Υπενθυμίζοντας ότι για τον Αριστοτέλη ο διαχωρισμός της δημοκρατίας με την ολιγαρχία είναι πρωτίστως ταξικός (η ολιγαρχία προτάσσει την πολιτειακή συμμετοχή των λίγων πλουσίων ενώ η δημοκρατία των πολλών φτωχών) είναι φανερό ότι το κάθε πολίτευμα υπηρετεί και τα συμφέροντα της τάξης για την οποία ενδιαφέρεται: «Αν όμως κάποιος οδηγήσει καθεμιά από αυτές τις δύο στα άκρα, στην αρχή θα κάνει το πολίτευμα χειρότερο και τελικά θα το αφανίσει». Από τη μια η ολιγαρχία, αν ενισχύσει υπερβολικά τα συμφέροντα των λίγων, θα γίνει προκλητική με αποτέλεσμα να επιφέρει τη δυσαρέσκεια των πολλών και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για στάσεις κι επαναστατικά κινήματα που θα την ανατρέψουν. Από την άλλη, οι δημοκρατίες που κινούνται στη λογική της απόλυτης ικανοποίησης του κόσμου δεν μπορούν παρά να δράσουν ισοπεδωτικά φέρνοντας στο προσκήνιο το δημαγωγό (που ξέρει να κολακεύει τα πλήθη) και καταλύοντας το νόμο. Η αθηναϊκή πραγματικότητα των ψηφισμάτων που αντικαθιστούσαν την ισχύ του νόμου επιβάλλοντας παροδικές αποφάσεις (σύμφωνα με τα συμφέροντα που υπηρετούσαν οι δημαγωγοί) είναι για τον Αριστοτέλη η μεγαλύτερη απόδειξη των κινδύνων της δημοκρατικής ασυδοσίας.
Το σίγουρο είναι ότι η ταξική διαστρωμάτωση λειτουργεί ως αναγκαία συνθήκη και στα δύο πολιτεύματα, αφού και τα δύο τρέφονται από την αντιπαράθεση των οικονομικών άκρων. Κι αν για την ολιγαρχία αυτό δε χρειάζεται ιδιαίτερες επεξηγήσεις, αφού ολιγαρχία χωρίς πλούσιους δε νοείται, το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στη δημοκρατία, αφού δημοκρατία χωρίς πολλούς δε νοείται. Κι αυτή ακριβώς είναι η σημασία των πολλών και των λίγων κατά τον Αριστοτέλη, που επίσης έχει ταξικό περιεχόμενο, καθώς οι πολλοί είναι οι φτωχοί και οι λίγοι οι πλούσιοι: «κανένα από αυτά τα δύο πολιτεύματα δεν μπορεί να υπάρχει και να διατηρείται χωρίς τους εύπορους και το πλήθος». Η Αριστοτελική μεσότητα, αν αποδοθεί με ταξικό περιεχόμενο, αφορά την ενίσχυση της μεσαίας τάξης, που θα λειτουργήσει ως παράγοντας άμβλυνσης των οικονομικών αποστάσεων: «όταν όμως επέρχεται κάποια εξισορρόπηση των περιουσιών, αναγκαστικά μεταβάλλεται και το πολίτευμα».
