Το ταξίδι της γνώσης
Ο Παρμενίδης, γεννημένος στην Ελέα της Κάτω Ιταλίας, υπήρξε ο πρώτος προσωκρατικός φιλόσοφος που διατύπωσε τη σκέψη του σε ποίημα γραμμένο σε εξαμέτρους στίχους. Στο σωζόμενο προοίμιο του ποιήματός του ο Παρμενίδης περιγράφει σε γλώσσα σχεδόν θρησκευτική ένα φανταστικό ταξίδι με αλληγορικό περιεχόμενο: ο ίδιος ο ποιητής ταξιδεύει πάνω σε ένα άρμα -σύμβολο της ποιητικής έμπνευσης αλλά και της φιλοσοφικής αναζήτησης της γνώσης- που το συνοδεύουν οι κόρες του Ήλιου· καταφέρνουν να περάσουν τις πύλες απ᾽ όπου ξεκινά το μονοπάτι της Ημέρας και της Νύχτας ξεγελώντας τη Δίκη, η οποία κρατάει τα κλειδιά (που σημαίνει: είναι επιφορτισμένη με την επίβλεψη του χρόνου Ημέρας και Νύχτας), και φτάνουν σε μια φανταστική χώρα, όπου τους υποδέχεται μια ανώνυμη θεά· η θεά προσφωνεί τον ποιητή και υπόσχεται να τον ξεναγήσει στον κόσμο της αλήθειας (του ὄντος) και της φαινομενικής πραγματικόητας (της δόξης). Στους δύο αυτούς δρόμους αντιστοιχούν τα δύο μέρη του ποιήματος, τα οποία παρουσιάζονται ως συμβουλές της θεάς. Σκοπός του προοιμίου είναι να δείξει ότι ο ποιητής κατέχει μια υπερβατική γνώση, άγνωστη και δυσπρόσιτη στους κοινούς θνητούς.
Απόσπασμα 1
ἵπποι ταί με φέρουσιν ὅσον τ᾽ ἐπὶ θυμὸς ἱκάνοι
πέμπον, ἐπεί μ᾽ ἐς ὁδὸν βῆσαν πολύφημον ἄγουσαι
δαίμονος, ἣ κατὰ πάντ᾽ ἄστη φέρει εἰδότα φῶτα·
τῇ φερόμην· τῇ γάρ με πολύφραστοι φέρον ἵπποι
5 ἅρμα τιταίνουσαι, κοῦραι δ᾽ ὁδὸν ἡγεμόνευον.
ἄξων δ᾽ ἐν χνοίῃσιν ἵει σύριγγος ἀυτὴν
αἰθόμενος (δοιοῖς γὰρ ἐπείγετο δινωτοῖσιν
κύκλοις ἀμφοτέρωθεν), ὅτε σπερχοίατο πέμπειν
Ἡλιάδες κοῦραι, προλιποῦσαι δώματα Νυκτὸς
10 εἰς φάος, ὠσάμεναι κράτων ἄπο χερσὶ καλύπτρας.
ἔνθα πύλαι Νυκτός τε καὶ Ἤματός εἰσι κελεύθων,
καί σφας ὑπέρθυρον ἀμφὶς ἔχει καὶ λάινος οὐδός.
αὐταὶ δ᾽ αἰθέριαι πλῆνται μεγάλοισι θυρέτροις·
τῶν δὲ Δίκη πολύποινος ἔχει κληῖδας ἀμοιβούς.
15 τὴν δὴ παρφάμεναι κοῦραι μαλακοῖσι λόγοισιν.
πεῖσαν ἐπιφραδέως, ὥς σφιν βαλανωτὸν ὀχῆα
ἀπτερέως ὤσειε πυλέων ἄπο· ταὶ δὲ θυρέτρων
χάσμ᾽ ἀχανὲς ποίησαν ἀναπτάμεναι πολυχάλκους
ἄξονας ἐν σύριγξιν ἀμοιβαδὸν εἰλίξασαι
20 γόμφοις καὶ περόνῃσιν ἀρηρότε· τῇ ῥα δι᾽ αὐτέων
ἰθὺς ἔχον κοῦραι κατ᾽ ἀμαξιτὸν ἅρμα καὶ ἵππους.
καί με θεὰ πρόφρων ὑπεδέξατο, χεῖρα δὲ χειρὶ
δεξιτερὴν ἕλεν, ὧδε δ᾽ ἔπος φάτο καί με προσηύδα·
ὦ κοῦρ᾽ ἀθανάτοισι συνάορος ἡνιόχοισιν,
25 ἵπποις ταί σε φέρουσιν ἱκάνων ἡμέτερον δῶ,
χαῖρ᾽, ἐπεὶ οὔτι σε μοῖρα κακὴ προὔπεμπε νέεσθαι
τήνδ᾽ ὁδόν (ἦ γὰρ ἀπ᾽ ἀνθρώπων ἐκτὸς πάτου ἐστίν),
ἀλλὰ θέμις τε δίκη τε. χρεὼ δέ σε πάντα πυθέσθαι
ἠμὲν Ἀληθείης εὐκυκλέος ἀτρεμὲς ἦτορ
30 ἠδὲ βροτῶν δόξας, ταῖς οὐκ ἔνι πίστις ἀληθής.
