Σάββατο 23 Σεπτεμβρίου 2023

O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική γλώσσα

6. -τᾱτ-, -τητ-

§ 364. Όπως δείχνει ήδη το λατινικό -t ā t ( i )-, το επίθημα αυτό είναι αρχαία κληρονομιά για αφηρημένα ονόματα που δηλώνουν ιδιότητα. Η Ελληνική αποκλίνει από τον αρχικό τρόπο χρήσης μόνον ως προς το ότι συστηματικά μεταφέρει στα συμφωνόληκτα θέματα την απόληξη -ότης, που προέρχεται από παράγωγα θεμάτων σε ο· σχετικά με το -ο- πρβ. § 361 . Ως βάσεις συναντούμε επίθετα και, σπανιότερα, ουσιαστικά, επειδή αυτά είναι λιγότερο κατάλληλα ως βάσεις αφηρημένων ουσιαστικών που δηλώνουν ιδιότητα:

θεότης 'θεότητα' (ελληνιστ.) από το θεός, ἀδελφότης 'αδελφότητα' (ελληνιστ.· με μετεξέλιξη προς μια πιο συγκεκριμένη-περιληπτική σημασία) από το ἀδελφός· πρβ. λατ. civitas 'πολιτεία' (αφηρημένο και περιληπτικό) από το civis 'πολίτης'.

Από επίθετα με θέμα σε ο (πολύ αγαπητό στους ελληνιστικούς νεολογισμούς):

κακότης 'δειλία, κακία' (Όμ.) από το κακός 'δειλός, κακός',

ματαιότης 'μηδαμινότητα' (ελληνιστ.) από το μάταιος 'μηδαμινός',

μεγαλειότης 'μεγαλοπρέπεια' (ελληνιστ.) από το μεγαλεῖος 'μεγαλοπρεπής'.

Από επίθετα με θέμα σε υ:

τραχύτης [1] 'τραχύτητα, σκληράδα' (κλασ.) από το τραχύς,

γλυκύτης 'γλυκύτητα' (κλασ.) από το γλυκύς.

§ 365. -ότης από συμφωνόληκτα θέματα:

μελανότης 'μαυρίλα' (ελληνιστ.) από το μελαν- 'μαύρος' κατά το αντώνυμο λευκός: λευκότης·

παντότης 'ολότητα' (στο νεοπλατωνικό Δαμάσκιο) από το παντ- 'όλος' κατά το συνώνυμο ζεύγος ὅλος: ὁλότης,

ἀφελότης 'απλότητα' (ελληνιστ.) από το ἀφελής 'απλός' π.χ. κατά τα ἁπλότης 'απλότητα' από το ἁπλοῦς, μεγαλειότης από το μεγαλεῖος (δες παραπάνω).
----------------------
[1] Η αττική διατήρησε λείψανα μιας παλιάς διαφοράς στον τονισμό τραχυτής - κακότης· έτσι και στον Όμηρο βραδυτής σύμφωνα με τον Αρίσταρχο· αττ. ακόμη και κουφοτής 'ελαφράδα' κατά το βαρυτής 'βαρύτητα'. Σχετικά με την αποφυγή τονισμού ενός βραχέος υ πρβ. § 150.

Η Βουδιστική Μεταφυσική

Αυτό που Βίωσε ο Βούδας την Στιγμή που Αφυπνίσθηκε (και Βίωνε από την Στιγμή που το Ένοιωσε) είναι ότι «Αυτό που Υπάρχει», «Αυτό που Είμαστε Πραγματικά», δηλαδή η Πραγματικότητα σαν Βίωμα και σαν «Περιεχόμενο Βιώματος», Κατανόησης, κι όχι σαν σύλληψη κάποιας αντίληψης, σαν μια αντικειμενοποιημένη πληροφορία, Είναι Μια Μοναδική Πραγματικότητα που Είναι Εδώ, Τώρα (όχι κάπου αλλού ή σε κάποιο άλλο χρόνο, στο μέλλον). Αυτή η Πραγματικότητα (που Είμαστε Εμείς οι Ίδιοι, όχι κάτι αφηρημένο που συλλαμβάνουμε ή πληροφορούμαστε για αυτό) γίνεται Άμεσα Αντιληπτή όταν Παραμένουμε Ήσυχοι και Βλέπουμε Μέσα μας (θα εξηγήσουμε τι σημαίνει αυτό πιο κάτω), όχι με κάποια δραστηριότητα (που είναι πάντα κάτι «εξωτερικό»). Αφού Είμαστε Ήδη Αυτό, Αυτό Είμαστε Εμείς, όχι κάτι διαφορετικό. Δεν πραγματοποιείται. Απλά το Νοιώθεις ή δεν το νοιώθεις. Τα όντα παραπλανούνται νομίζοντας ότι είναι κάτι άλλο αναζητώντας να γίνουν κάτι ή ψάχνοντας κάπου αλλού (κι όχι Μέσα τους).

Αυτή η Μοναδική Πραγματικότητα (που Είμαστε, που Είναι Όλα) είναι το Ασαμσκρίτα, το Μη δημιουργημένο, το Μη κατασκευασμένο, το Μη συνθεμένο. Είναι η Αληθινή Φύση, η Αληθινή Ουσία. Κι Αυτό Είναι Χωρίς Ιδιότητες. Είναι Μια Ανοιχτή Αχανής Ζωντανή Παρουσία που «Υπάρχει» Πέρα από Χώρο, Εξέλιξη, Χρόνο, οτιδήποτε. Είναι το Ντάρμα, το Θεμέλιο των Πάντων (το Ντάρμακάγια των μετέπειτα βουδιστών).

Ταυτόχρονα, ενώ Αυτό Είναι Έτσι, Απεριόριστο, «Βρίσκεται» στο πιο απειροελάχιστο σημείο που μπορεί να συλληφθεί (από κάποια αντίληψη), σε άπειρα απειροελάχιστα σημεία, παντού. Αυτές οι Αντανακλάσεις του Πραγματικού, του Όλου, σε άπειρα απειροελάχιστα σημεία, παντού, είναι τα ντάρμας. Το Ντάρμα Αντανακλάται σε άπειρα ντάρμας, παντού. Αυτό το Παντού δεν είναι Χώρος, είναι Πέρα από τον Χώρο, ακριβώς γιατί είναι παντού. Ο Χώρος είναι κάτι κλειστό, κάτι που κλείνεται σε μια αντίληψη ή γίνεται αντιληπτός από μια αντίληψη κι έχει μια τοπική σημασία ακόμα κι αν φαίνεται απεριόριστος, ή «ανοιχτός».

Η Πραγματικότητα όπως βιώθηκε κι έγινε αντιληπτή από τον Βούδα (κι όσους Βιώνουν την Πραγματικότητα) Είναι Μια και Μοναδική κι Είναι Ολογραφική. Το Όλον Αντανακλάται Ακέραιο, με όλες τις «Ιδιότητές» του (ή «Μη-Ιδιότητες»), παντού, στο πιο απειροελάχιστο σημείο. Οντολογικά μιλώντας δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο Ντάρμα και τις Αντανακλάσεις του, τα ντάρμας. Είναι Χωρίς Ιδιότητες, «Κενότητα» (Σουνιάτα), είναι Απλά Έτσι (Ταθάτα).

Αυτή η Ολογραφική Φύση της Ουσίας επιτρέπει την Εμφάνιση των Φαινομένων (όλων των φαινομένων της ύπαρξης, αντικειμενικών και υποκειμενικών.. Το Όλον, το Σύνολο των ντάρμας, είναι η Οντολογική Βάση των Φαινομένων. Είναι η Αρχική Πρωτογενής Ουσία, η Δημιουργική «Ύλη» από την Οποία προκύπτουν τα Φαινόμενα. Τα Φαινόμενα δεν προκύπτουν σαν οντολογικοί μετασχηματισμοί της Ουσίας (του Νταρμαντάτου, του συνόλου των ντάρμας). Στην πραγματικότητα από τον συνδυασμό , τις επιλογές και την «χρήση» των ντάρμας (που καλούνται να παίξουν αντιληπτικό, νοητικό ή μορφοποιητικό ρόλο) προκαλούνται τα Φαινόμενα. Με άλλα λόγια αυτό που Εμφανίζεται σαν Δημιουργία (το Σαμσάρα, με τα επίπεδα ύπαρξης και τα όντα) δεν έχει οντολογικό χαρακτήρα αλλά λειτουργικό. Είναι μόνο δραστηριότητα, πράξεις, ροή. Το Φαινόμενο, τα φαινόμενα, υπάρχουν μόνο την στιγμή που εκδηλώνονται. Έχουν προκληθεί από προηγούμενα που έχουν χαθεί ήδη και χάνονται μεταδίδοντας την «ορμή» του σε επόμενα που γεννιούνται αμέσως μετά. Υπάρχουν μόνο εδώ, τώρα, στον πραγματικό χρόνο, το απόλυτο παρόν. Αν θέλαμε να τα συλλάβουμε, να τα ακινητοποιήσουμε, έχουν ήδη χαθεί κι υπάρχουν μόνο οι στάχτες της μνήμης. Έτσι τα Φαινόμενα σαν ρέοντα και παροδικά δεν έχουν κάποια ουσιαστικότητα, έχουν την Φύση της Κενότητας.

Έτσι, ουσιαστικά η Μία Μοναδική Πραγματικότητα Εντός της Οποίας Εκδηλώνονται οι Δραστηριότητες, τα Φαινόμενα, οι κόσμοι, οι υπάρξεις, Παραμένει Μία και Μοναδική στο Βάθος της. Όλες οι Δραστηριότητες, όλα τα Φαινόμενα, δεν είναι πραγματικά, είναι Μονάχα ένα Όνειρο, μια «οφθαλμαπάτη». Κι οι Κόσμοι που δημιουργούνται πάνω στην Πραγματική Οντολογική Βάση ακολουθούν το ίδιο Ολογραφικό Παράδειγμα. Ακόμα κι ο Φυσικός Κόσμος που ερευνούν οι φυσικοί επιστήμονες. Όλα αυτά έχουν εξηγηθεί στα πλαίσια της Σχολής Αβαταμσάκα (και στην Σούτρα Αβαταμσάκα και σε άλλα κείμενα, σχόλια της Σχολής). Οι σύγχρονοι φυσικοί σαν τον Μπομ κι άλλους προσπαθούν να εφαρμόσουν το Ολογραφικό Παράδειγμα στην φυσική πραγματικότητα. Μονάχα έτσι μπορούν (για την ώρα) μπορούν να ερμηνευθούν κάποια φαινόμενα όπως τα ευρήματα του Άσπεκτ κι άλλα.

Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει καμιά οντολογική διαφορά ανάμεσα σε αυτό που βιώνουμε σαν Ασαμσκρίτα, Νιρβάνα, Απόλυτο και το Σαμσάρα, την Δημιουργία, τα Φαινόμενα. Έχουν την Ίδια Κενή Φύση (δηλαδή κάτι ασύλληπτο από οποιαδήποτε αντίληψη που δεν μπορεί να ανιχνεύσει κάποια «χαρακτηριστικά». Ακόμα κι όσα τα όντα συλλαμβάνουν σαν φαινόμενα, ουσίες, υπάρξεις, γεγονότα, εμπειρίες, όλα έχουν την ίδια κενή φύση.

Από την άλλη μεριά, μπορεί η Πραγματικότητα να Είναι Μία και μπορεί όλα τα φαινόμενα να αναδύονται (με την Δραστηριότητα) από την Μοναδική Οντολογική Βάση σαν ένα «Όνειρο», όμως τα όντα που υιοθετούν την Δραστηριότητα (την Αντίληψη, την Διανόηση, την Αίσθηση, την εξωτερική εμπειρία σαν μοναδική πραγματικότητα και αποκλειστική πηγή «πληροφόρησης» επειδή δεν νοιώθουν την Μοναδική Απεριόριστη Φύση της αλλά περιορίζονται στην φανταστική τοπική ύπαρξή τους βιώνουν την δυαδικότητα και ξεχωρίζουν τον εαυτό τους από τον κόσμο και τους άλλους. Τα όντα (οι άνθρωποι) ζουν ένα ζωντανό όνειρο, έχουν εμπειρίες και πορεύονται στην πλασματική πραγματικότητα σαν την απόλυτη πραγματικότητα. Θα πρέπει ακριβώς, όπως δίδαξε ο Βούδας, να εγκαταλείψουν όλες αυτές τις παραπλανητικές δραστηριότητες και να Βιώσουν την Πραγματική Απεριόριστη Φύση τους, Μέσα τους, στην Ησυχία και την υπέρβαση των αισθήσεων, της νόησης, της ίδιας της αντίληψης.

Περί απόφασης και αποτελεσματικότητας

«Στα 15 μου κυριεύτηκα από την επιθυμία να μελετήσω, στα 30 στάθηκα στα πόδια μου, στα 40 δεν είχα πια αμφιβολίες, στα 50 γνώριζα την Ουράνια εντολή, στα 60 το αυτί μου είχε ασκηθεί να την ακούει, στα 70 μπορούσα να ακολουθώ ό,τι επιθυμούσε η καρδιά μου χωρίς να παραβαίνω τους κανόνες.» -Κομφούκιος 6ος αι. π.Χ. (Ανάλεκτα 2,2).

Πέτρα, ψαλίδι, χαρτί: ένα παιχνίδι που εξασκεί τα μικρά παιδιά στη λήψη αποφάσεων

Υπάρχουν άνθρωποι που δείχνουν να τα καταφέρνουν καλά στη ζωή τους. Η επιτυχία (επί της τύχης) δεν θα πρέπει να μπαίνει όμως μέσα στα στενά πλαίσια που πολλά βιβλία εκλαϊκευμένης ψυχολογίας δίνουν στον όρο. Η επιτυχία δεν έχει να κάνει με κάτι το οποίο δίνεται από κάπου έξω αλλά με το ίδιο το νόημα και τις αυστηρά προσωπικές επιθυμίες του υποκειμένου.

Η ανεύρεση της προσωπικής επιθυμίας (πράγμα όχι και τόσο εύκολο για πολλούς) σημαίνει και την έναρξη της ενήλικης ζωής και έχει ως αποτέλεσμα την κατασκευή ενός στόχου προς επίτευξη. Η ύπαρξη των στόχων είναι και αυτή που δίνει στη ζωή ουσία και ταυτόχρονα κινητοποιεί τη δράση. Δίνει νόημα στο πρωινό ξύπνημα και τη νέα μέρα που ξεκινά και ο άνθρωπος δεν λειτουργεί ως ρομπότ που εκτελεί μηχανιστικά λειτουργίες επιβίωσης.

