Ο Πάρης, γνωστός και με το όνομα
Αλέξανδρος ή
Αλάξανδος, ήταν δευτερότοκος γιος του Πριάμου και της Εκάβης.
Γέννηση - Παιδικά χρόνια
Πρωτότοκος γιος ήταν ο Έκτορας, όμως όνειρο σημάδεψε τη γέννηση του δεύτερου παιδιού τους, του Πάρη:
… όταν ήταν να γεννήσει το δεύτερο παιδί η Εκάβη, είδε στον ύπνο της ότι γέννησε ένα δαυλό αναμμένο που διαμοιραζόταν σε ολόκληρη την πόλη και την έκαιγε. Όταν ο Πρίαμος έμαθε από την Εκάβη το όνειρό της, κάλεσε τον γιο του Αίσακο· γιατί ήξερε να εξηγεί τα όνειρα, τέχνη που έμαθε από τον Μέροπα, παππού του, από την πλευρά της μάνας του. Αυτός είπε ότι το παιδί θα γινόταν η καταστροφή της πατρίδας του και τον συμβούλευσε να το αφήσει έκθετο. Και ο Πρίαμος, όταν γεννήθηκε το παιδί, το έδωσε σε έναν δούλο, που ονομαζόταν Αγέλαος, να το μεταφέρει στην Ίδη και να το αφήσει εκεί. Για πέντε μέρες το βρέφος, που εκείνος είχε εγκαταλείψει, τράφηκε από μιαν αρκούδα. Κι όταν το βρήκε σώο, το μάζεψε, το έφερε στους αγρούς και το ανέθρεψε σαν να ήταν δικό του παιδί, αφού το ονόμασε Πάρη. Έφηβος πια και ασύγκριτος σε ομορφιά και δύναμη, επονομάστηκε και Αλέξανδρος, επειδή κυνηγούσε τους ληστές και προστάτευε τα κοπάδια. Και ύστερα από όχι μεγάλο χρονικό διάστημα, βρήκε τους γονείς του. (Απολλόδωρος 3.12)
Ο Πίνδαρος παραλλάσσει το όνειρο της Εκάβης. Είδε, λέει, πως είχε γεννήσει τέρας με εκατό χέρια· σε καθένα κρατούσε από ένα δαυλό αναμμένο και σώριαζε την Τροία σε ερείπια.
Άλλη εκδοχή αναφέρει πως οι μάντεις, κυρίως ο Αίσακος, γιος του Πρίαμου από άλλη γυναίκα, την Αρίσβη, δήλωσαν πως το παιδί που θα γεννιόταν μια ορισμένη μέρα θα προκαλούσε την καταστροφή της Τροίας και ότι όφειλαν να σκοτώσουν μητέρα και παιδί. Παρότι ο Πάρης γεννήθηκε πριν νυχτώσει εκείνη η ημέρα, ο Πρίαμος λυπήθηκε το παιδί και δεν το σκότωσε, όπως και η Εκάβη, παρά την προτροπή της ιέρειας του Απόλλωνα, της Ηροφίλης (Γεννήθηκε στη Μαρπησσό της Τρωάδας από μια Νύμφη και ένα βοσκό της Ίδης, τον Θεόδωρο. Δεύτερη ηλικιακά από τις Σίβυλλες προέβλεψε ότι η καταστροφή της Τροίας θα ερχόταν από γυναίκα της Σπάρτης. Ταξίδεψε σε πολλά μέρη, την Κλάρο, τη Σάμο, τη Δήλο, τους Δελφούς, και προφήτευε κάθε φορά πάνω σε μια πέτρα που κουβαλούσε μαζί της. Πέθανε στην Τρωάδα και έδειχναν τον τάφο της στο δάσος του Σμινθίου Απόλλωνα). Αντ' αυτού σκότωσε τον Μούνιππο, που επίσης γεννήθηκε την καθορισμένη και προορισμένη ημέρα, γιο της Κίλλας από τον Θυμοίτη, αδελφό ή κουνιάδο του Πριάμου (Ευφορίων, απ. 55).
