Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2024

Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία


3.5. Ποίηση

Χαρακτηριστική για τους κλασικούς αιώνες είναι η βαθμιαία υποχώρηση των ποιητικών ειδών και η αντίστοιχη ανάπτυξη της πεζογραφίας. Από τα ποιητικά είδη ακμάζει μόνο η δραματική ποίηση, που όμως δανείζεται και αξιοποιεί πλήθος στοιχεία από το έπος όσο και από τη λυρική ποίηση, κυρίως τη χορική.

3.5.Α. Επική ποίηση

Το διδακτικό έπος είδαμε να επιβιώνει τον 5ο π.Χ. αιώνα στα έργα προσωκρατικών φιλοσόφων, του Παρμενίδη και του Εμπεδοκλή, που συνέχισαν την παράδοση του Ξενοφάνη. Άλλα διδακτικά έπη γράφτηκαν στους κλασικούς αιώνες ελάχιστα, ανάμεσά τους μια Ρητορική τέχνη του Εύηνου από την Πάρο (5ος π.Χ. αι.) και ένας γαστρονομικός οδηγός για καλοζωιστές, η Ἡδυπάθεια του Αρχέστρατου από τη Γέλα της Σικελίας (4ος π.Χ. αι.).[1]

Στους κλασικούς αιώνες το ηρωικό έπος άλλαξε χαρακτήρα, καθώς ελάχιστοι ποιητές συνέχισαν την παράδοση υμνώντας τα κατορθώματα μυθολογικών ηρώων όπως ο Θησέας, οι Επτά επί Θήβας κλπ. Σημαντικότερος ανάμεσά τους ο Πανύασης από την Αλικαρνασσό (6ος/ 5ος π.Χ. αι.), που το έπος του Ἡράκλεια επαινέθηκε από τους νεότερους πολύ. Οι περισσότεροι προτίμησαν να χρησιμοποιήσουν τον επικό στίχο για να περιγράψουν σύγχρονά τους πολεμικά γεγονότα από τα Περσικά, τον Πελοποννησιακό πόλεμο κ.ά. Έτσι το ηρωικό έπος έτεινε να γίνει ιστορικό, με τους σύγχρονους στρατιωτικούς ηγέτες να συναγωνίζονται τον Οδυσσέα στην πονηριά και τον Αχιλλέα στη γενναιότητα.

Ο Χοιρίλος από τη Σάμο (5ος π.Χ. αι.) μακάρισε τους παλιούς ποιητές που έζησαν και έγραψαν «όσο ακόμα το λιβάδι της ποίησης ήταν απείραχτο· τώρα έχουν όλα μοιραστεί, και οι τέχνες πήραν τέλος· βλέπει κανείς προσεκτικά ένα γύρο, αλλά δεν έχει πού να κατευθύνει το καινούργιο του άρμα» (απόσπ. 1 Κ.). Ο ίδιος βρήκε ανεκμετάλλευτο θέμα τα Περσικά, και έγραψε έπος, τα Βαρβαρικά, όπου διηγήθηκε «πώς ήρθε από την Ασία στην Ελλάδα πόλεμος μεγάλος» (απόσπ. la Κ.). Ο Χοιρίλος ακολούθησε αργότερα τον σπαρτιάτη στρατηγό Λύσανδρο στις εκστρατείες του, με την εντολή να υμνήσει τα κατορθώματά του, αλλά είναι ζήτημα αν πρόλαβε να συνθέσει Λυσάνδρεια.

Σύγχρονος του Χοιρίλου ήταν ο Αντίμαχος από την Κολοφώνα, σημαντικός ποιητής και μελετητής του Ομήρου. Από τα έργα του ξεχωρίζουν η επική Θηβαΐς και μια ελεγειακή σύνθεση ερωτικών ιστοριών, η Λυδή, που πρέπει να συνδεθεί με τη Ναννώ του Μίμνερμου. Χαμένα σήμερα, τα έργα αυτά θαυμάστηκαν και επηρέασαν πολλούς· όμως το έπος Λυσάνδρεια, που το έγραψε προσκαλεσμένος, όπως ο Χοιρίλος, από τον σπαρτιάτη στρατηγό, παραδίδεται πως το κατάστρεψε μόνος του ο Αντίμαχος, όταν ο Λύσανδρος προτίμησε να βραβεύσει άλλον ποιητή, κατώτερό του.[2]

Η γενικότερη παρακμή του ηρωικού έπους δεν επηρέασε καθόλου τη φήμη του Ομήρου. Σε όλη την Κλασική εποχή η Ιλιάδα και η Οδύσσεια αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος της εκπαίδευσης των νέων και καλοδεχούμενο ακρόαμα στα συμπόσια και τις άλλες γιορταστικές εκδηλώσεις, ιδιωτικές και δημόσιες. Είναι γνωστό ότι στη μεγαλύτερη γιορτή της Αθήνας, τα Παναθήναια, επαγγελματίες ραψωδοί απαγγέλλαν ολόκληρα τα έπη, ένας μετά τον άλλον, αρχίζοντας καθένας από εκεί που είχε σταματήσει ο προηγούμενος.[3] Αντίστοιχα ήταν και η επίδραση του ποιητή μεγάλη, π.χ. στον Αισχύλο, που «έλεγε πως οι τραγωδίες του ήταν κομμάτια από τα μεγάλα δείπνα του Ομήρου» (Αθήναιος 8.347), και στον Σοφοκλή, που από τον Βίο του μαθαίνουμε ότι «σε πολλά του δράματα ακολουθεί την Οδύσσεια».
---------------------------
1. Από το πρώτο δε σώζεται σχεδόν τίποτα· όμως από το δεύτερο ο Αθήναιος (1ος/2ος μ.Χ. αι.) παραθέτει αρκετά αποσπάσματα. Έτσι, μαθαίνουμε π.χ. ότι «το καλύτερο κριθάρι στον κόσμο, πιο άσπρο από το χιόνι του ουρανού, φυτρώνει στη Λέσβο, στη θαλασσόβρεχτη περιοχή της Ερεσού· και αν οι θεοί τρώνε κριθαρόψωμο, από εκεί πηγαίνει ο Ερμής να τους αγοράσει» (απόσπ. 3 R.).

2. Και ο Μεγαλέξανδρος επιθυμούσε τα κατορθώματά του να δοξαστούν από τους ποιητές και «μακάριζε, όπως λέγαν, τον Αχιλλέα, που ευτύχησε να έχει κήρυκα της υστεροφημίας του τον Όμηρο» (Αρριανός, Αλεξάνδρου Ανάβασις 1.12). Έτσι προσκάλεσε ποιητές να τον συνοδεύσουν στις εκστρατείες του, αλλά τα σχετικά έπη ήταν ασήμαντα και έχουν χαθεί.

3. Από παλιά το σοβαρό έπος συνυπήρχε με το κωμικό είδος της παρωδίας· έτσι, στα Παναθήναια δίπλα στα ομηρικά έπη απαγγέλλονταν και παρωδικά, π.χ. η Γιγαντομαχία του Ηγήμονα από τη Θάσο (5ος/4ος π.Χ. αι.)

Ο Ξενοφώντας και η πορεία προς την ανάδειξη της Θήβας

Η εμπλοκή της Αθήνας στη σύγκρουση των Θηβαίων με τη Σπάρτη έδωσε τη δυνατότητα στη Θήβα να κυριαρχήσει και πάλι στη Βοιωτία: «οι Θηβαίοι, έχοντας υποτάξει τις πόλεις της Βοιωτίας εξεστράτευσαν και στη Φωκίδα». (6,1,1).

Οι Σπαρτιάτες έστειλαν τον Κλεόμβροτο με τέσσερα τάγματα και συμμαχικές δυνάμεις, για να βοηθήσουν τους Φωκείς. Τα πολλά μέτωπα που είχαν ανοιχτεί, η φθορά του στρατού και το πληγωμένο γόητρο της Σπάρτης από τις τελευταίες αποτυχίες ήταν τα προμηνύματα της τελικής ήττας που θα επακολουθούσε.

Οι Λακεδαιμόνιοι ήταν αδύνατο να εγκαταλείψουν το παιχνίδι της ισχύος, αλλά ταυτόχρονα ήταν απολύτως κατανοητό ότι οι συσχετισμοί άλλαξαν. Αυτός είναι και ο λόγος που δέχτηκαν στην πόλη τους πρέσβεις των Αθηναίων και συμφώνησαν αμέσως στις ειρηνευτικές προτάσεις που κατατέθηκαν: «οι Αθηναίοι, βλέποντας τους Θηβαίους να δυναμώνουν χάρη σ’ αυτούς, δίχως όμως και να συνεισφέρουν στις δαπάνες του ναυτικού – ενώ τους ίδιους τους εξαντλούσαν οι πολεμικές δαπάνες, οι επιδρομές από την Αίγινα κι η φρούρηση των εδαφών τους –, θέλησαν να δώσουν τέλος στον πόλεμο· έστειλαν λοιπόν πρέσβεις στη Λακεδαίμονα κι έκαναν ειρήνη». (6,2,1).

Από την άλλη, όταν έφτασε στη Σπάρτη ο Πολυδάμας από τα Φάρσαλα καταγγέλλοντας τον Ιάσονα ότι έχει συγκεντρώσει τεράστιες δυνάμεις με πάρα πολλούς μισθοφόρους και ασύλληπτο πλούτο κι ότι δίνοντας ιδιαίτερη βάση στη στρατιωτική εκπαίδευση δεν έχει μόνο ποσότητα αλλά και ποιότητα στρατού κατορθώνοντας να υποτάξει και τους Μαρακούς και τους Δόλοπες και τον κυβερνήτη της Ηπείρου, τον Αλκέτα, οι Σπαρτιάτες έκριναν ότι δεν ήταν σε θέση να κάνουν τίποτε. Στο αίτημα του Πολυδάμα να βοηθήσουν τα Φάρσαλα να αντισταθούν στον Ιάσονα, γιατί χωρίς βοήθεια θα ήταν αδύνατο να αντέξουν κι αναγκαστικά θα υποτάσσονταν κι αυτοί κάνοντας τις δυνάμεις του ακόμη πιο αξιόλογες – κι ως εκ τούτου πιο επικίνδυνες –, οι Λακεδαιμόνιοι απάντησαν αρνητικά.

Ακόμη κι όταν ο Πολυδάμας τους εξήγησε ότι ο Ιάσονας φιλοδοξεί να υποτάξει ολόκληρη τη Μακεδονία αποκτώντας εύκολη πρόσβαση σε ξυλεία για δημιουργία στόλου κι ότι διατείνεται ότι είναι σύμμαχος των Θηβαίων και όλων των Βοιωτών κι ότι θα είναι εύκολο να προσεταιριστεί και τους Αθηναίους με την υπόσχεση να τους απαλλάξει για πάντα από τη Σπάρτη οι Σπαρτιάτες «λογάριασαν τα τάγματά τους που βρίσκονταν έξω από τα σύνορα, τα πολεμικά πλοία που διέθετε η Λακεδαίμων σε σχέση με τα πολεμικά των Αθηναίων, καθώς και τον πόλεμο με τους γείτονές τους, κι αποκρίθηκαν ότι για την ώρα δεν ήταν σε θέση να του στείλουν αρκετή βοήθεια· τον συμβούλεψαν λοιπόν να φύγει και να τακτοποιήσει όπως μπορούσε καλύτερα τις υποθέσεις του και τις υποθέσεις της πόλης του». (6,1,17).

Η μέχρι πρότινος δυνατότητα για αλλεπάλληλες εκστρατείες στην Όλυνθο δεν υπάρχει πια. Τώρα η Σπάρτη υπολογίζει προσεκτικότερα τις δυνάμεις της κι αποφεύγει τη διασπάθιση, αν δε συντρέχει ιδιαίτερα σοβαρός λόγος. Κι ενώ τα πράγματα φαίνονται να μπαίνουν σε μια τάξη για τους Σπαρτιάτες, ώστε να εστιάσουν τον αγώνα αποκλειστικά εναντίον των Θηβαίων, η συμπεριφορά του Τιμόθεου στη Ζάκυνθο τους οδήγησε ξανά σε εμπόλεμη κατάσταση με την Αθήνα: «Φεύγοντας εκείνος αποβίβασε τους Ζακυνθινούς εξόριστους στην πατρίδα τους. Οι Ζακυνθινοί της πόλης έστειλαν και παραπονέθηκαν στους Λακεδαιμονίους γι’ αυτά που τους είχε κάνει ο Τιμόθεος. Οι Λακεδαιμόνιοι τότε έκριναν ότι οι Αθηναίοι παραβίαζαν τη συνθήκη· βάλθηκαν λοιπόν πάλι να συγκροτούν ναυτικό, συγκεντρώνοντας κάπου εξήντα πλοία από την ίδια τη Λακεδαίμονα, την Κόρινθο, τη Λευκάδα, την Αμβρακία, την Ήλιδα, τη Ζάκυνθο, την Αχαΐα, την Επίδαυρο, την Τροιζήνα, την Ερμιόνη και τις Αλιές». (6,2,2-3).

Έχοντας ναύαρχο το Μνάσιππο επιδίωκαν την κυριαρχία στη θάλασσα με βασική προτεραιότητα την κατάληψη της Κέρκυρας. Ζήτησαν μάλιστα και τη συνδρομή των Συρακουσίων τονίζοντας στον εκεί τύραννο, το Διονύσιο «ότι κι εκείνος είχε συμφέρον να μην εξουσιάζουν την Κέρκυρα οι Αθηναίοι». (6,2,4).

Ο Μνάσιππος έπλευσε για την Κέρκυρα έχοντας μαζί του – πέρα από τους Λακεδαιμονίους που εκστράτευαν – και χίλιους πεντακόσιους μισθοφόρους. (Η κουλτούρα του μισθοφορικού στρατού είχε περάσει πλέον για τα καλά στον αρχαίο Ελληνικό κόσμο. Σχεδόν όλες οι πόλεις φρόντιζαν να έχουν και σώματα μισθοφόρων. Ο Ιφικράτης κατάφερε να συντρίψει τις σπαρτιατικές δυνάμεις και στο Λέχαιο και στην Άβυδο διοικώντας κυρίως μισθοφόρους. Ιδιαίτερα μετά την εμπλοκή του Φαρναβάζου, που σκορπούσε λεφτά για να νικηθούν οι Σπαρτιάτες, οι μισθοφόροι θεωρούνταν αξιοσημείωτη δύναμη, την οποία κανείς δεν έπρεπε να υποτιμά).

Όταν ο Μνάσιππος έφτασε στην Κέρκυρα, πλιατσικολόγησε τους πλούσιους αγρούς συγκεντρώνοντας ζώα και δούλους. Αμέσως μετά στρατοπέδευσε σ’ ένα λόφο απέναντι από την πόλη των Κερκυραίων τοποθετώντας τα πλοία από την άλλη μεριά κι άρχισε να την πολιορκεί στενά: «Οι Κερκυραίοι, που δεν ανεφοδιάζονταν ούτε από τη στεριά ούτε από τη θάλασσα, μια και κυριαρχούσε και στις δύο ο εχθρός, βρέθηκαν σε πολύ στενόχωρη θέση. Έστειλαν λοιπόν να ζητήσουν βοήθεια από τους Αθηναίους, εξηγώντας τους ότι θα ‘χαναν ένα μεγάλο πλεονέκτημα αν τους έπαιρναν την Κέρκυρα οι αντίπαλοί τους, ενώ τούτοι θα κέρδιζαν πολλή δύναμη, γιατί καμιά άλλη πόλη, εκτός βέβαια από την Αθήνα, δεν ήταν σε θέση να δώσει τόσα πλοία και τόσα χρήματα. Κι ακόμα, ότι η θέση της Κέρκυρας ήταν καίρια – και σε σχέση με τον Κορινθιακό κόλπο και με τις πόλεις των παραλίων του, αλλά και για τις επιδρομές κατά της Λακωνίας, και προπάντων σε σχέση με την αντικρινή Ήπειρο και με την παράκτια διαδρομή από τη Σικελία στην Πελοπόννησο». (6,2,8-9).

Βρισκόμαστε πια στο 374 π. Χ., όταν βλέπουμε να γεννιούνται οι ίδιες πολεμικές συνθήκες, στο ίδιο γεωγραφικό σημείο και με τους ίδιους πρωταγωνιστές. Ο πελοποννησιακός πόλεμος ξεκινά το 431 π. Χ. με την Κέρκυρα να ζητά τη βοήθεια των Αθηναίων για να αποκρούσει τους Κορινθίους και τη συνακόλουθη εμπλοκή της Σπάρτης, που ήταν αδύνατο να μείνει αδιάφορη στη γιγάντωση της Αθήνας.

Τα επιχειρήματα που έπεισαν τους Αθηναίους να συνδράμουν στην Κέρκυρα τότε, όπως τα κατέθεσε ο Θουκυδίδης, ήταν ακριβώς τα ίδια μ’ αυτά που αναφέρει τώρα ο Ξενοφώντας: η μεγάλη ναυτική δύναμη του νησιού, που θα ευνοήσει όποιον την έχει σύμμαχο, η αδιαπραγμάτευτης αξίας στρατιωτική θέση και κυρίως η αποφυγή του να δοθεί στον άλλο η ευκαιρία να την προσαρτήσει και να ενισχυθεί με τις δυνάμεις της. Όπως και τότε, έτσι και τώρα οι Αθηναίοι πείθονται και σπεύδουν να βοηθήσουν την Κέρκυρα επιβεβαιώνοντας τους ιστορικούς νόμους του Θουκυδίδη, που θέλουν την αέναη πάλη της ισχύος να υπακούει πάντα στα ίδια καλέσματα.

Είναι η φύση της ισχύος αυτή, που εν τέλει κινεί την ιστορία. Ο Θουκυδίδης την μετουσιώνει σε φύση του ανθρώπου, αφού ο άνθρωπος είναι εκείνος που διαμορφώνει τα γεγονότα. Όμως, το να δεχτούμε ότι ο άνθρωπος από τη φύση του έχει μόνο αυτό το πρόσωπο, πέρα από αβάσταχτα απαισιόδοξο (αφού αυτό που δίνεται από τη φύση δεν μπορεί να αλλάξει), ως ένα βαθμό είναι και άδικο. Ο άνθρωπος έχει κι άλλα πρόσωπα. Η χαρά, η αλληλεγγύη, η φιλία, η δικαιοσύνη, η αγάπη, ο σεβασμός, η ευθυμία, η συναδέλφωση αφορούν επίσης τον άνθρωπο. Το ότι αυτά δε φαίνεται να καθορίζουν τη διαμόρφωση της ιστορίας δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν.