Όλη αυτή η διεργασία, ο δρόμος προς, και η επίτευξη του στόχου φαίνεται να συνδέεται άμεσα με το αίσθημα ευτυχίας που κάποιος νοιώθει. Μέσα σε αυτόν τον προσωπικό δρόμο το υποκείμενο έρχεται αντιμέτωπο με τη λήψη αποφάσεων, άλλοτε ευκολότερων κι άλλοτε δυσκολότερων, αποφάσεις που θα κρίνουν και την αποτελεσματικότητα, δηλαδή την εκπλήρωση της επιθυμίας και την κατάκτηση του στόχου.

Η αποτελεσματικότητα, λοιπόν, σχετίζεται άμεσα με τις αποφάσεις που παίρνουμε καθημερινά και με την ευκολία που γίνεται αυτό. Η αποπεράτωση των εκκρεμών υποθέσεων συνοδεύεται από ικανοποίηση και την αίσθηση ότι η ζωή προχωρά με το τιμόνι της στα χέρια του ατόμου που λαμβάνει αποφάσεις για ό,τι το αφορά, σχέσεις, δουλειά, τόπο διαμονής, αλλά και πράγματα πιο απλά, όπως τα ρούχα που θα φορέσει, ή πού θα επιλέξει να πάει διακοπές.

Θα λέγαμε γενικότερα ότι αποτελεσματικός είναι κάποιος που μπορεί να φέρει σε πέρας μία εργασία, μία υπόθεση, ένα πρόβλημα, να υπερνικήσει ένα εμπόδιο που θα σταθεί στον δρόμο του. Σε οποιαδήποτε από αυτές τις συνθήκες έχει να επιλέξει ανάμεσα σε πολλούς δυνητικούς δρόμους και χρειάζεται να πάρει μία απόφαση προκειμένου να συνεχίσει την πορεία του.

Αν παρατηρήσετε γύρω σας, θα δείτε πολλούς ανθρώπους που δυσκολεύονται υπερβολικά να πάρουν μία απόφαση, ίσως να ανήκετε και εσείς σε αυτή την κατηγορία. Η δυσκολία αυτή σχετίζεται κυρίως με το φόβο του λάθους, μέσα από μία λανθασμένη απόφαση, όταν υπάρχουν περισσότερες από μία επιλογές.

Σκεφτείτε πόσο περισσότερο μεγαλώνει αυτή η δυσκολία όταν το υποκείμενο έχει μεγαλώσει μέσα σε ένα περιβάλλον όπου δεν υπάρχει ανοχή στα λάθη. Επιρρεπή σε αυτή την περίπτωση είναι συχνά παιδιά των οποίων οι γονείς είχαν χαμηλή ανοχή στο λάθος του παιδιού. Το αποτέλεσμα μίας τέτοιας διαπαιδαγώγησης είναι ο δισταγμός μπροστά στις αποφάσεις και το βαρύ αίσθημα αποτυχίας όταν γίνει λάθος.

Μία άλλη αιτία δυσκολίας λήψης απόφασης είναι η ύπαρξη αντίθετων συναισθημάτων ταυτόχρονα (δηλ. η αμφιθυμία). Αυτή η συναισθηματική κατάσταση, για τον Φρόυντ σχετίζεται με το ένστικτο του θανάτου, έχει ως αποτέλεσμα την καθήλωση του ατόμου μπροστά σε οποιαδήποτε απόφαση, ιδιαίτερα σε αυτές που κάτι κερδίζει και κάτι χάνει.

Η αμφιθυμία μπορεί να εμφανιστεί μπροστά σε ένα δύσκολο δίλημμα και να καθηλώσει τον άνθρωπο για κάποιο χρόνο στην ακινησία στην οποία υπολογίζει τα θετικά και τα αρνητικά κάθε δυνατού δρόμου (απόφασης) που καλείται να επιλέξει. Αυτό βιώνεται ως βασανιστικό, καθώς η ψυχική σύγκουση ανάμεσα στα δύο αντίθετα ή διαφορετικά συναισθήματα απαιτεί μεγάλα ψυχικά αποθέματα και οδηγεί σε μεγάλη κόπωση το υποκείμενο.

Η αμφιθυμία μπορεί να είναι και μία συναισθηματική κατάσταση οικεία για το υποκείμενο. Εμφανίζεται δηλαδή συχνά, ακόμη και σε περιπτώσεις μικρής βαρύτητας, όπου η λήψη μίας απόφασης δεν σχετίζεται με κάποιο διακύβευμα υψηλού κόστους. Η αμφιθυμία ως στοιχείο προσωπικότητας είναι συνυφασμένη με την εξάρτηση, αφού το άτομο ακινητοποιείται, μένοντας προσκολλημένο στο σημείο που βρίσκεται μην μπορώντας να πάρει μία απόφαση.

Έτσι, η ίδια η αναποτελεσματικότητα σχετίζεται πρωτίστως με την εξάρτηση. Η ίδια η λέξη αποτελεσματικός, συμπεριλαμβάνει το τέλος (που σημαίνει τόσο σκοπός, όσο και τέλος).
Όπως ξέρουμε το βασικό στοιχείο της εξάρτησης είναι η δυσκολία αποχωρισμών, με κυριότερη την δυσκολία αποχωρισμού από τη μητέρα (που χαρακτηρίζεται ως η εγγύτερη σχέση των πρώτων τουλάχιστον χρόνων ζωής).

Αλλά ας δούμε αυτή την δυσκολία του αποχωρισμού σε σχέση με τη λήψη απόφασης.

Κάθε φορά που καλούμαστε να πάρουμε μία απόφαση, επιλέγουμε έναν δρόμο, αφήνοντας τους άλλους πίσω. Για να μπορεί να γίνει αυτό, το υποκείμενο έρχεται αναπόφευκτα σε επαφή με την απώλεια και ένα μικρό πένθος για αυτό που αφήνει όταν δεν το επιλέγει.

Έτσι, όταν κάποιος χαρακτηρίζεται από εξαρτητική συμπεριφορά, δυσκολεύεται πολύ να αποφασίσει. Οι αποφάσεις καθορίζουν την πορεία της ζωής αλλά και συμβάλλουν στην συνεχή αναδιαμόρφωση της ταυτότητας. Οι αποφάσεις είναι αυτές που μας βάζουν αντιμέτωπους με την προσωπική ευθύνη, αφού εμείς καλούμαστε να τις πάρουμε. Τελικά είναι μέσα από τις προσωπικές αυτές επιλογές που ωριμάζουμε και διαμορφωνόμαστε.

Όσο δεν λαμβάνεται μία απόφαση, τόσο το άτομο είναι κολλημένο στο κέντρο ενός σταυροδρομιού το οποίο είναι περιτριγυρισμένο από διαφορετικούς δρόμους. Και δεν θα ήταν βλαβερό αυτό αν ο χρόνος έπαυε να υπάρχει κι αν οι υπόλοιποι γύρω μας είχαν την ίδια στάση με μας. Και επειδή τα πάντα ρει, ακόμη κι αν κάποιος δεν το θέλει, η λύση θα έρθει απ’ έξω αλλά τις περισσότερες φορές δεν είναι προς όφελος της ζωής του υποκειμένου, συχνότερα δε είναι καταστροφική για το μέλλον του.

Σίγουρα η λήψη μίας απόφασης, ακόμη κι αν αποδειχθεί ότι ήταν λάθος εκ των υστέρων, είναι καλύτερη από τη μη λήψη απόφασης. Κι αυτό γιατί στην πρώτη περίπτωση τα πράγματα κινούνται από το ίδιο το άτομο και δεν μπορεί συνεχώς να παίρνει λάθος αποφάσεις, ενώ στη δεύτερη περίπτωση το υποκείμενο έχει την αίσθηση ότι δεν ελέγχει τη ζωή του και μένει ακινητοποιημένο στην κατάσταση που ήδη βρίσκεται περιμένοντας τη λύση απ' έξω. Σκεφτείτε με πόσο μεγάλες δόσεις απογοήτευσης και ματαιότητας τροφοδοτεί κάποιος τον εαυτό του, μέσα από μία τέτοια στάση.

Φυσικά και δεν είναι απαραίτητο να κινούμαστε συνεχώς. Η παραμονή όμως σε μία κατάσταση θα πρέπει να έχει προκύψει από μία απόφαση, μία επιθυμία κι όχι από αδυναμία λήψης απόφασης.

Στα είκοσι, ο καθένας νομίζει ότι μπορεί να κάνει τα πάντα. Όλος ο χρόνος είναι μπροστά και όλες οι επιλογές ανοιχτές. Αργότερα καταλαβαίνει ότι δεν μπορεί να τα κάνει όλα, τα περισσότερα μάλιστα δεν θα τα κάνει ποτέ. Αυτή η ματαίωση, αυτός ο αποχαιρετισμός των δρόμων που ποτέ δεν θα ταξιδευτούν, ανοίγει ένα νέο κύκλο, το δρόμο για την προσωπική κατασκευή της ζωής και τη συνεχή αναδιαμόρφωση της ταυτότητας. Έτσι, ευτυχώς, δεν είμαστε όλοι ίδιοι, θα ήταν εξαιρετικά βαρετό...

Μη χορεύεις στο χορό κανενός, αν δεν το επιλέξεις ο ίδιος

Όποιος λαχταράει πόλεμο, παλεύει κάθε μέρα με τον εαυτό του. Δικαίωμά του και καλά κάνει, αν αυτό επιθυμεί. Ελεύθεροι άνθρωποι είμαστε. Αυτό δεν σημαίνει όμως πως αν αρέσκεται στο να βάζει κι άλλους στο «παιχνίδι» του, οι όποιοι άλλοι θα βαρούν προσοχή και θα χορεύουν στο χορό του. Αλίμονο σε όποιον δεν το καταλάβει αυτό.

Πολλοί έχουν την εντύπωση πως όλο και κάτι τους «χρωστάς». Για κάτι μικρό, ή κάτι μεγάλο. Για ίσως «πολλά», ποτέ όμως λίγα. Αυτό, γιατί ο κόσμος μας όσο «ελεύθερος» κι αν θέλουμε να πιστεύουμε ότι είναι και αποτοξινωμένος από ταμπού και «ταμπέλες» μάστιγες, δε γνωρίζει τη γλώσσα της ανιδιοτέλειας.

Αν όχι όλοι, οι περισσότεροι, «δίνουν», έχοντας πάντοτε στο μυαλό κάτι να πάρουν. Υποσυνείδητα συμβαίνει αυτό, καταγεγραμμένο στο DNA μας είναι. Πώς όταν ήμασταν μικρά παιδιά και γράφαμε μια γεμάτη φαντασία έκθεση ο μπαμπάς έφερνε σπίτι σοκολάτες, ή όταν αντίστροφα κάναμε μια ζημιά, απαγορευόταν να φάμε γλυκό; Κάπως έτσι.

Ανέκαθεν φαινομενικά «χρωστούσαμε». Αν κάναμε καλό, παίρναμε «επιβράβευση». Αν κάναμε κακό, μας αφαιρούνταν το δικαίωμα στην απόλαυση. Χρωστούσαμε «συγνώμη», «απολογία» και «την επόμενη φορά δε θα το ξανακάνω μαμά!» με περίλυπο ύφος κι ας ήμασταν μόλις εφτά.

Το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι συνηθίσαμε να κάνουμε «καλές πράξεις» γιατί τις αισθανόμαστε σαν «χρέος» με άμεσο στόχο την επιβράβευση, γιατί «τι θα πει ο κόσμος» και άλλα τέτοια γραφικά, ειδάλλως τιμωρία. Βουτιά στην ανασφάλεια, με το ένα πόδι σηκωμένο, κοιτώντας τον καθρέφτη μας αυτή τη φορά όχι με περίλυπο, αλλά με πραγματικά λυπημένο ύφος.

Και τα παιδιά του κάποτε, παιδιά βασανισμένα και εγκλωβισμένα σε καθωσπρεπισμούς μεγάλωσαν… Ωρίμασαν. Και με τη σειρά τους έγιναν ώριμοι, χειριστικοί δυνάστες που όλοι ξαφνικά τους χρωστούν. Τα παιδιά τους, οι φίλοι τους, ο σύντροφός τους, ο συνάδελφός τους, ακόμα και ο περιπτεράς απέναντι.

Αυτά τα πλέον «μεγάλα παιδιά», λυπάμαι, μα δεν έχουν άλλοθι τα όποια παιδικά ψυχικά τραύματα κουβαλούν και όχι, δε μπορούν να τα προστάζουν σε κουβέντες του στιλ «Έτσι έμαθα, έτσι ξέρω». Υποτιμούν οι ίδιοι πρώτα τον εαυτό τους, έχοντας πάντα στο μυαλό ότι κανείς δε μυρίζεται την αδυναμία τους.

Θα σου πω ένα μυστικό: Δεν τους συμπονώ. Τους λυπάμαι. Ταυτόχρονα, τους ευχαριστώ. Μου δίδαξαν ότι δε τους χρωστάω ακριβώς για όλα όσα σου γράφω τόση ώρα. Για ό,τι κι αν είσαι, ό,τι κι αν έγινες στην πορεία, όπου κι αν βρέθηκες, να νιώθεις ευγνωμοσύνη. Σίγουρα έπαιξαν το ρόλο τους άνθρωποι, τύχη και καταστάσεις. Όμως, όλα αρχίζουν και τελειώνουν με σένα.

Εσένα κουβαλάς. Εσένα ορίζεις. Αν χρωστάς σε κάποιον, είναι στον εαυτό σου, που ακόμα κι αν «έμπλεξες» με ένα κάρο ανθρώπους βαμπίρ, τοξικούς και δηλητηριώδεις, έμαθες από αυτούς και επέλεξες τις αποστάσεις, τα όρια, τη ψυχική σου υγεία και βεβαίως τους «δικούς σου ανθρώπους», τα αληθινά στηρίγματα, την αγάπη, την ουσία, την επαφή.

Δεν χρωστάς σε κανέναν. Και μη χορεύεις στο χορό κανενός, αν δεν το επιλέξεις ο ίδιος. Πάντα, αν όχι όλοι, οι περισσότεροι θα περιμένουν κάτι, θα σου πετάνε στα μούτρα τη «βοήθειά» τους, την «καλοσύνη», την «υπομονή» τους που εσύ πρέπει να σεβαστείς.

