Όπως συμβαίνει στο Αιγαίο αυτή την εποχή, η εγκατάσταση βρισκόταν σε ακρωτήριο, στον λόφο δηλαδή του κάστρου του Πλαταμώνα. Η λέξη «πλαταμών» σηματοδοτεί μία λεία «πέτρα» (λείο βράχο) που περιβάλλεται ή καλύπτεται με νερό, όπως και του λόφου του Κάστρου Πλαταμώνα. Ο βυζαντινός Πλαταμών λοιπόν δεν θα μπορούσε παρά να είναι και ένας αρχαίος πλαταμών. Το Ηράκλειο θα μπορούσε να εκτείνεται και πέραν του συγκεκριμένου λόφου, οπότε ο λόφος του Κάστρου θα ήταν ο πλαταμώνας του.
[1]
Η ανασκαφή ήταν μία τομή πλάτους 30 μέτρων που έγινε με αφορμή την κατασκευή της σήραγγας του σιδηρόδρομου στον λόφο που στεφανώνεται από το κάστρο του Πλαταμώνα. Στην παραλία νότια του κάστρου δεν υπήρχαν ευρήματα. Η θέση δεν ενδείκνυται για το αναφερόμενο λιμάνι του Ηρακλείου, αφού είναι ανοιχτή στον κακό αέρα της περιοχής, το νοτιά. Αντίθετα, η Κρανιά, που βρίσκεται στους βόρειους πρόποδες του λόφου, σχετίζεται πιθανότατα με το αναφερόμενο από την αρχαιότητα λιμάνι. Η φιλόξενη παραλία της προστατεύεται από τον νοτιά χάρη στην «πλαταμώδη άκρα» του κάστρου, μοναδικό «πλαταμώνα» του Ολύμπου στη θάλασσα. Η θάλασσα έχει βαθιά νερά και δυνατότητα να αράξουν καράβια, όπως εξάλλου συνέβαινε μέχρι τα νεώτερα χρόνια.
Η απόσταση από το κάστρο ήταν 370 μέτρα και από τη θάλασσα περίπου 200. Η ζωή της θέσης ανιχνεύθηκε από τη Ρωμαιοκρατία ως την αρχή της Χαλκοκρατίας, με επιχώσεις που έφτασαν τα οχτώ μέτρα και δεν εξαντλήθηκαν. Εντοπίστηκαν τέσσερις τουλάχιστον οικοδομικές φάσεις Εποχής Χαλκού, δύο Σιδήρου, μία Αρχαϊκή, δύο Κλασικές, τρεις Ελληνιστικές και μία Ρωμαϊκή.
Η διαχρονικότητα της θέσης δεν προκύπτει μόνο από από τη στρατηγική της σημασία [είσοδος στην πιερική πεδιάδα από τα στενά Ολύμπου/θάλασσας, είσοδος Θερμαϊκού] αλλά και από το γεγονός ότι παρέχει πηγαία νερά, γεωργικές, κτηνοτροφικές, αλιευτικές, κυνηγετικές δυνατότητες, ποικιλία οικοδομικών υλικών, προσπελασιμότητα από τον κύριο θαλάσσιο και χερσαίο ελληνικό άξονα βορρά-νότου, και προστασία από τον Όλυμπο. Η άλωση από τους Ρωμαίους υπομνηματίζεται με ένα βαθύ στρώμα καταστροφής των μέσων του 2ου αιώνα. Έγινε παλαιοχριστιανικό νεκροταφείο και εγκαταλείφθηκε ως τον 20ο αιώνα. Δεν υπήρχε βυζαντινή οικοδομική φάση αλλά ούτε και βυζαντινό στρώμα.
