Πέμπτη 14 Απριλίου 2016

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΟΡΩΜΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ, ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ, ΚΛΕΑΝΘΗΣ - Ὕμνος εἰς Δία

Ύμνος στον Δία

Ο Κλεάνθης από την Άσσο (κοντά στην Τροία) υπήρξε μαθητής του ιδρυτή της Στοάς Ζήνωνα από το Κίτιο, τον οποίο και διαδέχτηκε στην ηγεσία της φιλοσοφικής αυτής σχολής της Αθήνας. Ο Ὕμνος εἰς Δία είναι το μόνο πλήρως σωζόμενο ποιητικό του έργο και φαίνεται ότι κοσμούσε ένα από τα πεζά φιλοσοφικά του έργα. Ακολουθεί τη βασική δομή του ύμνου (επίκληση, ἀρεταὶ του θεού, δέηση, αποχαιρετισμός), ωστόσο πολλά παραδοσιακά στοιχεία του μύθου προσαρμόζονται στις στωικές θεολογικές απόψεις (η σημασία που αποδίδεται π.χ. στον κεραυνό σχετίζεται με τη στωική αντίληψη για τη δημιουργική δύναμη του καθαρού πυρός, ενώ η προσφώνηση "πολυώνυμε" δεν αναφέρεται, ως συνήθως, στα πολλά θεωνύμια, αλλά στη στωική αντίληψη για τον θεό ως λόγο [= λογική αρχή που διέπει τα πάντα], νόμο,ειμαρμένη [= άφευκτη αναγκαιότητα], πρόνοια). Ο Ὕμνος βρίθει επίσης από αναφορές στον Ηράκλειτο, του οποίου οι αντιλήψεις για τον κόσμο (ιδιαίτερα η σημασία της φωτιάς) ενίσχυαν κατά τον Κλεάνθη τις απόψεις του Ζήνωνα. Παρ᾽ όλο που η παραδοσιακή εικόνα του Δία αποκτά στωικά χαρακτηριστικά, ο Ύμνος φανερώνει βαθιά και γνήσια θρησκευτική ευλάβεια.

Ὕμνος εἰς Δία

κύδιστ᾽ ἀθανάτων, πολυώνυμε παγκρατὲς αἰεί,
Ζεῦ, φύσεως ἀρχηγέ, νόμου μετὰ πάντα κυβερνῶν,
χαῖρε· σὲ γὰρ καὶ πᾶσι θέμις θνητοῖσι προσαυδᾶν.
ἐκ σοῦ γὰρ γενόμεσθα, θεοῦ μίμημα λαχόντες
5 μοῦνοι, ὅσα ζώει τε καὶ ἕρπει θνήτ᾽ ἐπὶ γαῖαν·
τῷ σε καθυμνήσω, καὶ σὸν κράτος αἰὲν ἀείσω.
σοὶ δὴ πᾶς ὅδε κόσμος ἑλισσόμενος περὶ γαῖαν
πείθεται ᾗ κεν ἄγῃς, καὶ ἑκὼν ὑπὸ σεῖο κρατεῖται·
τοῖον ἔχεις ὑποεργὸν ἀνικήτοις ἐνὶ χερσὶν
10 ἀμφήκη πυρόεντ᾽ αἰειζώοντα κεραυνόν·
τοῦ γὰρ ὑπὸ πληγῇς φύσεως πάντ᾽ ἔργα βέβηκεν,
ᾧ σὺ κατευθύνεις κοινὸν λόγον, ὃς διὰ πάντων
φοιτᾷ μιγνύμενος μεγάλῳ μικροῖς τε φάεσσιν ***
{ὡς τόσσος γεγαὼς ὕπατος βασιλεὺς διὰ παντός.}
15 οὐδέ τι γίγνεται ἔργον ἐπὶ χθονὶ σοῦ δίχα, δαῖμον,
οὔτε κατ᾽ αἰθέριον θεῖον πόλον, οὔτ᾽ ἐνὶ πόντῳ,
πλὴν ὁπόσα ῥέζουσι κακοὶ σφετέραισιν ἀνοίαις.
ἀλλὰ σὺ καὶ τὰ περισσὰ ἐπίστασαι ἄρτια θεῖναι,
καὶ κοσμεῖν τἄκοσμα, καὶ οὐ φίλα σοὶ φίλα ἐστίν.
20 ὧδε γὰρ εἰς ἓν πάντα συνήρμοκας ἐσθλὰ κακοῖσιν,
ὥσθ᾽ ἕνα γίγνεσθαι πάντων λόγον αἰὲν ἐόντα,
ὃν φεύγοντες ἐῶσιν ὅσοι θνητῶν κακοί εἰσιν,
δύσμοροι, οἵ τ᾽ ἀγαθῶν μὲν ἀεὶ κτῆσιν ποθέοντες
οὔτ᾽ ἐσορῶσι θεοῦ κοινὸν νόμον οὔτε κλύουσιν,
25 ᾧ κεν πειθόμενοι σὺν νῷ βίον ἐσθλὸν ἔχοιεν·
αὐτοὶ δ᾽ αὖθ᾽ ὁρμῶσιν ἄνοι κακὸν ἄλλος ἐπ᾽ ἄλλο,
οἳ μὲν ὑπὲρ δόξης σπουδὴν δυσέριστον ἔχοντες,
οἳ δ᾽ ἐπὶ κερδοσύνας τετραμμένοι οὐδενὶ κόσμῳ
ἄλλοι δ᾽ εἰς ἄνεσιν καὶ σώματος ἡδέα ἔργα
30 . . .   ἐπ᾽ ἄλλοτε δ᾽ ἄλλα φέροντα,
σπεύδοντες μάλα πάμπαν ἐναντία τῶνδε γενέσθαι.
ἀλλὰ Ζεῦ πάνδωρε κελαινεφὲς ἀργικέραυνε,
ἀνθρώπους ῥύου ‹μὲν› ἀπειροσύνης ἀπὸ λυγρῆς,
ἣν σύ, πάτερ, σκέδασον ψυχῆς ἄπο, δὸς δὲ κυρῆσαι
35 γνώμης, ᾗ πίσυνος σὺ δίκης μέτα πάντα κυβερνᾷς,
ὄφρ᾽ ἂν τιμηθέντες ἀμειβώμεσθά σε τιμῇ,
ὑμνοῦντες τὰ σὰ ἔργα διηνεκές, ὡς ἐπέοικε
θνητὸν ἐόντ᾽, ἐπεὶ οὔτε βροτοῖς γέρας ἄλλο τι μεῖζον
οὔτε θεοῖς, ἢ κοινὸν ἀεὶ νόμον ἐν δίκῃ ὑμνεῖν.

***
Πρώτε των θεών, πολυώνυμε, παντοτινή εξουσία,
αρχή της πλάσης, που όλα εσύ τα κυβερνάς με νόμο,
ω Δία, σε χαιρετώ· γιατί κάθε θνητός εσένα
είναι σωστό ναπροσφωνεί· βαστούμε απ᾽ τη γενιά σου·
απ᾽ όσα πλάσματα στη γη ζουν και σαλεύουν, μόνοι5
εμείς είμαστε ομοίωμα του σύμπαντος· για τούτο
σε υμνώ, γι᾽ αυτό θα τραγουδώ τη δύναμή σου πάντα.

Ναι, ο κόσμος όλος, ως γυρνά γύρω απ᾽ τη γη, ακλουθάει
τους ορισμούς σου, πρόθυμα στην εξουσία σου σκύβει·
αλλά κρατάς κι ένα βοηθό στ᾽ ανίκητά σου χέρια,
το κοφτερό, πάντ᾽ άγρυπνο, φλογάτο αστροπελέκι·10
πέφτει, χτυπάκαι τρέμουνε τα πάντα μες στην πλάση.
Με αυτό καθοδηγείς το νου, που τρέχει μέσα σε όλα,
που σμίγει -φως- και με μικρά και με μεγάλα φώτα
και που η πνοή του διαπερνά του κόσμου βάθη και ύψη.
Έτσι των όλων βασιλιάς ανώτατος εσύ ᾽σαι,
δίχως εσέ, ω θεέ, στη γη δε γίνεται έργο ούτ᾽ ένα15
ούτε στο πέλαγο ή ψηλά μέσα στο θείον αιθέρα,
έξω όσα κάνουν οι κακοί μες στην ανεμυαλιά τους.
Ολοκληρώνεις τα λειψά, σε τάξη βάζεις και όσα
δεν έχουνε, για σε αρεστά και τα δυσάρεστα είναι.
Γιατί όλα εσύ, καλά ή κακά, τα ᾽σμιξες έτσι σε ένα,20
ώστε ένα αιώνιο νόημα να υπάρχει για όλα·1 όσοι είναι
κακοί θνητοί, το διώχνουνε, ζητούν να το ξεφύγουν·
τρελοί, που, ενώ αγαθά ποθούνε πάντα ν᾽ αποχτήσουν,
του θεού το νόμο τον κοινό δε βλέπουν, δεν ακούνε·
που αν τον ακλούθααν, λογικά κι ευγενικά θα ζούσαν.25
Μα αυτοί, οι ανόητοι, στο κακό χιμούν, καθένας σε άλλο·
τούτοι τη δόξα κυνηγούν -μαύρο κυνήγι-, εκείνοι
χωρίς μια στάλα συστολή στα κέρδη έχουν το νου τους
κι άλλοι στην καλοπέραση, στις ηδονές της σάρκας.
Πασκίζουν ανειρήνευτα, μια δω μια κει, και φτάνουν30
σε τέρμα αντίθετο εντελώς, απ᾽ ό,τι πεθυμούσαν.

Δία των νεφών, των κεραυνών, Δία δωρητή των πάντων,
φύλαε τον κόσμο απ᾽ τη φριχτήν ανεγνωμιά· πατέρα,
σκόρπα την πέρ᾽ απ᾽ τις ψυχές, και κάμε νά ᾽βρουν όλοι
το νου, που δίκια εσύ μ᾽ αυτόν τα πάντα τιμονεύεις.35
Έτσι, τιμώντας μας, κι εσύ τιμή από μας θα λάβεις:
θα υμνούμε αιώνια τα έργα σου, σαν που οι θνητοί χρωστούνε·
προνόμιο ανώτερο απ᾽ αυτό θνητοί ή θεοί δεν έχουν:
κατά το δίκιο ν᾽ ανυμνούν το νόμο τον παγκόσμιο.
----------------
1 Το νόημα του χωρίου είναι ότι ακόμα και ό,τι φαίνεται κακό αποτελεί, θεωρημένο από γενικότερη άποψη, μέρος ενός συνολικά αγαθού σχεδίου.

ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΩΣ ΕΠΑΝΑΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ

Η ηθική, καθώς και κάθε άλλος κλάδος της φιλοσοφίας, δεν αποτελεί ένα αναλλοίωτο πεδίο αναφοράς, αλλά συνιστά ένα δυναμικό μέγεθος, υφιστάμενο κατά την πορεία των ιστορικών αιώνων τη διαφοροποίηση και την εξέλιξη, τις επιβαλλόμενες από τις τροπές των καιρών και τις μεγάλες και ενίοτε θεαματικές μεταβολές στο σώμα της παγκόσμιας κοινωνίας. Η φιλοσοφική ηθική, μπροστά στο κατώφλι του εικοστού πρώτου αιώνος και της νέας χιλιετίας, διατυπώνει τα ερωτήματα κι αναπτύσσει την προβληματική της πάνω σε διαχρονικές τάξεως ζητήματα, που αφορούν στη στάση και στη συμπεριφορά ατόμων κι ομάδων έναντι του εαυτού τους και της αντικειμενικής πραγματικότητας, καθώς και πάνω σε καίριας σημασίας νέα μορφώματα στον χώρο της πολιτικής κοινωνίας.

Σήμερα η ηθική δεν είναι μεταφυσική, όπως ήταν κατά την περίοδο των μεγάλων φιλοσοφικών συστημάτων της ελληνικής αρχαιότητος. Ωστόσο, είναι θεμιτό και πρέπον να γίνεται λόγος για μια μεταφυσική των αξιών της, οι οποίες, μετά από τις κοσμογονικές μεταβολές της σύγχρονης πολιτικής κοινωνίας, καλύπτουν ένα ευρύ ηθικό τοπίο, με υποχρεωμένη τη φιλοσοφική συνείδηση να κατευθύνει την προσοχή της σε θέματα που καταλαμβάνουν το επίκεντρο της τρέχουσας πολιτισμικής επικαιρότητος, όπως είναι οι φυλετικές διακρίσεις, ο ρατσισμός σ' όλες του τις εκφάνσεις, η σεξουαλική απελευθέρωση, η ευθανασία, η τεχνητή γονιμοποίηση, η σχέση του ανθρώπου προς το φυσικό περιβάλλον, κ.λ.π. Η ηθική δεν έχει μόνον παρελθόν, αλλά και παρόν και μέλλον, δεδομένου ότι το θεμελιακό της ερώτημα: «τι πρέπει να πράξω;» έρχεται κι επανέρχεται κάθε φορά ανανεωμένο, με μιαν διάθεση ανοικτότητος στη διερεύνηση των πραγμάτων, υπονομεύοντας κι αυτήν ακόμη την θεμελιακή ατομική του υπόσταση. Πολλές ανήσυχες συνειδήσεις υποστήριξαν διαφορετικές αντιλήψεις όχι τόσο ως προς τη σκοπιμότητα της υπάρξεως θεωρητικής ηθικής καθεαυτήν, όσο ως προς την αποτελεσματικότητα της εφαρμογής της στην ανθρώπινη δραστηριότητα, κατά την περίοδο της κυριαρχίας του homo econmicus και της εμφανούς θεαματικής τεχνολογικής αναπτύξεως. Το παρόν και το μέλλον της ηθικής φιλοσοφίας διαγράφονται με αφετηριακήν αρχή τα καίριας σημασίας προβλήματα, τα προκύπτοντα από τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας της σύγχρονης κοινωνίας: την αποπροσωποποίηση, την αναγωγή της καθημερινής πράξεως και συμπεριφοράς στο άτεγκτο αίτημα και τους κανόνες μιας μηχανιστικής νοοτροπίας και την στήριξη, παντί σθένει, ενός ορθολογικού τρόπου γραφειοκρατικής συγκρότησης της εργασιακής, της παραγωγικής και επιχειρηματικής δραστηριότητος, καταδικαστικής των ηθικών συναισθημάτων, τα οποία εξοστρακίζονται χάριν της αυστηρής, ιεραρχικής διεκπεραιώσεως ρόλων, μ' απώτερο σκοπό την επιτυχία. Το αγαθό και το κακό δεν έχουν νόημα, όχι υπό την έποψη της αναποτελεσματικής καταλήξεως στη διερώτηση περί της ουσίας τους ή από τη σκοπιά της αδυναμίας του καθορισμού των μεταξύ τους ορίων, αλλά υπό την έννοια ότι στο ανωτέρω αντιθετικό ζεύγος επιδεικνύεται ηθική αδιαφορία, δεδομένου ότι στις πλείστες των περιπτώσεων υποκαθίσταται από της λογικής τάξεως κατηγορίες του ορθού - λανθασμένου.1

