλα τα στάδια έκφρασής του, φτάνει στο αδιέξοδο. Ντρέπεται δηλαδή τον ίδιο τον εαυτό του.

Να σέβεσαι ένα δέντρο περισσότερο από ένα βιβλίο. Ακόμη και όταν το τελευταίο είναι οι Ωδές του Κάλβου. Κι αν δεις ένα μικρό μυρμήγκι να τραβάει στη δουλειά του, είναι χρήσιμο να συλλογιστείς ότι το έργο που κάνει δεν είναι μικρότερο από μια σπουδαία αγόρευση του μεγάλου Βενιζέλου στη Βουλή.

Πάντα να τρως την ώρα που λησμόνησες πως πεινάς.

Γεννιόμαστε μέσα στην υποκρισία. Μεγαλώνουμε μαζί της. Την σπουδάζουμε με ζήλο, την διδάσκουμε με φανατισμό. Και όταν πεθαίνουμε, την αφήνουμε τρίτη Διαθήκη στα παιδιά μας.

Ο προσωκρατικός αιώνας, είναι η αψηλότερη στιγμή της ανθρώπινης συνείδησης.

Όταν κοιτάζεις τα βουνά -τον Ταύγετο, τον Ακροκόρινθο, το Δρίσκο- και κουβεντολογάς μαζί τους. Να μην απορείς που δεν σου αποκρίνονται. Η σιωπή τους είναι τα λόγια όλων εκείνων που τα κοίταξαν πριν από σένα.

Από την κλασική αρχαία Ελλάδα οι άνθρωποι πήραν όσα δεν κατάλαβαν.

Εάν o ευρωπαϊκός μηδενισμός σημαίνει την άρνηση και την παρακμή, τον εκφυλισμό, τη σήψη, τη φθορά, και την απαισιοδοξία, το πνεύμα του Νίτσε είναι σε όλα αυτά το ακριβώς αντίθετο. Το γεγονός ότι του φόρτωσαν ο,τι ακριβώς δεν έχει. Και ό,τι καταμήνυσε στους άλλους, πηγάζει από την ψυχολογία του κλέφτη, που φωνάζει για να φοβηθεί ο νοικοκύρης.

Κανένας σοβαρός μελετητής του κλασικού κόσμου δεν θά ‘χε να δείξει κάποιον άνθρωπο ή λαό που κλείστηκε στον λαβύρινθο της απελπισίας. Και που πάλεψε τον Μινώταυρο του ανθρώπινου πόνου, ηρωικότερα και σεμνότερα από τους Έλληνες.

Οι πλούσιοι ποτέ δεν ρωτούν, αν αξίζουν εκείνο που κατέχουν. Οι πένητες ποτέ δεν στοχάζουνται, τι είναι εκείνο που ζητούν.

Η εικόνα της ταφής ενός ακαδημαϊκού με στεφάνια, επικήδειους, βιβλία συλλυπητηρίων κλπ, είναι διαφορετική από την εικόνα μιας μανιάτισσας που μοιρολογεί τον άντρα της. Η ευαισθησία του λαού είναι άλλο πράγμα από την υπεροψία των διανοουμένων.

Χωρίς λίγη ανταρσία στο αίσθημα, λίγη τρέλα στο μυαλό, λίγον ίλιγγον που φέρνουν τα κοφτερά βράχια και τα φωτερά μετέωρα, χωρίς κάποιους οραματικούς σπασμούς και μερικές ενδείξεις μοναχικού παραμιλητού, δεν είναι εύκολο να ξεμακρύνει κανείς από την πεπατημένη. Όταν δεν υπάρχει γύρω μας τίποτα το αληθινό, πως να υποψιαστούμε ότι όλα είναι ψεύτικα;

Άνθρωποι φυγόπονοι χρειάζονται το χρηματικό κίνητρο για να κάνουν οτιδήποτε

Αυτό που επιθυμούμε να γίνει πραγματικότητα είναι η αύξηση της σχόλης, μιας κατηγορίας η οποία – ορθά νοούμενη – όχι μόνο δε συμπίπτει με την αδράνεια αλλά βρίσκεται σχεδόν στους αντίποδές της. Η σχόλη, με την πραγματική, λησμονημένη σχεδόν έννοια του όρου, συνιστά δραστηριότητα δίχως εξωτερική επιδίωξη, “σκοπιμότητα χωρίς σκοπό” κατά τον Kant. Ο γλύπτης που είναι απορροφημένος στην κοπή του μαρμάρου, ο δάσκαλος που επιδιώκει να μεταδώσει μια δύσκολη έννοια στους μαθητές του, ο μουσικός που παλεύει με μια παρτιτούρα, ο επιστήμονας που εξερευνά τα μυστήρια του χώρου και του χρόνου είναι άνθρωποι που επιδιώκουν κάτι άλλο πέραν του να κάνουν αυτό που γνωρίζουν να κάνουν καλά. Μπορεί οι προσπάθειές τους να τους αποφέρουν κάποιο εισόδημα, αλλά αυτό δεν αποτελεί το κίνητρό τους.

Σύμφωνα με τη δική μας θεώρηση, αυτοί μετέχουν της σχόλης και όχι του μόχθου. Πρόκειται, φυσικά, για εξιδανίκευση. Στον πραγματικό κόσμο, οι εξωτερικές ανταμοιβές, μεταξύ των οποίων και τα οικονομικά οφέλη, δεν μπορούν να εξαλειφθούν ποτέ εντελώς από το μυαλό των ανθρώπων. Παρ’ όλα αυτά, εφόσον η δράση προχωρά όχι από ανάγκη αλλά από κλίση, εφόσον είναι αυθόρμητη και όχι επιβεβλημένη και μηχανική, επιφέρει το τέλος του μόχθου και την έναρξη της σχόλης. Αυτό – και όχι η αδράνεια – είναι το ιδανικό μας. Ο πολιτισμός μας, με τη φαντασιωτική ένδεια που τον διακρίνει, πιστεύει ότι σε κάθε έκφανση δημιουργικότητας και καινοτομίας – σε αντιδιαστολή με το είδος εκείνο που στοχεύει στη βελτίωση των οικονομικών διαδικασιών – οφείλει να έχει ως γνώμονα το χρήμα.

“Ωραία όλα αυτά” θα μπορούσε να αντιτείνει ένας επικριτής μας, “αλλά μάλλον μοιάζει εντελώς απίθανο η μείωση της εξωγενώς παρακινούμενης δραστηριότητας να οδηγήσει σε αύξηση της σχόλης, με τη μεγαλόπνοη έννοια που αποδίδετε στον όρο. Άνθρωποι φυγόπονοι όπως εμείς χρειάζονται το χρηματικό κίνητρο για να κάνουν οτιδήποτε. Χωρίς το χρήμα, η τεμπελιά – που μας χαρακτηρίζει εκ φύσεως – έρχεται στην επιφάνεια, οδηγώντας μας όχι στο ευ ζην, αλλά στην πλήξη , τη νεύρωση και τον αλκοολισμό. Διαβάστε μερικά ρωσικά μυθιστορήματα και θα δείτε τι εννοώ.”

