ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ
γυναῖκες, Ἑκάβη ποῦ ποθ᾽ ἡ παναθλία,
ἡ πάντα νικῶσ᾽ ἄνδρα καὶ θῆλυν σπορὰν
660 κακοῖσιν; οὐδεὶς στέφανον ἀνθαιρήσεται.
ΧΟ. τί δ᾽, ὦ τάλαινα σῆς κακογλώσσου βοῆς;
ὡς οὔποθ᾽ εὕδει λυπρά μοι κηρύγματα.
ΘΕ. Ἑκάβῃ φέρω τόδ᾽ ἄλγος· ἐν κακοῖσι δὲ
οὐ ῥᾴδιον βροτοῖσιν εὐφημεῖν στόμα.
665 ΧΟ. καὶ μὴν περῶσα τυγχάνει δόμων ὕπο
ἥδ᾽, ἐς δὲ καιρὸν σοῖσι φαίνεται λόγοις.
ΘΕ. ὦ παντάλαινα κἄτι μᾶλλον ἢ λέγω,
δέσποιν᾽, ὄλωλας κοὐκέτ᾽ εἶ, βλέπουσα φῶς,
ἄπαις ἄνανδρος ἄπολις ἐξεφθαρμένη.
670 ΕΚ. οὐ καινὸν εἶπας, εἰδόσιν δ᾽ ὠνείδισας.
ἀτὰρ τί νεκρὸν τόνδε μοι Πολυξένης
ἥκεις κομίζουσ᾽, ἧς ἀπηγγέλθη τάφος
πάντων Ἀχαιῶν διὰ χερὸς σπουδὴν ἔχειν;
ΘΕ. ἥδ᾽ οὐδὲν οἶδεν, ἀλλά μοι Πολυξένην
675 θρηνεῖ, νέων δὲ πημάτων οὐχ ἅπτεται.
ΕΚ. οἲ ᾽γὼ τάλαινα· μῶν τὸ βακχεῖον κάρα
τῆς θεσπιῳδοῦ δεῦρο Κασάνδρας φέρεις;
ΘΕ. ζῶσαν λέλακας, τὸν θανόντα δ᾽ οὐ στένεις
τόνδ᾽· ἀλλ᾽ ἄθρησον σῶμα γυμνωθὲν νεκροῦ,
680 εἴ σοι φανεῖται θαῦμα καὶ παρ᾽ ἐλπίδας.
***
(Έρχεται η βάγια, μαζί με άλλες δυο δούλες, κουβαλώντας ένα τυλιγμένο σώμα.)ΒΑΓΙΑ
Κοπέλες, τη δυστυχισμένη Εκάβη πού θα βρω;
αυτήν που ξεπερνάει γυναίκες κι άντρες
660 στις συμφορές; Κανένας δεν της παραβγαίνει.
ΧΟΡΟΣ
Τί θέλεις, πάλι, κακομοίρα μου, και σκούζεις;
Τέλος δεν έχουν τα πικρά μηνύματά σου.
ΒΑΓΙΑ
Φέρνω για την Εκάβη αυτόν τον πόνο.
Στις συμφορές, πώς να τα πεις τα όμορφα λόγια;
ΧΟΡΟΣ
Μα νά τηνε που βγαίνει απ᾽ τη σκηνή της
πάνω στην ώρα, για ν᾽ ακούσει αυτά που θέλεις.
ΒΑΓΙΑ
Ω δύσμοιρη κυρά, πιο δύσμοιρη
κι απ᾽ ό,τι λέω, χάθηκες, έχει πια σβήσει
το φως για σένα, ούτε παιδιά, ούτε άντρας,
ούτε πατρίδα σού έμεινε, αφανίστηκες.
ΕΚΑΒΗ
670 Δεν είπες τίποτα καινούργιο. Όσα μου κράζεις
τα ξέρω, όμως γιατί το λείψανο
της Πολυξένης μού ᾽φερες εδώ, αφού όπως μου ᾽παν
όλο το στράτευμα των Αχαιών γυρεύει
να την κηδέψει με τα ίδια του τα χέρια;
ΒΑΓΙΑ
Δεν ξέρει τίποτα, θρηνεί την Πολυξένη της
και για τα πάθη τα καινούργια ούτε που βάζει ο νους της.
ΕΚΑΒΗ
Οϊμένα, μήπως την προφήτισσα Κασάνδρα
μου κουβαλάς εδώ, τη θεοκρουσμένη;
ΒΑΓΙΑ
Για ζωντανή μιλάς, αντί να κλαις
για τούτον δω τον νεκρό· μα γιά κοίτα
το γυμνωμένο του κορμί, δεν είναι
680 κάτι που δεν το περίμενες;
γυναῖκες, Ἑκάβη ποῦ ποθ᾽ ἡ παναθλία,
ἡ πάντα νικῶσ᾽ ἄνδρα καὶ θῆλυν σπορὰν
660 κακοῖσιν; οὐδεὶς στέφανον ἀνθαιρήσεται.
