ΙΙ. Το α΄ συνθετικό είναι ονοματική πτώση
1. Το σύνολο αποτελεί συνένωση ανεξάρτητων τμημάτων.
§ 66. α) Το α΄ συνθετικό είναι ονομαστική: Νεάπολις (με γεν. Νεαπόλεως). Αριθμητικά: δ(υ)ώ-δεκα, ιων. και ελληνιστ. τεσσερεσ (τεσσαρεσ) -καί-δεκα, χωρίς να κλίνεται το α΄ μέλος· πρβ. λατ. du ō- decim 'δώδεκα', tr ē- decim 'δεκατρία' κτλ. Σε παράγωγα: το ἑκτή-μορος (Αριστοτ.) και ἑκτη-μόριος (ελληνιστ.) 'που παίρνει ως αμοιβή εργασίας το ένα έκτο της παραγωγής' ανάγεται στο ἕκτη μόρα, όπως τα τρεισκαιδέκατος, τεσσαρεσκαιδέκατος, πεντεκαιδέκατος κτλ. στο τρεῖς κτλ. καὶ δέκα. Τα χρῆν χρῇ χρῆναι από το χρὴ 'ανάγκη' + ἦν, ᾖ, εἶναι (ἐχρῆν δες § 40).
§ 67. β) Το α΄ συνθετικό είναι γενική: Διόσ-κουροι 'γιοι του Δία' (§ 41), διόσ-δοτος 'δωρισμένος απ' το Δία' (§ 31), κυνόσ-ουρα 'ουρά σκύλου, Μικρή Άρκτος' (και ονομασία ακρωτηρίου· πρβ. § 31), νεώσ-οικοι 'νεώρια' (κλασ.), Πελοπόννησος από το Πέλοπος νῆσος, ἁλοσ-άχνη 'αφρός της θάλασσας' (στον Αριστοτέλη ως ονομασία ζωόφυτου, αλλά εἴλυτο 'τύλιξε' δὲ πάντ' ἁλὸς ἄχνῃ ε 403).
§ 68. γ) Το α΄ συνθετικό είναι δοτική: ἀρηΐφιλος 'αγαπητός στον Άρη'(Όμ.), πασι-μέλουσα 'σημαντική για όλους' (προσωνυμία του πλοίου Αργώ στον Όμηρο)· με σημασία τοπικής: ἐαρί-δρεπτος 'που συλλέγεται την άνοιξη' (Πίνδ.), οργανικής: κηρεσσι-φόρητος 'που μεταφέρεται από τα πνεύματα του θανάτου' (Όμ.), δουρι-κλειτός και -κλυτος 'περίφημος για το δόρυ του' (Όμ.).
§ 69. δ) Το α΄ συνθετικό είναι αιτιατική: πᾰν-ῆμαρ 'που διαρκεί όλη τη μέρα' (Όμ.) (το παν- ως κατηγορηματικός προσδιορισμός), καρηκομόωντες και βαρυστενάχων δες § 34 . Κλιτά ρηματικά σύνθετα με αντικείμενο σε αιτιατική στο αρχικό μέλος, όπως το λατ. anim ( um )- advertere 'επικεντρώνω την προσοχή μου σε κάτι', δεν υπάρχουν στα ελληνικά· το δακρυ-χέων δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί σύνθετο (§ 34) και απαντά μόνο ως μετοχή· νουνεχόντως δες § 72.
§ 70. ε) Το α΄ συνθετικό είναι παλιά τοπική, μια πτώση σε -φι ή εμπρόθετη έκφραση: μεσαι-πόλιος 'στο μέσο (παλιά τοπική) γκρίζος, μισόγκριζος' (Όμ.). Το ομηρικό ἶ-φι 'με τη βία' διατηρείται στο ἰφι-γένητος 'δημιουργημένος από δύναμη' (Ευσέβιος από έναν αρχαίο ποιητή) και σε μερικά ονόματα με το Ἰφι- (Ἰφι-μέδουσα με παρόμοιο τρόπο και το Ἰφι-άνασσα). Εμπρόθετη έκφραση: ἐγ-χειρί-θετος 'βαλμένος στο χέρι' (Ηρόδοτος).
§ 71. 2. Το β΄ συνθετικό είναι λέξη που με αυτή τη μορφή δεν απαντά ως ανεξάρτητη. Τέτοια καταληκτικά μέλη ήταν αρχικά κατάλληλα για θεματικά σύνθετα και από εκεί μεταφέρθηκαν και σε πτωτικά σύνθετα.
Μεγενική: οὐδενόσ-ωρος 'που δεν σέβεται (ὤρα) κανέναν ή τίποτα (οὐδενός)· αναιδής· αδιάφορος' [1] (Ιλ. Θ 178).
Με δοτική: τειχεσι-πλήτης 'που πλησιάζει τα τείχη, καστροπολεμίτης' (Όμ.)· ως τοπική: θερει-γενής 'που φυτρώνει το καλοκαίρι' (Νίκανδρος), ὀρεσί-τροφος 'που τρέφεται στα βουνά' (Όμ.)· ως οργανική: δουρί-μαχος 'που μάχεται με το δόρυ' (χρησμός σε σχόλιο της Ιλιάδας).
§ 72. Με αιτιατική [2]: δικασ-πόλος 'δικαστής' (Όμ.)· ἀταλά-φρων 'που σκέφτεται όπως τα παιδιά, τρυφερός' (Όμ.) είναι συμφυρμός του ἀταλὰ φρονέων (Όμ.) και του *ἀταλό-φρων (πρβ. εὔ-φρων κτλ.)· νουν-εχής 'συνετός' (ελληνιστ.· το νουν-εχόντως στον Ισοκράτη ίσως δεν είναι ακόμη σύνθετο, πρβ. ἐχόντως νοῦν στον Πλάτωνα), ἀκαλα-ρρείτης 'που ρέει απαλά' (Όμ.) με επιρρηματική αιτιατική [3], πλεον-έκτης 'κερδοσκόπος' (κλασ.) από το πλέον ἔχειν 'πλεονεκτώ'.
§ 73. Με μορφή τοπικής: ὁδοι-πόρος (§ 28), Πυλοι-γενής 'γεννημένος στην Πύλο' (Όμ.).
Με πτώση σε -φι: Ἰφι-κράτης, Ἰφι-γένεια κτλ.
Με εμπρόθετο: ἐμ-πυρι-βήτης (τρίπους) 'που βρίσκεται πάνω στη φωτιά' (Όμ.).
---------------------------
[1] Η συνήθης ερμηνεία 'ανάξιος σεβασμού' προϋποθέτει το οὐδεμία ὤρα.
[2] Τα καρᾱ-τόμος 'που καρατομεί', καρ ά̄ -τομος 'καρατομημένος' (και τα δύο κλασ.), καρᾱ-δοκεῖν 'προσέχω' (κλασ.· από ένα αμάρτυρο καρᾱ-δόκος 'που τεντώνει το κεφάλι για να παρατηρήσει', δες § 38) φαίνεται να διατηρούν την αιτιατική κάρᾱ (ομηρ. κάρη)· το καρη-βαρής, -βαρεῖν 'με βαρύ κεφάλι' (ελληνιστ.), αντίθετα, είναι μάλλον θεματικό σύνθετο.
[3] Πρβ. ἀκαλά προρέων Ησίοδος (;) απόσπ. 242 (218) Rzach.
Τετάρτη 28 Ιουνίου 2023
Ο Έρωτας θα έρθει να σε βρει αν του ανοίξεις την πόρτα
Έρωτας είναι και αν τον συναντήσεις δεν θα είσαι ποτέ ξανά ο ίδιος άνθρωπος.
Πόσες φορές άραγε, μπορούμε να ερωτευτούμε; Τι είναι αυτό που μας τραβάει σε έναν άνθρωπο και τι μας κάνει να τον σκεφτόμαστε όλη μέρα; Το βλέμμα, τα λόγια, το άγγιγμα, η συμπεριφορά; Ό,τι και να είναι πάντως, το μόνο σίγουρο είναι ότι σε κάνει να νιώθεις αλλιώς. Σε μεταμορφώνει και σου δίνει μια δύναμη που μπορεί να νικήσει τα πάντα. Είναι όμορφος ο Έρωτας όταν του ανοίγεις την πόρτα. Απλά πρόσεξε μην χάσεις τα κλειδιά.
Έχεις ερωτευτεί ποτέ;
Μια ερώτηση που την κάνουμε συχνά όχι μόνο στους άλλους αλλά και στον εαυτό μας. Διότι, πολύ απλά ψάχνουμε να βρούμε απαντήσεις προκειμένου να ερμηνεύσουμε τα συναισθήματα μας. Να δούμε τι νιώθουμε ώστε να μπορέσουμε να κάνουμε το επόμενο βήμα. Μπορείς όμως, να προκαλέσεις τον έρωτα; Δεν είναι δηλαδή, κάτι που πλημμυρίζει το μέσα σου; Για αυτό λοιπόν, ακόμα και αν δεν έχεις ερωτευτεί ποτέ, και δεν ξέρεις καν τι θα πει η φράση ‘’έχω ανάγκη να βλέπω τον άλλο συνέχεια’’, σου εύχομαι από καρδιάς να το ζήσεις. Γιατί είναι ότι πιο μαγικό μπορεί να σου τύχει… Ακόμα και αν σε πλήγωσε ή έληξε άδοξα, τουλάχιστον υπήρξε και σε γέμισε με φως.
Κάθε Έρωτας είναι ίδιος;
Όχι βέβαια. Κανένας δεν μοιάζει με τον προηγούμενο. Ο καθένας είναι μοναδικός με τα δικά του χαρίσματα, τις δικές του αμφιβολίες, λάθη, πάθη, όνειρα και ελπίδες. Παρόλα αυτά, κάνουμε ένα μεγάλο λάθος. Πέφτουμε στην παγίδα να συγκρίνουμε τους ανθρώπους. Και αρχίζουμε και απαριθμούμε θετικά και αρνητικά και φτάνουμε σε αδιέξοδο. Το ξέρω ότι είναι δύσκολο να δώσεις την καρδιά σου ξανά, να ανοιχτείς και να κάνεις όνειρα, όμως, αξίζει τον κόπο. Πίστεψε στην δύναμη της καρδιάς και αφέσου. Όσο η ζωή προχωράει και αλλάζει τα δεδομένα έτσι και εμείς μαθαίνουμε να ζούμε με αυτά.
Και αν δεν είμαι ερωτευμένος τι να κάνω;
Τίποτα. Μην πιέσεις καταστάσεις και μην σπείρεις ελπίδες. Είναι προτιμότερο να ξεκαθαρίσεις την θέση σου, παρά να βάλεις τον άλλο σε μια διαδικασία που στο τέλος θα είναι χαμένος. Γιατί να τον πληγώσεις; Εκτός και αν τα συναισθήματά σου μεγαλώνουν, ωριμάζουν και αυτά που νιώθεις είναι όντως αληθινά. Τότε ναι να δώσεις ευκαιρία και να το ζήσεις. Είναι πάντα προτιμότερο να βιώνουμε τα πράγματα που μας συμβαίνουν παρά να τα αναλύουμε και να ζούμε με τα ‘’αν…’’. Τολμάμε και όπου μας βγάλει.
Καταλαβαίνω πως για πολλούς, πολλές φορές η ζωή τους βάζει σε δοκιμασίες και τους παίζει περίεργα παιχνίδια. Εκεί που νόμιζες πως είχες βρει τον Έρωτα, έρχεται η στιγμή εκείνη που σε κάνει να αναθεωρήσεις τα πάντα. Ακόμα και μετά από ένα διαζύγιο ή μια αποτυχημένη σχέση ή και μέσα στην ίδια την σχέση.
Είναι τότε που χρειάζεται να μηδενίσεις το κοντέρ και να παίξεις το παιχνίδι από την αρχή. Μπορεί να είναι δύσκολο αλλά αν αφήσεις ελεύθερο τον εαυτό σου θα δεις πως η ζωή, σου στέλνει στον δρόμο σου αυτόν που έχεις πραγματικά ανάγκη. Έστω και καθυστερημένα.
Αν με ρωτούσες, θα σου πω πως πιστεύω στον Έρωτα και στις δεύτερες ευκαιρίες που δίνει η ζωή και θεωρώ πως είναι η μόνη δύναμη που με τον κατάλληλο άνθρωπο μπορείς να αγαπήσεις και να κλείσεις τις πληγές. Αρκεί να του ανοίξεις την πόρτα και να μην φοβηθείς τον πόνο. Άσε και το παράθυρο ανοιχτό να μπει, και ας βγει σε λάθος δεν πειράζει. Και θυμήσου ότι για όλους υπάρχει κάπου κάποιος που τον περιμένει να συναντηθεί.
Πόσες φορές άραγε, μπορούμε να ερωτευτούμε; Τι είναι αυτό που μας τραβάει σε έναν άνθρωπο και τι μας κάνει να τον σκεφτόμαστε όλη μέρα; Το βλέμμα, τα λόγια, το άγγιγμα, η συμπεριφορά; Ό,τι και να είναι πάντως, το μόνο σίγουρο είναι ότι σε κάνει να νιώθεις αλλιώς. Σε μεταμορφώνει και σου δίνει μια δύναμη που μπορεί να νικήσει τα πάντα. Είναι όμορφος ο Έρωτας όταν του ανοίγεις την πόρτα. Απλά πρόσεξε μην χάσεις τα κλειδιά.
Έχεις ερωτευτεί ποτέ;
Μια ερώτηση που την κάνουμε συχνά όχι μόνο στους άλλους αλλά και στον εαυτό μας. Διότι, πολύ απλά ψάχνουμε να βρούμε απαντήσεις προκειμένου να ερμηνεύσουμε τα συναισθήματα μας. Να δούμε τι νιώθουμε ώστε να μπορέσουμε να κάνουμε το επόμενο βήμα. Μπορείς όμως, να προκαλέσεις τον έρωτα; Δεν είναι δηλαδή, κάτι που πλημμυρίζει το μέσα σου; Για αυτό λοιπόν, ακόμα και αν δεν έχεις ερωτευτεί ποτέ, και δεν ξέρεις καν τι θα πει η φράση ‘’έχω ανάγκη να βλέπω τον άλλο συνέχεια’’, σου εύχομαι από καρδιάς να το ζήσεις. Γιατί είναι ότι πιο μαγικό μπορεί να σου τύχει… Ακόμα και αν σε πλήγωσε ή έληξε άδοξα, τουλάχιστον υπήρξε και σε γέμισε με φως.
Κάθε Έρωτας είναι ίδιος;
Όχι βέβαια. Κανένας δεν μοιάζει με τον προηγούμενο. Ο καθένας είναι μοναδικός με τα δικά του χαρίσματα, τις δικές του αμφιβολίες, λάθη, πάθη, όνειρα και ελπίδες. Παρόλα αυτά, κάνουμε ένα μεγάλο λάθος. Πέφτουμε στην παγίδα να συγκρίνουμε τους ανθρώπους. Και αρχίζουμε και απαριθμούμε θετικά και αρνητικά και φτάνουμε σε αδιέξοδο. Το ξέρω ότι είναι δύσκολο να δώσεις την καρδιά σου ξανά, να ανοιχτείς και να κάνεις όνειρα, όμως, αξίζει τον κόπο. Πίστεψε στην δύναμη της καρδιάς και αφέσου. Όσο η ζωή προχωράει και αλλάζει τα δεδομένα έτσι και εμείς μαθαίνουμε να ζούμε με αυτά.
Και αν δεν είμαι ερωτευμένος τι να κάνω;
Τίποτα. Μην πιέσεις καταστάσεις και μην σπείρεις ελπίδες. Είναι προτιμότερο να ξεκαθαρίσεις την θέση σου, παρά να βάλεις τον άλλο σε μια διαδικασία που στο τέλος θα είναι χαμένος. Γιατί να τον πληγώσεις; Εκτός και αν τα συναισθήματά σου μεγαλώνουν, ωριμάζουν και αυτά που νιώθεις είναι όντως αληθινά. Τότε ναι να δώσεις ευκαιρία και να το ζήσεις. Είναι πάντα προτιμότερο να βιώνουμε τα πράγματα που μας συμβαίνουν παρά να τα αναλύουμε και να ζούμε με τα ‘’αν…’’. Τολμάμε και όπου μας βγάλει.
Καταλαβαίνω πως για πολλούς, πολλές φορές η ζωή τους βάζει σε δοκιμασίες και τους παίζει περίεργα παιχνίδια. Εκεί που νόμιζες πως είχες βρει τον Έρωτα, έρχεται η στιγμή εκείνη που σε κάνει να αναθεωρήσεις τα πάντα. Ακόμα και μετά από ένα διαζύγιο ή μια αποτυχημένη σχέση ή και μέσα στην ίδια την σχέση.
Είναι τότε που χρειάζεται να μηδενίσεις το κοντέρ και να παίξεις το παιχνίδι από την αρχή. Μπορεί να είναι δύσκολο αλλά αν αφήσεις ελεύθερο τον εαυτό σου θα δεις πως η ζωή, σου στέλνει στον δρόμο σου αυτόν που έχεις πραγματικά ανάγκη. Έστω και καθυστερημένα.
Αν με ρωτούσες, θα σου πω πως πιστεύω στον Έρωτα και στις δεύτερες ευκαιρίες που δίνει η ζωή και θεωρώ πως είναι η μόνη δύναμη που με τον κατάλληλο άνθρωπο μπορείς να αγαπήσεις και να κλείσεις τις πληγές. Αρκεί να του ανοίξεις την πόρτα και να μην φοβηθείς τον πόνο. Άσε και το παράθυρο ανοιχτό να μπει, και ας βγει σε λάθος δεν πειράζει. Και θυμήσου ότι για όλους υπάρχει κάπου κάποιος που τον περιμένει να συναντηθεί.
Ο Αιώνιος Δρόμος προς την Αλήθεια: Η Πραγματικότητα Μέσα μας
Από την πρώτη στιγμή που ο άνθρωπος συνειδητοποίησε την ύπαρξή του, εδώ και χιλιάδες χρόνια, προσπάθησε να κατανοήσει το «περιβάλλον» του, να αντιληφθεί την Πραγματικότητα κι έτσι δημιούργησε διάφορες κοσμοθεωρίες. Μία τέτοια αντίληψη, μία κοσμοθεωρία, όσο απλοϊκή κι αν είναι, είναι κατά βάση φιλοσοφική και κατά δεύτερο λόγο θρησκευτική.