Η γλώσσα της ηθικής δεν έχει αντικειμενική υπόσταση, αλλά λαμβάνει εκάστοτε τον χαρακτήρα αυτού ο οποίος την ομιλεί. Έτσι, κατά καιρούς προέκυψαν ηθικές με μεταφυσικό, αγαθοκρατικό, ωφελιμοκρατικό, βουληστοκρατικό, ηδονοκρατικό κλπ περιεχόμενο. Η ηθική του παρόντος, με προοπτική μέλλοντος δεν μπορεί να είναι δογματικής τάξεως. Θα υποστηριχθεί, εν συνέχεια, με βάση τη σύγχρονη παγκόσμια ηθικοκοινωνική κρίση, ότι η ανθρωπότης μπορεί να ορθοτομήσει την πορεία της, προσβλέποντας στα πλατωνικά ηθικά πρότυπα, τα οποία, επανεπροσδιοριζόμενα, θα προσλάβουν τη λάμψη εκείνη που θα επιτρέψουν στην παγκόσμια κοινότητα να αμβλύνει και να ξεπεράσει τα αδιέξοδά της, ενώ στην ηθική θ' αναγνωρίσουν το δικαίωμα να επανακάμψει στο χώρο απ' όπου έχει εξοριστεί. Η ηθική ούτε ως καντιανή δεοντολογία ούτε ως οποιαδήποτε έκφανση του πραγματισμού μπόρεσε να επιβιώσει. Η ανθρωπότης έχει ανάγκη από μια επιστροφή που θα' ναι και πρόοδος. Θα ήταν δυνατόν να επικεντρώσει κανείς την προσοχή του στην αριστοτελική ηθική και κυρίως στη διδασκαλία των Ηθικών Νικομαχειών. Η κίνηση αυτή θα ήταν, ενδεχομένως, ενισχυτική της καθολικής επιθυμίας για μια λύση ή θα ήταν μια σοβαρή απόπειρα αντιμετώπισης του σύγχρονου ηθικού προβλήματος, για να μην πω του αδιεξόδου. Ωστόσο, η ανθρωπότης χρειάζεται έναν πιο μεγαλοφάνταστο και συνθετότερο χειρισμό των σύγχρονων προβλημάτων των οποίων η αντιμετώπιση θα πρέπει ν' αρχίσει ταυτοχρόνως απ' έξω κι από μέσα καλύπτοντας πολυδύναμα το σύνολό τους κι όχι να επιχειρεί σχεδιασμούς μ' αντικείμενο αναφοράς το συγκεκριμένο. Προς τούτο προσφέρεται η πλατωνική γνωσιολογία, η οποία έχει τόσο ηθικό όσο κι αισθητικό χαρακτήρα. Μια αναθεώρηση της πλατωνικής ηθικής, με βάση την πολυαίωνη φιλοσοφική εμπειρία, πιθανόν να αυγάσει με νέο φως την εν γένει στάση και τις αξίες μας.

Η ηθική συμπεριφορά του ανθρώπου, κατά Πλάτωνα, καταξιώνεται στο επίπεδο της πόλεως, πλην όμως διαμορφώνεται δια της παιδείας και της ανατροφής εντός της ανθρωπίνης εσωτερικότητος, έχοντας ως διακριτικά χαρακτηριστικά το εύρυθμον και το ευάρμονστον2. Τούτο δεν αφορά στην εσωτερίκευση μιας τεχνικής τυπικής γνώσεως αφορώσας στην καλλιτεχνική δημιουργία, αλλά στην ομολογία της ψυχής του πολίτη προς την ψυχή της πολιτείας, η οποία συνιστά την προέκταση εκείνης, μέσα σε μία διαδικασία αλληλοτροφοδότησης. Η ισορροπία της ψυχής κατά την πυθαγορική και την πλατωνική της εκδοχή, ερειδόμενη στη βίωση του μετρίου, του πρέποντος, του καιρού και του δέοντος του πλατωνικού Πολιτικού3 διαμορφώνει άραγε τις προϋποθέσεις για μια ηθική πορεία της ανθρωπότητος, τώρα και στο μέλλον; Η αγάπη προς τη συμμετρία και τη χάρη οδηγούσε άλλοτε προς το ον καθεαυτό, και δεν γέμιζε τη συνείδηση μόνο μ' οντολογική αλλά και με ηθική πλησμονή. Αλλοτε η αισθητική και η τέχνη έρχονταν συνεπίκουροι της ηθικής. Σήμερα μεταξύ των εν λόγω μεγεθών παρατηρείται αντιπαράθεση, εξικνούμενη συχνά μέχρι της ρήξεως. Αλλοτε η δικαιοσύνη, καθώς και οι λοιπές αρετές κι αξίες συμπλήρωναν την ουσία τους με την ιδέα του αγαθού, καθιστάμενες χρήσιμες κι ωφέλιμες για τις συνειδήσεις4, οι οποίες, διαθέτοντας την ικανότητα να θέωνται την αιωνιότητα του χρόνου και το σύνολο της ουσίας5, δεν απέδιδαν αφενός σημασίαν τόσο μεγάλη στη βιοτική μέριμνα ούτε διαφωνούσαν στον βαθμό συγκρούσεως ως προς τη λογική ή τη διαισθητική αντίληψη για το τί πρέπει να πράξουν ή πώς πρέπει να διανοούνται και να ενεργούν μ' έναν συγκεκριμένο τρόπο. Η αναφής ουσία της ψυχής γινόταν θεατή από τον ηνίοχο της ψυχής, τον νουν, οπόταν πέριξ αυτής έδρευε η τέλεια επιστήμη, η περιέχουσα την αλήθεια ολόκληρη6: τη δικαιοσύνη, τη σωφροσύνη και την επιστήμη καθεαυτάς. Τα φτερά της ψυχής τρέφονταν άνωθεν7, ενώ στην αντίθετη περίπτωση αποδυναμώνονταν «συντυχία λήθης»8. Το αυτό παρετηρείτο και στην αριστοτελική ηθική διανόηση όπου η ενέργεια του νου ή του θειωτάτου εντός της ανθρώπινης εσωτερικότητος παρείχε την τέλειαν ευδαιμονίαν9.

Το παρόν και το μέλλον της ηθικής πως μπορεί να χαραχθεί πάνω σε πλατωνικά πρότυπα; Η σύγχρονη ηθική είναι ουσιαστικά προβληματική, δεδομένου ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά, προσωπική και κοινωνική, διαμορφώνεται πάνω στην αποτελεσματικότητα της επιτυχίας, ενώ δεν υπάρχει ηθική πρόταση που να μην υπόκειται στον σκεπτικισμό και την αμφισβήτηση. Η φιλοσοφική ηθική ή η ηθική φιλοσοφία θέτει ερωτήματα περί των αξιών, προχωρώντας στην ανάλυση και την ανάπτυξη του περιεχομένου τους. Η διαδικασία αυτή παραπέμπει τελικώς στη διερώτηση του τί είναι ο άνθρωπος, ποιο είναι το νόημα των ενεργημάτων του, της ίδιας της ζωής του και, κατ' εξοχήν του ίδιου του θανάτου του. Στις αθλοπαιδιές αλλάζουν συχνά οι κανόνες, προκειμένου ένα συγκεκριμένο άθλημα να καταστεί πιο συναρπαστικό για τους φιλάθλους. Στην πολιτική κοινωνία αλλάζουν ή συμπληρώνονται οι νομικές διατάξεις, επειδή, εξελισσόμενη μετασχηματίζεται η κοινωνία, στης οποίας τη λειτουργία οι κανονιστικές διατάξεις αναφέρονται10. Το αυτό δεν μπορεί να συμβεί στην ηθική, η οποία δεν αναπαράγει ή δεν εξεικονίζει αυτό που πράγματι συντελείται σ' έναν κοινωνικό χώρο, αλλά μάλλον αποβλέπει στην αναγωγή της συμπεριφοράς, ατομικής και συλλογικής, στο επίπεδο ενός δέοντος το οποίο καθιστά την κοινωνία πιο λειτουργική και πιο ευτυχή στην επίτευξη των στόχων της που είναι η ευημερία και η ευδαιμονία των πολιτών της. Η σύγχρονη ηθική δεν είναι στρατευμένη στην υπηρεσία της αλήθειας - η οποία έτσι κι αλλιώς δεν πιστεύεται ότι υπάρχει - αλλά συναρτημένη ή μάλλον εξαρτημένη από κάποιες δυνάμεις κι εξουσίες, ακολουθεί τα βήματά τους, πέφτοντας στο τέλος εξαντλημένη από τη προφανή αδυναμία της ν' αναπτερώσει τις ελπίδες της ανθρωπότητος για ένα λαμπρότερο μέλλον.

Ποια μορφή θα πάρει άραγε η ηθική του μέλλοντος; Πώς το μέλλον της ηθικής μπορεί να διαμορφωθεί, συν τοις άλλοις, στη βάση ενός επαναπροσδιορισμού του πλατωνικού παρελθόντος της; Αν η σύγχρονη ηθική είναι προβληματική κι αν το κοινωνικό άτομο, πέρα από υπευποκειμενικές και δογματικές αρχές, είναι υπεύθυνο για τις επιλογές και τον καθορισμό των αξιολογικών του κριτηρίων, η πλατωνική διανόηση, τόσο με το δογματικό όσο και με το κριτικό της πνεύμα, έχει τη δύναμη να ενοφθαλμίσει την ηθική συμπεριφορά του σύγχρονου ανθρώπου και να συμβάλει στην έξοδό της από την αβεβαιότητα και τον φόβο. Οι πλατωνικές ηθικές αρχές τις οποίες λαμβάνοντας υπόψη της κάθε σύγχρονη ηθική εμπλουτίζει κι ολοκληρώνει το περιεχόμενό της μπορούν να είναι: α) η απόβλεψη σ' έναν μεγάλο σκοπό· β) η φιλοσοφία ως μελέτη θανάτου· γ) η ισορροπία της ψυχής δια της δικαιοσύνης και δ) η αναζήτηση ενός μέτρου μεταξύ του πλούτου και της πενίας, προστατευτικού του χαρακτήρα των πολιτών, καθώς και των έργων της τέχνης και της ζωή.

Ο μεγάλος σκοπός στην πλατωνική γνωστολογία συνίσταται στην αναγωγή της ψυχής στον κόσμο των ιδεών και στην κορυφαίαν τούτων, το αγαθό. Η συνείδηση του παρόντος, με την αυτοπεποίθηση της λογικής της ικανότητος, υποστηρίζει ότι είναι μάταιο να πιστεύει ότι σ' ένα υπερουράνιο χώρο διάγουν εν μακαριότητι υποστασιοποιημένες οι ιδέες-αξίες της πλατωνικής μεταφυσικής. Ωστόσο, μ' αφορμή τη μεγαλόπνοη αυτή πλατωνική διδασκαλία, η σύγχρονη συνείδηση μπορεί να κατανοήσει την αναγωγική εν λόγων πορεία ως κατάδυση της ψυχής στο βάθος της εσωτερικότητός της, ώστε, δια της συμβολής των πολιτικών, ηθικών και διανοητικών αρετών, να επιτύχει την κάθαρση και την εξύψωσή της στο επίπεδο της αυθεντικότητος. Στην τάξη αυτή των ιδεών, η κατάδυση γίνεται άνοδος και η άνοδος κατάδυση. Αν με όρους του πλατωνικού Τιμαίου η ψυχή είναι διφυής, συνισταμένη από το ταυτόν και το έτερον, το είναι και το γίγνεσθαι, η σύγχρονη ψυχή αρέσκεται στην περιπλάνησή της στα πεδία του ετέρου, όπου καρπούται την ικανοποίηση από την χρήση των τέλειων μηχανικών και τεχνικών μέσων, καθώς και την παρακόλουθη οικονική επιτυχία, δεχόμενη ταυτοχρόνως τις συνέπειες των τιθέμενων συγκεχυμένων και ουτιδανών στόχων της. Εκείνο που επιβάλλεται να πράξει, υπό τις περιστάσεις, είναι η ενεργοποίηση του ενύπαρκτου μέσα της θείου στοιχείου που θα την καταστήσει πρωτίστως ενήμερη της πενίας της, για να γίνει, εν συνέχεια, ζητητική του πλούτου της. Το εγχείρημα δεν είναι διόλου εύκολο, επειδή οι δεσμεύσεις των δυνάμεων της αγοράς είναι ασφυκτικές, υποχρεώνοντας τη συνείδηση ν' ακολουθήσει πιστά τις προδιαγραφές του τυφλού πεπρωμένου της. Η μόνη διέξοδος η απομένουσα για τον άνθρωπο είναι η μεσολαβητική παρεμβολή του πλατωνικού θείου έρωτος, ο οποίος διαθέτει τη δύναμη να επιστρέψει στην ψυχή τα χαμένα φτερά της, για το τίναγμα προς τα άνω. Ο Πλάτων διδάσκει ότι το τέλος της διαλεκτικής αυτής πορείας, σηματοδοτείται από την παρουσία της ιδέας του Αγαθού. Ωστόσο η κορυφαία των ιδεών και αξιών είναι δυνατόν να υποκατασταθεί με κάθε άλλον αντιστοίχου κύρους σκοπόν, αρκεί η θέση του ως προτεραιότης των συνειδησιακών επιδιώξεων να δικαιώνει τον αγώνα του ανθρώπου για αυτοπραγμάτωση και δικαίωση, μέσα στο γενικό κλίμα ευημερίας της πολιτικής κοινωνίας. Το πλατωνικό ήθος της ψυχής συμβάλλει ώστε ο σύγχρονος άνθρωπος αν συγκροτήσει το δικό του, υπό την προϋπόθεση ότι είναι φιλοθεάμων της αλήθειας. Το μέγιστον μάθημα, η γυμνασία για τη μέθεξη της ιδέας του αγαθού ας λάβει όποιο περιεχόμενο η σύγχρονη συνείδηση επιθυμεί να του προσδώσει· αρκεί να είναι μάθημα περί του μεγίστου και να μην προδίδει την πλατωνική έννοια της αλήθειας, κινώντας την ζωή μεταξύ του ασήμαντου και του επουσιώδους.

Η επόμενη πτυχή της πλατωνικής διδασκαλίας που ενισχύει τις προσπάθειες για την αναζήτηση μιας νέας ηθικής, ανοικτής ή κλειστής δεν έχει σημασία, δεδομένου ότι δεν αίρεται το προβληματικό της φύσεώς της, είναι η πλατωνική έννοιας της φιλοσοφίας ως μελέτη θανάτου. Είναι αναγκαίο ή μάλλον απαραίτητο, όπως επισημαίνει νεοέλλην διανοητής, να επανατεθεί ο θάνατος στην ζωή και η ζωή στον θάνατο, ώστε να προσλάβει η ηθική τον κοσμικό της ρυθμό11. Η έννοια του θανάτου, κατά την πλατωνική εκδοχή της, δεν περιέχει μοναχά το βιολογικό τέλος της ζωής ούτε είναι περιληπτική της βίαιης λύσεως της αρμονικής συνύπαρξης ψυχής και σώματος. Έρως και θάνατος κατά την πλατωνική διδασκαλία, ως αδιάκριτο ζεύγμα, αποτελούν τις δυνάμεις δια των οποίων η συνείδηση εφορά όλο το φάσμα της ζωής, υπακούοντας στην κλήση να νεκρώσει μέσα της όλα εκείνα τα ενάντια, πάθη, μίση, φθόνους, κακίες, τα αποτρεπτικά της αναγωγής στην κορυφή του εαυτού της. Κατ' αυτό τον τρόπο, ο θάνατος κατεργάζεται την αρετή, αλλά και την επιστήμη στο πλατωνικό της νόημα, δυνάμεις, οι οποίες συνυπάρχουσες και στρατευμένες καθαρά στην υπηρεσία της ποιοτικής βελτιώσεως του ανθρώπου, καθίστανται η γέφυρα μεταγωγής της ψυχής από του γίγνεσθαι προς το ον και την ιδέα. Η ζωή στην άκρα απόλαυσή της δεν έδωσε στον άνθρωπο των ημερών μας τη προσδοκώμενη ευδαίμονα διάθεση. Ως εκ τούτου, προκειμένου να καταπολεμηθεί ως δύναμη, απαιτείται να στραφεί κατεναντίον της το δέος της αντίθετης δυνάμεως, η οποία είναι ο θάνατος ως ομολογία προς τη φιλοσοφία. Από αυτή την άποψη, η μέριμνα για τον θάνατο συνιστά μέριμνα για την ίδια τη ζωή12, με την έννοια ότι η ανθρωπότης φερόμενη πιο συνετά, και στοχαζόμενη πάνω στο φαινόμενο του θανάτου, θα προσκτηθεί την ικανότητα απαλλαγής από τη λοιμική του καταναλωτισμού και του στείρου εγωκεντρισμού, χάριν μιας πιο αυθεντικής ζωής, με λιγότερους φόβους και διαψεύσεις και με περισσότερες ελπίδες.

