Ο Κοπέρνικος θεωρείται συχνά ως η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον Μεσαίωνα και τη νεότερη εποχή. Αλλά οι απόψεις του για τη γνώση βρίσκονται πιο κοντά στον Πλάτωνα και τον Αυγουστίνο παρά στους νεότερους εμπειριοκράτες, γιατί και οι τρεις αυτοί στοχαστές δεν έβλεπαν τη γνώση ως ένα σύνολο δεδομένων και πληροφοριών που αποθηκεύονται στη μνήμη, αλλά ως αναπόσπαστο στοιχείο του ανθρώπινου είναι.
Και οι τρεις θεωρούσαν τη γνώση αξεχώριστη από τις πράξεις και τις κρίσεις ενός ανθρώπου, έτσι ώστε η σωστή γνώση (με την έννοια που έδινε σ' αυτό τον όρο ο Αυγουστίνος) είναι η βάση της σωστής διαγωγής. Ακόμα και ο Νεύτων, τον οποίο οι εμπειριοκράτες θεωρούν το βαρύ πυροβολικό τους, κάθε άλλο παρά πίστευε ότι οι γνώσεις είναι «απλές πληροφορίες», άσχετες ή ανεξάρτητες από τα άλλα μελήματα του ανθρώπου.
Ο Νεύτων προσπάθησε ν' αποδείξει την τελειότητα του Θεού μέσα από την αρμονία του σύμπαντος του, που, όπως υποστήριζε, φανερωνόταν με την ενότητα των φυσικών νόμων που διέπουν τη συμπεριφορά των επίγειων και των ουράνιων σωμάτων.
Ανάμεσα στο 1700 και το 1900 συνέβη κάτι βαρυσήμαντο. Διαιρέσαμε τον άνθρωπο σε δύο κομμάτια. Χωρίσαμε τη γνώση του ανθρώπου από την ουσία του, από τις αξίες του, από τα υπερβατικά ενδιαφέροντα του. Η γνώση απομονώθηκε, περιορίσθηκε σ' ένα ειδικό δοχείο που λέγεται εγκέφαλος. Αυτό το δοχείο κατέληξε να θεωρείται σαν ένα κουτί με εργαλεία: παίρνουμε από μέσα του το τάδε ή το δείνα εργαλείο για να κάνουμε μια συγκεκριμένη δουλειά.
Δεν υπάρχει πια η ενότητα του ανθρώπου και της γνώσης του. Υπάρχουν μόνον εξειδικευμένα εργαλεία για εξειδικευμένες εργασίες. Σ' αυτό το σημείο η γνώση γίνεται απλή πληροφορία. Σε λίγο θα μεταφραστεί σε στοιχειώδεις ποσότητες αυτοματοποιημένων πληροφοριών, τα λεγόμενα «βίτια» (bytes). Ολόκληρη η διαδικασία αποπροσωποποιείται, μηχανοποιείται, κομπιουτεροποιείται.
Ο διαχωρισμός των πραγματολογικών δεδομένων από τις αξίες, του ανθρώπου από τη γνώση του, των φυσικών φαινομένων απ' όλα τα «άλλα» φαινόμενα, κατέληξε στον κατακερματισμό του φυσικού όσο και του ανθρώπινου κόσμου. Η διαδικασία απομόνωσης, αφαίρεσης και αποξένωσης (του ενός φαινόμενου από τα άλλα) - προϋπόθεση για την πρακτική επιτυχία των σημερινών φυσικών επιστημών - ήταν στην πραγματικότητα μια διαδικασία εννοιολογικής αλλοτρίωσης.
Αυτή η εννοιολογική αλλοτρίωση έγινε, με τη σειρά της, ανθρώπινη αλλοτρίωση: ο άνθρωπος αποξενώθηκε τόσο από τις γνώσεις του όσο κι από τις αξίες του. Η πρωταρχική αιτία της σύγχρονης αλλοτρίωσης είναι μια σφαλερή αντίληψη για το σύμπαν, στην οποία όλα χωρίζονται και διαιρούνται και ο άνθρωπος κομματιάζεται και αποσυντίθεται.
Ο σημερινός κατακερματισμός μας είναι αφύσικος. Για να αποκαταστήσουμε την υγεία μας και για να ανασυνθέσουμε το διχασμένο εγώ μας πρέπει να αναθεωρήσουμε μερικές βασικές αρχές. Πρώτα-πρώτα, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η κατάσταση των γνώσεων ενός ανθρώπου είναι σημαντικό χαρακτηριστικό της κατάστασης της ίδιας της ύπαρξης τον.
Πρόκειται δηλαδή για μια επαναβεβαίωση της αντίληψης που είχαν για τη γνώση ο Πλάτων, ο Αυγουστίνος και ο Κοπέρνικος. Αυτή η άποψη εξακολουθεί να υπάρχει σε πρωτόγονες κοινωνίες, και συγκεκριμένα σε ορισμένες ινδιάνικες φυλές της Αμερικής.
Η θέση ότι η γνώση είναι μια σημαντική πλευρά της ύπαρξης μας, ότι ως ενιαίοι βιο-κοινωνικοί οργανισμοί δεν μπορούμε να δράσουμε (και δεν δρούμε) ανεξάρτητα από τις γνώσεις μας, δεν είναι καμιά έκφραση νοσταλγίας για κάποιον χαμένο παράδεισο. Απλώς περιγράφει την ιδιοσυστασία του ανθρώπου. Πώς όμως μπορούμε να επικυρώσουμε αυτό τον ισχυρισμό, ιδιαίτερα σε μια εποχή που η γνώση φαίνεται να έχει διαζευχθεί ολότελα από τη ζωή;
Αν οι κατάλληλες γνώσεις είναι απαραίτητες για τη συνοχή της ζωής ενός ανθρώπου, βγαίνει αναγκαία το συμπέρασμα ότι η αποστέρηση των ανθρώπων από τέτοιες γνώσεις μπορεί να γίνει πηγή σύγχυσης και αποδιοργάνωσης στη ζωή τους. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς οξυδερκής παρατηρητής για ν’ αντιληφθεί ότι αυτό ακριβώς συμβαίνει σήμερα.