Παρατηρώντας τον άνθρωπο ως ατομικότητα, μπορούμε να πούμε ότι κανένας δεν είναι απόλυτα καλός ή κακός. Αυτό που μένει είναι ο διαρκής αγώνας για την ανάδειξη των θετικών στοιχείων μέσα από την αγωγή, την παιδεία, τους νόμους, τις αξίες και τα ιδανικά της εκάστοτε πόλης. Και θα ήταν ανακριβές αν λέγαμε ότι ο άνθρωπος δεν προσπαθεί προς αυτή την κατεύθυνση.

Αν όμως δούμε τη δράση του ανθρώπου ως συλλογικό υποκείμενο, θα διαπιστώσουμε την ξεκάθαρη κυριαρχία της αδιαλλαξίας, του εγωισμού, της καχυποψίας και του πολέμου. Το ζήτημα είναι η αναζήτηση των μηχανισμών που αναδεικνύουν διαρκώς την αρνητική πλευρά του ανθρώπου υποσκελίζοντας οτιδήποτε άλλο. Κι αυτό προϋποθέτει τη διερεύνηση των βαθύτερων πολεμικών αιτίων θέτοντας ως πρόταγμα τον ανθρώπινο παράγοντα. Η Σπάρτη ξεκίνησε τον πελοποννησιακό πόλεμο επειδή φοβήθηκε τα χειρότερα από τον επεκτατισμό των Αθηναίων. Από την πλευρά της έπραξε σωστά, γιατί πράγματι τα χειρότερα θα έρχονταν.

Όμως, αν το δούμε κι από την πλευρά των Αθηναίων τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, οι ενέργειές τους δεν είναι απαλλαγμένες απ’ το φόβο. Δεν είναι μόνο το δέλεαρ των κεκτημένων έναντι του άλλου – ο κυρίαρχος θα γίνει πλουσιότερος – αλλά και το αδιαπραγμάτευτο της υπεροχής που θα κάνει τον ισχυρό να μη νιώθει ότι απειλείται. Κι αυτή είναι η λογική «χτύπα όταν μπορείς, γιατί αλλιώς θα σε χτυπήσουν οι άλλοι».

Ο κυρίαρχος πριν απ’ όλα νιώθει ασφαλής, αφού κανείς δε θα τολμήσει να τον πειράξει. Η ύψιστη καχυποψία για όλα είναι που βασανίζει τον άνθρωπο από τότε που ήταν πρωτόγονος. Όπως έμαθε να φοβάται το κρύο, να φοβάται το χιόνι, την αρκούδα, τη νύχτα, τα δηλητηριώδη φυτά, τη φωτιά και τις αστραπές, έτσι έμαθε να φοβάται και τους άλλους. Κι αφού έμαθε ότι μόνο αν υποτάξει οτιδήποτε απειλητικό μπορεί να κοιμάται ήσυχος, δεν του έμενε παρά να κυριαρχήσει.

Η διαρκής επιφύλαξη απέναντι στους άλλους δημιουργεί την απόσταση. Κι όσο πιο μεγάλη είναι η επιφύλαξη τόσο μεγαλύτερη και η απόσταση. Η καχυποψία που γεννιέται είναι η υποθήκη του φόβου που θα γεννήσει την αγριότητα. Ο άνθρωπος πρώτα γνώρισε τη φύση και μετά έπαψε να τη φοβάται.

Βεβαίως, το άγριο πρόσωπο του ανθρώπου μπορεί να είναι σκληρό κι ανελέητο, αλλά χάρη σ’ αυτό κατάφερε να επιβιώσει μέσα σε μια φύση εχθρική. Αν όμως γίνει συνείδηση ότι πλέον δεν το χρειάζεται, γιατί δεν απειλείται, πρέπει πρωτίστως να εξαλείψει τη γενεσιουργό του αιτία: το φόβο.

Αλήθεια, ποιος θα μπορούσε να νιώθει ήσυχος στον αρχαίο κόσμο; Ποιος θα μπορούσε να δείξει εμπιστοσύνη στους άλλους; Υπό αυτές τις συνθήκες καμία ειρήνη δε θα μπορούσε να έχει διάρκεια. Και πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά; Αμέσως μετά την απόκρουση του περσικού κινδύνου οι Σπαρτιάτες προσπαθούσαν να μη χτίσουν τείχη οι Αθηναίοι, για να τους έχουν μόνιμα στο χέρι. Χρειάστηκε να τους εξαπατήσει ο Θεμιστοκλής φέρνοντάς τους προ τετελεσμένου, για να παραστήσουν ότι δήθεν δεν ενοχλήθηκαν κι ότι η πρότασή τους αφορούσε το συνολικό καλό.

Ποτέ δεν είχαν σχέσεις εμπιστοσύνης οι δύο πόλεις. Γι’ αυτό και η άνοδος της μιας ήτανε διαρκής απειλή για την άλλη. Η αναζήτηση της ισχύος είναι το αντιστάθμισμα της ανασφάλειας, καθώς μόνο ο ισχυρός δεν έχει να φοβηθεί τίποτε. Κι αυτή είναι η μεγαλύτερη ψευδαίσθηση, αφού τελικά ο ισχυρός είναι εκείνος που διατρέχει τους μεγαλύτερους κινδύνους. Η αρχαία Ελλάδα καταδεικνύει τα αδιέξοδα που καθιστούν την αναζήτηση της ισχύος φενάκη και πηγή της ανθρώπινης δυστυχίας. Ο σύγχρονος κόσμος δε φαίνεται να έχει λάβει το μήνυμα.

Ο Μνάσιππος στην πολιορκία της Κέρκυρας δε στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων. Θεωρώντας ότι η πόλη θα πέσει σίγουρα στα χέρια του υποτίμησε τις δυνάμεις και το σθένος των Κερκυραίων κι ενώ είχε χρήματα απέλυσε πολλούς μισθοφόρους και τους άλλους άρχισε να μην τους πληρώνει. Όταν οι πολιορκημένοι διαπίστωσαν τις ελλείψεις των πολιορκητών, έκαναν έξοδο σκοτώνοντας κι αιχμαλωτίζοντας αρκετούς.

Ο Μνάσιππος έσπευσε να βοηθήσει, αλλά πέρα από τους εχθρούς είχε να πολεμήσει και τη δυσφορία των δικών του, που «παρατάχτηκαν όλοι τους με κακή διάθεση και με μίσος εναντίον του – σοβαρό μειονέκτημα σ’ ώρα μάχης». (6,2,19). Στην αναμέτρηση που ακολούθησε οι Σπαρτιάτες ηττήθηκαν πανηγυρικά και ο Μνάσιππος σκοτώθηκε. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, έφτασε και ο στόλος των Αθηναίων, οι οποίοι είχαν υποσχεθεί βοήθεια στους Κερκυραίους.

Τα πλοία της Αθήνας με αρχηγό τον Ιφικράτη έφτασαν στην Κέρκυρα, αφού πρώτα έκαναν το γύρο της Πελοποννήσου μέσα σε κλίμα εντατικής πολεμικής προετοιμασίας. Οι ναύτες βρίσκονταν σε διαρκή εγρήγορση καθ’ όλη την πλεύση κωπηλατώντας συνεχώς και παίρνοντας όλα τα μέτρα προφύλαξης με ενισχυμένες σκοπιές, δείπνο σε εχθρική χώρα, έπαθλα στα καλύτερα πληρώματα, αποβάσεις και σχηματισμούς. Ο Ξενοφώντας σχολιάζει: «Το ξέρω βέβαια ότι όλ’ αυτά είναι συνηθισμένες ασκήσεις και προετοιμασίες όσων προβλέπουν ότι θα ‘χουν να δώσουν ναυμαχία. Εκείνο που επαινώ τον Ιφικράτη ωστόσο είναι ότι, μια κι έπρεπε να φτάσει γρήγορα εκεί που νόμιζε ότι θα ‘χε να ναυμαχήσει με τους εχθρούς, βρήκε τρόπο ώστε μήτε ανίδεοι να ‘ναι οι άνδρες του από τεχνική του πολέμου στη θάλασσα, μήτε όμως και η εκγύμνασή τους να καθυστερήσει την άφιξή τους». (6,2,32).

Ο Ιφικράτης κερδίζοντας για μια ακόμη φορά τις εντυπώσεις κατάφερε να εξουδετερώσει και τους Συρακουσίους, που είχαν έρθει να ενισχύσουν το Μνάσιππο, αιφνιδιάζοντάς τους με ξαφνική επίθεση την ώρα που ήταν αγκυροβολημένοι: «Όταν ο Ιφικράτης έφτασε με το στόλο του στο σημείο που είχαν αγκυροβολήσει τα εχθρικά πολεμικά, βρήκε τα πληρώματα των περισσότερων βγαλμένα στη στεριά. Ένα μόνο – του Μελανίππου του Ροδίου, που είχε συμβουλέψει τους άλλους να μη μείνουν εκεί και που ο ίδιος είχε επιβιβάσει το πλήρωμά του κι είχε ξεκινήσει – ξέφυγε, μ’ όλο που απάντησε τα πλοία του Ιφικράτη· τα πλοία των Συρακουσών, αντίθετα, αιχμαλωτίστηκαν όλα, μαζί με τα πληρώματά τους». (6,2,35).

Κι όχι μόνο αυτό, αλλά ο Ιφικράτης, αφού άφησε τους ναύτες στην Κέρκυρα πήρε τους πελταστές και πέρασε στην Ακαρνανία. Βοήθησε όλες τις συμμαχικές πόλεις και πολέμησε τους Θυριείς. Ακολούθως πήρε περίπου ενενήντα πλοία από την Κέρκυρα και, αφού συγκέντρωσε χρήματα στην Κεφαλληνία, ήταν έτοιμος να ξεκινήσει επιδρομές στα εδάφη των Σπαρτιατών. Τα πράγματα ολοένα και χειροτερεύουν για τη Σπάρτη.

Ξενοφώντος, Ελληνικά

Διάκριση του ΑΛΗΘΙΝΟΥ από το μη αληθινό - Η Απελευθέρωση


Διάκριση του ΑΛΗΘΙΝΟΥ από το μη αληθινό

Μονάχα όταν Είσαι έξω από το όνειρο αναγνωρίζεις την Πραγματική Φύση και Λειτουργία του ονείρου… Όταν ζεις μέσα στο όνειρο ταυτίζεσαι με αντιλήψεις, καταστάσεις, δράσεις, εμπειρίες… κι η κατανόησή σου εξαντλείται σε αυτά.

Ο «ανθρώπινος νους» μπορεί να κάνει δέκα χιλιάδες ερωτήσεις. Αλλά ούτε μια απάντηση δεν βρίσκεται μέσα στο «νου»… Υπάρχει μια Μοναδική Απάντηση σε όλα: Ο Άνθρωπος πίσω από τον «νου».

Η Αληθινή Κατανόηση είναι Μόνο Δράση, χωρίς νοητική έκφραση, χωρίς λόγια… Η δήθεν κατανόηση των ανθρώπων είναι μόνο νοητική σύλληψη μιας κατάστασης… διαδικασία περιορισμένη στην σκέψη, τίποτα άλλο… Οποιαδήποτε δράση πηγάζει από την δήθεν γνώση είναι απλά ψεύτικη πειθαρχία, υποκρισία…

Στην ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ (στο Κενό, της Έσχατης Πραγματικότητας, της Απελευθέρωσης) δεν μπορεί να υπάρξει ούτε διαδικασία, ούτε αντίληψη, ούτε γνώση… Στην Πνευματική Εργασία, η Διαδικασία, η αντίληψη, η γνώση, (η νοητική έκφραση, ο λόγος), όλα αυτοαναιρούνται, διαλύονται στο τίποτα… Δεν υπάρχει τίποτα να πραγματοποιήσεις, να αντιληφθείς, να γνωρίσεις, να πεις, να πράξεις.

Οποιαδήποτε δήθεν πνευματική εργασία (διαλογισμός, προσευχή, πνευματική άσκηση, πνευματική προσπάθεια ή διαδικασία…) μας κρατά μέσα στον χώρο της σκέψης (σαν παρατηρητή, ελέγχοντα, ορώντα, διαλογιζόμενο, γνώστη, πράττοντα…), οποιαδήποτε προσπάθεια απαιτεί συμμετοχή της σκέψης (αντίληψης, γνώσης, πληροφορίας,) είναι τεχνητή, ψεύτικη, κι αδιέξοδη.

Η Απελευθέρωση

Η –Μέσα από την Προσεκτική Παρατήρηση – Αποκάλυψη της Αληθινής Φύσης μας, της Ελεύθερης Απεριόριστης Ανοιχτής Αντίληψης, αυτή η Βιωματική Εμπειρία της Πραγματικότητας, επιφέρει αλλαγές στην «συνείδησή» μας, αλλαγές στο τρόπο που «αισθανόμαστε» την ύπαρξή μας, τις σχέσεις μας με τον κόσμο, την δράση μας, τη ζωή μας, την κοινωνία. Αντιλαμβανόμαστε την Ενότητα της Ύπαρξης – Είμαστε Ένα με Όλα – και μέσα από αυτή την ΖΩΝΤΑΝΗ ΣΧΕΣΗ Αναδύεται η Αγάπη, η Αληθινή Αρετή και Δράση, η Πραγματική Κοινωνία με Όλα, μια Μυστηριακή Σχέση που μας Φέρνει σε Άμεση Επαφή με Όλα. Αυτή είναι η Ουσία της Αληθινής Ζωής.

Αντίθετα, μια κοινωνία – ένας πολιτισμός – που βασίζεται στην αναγκαστική (και πολλές φορές καταναγκαστική) συμβίωση, στην εκμετάλλευση του άλλου, στην διαμάχη και στην καταστροφή, δείχνει ακριβώς το μέγεθος της «αρρώστιας» του σύγχρονου ανθρώπου.

Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ – πολύ περισσότερο από Μεταφυσικό Αίτημα Αυτοπραγμάτωσης – είναι ανάγκη θεραπείας από την άρρωστη συμπεριφορά μας. Μολονότι οι άνθρωποι θεωρούν τους εαυτούς τους υγιείς στην πραγματικότητα έχουν μια νευρωτική (και πολλές φορές ψυχωτική και σχιζοφρενική) άρρωστη συμπεριφορά κι αυτό αποδεικνύεται από την κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι σύγχρονες κοινωνίες, σε ολόκληρο τον πλανήτη.

Η Απελευθέρωση δεν είναι «μυστηριακή έκσταση» σε υπερβατικούς κόσμους. Αντίθετα, έχει ένα συγκεκριμένο χαρακτήρα απελευθέρωσης από τον άρρωστο περιορισμό της λειτουργίας της αντίληψης.

Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ είναι η Αρχή, η Προϋπόθεση, για να Κατανοήσουμε και να Ζήσουμε. Η Ελευθερία είναι η Αρχή όχι το τέλος (μιας διαδικασίας). Πρέπει να ελευθερωθούμε από όλα τα πολιτιστικά σκουπίδια που μας φόρτωσε η κοινή ζωή (των ανθρώπων) χιλιάδων χρόνων. Η ΑΥΓΗ που Χαράζει είναι μια Τελείως Καθαρή Εποχή, χωρίς τα σκουπίδια του χρόνου, του ανθρώπινου παρελθόντος. Πρέπει να Ξεκινήσουμε από το Μηδέν. Να πετάξουμε όσα γνωρίζουμε, όσα μας φόρτωσαν – πολλές φορές παρά την θέλησή μας – και να Αντικρύσουμε τον Κόσμο, τη Ζωή, από την Αρχή.

ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ; ΤΙ ΕΙΜΑΣΤΕ; ΠΟΥ ΘΕΛΟΥΜΕ ΝΑ ΠΑΜΕ; ΠΩΣ ΘΑ ΤΟ ΚΑΝΟΥΜΕ; ΠΟΤΕ; Αι πρέπει να απαντήσουμε σε όλα αυτά τα ερωτήματα ΤΩΡΑ, στο Αιώνιο Παρόν που Ρέει, πέρα από τον χρόνο, όχι στο μέλλον ή κάποτε, Τώρα.

Ο ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΧΩΡΟΣ ΥΠΑΡΞΗΣ είναι Απεριόριστος, Χωρίς Κέντρο, χωρίς διαχωρισμούς – Μόνο ΑΝΤΙΛΗΨΗ. Ο «χώρος» που φτιάχνει η σκέψη γύρω από ένα εγώ (μια ξεχωριστή ύπαρξη) κι απέναντι στο εγώ, είναι ένας φανταστικός χώρος, μια αυταπάτη.

Η ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ της περιοριστικής λειτουργείας του νου (της σκέψης), η ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ αυτού που συμβαίνει, διαλύει την αυταπάτη. Μόνο όταν η παραπλάνηση της σκέψης πάψει, ο ΧΩΡΟΣ Αποδεικνύεται ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ, Ελεύθερος Απεριόριστος Ανοιχτός, ΜΙΑ ΑΠΕΡΑΝΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ Όπου Όλα Βρίσκονται Μέσα της, Εδώ, Τώρα, Αιώνια.

Ο ανθρώπινος πολιτισμός – σε Ανατολή και Δύση – θεώρησε σαν ουσία του ανθρώπου την σκέψη, ο ψυχολογικό κέντρο του εγώ – ένα απλό αντιληπτικό σύμπλεγμα στο οποίο αναφέρονται οι εμπειρίες – και το σώμα σαν φορέα του. Πολλοί μάλιστα ταύτισαν τη σκέψη με το νευρικό σύστημα αν και δεν μπόρεσαν να αντικαταστήσουν (χωρίς προβλήματα, φιλοσοφικά, επιστημονικά, πρακτικά) τον όρο «σκέψη» με τον όρο «νευρικό σύστημα». Αυτή η αφελής παρεξήγηση οδήγησε την ανθρωπότητα στην σημερινή κατάσταση – του απάνθρωπου πολιτισμού της… Μάταια οι Σοφοί του Κόσμου μιλούν για μια Άλλη, Βαθύτερη, Πλατύτερη, Ουσία Του Ανθρώπου, πέρα από τους περιορισμούς που βάζει η σκέψη. Ελάχιστοι ακούνε.

Για τις Περιγραφές (μέσα στην Αντίληψή μας) της Πραγματικότητας, του κόσμου που ζούμε, χρησιμοποιούμε όρους αντίληψης-δραστηριότητας-ενέργειας (όχι ουσίας) και περιγράφουμε αυτά που αντιλαμβανόμαστε με όρους δομικής διάταξης (πως κατανέμεται και συσχετίζεται η ενέργεια) κι όχι σαν στέρεα αντικείμενα. Αναφερόμαστε σε «συμπαγή αντικείμενα» μόνο όταν δεν μπορούμε να δούμε «πως είναι φτιαγμένα».