Στην εκδοχή που παραδίδει ο Απολλόδωρος και άλλοι, ο δούλος Αγέλαος, που εγκατέλειψε το παιδί στο βουνό, επέστρεψε μετά από πέντε ή εννέα μέρες στο σημείο που το είχε αφήσει. Βαθιά ήταν η έκπληξή του, γιατί βρήκε το βρέφος ακόμα ζωντανό. Το πήρε σπίτι του μέσα σε ένα δισάκι, για να το αναθρέψει σαν δικό του παιδί, ενώ πήγε στον Πρίαμο τη γλώσσα ενός σκύλου ως απόδειξη της εκτελέσεως της διαταγής (Στον μύθο είναι συνηθισμένο να εκτίθενται σε άγρια βουνά τα αρσενικά παιδιά (Οιδίπους, Αμφίων, Ζήθος, Ασκληπιός, Πάρης, Τήλεφος) που συνήθως διασώζονται και εκπληρώνουν ένα σπουδαίο πεπρωμένο).
Η βασιλική καταγωγή του Πάρη προδινόταν από την ξεχωριστή ομορφιά και εξυπνάδα του: παιδί ακόμα ξέκανε μια συμμορία από ζωοκλέφτες και επέστρεψε τα ζώα που είχαν κλέψει στο κοπάδι. Γι' αυτή του την ικανότητα να προστατεύει οι άλλοι βοσκοί του απέδωσαν το τιμητικό όνομα Αλέξανδρος. Παρετυμολογία αποδίδει το όνομα Πάρης στη λέξη πήρα που στα αρχαία ελληνικά σημαίνει δισάκι, ταγάρι· έτσι το όνομα του παιδιού το συνδέει με τη διάσωσή του.
Ο αναγνωρισμός
Υπηρέτες του Πρίαμου πήγαν να πάρουν ταύρο από τα κοπάδια που φύλαγε ο Πάρης και στον οποίο είχε ιδιαίτερη αδυναμία. Ο ταύρος ήταν το έπαθλο για τον νικητή στους νεκρικούς αγώνες που είχε κηρύξει ο Πρίαμος για τον χαμένο του, όπως πίστευε, γιο, τον Πάρη.
Πεπεισμένος ο Πάρης ότι μπορούσε να διεκδικήσει πίσω τον ταύρο του αποφάσισε να πάρει μέρος στους αγώνες. Πράγματι, νίκησε όλα του τα αδέλφια σε όλα τα αγωνίσματα, κάτι που προκάλεσε την οργή του Δηίφοβου για την ταπείνωση να νικηθούν από ένα δούλο. Τράβηξε το σπαθί του για να σκοτώσει τον Πάρη που προσέπεσε ικέτης στον βωμό του Δία, όπου τον αναγνώρισε η αδελφή του, η μάντισσα Κασσάνδρα. Με τις μαντικές της ικανότητες είδε και τις συμφορές που θα έφερνε ο Πάρης στην Τροία και θέλησε με πέλυκυ να τον σκοτώσει. Όμως οι γονείς, χαρούμενοι για την ανεύρεση του θεωρούμενου νεκρού γιου, του έδωσαν τη θέση του στο βασιλικό παλάτι.
Άλλη εκδοχή αποδίδει τον αναγνωρισμό στα παιδικά ρούχα που φορούσε στο βουνό και με τα οποία απέδειξε την ταυτότητά του.
Η «Κρίση του Πάρι»
Για να τιμήσει τους γάμους του Πηλέα με τη Θέτιδα, ο Δίας, οργάνωσε συνεστίαση στον Όλυμπο, όπου παρακάθισαν, προσκεκλημένοι, όλοι οι θεοί, οι θεές, οι ημίθεοι, εκτός από την Έριδα, θεά της διχόνοιας. Η Έριδα εκδικήθηκε την προσβολή πετώντας ένα χρυσό μήλο που έγραφε πάνω του τη λέξη «καλλίστῃ», δηλαδή «για την ομορφότερη», προκαλώντας διένεξη ανάμεσα στις θεές ποια έπρεπε να το παραλάβει.