Στην διάρκεια της ιστορίας ο άνθρωπος βελτίωσε αρκετά την αντίληψή του για την Πραγματικότητα. Κάποιοι εξαιρετικοί άνθρωποι μάλιστα προσέγγισαν την Πραγματικότητα με τρόπο ιδιαίτερα ευφυή και «επέβαλλαν» την αντίληψή τους στους συνανθρώπους τους, επηρεάζοντας συχνά μεγάλους πληθυσμούς. Αυτοί οι εξαιρετικοί άνθρωποι θεωρήθηκαν «Θεοί» ή «ενσαρκώσεις» του Θεού.
Στην πραγματικότητα αυτοί οι εξαιρετικοί άνθρωποι δεν διαφέρουν σε τίποτα από εμάς τους «κοινούς» ανθρώπους, τον κάθε άνθρωπο. Η ανθρώπινη φύση (οποιαδήποτε κι αν είναι αυτή) είναι μία και λειτουργεί σε όλους το ίδιο. Από την στιγμή που μία ανθρώπινη συνείδηση (αδιάφορο αν ονομάζεται Βούδας ή Σανκάρα, Λαό Τσε, Πλάτωνας ή Χέγγελ) φτάνει στην Αντίληψη της Πραγματικότητας (αν υποθέσουμε ότι αυτή η Αντίληψη ανταποκρίνεται στην Αλήθεια) μπορεί να το κάνει ξανά και ξανά και όχι απλά μία συνείδηση αλλά κάθε συνείδηση, οποιαδήποτε συνείδηση.
Βέβαια, καλό είναι να γνωρίζουμε τις αντιλήψεις των συνανθρώπων μας (όχι μόνο της κοινωνίας που ζούμε αλλά και άλλων κοινωνιών, σε όλες τις εποχές) και να μπορούμε, αν το θέλουμε, να ακολουθήσουμε κάποια φιλοσοφική, θρησκευτική, αντίληψη για να «συλλάβουμε» την Πραγματικότητα, αυτό δεν σημαίνει όμως ότι δεν μπορούμε, είτε στηριζόμενοι σε κάποια στοιχεία από το κοινωνικό περιβάλλον μας, είτε όχι, να ξαναβρούμε τον Δρόμο προς την Αλήθεια (όπως τον βρήκαν και οι άλλοι) δομώντας έτσι την δική μας, την προσωπική μας αντίληψη για την Πραγματικότητα. Σε τελευταία ανάλυση το να αντιληφθεί κάποιος μόνος του την Αλήθεια, βασιζόμενος στον εαυτό του, είναι το πιο ορθό λογικά, φιλοσοφικά, γιατί έτσι Βιώνει πραγματικά την Αλήθεια και δεν προσπαθεί μέσα από μία ξένη αντίληψη να προσεγγίσει την Πραγματικότητα. Αν ο Βούδας ο Λάο Τσε, ο Πλάτωνας ή ο Πλωτίνος, ο Έκαρτ ή ο Χάιντεγκερ, ή οποιοσδήποτε φιλόσοφος, ή άλλος άνθρωπος έφτασαν στην Αλήθεια, μπορεί οποιοσδήποτε άνθρωπος να το κάνει ξανά και ξανά στους αιώνες και να δομήσει, ενδεχομένως, μία αντίληψη περισσότερο ευφυή από την αντίληψη όλων αυτών.
Αυτός ο Προσωπικός Δρόμος προς την Αλήθεια, είναι ο Αιώνιος Δρόμος του Ανθρώπου, η Αιώνια Φιλοσοφία, η Αιώνια Θρησκεία, που διατυπώνεται ξανά και ξανά κι Αυτός ο Δρόμος είναι ο Δρόμος όλων μας, ο δικός μου, ο δικός σου, ο δικός του, ο δικός μας, ο δικός σας, ο δικός τους. Καμία συνείδηση δεν μπορεί να «συλλάβει» κάτι που είναι αδύνατο να συλλάβουν όλες οι συνειδήσεις (σε κανονικές συνθήκες βέβαια). Ας σταματήσουμε λοιπόν να τρέχουμε πίσω από «διαφωτιστές» ή «σωτήρες» ή τουλάχιστον ας απορρίψουμε την ανόητη ιδέα ότι είναι κάτι «διαφορετικό» από εμάς. Ας βασιστούμε λίγο στον εαυτό μας, το μόνο ασφαλές θεμέλιο κι ας ανακαλύψουμε μόνοι μας την Αλήθεια. Η Πραγματικότητα είναι μέσα μας, είμαστε εμείς οι ίδιοι.
Στην διάρκεια της ιστορίας ο άνθρωπος βελτίωσε αρκετά την αντίληψή του για την Πραγματικότητα. Κάποιοι εξαιρετικοί άνθρωποι μάλιστα προσέγγισαν την Πραγματικότητα με τρόπο ιδιαίτερα ευφυή και «επέβαλλαν» την αντίληψή τους στους συνανθρώπους τους, επηρεάζοντας συχνά μεγάλους πληθυσμούς. Αυτοί οι εξαιρετικοί άνθρωποι θεωρήθηκαν «Θεοί» ή «ενσαρκώσεις» του Θεού.
Στην πραγματικότητα αυτοί οι εξαιρετικοί άνθρωποι δεν διαφέρουν σε τίποτα από εμάς τους «κοινούς» ανθρώπους, τον κάθε άνθρωπο. Η ανθρώπινη φύση (οποιαδήποτε κι αν είναι αυτή) είναι μία και λειτουργεί σε όλους το ίδιο. Από την στιγμή που μία ανθρώπινη συνείδηση (αδιάφορο αν ονομάζεται Βούδας ή Σανκάρα, Λαό Τσε, Πλάτωνας ή Χέγγελ) φτάνει στην Αντίληψη της Πραγματικότητας (αν υποθέσουμε ότι αυτή η Αντίληψη ανταποκρίνεται στην Αλήθεια) μπορεί να το κάνει ξανά και ξανά και όχι απλά μία συνείδηση αλλά κάθε συνείδηση, οποιαδήποτε συνείδηση.
Βέβαια, καλό είναι να γνωρίζουμε τις αντιλήψεις των συνανθρώπων μας (όχι μόνο της κοινωνίας που ζούμε αλλά και άλλων κοινωνιών, σε όλες τις εποχές) και να μπορούμε, αν το θέλουμε, να ακολουθήσουμε κάποια φιλοσοφική, θρησκευτική, αντίληψη για να «συλλάβουμε» την Πραγματικότητα, αυτό δεν σημαίνει όμως ότι δεν μπορούμε, είτε στηριζόμενοι σε κάποια στοιχεία από το κοινωνικό περιβάλλον μας, είτε όχι, να ξαναβρούμε τον Δρόμο προς την Αλήθεια (όπως τον βρήκαν και οι άλλοι) δομώντας έτσι την δική μας, την προσωπική μας αντίληψη για την Πραγματικότητα. Σε τελευταία ανάλυση το να αντιληφθεί κάποιος μόνος του την Αλήθεια, βασιζόμενος στον εαυτό του, είναι το πιο ορθό λογικά, φιλοσοφικά, γιατί έτσι Βιώνει πραγματικά την Αλήθεια και δεν προσπαθεί μέσα από μία ξένη αντίληψη να προσεγγίσει την Πραγματικότητα. Αν ο Βούδας ο Λάο Τσε, ο Πλάτωνας ή ο Πλωτίνος, ο Έκαρτ ή ο Χάιντεγκερ, ή οποιοσδήποτε φιλόσοφος, ή άλλος άνθρωπος έφτασαν στην Αλήθεια, μπορεί οποιοσδήποτε άνθρωπος να το κάνει ξανά και ξανά στους αιώνες και να δομήσει, ενδεχομένως, μία αντίληψη περισσότερο ευφυή από την αντίληψη όλων αυτών.
Αυτός ο Προσωπικός Δρόμος προς την Αλήθεια, είναι ο Αιώνιος Δρόμος του Ανθρώπου, η Αιώνια Φιλοσοφία, η Αιώνια Θρησκεία, που διατυπώνεται ξανά και ξανά κι Αυτός ο Δρόμος είναι ο Δρόμος όλων μας, ο δικός μου, ο δικός σου, ο δικός του, ο δικός μας, ο δικός σας, ο δικός τους. Καμία συνείδηση δεν μπορεί να «συλλάβει» κάτι που είναι αδύνατο να συλλάβουν όλες οι συνειδήσεις (σε κανονικές συνθήκες βέβαια). Ας σταματήσουμε λοιπόν να τρέχουμε πίσω από «διαφωτιστές» ή «σωτήρες» ή τουλάχιστον ας απορρίψουμε την ανόητη ιδέα ότι είναι κάτι «διαφορετικό» από εμάς. Ας βασιστούμε λίγο στον εαυτό μας, το μόνο ασφαλές θεμέλιο κι ας ανακαλύψουμε μόνοι μας την Αλήθεια. Η Πραγματικότητα είναι μέσα μας, είμαστε εμείς οι ίδιοι.
Έρευνα δείχνει πως τα σγουρά μαλλιά είναι εξελικτικό πλεονέκτημα
Κι όμως, οι ατίθασες μπούκλες στο κεφάλι μας μπορεί να χρησίμευσαν ως εξελικτικό πλεονέκτημα για την ανάπτυξη των ανθρώπινων εγκεφάλων, σύμφωνα με νέα έρευνα και την ανάδειξή της μέσω του Νational Geographic. Με δυο λόγια, τα σγουρά μαλλιά, είναι ένας βασικός λόγος που μεγάλωσε με μέγεθος ο εγκέφαλός μας!
«Ο εγκέφαλος είναι ένα μεγάλο και πολύ ευαίσθητο στη θερμότητα όργανο που παράγει επίσης πολλή θερμότητα», εξηγεί η Tina Lasisi, επικεφαλής της έρευνας, επί του παρόντος μεταδιδακτορική ερευνήτρια βιολογικής ανθρωπολογίας στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια. «Οπότε σκεφτήκαμε ότι, εξελικτικά, αυτό θα μπορούσε να είναι σημαντικό -ιδιαίτερα σε μια χρονική περίοδο που βλέπουμε το μέγεθος του εγκεφάλου του είδους μας να αυξάνεται».
Τι έδειξε λοιπόν η έρευνα; Οι μικρές μπούκλες, εκείνες που βρίσκονται σφιχτά στο κεφάλι, προστατεύουν καλύτερα το τριχωτό της κεφαλής από την ηλιακή ακτινοβολία και δεν εφαρμόζουν στο δέρμα όταν είναι βρεγμένα -ένα πλεονέκτημα σε καυτές συνθήκες που μπορούν να κάνουν τον άνθρωπο να ιδρώσει, όπως αυτές που αντιμετώπισαν οι πρόγονοί μας, ως ανθρωποειδή στην Αφρική πριν από εκατομμύρια χρόνια.
Οι μετρήσεις για να εξαχθεί το εν λόγω συμπέρασμα, έγιναν σε μια θερμική κούκλα, κι αφορούσαν το πώς τα μαλλιά ρυθμίζουν τη θερμοκρασία του τριχωτού της κεφαλής στο άμεσο ηλιακό φως, χρησιμοποιώντας διαφορετικές περούκες. Η κούκλα, θερμαινόμενη στη μέση θερμοκρασία του σώματος των 95 βαθμών Φαρενάιτ, τοποθετήθηκε σε έναν κλιματιζόμενο θάλαμο μέσα σε μια αεροσήραγγα που επέτρεψε στους επιστήμονες να μελετήσουν την ποσότητα θερμότητας που μεταφέρεται μεταξύ του δέρματός της και του περιβάλλοντος.
Τρεις περούκες κατασκευάστηκαν, από μαύρα ανθρώπινα μαλλιά που προήλθαν από την Κίνα -μια ίσια, μια μέτρια σγουρή και μια πολύ σγουρή- έτσι ώστε οι ερευνητές να μπορούν να παρατηρήσουν πώς οι διαφορετικές υφές των μαλλιών επηρεάζουν την αύξηση και την απώλεια θερμότητας στο τριχωτό της κεφαλής. Υπολόγισαν επίσης την απώλεια θερμότητας σε διαφορετικές ταχύτητες ανέμου, αφού βρέξανε τις περούκες για να προσομοιάσουν την εφίδρωση.
Στη συνέχεια, οι ερευνητές έφτιαξαν ένα μοντέλο της απώλειας θερμότητας υπό διαφορετικές συνθήκες και το μελέτησαν υπό τις τυπικές συνθήκες της ισημερινής Αφρικής, όπου πιστεύεται ότι εξελίχθηκαν τα πρώτα ανθρωποειδή. Έμαθαν ότι όλοι οι τύποι μαλλιών έδιναν κάποια προστασία από τον ήλιο, αλλά τα σχεδόν άφρο, σγουρά μαλλιά, έδιναν την καλύτερη προστασία κι ελαχιστοποιούσαν την ανάγκη για εφίδρωση- ένα σημαντικό εύρημα: «Τα μαλλιά του τριχωτού της κεφαλής είναι ένας πιθανός παθητικός μηχανισμός που μας γλιτώνει από το φυσιολογικό κόστος της εφίδρωσης», λέει. «Ο ιδρώτας δεν είναι δωρεάν, αφού χάνεις νερό και ηλεκτρολύτες. Και για τους ανθρωποειδείς προγόνους μας, αυτό μπορεί να ήταν σημαντικό ως και καίριο για την επιβίωσή τους», αναφέρει η έρευνα.
Είναι μάλιστα πιθανό τα σγουρά μαλλιά να είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους ο Homo sapiens αντικατέστησε τα είδη των ανθρωποειδών Νεάντερταλ και Ντενίσοβαν, τα οποία εξαφανίστηκαν πριν από περίπου 40.000 χρόνια. Η έρευνα επισημαίνει ότι αν οι γενετικές μεταλλάξεις για τα σγουρά μαλλιά εμφανίστηκαν πριν ο Homo sapiens εγκαταλείψει την Αφρική, αλλά μετά τους ανθρωποειδείς προγόνους μας, αυτό μπορεί να έδωσε στους πρώτους σύγχρονους ανθρώπους ένα τεράστιο εξελικτικό πλεονέκτημα κι εν τέλει να οδήγησε τον εγκέφαλο πιο κοντά στη σημερινή του μορφή.
Με δυο λόγια, αν έχεις σγουρά μαλλιά, ίσως και να είσαι ο λόγος που σήμερα οι άνθρωποι, μπορούμε να λέμε πως έχουμε νοημοσύνη.
«Ο εγκέφαλος είναι ένα μεγάλο και πολύ ευαίσθητο στη θερμότητα όργανο που παράγει επίσης πολλή θερμότητα», εξηγεί η Tina Lasisi, επικεφαλής της έρευνας, επί του παρόντος μεταδιδακτορική ερευνήτρια βιολογικής ανθρωπολογίας στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια. «Οπότε σκεφτήκαμε ότι, εξελικτικά, αυτό θα μπορούσε να είναι σημαντικό -ιδιαίτερα σε μια χρονική περίοδο που βλέπουμε το μέγεθος του εγκεφάλου του είδους μας να αυξάνεται».
Τι έδειξε λοιπόν η έρευνα; Οι μικρές μπούκλες, εκείνες που βρίσκονται σφιχτά στο κεφάλι, προστατεύουν καλύτερα το τριχωτό της κεφαλής από την ηλιακή ακτινοβολία και δεν εφαρμόζουν στο δέρμα όταν είναι βρεγμένα -ένα πλεονέκτημα σε καυτές συνθήκες που μπορούν να κάνουν τον άνθρωπο να ιδρώσει, όπως αυτές που αντιμετώπισαν οι πρόγονοί μας, ως ανθρωποειδή στην Αφρική πριν από εκατομμύρια χρόνια.
Οι μετρήσεις για να εξαχθεί το εν λόγω συμπέρασμα, έγιναν σε μια θερμική κούκλα, κι αφορούσαν το πώς τα μαλλιά ρυθμίζουν τη θερμοκρασία του τριχωτού της κεφαλής στο άμεσο ηλιακό φως, χρησιμοποιώντας διαφορετικές περούκες. Η κούκλα, θερμαινόμενη στη μέση θερμοκρασία του σώματος των 95 βαθμών Φαρενάιτ, τοποθετήθηκε σε έναν κλιματιζόμενο θάλαμο μέσα σε μια αεροσήραγγα που επέτρεψε στους επιστήμονες να μελετήσουν την ποσότητα θερμότητας που μεταφέρεται μεταξύ του δέρματός της και του περιβάλλοντος.
Τρεις περούκες κατασκευάστηκαν, από μαύρα ανθρώπινα μαλλιά που προήλθαν από την Κίνα -μια ίσια, μια μέτρια σγουρή και μια πολύ σγουρή- έτσι ώστε οι ερευνητές να μπορούν να παρατηρήσουν πώς οι διαφορετικές υφές των μαλλιών επηρεάζουν την αύξηση και την απώλεια θερμότητας στο τριχωτό της κεφαλής. Υπολόγισαν επίσης την απώλεια θερμότητας σε διαφορετικές ταχύτητες ανέμου, αφού βρέξανε τις περούκες για να προσομοιάσουν την εφίδρωση.
Στη συνέχεια, οι ερευνητές έφτιαξαν ένα μοντέλο της απώλειας θερμότητας υπό διαφορετικές συνθήκες και το μελέτησαν υπό τις τυπικές συνθήκες της ισημερινής Αφρικής, όπου πιστεύεται ότι εξελίχθηκαν τα πρώτα ανθρωποειδή. Έμαθαν ότι όλοι οι τύποι μαλλιών έδιναν κάποια προστασία από τον ήλιο, αλλά τα σχεδόν άφρο, σγουρά μαλλιά, έδιναν την καλύτερη προστασία κι ελαχιστοποιούσαν την ανάγκη για εφίδρωση- ένα σημαντικό εύρημα: «Τα μαλλιά του τριχωτού της κεφαλής είναι ένας πιθανός παθητικός μηχανισμός που μας γλιτώνει από το φυσιολογικό κόστος της εφίδρωσης», λέει. «Ο ιδρώτας δεν είναι δωρεάν, αφού χάνεις νερό και ηλεκτρολύτες. Και για τους ανθρωποειδείς προγόνους μας, αυτό μπορεί να ήταν σημαντικό ως και καίριο για την επιβίωσή τους», αναφέρει η έρευνα.