Εμείς οι ίδιοι είμαστε αντίληψη, λειτουργίες και οργανωμένη υλική ενέργεια (που εμφανίζεται σαν «υλική ουσία», τόσο πολύπλοκη που την αντιλαμβανόμαστε απλά σαν σώμα – ένα σώμα όμως όπου γίνονται μυριάδες διεργασίες που κατά κανόνα διαφεύγουν από την επίγνωσή μας): Αντίληψη, σκέψη, αισθήσεις, σώμα και το περιβάλλον, ο φυσικός κόσμος.

Πως όμως τα αντιλαμβανόμαστε όλα αυτά; Τα βλέπουμε όλα; Τα βλέπουμε σωστά; Έχουμε πλήρη, σαφή και ακριβή εικόνα της Πραγματικότητας; Ή έχουμε μια χονδροειδή αντίληψη με πολλά κενά και παραγεμισμένη με υποθέσεις; Μια φανταστική εικόνα της Πραγματικότητας, μια φαντασία; Δηλαδή μια αυταπάτη;

Μόνο με ΠΡΟΣΕΚΤΙΚΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ αυτού που συμβαίνει (που μας συμβαίνει) μπορούμε να Φτάσουμε στην ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ κι από την Αυτογνωσία στην ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΔΡΑΣΗ κι από την Υπεύθυνη Δράση στην ΑΛΗΘΙΝΗ ΖΩΗ.

Είναι ένα –μερικές φορές – Μακρινό Ταξίδι που συμπυκνώνεται σε ένα ουσιαστικό συμπέρασμα: ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΝΤΙΗΨΗ (ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΦΥΣΗ ΜΑΣ) κι όλοι οι περιορισμοί που βάζει η σκέψη είναι απατηλοί… Κάποιοι το λένε Θρησκεία, Φιλοσοφία, Αυτογνωσία, Διαλογισμό, είναι απλά «Αντίληψη αυτού που συμβαίνει», τίποτα περισσότερο.

ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΝΑ ΑΔΙΑΙΡΕΤΟ ΟΛΟ. Η Απομόνωση «τμημάτων» αυτού του Όλου, εγώ, αντικειμένων, ξεχωριστών πραγμάτων, είναι απλά μια «κατασκευή» της σκέψης. Ο «Διαχωρισμός» είναι τεχνητός – συχνά χονδροειδής – κι οπωσδήποτε απατηλός.

Τίποτα στην ΥΠΑΡΞΗ δεν είναι απομονωμένο. Όλα λειτουργούν μέσα στο περιβάλλον κι αλληλοεπηρεάζονται από το περιβάλλον. Που είναι το «όριο»; Που θέτουμε τα όρια που χωρίζουν το «μέσα» από το «έξω»; Όταν κάνει ζέστη ζεσταινόμαστε, όταν κάνει κρύο κρυώνουμε. Δεν είμαστε ανεξάρτητοι από το περιβάλλον, αλλά υιοθετούμε αυτή την άποψη για πρακτικούς λόγους, ψυχολογικής ή βιολογικής επιβίωσης. Κι αυτό συμβαίνει σε όλες τις περιπτώσεις. Είναι αυτό Αληθινή Ζωή;

Αντίθετα όταν ΑΝΤΙΛΑΜΒΑΝΟΜΑΣΤΕ ΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ, όταν Είμαστε Ένα με Όλα, λειτουργούμε χωρίς διαχωρισμούς, διαμάχες, αντιπαλότητα… Συμπορευόμαστε με Όλα, ακολουθούμε το καλό, αποφεύγουμε το κακό, τελείως φυσικά, γιατί εκεί μας ΠΑΕΙ η ΖΩΗ – χωρίς να προβληματιζόμαστε.

Πως λοιπόν μπορούμε να Φτάσουμε στην Αυτογνωσία, στην Υπεύθυνη Δράση, στην Αληθινή Ζωή;

Τυπικά μιλώντας, Είμαστε Απλά Άνθρωποι, Ζωντανά Όντα, δεν ανήκουμε σε κανένα ιδιαίτερο είδος, σε καμιά εθνότητα, σε καμιά θρησκεία, σε καμιά ιδεολογία, δεν είμαστε υποχρεωμένοι να έχουμε συγκεκριμένες γνώσεις (εκτός αν μας χρειάζονται πρακτικά), ούτε να ακολουθούμε συνήθειες, ήθη, έθιμα, τρόπους, συμπεριφορές.

Είμαστε Εξ’ Αρχής ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ και μόνο όταν δράσουμε σαν ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ – πετώντας όλα τα πολιτισμικά σκουπίδια – μπορούμε να απελευθερωθούμε, να ΔΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, να ΕΝΕΡΓΗΣΟΥΜΕ ΣΩΣΤΑ, να ΖΗΣΟΥΜΕ ΑΛΗΘΙΝΑ.

Πρακτικά όμως το ΠΩΣ γίνεται αυτό είναι μια άλλη υπόθεση. Είμαστε εγκλωβισμένοι στην λειτουργία της σκέψης, σε νοοτροπίες, πολιτισμικά στερεότυπα, τρόπους ζωής. Αν όμως δεν ελευθερωθούμε από όλα αυτά δεν θα μπορέσουμε ποτέ να Ζήσουμε Αληθινά, σαν Άνθρωποι Ανάμεσα σε Ανθρώπους.

Αυτή την ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ για την οποία μιλάμε πρέπει να την κάνουμε ΕΔΩ, ΤΩΡΑ, όχι κάποτε στο μέλλον.

Ο ΜΟΝΟΣ ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΑΡΟΝ που Ρέει με όλα τα Φυσικά Περιστατικά (αυτά που συμβαίνουν).

Ο «χρόνος» που δημιουργείται από την σκέψη, είναι απλά μια κατασκευή, κάτι υποθετικό, κάτι φανταστικό.

Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ, ΤΩΡΑ, ΟΛΟΚΛΗΡΩΝΕΤΑΙ ΚΑΘΕ ΣΤΙΓΜΗ, ΔΕΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΕΤΑΙ ΚΑΠΟΥ…

Το Βασίλειο του Διαλογισμού: Αγκαλιάζοντας το Απόλυτο Παρόν


Στα βάθη της ανθρώπινης συνείδησης, ο Πραγματικός Διαλογισμός είναι ένα ταξίδι στο Απόλυτο Παρόν. Είναι μια αδιάκοπη εμπλοκή με τη συνεχή ροή της ζωής, μια κατάσταση Πλήρους Προσοχής που διατηρεί άμεση επαφή με την εκτυλισσόμενη πραγματικότητα. Αυτό το μονοπάτι απαιτεί απελευθέρωση από τα όρια της σκέψης, της γνώσης, των αναμνήσεων και των εμπειριών. Απαιτεί μια υπέρβαση του ίδιου του χρόνου, επιτρέποντας ένα όραμα που δεν θολώνεται από τις κατασκευές του νου. Αυτή η κατάσταση του Πλήρους Απελευθερωμένου Οράματος είναι η ουσία του Πραγματικού Διαλογισμού.

Ζώντας σε Αληθινή Εγρήγορση

Το να διαλογίζεσαι σημαίνει να ζεις σε αληθινή εγρήγορση. Είναι να απαλλαγείτε από τις αυταπάτες που δημιουργεί η σκέψη και να απορρίψετε τις σταθερές, μόνιμες εικόνες που κατασκευάζει η σκέψη. Όταν δεν είμαστε σε αυτή την κατάσταση, παγιδευόμαστε σε έναν εικονικό κόσμο δυαδικότητας και χωρισμού, υποστηρίζοντας έναν ψεύτικο εαυτό. Αυτός ο ψεύτικος εαυτός, στις προσπάθειές του να απελευθερωθεί και να επιτύχει τη φώτιση, εμπλέκεται σε πράξεις που είναι εγγενώς ψευδείς. Καμία προσπάθεια δεν μπορεί να απελευθερώσει ένα κατασκεύασμα από το δικό του εγγενές ψεύδος.

Η Ψευδαίσθηση του Ψεύτικου Εαυτού

Ένα λανθασμένο πρόβλημα δημιουργεί ψευδείς λύσεις, οδηγώντας σε άχρηστα και μη ευεργετικά αποτελέσματα. Ο ψεύτικος εαυτός, όσο σκληρά κι αν προσπαθεί, δεν μπορεί να ξεφύγει από τα όρια του - απλώς παραμένει στην ύπαρξή του. Η αληθινή λύση βρίσκεται στο να δούμε την αλήθεια αυτού που συμβαίνει. Το να είσαι σε άμεση επαφή με τα πραγματικά συμβάντα της παρούσας στιγμής σημαίνει να συνειδητοποιήσεις ότι ο ψευδής εαυτός είναι ένα απλό κατασκεύασμα σκέψης. Αυτή η συνειδητοποίηση διαλύει την ψευδαίσθηση, φέρνοντας μια εσωτερική γαλήνη που ακτινοβολεί προς τα έξω.

Διαλύοντας Παραισθήσεις

Σκεφτείτε να περπατάτε τη νύχτα και να παρερμηνεύετε τις σκιές με τέρατα. Η λύση δεν είναι να υποκύψετε στον φόβο ή να πολεμήσετε με ανύπαρκτα πλάσματα. Αντίθετα, πρέπει να αναγνωρίσουμε την αυταπάτη - ότι οι αθώες σκιές έχουν παρερμηνευθεί ως απειλητικές μορφές. Αυτή η κατανόηση επιφέρει μια βαθιά αλλαγή. Η αυταπάτη διαλύεται και βρίσκει κανείς την αλήθεια μέσα του. Η κατανόηση είναι το μονοπάτι του διαλογισμού. Είναι η ίδια η ουσία της Απελευθέρωσης.

Το Μονοπάτι του Διαλογισμού

Ο διαλογισμός δεν είναι μια πρακτική που περιορίζεται σε συγκεκριμένες ώρες ή μέρη. Είναι μια συνεχής κατάσταση ύπαρξης, μια αδιάκοπη ενασχόληση με το παρόν. Είναι η άμεση εμπειρία της ζωής καθώς εκτυλίσσεται, απαλλαγμένη από τις στρεβλώσεις της σκέψης. Σε αυτή την κατάσταση, βλέπουμε ξεκάθαρα, απεριόριστα από το παρελθόν ή τις προβλέψεις του μέλλοντος. Ασχολούμαστε με τον κόσμο όπως είναι, όχι όπως τον φανταζόμαστε.

Αληθινή Απελευθέρωση

Η Αληθινή Απελευθέρωση είναι η συνειδητοποίηση ότι ο ψευδής εαυτός και τα προβλήματά του είναι απλά κατασκευάσματα σκέψης. Όταν παύουμε να υποστηρίζουμε αυτές τις κατασκευές, επιστρέφουμε στη φυσική κατάσταση της ύπαρξης. Αυτή η κατάσταση χαρακτηρίζεται από ειρήνη, διαύγεια και βαθιά αίσθηση σύνδεσης με την παρούσα στιγμή. Είναι μια κατάσταση αληθινής ελευθερίας, όπου δεν είμαστε πλέον δεσμευμένοι από τις ψευδαισθήσεις του νου.

Κατανόηση και Απελευθέρωση

Η κατανόηση είναι και το μονοπάτι και ο στόχος του διαλογισμού. Είναι η διαδικασία να δούμε μέσα από τις ψευδαισθήσεις που δημιουργούνται από τη σκέψη και να αναγνωρίσουμε την αλήθεια αυτού που συμβαίνει στην παρούσα στιγμή. Αυτή η κατανόηση φέρνει την απελευθέρωση, απελευθερώνοντάς μας από τα όρια του ψεύτικου εαυτού και τα απατηλά προβλήματά του. Είναι μια επιστροφή στη φυσική κατάσταση της ύπαρξης, όπου ζούμε σε αρμονία με τη ροή της ζωής.

Συμπέρασμα

Το Βασίλειο του Διαλογισμού είναι ένα ταξίδι στην καρδιά της πραγματικότητας. Είναι μια συνεχής ενασχόληση με την παρούσα στιγμή, απαλλαγμένη από τις στρεβλώσεις της σκέψης και τις ψευδαισθήσεις του ψευδούς εαυτού. Μέσω της κατανόησης, επιτυγχάνουμε την αληθινή απελευθέρωση, επιστρέφοντας σε μια κατάσταση ειρήνης, διαύγειας και σύνδεσης με την εκτυλισσόμενη πραγματικότητα. Αυτή είναι η ουσία του Πραγματικού Διαλογισμού—μια ζωή που ζούμε στο Απόλυτο Παρόν, σε αρμονία με την αιώνια ροή της ύπαρξης.

Η Αλήθεια: Ζώντας στο Αιώνιο Τώρα

Στην ταπισερί της ύπαρξης, η Αλήθεια βρίσκεται στο παρόν, στην ουσία αυτού που συμβαίνει εδώ και τώρα. Το να βλέπεις και να κατανοείς αληθινά τα γεγονότα που εκτυλίσσονται σημαίνει να αποκαλύπτεις την Αλήθεια, η οποία με τη σειρά της αποκαλύπτει τους κατάλληλους τρόπους αντίδρασης και εξέλιξης. Αυτή η κατανόηση μας ωθεί μπροστά στη ζωή, επιτρέποντας την ανάπτυξη και τη μεταμόρφωση. Η πράξη του να βλέπεις - το να είσαι πλήρως ξύπνιος τη στιγμή - είναι μια δυναμική διαδικασία που ανανεώνεται συνεχώς, ενσωματώνοντας την ουσία της Αληθινής Ζωής.

Η ουσία της ζωντανής αλήθειας

Το να Ζεις την Αλήθεια είναι άμεσο, μια άμεση εμπειρία που εμφανίζεται σε πραγματικό χρόνο. Είναι η διαρκώς ανανεούμενη επαφή με την Πραγματικότητα, μια συνεχής ροή μέσα από το αιώνιο παρόν. Αυτή η σύνδεση απαιτεί ενέργεια και συνεχή δράση, μια συνεχή ενασχόληση με την παρούσα στιγμή. Για όσους δεν είναι συνηθισμένοι σε μια τέτοια ζωή, μπορεί να είναι εξαντλητική. Ωστόσο, για όσους το ασπάζονται, γίνεται μια ανεξάντλητη πηγή ανανέωσης, γαλήνης και ευδαιμονίας.

Η ψευδαίσθηση των νοητικών κατασκευών

Σε μια προσπάθεια να εξοικονομήσουν ενέργεια και να απλοποιήσουν τις εμπειρίες τους, οι άνθρωποι έχουν ιστορικά δημιουργήσει σταθερές εικόνες και έννοιες, αποθηκεύοντάς τις στη μνήμη. Αυτή η διαδικασία οδήγησε στο σχηματισμό ενός παράλληλου, εικονικού σύμπαντος - ενός νοητικού αντιγράφου της πραγματικότητας. Το λάθος δεν έγκειται στη σκέψη ή τη μνήμη ως λειτουργίες αλλά στην κακή χρήση τους. Σε αντίθεση με τα ζώα, που χρησιμοποιούν αυτές τις λειτουργίες με φυσικό τρόπο, οι άνθρωποι έχουν μετατρέψει τη σκέψη σε ένα περίπλοκο σύστημα που συχνά οδηγεί σε παραμόρφωση και ασθένειες.

Το θεμελιώδες πρόβλημα με την ανθρώπινη σκέψη είναι ότι προσπαθεί να επιβάλει σταθερότητα σε μια πραγματικότητα που είναι εγγενώς ρευστή. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα έναν στατικό, απολιθωμένο κόσμο εννοιών και αντικειμένων που έρχεται σε έντονη αντίθεση με τη συνεχή ροή των εξωτερικών φαινομένων. Οι άνθρωποι παγιδεύονται σε αυτό το νοητικό κατασκεύασμα, μεγαλώνοντας γενιές μέσα στα όριά του, διαιωνίζοντας έναν κύκλο ψευδαισθήσεων.

Ζώντας σε άμεση επαφή με την πραγματικότητα

Η Αλήθεια είναι εδώ, τώρα, σε άμεση επαφή με την πραγματικότητα. Το να ζεις την Αλήθεια σημαίνει να τη βιώνεις, να την ενσωματώνεις και να περπατάς μέσα της. Αυτό δεν είναι μια θεωρία, διδασκαλία ή πρακτική, αλλά ο ίδιος ο ιστός της ζωής. Είτε ζούμε αληθινά, σε άμεση επαφή με την πραγματικότητα, είτε ονειρευόμαστε μέσα στα όρια της σκέψης. Στην ουσία υπάρχει μόνο η Αλήθεια. Οι κατασκευές της σκέψης, συμπεριλαμβανομένου του εγώ, είναι απλές ψευδαισθήσεις - φαινόμενα χωρίς πραγματική ουσία.

Ο κόσμος της σκέψης είναι ένα βασίλειο ψυχικών απολιθωμάτων, όπου βασιλεύει η δυαδικότητα. Εδώ, οι σταθερές οντότητες δημιουργούν την ψευδαίσθηση ενός ξεχωριστού υποκειμένου και αντικειμένου, οδηγώντας σε μια κατακερματισμένη αντίληψη της πραγματικότητας. Αυτός ο δυϊστικός κόσμος γεννά αντίθετα - αλήθεια και ψέμα, καλό και κακό, πάνω και κάτω. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το εγώ (ένα κατασκεύασμα της σκέψης) γίνεται το κέντρο της ψυχολογικής συμπεριφοράς, οδηγώντας τα άτομα να αναζητήσουν την αλήθεια, τη γνώση, την ευτυχία και άλλα αντιληπτά αγαθά.

Το Ψευδοπρόβλημα του Εγώ

Η αναζήτηση της Αλήθειας από την οπτική γωνία του εγώ είναι ένα ψευδοπρόβλημα. Το εγώ, ένα κατασκεύασμα της σκέψης, αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως πραγματικό και επομένως βλέπει τον κόσμο της δυαδικότητας ως πραγματικό. Αναζητά μια κατασκευασμένη «Αλήθεια» ως αντίθετο της πλάνης και της άγνοιας, θέτοντας την ως απτό στόχο. Ωστόσο, το εγώ, ως ψεύτικο κατασκεύασμα, δεν μπορεί να αποκτήσει την Αληθινή Αλήθεια. Οι δραστηριότητες του εγώ, είτε προσευχή, διαλογισμός ή άλλες επιδιώξεις, παραμένουν στη σφαίρα της σκέψης και της ψευδαίσθησης.