Μάντεψε όμως: Εδώ δεν έχει «πρέπει». Αυτά κερδίζονται. Και για όσους εξακολουθούν το μοτίβο «μου χρωστάς», προσοχή. Πόσα «μου χρωστάς» μπορείς να πάρεις μαζί σου.

Να ζήσετε με μεγαλοσύνη

Η επιθυμία σας να υπάρξετε και να ζήσετε με μεγαλοσύνη είναι μια πλευρά της πνευματικής σας ενέργειας.

Για να αποκτήσετε ισορροπία σε αυτόν τον τομέα της ζωής σας, πρέπει να χρησιμοποιήσετε την ενέργεια των σκέψεών σας για να εναρμονιστείτε με εκείνα που επιθυμείτε. Η νοητική σας ενέργεια προσελκύει όσα σκέφτεστε. Σκέψεις που αποτίουν φόρο τιμής στην απογοήτευση, προσελκύουν απογοήτευση.

Όταν λέτε ή σκέφτεστε κάτι σαν “Δεν μπορώ να κάνω τίποτα, έχω χάσει τον έλεγχο της ζωής μου και είμαι παγιδευμένος-η”, αυτό ακριβώς θα προσελκύσετε! δηλαδή, αντίσταση προς τις μεγαλύτερες επιθυμίες σας! Με κάθε σκέψη απογοήτευσης είναι σαν να αγοράζετε ένα εισιτήριο για περισσότερη απογοήτευση. Κάθε σκέψη που επιβεβαιώνει ότι είστε παγιδευμένοι, ζητά από το Σύμπαν να σας στείλει ακόμα περισσότερη από εκείνη την κόλλα που σας κρατά καθηλωμένους.

Το πιο σημαντικό εργαλείο για την απόκτηση της ισορροπίας είναι η επίγνωση ότι εσείς και μόνο εσείς είστε υπεύθυνοι για την ανισορροπία ανάμεσα σε εκείνο που ονειρεύεστε πως προοριζόταν να είναι η ζωή σας και στις καθημερινές συνήθειες που αποστραγγίζουν τη ζωή από αυτό το όνειρο.

Μπορείτε να ευθυγραμμιστείτε εκ νέου με τη νοητική σας ενέργεια, ώστε να σας παρουσιαστούν ευκαιρίες για να διορθώσετε αυτήν την ανισορροπία. Όταν το κάνετε αυτό, ανακαλύπτετε ότι, ενώ ο κόσμος της πραγματικότητας έχει τα όριά του, ο κόσμος της φαντασίας σας δεν έχει περιορισμούς. Από αυτήν την απεριόριστη φαντασία προέρχεται ο σπόρος μιας πραγματικότητας που ζητούσε επιτακτικά να αποκατασταθεί σε ένα ισορροπημένο περιβάλλον.

Nietzsche: Tο ερώτημα που τίθεται για όλα και το καθετί: «Το θέλεις αυτό άλλη μια φορά και αναρίθμητες φορές ακόμη;»

Το μεγαλύτερο βάρος. Κι αν μια μέρα ή μια νύχτα γλιστρούσε ένας δαίμονας μέσα στην πιο μοναχική μοναξιά σου και σου έλεγε: «Αυτή τη ζωή, όπως την έζησες και όπως τη ζεις μέχρι τώρα θα τη ξαναζήσεις άλλη μια φορά και αναρίθμητες ακόμη φορές˙ και δεν θα υπάρχει τίποτα καινούργιο σε αυτή, αλλά κάθε πόνος και κάθε χαρά και κάθε σκέψη και κάθε στεναγμός και καθετί ανείπωτα μικρό ή μεγάλο της ζωής σου θα ξανάρθει σε σένα, όλα με την ίδια σειρά και διαδοχή – ακόμα και αυτή η αράχνη και αυτό το σεληνόφως ανάμεσα στα δένδρα, κι αυτή η στιγμή και εγώ ο ίδιος. 

Η αιώνια κλεψύδρα της ύπαρξης γυρίζει ακατάπαυστα πάνω κάτω και μαζί της και εσύ, κόκκε σκόνης!» Δε θα έπεφτες κατάχαμα, δεν θα έτριζες τα δόντια σου και δε θα καταριόσουν το δαίμονα που θα μιλούσε έτσι; Ή μήπως, θα ζούσες μία φοβερή στιγμή όπου θα του απαντούσες: «Είσαι θεός και δεν άκουσα τίποτα πιο θεϊκό!». 

Αν σε κυρίευε αυτή η σκέψη, θα σε μεταμόρφωνε εσένα, έτσι που είσαι και ίσως να σε έκανε σκόνη: το ερώτημα που τίθεται για όλα και το καθετί: «Το θέλεις αυτό άλλη μια φορά και αναρίθμητες φορές ακόμη;» θα ήταν το μεγαλύτερο βάρος που θα βάραινε τις πράξεις σου! Ή, αντίθετα, πόσο καλός θα έπρεπε να γίνεις απέναντι στον εαυτό σου και απέναντι στη ζωή ώστε να μην ποθείς τίποτε περισσότερο από αυτή την έσχατη αιώνια επιβεβαίωση και επισφράγιση;
(Η χαρούμενη επιστήμη,1882)

Μάθημα: Ρωτήστε τον εαυτό σας: «Αυτό που κάνω αξίζει να το κάνω συνέχεια; Ή μήπως το κάνω μόνο για προσωρινούς λόγους; Είναι άραγε ένα μπάλωμα ή έτσι θα έπρεπε να είναι πραγματικά η ζωή μου;» Το νοητικό πείραμα δεν είναι ένας ισχυρισμός για το τι ισχύει στ’ αλήθεια. Είναι μάλλον ένας τρόπος να ενταθεί η αίσθηση της σημασίας και του βάρους που έχει η παρούσα στιγμή, προκειμένου να αντιδρούμε στη φυσιολογική μας τάση να σκεφτόμαστε: έχω πολύ χρόνο μπροστά μου, μια μέρα θα σοβαρευτώ.

Νευρωνικά δίκτυα και Τεχνητή Νοημοσύνη

Σήμερα θα προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τι είναι τα νευρωνικά δίκτυα, πώς λειτουργούν και ποιος είναι ο ρόλος τους στη δημιουργία τεχνητής νοημοσύνης.

Νευρωνικά δίκτυα. Αυτή τη φράση την ακούμε σχεδόν παντού. Φτάνει στο σημείο να βρεις νευρωνικά δίκτυα ακόμα και σε ψυγεία (δεν είναι αστείο). Τα νευρωνικά δίκτυα χρησιμοποιούνται ευρέως από αλγόριθμους μηχανικής μάθησης, οι οποίοι σήμερα μπορούν να βρεθούν όχι μόνο σε υπολογιστές και smartphones, αλλά και σε πολλές άλλες ηλεκτρονικές συσκευές, για παράδειγμα, σε οικιακές συσκευές. Και έχετε αναρωτηθεί ποτέ τι είναι αυτά τα νευρωνικά δίκτυα;

Τα νευρωνικά δίκτυα αποτελούνται από σύνολα μονάδων επεξεργασίας πληροφοριών που λειτουργούν σαν ομάδα, ανταλλάσσοντας μεταξύ τους πληροφορίες όπως κάνουν οι νευρώνες εντός του εγκεφάλου. Μαζί, αυτά τα δίκτυα μπορούν να διαχειριστούν μεγαλύτερες προκλήσεις με περισσότερη πολυπλοκότητα και λεπτομέρεια απ’ ότιι θα μπορούσε να διαχειριστεί ο παραδοσιακός προγραμματισμός.

Ένα δίκτυο είναι μια συλλογή ορισμένων στοιχείων. Αυτή είναι η απλούστερη προσέγγιση στα μαθηματικά, τη φυσική ή την τεχνολογία. Εάν ένα δίκτυο υπολογιστών είναι ένα σύνολο διασυνδεδεμένων υπολογιστών, τότε ένα νευρωνικό δίκτυο είναι προφανώς ένα σύνολο υπολογιστικών νευρώνων. Ωστόσο, αυτά τα στοιχεία δεν είναι καν συγκρίσιμα σε πολυπλοκότητα με τα νευρικά κύτταρα του εγκεφάλου και του νευρικού μας συστήματος, αλλά σε ένα ορισμένο επίπεδο αφαίρεσης, ορισμένα χαρακτηριστικά ενός τεχνητού νευρώνα και ενός βιολογικού νευρώνα είναι κοινά. Αλλά είναι απαραίτητο να θυμόμαστε ότι ένας τεχνητός νευρώνας είναι μια πολύ απλούστερη έννοια από τον βιολογικό του αντίστοιχο, για τον οποίο ακόμα δεν γνωρίζουμε τα πάντα.

Αν και επιχειρούν να μιμηθούν τη δομή του εγκεφάλου, τα νευρωνικά δίκτυα δεν μπορούν να “σκεφτούν” όπως οι άνθρωποι. Τα ανθρώπινα όντα μπορούν στιγμιαία να αναλύσουν χιλιάδες μικρές λεπτομέρειες, προκειμένου να αποκωδικοποιήσουν νέα αντικείμενα και σενάρια, αφομοιώνοντας πολλά χαρακτηριστικά ταυτόχρονα, όπως χρώμα, υφή και μέγεθος. Τα νευρωνικά δίκτυα είναι ικανά να εντοπίζουν μοτίβα, αλλά δεν έχουν την ικανότητα να τοποθετήσουν αυτές τις λεπτομέρειες σε ένα πλαίσιο αναφοράς, με τον ίδιο τρόπο που το κάνουν οι άνθρωποι.

Πρώτα υπήρχε ένας τεχνητός νευρώνας

Το πρώτο μαθηματικό μοντέλο ενός τεχνητού νευρώνα αναπτύχθηκε το 1943 από δύο Αμερικανούς επιστήμονες, τον Warren McCulloch και τον Walter Pitts. Κατάφεραν να το κάνουν αυτό με βάση μια διεπιστημονική προσέγγιση, συνδυάζοντας βασικές γνώσεις της φυσιολογίας του εγκεφάλου , των μαθηματικών και της τότε νεαρής προσέγγισης πληροφορικής (χρησιμοποίησαν, μεταξύ άλλων, τη θεωρία υπολογισιμότητας του Alan Turing ). Το μοντέλο τεχνητού νευρώνα McCulloch-Pitts είναι ένα πολύ απλό μοντέλο, έχει πολλές εισόδους, όπου οι πληροφορίες εισόδου περνούν μέσα από βάρη (παραμέτρους), οι τιμές των οποίων καθορίζουν τη συμπεριφορά του νευρώνα. Το αποτέλεσμα που προκύπτει αποστέλλεται σε μία μόνο έξοδο.

Από το μοντέλο στις καινοτόμες υλοποιήσεις

Οι McCulloch και Pitts ανέπτυξαν ένα θεωρητικό μοντέλο, αλλά η δημιουργία του πρώτου πραγματικού νευρωνικού δικτύου έπρεπε να περιμένει περισσότερα από δέκα χρόνια. Ο δημιουργός του θεωρείται ένας άλλος πρωτοπόρος της έρευνας τεχνητής νοημοσύνης, ο Frank Rosenblatt, ο οποίος το 1957 δημιούργησε το δίκτυο Mark I Perceptron . Χάρη σε αυτή τη δομή, η μηχανή απέκτησε μια ικανότητα που προηγουμένως ήταν εγγενής μόνο σε ζώα και ανθρώπους: μπορεί να μάθει.

Πολλοί ερευνητές και πρωτοπόροι της επιστήμης των υπολογιστών στη δεκαετία του 1950 σκέφτηκαν πώς να κάνουν μια μηχανή να κάνει ό,τι δεν μπορούσε να κάνει μόνη της. Για παράδειγμα, ο Arthur Samuel ανέπτυξε ένα πρόγραμμα που έπαιζε ζάρια με έναν άνθρωπο, ο Allen Newell και ο Herbert Simon δημιούργησαν ένα πρόγραμμα που μπορούσε να αποδείξει ανεξάρτητα μαθηματικά θεωρήματα. Ακόμη και πριν από τη δημιουργία του πρώτου νευρωνικού δικτύου του Rosenblatt, δύο άλλοι πρωτοπόροι της έρευνας στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης, ο Marvin Minsky και ο Dean Edmonds, το 1952, δηλαδή πριν ακόμη εμφανιστεί το perceptron του Rosenblatt, κατασκεύασαν μια μηχανή που ονομάζεται SNARC (Stochastic Neural Analog Reinforcement Calculator) – στοχαστική νευρωνική αναλογική αριθμομηχανή ενίσχυση, που θεωρείται από πολλούς ως ο πρώτος υπολογιστής στοχαστικού νευρωνικού δικτύου. Πρέπει να σημειωθεί ότι το SNARC δεν είχε καμία σχέση με σύγχρονους υπολογιστές.

Αν και τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, πολλοί πρωτοπόροι της τεχνητής νοημοσύνης γοητεύτηκαν από τις δυνατότητες των νευρωνικών δικτύων και μερικοί από αυτούς προέβλεψαν ότι μια μηχανή ισοδύναμη με τον ανθρώπινο εγκέφαλο ήταν μόλις δέκα χρόνια μακριά. Αυτό είναι ακόμη και αστείο να το διαβάζουμε σήμερα, γιατί ακόμα δεν έχουμε πλησιάσει στη δημιουργία ενός μηχανικού ισοδύναμου του ανθρώπινου εγκεφάλου και απέχουμε ακόμα πολύ από το να λύσουμε αυτό το έργο. Γρήγορα έγινε σαφές ότι η λογική των πρώτων νευρωνικών δικτύων ήταν συναρπαστική και περιορισμένη. Οι πρώτες υλοποιήσεις της τεχνητής νοημοσύνης χρησιμοποιώντας τεχνητούς νευρώνες και αλγόριθμους μηχανικής μάθησης μπόρεσαν να λύσουν ένα συγκεκριμένο στενό εύρος εργασιών.