Σε μια τέτοια ένσταση δεν μπορούμε παρά να αντιπαραθέσουμε μια δήλωση πίστης. Καθώς ποτέ δεν έχει επιχειρηθεί η μείωση της εργασίας σε τόσο ευρεία βάση, δε γνωρίζουμε με βεβαιότητα τις πιθανές συνέπειες. Δεν μπορούμε όμως να πιστέψουμε ότι αυτές θα ήταν τόσο ολέθριες όσο υποστηρίζει ο επικριτής μας, ειδάλλως το κύριο εγχείρημα του νεωτερικού ευρωπαϊκού πολιτισμού να βελτιώσει την ευημερία των ανθρώπων θα ήταν ανούσιο και μάταιο. Αν ο τελικός σκοπός της εργατικότητας είναι η οκνηρία, αν εργαζόμαστε και δημιουργούμε απλώς και μόνο για να μπορούν οι απόγονοί μας να παρακολουθούν ολημερίς τηλεόραση, τότε η πρόοδος στην ολότητά της δεν είναι, κατά τον Orwell, παρά “ένας ξέφρενος αγώνας για μια επιδίωξη που ευελπιστούμε και προσευχόμαστε να μην επιτευχθεί ποτέ”. Βρισκόμαστε στην παράδοξη κατάσταση να ωθούμε τον εαυτό μας συνεχώς σε νέα εγχειρήματα, όχι επειδή πιστεύουμε ότι αυτά αξίζουν τον κόπο, αλλά επειδή κάθε δραστηριότητα, όσο άσκοπη κι αν είναι, είναι καλύτερη από το τίποτα. Πρέπει να πιστέψουμε στη δυνατότητα της πραγματικής σχόλης – ειδάλλως θα βρεθούμε πράγματι σε απελπιστική κατάσταση.

Θα ήταν ελπιδοφόρο να δούμε τα πράγματα από μια διαφορετική συλλογιστική γραμμή. Η αντίληψη του ανθρώπου ως εκ γενετής τεμπέλη που ωθείται να δράσει μονάχα από την προοπτική του κέρδους χαρακτηρίζει αποκλειστικά τους νεότερους χρόνους. Οι οικονομολόγοι, ειδικότερα, βλέπουν τους ανθρώπους σαν υποζύγια τα οποία, για να κάνουν το παραμικρό, χρειάζονται το κίνητρο του καρότου ή του μαστιγίου. Ο William Stanley Jevons, πρωτοπόρος της νεότερης οικονομικής θεωρίας, ορίζει το ανθρώπινο πρόβλημα ως το “να ικανοποιήσουμε τις επιθυμίες μας στο έπακρο με την ελάχιστη δυνατή προσπάθεια”. Στην αρχαιότητα η αντίληψη των πραγμάτων ήταν διαφορετική. Οι πολίτες της Αθήνας και της Ρώμης, αν και οικονομικά αντιπαραγωγικοί, ήταν ενεργοί στον υπέρτατο βαθμό – στην πολιτική, τον πόλεμο, τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία.

Γιατί να μην παραδειγματιστούμε από αυτούς και γιατί πρέπει να δουλεύουμε σαν γαϊδούρια; Φυσικά, οι Αθηναίοι και οι Ρωμαίοι πολίτες, είχαν εκπαιδευτεί από νεαρή ηλικία στη συνετή χρήση της σχόλης. Το εγχείρημα που έχουμε κατά νου συνεπάγεται ανάλογη εκπαιδευτική προσπάθεια. Δεν μπορούμε να περιμένουμε μια κοινωνία που έχει εκπαιδευτεί σε επιβεβλημένες και μηχανικές χρήσεις του χρόνου να γίνει εν μια νυκτί κοινωνία ελεύθερων ανθρώπων. Δεν πρέπει όμως να έχουμε καμιά αμφιβολία ότι το έργο αυτό είναι θεωρητικά εφικτό. Ο Bertrand Russell, σε ένα δοκίμιο που γράφτηκε δύο μόλις χρόνια μετά τις “Οικονομικές δυνατότητες”, προβαίνει σε μια πιο διεξοδική εικονογράφηση των προωθητικών αποτελεσμάτων της οικονομικής κρίσης και θέτει το ζήτημα με τη σαφήνεια που τον χαρακτηρίζει συνήθως:

Θα ισχυριστούν κάποιοι ότι, ενώ ο λιγοστός ελεύθερος χρόνος είναι ευχάριστος, οι άνθρωποι δεν θα ήξεραν πώς να γεμίσουν τις μέρες τους, αν εργάζονταν μονάχα τέσσερις από τις είκοσι τέσσερις ώρες. Στον όποιο βαθμό αυτό ισχύει στον σύγχρονο κόσμο, δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί μομφή προς τον πολιτισμό μας, και δεν θα μπορούσε να ισχύει σε καμιά προγενέστερη περίοδο. Κατά το παρελθόν οι άνθρωποι διέθεταν ακόμη την ικανότητα για ξεγνοιασιά και παιχνίδι, αυτή όμως έχει σε κάποιο βαθμό ανασταλεί από τη λατρεία της αποδοτικότητας… Οι ψυχαγωγικές δραστηριότητες των αστικών πληθυσμών έχουν γίνει κατά βάση παθητικές: βλέπουν κινηματογραφικές ταινίες, παρακολουθούν ποδοσφαιρικούς αγώνες, ακούνε ραδιόφωνο και ούτω καθεξής. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η ενεργητικότητά τους διοχετεύεται πλήρως στην εργασία, αν διέθεταν περισσότερο ελεύθερο χρόνο, θα ξανάβρισκαν ικανοποίηση σε δραστηριότητες στις οποίες θα λάμβαναν ενεργό μέρος.

Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε πως ο βασικός λόγος για τον οποίο πέφτουμε με τα μούτρα στη δουλειά – ως το μη χείρον βέλτιστον – είναι ακριβώς επειδή η σχόλη έχει χάσει το αληθινό νόημά της, της αυθόρμητης δραστηριότητας, και έχει εκφυλιστεί σε παθητική κατανάλωση. “ Πρέπει να δουλεύει κανείς” γράφει ο Baudelaire στο έργο του Journaux Intimes, “αν όχι από επιθυμία, τουλάχιστον από απελπισία. Γιατί, για να πούμε την αλήθεια, η εργασία είναι λιγότερο βαρετή από τη διασκέδαση”.

Πολλές φορές, οι αλήθειες γίνονται αντιληπτές μόνο για να χαθούν και πάλι

Πριν από δυόμισι χιλιάδες χρόνια, ο Έλληνας Αρίσταρχος ανακάλυψε ότι ο Ήλιος είναι το κέντρο του σύμπαντός μας και όχι η Γη. Αυτή η θεωρία του Αρίσταρχου έγινε γνωστή ως ηλιοκεντρική. Αργότερα όμως, οι Πτολεμαίοι εγκατέλειψαν αυτή τη θεωρία και είπαν ότι το κέντρο είναι η Γη.