Οι άνθρωποι ζουν σε ένα μεταφορικό Σπήλαιο Σκιών, παρεξηγώντας το με τον πραγματικό κόσμο. Ανεξάρτητα από τις προσπάθειές τους, δεν μπορούν να βρουν δρόμο προς την Αλήθεια, αρκεί να καθοδηγούνται από το εγώ. Δεν υπάρχει δρόμος προς την Αλήθεια για το εγώ γιατί το ίδιο το εγώ είναι ψέμα.

Το απλό γεγονός της θέασης

Η λύση βρίσκεται στην απλή πράξη του Βλέπειν. Πρέπει να δούμε τη φύση της σκέψης, πώς δημιουργείται το εγώ και την ψευδαίσθηση της δυαδικότητας και της σωτηρίας. Αυτό δεν απαιτεί πολύπλοκη ανάλυση. Απαιτεί διάθεση για άμεση αντίληψη της πραγματικότητας, χωρίς τις στρεβλώσεις της σκέψης. Έχουμε την επιθυμία να το κάνουμε αυτό; Αν ναι, πρέπει απλώς να το κάνουμε. Διαφορετικά, χάνουμε ενέργεια και χρόνο κυνηγώντας μια ψεύτικη αλήθεια που ορίζεται από το εγώ.

Αγκαλιάζοντας τη Ζωντανή Αλήθεια

Το να αγκαλιάζεις τη Ζωντανή Αλήθεια σημαίνει να βγαίνεις από τις σκιές της σκέψης και στο φως της άμεσης εμπειρίας. Είναι να ρέεις με το αιώνιο παρόν, να ασχολείσαι με την πραγματικότητα με έναν τρόπο που είναι άμεσος, δυναμικός και αληθινός. Αυτός είναι ο δρόμος προς την αληθινή ειρήνη και ευδαιμονία, μια ζωή που ζει σε αρμονία με την αιώνια ροή της ύπαρξης. Είναι η απόλυτη απελευθέρωση, η συνειδητοποίηση ότι η Αληθινή Ζωή είναι εδώ και τώρα, στην άμεση, διαρκώς ανανεούμενη επαφή με την Πραγματικότητα.

Ζώντας στο Παρόν - Ο Δρόμος της Αλήθειας

Ζώντας στο Παρόν


Πάντα, ο χρόνος της ανθρώπινης σκέψης αφήνει πίσω όσα έγιναν, και καλά και κακά, κι η Ζωή Αναβλύζει την Στιγμή που Ζούμε Φρέσκια, σαν το ολόδροσο νερό της πηγής… μόνο οι ανόητοι δένονται με το παρελθόν.

Όποιος είναι εξοικειωμένος με τον Ουρανό και την γη γνωρίζει τα μυστικά της ύπαρξης, κι ειρηνικά πορεύεται, και σε εύφορες κοιλάδες και σε ερήμους.

Στον Κόσμο, στην σκέψη των ανθρώπων, σε κάθε εξέλιξη της αντίληψης υπάρχει πάντα Μια Και Μοναδική Κορυφή, ο Θεός.

Η Αλήθεια δεν έχει ανάγκη από υπεράσπιση. Στο τέλος, πάντα επικρατεί.

Στην αντίληψη των ανθρώπων τον μεγαλύτερο ρόλο τον παίζει, όχι η άμεση αντίληψη αυτού που υπάρχει, αλλά η φαντασία των ανθρώπων που οικοδομεί την εικόνα αυτού που θα έπρεπε να είναι… έτσι όμως οι άνθρωποι λοξοδρομούν από την Πραγματικότητα.

Η Νοημοσύνη, επειδή Ζει στο Παρόν, είναι αναγκασμένη να «αυτοσχεδιάζει» σύμφωνα με τα γεγονότα. Μόνο η σκέψη των ανθρώπων φτιάχνει σχέδια και προσπαθεί να προσαρμόσει στα σχέδια την Πραγματικότητα, αλλά η Πραγματικότητα Ακολουθεί τον Δικό της Δρόμο, δεν ακολουθεί ποτέ την φαντασία των ανθρώπων.

Για τον Φωτισμένο άνθρωπο δεν υπάρχουν καλοί και κακοί άνθρωποι, υπάρχουν καλοί άνθρωποι κι άνθρωποι που ακολουθούν λάθος δρόμο.

Ο Δρόμος της Αλήθειας

Στον Δρόμο για το Αληθινό, πάντα, είναι λάθος να πεις έφτασα. Η Αλήθεια δεν γίνεται κτήμα κανενός εγώ… Θα έχεις φτάσει πραγματικά όταν δεν θα υπάρχει Ούτε «Αλήθεια», ούτε «κάποιος» να αποκτήσει εμπειρία της… ούτε προσπάθεια ακόμα, παρά μόνο Ατέλειωτη Ειρήνη.

Ούτε Απόλυτο Υπάρχει, ούτε Φώτιση, για το εγώ που σκαρφαλώνει στο βουνό της σκέψης. Αυτά «Εμφανίζονται» όταν σβήνει το εγώ… αλλά, δεν υπάρχει κανείς εκεί για να τα «δει»… Υπάρχει Μόνο Φως και Μακαριότητα.

Ο Αληθινός Σκοπός της Ζωής είναι να Περάσουμε «Πέραν», όχι να αφοσιωνόμαστε σε εγκόσμιους σκοπούς και να χανόμαστε σε επίγεια προβλήματα.. ολόκληρη η Δημιουργία είναι μονάχα ένα όνειρο.

Υπάρχει μονάχα ένας τρόπος να απελευθερωθείς από τα δεσμά που σε δένουν στο κόσμο, να τα εγκαταλείψεις όλα. Υπάρχει μονάχα ένας Δρόμος που Οδηγεί στην Αλήθεια, η ταπεινότητα, η εξάλειψη του εγώ. Υπάρχει μονάχα Ένας Ουρανός, ο Ουρανός της Αιωνιότητας.

Μονάχα τα Οράματα που είναι φτιαγμένα από Ουρανό βγαίνουν αλήθεια. Τα οράματα της νύχτας, που είναι φτιαγμένα από σκέψη, πάντα τελειώνουν με την Ανατολή της Αλήθειας

Μονάχα τότε ο άνθρωπος βλέπει ολοκάθαρα, όταν σβήνουν οι σκέψεις κι οι αισθήσεις καταλαγιάζουν. Τότε μονάχα ο Κόσμος είναι Φωτεινός κι ο Δρόμος της Αιωνιότητας ανοιχτός και ο Ορίζοντας χωρίς τέλος.

Τον Ουρανό και την Κόλαση, μόνοι τους οι άνθρωποι χτίζουν, σκέψη την σκέψη, πράξη την πράξη.

Πώς αλλάζουν τα μυαλά;

Δύο ψυχολόγοι στο Χάρβαρντ, ο Jerome Bruner και ο Leo Postman, έκαναν ένα πείραμα με τραπουλόχαρτα. Έδειχναν διαφάνειες με εικόνες χαρτιών τράπουλας και ζητούσαν από το υποκείμενο να αναγνωρίζει το χαρτί, να λέει τι βλέπει φωναχτά («3 καρό» ή «άσος κούπα») και μετά να πατάει ένα κουμπί για να προχωρήσει στην επόμενη διαφάνεια.

Όμως τα υποκείμενα δε γνώριζαν ότι οι πειραματιστές ανάμεσα στα τραπουλόχαρτα που τους έδειχναν είχαν φυτέψει και μερικές “ανωμαλίες“, κάρτες δηλαδή που δεν υπάρχουν σε μια κανονική τράπουλα. Περιστασιακά τους εμφανίζονταν για παράδειγμα μαύρες καρδιές ή κόκκινα μπαστούνια. Στην αρχή, τα άτομα δεν πρόσεχαν τις νέες κάρτες και εκφωνούσαν τα ονόματά τους σαν να ήταν κανονικά και οικεία. Όμως, μέσα στην άγνοιά τους, ο εγκέφαλός τους παρατήρησε ότι κάτι δεν πάει καλά και οι χρόνοι απόκρισής τους αυξάνονταν όλο και περισσότερο όσο πιο συχνά εμφανιζόταν μια περίεργη κάρτα.

Οι πειραματιστές ολοένα και αύξαιναν τον αριθμό των ανωμαλιών μέσα στο δείγμα. Τα περισσότερα άτομα συνέχισαν να αναγνωρίζουν εσφαλμένα τις ανωμαλίες ως φυσιολογικές, αλλά άρχισαν επίσης να αναφέρουν ότι ένιωθαν κάποια δυσφορία. Όταν έβλεπαν μια κάρτα με λάθος χρώμα, συχνά έλεγαν ότι τους φαινόταν γκριζοκαφέ, κοκκινόμαυρη ή ακόμα και μοβ. Ένιωθαν ότι κάτι δεν πάει καλά, αλλά δεν μπορούσαν να εντοπίσουν τι ήταν και οι χρόνοι απόκρισής τους άρχισαν να μεγαλώνουν καθώς συλλογίζονταν τη σύγχυσή τους.

Όταν οι επιστήμονες έβαλαν ακόμη περισσότερες κάρτες με λάθος χρώμα, ορισμένοι άρχισαν να βιώνουν αυτό που οι επιστήμονες ονόμασαν «αντιληπτική κρίση». Όταν εμφανιζόταν κάποια ψεύτικη κάρτα, τα μισά από τα υποκείμενα άρχισαν να λένε πράγματα όπως “Θα είμαι χαζός αν μου πείτε ότι αυτό είναι κόκκινο;” Ή «καλά, δεν είμαι σίγουρος τώρα πώς μοιάζει το μπαστούνι! Θα τρελαθούμε;!”

Τελικά, μετά από κάποιο εκτεταμένο γνωστικό σκίρτημα, τα υποκείμενα έφτασαν σε αυτό που οι Bruner και Postman ονόμασαν «το σοκ της αναγνώρισης». Σε μια ξαφνική, συναρπαστική επιφοίτηση, συνειδητοποίησαν ότι κάποιες από τις κάρτες είχαν “πειραχτεί”. Ε βέβαια γι’ αυτό τους φαινόταν τόσο περίεργες! Αναστέναζαν ανακουφισμένοι. «αχα! ναι βρε οι κάρτες έχουν λάθος χρώμα!». Και από εκείνο το σημείο και μετά, αντί να προσπαθούν να κάνουν τις ανωμαλίες να ταιριάζουν με τις προσδοκίες τους, άλλαξαν τις προσδοκίες τους για να εξηγήσουν το νέο είδος κάρτας. Μόλις αποδέχτηκαν ότι τα χρώματα μπορεί να είναι λάθος, μπόρεσαν να τα δουν όπως ήταν. Στη συνέχεια τις αναγνώρισαν αμέσως και αβίαστα και οι χρόνοι απόκρισής τους επέστρεψαν στο φυσιολογικό.

Στα καρτούν όταν κάποιος συλλαμβάνει μια ιδέα ή επιλύει ένα πρόβλημα, το απεικονίζουν συνήθως με ένα φλας, μια έκλαμψη φωτός που βγαίνει από τον εγκέφαλο. Κάτι σαν το φαινόμενο Zeeman, που ανακάλυψε ότι φως παράγεται όταν τα ηλεκτρόνια «πέφτουν» από μία τροχιά που βρίσκεται μακρύτερα από τον πυρήνα σε μια κοντινότερη τροχιά. Έτσι και οι άνθρωποι, ισορροπούν καθώς μπαίνουν σε μια νέα τροχιά σκέψεων.

Στο βιβλίο του “Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων“, ο Thomas Kuhn αναφέρει ότι το πείραμα Bruner και Postman απεικόνισε τέλεια πώς αλλάζουν τα μυαλά. Ενώ στην αρχή, οι κάρτες με λάθος χρώμα τους ήταν αόρατες, καθώς οι ανωμαλίες έγιναν πάρα πολλές για να αγνοηθούν, προσπάθησαν να τις ενσωματώσουν στα υπάρχοντα μοντέλα τους. Άρχισαν να σκέφτονται μια μέση λύση του τύπου «δεν είναι και πολύ κόκκινη». Όταν η αφομοίωση αυτή απέτυχε, ο εγκέφαλός τους ενέδωσε και δημιούργησε μια νέα αντίληψη: είναι κάρτες που πειράχτηκαν.

Όταν υποπτευόμαστε για πρώτη φορά ότι μπορεί να κάνουμε λάθος, όταν οι προσδοκίες μας διαψεύδονται, αρχίζουμε να νιώθουμε άβολα και αντιστεκόμαστε προσπαθώντας να προσαρμόσουμε τα τρέχοντα μοντέλα της πραγματικότητας στα προηγούμενα πιστεύω μας. Μόνο όταν ο εγκέφαλος αποδεχθεί ότι το υπάρχον μοντέλο του δε θα επιλύσει ποτέ τις ασυμφωνίες, κάνει update, το ενημερώνει δηλαδή, λειαίνοντας το έδαφος για να υποδεχτεί τη νέα αντίληψη. Το αποτέλεσμα είναι μια αποκάλυψη, η συνειδητοποίηση ότι το μυαλό μας είναι τελικά αυτό που άλλαξε αυτό που μας προβλημάτιζε, όχι αυτή καθαυτή η αλλαγή.

Ο Kuhn πίστευε ότι «η καινοτομία αναδύεται μόνο με δυσκολία, που εκδηλώνεται με αντίσταση, σε ένα υπόβαθρο που παρέχεται από την προσδοκία». Με άλλα λόγια, όταν δεν ξέρουμε αυτό που δεν ξέρουμε, στην αρχή βλέπουμε μόνο αυτό που περιμένουμε να δούμε, ακόμα και όταν αυτό που βλέπουμε δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες μας. Όταν έχουμε αυτή την αίσθηση ότι «μπορεί να κάνω λάθος», αρχικά προσπαθούμε να το εξηγήσουμε, ερμηνεύοντας την καινοτομία ως επιβεβαίωση, αναζητώντας στοιχεία ότι τα μοντέλα μας εξακολουθούν να είναι σωστά, δημιουργώντας αφηγήσεις που δικαιολογούν τη διατήρηση των προκατειλημμένων αντιλήψεών μας. Εκτός και αν ανατραπούν σε μεγάλο βαθμό, τα μοντέλα μας πρέπει να μας απογοητεύσουν μερικές φορές προτού αρχίσουμε να τα συνταιριάζουμε.

Όταν αυτό συμβαίνει στην επιστήμη, ο Kuhn το ονομάζει «αλλαγή παραδείγματος», είναι εκείνη η στιγμή που ένα μοντέλο που δεν μπορεί να ενσωματώσει τις ανωμαλίες του αποσύρεται για ένα άλλο που μπορεί. Ως παραδείγματα για το πόσο γρήγορα μπορεί να συμβεί αυτό, έδειξε τις οπτικές ψευδαισθήσεις που μπορούν να φανούν με δύο διαφορετικούς τρόπους όπως το παπιοκουνέλι της παραπάνω εικόνας, που μοιάζει με πάπια όταν το βλέπει κανείς με έναν τρόπο και κουνέλι όταν το βλέπει με άλλον τρόπο. Ο Kuhn πρότεινε ότι όταν “ενημερώνουμε“, δεν αλλάζουν τα στοιχεία, αλλά η δική μας ερμηνεία. Ο φυσικός κόσμος παραμένει ο ίδιος από το ένα παράδειγμα στο άλλο, αλλά καθώς οι ανωμαλίες στις εξηγήσεις μας δημιουργούνται με την πάροδο του χρόνου, απαιτούν από εμάς να αναζητήσουμε διαφορετικές εξηγήσεις για αυτό που προηγουμένως πιστεύαμε ότι είχε διευθετηθεί και κατανοηθεί.

Ο Jean Piaget συμφώνησε με πολλά από αυτά που είχε πει ο Kuhn, αλλά διαφώνησε σε ένα σημαντικό σημείο. Η έρευνά του πάνω στην ανάπτυξη των παιδιών κατά τη διάρκεια των διαφόρων σταδίων προτείνει ότι τα παλιά μοντέλα δεν πετιούνται ποτέ. Αντίθετα, χτίζουμε πάνω τους. Έβλεπε το μυαλό να αλλάζει σαν ένα είδος πλοίου του Θησέα, που αντικαθιστούσαν σιγά-σιγά τα πράγματα ενώ βρισκόταν στη θάλασσα, ώστε να μην κινδυνεύσει ποτέ να βυθιστεί.

Αυτό που ο Kuhn ονόμασε αλλαγή παραδείγματος, ο Piaget το είδε σαν μια στιγμή ολοκλήρωσης, όχι αντικατάστασης. Έγραψε ότι όλη η γνώση, «όσο νέα κι αν είναι, δεν είναι ποτέ αρχική και εντελώς ανεξάρτητη από την προηγούμενη γνώση. Είναι μόνο μια αναδιοργάνωση, προσαρμογή, διόρθωση ή προσθήκη σε σχέση με την υπάρχουσα γνώση. Ακόμη και πειραματικά δεδομένα άγνωστα μέχρι ένα ορισμένο χρονικό διάστημα πρέπει να ενσωματωθούν με την υπάρχουσα γνώση. Αλλά αυτό δεν συμβαίνει από μόνο του. Χρειάζεται μια προσπάθεια αφομοίωσης και προσαρμογής».

Ο Piaget πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του γράφοντας για το πώς οι εγκέφαλοι δημιουργούν γνώση από την εμπειρία. Ήταν ανένδοτος ότι η δημιουργία της υποκειμενικής μας πραγματικότητας, και επομένως η κατανόησή μας για τον κόσμο, της ίδιας της γνώσης, ήταν μια ενεργή διαδικασία και όχι μια κατάσταση.

Για παράδειγμα, όταν ένα παιδί βλέπει για πρώτη φορά ένα μικρό ζώο με τέσσερα πόδια και μια ουρά και ένας γονιός του λέει: «Σκύλος!» το παιδί στη συνέχεια δημιουργεί μια κατηγορία για μη ανθρώπινα ζώα με τέσσερα πόδια. Αργότερα, όταν το ίδιο παιδί βλέπει ένα άλογο και λέει: «Σκύλος!» ο γονιός πρέπει να το διορθώσει. «Όχι, αυτό είναι άλογο». Εκείνη τη στιγμή, το παιδί εγκαταλείπει το μοντέλο του, αναθεωρώντας την παλιά κατηγορία που κάποτε περιλάμβανε όλα τα τετράποδα και δημιουργώντας μια νέα με χώρο για ακόμη περισσότερες.