Ωστόσο, όταν επρόκειτο για ευρύτερους χώρους και επίλυση κάτι πολύ σοβαρού, όπως η αναγνώριση μοτίβων και εικόνων, η ταυτόχρονη μετάφραση, η αναγνώριση ομιλίας και γραφής κ.λπ., δηλαδή πράγματα που οι υπολογιστές και η τεχνητή νοημοσύνη μπορούν ήδη να κάνουν σήμερα, αποδείχθηκε ότι οι πρώτες υλοποιήσεις νευρωνικών δικτύων απλά δεν ήταν σε θέση να το κάνουν. Γιατί συνέβη αυτό; Την απάντηση έδωσε η έρευνα του Marvin Minsky και του Seymour Papert, που το 1969 απέδειξε τους περιορισμούς της λογικής του perceptron και έδειξε ότι η αύξηση των δυνατοτήτων των απλών νευρωνικών δικτύων αποκλειστικά λόγω κλιμάκωσης δεν λειτουργεί. Υπήρχε ένα ακόμη, αλλά πολύ σημαντικό, εμπόδιο – η υπολογιστική ισχύς που ήταν διαθέσιμη εκείνη την εποχή ήταν πολύ μικρή ώστε τα νευρωνικά δίκτυα να χρησιμοποιούνταν όπως προβλεπόταν.

Αναγέννηση νευρωνικών δικτύων

Στις δεκαετίες του 1970 και του 1980, τα νευρωνικά δίκτυα πρακτικά ξεχάστηκαν. Μόλις στα τέλη του περασμένου αιώνα έγινε τόσο μεγάλη η διαθέσιμη υπολογιστική ισχύς που οι άνθρωποι άρχισαν να επιστρέφουν σε αυτήν και να αναπτύσσουν τις δυνατότητές τους σε αυτόν τον τομέα. Τότε ήταν που εμφανίστηκαν νέες συναρτήσεις και αλγόριθμοι, ικανοί να ξεπεράσουν τους περιορισμούς των πρώτων απλούστερων νευρωνικών δικτύων.

Τότε προέκυψε η ιδέα της βαθιάς μηχανικής μάθησης πολυεπίπεδων νευρωνικών δικτύων. Τι συμβαίνει στην πραγματικότητα με αυτά τα στρώματα; Σήμερα, σχεδόν όλα τα χρήσιμα νευρωνικά δίκτυα που λειτουργούν στο περιβάλλον μας είναι πολυεπίπεδα. Έχουμε ένα επίπεδο εισόδου του οποίου η αποστολή είναι να λαμβάνει δεδομένα εισόδου και παραμέτρους (βαρίδια). Ο αριθμός αυτών των παραμέτρων ποικίλλει ανάλογα με την πολυπλοκότητα του υπολογιστικού προβλήματος που πρέπει να λυθεί από το δίκτυο.

Επιπλέον, έχουμε τα λεγόμενα “κρυμμένα επίπεδα” – εδώ συμβαίνει όλη η “μαγεία” που σχετίζεται με τη βαθιά μηχανική μάθηση. Είναι τα κρυφά στρώματα που είναι υπεύθυνα για την ικανότητα αυτού του νευρωνικού δικτύου να μαθαίνει και να εκτελεί τους απαραίτητους υπολογισμούς. Τέλος, το τελευταίο στοιχείο είναι το επίπεδο εξόδου, δηλαδή το στρώμα του νευρωνικού δικτύου που δίνει το επιθυμητό αποτέλεσμα, σε αυτήν την περίπτωση: αναγνωρισμένη γραφή, πρόσωπο, φωνή, σχηματισμένη εικόνα με βάση την περιγραφή κειμένου, αποτέλεσμα τομογραφικής ανάλυσης η διαγνωστική εικόνα και πολλά άλλα.

Πώς μαθαίνουν τα νευρωνικά δίκτυα;

Όπως ήδη γνωρίζουμε, μεμονωμένοι νευρώνες στα νευρωνικά δίκτυα επεξεργάζονται πληροφορίες με τη βοήθεια παραμέτρων (βαρών), στις οποίες εκχωρούνται μεμονωμένες τιμές και συνδέσεις. Αυτά τα βάρη αλλάζουν κατά τη διάρκεια της μαθησιακής διαδικασίας, γεγονός που σας επιτρέπει να προσαρμόσετε τη δομή αυτού του δικτύου με τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργεί το επιθυμητό αποτέλεσμα. Πώς ακριβώς μαθαίνει το δίκτυο; Είναι προφανές, πρέπει να εκπαιδεύεται συνεχώς. Μην εκπλαγείτε με αυτό το ρητό. Μαθαίνουμε κι εμείς, και αυτή η διαδικασία δεν είναι χαοτική, αλλά τακτική, ας πούμε. Το λέμε εκπαίδευση. Σε κάθε περίπτωση, τα νευρωνικά δίκτυα μπορούν επίσης να εκπαιδευτούν, και αυτό συνήθως γίνεται χρησιμοποιώντας ένα κατάλληλα επιλεγμένο σύνολο εισόδων, το οποίο κατά κάποιο τρόπο προετοιμάζει το δίκτυο για τις εργασίες που θα εκτελέσει στο μέλλον. Και όλα αυτά επαναλαμβάνονται βήμα-βήμα, μερικές φορές η διαδικασία μάθησης μοιάζει σε κάποιο βαθμό με την ίδια την εκπαιδευτική διαδικασία.

Για παράδειγμα, εάν το καθήκον αυτού του νευρωνικού δικτύου είναι να αναγνωρίζει πρόσωπα, είναι προεκπαιδευμένο σε μεγάλο αριθμό εικόνων που περιέχουν πρόσωπα. Στη διαδικασία μάθησης, τα βάρη και οι παράμετροι των κρυφών στρωμάτων αλλάζουν. Οι ειδικοί χρησιμοποιούν εδώ τη φράση “ελαχιστοποίηση της συνάρτησης κόστους”. Μια συνάρτηση κόστους είναι μια ποσότητα που μας λέει πόσα λάθη κάνει ένα δεδομένο νευρωνικό δίκτυο. Όσο περισσότερο μπορούμε να ελαχιστοποιήσουμε τη συνάρτηση κόστους ως αποτέλεσμα της εκπαίδευσης, τόσο καλύτερα θα αποδώσει αυτό το νευρωνικό δίκτυο στον πραγματικό κόσμο. Το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό που διακρίνει κάθε νευρωνικό δίκτυο από μια εργασία που έχει προγραμματιστεί χρησιμοποιώντας έναν κλασικό αλγόριθμο είναι ότι, στην περίπτωση των κλασικών αλγορίθμων, ο προγραμματιστής πρέπει να σχεδιάσει βήμα προς βήμα ποιες ενέργειες θα εκτελέσει το πρόγραμμα. Στην περίπτωση των νευρωνικών δικτύων, το ίδιο το δίκτυο είναι σε θέση να μάθει να εκτελεί σωστά εργασίες από μόνο του. Και κανείς δεν ξέρει ακριβώς πώς ένα πολύπλοκο νευρωνικό δίκτυο εκτελεί τους υπολογισμούς του.

Σήμερα, τα νευρωνικά δίκτυα χρησιμοποιούνται ευρέως και, ίσως παραδόξως, πολύ συχνά χωρίς να κατανοούμε πώς λειτουργεί πραγματικά η υπολογιστική διαδικασία σε ένα δεδομένο δίκτυο. Δεν υπάρχει ανάγκη για αυτό. Οι προγραμματιστές χρησιμοποιούν έτοιμα νευρωνικά δίκτυα που εκπαιδεύονται από μηχανή και είναι προετοιμασμένα για δεδομένα εισόδου συγκεκριμένου τύπου, τα επεξεργάζονται με τρόπο γνωστό μόνο σε αυτούς και παράγουν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ένας προγραμματιστής δεν χρειάζεται να γνωρίζει πώς λειτουργεί η διαδικασία συμπερασμάτων μέσα σε ένα νευρωνικό δίκτυο. Δηλαδή, ένα άτομο μένει μακριά από έναν μεγάλο όγκο υπολογισμών, μια μέθοδο απόκτησης πληροφοριών και την επεξεργασία της από τα νευρωνικά δίκτυα. Εξού και ορισμένοι φόβοι της ανθρωπότητας σχετικά με τα μοντέλα τεχνητής νοημοσύνης. Απλώς φοβόμαστε ότι μια μέρα το νευρωνικό δίκτυο θα θέσει στον εαυτό του ένα συγκεκριμένο καθήκον και ανεξάρτητα, χωρίς τη βοήθεια κάποιου ατόμου, θα βρει τρόπους να το λύσει. Αυτό ανησυχεί την ανθρωπότητα, προκαλεί φόβο και δυσπιστία στη χρήση των αλγορίθμων μηχανικής μάθησης.

Αυτή η χρηστική προσέγγιση είναι κοινή σήμερα. Το ίδιο συμβαίνει και με εμάς: ξέρουμε πώς να εκπαιδεύσουμε κάποιον σε μια συγκεκριμένη δραστηριότητα και γνωρίζουμε ότι η εκπαιδευτική διαδικασία θα είναι αποτελεσματική αν γίνει σωστά. Ένα άτομο θα αποκτήσει τις επιθυμητές δεξιότητες. Καταλαβαίνουμε όμως πώς ακριβώς γίνεται η διαδικασία της αφαίρεσης στον εγκέφαλό του, η οποία προκάλεσε αυτό το φαινόμενο; Δεν έχουμε ιδέα.

Καθήκον των επιστημόνων είναι να μελετούν αυτά τα προβλήματα όσο το δυνατόν περισσότερο, ώστε να μας εξυπηρετούν και να μας βοηθούν όπου χρειάζεται και, κυρίως, να μην γίνονται απειλή. Ως άνθρωποι, φοβόμαστε αυτό που δεν ξέρουμε.

Η θέση του Σωκράτη στην ιστορία του φιλοσοφικού στοχασμού

Ίσως πολύ λίγοι άνθρωποι έχουν κερδίσει τόσο σημαντική θέση στην Ιστορία της Ανθρωπότητας όσο ο Σωκράτης, χωρίς να έχει γράψει βιβλία, χωρίς να έχει κερδίσει μάχες, χωρίς να έχει πραγματοποιήσει εφευρέσεις, χωρίς να έχει διοικήσει αυτοκρατορία, χωρίς να έχει δημιουργήσει περιουσία. Κέρδισε την πιο μεγάλη φήμη για τη φτώχια, την ταπεινοφροσύνη και το ήθος του γενικά, μέσα σε μια κοινωνία που δεν μπόρεσε τελικά να τον ανεχτεί, γιατί εκείνος είχε το θάρρος να στοχάζεται για το ήθος των ανθρώπων και να ασκεί κριτική[1].

Γεννήθηκε και έζησε στην Αθήνα (470/469 π.Χ. έως το 399 π.Χ.) και φαίνεται ότι έγινε πολύ γνωστός στην αθηναϊκή κοινωνία γύρω στα 425 π.Χ. ως γενναίος στρατιώτης σε μια εκστρατεία των Αθηναίων και ως τακτικός θαμώνας της Αγοράς και ακούραστος συνομιλητής, με όποιους τον πλησίαζαν, για θέματα που εκείνος συνήθιζε να θέτει, θέματα πεζά, ανθρώπινα, αλλά ασυνήθη και κάποτε ενοχλητικότατα για πολλούς (π.χ. τι σημαίνει δίκαιο και άδικο), μάλιστα με τον τρόπο που τα ερευνούσε, τρόπο «ειρωνικό» για πολλούς και γοητευτικό για άλλους.

Οι πληροφορίες που έχουμε για το Σωκράτη, ο οποίος δεν έγραψε τίποτε, οφείλονται σε συγγραφείς σύγχρονούς του ή νεότερους, που επέκριναν ή θαύμαζαν και επαινούσαν το Σωκράτη[2]. Πληροφορίες πιο συγκεκριμένες για τη διδασκαλία του Σωκράτη έχουμε από τον Αριστοτέλη (πέθανε το 322 π.Χ.) και άλλες αργότερα από άλλους, π.χ. το Διογένη το Λαέρτιο (Βίοι Φιλοσόφων, βιβλίο β΄κεφ.5).

Σήμερα τα βιβλία που έχουμε για το Σωκράτη μπορεί να αποτελούν μια μεγάλη βιβλιοθήκη. Μνημονεύουμε σε υποσημείωση μερικά μόνο[3] από εκείνα που είναι προσιτά και ενδέχεται να ενδιαφέρονται γι’ αυτά κάποιοι, για να έχουν πληρέστερη εικόνα από αυτή που προσφέρει ένα άρθρο.

Παρακολουθώντας λοιπόν τη ζωή και το φιλοσοφικό λόγο του Σωκράτη σημειώνουμε τα ακόλουθα:

.α΄. Ως την ολοκλήρωση της «Χρυσής Πεντηκονταετίας» της Αθήνας (480-431 π.Χ.) κυρίαρχο φιλοσοφικό ρεύμα ήταν η μελέτη της φύσης, το Είναι και Γίγνεσθαι του φυσικού κόσμου. Κορυφαίος εκφραστής αυτού του στοχασμού στην Αθήνα του Περικλή ήταν ο Αναξαγόρας ο Κλαζομένιος, ο οποίος μάλιστα φαίνεται ότι είχε προκαλέσει την οργή των Αθηναίων με τις απόψεις του[4].

Όμως από τα μέσα κυρίως του 5ου αιώνα πληθύνονται τα προβλήματα κοινωνικής , ηθικής ζωής και με αυτά ασχολούνται ολοένα και περισσότερο οι στοχαστές: προβλήματα συμπεριφοράς των ατόμων μέσα στην κοινωνία τους, των κοινωνικών ομάδων που διεκδικούν δικαιοσύνη, των κοινωνιών μεταξύ τους, όταν συγκρούονται τα συμφέροντά τους[5]. Οι στοχαστές ολοένα και πιο συχνά ασχολούνται με προβλήματα ανθρώπινης συμπεριφοράς. Ο στοχασμός τώρα κινείται περισσότερο προς την κατεύθυνση Φιλοσοφίας του Ανθρώπου, της κοινωνίας των Ανθρώπων, παρά Φιλοσοφίας της Φύσης. Οι τάσεις αυτές εκδηλώνονται σε όλα τα πεδία πνευματικής δραστηριότητας ειδικότερα της Τέχνης (Τραγωδία , Κωμωδία), της Ιστοριογραφίας, της Σοφιστικής. Στο πεδίο της Φιλοσοφίας πρωτοπόροι που έστρεψαν το φιλοσοφικό στοχασμό από τα ουράνια στα επίγεια προβλήματα του ανθρώπου ήταν οι Σοφιστές και ο Σωκράτης. Μπορεί να είχαν άλλες αφετηρίες και επιδιώξεις και διαφορετικές επιλογές, αλλά και εκείνοι και αυτός ασχολήθηκαν με προβλήματα του κοινωνικού ανθρώπου, που αδικεί και αδικείται, που επιχειρεί να πείσει για το δίκιο του (ρητορική των Σοφιστών), να διαμαρτυρηθεί για την αδικία, να αναζητήσει την αλήθεια και το δίκιο μέσα στην κοινωνία (διαλεκτική του Σωκράτη)[6]. Στην ιστορία της Φιλοσοφίας πολλοί αντιπαραθέτουν τη διδασκαλία του Σωκράτη (του κήρυκα της ηθικής) προς εκείνη των Σοφιστών, που κάποιοι τους θεωρούν υπέρμαχους της θεωρίας για το Δίκαιο του Δυνατού (ότι δίκαιο είναι το συμφέρον του ισχυρού)[7].