Η σύγχρονη πολιτική κοινωνία προσδιορίζεται ως πολυφωνική, ενώ η ιδιότης αυτή φαίνεται να προδιαγράφει και το προσεχές της μέλλον. Η θρυλούμενη παγκοσμιοποίηση μπορεί να καταστεί θεμιτό όραμα της ανθρωπότητος υπό τον όρον ότι θα ενθαρρύνει την αλληλεπίδραση των διαφορετικοτήτων, με την παράλληλη ενίσχυση της ατομικής ταυτότητος των εθνικών πολιτισμών. Το ευκταίο θα είναι, άνθρωποι, ανομοιογενών πολιτισμικών, θρησκευτικών και ηθικών καταβολών, να συναντώνται και να συναινούν σε θέματα, όπως είναι η ελευθερία της σκέψης, η ισότητα στην παροχή ευκαιριών, η κατοχύρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η δίκαιη κατανομή των πολιτιστιμικών αγαθών και η εμπέδωση της έννομης τάξεως13. Πέρα από την τήρηση των θεσμικών κανόνων και των νομοτεχνικών διαδικασιών, εκείνο που συνεπιβάλλεται είναι η αλλαγή της νοοτροπίας και της ιδιοσυγκρασίας του ανθρώπου, πράγμα που κατά βάση συντελείται μέσω της παιδείας, η οποία θα πρέπει να μνησθεί και πάλι του ανθρωποκεντρικού χαρακτήρα της. Προς την κατεύθυνση αυτήν η πλατωνική ψυχολογία έχει να διαδραματίσει έναν σημαντικό ρόλο. Για να επιτευχθεί ένα οποιοδήποτε είδος εξωτερικής αρμονίας και ν' αποφευχθεί η μετατροπή της πολυφωνίας σε κακοφωνία, είναι αναγκαίο να συνυπάρξουν αρμονία και ισορροπία εντός της ανθρωπίνης εσωτερικότητος. Η ιδανική κοινότης είναι εκείνη της οποίας τα μέλη πραγματώνουν στο μέγιστο τις δυνατότητές τους εν αγαστή συμπνοία προς τους συμπολίτες τους και προς την κοινωνίαν καθόλου. Μια τέτοια στάση είναι εγγύτατα προς την πλατωνική διδασκαλία η οποία υποστηρίζει την πραγμάτωση ενός θείου σχεδίου για την ανθρωπότητα και για κάθε πρόσωπο ξεχωριστά, του οποίου η ψυχική πραγματικότης τελεί σε κατάσταση ισορροπίας με την εναρμόνιση των μορίων της ψυχής δια της δικαιοσύνης, της συνισταμένης των αρετών της σοφίας, της ανδρείας και της σωφροσύνης, των αντιστοιχούντων προς το λογιστικό, το θυμοειδές και το επιθυμητό μέρος της ψυχής14. Με τα δεδομένα αυτά, ο μικρόκοσμος της ατομικής ψυχής ευρίσκεται σε σχέση ομολογίας προς την πολιτική και κατ' επέκταση προς την κοσμική πραγματικότητα.

Οι εν λόγω πλατωνικές αξιωματικές ηθικές αρχές υποβάλλουν, με δεδομένη την ψυχική αυτήν ισορροπία και αυτοκατοχύρωση, την ανάγκη της βιώσεως ενός μέτρου μεταξύ του πολλού πλούτου και της ταπεινωτικής πενίας, προκειμένου η συνείδηση, αφενός να μην διατρέχει τον κίνδυνο να περιπέσει στην τρυφή και την αργία κι αφετέρου ν' αποτραπεί το ενδεχόμενο να υπόκειται στην ανοικτή δυνατότητα της ανελευθερίας και της κακοεργίας. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο άνθρωπος, «ευσχήμων εν πάσι» διαμορφώνει έναν χαρακτήρα ευεπίφορον προς το βέλτιστο, έτσι ώστε δια της ευνομίας, εξωτερικής κι εσωτερικής, να καθίσταται ικανός να σέβεται εαυτόν και τους συνανθρώπους του15, γεγονός που αποτελεί την πεμπτουσία κάθε ηθικού ευαγγελίου, παλαιού και σύγχρονου. Η ηθική του παρόντος, κατά την διδασκαλία του I. Levinas, απηχώντας το πλατωνικό παρελθόν της, καταθέτει ως κύρια και καίριας σημασίας ηθική στάση, σε μίαν κοινωνία αμοιβαιότητος κι αλληλεγγύης, το να υπάρχει κανείς για τον Αλλο, συνειδητοποιώντας την ευθύνη του γι' αυτόν, χωρίς την αναμονή της ανταποδόσεως.

Η ανθρωπότης πορεύεται προς το μέλλον και τα πεπρωμένα της, έχοντας στη διάθεσή της μιαν πλησμονή πλούτου και γνώσεων. Ο παλμός της ζωής και η ένταση της υπάρξεως αναπαράγουν λάμψεις φωτός και φθόγγους ευφροσύνου λόγου από την πλατωνική μήτρα της καταβολής τους, προκειμένου ν' αρχιτεκτονηθεί ένα σχήμα ηθικού βίου, ανταποκρίσιμου στη φύση και στα οράματα του σύγχρονου ανθρώπου. Έτσι, είναι μάλλον βέβαιο ότι θα καταστεί η γη το ευάρεστο κατάλυμα του ανθρώπου.
 ------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 I. Z. Bauman, Και πάλι μόνοι: η ηθική μετά τη βεβαιότητα, ελλ. μετ. Ρίκας Μπενβενιστέ - Κ. Χατζηκυριάκου, Αθήνα, Έρασμος (1994) 1998, σ. 23.
2 Πλατωνοσ, Πολ., Γ 413 e 2-5.
3 Του αυτου, Πολιτ., 284 e 5-8.
4 Πλατωνοσ, Πολ., ΣΤ' 505a 2-4.
5 Πβ αυτόθι, 486 a 8-9.
6 Του αυτου, Φαίδρ., 247 c 3-8.
7 Αυτόθι, 248 c 1-2.
8 Αυτόθι, 248 c 6-7.
9 Πβ. Αριστ., Ηθ. Νικομ., Κ7, 1177 a 12-18. Πβ Α. ΜΑΝΟΥ, Η ευδαιμονία ως θεωρία κατά τον Αριστοτέλη, Φιλοσοφία των αξιών. Πλατωνική και μεταπλατωνική διανόηση, Αθήνα, 1996,
σ. 68
10 P. Edwards, The Future of Ethics, The Future of Philosophy towards the 21st Century (OI. Leaman ed.,) London - N.Y. 1998, σ. 44. Πβ Θ. Πελεγρινη, Η θεμελίωση του ηθικού βίου, Αθήνα, Καρδαμίτσας, 1986, σ 92-94.
11 Πβ Κ. Αξελου, Για μια προβληματική ηθική, β' εκδ., ελλ. μετ. Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Αθήνα, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, (1974) 1992, σ. 62.
12 Πβ. FR. Dastur, Ο θάνατος. Δοκίμιο για το πεπερασμένο, ελλ. μετ. Βίκυ Σιδηροπούλου,
Αθήνα, Scripta. 1999, σ. 30.
13 Πβ. Z. Bauman, Και πάλι μόνοι: η ηθική μετά τη βεβαιότητα, σ. 56-57.
14 Για την έννοια της δικαιοσύνης παρά Πλάτωνι, Πβ R.C. Ledge, Plato's Theory of Ehtics, London Kegan Paul & Co., N.Y., Harcourt & Co., 1928, σ. 415-424
15 Πλατ., Πολ., 412b7-c6
 
 

Ο Αριστοτέλης και οι προϋποθέσεις της ιδανικής πόλης (έκταση, μέγεθος, θαλάσσια πρόσβαση)

Το άριστο πολίτευμα, ως προϋπόθεση της ιδανικής πόλης, είναι αδύνατο να επιτευχθεί, αν δε ληφθούν υπόψη οι θεμελιώδεις παράμετροι, δηλαδή τα μέσα που απαιτούνται για την εκπλήρωση των αναγκών του: «… δεν είναι δυνατόν να υπάρξει άριστο πολίτευμα χωρίς τα ανάλογα προς τις ανάγκες του μέσα». (1325b 37 – 38).

Και για να είναι απολύτως κατανοητός, ο Αριστοτέλης συμπληρώνει: «Γιατί, όπως όλοι οι τεχνίτες, λόγου χάρη ο υφαντής και ο ναυπηγός, χρειάζονται υλικά κατάλληλα για την εργασία τους (μάλιστα όσο καλύτερα επεξεργασμένα είναι τα υλικά, τόσο και το παραγόμενο από την τέχνη τους αποτέλεσμα είναι καλύτερο αναγκαστικά), έτσι και ο πολιτικός και ο νομοθέτης επιβάλλεται να έχουν τα απαιτούμενα υλικά σε συνθήκες κατάλληλες για το έργο τους». (1325b 40 – 1326a 1).

Ο πληθυσμός και η έκταση της πόλης είναι πολύ βασικά στοιχεία (εργαλεία – υλικά), που καθορίζουν τη λειτουργία της επηρεάζοντας σοβαρά τις δομές και την ποιότητα του πολιτεύματος: «Πρώτο στοιχείο από τα απαιτούμενα στην πολιτική είναι ο πληθυσμός των ανθρώπων, πόσοι δηλαδή και ποιας ιδιοσυγκρασίας πρέπει να είναι, το ίδιο και η έκταση της χώρας, πόση και τι είδους πρέπει να είναι αυτή». (1326a 5 – 8). Τα άλλα στοιχεία που πρέπει να διερευνηθούν είναι το μέγεθος και η πρόσβαση στη θάλασσα – γεωγραφική θέση.

Το πρώτο που ξεκαθαρίζεται είναι ότι η έννοια μεγάλη πόλη δεν είναι αριθμητικό μέγεθος, αλλά μέγεθος ισχύος. Οι πολυάνθρωπες πόλεις δε σημαίνει ότι είναι και μεγάλες πόλεις ή, ακόμη πιο ξεκάθαρα, οι μεγάλες πληθυσμιακά πόλεις δε σημαίνει ότι θα είναι κατ’ ανάγκη ακμαίες: «Γιατί κρίνουν μια πόλη μεγάλη με βάση το αριθμητικό πλήθος των κατοίκων, ενώ σωστό είναι να προσέχουν όχι το πλήθος αλλά τη δύναμη». (1326a 10 – 13).

Η πόλη, ως σύμπραξη ανθρώπων, υπάρχει για να επιτελεί ένα σκοπό, τη μέγιστη δυνατή αυτάρκεια, κι αυτό είναι και το κριτήριο βάσει του οποίου μπορεί να την αξιολογήσει κανείς. Το πολυάνθρωπο δεν αποτελεί από μόνο του εγγύηση της επίτευξης αυτού του σκοπού, αφού το κύριο συστατικό της πόλης είναι οι πολίτες που συμμετέχουν οργανικά στο πολίτευμα κι όχι το «τυχαίο πλήθος» που μπορεί να έχει συγκεντρωθεί: «Εξάλλου και στην περίπτωση που είμαστε υποχρεωμένοι να κρίνουμε λαμβάνοντας υπόψη το πλήθος, οφείλουμε να το κάνουμε όχι με κριτήριο το τυχαίο πλήθος (γιατί στην πόλη αναγκαστικά υπάρχει εξίσου μεγάλος αριθμός δούλων, μετοίκων και ξένων), αλλά με κριτήριο την τάξη των πολιτών και τα οργανικά μέρη από τα οποία συνίσταται η πόλη». (1326a 16 – 21).

Παρακολουθούμε και πάλι τις πάγιες θέσεις του Αριστοτέλη σχετικά με τους δούλους, τους οποίους θεωρεί κατώτερους από τη φύση και άξιους μόνο για δεσποτικό τρόπο μεταχείρισης, σαν να μην προσφέρουν στην αυτάρκεια της πόλης ή σαν να ζουν παρασιτικά απομυζώντας το δημόσιο πλούτο. Με όμοιο τρόπο δεν υπολογίζει και την προσφορά των μετοίκων. (Οι ξένοι, ως περιστασιακά παρευρισκόμενοι – ξένος είναι κυρίως ο φίλος από φιλοξενία – ορθώς δεν προσμετρούνται στο παραγωγικό δυναμικό της πόλης).

Το γεγονός ότι ο αριθμός των δούλων καταδεικνύει τον πλούτο και τη δύναμη μιας πόλης δε φαίνεται να τον απασχολεί: «αν όμως από την πόλη εκστρατεύουν πολλοί σε αριθμό ελαφρώς οπλισμένοι, λίγοι όμως οπλίτες βαρέως οπλισμένοι, αυτή η πόλη δεν μπορεί να είναι μεγάλη, γιατί δεν ταυτίζεται η μεγάλη πόλη με την πολυάνθρωπη». (1326a 22 – 25).

Αυτό που δε λαμβάνεται υπόψη είναι ότι – τελικά – οι άνθρωποι είναι η δύναμη της πόλης κι ότι η διαμόρφωσή τους είναι υπόθεση των θεσμών. Μια πολυάνθρωπη κοινωνία δεν μπορεί παρά να έχει και πολυάνθρωπο στρατό. Από κει και πέρα, αν δεν κατορθώσει να εξασκήσει σωστά τον απαραίτητο αριθμό εκείνων που θα φέρουν βαρύ οπλισμό, το πρόβλημα μάλλον έχει να κάνει με τη στρατιωτική εκπαίδευση παρά με τους ανθρώπους. Μια κοινωνία που απαξιώνει τους ανθρώπους στερώντας τους τη δυνατότητα να προσφέρουν με αποκλεισμούς κάθε είδους, πριν απ’ όλα ζημιώνεται η ίδια. Η παιδεία, η νομοθεσία, η αξιοκρατία, η στρατιωτική οργάνωση, όλες οι δομές που στοιχειοθετούν την πόλη, οφείλουν να δράσουν με τέτοιο τρόπο, ώστε να αξιοποιήσουν το σύνολο του ανθρώπινου δυναμικού προς όφελός της.