Για τον Piaget, οι οργανισμοί προσαρμόζονται συνεχώς στην επιδίωξη να κάνουν το περιβάλλον τους βέλτιστο μέχρι να νιώσουν ότι έχουν κατακτήσει επαρκώς αυτό το περιβάλλον. Όταν φτάνουν σ αυτό το σημείο το ονόμασε «ισορροπία».

Η εξισορρόπηση είναι αφομοίωση, «ενσωμάτωση νέων πληροφοριών σε προϋπάρχουσες δομές» και προσαρμογή, «αλλαγή και οικοδόμηση νέων δομών για την κατανόηση των πληροφοριών».

Εν κατακλείδι. Ο εγκέφαλος είναι κάτι εύπλαστο, που πάντα μαθαίνει, πάντα ενημερώνεται, αλλά προχωρά με προσοχή, με τέτοιο ρυθμό που να αποφεύγει τον κίνδυνο, θέλει να νοιώθει καλά, σιγουριά, απεχθάνεται το χάος και να του τραβάνε το χαλί κάτω από τα πόδια. Εκείνες τις στιγμές που πλήττονται τα πιστεύω μας, κινδυνεύουν οι προσδοκίες μας και τα γεγονότα δε συμβαδίζουν με την πραγματικότητα, αρχίζουμε να βιώνουμε αβεβαιότητα, νοιώθουμε μια βασανιστική ανισορροπία. Για να επιλυθεί αυτή η κατάσταση ή θα οδηγηθούμε σε γνωστική ασυμφωνία ή πρέπει να κάνουμε update, να αλλάξουμε. Βέβαια, ακόμη και όταν κάνουμε την “αναβάθμιση” το θεωρούμε πάντα επίτευγμα δικό μας ακόμη και αν είναι έργο άλλων…

Δεν υπάρχουν όρια ανάμεσα στον ηρωισμό και την προδοσία

Στη Σαλαμίνα πολέμησαν, βέβαια, και οι Σπαρτιάτες. Αλλά, λίγο με το ζόρι. Ο Σπαρτιάτης αρχηγός του Ελληνικού στόλου Ευρυβιάδης επιχειρεί να την κοπανήσει καναδυό φορές, όμως ο Θεμιστοκλής βρίσκει τρόπο να τον επαναφέρει και στην τάξη και στη μάχη.

Η παρουσία και μόνο Σπαρτιατών σ’ ένα οποιοδήποτε πεδίο μάχης ήταν επαρκής λόγος για μια επαρκή αναπτέρωση του ηθικού και των μη Σπαρτιατών στρατιωτών.

Γνωρίζοντας, λοιπόν, ο Θεμιστοκλής την πλήρη ανεπάρκεια της «ελληνικής εθνικής συνειδήσεως» από μέρους των Σπαρτιατών, όπως θα λέγαμε σήμερα που οι Σπαρτιάτες θέλουν να εμφανίζονται κι αυτοί σαν ακραιφνείς Έλληνες όπως όλοι οι άλλοι Έλληνες, αμέσως μετά την τρομερή ναυμαχία της Σαλαμίνας το χειμώνα του 480 π.Χ. πηγαίνει στη Σπάρτη όπου, ναι μεν γίνεται δεκτός με τιμές ήρωα, όμως αποτυγχάνει να πείσει τους περιστασιακούς των Αθηναίων συμμάχους, που ενεργοποιούνται μόνο όταν νιώσουν πως απειλούνται κι οι ίδιοι, πως είναι ανάγκη να συνεχιστεί η συμμαχία. Διότι ο κατά ξηράν αρχηγός του περσικού στρατού, ο Μαρδόνιος, έχει στρατοπεδεύσει στη Θεσσαλία.

Καρδαμωμένοι λοιπόν οι Πέρσες απ’ τα πλούσια ελέη της θεσσαλικής γης, που οι άρχοντες του τόπου τα έθεσαν γενναιόδωρα στη διάθεσή τους, ετοιμάζονται για μια τελευταία προσπάθεια υποταγής και των περιοχών εκείνων της Ελλάδας που δεν είχαν προς το παρόν υποταγεί ή που δεν είχαν μηδίσει, πράγμα που από πραχτική άποψη είναι το ίδιο. Μ’ αυτή την κίνηση που ετοιμάζει ο Μαρδόνιος στην κατά τα άλλα ελληνικότατη Θεσσαλία, θα δινόταν ο χρόνος στο ρημαγμένο απ’ τη Σαλαμίνα περσικό στόλο να ανασυνταχτεί και να ξαναεπιτεθεί.

Ο Θεμιστοκλής δεν κατάφερε να πείσει τους Σπαρτιάτες για τον επικρεμάμενο και επί της δικής τους κεφαλής κίνδυνο, προφανώς γιατί δεν πίστευαν οι δύσπιστοι Λακεδαιμόνιοι πως ο Μαρδόνιος με τους 50.000 περίπου στρατιώτες, που είχαν αποσπαστεί απ’ το κυρίως εκστρατευτικό σώμα, θα τολμούσε να περάσει τον Ισθμό της Κορίνθου, που για τους Σπαρτιάτες ήταν το προς Βορράν όριο ασφαλείας, αλλά και το σύνορο ανάμεσα στη σπαρτιατική και την αθηναϊκή ζώνη επιρροής, όπως θα λέγαμε σήμερα.

Όταν ο Θεμιστοκλής επέστρεψε άπρακτος στην Αθήνα, οι συμπατριώτες του θύμωσαν τόσο για τούτη τη διαπραγματευτική του αποτυχία (τους είχε συνηθίσει, βλέπεις, σε επιτυχίες), που του αφαίρεσαν αμέσως τον τίτλο του στρατηγού, λίγους μόλις μήνες μετά το θρίαμβό του στη Σαλαμίνα. Ίσως να ήταν βέβαιοι οι Αθηναίοι πως αυτή τη φορά, δεν τους σώζει τίποτα, ούτε καν η μεγαλοφυία του Θεμιστοκλή, που έμοιαζε να έχει εξαντλήσει τις ικανότητές του σε κείνη την τιτάνεια προσπάθεια στη Σαλαμίνα, που από πολιτικής απόψεως ήταν ακόμα πιο δύσκολη.

Την τραγική μοίρα του Θεμιστοκλή θα τη δούμε στο επόμενο κείμενο που θα του είναι αφιερωμένο ολόκληρο, έτσι, τιμής ένεκεν που λεν και οι λόγιοι. Σήμερα θα παραμείνουμε στην χωρίς τον Θεμιστοκλή μάχη των ΓΙλαταιών, όπου ο επικεφαλής των Αθηναίων στρατιωτών Αριστείδης, ο επιλεγόμενος Δίκαιος, τον οποίο ο Θεμιστοκλής στην αρχή της πολιτικής του καριέρας είχε εξορίσει, αλλά που τον είχε χρησιμοποιήσει ωστόσο με επιτυχία στη Σαλαμίνα, τα ’κάνε ρόιδο, κατά το δη λεγόμενον.

Πρέπει να πούμε, πάντως, πριν μπούμε στον αγώνα, πως τούτη η περίεργη μάχη, που ακόμα προβληματίζει τους ιστορικούς της στρατιωτικής τέχνης (η οποία, ως γνωστόν, δεν ανήκει στις... καλές τέχνες), δεν θα γινόταν αν δεν αποτύγχαναν ως διπλωμάτες και οι Πέρσες. Που πιθανώς θα κάθονταν για λίγο ακόμα ήσυχα στο όμορφο περιβάλλον της ελληνικής Θεσσαλίας κι ύστερα θα έφευγαν για την πατρίδα τους να δουν επιτέλους τις γυναίκες και τα παιδιά τους.

Που λέτε, την άνοιξη του 479 π.Χ. καταφτάνει στην Αθήνα με την ιδιότητα του μεσολαβητή και του ειρηνοποιού, ποιος νομίζετε! Ο βασιλεύς της Μακεδονίας Αλέξανδρος ο Α' αυτοπροσώπως!!! (Προσοχή, μη γίνει καμιά τραγική σύγχυση με τον Μεγαλέξαντρο, του οποίου ο πατέρας χρειάζεται ακόμα ενενήντα τρία συναπτά έτη για να δει το φως της μέρας και της Ιστορίας).

Όταν ήρθε στην Αθήνα ο στενός φίλος των Περσών, ο Μακεδών βασιλεύς, ο Θεμιστοκλής δεν ήταν πλέον στα πράγματα και οι αριστοκράτες διάδοχοί του, ο Αριστείδης, και ο Ξάνθιππος, δεν θεώρησαν επαρκείς τις ευνοϊκότατες προσφορές των Περσών, που έκαναν μια ύστατη προσπάθεια να τα βολέψουν όπως όπως διά της διπλωματίας, όπως και παλιότερα. Ξαπόστειλαν λοιπόν το Μακεδόνα βασιλιά στην αριστοκρατούμενη και μονίμως μηδίζουσα Θεσσαλία και περίμεναν ή το μοιραίο ή τους Σπαρτιάτες.

Μ’ αυτά και μ’ άλλα οι Πέρσες θυμώνουν πολύ, τελικά. Και ξανακατηφορίζουν απ’ τα γνωστά μονοπάτια. Τις Θερμοπύλες τις φυλάν πλέον ανεπαρκώς μόνο οι τάφοι των ηρώων. Και τούτο διότι οι Σπαρτιάτες που θα πολεμήσουν στις Πλαταιές υπό τον Παυσανία βρίσκονται προς το παρόν στη Σπάρτη, θα ξεκινήσουν από κει εσπευσμένα, μόνο όταν διαπιστώσουν πως οι Πέρσες δεν αστειεύονται, τουλάχιστον στον κατά ξηρά πόλεμο. Και θα το διαπιστώσουν μόνο όταν οι Πέρσες έχουν ήδη μπει στην Αθήνα και έχουν ήδη ρημάξει ό,τι δεν πρόλαβαν να ρημάξουν την πρώτη φορά που την κατέλαβαν, λίγο πριν απ’ τη Σαλαμίνα.

Η Αθήνα, η ταλαίπωρη Αθήνα, αυτή τη φορά θα σωθεί στ’ αλήθεια χάρις στον προαιώνιο εχθρό της, τη Σπάρτη. Η οποία ωστόσο, τη σώζει όχι από αλτρουισμό, αλλά για να σωθεί η ίδια.

Βέβαια, η Σπάρτη δεν θα σώσει την Αθήνα, ως πόλη, γιατί, όπως ήδη είπαμε, την πόλη θα την ισοπεδώσουν οι Πέρσες. Σώζει όμως εκείνους που βασανίστηκαν περισσότερο απ’ όλους στους Μηδικούς Πολέμους, τους δύστυχους Αθηναίους που άλλη μια φορά βρήκαν καταφύγιο στην Αίγινα, την Τροιζήνα και την Κόρινθο. Αυτή η προσφυγιά έπρεπε να τελειώνει επιτέλους, προκειμένου η Αθήνα να αρχίσει να ετοιμάζει ολομόναχη σχεδόν αλλά με γερές ρίζες σ’ ολόκληρο το μεσογειακό πολιτισμό, το θαύμα του «Χρυσού Αιώνα».

Ο Παυσανίας που οδηγεί τους Σπαρτιάτες προς Βορράν δεν έχει κανένα αξίωμα, πλην του κηδεμόνα του νεαρού βασιλιά Πλειστάρχου, γιου του Λεωνίδα, που ξαπόμεινε ο δύστυχος στις Θερμοπύλες «τοις κείνων ρήμασι πειθόμενος» κι όχι γιατί είχε καμιά διάθεση ν’ αυτοκτονήσει στα σίγουρα. (Η πειθαρχία δημιουργεί όντως ήρωες κι αυτό το ξέρουν όλοι οι στρατοί, που δεν εμπιστεύονται τον ηρωισμό στην... ιδιωτική πρωτοβουλία).

Δεν ξέρουμε πολλές λεπτομέρειες για τη μάχη των Πλαταιών, μια πόλη που βρισκόταν στα δυτικά του δρόμου Αθηνών-Θηβών. Ξέρουμε πάντως πως ο Μαρδόνιος, που εκτός από σπουδαίος διπλωμάτης ήταν και καλός στρατηγός, όταν είδε να πλησιάζουν στην Αθήνα οι Σπαρτιάτες, την εγκατέλειψε στη δυστυχία της και στήθηκε στις Πλαταιές να περιμένει τον εχθρό.

Αυτή τη φορά, ήθελε να διαλέξει εκείνος το πεδίο της μάχης, διότι η υπεροπλία του δεν ήταν ιδιαίτερα σημαντική. Είχε 50.000 και οι 'Ελληνες 30.000 μάχιμους. Κι όταν λέμε Έλληνες, στη συγκεκριμένη περίπτωση εννούμε Σπαρτιάτες (κυρίως), Αθηναίους, Πλαταιείς, Μεγαρείς, Αιγινήτες και Κορίνθιους. Αλλά, αν ο Παυσανίας ήταν μόνος με τα παληκάρια του, θα έκανε καλύτερα τη δουλειά του.

Αμαθοι οι υπόλοιποι στην τακτική του σπαρτιατικού στρατού, σε μάχη επιθετική και όχι αμυντική, όπως στις Θερμοπύλες, τα έκαναν μούσκεμα. Μάλιστα οι Αθηναίοι, υπό τον πολύ Αριστείδη, που έπαιξε βέβαια το ρόλο του στον καταποντισμό του Θεμιστοκλή, αντί να κινηθούν προς Νότον, όπως τους διέταξε ο Παυσανίας κινήθηκαν προς Βορράν.

Έκτοτε, αγνοείται η τύχη του αθηναϊκού στρατιωτικού αγήματος. Όχι, όμως, και του Αριστείδη. Αυτός, που σημειωτέον είχε πολεμήσει και στο Μαραθώνα, θα επανεμφανιστεί στην Αθήνα το 478 π.Χ., ένα χρόνο μετά τη μάχη των Πλαταιών, ως επώνυμος άρχων. Τώρα που εξαφάνισε τον Θεμιστοκλή τούτος ο αδιόρθωτος αριστοκράτης, μπορούσε ν’ αλωνίζει ελεύθερα.

Θέλουμε να πούμε, δηλαδή, ότι δεν είναι και τόσο σίγουρο πως το παρωνύμιον «Δίκαιος» του το έδωσε η Ιστορία και όχι οι πολιτικοί του φίλοι. Τρέχα γύρευε! Πού να ψάχνεις τώρα, ύστερα από τόσα χρόνια!!!

Μετά το αίσιο πέρας της μάχης των Πλαταιών χάρη στην έξοχη στρατιωτική ταχτική των Σπαρτιατών, οι εξ Ελλήνων σύμμαχοι αποφασίζουν να κυνηγήσουν τους Πέρσες μέχρι τη φωλιά τους. Κι έτσι, ένα χρόνο μετά τις Πλαταιές, ο Ελληνικός στόλος, με επικεφαλής το Σπαρτιάτη βασιλιά Λεωτυχίδα, αποπλέει για τον Ελλήσποντο και στην Μυκάλη συντρίβει τα εναπομείναντα από τη Σαλαμίνα πλοία των Περσών.

Ύστερα απ’ αυτή την επιτυχία, οι Ίωνες ξεθαρρεύουν και εξεγείρονται και πάλι κατά των Περσών. Επειδή, όμως, ήξεραν τι τους περίμενε όταν θα ’φευγαν οι σύμμαχοι, ζήτησαν απ’ τους Σπαρτιάτες να τους ανακηρύξουν και επισήμως συμμάχους... όλων των συμμάχων που κυνηγούσαν τους Πέρσες. Αλλά οι Σπαρτιάτες δεν θέλησαν να αναλάβουν τόσο δύσκολες και επικίνδυνες υποχρεώσεις και αντιπρότειναν, όλοι οι Ίωνες να πάρουν τα μπαγκάζια τους και να ’ρθουν να εγκατασταθούν στις ελληνικές πόλεις που εμήδισαν, όπως π.Χ. η Θήβα.

Φυσικά, το ολοφάνερα βλακώδες σχέδιο δεν πραγματοποιήθηκε και η μεταφορά των πληθυσμών θα γίνει τελικά με καθυστέρηση, ακριβώς 2.400 ετών, το 1922. (Όποια βλακεία δεν πρόλαβαν να την κάνουν οι αρχαίοι 'Ελληνες, την έκαναν οι νέοι. Και κουβάλησαν τους προγόνους μου σε τούτο εδώ τον κακορίζικο τόπο, όπου ακόμα δεν πιάσανε ρίζες ούτε οι της δεύτερης γενιάς πρόσφυγες, που κάποιοι ανίατα κρετίνοι συνεχίζουν να μας θεωρούν «τουρκόσποροι, και παρείσακτους. Λοιπόν, ας ερχόμασταν τότε που έλεγαν οι Σπαρτιάτες και θα ’βλεπες τι χαμπάρια, μάστορα δημαγωγέ, που μηδίζεις ανά τους αιώνες με την πρώτη ευκαιρία).

Το 477 π.Χ., δύο χρόνια μετά την μάχη των Πλαταιών και τη σχεδόν συνεχόμενη εκστρατεία στη Μυκάλη της Μικράς Ασίας, πάλι ο Λεωτυχίδας εκστρατεύει, αυτή τη φορά εναντίον των Θεσσαλών, προκειμένου να τους τιμωρήσει παραδειγματικά για την όντως αισχρή συμπεριφορά τους κατά τους Μηδικούς Πολέμους. Όμως φτάνοντας εκεί, αντί έστω να τους τραβήξει τ’ αυτί, «τ’ αρπάζει» που λέμε σήμερα, κοτζάμ βασιλιάς αυτός. Και γυρίζει άπραγος. Είδες οι Θεσσαλοί; Ατσίδες! Ήταν πολύ πλούσιοι, βλέπεις! Μπορούσαν ν’ αγοράσουν μέχρι και βασιλιάδες!

Το 476 π.Χ., ένα χρόνο μετά την εκστρατεία του τυχερού Λεωτυχίδα στην εκ φύσεως τυχερή, λόγω γονίμου εδάφους, Θεσσαλία, ο γνωστός μας Παυσανίας (που δεν πρέπει να συγχέεται με τον περιηγητή και γεωγράφο του 2ου μ.Χ. αιώνα) πηδάει στα πλοία και παίρνει δρόμο για την Κύπρο, την οποία και ελευθερώνει απ’ τους Πέρσες.

Απ’ την Κύπρο τον τρομερό Παυσανία τον βρίσκουμε ξαφνικά στο Βυζάντιο, που πάρα πάρα πολύ αργότερα θα δώσει το όνομα του στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ίσα ίσα για να μας καρφωθεί η παρανοϊκή ιδέα της «Μεγάλης Ιδέας» που γέννησε την ιδέα της «μεγάλης Ελλάδας», που όσο περισσότερο μικραίνει, τόσο μεγαλύτερο φαντάζεται τον εαυτό της.