Είναι μάλιστα πιθανό τα σγουρά μαλλιά να είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους ο Homo sapiens αντικατέστησε τα είδη των ανθρωποειδών Νεάντερταλ και Ντενίσοβαν, τα οποία εξαφανίστηκαν πριν από περίπου 40.000 χρόνια. Η έρευνα επισημαίνει ότι αν οι γενετικές μεταλλάξεις για τα σγουρά μαλλιά εμφανίστηκαν πριν ο Homo sapiens εγκαταλείψει την Αφρική, αλλά μετά τους ανθρωποειδείς προγόνους μας, αυτό μπορεί να έδωσε στους πρώτους σύγχρονους ανθρώπους ένα τεράστιο εξελικτικό πλεονέκτημα κι εν τέλει να οδήγησε τον εγκέφαλο πιο κοντά στη σημερινή του μορφή.
Με δυο λόγια, αν έχεις σγουρά μαλλιά, ίσως και να είσαι ο λόγος που σήμερα οι άνθρωποι, μπορούμε να λέμε πως έχουμε νοημοσύνη.
Μην επιστρέφεις σε τελειωμένες καταστάσεις
Μην επιστρέφεις σε τελειωμένες καταστάσεις. Tο μόνο που θα καταφέρεις είναι να ζωντανέψει εκ νέου το σκηνικό της τελευταίας τραγωδίας που παίχτηκε.
Μην επιστρέφεις για μια τελευταία κουβέντα. Καμιά λέξη δεν μπορεί να “επαναπατρίσει” το δίκιο σου. Μην πατάς τον εγωισμό σου τόσες φορές, κράτα και λίγη αξιοπρέπεια.
Μη βασανίζεσαι και μη βασανίζεις τους άλλους. Προχώρα και μην κοιτάς πίσω σου, κοίτα μόνο μπροστά, άσε τους άλλους να κοιτάξουν όπου θέλουν. Μην ασχολείσαι. Δες το αλλιώς. Δες το θετικά. Ξεκόλλα. Γύρνα τη ρημάδα τη σελίδα.
Μην επιστρέφεις για να κάνεις τον ήρωα. Ήρωας είσαι με όσα αντέχεις και με όσα υπομένεις. Μην επιστρέφεις για να ωραιοποιήσεις μια άσχημη ατμόσφαιρα.
Μην επιστρέφεις όταν έχουν πέσει οι τίτλοι του τέλους. Το ίδιο ξεκίνημα δεν θα επαναληφθεί. θα είναι μια κακή συνέχεια κι αυτό δεν σου αξίζει. Μην επιστρέφεις. Μη μας βρει κανά κακό, πρόσεχε λίγο πού πας.
Μην επιστρέφεις για μια τελευταία κουβέντα. Καμιά λέξη δεν μπορεί να “επαναπατρίσει” το δίκιο σου. Μην πατάς τον εγωισμό σου τόσες φορές, κράτα και λίγη αξιοπρέπεια.
Μη βασανίζεσαι και μη βασανίζεις τους άλλους. Προχώρα και μην κοιτάς πίσω σου, κοίτα μόνο μπροστά, άσε τους άλλους να κοιτάξουν όπου θέλουν. Μην ασχολείσαι. Δες το αλλιώς. Δες το θετικά. Ξεκόλλα. Γύρνα τη ρημάδα τη σελίδα.
Μην επιστρέφεις για να κάνεις τον ήρωα. Ήρωας είσαι με όσα αντέχεις και με όσα υπομένεις. Μην επιστρέφεις για να ωραιοποιήσεις μια άσχημη ατμόσφαιρα.
Μην επιστρέφεις όταν έχουν πέσει οι τίτλοι του τέλους. Το ίδιο ξεκίνημα δεν θα επαναληφθεί. θα είναι μια κακή συνέχεια κι αυτό δεν σου αξίζει. Μην επιστρέφεις. Μη μας βρει κανά κακό, πρόσεχε λίγο πού πας.
Καμιά απόρριψη και καμιά αποδοχή δεν είναι προσωπική
Από την παιδική ηλικία μάς διδάσκουν να είμαστε τέλεια πλάσματα για να μην μας απορρίψουν και προσπαθούμε σκληρά να έχουμε την αποδοχή όλων.
Αρχίζουμε να φοβόμαστε την απόρριψη και δεν τολμάμε να εκφράσουμε αυτό που νιώθουμε. Σταδιακά αντιμετωπίζουμε τους άλλους με δειλία, γιατί το «όχι» που μπορεί να βγει από τα χείλη τους γιγαντώνεται και γίνεται ένας δράκος που μας καταπίνει. Κρατάμε με αυτόν τον τρόπο απόσταση από τους ανθρώπους. Κρατάμε με αυτόν τον τρόπο απόσταση από τη ζωή.
Πρέπει να καταλάβουμε ότι το «όχι» του άλλου δεν αφορά εμάς αλλά τον ίδιο. Δεν είναι κάτι προσωπικό και είναι απόλυτα υγιές κάποιος να μπορεί να εκφράσει το «όχι» του. Εκφράζοντάς το μας κάνει ένα δώρο. Ουσιαστικά μας λέει ότι η ενέργειά του δεν μπορεί να κινηθεί μαζί με τη δική μας και μας γλυτώνει από καυγάδες και τσακωμούς που θα υπήρχαν στο μέλλον. Γιατί, όταν δυο ενέργειες δεν μπορούν να κινηθούν μαζί, τότε δημιουργούν δυσαρμονία στη ροή και αυτό φέρνει δυσκολίες στη σχέση μεταξύ δύο ανθρώπων.
Και εμείς από την άλλη χρειάζεται να μπορούμε να εκφράζουμε το «όχι» μας κάνοντας ένα αντίστοιχο “δώρο” στον άλλον αντί να τον ταλαιπωρούμε με χίλιες δυο ιδιοτροπίες και τερτίπια, τιμωρώντας τον κατά βάθος επειδή υπάρχει στη ζωή μας. Αν δυσκολευόμαστε να λέμε «όχι» είτε γιατί δεν θέλουμε να πληγώσουμε τον άλλον είτε γιατί θέλουμε να είμαστε αποδεκτοί, τότε κάνουμε τη ζωή μας ένα μπερδεμένο κουβάρι με αποτέλεσμα να καταπιεζόμαστε και να δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε με ποιους ανθρώπους ταιριάζουμε και με ποιους όχι.
Αν είμαστε αληθινοί με τον εαυτό μας, αν είμαστε αληθινοί στα «ναι» και στα «όχι» μας, τότε η ζωή μας δεν θα είναι ένα μπέρδεμα αλλά η ενέργειά μας θα ρέει αβίαστα και θα έχουμε χαρά.
Όμως, αυτό που φοβάται την απόρριψη, αυτό που φοβάται να τολμήσει και κρατά απόσταση από τους ανθρώπους, κρατά απόσταση από τη ζωή, είναι το “εγώ”. Το “εγώ” έχει παγιωμένο τρόπο συμπεριφοράς. Κινείται πάντα σε καθορισμένα μονοπάτια και μόνο σε γνωστούς δρόμους, ακόμα κι αν αυτοί του δίνουν πόνο και δυστυχία. Αν γίνουμε παρατηρητές του “εγώ” μας, θα δούμε ότι είναι πάντα πολύ προβλέψιμο.
Αν αφήσουμε το “εγώ” και γίνουμε άνθρωποι δημιουργικοί, τότε θα είμαστε ρευστοί. Θα μπορούμε να κινούμαστε με ευκολία σε όλες τις κατευθύνσεις, θα μας συναρπάζει το άγνωστο, το μη δεδομένο και το μη ασφαλές, γιατί θα έχουμε κατανοήσει πια ότι η ζωή δεν έχει καμιά ασφάλεια. Κανένα συμβόλαιο δεν μπορείς να υπογράψεις μαζί της και το μόνο δεδομένο που υπάρχει μέσα στη ροή της ζωής είναι η ίδια η αλλαγή.
Ο πλουσιότερος άνθρωπος δεν έχει χαρακτήρα. Είναι ρευστός, κινείται διαρκώς σε διαφορετικές διαστάσεις. Ψάχνει και αναζητάει από κάθε διάσταση. Είναι πάντοτε παιδί με μάτια που κοιτάζουν πάντοτε με θαυμασμό και δέος. Πάντοτε κυνηγά πεταλούδες και μαζεύει βότσαλα. Ποτέ δεν νιώθει πως έχει φτάσει. Ποτέ! Ολόκληρη η ζωή του είναι γεμάτη αφίξεις και αναχωρήσεις, ποτέ όμως δεν φτάνει στο σημείο που να μπορεί να πει ότι έχει φτάσει. Εκείνοι που λένε ότι έχουν φτάσει είναι νεκροί και κουβαλούν γύρω τους τον τάφο τους.
Αρχίζουμε να φοβόμαστε την απόρριψη και δεν τολμάμε να εκφράσουμε αυτό που νιώθουμε. Σταδιακά αντιμετωπίζουμε τους άλλους με δειλία, γιατί το «όχι» που μπορεί να βγει από τα χείλη τους γιγαντώνεται και γίνεται ένας δράκος που μας καταπίνει. Κρατάμε με αυτόν τον τρόπο απόσταση από τους ανθρώπους. Κρατάμε με αυτόν τον τρόπο απόσταση από τη ζωή.
Πρέπει να καταλάβουμε ότι το «όχι» του άλλου δεν αφορά εμάς αλλά τον ίδιο. Δεν είναι κάτι προσωπικό και είναι απόλυτα υγιές κάποιος να μπορεί να εκφράσει το «όχι» του. Εκφράζοντάς το μας κάνει ένα δώρο. Ουσιαστικά μας λέει ότι η ενέργειά του δεν μπορεί να κινηθεί μαζί με τη δική μας και μας γλυτώνει από καυγάδες και τσακωμούς που θα υπήρχαν στο μέλλον. Γιατί, όταν δυο ενέργειες δεν μπορούν να κινηθούν μαζί, τότε δημιουργούν δυσαρμονία στη ροή και αυτό φέρνει δυσκολίες στη σχέση μεταξύ δύο ανθρώπων.
Και εμείς από την άλλη χρειάζεται να μπορούμε να εκφράζουμε το «όχι» μας κάνοντας ένα αντίστοιχο “δώρο” στον άλλον αντί να τον ταλαιπωρούμε με χίλιες δυο ιδιοτροπίες και τερτίπια, τιμωρώντας τον κατά βάθος επειδή υπάρχει στη ζωή μας. Αν δυσκολευόμαστε να λέμε «όχι» είτε γιατί δεν θέλουμε να πληγώσουμε τον άλλον είτε γιατί θέλουμε να είμαστε αποδεκτοί, τότε κάνουμε τη ζωή μας ένα μπερδεμένο κουβάρι με αποτέλεσμα να καταπιεζόμαστε και να δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε με ποιους ανθρώπους ταιριάζουμε και με ποιους όχι.
Αν είμαστε αληθινοί με τον εαυτό μας, αν είμαστε αληθινοί στα «ναι» και στα «όχι» μας, τότε η ζωή μας δεν θα είναι ένα μπέρδεμα αλλά η ενέργειά μας θα ρέει αβίαστα και θα έχουμε χαρά.
Όμως, αυτό που φοβάται την απόρριψη, αυτό που φοβάται να τολμήσει και κρατά απόσταση από τους ανθρώπους, κρατά απόσταση από τη ζωή, είναι το “εγώ”. Το “εγώ” έχει παγιωμένο τρόπο συμπεριφοράς. Κινείται πάντα σε καθορισμένα μονοπάτια και μόνο σε γνωστούς δρόμους, ακόμα κι αν αυτοί του δίνουν πόνο και δυστυχία. Αν γίνουμε παρατηρητές του “εγώ” μας, θα δούμε ότι είναι πάντα πολύ προβλέψιμο.
Αν αφήσουμε το “εγώ” και γίνουμε άνθρωποι δημιουργικοί, τότε θα είμαστε ρευστοί. Θα μπορούμε να κινούμαστε με ευκολία σε όλες τις κατευθύνσεις, θα μας συναρπάζει το άγνωστο, το μη δεδομένο και το μη ασφαλές, γιατί θα έχουμε κατανοήσει πια ότι η ζωή δεν έχει καμιά ασφάλεια. Κανένα συμβόλαιο δεν μπορείς να υπογράψεις μαζί της και το μόνο δεδομένο που υπάρχει μέσα στη ροή της ζωής είναι η ίδια η αλλαγή.
Ο πλουσιότερος άνθρωπος δεν έχει χαρακτήρα. Είναι ρευστός, κινείται διαρκώς σε διαφορετικές διαστάσεις. Ψάχνει και αναζητάει από κάθε διάσταση. Είναι πάντοτε παιδί με μάτια που κοιτάζουν πάντοτε με θαυμασμό και δέος. Πάντοτε κυνηγά πεταλούδες και μαζεύει βότσαλα. Ποτέ δεν νιώθει πως έχει φτάσει. Ποτέ! Ολόκληρη η ζωή του είναι γεμάτη αφίξεις και αναχωρήσεις, ποτέ όμως δεν φτάνει στο σημείο που να μπορεί να πει ότι έχει φτάσει. Εκείνοι που λένε ότι έχουν φτάσει είναι νεκροί και κουβαλούν γύρω τους τον τάφο τους.
Σταματήστε να πληγώνετε ανθρώπους στο διάβα σας
Φθηνοί άνθρωποι, φθηνά αισθήματα, φθηνές στιγμές, φθηνά λογια. Όλα είναι πλέον γρήγορα, όλα είναι εύκολα.
Οι καρδιές των ανθρώπων όμως είναι εύθραυστα πράγματα. Δύσκολα προσαρμόζονται στην φθήνια αυτήν, όσο και αν μοιάζει να συνηθίζουν.
Οι γυναίκες και οι άνδρες που πληγώνουμε είναι οι μητέρες και οι πατέρες του αύριο. Οι πληγές που χαράζουμε στους ανθρώπους είναι καταλυτικές συχνά για αυτά που θα μεταλαμπαδεύσουμε στα παιδιά μας, μέσα από τα βιώματα μας και κατ´επέκταση μέσα από την ενέργεια μας. Καθ´ αυτόν τον τρόπο δίνουμε το έναυσμα στους φαύλους αυτούς κύκλους να διαιωνίζονται.
Η επιρροή που ασκούμε μέσα από άσχημες συμπεριφορές έχουν μεγαλύτερη επίδραση από όσο συχνά μπορεί να αναλογιστεί κανείς.
Όταν σφάλουμε, όταν πληγώσουμε καποιον, εσκεμμένα είτε ασυνείδητα, πρέπει να φροντίσουμε να ολοκληρωθούν οι κύκλοι αυτοί ή την κατάλληλη στιγμή να δοθεί η συνέχεια τους αν δεν είναι για κλείσουν. Οφείλουμε να ειπωθούν τα ανείπωτα. Να εκφραστούν τα καταπιεσμένα. Να επέλθει ειρήνη μέσα από την τακτοποίηση των αιωρούμενων θεμάτων. Όσο και αν αυτό μπορεί να μας δυσκολεύει. Έτσι όμως πάμε ουσιαστικά μπροστά είτε μαζί είτε χώρια, έχοντας κατανοήσει, αποδεχτεί, απελευθερώσει.
Δεν είναι η μάνα μας που μας πλήγωσε όταν ήμασταν παιδιά, η γυναίκα που έχουμε απέναντι μας και ας αντικατοπτρίζονται υποσυνείδητα όλες οι πληγές που μας χάραξε, στο πρόσωπό της.
Δεν είναι ο πατέρας μας που μας αγνοούσε καθώς μεγαλώναμε ή μας ασκούσε βία, ο άνδρας που έχουμε αντίκρυ μας. Όσο και αν υποσυνείδητα καθρεφτίζεται η αμέλεια του, η άγνοια των επιπτώσεων των πράξεων του, στο πρόσωπο του συντρόφου μας.
Δεν είναι όλες οι γυναίκες και όλοι οι άνδρες, το ίδιο με εκείνους που δεν μας φέρθηκαν καλά, το ίδιο με εκείνες που δεν ταιριάξαμε.
Πρέπει να ανοίγουμε την καρδιά μας κάθε φορά σαν να μην πληγωθήκαμε ποτέ.
Όντας όμως σοφότεροι μέσα από τις εμπειρίες μας, θετικές είτε αρνητικές. Να μην επιτρέπουμε σε τίποτα που μας πόνεσε να κατασταλάξει ως μια μαύρη τρύπα μέσα μας, που κατασπαράζει εμάς και όσους μας ξυπνούν συναισθήματα.
Υπάρχουν και άνθρωποι καθαροί, που επιλέγουν να πορεύονται με γνώμονα την αγάπη, την ευθύνη, το φως και την ειλικρίνεια. Είναι κρίμα να τους αμαυρώνουμε. Είναι κρίμα να τους πονάμε. Επειδή αποφεύγουμε να έρθουμε αντιμέτωποι με όσα μας βασανίζουν μέσα μας. Ή δυσκολευόμαστε να πορευτούμε σε κάτι αληθινό, γιατί ενδεχομένως θεωρούμε υποσυνείδητα πως δεν μας αξίζει, δεδομένου με τα λίγα που μας προσέφεραν μεγαλώνοντας.
Τα απωθημένα, τα άλυτα εσωτερικά θέματα, καλό είναι να τακτοποιηθούν, ώστε να πάψουμε να πληγώνουμε στον βωμό του πάθους και της αμέλειας.
Έχουμε ευθύνη για τους ανθρωπους που «αγγίζουμε» στο διάβα μας.
Οι καρδιές των ανθρώπων όμως είναι εύθραυστα πράγματα. Δύσκολα προσαρμόζονται στην φθήνια αυτήν, όσο και αν μοιάζει να συνηθίζουν.
Οι γυναίκες και οι άνδρες που πληγώνουμε είναι οι μητέρες και οι πατέρες του αύριο. Οι πληγές που χαράζουμε στους ανθρώπους είναι καταλυτικές συχνά για αυτά που θα μεταλαμπαδεύσουμε στα παιδιά μας, μέσα από τα βιώματα μας και κατ´επέκταση μέσα από την ενέργεια μας. Καθ´ αυτόν τον τρόπο δίνουμε το έναυσμα στους φαύλους αυτούς κύκλους να διαιωνίζονται.
Η επιρροή που ασκούμε μέσα από άσχημες συμπεριφορές έχουν μεγαλύτερη επίδραση από όσο συχνά μπορεί να αναλογιστεί κανείς.