Ήρα, Αθηνά, Αφροδίτη διεκδίκησαν την τιμή να τους αποδοθεί το μήλο και ζήτησαν από τον Δία να επιλέξει τη μία από αυτές. Ο Δίας, μη μπορώντας να αποφασίσει, επέλεξε τον Πάρη να κρίνει, γιατί τον θεωρούσε δίκαιο κριτή. Σύμφωνα με κάποια εκδοχή η φήμη του αυτή οφειλόταν στο εξής:
Ο Πάρης περνούσε την ώρα τους βάζοντας τους ταύρους του Αγελάου να μάχονται μεταξύ τους. Ένας από αυτούς ξεχώρισε με τις νίκες του και αυτόν έβαζε ο Πάρης να αγωνίζεται εναντια στους κορυφαίους ταύρους άλλων κτηνοτρόφων. Τους νίκησε όλους και τότε ο Πάρης προσέφερε ένα χρυσό στέμμα σε όποιο ταύρο μπορούσε να νικήσει τον δικό του. Ο θεός Άρης απάντησε στην πρόκληση, μεταμορφώθηκε σε ταύρο και, βέβαια, νίκησε εύκολα. Ο Πάρης έδωσε το έπαθλο, όπως το είχε προκηρύξει. Η εντιμότητά τους στην κρίση παρακίνησε τους Ολύμπιους να ορίσουν τον Πάρη κριτή του θεϊκού διαγωνισμού ανάμεσα στην Ήρα, την Αφροδίτη και την Αθηνά.
Συνοδευόμενες από τον Ερμή, οι τρεις θεές πλησίασαν τον Πάρη, καθώς έβοσκε τα βόδια του στο βουνό. Η καθεμιά του έταξε δώρα: η Ήρα πολιτική δύναμη για όλη την Ασία και πλούτη· η Αθηνά, ικανότητα στη μάχη και σοφία· η Αφροδίτη την Ελένη, την ομορφότερη γυναίκα πάνω στη Γη. Ο Πάρης επέλεξε την Αφροδίτη.
Η αρπαγή της Ελένης
Ο Πάρης έφτασε στη Σπάρτη με πλοία που είχαν φτιαχτεί αποκλειστικά για αυτό το ταξίδι, μια και οι Τρώες δεν ήταν λαός θαλασσινός. Η ίδια η θεά Αφροδίτη τον οδήγησε μέχρι τις Αμύκλες, όπου φιλοξενήθηκε από τους Τυνδαρίδες, και μετά στη Σπάρτη, όπου φιλοξενήθηκε από τον Μενέλαο.
Άλλη εκδοχή αποδίδει την έλευση του Πάρη στον Μενέλαο και όχι σε θεϊκή παρέμβαση. Λεγόταν, δηλαδή, ότι ο Μενέλαος είχε κάποτε φιλοξενηθεί στην Τροία από τον Πάρη, όταν χρησμός τον έφερε στην περιοχή για να θυσιάσει στους τάφους των γιων του Προμηθέα και να εξευμενίσει τους θεούς, ώστε να απαλλαχτεί η Σπάρτη από την ξηρασία που την έπληττε. Αργότερα, ο Μενέλαος ανταπέδωσε τη φιλοξενία στον Πάρη και τον καθήρε από τον ακούσιο φόνο του μικρού Ανθέα, γιου του Αντήνορα, που είχε διαπράξει· τότε είχε αναγκασθεί να εγκαταλείψει την Τροία ακολουθώντας τον Μενέλαο στο ταξίδι της επιστροφής του μετά την τέλεση των νενομισμένων θυσιών. Πριν πάνε στη Σπάρτη πέρασαν από τους Δελφούς, ο ένας για να ζητήσει χρησμό αν, εκτός από την κόρη που είχε, την Ερμιόνη, θα αποκτούσε και γιο, ο άλλος πώς να αρπάξει την Ελένη. Ο Απόλλωνας έμεινε βουβός ύστερα από προσταγή του Δία και με την απορία για το τι είχε στο μυαλό του ο υπέρτατος θεός.