Το βέβαιο είναι ότι ο πληθυσμός οφείλει να είναι ανάλογος με την έκταση. Ένας υπερβολικά μεγάλος αριθμός ανθρώπων σε μια έκταση που δεν μπορεί να καλύψει ούτε τις διατροφικές του ανάγκες είναι σαφώς προβληματικός, αφού θα επιφέρει πληθυσμιακή ασφυξία, όπως θα ήταν αρνητική και η κατάφωρη δυσαναλογία των ελάχιστων ανθρώπων και της τεράστιας έκτασης, που αναγκαστικά θα έμενε αναξιοποίητη. Το πιθανότερο θα ήταν να χανόταν το μεγαλύτερο μέρος της – αν όχι όλο – από εξωτερικούς εχθρούς που δε θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν.

Ο Αριστοτέλης, ως υπέρμαχος του μέτρου, καταγγέλλει και τον υπερπληθυσμό και την ολιγανθρωπία, σαν κάτι απόλυτο κι όχι ανάλογο με τα όρια που θέτουν οι εδαφικές δυνατότητες. Για να το πούμε αλλιώς, τοποθετεί την έννοια του πληθυσμιακού, και κατ’ επέκταση και του εδαφικού, μέτρου σαν έννοιες που αποδίδονται με συγκεκριμένα σταθμά κι όχι ως σχέση ισορροπίας που πρέπει να διαμορφώνεται μεταξύ τους: «… υπάρχει μέτρο για το μέγεθος μιας πόλης, όπως ακριβώς και για το μέγεθος όλων των άλλων, δηλαδή ζώων, φυτών και οργάνων. Με άλλα λόγια, το καθένα από αυτά, όταν είναι πολύ μικρό είτε υπερβολικά μεγάλο στο μέγεθος, είτε δε θα διατηρήσει την αποτελεσματικότητά του, αλλά στη μια περίπτωση θα χάσει τη φύση του και στην άλλη θα μειονεκτήσει. Για παράδειγμα, πλοίο σε μέγεθος σπιθαμής, αποκλείεται να είναι πλοίο, το ίδιο και αν έχει μήκος δύο σταδίων, αλλά ανεξάρτητα από το μέγεθος, είτε εξαιτίας της μικρότητάς του είτε εξαιτίας του υπερβολικού μεγέθους του, θα καταστήσει επικίνδυνο το ναυτικό ταξίδι». (1326a 35 – 1326b 2).

Ο μεγάλος πληθυσμός θα προκαλέσει σοβαρά πολιτικά προβλήματα: «… η εμπειρία δείχνει ότι είναι δύσκολο, ίσως αδύνατο, να ευνομείται η υπερβολικά πολυάνθρωπη πόλη. Μάλιστα από τις πόλεις που φημίζονται για τον καλό πολιτικό τους βίο, καμία δε βλέπουμε να έχει υπεραυξημένο μέγεθος… Διότι ο νόμος είναι μια συγκεκριμένη τάξη και γι’ αυτό αναγκαστικά η ευνομία είναι ευταξία, αλλά ο υπερβολικά μεγάλος αριθμός δεν είναι δυνατόν να διέπεται από τάξη…». (1326a 25 – 28, 29 – 32).

Αναγκαστικά θα προκύψει διοικητικό αδιέξοδο: «Γιατί ποιος στρατηγός θα ηγηθεί ενός τόσο υπερβολικά μεγάλου πλήθους ή ποιος κήρυκας θα το υπηρετήσει…» (1326b 5 – 7). Εξάλλου, και η δικαστική εξουσία είναι δύσκολο να λειτουργήσει σ’ ένα αχανές πλήθος, που μοιραία θα κινείται στο απρόσωπο: «Ωστόσο αναγκαία προϋπόθεση για να ασκεί δικαστική εξουσία» (ο άρχοντας εννοείται) «αποφαινόμενος για το δίκιο και για να προβαίνει σε αξιοκρατική διανομή αξιωμάτων, είναι να γνωρίζονται οι πολίτες μεταξύ τους, ποια δηλαδή ποιοτικά γνωρίσματα έχουν, αλλιώς, όπου αυτό δε συμβαίνει, υποχρεωτικά η άσκηση της εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας υπολείπεται». (1326b 14 – 18).

Από την άλλη, μια πόλη με ελάχιστους κατοίκους είναι αδύνατο να γνωρίσει την αυτάρκεια: «Το ίδιο και η πόλη που αποτελείται από πολύ λίγους, δεν είναι αυτάρκης (η πόλη όμως ορίζεται ως κάτι το αύταρκες). (1326b 2 – 3). Όμως, η αυτάρκεια είναι ο τελικός στόχος της πόλης, πράγμα που σημαίνει ότι η μη επίτευξή της, στην ουσία την ακυρώνει: «… ο καθένας θα επαινούσε την απόλυτα αυτάρκη χώρα (οπωσδήποτε αυτή είναι η χώρα που παράγει τα πάντα, καθώς αυτάρκεια σημαίνει ότι υπάρχουν τα πάντα και δεν παρατηρείται καμία στέρηση σε τίποτε». (1326b 27 – 30).

Αυτό που αναγνωρίζεται χωρίς αμφισβήτηση είναι ότι η πόλη που έχει μεγάλο πληθυσμό θα έχει αυτάρκεια των αγαθών: «Εκείνη πάλι» (η πόλη εννοείται) «που αποτελείται από υπερβολικά πολλούς, έχει βέβαια αυτάρκεια των αναγκαίων, όπως οποιοδήποτε έθνος, αλλά όχι ως πόλη, επειδή δεν είναι εύκολο να υπάρχει πολίτευμα». (1326b 2 – 5). Η παραδοχή ότι οι υπερβολικά πολλοί θα πετυχαίνουν «βέβαια αυτάρκεια των αναγκαίων» είναι η διαβεβαίωση ότι τα πολλά εργατικά χέρια θα συμβάλουν θετικά στην παραγωγή των προϊόντων ανεβάζοντας το βιοτικό επίπεδο.

Από την άλλη, οι υπερβολικά πολλοί είναι προφανές ότι προϋποθέτουν και τη μεγάλη έκταση που θα μπορέσει να καλύψει τις ανάγκες τους. Όμως, η μεγάλη έκταση που συνοδεύεται από τον αντίστοιχα μεγάλο πληθυσμό είναι αδύνατο να υπολογιστεί μέσα στα στενά όρια της πόλης – κράτους. Αναγκαστικά πρόκειται για κάτι άλλο «όπως οποιοδήποτε έθνος» («ώσπερ έθνος» γράφει στο πρωτότυπο), «αλλά όχι ως πόλη».

Ο Αριστοτέλης αντιλαμβάνεται διαισθητικά το πέρασμα από την πόλη στο εθνικό κράτος κι αποδέχεται ότι η εξέλιξη αυτή θα είναι προς όφελος της αυτάρκειας, αλλά αδυνατεί να προσδιορίσει τις διοικητικές αλλαγές που θα μπορούσαν να εξυπηρετήσουν τη νέα κατάσταση: «δεν είναι εύκολο να υπάρχει πολίτευμα». Θα έλεγε κανείς ότι, αν ήταν εύκολο να υπάρχει πολίτευμα, τότε θα ήταν καλό να γίνει, αφού θα ήταν προς όφελος της αυτάρκειας.

Αυτός είναι και ο λόγος που δεν ξεκαθαρίζει με σαφήνεια την αναλογία ανάμεσα στον πληθυσμό και την εδαφική έκταση. Θεωρεί δεδομένο ότι μιλάμε αποκλειστικά για τα όρια μιας πόλης κράτους (είτε λίγο μεγαλύτερης είτε λίγο μικρότερης, αλλά τίποτε πέρα απ’ αυτό), αφού, αν αυτά ξεπεραστούν θα υπάρξει πολιτειακό χάος: «Είναι σαφές λοιπόν ότι αυτός είναι ο άριστος όρος της πόλεως, δηλαδή το μεγαλύτερο δυνατό πλήθος να είναι περιορισμένο με σκοπό την αυτάρκεια που απαιτεί η ζωή». (1326b 22 – 24).

Από κει και πέρα το ζήτημα της έκτασης αφορά τις ανάγκες του πληθυσμού – πάντα μέσα στη λογική της πόλης – κράτους: «Ως προς το πλήθος των κτημάτων και την έκταση να είναι τόσο μεγάλη η χώρα ώστε να είναι σε θέση οι κάτοικοι να ζουν άνετα, ελεύθερα και συνετά». (1326b 30 – 32). Η άνεση έχει να κάνει με την επάρκεια των αγαθών που θα διασφαλίζει το αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο. Η ελευθερία προκύπτει από την επάρκεια, αφού η πόλη δε θα εξαρτάται από άλλους δίνοντάς τους το δικαίωμα να επεμβαίνουν στα εσωτερικά της (ο στρατός εμπεριέχεται στην έννοια της αυτάρκειας). Όσο για τη σύνεση, σχετίζεται κυρίως με τη διαχείριση του παραγόμενου πλούτου: «Γιατί διατυπώνονται πολλές αμφισβητήσεις για το ζήτημα αυτό, που οφείλονται στους υποστηρικτές των δύο διαμετρικά αντίθετων θέσεων για τη ζωή, σε εκείνους που υπερασπίζονται το μίζερο τρόπο ζωής και στους άλλους που υπερασπίζονται την πολυτέλεια». (1326b 36 – 39).

Πέρα απ’ αυτά, η πόλη πρέπει να έχει τέτοια μορφολογία, που να ευνοεί και τις στρατιωτικές ανάγκες: «Σχετικά με τη μορφολογία της χώρας δεν είναι δύσκολο να πούμε (σε μερικά ζητήματα είναι απαραίτητο να δεχόμαστε την άποψη των έμπειρων στα στρατιωτικά) ότι πρέπει να αποτρέπει την εισβολή των εχθρών, να διευκολύνει όμως την έξοδο των κατοίκων της». (1326b 39 – 41). Κι αυτός είναι ένας ακόμη λόγος που πρέπει η χώρα να είναι μικρή: «Μάλιστα χώρα με περιορισμένη έκταση είναι εκείνη που επιτρέπει εύκολα την παροχή στρατιωτικής βοήθειας». (1327a 2 – 3).

Επιπλέον, θα ήταν ευλογία, αν η πόλη βρισκόταν κοντά σε θάλασσα: «Και η γεωγραφική θέση της πόλης, ευχής έργο θα ήταν να βρίσκεται κοντά σε θάλασσα και να συγκοινωνεί με τη στεριά. Αρχικά αυτό εξυπηρετεί τον προαναφερθέντα όρο (δηλαδή χρειάζεται να διευκολύνεται η παροχή στρατιωτικής βοήθειας από όλα τα σημεία της χώρας το ίδιο). Έπειτα είναι χρήσιμο να γίνεται εύκολα η μεταφορά των παραγόμενων καρπών, ακόμη της ξυλείας και άλλων προϊόντων που με άλλη μορφή εργασίας η χώρα παράγει». (1327a 3 – 10).

Η θαλάσσια πρόσβαση αποτελεί σαφές πλεονέκτημα για μια πόλη και στρατιωτικά και εμπορικά. Η Αθήνα γνωρίζει καλά τη δύναμη που προσδίδει η ναυσιπλοΐα. Υπάρχουν όμως απόψεις που αμφισβητούν τα θαλάσσια οφέλη επικαλούμενες την άκρατη πολυανθρωπία των λιμανιών και τις επίφοβες συνθήκες που υπάρχουν σχετικά με την τήρηση των νόμων: «Επιπλέον σοβαρά αμφισβητείται αν ωφελείται ή βλάπτεται η ευνομούμενη πόλη από την επικοινωνία της με τη θάλασσα. Υπάρχει σχετικά η άποψη ότι οι επισκέψεις στη χώρα ξένων που έχουν ανατραφεί με άλλους νόμους, επηρεάζουν αρνητικά την ευνομία, όπως επίσης ότι ο υπερπληθυσμός ο οποίος προκύπτει από το πλήθος των εμπόρων που έρχεται και φεύγει με την ευχέρεια που δίνει η θάλασσα, είναι ασυμβίβαστος με την εύτακτη πολιτική ζωή». (1327a 11 – 18).

Όμως, το γεγονός ότι στα λιμάνια μπορεί πράγματι να υπάρχουν παραβατικές συμπεριφορές (δεν έχουν και την καλύτερη φήμη) δεν μπορεί να ακυρώσει τις ωφέλειες που προσφέρουν στην πόλη. Η άρνηση της ναυσιπλοΐας στο όνομα της ευταξίας και της ηθικής είναι ξεκάθαρη οπισθοδρόμηση και λειτουργεί απολύτως ζημιογόνα για την πόλη. Η πολιτεία, ως ύψιστος διαχειριστής των υποθέσεων πόλης, οφείλει να προασπίσει και τη νομιμότητα χωρίς να αρνείται το δημόσιο συμφέρον. Οφείλει δηλαδή να βρει τον τρόπο της λειτουργίας των λιμανιών εξαλείφοντας (ή ελαχιστοποιώντας) τους κινδύνους που μπορεί να υπάρχουν.

Σε τελική ανάλυση, ο Αριστοτέλης προτείνει, αν τα λιμάνια κρίνονται τόσο επικίνδυνα για την πόλη, να χτίζονται πιο μακριά, ώστε να μην επηρεάζουν τη ζωή της, αλλά να προσφέρουν τη θετική τους επίδραση: «Επειδή όμως και σήμερα παρατηρούμε ότι πολλές χώρες και πόλεις έχουν επίνεια και λιμάνια σε ευνοϊκή θέση ως προς την πόλη, ώστε να είναι μέρος της ούτε όμως και πολύ μακριά της, αλλά να αυτονομούνται με τείχη και άλλα παρόμοια οχυρωματικά έργα, γίνεται σαφές ότι, αν κάτι καλό προκύπτει από την επικοινωνία της με αυτά, η πόλη το καρπώνεται, αν όμως κάτι βλαβερό προκύπτει, ευκολότερα προστατεύονται από αυτό οι πολίτες, θεσπίζοντας νόμους με τους οποίους δηλώνουν και ορίζουν ποιοι δεν επιτρέπεται και ποιοι επιτρέπεται να επικοινωνούν μαζί τους». (1327a 32 – 40).

Αυτό που μένει είναι και πάλι η οπτική του μέτρου και της ακριβούς οριοθέτησης των στόχων που πρέπει να καθορίσουν τη στάση της πόλης: «Για τον αριθμό όμως και το μέγεθος αυτής της δύναμης οφείλουμε να εξετάσουμε τον τρόπο ζωής της πόλης. Διότι, αν πρόκειται η πόλη να ασκήσει ηγεμονική πολιτική και διπλωματία, η ναυτική δύναμη επιβάλλεται να είναι ανάλογη με τις πράξεις της». (1327b 2 – 6)

Το βέβαιο είναι ότι οι πόλεις δεν οφείλουν να επιδιώκουν την ενσωμάτωση του ναυτικού πληθυσμού: «Όμως οι πόλεις δεν είναι ανάγκη να ενσωματώνουν την πολυανθρωπία που παρατηρείται στο ναυτικό πληθυσμό, καθώς αυτός δε χρειάζεται να αποτελεί οργανικό μέρος της πόλης. Γιατί οι πολεμιστές του ναυτικού είναι ελεύθεροι και ανήκουν στον πεζικό στρατό και αυτοί αποτελούν την κυρίαρχη δύναμη και ελέγχουν το ναυτιλιακό τομέα. Όπου μάλιστα υπάρχει πλήθος περιοίκων και γεωργών, κατ’ ανάγκη υπάρχουν και πολλοί ναύτες». (1327b 7 – 13).