(Ω κρετίνοι, τώρα που μας κουβαλήσατε εδώ θέλετε να μας ξαναπάτε εκεί; Και γιατί δεν μας αφήνατε στον τόπο μας; Σε δουλειά να βρίσκεστε και «δουλειές» να κάνετε; Και ποιος σας είπε ότι μας αρέσει να είμαστε το μπαλάκι στο παιχνίδι σας;)

Αλλά κοιτάξτε να δείτε την πλάκα που έπαθε τούτος ο σπουδαίος Έλληνας όταν έφτασε στο Βυζάντιο, που τότε ήταν το ορμητήριο του περσικού στόλου: Ήταν τέτοιος ο πλούτος και η χλιδή που αντίκρισαν εκεί τα μάτια του, που ζαλίστηκε εντελώς ο καημένος!

Πέταξε, λοιπόν, την Ελληνική χλαμύδα, φόρεσε τη φρεσκοραμμένη περσική στρατιωτική στολή και έγινε Πέρσης με τα όλα του!!!

Ραχάτ-λουκούμ δεν υπήρχε, βέβαια, εκεί εκείνη την εποχή, για τον απλό λόγο πως δεν υπήρχαν Τούρκοι. Όμως τα χανουμάκια δεν είναι τούρκικη εφεύρεση. Μ’ αυτά και μ’ άλλα λοιπόν ο Παυσανίας εξόκειλε πλήρως. Τον καταλαβαίνω τον άνθρωπο!

Όμως, ο Παυσανίας κάποτε βαρέθηκε και είπε να γυρίσει στη μητέρα πατρίδα, όπως και οι κουρασμένοι απ’ τη λάντζα Ελληνοαμερικανοί που έρχονται εδώ ίσα ίσα για να' πεθάνουν. Βέβαια, ο στρατηγός πλέον Παυσανίας, όπως όλοι οι στρατηγοί, δεν έκανε ποτέ λάντζα στο Βυζάντιο. Καιρός, λοιπόν, ήταν να ζοριστεί λιγάκι στην Σπάρτη. Για ένα διάστημα πάντως τη βόλεψε καλά κοροϊδεύοντας τον έναν και τον άλλο, ως γνήσιος Έλλην. Αλλά στο τέλος και καθώς κατέφταναν τα τεκμήρια της προδοσίας, οι συμπατριώτες του τον έκλεισαν σ’ ένα ναό και τον άφησαν εκεί να πεθάνει απ’ την πείνα. Και όταν ακριβώς ήταν να ξεψυχήσει, του άνοιξαν την πόρτα και πέθανε στο κατώφλι του ναού. Έτσι, και η θανατική ποινή εξετελέσθη και ο ναός δεν βεβηλώθηκε μ’ ένα θάνατο εντός αυτού.

Εκπληχτικοί αυτοί οι Σπαρτιάτες! Που μπορεί να μην είχαν και τόσο αναπτυγμένο το «εθνικό φρόνημα», είχαν όμως πολύ αναπτυγμένο το αίσθημα της αξιοπρέπειας κι αυτό νομίζω πως είναι κάτι πολύ πιο σοβαρό, παρότι πολλοί Νεοέλληνες θα διαφωνήσουν επ’ αυτού.

Ας αποχαιρετήσουμε λοιπόν για πάντα το μεγάλο ήρωα των Πλαταιών, που καθώς είχαμε εμείς την ατυχία να μη σκοτωθεί στη μάχη, δημιούργησε μύρια όσα προβλήματα στους Έλληνες ιστορικούς, που δεν αποφάσισαν ακόμα αν πρέπει να τον κατατάξουν στους «σωτήρες του έθνους» ή στους «προδότες του έθνους».

Λοιπόν, οι Έλληνες τελικά νίκησαν κατά κράτος τους κραταιούς Πέρσες χάρη στην εκπληχτική έννοια της «προσωπικότητας», που αναφύεται για πρώτη φορά στην Ιστορία αυτή την περίοδο. Προσοχή, όμως: Όταν λέμε «προσωπικότητα» δεν εννοούμε «ατομικότητα», που είναι έννοια νομική και που σήμερα χρησιμοποιείται δολίως αντί της «προσωπικότητας».

Μηριόνης: Ο καλύτερος τοξοβόλος του Τρωικού πολέμου

«Και των Κρητών ήτο ο αρχηγός ο Ιδομενεύς ο ανδρείος όσους απόστειλε η Κνωσός και η πυργωμένη Γόρτυς και ο λευκόγειος Λύαστος και η Μίλητος και η Λύκτος, το Ρύτιον και η Φαιστός, χώρες λαμπρές και άλλοι όπου την εκατόμπολιν εκατοικούσαν Κρήτην. Όλων αυτών ήτο αρχηγός ο Ιδομενεύς ο ανδρείος και ο Μηριόνης, όμοιος του ανθρωποφόνου Άρη κι είχαν ογδόντα ολόμαυρα κατόπι τους καράβια…»

Στην Ελληνική μυθολογία ο Μηριόνης ήταν ήρωας από την Κρήτη, γιος του Μόλου, νόθου γιου Δευκαλίωνα, (πατέρα του Ηδομενέα) που έλαβε μέρος στον Τρωικό Πόλεμο. Ο πρώτος επώνυμος διάσημος Κρητικός τοξότης. Για αυτόν μιλάει ο Όμηρος στην «Ιλιάδα» και ο Αρριανός στον «Κυνηγετικό» του. Η Κρήτη θεωρούνταν πατρίδα δεινών τοξωτών στα ομηρικά χρόνια. Πήρε μέρος στη μάχη που έγινε για τη σορό του Πάτροκλου και κατόρθωσε να περισώσει το πτώμα του. Ο Μηριόνης απέδειξε την ικανότητα του στη χρήση του τόξου στους αγώνες που διοργάνωσε ο Αχιλλέας προκειμένου να τι­μήσει τον αγαπημένο του φίλο Πάτροκλο, «άθλα επί Πατρόκλω».

Ανάμεσα στα άλλα αγωνίσματα που έγιναν ήταν και η σκοποβολή με τόξο. Σ' αυτόν τον αγώνα τοξοβολίας πρώτευσε ο Μηριόνης.

Ο Μενέλαος και ο Μηριόνης μεταφέρουν τη σορό του Πάτροκλου

Οι αγώνες αυτοί γίνονται μπροστά σε όλο το στρατό, κοντά στον τύμβο του Πάτροκλου. Ο στόχος είναι ένα περιστέρι δεμένο στο κατάρτι ενός καραβιού. Η ατμόσφαιρα είναι πολύ ζωντανή και οι θεατές ενθουσιάζονται, ενθαρρύνουν και καμαρώνουν τους αθλητές. Στον αγώνα παίρνουν μέρος ονομαστοί τοξότες της αρχαιότητας όπως ο Τεύκρος, ο Μηριόνης κ.α. Η σειρά των τοξωτών καθορίστηκε με κλήρο. Όλοι παίρνουν έπαθλα ακόμα και οι νικημένοι.

Ως πρώτο έπαθλο, σε αυτόν που θα πετύχει το περιστέρι, ο Αχιλλέας προσφέρει δέκα διπλούς πέλεκυς από σίδερο και γι΄αυτόν που θα πετύχει μόνο το σκοινί δέκα μονούς πέλεκυς από σίδερο.

Πρώτα σημάδευσε ο Τεύκρος που κατάφερε να πετύχει μόνο το σκοινί με αποτέλεσμα να αρχίσει το περιστέρι να πετά ελεύθερο, τότε ο Μηριόνης γρήγορα το σημαδεύει και το πετυχαίνει στον αέρα. Η νίκη του έχει μεγαλύτερη αξία, διότι νίκησε τον Τεύκτρο, που ήλθε δεύτερος, ο οποίος ήταν φημισμένος τοξότης ανάμεσα στους Αχαιούς.

Στην Ιλιάδα, ο Μηριόνης παρουσιάζεται για πρώτη φορά στη ραψωδία Β', ως φίλος του αρχηγού των Κρητών Ιδομενέα, ενώ στις ραψωδίες Ν' και Ψ' ο Όμηρος περιγράφει τα κατορθώματά του.

Ο Μηριόνης σκότωσε πολλούς εχθρούς, ανάμεσα στους οποίους οι Φέρεκλος, Αδάμας, Αθάμαντας, Ακάμαντας, Αρπαλίωνας, ο Λαόγονος και ο Ιπποτίωνας. Ακόμα, τραυμάτισε τον Δηίφοβο και απέφυγε με ταχύτατες μετακινήσεις τα χτυπήματα του Αινεία ο οποίος τον αποκαλούσε σκωπτικά «ορχηστή», δηλαδή «χορευτή», εξαιτίας του τρόπου του οποίου απέφευγε τα βέλη, στο πεδίο της μάχης.

Ετυμολογικά το όνομά του προέρχεται από το Μηριαίο οστό-Μηρό και αυτό λέγεται ότι του δόθηκε εξαιτίας των έντονων μηρών που είχε, από την άριστη φυσική κατάσταση του σώματός του. Μηρό επίσης ονόμαζαν οι πρόγονοί μας τον Σείριο. Ο Διόνυσος θεωρείται ότι γεννήθηκε από τον Μηρό του Διός.

Η προσωπικότητα του Μηριόνη διαφαίνεται από τα αποδιδόμενα σε αυτόν επίθετα στην Ιλιάδα: «ήρως», «δουρικλυτός» (φημισμένος για το δόρυ)», «δαΐφρων» (συνετός), «πεπνυμένος» (σώφρονας), ενώ για τη γενναιότητά του παρομοιάζεται με τον ίδιο τον θεό του πολέμου Άρη.
 
Σε αυτόν αποδίδεται και η φράση που έχει φτάσει ως τις μέρες μας: "Από που κρατά η σκούφια σου" η οποία αν και είχε τις ρίζες της στην αρχαιότατη Ελλάδα, την προ των Τρωικών ακόμα, αλλά το πόσο σημαντική είναι η σημασία της δηλώνεται στην Ιλιάδα, Ραψωδία 10, στ. 260 κ.εξ.
Ας δούμε πως έμεινε η ρήση.

Οι Αχαιοί θέλουν να στείλουν δυο κατασκόπους στο Τρωικό στρατόπεδο και δηλώνουν πρόθυμοι ο Διομήδης και ο Οδυσσέας. Στον πρώτο δίνει, σπαθί και κράνος ο Θρασυμήδης, γιος του Νέστορα. Στον δεύτερο, δίνει ο Μηριόνης, ανεψιός του Ιδομενέα. Ο Όμηρος περιγράφοντας αυτή την σκηνή, παίρνει την ευκαιρία να μας πει και την ιστορία του κράνους [δερμάτινου] που είχε ο Μηριόνης:

"Και ο Μηριόνης έδωκε φαρέτραν του Οδυσσέως
τόξον και ξίφος. Κι έπειτα την κεφαλήν με κράνος
δερμάτινο του εσκέπασε, σφικτά στερεωμένο
μέσα σε πάμπολλα λουριά, κι είχε μαλλί στο βάθος,
και χοίρου δόντια σύμπυκνα λευκά το περιδέναν.
Τούτο είχε κλέψ’ ο Αυτόλυκος στην Ελεώνα, οπόταν
του Ορμενίδη Αμύντορος ετρύπησε το δώμα.
Στην Σκάνδειαν του Αμφιδάμαντος, κατοίκου των Κυθήρων
το’στειλε αυτός κι ενθύμημα στον Μόλον της ξενίας
ο Αμφιδάμας το’δωκε.
Και στον υιόν του ο Μόλος
τον Μηριόνην τ’ άφησε.
Και αυτό το κράνος ήταν
πού έζωσε το μέτωπον του θείου Οδυσσέως."

Ο Αμύντωρ Ορμενίδης που ήταν ο πρώτος κάτοχος του κράνους αυτού, ήταν ο πατέρας του Φοίνικα, δασκάλου του Αχιλλέα. Το έκλεψε με ριφιφί ο Αυτόλυκος, παππούς του Οδυσσέα, από την μητέρα του, την Αντίκλεια, σύζυγο του Λαέρτη. Περνάει σε διάφορα χέρια και καταλήγει στον Οδυσσέα, ο οποίος φυσικά μετά το κράτησε. Πρέπει να πούμε εδώ, πως εκείνη τη βραδιά που έγιναν αυτά, ο Φοίνικας είχε μείνει στην σκηνή του Αχιλλέα και δεν ήταν μπροστά. Αν ήταν θα αναγνώριζε σίγουρα το κράνος και θα υπήρχαν προβλήματα, γιατί θα το διεκδικούσε.

Μετά την άλωση της Τροίας, ο Μηριόνης με τον Ιδομενέα επέστρεψαν σώοι στην Κρήτη, όπου μετά τον θάνατό τους τιμήθηκαν από τους κατοίκους ως ήρωες. Στους πίνακες των βασιλέων της Κρήτης ο Μηριόνης φέρεται 17ος κατά σειρά.

Σύμφωνα με μια μεταγενέστερη παράδοση, ο Μηριόνης ταξίδεψε μετά και στη Σικελία, όπου τον υποδέχθηκαν οι εκεί Κρητικοί άποικοι στη Ηράκλεια Μινώα και στο Εγγύιον.

Στο Εγγύιο αναφέρεται και λατρεία του ήρωα σε σωζόμενο ιερό όπου αποκαλύφθηκε κράνος με την επιγραφή «ΜΗΡΙΟΝΟΥ». Στον Μηριόνη αποδόθηκε και η ίδρυση της πόλεως Κρήσσα στην Παφλαγονία.

Ο Μηριόνης έδωσε το όνομά του στον αστεροειδή Μηριόνη (3596 Meriones) της Τρωικής Ομάδας, που ανακαλύφθηκε το 1985.

Κλείνοντας την αναφορά σε αυτόν τον αγνωστο αλλά τόσο σημαντικό ήρωα, αξίζει να διαβάσουμε πως ο Λατίνος ποιητής Οράτιος τον παρομοίασε σε μια ωδή του:

«Ποιος θα μπορούσε άξια να γράψει για τον Άρη,
ντυμένο με ατσαλένιο θώρακα ή για τον μαύρο από την τρωική σκόνη
Μηριόνη ή για τον γιο του Τυδέα που με τη βοήθεια της Παλλάδας
έγινε ίσος με τους θεούς;»

Και των Κρητών ήτο αρχηγός ο Ιδομενεύς ο ανδρείος,όσους απόστειλε η Κνωσός και η πυργωμένη Γόρτυς
και η λευκόγειος Λύκαστος και η Μίλητος και η Λύκτος.
το Ρύτιον και η Φαιστός χώρες λαμπρές και άλλοι
οπού την εκατόμπολιν εκατοικούσαν Κρήτην.
Όλων αυτών ήτο αρχηγός ο Ιδομενεύς ο ανδρείος,
και ο Μηριόνης όμοιος του ανθρωποφόνου Άρη.
(Β' 645 - 651)

Πρώτος σηκώθη ο δυνατός, ο μέγας Αγαμέμνων.
Κατόπιν ο ανίκητος Τυδείδης Διομήδης,
οι Αίαντες, μ’ αδάμαστην ζωσμένοι ανδραγαθίαν,
ο Ιδομενεύς και ο σύντροφος εκείνου Μυριόνης,
στην δύναμιν ισόπαλος του ανδροφόνου Άρη,
ο Ευρύπυλος του Ευαίμονος λαμπρός υιός και ο Θόας
Ανδραιμονίδης και μ’ αυτούς ο θείος Οδυσσέας,
με τον γενναίον Έκτορα καθείς να πολεμήση.
(Η' 162 - 167)

Και προς αυτόν ο συνετός αντείπε Μηριόνης:
«Πολλά ’χω λάφυρα κι εγώ παρμέν’ από τους Τρώες
εις την σκηνήν. Αλλά σιμά δεν είναι να τα λάβω.
Ότι ουδ’ εμέ δεν άφησε, πιστεύω, η πρωτη ανδρεία.
Και όταν ανάφτει λυσσερό το πείσμα του πολέμου
στην μάχην, δόξαν των ανδρών, προβάλλω με τους πρώτους
κι εάν κανείς των Αχαιών χαλκοχιτώνων άλλος
τούτο δεν ξεύρει, καν εσύ, θαρρώ να το γνωρίζεις.».
Και των Κρητών ο αρχηγός: «Πόσον γενναίος είσαι
το ξεύρω. Να το λέγεις συ ποσώς δεν είναι ανάγκη.
Διότι αν εκλεγόμασθεν οι πρώτοι πολεμάρχοι
δια το καρτέρι, όπ’ άσφαλτα διακρίνετ’ η ανδρεία
όπου ο δειλός γνωρίζεται και δείχνεται ο γενναίος –
του ανάνδρου βλέπεις τη θωριά να συναλλάζει χρώμα,
δεν τον αφήν’ η αστήρικτη ψυχή του να ησυχάζει,
αλλά στες δυο φτέρνες του συχνά καθίζει επάνω,
σφόδρα η καρδιά του βροντά στα στήθη, ως βλέπει εμπρός του
τες μοίρες, και τα δόντια του τριζοκοπούν στο στόμα.
Αλλ’ ο γενναίος την θωριά δεν άλλαξε, αλλά μένει
εις την καθίστραν άφοβος με τους ανδρειωμένους
και ολόψυχα παρακαλεί πότε ν’ αρχίσει η μάχη. –
Και μήδ’ αυτού δεν θα’ψεγε κανείς την δύναμίν σου.
Διότι αν λόγχη σ’ έβρισκε μαχόμενον ή ξίφος
μήτε στο ζνίχι θα’πεφτε το βέλος ή στην πλάτην,
αλλά στα στήθη θα’πληκτεν εμπρός ή την γαστέρα,
ως πρόθυμος θα πρόβαλλες μες στους συντρόφους πρώτος.
Αλλ’ ας μη στέκωμεν εδώ σα νήπια μωρολόγα
μήπως απότολμος κανείς πικρά μας ονειδίσει.
Αλλ’ άμε, πάρε απ’ την σκηνήν το στερεό κοντάρι.».
Είπεν αυτά και ο ισόπαλος του Άρη Μηριόνης
γρήγορα επήρε απ’ την σκηνήν το χάλκινο κοντάρι
κι έτρεξε πάλι όλος φωτιά προς τον Ιδομενέα.
Ο Άρης ως ο φονικός ορμά στην μάχη κι έχει
σιμά τον Φόβον, δυνατόν κι ατρόμητον υιόν του,
που και τον γενναιότερον πολεμιστήν φοβίζει
(Ν' 266 - 299)

Ο Όμηρος περιγράφοντας αυτή την σκηνή, παίρνει την ευκαιρία να μας πει και την ιστορία του κράνους [δερμάτινου] που είχε ο Μηριόνης.