Όταν σφάλουμε, όταν πληγώσουμε καποιον, εσκεμμένα είτε ασυνείδητα, πρέπει να φροντίσουμε να ολοκληρωθούν οι κύκλοι αυτοί ή την κατάλληλη στιγμή να δοθεί η συνέχεια τους αν δεν είναι για κλείσουν. Οφείλουμε να ειπωθούν τα ανείπωτα. Να εκφραστούν τα καταπιεσμένα. Να επέλθει ειρήνη μέσα από την τακτοποίηση των αιωρούμενων θεμάτων. Όσο και αν αυτό μπορεί να μας δυσκολεύει. Έτσι όμως πάμε ουσιαστικά μπροστά είτε μαζί είτε χώρια, έχοντας κατανοήσει, αποδεχτεί, απελευθερώσει.
Δεν είναι η μάνα μας που μας πλήγωσε όταν ήμασταν παιδιά, η γυναίκα που έχουμε απέναντι μας και ας αντικατοπτρίζονται υποσυνείδητα όλες οι πληγές που μας χάραξε, στο πρόσωπό της.
Δεν είναι ο πατέρας μας που μας αγνοούσε καθώς μεγαλώναμε ή μας ασκούσε βία, ο άνδρας που έχουμε αντίκρυ μας. Όσο και αν υποσυνείδητα καθρεφτίζεται η αμέλεια του, η άγνοια των επιπτώσεων των πράξεων του, στο πρόσωπο του συντρόφου μας.
Δεν είναι όλες οι γυναίκες και όλοι οι άνδρες, το ίδιο με εκείνους που δεν μας φέρθηκαν καλά, το ίδιο με εκείνες που δεν ταιριάξαμε.
Πρέπει να ανοίγουμε την καρδιά μας κάθε φορά σαν να μην πληγωθήκαμε ποτέ.
Όντας όμως σοφότεροι μέσα από τις εμπειρίες μας, θετικές είτε αρνητικές. Να μην επιτρέπουμε σε τίποτα που μας πόνεσε να κατασταλάξει ως μια μαύρη τρύπα μέσα μας, που κατασπαράζει εμάς και όσους μας ξυπνούν συναισθήματα.
Υπάρχουν και άνθρωποι καθαροί, που επιλέγουν να πορεύονται με γνώμονα την αγάπη, την ευθύνη, το φως και την ειλικρίνεια. Είναι κρίμα να τους αμαυρώνουμε. Είναι κρίμα να τους πονάμε. Επειδή αποφεύγουμε να έρθουμε αντιμέτωποι με όσα μας βασανίζουν μέσα μας. Ή δυσκολευόμαστε να πορευτούμε σε κάτι αληθινό, γιατί ενδεχομένως θεωρούμε υποσυνείδητα πως δεν μας αξίζει, δεδομένου με τα λίγα που μας προσέφεραν μεγαλώνοντας.
Τα απωθημένα, τα άλυτα εσωτερικά θέματα, καλό είναι να τακτοποιηθούν, ώστε να πάψουμε να πληγώνουμε στον βωμό του πάθους και της αμέλειας.
Έχουμε ευθύνη για τους ανθρωπους που «αγγίζουμε» στο διάβα μας.
Μπρέχτ: H Βλακεία
«Πάντα υπάρχουν αρκετοί βλάκες για να σχηματίσουν μια πλειοψηφία. Αυτό είναι το μυστικό όπλο του βλάκα»
«Ποιο είναι το μεγάλο μυστικό του βλάκα;» ρώτησαν κάποτε τον κ. Κόινερ «Αυτό που τον κάνει ακατανίκητο, ανυπέρβλητα κακό και πάντα νικητή;»
– Το μεγάλο μυστικό του βλάκα, χμ, για να σκεφτώ λίγο…
Ε… μάλλον ότι δεν του περνά καν από το μυαλό, δεν διανοείται ότι μπορεί για μια στιγμή να ‘χει άδικο. Κι αν του περάσει μια στάλα υποψίας από το μυαλό, γρήγορα τη διώχνει.
Αυτός βλαξ; Ποτέ των ποτών. Οι άλλοι είναι πάντα. Έτσι γίνεται αδίσταχτα θρασύς, υπέροχα επικίνδυνος, ανυπέρβλητα αλαζονικός. Και πείθει. Γιατί πάντα υπάρχουν αρκετοί βλάκες για να σχηματίσουν μια πλειοψηφία.
Αυτό είναι το μυστικό όπλο του βλάκα. Μα γι αυτό ακριβώς πρέπει να εξολοθρεύουμε τη βλακεία, γιατί κάνει βλάκες αυτούς που τη συναντούν.
«Άραγε η βλακεία οδηγεί στην κακία ή η κακία οδηγεί στην βλακεία; Τον Ρώτησαν
-Ούτε το ένα ούτε το άλλο .. Απάντησε ο κ Κόινερ. Και τα δυο δεν είναι παρά συμπτώματα. Η βαθύτερη αιτία είναι η δυσανεξία απέναντι σε ένα Απύθμενο εσωτερικό κενό…
Ο Βλάξ το Υποψιάζεται , αλλά καθώς αδυνατεί να το παραδεχτεί, το Απωθεί.
Το παραγεμίζει είτε σωματικά -λαιμαργία-είτε στρεφόμενος προς τον εξωτερικό κόσμο: Με κακία. Προσπαθώντας να Επιβάλλει την εξουσία του ελπίζει να ξεχάσει την εσωτερική του κενότητα.. αλλά εκείνη επιστρέφει τα βραδιά καθώς ετοιμάζεται να κοιμηθεί… ή τα πρωινά λίγα δευτερόλεπτα πριν ανοίξει τα ματιά του. Φαύλος κύκλος.
«Ποιες δραστηριότητες επιλέγει συνήθως ο Βλάκας ;»
-Επειδή είναι ανασφαλής επιλεγεί δραστηριότητες που του δίνουν μια Ψευδαίσθηση παντοδυναμίας.
Καθώς είναι περιορισμένος στην Βλακεία του διαθέτει και ορισμένα πλεονεκτήματα: Οργανωτικότητα, επιμονή και υπομονή, Τα καταφέρνει συνήθως να οικειοποιείται δουλειές άλλων.
Εξάλλου διαθέτει και ένα σπάνιο χάρισμα: δεν έχει καθόλου την αίσθηση της Ευγνωμοσύνης…
Καθώς επίσης είναι και βλάκας δεν μπορεί να διανοηθεί ότι κάνει κάτι το κακό, καρπουμενος τον πνευματικό ή μη μόχθο, άλλων.
Αυτό αποτελεί επισυνεπεια του μυστικού όπολου του βλάκα (βλ παραπάνω...)
«Ποια Ύπαρξη ενοχλεί περισσότερο τον Βλάκα;»
-Η αλογόμυγα … Γιατί τον βάζει σε υποψίες αυτογνωσίας.
«Ναι κύριε Κόινερ… Αλλά γιατί από την άλλη η αλογόμυγα πάει και κολάι στα μούτρα του Βλάκα;»
– Διότι δεν μπορεί να ανεχτεί την Βλακεία… Αυτή είναι η μοίρα της αλογόμυγας.
«Και γιατί ο Βλάκας παρόλο που είναι πιο δυνατός δεν εξοντώνει την Αλογόμυγα;»
-Γιατί είναι βλάκας και υπερβολικός. Προσπαθεί να την εξοντώσει με κανονιές… Μονό ένας βλάκας θα προσπαθούσε να εξοντώσει μια Αλογόμυγα με κανόνι…-
«Και ποια θα ήταν η λύση;»
Η λύση θα ήταν να έπαυε να είναι Βλάκας. Αλλά καθώς αυτό είναι αδύνατον δυστυχώς δεν υπάρχει λύση: Ούτε για τον βλάκα αλλά και ούτε για την Αλογόμυγα…
«Και δεν είναι Τραγικό για τον Βλάκα να πρέπει να υποφέρει διαρκώς την ενοχλητική του Αλογόμυγα;»
-Ε όχι και τόσο. Tι να πούνε και όσοι θα πρέπει να υποφέρουνε τον βλάκα ;
«Πως είναι δυνατόν ο Βλάξ να μην έχει ΚΑΘΟΛΟΥ την αίσθηση του χιούμορ;»
– Στην ουσία η έκλειψη Χιούμορ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΕΙ ΤΟΝ ΒΛΑΚΑ. Διότι , αν είχε στοιχειώδη αίσθηση του Χιούμορ δεν θα έπαιρνε και τον εαυτό του τόσο σοβαρά, οπότε θα έπαυε νάναι και βλάκας.
«Και ποια είναι τα πιο σημαντικά Χαρακτηριστικά της Βλακείας ;» Ρώτησαν κάποτε τον κ Κόινερ.
-«Ας τα πάρουμε ένα ενα» απαντησε ο κ Κόινερ.
Πρώτα απ όλα ο Βλάξ δεν έχει καμιά ικανότητα μεταφορικής σκέψης. Τα παίρνει όλα κυριολεκτικά…
Έτσι αδυνατεί να καταλάβει πότε ο συνομιλητής του μεταφέρει μια άποψη άλλων από την άποψη του ιδίου του συνομιλητή του. Δεν μπορεί να αντιληφθεί την εντός εισαγωγικών φράση…
Παράδειγμα, λέει η Βίβλος ”Ο Άφρων είπε: Δεν υπάρχει Θεός ” και λέει ο Άφρων (δηλαδή ο Βλάξ) «Είδατε; Το λέει και η Βίβλος. Δεν υπάρχει θεός.»
«Δηλαδή τι θέλετε να μας πείτε κ Κόινερ; Ότι υπάρχει Θεός;»
-Αγαπητό μου παιδί . Δεν ξερώ αν υπάρχει Ή δεν υπάρχει Θεός. Εκείνο για το οποίο είμαι Βέβαιος είναι ότι η Ανθρώπινη Βλακεία είναι Ακατανίκητη, κυριολεκτικά!
Μπέρτολτ Μπρέχτ, Ιστορίες του κ. Κόϊνερ
«Ποιο είναι το μεγάλο μυστικό του βλάκα;» ρώτησαν κάποτε τον κ. Κόινερ «Αυτό που τον κάνει ακατανίκητο, ανυπέρβλητα κακό και πάντα νικητή;»
– Το μεγάλο μυστικό του βλάκα, χμ, για να σκεφτώ λίγο…
Ε… μάλλον ότι δεν του περνά καν από το μυαλό, δεν διανοείται ότι μπορεί για μια στιγμή να ‘χει άδικο. Κι αν του περάσει μια στάλα υποψίας από το μυαλό, γρήγορα τη διώχνει.
Αυτός βλαξ; Ποτέ των ποτών. Οι άλλοι είναι πάντα. Έτσι γίνεται αδίσταχτα θρασύς, υπέροχα επικίνδυνος, ανυπέρβλητα αλαζονικός. Και πείθει. Γιατί πάντα υπάρχουν αρκετοί βλάκες για να σχηματίσουν μια πλειοψηφία.
Αυτό είναι το μυστικό όπλο του βλάκα. Μα γι αυτό ακριβώς πρέπει να εξολοθρεύουμε τη βλακεία, γιατί κάνει βλάκες αυτούς που τη συναντούν.
«Άραγε η βλακεία οδηγεί στην κακία ή η κακία οδηγεί στην βλακεία; Τον Ρώτησαν
-Ούτε το ένα ούτε το άλλο .. Απάντησε ο κ Κόινερ. Και τα δυο δεν είναι παρά συμπτώματα. Η βαθύτερη αιτία είναι η δυσανεξία απέναντι σε ένα Απύθμενο εσωτερικό κενό…
Ο Βλάξ το Υποψιάζεται , αλλά καθώς αδυνατεί να το παραδεχτεί, το Απωθεί.
Το παραγεμίζει είτε σωματικά -λαιμαργία-είτε στρεφόμενος προς τον εξωτερικό κόσμο: Με κακία. Προσπαθώντας να Επιβάλλει την εξουσία του ελπίζει να ξεχάσει την εσωτερική του κενότητα.. αλλά εκείνη επιστρέφει τα βραδιά καθώς ετοιμάζεται να κοιμηθεί… ή τα πρωινά λίγα δευτερόλεπτα πριν ανοίξει τα ματιά του. Φαύλος κύκλος.
«Ποιες δραστηριότητες επιλέγει συνήθως ο Βλάκας ;»
-Επειδή είναι ανασφαλής επιλεγεί δραστηριότητες που του δίνουν μια Ψευδαίσθηση παντοδυναμίας.
Καθώς είναι περιορισμένος στην Βλακεία του διαθέτει και ορισμένα πλεονεκτήματα: Οργανωτικότητα, επιμονή και υπομονή, Τα καταφέρνει συνήθως να οικειοποιείται δουλειές άλλων.
Εξάλλου διαθέτει και ένα σπάνιο χάρισμα: δεν έχει καθόλου την αίσθηση της Ευγνωμοσύνης…
Καθώς επίσης είναι και βλάκας δεν μπορεί να διανοηθεί ότι κάνει κάτι το κακό, καρπουμενος τον πνευματικό ή μη μόχθο, άλλων.
Αυτό αποτελεί επισυνεπεια του μυστικού όπολου του βλάκα (βλ παραπάνω...)
«Ποια Ύπαρξη ενοχλεί περισσότερο τον Βλάκα;»
-Η αλογόμυγα … Γιατί τον βάζει σε υποψίες αυτογνωσίας.
«Ναι κύριε Κόινερ… Αλλά γιατί από την άλλη η αλογόμυγα πάει και κολάι στα μούτρα του Βλάκα;»
– Διότι δεν μπορεί να ανεχτεί την Βλακεία… Αυτή είναι η μοίρα της αλογόμυγας.
«Και γιατί ο Βλάκας παρόλο που είναι πιο δυνατός δεν εξοντώνει την Αλογόμυγα;»
-Γιατί είναι βλάκας και υπερβολικός. Προσπαθεί να την εξοντώσει με κανονιές… Μονό ένας βλάκας θα προσπαθούσε να εξοντώσει μια Αλογόμυγα με κανόνι…-
«Και ποια θα ήταν η λύση;»
Η λύση θα ήταν να έπαυε να είναι Βλάκας. Αλλά καθώς αυτό είναι αδύνατον δυστυχώς δεν υπάρχει λύση: Ούτε για τον βλάκα αλλά και ούτε για την Αλογόμυγα…
«Και δεν είναι Τραγικό για τον Βλάκα να πρέπει να υποφέρει διαρκώς την ενοχλητική του Αλογόμυγα;»
-Ε όχι και τόσο. Tι να πούνε και όσοι θα πρέπει να υποφέρουνε τον βλάκα ;
«Πως είναι δυνατόν ο Βλάξ να μην έχει ΚΑΘΟΛΟΥ την αίσθηση του χιούμορ;»
– Στην ουσία η έκλειψη Χιούμορ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΕΙ ΤΟΝ ΒΛΑΚΑ. Διότι , αν είχε στοιχειώδη αίσθηση του Χιούμορ δεν θα έπαιρνε και τον εαυτό του τόσο σοβαρά, οπότε θα έπαυε νάναι και βλάκας.
«Και ποια είναι τα πιο σημαντικά Χαρακτηριστικά της Βλακείας ;» Ρώτησαν κάποτε τον κ Κόινερ.
-«Ας τα πάρουμε ένα ενα» απαντησε ο κ Κόινερ.
Πρώτα απ όλα ο Βλάξ δεν έχει καμιά ικανότητα μεταφορικής σκέψης. Τα παίρνει όλα κυριολεκτικά…
Έτσι αδυνατεί να καταλάβει πότε ο συνομιλητής του μεταφέρει μια άποψη άλλων από την άποψη του ιδίου του συνομιλητή του. Δεν μπορεί να αντιληφθεί την εντός εισαγωγικών φράση…
Παράδειγμα, λέει η Βίβλος ”Ο Άφρων είπε: Δεν υπάρχει Θεός ” και λέει ο Άφρων (δηλαδή ο Βλάξ) «Είδατε; Το λέει και η Βίβλος. Δεν υπάρχει θεός.»
«Δηλαδή τι θέλετε να μας πείτε κ Κόινερ; Ότι υπάρχει Θεός;»
-Αγαπητό μου παιδί . Δεν ξερώ αν υπάρχει Ή δεν υπάρχει Θεός. Εκείνο για το οποίο είμαι Βέβαιος είναι ότι η Ανθρώπινη Βλακεία είναι Ακατανίκητη, κυριολεκτικά!
Μπέρτολτ Μπρέχτ, Ιστορίες του κ. Κόϊνερ
ΑΙΣΩΠΟΣ: Ο ΦΙΛΑΡΓΥΡΟΣ
Ένας φιλάργυρος πούλησε όλη του την περιουσία και την μετέτρεψε σε χρυσάφι. Τα έκανε έναν βώλο χρυσού, τον οποίο έκρυψε μέσα σε έναν τοίχο. Καθημερινά πήγαινε, άνοιγε την κρυψώνα και έβλεπε ότι ο χρυσός είναι στη θέση του. Κάποιος όμως που εργαζόταν εκεί κοντά, υποψιάσθηκε: «Τί έρχεται και βλέπει αυτός εκεί κάθε μέρα;» Έτσι μια μέρα, αφού ο φιλάργυρος έφυγε, ο εργάτης πήγε να ψάξει τι κρύβει.
Έσκαψε και βρήκε τον μεγάλο βώλο χρυσού, τον οποίο και έκλεψε. Μετά από περίπου δύο ημέρες, ήρθε πάλι ο φιλάργυρος να ελέγξει το χρυσάφι του, όμως δεν το βρήκε στην κρυψώνα. «Όλη μου η περιουσία χάθηκε!», φώναζε. Έκλαιγε και οδύρονταν τραβώντας τα μαλλιά του.
Κάποιος γνωστός του τον άκουσε και τον ρώτησε τί συμβαίνει. «Όλη μου την περιουσία την είχα κάνει έναν βώλο χρυσού, τον είχα κρύψει και κάποιος μου τον έκλεψε», απάντησε εκείνος.
Τότε ο γνωστός του του είπε: «Μην λυπάσαι! Πήγαινε και πάρε μια πέτρα, βάλε την στην κρυψώνα, και προσποιήσου ότι ο χρυσός βρίσκεται ακόμα εκεί. Η πέτρα θα έχει την ίδια χρησιμότητα για σένα όπως ακριβώς είχε και ο βώλος χρυσού όταν τον είχες κρυμμένο σε αυτό το σημείο… Είτε τον είχες είτε όχι, δεν τον αξιοποίησες ποτέ ούτε στο ελάχιστο.»