Η αντίληψη ότι οι πολεμιστές του ναυτικού ανήκουν στο πεζικό καταδεικνύει την αναγνώριση της ενότητας του στρατού, που πριν απ’ όλα αφορά τη στεριά και που αντιμετωπίζει τη θάλασσα ως ευρύτερο κι αδιάσπαστο κομμάτι των πολεμικών επιχειρήσεων. Όσο για τη διαπίστωση ότι από τους περίοικους και τους γεωργούς ξεπηδούν και πολλοί ναύτες, δεν είναι τίποτε άλλο από την ταξική οριοθέτηση των δραστηριοτήτων, που κατ’ επέκταση καθορίζει και τις πολιτειακές προτιμήσεις. (Είναι γνωστό ότι οι άνθρωποι της θάλασσας – κατά πλειοψηφία – τάσσονται υπέρ της δημοκρατίας, τόσο λόγω της ταξικής τους προέλευσης, όσο και λόγω των προοδευτικών ιδεών που συνήθως εμφορούνται από την επαφή με άλλους πολιτισμούς).

Κι αυτή ακριβώς είναι η ισορροπία που πρέπει να προϋπάρχει ως εργαλείο για το ιδανικό πολίτευμα που θα αναδείξει την ιδανική πόλη. Το κατάλληλο μέγεθος, ο κατάλληλος αριθμός των ανθρώπων και η κατάλληλη σχέση με τη θάλασσα είναι η μαγιά για το χτίσιμο της τέλειας πόλης. Και βέβαια, είναι αδύνατο να μη διακρίνει κανείς τα στοιχεία που σηματοδοτούν την Αθήνα. Δεν είναι τυχαίο ότι η Αθήνα έγινε τόσο ισχυρή, ότι αποτέλεσε κέντρο των τεχνών και της φιλοσοφίας κι ότι προχώρησε τόσο πολύ σε πολιτειακό επίπεδο γεννώντας τη δημοκρατία – άσχετα με τα παρατράγουδα. Η θέση της, η μορφολογία του εδάφους και η θαλάσσια πρόσβαση προφανώς έπαιξαν βασικό ρόλο. Ο Αριστοτέλης φαίνεται να καταλαβαίνει πολύ καλά αυτό που ονομάζεται γεωπολιτική θέση μιας χώρας.

Αριστοτέλης: «Πολιτικά», τόμος τέταρτος

Όσα κρύβονται…

Γιατί αναζητούμε το φως, τον ήλιο;
Επειδή αποφεύγουμε το σκοτάδι μέσα μας.

Γιατί αναζητούμε ανθρώπους, την επικοινωνία;
Επειδή φοβόμαστε τον εσωτερικό, χαοτικό και επιβλητικό μονόλογο του νου μας.

Γιατί έχουμε ανάγκη τη διαφυγή στη φύση, στην ύπαιθρο, στα ωραία, «ενεργειακά» μέρη του πλανήτη;
Επειδή αρνούμαστε τη σύνδεση με την εσωτερική, αληθινή, πολύπλευρη, ποικιλόμορφη, ενεργειακή φύση μας.

Γιατί ψάχνουμε τι «θέλουμε» προσπαθώντας να ενεργοποιήσουμε τη δράση μας;
Επειδή αρνούμαστε την ευθύνη της ύπαρξής μας.

Γιατί σωπαίνουμε όταν έχουμε ανάγκη να εκφραστούμε;
Επειδή είναι ασφαλέστερη η τυπική, αποδεκτή, εικονικότητά μας.

Γιατί φοβόμαστε, όσο λαχταρούμε τον Έρωτα;
Επειδή δεν αφήνει περιθώρια κρυμμένων και δεν παραμένει τίποτα αποκλειστικά «δικό μας».

Γιατί σκοτώνουμε τους αληθινούς δασκάλους;
Επειδή αρνούμαστε την ισότιμη σχέση συν-δημιουργού που διδάσκουν.

Πρακτικά, πώς εκδηλώνονται όλ' αυτά;
Δαφορετικά, πώς αλλιώς ζούμε και τι αλλάζει;

Εσύ, που φεύγεις λίγο πριν δεθείς

Ναι! Εσύ που με κοιτάς, για σένα λέω. Εσένα που ζεις σε έναν άλλο κόσμο. Εκεί που οι σχέσεις είναι απόρθητα κάστρα, ο έρωτας το άσπρο σου άλογο κι οι σύντροφοί σου αποτελούν τον εχθρό που τόσο αγαπάς να μισείς. Είσαι άντρας, γυναίκα; Μείζονος σημασία έχει να το απαντήσω. Το κύριο χαρακτηριστικό σου είναι πως έχεις πολλά ονόματα αλλά στην τελική δεν είσαι κανένας.

Οι κανόνες των σχέσεων για εσένα δεν έχουν βάση. Δημιούργησες το δικό σου παιχνίδι, με τους δικούς σου κρυφούς όρους κι οι άλλοι απλώς αντικαθιστούν ο ένας τον άλλο. Μπαίνεις στη ζωή ενός ανθρώπου, χρησιμοποιείς το πιο υπέροχο πρόσωπό σου, ενθουσιάζεσαι, κάνεις τα πάντα να κερδίσεις την προσοχή και τον έρωτα του άλλου.

Όσο πιο δύσκολος τόσο πιο πολύ σε εξιτάρει. Όσο πιο τρελός, τόσο πιο περήφανος «δαμαστής» νιώθεις. Εσύ νιώθεις ο κυρίαρχος, αυτός που μετακινεί τα πούλια, όποτε κι όπου θέλει. Δοκιμάζεις, τεστάρεις και παρατηρείς από την ασφαλή θέση του γευσιγνώστη προσωπικοτήτων. Η λίστα σου είναι μεγάλη και εμπλουτίζεται συνεχώς από ανθρώπους, σώματα που δοκιμάζουν τα όριά τους στον έρωτα.

Γι’ αυτούς είσαι ο τέλειος σύντροφος, στα μάτια τους δίνεσαι και δίνεις τον εαυτό σου. Αλλά πόσο εικονικό είναι αυτό; Σαν να βλέπουν ένα θεατρικό και να μπορούν να δουν μόνο όσα συμβαίνουν επάνω στη σκηνή. Εσύ από την άλλη ερωτεύεσαι τον ερωτευμένο εαυτό σου. Πολύ πιθανόν να τον χειροκροτείς κιόλας μετά από κάθε πετυχημένη παράσταση.

Μένεις κοντά στον άλλο μέχρι τη στιγμή που καταλαβαίνεις ότι πραγματικά έχεις έρθει πολύ κοντά του. Βλέπεις, δεν αντέχεις την ουσιαστική επαφή. Είναι πολύ δύσκολη για σένα. Η μέρα λοιπόν που νιώθεις την απειλή των αόρατων δεσμών είναι κι η μέρα που εξαφανίζεσαι. Δεν μπορείς να αγαπηθείς, δεν μπορείς και να αγαπήσεις. Χάνεσαι και μαζί σου χάνεται ο πλασματικός κόσμος του άλλου. Έχεις δώσει μια εξαίσια παράσταση, αλλά –ακόμα και στο δικό σου θεατρικό – μόνο στις αρχές είσαι καλός.

Μαζί σου δεν μπορώ να μιλήσω για ουσία, για βάθος. Είσαι τελειομανής στο πώς να ξεκινήσεις κάτι αλλά ποτέ δεν μπορείς να το ολοκληρώσεις. Είσαι ο τέλειος συλλέκτης ερωτικών ενάρξεων. Λες κι έχεις αφοσιωθεί μόνο στο να δημιουργείς κάτι. Δεν ξέρεις ούτε να μένεις, ούτε να αποχαιρετάς σωστά. Αφήνεις την εντύπωση του κακού, εκμεταλλευτή ανθρώπου, κρύβεσαι πίσω από τη μάσκα της σκοτεινής σου πλευράς. Συνήθως τη χρησιμοποιείς κιόλας, προβάροντας της με ένα απλό «έτσι είμαι εγώ».

Οι περισσότεροι θυμώνουν μαζί σου, εγώ θα προσπαθήσω να καθρεφτίσω αυτό που σου συμβαίνει. Μη με παρεξηγείς, σε έχω μάθει καλά. Πονάς, άνθρωπε μου. Με τόσο κόσμο που κουβαλάς μέσα σου, ο τρόπος σου μόνο χαοτικός θα μπορούσε να ήταν. Δεν μπορείς να διαχειριστείς το δικό σου κόσμο, πού να μπλέξεις με τόσους άλλους. Τους πλησιάζεις αλλά όταν τους γεύεσαι, σε πονάνε. Βλέπεις, πριν δημιουργήσεις πληγές στους άλλους ανθρώπους, έχεις δημιουργήσει σε σένα κι όπως είπαμε δεν έχεις μάθει να τις κλείνεις. Φυγόπονος και τρομαγμένος. Ευάλωτος και μικρός απέναντι στο μεγαλείο της αγάπης.

Είσαι ευφάνταστος, προκλητικός και στοίχημα για όλους τους άλλους, αλλά για τον ίδιο σου τον εαυτό, υπάρχεις μόνο μέσα από τις παραστάσεις σου. Ζεις μόνο όταν καταφέρνεις να τιθασεύσεις άλλη μια καρδιά. Παίρνεις αξία όταν νιώθεις ότι τώρα πια η απουσία σου θα αξίζει περισσότερο από την παρουσία σου.

Γιατί αυτό έχεις μάθει να κάνεις. Να απουσιάζεις. Εγκαταλείπεις για να μην εγκαταλειφθείς. Αντικατέστησες την αγάπη με το πάθος, το «διαρκώ» με το «καίγομαι». Και δεν το βρίσκω κακό αυτό, λυπηρό είναι το γεγονός ότι έχασες την πίστη σου. Κάνεις τον Θεό σε ένα κόσμο που δεν υπάρχει πίστη. Απογοητεύεις για να επιβεβαιώσεις όλα όσα έχεις πείσει τον εαυτό σου. Πως μόνο εκεί μπορείς να φτάσεις. Όλα τα υπόλοιπα πονάνε πολύ.

Μάντεψε, ανθρωπάκο μου, πονάς περισσότερο από όσο πληγώνεις. Προσφέρεις παραδεισένιες ενάρξεις και δραματικές φυγές, αλλά αφήνεις κομμάτια σου στον κάθε περαστικό της ζωής σου. Έχεις μοιραστεί τόσο πολύ που δεν έμεινε κανένα «σε αγαπώ» για σένα.

Είσαι τόσο σκόρπιος που δεν μπορείς να βρεις τη δύναμη να γνωρίσεις τον ίδιο σου τον εαυτό. Αναγνωρίζεις κομμάτια σου μέσα από τα μάτια των άλλων, γι’ αυτό και τόσο απεγνωσμένα μεγαλώνεις τη λίστα σου.

Με συγχωρείς, αλλά το καλύτερο στο άφησα για το τέλος. Το τέλος που εγώ θα βάλω μιας και δεν μπορείς εσύ. Όσο μεγαλώνει η λίστα σου, τόσο πιο μικρός θα γίνεσαι εσύ. Γιατί, πίστεψέ με, καλύτερα να καίγεσαι μοιράζοντας τη ζωή σου παρά να «διαρκείς» σκορπίζοντας το κορμί σου.

Περί αυτοπαρατήρησης

αυτοπαρατηρηση
Μπορείτε να παρατηρήσετε τη διαφορά ανάμεσα στην προσωπική σας ζωή και τη ζωή γενικότερα; Τι εννοείτε με τη λέξη "η ζωή μου" ή όταν λέτε "η ζωή μου ήταν ευτυχισμένη" ή "η ζωή μου ήταν δυστυχισμένη"; Εννοείτε ότι τα εξωτερικά γεγονότα ήταν ευχάριστα ή δυσάρεστα, ή ότι οι εσωτερικές καταστάσεις – δηλαδή οι διαθέσεις, τα συναισθήματα και όλα τα συναφή – ήταν ευχάριστα ή όχι; Θα συμφωνήσετε μαζί μου ότι μερικές φορές ένας άνθρωπος με καλό βιοτικό επίπεδο, αρκετά χρήματα και ευημερία, χωρίς κανένα σοβαρό πρόβλημα, ούτε τίποτε άλλο, είναι δυστυχισμένος, χωρίς χαρά, ενώ κάποιος άλλος, σε εντελώς διαφορετικές, ακόμα και σε αντίξοες συνθήκες, είναι συχνά εντελώς το αντίθετο; Ας παρατηρήσουμε αυτήν την διαδικασία από πιο κοντά.

Τι είναι η ζωή ενός ανθρώπου – αυτό το γεγονός για το οποίο μιλάμε με τόση άνεση ενώ δεν βλέπουμε τι είναι; Όταν οι άνθρωποι αναίτια επιθυμούν να αφηγηθούν την ιστορία της ζωής τους, για ποιο πράγμα μιλάνε; Μιλάνε για γεγονότα, για άλλους ανθρώπους, για εξωτερικά πράγματα. Αλλά η ζωή ενός ανθρώπου είναι δισυπόστατη και πρέπει να το αντιληφθούμε καθαρά για το σκοπό της αυτοπαρατήρησης. Η ζωή ενός ανθρώπου αποτελείται όχι μόνον από γεγονότα αλλά και από καταστάσεις. Οι καταστάσεις είναι εσωτερικές και τα γεγονότα εξωτερικά. Οι καταστάσεις είναι καταστάσεις του εαυτού, δηλαδή, εσωτερικές καταστάσεις, όπως κακές διαθέσεις, συνήθειες ανησυχιών φόβου και προλήψεων, κακών προαισθημάτων, κατάθλιψης, και από την άλλη, καλύτερων καταστάσεων, χαρούμενης διάθεσης, ευτυχίας, ικανοποίησης, συμπόνιας. Όλα είναι μέσα στον άνθρωπο, δηλαδή, όλες οι καταστάσεις, είναι καταστάσεις του εαυτού του. Τα γεγονότα είναι εξωτερικά κι έρχονται μέσα μας από έξω. Λοιπόν, η εσωτερική κατάσταση ενός ανθρώπου μπορεί να αντιστοιχεί σε ένα εξωτερικό γεγονός, ή μπορεί να προέρχεται από αυτό, ή να μην έχει καμία σχέση με αυτό. Αλλά είναι αναγκαίο να προσπαθήσουμε να αντιληφθούμε πρώτα από όλα, ότι τα γεγονότα και οι καταστάσεις είναι δύο διαφορετικά πράγματα, πριν σκεφτούμε για το πώς μπορούν να συνδέονται.

Πάρετε, για παράδειγμα, ένα ευχάριστο γεγονός. Η εσωτερική σας κατάσταση ανταποκρίνεται; Μπορείτε να πείτε σίγουρα ότι όταν συμβαίνει κάποιο εξωτερικό γεγονός, η εσωτερική σας κατάσταση ανταποκρίνεται; Ας πούμε ότι ξέρετε πώς πρόκειται να συμβεί κάτι ευχάριστο, και το προσδοκάτε με λαχτάρα. Μπορείτε να πείτε ότι όταν το γεγονός πραγματοποιείται, η εσωτερική σας κατάσταση ανταποκρίνεται σε αυτό με χαρά; Ή παραδέχεστε, ότι μολονότι το γεγονός συνέβη, ίσως ακριβώς έτσι όπως ελπίζατε, πολύ συχνά λείπει κάτι; Τι λείπει; Λείπει η αντίστοιχη εσωτερική κατάσταση, που θα ανταποκρίνεται στο εξωτερικό γεγονός που με τόση λαχτάρα προσδοκούσατε. Και, όπως πολύ πιθανόν όλοι σας ξέρετε, συνήθως είναι ένα τελείως απροσδόκητο γεγονός αυτό που μας χαρίζει τις καλύτερες στιγμές μας.