Οι νέοι άνθρωποι (κι όχι μόνον αυτοί) είναι χαμένοι, μπερδεμένοι και αλλοτριωμένοι, επειδή δεν διαθέτουν τις κατάλληλες γνώσεις για να τους καθοδηγούν δεν έχουν πυξίδα, δεν έχουν την αίσθηση ότι υπάρχει ένα κέντρο που θα έδινε νόημα στον γύρω τους κόσμο. Αντί γι’ αυτό εφοδιάζονται με τυποποιημένες πληροφορίες και ξερά δεδομένα, με μια ειδημοσύνη που συχνά διαπιστώνουν ότι είναι απρόσφορες γνώσεις.
Πρόκειται για μια παθολογική κατάσταση: η γνώση δεν διαφωτίζει παρά προκαλεί σύγχυση˙ η συσσώρευση πληροφοριών δεν κάνει άλλο από το να διαιωνίζει τη διαδικασία αλλοτρίωσης. Η κατάσταση αυτή είναι ιδιαίτερα παθολογική, επειδή ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας η μάθηση (και, υποτίθεται, η γνώση) δεν επιδιωκόταν σε τόσο τεράστια κλίμακα όσο σήμερα και, ωστόσο, ποτέ η αποξένωση του ανθρώπου από τον κόσμο κι από τον συνάνθρωπο του δεν ήταν μεγαλύτερη από σήμερα.
Η αιτία λοιπόν πρέπει να βρίσκεται στη φύση των γνώσεων που επιδιώκουμε ν’ αποκτήσουμε. Οι γνώσεις που είναι αποξενωμένες από τον ανθρώπινο νου και τις ανθρώπινες αξίες αναισθητοποιούν και αποξενώνουν, με τη σειρά τους, τους ανθρώπους που τις αποκτούν.
Αλλά πρέπει να είμαστε πολύ προσεχτικοί όταν λέμε ότι αυτές οι γνώσεις είναι «απρόσφορες». Γιατί από μια άποψη είναι πολύ πρόσφορες: είναι πρόσφορες για το οικονομικό σύστημα, που αποβλέπει κυρίως στη μεγιστοποίηση του κέρδους. Είναι πρόσφορες για την τεχνολογική κοινωνία, όπως την ξέρουμε. Είναι πρόσφορες για την αντίληψη, σύμφωνα με την οποία ο κόσμος είναι ένα εργοστάσιο.
Το σύστημα της οικονομικής, οικολογικής και ανθρώπινης εκμετάλλευσης δεν ενδιαφέρεται για τη γνώση και, πολύ λιγότερο, για τη σοφία. Αλλά ενδιαφέρεται ζωτικά για την πληροφορία και την εξειδίκευση· ενδιαφέρεται για την ομαλή λειτουργία του, που βασίζεται στην τεχνολογική αποτελεσματικότητα. Γι' αυτό τον λόγο τροφοδοτούμε τους φοιτητές μας και τους εαυτούς μας με εξειδικευμένες πληροφορίες, αλλά όχι με γνώσεις.
Εδώ πρέπει να θέσουμε στον εαυτό μας ένα πολύ γενικό ερώτημα. Υπάρχει άραγε κάποιος βαθύτερος λόγος γι' αυτή την έκλειψη αξιών και για όλα τα άλλα δεινά που απορρέουν απ' αυτήν; Ίσως την πιο συνοπτική και μεστή απάντηση σ' αυτό το ερώτημα να την έδωσε ο Μαξ Σέλερ, που είπε: « Όταν οι άνθρωποι έθεσαν στον εαυτό τους το καθήκον να δουν τον κόσμο απαλλαγμένο από αξίες, στηρίζονταν σε μια συγκεκριμένη αξία: τη ζωτική αξία της κατίσχυσης και της κυριαρχίας πάνω στα πράγματα».
Σήμερα συνειδητοποιούμε ότι αυτή η κατίσχυση υπήρξε μια ψευδαίσθηση, ότι δεν μπορούμε να υποτάξουμε τον κόσμο στη θέληση μας, χωρίς να καταστρέψουμε ή τουλάχιστο να βλάψουμε σοβαρά τους εαυτούς μας. Κι ωστόσο διατηρούμε και διαιωνίζουμε το σύστημα που σχεδιάσθηκε γι' αυτή τη μεγαλειώδη, αλλά σε τελευταία ανάλυση αξιοθρήνητη τρέλα.
Υπάρχει κι ένα άλλο γενικό ερώτημα που πρέπει να θέσουμε: το ερώτημα ποια σχέση έχει η θεωρία με την πράξη. Σ’ ένα ορισμένο επίπεδο, ο διαχωρισμός των αξιών από τη γνώση μπορεί να θεωρηθεί ως ένα αφηρημένο φιλοσοφικό ζήτημα. Όμως αυτός ο διαχωρισμός είναι αναπόσπαστο μέρος της διαδικασίας μετατροπής των ανθρώπων σε Μπαζάρωφ, για να διατηρηθεί η σημερινή καταναλωτική κοινωνία και η αντίληψη ότι ο κόσμος είναι ένα εργοστάσιο. Ας μην παραπονούμαστε ότι δεν υπάρχει σχέση ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη.
Γιατί υπάρχει: πολλές ραφινάτες θεωρίες δημιουργήθηκαν και αναπτύχθηκαν με σκοπό να δικαιολογήσουν και να διατηρήσουν παρασιτικές πρακτικές εις βάρος άλλων ανθρώπων και της φύσης γενικά. Πρέπει να τονίσουμε ότι το σημερινό σύστημα παρασιτεί εξίσου στους ανθρώπους και τη φύση. Έχει τεράστια σημασία να κατανοήσουμε τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στις οικονομικές δυνάμεις μιας κοινωνίας και την αντίληψη της για τη φύση και το σύμπαν, ανάμεσα στις καθημερινές μας πράξεις και την εικόνα που έχουμε για τον κόσμο.