Και βέβαια, η εξισορρόπηση των περιουσιών δεν μπορεί παρά να εννοηθεί ως ομαλότερη κατανομή του πλούτου που θα αποδυναμώσει τους πλούσιους ενισχύοντας τους φτωχούς. Γι’ αυτό και η μεσαία τάξη οφείλει να βρίσκεται πιο κοντά στα συμφέροντα των φτωχών. Γιατί η μεσαία τάξη που έχει συνειδητοποιήσει το ρόλο της πρέπει να ξέρει ότι εκπροσωπεί τη μεσότητα ως εξισορροπητικό παράγοντα των αντιθέσεων διασφαλίζοντας την κοινωνική αρμονία. Η μεσαία τάξη, που σύρεται πίσω απ’ τα συμφέροντα των πλουσίων φιλοδοξώντας να γίνει η ίδια πλούσια, στερείται ταξικής συνείδησης και στην ουσία παίζει τα παιχνίδια των άλλων υπονομεύοντας τη θέση της, αφού διασπάται και γίνεται ευάλωτη στις διαθέσεις των ισχυρότερων. Τελικά μπορεί να χάσει κι αυτά που έχει. Γι’ αυτό πρέπει να μεριμνά για την πληθυσμιακή της διεύρυνση, που μόνο με ενίσχυση των φτωχών μπορεί να επιτευχθεί. Από αυτή την άποψη, η μεσαία τάξη δεν είναι (ή μάλλον δε θα έπρεπε να είναι) απλώς ένα κοινωνικό στρώμα, αλλά στάση ζωής. Η κοινωνία που έχει συνειδητοποιήσει την αξία της μεσαίας τάξης είναι η κοινωνία που έχει καταφέρει να αντισταθεί στις σειρήνες του πλούτου πρεσβεύοντας το ιδανικό της ισορροπίας. Κι αυτός είναι ακόμη ένας λόγος που τόσο η δημοκρατία όσο και η ολιγαρχία ανήκουν στα στρεβλά πολιτεύματα. Γιατί τροφοδοτούνται από την πόλωση μεταφέροντας στα πολιτειακά τεκταινόμενα όλη την παθολογία αυτής της αντιπαράθεσης χωρίς όμως να δίνεται λύση. Η επιβολή της μεσαίας τάξης (που βέβαια δεν εκμηδενίζει αλλά περιορίζει τις άλλες δύο θέτοντας όρια και στον πλούτο και στη φτώχεια – η απόλυτη περιουσιακή εξίσωση θα υπονόμευε τους άξιους), ως αντίληψη κι όχι μόνο ως οικονομικό μέγεθος, είναι το πέρασμα στα ορθά πολιτεύματα, αφού θα οδηγούσε στην αξιοκρατική ισότητα και στον αλληλοσεβασμό, δηλαδή στην κοινωνική γαλήνη: «Επομένως οι νομοθέτες και οι πολιτικοί φθείρουν τα πολιτεύματα, εφόσον φθείρουν αυτές τις τάξεις με νόμους που αγγίζουν την υπερβολή».
Υπό αυτές τις συνθήκες και η δημοκρατία και η ολιγαρχία δεν μπορούν να αποφύγουν την υπερβολή, αφού η μεσότητα, ως ενδιάμεσος και διαμεσολαβητικός κρίκος των δύο άκρων δε φαίνεται να αποτελεί προτεραιότητα στις επιδιώξεις τους. Κι εδώ βρίσκεται και ο κίνδυνος της αστάθειας που απειλεί και τα δύο πολιτεύματα, καθώς το ζήτημα τίθεται ως αναμέτρηση που θα αναδείξει τον ισχυρό κι όχι ως αναζήτηση της ισορροπίας που θα επιφέρει την πολιτειακή σταθερότητα. Με δυο λόγια όλα βρίσκονται στον αέρα καθοδηγούμενα από τις συγκυρίες που διαμορφώνουν τη δυναμική της ισχύος του ενός ή του άλλου στρατοπέδου. Κι ο Αριστοτέλης το φωνάζει προς όλες τις κατευθύνσεις: «ένα πράγμα δεν πρέπει να παραβλεφθεί, που τώρα παραβλέπεται στα παρεκβατικά πολιτεύματα, και αυτό είναι η μεσότητα».