Το ηθικό δίδαγμα είναι ότι ο πλούτος χάνει κάθε αξία αν περιπέσει σε αχρησία
ΑΙΣΩΠΟΣ
Κάποιος γνωστός του τον άκουσε και τον ρώτησε τί συμβαίνει. «Όλη μου την περιουσία την είχα κάνει έναν βώλο χρυσού, τον είχα κρύψει και κάποιος μου τον έκλεψε», απάντησε εκείνος.
Τότε ο γνωστός του του είπε: «Μην λυπάσαι! Πήγαινε και πάρε μια πέτρα, βάλε την στην κρυψώνα, και προσποιήσου ότι ο χρυσός βρίσκεται ακόμα εκεί. Η πέτρα θα έχει την ίδια χρησιμότητα για σένα όπως ακριβώς είχε και ο βώλος χρυσού όταν τον είχες κρυμμένο σε αυτό το σημείο… Είτε τον είχες είτε όχι, δεν τον αξιοποίησες ποτέ ούτε στο ελάχιστο.»
Το ηθικό δίδαγμα είναι ότι ο πλούτος χάνει κάθε αξία αν περιπέσει σε αχρησία
ΑΙΣΩΠΟΣ
ΔΙΩΝ: Η τύχη είναι άκριτη και ότι παραμένει σε κακούς ανθρώπους, ενώ αμελεί τους καλούς. Είναι όμως αυτή η αλήθεια;
Μου φαίνεται ότι οι περισσότεροι κατηγορούν πάρα πολύ άδικα την τύχη. Γιατί τώρα την κατηγορούν λέγοντας ότι είναι αναξιόπιστη και ότι δεν έχει καμία σταθερότητα. Αν όμως παρέμενε πάντα στους ίδιους, οπωσδήποτε θα λάμβανε κατηγορία από κάθε άποψη μεγαλύτερη και δικαιότερη. Γιατί, αφού τώρα βλέπετε όσους ευτυχούν να είναι τόσο κακοί και αντιπαθητικοί, και μάλιστα ενώ το μέλλον είναι άγνωστο, με πόση υπεροψία και προστυχιά πιστεύετε ότι αυτοί θα ήταν γεμάτοι, αν δεν είχαν στον νου τους καθόλου την υποψία της αλλαγής;
Πολλοί ισχυρίζονται ότι η τύχη είναι άκριτη και ότι παραμένει σε κακούς ανθρώπους, ενώ αμελεί τους καλούς, όταν βλέπουν όσους έχουν κριθεί άξιοι για τα αγαθά που προέρχονται από εκείνη να είναι φορτικοί και δύστροποι και αγενείς. Μου φαίνεται, όμως, πως η τύχη δίκαια θα έλεγε σε αυτούς ότι, επειδή είναι εκ φύσεως φιλάνθρωπη, πάντοτε παρουσιάζεται σε κάποιους από εμάς, χωρίς να επιλέγει τους άξιους ή τους κακούς, και ότι πάντα αυτοί στους οποίους τυχόν εμφανίζεται αποδεικνύονται να είναι στον χαρακτήρα τέτοιοι που ήταν. Γιατί είναι κάτι παρόμοιο σαν κάποιος, ενώ υπάρχουν πολλά αγγεία και δεν είναι κανένα καλό, να κατηγορεί αυτόν που ρίχνει μέσα το υγρό, επειδή βλέπει συνεχώς να τρέχει το περιεχόμενο. Γιατί θα του απαντούσε: «Μα όλα είναι έτσι, αλλά, όσο είναι άδεια, δεν φαίνονται».
Απορώ πώς, τέλος πάντων, οι περισσότεροι λένε ότι η τύχη είναι επικίνδυνη και ότι κανένα από τα δώρα της δεν είναι σίγουρο. Γιατί, όταν εκείνη δώσει σε κάποιον τα αγαθά της (κι αυτά είναι χρήματα, δύναμη, δόξα, τιμές), δεν εμποδίζει κανέναν να τα χρησιμοποιεί όπως πρέπει και, μα τον Δία, να τα αποθηκεύσουν σε μέρος ασφαλές για τους ίδιους και δεν εννοώ μέσα στο σπίτι ή στην αποθήκη ούτε βάζοντας κλειδαριές και αμπάρες (γιατί κανένα από τα δώρα της δεν φυλάγεται με τέτοια) αλλά στη συμπάθεια προς τους ανθρώπους, στην ευεργεσία προς την πατρίδα, στη βοήθεια προς τους φίλους. Ποτέ, λοιπόν, η τύχη δεν αφαίρεσε από όσους τα απέκτησαν μία φορά τίποτε από όσα έχουν φυλαχθεί έτσι. Γιατί αυτά είναι θησαυροφυλάκια ασφαλή και φανερά σε όλους για τα αγαθά που έρχονται από την τύχη. Αν όμως κανείς τα πάρει και τα πετάξει ή, μα τον Δία, τα φυλάξει με τρόπο κακό, έχοντας εμπιστοσύνη σε πόρτες και κλειδαριές, δεν χάνονται πια, πιστεύω, εξαιτίας της.
Οι περισσότεροι άνθρωποι, για να το πούμε έτσι, δεν έχουν σωστές απόψεις για όλα, ειδικά όμως έχουν ψευδή και εσφαλμένη αντίληψη για την τύχη. Γιατί λένε ότι αυτή δίνει στους ανθρώπους τα αγαθά και ότι εύκολα τα αφαιρεί και γι’ αυτό θλασφημώντας την κατηγορούν ως αναξιόπιστη και φθονερή. Εγώ, όμως, λέω ότι η τύχη δεν δίνει τίποτε από αυτά που νομίζουν οι πολλοί. Γιατί αυτό με το οποίο γίνεται καθένας ιδιοκτήτης όσων έχει και το μόνο με το οποίο είναι δυνατόν να αποκτήσει με ασφάλεια τα αγαθά, δεν τους το δίνει μαζί με τα χρήματα, με τη δόξα και με τη δύναμη. Αυτό είναι εκείνο χωρίς το οποίο δεν είναι δυνατόν να έχει κανείς τίποτε και από τα άλλα, αλλά μόνο να νομίζει ότι έχει και να εξαπατάται. Όπως ακριβώς, λοιπόν, κι εμείς, όταν μπάσουμε κάποιον στο σπίτι ή στο χωράφι μας ή όταν του δώσουμε κάποια αντικείμενα, δεν τον καθιστούμε αμέσως ιδιοκτήτη εκείνων των πραγμάτων, αν δεν υπάρξει ταυτόχρονα η λήψη τους με κάποια εξασφάλιση και γραπτούς τίτλους, έτσι και η τύχη δεν κάνει κανέναν ιδιοκτήτη όσων δίνονται από αυτήν, αν δεν υπάρξει ταυτόχρονα η λήψη τους από κάποιον με νου και φρόνηση.
Οι περισσότεροι άνθρωποι συνηθίζουν να καλοτυχίζουν αμέσως εκείνους που βλέπουν να έχουν τα αγαθά της τύχης, όπως ακριβώς χαίρονται για τους ταξιδιώτες όταν βλέπουν αέρα να φυσάει, χωρίς να ξέρουν ούτε αν αυτός είναι ούριος για εκείνους ούτε αν έχουν έμπειρο κυβερνήτη. Εγώ, αντιθέτως, πιστεύω ότι τότε πρέπει να θεωρούμε μακάριους όσους βρίσκονται ανάμεσα σε άφθονα αγαθά της τύχης, όταν υπάρχει σε αυτούς και η φρόνηση. Γιατί προφανώς αυτά από μόνα τους, αν υπάρξουν στους ανόητους, είναι υπαίτια κινδύνου και δυστυχίας.
ΔΙΩΝ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
Πολλοί ισχυρίζονται ότι η τύχη είναι άκριτη και ότι παραμένει σε κακούς ανθρώπους, ενώ αμελεί τους καλούς, όταν βλέπουν όσους έχουν κριθεί άξιοι για τα αγαθά που προέρχονται από εκείνη να είναι φορτικοί και δύστροποι και αγενείς. Μου φαίνεται, όμως, πως η τύχη δίκαια θα έλεγε σε αυτούς ότι, επειδή είναι εκ φύσεως φιλάνθρωπη, πάντοτε παρουσιάζεται σε κάποιους από εμάς, χωρίς να επιλέγει τους άξιους ή τους κακούς, και ότι πάντα αυτοί στους οποίους τυχόν εμφανίζεται αποδεικνύονται να είναι στον χαρακτήρα τέτοιοι που ήταν. Γιατί είναι κάτι παρόμοιο σαν κάποιος, ενώ υπάρχουν πολλά αγγεία και δεν είναι κανένα καλό, να κατηγορεί αυτόν που ρίχνει μέσα το υγρό, επειδή βλέπει συνεχώς να τρέχει το περιεχόμενο. Γιατί θα του απαντούσε: «Μα όλα είναι έτσι, αλλά, όσο είναι άδεια, δεν φαίνονται».
Απορώ πώς, τέλος πάντων, οι περισσότεροι λένε ότι η τύχη είναι επικίνδυνη και ότι κανένα από τα δώρα της δεν είναι σίγουρο. Γιατί, όταν εκείνη δώσει σε κάποιον τα αγαθά της (κι αυτά είναι χρήματα, δύναμη, δόξα, τιμές), δεν εμποδίζει κανέναν να τα χρησιμοποιεί όπως πρέπει και, μα τον Δία, να τα αποθηκεύσουν σε μέρος ασφαλές για τους ίδιους και δεν εννοώ μέσα στο σπίτι ή στην αποθήκη ούτε βάζοντας κλειδαριές και αμπάρες (γιατί κανένα από τα δώρα της δεν φυλάγεται με τέτοια) αλλά στη συμπάθεια προς τους ανθρώπους, στην ευεργεσία προς την πατρίδα, στη βοήθεια προς τους φίλους. Ποτέ, λοιπόν, η τύχη δεν αφαίρεσε από όσους τα απέκτησαν μία φορά τίποτε από όσα έχουν φυλαχθεί έτσι. Γιατί αυτά είναι θησαυροφυλάκια ασφαλή και φανερά σε όλους για τα αγαθά που έρχονται από την τύχη. Αν όμως κανείς τα πάρει και τα πετάξει ή, μα τον Δία, τα φυλάξει με τρόπο κακό, έχοντας εμπιστοσύνη σε πόρτες και κλειδαριές, δεν χάνονται πια, πιστεύω, εξαιτίας της.
Οι περισσότεροι άνθρωποι, για να το πούμε έτσι, δεν έχουν σωστές απόψεις για όλα, ειδικά όμως έχουν ψευδή και εσφαλμένη αντίληψη για την τύχη. Γιατί λένε ότι αυτή δίνει στους ανθρώπους τα αγαθά και ότι εύκολα τα αφαιρεί και γι’ αυτό θλασφημώντας την κατηγορούν ως αναξιόπιστη και φθονερή. Εγώ, όμως, λέω ότι η τύχη δεν δίνει τίποτε από αυτά που νομίζουν οι πολλοί. Γιατί αυτό με το οποίο γίνεται καθένας ιδιοκτήτης όσων έχει και το μόνο με το οποίο είναι δυνατόν να αποκτήσει με ασφάλεια τα αγαθά, δεν τους το δίνει μαζί με τα χρήματα, με τη δόξα και με τη δύναμη. Αυτό είναι εκείνο χωρίς το οποίο δεν είναι δυνατόν να έχει κανείς τίποτε και από τα άλλα, αλλά μόνο να νομίζει ότι έχει και να εξαπατάται. Όπως ακριβώς, λοιπόν, κι εμείς, όταν μπάσουμε κάποιον στο σπίτι ή στο χωράφι μας ή όταν του δώσουμε κάποια αντικείμενα, δεν τον καθιστούμε αμέσως ιδιοκτήτη εκείνων των πραγμάτων, αν δεν υπάρξει ταυτόχρονα η λήψη τους με κάποια εξασφάλιση και γραπτούς τίτλους, έτσι και η τύχη δεν κάνει κανέναν ιδιοκτήτη όσων δίνονται από αυτήν, αν δεν υπάρξει ταυτόχρονα η λήψη τους από κάποιον με νου και φρόνηση.
Οι περισσότεροι άνθρωποι συνηθίζουν να καλοτυχίζουν αμέσως εκείνους που βλέπουν να έχουν τα αγαθά της τύχης, όπως ακριβώς χαίρονται για τους ταξιδιώτες όταν βλέπουν αέρα να φυσάει, χωρίς να ξέρουν ούτε αν αυτός είναι ούριος για εκείνους ούτε αν έχουν έμπειρο κυβερνήτη. Εγώ, αντιθέτως, πιστεύω ότι τότε πρέπει να θεωρούμε μακάριους όσους βρίσκονται ανάμεσα σε άφθονα αγαθά της τύχης, όταν υπάρχει σε αυτούς και η φρόνηση. Γιατί προφανώς αυτά από μόνα τους, αν υπάρξουν στους ανόητους, είναι υπαίτια κινδύνου και δυστυχίας.
ΔΙΩΝ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
Το τέλειωμα της θλίψης είναι η αρχή της σοφίας
Υπάρχει πολλή θλίψη στη ζωή μας και δεν ξέρουμε πώς να της δώσουμε ένα τέλος. Το τέλειωμα της θλίψης είναι η αρχή της σοφίας. Αν δε γνωρίζουμε τι είναι η θλίψη, αν δεν καταλάβουμε τη φύση και τη δομή της, δε θα γνωρίσουμε τι είναι η αγάπη.
Όταν ο άντρας λέει στη γυναίκα του ότι την αγαπά, ενώ την ίδια στιγμή είναι φιλόδοξος, αυτή η αγάπη έχει κανένα νόημα; Μπορεί ένας φιλόδοξος άνθρωπος ν’ αγαπήσει;
Μπορεί ένας ανταγωνιστικός άνθρωπος ν’ αγαπήσει; Κι όμως, μιλάμε γι’ αγάπη, για τρυφερότητα, για το τέλειωμα του πολέμου, τη στιγμή που είμαστε ανταγωνιστικοί, φιλόδοξοι, τη στιγμή που αναζητάμε τη δική μας προσωπική επιτυχία, πρόοδο, κ.λ.π.
Όλ’ αυτά φέρνουν θλίψη. Μπορεί να τελειώσει η θλίψη; Μπορεί να πάρει ένα τέλος όταν καταλαβαίνετε τον εαυτό σας που, πραγματικά, είναι «αυτό που είναι». Τότε καταλαβαίνετε γιατί έχετε θλίψη, είτε αυτή η θλίψη είναι αυτολύπηση ή φόβος μη μείνετε μόνος ή η κενότητα της ζωής σας ή η θλίψη που έρχεται όταν εξαρτάστε από κάποιον άλλον.
Κι όλ’ αυτά είναι μέρος της ζωής μας.
Όταν ο άντρας λέει στη γυναίκα του ότι την αγαπά, ενώ την ίδια στιγμή είναι φιλόδοξος, αυτή η αγάπη έχει κανένα νόημα; Μπορεί ένας φιλόδοξος άνθρωπος ν’ αγαπήσει;
Μπορεί ένας ανταγωνιστικός άνθρωπος ν’ αγαπήσει; Κι όμως, μιλάμε γι’ αγάπη, για τρυφερότητα, για το τέλειωμα του πολέμου, τη στιγμή που είμαστε ανταγωνιστικοί, φιλόδοξοι, τη στιγμή που αναζητάμε τη δική μας προσωπική επιτυχία, πρόοδο, κ.λ.π.
Όλ’ αυτά φέρνουν θλίψη. Μπορεί να τελειώσει η θλίψη; Μπορεί να πάρει ένα τέλος όταν καταλαβαίνετε τον εαυτό σας που, πραγματικά, είναι «αυτό που είναι». Τότε καταλαβαίνετε γιατί έχετε θλίψη, είτε αυτή η θλίψη είναι αυτολύπηση ή φόβος μη μείνετε μόνος ή η κενότητα της ζωής σας ή η θλίψη που έρχεται όταν εξαρτάστε από κάποιον άλλον.
Κι όλ’ αυτά είναι μέρος της ζωής μας.
Ορατίου: Η αρπακτική Τύχη αφαιρεί από εδώ το στέμμα με σφοδρό πάταγο, ενώ χαίρεται να το τοποθετεί αλλού
Ενώ σπανίως και με φειδώ λάτρευα τους θεούς
ως ένας πλανώμενος μύστης της ασύνετης σοφίας,
αναγκάζομαι τώρα να στρέψω προς τα πίσω τα ιστία
και να ακολουθήσω πάλι τις διαδρομές,
που είχα εγκαταλείψει..
Διότι ο Δίας,
που συχνά σχίζει τα νέφη με λαμπρό πυρ,
ως ένας πλανώμενος μύστης της ασύνετης σοφίας,
αναγκάζομαι τώρα να στρέψω προς τα πίσω τα ιστία
και να ακολουθήσω πάλι τις διαδρομές,
που είχα εγκαταλείψει..
Διότι ο Δίας,
που συχνά σχίζει τα νέφη με λαμπρό πυρ,
οδήγησε σε αίθριο ουρανό τους βροντώδεις ίππους και το άρμα του,
από το οποίο συνταράσσεται η ακίνητη γη,
οι ρέοντες ποταμοί, η Στύγα, η φρικτή
περιοχή του μισητού Ταινάρου, και το ατλαντικό
σύνορο.
Ο Θεός έχει τη δύναμη να αλλάσσει
τα κατώτερα με τα ανώτερα, να σμικρύνει τον επιφανή,
να φανερώνει τα σκοτεινά.
Η αρπακτική Τύχη
αφαιρεί από εδώ το στέμμα με σφοδρό πάταγο, ενώ
χαίρεται να το τοποθετεί αλλού.
Ορατίου Ωδές
από το οποίο συνταράσσεται η ακίνητη γη,
οι ρέοντες ποταμοί, η Στύγα, η φρικτή
περιοχή του μισητού Ταινάρου, και το ατλαντικό
σύνορο.
Ο Θεός έχει τη δύναμη να αλλάσσει
τα κατώτερα με τα ανώτερα, να σμικρύνει τον επιφανή,
να φανερώνει τα σκοτεινά.
Η αρπακτική Τύχη
αφαιρεί από εδώ το στέμμα με σφοδρό πάταγο, ενώ
χαίρεται να το τοποθετεί αλλού.