Δέκα μέρες μετά την έλευσή του ο Μενέλαος ειδοποιήθηκε για τον θάνατο του Κατρέα, παππού του από την πλευρά της μητέρας του, και έφυγε αμέσως για την Κρήτη, για να τον κηδέψει, αφήνοντας εντολή στην Ελένη να περιποιηθεί τον ξένο τους, ο οποίος από την πρώτη στιγμή της είχε προσφέρει πλούσια δώρα. Εκμεταλλευόμενος την απουσία του Μενέλαου, ο Πάρης έφυγε με την Ελένη, με σκλάβες και θησαυρούς από το παλάτι του οικοδεσπότη. Για άλλους συγγραφείς η απαγωγή της Ελένης έγινε με τη συγκατάθεσή της -σαγηνεύτηκε από την ομορφιά του νέου και τα πλούτη του-, άλλοι θεωρούν ότι έγινε με τη βία, άλλοι ότι τον γάμο αυτό ενθάρρυνε ο ίδιος ο Τυνδάρεος, ο θνητός πατέρας της Ελένης, και άλλοι ότι έγινε με την παρέμβαση της Αφροδίτης και εν αγνοία της Ελένης, καθώς η θεά έδωσε στον Πάρη τη θωριά του Μενέλαου.
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (2.117) το καράβι των δύο εραστών έφτασε στην Τροία μέσα σε τρεις ημέρες. Άλλοι παραδίδουν πως τους βρήκε κακοκαιρία -την προκάλεσε η Ήρα- που τους έριξε στη Σιδώνα, τη Φοινίκη, την Κύπρο. Αργότερα, πρόσθεσαν σε αυτή την εκδοχή και άλλες λεπτομέρειες· ότι, δηλαδή, ο Πάρης κατέλαβε τη Σιδώνα, αν και είχε γίνει φιλικά δεκτός από τον βασιλιά, λεηλάτησε το παλάτι και έφυγε κυνηγημένος από τους Φοίνικες. Άλλη παραλλαγή θέλει τον Πάρη να καθυστερεί στη Φοινίκη και την Κύπρο, για να αποφύγει το κυνηγητό του Μενέλαου.
Σύμφωνα με άλλες παραδόσεις ο Ερμής άρπαξε την Ελένη και την πήγε στην Αίγυπτο υπό την προστασία του βασιλιά Πρωτέα και ο Πάρης μετέφερε στην πόλη του ένα ομοίωμα της Ελένης καμωμένο από νέφος. Ήταν η Ήρα που προκάλεσε αυτή την αντικατάσταση, για να εκδικηθεί τον Πάρη για την εκλογή της Αφροδίτης ως της ωραιότερης θεάς (Απολλόδ. Επ. 3.4-5).
Με όποιον τρόπο κι αν έγινε η αρπαγή και όποιαν ή ό,τι μετάφερε ο Πάρης στην Τροία, οι Έλληνες ενώθηκαν εναντίον της Τροίας, καθώς οι υποψήφιοι γαμπροί της Ελένης, πριν από τον γάμο της με τον Μενέλαο, είχαν δεσμευτεί με όρκο ότι θα υπερασπίζονταν τον μελλοντικό γάμο της Ελένης, όποιος και αν ήταν ο σύζυγός της. Μόλις λοιπόν η Ελένη έφυγε με τον Πάρη στην Τροία, ο Μενέλαος υπενθύμισε αυτό τον όρκο. Έλενος και Κασσάνδρα προέβλεψαν την έκβαση του ταξιδιού του Πάρη.
Ο Πάρης στον Τρωικό Πόλεμο
Περισσότερο ως Αλέξανδρος αναφέρεται στην Ιλιάδα (46 φορές) και λιγότερο ως Πάρης (13 φορές). Αν δεχτούμε την ετυμολογία του ονόματός του Αλέξανδρος θα πρέπει να ήταν πολεμιστής γενναίος. Στον απόηχο αυτού του ήρωα, όχι μόνο κλέβει την Ελένη αλλά διαθέτει το κύρος να επιβάλει τον πόλεμο στους Τρώες, και να τον συνεχίσει ακόμη κι όταν ο Αντήνορας προτείνει να δώσουν την Ελένη πίσω στον Μενέλαο (Η 347 κ.ε.). Επιπλέον, σκοτώνει τον Αχιλλέα, όμως με βέλος, δηλαδή από μακριά (Αιθιοπίδα, Πρόκλος 62), καθοδηγούμενο ίσως από τον Απόλλωνα· ή ακόμη και με δόλο μέσα στον ναό του Απόλλωνα.