Αυτές οι γενικότερες αντιλήψεις, ή κοσμοείδωλα, που μας επιβάλλονται ανεπαίσθητα και μερικές φορές ύπουλα, δικαιολογούν και υποκινούν τις καθημερινές πράξεις μας. Και πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι αν δεχτούμε το επιστημονικό, ορθολογικό κοσμοείδωλο και την προέκταση του - τη σύγχρονη τεχνολογία - τότε έχουμε χάσει εξαρχής το παιχνίδι. Γιατί αυτό το κοσμοείδωλο συνεπιφέρει και δικαιολογεί τη μετατροπή της γνώσης σε πληροφορία, των αξιών σε οικονομικά εμπορεύματα, των ανθρώπων σε «εμπειρογνώμονες».
Η επικίνδυνη διάσταση της σημερινής επιστήμης βρίσκεται στις συνέπειες, στις οποίες μας οδήγησε, βρίσκεται στις απαιτήσεις που έμμεσα θέτει στους ανθρώπους και στο οικοσύστημα. Είναι μάταιο να προβάλουμε το επιχείρημα ότι δεν είναι η επιστήμη που έκανε κακό, αλλά οι άνθρωποι που την εφάρμοσαν. Η γνώση είναι αξεχώριστη από τους ανθρώπους. Η επιστήμη διέπλασε τα μυαλά των ανθρώπων στον ίδιο βαθμό που οι άνθρωποι διέπλασαν την επιστήμη.
Το λυκόφως της επιστημονικής λογικής, που βιώνουμε σήμερα, δεν είναι καλά και σώνει το λυκόφως της ανθρωπότητας. Η επιστημονική λογική πρέπει να σβήσει και να μας απαλλάξει από το σφιχταγκάλιασμα της, για να μπορέσουμε να εξυγιάνουμε τη σχέση ανάμεσα στη γνώση και τις αξίες.
Αυτό μας ξαναφέρνει στο φαινόμενο της γνώσης ως αναπόσπαστου στοιχείου του ανθρώπινου είναι. Αυτό το φαινόμενο δεν εκδηλώνεται μόνο στους απογοητευμένους και αλλοτριωμένους νέους, που η γνώση δεν τους καθοδηγεί στη ζωή, γιατί είναι φορτωμένοι με άσχετες και τυποποιημένες πληροφορίες, αλλά και στο αντίθετο φαινόμενο: τον σεβασμό και τη νοσταλγία μας για σοφούς ανθρώπους.
Οι σοφοί είναι εκείνοι που η γνώση τους έχει πράγματι σημασία, εκείνοι που βρίσκονται σ' ένα επίπεδο όπου η γνώση έχει αληθινή αξία, είναι οι ολοκληρωμένοι, με την έννοια ότι η γνώση τους τους υπηρετεί ως ανθρώπινα όντα. Τους ζηλεύουμε επειδή έχουν φτάσει σε μια στάθμη που δύσκολα μπορεί να φτάσει κανείς στον σημερινό κόσμο. Η σοφία τους είναι απλώς η οργανική συνένωση των γνώσεων με τις αξίες˙ είναι μια απόδειξη ότι η γνώση δεν είναι ένα απόθεμα μάταιων πληροφοριών, αλλά μια ζωτική δύναμη που στηρίζει τη ζωή σ’ όλα τα επίπεδα της ανθρώπινης ύπαρξης· είναι η ανάσταση της γενικής ιδιότητας της γνώσης, η ενότητα ζωής και γνώσης.
Η επανένωση της γνώσης με τις αξίες δεν πρέπει να γίνει για να μας κάνει όλους σοφούς, αλλά για να εξασφαλίσει την επιβίωση της ανθρωπότητας. Πρέπει να βάλουμε καλά στο μυαλό μας ότι δεν θα μπορέσουμε ν’ ανταπεξέλθουμε στο πλήθος των προβλημάτων που δημιούργησε ο σημερινός (επιστημονικο-τεχνολογικός) τρόπος αλληλεπίδρασης μας με τη φύση και τους άλλους ανθρώπους, παρά μόνον αν φτάσουμε σ' ένα επίπεδο όπου οι γνώσεις μας να έχουν αληθινή αξία για εμάς ως ανθρώπινα όντα.
Πρέπει να είναι γνώσεις συνυφασμένες με αξίες και να υπηρετούν αυτές τις αξίες. Αυτές οι γνώσεις πρέπει να είναι μια επανενσάρκωση, σε καινούργιο επίπεδο, της αντίληψης του Πλάτωνα και του Αυγουστίνου ότι το να σκέφτεται κανείς σωστά είναι προϋπόθεση για να συμπεριφέρεται καλά˙ με τον όρο, όμως, ότι το να σκέφτεται κανείς σωστά δεν είναι απλώς ένα αφηρημένο χαρακτηριστικό του εγκέφαλου, αλλά η έκφραση μιας κατάστασης του είναι· ένας συνδυασμός διανοητικής ενόρασης και ηθικής δύναμης.
Αυτή η κατάσταση του είναι, που υπάρχει στους σοφούς, συγγενεύει με την κατάσταση της χάρης. Ο όρος «χάρη» είναι εξαιρετικά φορτισμένος. Κάθε διανοούμενος που «σέβεται τον εαυτό του» τον αποφεύγει. Αλλά η παλιότερη θρησκευτική συνεκδοχή του δεν πρέπει να μας εμποδίσει να τον χρησιμοποιήσουμε σωστά, γιατί αυτός ο όρος μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε ότι το να σκέφτεται κανείς καλά δεν σημαίνει να σκέφτεται επιτήδεια, στυγνά, λογικά: το να σκέφτεται κανείς καλά προϋποθέτει μια ειδική κατάσταση του νου και ολόκληρου του είναι. Αυτή την κατάσταση του νου πρέπει να την υποθάλψουμε και να την καλλιεργήσουμε όσο καλλιεργούμε - από τότε που θεοποιήσαμε την αφηρημένη σκέψη - την τάση του νου να ν’ αποβλέπει στην «επιστημονική αντικειμενικότητα».