ΧΟ. τί δ᾽, ὦ τάλαινα σῆς κακογλώσσου βοῆς;
ὡς οὔποθ᾽ εὕδει λυπρά μοι κηρύγματα.
ΘΕ. Ἑκάβῃ φέρω τόδ᾽ ἄλγος· ἐν κακοῖσι δὲ
οὐ ῥᾴδιον βροτοῖσιν εὐφημεῖν στόμα.
665 ΧΟ. καὶ μὴν περῶσα τυγχάνει δόμων ὕπο
ἥδ᾽, ἐς δὲ καιρὸν σοῖσι φαίνεται λόγοις.
ΘΕ. ὦ παντάλαινα κἄτι μᾶλλον ἢ λέγω,
δέσποιν᾽, ὄλωλας κοὐκέτ᾽ εἶ, βλέπουσα φῶς,
ἄπαις ἄνανδρος ἄπολις ἐξεφθαρμένη.
670 ΕΚ. οὐ καινὸν εἶπας, εἰδόσιν δ᾽ ὠνείδισας.
ἀτὰρ τί νεκρὸν τόνδε μοι Πολυξένης
ἥκεις κομίζουσ᾽, ἧς ἀπηγγέλθη τάφος
πάντων Ἀχαιῶν διὰ χερὸς σπουδὴν ἔχειν;
ΘΕ. ἥδ᾽ οὐδὲν οἶδεν, ἀλλά μοι Πολυξένην
675 θρηνεῖ, νέων δὲ πημάτων οὐχ ἅπτεται.
ΕΚ. οἲ ᾽γὼ τάλαινα· μῶν τὸ βακχεῖον κάρα
τῆς θεσπιῳδοῦ δεῦρο Κασάνδρας φέρεις;
ΘΕ. ζῶσαν λέλακας, τὸν θανόντα δ᾽ οὐ στένεις
τόνδ᾽· ἀλλ᾽ ἄθρησον σῶμα γυμνωθὲν νεκροῦ,
680 εἴ σοι φανεῖται θαῦμα καὶ παρ᾽ ἐλπίδας.
***
(Έρχεται η βάγια, μαζί με άλλες δυο δούλες, κουβαλώντας ένα τυλιγμένο σώμα.)ΒΑΓΙΑ
Κοπέλες, τη δυστυχισμένη Εκάβη πού θα βρω;
αυτήν που ξεπερνάει γυναίκες κι άντρες
660 στις συμφορές; Κανένας δεν της παραβγαίνει.
ΧΟΡΟΣ
Τί θέλεις, πάλι, κακομοίρα μου, και σκούζεις;
Τέλος δεν έχουν τα πικρά μηνύματά σου.
ΒΑΓΙΑ
Φέρνω για την Εκάβη αυτόν τον πόνο.
Στις συμφορές, πώς να τα πεις τα όμορφα λόγια;
ΧΟΡΟΣ
Μα νά τηνε που βγαίνει απ᾽ τη σκηνή της
πάνω στην ώρα, για ν᾽ ακούσει αυτά που θέλεις.
ΒΑΓΙΑ
Ω δύσμοιρη κυρά, πιο δύσμοιρη
κι απ᾽ ό,τι λέω, χάθηκες, έχει πια σβήσει
το φως για σένα, ούτε παιδιά, ούτε άντρας,
ούτε πατρίδα σού έμεινε, αφανίστηκες.
ΕΚΑΒΗ
670 Δεν είπες τίποτα καινούργιο. Όσα μου κράζεις
τα ξέρω, όμως γιατί το λείψανο
της Πολυξένης μού ᾽φερες εδώ, αφού όπως μου ᾽παν
όλο το στράτευμα των Αχαιών γυρεύει
να την κηδέψει με τα ίδια του τα χέρια;
ΒΑΓΙΑ
Δεν ξέρει τίποτα, θρηνεί την Πολυξένη της
και για τα πάθη τα καινούργια ούτε που βάζει ο νους της.
ΕΚΑΒΗ
Οϊμένα, μήπως την προφήτισσα Κασάνδρα
μου κουβαλάς εδώ, τη θεοκρουσμένη;
ΒΑΓΙΑ
Για ζωντανή μιλάς, αντί να κλαις
για τούτον δω τον νεκρό· μα γιά κοίτα
το γυμνωμένο του κορμί, δεν είναι
680 κάτι που δεν το περίμενες;