Τα πολιτεύματα που οικοδομούνται στη συγκρουσιακή βάση της εξυπηρέτησης των συμφερόντων δεν μπορούν παρά να είναι επίφοβα, αφού προτάσσουν τη διαχείριση της εξουσίας σαν πολεμική συνθήκη: «Οι οπαδοί όμως των παρεκβατικών πολιτευμάτων έχοντας τη γνώμη ότι το παρεκβατικό πολίτευμα είναι πλεονέκτημα, φθάνουν σε υπερβολή, καθώς παραβλέπουν ότι και η μύτη, για παράδειγμα, ακόμη και να αποκλίνει από την πανέμορφη ευθύτητα παίρνοντας σχήμα καμπουρωτό ή πλακουτσωτό, μύτη παραμένει, ωραία και χαριτωμένη». Οι οπαδοί της ολιγαρχίας και της δημοκρατίας είναι αδύνατο να αποφύγουν την πολωτική αντιπαράθεση, αφού και οι δύο διεκδικούν την τέλεια μύτη για τον εαυτό του χωρίς να ανέχονται ούτε καμπούρες ούτε πλακουτσώματα. Κι ο ένας τη θέλει μεγάλη κι άλλος μικρή. Μοιραία απαξιώνονται οι ισορροπίες. Το μόνο που μένει είναι η τέλεια παραμόρφωση: «Αν όμως γίνει περισσότερο μεγάλη και φθάσει σε υπερβολή, αρχικά χάνει τη συμμετρία του σχήματος και τελικά καταντά έτσι ώστε να μη φαίνεται πια ότι είναι μύτη εξαιτίας του υπερβολικά μεγάλου ή μικρού μεγέθους της».
Τελικά, και τα δύο πολιτεύματα δεν μπορούν παρά να δράσουν λαϊκιστικά, αφού επί της ουσίας υποθάλπουν την υποκρισία. Από τη μια στη δημοκρατία κυριαρχεί η υποκρισία του δημαγωγού κι από την άλλη στην ολιγαρχία οι διαχειριστές της εξουσίας πρέπει να υποστηρίζουν συγκεκριμένα συμφέροντα και ταυτόχρονα να διαβεβαιώνουν το λαό ότι δεν έχουν καμία πρόθεση να τον αδικήσουν: «Στις δημοκρατίες, όπου το πλήθος είναι πάνω από τους νόμους, το διαπράττουν οι δημαγωγοί (γιατί αυτοί πάντοτε διαιρούν την πόλη στα δύο, πολεμώντας τους εύπορους, μολονότι πρέπει πάντα να φαίνονται ότι τους υπερασπίζοντα). Αντίθετα στις ολιγαρχίες οι ολιγαρχικοί πρέπει να φαίνονται ότι υπερασπίζονται το λαό και να δίνουν όρκους αντίθετους από αυτούς που δίνουν τώρα, καθώς τώρα σε μερικές ολιγαρχίες δίνουν τον όρκο “κι εχθρικός προς το λαό θα είμαι και θα σχεδιάσω οποιοδήποτε κακό μπορώ εναντίον του”, ενώ πρέπει να νομίζουν και να υποκρίνονται το αντίθετο, επισημαίνοντας στους όρκους ότι “δεν θα αδικήσω το λαό”». Ο πολιτικός, που υπηρετεί συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα και ταυτόχρονα διαβεβαιώνει το λαό ότι υπερασπίζεται τα δικά του κι ότι δεν τον αδικεί, ακολουθεί ολοφάνερα την ολιγαρχική τακτική, όπως περιγράφεται από τον Αριστοτέλη, ασχέτως αν εκλέχτηκε με δημοκρατικές διαδικασίες.