Αυτός ο πολεμιστής λίγο θυμίζει τον μαλθακό Πάρη της Ιλιάδας, τον αγύμναστο και όχι πολύ γενναίο, που προτιμά το τόξο παρά άλλο όπλο που θα τον έφερνε κοντά στον εχθρό. Κάποιες φορές, σπάνια, εμφανίζεται βαριά οπλισμένος με θώρακα, ασπίδα, δόρυ, σπαθί (Ζ 503-514, Γ 328-338*). Ο αδελφός του Έκτορας συχνά τον επιτιμούσε για τη στάση του, κάτι που ο Πάρης δεχόταν (Ζ 515-529**).
Από τις πρώτες μονομαχίες του δέκατου έτους ήταν του Πάρη και του Μενέλαου που μονομάχησαν σε μια προσπάθεια να τελειώσει ο πόλεμος χωρίς παραπέρα αιματοχυσία. Ο Μενέλαος νίκησε εύκολα τον Πάρη, αλλά προτού φέρει σε πέρας τη μονομαχία***, η Αφροδίτη απομάκρυνε τον προστατευόμενό της με υπερφυσικό τρόπο. Ο Πάρις επέστρεψε στο υπνοδωμάτιό του, και η θεά υποχρέωσε την Ελένη να είναι στη διάθεσή του (Γ 380-454****).
Απών από τις περισσότερες μάχες, αναγκάστηκε κάποια στιγμή από τον Έκτορα να εγκαταλείψει τα δώματα της Ελένης και να πολεμήσει. Σκότωσε τον Μενέσθιο και, προτιμώντας να μην αντιμετωπίσει τον Διομήδη σε μάχη σώμα με σώμα, τραυμάτισε τον Μαχάονα, τον Ευρύπυλο, και στην επίθεση στο στρατόπεδο των Ελλήνων τον Ευχήνορα και τον Δηίοχο. Πλήγωσε τον Διομήδη με ένα βέλος στο πόδι, όμως όταν ο Διομήδης τον προκάλεσε να πολεμήσει, παρά την πληγή του, ο Πάρις απομακρύνθηκε.
Όλες οι παραδόσεις αποδίδουν τον θάνατο του Αχιλλέα στον ίδιο τον Πάρη ή και στη συμβολή του Απόλλωνα ή σε ναό του Απόλλωνα. Λεγόταν, λοιπόν, ότι προς το τέλος του πολέμου, ο Πάρης πλήγωσε τον Αχιλλέα θανάσιμα στη φτέρνα, πάλι με βέλος, που κάποιες παραλλαγές το θέλουν να κινείται καθοδηγούμενο από τον θεό Απόλλωνα. Άλλοτε πάλι ο φόνος συντελείται με μαχαίρι μέσα στον ναό του Απόλλωνα της Θύμβρας, όπου ο άοπλος, γαμπροστολισμένος και ερωτευμένος Αχιλλέας περίμενε την Πολυξένη για τον γάμο τους· το είχε συμφωνήσει με τον Πρίαμο και ότι θα έληγε ο πόλεμος με την επιστροφή της Ελένης στους Αχαιούς. Ο χαμένος από τη συμφωνία Πάρης σκότωσε τον Αχιλλέα με δόλο, καθώς ο Μυρμιδόνας δέχτηκε τη μαχαιριά του υποτιθέμενου νέου αδελφού του (Σχόλια στον Ευρ. Εκάβη 41 και 388 και Τρωάδες 16).
