Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2018

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Προμηθεὺς δεσμώτης (887-906)

ΣΤΑΣΙΜΟΝ ΤΡΙΤΟΝ


ΧΟ. ἦ σοφὸς ἦ σοφὸς ἦν [στρ. α]
ὃς πρῶτος ἐν γνώμᾳ τόδ᾽ ἐβάστασε καὶ γλώσ-
σᾳ διεμυθολόγησεν,
890 ὡς τὸ κηδεῦσαι καθ᾽ ἑαυτὸν ἀριστεύει μακρῷ,
καὶ μήτε τῶν πλούτῳ διαθρυπτομένων
μήτε τῶν γέννᾳ μεγαλυνομένων
ὄντα χερνήταν ἐραστεῦσαι γάμων.

μήποτε μήποτέ μ᾽, ὦ [ἀντ. α]
895 Μοῖραι ‹μακραίωνες›, λεχέων Διὸς εὐνά-
τειραν ἴδοισθε πέλουσαν·
μηδὲ πλαθείην γαμέτᾳ τινὶ τῶν ἐξ οὐρανοῦ.
ταρβῶ γὰρ ἀστεργάνορα παρθενίαν
εἰσορῶσ᾽ Ἰοῦς ἀμαλαπτομέναν
900 δυσπλάνοις Ἥρας ἀλατείαις πόνων.

ἐμοὶ δ᾽ ὅτε μὲν ὁμαλὸς ὁ γάμος, [ἐπῳδ.]
ἄφοβος· ὃν δὲ δέδια, μὴ
κρεισσόνων [θεῶν] ἔρως ἄφυκτον
ὄμμα προσδράκοι με.
ἀπόλεμος ὅδε γ᾽ ὁ πόλεμος, ἄπορα πόριμος· οὐδ᾽
905 ἔχω τίς ἂν γενοίμαν·
τὰν Διὸς γὰρ οὐχ ὁρῶ
μῆτιν ὅπα φύγοιμ᾽ ἄν.

***
ΤΡΙΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ

ΧΟΡΟΣ
Σοφός αλήθεια ήταν σοφός,
που πρώτος τό ᾽ζυασε στο νου του
και το ᾽βαλε σε μύθο: πως
πολύ πιο κάλλιο είναι κανείς
890μ᾽ όμοιούς του να συμπεθεριάζει
κι άνθρωπος χεροδουλευτής
μ᾽ όσους τα πλούτη τα μεγάλα χαίρουνται,
μ᾽ όσους στην αρχοντογενιά τους ᾽παίρουνται
γάμους αταίριαστους να μην ταιριάζει.

Μη μ᾽ αξιώσετε ποτέ,
σεβάσμιες Μοίρες, να με δούνε
νύφη στην κλίνη του Διός·
μηδ᾽ απ᾽ τον ουρανό θεός
πως μ᾽ εζευγάρωσε γαμπρός να πούνε.
Τρομάζω την αμάλαγη που βλέπω της Ιώς
κι άστεργη παρθενιά
να φτείρεται μ᾽ όσους τραβά παραδαρμούς
και κακοπλάνητους διωγμούς
900απ᾽ τη σκληρή της Ήρας απονιά.

Σύμφωνος γάμος ταιριαστός – τέτοιον εγώ τιμώ
και τέτοιος φόβο δε μου φέρνει·
κι ας μην τ᾽ αξιωθώ κανείς απ᾽ τους μεγάλους τους θεούς
μ᾽ ερωτικιά άφευχτη ματιά πάνω σε με να γέρνει.
Μαζί τους απολέμητος ο πόλεμος αυτός
κι είναι κακού προξενητής
κι ουδέ έχω τί θα γίνω·
γιατί δε βλέπω τη βουλή του παντοδύναμου θεού Δία
πώς θα ᾽ταν ν᾽ αποφύγω.

Ο ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, ΟΙ ΠΕΡΣΕΣ ΚΑΙ Ο ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

ΕΠΑΝΙΣΟΥΝ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΑΣ ΠΡΟΣ ΑΛΛΗΛΟΥΣ
 
1. Εισαγωγή

Η στάση του Μεγάλου Βασιλιά της Περσίας Δαρείου του Β΄ και των σατραπών του προς τις δύο ελληνικές συμμαχίες υπήρξε αποφασιστική για την έκβαση του Πελοποννησιακού Πολέμου. Ο πόλεμος κρίθηκε υπέρ των Λακεδαιμονίων και των συμμάχων τους μόνον όταν οι Αχαιμενίδες προσέφεραν την υποστή­ριξή τους στους Σπαρτιάτες, αντιδρώντας αρχικά στη βοήθεια των Αθηναίων προς τον επαναστάτη Αμόργη και έπειτα στις αθηναϊκές επιτυχίες μετά το 410 π.Χ. Το γεγονός ότι η βοήθεια των Περσών προς τους εχθρούς της Αθήνας δεν αποτέλεσε ένα από τα κεντρικά θέματα του Θουκυδίδη και ότι τα περσικά χωρία του έργου γενικά αποδεικνύονται μάλλον λιγοστά, θα μπορούσε να αποδοθεί εν μέρει στις προκαταλήψεις του ιστορικού. Η ερμηνεία αυτή, όμως, δεν μας βοηθά να καταλάβουμε γιατί ο Θουκυδίδης μνημονεύει κάποια γεγονότα της ιστορίας των ελληνοπερσικών σχέσεων, ενώ για κάποια άλλα σιωπά.
 
Η μελέτη αυτή έχει τρεις σκοπούς: πρώτον, να ορίσει και να περιγράφει τον ρόλο των Περσών πριν από τον Πελοποννησιακό Πόλεμο και κατά τη διάρκεια αυτού, έτσι όπως τον αποδίδει ο Θουκυδίδης· δεύτερον, να εξετάσει την άποψη του ιστορικού για τους Πέρσες, σε σύγκριση κυρίως με τις απόψεις των συγγραφέων της εποχής του· και, τέλος, να θίξει το ζήτημα της παράδοσης των περσικών ονομάτων και των θεσμών της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών από τον Θουκυδίδη.
 
2. Ο Θουκυδίδης και οι Περσικοί Πόλεμοι
 
Όταν πρόκειται για τις συγκρούσεις μεταξύ των ελληνικών πόλεων και των Μεγάλων Βασιλέων, ο Θουκυδίδης είναι φειδωλός: η μόνη αναφορά στις πολιτικές φιλοδοξίες του Κόρου και του Καμβύση συνδυάζεται με την αναφορά στην ανάπτυξη των ελληνικών θαλάσσιων δυνάμεων και το τέλος της ιωνικής επίδειξης δύναμης (1.13.6· 1.14.2· 1.16.1). Ακόμη και οι ελληνικές εκστρατείες του Δαρείου του Α΄ και του γιου του, του Ξέρξη, θίγονται με τρόπο μάλλον επιφανειακό (1.18.1 κ.ε.· 1.23.1· 2.34.5) ή στα συμφραζόμενα της συνέλευσης στη Σπάρτη το 432/1 π.Χ., όταν πρόκειται να περιγραφούν οι αδυναμίες της Σπάρτης (δημηγορίες των Κορινθίων και των Αθηναίων) ή τα προτερήματα της Αθήνας (δημηγορία των Αθηναίων) (1.69.5· 1.73.2-74.4).[2] Το χωρίο 1.23.1 καθιστά σαφές ότι ο ιστορικός υποβάθμισε τη σημασία των Περσικών Πολέμων για να προσδώσει ακόμη μεγαλύτερη έμφαση στον Πελοποννησιακό Πόλεμο.
 
3. Ο Θουκυδίδης, οι Πέρσες και η Πεντηκονταετία
 
Ο Θουκυδίδης αρχίζει την εξιστόρηση των κύριων γεγονότων με την αποχώρηση των Περσών από την Ελλάδα (479 π.Χ.). Σε είκοσι εννέα κεφάλαια (1.89- 118) καταγράφει πολλά από τα βασικά γεγονότα της περιόδου από το 479 έως το 431 π.Χ. (αν και όχι όλα), και βάσει αυτών ορίζει ποια υπήρξε η πραγματική αιτία του Πελοποννησιακού Πολέμου: η άνοδος της δύναμης της Αθήνας (ως ἡγεμόνος και τελικά ως κυρίου της Δηλιακής Συμμαχίας)[3] και οι επακόλουθοι φόβοι των Σπαρτιατών. Η μνεία στο σημείο αυτό των μέτρων που έλαβαν οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοί τους εναντίον του Πέρση βασιλιά και των Ελλήνων υποστηρικτών του είναι αναμενόμενη.[4] Ο ιστορικός προσφέρει μια εξαιρετικά λεπτομερή περιγραφή της αποτυχίας των Αθηναίων στην Αίγυπτο (1.109-110).
 
Το γεγονός πως ο Θουκυδίδης δεν μνημονεύει κάποια συνθήκη ή ανεπίσημη συμφωνία μεταξύ Περσών και Αθηναίων ως κατακλείδα της επιθετικής φάσης της αθηναϊκής εξωτερικής πολιτικής (Ειρήνη του Καλλία’) ούτε στο 1.112 ούτε αλλού στο έργο του θεωρήθηκε απόδειξη πως δεν υπήρξε τέτοια συμφωνία· υπάρχουν, όμως, άλλα χωρία στο έργο (π.χ., 8.56.4, 58.2) που μοιάζουν να προϋποθέτουν μια τέτοια συμφωνία, και οι Έφορος-Διόδωρος επιβεβαιώνουν πράγματι την ύπαρξή της (12.4).[5] Υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις στις οποίες είναι αρκετά σαφές ότι ο Αθηναίος ιστορικός γνωρίζει καλά παρόμοιες διπλωματικές επαφές μεταξύ Περσών και Ελλήνων και τις διαδικασίες που ακολουθήθηκαν: μνημονεύει τις διαπραγματεύσεις ανάμεσα στον Παυσανία και τον Αρτάβαζο (1.129.1) και εκείνες ανάμεσα στον Θεμιστοκλή και τον Αρταξέρξη τον Α΄ (1.137.3), καθώς και το γεγονός ότι οι Σπαρτιάτες και οι Αθηναίοι σχεδίαζαν να ζητήσουν περσική βοήθεια πριν αρχίσουν οι συγκρούσεις μεταξύ των Ελλήνων το 431 π.Χ. (1.82.1· 2.7.1).[6]
 