ἀλλ᾽ ἔμπης καὶ ταῦτα μαθήσεαι, ὡς τὰ δοκοῦντα
χρῆν δοκίμως εἶναι διὰ παντὸς πάντα περῶντα.
***
Οι φοράδες που με πάνε όσο μακριά ποθεί η ψυχή μου
μ᾽ εκτόξευσαν μπροστά, σαν μ᾽ έφεραν στου θεού το ξακουστό
στρατί, που σηκώνει τον άνθρωπο τον γνώστη όλων των πόλεων.
Σ᾽ αυτόν λοιπόν βρέθηκα το δρόμο, όπου μ᾽ έφεραν τ᾽ άτια τα σοφά
σέρνοντας το άρμα μου, και μπροστά μου κόρες πήγαιναν.5
Κι ο άξονας στους τόρμους1 τσίριζε σα σφυρίχτρα,
αναμμένος (γιατί ήταν στριμωγμένος ανάμεσα στις τορνευτές
τις ρόδες), καθώς του Ήλιου οι θυγατέρες σπεύδαν
να με συνοδέψουν, αφού άφησαν τα δώματα της Νύχτας για το φως
και με τα χέρια τους έβγαλαν τα πέπλα απ᾽ τα κεφάλια τους.10
Εκεί είναι οι πύλες των μονοπατιών της Νύχτας και της Μέρας,
ανάμεσα σ᾽ ένα ανώφλι και ένα κατώφλι πέτρινο.
Ψηλά ορθωμένες στον αέρα, κλείνουν με μεγάλες πόρτες,
κι η τιμωρός Δικαιοσύνη κρατάει τους διπλοσύρτες.
Μα οι κόρες την ξεγέλασαν με τα όμορφά τους λόγια15
και πονηρά την έπεισαν γρήγορα να τραβήξει το μάνταλο
απ᾽ τις πύλες. Κι οι πύλες, όταν άνοιξαν, άφησαν ανάμεσά τους
ένα τεράστιο χάσμα, διαδοχικά στρίβοντας μες στις θήκες τους
τους χαλκόδετους ρεζέδες,2 τους στερεωμένους
με ξυλοκάρφια και πιρτσίνια.3 Κι ευθύς ανάμεσά τους, στον20
πλατύ το δρόμο, πέρασε τ᾽ άρμα οδηγημένο απ᾽ τις κόρες.
Κι η θεά με καλοδέχτηκε, πήρε το χέρι το δεξί μου
στο δικό της και με τούτα τα λόγια με προσφώνησε:
«Καλώς όρισες, νέε, εσύ που έρχεσαι στο σπίτι μου συνοδεμένος
από αθάνατους ηνίοχους, με τ᾽ άλογα που σε κουβαλούν.25
Δεν σ᾽ έβαλε μοίρα κακή σ᾽ αυτό το δρόμο, που τόσο μακριά
είναι απ᾽ των ανθρώπων τα βήματα,
αλλά η δικαιοσύνη. Πρέπει όλα να τα μάθεις,
την ήσυχη καρδιά της στρογγυλής Αλήθειας
και τις ιδέες των θνητών τις ψεύτικες.30
Αλλά θα μάθεις και πώς πρέπει να ᾽ναι οι γνώμες των ανθρώπων
για να έχουν βάση και να διαπερνούν τα πάντα.
------------
Απόσπασμα 1
ἵπποι ταί με φέρουσιν ὅσον τ᾽ ἐπὶ θυμὸς ἱκάνοι
πέμπον, ἐπεί μ᾽ ἐς ὁδὸν βῆσαν πολύφημον ἄγουσαι
δαίμονος, ἣ κατὰ πάντ᾽ ἄστη φέρει εἰδότα φῶτα·
τῇ φερόμην· τῇ γάρ με πολύφραστοι φέρον ἵπποι
5 ἅρμα τιταίνουσαι, κοῦραι δ᾽ ὁδὸν ἡγεμόνευον.
ἄξων δ᾽ ἐν χνοίῃσιν ἵει σύριγγος ἀυτὴν
αἰθόμενος (δοιοῖς γὰρ ἐπείγετο δινωτοῖσιν
κύκλοις ἀμφοτέρωθεν), ὅτε σπερχοίατο πέμπειν
Ἡλιάδες κοῦραι, προλιποῦσαι δώματα Νυκτὸς
10 εἰς φάος, ὠσάμεναι κράτων ἄπο χερσὶ καλύπτρας.
ἔνθα πύλαι Νυκτός τε καὶ Ἤματός εἰσι κελεύθων,
καί σφας ὑπέρθυρον ἀμφὶς ἔχει καὶ λάινος οὐδός.
αὐταὶ δ᾽ αἰθέριαι πλῆνται μεγάλοισι θυρέτροις·
τῶν δὲ Δίκη πολύποινος ἔχει κληῖδας ἀμοιβούς.
15 τὴν δὴ παρφάμεναι κοῦραι μαλακοῖσι λόγοισιν.