Χρειάστηκαν πάνω από χίλια χρόνια, μέχρι ο Κέπλερ και ο Κοπέρνικος να εδραιώσουν και πάλι τη θεωρία ότι ο Ήλιος είναι το κέντρο του σύμπαντός μας.

Η αλήθεια που ανακάλυψε ο Αρίσταρχος έμεινε κρυμμένη για πάρα πολύ καιρό, μέχρι που ο Κοπέρνικος άνοιξε το αρχαίο βιβλίο του Αρίσταρχου… Και οι άνθρωποι έπαθαν σοκ.

Στη Δύση, λένε ότι η Αμερική ανακαλύφθηκε από τον Κολόμβο. Όταν ο Όσκαρ Γουάιλντ πήγε στην Αμερική, είπε ένα αστείο σχετικά μ’ αυτό, που έγινε πολύ γνωστό. Είπε ότι η Αμερική ανακαλύφθηκε πολύ νωρίτερα από κάποιον άλλο. Αυτό είναι αλήθεια.

Η Αμερική ανακαλύφθηκε πολλές φορές και χάθηκε ξανά και ξανά, όταν κόπηκαν οι σχέσεις μαζί της. Κάποιος ρώτησε τον Όσκαρ Γουάιλντ: «Αν δεν την ανακάλυψε ο Κολόμβος, αν είχε ήδη ανακαλυφθεί, τότε γιατί τη χάσαμε;»

Ο Όσκαρ Γουάιλντ απάντησε αστειευόμενος: «Κάθε φορά που την ανακαλύπταμε, έπρεπε να το κρατήσουμε μυστικό, επειδή έναν τέτοιο μπελά είναι προτιμότερο να τον ξεχάσεις και να τον βάλεις στην άκρη.»

Στο έπος της Μαχαμπαράτα, υπάρχει μια αναφορά στην Αμερική. Μία από τις συζύγους του Αρτζούνα ήταν από το Μεξικό. Υπάρχουν στο Μεξικό αρχαίοι ινδουιστικοί ναοί με είδωλα του Γκανέσα σκαλισμένα πάνω τους.

Συμβαίνει πολλές φορές να έρχεται η αλήθεια μέσα στη φούχτα μας κι ύστερα χάνεται και πάλι.

Όποιος δίνει μεγάλη αξία στη γνώμη των ανθρώπων τους τιμά περισσότερο από όσο θα ‘πρεπε

ΑΥΤΟ το πώς είμαστε κατά τη γνώμη των άλλων, εξαιτίας μιας ιδιαίτερης αδυναμίας της φύσης μας, παίρνει σε κάθε περίπτωση υπερβολική βαρύτητα, παρόλο που λίγη μόνο σκέψη και περισυλλογή θα μας δίδασκε ότι για την ευτυχία μας δεν έχει καμία σημασία. Είναι επομένως δύσκολο να εξηγηθεί το ότι κάθε άνθρωπος χαίρεται μέσα του τόσο πολύ και νιώθει να κολακεύεται η ματαιοδοξία του όταν αντιληφθεί σημάδια ευνοϊκής γνώμης από τους άλλους και αντίστροφα, είναι ν’ απορεί κανείς πόσο πολύ κάθε αμφισβήτηση της φιλοδοξίας του με οποιαδήποτε έννοια, σε οποιονδήποτε βαθμό και σχέση, κάθε υποτίμηση, υποβάθμιση, έλλειψη εκτίμησης βρίσκει τον στόχο της με βεβαιότητα, τον πληγώνει και συχνά τον πονάει βαθιά. Εφόσον σε τούτη την ανθρώπινη ιδιότητα βασίζεται το αίσθημα της τιμής, μπορεί να είναι χρήσιμη και παραγωγική για τη συμβατική καλή συμπεριφορά πολλών σαν υποκατάστατο της ηθικής τους, αλλά στην ευτυχία του ανθρώπου, και ιδίως στην τόσο ουσιαστικής σημασίας για την ευτυχία του ψυχική ηρεμία και ανεξαρτησία, δεν συμβάλει, πιο πολύ τη διαταράσσει και δημιουργεί προσκόμματα. Γι' αυτό μέσα από τους ενδεδειγμένους συλλογισμούς και τη σωστή εκτίμηση των αγαθών θα συμβουλεύαμε να μετριάσει κανένας κατά το δυνατόν εκείνη τη μεγάλη ευαισθησία απέναντι στην ξένη γνώμη, τόσο εκεί που κολακεύεται όσο και εκεί που πληγώνεται γιατί και τα δύο κρέμονται από την ίδια κλωστή. Διαφορετικά μένει κανείς δούλος της ξένης γνώμης και των ξένων σκέψεων:

Sic leve, sic parvum est, animum quod laudis avarum Subruit ac reficit.
[Τόσο μικρό, τόσο ασήμαντο είναι αυτό που ρίχνει κάτω και που ανυψώνει εκείνον που διψάει για εγκώμια.] Οράτιος, Epistulae 2, 1, 179

Εκτός αυτού, ό,τι διαδραματίζεται σε μια ξένη συνείδηση, καθαυτό, για εμάς είναι αδιάφορο, και επίσης κι εμείς σιγά σιγά θα γινόμαστε αδιάφοροι, όταν αποκτήσουμε αρκετή γνώση του επιφανειακού και ρηχού των σκέψεων, της πνευματικής στενότητας των εννοιών, της μικροπρέπειας του φρονήματος, του στρεβλού των απόψεων και του πλήθους των πλανών στα περισσότερα κεφάλια, κι ακόμα μάθουμε από προσωπική πείρα με πόση υποτίμηση μιλάει κανένας συχνά για κάποιον όταν δεν έχει να φοβηθεί τίποτε από αυτόν ή νομίζει πως δεν θα φτάσει στ’ αφτιά του. Ιδιαίτερα όμως, αφού μια φορά θα ακούσουμε με πόση περιφρόνηση μιλάνε μερικοί ηλίθιοι για τους μεγαλύτερους άντρες. Τότε θα καταλάβουμε πως όποιος δίνει μεγάλη αξία στη γνώμη των ανθρώπων τους τιμά περισσότερο από όσο θα ‘πρεπε.

Πράγματι, η αξία που δίνουμε στη γνώμη των άλλων και η διαρκής έγνοια μας γι’ αυτή υπερβαίνει κατά κανόνα κάθε λογικό όριο, έτσι που να μπορεί να θεωρηθεί σαν ένα είδος γενικά εξαπλωμένης ή πιο πολύ έμφυτης μανίας. Σε όλα όσα χάνουμε ή αποφεύγουμε πρώτα πρώτα σκεφτόμαστε την ξένη γνώμη, και από την έγνοια μας γι’ αυτή, με μια ακριβέστερη εξέταση διαπιστώνουμε πώς έχει προέλθει σχεδόν το μισό από όλες τις στενοχώριες και τους φόβους που έχουμε νιώσει ποτέ. Γιατί βρίσκεται πίσω από κάθε συναίσθημα μείωσης, πίσω από όλες τις φιλαρέσκειες και τις αλαζονείες, την επιδεικτικότητα και την καυχησιολογία. Χωρίς αυτή την έγνοια και μανία η πολυτέλεια και η χλιδή θα έχαναν τα εννιά δέκατα της αξίας τους. Κάθε αλαζονική υπερηφάνεια, όσο διαφορετικού είδους και περιοχής και αν είναι, κάθε έπαρση βασίζεται σε αυτή – και τι θυσίες απαιτεί πολλές φορές!

