ΟΔ. ἔγωγ᾽· ἐμίσουν δ᾽, ἡνίκ᾽ ἦν μισεῖν καλόν.
ΑΓ. οὐ γὰρ θανόντι καὶ πρὸς ἐμβῆναί σε χρή;
ΟΔ. μὴ χαῖρ᾽, Ἀτρείδη, κέρδεσιν τοῖς μὴ καλοῖς.
1350 ΑΓ. τόν τοι τύραννον εὐσεβεῖν οὐ ῥᾴδιον.
ΟΔ. ἀλλ᾽ εὖ λέγουσι τοῖς φίλοις τιμὰς νέμειν.
ΑΓ. κλύειν τὸν ἐσθλὸν ἄνδρα χρὴ τῶν ἐν τέλει.
ΟΔ. παῦσαι· κρατεῖς τοι τῶν φίλων νικώμενος.
ΑΓ. μέμνησ᾽ ὁποίῳ φωτὶ τὴν χάριν δίδως.
1355 ΟΔ. ὅδ᾽ ἐχθρὸς ἁνήρ, ἀλλὰ γενναῖός ποτ᾽ ἦν.
ΑΓ. τί ποτε ποήσεις; ἐχθρὸν ὧδ᾽ αἰδῇ νέκυν;
ΟΔ. κινεῖ γὰρ ἁρετή με τῆς ἔχθρας πολύ.
ΑΓ. τοιοίδε μέντοι φῶτες ἔμπληκτοι βροτῶν.
ΟΔ. ἦ κάρτα πολλοὶ νῦν φίλοι καὖθις πικροί.
1360 ΑΓ. τοιούσδ᾽ ἐπαινεῖς δῆτα σὺ κτᾶσθαι φίλους;
ΟΔ. σκληρὰν ἐπαινεῖν οὐ φιλῶ ψυχὴν ἐγώ.
ΑΓ. ἡμᾶς σὺ δειλοὺς τῇδε θἡμέρᾳ φανεῖς.
ΟΔ. ἄνδρας μὲν οὖν Ἕλλησι πᾶσιν ἐνδίκους.
ΑΓ. ἄνωγας οὖν με τὸν νεκρὸν θάπτειν ἐᾶν;
1365 ΟΔ. ἔγωγε· καὶ γὰρ αὐτὸς ἐνθάδ᾽ ἵξομαι.
ΑΓ. ἦ πάνθ᾽ ὅμοια· πᾶς ἀνὴρ αὑτῷ πονεῖ.
ΟΔ. τῷ γάρ με μᾶλλον εἰκὸς ἢ ᾽μαυτῷ πονεῖν;
ΑΓ. σὸν ἆρα τοὔργον, οὐκ ἐμὸν κεκλήσεται.
ΟΔ. ὡς ἂν ποήσῃς, πανταχῇ χρηστός γ᾽ ἔσῃ.
1370 ΑΓ. ἀλλ᾽ εὖ γε μέντοι τοῦτ᾽ ἐπίστασ᾽, ὡς ἐγὼ
σοὶ μὲν νέμοιμ᾽ ἂν τῆσδε καὶ μείζω χάριν,
οὗτος δὲ κἀκεῖ κἀνθάδ᾽ ὢν ἔμοιγ᾽ ὁμῶς
ἔχθιστος ἔσται. σοὶ δὲ δρᾶν ἔξεσθ᾽ ἃ χρῇς.
ΧΟ. ὅστις σ᾽, Ὀδυσσεῦ, μὴ λέγει γνώμῃ σοφὸν
1375 φῦναι, τοιοῦτον ὄντα, μῶρός ἐστ᾽ ἀνήρ.
ΑΓ. οὐ γὰρ θανόντι καὶ πρὸς ἐμβῆναί σε χρή;
ΟΔ. μὴ χαῖρ᾽, Ἀτρείδη, κέρδεσιν τοῖς μὴ καλοῖς.
1350 ΑΓ. τόν τοι τύραννον εὐσεβεῖν οὐ ῥᾴδιον.
ΟΔ. ἀλλ᾽ εὖ λέγουσι τοῖς φίλοις τιμὰς νέμειν.
ΑΓ. κλύειν τὸν ἐσθλὸν ἄνδρα χρὴ τῶν ἐν τέλει.
ΟΔ. παῦσαι· κρατεῖς τοι τῶν φίλων νικώμενος.
ΑΓ. μέμνησ᾽ ὁποίῳ φωτὶ τὴν χάριν δίδως.
1355 ΟΔ. ὅδ᾽ ἐχθρὸς ἁνήρ, ἀλλὰ γενναῖός ποτ᾽ ἦν.
ΑΓ. τί ποτε ποήσεις; ἐχθρὸν ὧδ᾽ αἰδῇ νέκυν;
ΟΔ. κινεῖ γὰρ ἁρετή με τῆς ἔχθρας πολύ.
ΑΓ. τοιοίδε μέντοι φῶτες ἔμπληκτοι βροτῶν.
ΟΔ. ἦ κάρτα πολλοὶ νῦν φίλοι καὖθις πικροί.
1360 ΑΓ. τοιούσδ᾽ ἐπαινεῖς δῆτα σὺ κτᾶσθαι φίλους;
ΟΔ. σκληρὰν ἐπαινεῖν οὐ φιλῶ ψυχὴν ἐγώ.