"Και ο Μηριόνης έδωκε φαρέτραν του Οδυσσέως
τόξον και ξίφος. Κι έπειτα την κεφαλήν με κράνος
δερμάτινο του εσκέπασε, σφικτά στερεωμένο
μέσα σε πάμπολλα λουριά, κι είχε μαλλί στο βάθος,
και χοίρου δόντια σύμπυκνα λευκά το περιδέναν.
Τούτο είχε κλέψ’ ο Αυτόλυκος στην Ελεώνα, οπόταν
του Ορμενίδη Αμύντορος ετρύπησε το δώμα.
Στην Σκάνδειαν του Αμφιδάμαντος, κατοίκου των Κυθήρων
το’στειλε αυτός κι ενθύμημα στον Μόλον της ξενίας
ο Αμφιδάμας το’δωκε.
Και στον υιόν του ο Μόλος τον Μηριόνην τ’ άφησε.
Και αυτό το κράνος ήταν
πού έζωσε το μέτωπον του θείου Οδυσσέως."

Όπως και να έχει και ο Πάνδαρος με τις παραπομπές που υπάρχουν έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην έκβαση του Τρωικού πολέμου. Απλά η υπεροχή του Μηριόνη κατά την γνώμη μας μεταξύ των δύο έγκειται στην επιτυχία του στους αγώνες που διοργάνωσε ο Αχιλλέας για τον Πάτροκλο και η συχνή αναφορά περί της αποτελεσματικότητας του αφού παρουσιάζεται ως όμοιος με τον Άρη στους φόνους μέσα στον πόλεμο. Τέτοιες προσωπικότητες πρέπει να γίνουν κτήμα μας.

Τζιορντάνο Μπρούνο: Η φύση είναι ο θεός στα πράγματα

«Θα έρθει η μέρα που ο άνθρωπος θα ξυπνήσει από την λήθη και θα καταλάβει επιτέλους ποιος είναι πραγματικά και σε ποιον παρέδωσε τα ινία της ύπαρξης του, σε ένα παραπλανητικό μυαλό, ψευδή, που τον κρατά και τον καθιστά σκλάβο. Ο άνθρωπος δεν έχει όρια και όταν μια μέρα θα το καταλάβει και θα το συνειδητοποιήσει, θα είναι ελεύθερος και εδώ σε αυτόν τον κόσμο. Είτε μας αρέσει είτε δεν μας αρέσει, εμείς είμαστε η αιτία του εαυτού μας. Έχοντας γεννηθεί σε αυτόν τον κόσμο, πέφτουμε στην ψευδαίσθηση των συναισθημάτων… πιστεύουμε σε ότι βλέπουμε. Αγνοούμε πως είμαστε τυφλοί και κουφοί. Τότε μας επιτίθεται ο φόβος και ξεχνάμε πως είμαστε θεϊκοί, πως μπορούμε να αλλάξουμε την πορεία των συμβάντων, ακόμα μέχρι και το ζωδιακό κύκλο. Δεν γνωρίζω το πότε, αλλά γνωρίζω πως έχουμε έρθει πάρα πολλοί για να αναπτύξουμε τέχνες και επιστήμες, για να βάλουμε τα θεμέλια ενός νέου πολιτισμού που θα ανθίσει, απρόσμενα, αναπάντεχα, τότε που η εξουσία θα έχει την ψευδαίσθηση πως έχει νικήσει!» -Giordano Bruno

Ο Τζορντάνο Μπρούνο, (Giordano Bruno1548-1600), Ιταλός φιλόσοφος, μαθηματικός, ποιητής, αστρονόμος, κοσμολόγος, αλχημιστής και ιερέας που θεωρείται μεγάλος μάρτυρας του πνεύματος και της επιστήμης. Γεννήθηκε την 1η Ιανουαρίου 1548 στη Νόλλα της Καμπανίας ένα χωριό στους πρόποδες του Βεζούβιου κοντά στη Νάπολι, ως Filippo Bruno, ενώ το πλήρες Λατινικό του όνομα ήταν Iordanus Brunus Nolanus. Συνελήφθη στη Βενετία στις 22 Μάιου 1592, μεταφέρθηκε στη Ρώμη όπου παρέμεινε φυλακισμένος για 7 χρόνια, όσο διήρκεσε και η δίκη του από την Ιερά Εξέταση. Στις 20 Ιανουαρίου 1600 ο Πάπας Clement κηρύσσει τον Μπρούνο αιρετικό.

Ο Μπρούνο υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι ο χρόνος και το διάστημα είναι άπειρα, ότι υπάρχουν πολλαπλοί κόσμοι και ότι υπάρχει ζωή και σε άλλους πλανήτες, αντίθετα από την εκκλησιαστική άποψη που επιθυμούσε την συνέχεια του γεωκεντρικού κοσμολογικού μοντέλου, καθώς αρνείται τον ηλιοκεντρισμό και αντιλαμβάνεται τον Ήλιο ως ένα μόνο από τα άπειρα κινούμενα ουράνια σώματα. Η Ιερά Εξέταση της Καθολικής Εκκλησίας αποφάσισε ότι οι φιλοσοφικές του αντιλήψεις αποτελούσαν αιρετικές κακοδοξίες, έχοντας ψευδείς πεποιθήσεις σχετικά με την Αγία Τριάδα και την υπόσταση του Χριστού, ότι πίστευε στην μετενσάρκωση των ψυχών και ότι διέδιδε κακοδοξίες.

Ο φιλοσοφικός στοχασμός που αναπτύσσει ο Μπρούνο επηρεάζεται καταλυτικά από το νεοπλατωνικό ρεύμα που αναπτύχθηκε στη Φλωρεντία κατά την Αναγέννηση. Μία εποχή που γίνεται η δημοσίευση των συγγραμμάτων του Ερμή του Τρισμέγιστου, του Πλάτωνα, του Ιάμβλιχου σχετικά με τα μυστήρια της Αιγύπτου, οι εργασίες του Πίκο ντέλα Μιράντολα για την εβραϊκή Καμπάλα, οι αναφορές του Palingenius για επαφές με ευλογημένα πνεύματα, η απόκρυφη φιλοσοφία του Αγρίππα.

Για τον Μπρούνο (όπως και για τους μεγάλους φιλόσοφους και μυστικιστές του παρελθόντος), η θεολογία και η φιλοσοφία ήταν ένα και το αυτό, αξεχώριστες. Το δήλωσε αυτό μεστά στην προλογική του επιστολή με το οποίο αφιερώνει το πόνημά του Η Καβάλα του Πήγασου (1585) στον φανταστικό Επίσκοπο του Καζαμαρτσιάνο:

"Δεν γνωρίζω εάν είστε θεολόγος, φιλόσοφος, η καβαλιστής – αλλά στα σίγουρα ξέρω ότι είστε όλα αυτά συνάμα … Και συνεπώς, ιδού για σας – καβάλα, θεολογία και φιλοσοφία, μια καβάλα της θεολογικής φιλοσοφίας, μια φιλοσοφία της καβαλιστικής θεολογίας, μια θεολογία της φιλοσοφικής καβάλα".

Ο Μπρούνο πίστευε ότι το έργο του ήταν σύνολο των τριών και ήταν ατελές εάν ερμηνευόταν ως ένα από τα τρία ξεχωριστά˙ έγραφε ως φιλόσοφος αλλά θεωρούσε τον εαυτό του Καθηγητή της Ιεράς Θεολογίας. Στο έργο του "Spaccio de la Bestia Trionfante", εξηγεί ότι σε κάθε άνθρωπο αντανακλάται ο κόσμος, το σύμπαν. Κάθε μετασχηματισμός που συντελείται στον ουρανό έχει συνέπειες στην προσωπικότητα του ανθρώπου.

Η μαγική αντίληψη, η μνήμη και η φαντασία είναι οι γέφυρες που συνδέουν τον άνθρωπο με τον κόσμο και τη θεότητα. Η μελέτη του φυσικού κόσμου κατά τον Μπρούνο αποτελεί την αληθινή μορφή φιλοσοφίας που είναι ικανή να μας αποκαλύψει τα μυστικά του σύμπαντος και να μας εξασφαλίσει έγκυρη γνώση. Όπως και ο Φιτσίνο, έτσι και ο Μπρούνο πιστεύει ότι ο άνθρωπος δεν ερμηνεύει απλώς τον κόσμο, αλλά έχει τη δυνατότητα να παρεμβαίνει στη φύση και να επηρεάζει τη συμπεριφορά της για το καλό του ανθρώπινου γένους. Η ύλη είναι εκείνη που εμπεριέχει τις μορφές και τις περιπλέκει.

Ο καλύτερος αυτός γονέας, γεννήτορας και μητέρα των φυσικών πραγμάτων, είναι επομένως θείο πράγμα. Η ύλη δεν επιθυμεί τη μορφή για τη διατήρησή της, εφόσον το φθαρτό δε διατηρεί το αιώνιο. Επιπλέον, η ύλη έχει όλα όσα είχε πριν βρεθεί η μορφή και μπορεί ακόμη να έχει και άλλες μορφές. Συμπερασματικά, ολόκληρη η φιλοσοφία του Μπρούνο αναπτύσσεται γύρω από την ιδέα ενός νου που απελευθερώνει τον άνθρωπο από κάθε μορφή υποδούλωσης. Ο Μπρούνο θεωρεί ότι όλα τα πράγματα, είτε βρίσκονται κοντά, είτε μακριά, αλληλεπιδρούν με τη βοήθεια της ψυχής, που ζωογονεί το σύμπαν και τα διάφορα μέρη του.

Σταδιακά ο Μπρούνο, αρχίζει να διατυπώνει μια πανθεϊστική θέση στην οποία παραδεχόταν μεν την ύπαρξη Θεού, αλλά ως ενοποιό ουσία των πάντων, αμφισβητώντας ταυτόχρονα το επίσημο δόγμα και διατυπώνοντας αντιρρήσεις για τον Ιησού, την Παναγία και την Αγία Τριάδα. Για τον Πανθεϊσμό, το αιώνιο σύμπαν και δη την ενέργεια ή την δύναμη που όλα τα έχει δημιουργήσει φυσικά εξελικτικά και στην διάρκεια δισεκατομμυρίων ετών ως μοναδική πραγματικότητα και τον κόσμο ως αυτογέννητο. Το “θείον” είναι διάχυτο παντού : στην φύση, στον άνθρωπο και στο σύμπαν, στο γνωστό και στο άγνωστο. Μπορεί να προσδοθεί χωρίς πολλά προβλήματα στην αιώνια ενέργεια το επίθετο θεϊκή ή και να την ονομάσει κανείς Θεότητα. Ο πανθεϊστής δεν χρειάζεται έναν διαμεσολαβητή (ιερατείο) μεταξύ της έτσι εννοούμενης Θεότητας και του εαυτού του, ούτε ιερούς ναούς.

Η φιλοσοφία του Τζορντάνο Μπρούνο περιστρέφεται γύρω από τρία βασικά κέντρα: το Εν, τον κόσμο και τον άνθρωπο, και οι απόψεις του είναι συγγενικές με αυτές των Νέο Πλατωνικών και ιδιαιτέρως του Πλωτίνου.

Το Εν για τον Μπρούνο είναι ακίνητο, άπειρο, χωρίς τέλος και όρια. Δεν μετακινείται, δεν πολλαπλασιάζεται, δεν φθείρεται και δεν μεταβάλλεται – δεν είναι ούτε ύλη ούτε μορφή• δεν μπορεί να μετρηθεί ή να συγκριθεί. Όλα όσα έχουν υπόσταση στο άπειρο έχουν ασήμαντες διαφορές μεταξύ τους.

Το Εν είναι αιώνιο, ενώ οτιδήποτε άλλο είναι προσωρινό. Ως απλό και αδιαίρετο, γεμίζει όλα τα πράγματα και κατοικεί σε όλα τα μέρη του Σύμπαντος. Ως προς τις κοσμολογικές αντιλήψεις του, ο Μπρούνο επηρεάστηκε από τον Κοπέρνικο και τον Νικόλαο Κουσανό. Ο πρώτος, στο έργο του "De revolutionibus orbium celestium", ανέπτυξε ένα σύστημα βάσει του οποίου η Γη και ο Ήλιος άλλαξαν τις παλιές τους θέσεις, έτσι ώστε η Γη πλέον να κινείται γύρω από έναν ακίνητο Ήλιο.

Ο δεύτερος αναφέρθηκε σε ένα άπειρο Σύμπαν το οποίο δεν έχει κέντρο. Ως εκ τούτου, ανατράπηκε η άποψη που είχαν διατυπώσει πρώτα ο Αριστοτέλης και στη συνέχεια ο Πτολεμαίος, ότι δηλαδή η Γη είναι το κέντρο του κόσμου γύρω από το οποίο περιστρέφονταν ο Ήλιος και τα άλλα ουράνια σώματα. Η εικόνα που είχαν ο Αριστοτέλης και ο Πτολεμαίος για το Σύμπαν ήταν η μορφή ενός κλειστού συστήματος που είχε περατά όρια ή σύνορα.

Αντίθετα, για τον Μπρούνο η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Το Σύμπαν είναι ανοικτό, απέραντο, χωρίς κανένα κεντρικό σύστημα αναφοράς. Στα έργα του «La Cena de le Ceneri» και «De L’infinito», θεωρεί τον κόσμο άπειρο, συνεπώς, δεν υπάρχει κανένα σώμα στο κέντρο ή στο άκρο ή ανάμεσά τους. Μπορούμε απλώς να κάνουμε λόγο για σχέσεις ορισμένων σωμάτων με άλλα σώματα. Μέσα στο άπειρο Σύμπαν υπάρχουν άπειροι ήλιοι και πλανήτες. Δίκαια λοιπόν θεωρείται ο εκπρόσωπος της θεωρίας ενός αποκεντρωμένου και άπειρα κατοικημένου Σύμπαντος. Επηρεασμένος από τον Πλάτωνα, υποστήριξε ότι ο κόσμος που βλέπουμε δεν είναι ο πραγματικός. Αυτό που αντικρίζουμε είναι οι σκιές της πραγματικότητας, οι σκιές των ιδεών.

Ο μαγικοθρησκευτικός δρόμος που προτείνει ο Μπρούνο, ο οποίος θα οδηγήσει τον άνθρωπο από το σκοτάδι στο ηλιακό φως, θυμίζει πολύ το δρόμο που προτείνει ο Πλάτων στην Πολιτεία (514α & 517α) για να βγει ο δεσμώτης από τη σπηλιά. Ο Μπρούνο δέχεται ότι ο κόσμος είναι έμψυχος και ότι υπάρχει μια μορφική αρχή, η παγκόσμια ψυχή, η οποία δίνει ψυχή και ζωή σε όλα τα μέρη του Σύμπαντος. Η ψυχή του Σύμπαντος είναι ταυτόχρονα αρχή και αιτία των φυσικών πραγμάτων. Όταν εμψυχώνει, απλώνεται στα μορφικά μέρη του Σύμπαντος, όταν όμως διευθύνει και κυβερνά, δεν είναι αρχή αλλά αιτία. Έχει τον έλεγχο των σύνθετων πραγμάτων και καθορίζει τη σταθερότητα των μερών. Είναι μία, αλλά μπορεί να διαμορφώσει διάφορα σχήματα – γεμίζει όλα τα πράγματα, όχι όμως κατά τον ίδιο τρόπο. Για να εξηγήσει τη δυνατότητα της παγκόσμιας ψυχής να είναι πανταχού παρούσα μέσα στο όλον και μέσα σε κάθε μέρος του, την παρομοιάζει με μια φωνή η οποία ακούγεται σε ολόκληρο το δωμάτιο αλλά και σε κάθε μέρος του ξεχωριστά.

Η παγκόσμια ψυχή δεν είναι αδιαίρετη όπως ένα σημείο, αλλά κατά κάποιον τρόπο απλώνεται, όπως η φωνή, σε όλα τα μέρη του Σύμπαντος και τα περιβάλλει. Στη διαμόρφωση της άποψής του για την παγκόσμια ψυχή επηρεάστηκε και από τον Φιτσίνο. Η παγκόσμια ψυχή συνδέει το σώμα με το πνεύμα. Όπως στον κόσμο υπάρχουν δύο ριζικά διαφορετικές οντότητες, η κοσμική ψυχή και το κοσμικό σώμα, που συνδέονται με το κοσμικό πνεύμα, έτσι και στον άνθρωπο το σώμα του και η ψυχή του επικοινωνούν χάρη σε μια τρίτη οντότητα, το πνεύμα του.

Ο άνθρωπος είναι για τον Μπρούνο η μικρογραφία της φύσης, ο μικρόκοσμος που αναπαριστά το μακρόκοσμο του Σύμπαντος. Έτσι, ο άνθρωπος είναι σε θέση να γνωρίσει τη φύση με άμεσο, ενορατικό, εσωτερικό τρόπο και όχι μέσα από την εξωτερική θεώρηση των πραγμάτων. Στο έργο του "Spaccio de la bestia trionfante", εξηγεί ότι σε κάθε άνθρωπο αντανακλάται ο κόσμος, το Σύμπαν. Κάθε μετασχηματισμός που συντελείται στον ουρανό έχει συνέπειες στην προσωπικότητα του ανθρώπου.

Η μαγική αντίληψη, η μνήμη και η φαντασία είναι οι γέφυρες που συνδέουν τον άνθρωπο με τον κόσμο και τη θεότητα. Η συνέχεια μεταξύ του ενός, του απόλυτου και του ανθρώπου εξασφαλίζεται με τη μεσολάβηση της ψυχής. Με βάση την αρχή της συνέχειας, ανάμεσα σε δύο ακραίους όρους παρεμβάλλεται πάντα ένας τρίτος, ενδιάμεσος όρος που λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος βάσει του οποίου εξασφαλίζεται η συνέχεια στο Σύμπαν.

Η μελέτη του φυσικού κόσμου κατά τον Μπρούνο αποτελεί την αληθινή μορφή φιλοσοφίας που είναι ικανή να μας αποκαλύψει τα μυστικά του Σύμπαντος και να μας εξασφαλίσει έγκυρη γνώση. Όπως και ο Φιτσίνο, έτσι και ο Μπρούνο πιστεύει ότι ο άνθρωπος δεν ερμηνεύει απλώς τον κόσμο, αλλά έχει τη δυνατότητα να παρεμβαίνει στη φύση και να επηρεάζει τη συμπεριφορά της για το καλό του ανθρώπινου γένους.