Κι εδώ φτάνουμε στο ρόλο των διαχειριστών της πολιτείας, που αναγκαστικά θα παίξουν καταλυτικό ρόλο στη σταθερότητα του πολιτεύματος: «Τρία προσόντα οφείλουν να έχουν οι υποψήφιοι φορείς των ανώτατων εξουσιών. Αρχικά ειλικρινή αφοσίωση στο ισχύον πολίτευμα, έπειτα πολύ μεγάλη ικανότητα για την επιτέλεση των αρχηγικών τους καθηκόντων και τρίτο ηθικότητα και δικαιοσύνη ανάλογη προς το είδος του πολιτεύματος». Ο τρόπος που ο Αριστοτέλης καθορίζει τα προσόντα των ανθρώπων που στελεχώνουν τα ανώτατα αξιώματα καθιστά σαφές ότι δεν αναφέρεται τόσο στην αναζήτηση του ιδανικού πολιτεύματος, όσο στην παγίωσή του στη συνείδηση των πολιτών. Γι’ αυτό κι επικαλείται πρωτίστως την «ειλικρινή αφοσίωση» στο «ισχύον πολίτευμα». Αυτός που αναρριχάται στην εξουσία χωρίς να πιστεύει ούτε στις ιδέες του πολιτεύματος που υπηρετεί ούτε στους θεσμούς που το στηρίζουν ούτε στις διαδικασίες που αναδεικνύουν τη φιλοσοφία του είναι αδύνατο να τρέφει την ελάχιστη πολιτική εντιμότητα. Είναι αυτός που αντιμετωπίζει την εξουσία απολύτως ωφελιμιστικά, που καρπώνεται την ευκαιρία για να εξυπηρετήσει προσωπικά συμφέροντα. Είναι ο καιροσκόπος, ο αριβίστας, ο πολιτικός χαμαιλέοντας. Φυσικά δεν τρέφει κανένα σεβασμό για το πολίτευμα που δήθεν πρεσβεύει, όμως, πριν απ’ όλα, δε σέβεται το λαό που δήθεν εκπροσωπεί. Ως εκ τούτου είναι απολύτως ζημιογόνος.
Τα πολιτεύματα που αναδεικνύουν τέτοιους ανθρώπους στην εξουσία είναι αναγκασμένα να πληρώσουν την παθολογία που εκτρέφουν μέσα στους μηχανισμούς τους. Γιατί αυτοί οι άνθρωποι δεν αναρριχώνται τυχαία, αλλά μέσα από το πλέγμα των συμφερόντων που τους στηρίζει. Το πολίτευμα που δεν αντιτάσσει την ελάχιστη άμυνα στις πιέσεις των συμφερόντων είναι εξ’ ορισμού σαθρό. Και αυτή η σαθρότητα θα φέρει τους καιροσκόπους στο προσκήνιο. Η δημοκρατία που θα φέρει τους υπηρέτες της ολιγαρχίας στην κορυφή των αξιωμάτων είναι καταδικασμένη να συμπεριφέρεται ολιγαρχικά μετατρέποντας τις δημοκρατικές διαδικασίες σε ανούσιο περιτύλιγμα. Στην ουσία έχει ήδη αυτοαναιρεθεί. Κι εδώ μπαίνει η δεύτερη προϋπόθεση που θέτει ο Αριστοτέλης αναφορικά με την ικανότητα «για την επιτέλεση των αρχηγικών τους καθηκόντων», αφού μέσα στη σύγχυση των εννοιών η ικανότητα της διαχείρισης της εξουσίας, απολύτως στρεβλά, ταυτίζεται εξολοκλήρου με τη δυνατότητα χειραγώγησης του πλήθους. Η τοποθέτηση της πολιτικής εντιμότητας σε δεύτερη μοίρα είναι η ανάδειξη της απάτης σε πολιτική προτεραιότητα. Από τη στιγμή που αυτού του είδους οι πολιτικές προτεραιότητες γίνονται συνείδηση του λαού η δημαγωγία αποκτά επίσημες διαστάσεις ως διαμορφωτικός πολιτικός παράγοντας. Υπό αυτές τις συνθήκες είναι δεδομένο ότι οι πολιτικοί λένε ψέματα. Με άλλα λόγια είναι δεδομένο ότι κυριαρχεί αυτός που ξέρει να ξεγελά καλύτερα από τους άλλους, είναι δηλαδή δεδομένο ότι η πολιτική σκηνή μετατρέπεται σε αρένα συμφερόντων. Οι πόλεις που εκτρέφουν τέτοιου είδους πολιτικές αρένες οδεύουν σχεδόν μαθηματικά στην καταστροφή. Γιατί αυτού του είδους οι πολιτικές «ικανότητες» είναι αδύνατο να μεριμνήσουν για το συμφέρον της πόλης. Μετά την καταστροφή θα μπει σε εφαρμογή η «ικανότητα» της επίρριψης των ευθυνών στους άλλους.