Σήμερα, ο υδροφόρος ορίζοντας πρωτοεμφανίζεται στη στάθμη της Μέσης Χαλκοκρατίας και η Πρώιμη Εποχή Χαλκού καλύπτεται από τα υπόγεια ρεύματα. Η Εποχή του Σιδήρου αποκαλύφθηκε στο μέσον περίπου του βάθους των ανασκαμμένων επιχώσεων. Η παλιότερη φάση της εποχής έληξε με την καταστροφή από φωτιά ενός μνημειακού περιβόλου της Ύστερης Εποχής Χαλκού, σε πλαγιά που την εποχή της πρώτης του κατασκευής είχε ακόμη μεγάλη κλίση. Επεμβάσεις της πρώτης αυτής φάσης της Εποχής Σιδήρου εξομάλυναν τις κλίσεις με την κατασκευή λίθινων ανδήρων στον περίβολο, δίνοντας τη δυνατότητα κάποιων δραστηριοτήτων που άφησαν αδιάγνωστα υπολείμματα τοίχων, λιθόστρωτα, διάσπαρτα πλιθιά και προϊόντα εκκαμίνευσης. Η κεραμική έδωσε ευρεία χρονολόγηση από την Ύστερη Εποχή Χαλκού μέχρι τον 8ο αιώνα, αλλά με την κύρια εγκατάσταση εκτός ανασκαφικής τομής και αδιάγνωστη.
Στο δεύτερο μισό του 8ου αιώνα πάνω στα άνδηρα και τον ίδιο τον περίβολο η ανθρώπινη δραστηριότητα έγινε ακόμη πιο έντονη, ή τουλάχιστον, περισσότερα λείψανα διασώθηκαν ως τις μέρες μας. Πάνω στο εσωτερικό μπάζωμα του περιβόλου απλώθηκε νέα στρώση χαλίκι και κτίστηκε ένα μονόχωρο αψιδωτό κτίριο, χωρίς στοιχεία για τη βόρεια στενή του πλευρά, που στηριζόταν στον περίβολο και στο εσωτερικό του μπάζωμα χωρίς θεμέλιο, φαινόμενο όχι ασυνήθιστο για την εποχή. Λίγο αργότερα κατασκευάστηκε μία βόρεια αψίδα, και προέκυψε ένα οβάλ κτίριο με είσοδο σε μακριά πλευρά και δάπεδο βοτσαλωτό, που σώθηκε ελάχιστα στο εσωτερικό και καλύτερα στη δυτική εξωτερική πλευρά. Την ίδια εποχή, στην Εύβοια και τα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας, περιοχές με τις οποίες έχει επαφές η περιοχή, και στην Αττική, παρατηρείται ιδιαίτερη προτίμηση στο οβάλ μονόχωρο σπίτι, και γίνονται αρκετές μετατροπές στη μορφή αυτή , που έχει νεώτερα ευρωπαϊκά παράλληλα από τα Βαλκάνια μέχρι τη Σουηδία. Χώροι διημέρευσης και ύπνου εσωτερικά του οβάλ κτιρίου είναι δύσκολο να ταυτιστούν από τα ευρήματα, ίσως όμως η βόρεια πλευρά να ήταν ο χώρος διημέρευσης [κυρίως λόγω της εισόδου από το εξωτερικό δάπεδο, αλλά και μαγειρικών σκευών] άρα ύπνου η νότια, πιθανόν με σκευοθήκες στις μακριές πλευρές, όπου βρέθηκε αρκετή από την οικοσκευή. H κρηπίδα ήταν λιθόκτιστη με λάσπη, και η ανωδομή μάλλον πλινθόκτιστη με «λαχνήεντα όροφο» σε ξύλινο σκελετό. Δεν βρέθηκαν ασφαλή στοιχεία για θρανία, συχνά για την εποχή, χωρίς ωστόσο να αποκλείονται. Θα μπορούσε να υποτεθεί ότι ο παλαιότερος περίβολος χρησίμευσε ως βάση θρανίου που δεν διατηρήθηκε, δεδομένου ότι οι καταστροφές στην περιοχή αυτή από τις κλασικές και ελληνιστικές φάσεις ήταν μεγάλη.
Μολονότι το πλάτος του κτιρίου μπορούσε να γεφυρωθεί με ξυλεία από τον Όλυμπο χωρίς υποστυλώματα, στη γένεση περίπου της νότιας αψίδας υπήρχε επίπεδος λίθος, πιθανόν βάση στύλου στέγης, ίσως και για ένα πατάρι με αποθήκη για πλήρη εκμετάλλευση του χώρου, όπως οι αποκρέβατοι στα μονόσπιτα του Αιγαίου. Η κεντρική ιδέα -ανώγειο και δίρριχτη στέγη- δεν θα ήταν ασύμβατη με το γνωστό μοντέλο του Αργίτικου Ηραίου και, δεδομένης της υπερβολικής υγρασίας στην Κρανιά, θα ήταν σίγουρα υγιεινότερη.