.β΄. Γέννημα της εποχής του ο Σωκράτης φαίνεται ότι είχε αποδεχτεί κάποιες θέσεις και επιχείρησε να κηρύξει στην κοινωνία του κάποιες απόψεις:

- Οι άνθρωποι έχουν λογική ικανότητα, νόηση και μπορούν με το λογικό τους να διακρίνουν σε κάθε περίσταση τι είναι ορθό και δίκαιο και να πράξουν ανάλογα. Να θυμίσουμε ότι για την αρχαία ελληνική κοινωνία (στις αποικίες και στο μητροπολιτικό χώρο) η πορεία από το Μύθο στο Λόγο είχε συντελεστεί με τη συμβολή όλων των Προσωκρατικών στοχαστών[8]. Ο Αναξαγόρας (περί το 430 π.Χ.) είχε τιμήσει ιδιαίτερα τη δυνατότητα του νου, αναγορεύοντάς τον σε δύναμη κοσμοποιό, όταν έγραψε: «ομού πάντα χρήματα ην, νους δε επελθών πάντα ταύτα διεκόσμησεν»[9] (όλα στη φύση ήταν σωρός, χάος, ήρθε ο νους κι έβαλε τάξη κι ομορφιά). Ο Ευριπίδης, τραγικός ποιητής και φιλοσοφικός νους , έφτασε να θεοποιήσει το νου του ανθρώπου. Ένας στίχος του, που σώθηκε ως απόσπασμα άγνωστου έργου του είναι ο ακόλουθος: «ο νους ημών εν εκάστω θεός»[10] (= ο νους που έχει ο καθένας άνθρωπος μέσα του είναι η θεότητα).

- Με τέτοια λοιπόν μεγαλειώδη νοητική / λογική ικανότητα μπορούσε ο άνθρωπος να διακρίνει τι είναι καλό και τι κακό, δίκιο και άδικο. Δεν μπορεί ένα τέτοιο πλάσμα να προτιμάει το άδικο, να κάνει το κακό, εκτός αν δεν έτυχε να το γνωρίζει. Ο ίδιος ο Σωκράτης ως άτομο φαίνεται ότι δεν είχε νικηθεί από τη γοητεία της αδικίας και μπορούσε να καυχιέται ότι: «ουδενί άλλω πείθομαι ή τω λόγω, ος αν μοι λογιζομένω βέλτιστος φαίνοιτο»[11] (= δεν υπακούω σε τίποτε άλλο παρά στο λογικό μου , σε ό,τι μου φαίνεται λογικό, όταν στοχάζομαι, συλλογίζομαι).

- Κρίνοντας από τον Εαυτό του (όπου η δύναμη της λογικής κυριαρχούσε πάνω στις επιθυμίες και αναδείκνυε το ήθος του ανθρώπου) ο Σωκράτης έφτασε να διατυπώσει ως αξίωμα ηθικής δύναμης του Ανθρώπου ότι «ουδείς εκών κακός» (= κανένας δε γίνεται κακός με τη θέλησή του, αλλά από άγνοια ή αδυναμία διάκρισης του καλού και του κακού μπορεί να παρασυρθεί στο κακό). Ο ίδιος ακολούθησε τον κανόνα αυτό και προσπάθησε επίμονα και αταλάντευτα να μεταδώσει αυτή την αρχή στους άλλους, στους συμπολίτες του, με τη συζήτηση που άνοιγε όπου βρισκόταν, στην Αγορά ή στα Συμπόσια των φίλων του, όπου ήταν τακτικός καλεσμένος.

.γ΄. Στις ατέλειωτες συζητήσεις τους εκείνος ήταν, ή σταδιακά έγινε, πολύ μεθοδικός και πολλοί εύρισκαν στους λόγους του ενδιαφέρον και γοητεία. Οι πιο συνήθεις συζητήσεις γίνονταν για ζητήματα ανθρώπινης συμπεριφοράς, ατομικής ή ομαδικής και ήταν εύλογο συχνά να επανέρχονται ερωτήματα όπως:

Τι είναι καλό και τι κακό;

Τι είναι δίκαιο και τι άδικο;

Τι είναι όσιο και τι βέβηλο;

Τι είναι ανδρεία; κλπ. [12]

Έτσι εισήγαγε στο φιλοσοφικό /επιστημονικό λόγο την έννοια του ορισμού των εννοιών, για να υπάρχει συμφωνημένη βάση στις συζητήσεις. Και για να φτάσει στον ορισμό χρειαζόταν να παρουσιάζει πολλά παραδείγματα (ανδρείας ή δικαιοσύνης, οσιότητας ή βεβήλωσης κ.λπ.) ώστε με αυτά ως βάση να προχωρεί σε γενικευτικές κρίσεις. Αλλά αυτή η πρακτική είναι επαγωγικός συλλογισμός[13].

Κατά τις συζητήσεις του ο Σωκράτης ένιωθε φαίνεται έντονα την απόσταση που τον χώριζε ως στοχαστή από πολλούς συνομιλητές του αγύμναστους και ίσως επιπόλαιους και συνήθιζε να αμβλύνει (φραστικά) τη διαφορά λέγοντας ότι ο ίδιος αισθανόταν μαθητευόμενος μπροστά στη μαγεία της γνώσης. Χωρίς κανένα δισταγμό διακήρυττε : «εν οίδα ότι ουδέν οίδα» (= ένα μόνο πράγμα γνωρίζω, ότι τίποτε δε γνωρίζω). Είχε όμως συνείδηση της ικανότητάς του να στοχάζεται και να θέτει στους συνομιλητές του ερωτήματα συναφή προς τους ισχυρισμούς τους, με τα οποία αποκάλυπτε συχνά την κενότητά τους ή τους οδηγούσε στο να στοχαστούν σοβαρά το θέμα τους και να φτάσουν στην ουσία του. Στην πρώτη περίπτωση προκαλούσε συχνά την οργή τους, στη δεύτερη μπορούσε να καμαρώνει ότι με τις ερωτήσεις του οδηγούσε το μυαλό τους να γεννήσει ιδέες, σκέψεις, που πραγματικά κυοφορούσε. Ο ίδιος έλεγε ότι έτσι ασκούσε το επάγγελμα της μάνας του, που ήταν μαία. Έκανε διάλογο μαιευτικό[14]. Όλη αυτή η πρακτική του Σωκράτη να προφασίζεται άγνοια, για να προκαλέσει τη διερεύνηση / συζήτηση με τον τρόπο του, την ονόμασαν Σωκρατική Ειρωνεία , όχι βέβαια με το νόημα που δίνουμε σήμερα (προσβολή της προσωπικότητας του άλλου), αλλά ως έκφραση προσποιητής άγνοιας, για να προωθηθεί μαιευτικός διάλογος με συμμετοχή του συνομιλητή (W. C. Guthrie, Socrates, σελ. 122-124)

.δ΄. Πάντως, οι συζητήσεις του Σωκράτη , με τον τρόπο που γίνονταν:

- Συχνά προκαλούσαν τη δυσφορία εκείνων που αποκαλύπτονταν κενοί ή επιφανειολόγοι πάνω σε πολύ σοβαρά θέματα της ζωής, της κοινωνίας. Περισσότερη ίσως δυσφορία προκαλούσαν με το περιεχόμενό τους οι λόγοι του Σωκράτη που είχαν ερωτήσεις για το τι είναι δίκαιο σε μια κοινωνία που είχε μετατρέψει την Αθηναϊκή Συμμαχία σε Ηγεμονία επί των «Συμμάχων» για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της,[15] που είχε φτάσει σε αποφάσεις εξόντωσης των Συμμάχων, όταν τολμούσαν να διαμαρτυρηθούν. Τέτοιες ερωτήσεις μοιραία άγγιζαν τις πιο άδικες πτυχές της δράσης μιας κοινωνίας εκμεταλλευτικής στις προθέσεις της, αλαζονικής στη συμπεριφορά της, κάποτε εγκληματικής στις πράξεις της[16]. Δε γνωρίζουμε αν ο Σωκράτης οδηγούσε τη συζήτηση σε τέτοια έργα εγκληματικά συγκεκριμένα, αλλά οι συνειρμοί των συνομιλητών οδηγούνταν μοιραία στα συγκεκριμένα γεγονότα και προκαλούσαν αφύπνιση των συνειδήσεων για τα αμαρτήματα, στα οποία ως άτομα ή ως κοινωνία είχαν συμπράξει ενεργά ή είχαν σιωπήσει. Έτσι ο Σωκράτης δημιουργούσε κύμα δυσαρεστημένων είτε γιατί είχαν ταπεινωθεί από τον ίδιο ως άτομα[17], είτε γιατί είχαν αποκαλυφθεί ένοχοι αμαρτημάτων συλλογικών (κατά των Ναξίων και Μυτιληναίων, των Μηλίων και πολλών άλλων Ελλήνων ….)[18].

- Παράλληλα, πολλοί νεότεροι γοητεύονταν από τις συζητήσεις του Σωκράτη για τους ίδιους λόγους που οι άλλοι δυσαρεστούνταν αλλά και γιατί οι αναλύσεις του Σωκράτη ήταν συλλογιστικά γοητευτικές , και είναι πιθανό ότι αυτοί, οι γοητευμένοι, χρησιμοποιούσαν την τεχνική του Σωκράτη ή μάλλον τα επιχειρήματά του, για να κρίνουν και να επικρίνουν όλους εκείνους των οποίων τις πράξεις αποδοκίμαζαν[19].

- Έτσι ο Σωκράτης αποκτούσε πολλούς επικριτές της διαλεκτικής του , άμεσα ή έμμεσα δυσαρεστημένους μαζί του. Και , όπως ήταν εύλογο, αντέδρασαν με τρόπους ποικίλους από τη διακωμώδηση των ιδεών του και των τρόπων του (περίπτωση του Αριστοφάνη) ως την προσπάθεια διαβολής του [20].

Συγκεκριμένα:

Ο Αριστοφάνης, ο πιο γνωστός κωμωδιογράφος της Ελληνικής Αρχαιότητας παρέλαβε το Σωκράτη ως αεροβατούντα κριτή της Κοινωνίας στην κωμωδία Νεφέλες. Τον παρουσιάζει ως Σοφιστή, που είχε ανοίξει φροντιστήριο, όπου διαφθείρει τους νέους μαθαίνοντάς τους πώς να μετατρέπουν τον άδικο λόγο σε δίκαιο. Ένας από αυτούς τους νέους εξοργίζει τόσο των πατέρα του, ώστε εκείνος αποφασίζει να πάει να τιμωρήσει τον κακό δάσκαλο. Η κωμωδία τελειώνει με εμπρησμό του Φροντιστηρίου του Σωκράτη από τον αγανακτισμένο γονέα.

.ε΄. Η κριτική που ασκούσε ο Σωκράτης για συμπεριφορές του Δήμου των Αθηναίων, όπου με την αρχή της ισηγορίας μπορούσαν να εισηγούνται για ποικίλα θέματα ρήτορες αδαείς ως προς αυτά, θεωρήθηκε ή ερμηνεύτηκε ως κριτική κατά του δημοκρατικού πολιτεύματος[21]. Η άποψη μάλιστα του Σωκράτη ότι «ουδείς εκών κακός» με το σκεπτικό που είδαμε στην αρχή (§ β΄) εύκολα μπορούσε να ερμηνευτεί και ως άφεση αμαρτιών για τους Τριάκοντα Τυράννους μετά την πτώση τους, το 403 (αν οι άνθρωποι είχαν ενεργήσει από άγνοια……!)[22]

Τελικά, φαίνεται ότι η Αθηναϊκή Κοινωνία της μεταπολεμικής περιόδου (μετά το 404 π.Χ.), πολλαπλά τραυματισμένη, δεν μπόρεσε να ανεχτεί την άμεση ή έμμεση κριτική του Σωκράτη. Εύκολο ήταν να βρεθούν κατήγοροι[23] και να τον οδηγήσουν στο Δικαστήριο με την κατηγορία ότι:

- Δεν πιστεύει τους θεούς που πιστεύει η Αθηναϊκή Κοινωνία,

- Αλλά καινά δαιμόνια εισάγει,

- Αδικεί, επίσης, για το λόγο ότι διαφθείρει τα ήθη των νέων [24].

Σχετικά με τη Δίκη του Σωκράτη και την καταδίκη του και τη φυλάκισή του έχουμε τρία έργα γραμμένα από αφοσιωμένους μαθητές του: Ο Πλάτων και ο Ξενοφών έγραψαν δυο έργα με τον ίδιο τίτλο: Σωκράτους Απολογία. Διαφέρουν σε πολλά και σημαντικά, αλλά συμφωνούν σε στοιχεία που συνθέτουν μια σεβαστή προσωπικότητα: παρουσιάζουν ένα Σωκράτη με υψηλό φρόνημα, με αξιοπρέπεια, που προσπαθεί να μεταδώσει και στους συμπολίτες του την ικανότητα να στοχάζονται και να διακρίνουν το δίκιο από το άδικο και να αποδέχονται ότι αυτό είναι τόσο σημαντικό για την ευδαιμονία του ανθρώπου, ώστε να είναι προτιμότερο για τον άνθρωπο να δέχεται την αδικία από άλλους, παρά να τη διαπράττει ο ίδιος εις βάρος άλλων. Επιπλέον, παρουσιάζουν ένα Σωκράτη ατρόμητο μπροστά στο θάνατο και στην πιθανότητα να καταδικαστεί ο ίδιος σε θάνατο[25], τόσο ατρόμητο ώστε σχεδόν να προκαλεί τους δικαστές του να τον διευκολύνουν στα 70/ 71 χρόνια της ζωής του να συναντήσει γενναίος το θάνατο, πριν βιώσει τις δυσκολίες των γηρατειών. Επιπλέον, ο Πλάτων εμφανίζει το φυλακισμένο Σωκράτη να συνομιλεί με το φίλο του Κρίτωνα (στον ομώνυμο διάλογο) με την ίδια αξιοπρέπεια και να αναπτύσσει εκεί ζηλευτή θεωρία για τα καθήκοντα του έντιμου πολίτη:

Αυτός που είναι στα 70 χρόνια του,

Που έχει ζήσει 50 χρόνια ως ενεργός πολίτης,

Που έχει ο ίδιος ψηφίσει τους νόμους που ισχύουν

(ή τους έχει αποδεχτεί, αφού δεν τους έχει καταγγείλει),

έχει ηθικό στήριγμα τώρα, επειδή είναι στη φυλακή, να υποχωρήσει μπροστά στο φόβο του θανάτου και να παραβιάσει το νόμο με τον οποίο δικάστηκε - έστω και άδικα – και να δραπετεύσει μεταμφιεσμένος και ντροπιασμένος, για να διασώσει ένα γηρασμένο κορμί και να ντροπιάσει το όνομά του; Όχι, οφείλει να δώσει ένα μάθημα ήθους, με μια γενναία απόφαση / πράξη, ως νομοταγής πολίτης[26].