4. Ο Θουκυδίδης, οι Πέρσες και ο Πελοποννησιακός Πόλεμος
 
Δεν είναι σαφές εάν η περσική πλευρά επηρεάστηκε στη συμφωνία της με την Αθήνα (449 π.Χ.) από την προσδοκία ότι οι δύο ελληνικές συμμαχίες θα ανταγωνίζονταν και θα υπέσκαπταν η μία την άλλη·[7] είναι, όμως, βέβαιο ότι η συμφωνία αυτή δεν εμπόδισε τους Πέρσες να συνεχίσουν να ασκούν μεγαλύτερη επίδραση στην ελληνική πολιτική (μέσω χρημάτων).[8] Η ιδέα ότι οι Πέρσες (όπως και οι Αθηναίοι - βλ. πιο κάτω) αναζητούσαν τις κατάλληλες ευκαιρίες για να επεκτείνουν τη ζώνη επιρροής τους στη δυτική Μικρά Ασία παρά την Ειρήνη του Καλλία’ επιβεβαιώνεται από την υποστήριξη του Πισσούθνη προς τους Σαμίους που είχαν αποστατήσει (Θουκ. 1.115.4) και την κατάληψη της Κολοφώνας από τους Πέρσες (Θουκ. 3.34).[9] Παρ’ όλα αυτά, ελλείψει περισσότερων πληροφοριών, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε εάν οι σατράπες ενεργούσαν με δική τους πρωτοβουλία σε αυτές τις περιπτώσεις ή εάν είχαν συμβουλευθεί τον Μεγάλο Βασιλέα. Τελικά, η πολιτική αυτή απέδωσε, όταν η Αθήνα και η Σπάρτη αποφάσισαν ότι έπρεπε να αποκτήσουν νέους συμμάχους για να μπορέσουν να ελέγξουν η μία την άλλη. Στο χωρίο 2.67.1 ο Θουκυδίδης μνημονεύει μια πελοποννησιακή αποστολή στον Αρταξέρξη το καλοκαίρι του 430. Οι απεσταλμένοι επρόκειτο να ζητήσουν οικονομική και στρατιωτική βοήθεια, αλλά παραδόθηκαν τελικά στους Αθηναίους από τον Σάδοκο, τον γιο του Σιτάλκη, και θανατώθηκαν αργότερα χωρίς να δικαστούν. Στο χωρίο 4.50 ο Θουκυδίδης μνημονεύει και άλλες επαφές των Πελοποννησίων με την Περσία, τα μηνύματα των οποίων, όμως, δεν μπορούσε να καταλάβει ο Αρταξέρξης. Λέγεται πως λίγο αργότερα μια αθηναϊκή διπλωματική αποστολή ματαιώθηκε λόγω του θανάτου του Μεγάλου Βασιλιά[10] (4.50.3).[11]
 
Η Περσία, όμως, αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα στις διαμάχες μεταξύ των Ελλήνων, μόνον όταν η Αθήνα υποστήριξε τον επαναστάτη Αμόργη (413 π.Χ.),[12] αν και είναι πιθανό πως οι Αθηναίοι είχαν ήδη συνεργαστεί με τον πατέρα του Αμόργη.[13] Οι αδιάκοπες μικροσυγκρούσεις μεταξύ Περσών και Αθηναίων θα πρέπει, λοιπόν, να συνέβαιναν παράλληλα προς τις διπλωματικές επαφές και να κατέληξαν σε μια μείζονα σύγκρουση, όταν η αθηναϊκή καταστροφή στη Σικελία επέτρεψε στους Πελοποννησίους να εφαρμόσουν τα (υποτίθεται παλαιότατα) σχέδιά τους για έναν θαλάσσιο πόλεμο στο Αιγαίο Πέλαγος. Παρ’ όλα αυτά, το περσικό ζήτημα δεν διαδραματίζει κανέναν ρόλο στο έργο του Θουκυδίδη από το κεφάλαιο 4.50 έως το 8ο βιβλίο (δηλαδή, στην περίοδο 425-412 π.Χ.). Δεν είναι καθόλου σαφές γιατί ο Θουκυδίδης αποσιωπά και την ανανέωση της Ειρήνης του Καλλία’ από τον Δαρείο τον Β' (424/3 π.Χ.)[14] και την αθηναϊκή υποστήριξη προς τον Αμόργη (και προς τον Πισσούθνη),[15] που ακύρωσε τις συμφωνίες μεταξύ Περσίας και Αθήνας. Προσπάθειες να ερμηνευτεί αυτή η σιωπή αποκλειστικά βάσει της ιστορίας της σύνθεσης του έργου[16] δεν είναι πειστικές.[17] Μια πιθανή εξήγηση[18] είναι ότι ο Θουκυδίδης είχε επηρεαστεί πολύ από την ιδέα του διπολικού συστήματος εξουσίας στην Ελλάδα και του αθηναϊκού-σπαρτιατικού δυϊσμού. Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο ο ιστορικός να επιθυμούσε να σκιαγραφήσει αναδρομικά κατά κάποιον τρόπο τις εξελίξεις από το 431 π.Χ., όταν η εμφάνιση του Κύρου του Νεότερου θα προσέθετε μια νέα διάσταση στη βοήθεια των Περσών προς τους Πελοποννησίους. Από την άλλη, οι παρατηρήσεις του στο χωρίο 2.65 δεν φαίνεται να υποδηλώνουν πως εξετίμησε ποτέ δεόντως τον ρόλο των Περσών, χωρίς την οικονομική υποστήριξη των οποίων οι θαλάσσιες επιχειρήσεις των Πελοποννησίων θα είχαν λήξει πιθανότατα μετά τη ναυμαχία των Αργινουσών. Το γεγονός μοιάζει ακόμη πιο παράδοξο, εάν λάβουμε υπόψη μας ότι ο Θουκυδίδης δεν υποτιμά συνήθως την ιστορική σημασία των χρημάτων.
 
Ο Θουκυδίδης αφιερώνει πολύ χώρο στον ανταγωνισμό ανάμεσα στον σατράπη των Σάρδεων Τισσαφέρνη και τον σατράπη του Δασκυλίου Φαρνάβαζο, που επιδίωκαν τη σύναψη συμμαχίας με τη Σπάρτη την ίδια εποχή (412 π.Χ.)· λέγεται πως και οι δύο ήθελαν να αποδυναμώσουν τους Αθηναίους, έτσι ώστε να επιβάλουν την καταβολή των φόρων που απαιτούσε ο Μεγάλος Βασιλιά από τις ελληνικές πόλεις των περσικών επαρχιών και η οποία παρεμποδιζόταν από τους Αθηναίους (8.5.5, 8.6.1). Υποτίθεται πως ο Τισσαφέρνης περίμενε τη βοήθεια των Σπαρτιατών για την καταστολή της επανάστασης του Αμόργη στην Καρία την ίδια εποχή (8.5-5).[19] Αν και ειδικά ο Τισσαφέρνης παρουσιάζεται από τον Θουκυδίδη ως χαρακτήρας προνοητικός,[20] είναι σαφές πως και η προσέγγιση της Σπάρτης εκ μέρους των Περσών και η πρόθεση για εκ νέου επιβολή φόρων στις πόλεις της δυτικής Μικράς Ασίας αποτελούσαν εντολή του Μεγάλου Βασιλιά (8.4.5), η οποία αποτελούσε με τη σειρά της αντίδραση στην αθηναϊκή παραβίαση της συμφωνίας·[21] ο σατράπης, όμως, θα μπορούσε κάλλιστα να έχει ουσιαστική ελευθερία κινήσεων κατά την εκτέλεση αυτών των εντολών.
 
        Αν και ο Θουκυδίδης δεν εξηγεί με σαφήνεια γιατί οι σχέσεις Σπάρτης και Περσίας ήταν τελικά πιο δύσκολες από ό,τι αναμενόταν, παρά τη βοήθεια των Λακεδαιμονίων για τη σύλληψη του Αμόργη και τον κοινό εχθρό, την Αθήνα, μπορούμε εντούτοις να συναγάγουμε τους λόγους από την αφήγησή του. Κατ’ αρχάς, ο Τισσαφέρνης και ο Δαρείος δεν είχαν καμία πρόθεση να προσφέρουν άνευ όρων βοήθεια στους Σπαρτιάτες· η δράση των Περσών υπαγορευόταν πάντοτε από τα συμφέροντα της αυτοκρατορίας, όπως φαίνεται από τα επιχειρήματα για τα τρία προσχέδια συνθήκης στα έτη 412 και 411 π.Χ. (8.18· 8.37- 8.58)[22] και την παροχή πλοίων και χρημάτων (8.29· 8.45-2-6- 8.78· 8.80.1· 8.83.3). Έπειτα, ο ανταγωνισμός μεταξύ των σατραπών του Δασκυλίου και των Σάρδεων (8.6.1· 8.99· 8.109.1), εγγενής στο σύστημα διακυβέρνησης των Αχαιμενιδών, καθώς και οι ανεπαρκείς στρατιωτικοί και (πιθανότατα) οικονομικοί πόροι των Περσών διοικητών στη Δόση,[23] δεν επέτρεψαν την αντίδραση των Αχαιμενιδών στις αθηναϊκές προκλήσεις.[24] Το γεγονός πως υπήρχε στη Σπάρτη μια πολιτική μερίδα που προτιμούσε συνεργασία με τον Φαρνάβαζο (8.6.2· πρβλ. 8.39.1) περιέπλεξε τα πράγματα για τον Τισσαφέρνη στα αρχικά στάδια της περσο-σπαρτιατικής σύμπραξης.[25]
 