Λοιπόν, ας εξετάσουμε αυτήν την ιδέα – δηλαδή, την αντιστοιχία εσωτερικών καταστάσεων και εξωτερικών γεγονότων. Αν δεν έχουμε μέσα μας τη σωστή κατάσταση, δεν μπορούμε να συνδεθούμε σωστά με το ευτυχές γεγονός – δηλαδή πρέπει να υπάρχει μέσα μας κάτι που να συνδεθεί και έτσι να χαρούμε το εξωτερικό γεγονός. Όμως οι άνθρωποι έχουν πολύ μεγάλη τάση, όταν σκέφτονται για τη ζωή τους, να πιστεύουν ότι η ζωή τους είναι μόνον τα εξωτερικά γεγονότα και ότι αν συγκεκριμένα εξωτερικά γεγονότα του ενός ή του άλλου είδους, έχουν ή δεν έχουν συμβεί σε αυτούς, ατύχησαν στη ζωή τους. Αλλά η ικανοποίηση ενός ανθρώπου από τη ζωή εξαρτάται από την εσωτερική του ανάπτυξη – δηλαδή από την ποιότητα των εσωτερικών του καταστάσεων. Γιατί μέσα μας, και ανάλογα με την κατάσταση μας, δονείται ένα όργανο ζωής και αν αυτό το όργανο είναι βουτηγμένο στον αυτο-οίκτο, στις στενοχώριες και σε άλλα αρνητικά συναισθήματα, όσο θαυμάσια και αν πάνε τα εξωτερικά γεγονότα, τίποτε δεν μπορεί να δονηθεί εσωτερικά, εφόσον το όργανο ζωής, δηλαδή το ίδιο το άτομο, είναι ανήμπορο να ανταποκριθεί με χαρά σε τέτοια γεγονότα που προέρχονται από την εξωτερική ζωή και θα μπορούσαν να του δώσουν χαρά και απόλαυση. Κάποιος μπορεί να προσδοκά με λαχτάρα ένα ταξίδι στο εξωτερικό και όταν αυτό συμβεί, αποτελεί ένα γεγονός. Αλλά ο άνθρωπος μπορεί να είναι τόσο σχολαστικά μίζερος και ασημαντολόγος, που όλο του το ταξίδι να καταλήξει σε καταστροφή. Σε μια τέτοια περίπτωση, εκείνο που φταίει είναι η εσωτερική κατάσταση του ανθρώπου. Λοιπόν αν αναρωτηθούμε από τι αποτελείται η ζωή μας, δεν μπορούμε να πούμε μόνο από γεγονότα, αλλά περισσότερο από καταστάσεις. Ας υποθέσουμε ότι κάποιος άνθρωπος που η βασική τάση του είναι να αισθάνεται απαισιόδοξα, μελαγχολικά, μίζερα, σας παραπονιέται ότι η ζωή είναι μία στενάχωρη υπόθεση ότι δεν αξίζει να τη ζεις, και τα σχετικά. Θα υποθέσετε ότι αυτό είναι αποτέλεσμα έλλειψης των κατάλληλων γεγονότων ή έλλειψης εσωτερικών καταστάσεων αυτού του ανθρώπου; Δεν θα είστε τόσο ανόητοι ώστε να πιστέψετε ότι ο άνθρωπος αυτός θα αλλάξει αν του ετοιμάσετε ένα πολύ όμορφο πάρτυ; Η αρρώστια βρίσκεται μέσα στον ίδιο τον άνθρωπο – και πόσους ανθρώπους δεν βλέπουμε μέσα στη ζωή κάθε μέρα που κάνουν δυστυχισμένη τη ζωή τους και τη ζωή των γύρω τους εξαιτίας των κακών εσωτερικών τους καταστάσεων; Στ’ αλήθεια, δεν θα άξιζαν τη φυλακή αφού δεν έχουν αρχίσει να βλέπουν την ύπαρξη, μέσα τους, μιας εσωτερικής ζωής, και φαντάζονται τη ζωή, όπως αυτοί την ονομάζουν, σαν κάτι τελείως έξω από αυτούς;

Λοιπόν, στην αυτοπαρατήρηση, προσπαθήστε να ξεχωρίζετε τα εξωτερικά γεγονότα από τις εσωτερικές καταστάσεις και να προσέχετε σε ποιο σημείο βρίσκεστε σε σχέση με την εσωτερική σας κατάσταση και το χαρακτήρα των εξωτερικών γεγονότων. Τα εξωτερικά γεγονότα είναι κάθε λογής. Η εξωτερική ζωή δεν είναι ένα λείο φύλλο χαρτιού όπου προχωράμε πάνω του σαν τα μυρμήγκια. Είναι γεμάτη λόφους και πεδιάδες, καλοκαιρία και κακοκαιρία. Αυτή είναι η φύση της ζωής – αλλά κατά κανόνα, εμείς παίρνουμε όλα τα γεγονότα σαν εξαιρέσεις ή τουλάχιστον τα δυσάρεστα, όπως τις αρρώστιες, τους πολέμους, και άλλα. Η ζωή είναι μία σειρά από διαφορετικά γεγονότα που παρουσιάζονται σε μεγαλύτερες ή μικρότερες κλίμακες για να σε συναντήσουν και το καθ’ ένα από αυτά έχει την ιδιαίτερη φύση του. Και οι εσωτερικές καταστάσεις πάλι είναι κάθε λογής. Όλη η προσωπική εργασία αφορά τις εσωτερικές καταστάσεις και όλοι θα έχετε ακούσει πάνω σε ποιες λαθεμένες καταστάσεις θα πρέπει να εργάζεται κάποιος προσπαθώντας να μην ταυτίζεται μαζί τους. Αν εργάζεστε πάνω τους και προσπαθείτε να διαχωρίζεστε από αυτές, τότε τα δυσάρεστα γεγονότα της ζωής θα λέγαμε ότι δεν θα σας εγκλωβίζουν τόσο εύκολα, και δεν θα αφαιρούν τη δύναμη σας.Τα γεγονότα είναι επιδράσεις που αλλάζουν κάθε στιγμή μέσα από τους άπειρους συνδυασμούς τους. Μερικά είναι καλύτερα από άλλα, αλλά όλα πρέπει να παίρνονται συνειδητά, ακόμα και τα ευχάριστα – σε αυτό το χαμηλό επίπεδο του σύμπαντος όπου βρισκόμαστε δηλαδή πάνω στη γη – ενώ κάποια άλλα είναι άκρως επικίνδυνα και πρέπει με οποιοδήποτε κόστος να μην ταυτιζόμαστε μαζί τους.

Από όσα ειπώθηκαν είναι ξεκάθαρο ότι τη ζωή μας πρέπει να τη σκεφτόμαστε σαν εσωτερική κατάσταση και μια αληθινή ιστορία της ζωής ενός ανθρώπου θα ήταν η ιστορία των εσωτερικών του καταστάσεων και ιδιαίτερα των αρνητικών του συναισθημάτων. Το να ζούμε αποκλειστικά μέσα στον εαυτό μας σε αυτόν τον χαώδη εσωτερικό κόσμο που είναι δυνατόν να προσεγγίσει μόνον ο ίδιος ο άνθρωπος, μόνο μέσα από προσωπική αυτοπαρατήρηση, και που είναι πάντα αόρατος στους άλλους – είναι το χειρότερο έγκλημα που μπορούμε να διαπράξουμε.

Η Εργασία λοιπόν αρχίζει με την αυτοπαρατήρηση, την καταγραφή των λαθεμένων καταστάσεων μέσα μας και την εργασία ενάντια σε αυτές. Με τον τρόπο αυτόν η εσωτερική ζωή εξαγνίζεται και αφού η εσωτερική ζωή μας έλκει την εξωτερική μας ζωή, αν μετατρέψουμε τις εσωτερικές μας καταστάσεις, αφήνοντας μερικές να λιμοκτονούν και τρέφοντας άλλες, αλλάζουμε όχι μόνον τη σχέση μας προς τα γεγονότα που έρχονται από έξω αλλά και τη φύση των γεγονότων που συμβαίνουν από μέρα σε μέρα. Μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να αλλάξουμε τη φύση των γεγονότων που μας συμβαίνουν. Δεν μπορούμε να τα αλλάζουμε άμεσα αλλά μόνο μέσα από την αλλαγή των εσωτερικών μας καταστάσεων – δηλαδή, μόνο αν αρχίσουμε να βάζουμε σε κάποια τάξη σε αυτό το χαώδες οικοδόμημα που μέσα του ζούμε. Το σημαντικό δεν είναι τα γεγονότα που σήμερα σας έτυχαν, όπως ότι χάσατε κάτι, ότι κάτι άλλο πήγε στραβά, ή ότι κάποιος σας ξέχασε ή σας μίλησε σκληρά, και πολλά παρόμοια, αλλά το πώς εσείς αντιδράσατε σε όλα αυτά – δηλαδή ποιές ήταν οι εσωτερικές καταστάσεις που μέσα τους βρισκόσασταν, διότι σε αυτό ακριβώς το σημείο βρίσκεται η πραγματική σας ζωή. Και αν οι εσωτερικές μας καταστάσεις είναι σωστές, κανένα εξωτερικό συμβάν δεν μπορεί να μας λυγίσει.

Προσπαθήστε λοιπόν, σαν άσκηση για μια πιο συνειδητή ζωή, να διακρίνετε ανάμεσα στις εσωτερικές καταστάσεις και τα εξωτερικά γεγονότα, και προσπαθήστε να αντιμετωπίζετε κάθε εξωτερικό γεγονός, αφού παρατηρήσετε τη φύση του με τη σωστή εσωτερική στάση, δηλαδή με τη σωστή κατάσταση. Και αν δεν τα καταφέρετε, επεξεργαστείτε το αργότερα. Πρώτα, προσπαθήστε να ορίσετε τη φύση του γεγονότος και προσέξτε αν αυτό το είδος γεγονότος σας συμβαίνει συχνά. Στη συνέχεια, προσπαθήστε να το δείτε πιο ουδέτερα, αντιμετωπίζοντάς το ως εξής: "Αυτό είναι να αργείς", "Αυτό είναι να χάνεις πράγματα", "Αυτό είναι να παίρνω άσχημα νέα", "Αυτό λέγεται δυσάρεστη έκπληξη", "Αυτό λέγεται σκληρή δουλειά", "Αυτό λέγεται αρρώστησα". Αρχίστε με αυτόν τον πολύ απλό τρόπο και σύντομα θα δείτε πόσο διαφοροποιούνται τα προσωπικά γεγονότα, και επομένως πώς αλλάζει και η εξωτερική ζωή ενός ανθρώπου και ότι αυτό που δεν μπορούσατε να κάνετε κάποια στιγμή, να μπορείτε να το κάνετε την επόμενη. Διότι τα γεγονότα είναι σαν το άνοιγμα και το κλείσιμο μιας πόρτας. Τότε θα μπορείτε να αντιλαμβάνεστε σε σχέση με τα μικρογεγονότα της καθημερινής ζωής, ποια οφείλονται εν μέρει σε δική σας υπαιτιότητα, ποια είναι τυχαία, και πάει λέγοντας. Μετά, σκεφτείτε για την κατάστασή σας, με ποια κατάσταση αντιμετωπίζετε συνήθως κάποιο συχνό συμβάν και αν η κατάσταση αυτή είναι το σωστό εργαλείο, θα λέγαμε η σωστή αντιμετώπιση, η σωστή μέθοδος για αυτό το γεγονός. Απέναντι σε πολλά γεγονότα πρέπει να μάθουμε να είμαστε παθητικοί, δηλαδή να μην αντιδρούμε καθόλου, να μην κάνουμε τίποτε. Αλλά το να είσαι παθητικός, απαιτεί μεγάλη εσωτερική δράση της συνειδητότητας, να μπορείς να εμποδίζεις την όποια μηχανική αντίδραση που πάει να προκληθεί όταν το γεγονός, που εισέρχεται μέσα μας σαν μία μηχανική εντύπωση, αγγίζει το συνειρμικό μηχανισμό τού νου και του συναισθήματος, που εμείς λαθεμένα τα θεωρούμε σαν τον εαυτό μας.

Τα παρακάτω είναι ένα σχόλιο που αναφέρεται στην ιδέα των διαφορετικών "εγώ" μέσα μας. Όπως ξέρετε, σε αυτό το σύστημα Διδασκαλίας, ο άνθρωπος δεν θεωρείται σαν ενότητα. Η απουσία ενότητας στον άνθρωπο είναι η αιτία όλων των δυσκολιών του και των προβλημάτων του. Το σώμα του ανθρώπου αποτελεί μία ενότητα και λειτουργεί σαν ένα οργανωμένο σύνολο εκτός εάν νοσεί. Αλλά η εσωτερική ζωή του ανθρώπου δεν αποτελεί ένα ενιαίο οργανωμένο σύνολο, ούτε λειτουργεί αρμονικά σαν ένα όλον. Ο άνθρωπος σε σχέση με την εσωτερική του κατάσταση είναι πολλαπλότητακαι από μία άποψη αυτή η εσωτερική πολλαπλότητα ορίζεται στη Διδασκαλία, σαν τα πολλά "εγώ" μέσα στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος δεν έχει ένα μόνιμο "Εγώ" αλλά μια ορδή από διαφορετικά "εγώ" μέσα του, που την κάθε στιγμή του παίρνουν τα ηνία και μιλούν στο όνομα του, σαν να είναι η δική του φωνή.