Έτσι ο Σωκράτης έδωσε στην τότε κοινωνία και στην Ανθρωπότητα όλη αξιομίμητο παράδειγμα φιλοσόφου με τη ζωή του και με την πορεία του προς το θάνατο. Είναι πιθανό ότι με το παράδειγμά του ανταποκρίθηκε ο ίδιος στο αίτημα που προερχόταν από του Δελφούς (από το Μαντείο) αλλά ο ίδιος το είχε αποδεχτεί ως κανόνα ζωής: «γνώθι σαυτόν» (=γνώρισε τον εαυτό σου ): Μελέτησε τη ζωή και αποφάσισε αν αξίζει να τη ζεις με μικρόνοια, μικροψυχία και μικρότητες ή ως αξιοπρεπής και γενναίος περιπατητής. Ο Σωκράτης ελεύθερα διάλεξε αυτόν το δρόμο, που του έδωσε τελικά ως ανταμοιβή την αθανασία που του άξιζε για τον τρόπο που είχε ζήσει .

.στ΄. Είναι γνωστό ότι έχουν διατυπωθεί και κρίσεις αντίθετες για την όλη ζωή και δράση και συμπεριφορά του Σωκράτη:

- Ότι παραμέλησε την οικογένειά του, αυτός που δεν κουράστηκε να ερευνά τι είναι καλό και δίκαιο για τους άλλους…

- Ότι περιφρονούσε τον κοινό λαό και το δημοκρατικό πολίτευμα για τα ποικίλα ολισθήματά του (αποφάσεις συλλογικές που ήταν σκληρές έως εγκληματικές, π.χ. συμπεριφορά των Αθηναίων προς τους Ναξίους, τους Μυτιληναίους, τους Μηλίους )[27].

- Ότι ο Σωκράτης επέκρινε το θεσμό ανάδειξης αξιωματούχων και δικαστών με κλήρωση και αντιπαρέθετε στη συλλογική γνώμη των πολλών την ατομική και υπεύθυνη κρίση των επαϊόντων [28], άρα ήταν επικριτής ή αντίπαλος του δημοκρατικού πολιτεύματος, αντιδημοκράτης.

- Ότι έφτασε να συμπαθεί το πολίτευμα πόλης εχθρικής, της Σπάρτης, άρα ήταν και αντιπατριώτης (ένδειξη το πλήθος των φίλων, μαθητών και θαυμαστών του με τέτοια φρονήματα φιλοσπαρτιατικά: Ξενοφών, Πλάτων, Κριτίας, Αλκιβιάδης….)

- Ότι, ενώ ηθικολογούσε ποικιλότροπα, δεν έφτασε να κρίνει και να καταδικάζει το θεσμό της δουλείας (κάτι που εξυπηρετούσε τη γαιοκτητική αριστοκρατία), τον οποίο είχαν αρχίσει να κρίνουν οι σύγχρονοί του και κυρίως οι νεότεροί του Σοφιστές[29].

- Ότι με τη διδασκαλία του δε συνέβαλε στην ηθικοποίηση της κοινωνίας, αλλά στην άμβλυνση της αντίστασης του λαού στην αριστοκρατία, άρα ότι αυτός , παιδί του λαού, υπηρετούσε τελικά με την ηθικολογία του την αντιδημοκρατική / δουλοκτητική αριστοκρατία της Αθήνας,[30] ενώ γύρω του ακούονταν κιόλας διακηρύξεις για την ανθρώπινη φύση που είναι ίδια για όλους[31].

.ζ΄. Κατά την εκτίμησή μου:

Ο Σωκράτης δεν ήταν αντιδημοκράτης, δεν ήταν φίλος της αριστοκρατίας ή υπέρμαχος της δουλοκτησίας, δεν ήταν θαυμαστής της Λακεδαιμονίων Πολιτείας, δεν ήταν ο υπαίτιος για το ήθος του Αλκιβιάδη ή την εγκληματική δράση του Κριτία.

Ο Σωκράτης ήταν στοχαστής, που με το λογικό του ρύθμιζε τη δική του συμπεριφορά προς ό, τι νόμιζε δίκαιο και πρέσβευε ότι με τον ίδιο τρόπο μπορούν όλοι οι άνθρωποι να αποφεύγουν την αδικία για το καλό των συνανθρώπων τους και για τη δική τους ψυχική γαλήνη.

Και δοκίμαζε με το διάλογο να οδηγεί και άλλους προς αυτή τη συμπεριφορά[32].

Όμως δημιουργούσε πολλές δυσαρέσκειες με τον τρόπο που συζητούσε.

Επίσης, η αθηναϊκή κοινωνία ήταν πολύ ευερέθιστη ύστερα από 404/ 403 π.Χ. (νικημένη από τη Σπάρτη, ματωμένη από τους Τριάκοντα Τυράννους). Τότε πια δεν μπορούσε να ανεχθεί και το σωκρατικό απόφθεγμα «ουδείς εκών κακός», που αθώωνε συμπτωματικά και τους Τριάκοντα Τυράννους, ούτε το Σωκράτη να συνεχίζει συζήτηση για το «τι είναι δίκαιο» , που έφερνε πολλούς συνειρμούς ενοχής.

Τότε πια δεν ήταν δύσκολο να βρεθούν κατήγοροι για να τον διώξουν από την Αθήνα και να απαλλαγούν από την καθημερινή παρουσία του στην Αγορά.… (Θυμίζω ότι κατά την τότε νομοθεσία είχε ο κατηγορούμενος τη δυνατότητα επιλογής ανάμεσα σε θανατική ποινή, που είχε προταθεί από τους κατήγορους, και αειφυγία, δηλαδή εξορία για όλη του τη ζωή, την οποία εκείνος μπορούσε να αντιπροτείνει).

Ο Σωκράτης τους διέψευσε με το Ήθος του: προτίμησε το κώνειο, όχι τον εξευτελισμό. Έχασε λίγα χρόνια γηρατειών, αλλά κέρδισε την αιωνιότητα στην Ιστορία του Φιλοσοφικού Στοχασμού, προβάλλοντας στην πράξη μια Φιλοσοφία Ζωής με Ήθος ζηλευτό.

Και οι δικαστές τον έκριναν ένοχο: 280 από τους 500 του λαϊκού δικαστηρίου. Μετά την ετυμηγορία αυτή ο Σωκράτης είχε δικονομικά το δικαίωμα να αντιπροτείνει αειφυγία. Προτίμησε να εμμείνει στην αξιοπρέπεια, να μείνει ο Σωκράτης με Ήθος. Με πλειοψηφία μεγαλύτερη οι δικαστές επικύρωσαν τη θανατική ποινή του. Έμειναν κι εκείνοι στην αιωνιότητα ανώνυμοι ως συνεργοί για το θάνατο ενός αθώου, αμετανόητου όμως κριτή της κοινωνίας για τα ολισθήματα, τα οποία αυτή δεν είχε τη δύναμη ούτε να τα αναστοχαστεί ούτε απ’ αυτά να προχωρήσει στο σοφό δελφικό βήμα αυτογνωσίας, το «γνώθι σαυτόν». Αυτό χρειάζεται σωκρατικό πνεύμα και σωκρατικό ήθος για να αξιοποιηθεί[33].
---------------------------
[1] Υπάρχουν κρίσεις και κριτικές συγκεκριμένες που θα μας απασχολήσουν παρακάτω (στις §§ δ΄, ε΄).

[2] Ο κωμικός Αριστοφάνης σατίριζε τον ενοχλητικό Σωκράτη, ο Ξενοφών, μαθητής του, έγραψε για να τιμήσει τον υπέροχο δάσκαλό του, ο Πλάτων, επίσης μαθητής του Σωκράτη, αφιέρωσε στο σοφό δάσκαλό του όλα τα έργα του – εκτός από τους Νόμους – με την έννοια ότι σε όλα αυτά που είναι σε διαλογική μορφή, ο Σωκράτης είναι το κύριο πρόσωπο των διαλόγων. Σε ένα, μοναδικό έργο μονοπρόσωπο, ο Σωκράτης αναπτύσσει την Απολογία του ενώπιον του Δικαστηρίου, το οποίο τον καταδίκασε σε θάνατο (το 399 π.Χ.).

[3] Ενδεικτική βιβλιογραφία.

[4] Το Ψήφισμα του Διοπείθη (432 π.Χ.). Με αυτό τον όρο είναι γνωστή απόφαση του Δήμου, ύστερα από εισήγηση του μάντη Διοπείθη το 432 π.Χ.. Σύμφωνα με το ψήφισμα αυτό μπορούσε οποιοσδήποτε είχε στοιχεία «εισαγγέλλεσθαι τους τα θεία μη νομίζοντας ή λόγους περί μεταρσίων διδάσκοντας.»…. (Πλούταρχος, Βίος Περικλέους, § 32). Πρώτη δίωξη γνωστή ήταν κατά του Αναξαγόρα.

[5] Και στα πλαίσια ακόμη της Συμμαχίας της Δήλου είχαν εκδηλωθεί συμπτώματα σύγκρουσης σοβαρά, από το 468 π.Χ., όταν εκδηλώθηκε η πρώτη ενδοσυμμαχική διαφωνία που οδήγησε σε υποδούλωση των Ναξίων στους «Συμμάχους Αθηναίους» (Θουκυδίδης Ξυγγραφή, 99-100: «Η Νάξος πρώτη των ελληνίδων πόλεων εδουλώθη»). Λεπτομέρειες στο : «Διάλογος Αθηναίων Μηλίων» (στο βιβλίο του Φ. Κ. Βώρου, Δοκίμια Ιστορίας, Κοινωνιολογίας, Γενικής Παιδείας, «Παπαδήμας» 1984, σελ. 116-146).

[6] Στην κοινωνία των συγκρούσεων και της αδικίας γίνεται πεδίο επιδόσεων και η ρητορική (προσπάθεια του ανθρώπου να πείσει τους άλλους για να υπηρετήσει το συμφέρον του αδιαφορώντας ίσως για την αλήθεια) και η διαλεκτική (ανταλλαγή απόψεων μεταξύ ατόμων που διαλέγονται με κύριο στόχο να βρουν την αλήθεια και το δρόμο της δικαιοσύνης).

7 Ενδεικτική βιβλιογραφία: W.K.Guthrie, The Sophists, p. 101 ff., όπου ειδική παράγραφος με τίτλο: η «Φύσις», με το νόημα ότι «δίκιο είναι το συμφέρον του ισχυρού» (με αναφορά στον πλατωνικό σοφιστή Καλλικλή).Might is Right! (= Η δύναμη είναι το δίκαιο ή Δίκαιο είναι το συμφέρον του ισχυρού)!
Επίσης, Ν. Μ. Σκουτερόπουλος, Η Αρχαία Σοφιστική, σελ. 337, Θρασύμαχος (ως σελ. 357, όπου: «φημί ….το δίκαιον είναι ουκ άλλο τι ή το του κρείττονος συμφέρον», Πλάτωνος, Νόμοι, 338c).

[8] Αυτή η ονομασία για την πνευματική πορεία των Ελλήνων δόθηκε με τον τίτλο έργου του γερμανού μελετητή W. Nestle, ο οποίος δημοσίευσε το σχετικό βιβλίο του Vom Mythos zum Logos, München, 1942,

[9] Diels – Kranz, Die Fragmente der Vorsokratiker, 59 A1.

[10] Augustus Nauck, Fragmenta Tragicorum Graecorum, Ευριπίδης, fr. 1014.

[11] Αυτό δηλώνει ο ίδιος στο φίλο του Κρίτωνα (στον ομώνυμο πλατωνικό Διάλογο), όταν αυτός τον επισκέφθηκε στη φυλακή και του πρότεινε να δραπετεύσει, πράγμα για το Σωκράτη παράνομο, παράλογο, ανήθικο.

[12] Ξενοφών, Απομνημονεύματα, Α΄,1,16. Συνοπτικά το θεματολόγιο των συζητήσεων / αναζητήσεων του Σωκράτη το δίνει ο Ξενοφών με τα ακόλουθα: «Αυτός (ο Σ. ) περί των ανθρωπείων αεί διελέγετο σκοπών τι ευσεβές, τι ασεβές, τι καλόν, τι αισχρόν, τι δίκαιον, τι άδικον, τι σωφροσύνη, τι μανία, τι ανδρεία, τι δειλία, τι πόλις, τι πολιτικός, τι αρχή ανθρώπων, τι αρχικός ανθρώπων, και περί των άλλων, α τους μεν ειδότας ηγείτο καλούς καγαθούς είναι, τους δε αγνοούντας ανδραποδώδεις αν δικαίως κεκλήσθαι».

Με συζητήσεις για τέτοια ζητήματα γέμισε ο Ξενοφών τα Απομνημονεύματά του, για τη ζωή και τη δράση του Σωκράτη∙ και ανάλογες αναλύσεις (με διαφορετική μόνο βαθύνοια) βρίσκουμε στους πλατωνικούς διαλόγους, όπου κύριος συνομιλητής είναι ο Σωκράτης.

[13] Ο Αριστοτέλης προσγράφει στο Σωκράτη ως συμβολή στη Φιλοσοφία «τους επακτικούς λόγους και το ορίζειν καθόλου».

