ἀργαλέον δέ με ταῦτα θεὸν ὣς πάντ᾽ ἀγορεῦσαι·
πάντῃ γὰρ περὶ τεῖχος ὀρώρει θεσπιδαὲς πῦρ
λάϊνον· Ἀργεῖοι δὲ καὶ ἀχνύμενοί περ ἀνάγκῃ
νηῶν ἠμύνοντο· θεοὶ δ᾽ ἀκαχήατο θυμὸν
180 πάντες, ὅσοι Δαναοῖσι μάχης ἐπιτάρροθοι ἦσαν.
σὺν δ᾽ ἔβαλον Λαπίθαι πόλεμον καὶ δηϊοτῆτα.
Ἔνθ᾽ αὖ Πειριθόου υἱός, κρατερὸς Πολυποίτης,
δουρὶ βάλεν Δάμασον κυνέης διὰ χαλκοπαρῄου·
οὐδ᾽ ἄρα χαλκείη κόρυς ἔσχεθεν, ἀλλὰ διαπρὸ
185 αἰχμὴ χαλκείη ῥῆξ᾽ ὀστέον, ἐγκέφαλος δὲ
ἔνδον ἅπας πεπάλακτο· δάμασσε δέ μιν μεμαῶτα·
αὐτὰρ ἔπειτα Πύλωνα καὶ Ὄρμενον ἐξενάριξεν.
υἱὸν δ᾽ Ἀντιμάχοιο Λεοντεύς, ὄζος Ἄρηος,
Ἱππόμαχον βάλε δουρὶ κατὰ ζωστῆρα τυχήσας.
190 αὖτις δ᾽ ἐκ κολεοῖο ἐρυσσάμενος ξίφος ὀξὺ
Ἀντιφάτην μὲν πρῶτον, ἐπαΐξας δι᾽ ὁμίλου,
πλῆξ᾽ αὐτοσχεδίην· ὁ δ᾽ ἄρ᾽ ὕπτιος οὔδει ἐρείσθη·
αὐτὰρ ἔπειτα Μένωνα καὶ Ἰαμενὸν καὶ Ὀρέστην
πάντας ἐπασσυτέρους πέλασε χθονὶ πουλυβοτείρῃ.
195 Ὄφρ᾽ οἱ τοὺς ἐνάριζον ἀπ᾽ ἔντεα μαρμαίροντα,
τόφρ᾽ οἳ Πουλυδάμαντι καὶ Ἕκτορι κοῦροι ἕποντο,
οἳ πλεῖστοι καὶ ἄριστοι ἔσαν, μέμασαν δὲ μάλιστα
τεῖχός τε ῥήξειν καὶ ἐνιπρήσειν πυρὶ νῆας,
οἵ ῥ᾽ ἔτι μερμήριζον ἐφεσταότες παρὰ τάφρῳ.
200 ὄρνις γάρ σφιν ἐπῆλθε περησέμεναι μεμαῶσιν,
αἰετὸς ὑψιπέτης ἐπ᾽ ἀριστερὰ λαὸν ἐέργων,
φοινήεντα δράκοντα φέρων ὀνύχεσσι πέλωρον
ζωὸν ἔτ᾽ ἀσπαίροντα· καὶ οὔ πω λήθετο χάρμης·
κόψε γὰρ αὐτὸν ἔχοντα κατὰ στῆθος παρὰ δειρὴν
205 ἰδνωθεὶς ὀπίσω· ὁ δ᾽ ἀπὸ ἕθεν ἧκε χαμᾶζε
ἀλγήσας ὀδύνῃσι, μέσῳ δ᾽ ἐνὶ κάββαλ᾽ ὁμίλῳ,
αὐτὸς δὲ κλάγξας πέτετο πνοιῇς ἀνέμοιο.
Τρῶες δ᾽ ἐρρίγησαν ὅπως ἴδον αἰόλον ὄφιν
κείμενον ἐν μέσσοισι, Διὸς τέρας αἰγιόχοιο.
210 δὴ τότε Πουλυδάμας θρασὺν Ἕκτορα εἶπε παραστάς·
«Ἕκτορ, ἀεὶ μέν πώς μοι ἐπιπλήσσεις ἀγορῇσιν
ἐσθλὰ φραζομένῳ, ἐπεὶ οὐδὲ μὲν οὐδὲ ἔοικε
δῆμον ἐόντα παρὲξ ἀγορευέμεν, οὔτ᾽ ἐνὶ βουλῇ
οὔτε ποτ᾽ ἐν πολέμῳ, σὸν δὲ κράτος αἰὲν ἀέξειν·
215 νῦν αὖτ᾽ ἐξερέω ὥς μοι δοκεῖ εἶναι ἄριστα.