Ορατίου Ωδές
Ο Αριστοτέλης για τη μουσική
Για τον Αριστοτέλη ο τελικός σκοπός του ανθρώπου είναι η ευδαιμονία. Όμως, ως ευδαιμονία δεν ορίζεται η απόλαυση που μπορεί να προσφέρει μια ευχάριστη ενέργεια για χάρη της χαλάρωσης από καθημερινές ασχολίες. Δεν μπορούμε δηλαδή να ταυτίσουμε τη διασκέδαση με την ευδαιμονία, επειδή απλώς παρέχει ευχαρίστηση: «Συμβαίνει οι άνθρωποι συχνά να θέτουν τις διασκεδάσεις ως τελικό σκοπό. Πράγματι, κάποια συγκεκριμένη ευχαρίστηση ίσως έχει και ο τελικός σκοπός, αλλά όχι τυχαία, και ψάχνοντας οι άνθρωποι αυτή την ευχαρίστηση, τη συγχέουν με την άλλη, καθώς μοιάζουν από κάποια άποψη οι απολήξεις των πράξεων». (1339b 31 – 35).
Ο τελικός σκοπός, με την έννοια του βαθύτερου ανθρώπινου προορισμού, δεν αποδίδεται μέσα στα στενά όρια του ευχάριστου χρόνου. «Αντίθετα η ανώτερη ευχαρίστηση ως τελικός σκοπός αφορά πράγματα που γίνονται γι’ αυτά τα ίδια και οδηγούν τον άνθρωπο στην εσωτερική πληρότητα και αυτοπραγμάτωσή του».
Υπό αυτό τον όρο, η ευδαιμονία αποκτά διαστάσεις καθαρά υπαρξιακές, αφού τρέφει την ύπαρξη προϋποθέτοντας την ύψιστη αυτογνωσία. Ευδαίμων είναι ο άνθρωπος που αντιλαμβάνεται τη βαθύτερη ορμή που κρύβει για κάτι κι ακολουθεί το δρόμο της πραγμάτωσής του. (Ο Αριστοτέλης θα έλεγε τη βαθύτερη αποστολή του, την οποία καλείται να υπηρετήσει ως τελικό στόχο).
Γι’ αυτό η ευδαιμονία δεν ταυτίζεται με την ξεκούραση, αλλά απαιτεί μόχθο κι αντοχή σε ενδεχόμενες απογοητεύσεις. Σε τελική ανάλυση ο αγώνας είναι η πηγή της πιο βαθιάς ευτυχίας: «κανενός πράγματος ο τελικός στόχος δεν επιδιώκεται για χάρη αυτών που θα γίνουν, και επομένως οι παρόμοιες ευχαριστήσεις δεν επιδιώκονται γι’ αυτά που θα γίνουν, αλλά για όσα ήδη έχουν γίνει, όπως οι κόποι και η λύπη». (1339b 35 – 38).
Από τη στιγμή που «ο τελικός στόχος δεν επιδιώκεται για χάρη αυτών που θα γίνουν» θα λέγαμε ότι είναι μόνο η αφορμή. Αυτό που έχει σημασία είναι το «ταξίδι» μέσα από την υπηρεσία του στόχου. Γι’ αυτό και η φράση «κάποια συγκεκριμένη ευχαρίστηση ίσως έχει και ο τελικός στόχος», γιατί εδώ δε μιλάμε για μια χειροπιαστή απόλαυση που αναγκαστικά εξαντλείται, αλλά για το ατέρμονο της προσπάθειας που θα φέρει υπαρξιακή πληρότητα.
Κι αυτή ακριβώς είναι η παγίδα που αποπροσανατολίζει τον άνθρωπο από τον τελικό του στόχο και τον κάνει να συγχέει την πρόσκαιρη χαρά της διασκέδασης με την ευδαιμονία. Γιατί και η διασκέδαση προσφέρει χαρές και μάλιστα χαρές που επίσης «δεν επιδιώκονται γι’ αυτά που θα γίνουν»: «Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να υποστηρίξει ότι αυτή είναι η αιτία για την οποία οι άνθρωποι επιζητούν να φτάσουν στην ευδαιμονία με τις ευχαριστήσεις αυτές» (εννοείται των διασκεδάσεων). (1339b 38 – 39).
Όμως, άλλη η χαρά του τελικού στόχου (ευδαιμονία) κι άλλη της διασκέδασης. Κι αυτός είναι ο λόγος που ο Αριστοτέλης χαρακτηρίζει την ευχαρίστηση από τον τελικό στόχο «όχι τυχαία». Γιατί οι χαρές των διασκεδάσεων είναι τυχαίες και παροδικές, ενώ η πάλη για την εκπλήρωση του τελικού στόχου οφείλει να είναι συνειδητή και αέναη.
Αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι πρέπει κανείς να υποτιμά ή (πολύ περισσότερο) να αποφεύγει τη χαλάρωση κάνοντας πράγματα που τον ευχαριστούν, ασχέτως αν δε συνάδουν με τον τελικό στόχο: «Πράγματι και η διασκέδαση γίνεται για χάρη της ανάπαυσης και αναγκαστικά η ανάπαυση είναι ευχάριστη (καθώς θεραπεύει τρόπον τινά τη λύπη από τους μόχθους)». (1339b 15 – 17).
Η διασκέδαση κρίνεται απολύτως απαραίτητη, ως ξεκούραση της ψυχής, ώστε να μπορεί να λειτουργήσει ακόμη αποδοτικότερα προς όφελος των δραστηριοτήτων που απαιτεί ο τελικός στόχος. Από αυτή την άποψη, η διασκέδαση υπηρετεί τον τελικό στόχο, αφού ωφελεί την ψυχή θεραπεύοντας την κόπωση. Αρκεί βέβαια να μην είναι επιζήμια: «Γιατί όσα ευχάριστα είναι αβλαβή, όχι μόνο συνάδουν με τον τελικό σκοπό, αλλά και με την ανάπαυση». (1339b 25 – 27).
Αναφερόμενος στη μουσική ο Αριστοτέλης ξεκινά από το ψυχαγωγικό της μέρος αναγνωρίζοντας την αναμφισβήτητη ευχαρίστηση που προσφέρει: «Η μουσική ως γνωστό είναι από τα πιο ευχάριστα πράγματα είτε εκτελείται με μουσικό όργανο είτε συνοδεύεται και από μελωδία για αυτό κι όταν βρίσκονται σε συντροφιές» (εννοείται οι άνθρωποι) «και θέλουν να περάσουν ευχάριστα το χρόνο τους, δικαιολογημένα τη χρησιμοποιούν, επειδή μπορεί να τους ευφραίνει». (1339b 20 – 21, 22 – 24).
Η μουσική, προσφέροντας ψυχική ευφορία, αποτελεί ιδανική εκτόνωση του μόχθου. Από αυτή την άποψη συμβάλλει θετικά και στον τελικό στόχο, αφού το διάλειμμα, ως αποφόρτιση της ψυχής, λειτουργεί ευεργετικά προς αυτή την κατεύθυνση: «Επειδή λίγες φορές οι άνθρωποι πετυχαίνουν να φτάσουν στον τελικό σκοπό, πολλές φορές όμως αναπαύονται και επιδίδονται σε διασκεδάσεις αποβλέποντας όχι τόσο στον απώτερο σκοπό αλλά στην ευχαρίστηση, μπορεί να είναι χρήσιμη η μουσική στο να τους ξεκουράζει με την ευχαρίστηση που προκαλεί». (1339b 27 – 31).
Όμως, το ζήτημα είναι πολύ πιο βαθύ, αφού ο Αριστοτέλης συσχετίζει τη μουσική με την ηθική διάπλαση του ανθρώπου. Η ευχαρίστηση που προσφέρει δεν είναι συμπτωματική, αλλά οφείλεται στην ίδια τη φύση της (δηλαδή τη βαθύτερη ουσία της) που καταφέρνει και διεισδύει στα εσώτερα της ανθρώπινης ψυχής διαμορφώνοντας συναισθήματα και προκαλώντας συμπεριφορές, που εκ πρώτης όψεως φαίνονται ανεξήγητα: «Οπωσδήποτε ωστόσο οφείλουμε να εξετάσουμε μήπως συμπτωματικά έχει συμβεί αυτό, η φύση της όμως είναι πολυτιμότερη από την αναφερόμενη χρησιμότητά της, και γι’ αυτό μήπως πρέπει όχι απλώς να μετέχουμε στην κοινή ευχαρίστηση που σκορπίζει στην αίσθηση όλων των ανθρώπων (γιατί η ευχαρίστηση που προσφέρει η μουσική είναι μέσα στη φύση της και γι’ αυτό είναι προσφιλές το άκουσμά της από όλες τις ηλικίες και όλους τους χαρακτήρες), αλλά να δούμε αν με κάποιον τρόπο μπορεί να συμβάλλει στη διάπλαση του ήθους και της ψυχής». (1339b 42 – 1340a 6).
Ο προβληματισμός είναι σαφής: «Αυτό θα γινόταν φανερό αν με την επίδρασή της διαμορφωνόταν τα ποιοτικά γνωρίσματα του ήθους μας». (1340a 7 – 8).
Με άλλα λόγια, η μουσική μπορεί να διαπλάσει την ποιότητα της ψυχής εθίζοντάς την προς την κατεύθυνση της αρετής; Το βέβαιο είναι ότι συνδέεται άμεσα με τα συναισθήματα: «Παράλληλα με τις αληθινές ψυχικές διαθέσεις στους ρυθμούς και στις μουσικές συνθέσεις υπάρχουν ανάλογες αποδόσεις οργής και ηρεμίας, ακόμη ανδρείας και σύνεσης και όλων των αντίθετών τους, όπως και των άλλων ηθικών καταστάσεων (η εμπειρία το δείχνει αυτό, γιατί τέτοια ακούσματα μεταβάλλουν ανάλογα την ψυχική μας διάθεση)». (1340a 18 – 23).
Η αναγωγή των συναισθημάτων σε «ηθικές καταστάσεις» είναι η αποδοχή ότι ο άνθρωπος πράττει σύμφωνα με τα συναισθήματά του. Ο ευέξαπτος, αφού νιώθει οργή δεν μπορεί παρά να τη διοχετεύσει. Τελικά, η διαμόρφωση της ηθικής αρετής δεν είναι τίποτε άλλο από τη διαμόρφωση των συναισθημάτων που την υπηρετούν. Κι αυτό είναι θέμα συνήθειας, δηλαδή εθισμού στο πώς θα συμπεριφέρεται κανείς στη μία ή την άλλη κατάσταση.
Τη θέση αυτή την έχει διατυπώσει ξεκάθαρα και στα Ηθικά Νικομάχεια λέγοντας ότι αυτός που μαθαίνει να δείχνει θάρρος στους κινδύνους γίνεται ανδρείος, ενώ αυτός που φοβάται δειλός, όπως και στις καθημερινές συναλλαγές αυτός που συνηθίζει να συμπεριφέρεται με εντιμότητα γίνεται δίκαιος, ενώ αυτός που συμπεριφέρεται ανέντιμα άδικος.
Εξάλλου, στα Ηθικά Νικομάχεια καθιστά σαφή τη σπουδαιότητα των συναισθημάτων, αφού αποτελούν την επισφράγιση του εθισμού. Με δυο λόγια δε φτάνει να κάνει κανείς το καλό, πρέπει να χαίρεται επειδή το κάνει. Μόνο όταν η πραγμάτωση της αρετής επιφέρει θετικά συναισθήματα μπορούμε να πούμε ότι ολοκληρώθηκε ο εθισμός. Γιατί το συναίσθημα είναι η δύναμη που κινεί την ανθρώπινη συμπεριφορά. Αφού όλοι θα κάνουν αυτό που τους ευχαριστεί, δε μένει τίποτε άλλο απ’ το να μάθουν να ευχαριστιούνται με τα σωστά πράγματα.
Η μουσική, όχι μόνο προκαλεί συναισθήματα, αλλά, για τον Αριστοτέλη, είναι καθαυτό συναισθηματική απόχρωση από τη φύση της: «οι μελωδίες είναι καθαρές απομιμήσεις ψυχικών διαθέσεων (αυτό αποδεικνύεται άμεσα, γιατί οι αρμονίες από τη φύση τους διαφέρουν μεταξύ τους, με αποτέλεσμα διαφορετικά συναισθήματα να βιώνουν οι ακροατές τους και να μην αντιδρούν με τον ίδιο τρόπο σε καθεμιά από αυτές, αλλά σε μερικές με μεγαλύτερη λύπη και μελαγχολία σε άλλες με μια πνευματική χαλάρωση και σε άλλες να αντιδρούν με ισορροπημένη ψυχική διάθεση, πράγμα που φαίνεται ότι κατορθώνει μόνο η δωριστί αρμονία, σε αντίθεση με τη φρυγιστί που προκαλεί ενθουσιασμό και έκσταση». (1340a 38 – 1340b 1, 1340b 2 – 5).
Με δεδομένη πλέον τη δυνατότητα της μουσικής στη διαμόρφωση των συναισθημάτων δε μένει παρά να καταδειχθεί ο παιδαγωγικός της χαρακτήρας, ο τρόπος δηλαδή που μπορεί να δράσει στη διαδικασία του εθισμού κατευθύνοντας τα συναισθήματα προς το σωστό δρόμο: «Ο εθισμός μας να λυπούμαστε και να χαιρόμαστε με τις αντίστοιχες μουσικές αποδόσεις της λύπης και της χαράς, προσεγγίζει την πρόκληση αυτών των συναισθημάτων όπως γίνεται στην πραγματικότητα (για παράδειγμα, αν κάποιος άνθρωπος βλέποντας την προσωπογραφία κάποιου χαίρεται όχι για άλλη αιτία αλλά για την ίδια τη μορφή, αναγκαστικά χαίρεται, και όταν βλέπει αυτό το ίδιο πρόσωπο του οποίου την προσωπογραφία βλέπει)». (1340a 23 – 28).
Η φράση «ο εθισμός μας να λυπούμαστε και να χαιρόμαστε με τις αντίστοιχες μουσικές αποδόσεις» είναι το τελικό συμπέρασμα, που επισφραγίζει τη σύνδεση της μουσικής με την ανθρώπινη συμπεριφορά. Είναι προφανές ότι για τον Αριστοτέλη η αίσθηση της ακοής έχει το ιδιαίτερο χάρισμα να διεισδύει ευθέως στα κατάβαθα της ψυχής: «Συμβαίνει τα υπόλοιπα από τα αντικείμενα των αισθήσεων, όπως παραδείγματος χάρη τα δεδομένα της αφής και της γεύσης, να μη διαθέτουν κανένα ομοίωμα των ψυχικών διαθέσεων που προκαλούν, με εξαίρεση τα βρισκόμενα σε ακινησία αντικείμενα της όρασης». (1340a 28 – 30).
Η όραση, που παραπέμπει στη ζωγραφική, δεν ασκεί την ίδια επιρροή στον ανθρώπινο ψυχισμό. Η στατικότητα της αναπαράστασης, όσο τέλεια κι αν αποδίδεται ένας χαρακτήρας, δεν μπορεί να συγκριθεί με την κινητικότητα, τη διάρκεια και κατ’ επέκταση τις εναλλαγές, που μπορεί να προσφέρει μια μουσική παράσταση: «αυτά είναι σχέδια που παριστούν χαρακτήρες, αλλά σε στιγμιαία εκδήλωσή τους και μάλιστα χωρίς να έχουν όλοι την ίδια αίσθηση γι’ αυτά. Επιπλέον τα οπτικά δεδομένα δεν είναι ομοιώματα των χαρακτήρων, αλλά μάλλον τα σχέδια και τα χρώματα είναι σύμβολα των χαρακτήρων και μάλιστα αυτά αποδίδουν εκδηλώσεις συναισθηματικών διαθέσεων». (1340a 31 – 35).
Κι αυτός είναι ο λόγος που υπερέχει η μουσική. Γιατί η μουσική είναι απομίμηση συναισθήματος από τη φύση της, ενώ η ζωγραφική είναι προσπάθεια απόδοσης συναισθήματος. Κι όταν γίνεται λόγος για απομίμηση συναισθήματος δεν μπορεί παρά να εννοείται η βαθύτερη σχέση της ψυχής με τις μουσικές αρμονίες: «Μπορούμε μάλιστα να υποθέσουμε ότι υπάρχει κάποια συγγένεια ανάμεσα σε μας και στις αρμονίες και στους ρυθμούς και γι’ αυτό πολλοί σοφοί ισχυρίζονται ότι η ψυχή κατ’ άλλους είναι αρμονία και κατ’ άλλους έχει αρμονία». (1340b 17 – 19).
Τελικά, η μουσική αποτελεί την πιο ευγενή ενασχόληση γιατί εκπληρώνει όλες τις προϋποθέσεις. Προσφέρει ευχαρίστηση, από την άποψη της διασκέδασης – χαλάρωσης της ψυχής, και ταυτόχρονα έχει τη δύναμη να διαμορφώσει τους ανθρώπους: «Αλλά πράγματι αποδεικνύεται ότι τα ποιοτικά γνωρίσματα του ήθους μας διαμορφώνονται με την επίδραση πολλών και διαφορετικών ειδών μελωδίας. Γιατί αυτές ομολογουμένως ενθουσιάζουν τις ψυχές και ο ενθουσιασμός είναι μια επίδραση στον ψυχικό χαρακτήρα». (1340a 5 – 6, 10 – 12).
Όμως, τα «ποιοτικά γνωρίσματα του ήθους» σηματοδοτούν την αρετή, δηλαδή την ύψιστη προϋπόθεση της ευδαιμονίας, αφού μόνο ο ενάρετος άνθρωπος μπορεί να είναι ευδαίμων. Η σύνδεση της μουσικής με την ευδαιμονία είναι η αναγνώριση ότι, εν τέλει, εξυπηρετεί και τον τελικό στόχο.
Βρισκόμαστε μπροστά στο ύψιστο παιδαγωγικό εργαλείο που καταφέρνει και συνδυάζει και το επιθυμητό της ξεκούραστης ευχαρίστησης και την ευθέως εξυπηρέτηση του τελικού σκοπού της ευδαιμονίας με τη διαμόρφωση του ηθικού χαρακτήρα: «Από αυτά συνάγεται καθαρά ότι η μουσική είναι σε θέση να προσδίδει ποιοτικά γνωρίσματα στον ψυχικό χαρακτήρα, και, εφόσον μπορεί να το κάνει αυτό, γίνεται σαφές ότι ενδείκνυται να παρέχεται ως εκπαιδευτικό αγαθό και να εκπαιδεύονται σε αυτή οι νέοι. Επιπλέον αρμόζει να παρέχεται μουσική αγωγή σε αυτή την ηλικία, γιατί οι νέοι λόγω της ηλικίας τους δεν υπομένουν με τη θέλησή τους τίποτε που στερείται ευχαρίστησης, η μουσική όμως από τη φύση της ενέχει ευχαρίστηση». (1340b 10 – 17).