Στο κέντρο περίπου του κτιρίου υπήρχαν δύο εφαπτόμενες εστίες και μία ακτέριστη ταφή. Δεν ανιχνεύθηκε ένδειξη ηρωοποίησης και λατρείας. Υπήρξαν στη Κρανιά λίγοι αρχαϊκοί ενταφιασμοί, που ίσως σχετίζονται με το νεκροταφείο μιας οικογένειας (6ος αι. π.Χ.), καθώς επίσης και ένα υστερορωμαϊκό νεκροταφείο με διάσπαρτες ταφές, που δεν αποκλείεται να σχετίζονται με τον ακτέριστο νεκρό του αψιδωτού κτιρίου.
Την εποχή της καταστροφής, οι ένοικοι και το μαγερειό τους διημέρευαν στο εξωτερικό βοτσαλωτό δάπεδο, στο βόρειο τμήμα του οποίου υπήρχε και ανοιχτή καύση, πιθανόν σε στοά με στύλους πάνω σε πήλινες βάσεις, από τις οποίες φαίνεται να σώθηκαν ίχνη της μίας. Εδώ ανιχνεύθηκε και η χρήση αργαλειού, με αγνύθες πυραμιδόσχημες, ή από κομμάτια πίθων. Μέσα και έξω από το κτίριο καταμετρήθηκαν πολλές δεκάδες αγγείων όλων των χρήσεων, πλιθιά, οστά ζώων και πολλές αχιβάδες, διάσπαρτες και σωρηδόν.
Σε έναν γειτονικό κιβωτοειδή οχετό, πλάτους ±5 μ., που κατασκευάστηκε για τη σιδηροδρομική γραμμή, εντοπίστηκαν, αλλά καταστράφηκαν χωρίς ανασκαφή, οικοδομικά ερείπια της ίδιας εποχής με λίθινη κρηπίδα και πλιθιά. Αν κρίνουμε από τα ελάχιστα οικοδομικά που προλάβαμε να εντοπίσουμε και τα κεραμίδια που προλάβαμε να περισυλλέξουμε, επρόκειτο μάλλον για κτίρια ορθογώνια και κεραμοσκεπή. Κοντά τους υπήρχε τμήμα πηλοκατασκευής με έντονη καύση.
Στην κύρια τομή πρόλαβαν να ανασκαφούν διάφορες υπαίθριες ή ημιυπαίθριες βοηθητικές κατασκευές, που ίσως εξυπηρετούσαν κτίσματα εκτός τομής, πάνω στους λόφους. Χαρακτηριστικοί ήταν δύο αποθηκευτικοί αμφορείς in situ, δίπλα σε ανοιχτή εστία με πυροστιά και σε ένα σιδερένιο διπλό πέλεκυ, καρφιά, και λίγα αγγεία. Ένα από τα βοτσαλωτά δάπεδα, εξαρτώμενο ίσως από τα ορθογώνια κτίρια που καταστράφηκαν χωρίς να ερευνηθούν, είχε πλούσιο στρώμα καταστροφής με πολλά αγγεία. Το ίδιο και μία δεύτερη εστία, καθώς και άλλα παρόμοια δάπεδα, πηλοκατασκευές και εστίες. Συγκινητική υπήρξε, τέλος, μια αλλά μισοκατεστραμμένη ταφή ενός κτερισμένου αλόγου κοντά στον Νότιο Λόφο Β, το μόνο ενταφιασμένο από τα ζώα της Κρανιάς.