Έρωτας και Θάνατος
Νέος ο Πάρης, ερωτεύθηκε την Οινώνη, μια Νύμφη της Ίδης. Ο πατέρας της ήταν ο Κεβρηνός (ποτάμιος θεός, παραπόταμος του Σκάμανδρου) ή ο Οινέας και η ίδια είχε το χάρισμα της μαντικής και της γνώσης των ιαματικών βοτάνων, ιδιότητες που της έδωσε ο Απόλλωνας ως έπαθλο για την παρθενία της. Με την Οινώνη απέκτησε ένα γιο, τον Κόρυθο, ωστόσο την εγκατέλειψε για την Ελένη. Η Οινώνη τον προειδοποίησε για την εξέλιξη:
Αυτή κατείχε τη μαντική από τη Ρέα και προειδοποιούσε τον Αλέξανδρο να μην κάνει πανιά για την Ελένη. Επειδή δεν τον έπειθε, του είπε σε περίπτωση που τραυματισθεί να καταφύγει σε αυτήν· γιατί μόνο αυτή μπορούσε να τον θεραπεύσει. Όταν αυτός άρπαξε την Ελένη από τη Σπάρτη και η Τροία βρισκόταν σε πόλεμο, τραυματισμένος από τον Φιλοκτήτη με τα τόξα του Ηρακλή, επέστρεψε στην Οινώνη, στην Ίδη. Αυτή όμως, από μνησικακία, αρνήθηκε να τον θεραπεύσει. Ο Αλέξανδρος, λοιπόν, την ώρα που μεταφερόταν στην Τροία, πέθανε, ενώ η Οινώνη, μετανιωμένη, έφερε τα φάρμακα που θα τον θεράπευαν, τον βρήκε όμως νεκρό και κρεμάστηκε. (Απολλόδωρος 3.12)
Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, όταν ο Πάρης τραυματίσθηκε θανάσιμα από τον Φιλοκτήτη προς το τέλος του πολέμου, ήταν η Ελένη που πήγε στο όρος Ίδη να ικετεύσει την Οινώνη να τον γιατρέψει. Η Οινώνη αρνήθηκε, η Ελένη επέστρεψε άπραγη στην Τροία, ο Πάρις πέθανε την ίδια μέρα και η Νύμφη της Ίδης, μετανιωμένη, έπεσε στη νεκρική πυρά. Νωρίτερα ο Πάρης είχε σκοτώσει τον γιο που είχαν αποκτήσει μαζί, τον Κόρυθο, γιατί, ωραιότερος από τον πατέρα του, τον ερωτεύτηκε η Ελένη και τον κάλεσε στους θαλάμους της (Παρθέν., Ερωτ. Παθ. 34 και Ελλάνικος 1a,4,F.29.2-1a,4,F.29.6*****). Οινώνη και Πάρης θάφτηκαν μαζί στην τρωική Κεβρήνη. ).
-----------------------------
*Ο Πάρης οπλισμένος και όμορφος
Αλλά δεν αργοπόρησε στα δώματά του ο Πάρις·
εζώσθη τα πολύχαλκα και υπέρλαμπρα άρματά του,
την πόλιν γοργά διάβηκεν, ως ήταν πτεροπόδης·
και ως όταν σπάσει τον δεσμόν καλοθρεμμένος ίππος,
βροντά τετραποδίζοντας στην ανοικτήν πεδιάδα,
να λούεται στο καθαρό ποτάμι μαθημένος·
την κεφαλήν κρατεί υψηλά, την χαίτην ανεμίζει,
και υπερηφανευόμενον στα κάλλη του τον φέρνουν
στες μαθημένες του βοσκές γοργά τα γόνατά του,
ομοίως απ' την Πέργαμον ο Πριαμίδης Πάρις
περήφανος κατέβαινε με πόδια φτερωμένα
και στ' άρματα ωσάν ήλιος λαμποκοπούσεν όλος.
Κι έβαλε την υπέρλαμπρην αρματωσιά του ο θείος
Αλέξανδρος, ο σύγκλινος της όμορφης Ελένης.
Τα σκέλη πρώτα με λαμπρές κνημίδες περιζώνει,
με τες περόνες αργυρές καλά θηλυκωμένες,
με θώρακα του αδελφού Λυκάονος ωραίον,
που στο κορμί του εταίριαζε, το στήθος περικλείει-
ξίφος ασημοκόμπωτον εκρέμασε απ΄ τους ώμους
χάλκινον, κι έπειτα τρανήν βαρύτατην ασπίδα.
