Το γεγονός ότι ο Πλάτων θεωρεί τον Παρμενίδη «πνευματικό πατέρα του» και προσδιορίζεται ως ο ύστερος μαθητής του και διάδοχός του εξ αυτού, μας υποχρεώνει να προβούμε σε μια συγκριτική έρευνα των διαφορών της Παρμενιδικής από την Πλατωνική θεωρία. Καθώς, επίσης, τα βιώματα, η βούληση και οι επιθυμίες μετέχουν στη διαμόρφωση της γενικότερης αντίληψης, είμαστε υποχρεωμένοι να τα λάβουμε υπόψη μας και αυτά.
Τέλος, πρέπει να τονιστεί ότι οι υπάρχουσες διαφορές, όπου και να κλίνουν, ουδόλως επηρεάζουν την αξία ενός φιλόσοφου. Ως εκ τούτου, η συγκριτική έρευνα μεταξύ των δυο στοχαστών που επιχειρείται, αποσκοπεί μόνο να εισφέρει στην κατανόησή τους.
Ο Παρμενίδης και ο Πλάτων, οι οποίοι απέχουν μεταξύ τους κάπου 100 χρόνια, κρατούσαν και οι δυο από ηγεμονική γενιά. Ο Πλάτων προήρχετο από τη γενιά του τελευταίου βασιλιά των Αθηνών, του Κόδρου, ο οποίος θυσιάστηκε για την πόλη του. Ήταν απόγονος του Σόλωνα και του Πεισίστρατου, στην καταγωγή Φιλαΐδης, μια οικογένεια που είχε δείξει έμπρακτα ότι δεν ενδιαφερόταν για τα χρήματα αλλά για την προκοπή της πόλης. Όσον αφορά την καταγωγή του Παρμενίδη δε γνωρίζουμε το γενεαλογικό του δέντρο, κρατούσε πάντως και αυτός από αρχοντική γενιά.
Η πρώτη πρακτική διαφορά τους εντοπίζεται στο ότι ο προγενέστερος Παρμενίδης ήταν ηγεμών, ο Πλάτων ήθελε να ηγεμονεύσει· ο πρώτος είχε την πολιτεία του, ο δεύτερος ονειρευότανε να την αποκτήσει. Και προσπάθησε με όλες τις δυνάμεις του γι’ αυτό, από την Αθήνα ως τη Σικελία, δίχως να το κατορθώσει...
Ο Πλάτων θεωρούσε ουσιαστικά τον Παρμενίδη δάσκαλο, ενώ ο Σωκράτης ήταν η παντιέρα, το έμβλημά του, κάνοντάς τον σύμβολο, λέγοντας στους Αθηναίους «να τι κάνατε με τη δημοκρατία σας, σκοτώσατε τον καλύτερο». Σε αυτό συναινεί το γεγονός ότι όταν ο Σωκράτης καταδικάστηκε, ο Πλάτων νεαρός ων, πήγε να μιλήσει στη δίκη του, αλλά ως γνωστόν οι δικαστές του είπαν «είσαι μικρός εσύ, κάτσε κάτω», οπότε φυσιολογικά δεν πρόλαβε να ζήσει το Σωκράτη. Ήταν όμως στην ψυχή του, ο δάσκαλος των παιδικών του χρόνων, ενώ ο Παρμενίδης αποτέλεσε το σπούδαγμά του.
Για τα παιδικά χρόνια του Παρμενίδη έχουμε ήδη αναφέρει ότι μαθήτευσε με ικανούς δασκάλους, ίσως με τους καλύτερους, και ότι οι γνώσεις που είχε παραπέμπουν στο ότι ήταν περισπούδαστος μαθητής, σε αντίθεση με τον Πλάτωνα, που δεν ήταν. Είναι γνωστό ότι τον απέβαλλαν από τις σχολές που φοιτούσε χωρίς να τις ολοκληρώσει, διότι «κοινοποιούσε νωρίς τα συμπεράσματά του», φτιάχνοντας δικές του θεωρίες. Του είχαν αποδοθεί, ως γνωστόν, τα προσωνύμια του «ευφάνταστου» και του «λογοκλόπου». Χάρη στο γεγονός ότι στη φιλοσοφία δεν υπάρχει παρθενογένεση, ο προσδιορισμός αυτός δεν αποτελεί μομφή· το ότι βιαζόταν όμως, είναι σίγουρα αρνητικό.