μὴ ἴομεν Δαναοῖσι μαχησόμενοι περὶ νηῶν.
ὧδε γὰρ ἐκτελέεσθαι ὀΐομαι, εἰ ἐτεόν γε
Τρωσὶν ὅδ᾽ ὄρνις ἦλθε περησέμεναι μεμαῶσιν,
αἰετὸς ὑψιπέτης ἐπ᾽ ἀριστερὰ λαὸν ἐέργων,
220 φοινήεντα δράκοντα φέρων ὀνύχεσσι πέλωρον
ζωόν· ἄφαρ δ᾽ ἀφέηκε πάρος φίλα οἰκί᾽ ἱκέσθαι,
οὐδὲ τέλεσσε φέρων δόμεναι τεκέεσσιν ἑοῖσιν.
ὣς ἡμεῖς, εἴ πέρ τε πύλας καὶ τεῖχος Ἀχαιῶν
ῥηξόμεθα σθένεϊ μεγάλῳ, εἴξωσι δ᾽ Ἀχαιοί,
225 οὐ κόσμῳ παρὰ ναῦφιν ἐλευσόμεθ᾽ αὐτὰ κέλευθα·
πολλοὺς γὰρ Τρώων καταλείψομεν, οὕς κεν Ἀχαιοὶ
χαλκῷ δῃώσωσιν ἀμυνόμενοι περὶ νηῶν.
ὧδέ χ᾽ ὑποκρίναιτο θεοπρόπος, ὃς σάφα θυμῷ
εἰδείη τεράων καί οἱ πειθοίατο λαοί.»
230 Τὸν δ᾽ ἄρ᾽ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη κορυθαίολος Ἕκτωρ·
«Πουλυδάμα, σὺ μὲν οὐκέτ᾽ ἐμοὶ φίλα ταῦτ᾽ ἀγορεύεις·
οἶσθα καὶ ἄλλον μῦθον ἀμείνονα τοῦδε νοῆσαι.
εἰ δ᾽ ἐτεὸν δὴ τοῦτον ἀπὸ σπουδῆς ἀγορεύεις,
ἐξ ἄρα δή τοι ἔπειτα θεοὶ φρένας ὤλεσαν αὐτοί,
235 ὃς κέλεαι Ζηνὸς μὲν ἐριγδούποιο λαθέσθαι
βουλέων, ἅς τέ μοι αὐτὸς ὑπέσχετο καὶ κατένευσε·
τύνη δ᾽ οἰωνοῖσι τανυπτερύγεσσι κελεύεις
πείθεσθαι, τῶν οὔ τι μετατρέπομ᾽ οὐδ᾽ ἀλεγίζω,
εἴτ᾽ ἐπὶ δεξί᾽ ἴωσι πρὸς ἠῶ τ᾽ ἠέλιόν τε,
240 εἴτ᾽ ἐπ᾽ ἀριστερὰ τοί γε ποτὶ ζόφον ἠερόεντα.
ἡμεῖς δὲ μεγάλοιο Διὸς πειθώμεθα βουλῇ,
ὃς πᾶσι θνητοῖσι καὶ ἀθανάτοισιν ἀνάσσει.
εἷς οἰωνὸς ἄριστος ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης.
τίπτε σὺ δείδοικας πόλεμον καὶ δηϊοτῆτα;
245 εἴ περ γάρ τ᾽ ἄλλοι γε περὶ κτεινώμεθα πάντες
νηυσὶν ἐπ᾽ Ἀργείων, σοὶ δ᾽ οὐ δέος ἔστ᾽ ἀπολέσθαι·
οὐ γάρ τοι κραδίη μενεδήϊος οὐδὲ μαχήμων.
εἰ δὲ σὺ δηϊοτῆτος ἀφέξεαι, ἠέ τιν᾽ ἄλλον
παρφάμενος ἐπέεσσιν ἀποτρέψεις πολέμοιο,
250 αὐτίκ᾽ ἐμῷ ὑπὸ δουρὶ τυπεὶς ἀπὸ θυμὸν ὀλέσσεις.»