Έχουμε να μάθουμε πολλά από τους ανατολικούς πολιτισμούς, από την ιστορία του δικού μας πολιτισμού και από πρωτόγονες κοινωνίες που υπάρχουν σήμερα, έτσι ώστε να καταλάβουμε, ν' αποκτήσουμε και να διατηρήσουμε αυτή την κατάσταση του νου όπου «το να σκέφτεται κανείς καλά είναι προϋπόθεση για να συμπεριφέρεται καλά». Αυτό που μας χρειάζεται δεν είναι η απόκτηση μερικών πρόσθετων γνώσεων - για το πώς σκέφτονταν και ενεργούσαν οι «άλλες» κοινωνίες - αλλά μια αλλαγή στη δομή των γνώσεων και του νου μας που, όπως ελπίζουμε, θα μας οδηγήσει στην άρση του σχίσματος αξίας-γνώσης και στο ξεπέρασμα της σημερινής αλλοτρίωσης μας.
Αυτή η θεμελιακή αλλαγή θα λύσει πολλά ειδικά προβλήματα που μας ταλαιπωρούν σήμερα, όπως: πώς μπορούμε να ξέρουμε ποιο είδος έρευνας πρέπει να προάγουμε; Πώς θα εξακριβώσουμε αν μια συγκεκριμένη έρευνα είναι ευεργετική ή επιζήμια; Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα είναι (με απλουστευμένη μορφή): για να κάνουμε καλή έρευνα πρέπει να κάνουμε καλή ζωή· πρέπει να σκεφτόμαστε «σωστά», με το πιο οικουμενικό νόημα της λέξης «σωστά».
Αυτό το είδος σκέψης είναι πολύ δυσκολότερο από την αφηρημένη, ατομιστική, αναλυτική σκέψη. Αν μερικοί θεωρήσουν πως είναι σαν να λέγαμε ότι πρέπει να βρίσκεται κανείς σε κατάσταση χάρης για να κάνει καλή έρευνα, δεν θα είναι μακριά από την αλήθεια. Γιατί ο σημερινός ακρωτηριασμός του γύρω μας κόσμου και των άλλων ανθρώπων μπορεί ν’ αποδοθεί άμεσα σε μια στάση του νου που είναι ά-χαρη, που αντιπροσωπεύει το κουτσουρεμένο, το δουλοπρεπές μυαλό, και που είναι ανάξια για πλάσματα που αυτοαποκαλούνται άνθρωποι.
Αν κάποιος θελήσει να καταδικάσει αυτή τη στάση, που την ονομάζουμε επιφυλακτικά «χάρη», λέγοντας μας ότι είναι επιστροφή σε προεπιστημονικές προλήψεις, σκοταδισμός και τα τέτοια, θ’ απαντήσουμε: γιατί τάχα μια κατάσταση του νου, στην οποία μερικές αφηρημένες οντότητες με το όνομα «φυσικομαθηματικά δεδομένα» προσκυνούνται σα θεότητες, είναι προτιμότερη από μια κατάσταση του νου στην οποία εξαίρονται οι εσωτερικές αξίες;
Η «κατάσταση χάρης» δεν είναι παρά μια άλλη έκφραση για την κατάσταση εκείνη του νου, στην οποία εξαίρονται οι εσωτερικές αξίες. Όταν λέμε: «Η αξιοπρέπεια είναι βασικό στοιχείο της ανθρωπιάς», «η ελευθερία είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ανθρωπιά», τότε ουσιαστικά «προικίζουμε με χάρη» τον άνθρωπο. Πρέπει ν' αλλάξουμε τον γύρω κόσμο, τις συντεταγμένες του νου μας και τη δομή των γνώσεων μας, έτσι ώστε αυτές οι εκφράσεις να μην είναι κούφια λόγια.
Για να συνοψίσουμε, στους τελευταίους τρεις αιώνες επαναπροσδιορίσαμε τον κόσμο γύρω μας κι αυτός ο επαναπροσδιορισμός κατέληξε στον βιασμό του κόσμου και των εαυτών μας. Πρέπει ν' απορρίψουμε ένα μεγάλο μέρος από τη «σοφία» των προφητών της υλικής προόδου, γιατί αυτή η πρόοδος μας οδηγεί στον όλεθρο. Πρέπει να άρουμε πολλές πλαστές διχοτομίες και διακρίσεις, γιατί συχνά είναι η ρίζα της αλλοτρίωσης που παρατηρούμε σήμερα στον κόσμο. Πάνω απ' όλα, πρέπει ν' αποκαταστήσουμε την ενότητα γνώσης και αξιών πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η σοφία ή η «φωτισμένη γνώση» είναι το κλειδί για το νόημα της ζωής του ανθρώπου. Πρέπει επίσης ν’ αναπτύξουμε μια νέα περιεκτική φιλοσοφία, που να δίνει καινούργιο νόημα στον γύρω μας κόσμο.
------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Η σημερινή αναλυτική φιλοσοφία είναι μια ενσάρκωση του θετικιστικού ήθους, που βασίζεται στη λατρεία της τεχνικής και την αποφυγή των προβλημάτων. Η αναλυτική φιλοσοφία δεν είναι απελευθέρωση του νου (όπως επιμένουν οι θιασώτες της), αλλά εγκλωβισμός του νου στο τσίρκο του τεχνικού ζογκλερισμού. Οι ατέλειωτες διαμάχες για έννοιες όπως «νόημα» και «αναφορά», που έχουν για πρωταγωνιστές τους «κορυφαίους φιλόσοφους» των πιο «ονομαστών πνευματικών κέντρων», όπως η Οξφόρδη και το Καίμπριτζ, το Χάρβαρντ και το Πρίνστον, το Μπέρκλεϋ και το Αν’ Αρμπορ, είναι ένα περίεργο θέαμα. Οι ίδιες θέσεις, επιχειρήματα και λύσεις επαναλαμβάνονται συνεχώς εδώ και πενήντα χρόνια! Με τον Φρέγκε και τον Ράσελ, τον Λεσνιέφσκι και τον Τάρσκι, οι γόνιμες πλευρές του προβλήματος διερευνήθηκαν και εξαντλήθηκαν πια. Γι’ αυτό τον λόγο, τα τελευταία σαράντα χρόνια της διαμάχης αντιπροσωπεύουν έναν ανούσιο λογιοτατισμό που αναλύεται σε σχολαστικές γλωσσικές ασκήσεις. Ο εκχυδαϊσμός των προβλημάτων και του νου είναι το τίμημα που πληρώνουμε για την επίπλαστη τεχνική επιδεξιότητα.