Από την άποψη αυτή ο άνθρωπος παραλληλίζεται με ένα σπίτι σε ακαταστασία, όπου δεν υπάρχει νοικοκύρης, αλλά ένα πλήθος από υπηρέτες που μιλούν στο όνομα του νοικοκύρη που απουσιάζει. Όπως ίσως όλοι σας έχετε ακούσει, το πιο μεγάλο λάθος που κάνουμε είναι να υποθέτουμε ότι εμείς ή οι άλλοι, έχουμε κάποιο μόνιμο, αμετάβλητο "Εγώ" μέσα μας. Ο άνθρωπος δεν είναι ποτέ ο ίδιος για πολλή ώρα. Μεταβάλλεται αδιάκοπα, αλλά φαντάζεται ότι αν κάποιος ονομάζεται Γιάννης είναι πάντα ο Γιάννης. Αυτό είναι αναληθές. Ο άνθρωπος που ονομάζουμε Γιάννη, έχει μέσα του και άλλα πρόσωπα, "εγώ", που προΐστανται την κάθε στιγμή, και μολονότι του Γιάννη δεν του αρέσει να λέει ψέματα, ένα άλλο "εγώ" μέσα του, ας το ονομάσουμε Πέτρο, αρέσκεται να λέει ψέματα, και ούτω καθεξής. Το να θεωρούμε ότι κάποιος είναι αδιάλειπτα ένα και το αυτό πρόσωπο, και το να υποθέτουμε ότι αποτελεί ένα και μοναδικό "Εγώ", θα ήταν σαν να απαιτούσαμε από αυτόν κάτι που δεν είναι, όπως το ίδιο και από τον εαυτό μας. Μέσα στον καθένα από σας κατοικεί ένα πλήθος από διαφορετικούς ανθρώπους. Αυτοί είναι τα διαφορετικά "εγώ" που ανήκουν στην προσωπικότητα και που είναι αναγκαίο να τα παρατηρήσουμε και να προσπαθήσουμε να τα γνωρίσουμε, διαφορετικά καμία αυτογνωσία δεν είναι κατορθωτή – δηλαδή, αν κάποιος επιδιώκει πραγματικά την αυτογνωσία, και όχι τις φαντασίες και τις επινοήσεις σχετικά με τον εαυτό του. Κανείς από σας εδώ δεν έχει ένα πραγματικά μόνιμο, αμετάβλητο "Εγώ". Κανείς εδώ δεν έχει πραγματική ενότητα στο Είναι του. Όλοι σας δεν είστε τίποτε άλλο από ένα πλήθος διαφορετικών ανθρώπων, καλύτερων και χειρότερων, και καθένας από αυτούς τους ανθρώπους, καθένα από αυτά τα "εγώ" μέσα σας, σε κάθε ξέχωρη στιγμή, παίρνει τα ηνία και σας αναγκάζει να κάνετε ότι αυτό θέλει, να λέτε ότι αυτό επιθυμεί, και να αισθάνεστε και να σκέφτεστε ότι αυτό αισθάνεται και σκέφτεται. Αλλά εσείς τα ξέρετε όλα αυτά, έτσι θα ήθελα να μιλήσω πιο λεπτομερειακά για αυτή τη θεωρία των πολλών "εγώ" μέσα στον άνθρωπο και να σας μεταδώσω κάτι σχετικά με το βαθύτερο νόημα και τη σημασία της.

Αν μερικοί από σας δεν μπορέσουν να κατανοήσουν τα πιο κάτω, αυτό συμβαίνει είτε επειδή δεν έχετε ακόμα αρκετή εξάσκηση στην αυτοπαρατήρηση, και σε μια τέτοια περίπτωση πρέπει να έχετε υπομονή και να περιμένετε λίγο, ή επειδή, παρότι είστε καιρό στην Εργασία, δεν έχετε ακόμα αρχίσει σοβαρά να παρατηρείτε τον εαυτό σας, δηλαδή, δεν έχετε αρχίσει να εργάζεστε στον εαυτό σας και ίσως ποτέ δεν σκεφτήκατε σοβαρά τι σημαίνει αυτό. Σε αυτήν την περίπτωση, μπορώ μόνο να πω ότι οφείλετε να δοκιμάσετε πραγματικά να κάνετε μία προσπάθεια, για να αντιληφθείτε τι σημαίνει αυτό, μέσα από την πραγματική αυτοπαρατήρηση, και όσο το δυνατόν πιο σύντομα, διότι ο χρόνος μετράει σε αυτήν την Εργασία και οι ευκαιρίες αρχίζουν από μόνες τους να ελαχιστοποιούνται και αν κάποιοι δεν τις χρησιμοποιήσουν όσο είναι δυνατόν, ίσως εξαιτίας της ίδιας της φύσης των πραγμάτων, να είναι πολύ αργά για να κάνουν οτιδήποτε με τον εαυτό τους, σε σχέση με την εσωτερική αλλαγή, που είναι κατορθωτή μόνο μέσα από την αυτοπαρατήρηση και την αυτογνωσία που προέρχεται από αυτή.

Το πρώτο σημείο στο οποίο θέλω να επιστήσω την προσοχή σας σχετικά με τη θεωρία των πολλών "εγώ" μέσα στον κάθε άνθρωπο, είναι ότι όσο ο άνθρωπος παίρνει τον εαυτό του σαν Ένα, δεν μπορεί να αλλάξει. Αλλά έχετε από μόνοι σας συμπεράνει, δηλαδή μέσα από τη δική σας προσωπική σκέψη, γιατί συμβαίνει αυτό; Ξέρετε όλοι ότι η Εργασία αυτή έχει σκοπό να κάνει τον άνθρωπο να σκέφτεται από μόνος του, και ότι το να ακούς τις ιδέες αυτού του συστήματος χωρίς να τις επεξεργάζεσαι και ως εκ τούτου να τις κάνεις κτήμα σου, αποτελεί τεράστια σπατάλη χρόνου. Η Εργασία δεν είναι κάτι εξωτερικό αλλά εσωτερικό, και οι άνθρωποι που φαντάζονται ότι η Εργασία σαν εξωτερικό σχήμα θα τους βγάλει κάπου, είναι λυπηρό να κάνουν τέτοιο λάθος σχετικά με το νόημά της. Το γεγονός και μόνο ότι η Εργασία αρχίζει με αυτοπαρατήρηση, ασφαλώς είναι αρκετό για να δείξει ότι Εργασία απαιτεί προσωπικές προσπάθειες από την πλευρά κάθε ατόμου. Μόνον εσείς, προσωπικά, μπορείτε να παρατηρήσετε τον εαυτό σας, και κανείς άλλος δεν μπορεί να το κάνει αυτό για σας.

Λοιπόν, μόνο μέσα από την προσπάθεια της αυτοπαρατήρησης είναι σε θέση ένας άνθρωπος τελικά να δει από μόνος του ότι δεν είναι ένας, και έτσι να διαλύσει την αυταπάτη του ότι αποτελεί ένα μόνιμο και αμετάβλητο άτομο. Διότι όσον καιρό ο άνθρωπος έχει αυτήν την ψευδαίσθηση, ότι είναι πάντα ένα και το ίδιο πρόσωπο, δεν γίνεται να αλλάξει, και όπως ξέρετε ο σκοπός αυτός της Εργασίας είναι να πραγματοποιήσει μια βαθμιαία αλλαγή στην εσωτερική ζωή του ανθρώπου. Πράγματι, το σύνολο αυτής της Εργασίας βασίζεται στην ιδέα της προσωπικής αλλαγής ή του μετασχηματισμού του εαυτού σαν συγκεκριμένη δυνατότητα για τον κάθε άνθρωπο και ως εκ τούτου σαν πραγματικός σκοπός της ύπαρξης. Αλλά το σημείο εκκίνησης αυτής της αλλαγής του εαυτού παραμένει κρυμμένο όσον καιρό ο άνθρωπος αυταπατάται ότι είναι ένας. Ο άνθρωπος οφείλει να συνειδητοποιήσει ότι δεν είναι ένα, αλλά πολλά και αυτό μπορεί να το κάνει μόνο μέσα από την χωρίς κριτική παρατήρηση του εαυτού του. Για πολύ καιρό η αυταπάτη ότι είναι πάντα ένα και το ίδιο πρόσωπο, θα μάχεται με την προσπάθειά του να παρατηρεί τον εαυτό του χωρίς κριτική και θα τον εμποδίζει να αντιληφθεί τη σημασία των παρατηρήσεών του. Θα βρίσκει αφορμές και θα αυτοδικαιολογείται, εμμένοντας στην ιδέα ότι είναι πραγματικά ένας, ότι έχει μία μόνιμη ατομικότητα και ότι πάντοτε ξέρει τι κάνει, τι σκέφτεται, τι λέει, ότι είναι πάντα συνειδητός ως προς τον εαυτό του και ότι διατηρεί τον έλεγχο του εαυτού του την κάθε στιγμή. Θα του είναι πολύ δύσκολο να δεχτεί μέσα του ότι τίποτε από αυτά δεν συμβαίνει. Από την άλλη μεριά, θα είναι εντελώς άχρηστο να προσποιείται ότι πιστεύει ότι δεν είναι ένας, ενώ δεν θα βλέπει την αλήθεια αυτού του πράγματος από μόνος του. Αποτελεί κομμάτι της γνώσης αυτού του συστήματος Διδασκαλίας ότι ο άνθρωπος δεν είναι ένας, αλλά πολλοί. Αυτή η ιδέα όμως βρίσκεται μόνο σαν γνώση μέσα στη μνήμη του ανθρώπου. Αν δεν επαληθεύσει αυτή τη γνώση με την εφαρμογή της στον εαυτό του, με εργασία πάνω στο Είναι του, αυτή η γνώση δεν θα μπορέσει να γίνει κατανόηση. Ένας άνθρωπος μπορεί να λέει: "Ξέρω ότι δεν είμαι ένας αλλά πολλοί, το λέει η Διδασκαλία". Αυτό όμως δεν έχει καμία αξία. Η γνώση παραμένει εξωτερική για τον ίδιο τον άνθρωπο. Αν όμως εφαρμόσει πρακτικά αυτήν τη γνώση και μέσα από μακρόχρονη αυτοπαρατήρηση αρχίζει να βλέπει την αλήθεια της, τότε θα πει: "Κατανοώ ότι δεν είμαι ένας, αλλά πολλοί" – και αυτό θα είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Η γνώση θα έχει καρποφορήσει μέσα του, δεν θα είναι πια σκέτη γνώση αλλά κατανόηση, διότι θα έχει εφαρμόσει τη γνώση στον εαυτό του, και μέσα από αυτή θα έχει εργαστεί πάνω σε όλο το Είναι του. Θα θυμάστε τη μεγάλη έμφαση που δίνεται από το Σύστημα στη διαφορά μεταξύ γνώσης και κατανόησης. Και σε αυτό που τόσο συχνά λέγεται, ότι αυτούς τους καιρούς που ζούμε η γνώση έχει προχωρήσει πολύ πιο πέρα από την κατανόηση, διότι ο άνθρωπος αναπτύχθηκε μόνο προς την πλευρά της γνώσης και όχι σε ίση αναλογία και προς την πλευρά του Είναι.

Όταν ένας άνθρωπος αρχίσει να παρατηρεί τον εαυτό του κάτω από το πρίσμα ότι δεν είναι ένας αλλά πολλοί, αρχίζει να εργάζεται στο Είναι του. Δεν θα τα καταφέρει αν μένει με την πεποίθηση ότι είναι ένα, διότι τότε δεν θα είναι σε θέση να διαχωρίζεται από τον εαυτό του, αφού θα παίρνει τα πάντα μέσα του, την κάθε σκέψη, διάθεση, συναίσθημα, παρόρμηση, επιθυμία, και όλα τα σχετικά, σαν εαυτό του – δηλαδή σαν το "Εγώ". Αν όμως αρχίσει να παρατηρεί τον εαυτό του, εκείνη τη στιγμή θα χωριστεί στα δύο, μία πλευρά που θα παρατηρεί και μία που θα παρατηρείται. Αν δεν κάνει αυτόν τον διαχωρισμό με τον εαυτό του και δεν παλέψει να τον κάνει όλο και πιο ξεκάθαρο, ο άνθρωπος ποτέ δεν θα μπορέσει να μετακινηθεί από εκεί που είναι, θα παίρνει πάντα όλα όσα συμβαίνουν μέσα του σαν τον εαυτό του και θα απευθύνεται σε όλα, σαν "Εγώ". Το καθετί λοιπόν θα εκφράζεται σαν "Εγώ" μέσα του και ταυτιζόμενος με το καθετί που θα συμβαίνει μέσα του και παίρνοντάς τα όλα σαν "Εγώ", θα κάνει ακατόρθωτη την οποιαδήποτε αλλαγή, αφού τα πάντα θα κρύβονται πίσω από την αυταπάτη ενός "Εγώ", διαιωνίζοντας έτσι την ύπαρξή τους μέσα του. Στην πραγματικότητα, όλο το πλήθος που υπάρχει μέσα σε έναν άνθρωπο, το πλήθος των διαφορετικών "εγώ" μέσα του, και τα χρήσιμα και τα άχρηστα, θα έχουν ίσα δικαιώματα και θα προστατεύονται όμοια από τον ίδιο, επειδή θα είναι εντελώς ανίκανος να διακρίνει τα μεν από τα δε, μιας και θα τα παίρνει όλα σαν τον εαυτό του. Αυτός είναι μόνον ένας τρόπος για να εκθέσουμε την κατάσταση που ενυπάρχει στον άνθρωπο που έχει την πεποίθηση ότι είναι ένας. Λοιπόν, ο άνθρωπος δεν μπορεί να αρχίσει να αλλάζει μέχρι που να καταφέρει, σαν αποτέλεσμα της αυτοπαρατήρησής του, να πει: "Αυτό, δεν είμαι Εγώ". Μόλις μπορέσει να αρχίσει να το λέει αυτό εσωτερικά, σε σχέση με κάτι που παρατηρεί μέσα του, αρχίζει να το ξεχωρίζει από τον εαυτό του. Δηλαδή, αρχίζει να έχει ένα συναίσθημα του "Εγώ" που υπάρχει εκεί, με αποτέλεσμα, μετά από καιρό, και συχνά μόνον ύστερα από πάλη, αυτό που παρατήρησε να αποδυναμώνεται και να απομακρύνεται, θα λέγαμε, από τον εσωτερικό του κόσμο. Είναι όμως ακατόρθωτο αν ο άνθρωπος σκέφτεται ότι αυτό που έχει παρατηρήσει είναι ο εαυτός του διότι τότε αυτό θα αποκαλείται πάντα "Εγώ" μέσα του και ένα "εγώ" δεν μπορεί να αλλάξει το άλλο "εγώ". Έτσι ο διαχωρισμός δεν είναι εφικτός και ο άνθρωπος θα παραμένει αλυσοδεμένος με αυτό που έχει παρατηρήσει, παίρνοντάς το σαν "εγώ", δηλαδή σαν τον εαυτό του – αντί να το πάρει σαν ένα από τα "εγώ" μέσα του.

Όταν ένας άνθρωπος σκέφτεται, πιστεύει ότι είναι αυτός ο ίδιος που σκέφτεται. Όμως οι σκέψεις μας έρχονται τυχαία, εκτός αν σκεφτόμαστε βαθιά και με προσοχή, πράγμα που είναι πολύ σπάνιο. Οι σκέψεις που περνούν από το νου μας έρχονται από διαφορετικά "εγώ" μέσα μας. Ας υποθέσουμε ότι ένας άνθρωπος παρατηρεί ότι έχει αρνητικές σκέψεις σχετικά με την Εργασία ή για κάποιο πρόσωπο ή για κάτι που συνέβη. Ας υποθέσουμε ότι παίρνει αυτές τις σκέψεις σαν δικές του, σαν τον εαυτό του – δηλαδή σαν το "Εγώ". Ας υποθέσουμε ακόμα, ότι νιώθει κάποια δυσαρέσκεια σχετικά με αυτές. Λέει στον εαυτό του: "Δεν πρέπει σίγουρα να σκέφτομαι έτσι". Αυτό μπορεί να έχει κάποια αποτέλεσμα, μπορεί και όχι. Το ζήτημα όμως είναι ότι ο άνθρωπος αυτός κάνει ένα λάθος – δηλαδή το λάθος να παίρνει όλα όσα συμβαίνουν μέσα του σαν τον εαυτό του, σαν το "Εγώ". Αν παρατηρήσει τον εαυτό του σωστά, αντιλαμβάνεται αυτές τις σκέψεις όχι σαν "Εγώ" αλλά σαν σκέψεις που έρχονται από ένα αρνητικό "εγώ" μέσα του, για το οποίο ίσως ξέρει κιόλας κάτι. Ας πούμε ότι ξέρει αρκετά καλά αυτό το "εγώ" μέσα του, αναγνωρίζει αμέσως ότι αυτό το "εγώ" μιλάει μέσα του και διατυπώνει σκέψεις μέσα από το διανοητικό κέντρο ενώ ταυτόχρονα βάζει σε κίνηση ένα ιδιαίτερο είδος αρνητικού συναισθήματος. Ούτε για μια στιγμή δεν παίρνει αυτό το αρνητικό "εγώ" σαν τον εαυτό του, αλλά το βλέπει σαν κάτι μέσα του ξέχωρο από τον εαυτό του. Σαν αποτέλεσμα, τα όσα εκείνο το "εγώ" λέει, δεν ασκούν εξουσία πάνω του, διότι ο ίδιος κρατά αποστάσεις από αυτό. Αν όμως αποκοιμηθεί εσωτερικά – δηλαδή αν πάψει να είναι συνειδητός ως προς αυτό που συμβαίνει εντός του και ως προς το ποια "εγώ" τον τριγυρίζουν εκείνη τη στιγμή – περιέρχεται κάτω από την εξουσία τους και καθώς ταυτίζεται με αυτά, φαντάζεται ότι αυτός είναι ο εαυτός του που σκέφτεται έτσι. Ενεργώντας με αυτόν τον τρόπο, δυναμώνει την εξουσία αυτού του αρνητικού "εγώ" πάνω του – διότι, όπως ξέρετε, με όποιο πράγμα ταυτιζόμαστε, αποκτά εξουσία πάνω μας, και όσο πιο συχνά ταυτιζόμαστε με κάτι, τόσο πιο σκλάβοι του γινόμαστε.