Εις την ανδρείαν κεφαλήν καλόν έβαλε κράνος
και με την χαίτην σείονταν φρικτός. επάν' ο λόφος
και αρμόδιο στην παλάμην του δεινό κοντάρι επήρε.
(Ιλ. Ζ 501-514, Γ 328-338)
**Συνομιλία Έκτορα - Πάρη
Τον θείον εύρηκε αδελφόν κει πόμελλε να στρέψει
απ' όπου με την ποθητήν γυναίκα του ομιλούσε.
Και πρώτος ο θεόμορφος Αλέξανδρος του είπε:
«Έγκαιρα δεν επρόφθασα, καθώς έχεις προστάξει,
ω σεβαστέ μου· σε κρατώ και συ πολύ σπουδάζεις».
Και προς αυτόν απάντησεν ο λοφοσείστης Έκτωρ:
«Γλυκέ μου, αν είναι δίκαιος, κανείς δεν θα σε ψέγει
στα έργα τα πολεμικά και ανδρειωμένος είσαι·
το θέλεις και οκνηρεύεσαι, και μέσα μου λυπούμαι,
όταν πολλούς ονειδισμούς εναντια σου προφέρουν
οι Τρώες που εξαιτίας σου βαρύν έχουν αγώνα.
Ας πάμε και θα διορθωθούν τούτ' αν θελήσει ο Δίας
να στήσομεν στα σπίτια μας ελεύθερον κρατήρα,
προσφοράν όλων των θεών μεγάλων, αιωνίων,
άμ' απ' την Τροίαν διώξομεν των Αχαιών τα πλήθη».
(Ιλ. Ζ 515-524)
***Μονομαχία Πάρη - Μενέλαου
Πρώτος ο Πάρις έριξε το μακρινό κοντάρι
και του Ατρείδη εκτύπησε την κυκλωτήν ασπίδα·
δεν έσπασε την δυνατήν ασπίδα η χάλκιν' άκρη
κι ελύγισε· και δεύτερος ο Ατρείδης επετάχθη
και πρώτα ευχήθη μέσα του: «Κάμε, ω πατέρα Δία,
να εκδικηθώ τον άνθρωπο που αδίκησέ με πρώτα,
τον θείον Πάριν να σβησθεί στην λόγχην μου αποκάτω,
για να τρομάζει στο εξής καθένας ν' αδικήσει
τον άνθρωπον που σπίτι του φιλόξενα τον δέχθη».
Είπε και το μακρόσκιον ετίναξε κοντάρι
και του Αλεξάνδρου εκτύπησε την κυκλωτήν ασπίδα.
Έσπασε η λόγχ΄ η δυνατή την φωτεινήν ασπίδα,
και στον ωραίον θώρακα εμπήχθη πέρα πέρα·
και τον χιτώνα του 'σχισε στο μέρος της λαπάρας.
Έσκυψε και τον θάνατον εξέφυγεν ο Πάρις·
το ξίφος τ' ασημόκομπον εσήκωσεν ο Ατρείδης
κι εκτύπησε το μέτωπο της περικεφαλαίας·
το ξίφος τρίμματ' έγινε και του 'πεσε απ' το χέρι·
κι εστράφη προς τον ουρανόν κι εγόγγυσ' ο Ατρείδης
«Δία πατέρα, ποιος θεός ολέθριος είναι ως είσαι;
Θαρρούσα πως τον Πάριδα θ' αντικακώσω τώρα,
και ιδού το ξίφος μου ΄σπασε στα χέρια και την λόγχην
έριξ' απ' την παλάμην μου χωρίς να τον φονεύσω».
Και όρμησ' ευθύς, τον άρπαξεν απ' το δασύ του κράνος,
τον έστριψε, τον έσερνε στων Αχαιών τα πλήθη·
τον έπνιγε στον τρυφερόν λαιμό του ανεβασμένο
το πολυκέντητο λουρί της περικεφαλαίας·
κι είχε τον σύρει και λαμπρήν την δόξαν θ' αποκτούσε,
αλλ' έγκαιρα το ενόησεν η Αφροδίτ' η θεία
κι έκοψε αμέσως το λουρί, σκληρό βοδιού τομάρι·
άδειο το κράνος πήγαινε με τ' ανδρειωμένο χέρι
του Ατρείδη, ώσπου το πέταξε στων Αχαιών τα πλήθη·
κι οι σύντροφοι το εδέχθηκαν· κι όρμησε αυτός οπίσω
λυσσώντας με το χάλκινο κοντάρι να τον σχίσει.