Αν και φαίνεται πως ύψιστη προτεραιότητα και για τον Τισσαφέρνη και για τον Δαρείο ήταν η τιμωρία των Αθηναίων και η συνακόλουθη ανάκτηση των χαμένων εδαφών, δεν υπήρχε πρόθεση αποκλειστικής και άνευ όρων υποστήριξης των Σπαρτιατών. Την ίδια στιγμή και οι δύο Πέρσες είχαν ίσως θορυβηθεί με το σύνθημα των Σπαρτιατών για ‘ελευθερία και αυτονομία’[26] και με την άκαμπτη στρατηγική τους. Από την άποψη αυτή, σωστά έχουν προσέξει οι μελετητές πως η θουκυδίδεια περιγραφή των διαβουλεύσεων μεταξύ του σατράπη και του Αλκιβιάδη (8.45 κ.ε.) επηρεάστηκε βαθύτατα από τις έριδες για την Κνίδο - τη διαμαρτυρία του Λίχα για τις δύο πρώτες συμφωνίες με την Περσία και την οργή του Τισσαφέρνη για τη συμπεριφορά των Σπαρτιατών (8.43.2-4). Αν και στην πραγματικότητα οι συμφωνίες Περσών και Σπαρτιατών προηγήθηκαν αυτών των συζητήσεων και ο Τισσαφέρνης ήταν ο αρχιτέκτονας αυτής της μη δεσμευτικής πολιτικής προς τη Σπάρτη, το έργο του Θουκυδίδη δίνει την εντύπωση πως ο Αλκιβιάδης μπορούσε να είχε προβλέψει τις προκλήσεις των Σπαρτιατών στην Κνίδο και να τις αναφέρει στον σατράπη.[27] Αν και φαίνεται πως ο Θουκυδίδης γνώριζε καλά πως ο Πέρσης επηρέαζε αποφασιστικά τις διαπραγματεύσεις και με τους Σπαρτιάτες και με τους Αθηναίους (πρβλ., π.χ., 8.46.5- 8.81.2), ο Τισσαφέρνης ‘του’ είναι σε γενικές γραμμές ένας πολιτικός με σκοπιμότητες και κυκλοθυμικός, που ενεργεί από φόβο προς τη Σπάρτη και ακολουθεί τις συμβουλές του Αλκιβιάδη μόνο περιστασιακά (8.46.5· πρβλ. 8.56.2 κ.ε.). Παρ’ όλα αυτά, οι ‘μεταπτώσεις στη διάθεση’ (όργαί: Θουκ. 8.83.3), για τις οποίες παραπονούνται μόνον οι Σπαρτιάτες, αντιπροσωπεύουν μια ισορροπημένη πολιτική δύναμης, η οποία, ενόψει των στόχων της περσικής πολιτικής και των στρατιωτικών και οικονομικών περιορισμών της, ήταν επιφυλακτική απέναντι στην προοπτική μιας αποφασιστικής προτίμησης της μίας εκ των δύο ελληνικών συμμαχιών.[28] Οι πιθανοί νέοι στόχοι της αθηναϊκής εξωτερικής πολιτικής δεν αποφασίζονταν εκείνη τη στιγμή από τον Αλκιβιάδη αλλά από τον Τισσαφέρνη.[29] Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη ο Αλκιβιάδης πρότεινε στον σατράπη να αφήσει τις δύο ελληνικές πλευρές να πολεμούν μεταξύ τους έτσι ώστε να εξασθενήσουν[30] παρά να υποστηρίξει τη μία από αυτές (8.46), επιδιώκοντας, βέβαια, να οδηγήσει τελικά τους Πέρσες να υποστηρίξουν την Αθήνα και, πιο σημαντικό ακόμη, να επιτύχει τη θριαμβευτική επιστροφή του στην πατρίδα (πρβλ. 8.47 κ.ε.).[31] Δεν είναι σαφές εάν η επιπρόσθετη συμβουλή του Αλκιβιάδη να επιδιωχθεί μελλοντική μακροπρόθεσμη συνεργασία με την Αθήνα (8.46.3)[32] εντυπωσίασε εν τέλει τον Τισσαφέρνη.
 
Οι αθηναϊκές επιτυχίες της περιόδου 410-407 π.Χ. ήταν πιθανότατα ο κύριος λόγος για τον οποίο ο Δαρείος ο Β΄ εγκατέλειψε την πολιτική αυτή υπέρ μιας ανεπιφύλακτης στρατιωτικής και οικονομικής βοήθειας προς τη Σπάρτη.[33] Μετά τον πόλεμο ο Θουκυδίδης μνημονεύει αυτόν τον επαναπροσανατολισμό της περσικής πολιτικής προς τη Δύση (2.65.12). Δεν θα μάθουμε ποτέ αν θα επαινούσε την προνοητικότητα της πολιτικής του Τισσαφέρνη και την απόλυτη αφοσίωσή του στον Βασιλιά, στην περίπτωση που είχε βιώσει τις φιλοδοξίες του Κύρου του Νεότερου και τη σπαρτιατική ηγεμονία - δύο στοιχεία εξίσου επιζήμια για την Περσία.
 
5. Η άποψη του Θουκυδίδη για τους Πέρσες
 
Η πρόσφατη έρευνα έχει δείξει ότι στην Αθήνα του 5ου αι. δεν υπήρχε μια ενιαία άποψη για τους Πέρσες ή τους βαρβάρους· ποικιλόμορφες εικόνες της Περσίας και των Περσών υπήρχαν και στη γραμματεία και στην τέχνη, στενά εξαρτημένες από την πρόθεση του εκάστοτε συγγραφέα, καλλιτέχνη ή πελάτη και επηρεασμένες από αρχές ποιητικής και δημόσιου λόγου· οι εικόνες αυτές αντικατόπτριζαν ταυτοχρόνως εν μέρει το καθεστώς των ελληνοπερσικών σχέσεων (δηλαδή, κυρίως των σχέσεων μεταξύ Αθήνας και Περσίας). Εντούτοις, κατά τις δεκαετίες του 430 και του 420 Αθηναίοι αριστοκράτες άρχισαν να υιοθετούν δείκτες κοινωνικού status από τον περσικό ‘αντίπαλο κόσμο’ (την ενδυμασία, παραδείγματος χάριν) για να αποκομίσουν πλεονεκτήματα στην ισονομική κοινωνία της πατρίδας τους.[34]
 
Δεν είναι τυχαίο που το έργο του Θουκυδίδη κατέχει μικρή μόνο θέση στη μελέτη του βασιλείου των Αχαιμενιδών: ο συγγραφέας και οι χαρακτήρες του σπάνια εκφράζουν τη γνώμη τους για τα περσικά πράγματα. Λεπτομερείς αναφορές γίνονται μόνο για (α) τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της περσικής βασιλείας και διακυβέρνησης, και (β) την περσική/ανατολίτικη αντίληψη για την πολυτέλεια και την επίδειξή της. Συχνά, εντούτοις, τα έθιμα αυτά και οι θεσμοί των Περσών λειτουργούν απλώς και μόνον ως υπόβαθρο για τις θουκυδίδειες περιγραφές των διάφορων χαρακτήρων και των μεγάλων αποκλίσεων που υπάρχουν ως προς τη συμπεριφορά και τους θεσμούς τους. Έτσι, οι Θηβαίοι του Θουκυδίδη περιγράφουν μια αντίθεση ανάμεσα στην εγωιστική και άνομη πολιτική των πολιτικών τους ηγετών κατά τους Περσικούς Πολέμους και στην πολιτική των Περσών Βασιλέων, τους οποίους εύλογα οι Θηβαίοι επιθυμούσαν να υποστηρίξουν εκείνη την εποχή (3.62). Παρόμοια, οι Αθηναίοι του Θουκυδίδη θεωρούν πολύ σημαντικό να καταστήσουν σαφές πως η δική τους συμπεριφορά προς τους συμμάχους είναι πολύ πιο επιεικής από τη συμπεριφορά των Περσών στο παρελθόν (1.77). Ο ίδιος ο Θουκυδίδης είναι πιο επιφυλακτικός ως προς την κρίση του: παραδείγματος χάριν, φαίνεται λογικό να υποθέσουμε ότι ο ιστορικός θεωρούσε τον περσικό τρόπο διακυβέρνησης πιο εύκαμπτο από τον αθηναϊκό, εφόσον θεωρεί έξυπνη πολιτική κίνηση τη δήλωση του Αλκιβιάδη (και του Πεισάνδρου) ότι η περσική υποστήριξη προς την Αθήνα θα απαιτούσε μια ολιγαρχική επανάσταση στην πόλη (8.48.1· 8.53.3). Τα δημοφιλή στερεότυπα για τους βαρβάρους - παραδείγματος χάριν, ότι ακόμη και οι Πέρσες αριστοκράτες ήταν ουσιαστικά δούλοι - απουσιάζουν από το έργο του Θουκυδίδη. Η κριτική που ασκεί ο Περικλής στη δημόσια επίδειξη του πλούτου (2.40) και η περιγραφή του ‘εξανατολισμού’ του Παυσανία (1.130) σίγουρα παραπέμπουν στην πολυτελή ζωή (και πιθανότατα στην υπερηφάνεια) των Μεγάλων Βασιλέων·[35] από την άλλη, η υπερβολή τους όσον αφορά την ανταπόδοση των δώρων[36] βρίσκεται σε σαφή αντίθεση προς την αρπακτικότητα των Θρακών βασιλέων και ευγενών (2.97).
     
6. Τα ονόματα και οι θεσμοί των Περσών στο Θουκυδίδη
 
Πριν από δύο δεκαετίες περίπου παρατηρήθηκε ότι ο τρόπος με τον οποίο ο Θουκυδίδης αποδίδει τα περσικά ονόματα, καθώς και οι αναφορές του στους περσικούς θεσμούς είναι απολύτως αξιόπιστοι.[37] Εντούτοις, θα ήθελα να ανακεφαλαιώσω σύντομα τρεις από τις παρατηρήσεις που έκανε ο Schmitt το 1983: ο Schmitt θεωρεί εντυπωσιακό το γεγονός πως ο Θουκυδίδης δεν αναφέρει την καταγωγή των Περσών βασιλέων από το γένος των Αχαιμενιδών ούτε τον όρο σατράπης (όπως κάνει ο Ηρόδοτος).[38] Όσον αφορά την επιστολή του Ξέρξη προς τον Παυσανία (1.129.3), υπάρχει ακόμη διαφωνία μεταξύ των μελετητών· παρ’ όλα αυτά, θα πρέπει να τη θεωρήσουμε γνήσια, εφόσον δεν υπάρχουν πειστικά επιχειρήματα για να υποστηριχθεί το αντίθετο.[39] Τα Ἀσσύρια γράμματα της επιστολής του Πέρση απεσταλμένου Αρταφέρνη (4.50.1· 4.50.3), ο οποίος είχε φυλακιστεί από τους Αθηναίους, σίγουρα αναφέρονται σε αραμαϊκούς χαρακτήρες, ακόμη και αν ο όρος αυτός είχε αρχικά συνήθως τη πιο γενική σημασία της ‘ανατολικής γραφής’.[40]
     