[14] Πλάτων, Θεαίτητος, 149-151.

[15] Οι σχετικές αναλύσεις του Θουκυδίδη για τον τρόπο με τον οποίο οι Αθηναίοι μετέτρεψαν τη Συμμαχία σε δική τους Ηγεμονία δεν έχουν, όσο γνωρίζω, αμφισβητηθεί. Ειδική μελέτη: Φ. Κ.Βώρος, «Διάλογος Μηλίων και Αθηναίων» (στο βιβλίο του ίδιου : Δοκίμια Ιστορίας, Κοινωνιολογίας, Γενικής Παιδείας , Αθήνα, 1988. )

[16] Ενδεικτικά θυμίζω: τη συμπεριφορά των Αθηναίων έναντι των Ναξίων, των Θασίων , όλων των Συμμάχων (όταν μετέφεραν, αυθαίρετα , το ταμείο της Συμμαχίας από τη Δήλο στην Αθήνα , 457 π.Χ. , όταν επέβαλλαν το αθηναϊκό νόμισμα σε όλους, το 448 π.Χ., όταν δαπανούσαν τις εισφορές των Συμμάχων για δημόσια έργα και μισθούς στην Αθήνα), έναντι των Μηλίων το 416 π.Χ.

[17] ‘Ούτοι διαπτυχθέντες ώφθησαν κενοί», κατά τη διατύπωση του Σοφοκλή (στίχος του στην τραγωδία Αντιγόνη, στ. 709) και φυσικά δεν ξεχνούσαν την ταπείνωση που είχαν υποστεί συνομιλώντας με ακαταμάχητο στη λογική και στη γαλήνη του συνομιλητή.

[18] Είναι χαρακτηριστικός ο πίνακας τέτοιων εγκλημάτων που θυμάται και θυμίζει ο Ξενοφών (Ελληνικά, βιβλίο Β), τη στιγμή που οι Αθηναίοι έχασαν την τελευταία ναυμαχία (το 404 π.Χ.) και έμαθαν τη θλιβερή είδηση με την άφιξη του ταχύπλοου της εποχής: «εν δε ταις Αθήναις, της Παράλου αφικομένης…..»

[19] Φαίνεται ότι υπήρξαν και περιπτώσεις που νεαροί ακροατές του Σωκράτη αξιοποιούσαν τα επιχειρήματά του για να επικρίνουν τους γονείς τους για τη συμμετοχή τους σε έργα που οι νέοι άνθρωποι τα έκριναν άδικα, έστω κι αν είχαν συντελεστεί από τους γονείς τους.

[20] Αγάθης Γεωργιάδου, «Ο Σωκράτης (στο έργο) του Αριστοφάνη» (στο συλλογικό τόμο: Ο Σωκράτης Σήμερα, Πρακτικά Συνεδρίου ΕΚΔΕΦ).

[21] Κυριάκου Κατσιμάνη, Πρακτική φιλοσοφία και Πολιτικό Ήθος του Σωκράτη (ειδικά τα κεφάλαια 3,4).

[22] Φ. Κ. Βώρου, «Γιατί καταδίκασαν οι Αθηναίοι το Σωκράτη» στο βιβλίο του ίδιου: Διδασκαλία της Αρχαίας Γραμματείας). Η θέση του Σωκράτη έναντι των πολλών εκφράζεται , νομίζω με σαφήνεια στην ακόλουθη κρίση του παρμένη από το διάλογο Κρίτων (§ 48 α): «ου πανυ ημίν φροντιστέον τι ερούσιν οι πολλοί ημάς, αλλ’ ό,τι ο επαΐων περί των δικαίων και αδίκων, ο εις και αυτή η αλήθεια». Έμμεσα οι επικριτές επικαλούμενοι τέτοιες κρίσεις του ποικίλες έφταναν στο συμπέρασμα – κατηγορία ότι ο Σωκράτης περιφρονούσε τους πολλούς και μαζί τις δημοκρατικές διαδικασίες, όπου κυβερνούσε η κοινή γνώμη των πολλών, των μη «επαϊόντων» (επαΐων=αυτός που αντιλαμβάνεται καλά την πραγματικότητα, τη φωνή της αλήθειας, ο σοφός, για την αλήθεια ο ειδικός).

[23] Μέλητος, Λύκων , Άνυτος. Σχετικά: Λευτέρη Πλατή, Οι Κατήγοροι του Σωκράτη, Αθήνα 1980.

Επίσης Κ. Κατσιμάνη, ο.π., κεφ. 3 § 41: «Οι δυο μαρτυρίες για τη γραφή» (την κατηγορία που διατυπώθηκε κατά του Σωκράτη).

[24] Διατύπωσαν την κατηγορία έτσι (αδικεί Σωκράτης ους μεν η πόλις νομίζει θεούς ου νομίζων, έτερα δε καινά δαιμόνια εισάγων. Αδικεί δε και τους νέους διαφθείρων) γιατί εμποδίζονταν από το Ψήφισμα της Λήθης (403π.Χ.). να τον καταγγείλουν για θέμα πολιτικό, ότι λ.χ. επέκρινε κάποιους θεσμούς του δημοκρατικού πολιτεύματος. Αξιοποίησαν όμως το ψήφισμα του Διοπείθη (δείτε τη σημ. 4) προσθέτοντας και τη μομφή ότι με τη διδασκαλία του τους νέους διαφθείρει…..κάτι που φαίνεται ότι είχε κάποια απήχηση σε γονείς οι οποίοι ενοχλούνταν ακούγοντας κριτική από τα παιδιά τους, τα επαναστατημένα νιάτα.

[25] Λεπτομέρειες για την Αθηναϊκή Νομοθεσία που ίσχυε τότε και ευκόλυνε τέτοια πορεία της δίκης στο βιβλίο του Κ.Μπέη, που μνημονεύουμε στο τέλος του άρθρου (Ενδεικτική Βιβλιογραφία).

[26] Έτσι θα επιβεβαίωνε έμπρακτα μια αρχή, την οποία δίδασκε, όταν έλεγε στο συνομιλητή του: « ου σοι δοκεί αξιοτεκμαρτότερον του λόγου το έργον είναι»; (Ξενοφών, Απομνημονεύματα, Δ΄5.10).

[27] Το 468 π.Χ. οι Αθηναίοι με απόφαση του Δήμου υποδούλωσαν πόλη συμμαχική, τη Νάξο. Το 416 π.Χ. κατέστρεψαν ολοκληρωτικά τη Μήλο, γιατί οι Μήλιοι αρνούνταν να ενταχθούν στην Αθηναϊκή Συμμαχία. Και πολλά άλλα εγκλήματα διέπραξαν…Μπορεί κανείς να φανταστεί πόσο ενοχλούνταν, αν κάποιος Σωκράτης τους ρωτούσε επίμονα: τι σημαίνει δίκαιο; (Και θύμιζε συνεχώς ίδια αμαρτήματα); Δείτε πιο πάνω τις σημειώσεις 15,16.

[28] Το σχετικό επιχείρημα του Σωκράτη ήταν ότι: για όλα τα ζητήματα (ανάγκες της ζωής) αναζητούν οι άνθρωποι και ακούνε τη γνώμη των ειδικών (των επαϊόντων) π.χ. για θέματα υγείας ρωτούν το γιατρό, για θέματα εκστρατείας το στρατηγό, ενώ για τα σοβαρότερα θέματα της κοινωνίας , τα οικονομικά, πολιτικά κ.λπ. δέχονται ως ομιλητή – εισηγητή στην Πνύκα τον οποιονδήποτε. Γι’ αυτό και συχνά ο Δήμος πήρε αποφάσεις βλαπτικές για την Αθήνα, άδικες για τους άλλους. Ήταν άραγε αυτό άρνηση της Δημοκρατίας ή κριτική των ολισθημάτων της για βελτίωση; (Αναλυτική παρουσίαση του θέματος από τον Κ.Κατσιμάνη, ο.π.. κεφ. 3-4). Δείτε και τη σημ.22

[29] Κάποια στιγμή προς το τέλος του ε΄ αιώνα π.Χ. ακούστηκε στην Αθήνα από Σοφιστές και από τη σκηνή του Θεάτρου η άποψη ότι από τη φύση τους οι άνθρωποι είναι ίσοι (ομοίως πεφυκότες), ενώ από το νόμο των κοινωνιών διακρίνονται σε πολίτες με πλήρη δικαιώματα (εξ αμφοίν Αθηναίοιν – τέκνα γονέων γηγενών, Αθηναίων) και με περιορισμένα ή πολύ περιορισμένα δικαιώματα (: οι μέτοικοι, οι δούλοι, οι ξένοι), δηλ. γίνονται άνισοι.

[30] Γ. Κορδάτος, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας, εκδ. «Μπουκουμάνη», σελ. 229-51.

[31] Ο Ευριπίδης στον Ίωνά του (στίχοι 854-56) είχε γράψει , άρα από τη σκηνή του θεάτρου είχε διδάξει: «Μόνο στο όνομα διαφέρει ο δούλος από τον ελεύθερο, κατά τα άλλα είναι ίδιος».

Λίγο αργότερα (περί το 380 π.Χ. ) εκφράστηκε ανάλογα και σαφέστερα ο Αλκιδάμας λέγοντας « ελεύθερους αφήκε πάντας θεός, ουδένα δούλον η φύσις πεποίηκεν».

[32] Προς αυτή την άποψη, νομίζω, έκλινε και ο συγγραφέας της Αληθινής Απολογίας του Σωκράτη, ο Κ. Βάρναλης, (χαρακτηριστική η διευκρίνιση του ίδιου στον Πρόλογο της 4ης έκδοσης του βιβλίου του). Ενδιαφέρουσα, επίσης, η ανάλυση που έγραψε ο Δ. Γληνός και προτάσσεται στο ίδιο βιβλίο.

[33] Σε σχέση προς τη σοφή αυτή ρήση (επίγραμμα στο μαντείο των Δελφών), που επαναλάμβανε Σωκράτης ως συμβουλή, νομίζω καλό να παραπέμψω σε ένα κινέζικο παραμύθι, που αφηγείται ο Daniel Goleman στο βιβλίο του: Συναισθηματική Νοημοσύνη , κεφάλαιο 4, με τίτλο Γνώθι σαυτόν (σελ. 83-95).

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΠΛΑΤΩΝ, ΛΑΧΗΣ

ΠΛ Λαχ 187d–189d

Νικίας και Λάχης σκιαγραφούν την προσωπικότητα και τη μέθοδο του Σωκράτη

Ο Νικίας και ο Λάχης, που κλήθηκαν από τους Λυσίμαχο και Μελησία να αποφανθούν για την αξία της οπλομαχητικής, εξέφρασαν αντίθετες απόψεις. Τότε ο Σωκράτης πρότεινε να εξετάσουν ποιο ήταν το θέμα που καλούνταν να συζητήσουν και να καθορίσουν ποιοι ήταν οι αρμόδιοι να αποφανθούν σχετικά με αυτό. Η πρότασή του βρήκε σύμφωνο τον Λυσίμαχο.


ΝΙ. Ὦ Λυσίμαχε, δοκεῖς μοι ὡς ἀληθῶς Σωκράτη πατρό-
θεν γιγνώσκειν μόνον, αὐτῷ δ’ οὐ συγγεγονέναι ἀλλ’ ἢ
[187e] παιδὶ ὄντι, εἴ που ἐν τοῖς δημόταις μετὰ τοῦ πατρὸς ἀκολου-
θῶν ἐπλησίασέν σοι ἢ ἐν ἱερῷ ἢ ἐν ἄλλῳ τῳ συλλόγῳ τῶν
δημοτῶν· ἐπειδὴ δὲ πρεσβύτερος γέγονεν, οὐκ ἐντετυχηκὼς
τῷ ἀνδρὶ δῆλος ἔτι εἶ.

ΛΥ. Τί μάλιστα, ὦ Νικία;

ΝΙ. Οὔ μοι δοκεῖς εἰδέναι ὅτι ὃς ἂν ἐγγύτατα Σωκράτους
ᾖ [λόγῳ ὥσπερ γένει] καὶ πλησιάζῃ διαλεγόμενος, ἀνάγκη
αὐτῷ, ἐὰν ἄρα καὶ περὶ ἄλλου του πρότερον ἄρξηται διαλέ-
γεσθαι, μὴ παύεσθαι ὑπὸ τούτου περιαγόμενον τῷ λόγῳ,
πρὶν <ἂν> ἐμπέσῃ εἰς τὸ διδόναι περὶ αὑτοῦ λόγον, ὅντινα
[188a] τρόπον νῦν τε ζῇ καὶ ὅντινα τὸν παρεληλυθότα βίον βεβί-
ωκεν· ἐπειδὰν δ’ ἐμπέσῃ, ὅτι οὐ πρότερον αὐτὸν ἀφήσει
Σωκράτης, πρὶν ἂν βασανίσῃ ταῦτα εὖ τε καὶ καλῶς ἅπαντα.
ἐγὼ δὲ συνήθης τέ εἰμι τῷδε καὶ οἶδ’ ὅτι ἀνάγκη ὑπὸ τούτου
πάσχειν ταῦτα, καὶ ἔτι γε αὐτὸς ὅτι πείσομαι ταῦτα εὖ οἶδα·
χαίρω γάρ, ὦ Λυσίμαχε, τῷ ἀνδρὶ πλησιάζων, καὶ οὐδὲν
οἶμαι κακὸν εἶναι τὸ ὑπομιμνῄσκεσθαι ὅτι μὴ καλῶς ἢ πεποιή-
[188b] καμεν ἢ ποιοῦμεν, ἀλλ’ εἰς τὸν ἔπειτα βίον προμηθέστερον
ἀνάγκη εἶναι τὸν ταῦτα μὴ φεύγοντα ἀλλ’ ἐθέλοντα κατὰ
τὸ τοῦ Σόλωνος καὶ ἀξιοῦντα μανθάνειν ἕωσπερ ἂν ζῇ, καὶ
μὴ οἰόμενον αὐτῷ τὸ γῆρας νοῦν ἔχον προσιέναι. ἐμοὶ μὲν
οὖν οὐδὲν ἄηθες οὐδ’ αὖ ἀηδὲς ὑπὸ Σωκράτους βασανίζεσθαι,
ἀλλὰ καὶ πάλαι σχεδόν τι ἠπιστάμην ὅτι οὐ περὶ τῶν μει-
ρακίων ἡμῖν ὁ λόγος ἔσοιτο Σωκράτους παρόντος, ἀλλὰ περὶ
[188c] ἡμῶν αὐτῶν. ὅπερ οὖν λέγω, τὸ μὲν ἐμὸν οὐδὲν κωλύει
Σωκράτει συνδιατρίβειν ὅπως οὗτος βούλεται· Λάχητα δὲ
τόνδε ὅρα ὅπως ἔχει περὶ τοῦ τοιούτου.