Κι αυτός είναι και ο λόγος που τίθεται και η τρίτη προϋπόθεση σχετικά με τον κατάλληλο άνθρωπο για τη διαχείριση της εξουσίας και αφορά «την ηθικότητα και τη δικαιοσύνη». Με άλλα λόγια, ο ικανός που δεν έχει ηθική κρίνεται ακατάλληλος ή, ακόμη καλύτερα, η ηθική και η δικαιοσύνη καθορίζουν την καταλληλότητα του καθενός ξεκαθαρίζοντας ότι η έννοια της ικανότητας που επισημαίνει η δεύτερη προϋπόθεση αφορά τη δυνατότητα της πολιτικής φυσιογνωμίας να εξηγεί και να πείθει με σεβασμό στους θεσμούς, τις αξίες και τον κόσμο που εκπροσωπεί. Κι εδώ είναι το σημείο που επαναφέρεται, ως υπενθύμιση, και η πρώτη προϋπόθεση, που απαιτεί πρωτίστως την πίστη στο πολίτευμα, αφού αυτός που στελεχώνει τα ανώτατα αξιώματα πρέπει να διέπεται από την αίσθηση του δικαίου που είναι «ανάλογη προς το είδος του πολιτεύματος»: «γιατί, αν οι κανόνες του δικαίου δεν είναι οι ίδιοι σε όλα τα πολιτεύματα, είναι ανάγκη να διαφοροποιείται επίσης η φύση της δικαιοσύνης». Το δίκαιο, όπως διαμορφώνεται σε όλα τα πολιτεύματα δεν μπορεί παρά να είναι συνυφασμένο με την ηθική που το καθένα εκπροσωπεί. Και βέβαια δεν είναι ανάγκη να γίνει εδώ αναφορά στα τυραννικά πολιτεύματα που έτσι κι αλλιώς είναι απολύτως κατακριτέα (αλλά που επίσης απαιτούν οι αξιωματούχοι να είναι διαποτισμένοι από αυτού του είδους την ηθική). Εδώ αξίζει να αναφερθεί για μια ακόμη φορά η πραγμάτωση της μεσότητας ανάμεσα στα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα, καθώς ο στόχος της δικαιοσύνης είναι η απονομή του δικαίου που θα διασφαλίσει την ειρηνική συνύπαρξη. Η κατάφωρα μεροληπτική στάση της δικαιοσύνης υπέρ συγκεκριμένων ταξικών συμφερόντων δεν μπορεί παρά να επιφέρει την αδικία που θα υποκινήσει αναταραχές: «Γενικά, όσες νομικές διατάξεις κρίνουμε χρήσιμες στα πολιτεύματα όλες αυτές προστατεύουν τα πολιτεύματα και μάλιστα το σπουδαιότερο στοιχείο, το οποίο πολλές φορές αναφέρθηκε, η επιδίωξη δηλαδή να γίνει ισχυρότερο το πλήθος των ανθρώπων που υποστηρίζει το πολίτευμα από εκείνο που δεν το θέλει».