7. Συμπεράσματα
 
Οι Πέρσες έχουν δευτερεύουσα μόνο σημασία στην Ιστορία του Θουκυδίδη, και λόγω της εστίασης του ιστορικού στη δυαδική σχέση μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης και λόγω της ανεπαρκούς - έστω και αναδρομικά - εκτίμησης του πολιτικού ρόλου των ανατολικών γειτόνων των Ελλήνων. Κατά συνέπεια, οι Περσικοί Πόλεμοι και η ιδεολογική τους αποτίμηση εκ μέρους των ελληνικών κρατών (ακόμη και στις δημόσιες συζητήσεις για την αττική ἀρχήν) έχουν μεγαλύτερη σημασία από την επακριβή περιγραφή των σχέσεων μεταξύ των ελληνικών πόλεων και του ισχυρού γείτονα τους στην Ανατολή. Από την άλλη πλευρά, η αντικειμενική θουκυδίδεια περιγραφή της ιστορίας των ελληνοπερσικών σχέσεων και των εθίμων και θεσμών της Περσίας είναι αξιοσημείωτη (ιδιαίτερα εάν τη συγκρίνουμε με τις περιγραφές των συγχρόνων και των μεταγενεστέρων του Θουκυδίδη)· ο Τισσαφέρνης του Θουκυδίδη ελάχιστα μοιάζει στον δόλιο Τισσαφέρνη του Ξενοφώντα, και μπορεί να συγκριθεί κάλλιστα με πολλούς Έλληνες πολιτικούς. Αυτό δεν μπορεί να οφείλεται μόνο στο γεγονός πως ο Θουκυδίδης δεν πρόλαβε να περιγράφει στο έργο του τη νέα σύγκρουση μεταξύ της Αθήνας και του Μεγάλου Βασιλιά· την ίδια αυτοσυγκράτηση και σχετική ισορροπία μπορούμε να διακρίνουμε και στην περιγραφή των Περσικών Πολέμων, καθώς και της περιόδου έως την Ειρήνη του Καλλία’ που προσφέρει. Παρ’ όλα αυτά, ο γιος του Ολόρου προσφέρει ελάχιστες πληροφορίες για τον ιστορικό που ενδιαφέρεται ειδικά για τους Αχαιμενίδες.
--------------------------------- 
[2] Παρ’ όλα αυτά, η δημηγορία των Κορινθίων προκαλεί έκπληξη με τη δήλωση ότι‘ο βάρβαρος’ απέτυχε λόγω της δικής του ανεπάρκειας (1.69.5)· πρόκειται, σίγουρα, για έναν υπαινιγμό στους ισχυρισμούς των Αθηναίων σχετικά με τα δικά τους ηρωικά κατορθώματα κατά τους Περσικούς Πολέμους. Στο ίδιο χωρίο οι Αθηναίοι, αναφέροντας τη συμβολή τους στον Μαραθώνα, υπαινίσσονται ότι η εκστρατεία του Δάτη και του Αρταφέρνη δεν στόχευε απλώς στην Αθήνα (και την Ερέτρια· 1.73-4). Οι Αθηναίοι κέρδισαν το δικαίωμα ηγεμονίας στη Δηλιακή Συμμαχία, επειδή υποτίθεται πως πολέμησαν υπέρ ολόκληρης της Ελλάδας. Ο Θουκυδίδης απηχεί στο σημείο αυτό την αθηναϊκή άποψη για τους Περσικούς Πολέμους.
[3] Ο ιστορικός υπογραμμίζει (επίσης) τη μετάβαση από την αθηναϊκή ηγεμονία στην αθηναϊκή απόλυτη κυριαρχία (1.96.1, 97.2), η οποία, γράφει, ασκούνταν σταδιακά όλο και πιο έντονα κατά τη διάρκεια της Πεντηκονταετίας (1.118.1) και θεωρήθηκε τελικά τυραννίδα στους κόλπους της Δηλιακής Συμμαχίας (2.63.1 κ.ε.). Εντούτοις, κατά τη γνώμη του, μια νέα φάση της αθηναϊκής πολιτικής είχε αρχίσει ήδη με την υποταγή των Ναξίων (1.96)· κατά συνέπεια, δεν κάνει λόγο για ριζική αλλαγή στις σχέσεις μεταξύ των Αθηναίων και των συμμάχων τους μετά το 449 π.Χ.
[4] Αναφέρει, λοιπόν, τη δεδηλωμένη πρόθεση (πρόσχημα) της ομοσπονδίας (‘ως αντίποινα για τις απώλειες τους λεηλάτησαν τη χώρα του Πέρση βασιλιά’: 1.96.1), την κατάκτηση της Ηιόνας και τη νίκη της ομοσπονδίας στον ποταμό Ευρυμέδοντα (1.100.1) και αργότερα την υποστήριξη του σατράπη Πισσούθνη προς τους επαναστατημένους Σαμίους (1.115.3-5).
[5] Για ανάλυση του θέματος βλ. D. Μ. Lewis (1992α) 121-127’ Badian (1993) κεφ. 1· Meister (1997) 152-64 και Welwei (1999) 107 (με σημ. 117-21).
[6] Το γεγονός πως οι Σπαρτιάτες παρουσίαζαν ως υπερβολικά δύσκολη την αναθεώρηση της περσικής πολιτικής τους την εποχή εκείνη, μεταξύ άλλων και επειδή επισήμως βρίσκονταν ακόμη σε πόλεμο με την Περσία (D. Μ. Lewis [1977] 62), καθίσταται σαφές από τα λόγια που αποδίδει ο Θουκυδίδης στον Σπαρτιάτη βασιλιά Αρχίδαμο (1.82.1): ‘... κανείς δεν μπορεί να μας κατηγορήσει αν, θύματα της επιβουλής των Αθηναίων και για να σωθούμε, επιδιώξουμε συμμαχίες όχι μόνο με Έλληνες, αλλά και με βαρβάρους’. Η συνεργασία με την Περσία ήταν αντίθετη προς τον δεδηλωμένο στόχο της Σπάρτης στον πόλεμο, την απελευθέρωση, δηλαδή, όλων των (υπόδουλων) ελληνικών πόλεων (Θουκ. 1.124.3* 2.8.4· 3.32.2 κλπ.· πρβλ. D. Μ. Lewis [1977] 65 κ.ε.).
[7] Strassler (1998) 600.
[8] Λέγεται ότι ήδη από την εποχή της εκδίωξης των Αθηναίων από την Αίγυπτο (454 π.Χ.) ο Αρταξέρξης ο Α΄ είχε προσεγγίσει τη Σπάρτη μέσω του Πέρση απεσταλμένου Με- γάβαζου (Μεγάβυξου) ‘για να δωροδοκήσει τους Πελοποννησίους να εισβάλουν στην Αττική και να απομακρύνουν κατ’ αυτόν τον τρόπο τους Αθηναίους από την Αίγυπτο’ (Θουκ. 1.109.1 κ.ε.). Πρβλ. Eddy (1973) 245 (με τη σημαντική παραπομπή του στην επιγραφή ML 40, όπου η περσική αυτοκρατορία παρουσιάζεται ως τόπος στον οποίο καταφεύγουν οι εξόριστοι εχθροί της Αθήνας —στην περίπτωση αυτή πρόκειται για εξορίστους από τις Ερυθρές). Σχετικά, ο Blamire (1989) (σημ. στον Πλούτ. Κιμ. 10.9) αναφέρει ακόμη την πα­ρουσία του εξόριστου Πέρση Ροισάκη στην Αθήνα· από το γεγονός πως ο άνδρας αυτός έγινε στόχος συκοφαντών ο Blamire συμπεραίνει ότι ο Πέρσης ήταν ύποπτος κατασκοπείας στην υπηρεσία του Αρταξέρξη. Για τους εξόριστους Πέρσες στην Αθήνα πρβλ. Babler (1998) 101-14.
[9] Hornblower, Comm, 1.415-16.
[10] Σύμφωνα με βαβυλωνιακά έγγραφα, που συμφωνούν με τα όσα γράφει ο Θουκυδίδης στο χωρίο 4.50.3, ο Αρταξέρξης ο Α΄ πέθανε κατά το 41° έτος της βασιλείας του, και ο γιος του Δαρείος (ο Β΄) ο Ώχος τον διαδέχτηκε στον θρόνο κάποια στιγμή μεταξύ της 24 Δεκεμβρίου 424 και της 13ης Φεβρουάριου 423 π.Χ. (Stolper [1983]· Hornblower, Comm. 2.207 κ.ε.). Για τη διαμάχη στην Περσία για τη διαδοχή του Αρταξέρξη του Α' πρβλ. την περίληψη στον Briant (2002) 588-91· 977 κ.ε.
[11] Σε γενικές γραμμές ο Θουκυδίδης είναι επιλεκτικός όσον αφορά τις διπλωματικές πρωτοβουλίες. Αυτό ισχύει για τις μεταξύ ελληνικών πόλεων σχέσεις, και πιθανότατα και για τις επαφές μεταξύ Ελλήνων και Περσών. 
[12] Για την απουσία αναφορών στους Πέρσες από το 4.50 έως το 8.5.4 και τους λόγους που πιθανόν την υπαγορεύουν πρβλ. Andrewes (1961)· Hornblower, Comm.2.423. Μόνη εξαίρεση αποτελεί το χωρίο 5.1, όπου λέγεται ότι οι πολυάριθμοι Δήλιοι που εκδιώχθηκαν από τους Αθηναίους εγκαταστάθηκαν στο Αδραμύττιο, ένα μέρος που τους παραχώρησε ο σατράπης Φαρνάκης (Hornblower, Comm. 2.423 κ.ε.).
[13] Hornblower, Comm. 2.163·
[14] Ανδ. 3.29· για τη συμφωνία αυτή πρβλ. Lewis (1992β) 422 σημ. 132. Η κρίση του Westlake όσον αφορά την αθηναϊκή πολιτική απέναντι στον Αμόργη και τον Μεγάλο Βασιλέα (1977α) δεν μου φαίνεται πειστική.
[15] Ανδ. 3.29· την υποστήριξη αυτή μπορούμε να συναγάγουμε έμμεσα και από το χωρίο 8.54.3, αλλά καμία αναφορά δεν γίνεται στους λόγους της αθηναϊκής δέσμευσης (οι οποίοι παραμένουν άγνωστοι)· πρβλ. D. Μ. Lewis (1977) 86.
[16] Andrewes (1961) 7 κ.ε.