Από τις βοηθητικές κατασκευές, αναπάντεχες υπήρξαν δύο υπόσκαφες, μία οβάλ και μία κυκλική, τα υπέργεια τμήματα των οποίων ήταν κατεστραμμένα από τις επόμενες φάσεις. Ασφυκτικά γεμάτες με αγγεία και άλλα ευρήματα πεσμένα στο δάπεδο, φαίνεται να σχετίζονται με χώρους αποθήκευσης, αλλά κάποια παρόμοια έχουν ερμηνευθεί και ως ημιυπόγεια σπίτια, όπως π.χ. στο Καραμπουρνάκι Θεσσαλονίκης. Αρκετές δεκάδες αγγείων, κυρίως αποθηκευτικοί τροχήλατοι αμφορείς, καταμετρήθηκαν στην κυκλική, που περιείχε εντυπωσιακές ποσότητες απανθρακωμένων σπόρων. Στα δείγματα βρέθηκαν μεγάλες ποσότητες μονόκοκκο, δίκοκκο, σκληρό και μαλακό σιτάρι, κριθάρι δίστιχο και εξάστιχο, μπιζέλι, ρόβι, φακή, φουντούκι, τμήμα και σπόροι σύκου, ένας ελαιοπυρήνας και ένα γίγαρτο. Απροσδόκητοι ήταν οι σπόροι ροδιού, μεμονωμένοι ή κολλημένοι στη φλούδα, και καρπουζιού. Η οβάλ κατασκευή, επιχρισμένη με υπόλευκο επίχρισμα, περιείχε πολλές δεκάδες αγγείων κάθε κατηγορίας: αποθηκευτικούς τροχήλατους αμφορείς, κορινθιακές κοτύλες, κύπελλα, σκύφους, χυτροειδή, κρατήρες κ.ά. Ανάμεσά τους μία υδρία και μία πρώιμη ωοκέλυφη κοτύλη, τρυπημένα με μεγάλη προσοχή και με το τρυπανάκι, χθόνιου (θα μπορούσε να υποθέσει κανείς) χαρακτήρα.
Παρ' όλη την αποσπασματική εικόνα της ανασκαφής και των αρχαιοτήτων που πρόλαβαν να γίνουν αποσπασματικά αντιληπτές πριν καταστραφούν χωρίς ανασκαφή, προκύπτουν ενδείξεις ότι η κύρια εγκατάσταση βρισκόταν προς τους τρεις λόφους της Κρανιάς, δηλαδή τον λόφο του κάστρου και τους επόμενους δύο λόφους βορειοδυτικά. Όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, η εγκατάσταση εγκαταλείφθηκε στα τέλη του 8ου-αρχές 7ου αιώνα. Όχι ήρεμα, ούτε για λόγους μεγάλης ξηρασίας, αλλά βίαια όπως και στην τράπεζα Αγχιάλου, με ενιαίο στρώμα καταστροφής από φωτιά σε όλη την έκταση των δύο τομών, χρονολογημένο με πολυάριθμες πρώιμες πρωτο-κορινθιακές κοτύλες.
Η ποσότητα της κεραμικής που συγκεντρώθηκε είναι τεράστια και σε μέγιστο ποσοστό τροχήλατη, αν εξαιρεθεί μικρό ποσοστό των αποθηκευτικών και των μαγειρικών αγγείων. Ελάχιστα συντηρήθηκαν, μολονότι συμπληρώνονται σχεδόν ολόκληρα αγγεία κάθε κατηγορίας, που φαίνεται να χρησιμοποιήθηκαν στον ίδιο βαθμό. Το ποσοστό των γραπτών είναι μεγάλο, συχνά εξαιρετικής ποιότητος, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τις πολυάριθμες κοτύλες, οι περισσότερες ωοκέλυφες της Κορίνθου, αλλά όχι μόνο. Πέραν των κορινθιακών εισαγωγών και το Θεσσαλο-Ευβοϊκό κύκλο με τον οποίο έχει διαχρονική σχέση η περιοχή, έντονη παρουσιάζεται η επαφή με το Αιγαίο. Άφθονο και χαρακτηριστικό είναι το χαμηλό χείλος που εισέχει εξωτερικά προς το εσωτερικό του αγγείου, μονοκόμματο εσωτερικά, το χείλος δηλαδή της πρωτοκοτύλης, που υιοθετήθηκε από τη Ρόδο και καθιερώθηκε στο Αιγαίο μαζί με το δέντρο της ζωής, πουλιά, τρίγωνα, γραμμές ζικ-ζακ και άλλα διακοσμητικά θέματα σε μετόπες. Υπάρχουν και σκύφοι με χείλη, συνήθως με ταινίες και άλλοι, αλλά και σκυφοειδείς κρατήρες, ένας μόνο του παλιότερου τύπου με κρεμάμενα ημικύκλια, κ.