πεῖσαν ἐπιφραδέως, ὥς σφιν βαλανωτὸν ὀχῆα
ἀπτερέως ὤσειε πυλέων ἄπο· ταὶ δὲ θυρέτρων
χάσμ᾽ ἀχανὲς ποίησαν ἀναπτάμεναι πολυχάλκους
ἄξονας ἐν σύριγξιν ἀμοιβαδὸν εἰλίξασαι
20 γόμφοις καὶ περόνῃσιν ἀρηρότε· τῇ ῥα δι᾽ αὐτέων
ἰθὺς ἔχον κοῦραι κατ᾽ ἀμαξιτὸν ἅρμα καὶ ἵππους.
καί με θεὰ πρόφρων ὑπεδέξατο, χεῖρα δὲ χειρὶ
δεξιτερὴν ἕλεν, ὧδε δ᾽ ἔπος φάτο καί με προσηύδα·
ὦ κοῦρ᾽ ἀθανάτοισι συνάορος ἡνιόχοισιν,
25 ἵπποις ταί σε φέρουσιν ἱκάνων ἡμέτερον δῶ,
χαῖρ᾽, ἐπεὶ οὔτι σε μοῖρα κακὴ προὔπεμπε νέεσθαι
τήνδ᾽ ὁδόν (ἦ γὰρ ἀπ᾽ ἀνθρώπων ἐκτὸς πάτου ἐστίν),
ἀλλὰ θέμις τε δίκη τε. χρεὼ δέ σε πάντα πυθέσθαι
ἠμὲν Ἀληθείης εὐκυκλέος ἀτρεμὲς ἦτορ
30 ἠδὲ βροτῶν δόξας, ταῖς οὐκ ἔνι πίστις ἀληθής.
ἀλλ᾽ ἔμπης καὶ ταῦτα μαθήσεαι, ὡς τὰ δοκοῦντα
χρῆν δοκίμως εἶναι διὰ παντὸς πάντα περῶντα.
***
Οι φοράδες που με πάνε όσο μακριά ποθεί η ψυχή μου
μ᾽ εκτόξευσαν μπροστά, σαν μ᾽ έφεραν στου θεού το ξακουστό
στρατί, που σηκώνει τον άνθρωπο τον γνώστη όλων των πόλεων.
Σ᾽ αυτόν λοιπόν βρέθηκα το δρόμο, όπου μ᾽ έφεραν τ᾽ άτια τα σοφά
σέρνοντας το άρμα μου, και μπροστά μου κόρες πήγαιναν.5
Κι ο άξονας στους τόρμους1 τσίριζε σα σφυρίχτρα,
αναμμένος (γιατί ήταν στριμωγμένος ανάμεσα στις τορνευτές
τις ρόδες), καθώς του Ήλιου οι θυγατέρες σπεύδαν
να με συνοδέψουν, αφού άφησαν τα δώματα της Νύχτας για το φως
και με τα χέρια τους έβγαλαν τα πέπλα απ᾽ τα κεφάλια τους.10
Εκεί είναι οι πύλες των μονοπατιών της Νύχτας και της Μέρας,
ανάμεσα σ᾽ ένα ανώφλι και ένα κατώφλι πέτρινο.
Ψηλά ορθωμένες στον αέρα, κλείνουν με μεγάλες πόρτες,
κι η τιμωρός Δικαιοσύνη κρατάει τους διπλοσύρτες.
Μα οι κόρες την ξεγέλασαν με τα όμορφά τους λόγια15
και πονηρά την έπεισαν γρήγορα να τραβήξει το μάνταλο
απ᾽ τις πύλες. Κι οι πύλες, όταν άνοιξαν, άφησαν ανάμεσά τους
ένα τεράστιο χάσμα, διαδοχικά στρίβοντας μες στις θήκες τους
τους χαλκόδετους ρεζέδες,2 τους στερεωμένους
με ξυλοκάρφια και πιρτσίνια.3 Κι ευθύς ανάμεσά τους, στον20
πλατύ το δρόμο, πέρασε τ᾽ άρμα οδηγημένο απ᾽ τις κόρες.
Κι η θεά με καλοδέχτηκε, πήρε το χέρι το δεξί μου
στο δικό της και με τούτα τα λόγια με προσφώνησε:
«Καλώς όρισες, νέε, εσύ που έρχεσαι στο σπίτι μου συνοδεμένος
από αθάνατους ηνίοχους, με τ᾽ άλογα που σε κουβαλούν.25
Δεν σ᾽ έβαλε μοίρα κακή σ᾽ αυτό το δρόμο, που τόσο μακριά
είναι απ᾽ των ανθρώπων τα βήματα,
αλλά η δικαιοσύνη. Πρέπει όλα να τα μάθεις,
την ήσυχη καρδιά της στρογγυλής Αλήθειας
και τις ιδέες των θνητών τις ψεύτικες.30
Αλλά θα μάθεις και πώς πρέπει να ᾽ναι οι γνώμες των ανθρώπων
για να έχουν βάση και να διαπερνούν τα πάντα.
------------
1 τόρμος = οπή
2 ρεζές = μεντεσές
3 πιρτσίνι = είδος καρφιού