Η Πλατωνική διδασκαλία, είπαμε ότι βρίθει Παρμενιδικών στοιχείων, τα οποία όμως έχουν μια διαφορετική νοηματική χροιά από αυτήν του Παρμενίδη. Ας εξετάσουμε, όμως, μερικά, λαμβάνοντας υπόψη μας ότι ο Παρμενίδης ήταν Ξενοφανικός, Αναξιμάνδρειος και Ηρακλείτειος, ενώ ο Πλάτων 50% Παρμενιδικός, 30% Πυθαγορικός και 20% Ηρακλείτειος, περίπου.
Η αλληγορία του άρματος
Στο άρμα του Παρμενίδη τα άλογα είναι αγνώστου αριθμού, ίδια μεταξύ τους, με μεγάλη φρόνηση και γνώση του πού θα πάνε. Ηνίοχοι είναι οι αποκαλυμμένες Ηλιάδες και παρατηρητής ο άνθρωπος. Πρωταγωνιστικό ρόλο εδώ παίζει η ενσυναίσθηση.
Στο άρμα του Πλάτωνα τα άλογα είναι δυο, εντελώς ανόμοια μεταξύ τους, το ένα άσπρο, έχοντας τάση ως ουράνιο ένστικτο - ανώτερη επιθυμία να ανέλθει· το άλλο μαύρο, έχοντας τάση ως γήινο ορμέμφυτο - κατώτερη επιθυμία να κατέλθει. Τα ηνιοχεύει ο άνθρωπος και δεν υπάρχει επιβάτης. Πρωταγωνιστικό ρόλο εδώ, παίζει η λογική.
Πέραν αυτών, η ικανότητα του ηνίοχου, η οποία στον Παρμενίδη εμφανίζεται ως γήτευση, στον Πλάτωνα ορίζεται ως τέχνη. Ο Παρμενίδης στη γνώση οδηγείται, δείχνοντας ότι υπάρχει μέσα μας το φως, ενώ ο Πλάτων κατευθύνει, δείχνοντας ότι η γνώση αποκτάται και ότι μέσα μας υπάρχει ο κόσμος των σκιών.
Το φως - H αλληγορία του σπηλαίου
Το φως ως αλήθεια και γνώση, κατά τον Παρμενίδη, παρέχεται στην ανθρωπότητα επιμερισμένο, σαν το ουράνιο τόξο, σε χρώματα και αποχρώσεις. Στη θέση του επί της γνώσης ο φιλόσοφος εμφανίζεται, κοινώς, απλός και φυσικός.
Το πραγματικό φως, κατά τον Πλάτωνα, δεν μπορεί να το αντικρίσει ο άνθρωπος. Παρουσιάζεται εκτυφλωτικό. Αυτό που βλέπει είναι ένα φως δευτερογενές, από μια φωτιά. Εμφανίζεται δηλαδή στη θέση του επί της γνώσης πιο απόμακρος.
Ο άνθρωπος πάλι, κατά τον Πλάτωνα, παρουσιάζεται σαν να βρίσκεται σ’ ένα σπήλαιο αλυσοδεμένος με την πλάτη προς την είσοδο, να κοιτά τον κόσμο που προβάλλεται σαν παραλλάξεις και σκιές μέσω του φέγγους της φωτιάς που βρίσκεται στην πλάτη του, καθώς ο ήλιος δε φτάνει μέσα.
Στον Παρμενίδη, αντίθετα, δεν υπάρχει σπήλαιο ούτε αλυσίδες (τις οποίες βλέπουμε και μετά τον Πλάτωνα, στον Αριστοτέλη). Στην αλήθεια των χρωμάτων του Παρμενίδη αντιπαρατίθεται ο κόσμος των σκιών του Πλάτωνα, στο επιμερισμένο φως αντιπαραβάλλεται η μαυρόασπρη εκδοχή του. Η Αλήθεια, κατά τον Ελεάτη, βρίσκεται στην εδώ πραγματικότητα και μπορεί να ιδωθεί· η Αλήθεια, κατά τον Αθηναίο, είναι εκτός πραγματικότητας και όταν ιδωθεί, τυφλώνει. Ο Πλάτων αναφέρεται στην ανέλιξη της ψυχής που βρίσκεται αλυσοδεμένη. Ο Παρμενίδης αισθάνεται ελεύθερος και δεν υπάρχουν αλυσίδες.