ά. Ένα είναι το ευβοϊκό κύπελλο με ραβδώσεις υπάρχουν τα απλά μονόχρωμα, τα περισσότερα όμως είναι του παλιού τύπου με κάθετα τοιχώματα, όπως στο ανατολικό Αιγαίο, ιδιαίτερα τη Σάμο. Βρέθηκαν επίσης λίγα φθαρμένα, αδιάγνωστα, πάντως μάλλον υπαρκτά όστρακα από τη Χίο. Δεν θα ήταν λίγοι οι γεωμετρικοί κρατήρες, υπάρχει όμως και το παράδειγμα ενός μονόχρωμου κρατήρα-δίνου με εγχάρακτες κυματιστές γραμμές. Πρόκειται για ένα ωραίο αγγείο, χειροποίητο ή σε αργό τροχό, που η διακόσμησή του θυμίζει τα «Black slip» του θεσσαλοευβοϊκού κύκλου, του «Λέσβιου» η «αιολικού Bucchero». Υπάρχουν και όστρακα γκρίζων αγγείων με παρόμοια διακόσμηση, που όμως δεν δίνουν σχήμα. Βρέθηκαν επίσης σφαιρικοί λήκυθοι-αρύβαλλοι και πρόχοι, η μία με ομόκεντρους κύκλους στην ανατολική παράδοση, οινοχοΐσκες με ενιαίο περίγραμμα, συνηθισμένες επίσης στο ανατολικό Αιγαίο, αλλά και αρκετές παραδοσιακές οπισθότμητες, υδρίες, πάρα πολλοί αποθηκευτικοί αμφορείς διαφόρων τύπων, κ.ά. Από τους αμφορείς συχνότερος είναι ο τύπος με αυλακώσεις στον λαιμό, χαρακτηριστικότερος ο SOS, σπάνιος ο πιθαμφορέας με ασημίζουσα διακόσμηση και ο αμφορέας με ταινιωτή ανάγλυφη διακόσμηση στον λαιμό, αλλά και πολλοί άλλοι. Βρέθηκαν μία αιχμή δόρατος, αιχμές βελών, αγκίστρι, μαχαίρια, δύο πόρπες, μία περόνη roll-top, ακόνια, σφοντύλια, αγνύθες, και άλλα. Αρκετά μεγάλος είναι ο αριθμός οστράκων με χαράγματα, το ένα παρόμοιο με χάραγμα από το Λευκαντί, αλλά και με κυκλικές σφραγιδούλες, καθώς και με γράμματα.
Κλείνοντας, μπορούμε να περιγράψουμε την Κρανιά ως μία αραιοκατοικημένη ίσως, ανοιχτή στο περιβάλλον εγκατάσταση, στην περιφέρεια ενός πανάρχαιου οικισμού που μάλλον είναι το πιερικό-μακεδονικό Ηράκλειο, στη θέση του Βυζαντινού Πλαταμώνα και ευρύτερα.
Οι κάτοικοι φαίνεται ότι καλλιεργούσαν δημητριακά, όσπρια, αλλά και σπάνια κηπευτικά και δένδρα. Ψάρευαν στη διπλανή παραλία ψάρια, καβούρια και άπειρες αχιβαδούλες (πιθανόν για χρήση όχι αποκλειστικά διατροφική), αλλά -άγνωστο για ποιο λόγο- και λεία όστρακα από σπασμένα αγγεία των προγόνων τους, που τα είχε ξεβράσει -όπως και σήμερα- η θάλασσα.
Είχαν γιδοπρόβατα, άλογα, μουλάρια και γαϊδουράκια, σκυλιά, και ανάμεσα στις ασχολίες τους ήταν και το κυνήγι λαγού, αγριόχοιρου, κάποια επεξεργασία μετάλλων, η υφαντική, και η κεραμική: προφανώς η λίγη χειροποίητη αλλά οπωσδήποτε και μέρος της τροχήλατης που φαίνεται να αποτελεί το μέγιστο ποσοστό των οστράκων.
Η περιοχή είχε παράδοση στην τροχήλατη γραπτή κεραμική από τά Πρωτογεωμετρικά χρόνια αλλά και από τη «μυκηνότροπη» Χαλκοκρατία, ενώ η ίδια η Κρανιά τον 5ο, 4ο και 3ο αιώνα εξελίχθηκε σε χώρο, κεραμικών εργαστηρίων.