ΣΟΛΩΝ: ΠΕΡΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΣΟΛΩΝ: περ. 640-560 π.Χ.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ Αθηναίων πολιτεία 5. 1 κ.εξ.

Επειδή το πολίτευμα ήταν οργανωμένο με αυτό τον τρόπο και οι πολλοί ήταν δούλοι των λίγων, ο λαός εξεγέρθηκε ενάντια στους ισχυρούς. Επειδή η επανάσταση ήταν έντονη και βρίσκονταν σε αντιπαράθεση μεταξύ τους για μεγάλο χρονικό διάστημα, όρισαν από κοινού μεσολαβητή και άρχοντα τον Σόλωνα και του ανάθεσαν να οργανώσει το πολίτευμα, με βάση μια ελεγεία που είχε γράψει και η οποία άρχιζε έτσι:

Γνωρίζω και πόνος φωλιάζει
στην ψυχή μου βλέποντας
την πιο παλιά χώρα της Ιωνίας
δυστυχισμένη.


Σ’ αυτή την ελεγεία υποστηρίζει και τις δυο παρατάξεις και προβάλλει αντιρρήσεις, και στη συνέχεια τις προτρέπει να βάλουν τέλος στη διαμάχη τους.

Ο Σόλων ανήκε ως προς την καταγωγή και την υπόληψη στους εξέχοντες πολίτες, αλλά ως προς την περιουσία και τη θέση στους μεσαίους, όπως αποδεικνύεται και από άλλα γεγονότα και όπως βεβαιώνει ο ίδιος στα παρακάτω ποιήματα του, όπου συμβουλεύει τους πλούσιους να μην είναι άπληστοι:

Καθησυχάστε τον δυνατό πόθο
στην ψυχή, εσείς που έχετε χορτάσει
από πολλά αγαθά,
και μετριάστε την αλαζονεία σας.
Γιατί ούτε εμείς θα πειστούμε
ούτε εσάς θα ωφελήσουν όλ’ αυτά.


Γενικά, παντού θεωρεί τους πλούσιους υπαίτιους για τη διαμάχη· γι’ αυτό σ’ αρχή της ελεγείας λέει πως φοβάται “τη φιλαργυρία και την υπεροψία”, γιατί αυτές έγιναν αίτιες της παρούσας έχθρας.

Όταν έγινε κύριος των πολιτικών πραγμάτων, ο Σόλων ελευθέρωσε τον λαό και για το παρόν και για το μέλλον, απαγορεύοντας τα δάνεια που συνάπτονταν με αντάλλαγμα την προσωπική ελευθερία, έθεσε σε εφαρμογή νόμους και κατάργησε τα χρέη, ιδιωτικά και δημόσια, μέτρα που οι Αθηναίοι ονόμασαν «σεισάχθεια», γιατί απέσειαν το βάρος. Σχετικά με αυτά προσπάθησαν κάποιοι να τον συκοφαντήσουν γιατί όταν ο Σόλων επρόκειτο να εφαρμόσει τη σεισάχθεια, το ανακοίνωσε σε μερικούς γνώριμους κι έπειτα, όπως είπαν οι δημοκρατικοί, καταστρατηγήθηκε ο νόμος από τους φίλους, ενώ, όπως είπαν οι συκοφάντες, αποκόμισε και ο ίδιος κέρδος. Γιατί αυτοί δανείστηκαν και αγόρασαν μεγάλες εκτάσεις γης, και όταν μετά από λίγο έγινε η κατάργηση των χρεών, πλούτισαν. Έτσι λέγεται ότι απέκτησαν πλούτη όσοι αργότερα υποστήριζαν ότι ήταν από παλιά πλούσιοι.

Ωστόσο, πιθανότερη είναι η εκδοχή των δημοκρατικών. Γιατί δεν είναι φυσικό ο Σόλων να κηλίδωσε τον εαυτό του για τόσο μικρά και ασήμαντα πράγματα, αυτός που ήταν σε όλα μετριοπαθής και αμερόληπτος τόσο ώστε, ενώ μπορούσε να προσεταιριστεί τη μια παράταξη και να γίνει τύραννος της πόλης, αρνήθηκε και τα δυο τούτα και έβαλε το όφελος και τη σωτήρια της πόλης πάνω από το προσωπικό του συμφέρον. Ότι είχε την εξουσία αυτή αποδεικνύεται και από την άσχημη πολιτική κατάσταση — κάτι που και ο ίδιος αναφέρει συχνά στα ποιήματά του και όλοι οι άλλοι συμφωνούν. Η κατηγορία αυτή λοιπόν πρέπει να θεωρηθεί ψεύτικη.

Αριστοτέλης Αθηναίων πολιτεία 7. 1 κ.εξ.

Ο Σόλων εγκαθίδρυσε δημοκρατικό πολίτευμα και θέσπισε άλλους νόμους. Η νομοθεσία του Δράκοντα έπαψε να ισχύει, εκτός από τα σχετικά με τους φόνους. Όρισε την ισχύ των νόμων του για εκατό χρόνια χωρίς τροποποίηση και οργάνωσε το πολίτευμα ως εξής:

Διαίρεσε τους κατοίκους σε τέσσερις τάξεις με βάση την περιουσία, ακριβώς όπως είχαν διαιρεθεί και προηγουμένως, δηλαδή σε πεντακοσιομέδιμνους, ιππείς, ζευγίτες και θήτες. Τα άλλα αξιώματα τα διένειμε στους πεντακοσιομέδιμνους, τους ιππείς και τους ζευγίτες, δηλαδή αυτά των εννέα αρχόντων, των ταμιών, των πωλητών, των Έντεκα και των κωλακρετών, δίνοντας αξίωμα στα μέλη κάθε τάξης ανάλογα με την περιουσία. Στους θήτες έδωσε το δικαίωμα να μετέχουν μόνο στην εκκλησία του δήμου και στα δικαστήρια.

Ο Σόλων όρισε να εκλέγονται οι άρχοντες με κλήρο από άνδρες που κρίνονταν από πριν άξιοι να λάβουν μέρος στην κλήρωση και τους οποίους υποδείκνυε κάθε φυλή. Για τους εννέα άρχοντες κάθε φυλή υποδείκνυε δέκα, από τους οποίους γινόταν η κλήρωση. Λόγω αυτού ισχύει ακόμη κάθε φυλή να επιλέγει δέκα άνδρες με κλήρο και έπειτα να γίνεται κλήρωση με κουκιά μεταξύ αυτών. Το ότι ο Σόλων όρισε να διανέμονται τα αξιώματα με κλήρο ανάλογα με την τάξη επιβεβαιώνεται από τον νόμο περί ταμιών, ο οποίος ισχύει ακόμα και σήμερα, γιατί καθορίζει τον διορισμό ταμιών με κλήρο από την τάξη των πεντακοσιομέδιμνων.