3. Περί νόησης και γνώσης
Η νόηση, κατά τον Παρμενίδη, είναι αντικείμενο της πίστης και υποκείμενη της ενσυναίσθησης. Ο λογισμός παίζει ρόλο κατανόησης. Τα λάθη της αντίληψης του ανθρώπου αναφέρονται στο δυισμό. Στην πίστη είναι ουμανιστής και στις θέσεις του απόλυτος ενιστής.
Η νόηση, κατά τον Πλάτωνα, είναι υποκείμενη της προσπάθειας και αντικείμενο της επιστήμης. Το λογισμό τον θέτει δευτερεύοντα. Δεν υπεισέρχεται στη λαθεμένη βάση της κρίσης των ανθρώπων. Στην πίστη του είναι αξιοκράτης της κατεύθυνσης και στις θέσεις του ελιτίστας δυιστής.4
4. Περί του «είναι» και «δεν είναι»
Το «είναι» και το «δεν είναι» ο Παρμενίδης τα ορίζει ως τις δυο όψεις του ενός νομίσματος, συμπεριλαμβανόμενα και τα δυο στην οντολογία του «είναι».
Ο Πλάτων τα θέτει υπό αμφισβήτηση και, καθ’ όσον αποδέχεται ότι ο κόσμος είναι μεταφυσικός, το αποτέλεσμα είναι το «δεν είναι» να παρασύρει το «είναι», και μέσω αυτού το «ον», στον κόσμο του «επέκεινα», στην απόμακρη μεταφυσική.
Ως εκ τούτων, ο αληθής κόσμος κατά τον Πλάτωνα, μέσω του «είναι και του δεν είναι» βρίσκεται εκεί που υπάρχει το ον, στον κόσμο των τέλειων ιδεών, ενώ, κατά τον Παρμενίδη, ο αληθής κόσμος βρίσκεται εκεί που κείται το εόν, απόμακρα και «μέσα μας». Οι απόψεις τους, δηλαδή, είναι απόμακρες.
Ο Παρμενίδης του Πλάτωνα
Ο Πλάτων στο έργο του Παρμενίδης, επιχειρώντας μια κριτική ανάλυση επί του Ελεάτη στοχαστή, αποκαλύπτεται πελαγωμένος, μετατρέποντας το κείμενο αυτό σε ένα από τα πιο δυσνόητα της φιλοσοφίας. Καλύτερα να μην το έγραφε. Τι πράγματι εννοεί, ποια είναι η θέση του, κανείς δεν μπορεί να καταλάβει. Επομένως, κρίνοντας τον Πλάτωνα από το έργο του αυτό, δεν μπορεί κάποιος να μην αναλογιστεί ότι τουλάχιστον χαρακτηρισμοί «βιαστικός στις θεωρήσεις» και «ευφάνταστος», ίσως να μη στερούντο βάσης. Το «λογοκλόπος» όμως εδώ, αποκτάει άλλες διαστάσεις.
Η απορία, ως εκ τούτου που επέρχεται, είναι εάν πράγματι κατάλαβε ο Πλάτων τον Παρμενίδη ή σκοπίμως τον εξέτρεψε. Μην κρίνοντας το πρώτο αλλά το δεύτερο, προκύπτει ότι, εάν τον κατάλαβε, δεν μπορεί να θεωρηθεί παρμενιδικός, εάν όμως δεν τον κατάλαβε, τότε σίγουρα δεν είναι.