Οι ντόπιοι ήταν σε άμεση επαφή με την υπόλοιπη Ελλάδα, ιδίως την Εύβοια, το ανατολικό Αιγαίο και την Κόρινθο, από όπου εισήγαγαν την καλή οικοσκευή για την προίκα τους. Άγνωστο τι έδιναν σε αντάλλαγμα, αν όμως φανταστούμε τις μεγάλες ναυπηγικές ανάγκες στις ρότες της ελληνικής αναγέννησης, τότε η ξυλεία από τον Μακεδονικό Όλυμπο θα ήταν σίγουρα ένα σπουδαίο αντάλλαγμα.
Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε πως αν αυτή είναι η εποχή που αναδύεται μία καινούρια Ελλάδα στον νότο και τις απανταχού ελληνικές αποικίες, αυτή είναι επίσης η εποχή που αναδύεται μία παρόμοια και στα αιγαιακά παράλια της Μακεδονίδος Γης, του πρώτου δηλαδή πυρήνα του ανερχόμενου έκτοτε βασιλείου της Κάτω Μακεδονίας. Αν αναζητούμε διαφορές, μάλλον θα ατυχήσουμε.
Απολογισμός
Τα χρόνια μεταξύ του 11ου και του 7ου αι. π.Χ. έπαιξαν έναν σημαντικό και ιδιαίτερο ρόλο για τη γένεση και τη μορφή των πόλεων (και της υπαίθριας χώρας τους), που θα αναπτυχθούν στην περιοχή ανάμεσα στα όρη του Ολύμπου και του Άθωνα.
Α. Στα παράλια της Χαλκιδικής και του Θερμαϊκού, η παρουσία εμπόρων -και αργότερα αποίκων- από την Εύβοια, τα νησιά του Αιγαίου, την Ιωνία και τη Νότια Ελλάδα, έγινε αισθητή, όπως μαρτυρούν τα ευρήματα κεραμικής γεωμετρικών ρυθμών και η ίδρυση πόλεων-αποικιών, όπως η Μένδη.
Β. Στην ημιορεινή και την ορεινή ενδοχώρα, αλλά και σε κομβικά σημεία κοντά στις εκβολές ποταμών και στις ακτές ανασυγκροτούνται ή ιδρύονται οικισμοί με κεντρικά κτήρια και πολλές αποθήκες αγροτικών προϊόντων, όπως στον Καστανά, τη Φιλαδέλφεια, την Άσσηρο και την Τούμπα Θεσσαλονίκης, Οι οργανωμένες αυτές πρώιμες πόλεις χαρακτηρίζονται από αυτάρκεια και ελέγχουν τις πηγές πλούτου των εδαφών γύρω από αυτές (αγροκτηνοτροφικό κεφάλαιο, εργαστήρια).
Γ. Παράλληλα εδραιώνεται, βόρεια του Ολύμπου και ανατολικά της Πίνδου, το μακεδονικό βασίλειο της δυναστείας των Αργεαδών Τημενιδών, με μυθικούς προγόνους τον Δία και τον Ηρακλή. Η εξουσία του βασιλείου, που θα ιδρύσει πόλεις όπως οι Αιγές και το Δίον, καρπώνεται τις οικιστικές εμπειρίες των κατοίκων και εξαπλώνεται προς Β και προς Α ελέγχοντας τα φύλα και την παραγωγή της.
---------------------
1 Βλ. π.χ.: Σούδα,
Λεξικόν, Πλαταμῶνος: ὄνομα τόπου.