Ίδρυσε βουλή τετρακοσίων, εκατό από κάθε φυλή και όρισε τη βουλή των Αρεοπαγιτών υπεύθυνη για την τήρηση των νόμων, όπως και προηγουμένως επέβλεπε το πολίτευμα και διευθετούσε τις περισσότερες και σπουδαιότερες υποθέσεις της πόλης και έλεγχε τους παραβάτες, έχοντας την εξουσία ακόμη να επιβάλλει πρόστιμο και να τιμωρεί, ενώ κατέθετε τα πρόστιμα στο ταμείο της πόλης χωρίς να υποχρεώνεται να καταγράφει την αιτία της τιμωρίας, και δίκαζε όσους κατηγορούνταν ότι συνωμότησαν για να καταλύσουν τη δημοκρατία, όταν ο Σόλων θέσπισε νόμο γι’ αυτούς.

Βλέποντας ότι η πόλη συχνά επαναστατούσε και ότι μερικοί πολίτες αδιαφορούσαν και άφηναν τα πράγματα στην τύχη τους, θέσπισε γι’ αυτούς ειδικό νόμο που όριζε πως, αν κάποιος, σε περίοδο που στην πόλη υπήρχε διχοστασία, αρνιόταν να πάρει τα όπλα και να ταχθεί με τη μία ή την άλλη παράταξη, θα έχανε τα πολιτικά του δικαίωμα και δεν θα συμμετείχε στις υποθέσεις της πόλης.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ Αθηναίων πολιτεία 9. 1 κ.εξ.

Φαίνεται πως το πολίτευμα του Σόλωνα περιλάμβανε τρεις κατεξοχήν δημοκρατικές διατάξεις. Πρώτη και κυριότερη την απαγόρευση σύναψης δάνειου με αντάλλαγμα την προσωπική ελευθερία. Έπειτα τη δυνατότητα για όποιον ήθελε να υποβάλει αγωγή υπέρ των αδικουμένων και τρίτον (με το οποίο λέγεται ότι ισχυροποίησε πολύ τον λαό) την έφεση κατά των δικαστικών αποφάσεων ενώπιον του λαού. Γιατί όντας ο λαός κύριος της ψήφου, γινόταν και κύριος της πολιτείας.

Επιπλέον, επειδή οι νόμοι δεν είχαν διατυπωθεί με απλότητα και σαφήνεια αναπόφευκτα γίνονταν πολλές συζητήσεις και το δικαστήριο αποφάσιζε τελικά για τα δημόσια και ιδιωτικά ζητήματα. Πιστεύουν λοιπόν ορισμένοι ότι ο Σόλων έκανε επίτηδες ασαφείς τους νόμους ώστε κύριος της κρίσης να είναι ο λαός. Αυτό όμως δεν είναι λογικό, αλλά πιθανότερο φαίνεται ότι δεν μπορούσε να θεσπίσει όλα τέλεια. Διότι δεν είναι δίκαιο να κρίνουμε τη βούλησή του από όσα γίνονται τώρα αλλά από το άλλο πολίτευμα.

Με αυτούς τους νόμους λοιπόν φαίνεται ότι θέσπισε διατάξεις προς όφελος του λαού. Προτού θέσει σε εφαρμογή τους νομούς τούς κατήργησε τα χρέη και στη συνέχεια προσδιόρισε τα μέτρα και τα σταθμά, καθώς και την αύξηση του νομίσματος.

Αριστοτέλης Αθηναίων πολιτεία 11. 1 κ.εξ.

Ο Σόλων λοιπόν οργάνωσε το πολίτευμα με τον παραπάνω τρόπο. Επειδή οι άνθρωποι συνέχιζαν να έρχονται και να παραπονιούνται για τους νόμους του, επικρίνοντας μερικούς και ζητώντας διευκρινίσεις για άλλους, και επειδή δεν ήθελε ούτε να τους αλλάξει αλλά ούτε και να είναι παρών δημιουργώντας μίση, ταξίδεψε στην Αίγυπτο για λόγους εμπορικούς και μαζί για να δει τα αξιοθέατα, λέγοντας ότι δεν θα επέστρεφε πριν περάσουν δέκα χρόνια. Δεν το θεωρούσε δίκαιο να παραμείνει και να εξηγεί τους νόμους του, αλλά ο καθένας θα έπρεπε να υπακούει σε όσα είχαν θεσπιστεί.

Επιπλέον αποδείχτηκε ότι πολλοί από τους αγενείς είχαν δυσαρεστηθεί μαζί του εξαιτίας της κατάργησης των χρεών, ενώ και οι δύο παρατάξεις είχαν ξεσηκωθεί γιατί οι διατάξεις του ήταν αντίθετες με τις προσδοκίες τους. Ο λαός είχε την εντύπωση ότι θα πραγματοποιούσε αναδασμό της γης, ενώ οι ευγενείς πίστευαν ότι θα επανέφερε την παλαιά τάξη πραγμάτων ή λίγο διαφορετική. Ο Σόλων όμως εναντιώθηκε και στους δύο και, ενώ θα μπορούσε να ταχθεί με όποια παράταξη ήθελε και να γίνει τύραννος, προτίμησε να προκαλέσει το μίσος και των δύο, σώζοντας έτσι την πατρίδα και νομοθετώντας με τον καλύτερο τρόπο.

Μετά την αναχώρηση του Σόλωνα, ενώ η πόλη βρισκόταν ακόμα σε αναταραχή, έζησαν ήσυχα για τέσσερα χρόνια. Τον πέμπτο χρόνο μετά τη θητεία του Σόλωνα δεν όρισαν άρχοντα εξαιτίας της στάσης, και πάλι κατά τον πέμπτο χρόνο, για τον ίδιο λόγο, στην πόλη δεν υπήρχε εξουσία.