[17] Πρβλ., π.χ., Erbse (1989) 64 κ.ε.· 95· Cawkwell (1997) 15 κ.ε. Παρ’ όλα αυτά, εύκολα μπορούμε να καταλάβουμε ότι οι ελληνικές υποθέσεις ενδιέφεραν λιγότερο τον νέο Μεγάλο Βασιλιά (και τον Θουκυδίδη) ενόψει των επαναστάσεων που ακολούθησαν την ανάρρηση του Δαρείου στο θρόνο (D. Μ. Lewis [1977] 78-82).
[18] Επιστολή του Β. Smarczyk. 
[19] Ο D. Μ. Lewis (1977) 85 σωστά συμπεραίνει ότι η πολιτική του Μεγάλου Βασιλιά τα επόμενα χρόνια υπαγορευόταν από την επιθυμία του να εκδικηθεί την Αθήνα.
[20] Ο D. Μ. Lewis (1977) 87 και ο Westlake (1985) 167 υπογραμμίζουν την πρωτοβουλία του Τισσαφέρνη (και του Φαρνάβαζου) κατά την αποκατάσταση των σχέσεων Σπάρτης και Περσίας.
[21] Πρβλ. Cawkwell (1997) 48.
[22] Για τις συμφωνίες πρβλ. D. Μ. Lewis (1977) 90-107· Levy (1983). Το γεγονός πως ο Τισσαφέρνης συμφωνούσε απόλυτα με τον Μέγα Βασιλιά από την άποψη αυτή γίνεται σαφές στο χωρίο 8.43.4 (πρβλ. Cawkwell [1997] 46-49· στο χωρίο 8.29.1, ο Θουκυδίδης περιγράφει τις λεπτομέρειες των πολιτικών διαβουλεύσεων μεταξύ σατράπη και βασιλιά). Όταν ο Λίχας διατείνεται πως οι Πέρσες πρόκειται να εγείρουν διεκδικήσεις στη βόρεια και την κεντρική Ελλάδα βρίσκοντας έρεισμα στις δύο πρώτες συμφωνίες (8.43-3 κ.ε.), είναι εύλογο να εικάσουμε ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο επιδίωκε πιθανότατα να κερδίσει την υποστήριξη της Σπάρτης· με την πρόταση ‘η χώρα ή οι πόλεις που ανήκουν στον Βασιλιά, ή ανήκαν στους προγόνους του, θα ανήκουν για πάντα στον Βασιλιά’ (πρβλ. 8.18.1· 8.37.2), οι Πέρσες σίγουρα δεν αναφέρονταν στην ηπειρωτική Ελλάδα. Ορίζοντας απερίφραστα την Ασία. ως το βασίλειο του Μεγάλου Βασιλιά στην τρίτη συνθήκη (8.58.2), προσπαθούσαν να απαντήσουν στους ισχυρισμούς του Λίχα.
[23] Οι ελλείψεις αυτές, αποτέλεσμα των μέτρων λιτότητας του Μεγάλου Βασιλιά (Θουκ. 8.45.6· 8.87.5· 8.109.1· πρβλ. Ελλ. Οξ. 19.2· ο Μέγας Βασιλιάς ήλπιζε κατά πάσα πιθανότητα να χρησιμοποιήσει τους φόρους των ανακτημένων πόλεων για να χρηματοδοτήσει τα μέτρα κατά των Αθηναίων) και της στρατιωτικής οργάνωσης των Αχαιμενιδών, που βασιζόταν στη διαίρεση σε μόνιμο στρατό και σε αυτοκρατορικές μονάδες επιστράτευσης, σήμαιναν ότι και ο Τισσαφέρνης και ο Φαρνάβαζος ήταν εξαρτημένοι από την επιτόπια σπαρτιατική υποστήριξη.
[24] Briant (2002) 593-99, 978-90 (όπου και η παλαιότερη βιβλιογραφία).
[25] Για τον τρόπο με τον οποίο επωφελήθηκαν από αυτόν τον ανταγωνισμό οι Σπαρτιάτες πρβλ. επίσης Ξεν. Ελλ. 1.1.31 κ.ε.
[26] Πρβλ. Smarczyk (1986) 62 σημ. 77.
[27] Erbse (1989) 38 κ.ε. Δεν είναι παράδοξο, λοιπόν, ότι στον Θουκυδίδη ο σατράπης των Σάρδεων επιθυμούσε, από τον χειμώνα του 412/411 π.Χ. και ύστερα να ελέγχει τις προτάσεις του Αλκιβιάδη, που μόλις είχε αλλάξει και πάλι στρατόπεδο (8.45.1), για μια συνεργασία Αθηναίων και Περσών.
[28] Στην πορεία προς την τρίτη συμφωνία με τη Σπάρτη ο Θουκυδίδης υπαινίσσεται ακόμη ότι ο Πέρσης επιδίωκε αυτό το είδος πολιτικής (που διαφαίνεται στον λογισμόν και την πρόνοιαν) (8.57.2: ἐβούλετο ἐπανισοῦν τούς Ἕλληνας πρός ἀλλήλους).
[29] Αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι ο Αθηναίος αριστοκράτης ποτέ δεν εκπλήρωσε την υπόσχεσή του - ούτε προς τους ολιγαρχικούς της Αθήνας (8.47.2· πρβλ. 8.53-3) ούτε προς τους δημοκρατικούς του στόλου στη Σάμο (8.81.2 κ.ε.) - να συνάψει συμμαχία με τον Πέρση βασιλιά. Το επιχείρημα του Αλκιβιάδη και του Πείσανδρου στην πρώτη περίπτωση, ότι δηλαδή ο Μεγάλος Βασιλιάς και ο Τισσαφέρνης θα αποδέχονταν πιο εύκολα ένα ολιγαρχικό καθεστώς στην Αθήνα παρά ένα δημοκρατικό, δεν ήταν, βέβαια, παρά το μέσον εκπλήρωσης ενός σκοπού. Και οι δύο θα πρέπει να γνώριζαν πως η εξωτερική πολιτική της Περσίας προς την Αθήνα δεν καθοριζόταν από το πολιτικό σύστημα της πόλης, αλλά αποκλειστικά και μόνο από τις δραστηριότητές της στο ανατολικό Αιγαίο. Ο Westlake (1985) επιχειρεί να αποδώσει τα θετικά (πολιτικός λογισμός και πολιτική πρόνοια) και τα αρνητικά (υπεροψία, προκλητική συμπεριφορά κλπ.) στοιχεία του θουκυδίδειου Τισσαφέρνη στο γεγονός ότι ο ιστορικός χρησιμοποιούσε διαφορετικές πηγές, αλλά η άποψή του δεν μου φαίνεται πειστική.
[30] Ο Θουκυδίδης χρησιμοποιεί τον όρο τρίβειν εδώ (8.46.4). 
[31] Πρβλ. D. Μ. Lewis (1977) 98.0 Erbse (1989) 75-92 απορρίπτει την άποψη ότι ο Αλκιβιάδης υπήρξε η πηγή πληροφοριών του Θουκυδίδη (λόγου χάριν στο χωρίο 8.45 κ.ε.) και πιστεύει ότι η εικόνα του Αλκιβιάδη που σκιαγραφεί ο ιστορικός έχει συνοχή.
[32] Πρβλ. Seager-Tuplin (1980) για τη διάκριση μεταξύ των Ελλήνων της ηπειρωτικής χώρας (και των Ελλήνων των νησιών) και των Ελλήνων της Ασίας, που είναι σαφής στο σημείο αυτό για πρώτη φορά.
[33] Το 408 π.Χ. φαίνεται πως η Αθήνα έχει ακόμη επαφές με τον Τισσαφέρνη (IG I3113). Δεν είναι σαφές εάν η σπαρτιατική αντιπροσωπεία υπό τον Βοιώτιο διαδραμάτισε τον ρόλο που της είχε ανατεθεί στην περσική μεταστροφή (Ξεν. Ελλ. 1.4.1). Ο Tuplin (1987) απορρίπτει την άποψη για την ύπαρξη μιας νέας συνθήκης μεταξύ της Σπάρτης και του Μεγάλου Βασιλιά (αντίθετα προς τον D. Μ. Lewis [1977] 124 κ.ε., ο οποίος θεωρεί δεδομένη την ύπαρξη συμφωνίας που προέβλεπε την αυτονομία των ελληνικών πόλεων, αλλά και την ταυτόχρονη φορολογική τους υποτέλεια). Ο Δαρείος ήλπιζε ίσως ακόμη να κατευνάσει την διαμάχη μεταξύ των γιων του Βασιλιά στέλνοντας τον Κύρο στο δυτικό μέτωπο. Ο Cawkwell (1997) 49, παραπέμποντας στον Πλούτ. Λυσ. 9.2, δεν πιστεύει πως υπήρξε κάποια αλλαγή στην εξωτερική πολιτική της Περσίας· εξηγεί, μάλιστα, την ουσιαστική περσική υποστήριξη προς τη Σπάρτη μόνο βάσει των προθέσεων του Κύρου να εξασφαλίσει τη σπαρτιατική βοήθεια στον αγώνα του για τον θρόνο μετά τη νίκη των Λακεδαιμονίων επί των Αθηναίων.
[34] Για την ελληνική άποψη για τους βαρβάρους/Πέρσες κατά τον 5° αι. βλ. Schmal (1995)· Liith (1997)· Gehrke (2000): γενική ανάλυση· Thomas (2000) 75-101· Rollinger (2004): για τον ‘περσικό λόγο’ στην Αθήνα- Hall (1989)· Georges (1994)· Tuplin (1996) 132-77' Hutzfeldt (1999)' Bichler (2000) σε διάφορα σημεία: για τη γραμματεία· Raeck (1981)· Castriota (1992)· Μ. C. Miller (1997)· Babler (1998)· Holscher (1998) και (2000)· Cohen (2000): για την τέχνη. 
[35] Η τελευταία είναι η προσπάθεια να αποκρουστεί η κατηγορία των εχθρών της Αθήνας ότι η πόλη, καταδυναστεύοντας τις υπόλοιπες ελληνικές πόλεις, είχε καταστεί ο διάδοχος των Περσών (πρβλ. Θουκ. 6.76.3 κ.ε., 6.82.3, κτλ.).
[36] Wiesehofer (2001) 607 κ.ε.
[37] Schmitt (1983).
[38] Για τον σατράπη των Αχαιμενιδών και τα καθήκοντα του, καθώς και για τους ελληνικούς όρους για το αξίωμα αυτό πρβλ. Klinkott (2005).
[39] Πρβλ. Schmitt (1983) 71 κ.ε.· Gauger (2000) 263 κ.ε., 374 (και βιβλιογραφία), με την επιχειρηματολογία του οποίου συμφωνώ.
[40] Nylander (1968) ιδ. 122· D. Μ. Lewis (1977) 2 κ.ε. και σημ. 3.