Η αναγνώριση ότι η νέοι είναι δύσκολο να υπομείνουν οτιδήποτε στερείται ευχαρίστησης, είναι η αποδοχή ότι η εκπαιδευτική διαδικασία πρέπει να είναι συνυφασμένη με τη χαρά. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι πρέπει να αποσκοπεί στη χαρά, ότι πρέπει δηλαδή να εκληφθεί ως διασκέδαση: «Βέβαια ότι δεν είναι σωστό η εκπαίδευση των παιδιών να γίνεται με σκοπό τη διασκέδαση, είναι αναμφισβήτητο (γιατί δεν παίζουν οι μαθητές όσο κάνουν μάθημα, καθώς η μάθηση είναι μια κοπιαστική διαδικασία)». (1339a 26 – 29).
Η εκπαίδευση πρέπει να αξιοποιεί τη χαρά προκειμένου να επιτύχει το σκοπό της. Κι αυτές είναι οι λεπτές παιδαγωγικές ισορροπίες που υποδεικνύει ο Αριστοτέλης.
Αριστοτέλης, Πολιτικά
Ο τελικός σκοπός, με την έννοια του βαθύτερου ανθρώπινου προορισμού, δεν αποδίδεται μέσα στα στενά όρια του ευχάριστου χρόνου. «Αντίθετα η ανώτερη ευχαρίστηση ως τελικός σκοπός αφορά πράγματα που γίνονται γι’ αυτά τα ίδια και οδηγούν τον άνθρωπο στην εσωτερική πληρότητα και αυτοπραγμάτωσή του».
Υπό αυτό τον όρο, η ευδαιμονία αποκτά διαστάσεις καθαρά υπαρξιακές, αφού τρέφει την ύπαρξη προϋποθέτοντας την ύψιστη αυτογνωσία. Ευδαίμων είναι ο άνθρωπος που αντιλαμβάνεται τη βαθύτερη ορμή που κρύβει για κάτι κι ακολουθεί το δρόμο της πραγμάτωσής του. (Ο Αριστοτέλης θα έλεγε τη βαθύτερη αποστολή του, την οποία καλείται να υπηρετήσει ως τελικό στόχο).
Γι’ αυτό η ευδαιμονία δεν ταυτίζεται με την ξεκούραση, αλλά απαιτεί μόχθο κι αντοχή σε ενδεχόμενες απογοητεύσεις. Σε τελική ανάλυση ο αγώνας είναι η πηγή της πιο βαθιάς ευτυχίας: «κανενός πράγματος ο τελικός στόχος δεν επιδιώκεται για χάρη αυτών που θα γίνουν, και επομένως οι παρόμοιες ευχαριστήσεις δεν επιδιώκονται γι’ αυτά που θα γίνουν, αλλά για όσα ήδη έχουν γίνει, όπως οι κόποι και η λύπη». (1339b 35 – 38).
Από τη στιγμή που «ο τελικός στόχος δεν επιδιώκεται για χάρη αυτών που θα γίνουν» θα λέγαμε ότι είναι μόνο η αφορμή. Αυτό που έχει σημασία είναι το «ταξίδι» μέσα από την υπηρεσία του στόχου. Γι’ αυτό και η φράση «κάποια συγκεκριμένη ευχαρίστηση ίσως έχει και ο τελικός στόχος», γιατί εδώ δε μιλάμε για μια χειροπιαστή απόλαυση που αναγκαστικά εξαντλείται, αλλά για το ατέρμονο της προσπάθειας που θα φέρει υπαρξιακή πληρότητα.
Κι αυτή ακριβώς είναι η παγίδα που αποπροσανατολίζει τον άνθρωπο από τον τελικό του στόχο και τον κάνει να συγχέει την πρόσκαιρη χαρά της διασκέδασης με την ευδαιμονία. Γιατί και η διασκέδαση προσφέρει χαρές και μάλιστα χαρές που επίσης «δεν επιδιώκονται γι’ αυτά που θα γίνουν»: «Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να υποστηρίξει ότι αυτή είναι η αιτία για την οποία οι άνθρωποι επιζητούν να φτάσουν στην ευδαιμονία με τις ευχαριστήσεις αυτές» (εννοείται των διασκεδάσεων). (1339b 38 – 39).
Όμως, άλλη η χαρά του τελικού στόχου (ευδαιμονία) κι άλλη της διασκέδασης. Κι αυτός είναι ο λόγος που ο Αριστοτέλης χαρακτηρίζει την ευχαρίστηση από τον τελικό στόχο «όχι τυχαία». Γιατί οι χαρές των διασκεδάσεων είναι τυχαίες και παροδικές, ενώ η πάλη για την εκπλήρωση του τελικού στόχου οφείλει να είναι συνειδητή και αέναη.
Αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι πρέπει κανείς να υποτιμά ή (πολύ περισσότερο) να αποφεύγει τη χαλάρωση κάνοντας πράγματα που τον ευχαριστούν, ασχέτως αν δε συνάδουν με τον τελικό στόχο: «Πράγματι και η διασκέδαση γίνεται για χάρη της ανάπαυσης και αναγκαστικά η ανάπαυση είναι ευχάριστη (καθώς θεραπεύει τρόπον τινά τη λύπη από τους μόχθους)». (1339b 15 – 17).
Η διασκέδαση κρίνεται απολύτως απαραίτητη, ως ξεκούραση της ψυχής, ώστε να μπορεί να λειτουργήσει ακόμη αποδοτικότερα προς όφελος των δραστηριοτήτων που απαιτεί ο τελικός στόχος. Από αυτή την άποψη, η διασκέδαση υπηρετεί τον τελικό στόχο, αφού ωφελεί την ψυχή θεραπεύοντας την κόπωση. Αρκεί βέβαια να μην είναι επιζήμια: «Γιατί όσα ευχάριστα είναι αβλαβή, όχι μόνο συνάδουν με τον τελικό σκοπό, αλλά και με την ανάπαυση». (1339b 25 – 27).
Αναφερόμενος στη μουσική ο Αριστοτέλης ξεκινά από το ψυχαγωγικό της μέρος αναγνωρίζοντας την αναμφισβήτητη ευχαρίστηση που προσφέρει: «Η μουσική ως γνωστό είναι από τα πιο ευχάριστα πράγματα είτε εκτελείται με μουσικό όργανο είτε συνοδεύεται και από μελωδία για αυτό κι όταν βρίσκονται σε συντροφιές» (εννοείται οι άνθρωποι) «και θέλουν να περάσουν ευχάριστα το χρόνο τους, δικαιολογημένα τη χρησιμοποιούν, επειδή μπορεί να τους ευφραίνει». (1339b 20 – 21, 22 – 24).
Η μουσική, προσφέροντας ψυχική ευφορία, αποτελεί ιδανική εκτόνωση του μόχθου. Από αυτή την άποψη συμβάλλει θετικά και στον τελικό στόχο, αφού το διάλειμμα, ως αποφόρτιση της ψυχής, λειτουργεί ευεργετικά προς αυτή την κατεύθυνση: «Επειδή λίγες φορές οι άνθρωποι πετυχαίνουν να φτάσουν στον τελικό σκοπό, πολλές φορές όμως αναπαύονται και επιδίδονται σε διασκεδάσεις αποβλέποντας όχι τόσο στον απώτερο σκοπό αλλά στην ευχαρίστηση, μπορεί να είναι χρήσιμη η μουσική στο να τους ξεκουράζει με την ευχαρίστηση που προκαλεί». (1339b 27 – 31).
Όμως, το ζήτημα είναι πολύ πιο βαθύ, αφού ο Αριστοτέλης συσχετίζει τη μουσική με την ηθική διάπλαση του ανθρώπου. Η ευχαρίστηση που προσφέρει δεν είναι συμπτωματική, αλλά οφείλεται στην ίδια τη φύση της (δηλαδή τη βαθύτερη ουσία της) που καταφέρνει και διεισδύει στα εσώτερα της ανθρώπινης ψυχής διαμορφώνοντας συναισθήματα και προκαλώντας συμπεριφορές, που εκ πρώτης όψεως φαίνονται ανεξήγητα: «Οπωσδήποτε ωστόσο οφείλουμε να εξετάσουμε μήπως συμπτωματικά έχει συμβεί αυτό, η φύση της όμως είναι πολυτιμότερη από την αναφερόμενη χρησιμότητά της, και γι’ αυτό μήπως πρέπει όχι απλώς να μετέχουμε στην κοινή ευχαρίστηση που σκορπίζει στην αίσθηση όλων των ανθρώπων (γιατί η ευχαρίστηση που προσφέρει η μουσική είναι μέσα στη φύση της και γι’ αυτό είναι προσφιλές το άκουσμά της από όλες τις ηλικίες και όλους τους χαρακτήρες), αλλά να δούμε αν με κάποιον τρόπο μπορεί να συμβάλλει στη διάπλαση του ήθους και της ψυχής». (1339b 42 – 1340a 6).
Ο προβληματισμός είναι σαφής: «Αυτό θα γινόταν φανερό αν με την επίδρασή της διαμορφωνόταν τα ποιοτικά γνωρίσματα του ήθους μας». (1340a 7 – 8).
Με άλλα λόγια, η μουσική μπορεί να διαπλάσει την ποιότητα της ψυχής εθίζοντάς την προς την κατεύθυνση της αρετής; Το βέβαιο είναι ότι συνδέεται άμεσα με τα συναισθήματα: «Παράλληλα με τις αληθινές ψυχικές διαθέσεις στους ρυθμούς και στις μουσικές συνθέσεις υπάρχουν ανάλογες αποδόσεις οργής και ηρεμίας, ακόμη ανδρείας και σύνεσης και όλων των αντίθετών τους, όπως και των άλλων ηθικών καταστάσεων (η εμπειρία το δείχνει αυτό, γιατί τέτοια ακούσματα μεταβάλλουν ανάλογα την ψυχική μας διάθεση)». (1340a 18 – 23).
Η αναγωγή των συναισθημάτων σε «ηθικές καταστάσεις» είναι η αποδοχή ότι ο άνθρωπος πράττει σύμφωνα με τα συναισθήματά του. Ο ευέξαπτος, αφού νιώθει οργή δεν μπορεί παρά να τη διοχετεύσει. Τελικά, η διαμόρφωση της ηθικής αρετής δεν είναι τίποτε άλλο από τη διαμόρφωση των συναισθημάτων που την υπηρετούν. Κι αυτό είναι θέμα συνήθειας, δηλαδή εθισμού στο πώς θα συμπεριφέρεται κανείς στη μία ή την άλλη κατάσταση.
Τη θέση αυτή την έχει διατυπώσει ξεκάθαρα και στα Ηθικά Νικομάχεια λέγοντας ότι αυτός που μαθαίνει να δείχνει θάρρος στους κινδύνους γίνεται ανδρείος, ενώ αυτός που φοβάται δειλός, όπως και στις καθημερινές συναλλαγές αυτός που συνηθίζει να συμπεριφέρεται με εντιμότητα γίνεται δίκαιος, ενώ αυτός που συμπεριφέρεται ανέντιμα άδικος.
Εξάλλου, στα Ηθικά Νικομάχεια καθιστά σαφή τη σπουδαιότητα των συναισθημάτων, αφού αποτελούν την επισφράγιση του εθισμού. Με δυο λόγια δε φτάνει να κάνει κανείς το καλό, πρέπει να χαίρεται επειδή το κάνει. Μόνο όταν η πραγμάτωση της αρετής επιφέρει θετικά συναισθήματα μπορούμε να πούμε ότι ολοκληρώθηκε ο εθισμός. Γιατί το συναίσθημα είναι η δύναμη που κινεί την ανθρώπινη συμπεριφορά. Αφού όλοι θα κάνουν αυτό που τους ευχαριστεί, δε μένει τίποτε άλλο απ’ το να μάθουν να ευχαριστιούνται με τα σωστά πράγματα.
Η μουσική, όχι μόνο προκαλεί συναισθήματα, αλλά, για τον Αριστοτέλη, είναι καθαυτό συναισθηματική απόχρωση από τη φύση της: «οι μελωδίες είναι καθαρές απομιμήσεις ψυχικών διαθέσεων (αυτό αποδεικνύεται άμεσα, γιατί οι αρμονίες από τη φύση τους διαφέρουν μεταξύ τους, με αποτέλεσμα διαφορετικά συναισθήματα να βιώνουν οι ακροατές τους και να μην αντιδρούν με τον ίδιο τρόπο σε καθεμιά από αυτές, αλλά σε μερικές με μεγαλύτερη λύπη και μελαγχολία σε άλλες με μια πνευματική χαλάρωση και σε άλλες να αντιδρούν με ισορροπημένη ψυχική διάθεση, πράγμα που φαίνεται ότι κατορθώνει μόνο η δωριστί αρμονία, σε αντίθεση με τη φρυγιστί που προκαλεί ενθουσιασμό και έκσταση». (1340a 38 – 1340b 1, 1340b 2 – 5).
Με δεδομένη πλέον τη δυνατότητα της μουσικής στη διαμόρφωση των συναισθημάτων δε μένει παρά να καταδειχθεί ο παιδαγωγικός της χαρακτήρας, ο τρόπος δηλαδή που μπορεί να δράσει στη διαδικασία του εθισμού κατευθύνοντας τα συναισθήματα προς το σωστό δρόμο: «Ο εθισμός μας να λυπούμαστε και να χαιρόμαστε με τις αντίστοιχες μουσικές αποδόσεις της λύπης και της χαράς, προσεγγίζει την πρόκληση αυτών των συναισθημάτων όπως γίνεται στην πραγματικότητα (για παράδειγμα, αν κάποιος άνθρωπος βλέποντας την προσωπογραφία κάποιου χαίρεται όχι για άλλη αιτία αλλά για την ίδια τη μορφή, αναγκαστικά χαίρεται, και όταν βλέπει αυτό το ίδιο πρόσωπο του οποίου την προσωπογραφία βλέπει)». (1340a 23 – 28).
Η φράση «ο εθισμός μας να λυπούμαστε και να χαιρόμαστε με τις αντίστοιχες μουσικές αποδόσεις» είναι το τελικό συμπέρασμα, που επισφραγίζει τη σύνδεση της μουσικής με την ανθρώπινη συμπεριφορά. Είναι προφανές ότι για τον Αριστοτέλη η αίσθηση της ακοής έχει το ιδιαίτερο χάρισμα να διεισδύει ευθέως στα κατάβαθα της ψυχής: «Συμβαίνει τα υπόλοιπα από τα αντικείμενα των αισθήσεων, όπως παραδείγματος χάρη τα δεδομένα της αφής και της γεύσης, να μη διαθέτουν κανένα ομοίωμα των ψυχικών διαθέσεων που προκαλούν, με εξαίρεση τα βρισκόμενα σε ακινησία αντικείμενα της όρασης». (1340a 28 – 30).
Η όραση, που παραπέμπει στη ζωγραφική, δεν ασκεί την ίδια επιρροή στον ανθρώπινο ψυχισμό. Η στατικότητα της αναπαράστασης, όσο τέλεια κι αν αποδίδεται ένας χαρακτήρας, δεν μπορεί να συγκριθεί με την κινητικότητα, τη διάρκεια και κατ’ επέκταση τις εναλλαγές, που μπορεί να προσφέρει μια μουσική παράσταση: «αυτά είναι σχέδια που παριστούν χαρακτήρες, αλλά σε στιγμιαία εκδήλωσή τους και μάλιστα χωρίς να έχουν όλοι την ίδια αίσθηση γι’ αυτά. Επιπλέον τα οπτικά δεδομένα δεν είναι ομοιώματα των χαρακτήρων, αλλά μάλλον τα σχέδια και τα χρώματα είναι σύμβολα των χαρακτήρων και μάλιστα αυτά αποδίδουν εκδηλώσεις συναισθηματικών διαθέσεων». (1340a 31 – 35).
Κι αυτός είναι ο λόγος που υπερέχει η μουσική. Γιατί η μουσική είναι απομίμηση συναισθήματος από τη φύση της, ενώ η ζωγραφική είναι προσπάθεια απόδοσης συναισθήματος. Κι όταν γίνεται λόγος για απομίμηση συναισθήματος δεν μπορεί παρά να εννοείται η βαθύτερη σχέση της ψυχής με τις μουσικές αρμονίες: «Μπορούμε μάλιστα να υποθέσουμε ότι υπάρχει κάποια συγγένεια ανάμεσα σε μας και στις αρμονίες και στους ρυθμούς και γι’ αυτό πολλοί σοφοί ισχυρίζονται ότι η ψυχή κατ’ άλλους είναι αρμονία και κατ’ άλλους έχει αρμονία». (1340b 17 – 19).
Τελικά, η μουσική αποτελεί την πιο ευγενή ενασχόληση γιατί εκπληρώνει όλες τις προϋποθέσεις. Προσφέρει ευχαρίστηση, από την άποψη της διασκέδασης – χαλάρωσης της ψυχής, και ταυτόχρονα έχει τη δύναμη να διαμορφώσει τους ανθρώπους: «Αλλά πράγματι αποδεικνύεται ότι τα ποιοτικά γνωρίσματα του ήθους μας διαμορφώνονται με την επίδραση πολλών και διαφορετικών ειδών μελωδίας. Γιατί αυτές ομολογουμένως ενθουσιάζουν τις ψυχές και ο ενθουσιασμός είναι μια επίδραση στον ψυχικό χαρακτήρα». (1340a 5 – 6, 10 – 12).
Όμως, τα «ποιοτικά γνωρίσματα του ήθους» σηματοδοτούν την αρετή, δηλαδή την ύψιστη προϋπόθεση της ευδαιμονίας, αφού μόνο ο ενάρετος άνθρωπος μπορεί να είναι ευδαίμων. Η σύνδεση της μουσικής με την ευδαιμονία είναι η αναγνώριση ότι, εν τέλει, εξυπηρετεί και τον τελικό στόχο.