ΑΙΩΝΙΑ ΣΠΑΡΤΗ: ΟΙ ΒΑΣΙΛΕΙΣ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ

ΑΓΙΑΔΕΣ

Ευρυσθένης Χ - 930
'Αγις Α' 930 - 900 υιός Ευρυσθένη
Εχέστρατος 900 - 870 υιός 'Αγι Α'
Λεοβώτας 870 - 840 υιός Εχέστρατου
Δόρυσσος 840 - 815 υιός Λεοβώτα
Αγησίλαος Α' 815 - 786 υιός Δόρυσσου
Αρχέλαος 786 - 760 υιός Αγησίλαου Α'
Τήλεκλος 760 - 740 υιός Αρχέλαου
Αλκαμένης 740 - 700 υιός Τήλεκλου
Πολύδωρος 700 - 665 υιός Αλκαμένη
Ευρυκράτης 665 - 640 υιός Πολύδωρου
Αναξανδρίδας Α' 640 - 615 υιός Ευρυκράτη
Ευρυκρατίδας 615 - 590 υιός Αναξανδρίδα
Λέων 590 - 560 υιός Ευρυκρατίδα
Αναξανδρίδας Β' 560 - 520 υιός Λέοντα
Κλεομένης Α' 520 - 490 υιός Αναξανδρίδα
Λεωνίδας Α' 490 - 480 υιός Αναξανδρίδα
Πλείσταρχος 480 - 459 υιός Λεωνίδα Α'
Πλειστοάναξ 459 - 409 υιός Κλεομένη Α'
Παυσανίας 409 - 395 υιός Πλειστοάνακτος
Αγησίπολις Α' 395 - 380 υιός Παυσανία
Κλεόμβροτος Α' 380 - 371 υιός Παυσανία
Αγησίπολις Β' 371 - 370 υιός Κλεομβρότου
Κλεομένης Β' 370 - 309 υιός Κλεομβρότου
Αρεύς Α' 309 - 265 εγγονός Κλεομένη Β'
Ακρότατος 265 - 262 υιός Αρέως Α'
Αρεύς Β' 262 - 254 υιός Ακροτάτου
Λεωνίδας Β' 254 - 242 εγγονός Κλεομένη Β'
Κλεόμβροτος Β' 242 - 241 υιός εξ αγχιστείας Λεωνίδα Β'
Λεωνίδας Β' 241 - 236 [βλ. ανωτέρω]
Κλεομένης Γ' 236 - 227 υιός Λεωνίδα Β' Προκλής Χ - 895

ΕΥΡΥΠΟΝΤΙΔΕΣ

Ευρυπών 895 - 865 υιός Προκλέους
Πρύτανις 865 - 835 υιός Ευρυπώντος
Πολυδέκτης 835 - 805 υιός Πρυτάνιδα
Εύνομος 805 - 775 υιός Πολυδέκτη
Χάριλλος 775 - 750 υιός Ευνόμου
Νίκανδρος 750 - 720 υιός Χαρίλλου
Θεόπομπος 720 - 675 υιός Νικάνδρου
Αναξανδρίδας 675 - 660 υιός Θεοπόμπου
Αρχίδαμος Α' 660 - 645 υιός Αναξανδρίδα
Αναξίλας 645 - 625 υιός Αρχιδάμου Α'
Λεωτυχίδας Α' 625 - 600 υιός Αναξίλα
Ιπποκρατίδας 600 - 575 υιός Λεωτυχίδα Α'
Αγασικλής 575 - 550 υιός Ιπποκρατίδα
Αρίστων 550 - 515 υιός Αγασικλή
Δημάρατος 515 - 491 υιός Αρίστωνος
Λεωτυχίδας Β' 491 - 469 δισέγγονος Ιπποκρατίδα
Αρχίδαμος Β' 469 - 427 εγγονός Λεωτυχίδα
'Αγις Β' 427 - 399 υιός Αρχιδάμου Β'
Αγησίλαος Β' 399 - 360 υιός Αρχιδάμου Β'
Αρχίδαμος Γ' 360 - 338 υιός Αγησιλάου Β'
'Αγις Γ' 338 - 331 υιός Αρχιδάμου Γ'
Ευδαμίδας Α' 331 - 305 υιός Αρχιδάμου Γ'
Αρχίδαμος Δ' 305 - 275 υιός Ευδαμίδα Α'
Ευδαμίδας Β' 275 - 244 υιός Αρχιδάμου Δ'
'Αγις Δ' 244 - 241 υιός Ευδαμίδα Β'
Ευδαμίδας Γ' 241 - 228 υιός 'Αγι Δ'
Αρχίδαμος Ε' 228 - 227 υιός Ευδαμίδα Β'

Από την κοινωνική επανάσταση έως την υποδούλωση
στους Αχαιούς και Ρωμαίους.

Κλεομένης Γ' 227 - 222
Μακεδονική κατοχή 222 - 219
Λυκούργος 219 - 210
Μαχανίδας 210 - 207
Νάβις 207 - 192

ΑΡΡΙΑΝΟΣ - Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (7.1.1-7.2.4)