Η ύλη είναι εκείνη που εμπεριέχει τις μορφές και τις περιπλέκει. Ο καλύτερος αυτός γονέας, γεννήτορας και μητέρα των φυσικών πραγμάτων είναι, επομένως, θείο πράγμα. Η ύλη δεν επιθυμεί τη μορφή για τη διατήρησή της, εφόσον το φθαρτό δεν διατηρεί το αιώνιο. Επιπλέον, η ύλη έχει όλα όσα είχε πριν βρεθεί η μορφή και μπορεί ακόμη να έχει και άλλες μορφές. Ολόκληρη η φιλοσοφία του Μπρούνο αναπτύσσεται άρα γύρω από την ιδέα ενός νου που απελευθερώνει τον άνθρωπο από κάθε μορφή υποδούλωσης.

Ως επίλογο παραθέτω μία σύνθεση επιλεγμένων αποσπασμάτων από το έργο του Μπρούνο ώστε όποιος ενδιαφέρεται να γνωρίσει άμεσα τον φιλοσοφικό του λόγο:

"H θεότητα ενυπάρχει στον καθένα μας και στον πλανήτη μας, όπως ακριβώς ενυπάρχει στα ουράνια σώματα. Για το λόγο αυτό, ο άνθρωπος μπορεί να αντιληφθεί τους νόμους που διέπουν τη φύση και να απελευθερωθεί από το φόβο των άγριων θεοτήτων, που κυβερνούν το σύμπαν.

Oι θεοί δρουν στα ουράνια και αστρικά σώματα, τα οποία είναι θεϊκά σώματα. Αυτά με τη σειρά τους ενεργούν στα πνεύματα που κατοικούν και ελέγχουν τα αστέρια, ένα από τα οποία είναι και η γη. Τέλος, τα πνεύματα επιδρούν στα στοιχεία, τα στοιχεία στις ενώσεις, οι ενώσεις στις αισθήσεις, οι αισθήσεις στην ψυχή και η ψυχή σε όλο τον οργανισμό. Αυτή είναι η λεγόμενη κατιούσα πορεία. Απεναντίας, όταν από τον οργανισμό προχωρούμε μέσω της ψυχής στις αισθήσεις, μέσω των αισθήσεων στις ενώσεις, μέσω των ενώσεων στα στοιχεία, μέσω των στοιχείων στα πνεύματα, μέσω των πνευμάτων στα αστέρια και από εκεί στους ασώματους θεούς, που διέπονται από μια αιθέρια ουσία ή ένα αιθέριο σώμα, και από αυτούς στην ψυχή του κόσμου ή του πνεύματος του σύμπαντος, τότε καταλήγουμε στη θεώρηση του ενός, του απλούστατου, του άριστου, του σπουδαιότερου, του απόλυτου και του αυτάρκους όντος.

Η πορεία αυτή ονομάζεται ανιούσα. Συμπερασματικά, διακρίνουμε κάθοδο από τον θεό μέσω του κόσμου στους οργανισμούς και άνοδο από τους οργανισμούς μέσω του κόσμου στον θεό. Αυτός αποτελεί το υψηλότερο σημείο της κλίμακας, την αγνή και καθαρή ενέργεια και δύναμη, ενώ στο κατώτατο σημείο της κλίμακας βρίσκεται η ύλη, το σκότος, η παθητική δύναμη. Ανάμεσα σε αυτά τα δυο σημεία, υπάρχουν άλλα ενδιάμεσα, το ανώτερο από τα οποία συμμετέχει περισσότερο στο φως, τη δράση, ενώ το κατώτερο συμμετέχει κυρίως στο σκότος.

Όποιος γνωρίζει την αδιάσπαστη συνέχεια της ψυχής και την αναγκαία σύνδεσή της με ένα σώμα, κατέχει μία σημαντική αρχή, για να κατανοεί τα φυσικά πράγματα. Η ύπαρξη της παγκόσμιας ψυχής που ευθύνεται για τις μορφές των πραγμάτων, καθιστά περιττή την ύπαρξη του θεού για τη δημιουργία του κόσμου.

Ο άνθρωπος είναι η μικρογραφία της φύσης, ο μικρόκοσμος που αναπαριστά το μακρόκοσμο του σύμπαντος. Έτσι, ο άνθρωπος είναι σε θέση να γνωρίσει τη φύση με άμεσο, ενορατικό, εσωτερικό τρόπο και όχι μέσα από την εξωτερική θεώρηση των πραγμάτων. Η μελέτη του φυσικού κόσμου αποτελεί την αληθινή μορφή φιλοσοφίας που είναι ικανή να μας αποκαλύψει τα μυστικά του σύμπαντος και να μας εξασφαλίσει έγκυρη γνώση.

Όλα τα πράγματα είναι γεμάτα από πνεύματα, ψυχές, θεϊκή δύναμη, θεό ή θεότητα. Ο νους και η ψυχή είναι παντού, μολονότι δεν ευθύνονται για ό, τι παρατηρούμε γύρω μας.

Kάθε ψυχή και κάθε πνεύμα έχει κάποιο βαθμό συγγένειας με το παγκόσμιο πνεύμα, το οποίο υπάρχει όχι μόνο όπου ζει και αντιλαμβάνεται η ψυχή του ατόμου, αλλά επίσης είναι εξαπλωμένο παντού, αποτελούμενο από την ίδια ακριβώς ουσία και σύσταση."

Τα όμοια αναγνωρίζουν τα όμοια τους.



«Στα δε Ελευσίνια Μυστήρια, ο μεν Ιεροφάντης υποδύεται την εικόνα του Δημιουργού, ο δε Δαδούχος αυτήν του Ηλίου, ο Επιβώμιος Ιερεύς υποδύεται την εικόνα της Σελήνης, ο δε Ιεροκήρυκας αυτή του Ερμού». -Πορφύριος: Περί Αγαλμάτων

Αν μπορεί να γίνει με κάποιο τρόπο το θείο γνωστό, να είναι αντιληπτό από την ύπαρξη της ψυχής και από αυτήν να αναγνωρίζεται, καθ’ όσον είναι δυνατόν. Γιατί παντού τα όμοια αναγνωρίζουν τα όμοιά τους. Η ψυχή εισερχόμενη στον εαυτό θα δει και τον θεό. Και στην ένωσή της με το κέντρο της ζωής, ξεπερνώντας το πλήθος και την ποικιλία των κάθε είδους δυνάμεων που βρίσκονται σε αυτήν, ανεβαίνει στη ίδια εις την πηγή των.

Και όπως ακριβώς στις πιο ιερές τελετές λένε ότι οι μύστες στην αρχή συναντούν πολυποίκιλα και πολυειδή τα γένη των θεών που έχουν προπορευτεί, ενώ, αν εισέλθουν ατάραχοι και προστατευόμενοι από τις τελετές, τότε την ίδια τη θεία έλλαμψιν ακραιφνώς μεταλαμβάνουν.

Κατά τον ίδιο τρόπο η ψυχή η οποία κοιτάζει αυτά που βρίσκονται μετά από αυτήν, βλέπει τις σκιές και τα είδωλα των όντων, ενώ, αν στραφεί προς τον εαυτό της, ξεδιπλώνει τη δική της ουσία και τους δικούς της λογικούς προσδιορισμούς.

Και αρχικά, καθώς βλέπει μόνο τον εαυτό της, εμβαθύνει στην αυτογνωσία της και βρίσκει τον νου μέσα της και τις βαθμίδες των όντων, και προχωρώντας στο εσωτερικό της και περίπου στο άδυτο της ψυχής, εκεί «με κλειστά τα μάτια» (εξ ου και μύηση) παρατηρεί (εξ ου και εποπτεία) και «το γένος των θεών» . Γιατί όλα υπάρχουν εντός μας με τρόπο ψυχικό και για αυτό από τη φύση μας τα γνωρίζουμε όλα, αφυπνίζοντας τις δυνάμεις που βρίσκονται εντός μας και τις εικόνες των πάντων.

To ταξίδι της ανθρώπινης ψυχής είναι ένα «εις εαυτόν» εσωτερικό ταξίδι, καθώς η ψυχή «ήξει ουκ εις άλλα, αλλά εις εαυτόν». «Πάντα είσω», τα πάντα είναι μέσα μας, αναφέρει χαρακτηριστικά ο Πλωτίνος. Για να επιτευχθεί αυτό πρέπει να απομακρυνθούμε από όλα τα εξωτερικά, στραμμένοι ολοκληρωτικά προς τα μέσα. Καμία κλίση προς τα έξω, το σύνολο των πραγμάτων πρέπει να αγνοηθεί. Η ψυχή τότε δεν θα δει τον θεό να εμφανίζεται ξαφνικά μέσα της, διότι δεν υπάρχει τίποτα πια που να τους χωρίζει, καθώς τότε δεν υπάρχουν δύο. Ο ορών είναι ένα με το ορώμενο, δεν είναι όραμα αλλά ένωση. Και τότε η ψυχή δεν έχει πια συνείδηση πως βρίσκεται μέσα σε ένα σώμα, ούτε πως ο εαυτός της έχει κάποια ταυτότητα.

Και εάν κάποιος ρωτούσε αυτόν που κατάφερε να «δει» το νοητό φως, από πού αυτό προήρθε , από έξω ή από μέσα, πλανάται. Δεν πρέπει να ερωτηθεί από πού ήρθε: δεν υπάρχει ένα ‘από πού’, επειδή ούτε ήρθε ούτε έφυγε, αλλά εμφανίστηκε, και εξαφανίστηκε. Για αυτό δεν είναι ανάγκη να το εξαναγκάσει, αλλά πρέπει να περιμένει σιωπηλός έως ότου εμφανιστεί και να προετοιμαστεί για να το δει, όπως το βλέμμα περιμένει την ανατολή του ήλιου...!

Μητρότητα Πέρα από τις Προσδοκίες: Οι Αόρατες Πιέσεις και η Αναγνώριση της Αλήθειας

Η μητρότητα έχει εξιδανικευτεί στη σύγχρονη κοινωνία ως η απόλυτη και ανώτερη εμπειρία για κάθε γυναίκα.

Αυτή η αφήγηση παρουσιάζει τη μητρότητα ως την πιο χαρούμενη και ολοκληρωτική περίοδο της ζωής, μια στιγμή που φέρνει μόνο χαρά, γαλήνη και συναισθηματική πληρότητα.

Για πολλές γυναίκες, όμως, αυτή η εξιδανίκευση της μητρότητας δεν αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα. Οι κοινωνικές προσδοκίες που επιβάλλουν μια "τέλεια" μητέρα, δημιουργούν έναν αόρατο, αλλά έντονο ψυχολογικό κλοιό γύρω από τις μητέρες, οδηγώντας σε πιέσεις που συχνά παραμένουν ανομολόγητες.

Η ψυχική εξάντληση, η επιλόχεια κατάθλιψη, και η αίσθηση ανεπάρκειας είναι συχνά συμπτώματα μιας διαρκούς πάλης ανάμεσα σε αυτό που η κοινωνία απαιτεί από μια μητέρα και σε αυτό που η ίδια αισθάνεται πραγματικά.

Ας δούμε πώς αυτές οι κοινωνικές προσδοκίες συμβάλλουν στην κρίση της μητρότητας και πώς μπορούμε να στηρίξουμε τις γυναίκες που βρίσκονται αντιμέτωπες με αυτό το βάρος.

1. Οι Ρίζες των Κοινωνικών Προσδοκιών για τη Μητρότητα

Οι προσδοκίες γύρω από τη μητρότητα έχουν βαθιές ρίζες σε παλαιότερες κοινωνικές αντιλήψεις και πολιτισμικά πρότυπα. Στη δυτική κοινωνία, η ιδέα της «καλής μητέρας» είναι συχνά συνυφασμένη με ατέλειωτη αυτοθυσία, αντοχή, και αγάπη χωρίς όρια.

Η μητέρα θεωρείται υπεράνθρωπη φιγούρα, ικανή να συνδυάσει το μεγάλωμα των παιδιών με την επαγγελματική επιτυχία και τη διατήρηση των προσωπικών της σχέσεων, διατηρώντας ταυτόχρονα μια αψεγάδιαστη εικόνα.

Μέσα από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τα κοινωνικά δίκτυα, αλλά και τους διαγενεακούς μύθους που κληρονομούμε από την οικογένεια και τον ευρύτερο κοινωνικό περίγυρο, οι γυναίκες μαθαίνουν ότι πρέπει να ενσαρκώνουν την ιδανική μητέρα.

Όμως, για πολλές γυναίκες, αυτή η εικόνα απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Η έλλειψη ύπνου, το άγχος, οι σωματικές αλλαγές και οι απαιτήσεις της καθημερινότητας με ένα παιδί, συχνά δημιουργούν ένα χάσμα μεταξύ του πώς αναμένουν να αισθανθούν ως μητέρες και του πώς αισθάνονται πραγματικά.

2. Επιλόχεια Κατάθλιψη και Μελαγχολία

Οι Αποσιωπημένες Αλήθειες: Η επιλόχεια κατάθλιψη είναι ένα φαινόμενο που, παρά την αυξανόμενη ενημέρωση, εξακολουθεί να φέρει το στίγμα της ντροπής και της αποτυχίας.

Πολλές μητέρες που βιώνουν κατάθλιψη μετά τη γέννα αποφεύγουν να το παραδεχτούν, φοβούμενες την κριτική και την απόρριψη.

Οι κοινωνικές προσδοκίες δεν τους επιτρέπουν να παραδεχτούν ότι αισθάνονται εξάντληση, απογοήτευση ή ακόμα και αμφιβολίες για τη μητρότητα.

Η μελαγχολία της μητρότητας συχνά συνδέεται με το χάσμα ανάμεσα στο "πρέπει" και στο "είναι".

Όταν οι μητέρες αισθάνονται ότι δεν ανταποκρίνονται στις εξωπραγματικές προσδοκίες που τους έχουν επιβληθεί, έρχονται αντιμέτωπες με συναισθήματα ενοχής και απογοήτευσης. Η κυρίαρχη ιδέα ότι η μητρότητα είναι η καλύτερη περίοδος της ζωής τους μπορεί να γίνει μια ψυχική φυλακή για τις γυναίκες που δεν βιώνουν αυτήν την εμπειρία ως απόλυτα θετική.

3. Οι Αόρατες Πιέσεις και η Αντίφαση της Πραγματικότητας

Πολλές γυναίκες, εν μέσω της μητρότητας, νιώθουν να βρίσκονται παγιδευμένες ανάμεσα σε κοινωνικές νόρμες που τους λένε πως "πρέπει να είναι χαρούμενες" και σε μια καθημερινή πραγματικότητα γεμάτη άγχος, ευθύνες και αίσθημα ανεπάρκειας.

Αυτές οι αόρατες πιέσεις οδηγούν συχνά σε κρίσεις ταυτότητας, καθώς οι γυναίκες πασχίζουν να συμβιβαστούν με τις αντικρουόμενες απαιτήσεις της μητρότητας και των άλλων ρόλων τους.

Οι κοινωνικές προσδοκίες για το πώς πρέπει να είναι η μητρότητα δεν επιτρέπουν στις γυναίκες να αναγνωρίσουν και να επεξεργαστούν τα αρνητικά συναισθήματα που μπορεί να βιώνουν. Το αποτέλεσμα είναι ότι πολλές γυναίκες αισθάνονται απομονωμένες, αδύναμες να εκφράσουν τις πραγματικές τους ανάγκες και δυσκολίες.

4. Τι Μπορεί να Αλλάξει: Προς μια Νέα Κατανόηση της Μητρότητας

Για να μπορέσουμε να υποστηρίξουμε ουσιαστικά τις μητέρες, είναι απαραίτητο να επαναπροσδιορίσουμε τις κοινωνικές μας νόρμες και τις προσδοκίες γύρω από τη μητρότητα.

Ορισμένα βήματα που μπορούν να ληφθούν περιλαμβάνουν:

Εκπαίδευση και Ευαισθητοποίηση: Χρειάζεται ευρύτερη ενημέρωση για τις ψυχικές δυσκολίες που μπορεί να αντιμετωπίζουν οι νέες μητέρες, όπως η επιλόχεια κατάθλιψη. Η κατανόηση ότι η μητρότητα είναι ένα πολύπλευρο ταξίδι, με δυσκολίες και προκλήσεις, είναι το πρώτο βήμα για την αλλαγή της συζήτησης γύρω από τη μητρότητα.

Στήριξη και Αυτοφροντίδα: Η αυτοφροντίδα πρέπει να γίνει θεμέλιος λίθος για κάθε μητέρα. Οι μητέρες πρέπει να ενθαρρύνονται να ζητούν βοήθεια και να αναγνωρίζουν ότι οι δικές τους ανάγκες είναι εξίσου σημαντικές με αυτές των παιδιών τους. Υποστηρικτικά δίκτυα από φίλους, οικογένεια ή επαγγελματίες ψυχικής υγείας μπορούν να διαδραματίσουν κρίσιμο ρόλο.

Αλλαγή Κοινωνικών Προτύπων: Η απελευθέρωση από τις προσδοκίες της τελειότητας και η δημιουργία μιας κοινωνίας που επιτρέπει στις μητέρες να είναι ανθρώπινες, με αδυναμίες και ελαττώματα, είναι θεμελιώδης για την ψυχική υγεία τους. Πρέπει να δημιουργήσουμε μια κουλτούρα που επιτρέπει στις μητέρες να αναγνωρίζουν και να αποδέχονται ότι η μητρότητα δεν είναι πάντα εύκολη και δεν χρειάζεται να είναι τέλεια για να είναι αρκετή.Συμπέρασμα:

Η μητρότητα, όπως και κάθε άλλος ρόλος στη ζωή, είναι γεμάτη προκλήσεις και αντιφάσεις.

Οι κοινωνικές νόρμες και προσδοκίες που επιβάλλουν στις γυναίκες μια εξιδανικευμένη εικόνα της μητρότητας εντείνουν την πίεση και οδηγούν πολλές γυναίκες σε συναισθηματικές κρίσεις. Είναι καιρός να αναγνωρίσουμε την αλήθεια πίσω από τη μητρότητα και να επιτρέψουμε στις γυναίκες να εκφράσουν τις πραγματικές τους ανάγκες και δυσκολίες χωρίς φόβο κριτικής.

Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να δημιουργήσουμε μια κοινωνία που πραγματικά υποστηρίζει τις μητέρες, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να ζουν τη μητρότητα με τον δικό τους, αυθεντικό τρόπο.