ΑΓ. ἡμᾶς σὺ δειλοὺς τῇδε θἡμέρᾳ φανεῖς.
ΟΔ. ἄνδρας μὲν οὖν Ἕλλησι πᾶσιν ἐνδίκους.
ΑΓ. ἄνωγας οὖν με τὸν νεκρὸν θάπτειν ἐᾶν;
1365 ΟΔ. ἔγωγε· καὶ γὰρ αὐτὸς ἐνθάδ᾽ ἵξομαι.
ΑΓ. ἦ πάνθ᾽ ὅμοια· πᾶς ἀνὴρ αὑτῷ πονεῖ.
ΟΔ. τῷ γάρ με μᾶλλον εἰκὸς ἢ ᾽μαυτῷ πονεῖν;
ΑΓ. σὸν ἆρα τοὔργον, οὐκ ἐμὸν κεκλήσεται.
ΟΔ. ὡς ἂν ποήσῃς, πανταχῇ χρηστός γ᾽ ἔσῃ.
1370 ΑΓ. ἀλλ᾽ εὖ γε μέντοι τοῦτ᾽ ἐπίστασ᾽, ὡς ἐγὼ
σοὶ μὲν νέμοιμ᾽ ἂν τῆσδε καὶ μείζω χάριν,
οὗτος δὲ κἀκεῖ κἀνθάδ᾽ ὢν ἔμοιγ᾽ ὁμῶς
ἔχθιστος ἔσται. σοὶ δὲ δρᾶν ἔξεσθ᾽ ἃ χρῇς.
ΧΟ. ὅστις σ᾽, Ὀδυσσεῦ, μὴ λέγει γνώμῃ σοφὸν
1375 φῦναι, τοιοῦτον ὄντα, μῶρός ἐστ᾽ ἀνήρ.
***
ΑΓ. Εσύ, Οδυσσέα, τώρα παίρνεις,εις βάρος μου, το μέρος του;
ΟΔ. Εγώ ασφαλώς, που τον μισούσα τότε
που έπρεπε να τον μισώ.
ΑΓ. Δεν πρέπει ωστόσο να πατήσεις πόδι και στον πεθαμένο;
ΟΔ. Δεν είναι, γιε του Ατρέα, σωστό να χαίρεσαι
μ᾽ άσχημα κέρδη.
1350 ΑΓ. Δεν είναι όμως κι εύκολο να δείχνει σέβας ο μονάρχης.
ΟΔ. Εύκολο όμως είναι να τιμά τους φίλους,
όταν του λένε το σωστό.
ΑΓ. Ο τίμιος όμως και σωστός οφείλει
υπακοή στους άρχοντες.
ΟΔ. Πάψε· δική σου η νίκη, αν δέχεσαι να σε νικούν οι φίλοι.
ΑΓ. Σκέψου μονάχα σε ποιόν άνθρωπο χαρίζεσαι.
ΟΔ. Ήταν όντως εχθρός, υπήρξε όμως και γενναίος άντρας.
ΑΓ. Τί πας να κάνεις τώρα; θα σεβαστείς νεκρό έναν εχθρό;
ΟΔ. Μετράει η αξία του από την έχθρα περισσότερο.
ΑΓ. Τέτοιοι εντούτοις άντρες βγαίνουν αλλοπρόσαλλοι.
ΟΔ. Ίσως, αλλά πολλοί που είναι ακόμη φίλοι,
μια μέρα γίνονται εχθροί.
1360 ΑΓ. Και συ το δέχεσαι να κάνεις τέτοιους φίλους;
ΟΔ. Μ᾽ αλύγιστη καρδιά εγώ δεν θέλω να ᾽χω πάρε δώσε.
ΑΓ. Πας να μας βγάλεις όμως σήμερα δειλούς.
ΟΔ. Αντίθετα: άντρες που αγαπούν το δίκαιο,
μπροστά σ᾽ όλους τους Έλληνες.
ΑΓ. Που πάει να πει, μου λες ν᾽ αφήσω να ταφεί ο νεκρός;
ΟΔ. Το λέω και το πιστεύω· γιατί κι εγώ μια μέρα
θα βρεθώ στην ίδια θέση.
ΑΓ. Τα ίδια πάντα και τα ίδια· κοπιάζει ο καθένας
μόνο για τον εαυτό του.
ΟΔ. Για ποιόν θες να κοπιάσω πιο πολύ, αν όχι
για τον εαυτό μου;
ΑΓ. Δικός σου έργο αυτό, εγώ δεν θα το πάρω πάνω μου.
ΟΔ. Ό,τι κι αν κάνεις, θα μείνεις πάντως έντιμος.
1370 ΑΓ. Καλώς. Αλλά καλά μάθε κι αυτό:
σ᾽ εσένα εγώ θα έκανα και πιο μεγάλη χάρη· όμως αυτός,
κι εκεί κι εδώ, θα παραμείνει ο πιο μεγάλος μου εχθρός.
Και τώρα έχεις το λεύτερο, όπως το θέλεις, να φερθείς.
ΧΟ. Αν κάποιος δεν παραδεχτεί, Οδυσσέα,
μετά απ᾽ αυτά, πως είσαι εσύ από τη φύση σου
σοφός, είναι αυτός μωρός.