ΒΙΒΛΙΟΝ ΕΒΔΟΜΟΝ

[7.1.1] Ὡς δὲ ἐς Πασαργάδας τε καὶ ἐς Περσέπολιν ἀφίκετο Ἀλέξανδρος, πόθος λαμβάνει αὐτὸν καταπλεῦσαι κατὰ τὸν Εὐφράτην τε καὶ κατὰ τὸν Τίγρητα ἐπὶ τὴν θάλασσαν τὴν Περσικὴν καὶ τῶν τε ποταμῶν ἰδεῖν τὰς ἐκβολὰς τὰς ἐς τὸν πόντον, καθάπερ τοῦ Ἰνδοῦ, καὶ τὴν ταύτῃ θάλασσαν. [7.1.2] οἱ δὲ καὶ τάδε ἀνέγραψαν, ὅτι ἐπενόει Ἀλέξανδρος περιπλεῦσαι τήν τε Ἀραβίαν τὴν πολλὴν καὶ τὴν Αἰθιόπων γῆν καὶ τὴν Λιβύην τε καὶ τοὺς Νομάδας ὑπὲρ τὸν Ἄτλαντα τὸ ὄρος ὡς ἐπὶ Γάδειρα ἔσω ἐς τὴν ἡμετέραν θάλασσαν καὶ τὴν Λιβύην τε καταστρεψάμενος καὶ Καρχηδόνα οὕτω δὴ τῆς Ἀσίας πάσης δικαίως ἂν βασιλεὺς καλεῖσθαι· [7.1.3] τοὺς γάρ τοι Περσῶν καὶ Μήδων βασιλέας οὐδὲ τοῦ πολλοστοῦ μέρους τῆς Ἀσίας ἐπάρχοντας οὐ σὺν δίκῃ καλεῖν σφᾶς μεγάλους βασιλέας. ἔνθεν δὲ οἱ μέν, ὅτι ἐς τὸν πόντον τὸν Εὔξεινον ἐσπλεῖν ἐπενόει ἐς Σκύθας τε καὶ τὴν λίμνην τὴν Μαιῶτιν, οἱ δέ, ὅτι ἐς Σικελίαν τε καὶ ἄκραν Ἰαπυγίαν· ἤδη γὰρ καὶ ὑποκινεῖν αὐτὸν τὸ Ῥωμαίων ὄνομα προχωροῦν ἐπὶ μέγα.
[7.1.4] Ἐγὼ δὲ ὁποῖα μὲν ἦν Ἀλεξάνδρου τὰ ἐνθυμήματα οὔτε ἔχω ἀτρεκῶς ξυμβαλεῖν οὔτε μέλει ἔμοιγε εἰκάζειν, ἐκεῖνο δὲ καὶ αὐτὸς ἄν μοι δοκῶ ἰσχυρίσασθαι, οὔτε μικρόν τι καὶ φαῦλον ἐπινοεῖν Ἀλέξανδρον οὔτε μεῖναι ἂν ἀτρεμοῦντα ἐπ᾽ οὐδενὶ τῶν ἤδη κεκτημένων, οὐδὲ εἰ τὴν Εὐρώπην τῇ Ἀσίᾳ προσέθηκεν, οὐδ᾽ εἰ τὰς Βρεττανῶν νήσους τῇ Εὐρώπῃ, ἀλλὰ ἔτι ἂν ἐπέκεινα ζητεῖν τι τῶν ἠγνοημένων, εἰ καὶ μὴ ἄλλῳ τῳ, ἀλλὰ αὐτόν γε αὑτῷ ἐρίζοντα. [7.1.5] καὶ ἐπὶ τῷδε ἐπαινῶ τοὺς σοφιστὰς τῶν Ἰνδῶν, ὧν λέγουσιν ἔστιν οὓς καταληφθέντας ὑπ᾽ Ἀλεξάνδρου ὑπαιθρίους ἐν λειμῶνι, ἵναπερ αὐτοῖς διατριβαὶ ἦσαν, ἄλλο μὲν οὐδὲν ποιῆσαι πρὸς τὴν ὄψιν αὐτοῦ τε καὶ τῆς στρατιᾶς, κρούειν δὲ τοῖς ποσὶ τὴν γῆν ἐφ᾽ ἧς βεβηκότες ἦσαν. ὡς δὲ ἤρετο Ἀλέξανδρος δι᾽ ἑρμηνέων ὅ τι νοοῖ αὐτοῖς τὸ ἔργον, τοὺς δὲ ὑποκρίνασθαι ὧδε· [7.1.6] βασιλεῦ Ἀλέξανδρε, ἄνθρωπος μὲν ἕκαστος τοσόνδε τῆς γῆς κατέχει ὅσονπερ τοῦτό ἐστιν ἐφ᾽ ὅτῳ βεβήκαμεν· σὺ δὲ ἄνθρωπος ὢν παραπλήσιος τοῖς ἄλλοις, πλήν γε δὴ ὅτι πολυπράγμων καὶ ἀτάσθαλος, ἀπὸ τῆς οἰκείας τοσαύτην γῆν ἐπεξέρχῃ πράγματα ἔχων τε καὶ παρέχων ἄλλοις. καὶ οὖν καὶ ὀλίγον ὕστερον ἀποθανὼν τοσοῦτον καθέξεις τῆς γῆς ὅσον ἐξαρκεῖ ἐντεθάφθαι τῷ σώματι.
[7.2.1] Κἀνταῦθα ἐπῄνεσε μὲν Ἀλέξανδρος τούς τε λόγους αὐτοὺς καὶ τοὺς εἰπόντας, ἔπρασσε δὲ ὅμως ἄλλα καὶ τἀναντία οἷς ἐπῄνεσεν. ἐπεὶ καὶ Διογένην τὸν ἐκ Σινώπης θαυμάσαι λέγεται, ἐν Ἰσθμῷ ἐντυχὼν τῷ Διογένει κατακειμένῳ ἐν ἡλίῳ, ἐπιστὰς σὺν τοῖς ὑπασπισταῖς καὶ τοῖς πεζεταίροις καὶ ἐρόμενος εἴ του δέοιτο· ὁ δὲ Διογένης ἄλλου μὲν ἔφη δεῖσθαι οὐδενός, ἀπὸ τοῦ ἡλίου δὲ ἀπελθεῖν ἐκέλευσεν αὐτόν τε καὶ τοὺς σὺν αὐτῷ. [7.2.2] οὕτω τοι οὐ πάντῃ ἔξω τοῦ ἐπινοεῖν τὰ κρείττω ἦν Ἀλέξανδρος, ἀλλ᾽ ἐκ δόξης γὰρ δεινῶς ἐκρατεῖτο. ἐπεὶ καὶ ἐς Τάξιλα αὐτῷ ἀφικομένῳ καὶ ἰδόντι τῶν σοφιστῶν ‹τῶν› Ἰνδῶν τοὺς γυμνοὺς πόθος ἐγένετο ξυνεῖναί τινα οἱ τῶν ἀνδρῶν τούτων, ὅτι τὴν καρτερίαν αὐτῶν ἐθαύμασε· καὶ ὁ μὲν πρεσβύτατος τῶν σοφιστῶν, ὅτου ὁμιληταὶ οἱ ἄλλοι ἦσαν, Δάνδαμις ὄνομα, οὔτε αὐτὸς ἔφη παρ᾽ Ἀλέξανδρον ἥξειν οὔτε τοὺς ἄλλους εἴα, [7.2.3] ἀλλὰ ὑποκρίνασθαι γὰρ λέγεται ὡς Διὸς υἱὸς καὶ αὐτὸς εἴη, εἴπερ οὖν καὶ Ἀλέξανδρος, καὶ ὅτι οὔτε δέοιτό του τῶν παρ᾽ Ἀλεξάνδρου, ἔχει‹ν› γάρ οἱ εὖ τὰ παρόντα, καὶ ἅμα ὁρᾶν τοὺς ξὺν αὐτῷ πλανωμένους τοσαύτην γῆν καὶ θάλασσαν ἐπ᾽ ἀγαθῷ οὐδενί, μηδὲ πέρας τι αὐτοῖς γινόμενον τῶν πολλῶν πλανῶν. οὔτ᾽ οὖν ποθεῖν τι αὐτὸς ὅτου κύριος ἦν Ἀλέξανδρος δοῦναι, οὔτε αὖ δεδιέναι, ὅτου κρατοίη ἐκεῖνος, ἔστιν οὗ εἴργεσθαι· [7.2.4] ζῶντι μὲν γάρ οἱ τὴν Ἰνδῶν γῆν ἐξαρκεῖν φέρουσαν τὰ ὡραῖα, ἀποθανόντα δὲ ἀπαλλαγήσεσθαι οὐκ ἐπιεικοῦς ξυνοίκου τοῦ σώματος. οὔκουν οὐδὲ Ἀλέξανδρον ἐπιχειρῆσαι βιάσασθαι γνόντα ἐλεύθερον ὄντα τὸν ἄνδρα, ἀλλὰ Κάλανον γὰρ ἀναπεισθῆναι τῶν ταύτῃ σοφιστῶν, ὅντινα μάλιστα δὴ αὑτοῦ ἀκράτορα Μεγασθένης ἀνέγραψεν αὐτοὺς τοὺς σοφιστὰς λέγειν κακίζοντας τὸν Κάλανον, ὅτι ἀπολιπὼν τὴν παρὰ σφίσιν εὐδαιμονίαν ὁ δὲ δεσπότην ἄλλον ἢ τὸν θεὸν ἐθεράπευε.