Και οι τρεις θεωρούσαν τη γνώση αξεχώριστη από τις πράξεις και τις κρίσεις ενός ανθρώπου, έτσι ώστε η σωστή γνώση (με την έννοια που έδινε σ' αυτό τον όρο ο Αυγουστίνος) είναι η βάση της σωστής διαγωγής. Ακόμα και ο Νεύτων, τον οποίο οι εμπειριοκράτες θεωρούν το βαρύ πυροβολικό τους, κάθε άλλο παρά πίστευε ότι οι γνώσεις είναι «απλές πληροφορίες», άσχετες ή ανεξάρτητες από τα άλλα μελήματα του ανθρώπου.
Ο Νεύτων προσπάθησε ν' αποδείξει την τελειότητα του Θεού μέσα από την αρμονία του σύμπαντος του, που, όπως υποστήριζε, φανερωνόταν με την ενότητα των φυσικών νόμων που διέπουν τη συμπεριφορά των επίγειων και των ουράνιων σωμάτων.
Ανάμεσα στο 1700 και το 1900 συνέβη κάτι βαρυσήμαντο. Διαιρέσαμε τον άνθρωπο σε δύο κομμάτια. Χωρίσαμε τη γνώση του ανθρώπου από την ουσία του, από τις αξίες του, από τα υπερβατικά ενδιαφέροντα του. Η γνώση απομονώθηκε, περιορίσθηκε σ' ένα ειδικό δοχείο που λέγεται εγκέφαλος. Αυτό το δοχείο κατέληξε να θεωρείται σαν ένα κουτί με εργαλεία: παίρνουμε από μέσα του το τάδε ή το δείνα εργαλείο για να κάνουμε μια συγκεκριμένη δουλειά.
Δεν υπάρχει πια η ενότητα του ανθρώπου και της γνώσης του. Υπάρχουν μόνον εξειδικευμένα εργαλεία για εξειδικευμένες εργασίες. Σ' αυτό το σημείο η γνώση γίνεται απλή πληροφορία. Σε λίγο θα μεταφραστεί σε στοιχειώδεις ποσότητες αυτοματοποιημένων πληροφοριών, τα λεγόμενα «βίτια» (bytes). Ολόκληρη η διαδικασία αποπροσωποποιείται, μηχανοποιείται, κομπιουτεροποιείται.
Ο διαχωρισμός των πραγματολογικών δεδομένων από τις αξίες, του ανθρώπου από τη γνώση του, των φυσικών φαινομένων απ' όλα τα «άλλα» φαινόμενα, κατέληξε στον κατακερματισμό του φυσικού όσο και του ανθρώπινου κόσμου. Η διαδικασία απομόνωσης, αφαίρεσης και αποξένωσης (του ενός φαινόμενου από τα άλλα) - προϋπόθεση για την πρακτική επιτυχία των σημερινών φυσικών επιστημών - ήταν στην πραγματικότητα μια διαδικασία εννοιολογικής αλλοτρίωσης.
Αυτή η εννοιολογική αλλοτρίωση έγινε, με τη σειρά της, ανθρώπινη αλλοτρίωση: ο άνθρωπος αποξενώθηκε τόσο από τις γνώσεις του όσο κι από τις αξίες του. Η πρωταρχική αιτία της σύγχρονης αλλοτρίωσης είναι μια σφαλερή αντίληψη για το σύμπαν, στην οποία όλα χωρίζονται και διαιρούνται και ο άνθρωπος κομματιάζεται και αποσυντίθεται.
Ο σημερινός κατακερματισμός μας είναι αφύσικος. Για να αποκαταστήσουμε την υγεία μας και για να ανασυνθέσουμε το διχασμένο εγώ μας πρέπει να αναθεωρήσουμε μερικές βασικές αρχές. Πρώτα-πρώτα, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η κατάσταση των γνώσεων ενός ανθρώπου είναι σημαντικό χαρακτηριστικό της κατάστασης της ίδιας της ύπαρξης τον.
Πρόκειται δηλαδή για μια επαναβεβαίωση της αντίληψης που είχαν για τη γνώση ο Πλάτων, ο Αυγουστίνος και ο Κοπέρνικος. Αυτή η άποψη εξακολουθεί να υπάρχει σε πρωτόγονες κοινωνίες, και συγκεκριμένα σε ορισμένες ινδιάνικες φυλές της Αμερικής.
Η θέση ότι η γνώση είναι μια σημαντική πλευρά της ύπαρξης μας, ότι ως ενιαίοι βιο-κοινωνικοί οργανισμοί δεν μπορούμε να δράσουμε (και δεν δρούμε) ανεξάρτητα από τις γνώσεις μας, δεν είναι καμιά έκφραση νοσταλγίας για κάποιον χαμένο παράδεισο. Απλώς περιγράφει την ιδιοσυστασία του ανθρώπου. Πώς όμως μπορούμε να επικυρώσουμε αυτό τον ισχυρισμό, ιδιαίτερα σε μια εποχή που η γνώση φαίνεται να έχει διαζευχθεί ολότελα από τη ζωή;
Αν οι κατάλληλες γνώσεις είναι απαραίτητες για τη συνοχή της ζωής ενός ανθρώπου, βγαίνει αναγκαία το συμπέρασμα ότι η αποστέρηση των ανθρώπων από τέτοιες γνώσεις μπορεί να γίνει πηγή σύγχυσης και αποδιοργάνωσης στη ζωή τους. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς οξυδερκής παρατηρητής για ν’ αντιληφθεί ότι αυτό ακριβώς συμβαίνει σήμερα.