***
175 Και ομοίως τότ᾽ εμάχονταν εις άλλες πύλες άλλοι
αλλ᾽ όλα τούτα ωσάν θεός να ειπώ φωνήν δεν έχω·
ότι παντού πολέμου πυρ εμάνιζε στο τείχος
κι οι Αργείοι δια τα πλοία τους βιασμένοι επολεμούσαν,
αν και θλιμμένοι· και οι θεοί που βοηθοί τους ήσαν
180 κατάκαρδα τους Δαναούς εσυμπονούσαν όλοι.
Και οι δυο Λαπίθες κίνησαν να συγκροτήσουν μάχην.
Και ο Πολυποίτης κραταιός υιός του Πειριθόου
τον Δάμασον εκτύπησε στο χάλκινό του κράνος·
το κράνος δεν εκράτησε το χαλκοφόρο ακόντι
185 που εσύντριψε το κόκαλο κι εγέμισ᾽ όλος αίμα
ο εγκέφαλος· και ως νέκρωσεν εκείνου την ανδρείαν
έπεσαν απ᾽ την λόγχην του ο Όρμενος και ο Πύλων
και ακόντισεν ο Λεοντεύς, καλός βλαστός του Άρη,
στην ζώνην τον Ιππόμαχον του Αντιμάχου γόνον.
190 Και από την θήκην έσυρε το κοφτερόν του ξίφος,
στο πλήθος όρμησε και αυτού τον Αντιφάτην πρώτον
κτύπησε και τον έστρωσε τ᾽ ανάσκελα στο χώμα.
Κατόπιν Μένων, Ιαμενός και Ορέστης εστρωθήκαν
απ᾽ το κοντάρι του όλοι ομού· κι ενώ τους εγυμνώναν
195 απ᾽ τα λαμπρά τους άρματα, τ᾽ αγόρια τ᾽ ανδρειωμένα
ο Πολυδάμας ο λαμπρός και ο Έκτωρ οδηγούσαν,
σώμα εκλεκτό πυκνότατο, που εδίψαε να σπάσει
το τείχος και των Αχαιών να κάψει τα καράβια.
Κι εμπρός στον χάντακα έστεκαν και ακόμη εμεριμνούσαν,
200 ότι ενώ ήσαν πρόθυμοι τον λάκκον να περάσουν,
υψηλοπέτης αετός εφάνη δεξιά τους,
και ζωντανός στα νύχια του και κοκκινοβαμμένος
μέγας σπαρνούσε δράκοντας και πολεμούσε ακόμη·
όσο που οπίσω γέρνοντας τον αετόν στο στήθος
205 έκοψε κάτω απ᾽ τον λαιμόν· κι εκείνος απ᾽ τον πόνον
απόλυσε τον δράκοντα να πέσει μες στο πλήθος
και κρώζοντας επέταξε με τες πνοές του ανέμου·
και άμα τον στικτόν δράκοντα, σημείον του Κρονίδη,
νεκρόν είδαν στο μέσον τους, επάγωσαν οι Τρώες.
210 Εις τον τολμηρόν Έκτορα τότ᾽ είπε ο Πολυδάμας:
«Έκτωρ, μ᾽ ελέγχεις πάντοτε στην σύνοδον, αν λέγω
το αγαθόν, και του λαού τωόντι δεν αρμόζει
στον πόλεμον ή στην βουλήν παράκαιρα να λέγει,
αλλά να υψώνει πάντοτε χρεωστεί την δύναμίν σου·
215 και τώρα πάλιν ό,τι ορθόν νομίζω θα ομιλήσω.
Με τ᾽ άρματ᾽ ας μη πέσομε στων Δαναών τα πλοία,
διότ᾽ ιδού τι προνοώ· το πουλί τούτο αν ήλθε,
ο υψηλοπέτης αετός, στα δεξιά των Τρώων,
εις την στιγμήν που πρόθυμα τον λάκκον θα περνούσαν,
220 και δράκοντ᾽ είχε ζωντανόν στα νύχια του μεγάλον,
και τον απόλυσεν ευθύς, ώστε στα γονικά του
δεν έφθασε, στα τέκνα του τροφήν να τον προσφέρει·
όμοια κι εμείς, αν σπάσομε τες πύλες και το τείχος
των Αχαιών ορμητικώς, και αυτοί τα οπίσω κάμουν,
225 στον ίδιον δρόμον άσχημα θα γύρομε απ᾽ τα πλοία,
ότι θ᾽ αφήσομεν αυτού πολλούς απ᾽ τους δικούς μας
οπού θα σφάξουν οι Αχαιοί τα πλοία τους να σώσουν.