***
[7.1.1] Όταν ο Αλέξανδρος έφθασε στις Πασαργάδες και στην Περσέπολη, τον κατέλαβε μεγάλη επιθυμία να πλεύσει προς την Περσική θάλασσα ακολουθώντας το ρεύμα του Ευφράτη και του Τίγρητα και να δει τις εκβολές των ποταμών αυτών στη θάλασσα, όπως ακριβώς είχε δει τις εκβολές του Ινδού και την θάλασσα στο μέρος εκείνο. [7.1.2] Μερικοί συγγραφείς έγραψαν και το εξής, ότι δηλαδή ο Αλέξανδρος σχεδίαζε να πλεύσει γύρω από το μεγαλύτερο μέρος της Αραβίας και τη χώρα των Αιθιόπων και τη Λιβύη και τους Νομάδες, πέρα από το όρος Άτλαντα προς τα Γάδειρα, και μετά να πλεύσει μέσα στη δική μας θάλασσα. Και αφού υποτάξει και τη Λιβύη και την Καρχηδόνα, να μπορεί έτσι πλέον να ονομάζεται δίκαια βασιλιάς ολόκληρης της Ασίας. [7.1.3] Γιατί, έλεγε, εφόσον οι βασιλείς των Περσών και των Μήδων δεν εξουσίαζαν ούτε ελάχιστο μέρος της Ασίας, ήταν άδικο να ονομάζουν τους εαυτούς τους μεγάλους βασιλείς. Άλλοι πάλι λένε ότι σχεδίαζε να πλεύσει από εκεί στον Εύξεινο Πόντο και τη Σκυθία και τη Μαιώτιδα λίμνη και άλλοι στη Σικελία και στο ακρωτήριο της Ιαπυγίας, γιατί τον ανησυχούσε πλέον το όνομα των Ρωμαίων που γινόταν ολοένα και ενδοξότερο.
[7.1.4] Όσο για μένα, δεν μπορώ να συμπεράνω με βεβαιότητα ποιά ήταν τα σχέδια του Αλεξάνδρου ούτε με ενδιαφέρει να κάνω υποθέσεις, τούτο όμως, όπως νομίζω, και εγώ ο ίδιος μπορώ να βεβαιώσω, ότι ο Αλέξανδρος ούτε μικρά και ασήμαντα έργα σχεδίαζε ούτε μπορούσε να παραμείνει αδρανής και να περιορισθεί σε ό,τι είχε μέχρι τότε αποκτήσει, ακόμη και αν είχε προσαρτήσει την Ευρώπη στην Ασία και τα νησιά της Βρετανίας στην Ευρώπη. Αντίθετα, θα αναζητούσε ακόμη παραπέρα άγνωστους τόπους και αν δεν είχε κανέναν άλλον ανταγωνιστή, θα ανταγωνιζόταν τον ίδιο τον εαυτό του. [7.1.5] Γι᾽ αυτό και επαινώ τους Ινδούς σοφιστές, μερικούς από τους οποίους λένε ότι συνάντησε ο Αλέξανδρος στο ύπαιθρο μέσα σε ένα λιβάδι, όπου σύχναζαν. Όταν είδαν τον Αλέξανδρο και τον στρατό του, τίποτε άλλο δεν έκαναν παρά μόνον χτυπούσαν με τα πόδια τους τη γη, όπου πατούσαν. Τότε τους ρώτησε ο Αλέξανδρος, με τη μεσολάβηση διερμηνέων, τί σήμαινε αυτή η πράξη τους και εκείνοι του αποκρίθηκαν: [7.1.6] «Βασιλιά Αλέξανδρε, ο κάθε άνθρωπος βέβαια κατέχει τόσο μόνο μέρος της γης, όσο ακριβώς είναι εκείνο επάνω στο οποίο πατούμε. Εσύ ωστόσο, αν και άνθρωπος όπως όλοι οι άλλοι, με μόνη τη διαφορά ότι είσαι πολυάσχολος και υπερόπτης, διέτρεξες από την πατρίδα σου τόσο μεγάλη έκταση γης και ταλαιπωρήθηκες και ταλαιπώρησες κι άλλους. Στην πραγματικότητα όμως, όταν λίγο αργότερα πεθάνεις, θα κατέχεις τόσο μόνο μέρος της γης όσο είναι αρκετό για να ταφεί το σώμα σου».
[7.2.1] Ο Αλέξανδρος επαίνεσε και τα λόγια αυτά και αυτούς που τα είπαν, έκανε όμως διαφορετικά και αντίθετα από εκείνα που επαίνεσε. Γιατί και τον Διογένη, που ήταν από τη Σινώπη, λένε ότι θαύμασε, όταν τον συνάντησε στον Ισθμό ξαπλωμένο στον ήλιο και στάθηκε μπροστά του με τους υπασπιστές του και τους πεζεταίρους και τον ρώτησε αν είχε ανάγκη από τίποτε. Ο Διογένης είπε ότι δεν είχε ανάγκη από τίποτε, ζήτησε όμως να απομακρυνθούν από τον ήλιο ο Αλέξανδρος και εκείνοι που ήταν μαζί του. [7.2.2] Έτσι, λοιπόν, ο Αλέξανδρος, παρόλο που δεν του έλειπε καθόλου η ικανότητα να αντιλαμβάνεται τα σωστά, κατεχόταν όμως από υπερβολική φιλοδοξία. Γι᾽ αυτό και όταν έφθασε στα Τάξιλα και είδε εκείνους τους Ινδούς σοφιστές που βάδιζαν γυμνοί, τον κατέλαβε μεγάλη επιθυμία να ζήσει μαζί με κάποιον από τους άνδρες αυτούς, γιατί θαύμασε την καρτερικότητά τους. Ο πιο ηλικιωμένος σοφιστής, Δάνδαμης το όνομά του, του οποίου οι άλλοι ήταν μαθητές, είπε ότι ούτε ο ίδιος θα πήγαινε στον Αλέξανδρο ούτε θα άφηνε τους μαθητές του να πάνε. [7.2.3] Όπως λέγεται μάλιστα, απάντησε ότι και ο ίδιος ήταν γιος του Δία, αν βέβαια ήταν και ο Αλέξανδρος, και ότι δεν χρειαζόταν τίποτε από εκείνα που είχε ο Αλέξανδρος, επειδή του ήταν αρκετά όσα ο ίδιος είχε. Συνάμα έβλεπε και τους άνδρες που ήταν μαζί του να περιπλανώνται σε τόση στεριά και θάλασσα χωρίς κανένα όφελος και χωρίς να υπάρχει τέρμα στις πολλές περιπλανήσεις τους. Ούτε, λοιπόν, ο ίδιος επιθυμούσε να του δώσει ο Αλέξανδρος κάτι από αυτά που κατείχε ούτε όμως και φοβόταν μήπως τον εμποδίσει από κάτι το οποίο εκείνος εξουσίαζε. [7.2.4] Γιατί όσο ζούσε, του ήταν αρκετή η γη της Ινδίας που παρήγε εποχιακούς καρπούς· όταν πάλι θα πεθάνει, θα απαλλασσόταν από έναν ενοχλητικό συγκάτοικο, το σώμα. Δεν επιχείρησε, λοιπόν, ούτε ο Αλέξανδρος να τον υποχρεώσει με τη βία να τον ακολουθήσει, επειδή κατάλαβε ότι ο Δάνδαμης ήταν ένας ελεύθερος άνθρωπος. Αλλά ο Κάλανος, ένας από τους εκεί σοφιστές, πείσθηκε να πάει μαζί του. Γι᾽ αυτόν, λοιπόν, όπως έγραψε ο Μεγασθένης, οι ίδιοι οι σοφιστές έλεγαν ότι ο Κάλανος ήταν ένας πολύ αδύνατος χαρακτήρας και τον κάκιζαν, γιατί, εγκαταλείποντας την ευδαιμονία που είχε κοντά τους, υπηρετούσε διαφορετικό κύριο από τον θεό.