Κι όσο για το ερώτημα που μοιραία προκύπτει σχετικά με τον τρόπο της εκλογής των αξιωματούχων, ο Αριστοτέλης ξεκαθαρίζει ότι το σπουδαιότερο κριτήριο είναι η φύση του αξιώματος που θα ασκηθεί: «Έτσι για το αξίωμα του στρατηγού πρέπει να λάβουμε υπόψη περισσότερο τις στρατηγικές ικανότητες από την ηθική ακεραιότητα… Όμως, αν πρόκειται να εκλεγεί κάποιος νομοφύλακας ή ταμίας, θα σταθμίσουμε τα αντίθετα προσόντα (γιατί αυτά τα αξιώματα απαιτούν μεγαλύτερη ηθικότητα απ’ όση οι πολλοί διαθέτουν, ενώ όλοι κατέχουν την απαιτούμενη γνώση)». Με άλλα λόγια υπάρχουν αξιώματα που αναγκαστικά το βάρος πέφτει πάνω στη γνώση της άσκησής τους και άλλα που εστιάζουν στην ηθικότητα αυτών που τα ασκούν. Κι αυτό είναι και το βασικότερο κριτήριο της επιλογής των αξιωματούχων. Ο ηθικός πλην άσχετος με τα πολεμικά θα ήταν γελοίο να γίνει στρατηγός, γιατί θα ζημίωνε την πόλη. Κι αν η ικανότητα που σχετίζεται με τη γνώση είναι εύκολο να εξακριβωθεί, το πράγμα περιπλέκεται στην αναζήτηση της ηθικής ακεραιότητας, αφού όλοι διατείνονται ότι την κατέχουν. Ο Αριστοτέλης μπορεί να επισημαίνει την ηθικότητα ως κριτήριο για την ανάληψη ενός αξιώματος, αλλά δεν ξεκαθαρίζει ούτε τον τρόπο εντοπισμού του ατόμου που υπερέχει ούτε κάποια συγκεκριμένη διαδικασία που θα αναδείξει τον ηθικότερο. Το αφήνει στη δικαιοδοσία της γενικότερης κρατικής λειτουργίας, που οφείλει να εξασφαλίσει την αξιοκρατία τοποθετώντας τους κατάλληλους ανθρώπους στις κατάλληλες θέσεις.
Αυτός είναι και ο λόγος που παρουσιάζει την παιδεία ως σπουδαιότερο σταθεροποιητικό παράγοντα για όλα τα πολιτεύματα. Γιατί η παιδεία είναι ο θεσμός που θα οδηγήσει στην πολιτική ωριμότητα καθιστώντας την ανάδειξη του άξιου σε κοινωνική ανάγκη. Αυτό που αλλάζει είναι ο καθορισμός του άξιου ανάλογα με το πολίτευμα που επικρατεί, κι εδώ βρίσκεται ο λόγος της διαφοροποίησης των αξιών που πρέπει να περνάνε στους νέους ανάλογα με το πολίτευμα. Γιατί άλλες οι αξίες της δημοκρατίας κι άλλες της ολιγαρχίας. Κι άλλο πράγμα ο πολίτης στην ολιγαρχία κι άλλο στη δημοκρατία. Γι’ αυτό η παιδεία είναι αλληλένδετη με το πολίτευμα. Υπό αυτή την έννοια σωστή παιδεία είναι εκείνη που συμβαδίζει με τα ιδανικά του πολιτεύματος: «Αλλά το σπουδαιότερο απ’ όσα αναφέρθηκαν για τη διατήρηση των πολιτευμάτων, για το οποίο σήμερα όλοι αδιαφορούν, είναι η αγωγή των πολιτών σύμφωνα με το πολίτευμα. Διότι τίποτε χρήσιμο δεν προκύπτει από νόμους πάρα πολύ ωφέλιμους και ομόφωνα ψηφισμένους απ’ όλους τους πολίτες, αν οι πολίτες δεν εθίζονται και δεν εκπαιδεύονται σύμφωνα με το πολίτευμα, με δημοκρατικό τρόπο, αν οι νόμοι είναι δημοκρατικοί, με ολιγαρχικό, αν είναι ολιγαρχικοί».