Άλλες διαφορές
Ο Παρμενίδης θεωρεί τον άνθρωπο καλό εκ γενετής αλλά στις θέσεις του λαθεμένο, αφού η ζωή και μόνο είναι το καλό, το κακό είναι η έλλειψη του καλού. Ο Πλάτων, αντίθετα, δεν εμπιστεύεται τον άνθρωπο, τον θεωρεί εκτός ολίγων εξαιρέσεων στις οποίες βάζει και τον εαυτό του, κακό, πιστεύοντας ότι το καλό είναι επίκτητο, καθαρά θέμα επιλογής και εκπαίδευσης. Ως εκ τούτων, ο Πλάτων υποβαθμίζει τον άνθρωπο, ενώ ο Παρμενίδης όχι.
Επίσης, ο Παρμενίδης δημιουργεί τη σύλληψη του ανώτατου πνευματικού όντος, ενώ ο Πλάτων επιφέρει εκ του όντος την ανώτατη πνευματική ιδέα.
Τέλος, κάτι που δεν είναι καθοριστικό, ελαφραίνει όμως το τοπίο: Ο Παρμενίδης έγραψε 1 έργο εκ του οποίου σώθηκαν με σημαντικές προσπάθειες τα 3/4 περίπου, ενώ ο Πλάτων έγραψε 36 έργα εκ των οποίων σώθηκαν χωρίς ιδιαίτερες προσπάθειες περί τα 42(!).
Σύνοψη
Είναι η φιλοσοφία κυρία του οίκου της ή ο οίκος κυριαρχεί επί της φιλοσοφίας; Το αμείλικτο αυτό ερώτημα που απασχολεί ενδόμυχα τον κάθε αγνά σκεπτόμενο, είναι ανάλογο με το ερώτημα της κότας και του αυγού ή της γλώσσας και τη νόησης, δηλαδή τι υπήρξε πρώτο. Η απάντηση είναι ότι η άδολη φιλοσοφία δεν έχει ούτε υπηρέτες, ούτε και αφέντες. Και ο Παρμενίδης αναμφίβολα δεν είχε· ήταν ο αφέντης.
Ένα δεύτερο ερώτημα που προκύπτει, παράγωγο του πρώτου, είναι: Ασχέτως τι ήταν στην οικία του ο Παρμενίδης, ακολουθεί και η φιλοσοφία την ειμαρμένη; Η απάντηση είναι: Ναι. Ο απόλυτος ενισμός του Παρμενίδη, που γίνεται αξιοκρατικός δυισμός από τον Πλάτωνα και διαμορφώνεται σε επιλεκτικό πολυισμό από τον Αριστοτέλη –επιλέγοντας ο τελευταίος ακόμα και τον κρίκο με τον οποίο θα σφαλιστεί στις αλυσίδες του ο άνθρωπος–, ακολουθεί σε όλους τους λαούς την ίδια εξελικτική πορεία.
Η ζωή ξεκινάει με το ένα· σπάζοντάς το τα κάνει δυο, όλα μαζί κάνουν τρία (η πρώτη απόμακρη σκέψη) κι εντέλλει όλα γίνονται κομμάτια, επιλέγοντας τελικά ο στοχαστής, πάλι ως αρχή, το ένα.
Ο Σίσυφος, ο οποίος μετακυλά ξανά και ξανά την πέτρα του, είναι η μοίρα του παγκόσμιου ανθρώπου. Πίσω όμως απο αυτόν βρίσκονται οι Δαναΐδες, με το άπατο πιθάρι τους, νερό για να του φέρουν. Οι αρχαίοι τις δυο αυτές τραγικές, αλλά και πεμπτουσιακές για τον άνθρωπο υπερβατικές μορφές, τις παρουσίαζαν συχνά μαζί, έχοντας διαισθανθεί τους αντίστοιχους συμβολισμούς της επιθυμίας και της εξ αυτής βούλησης.
Γι’ αυτό το λόγο θέλει τα πάντα θηλυκά στο έργο του ο Ελεάτης, αποδίδοντας την αρχή στο θηλυκό στοιχείο· και πρέπει να αισθάνεται τυχερός που έφτασε την πέτρα του επάνω στο βουνό, από νερό ξεδιψασμένος. Πρότυπο ως εκ τούτου πρέπει να λογίζεται στη μνήμη και στη σκέψη μας, ο τιτάνας Παρμενίδης.