Ιδού πώς μάντης ικανός και γνώστης των σημείων
οπού τον σέβονται οι λαοί, το πράγμα θα εξηγούσε».
230 Μ᾽ άγριον βλέμμ᾽ απάντησεν ο λοφοσείστης Έκτωρ:
«Δεν μου αρέσει παντελώς ό,τ᾽ είπες, Πολυδάμα·
και λόγον τούτου ορθότερον να βγάλει ξεύρει ο νους σου.
Αλλ᾽ αν τον λέγεις σοβαρά και μέτωρο δεν είναι,
τότ᾽ οι θεοί σ᾽ εμώραναν, αφού με συμβουλεύεις
235 του υψίστου Δία τες βουλές εγώ να λησμονήσω,
που με ρητήν υπόσχεσιν μου εμήνυσεν εκείνος·
και στα πλατύπτερα πουλιά συ θέλεις να υπακούσω·
κι εγώ δεν τα ψηφώ ποσώς, ή στου φωτός τα μέρη
δεξιά πετούν ή αριστερά στου σκότους τον αέρα.
240 Κι εμείς ας υπακούσομε του Βροντητή Κρονίδη
εις την υπέρτατην βουλήν, που μόνος βασιλεύει
των αθανάτων και θνητών· ένα σημάδι μόνον
είναι καλόν, να προμαχείς για την γλυκιά πατρίδα.
Κι εσύ προς τι τον πόλεμον φοβείσαι και την μάχην;
245 Διότι αν και όλοι πέσομεν νεκροί μες στα καράβια
εμείς οι άλλοι, να χαθείς εσύ δεν είναι φόβος·
ότ᾽ η καρδιά σου είν᾽ άνανδρη και φεύγει από τες μάχες·
αλλ᾽ αν από τον πόλεμον θ᾽ απέχεις ή τολμήσεις
με λόγια από τον πόλεμον ν᾽ απομακρύνεις άλλους,
250 μάθε ότι από την λόγχην μου θα χάσεις την ζωήν σου».
175 Και ομοίως τότ᾽ εμάχονταν εις άλλες πύλες άλλοι
αλλ᾽ όλα τούτα ωσάν θεός να ειπώ φωνήν δεν έχω·
ότι παντού πολέμου πυρ εμάνιζε στο τείχος
κι οι Αργείοι δια τα πλοία τους βιασμένοι επολεμούσαν,
αν και θλιμμένοι· και οι θεοί που βοηθοί τους ήσαν
180 κατάκαρδα τους Δαναούς εσυμπονούσαν όλοι.
Και οι δυο Λαπίθες κίνησαν να συγκροτήσουν μάχην.
Και ο Πολυποίτης κραταιός υιός του Πειριθόου
τον Δάμασον εκτύπησε στο χάλκινό του κράνος·
το κράνος δεν εκράτησε το χαλκοφόρο ακόντι
185 που εσύντριψε το κόκαλο κι εγέμισ᾽ όλος αίμα
ο εγκέφαλος· και ως νέκρωσεν εκείνου την ανδρείαν
έπεσαν απ᾽ την λόγχην του ο Όρμενος και ο Πύλων
και ακόντισεν ο Λεοντεύς, καλός βλαστός του Άρη,
στην ζώνην τον Ιππόμαχον του Αντιμάχου γόνον.
190 Και από την θήκην έσυρε το κοφτερόν του ξίφος,
στο πλήθος όρμησε και αυτού τον Αντιφάτην πρώτον
κτύπησε και τον έστρωσε τ᾽ ανάσκελα στο χώμα.
Κατόπιν Μένων, Ιαμενός και Ορέστης εστρωθήκαν
απ᾽ το κοντάρι του όλοι ομού· κι ενώ τους εγυμνώναν
195 απ᾽ τα λαμπρά τους άρματα, τ᾽ αγόρια τ᾽ ανδρειωμένα
ο Πολυδάμας ο λαμπρός και ο Έκτωρ οδηγούσαν,
σώμα εκλεκτό πυκνότατο, που εδίψαε να σπάσει
το τείχος και των Αχαιών να κάψει τα καράβια.