Οι νέοι άνθρωποι (κι όχι μόνον αυτοί) είναι χαμένοι, μπερδεμένοι και αλλοτριωμένοι, επειδή δεν διαθέτουν τις κατάλληλες γνώσεις για να τους καθοδηγούν δεν έχουν πυξίδα, δεν έχουν την αίσθηση ότι υπάρχει ένα κέντρο που θα έδινε νόημα στον γύρω τους κόσμο. Αντί γι’ αυτό εφοδιάζονται με τυποποιημένες πληροφορίες και ξερά δεδομένα, με μια ειδημοσύνη που συχνά διαπιστώνουν ότι είναι απρόσφορες γνώσεις.
Πρόκειται για μια παθολογική κατάσταση: η γνώση δεν διαφωτίζει παρά προκαλεί σύγχυση˙ η συσσώρευση πληροφοριών δεν κάνει άλλο από το να διαιωνίζει τη διαδικασία αλλοτρίωσης. Η κατάσταση αυτή είναι ιδιαίτερα παθολογική, επειδή ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας η μάθηση (και, υποτίθεται, η γνώση) δεν επιδιωκόταν σε τόσο τεράστια κλίμακα όσο σήμερα και, ωστόσο, ποτέ η αποξένωση του ανθρώπου από τον κόσμο κι από τον συνάνθρωπο του δεν ήταν μεγαλύτερη από σήμερα.
Η αιτία λοιπόν πρέπει να βρίσκεται στη φύση των γνώσεων που επιδιώκουμε ν’ αποκτήσουμε. Οι γνώσεις που είναι αποξενωμένες από τον ανθρώπινο νου και τις ανθρώπινες αξίες αναισθητοποιούν και αποξενώνουν, με τη σειρά τους, τους ανθρώπους που τις αποκτούν.
Αλλά πρέπει να είμαστε πολύ προσεχτικοί όταν λέμε ότι αυτές οι γνώσεις είναι «απρόσφορες». Γιατί από μια άποψη είναι πολύ πρόσφορες: είναι πρόσφορες για το οικονομικό σύστημα, που αποβλέπει κυρίως στη μεγιστοποίηση του κέρδους. Είναι πρόσφορες για την τεχνολογική κοινωνία, όπως την ξέρουμε. Είναι πρόσφορες για την αντίληψη, σύμφωνα με την οποία ο κόσμος είναι ένα εργοστάσιο.
Το σύστημα της οικονομικής, οικολογικής και ανθρώπινης εκμετάλλευσης δεν ενδιαφέρεται για τη γνώση και, πολύ λιγότερο, για τη σοφία. Αλλά ενδιαφέρεται ζωτικά για την πληροφορία και την εξειδίκευση· ενδιαφέρεται για την ομαλή λειτουργία του, που βασίζεται στην τεχνολογική αποτελεσματικότητα. Γι' αυτό τον λόγο τροφοδοτούμε τους φοιτητές μας και τους εαυτούς μας με εξειδικευμένες πληροφορίες, αλλά όχι με γνώσεις.
Εδώ πρέπει να θέσουμε στον εαυτό μας ένα πολύ γενικό ερώτημα. Υπάρχει άραγε κάποιος βαθύτερος λόγος γι' αυτή την έκλειψη αξιών και για όλα τα άλλα δεινά που απορρέουν απ' αυτήν; Ίσως την πιο συνοπτική και μεστή απάντηση σ' αυτό το ερώτημα να την έδωσε ο Μαξ Σέλερ, που είπε: « Όταν οι άνθρωποι έθεσαν στον εαυτό τους το καθήκον να δουν τον κόσμο απαλλαγμένο από αξίες, στηρίζονταν σε μια συγκεκριμένη αξία: τη ζωτική αξία της κατίσχυσης και της κυριαρχίας πάνω στα πράγματα».
Σήμερα συνειδητοποιούμε ότι αυτή η κατίσχυση υπήρξε μια ψευδαίσθηση, ότι δεν μπορούμε να υποτάξουμε τον κόσμο στη θέληση μας, χωρίς να καταστρέψουμε ή τουλάχιστο να βλάψουμε σοβαρά τους εαυτούς μας. Κι ωστόσο διατηρούμε και διαιωνίζουμε το σύστημα που σχεδιάσθηκε γι' αυτή τη μεγαλειώδη, αλλά σε τελευταία ανάλυση αξιοθρήνητη τρέλα.
Υπάρχει κι ένα άλλο γενικό ερώτημα που πρέπει να θέσουμε: το ερώτημα ποια σχέση έχει η θεωρία με την πράξη. Σ’ ένα ορισμένο επίπεδο, ο διαχωρισμός των αξιών από τη γνώση μπορεί να θεωρηθεί ως ένα αφηρημένο φιλοσοφικό ζήτημα. Όμως αυτός ο διαχωρισμός είναι αναπόσπαστο μέρος της διαδικασίας μετατροπής των ανθρώπων σε Μπαζάρωφ, για να διατηρηθεί η σημερινή καταναλωτική κοινωνία και η αντίληψη ότι ο κόσμος είναι ένα εργοστάσιο. Ας μην παραπονούμαστε ότι δεν υπάρχει σχέση ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη.
Γιατί υπάρχει: πολλές ραφινάτες θεωρίες δημιουργήθηκαν και αναπτύχθηκαν με σκοπό να δικαιολογήσουν και να διατηρήσουν παρασιτικές πρακτικές εις βάρος άλλων ανθρώπων και της φύσης γενικά. Πρέπει να τονίσουμε ότι το σημερινό σύστημα παρασιτεί εξίσου στους ανθρώπους και τη φύση. Έχει τεράστια σημασία να κατανοήσουμε τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στις οικονομικές δυνάμεις μιας κοινωνίας και την αντίληψη της για τη φύση και το σύμπαν, ανάμεσα στις καθημερινές μας πράξεις και την εικόνα που έχουμε για τον κόσμο.
Αυτές οι γενικότερες αντιλήψεις, ή κοσμοείδωλα, που μας επιβάλλονται ανεπαίσθητα και μερικές φορές ύπουλα, δικαιολογούν και υποκινούν τις καθημερινές πράξεις μας. Και πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι αν δεχτούμε το επιστημονικό, ορθολογικό κοσμοείδωλο και την προέκταση του - τη σύγχρονη τεχνολογία - τότε έχουμε χάσει εξαρχής το παιχνίδι. Γιατί αυτό το κοσμοείδωλο συνεπιφέρει και δικαιολογεί τη μετατροπή της γνώσης σε πληροφορία, των αξιών σε οικονομικά εμπορεύματα, των ανθρώπων σε «εμπειρογνώμονες».