Όμηρικός Ύμνος Εις Ερμήν 127 κ.εξ. Ἑρμῆς χαρμόφρων εἰρύσατο πίονα ἔργα λείῳ ἐπὶ πλαταμῶνι. Hσύχιος,
Λεξικόν: πλαταμὼν· τόπος πλατὺς καὶ μέγας ὑποθαλάττιος. οἱ δὲ λεωπετρία. οἱ δὲ ὀλισθηρὰ πέτρα. Αριστοτέλους,
Των περί τα ζώια ιστοριών 548α 22 Τὸν αὐτὸν δὲ τρόπον γίνονται τοῖς ὀστρακοδέρμοις καὶ τὰ μὴ ἔχοντα ὄστρακον, οἷον αἵ τε κνῖδαι καὶ οἱ σπόγγοι, ἐν ταῖς σήραγξι τῶν πετρῶν. Ἔστι δὲ τῶν κνιδῶν δύο γένη· αἱ μὲν οὖν ἐν τοῖς κοίλοις οὐκ ἀπολύονται τῶν πετρῶν, αἱ δ' ἐπὶ λείοις καὶ πλαταμώδεσιν ἀπολυόμεναι μεταχωροῦσιν. Καὶ αἱ λεπάδες δ' ἀπολύονται καὶ μεταχωροῦσιν. Scholia Vetera,
Άρατον 988, ὁμοίως καὶ ἐάν τῇ θαλάσσῃ ὁμοία πλαταμῶνι ἐπικαθέζηται νεφέλη λεία καὶ λευκή, καὶ αὕτη ‹μὴ› μετεωρίζηται, εὐδίαν προσδόκα. αἱ γὰρ τοιαῦται διὰ τὴν λεπτομέρειαν εὐδίαν μᾶλλον καὶ συστολὴν τοῦ ἀέρος ἐμφαίνουσιν. Scholia Vetera,
Άρατον 993.1 πλαταμὼν πέτρα ἐστὶν ὀλίγον ἐξέχουσα τῆς θαλάσσης, λεία τις καὶ ὁμαλὴ καὶ πλατεῖα. …λείῳ ἐπὶ πλαταμῶνι, τὸν οὐκ ἐπέβαλλε θάλασσα/κύμασι, χειμερίη δὲ πάλαι ἀποέκλυσεν ἅλμη. …πλαταμὼν δέ ἐστιν ἡ ὀλίγον ὑπερκύπτουσα τῆς θαλάσσης ὁμαλὴ πέτρα καὶ ὕφαλος. Γαληνού
Των Ιπποκράτους γλωσσών εξήγησις, πλαταμών: ἔφαλος πέτρα λεία, ταπεινή, περὶ ἣν πλατύνεται τὰ κύματα. Scholia Vetera,
Εις του Οππιανού τα Αλιευτικά. 1.121.1 Πλαταμῶσιν· αἰγιαλοῖς καθύγροις τόποις, πέτραις, ταῖς πλατείαις πέτραις, καθύγροις τόποις ἐνὶ τοῖς αἰγιαλοῖς· ἐν ὑγροῖς τόποις· πλαταμῶνες κυρίως εἰσὶ βόθροι ἔχοντες ὕδωρ ὄμβριμον, οἵτινες πλησιάζουσι τῇ θαλάσσῃ, καὶ ὅταν πεφυσιασθῆ ἡ θάλασσα, δέχονται καὶ ἀλμυρὸν ὕδωρ. Πλαταμῶνες οἱ αἰγιαλοὶ λέγονται, ὅπου τὸ ὕδωρ ἅπαξ ἐκ μιᾶς προσελθὸν ξηρὸν αὐτὸν ἀφίησιν. χρίπτουσι· Scholia Vetera,
Εις του Οππιανού τα Αλιευτικά. 5.650 πλαταμῶσιν· αἰγιαλοῖς, κοιλώμασιν. σπιλάδεσσι· πέτραις. ἔσχισε δώδεκα μοίρας κληροπαλεῖς· τέλεον δὲ γέρας προσέθηκεν ἑκάστῃ. Scholia Vetera,
Εις του Οππιανού τα Αλιευτικά. 2.167.5 πλαταμῶσι· πλακίαις πέτραις. Scholia Vetera,
Εις Διονύσιον Περιηγητήν 626.1 Πλαταμὼν κυρίως λέγεται ἐπὶ θαλάσσης πέτρας ὑποκειμένας ἐχούσης. Στράβωνος
Γεωγραφικά 83.23 Ἐφεξῆς δ' οὖν τῷ Κυπαρισσήεντι ἐπὶ τὴν Μεσσηνιακὴν Πύλον παραπλέοντι [καὶ] τὸ Κορυφάσιον ἥ τε Ἔανα ἔστιν, ἥν τινες οὐκ εὖ Ἀρήνην νομίζουσιν κεκλῆσθαι πρότερον ὁμωνύμως τῇ Πυλιακῇ, [καὶ ἡ ἄκρα] Πλαταμώδης, ἀφ' ἧς ἐπὶ τὸ Κορυφάσιον καὶ τὴν νῦν καλουμένην Πύλον ἑκατόν εἰσι στάδιοι.