Ο Αριστοτέλης, η φρόνηση, η διαβούλευση, η σύνεση και η γνώμη

Ολοκληρώνοντας το ζήτημα της φρόνησης ο Αριστοτέλης παραθέτει την κοινή αντίληψη που τη συσχετίζει (σχεδόν αποκλειστικά) με τη διαχείριση των ιδιωτικών υποθέσεων δίνοντας ξεκάθαρο σημασιολογικό προβάδισμα στην εκδοχή της ατομικότητας: «Για τον πολύ κόσμο φρόνηση είναι κατά κύριο μάλιστα λόγο, αυτή που έχει αντικείμενό της το συμφέρον του ενός και μοναδικού ατόμου, τον ίδιο του τον εαυτό» (1141b 8, 34-35).
 
Για τον Αριστοτέλη όμως, η φρόνηση είναι αδύνατο να αποκοπεί από την έννοια της συλλογικότητας, και γι’ αυτό διακρίνει πολλά είδη φρόνησης: «από τα άλλα είδη της το ένα λέγεται “διαχείριση του σπιτικού”, το άλλο “νομοθεσία”, το τρίτο “πολιτική” – το τελευταίο αυτό διαιρείται σε βουλευτική και δικαστική φρόνηση» (1141b 8, 38-40).
 
Η φρόνηση που αφορά τη «διαχείριση του σπιτικού» έχει να κάνει με τις ιδιωτικές υποθέσεις, που όμως δε σχετίζονται μόνο με τις προσωπικές αποφάσεις ή τη διαχείριση των συναισθημάτων απέναντι σε πρόσωπα και καταστάσεις της καθημερινότητας, αλλά και τις επιλογές που θα καθορίσουν και τα ζητήματα της ατομικής περιουσίας. Η επιμέλεια του «οίκου» πρέπει επίσης να διέπεται από φρόνηση, αφού οι ανεύθυνες (άφρονες) αποφάσεις θα οδηγήσουν στην παρακμή του. Το μέτρο είναι και πάλι το σταθερό κριτήριο που καθορίζει τις ορθές αποφάσεις, το οποίο εγγυάται και την περιουσιακή ευημερία.
 
Τα άλλα δύο είδη φρόνησης («νομοθεσία» και «πολιτική») είναι η συλλογική διάσταση που της αποδίδει ο Αριστοτέλης, καθώς το ζήτημα δεν αφορά μόνο τις αποφάσεις της ιδιωτικής ζωής, αλλά και της δημόσιας. Βρισκόμαστε μπροστά στην πολιτική διάσταση της φρόνησης (και μόνο η ονομασία του τρίτου είδους –«πολιτική»– το καθιστά απολύτως σαφές), που οδηγεί και στην επόμενη υποδιαίρεση της «βουλευτικής» και «δικαστικής» φρόνησης. Για τον Αριστοτέλη η φρόνηση συσχετίζεται σε τόσο μεγάλο βαθμό με την πολιτική, ώστε να συγκαταλέγονται και οι δύο στην ίδια έξη: «Η πολιτική και η φρόνηση είναι μία και η αυτή έξη, από την πλευρά όμως της ουσίας τους δεν είναι το ίδιο πράγμα» (1141b 8, 27-28).
 
Για να διευκρινιστεί αμέσως: «Της φρόνησης που έχει ως αντικείμενο τα πράγματα της πόλης ένα μέρος είναι η νομοθετική –ένα είδος δεσπόζουσας φρόνησης· το άλλο, το δεύτερο μέρος της –ένα είδος φρόνησης που έχει να κάνει με τα καθέκαστα, με τα επιμέρους– έχει το κοινό όνομα και λέγεται πολιτική φρόνηση: έχει να κάνει με τις πράξεις και τις διαβουλεύσεις· γιατί το ψήφισμα είναι κάτι που μπορεί να εκτελεστεί, ως το έσχατο επιμέρους των διαβουλεύσεων» (1141b 8, 29-32).
 
Η γνώση των επιμέρους στοιχείων παίζει σπουδαίο ρόλο στην διαμόρφωση της συνολικής αντίληψης για κάθε θέμα. Γι’ αυτό και το ψήφισμα («έσχατο επιμέρους των διαβουλεύσεων») τίθεται ως χαρακτηριστικό παράδειγμα κατάδειξης της πολιτικής φρόνησης, καθώς αυτοί που θα το συνθέσουν οφείλουν να διερευνήσουν όλες τις λεπτομέρειες («τα καθέκαστα») προτού το θέσουν σε ψηφοφορία. Η δουλειά τους είναι τόσο εξονυχιστική, που συγχέεται με τον τρόπο που δουλεύουν οι χειρώνακτες: «Αυτός είναι ο λόγος που μόνο γι’ αυτούς τους ανθρώπους λέει ο πολύς κόσμος ότι κάνουν πολιτική, γιατί μόνο αυτοί “δουλεύουν” με τον τρόπο που δουλεύουν οι χειρώνακτες» (1141b 8, 32-34).
 
Το ότι η φρόνηση σχετίζεται και με τη γνώση των επιμέρους στοιχείων για κάθε θέμα είναι και ο λόγος που δεν προσεγγίζεται εύκολα από τους νέους: «Απόδειξη αυτού που είπαμε είναι και τούτο, ότι, ενώ οι νέοι γίνονται γεωμέτρες και μαθηματικοί, και γενικά σοφοί σε τέτοιου είδους πράγματα, νέος φρόνιμος, κατά την κοινή αντίληψη, δεν μπορεί να βρεθεί. Η αιτία είναι ότι η φρόνηση έχει να κάνει και με τα επιμέρους, και αυτά μας γίνονται γνωστά μέσω της εμπειρίας – νέος όμως έμπειρος δεν υπάρχει· γιατί είναι το μάκρος του χρόνου που σε κάνει έμπειρο» (1142a 8, 13-18).
 
Τα μαθηματικά τίθενται ως πεδίο γνώσης αφηρημένων κυρίως εννοιών που μπορεί κανείς να τις μάθει και να τις εφαρμόζει χωρίς την προϋπόθεση της εμπειρίας στη ζωή. Κι αυτή είναι η βασική τους διαφορά σε σχέση με τη φιλοσοφία, που χωρίς πείρα ζωής είναι αδύνατο να έλθει σε πέρας: «Στην πραγματικότητα μπορεί κανείς να θέσει επίσης το ερώτημα, γιατί ένα παιδί μπορεί να γίνει μαθηματικός, όχι όμως φιλόσοφος ή φυσιογνώστης. Μήπως γιατί τα αντικείμενα των μαθηματικών είναι αφηρημένα, ενώ των άλλων δύο γνωστικών κλάδων οι πρώτες αρχές ξεκινούν από την εμπειρία; Μήπως, επίσης, γιατί οι νέοι ενσχέσει με τους γνωστικούς κλάδους της δεύτερης περίπτωσης δεν μπορούν να έχουν μια στέρεη προσωπική άποψη και αρκούνται στο να χρησιμοποιούν το σχετικό λεξιλόγιο, ενώ τις μαθηματικές έννοιες τις κατανοούν εύκολα;» (1142a 8, 18-23).
 
Το κατά πόσο οι νέοι είναι σε θέση να ανταπεξέλθουν καλύτερα στις προκλήσεις της φιλοσοφίας ή των μαθηματικών είναι κάτι που μπορεί να συζητηθεί. Εκείνο που θεωρείται σίγουρο είναι το αλληλένδετο της ατομικής με τη συλλογική πρόοδο. Σε μια εξαθλιωμένη πόλη δεν είναι τόσο εύκολο να ευημερήσει κανείς ατομικά. Από τη στιγμή, λοιπόν, που η φρόνηση αποσκοπεί στην ατομική ωφέλεια είναι απολύτως προφανές ότι πρέπει να σχετίζεται και με τη συλλογική ωφέλεια.
 
Ο Αριστοτέλης είναι ξεκάθαρος: «Γιατί οι άνθρωποι επιζητούν το δικό τους αγαθό, και πιστεύουν ότι μόνο αυτό πρέπει να κάνουν. Από αυτή λοιπόν τη γνώμη προήλθε και η άποψη ότι φρόνιμοι είναι, στην πραγματικότητα, αυτοί οι άνθρωποι. Και όμως το προσωπικό αγαθό κάποιου δεν είναι, ασφαλώς, δυνατό να υπάρχει ανεξάρτητα από τη σωστή κατάσταση του σπιτικού του και της πόλης του» (1142a 8, 9-12).
 
Το ενδεχόμενο να κερδίζει κανείς ζημιώνοντας το συλλογικό όφελος δεν αναφέρεται από τον Αριστοτέλη ως αυτονόητα καταδικαστέα στρέβλωση. Η επίτευξη τέτοιων σχεδίων (που αναγκαστικά συμβαίνει σε βάρος των άλλων) επιβεβαιώνει στην πράξη ότι, όταν φθείρεται η πόλη συνολικά, βλάπτονται και οι πολίτες ατομικά. Οι άνθρωποι που για το δικό τους όφελος καταπατούν τα συμφέροντα της πόλης λειτουργούν προδοτικά, αφού στην ουσία επιδιώκουν να κάνουν κακό στους συμπολίτες τους. Τέτοιοι άνθρωποι πρέπει να τιμωρούνται καθιστώντας σαφές ότι η πόλη δεν είναι πρόθυμη να τους ανεχτεί.
 
Από τη στιγμή που το συμφέρον της πόλης τίθεται ως αναγκαστική προϋπόθεση του ατομικού συμφέροντος η φρόνηση δε θα μπορούσε να μην έχει πολιτικές διαστάσεις, αφού και το συλλογικό συμφέρον (που θα υπηρετήσει το ατομικό) θα εξυπηρετηθεί σύμφωνα με τις αποφάσεις που εκείνη ορίζει. Θα έλεγε κανείς ότι η πολιτική αφροσύνη είναι απείρως καταστροφικότερη, αφού είναι σε θέση να καταστρέψει την ευδαιμονία όλων των πολιτών κι όχι μεμονωμένων απερίσκεπτων ανθρώπων. Από αυτή την άποψη, η πολιτική φρόνηση μπορεί να τεθεί ως ζήτημα υψίστης σημασίας, που πρέπει να ξεπερνά όλες τις ατομικότητες.

Εκλαμβάνοντας, όμως, τη φρόνηση ως ορθότητα στον τρόπο της σκέψης αυτό που μένει είναι διερευνηθεί τι ακριβώς νοείται ως ορθή σκέψη/διαβούλευση: «Πρέπει να δούμε επίσης τι είναι η ορθή σκέψη/διαβούλευση: είναι ένα είδος επιστημονικής γνώσης ή είναι γνώμη ή ευστοχία ή κάτι άλλο;» (1142a 9, 36-38).
 