Βρισκόμαστε μπροστά στο ύψιστο παιδαγωγικό εργαλείο που καταφέρνει και συνδυάζει και το επιθυμητό της ξεκούραστης ευχαρίστησης και την ευθέως εξυπηρέτηση του τελικού σκοπού της ευδαιμονίας με τη διαμόρφωση του ηθικού χαρακτήρα: «Από αυτά συνάγεται καθαρά ότι η μουσική είναι σε θέση να προσδίδει ποιοτικά γνωρίσματα στον ψυχικό χαρακτήρα, και, εφόσον μπορεί να το κάνει αυτό, γίνεται σαφές ότι ενδείκνυται να παρέχεται ως εκπαιδευτικό αγαθό και να εκπαιδεύονται σε αυτή οι νέοι. Επιπλέον αρμόζει να παρέχεται μουσική αγωγή σε αυτή την ηλικία, γιατί οι νέοι λόγω της ηλικίας τους δεν υπομένουν με τη θέλησή τους τίποτε που στερείται ευχαρίστησης, η μουσική όμως από τη φύση της ενέχει ευχαρίστηση». (1340b 10 – 17).
Η αναγνώριση ότι η νέοι είναι δύσκολο να υπομείνουν οτιδήποτε στερείται ευχαρίστησης, είναι η αποδοχή ότι η εκπαιδευτική διαδικασία πρέπει να είναι συνυφασμένη με τη χαρά. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι πρέπει να αποσκοπεί στη χαρά, ότι πρέπει δηλαδή να εκληφθεί ως διασκέδαση: «Βέβαια ότι δεν είναι σωστό η εκπαίδευση των παιδιών να γίνεται με σκοπό τη διασκέδαση, είναι αναμφισβήτητο (γιατί δεν παίζουν οι μαθητές όσο κάνουν μάθημα, καθώς η μάθηση είναι μια κοπιαστική διαδικασία)». (1339a 26 – 29).
Η εκπαίδευση πρέπει να αξιοποιεί τη χαρά προκειμένου να επιτύχει το σκοπό της. Κι αυτές είναι οι λεπτές παιδαγωγικές ισορροπίες που υποδεικνύει ο Αριστοτέλης.
Αριστοτέλης, Πολιτικά
Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας
ΞΕΝΟΦΩΝ, ΚΥΡΟΥ ΑΝΑΒΑΣΙΣ
ΞΕΝ ΚΑναβ 7.3.1–7.3.6
Ενώ το στράτευμα των Μυρίων βρισκόταν στην περιοχή του αρχαίου Βυζαντίου, το εγκατέλειψαν πολλοί από τους αξιωματικούς και στρατιώτες του. Στο μεταξύ Σπαρτιάτης αρμοστής του Βυζαντίου τοποθετήθηκε ο Αρίσταρχος. Ο Ξενοφώντας και οι Μύριοι δέχτηκαν δελεαστικές προτάσεις από τον Σεύθη, που ήταν γιος του έκπτωτου βασιλιά των Μελανδιτών, Θυνών και Τρανιψών Θρακών. Ο Σεύθης, που είχε ήδη καταλάβει κάποιες περιοχές της Προποντίδας, θέλησε να ανακτήσει και τον θρόνο του πατέρα του και έκανε δελεαστικές προτάσεις στους Έλληνες μισθοφόρους, για να του προσφέρουν τις υπηρεσίες τους.
[7.3.1] Ἀκούσαντες ταῦτα καὶ δεξιὰς δόντες καὶ λαβόντες ἀπή-
λαυνον· καὶ πρὸ ἡμέρας ἐγένοντο ἐπὶ στρατοπέδῳ καὶ
ἀπήγγειλαν ἕκαστοι τοῖς πέμψασιν. [7.3.2] ἐπεὶ δὲ ἡμέρα ἐγένετο,
ὁ μὲν Ἀρίσταρχος πάλιν ἐκάλει τοὺς στρατηγούς· τοῖς δ’
ἔδοξε τὴν μὲν πρὸς Ἀρίσταρχον ὁδὸν ἐᾶσαι, τὸ δὲ στρά-
τευμα συγκαλέσαι. καὶ συνῆλθον πάντες πλὴν οἱ Νέωνος·
οὗτοι δὲ ἀπεῖχον ὡς δέκα στάδια. [7.3.3] ἐπεὶ δὲ συνῆλθον, ἀναστὰς
Ξενοφῶν εἶπε τάδε. Ἄνδρες, διαπλεῖν μὲν ἔνθα βουλόμεθα
Ἀρίσταρχος τριήρεις ἔχων κωλύει· ὥστε εἰς πλοῖα οὐκ
ἀσφαλὲς ἐμβαίνειν· οὗτος δὲ αὑτὸς κελεύει εἰς Χερρόνησον
βίᾳ διὰ τοῦ ἱεροῦ ὄρους πορεύεσθαι· ἢν δὲ κρατήσαντες
τούτου ἐκεῖσε ἔλθωμεν, οὔτε πωλήσειν ἔτι ὑμᾶς φησιν
ὥσπερ ἐν Βυζαντίῳ, οὔτε ἐξαπατήσεσθαι ἔτι ὑμᾶς, ἀλλὰ
λήψεσθαι μισθόν, οὔτε περιόψεσθαι ἔτι ὥσπερ νυνὶ δεο-
μένους τῶν ἐπιτηδείων. [7.3.4] οὗτος μὲν ταῦτα λέγει· Σεύθης
δέ φησιν, ἂν πρὸς ἐκεῖνον ἴητε, εὖ ποιήσειν ὑμᾶς. νῦν οὖν
σκέψασθε πότερον ἐνθάδε μένοντες τοῦτο βουλεύσεσθε ἢ
εἰς τὰ ἐπιτήδεια ἐπανελθόντες. [7.3.5] ἐμοὶ μὲν οὖν δοκεῖ, ἐπεὶ
ἐνθάδε οὔτε ἀργύριον ἔχομεν ὥστε ἀγοράζειν οὔτε ἄνευ
ἀργυρίου ἐῶσι λαμβάνειν, ἐπανελθόντας εἰς τὰς κώμας ὅθεν
οἱ ἥττους ἐῶσι λαμβάνειν, ἐκεῖ ἔχοντας τὰ ἐπιτήδεια ἀκού-
οντας ὅ τι τις ἡμῶν δεῖται, αἱρεῖσθαι ὅ τι ἂν ἡμῖν δοκῇ κρά-
τιστον εἶναι. [7.3.6] καὶ ὅτῳ γε, ἔφη, ταῦτα δοκεῖ, ἀράτω τὴν χεῖρα.
ἀνέτειναν ἅπαντες. Ἀπιόντες τοίνυν, ἔφη, συσκευάζεσθε,
καὶ ἐπειδὰν παραγγέλλῃ τις, ἕπεσθε τῷ ἡγουμένῳ.
ΞΕΝ ΚΑναβ 7.3.1–7.3.6
Πρόταση του Ξενοφώντα για τις επόμενες ενέργειες του στρατεύματος
Ενώ το στράτευμα των Μυρίων βρισκόταν στην περιοχή του αρχαίου Βυζαντίου, το εγκατέλειψαν πολλοί από τους αξιωματικούς και στρατιώτες του. Στο μεταξύ Σπαρτιάτης αρμοστής του Βυζαντίου τοποθετήθηκε ο Αρίσταρχος. Ο Ξενοφώντας και οι Μύριοι δέχτηκαν δελεαστικές προτάσεις από τον Σεύθη, που ήταν γιος του έκπτωτου βασιλιά των Μελανδιτών, Θυνών και Τρανιψών Θρακών. Ο Σεύθης, που είχε ήδη καταλάβει κάποιες περιοχές της Προποντίδας, θέλησε να ανακτήσει και τον θρόνο του πατέρα του και έκανε δελεαστικές προτάσεις στους Έλληνες μισθοφόρους, για να του προσφέρουν τις υπηρεσίες τους.
[7.3.1] Ἀκούσαντες ταῦτα καὶ δεξιὰς δόντες καὶ λαβόντες ἀπή-
λαυνον· καὶ πρὸ ἡμέρας ἐγένοντο ἐπὶ στρατοπέδῳ καὶ
ἀπήγγειλαν ἕκαστοι τοῖς πέμψασιν. [7.3.2] ἐπεὶ δὲ ἡμέρα ἐγένετο,
ὁ μὲν Ἀρίσταρχος πάλιν ἐκάλει τοὺς στρατηγούς· τοῖς δ’
ἔδοξε τὴν μὲν πρὸς Ἀρίσταρχον ὁδὸν ἐᾶσαι, τὸ δὲ στρά-
τευμα συγκαλέσαι. καὶ συνῆλθον πάντες πλὴν οἱ Νέωνος·
οὗτοι δὲ ἀπεῖχον ὡς δέκα στάδια. [7.3.3] ἐπεὶ δὲ συνῆλθον, ἀναστὰς
Ξενοφῶν εἶπε τάδε. Ἄνδρες, διαπλεῖν μὲν ἔνθα βουλόμεθα
Ἀρίσταρχος τριήρεις ἔχων κωλύει· ὥστε εἰς πλοῖα οὐκ
ἀσφαλὲς ἐμβαίνειν· οὗτος δὲ αὑτὸς κελεύει εἰς Χερρόνησον
βίᾳ διὰ τοῦ ἱεροῦ ὄρους πορεύεσθαι· ἢν δὲ κρατήσαντες
τούτου ἐκεῖσε ἔλθωμεν, οὔτε πωλήσειν ἔτι ὑμᾶς φησιν
ὥσπερ ἐν Βυζαντίῳ, οὔτε ἐξαπατήσεσθαι ἔτι ὑμᾶς, ἀλλὰ
λήψεσθαι μισθόν, οὔτε περιόψεσθαι ἔτι ὥσπερ νυνὶ δεο-
μένους τῶν ἐπιτηδείων. [7.3.4] οὗτος μὲν ταῦτα λέγει· Σεύθης
δέ φησιν, ἂν πρὸς ἐκεῖνον ἴητε, εὖ ποιήσειν ὑμᾶς. νῦν οὖν
σκέψασθε πότερον ἐνθάδε μένοντες τοῦτο βουλεύσεσθε ἢ
εἰς τὰ ἐπιτήδεια ἐπανελθόντες. [7.3.5] ἐμοὶ μὲν οὖν δοκεῖ, ἐπεὶ
ἐνθάδε οὔτε ἀργύριον ἔχομεν ὥστε ἀγοράζειν οὔτε ἄνευ
ἀργυρίου ἐῶσι λαμβάνειν, ἐπανελθόντας εἰς τὰς κώμας ὅθεν
οἱ ἥττους ἐῶσι λαμβάνειν, ἐκεῖ ἔχοντας τὰ ἐπιτήδεια ἀκού-
οντας ὅ τι τις ἡμῶν δεῖται, αἱρεῖσθαι ὅ τι ἂν ἡμῖν δοκῇ κρά-
τιστον εἶναι. [7.3.6] καὶ ὅτῳ γε, ἔφη, ταῦτα δοκεῖ, ἀράτω τὴν χεῖρα.
ἀνέτειναν ἅπαντες. Ἀπιόντες τοίνυν, ἔφη, συσκευάζεσθε,
καὶ ἐπειδὰν παραγγέλλῃ τις, ἕπεσθε τῷ ἡγουμένῳ.
***
Αφού ήκουσαν ταύτα ο Ξενοφών, οι στρατηγοί και οι λοχαγοί και αφού ούτω έκλεισαν αναμεταξύ των συμφωνίας, ανεχώρησαν. Και, πριν ακόμη ξημερώση, ήλθαν εις το (παρά την Πέρινθον) στρατόπεδον και ανήγγειλεν ο καθένας εις τους αποστείλαντες αυτούς τα συναμολογηθέντα.
Αφού δ' εξημέρωσεν, ο μεν Αρίσταρχος προσεκάλει και πάλιν τους στρατηγούς και λοχαγούς. Ούτοι όμως απεφάσισαν την μεν προς τον Αρίσταρχον οδόν ν' αφήσουν, να συγκαλέσουν δε το στράτευμα. Και συνήλθαν όλοι, εκτός των περί τον Νέωνα, οίτινες ήσαν μακράν των δέκα περίπου στάδια.
Αφού δε συνηθροίσθησαν, εγερθείς ο Ξενοφών είπε τα εξής: «Ω άνδρες, να διαβιβασθώμεν μεν όπου θέλομεν, μας εμποδίζει με τας τριήρεις του ο Αρίσταρχος. Ώστε δεν είναι ακίνδυνον να εισέλθωμεν εις πλοία. Αυτός δε ο ίδιος (Αρίσταρχος) μας διατάσσει να υπάγωμεν εις την Χερρόνησον διά του Ιερού όρους, χωρίς να θέλωμεν. Εάν δε, κατισχύοντες των εκ του όρους τούτου κινδύνων και δυσχερειών, έλθωμεν εις την Χερρόνησον, σας υπόσχεται ότι ούτε θα σας πωλήση πλέον (ως δούλους), όπως έπραξεν εις το Βυζάντιον, ούτε θα σας εξαπατήση, αλλ' έκαστος θα λάβη τον μισθόν του, ούτε θ' αμελήση πλέον περί της διατροφής σας καθώς τώρα, ότε τόσην έχετε ανάγκην των προς συντήρησίν σας αναγκαίων.
»Και ούτος μεν τοιαύτα λέγει. Ο δε Σεύθης (εξάλλου), υπόσχεται ότι, αν υπάγετε εις αυτόν, θα σας ευεργετήση. Σκεφθήτε, λοιπόν, τώρα αν θ' αποφασίσετε περί του ζητήματος αυτού μένοντες εδώ ή επιστρέφοντες εκεί όπου έχετε τα προς συντήρησίν σας.
»Εγώ μεν, λοιπόν, φρονώ ότι, επειδή ούτε χρήματα έχομεν, διά ν' αγοράσωμεν τροφάς, ούτε χωρίς χρήματα μας επιτρέπουν να λάβωμεν, ότι πρέπει να επανέλθωμεν εις τας (περί το Βυζάντιον) κώμας, όπου δεν θα μας εμποδίσουν οι κάτοικοι, ως ασθενέστεροι ημών, να προμηθευθώμεν τοιαύτας, και όπου, έχοντες πλέον τα προς συντήρησίν μας, ενήμεροι δε όντες των αναγκών εκάστου, δυνάμεθα να εκλέξωμεν ό,τι (εκ των δύο) ηθέλαμεν κρίνη ως καλλίτερον.
»Και όστις εξ υμών ―προσέθηκεν― εγκρίνει ό,τι προτείνω, ας υψώση την χείρα». Πάντες δε την ύψωσαν. «Απέλθετε, λοιπόν ―είπε― και συλλέξατε τας αποσκευάς σας, και, όταν σας ειδοποιήσουν, ακολουθείτε εκείνον που θα γείνη οδηγός σας» («τον ηγούμενον»).
Αφού ήκουσαν ταύτα ο Ξενοφών, οι στρατηγοί και οι λοχαγοί και αφού ούτω έκλεισαν αναμεταξύ των συμφωνίας, ανεχώρησαν. Και, πριν ακόμη ξημερώση, ήλθαν εις το (παρά την Πέρινθον) στρατόπεδον και ανήγγειλεν ο καθένας εις τους αποστείλαντες αυτούς τα συναμολογηθέντα.
Αφού δ' εξημέρωσεν, ο μεν Αρίσταρχος προσεκάλει και πάλιν τους στρατηγούς και λοχαγούς. Ούτοι όμως απεφάσισαν την μεν προς τον Αρίσταρχον οδόν ν' αφήσουν, να συγκαλέσουν δε το στράτευμα. Και συνήλθαν όλοι, εκτός των περί τον Νέωνα, οίτινες ήσαν μακράν των δέκα περίπου στάδια.
Αφού δε συνηθροίσθησαν, εγερθείς ο Ξενοφών είπε τα εξής: «Ω άνδρες, να διαβιβασθώμεν μεν όπου θέλομεν, μας εμποδίζει με τας τριήρεις του ο Αρίσταρχος. Ώστε δεν είναι ακίνδυνον να εισέλθωμεν εις πλοία. Αυτός δε ο ίδιος (Αρίσταρχος) μας διατάσσει να υπάγωμεν εις την Χερρόνησον διά του Ιερού όρους, χωρίς να θέλωμεν. Εάν δε, κατισχύοντες των εκ του όρους τούτου κινδύνων και δυσχερειών, έλθωμεν εις την Χερρόνησον, σας υπόσχεται ότι ούτε θα σας πωλήση πλέον (ως δούλους), όπως έπραξεν εις το Βυζάντιον, ούτε θα σας εξαπατήση, αλλ' έκαστος θα λάβη τον μισθόν του, ούτε θ' αμελήση πλέον περί της διατροφής σας καθώς τώρα, ότε τόσην έχετε ανάγκην των προς συντήρησίν σας αναγκαίων.
»Και ούτος μεν τοιαύτα λέγει. Ο δε Σεύθης (εξάλλου), υπόσχεται ότι, αν υπάγετε εις αυτόν, θα σας ευεργετήση. Σκεφθήτε, λοιπόν, τώρα αν θ' αποφασίσετε περί του ζητήματος αυτού μένοντες εδώ ή επιστρέφοντες εκεί όπου έχετε τα προς συντήρησίν σας.
»Εγώ μεν, λοιπόν, φρονώ ότι, επειδή ούτε χρήματα έχομεν, διά ν' αγοράσωμεν τροφάς, ούτε χωρίς χρήματα μας επιτρέπουν να λάβωμεν, ότι πρέπει να επανέλθωμεν εις τας (περί το Βυζάντιον) κώμας, όπου δεν θα μας εμποδίσουν οι κάτοικοι, ως ασθενέστεροι ημών, να προμηθευθώμεν τοιαύτας, και όπου, έχοντες πλέον τα προς συντήρησίν μας, ενήμεροι δε όντες των αναγκών εκάστου, δυνάμεθα να εκλέξωμεν ό,τι (εκ των δύο) ηθέλαμεν κρίνη ως καλλίτερον.
»Και όστις εξ υμών ―προσέθηκεν― εγκρίνει ό,τι προτείνω, ας υψώση την χείρα». Πάντες δε την ύψωσαν. «Απέλθετε, λοιπόν ―είπε― και συλλέξατε τας αποσκευάς σας, και, όταν σας ειδοποιήσουν, ακολουθείτε εκείνον που θα γείνη οδηγός σας» («τον ηγούμενον»).
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις
(
Atom
)