(Ιλ., Γ 346-379)
****Μονομαχία Πάρη - Μενέλαου
Πρώτος ο Πάρις έριξε το μακρινό κοντάρι
και του Ατρείδη εκτύπησε την κυκλωτήν ασπίδα·
δεν έσπασε την δυνατήν ασπίδα η χάλκιν' άκρη
κι ελύγισε· και δεύτερος ο Ατρείδης επετάχθη
και πρώτα ευχήθη μέσα του: «Κάμε, ω πατέρα Δία,
να εκδικηθώ τον άνθρωπο που αδίκησέ με πρώτα,
τον θείον Πάριν να σβησθεί στην λόγχην μου αποκάτω,
για να τρομάζει στο εξής καθένας ν' αδικήσει
τον άνθρωπον που σπίτι του φιλόξενα τον δέχθη».
Είπε και το μακρόσκιον ετίναξε κοντάρι
και του Αλεξάνδρου εκτύπησε την κυκλωτήν ασπίδα.
Έσπασε η λόγχ΄ η δυνατή την φωτεινήν ασπίδα,
και στον ωραίον θώρακα εμπήχθη πέρα πέρα·
και τον χιτώνα του 'σχισε στο μέρος της λαπάρας.
Έσκυψε και τον θάνατον εξέφυγεν ο Πάρις·
το ξίφος τ' ασημόκομπον εσήκωσεν ο Ατρείδης
κι εκτύπησε το μέτωπο της περικεφαλαίας·
το ξίφος τρίμματ' έγινε και του 'πεσε απ' το χέρι·
κι εστράφη προς τον ουρανόν κι εγόγγυσ' ο Ατρείδης
«Δία πατέρα, ποιος θεός ολέθριος είναι ως είσαι;
Θαρρούσα πως τον Πάριδα θ' αντικακώσω τώρα,
και ιδού το ξίφος μου ΄σπασε στα χέρια και την λόγχην
έριξ' απ' την παλάμην μου χωρίς να τον φονεύσω».
Και όρμησ' ευθύς, τον άρπαξεν απ' το δασύ του κράνος,
τον έστριψε, τον έσερνε στων Αχαιών τα πλήθη·
τον έπνιγε στον τρυφερόν λαιμό του ανεβασμένο
το πολυκέντητο λουρί της περικεφαλαίας·
κι είχε τον σύρει και λαμπρήν την δόξαν θ' αποκτούσε,
αλλ' έγκαιρα το ενόησεν η Αφροδίτ' η θεία
κι έκοψε αμέσως το λουρί, σκληρό βοδιού τομάρι·
άδειο το κράνος πήγαινε με τ' ανδρειωμένο χέρι
του Ατρείδη, ώσπου το πέταξε στων Αχαιών τα πλήθη·
κι οι σύντροφοι το εδέχθηκαν· κι όρμησε αυτός οπίσω
λυσσώντας με το χάλκινο κοντάρι να τον σχίσει.
(Ιλ., Γ 346-379)
*****Έρωτες και απόγονοι του Πάρη
ἐκ δὲ Οἰνώνης καὶ Ἀλεξάνδρου παῖς ἐγένετο Κόρυθος. οὗτος ἐπίκουρος ἀφικόμενος εἰς Ἴλιον Ἑλένης ἠράσθη· καὶ αὐτὸν ἐκείνη μάλα φιλοφρόνως ὑπεδέχετο. ἦν δὲ τὴν ἰδέαν κράτιστος. φωράσας δὲ αὐτὸν ὁ πατὴρ ἀνεῖλεν. Νίκανδρος (F 108 Schn) μέντοι τὸν Κόρυθον οὐκ Οἰνώνης, ἀλλὰ Ἑλένης καὶ Ἀλεξάνδρου φησὶ γενέσθαι. (Ελλάνικος 1a,4,F.29.2-1a,4,F.29.6)