Ο Αριστοτέλης ξεκαθαρίζει (και πάλι) ότι η φρόνηση δε σχετίζεται με την επιστημονική γνώση: «Επιστημονική γνώση ασφαλώς δεν είναι· γιατί δε διερευνούν οι άνθρωποι αυτά που ήδη ξέρουν, και η ορθή σκέψη/διαβούλευση είναι ένα είδος σκέψης/διαβούλευσης, και ο άνθρωπος που σκέφτεται/διαβουλεύεται διερευνά και “λογαριάζει”» (1142a 9, 38 και 1142b 9, 1-2).
 
Το ότι η διαβούλευση παρουσιάζεται ως κάτι αποκομμένο από την επιστήμη (σαν να μη σκέφτεται και να μην αποφασίζει ο επιστήμονας για τα ζητήματα της επιστήμης του) δεν πρέπει να προκαλεί σύγχυση, αφού ο Αριστοτέλης έχει ήδη διευκρινίσει ότι οι επιστήμες ασχολούνται με όσα θεωρούνται αμετάβλητα. Γι’ αυτό και η φράση «δεν διερευνούν οι άνθρωποι αυτά που ήδη ξέρουν». Τα αμετάβλητα πράγματα (όπως οι γνώσεις για την ανάπτυξη των φυτών ή η ιατρική επιστήμη) δεν τα σκέφτεται κανείς, απλώς τα λαμβάνει υπόψη του για να πάρει τις καλύτερες δυνατές αποφάσεις για οτιδήποτε τον απασχολεί.
 
Κι αφού είναι σαφές ότι η φρόνηση δε σχετίζεται με την επιστημονική γνώση (εξάλλου, ο επιστήμων δεν είναι κατ’ ανάγκη και φρόνιμος ούτε και ο φρόνιμος κατ’ ανάγκη επιστήμων), απορρίπτεται και το ενδεχόμενο της ευστοχίας: «Φυσικά, ούτε ευστοχία είναι· γιατί η ευστοχία είναι κάτι που γίνεται χωρίς λογισμό και μελέτη και είναι κάτι το γρήγορο, ενώ η σκέψη/διαβούλευση απαιτεί κάποια διάρκεια χρόνου· λένε επίσης οι άνθρωποι ότι τα συμπεράσματα μιας σκέψης/διαβούλευσης πρέπει να εκτελούνται γρήγορα, η σκέψη/διαβούλευση όμως πρέπει να γίνεται με αργό ρυθμό». (1142b 9, 3-6).
 
Είναι φανερό ότι ο Αριστοτέλης ταυτίζει την ευστοχία με το ακαριαίο. Θα έλεγε κανείς με το ενστικτώδες. Η διαβούλευση, όμως, δεν είναι θέμα ενστίκτου. Είναι ο πλήρως εξορθολογισμένος υπολογισμός όλων των παραμέτρων, που θα οδηγήσει σε σωστές αποφάσεις. Η φρόνηση εμπεριέχει την ευστοχία, αλλά δε σχετίζεται με τη διαίσθηση: «… η ορθή σκέψη/διαβούλευση συνεπάγεται λογική διεργασία. Μένει, επομένως, να είναι ορθότητα της διανοητικής ενέργειας» (1142b 9, 14-15).
 
Και βέβαια η ορθή διαβούλευση δεν είναι απλά γνώμη: «Ούτε ασφαλώς είναι ένα οποιοδήποτε είδος γνώμης η ορθή σκέψη/διαβούλευση. Δεδομένου όμως ότι ο άνθρωπος που σκέφτεται/διαβουλεύεται άσχημα, υποπίπτει σε σφάλμα, ενώ αυτός που σκέφτεται/διαβουλεύεται καλά, σκέφτεται/διαβουλεύεται ορθά, είναι φανερό ότι η ορθή σκέψη/διαβούλευση είναι ένα είδος ορθότητας, όχι όμως της επιστημονικής γνώσης ούτε της γνώμης» (1142b 9, 7-11).
 
Κι όταν ο Αριστοτέλης κάνει λόγο για γνώμη, πρέπει να διευκρινιστεί κι τι ακριβώς εννοεί: «Όσο για τη λεγόμενη γνώμη (εξού και οι εκφράσεις “συν-γνώμονες άνθρωποι” και “άνθρωπος που έχει συν-γνώμην”) είναι η ορθή κρίση ότι κατιτί είναι επιεικές. Απόδειξη είναι ότι αυτό που λέμε, ότι επιεικής είναι ο άνθρωπος που κρίνει με πολύ μεγάλη κατανόηση, και επιείκεια το να κρίνει κανείς σε ορισμένες περιπτώσεις με κατανόηση τους άλλους. “Κρίση και κατανόηση” είναι η ορθή κρίση που διακρίνει τι είναι επιεικές – ορθή είναι αυτή που πετυχαίνει την αλήθεια» (1143a 11, 22-27).
 
Η γνώμη, ως πραγμάτωση της επιείκειας, είναι γνώρισμα του φρόνιμου ανθρώπου, όπως και η σύνεση και η κατανόηση: «έχοντας κανείς την ικανότητα να κρίνει για τα πράγματα που ανήκουν στο χώρο του φρόνιμου ανθρώπου είναι συνετός και έχει καλή ή γεμάτη κατανόηση για τους άλλους γνώμη· γιατί οι επιεικείς ενέργειες είναι κοινό γνώρισμα όλων των αγαθών ανθρώπων στις σχέσεις τους προς τους άλλους ανθρώπους» (1143a 11, 33-36).
 
Όσο όμως κι αν η γνώμη είναι αναπόσπαστο στοιχείο του φρόνιμου ανθρώπου, δεν μπορεί από μόνη της να αποδώσει την έννοια της διαβούλευσης. Για τον Αριστοτέλη μπορεί κανείς να διαβουλευτεί σωστά με δύο τρόπους: «είναι δυνατό να σκεφτεί/διαβουλευτεί κανείς καλά α) γενικά και απόλυτα, β) ενσχέσει με ένα συγκεκριμένο επιμέρους τέλος. Στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για τη σκέψη/διαβούλευση που οδηγεί σε επιτυχία ενσχέσει με το γενικό και απόλυτο τέλος, στη δεύτερη για τη σκέψη/διαβούλευση που οδηγεί σε επιτυχία ενσχέσει με το συγκεκριμένο επιμέρους τέλος» (1142b 9, 32-34).
 
Ο τελικός ορισμός της διαβούλευσης έχει ως εξής: «Αν λοιπόν η καλή σκέψη/διαβούλευση είναι γνώρισμα των φρόνιμων ανθρώπων, τότε η ορθή σκέψη/διαβούλευση θα πρέπει, λέω, να είναι η ορθότητα που συνίσταται στη διερεύνηση των χρήσιμων για το τέλος πραγμάτων, πραγμάτων που τα συλλαμβάνει με επιτυχία η φρόνηση» (1142b 9, 35-37).
 
Με άλλα λόγια, η ορθή διαβούλευση εμπεριέχει και τη λογική, ως ορθή κρίση, και τη γνώμη, ως επιείκεια που επιβάλλει η σύνεση, και την εμπειρία, που γεννάει τη φρόνηση, και την εξυπηρέτηση κάποιου σκοπού, στην υπηρεσία του οποίου τίθεται. Τίποτε από αυτά δεν μπορεί να την αποδώσει μεμονωμένα, καθώς η καλή σκέψη είναι η σύνθεση όλων αυτών. Κι αυτό δεν έχει να κάνει ούτε με την τύχη ούτε με τη διαίσθηση. Και βέβαια η καλή σκέψη δεν πρέπει να ταυτίζεται με την οποιαδήποτε σκέψη. Γιατί η οποιαδήποτε σκέψη δε σημαίνει ότι είναι και ορθή. Ως ορθή χαρακτηρίζεται η σκέψη που εκπληρώνει τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.
 
Αυτό που μένει είναι η αποσαφήνιση της σύνεσης, για να ολοκληρωθεί το περίγραμμα των κυρίαρχων χαρακτηριστικών της αρετής. Και φυσικά ούτε η σύνεση σχετίζεται με τη γνώση των επιστημών: «Η σύνεση, επίσης, και η ευσυνεσία, δύο λέξεις από τις οποίες χαρακτηρίζουμε τους ανθρώπους συνετούς και ευσύνετους, ούτε είναι το ίδιο γενικά πράγμα με την επιστημονική γνώση ή τη γνώμη (γιατί όλοι οι άνθρωποι θα ήταν τότε συνετοί) ούτε είναι μια κάποια από τις επιμέρους ειδικές περιοχές επιστημονικής γνώσης, όπως είναι επιπαραδείγματι η ιατρική, που ασχολείται με τα θέματα της υγείας, ή η γεωμετρία, που ασχολείται με τα μεγέθη· γιατί η σύνεση δεν έχει για αντικείμενό της ούτε τα πράγματα που είναι αιώνια και αμετάβλητα ούτε ένα οποιοδήποτε από τα πράγματα που επιδέχονται γένεση, αλλά τα πράγματα που μπορούν να προκαλέσουν στον άνθρωπο αμφιβολίες και ερωτηματικά και να τον ωθήσουν σε σκέψεις/διαβουλεύσεις» (1142b 10, 38 και 1143a 1-7).
 
Η διευκρίνιση ότι η σύνεση δε σχετίζεται ούτε με την επιστημονική γνώση ούτε με τη γνώμη «γιατί όλοι οι άνθρωποι θα ήταν τότε συνετοί» δεν υπονοεί ότι όλοι οι άνθρωποι είναι επιστήμονες ή επιεικείς, οπότε, αν η σύνεση αφορούσε αυτά, θα αποδιδόταν σε όλους, αλλά ότι όλοι οι άνθρωποι μπορούν να έχουν στιγμές επιείκειας ή κάποιες μεμονωμένες επιστημονικές γνώσεις. Το ότι κάποιος μπορεί να πάρει συνετές αποφάσεις για την καλλιέργεια των χωραφιών του, επειδή γνωρίζει κάποιες επιστημονικές μεθόδους φροντίδας για τα φυτά, δε σημαίνει ότι είναι πράγματι συνετός, όπως και το ότι σε κάποια περίσταση φάνηκε επιεικής. Η σύνεση είναι μια συνολική παρουσία κι έχει να κάνει με όλες τις προκλήσεις της ζωής. Θα έλεγε κανείς ότι αποτελεί τρόπο σκέψης, τρόπο αντίληψης και διάθεσης του εαυτού.
 