Η έννοια του εθισμού είναι η μετάβαση από την εκμάθηση στη συνείδηση. Ο πολίτης δε φτάνει να πληροφορηθεί τα ιδανικά του πολιτεύματος που θα υπηρετήσει, πρέπει να εθιστεί σ’ αυτά, πρέπει δηλαδή να διαμορφώσει το χαρακτήρα του σύμφωνα μ’ αυτά. Κι αυτός είναι ο ορισμός της έννοιας της διάπλασης, που δεν έχει να κάνει με την ευχαρίστηση που μπορεί να προσφέρει σ’ έναν ολιγαρχικό ή έναν δημοκρατικό η μετάδοση των ιδεών που του αρέσουν, αλλά με την εφαρμογή του ενός ή του άλλου πολιτεύματος. Πρόκειται δηλαδή για ζήτημα πολύ βαθύτερο και πολύ πιο ουσιαστικό, αλλά πρωτίστως κατάφωρα πολιτικό: «Αλλά η συμφωνία της εκπαίδευσης με το πολίτευμα δεν σημαίνει αυτό, να γίνονται δηλαδή πράγματα με τα οποία ευχαριστιούνται οι οπαδοί των ολιγαρχικών ή οι υποστηρικτές της δημοκρατίας, αλλά αυτά με τα οποία θα μπορέσουν να κυβερνήσουν ολιγαρχικά οι πρώτοι, δημοκρατικά οι δεύτεροι». Γι’ αυτό υποστηρίζει ότι για την παιδεία «σήμερα όλοι αδιαφορούν». Γιατί δεν συνειδητοποιούν το βαθύτατα πολιτικό ρόλο που παίζει η παιδεία, αφού, σε τελική ανάλυση, αυτή θα διασφαλίσει τη διατήρηση του πολιτεύματος. Οι ολιγαρχικοί, αν θέλουν να συνεχίσει η ολιγαρχία, οφείλουν να διαπαιδαγωγήσουν τα παιδιά τους έτσι, ώστε να μπορούν να είναι οι συνεχιστές. Αν δεν το κάνουν η ολιγαρχία θα κινδυνεύσει και την ευθύνη θα την έχουν οι ίδιοι: «Τώρα, όμως, στις ολιγαρχίες οι γιοι των αρχόντων ζουν πολυτελώς, ενώ οι γιοι των απόρων γίνονται γυμνασμένοι και σκληραγωγημένοι, με αποτέλεσμα και να επιθυμούν περισσότερο τις μεταβολές και να είναι σε θέση να τις πετύχουν».
Αυτός είναι και ο λόγος που θα υποστηρίξει αργότερα την ανωτερότητα της σπαρτιατικής εκπαίδευσης. Γιατί οι Σπαρτιάτες έχουν συνειδητοποιήσει την αξία της παιδείας στον καθορισμό του πολιτεύματος κι γι’ αυτό την έχουν διαμορφώσει σύμφωνα με τις αξίες της σπαρτιατικής πολιτείας καθιστώντας την κοινή για όλους. Για τον Αριστοτέλη τα πράγματα είναι απλά, αφού η δικαιοσύνη και η εκπαίδευση είναι οι βασικότεροι πυλώνες όλων των πολιτευμάτων. Μοιραία, αν κάποιος αναζητά το ιδανικό πολίτευμα, δεν έχει παρά να αναζητήσει την ιδανικότερη μορφή αυτών των δύο. Αλλά το πράγμα λειτουργεί και αντίστροφα. Όσο πιο υποβαθμισμένοι είναι αυτοί οι θεσμοί σε μία πόλη, τόσο υπονομεύεται και η ποιότητα του πολιτεύματος. Η εκπαίδευση και η δικαιοσύνη είναι ο καθρέφτης όλων των πολιτευμάτων. Τελικά, αν θέλει να εμβαθύνει κανείς, όλες οι πολιτειακές στρεβλώσεις σε ολιγαρχία και δημοκρατία δεν είναι παρά η ανεπάρκεια αυτών των θεσμών, που υποθάλπει τη διαφθορά και την αναξιοκρατία. Κι από κει και πέρα ο φαύλος κύκλος είναι έτοιμος. Η διεφθαρμένη εξουσία διαφθείρει τους θεσμούς και οι διεφθαρμένοι θεσμοί αναδεικνύουν τη διεφθαρμένη εξουσία, σηματοδοτώντας ένα μηχανισμό που μόνο επιδεινωτικά μπορεί να λειτουργήσει. Υπό αυτούς τους όρους δεν μπορούμε να μιλάμε για πολιτειακή σταθερότητα.
Αριστοτέλης: Πολιτικά