Σχετικά με την ίδια την Εργασία, οι πειρασμοί μας βρίσκονται ακριβώς στα αρνητικά "εγώ" – δηλαδή σε "εγώ" που μισούν την Εργασία επειδή η ύπαρξή τους μέσα μας απειλείται από αυτή. Αυτά τα αρνητικά "εγώ" βάζουν σε κίνηση κάποιες σκέψεις καθώς ενεργούν πάνω στο Διανοητικό Κέντρο και χρησιμοποιούν το υλικό που είναι αποθηκευμένο εκεί με τη μορφή ταινιών. Αν συμφωνήσουμε με αυτές τις σκέψεις, δηλαδή με αυτά τα αρνητικά "εγώ" που μας κατακλύζουν εκείνη τη στιγμή, δεν θα είμαστε σε θέση να αποτινάξουμε την επιδρασή τους, με πρώτη συνέπεια να μας κάνουν να νιώσουμε χάσιμο ενέργειας. Οποτεδήποτε νιώθουμε ένα ξαφνικό χάσιμο ενέργειας, αυτό οφείλεται πραγματικά, και πάντοτε, στη δράση κάποιου αρνητικού "εγώ" που έχει κινητοποιήσει μία σειρά σκέψεων μέσα από τις μνήμες μας, και με την προσεχτική επιλογή του υλικού του, παρουσιάζει κάτι με λαθεμένο φωτισμό – και πρέπει να θυμόμαστε ότι όλα τα αρνητικά "εγώ" δεν μπορούν παρά να λένε ψέματα, ακριβώς όπως και όλα τα αρνητικά συναισθήματα δεν μπορούν παρά μόνο να παραμορφώνουν τα πάντα, όπως για παράδειγμα το συναίσθημα της καχυποψίας. Αν δεν παρατηρήσουμε τη δράση των αρνητικών "εγώ" στο Διανοητικό Κέντρο, θα αποκτήσουν δύναμη, πάνω μας. Θα αποκτήσει εξουσία αμέσως μόλις το πάρουμε σαν "Εγώ" σαν τον εαυτό μας. Αλλά αν το βλέπουμε σαν ένα "εγώ" που λειτουργεί σε μας, δεν μπορεί να το κάνει αυτό. Για να αντιληφθούμε όμως ότι αυτό είναι ένα από τα "εγώ" μέσα μας, πρέπει να έχουμε κιόλας βεβαιωθεί, μέσα από την πρακτική εργασία πάνω στον εαυτό μας, ότι σε μας ενυπάρχουν πολλά διαφορετικά "εγώ" και ότι δεν είμαστε ένας, αλλά πολλοί.

Ας ξανάρθουμε τώρα στην αυταπάτη που έχει ο καθένας μας ότι είναι ένας. Αυτή η αυταπάτη υπάρχει στον καθένα σας και μπορεί να αποκαλυφθεί μόνο σιγά-σιγά, με προσωπική παρατήρηση. Ο καθένας σας αποδίδει στον εαυτό του την κατοχή μιας ατομικότητας, και όχι μόνον ατομικότητας αλλά και πλήρης συνειδητότητας και θέλησης. Αλλά όπως ξέρετε, αυτό το σύστημα ιδεών που μελετάμε, διδάσκει ότι ο άνθρωπος δεν είναι ένα αλλά πολλά – δηλαδή δεν είναι ένα άτομο, αλλά πολλοί διαφορετικοί άνθρωποι, και ακόμα ότι ο άνθρωπος δεν είναι πλήρως συνειδητός αλλά σχεδόν πάντοτε κοιμισμένος, μέσα σε όνειρα, σε φαντασία, σε συνορισμό, σε αρνητικά συναισθήματα, και άλλα, με συνέπεια να μην θυμάται τον εαυτό του. Έτσι σπαταλά και καταστρέφει την εσωτερική του ζωή και ζει σε ένα είδος σκότους, χωρίς τελικά να διαθέτει θέληση αλλά πολλές διαφορετικές θελήσεις που συγκρούονται μεταξύ τους και κινούνται προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Αν ο άνθρωπος ήταν ενότητα αντί πολλαπλότητα που είναι τώρα, θα κατείχε αληθινή ατομικότητα, θα ήταν ένας, και έτσι θα είχε μία θέληση. Επομένως η αυταπάτη που ο άνθρωπος έχει για τον εαυτό του ότι είναι ένα, περικλείει και μία δυνατότητα. Ο άνθρωπος είναι σε θέση να πετύχει ενότητα τού Είναι. Μπορεί να πετύχει την αληθινή ατομικότητά του.

Αλλά είναι ακριβώς αυτή η αυταπάτη που πρωτίστως στέκεται σαν εμπόδιο στο δρόμο του για την πραγμάτωση αυτής της δυνατότητας. Διότι όσο ο άνθρωπος φαντάζεται ότι έχει κάτι, δεν θα το αναζητήσει. Για ποιο λόγο θα έπρεπε να παλέψει για κάτι, που ποτέ του δεν αμφέβαλε ότι το κατέχει; Αυτή είναι μία από τις συνέπειες της φαντασίας, που γεμίζει αυτό που του λείπει, ή που κάνει να μας φαίνεται ότι είμαστε τούτο ή το άλλο, ενώ στ’ αλήθεια, είμαστε το αντίθετο.

Στην Εργασία αυτή λέμε αδιάκοπα ότι οφείλουμε να παλεύουμε με τη φαντασία, και πρέπει να κατανοήσετε ότι αυτό αναφέρεται και στη φαντασία που έχουμε για τον εαυτό μας. Είναι απαραίτητο να παλέψουμε με τη φαντασία για τον εαυτό μας, όχι μόνον επειδή αυτή προκαλεί ψεύτικες εμπειρίες, τεχνητά συναισθήματα και συχνά πολύ γελοίες καταστάσεις, αλλά επειδή εμποδίζει κάθε δυνατότητα εσωτερικής ανάπτυξης. Και από όσα είπαμε κιόλας, θα είναι εύκολο να δείτε γιατί συμβαίνει αυτό. Διότι αν φανταζόμαστε ότι ήδη κατέχουμε κάποιες ιδιότητες Είναι, που είμαστε πολύ μακριά από το να τις έχουμε, δεν μπορούμε ποτέ να προσδοκούμε ότι θα τις αποκτήσουμε. Η φαντασία μας θα καλύπτει την έλλειψη. Πράγματι, ποτέ δεν θα μάθουμε ότι μας λείπει κάτι σε σχέση με τον εαυτό μας – δηλαδή σε σχέση με την ποιότητα του Είναι μας – και θα πιστεύουμε ότι τα μόνα πράγματα που μας λείπουν είναι η εκτίμηση, η φήμη, το χρήμα, οι ευκαιρίες, ή κάποια άλλα εξωτερικά πράγματα, και ότι δεν στερούμαστε τίποτα το σημαντικό σχετικά με τον εαυτό μας. Αυτή είναι η δύναμη της αυταπάτης και για αυτό λέμε στην παραβολή της Εργασίας για τα πρόβατα και τους μάγους, ότι ο άνθρωπος είναι υπνωτισμένος μέσα από τη φαντασία του και ζει με την αυταπάτη ότι είναι λεοντάρι ή αετός, ενώ στην πραγματικότητα είναι πρόβατο. Από την άλλη μεριά, σαν πρόβατο, έχει τη δύναμη να ξεφύγει από τους μάγους, που από πολλή τεμπελιά ή από πολλή κακία, δεν στήνουν φράχτες για να τον κλείσουν μέσα.

Εκείνο που θα έπρεπε να κατανοήσουμε από όλα τα πιο πάνω, είναι ότι μια αυταπάτη αποτελεί κάτι πολύ πραγματικό και συγκεκριμένο στις συνέπειές του. Η φαντασία δεν είναι μόνον ένα τίποτα – "τίποτε άλλο από φαντασία", όπως λέμε. Στην πραγματικότητα είναι κάτι πολύ δυνατό. Είναι μια πραγματική δύναμη που δρα παγκόσμια στην ανθρωπότητα και κρατά τον άνθρωπο σε κατάσταση ύπνου, είτε είναι πρωτόγονος άνθρωπος είτε πολιτισμένος. Και αν δεν αρχίσει να κατανοεί τι σημαίνει να θυμάται τον εαυτό του – δηλαδή να φτάσει στην τρίτη κατάσταση συνειδητότητας – η δύναμη που εκδηλώνεται σαν φαντασία στις δύο κατώτερες καταστάσεις συνειδητότητας, δεν θα βρει τη σωστή κατεύθυνση και έτσι θα δρα εναντίον του. Όπως είδαμε ο άνθρωπος φαντάζεται ότι είναι ένα, και εξαιτίας αυτής της αυταπάτης δεν μπορεί να προχωρήσει πέρα από το σημείο που βρίσκεται μέσα του. Ο καθένας εντός του, βρίσκεται σε ένα ορισμένο επίπεδο του εαυτού του και κανείς δεν μπορεί να πάει πιο πέρα από αυτό το επίπεδο όπου βρίσκεται μέσα του παρά μόνο αν δει πολύ ξεκάθαρα, και από μόνος του, ότι δεν είναι ένα και το ίδιο πρόσωπο αλλά πολλοί διαφορετικοί άνθρωποι, και ότι αν συνεχίσει να νομίζει ότι είναι ένας, θα ζει σε μία αυταπάτη...

Αυτή η επίγνωση, αυτή η εσωτερική σύλληψη, αλλάζει το συναίσθημα του ανθρώπου για τον εαυτό του. Αλλάζει ή αρχίζει να αλλάζει το συναίσθημα για το "Εγώ". Όσο καιρό ζει στην αυταπάτη ότι είναι ένας, έχει λαθεμένο συναίσθημα του "Εγώ". Αλλά δεν το ξέρει: ούτε ξέρει ότι εξαιτίας αυτού όχι μόνον ολάκερη η ζωή του είναι λάθος, όπως και η όλη σχέση του με τους άλλους είναι λαθεμένη, αλλά γίνεται ακατόρθωτη και η εξέλιξη του. Διότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να αλλάξει όσον καιρό αποδίδει στον εαυτό του ενότητα του Είναι, γιατί τότε το κάθε τι μέσα του θα το ονομάζει εαυτό του. Θα αποδίδει στον εαυτό του ό,τι καλό ή κακό υπάρχει μέσα του. Θα είναι υπεύθυνος για κάθε σκέψη, κάθε διάθεση, εφόσον μέσα του, θα τα παίρνει όλα αυτά, σαν τον εαυτό του. Διότι αν πιστεύει ότι κάθε τι που σκέφτεται, και κάνει, και λέει, το σκέφτεται το κάνει και το λέει από τον εαυτό του, τότε αυτά θα είναι ο ίδιος, διότι ο ίδιος τα κάνει όλα δικά του, αποδίδοντάς τα στον εαυτό του. Η αυταπάτη ότι είναι πάντα ένα και το ίδιο πρόσωπο, και ότι είναι απόλυτα συνειδητός για το καθετί, ότι έχει θέληση και επομένως ελέγχει τον εαυτό του, θα τον τυφλώσουν τελείως ως προς το γεγονός ότι δεν είναι ο ίδιος η συνειδητή πηγή για όλα όσα σκέφτεται και λέει και κάνει. Η αυτοπαρατήρηση θα του δείξει ότι δεν έχει πραγματικά κανέναν έλεγχο των σκέψεών του και δεν μπορεί καν να σταματήσει να σκέφτεται αν το επιχειρήσει, ενώ σκέψεις κάθε λογής έρχονται στο νου του και φεύγουν είτε τις θέλει είτε όχι. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τα συναισθήματά του, με τις διαθέσεις του, με τα λόγια του και τις πράξεις του. Αν λοιπόν δεν μπορεί να παραδεχτεί ότι δεν είναι καθόλου συνειδητός για όσα λέει και κάνει, ούτε έχει απόλυτο έλεγχο στις σκέψεις, στις διαθέσεις και στα συναισθήματα του, όπως και το ότι δεν είναι πάντα ένα και το ίδιο πρόσωπο, όλα αυτά θα παραμείνουν κρυμμένα από αυτόν εξαιτίας της δύναμης της φαντασίας του και του όλου αισθήματος για τον εαυτό του, του όλου συναισθήματός του για το «εγώ» του, με αποτέλεσμα η σχέση του με τις εσωτερικές του καταστάσεις να είναι λαθεμένη. Αν όμως ένας άνθρωπος μέσα από την πρακτική και ειλικρινή αυτοπαρατήρηση δεν πιστεύει πια ότι είναι ένα και δεν αποδίδει σε αυτήν την φανταστική ατομικότητα, όλα όσα υπάρχουν και όσα μπαίνουν στον εσωτερικό του κόσμο, αρχίζει να κάνει κατορθώσιμη την αλλαγή του. Διότι ο άνθρωπος μπορεί να δεχτεί βοήθεια μόνο μέσα από αυτό που πιστεύει. Αν πιστεύει ότι είναι ένας, καμία βοήθεια δεν μπορεί να τον πλησιάσει, διότι αποδίδει τα πάντα στον εαυτό του, και έτσι είναι όχι μόνο υπαίτιος για το καθετί αλλά και μέχρι το έπακρον γεμάτος από τον εαυτό του, χωρίς να υπάρχει χώρος για τίποτε άλλο. Αλλά όταν ένας άνθρωπος βλέπει ότι δεν έχει το δικαίωμα να θεωρεί τον εαυτό του σαν ένα, ότι μέσα του υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι που μερικοί από αυτούς είναι πολύ δυσάρεστοι και ότι δεν έχει πλήρη συνειδητότητα ούτε ατομική θέληση, μολονότι αυτό θα πηγαίνει κόντρα στη ματαιοδοξία του και θα είναι οδυνηρό για την περηφάνια του, θα αποτελέσει το σημείο εκκίνησης για την αλλαγή του Είναι...