Η επικίνδυνη διάσταση της σημερινής επιστήμης βρίσκεται στις συνέπειες, στις οποίες μας οδήγησε, βρίσκεται στις απαιτήσεις που έμμεσα θέτει στους ανθρώπους και στο οικοσύστημα. Είναι μάταιο να προβάλουμε το επιχείρημα ότι δεν είναι η επιστήμη που έκανε κακό, αλλά οι άνθρωποι που την εφάρμοσαν. Η γνώση είναι αξεχώριστη από τους ανθρώπους. Η επιστήμη διέπλασε τα μυαλά των ανθρώπων στον ίδιο βαθμό που οι άνθρωποι διέπλασαν την επιστήμη.
Το λυκόφως της επιστημονικής λογικής, που βιώνουμε σήμερα, δεν είναι καλά και σώνει το λυκόφως της ανθρωπότητας. Η επιστημονική λογική πρέπει να σβήσει και να μας απαλλάξει από το σφιχταγκάλιασμα της, για να μπορέσουμε να εξυγιάνουμε τη σχέση ανάμεσα στη γνώση και τις αξίες.
Αυτό μας ξαναφέρνει στο φαινόμενο της γνώσης ως αναπόσπαστου στοιχείου του ανθρώπινου είναι. Αυτό το φαινόμενο δεν εκδηλώνεται μόνο στους απογοητευμένους και αλλοτριωμένους νέους, που η γνώση δεν τους καθοδηγεί στη ζωή, γιατί είναι φορτωμένοι με άσχετες και τυποποιημένες πληροφορίες, αλλά και στο αντίθετο φαινόμενο: τον σεβασμό και τη νοσταλγία μας για σοφούς ανθρώπους.
Οι σοφοί είναι εκείνοι που η γνώση τους έχει πράγματι σημασία, εκείνοι που βρίσκονται σ' ένα επίπεδο όπου η γνώση έχει αληθινή αξία, είναι οι ολοκληρωμένοι, με την έννοια ότι η γνώση τους τους υπηρετεί ως ανθρώπινα όντα. Τους ζηλεύουμε επειδή έχουν φτάσει σε μια στάθμη που δύσκολα μπορεί να φτάσει κανείς στον σημερινό κόσμο. Η σοφία τους είναι απλώς η οργανική συνένωση των γνώσεων με τις αξίες˙ είναι μια απόδειξη ότι η γνώση δεν είναι ένα απόθεμα μάταιων πληροφοριών, αλλά μια ζωτική δύναμη που στηρίζει τη ζωή σ’ όλα τα επίπεδα της ανθρώπινης ύπαρξης· είναι η ανάσταση της γενικής ιδιότητας της γνώσης, η ενότητα ζωής και γνώσης.
Η επανένωση της γνώσης με τις αξίες δεν πρέπει να γίνει για να μας κάνει όλους σοφούς, αλλά για να εξασφαλίσει την επιβίωση της ανθρωπότητας. Πρέπει να βάλουμε καλά στο μυαλό μας ότι δεν θα μπορέσουμε ν’ ανταπεξέλθουμε στο πλήθος των προβλημάτων που δημιούργησε ο σημερινός (επιστημονικο-τεχνολογικός) τρόπος αλληλεπίδρασης μας με τη φύση και τους άλλους ανθρώπους, παρά μόνον αν φτάσουμε σ' ένα επίπεδο όπου οι γνώσεις μας να έχουν αληθινή αξία για εμάς ως ανθρώπινα όντα.
Πρέπει να είναι γνώσεις συνυφασμένες με αξίες και να υπηρετούν αυτές τις αξίες. Αυτές οι γνώσεις πρέπει να είναι μια επανενσάρκωση, σε καινούργιο επίπεδο, της αντίληψης του Πλάτωνα και του Αυγουστίνου ότι το να σκέφτεται κανείς σωστά είναι προϋπόθεση για να συμπεριφέρεται καλά˙ με τον όρο, όμως, ότι το να σκέφτεται κανείς σωστά δεν είναι απλώς ένα αφηρημένο χαρακτηριστικό του εγκέφαλου, αλλά η έκφραση μιας κατάστασης του είναι· ένας συνδυασμός διανοητικής ενόρασης και ηθικής δύναμης.
Αυτή η κατάσταση του είναι, που υπάρχει στους σοφούς, συγγενεύει με την κατάσταση της χάρης. Ο όρος «χάρη» είναι εξαιρετικά φορτισμένος. Κάθε διανοούμενος που «σέβεται τον εαυτό του» τον αποφεύγει. Αλλά η παλιότερη θρησκευτική συνεκδοχή του δεν πρέπει να μας εμποδίσει να τον χρησιμοποιήσουμε σωστά, γιατί αυτός ο όρος μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε ότι το να σκέφτεται κανείς καλά δεν σημαίνει να σκέφτεται επιτήδεια, στυγνά, λογικά: το να σκέφτεται κανείς καλά προϋποθέτει μια ειδική κατάσταση του νου και ολόκληρου του είναι. Αυτή την κατάσταση του νου πρέπει να την υποθάλψουμε και να την καλλιεργήσουμε όσο καλλιεργούμε - από τότε που θεοποιήσαμε την αφηρημένη σκέψη - την τάση του νου να ν’ αποβλέπει στην «επιστημονική αντικειμενικότητα».
Έχουμε να μάθουμε πολλά από τους ανατολικούς πολιτισμούς, από την ιστορία του δικού μας πολιτισμού και από πρωτόγονες κοινωνίες που υπάρχουν σήμερα, έτσι ώστε να καταλάβουμε, ν' αποκτήσουμε και να διατηρήσουμε αυτή την κατάσταση του νου όπου «το να σκέφτεται κανείς καλά είναι προϋπόθεση για να συμπεριφέρεται καλά». Αυτό που μας χρειάζεται δεν είναι η απόκτηση μερικών πρόσθετων γνώσεων - για το πώς σκέφτονταν και ενεργούσαν οι «άλλες» κοινωνίες - αλλά μια αλλαγή στη δομή των γνώσεων και του νου μας που, όπως ελπίζουμε, θα μας οδηγήσει στην άρση του σχίσματος αξίας-γνώσης και στο ξεπέρασμα της σημερινής αλλοτρίωσης μας.