Κι εμπρός στον χάντακα έστεκαν και ακόμη εμεριμνούσαν,
200 ότι ενώ ήσαν πρόθυμοι τον λάκκον να περάσουν,
υψηλοπέτης αετός εφάνη δεξιά τους,
και ζωντανός στα νύχια του και κοκκινοβαμμένος
μέγας σπαρνούσε δράκοντας και πολεμούσε ακόμη·
όσο που οπίσω γέρνοντας τον αετόν στο στήθος
205 έκοψε κάτω απ᾽ τον λαιμόν· κι εκείνος απ᾽ τον πόνον
απόλυσε τον δράκοντα να πέσει μες στο πλήθος
και κρώζοντας επέταξε με τες πνοές του ανέμου·
και άμα τον στικτόν δράκοντα, σημείον του Κρονίδη,
νεκρόν είδαν στο μέσον τους, επάγωσαν οι Τρώες.
210 Εις τον τολμηρόν Έκτορα τότ᾽ είπε ο Πολυδάμας:
«Έκτωρ, μ᾽ ελέγχεις πάντοτε στην σύνοδον, αν λέγω
το αγαθόν, και του λαού τωόντι δεν αρμόζει
στον πόλεμον ή στην βουλήν παράκαιρα να λέγει,
αλλά να υψώνει πάντοτε χρεωστεί την δύναμίν σου·
215 και τώρα πάλιν ό,τι ορθόν νομίζω θα ομιλήσω.
Με τ᾽ άρματ᾽ ας μη πέσομε στων Δαναών τα πλοία,
διότ᾽ ιδού τι προνοώ· το πουλί τούτο αν ήλθε,
ο υψηλοπέτης αετός, στα δεξιά των Τρώων,
εις την στιγμήν που πρόθυμα τον λάκκον θα περνούσαν,
220 και δράκοντ᾽ είχε ζωντανόν στα νύχια του μεγάλον,
και τον απόλυσεν ευθύς, ώστε στα γονικά του
δεν έφθασε, στα τέκνα του τροφήν να τον προσφέρει·
όμοια κι εμείς, αν σπάσομε τες πύλες και το τείχος
των Αχαιών ορμητικώς, και αυτοί τα οπίσω κάμουν,
225 στον ίδιον δρόμον άσχημα θα γύρομε απ᾽ τα πλοία,
ότι θ᾽ αφήσομεν αυτού πολλούς απ᾽ τους δικούς μας
οπού θα σφάξουν οι Αχαιοί τα πλοία τους να σώσουν.
Ιδού πώς μάντης ικανός και γνώστης των σημείων
οπού τον σέβονται οι λαοί, το πράγμα θα εξηγούσε».
230 Μ᾽ άγριον βλέμμ᾽ απάντησεν ο λοφοσείστης Έκτωρ:
«Δεν μου αρέσει παντελώς ό,τ᾽ είπες, Πολυδάμα·
και λόγον τούτου ορθότερον να βγάλει ξεύρει ο νους σου.
Αλλ᾽ αν τον λέγεις σοβαρά και μέτωρο δεν είναι,
τότ᾽ οι θεοί σ᾽ εμώραναν, αφού με συμβουλεύεις
235 του υψίστου Δία τες βουλές εγώ να λησμονήσω,
που με ρητήν υπόσχεσιν μου εμήνυσεν εκείνος·
και στα πλατύπτερα πουλιά συ θέλεις να υπακούσω·
κι εγώ δεν τα ψηφώ ποσώς, ή στου φωτός τα μέρη
δεξιά πετούν ή αριστερά στου σκότους τον αέρα.
240 Κι εμείς ας υπακούσομε του Βροντητή Κρονίδη
εις την υπέρτατην βουλήν, που μόνος βασιλεύει
των αθανάτων και θνητών· ένα σημάδι μόνον
είναι καλόν, να προμαχείς για την γλυκιά πατρίδα.
Κι εσύ προς τι τον πόλεμον φοβείσαι και την μάχην;
245 Διότι αν και όλοι πέσομεν νεκροί μες στα καράβια
εμείς οι άλλοι, να χαθείς εσύ δεν είναι φόβος·
ότ᾽ η καρδιά σου είν᾽ άνανδρη και φεύγει από τες μάχες·
αλλ᾽ αν από τον πόλεμον θ᾽ απέχεις ή τολμήσεις
με λόγια από τον πόλεμον ν᾽ απομακρύνεις άλλους,
250 μάθε ότι από την λόγχην μου θα χάσεις την ζωήν σου».