Χωρίς, όμως, αυτό να σημαίνει ότι πρέπει να ταυτίζεται με τη φρόνηση: «… σύνεση όμως και φρόνηση δεν είναι το ίδιο πράγμα. Γιατί, ενώ η φρόνηση είναι επιτακτική (αφού το έργο της είναι να ορίσει τι πρέπει και τι δεν πρέπει να γίνει), η σύνεση απλώς και μόνο κρίνει (η σύνεση και η ευσυνεσία είναι το ίδιο πράγμα, το ίδιο και οι συνετοί και ευσύνετοι άνθρωποι). Η σύνεση δεν είναι ούτε η κατοχή ούτε η απόκτηση της φρόνησης, αλλά όπως το μανθάνω λέγεται συνίημι όταν σημαίνει τη χρήση της γνωστικής ικανότητας, έτσι το συνίημι είναι κατάλληλο για τη χρήση της γνώμης, προκειμένου να κρίνουμε αυτά που κάποιος άλλος λέει για τα πράγματα που αποτελούν αντικείμενο της φρόνησης, και να τα κρίνουμε σωστά. Από εδώ προήλθε και η χρήση της λέξης σύνεση (εξού και οι ευσύνετοι άνθρωποι), από τη χρήση δηλαδή της λέξης συνίημι με τη σημασία της λέξης μανθάνω· γιατί το μανθάνω πολλές φορές το λέμε συνίημι» (1143a 10, 8-20).
 
Η σύνεση είναι αλληλένδετη με τη γνώση, κι αυτός είναι ο λόγος που χρειάζεται εμπειρία. Πρέπει να μάθει κανείς για να γίνει συνετός. Η σύνεση διαφέρει από τη φρόνηση γιατί δεν δρα με την ίδια ενεργητικότητα όπως εκείνη. Ενώ η φρόνηση θα οδηγήσει σε πράξεις, η σύνεση θα οδηγήσει στην κρίση, που δεν είναι απαραίτητο να υλοποιηθεί πρακτικά. Θα λέγαμε ότι η σύνεση είναι προϋπόθεση της φρόνησης ή, για να το πούμε αλλιώς, δε θα μπορούσε να υπάρξει φρόνηση χωρίς τη συνδρομή της συνετής κρίσης.
 
Γι’ αυτό και η διευκρίνιση ότι η σύνεση δεν έχει ως αντικείμενό της «ένα οποιοδήποτε από τα πράγματα που επιδέχονται γένεση». Γιατί η γένεση σηματοδοτεί την παραγωγή, δηλαδή τη δράση προκειμένου να επιτευχθεί κάτι, κι από τη σύνεση δεν είναι δεδομένο ότι θα επιτευχθεί κάποιο πράγμα. Είναι σαφές ότι η σύνεση, ως ορθή κρίση που δεν έχει κατ’ ανάγκη εφαρμογή, αλλά που προϋποθέτει πείρα και γνώση, δεν αφορά τόσο τους νέους, όσο τους γηραιότερους, αφού αυτοί έχουν την εμπειρία να κρίνουν με ωριμότητα.
 
Οι νέοι είναι κυρίως παρορμητικοί. Είναι πιο εύκολο για ένα νέο να σκέφτεται ασύνετα, κι όταν πράττει, να πράττει άφρονα: «Στις αναπόδεικτες, άρα, κρίσεις και γνώμες των έμπειρων, των ηλικιωμένων και των φρόνιμων ανθρώπων πρέπει να δίνουμε όχι λιγότερη από ό,τι στις αποδείξεις προσοχή· γιατί έχοντας αποκτήσει όλοι αυτοί μέσω της εμπειρίας τους ένα “μάτι”, βλέπουν τα πράγματα σωστά» (1143b 11,12-16).
 
Αντιλαμβανόμενοι ότι κάθε πράξη αφορά τις επιλογές που θα κάνει κανείς στις επιμέρους προκλήσεις που θα γνωρίσει στη ζωή του, είναι σαφές ότι όλα τα στοιχεία που διαμορφώνουν τις πράξεις οφείλουν να έχουν πλήρη γνώση των επιμέρους (εξειδικευμένων) ανά περίπτωση στοιχείων που θα δραστηριοποιήσουν τον άνθρωπο: «… όλες οι πράξεις ανήκουν στην κατηγορία των έσχατων, δηλαδή των επιμέρους: ο φρόνιμος άνθρωπος πρέπει να έχει και αυτός γνώση των επιμέρους, αλλά και η σύνεση και η γνώμη έχουν σχέση με τις πράξεις, και αυτές είναι τα έσχατα επιμέρους» (1143a 11, 36-39).
 
Κι από εδώ θα ξεκινήσει ο Αριστοτέλης για να φτάσει στον τελικό ορισμό του νου: «Ο νους επίσης έχει ως αντικείμενό του τα έσχατα και προς τις δύο κατευθύνσεις· γιατί τις ανώτατες έννοιες και τα κατώτατα επιμέρους έχει ως αντικείμενό του ο νους και όχι η συλλογιστική σκέψη: ένας είναι ο νους που, λειτουργώντας κατά τους κανόνες των επιστημονικών αποδείξεων, έχει ως αντικείμενό του τις αμετάβλητες και ανώτατες έννοιες, και άλλος ένας είναι αυτός που, λειτουργώντας στο χώρο των πρακτικών συλλογισμών, συλλαμβάνει το έσχατο επιμέρους, αυτό που υπόκειται σε μεταβολή και την ελάσσονα προκείμενη πρόταση» (1143a 11, 39-40 και 1143b 11, 1-4).
 
Ο νους διαφοροποιείται από τη συλλογιστική σκέψη, αφού εκείνη είναι το δικό του παράγωγο. Κι ο νους είναι το ανθρώπινο εργαλείο που θα διευθετήσει τόσο τα επιστημονικά ζητήματα (αμετάβλητα), όσο κι εκείνα της καθημερινότητας (μεταβλητά). Όμως, άλλη η εφαρμογή του νου στην πρώτη κι άλλο στη δεύτερη περίπτωση. Η δεύτερη περίπτωση αφορά τα επιμέρους και χρειάζεται φρόνηση και σύνεση και γνώμη, ενώ η πρώτη τα καθολικά ζητήματα της επιστήμης.
 
Το βέβαιο είναι ότι και οι δύο περιπτώσεις ορίζονται από την τελεολογία, αφού και στα επιμέρους και στα καθολικά υπάρχει πάντα ένα τέλος: «γιατί αυτά» (τα επιμέρους εννοείται εδώ) «είναι η αφετηρία για τη σύλληψη του τέλους· γιατί στα γενικά/καθολικά φτάνουμε ξεκινώντας από τα επιμέρους· αυτά λοιπόν τα επιμέρους πρέπει να γίνονται αντιληπτά: αυτή η αντίληψη είναι ο νους» (1143b 11, 4-6).
 
Παρακολουθούμε το ξετύλιγμα της επιστημονικής μεθοδολογίας που ακολουθεί ο Αριστοτέλης βασιζόμενος στις αισθήσεις. Παρακολουθώντας επιμέρους χαρακτηριστικά προχωρά σε συλλογισμούς που οδηγούν σε καθολικά συμπεράσματα. Από τον τρόπο που λειτουργεί η πέτρα και η φωτιά (η πέτρα πηγαίνει πάντα προς τα κάτω και η φωτιά προς τα πάνω) θα συμπεράνει ότι τα χαρακτηριστικά της φύσης είναι αμετάβλητα για να καταλήξει ότι η ηθική αρετή δεν είναι από τη φύση γιατί επιδέχεται μεταβολές.
 
Πρόκειται για τον ορισμό της επαγωγικής συλλογιστικής πορείας που ξεκινά από κάτι το μερικό (επιμέρους) για να φτάσει στο γενικό/καθολικό. Ο νους είναι το ανθρώπινο εργαλείο που θα συνδυάσει τους συλλογισμούς. Η ορθότητά τους θα επισφραγιστεί από τη θεμελίωση της απόδειξης, από το κατά πόσο δηλαδή συνδέονται λογικά οι προκείμενες και το συμπέρασμα.
 
Όμως, ο νους θα καθορίσει και το μέτρο της ανθρώπινης συμπεριφοράς, που είναι κάτι διαφορετικό από την επιστημονική σκέψη. Προϋποθέτει τη σύνεση, τη φρόνηση, τη γνώμη και καθορίζεται διαρκώς από τις επιμέρους περιπτώσεις που θα συναντήσει κανείς. Το τέλος στην περίπτωση αυτή είναι διαφορετικό από το τέλος των επιστημονικών αναζητήσεων. Γιατί οι επιστημονικές αναζητήσεις μπορεί να ξεκινούν από το επιμέρους, αλλά φιλοδοξούν να φτάσουν σε αμετάβλητα καθολικά συμπεράσματα, ενώ η ανθρώπινη συμπεριφορά είναι αδύνατο να πλαισιωθεί από γενικούς ακατάρριπτους καθολικούς νόμους.
 
Όσο κι αν κάνει κανείς γενικεύσεις βασισμένος στην εμπειρία, δεν μπορεί να προβλέψει με τρόπο αλάνθαστο τα ανθρώπινα. Σε τελική ανάλυση, ο νους που καθορίζει τη διαμόρφωση της συμπεριφοράς ξεκινά από τα επιμέρους και παραμένει σ’ αυτά. Αυτό που προστίθεται είναι η εμπειρία που θα εγγυηθεί την καλύτερη δυνατή διαχείριση των μελλοντικών επιμέρους προκλήσεων που θα προκύψουν με την καλή γνώση των άλλων ανθρώπων και την ορθή εκτίμηση των καταστάσεων σε σχέση με όλους τους παράγοντες που τις διαμορφώνουν.
 
Σε τελική ανάλυση, κάθε περίπτωση κρίνεται πάντα ως κάτι επιμέρους, αφού είναι αδύνατο να τεθούν αμετάκλητοι κανόνες που να προβλέπουν με ακρίβεια όλες τις ανθρώπινες συμπεριφορές. Γι’ αυτό η συμπεριφορά μπορεί να αλλάζει, όταν κάποιος σχετίζεται με διαφορετικούς ανθρώπους, ακόμα και σε όμοιες περιστάσεις. Γιατί αλλιώς πρέπει να φερθεί στον ένα κι αλλιώς στον άλλο άνθρωπο. Κι αυτή η εκτίμηση της σωστής (αλλά διαφορετικής) συμπεριφοράς που θα προσαρμόζεται ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του ανθρώπου στον οποίο απευθύνεται είναι ο ρόλος του νου που βασίζεται στην εμπειρία.
 
Αριστοτέλης: Ηθικά Νικομάχεια