Αυτή η θεμελιακή αλλαγή θα λύσει πολλά ειδικά προβλήματα που μας ταλαιπωρούν σήμερα, όπως: πώς μπορούμε να ξέρουμε ποιο είδος έρευνας πρέπει να προάγουμε; Πώς θα εξακριβώσουμε αν μια συγκεκριμένη έρευνα είναι ευεργετική ή επιζήμια; Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα είναι (με απλουστευμένη μορφή): για να κάνουμε καλή έρευνα πρέπει να κάνουμε καλή ζωή· πρέπει να σκεφτόμαστε «σωστά», με το πιο οικουμενικό νόημα της λέξης «σωστά».
Αυτό το είδος σκέψης είναι πολύ δυσκολότερο από την αφηρημένη, ατομιστική, αναλυτική σκέψη. Αν μερικοί θεωρήσουν πως είναι σαν να λέγαμε ότι πρέπει να βρίσκεται κανείς σε κατάσταση χάρης για να κάνει καλή έρευνα, δεν θα είναι μακριά από την αλήθεια. Γιατί ο σημερινός ακρωτηριασμός του γύρω μας κόσμου και των άλλων ανθρώπων μπορεί ν’ αποδοθεί άμεσα σε μια στάση του νου που είναι ά-χαρη, που αντιπροσωπεύει το κουτσουρεμένο, το δουλοπρεπές μυαλό, και που είναι ανάξια για πλάσματα που αυτοαποκαλούνται άνθρωποι.
Αν κάποιος θελήσει να καταδικάσει αυτή τη στάση, που την ονομάζουμε επιφυλακτικά «χάρη», λέγοντας μας ότι είναι επιστροφή σε προεπιστημονικές προλήψεις, σκοταδισμός και τα τέτοια, θ’ απαντήσουμε: γιατί τάχα μια κατάσταση του νου, στην οποία μερικές αφηρημένες οντότητες με το όνομα «φυσικομαθηματικά δεδομένα» προσκυνούνται σα θεότητες, είναι προτιμότερη από μια κατάσταση του νου στην οποία εξαίρονται οι εσωτερικές αξίες;
Η «κατάσταση χάρης» δεν είναι παρά μια άλλη έκφραση για την κατάσταση εκείνη του νου, στην οποία εξαίρονται οι εσωτερικές αξίες. Όταν λέμε: «Η αξιοπρέπεια είναι βασικό στοιχείο της ανθρωπιάς», «η ελευθερία είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ανθρωπιά», τότε ουσιαστικά «προικίζουμε με χάρη» τον άνθρωπο. Πρέπει ν' αλλάξουμε τον γύρω κόσμο, τις συντεταγμένες του νου μας και τη δομή των γνώσεων μας, έτσι ώστε αυτές οι εκφράσεις να μην είναι κούφια λόγια.
Για να συνοψίσουμε, στους τελευταίους τρεις αιώνες επαναπροσδιορίσαμε τον κόσμο γύρω μας κι αυτός ο επαναπροσδιορισμός κατέληξε στον βιασμό του κόσμου και των εαυτών μας. Πρέπει ν' απορρίψουμε ένα μεγάλο μέρος από τη «σοφία» των προφητών της υλικής προόδου, γιατί αυτή η πρόοδος μας οδηγεί στον όλεθρο. Πρέπει να άρουμε πολλές πλαστές διχοτομίες και διακρίσεις, γιατί συχνά είναι η ρίζα της αλλοτρίωσης που παρατηρούμε σήμερα στον κόσμο. Πάνω απ' όλα, πρέπει ν' αποκαταστήσουμε την ενότητα γνώσης και αξιών πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η σοφία ή η «φωτισμένη γνώση» είναι το κλειδί για το νόημα της ζωής του ανθρώπου. Πρέπει επίσης ν’ αναπτύξουμε μια νέα περιεκτική φιλοσοφία, που να δίνει καινούργιο νόημα στον γύρω μας κόσμο.
------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Η σημερινή αναλυτική φιλοσοφία είναι μια ενσάρκωση του θετικιστικού ήθους, που βασίζεται στη λατρεία της τεχνικής και την αποφυγή των προβλημάτων. Η αναλυτική φιλοσοφία δεν είναι απελευθέρωση του νου (όπως επιμένουν οι θιασώτες της), αλλά εγκλωβισμός του νου στο τσίρκο του τεχνικού ζογκλερισμού. Οι ατέλειωτες διαμάχες για έννοιες όπως «νόημα» και «αναφορά», που έχουν για πρωταγωνιστές τους «κορυφαίους φιλόσοφους» των πιο «ονομαστών πνευματικών κέντρων», όπως η Οξφόρδη και το Καίμπριτζ, το Χάρβαρντ και το Πρίνστον, το Μπέρκλεϋ και το Αν’ Αρμπορ, είναι ένα περίεργο θέαμα. Οι ίδιες θέσεις, επιχειρήματα και λύσεις επαναλαμβάνονται συνεχώς εδώ και πενήντα χρόνια! Με τον Φρέγκε και τον Ράσελ, τον Λεσνιέφσκι και τον Τάρσκι, οι γόνιμες πλευρές του προβλήματος διερευνήθηκαν και εξαντλήθηκαν πια. Γι’ αυτό τον λόγο, τα τελευταία σαράντα χρόνια της διαμάχης αντιπροσωπεύουν έναν ανούσιο λογιοτατισμό που αναλύεται σε σχολαστικές γλωσσικές ασκήσεις. Ο εκχυδαϊσμός των προβλημάτων και του νου είναι το τίμημα που πληρώνουμε για την επίπλαστη τεχνική επιδεξιότητα.