ΛΑ. Ἁπλοῦν τό γ’ ἐμόν, ὦ Νικία, περὶ λόγων ἐστίν, εἰ
δὲ βούλει, οὐχ ἁπλοῦν ἀλλὰ διπλοῦν· καὶ γὰρ ἂν δόξαιμί
τῳ φιλόλογος εἶναι καὶ αὖ μισόλογος. ὅταν μὲν γὰρ
ἀκούω ἀνδρὸς περὶ ἀρετῆς διαλεγομένου ἢ περί τινος σοφίας
ὡς ἀληθῶς ὄντος ἀνδρὸς καὶ ἀξίου τῶν λόγων ὧν λέγει,
[188d] χαίρω ὑπερφυῶς, θεώμενος ἅμα τόν τε λέγοντα καὶ τὰ
λεγόμενα ὅτι πρέποντα ἀλλήλοις καὶ ἁρμόττοντά ἐστι. καὶ
κομιδῇ μοι δοκεῖ μουσικὸς ὁ τοιοῦτος εἶναι, ἁρμονίαν καλ-
λίστην ἡρμοσμένος οὐ λύραν οὐδὲ παιδιᾶς ὄργανα, ἀλλὰ τῷ
ὄντι [ζῆν ἡρμοσμένος οὗ] αὐτὸς αὑτοῦ τὸν βίον σύμφωνον
τοῖς λόγοις πρὸς τὰ ἔργα, ἀτεχνῶς δωριστὶ ἀλλ’ οὐκ ἰαστί,
οἴομαι δὲ οὐδὲ φρυγιστὶ οὐδὲ λυδιστί, ἀλλ’ ἥπερ μόνη Ἑλ-
ληνική ἐστιν ἁρμονία. ὁ μὲν οὖν τοιοῦτος χαίρειν με ποιεῖ
[188e] φθεγγόμενος καὶ δοκεῖν ὁτῳοῦν φιλόλογον εἶναι ―οὕτω σφό-
δρα ἀποδέχομαι παρ’ αὐτοῦ τὰ λεγόμενα― ὁ δὲ τἀναντία
τούτου πράττων λυπεῖ με, ὅσῳ ἂν δοκῇ ἄμεινον λέγειν,
τοσούτῳ μᾶλλον, καὶ ποιεῖ αὖ δοκεῖν εἶναι μισόλογον.
Σωκράτους δ’ ἐγὼ τῶν μὲν λόγων οὐκ ἔμπειρός εἰμι, ἀλλὰ
πρότερον, ὡς ἔοικε, τῶν ἔργων ἐπειράθην, καὶ ἐκεῖ αὐτὸν
[189a] ηὗρον ἄξιον ὄντα λόγων καλῶν καὶ πάσης παρρησίας. εἰ
οὖν καὶ τοῦτο ἔχει, συμβούλομαι τἀνδρί, καὶ ἥδιστ’ ἂν
ἐξεταζοίμην ὑπὸ τοῦ τοιούτου, καὶ οὐκ ἂν ἀχθοίμην μανθά-
νων, ἀλλὰ καὶ ἐγὼ τῷ Σόλωνι, ἓν μόνον προσλαβών, συγ-
χωρῶ· γηράσκων γὰρ πολλὰ διδάσκεσθαι ἐθέλω ὑπὸ χρηστῶν
μόνον. τοῦτο γάρ μοι συγχωρείτω, ἀγαθὸν καὶ αὐτὸν εἶναι
τὸν διδάσκαλον, ἵνα μὴ δυσμαθὴς φαίνωμαι ἀηδῶς μανθάνων·
εἰ δὲ νεώτερος ὁ διδάσκων ἔσται ἢ μήπω ἐν δόξῃ ὢν ἤ τι
[189b] ἄλλο τῶν τοιούτων ἔχων, οὐδέν μοι μέλει. σοὶ οὖν, ὦ
Σώκρατες, ἐγὼ ἐπαγγέλλομαι καὶ διδάσκειν καὶ ἐλέγχειν
ἐμὲ ὅτι ἂν βούλῃ, καὶ μανθάνειν γε ὅτι αὖ ἐγὼ οἶδα· οὕτω
σὺ παρ’ ἐμοὶ διάκεισαι ἀπ’ ἐκείνης τῆς ἡμέρας ᾗ μετ’ ἐμοῦ
συνδιεκινδύνευσας καὶ ἔδωκας σαυτοῦ πεῖραν ἀρετῆς ἣν χρὴ
διδόναι τὸν μέλλοντα δικαίως δώσειν. λέγ’ οὖν ὅτι σοι
φίλον, μηδὲν τὴν ἡμετέραν ἡλικίαν ὑπόλογον ποιούμενος.

[189c] ΣΩ. Οὐ τὰ ὑμέτερα, ὡς ἔοικεν, αἰτιασόμεθα μὴ οὐχ
ἕτοιμα εἶναι καὶ συμβουλεύειν καὶ συσκοπεῖν.

ΛΥ. Ἀλλ’ ἡμέτερον δὴ ἔργον, ὦ Σώκρατες ―ἕνα γάρ σε
ἔγωγε ἡμῶν τίθημι― σκόπει οὖν ἀντ’ ἐμοῦ ὑπὲρ τῶν νεανί-
σκων ὅτι δεόμεθα παρὰ τῶνδε πυνθάνεσθαι, καὶ συμβούλευε
διαλεγόμενος τούτοις. ἐγὼ μὲν γὰρ καὶ ἐπιλανθάνομαι ἤδη
τὰ πολλὰ διὰ τὴν ἡλικίαν ὧν ἂν διανοηθῶ ἐρέσθαι καὶ αὖ ἃ
ἂν ἀκούσω· ἐὰν δὲ μεταξὺ ἄλλοι λόγοι γένωνται, οὐ πάνυ
[189d] μέμνημαι. ὑμεῖς οὖν λέγετε καὶ διέξιτε πρὸς ὑμᾶς αὐτοὺς
περὶ ὧν προὐθέμεθα· ἐγὼ δ’ ἀκούσομαι καὶ ἀκούσας αὖ μετὰ
Μελησίου τοῦδε ποιήσω τοῦτο ὅτι ἂν καὶ ὑμῖν δοκῇ.

***
ΝΙ. Φαίνεσαι στ' αλήθεια, Λυσίμαχε, ότι τον Σωκράτη τον γνωρίζεις μόνον από τον πατέρα του· τον ίδιο δεν τον συναναστράφηκες, παρά μόνο όταν ήταν παιδί, αν κάποτε σε συνέλευση των δημοτών, ακολουθώντας τον πατέρα του, σε πλησίασε, ή σε κανένα ναό, ή σε κάποια άλλη συγκέντρωση του δήμου σας· μα όταν πια μεγάλωσε, φαίνεσαι πως δεν τον συνάντησες.

ΛΥ. Γιατί τα λες αυτά, Νικία;

ΝΙ. Δεν μου φαίνεσαι να ξέρης ότι όποιος πηγαίνει τόσο κοντά στον Σωκράτη με το λόγο, όσο κοντά μας είναι ο συγγενής μας, τον πλησιάζει και συζητά μαζί του, αναγκάζεται, κι ας άρχισε πριν τη συζήτηση για κάποιο άλλο θέμα, να αφήνη να περιάγεται απ' αυτόν με το λόγο, ώσπου να φτάση στο σημείο να απολογηθή για τον εαυτό του, τι λογής ζωή κάνει τώρα, και τι ζωή έζησε ως τώρα. Κι όταν φτάση αυτού, δεν ξέρεις ότι δεν θα τον αφήση ο Σωκράτης, αν δεν ελέγξη όλα πέρα για πέρα. Μου είναι καλά γνωστός εμένα τούτος ο άνθρωπος και γνωρίζω ότι δεν μπορεί να ξεφύγη κανείς αυτά τα πράγματα απ' αυτόν και ξέρω καλά πως ο ίδιος θα τα πάθω. Ευχαριστιέμαι όμως, Λυσίμαχε, τη συντροφιά του και νομίζω πως δεν είναι καθόλου κακό να μας ξαναθυμίζουν ό,τι δεν εκάναμε ή δεν κάνομε καλά. Αντίθετα, νομίζω, γίνεται, πιο συνετός στο μέλλον όποιος δεν αποφεύγει τούτο τον έλεγχο, αλλά θέλει, σύμφωνα με το απόφθεγμα του Σόλωνος, και κρίνει άξιο να μαθαίνη όσο ζει και δε νομίζει ότι τα γηρατειά έρχονται βάζοντας μόνα τους γνώση.

Σε μένα λοιπόν ούτε ασυνήθιστο ούτε δυσάρεστο είναι να με ελέγχη ο Σωκράτης· από ώρα μάλιστα ήξερα καλά ότι, μια που είναι εδώ ο Σωκράτης, η συζήτησή μας δεν θα ήταν για τους νεαρούς, αλλά για μας τους ίδιους. Το ξαναλέγω λοιπόν∙ όσο για μένα τίποτε δεν εμποδίζει να συνδιαλέγομαι με τον Σωκράτη όπως αυτός θέλει· μόνο κοίταξε τι λέγει γι' αυτό το πράγμα ο Λάχης.

ΛΑ. Η δική μου περίπτωση ως προς τους λόγους, Νικία, είναι απλή· κι αν το προτιμάς όχι απλή, αλλά διπλή. Θα μπορούσα, αλήθεια, να δώσω την εντύπωση πως είμαι φίλος των λόγων και πάλι πως μισώ τους λόγους. Γιατί να, όταν ακούω έναν άνθρωπο να διαλέγεται για την αρετή, ή για κάποια άλλη σοφία, που να είναι αληθινός άνθρωπος και αντάξιος των λόγων που λέγει, αισθάνομαι εξαιρετική χαρά. Γιατί την ίδια ώρα βλέπω και κείνον που μιλά και κείνα που λέγει, να είναι ταιριαστά το ένα με το άλλο και αρμονισμένα. Και μου φαίνεται ο τέτοιος άνθρωπος μουσικός στην εντέλεια· έχει επιτύχει την πιο όμορφη αρμονία, όχι στη λύρα ή σε όργανα παιδιάς, αλλά ζει στ' αλήθεια στη ζωή του την αρμονία ανάμεσα στα λόγια του και στα έργα του, εντελώς με τον δωρικό τρόπο, όχι τον ιωνικό, νομίζω, ουδέ τον φρυγικό, ή τον λυδικό, αλλά εκείνον που είναι η μόνη ελληνική αρμονία. Ο τέτοιος λοιπόν άνθρωπος με κάνει να χαίρω, όταν μιλά, και να δίνω στον καθένα την εντύπωση ότι είμαι φίλος των λόγων∙ τόσο πρόθυμα δέχομαι όσα λέγει· όποιος όμως κάνει τα αντίθετα απ' αυτόν με ενοχλεί, κι όσο φαίνεται πως μιλά καλύτερα, τόσο περισσότερο, και με κάνει να φαίνωμαι μισόλογος.

Όσο για τον Σωκράτη, δεν έχω δοκιμάσει τους λόγους του, αλλά, όπως φαίνεται, δοκίμασα πρώτα τα έργα του και εκεί τον βρήκα να είναι άξιος καλών λόγων με όλο το θάρρος και την ειλικρίνεια. Αν λοιπόν έχη και τούτο το δώρο, η θέλησή μου είναι μαζί του, και με εξαιρετική ευχαρίστηση θα δεχόμουν τον έλεγχο τέτοιου ανθρώπου, και δε θα με στενοχωρούσε να μαθαίνω, αλλά δέχομαι και εγώ το απόφθεγμα του Σόλωνος, με μια μόνο προσθήκη: να, θέλω γερνώντας να διδάσκωμαι πολλά, αλλά μόνο από χρηστούς. Ας γίνη δεκτή τούτη μου η προσθήκη, να είναι και ο δάσκαλος αγαθός, για να μη φαίνωμαι εγώ χοντροκέφαλος, αν ακούω χωρίς ευχαρίστηση. Κι αν θα είναι νεώτερος ο δάσκαλος, ή λίγο ακόμη γνωστός, ή έχη τίποτε άλλο τέτοιο μειονέκτημα, το ίδιο μου κάνει. Σε καλώ λοιπόν, Σωκράτη, και να με διδάσκης και να με ελέγχης σ' ό,τι θέλεις και να μαθαίνης πάλι ό,τι εγώ ξέρω. Τέτοια αισθήματα έχω εγώ για σένα από εκείνη την ημέρα που μοιράστηκες μαζί μου τον κίνδυνο και έδωσες την απόδειξη της ανδρείας που πρέπει να δίνη όποιος σωστά πρόκειται να τη δώση. Λέγε λοιπόν ό,τι αγαπάς, χωρίς καθόλου να λάβης υπόψη σου την ηλικία μου.

ΣΩ. Όπως φαίνεται, δεν πρόκειται να κατηγορήσωμε εσάς, ότι δεν είστε πρόθυμοι και να δίνετε τη γνώμη σας και να ερευνάτε μαζί μας το θέμα.

ΛΥ. Δική μας δουλειά λοιπόν είναι τώρα, Σωκράτη, γιατί εσένα σε λογαριάζω έναν από μας. Πάρε λοιπόν τη θέση μου και σκέψου για το καλό των νεανίσκων τι είναι ανάγκη να ερωτήσωμε τον Νικία και τον Λάχη και λέγε και συ τη γνώμη σου συζητώντας μαζί τους. Γιατί εγώ ένεκα της ηλικίας ξεχνώ πια τα περισσότερα από όσα θα είχα στο νου μου να ερωτήσω, και όσα πάλι θα άκουα, αν μεσολαβήσουν άλλοι λόγοι, δεν τα συγκρατώ καθόλου. Μιλήστε λοιπόν σεις και διεξέλθετε μεταξύ σας το ζήτημα που εθέσαμε· εγώ θα παρακολουθώ και θα κάμω ύστερα με τον Μελησία ό,τι και σε σας φαίνεται καλό.