Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2018

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Χοηφόροι (973-1020)

ΕΞΟΔΟΣ


ΟΡ. ἴδεσθε χώρας τὴν διπλῆν τυραννίδα
πατροκτόνους τε δωμάτων πορθήτορας.
975 σεμνοὶ μὲν ἦσαν ἐν θρόνοις τόθ᾽ ἥμενοι,
φίλοι δὲ καὶ νῦν, ὡς ἐπεικάσαι πάθη
πάρεστιν, ὅρκος τ᾽ ἐμμένει πιστώμασιν.
ξυνώμοσαν μὲν θάνατον ἀθλίῳ πατρὶ
καὶ ξυνθανεῖσθαι· καὶ τάδ᾽ εὐόρκως ἔχει.
980 ἴδεσθε δ᾽ αὖτε, τῶνδ᾽ ἐπήκοοι κακῶν,
τὸ μηχάνημα, δεσμὸν ἀθλίῳ πατρί,
πέδας τε χειροῖν καὶ ποδοῖν ξυνωρίδα.
ἐκτείνατ᾽ αὐτὸ καὶ κύκλῳ παρασταδὸν
στέγαστρον ἀνδρὸς δείξαθ᾽, ὡς ἴδῃ πατήρ—
985 οὐχ οὑμός, ἀλλ᾽ ὁ πάντ᾽ ἐποπτεύων τάδε
Ἥλιος—ἄναγνα μητρὸς ἔργα τῆς ἐμῆς,
ὡς ἂν παρῇ μοι μάρτυς ἐν δίκῃ ποτέ,
ὡς τόνδ᾽ ἐγὼ μετῆλθον ἐνδίκως φόνον
τὸν μητρός· Αἰγίσθου γὰρ οὐ λέγω μόρον·
990 ἔχει γὰρ αἰσχυντῆρος, ὡς νόμος, δίκην.
ἥτις δ᾽ ἐπ᾽ ἀνδρὶ τοῦτ᾽ ἐμήσατο στύγος,
ἐξ οὗ τέκνων ἤνεγχ᾽ ὑπὸ ζώνην βάρος,
φίλον τέως, νῦν δ᾽ ἐχθρόν, ὡς φαίνει, κακόν—
τί σοι δοκεῖ; μύραινά γ᾽ εἴτ᾽ ἔχιδν᾽ ἔφυ
995 σήπειν θιγοῦσ᾽ ἂν μᾶλλον οὐ δεδηγμένον
τόλμης ἕκατι κἀκδίκου φρονήματος;
τί νιν προσείπω, κἂν τύχω μάλ᾽ εὐστομῶν;
ἄγρευμα θηρός, ἢ νεκροῦ ποδένδυτον
δροίτης κατασκήνωμα; δίκτυον μὲν οὖν,
1000 ἄρκυν τ᾽ ἂν εἴποις καὶ ποδιστῆρας πέπλους.
τοιοῦτον ἂν κτήσαιτο φιλήτης ἀνήρ,
ξένων ἀπαιόλημα κἀργυροστερῆ
βίον νομίζων, τῷδέ τ᾽ ἂν δολώματι
πολλοὺς ἀναιρῶν πολλὰ θερμαίνοι φρένα.
1005τοιάδ᾽ ἐμοὶ ξύνοικος ἐν δόμοισι μὴ
γένοιτ᾽· ὀλοίμην πρόσθεν ἐκ θεῶν ἄπαις.

ΧΟ. αἰαῖ αἰαῖ μελέων ἔργων·
στυγερῷ θανάτῳ διεπράχθης.
αἰαῖ, αἰαῖ,
μίμνοντι δὲ καὶ πάθος ἀνθεῖ.

1010 ΟΡ. ἔδρασεν ἢ οὐκ ἔδρασε; μαρτυρεῖ δέ μοι
φᾶρος τόδ᾽, ὡς ἔβαψεν Αἰγίσθου ξίφος.
φόνου δὲ κηκὶς ξὺν χρόνῳ ξυμβάλλεται,
πολλὰς βαφὰς φθείρουσα τοῦ ποικίλματος.
νῦν αὐτὸν αἰνῶ, νῦν ἀποιμώζω παρών,
1015 πατροκτόνον θ᾽ ὕφασμα προσφωνῶν τόδε
ἀλγῶ μὲν ἔργα καὶ πάθος γένος τε πᾶν,
ἄζηλα νίκης τῆσδ᾽ ἔχων μιάσματα.

ΧΟ. οὔτις μερόπων ἀσινῆ βίοτον
διὰ πάντ᾽ ἔντιμος ἀμείψει.
αἰαῖ, αἰαῖ,
1020 μόχθος δ᾽ ὁ μὲν αὐτίχ᾽, ὁ δ᾽ ἥξει.

***
ΕΞΟΔΟΣ

ΟΡΕΣΤΗΣ
Ιδέτε τους διπλούς της χώρα μας τυράννους
τους πατροχτόνους μου και σπιτοκαταλύτες·
περήφανοι, ως στερνά που κάθονταν στο θρόνο,
έτσι και τώρα είν᾽ ενωμένοι, καθώς δείχτουν,
στη συμφορά των και πιστοί στον όρκο που είπαν·
γιατ᾽ είχαν μ᾽ όρκο συμφωνήσει, να σκοτώσουν
τον άθλιο τον πατέρα μου και να πεθάνουν
κι οι δυο μαζί — και κράτησαν πιστά τον όρκο.
980 Μα εσείς που αυτά μ᾽ ακούτε τα φριχτά τους έργα,
δείτε και την παγίδα τώρα, που ᾽χαν πιάσει
χέρια πόδια δετό τον άθλιό μου πατέρα.
Σιμώστε γύρω εδώ και ξεδιπλώνοντάς το
δείχτε του ήρωα το δόκανο, να ιδεί ο πατέρας —
όχι ο δικός μου, μα ο που όλ᾽ αυτά επιβλέπει,
ο Ήλιος — της μητέρας μου τ᾽ ανόσια έργα,
για να ᾽ναι μάρτυρας στη δίκη μου μια μέρα
πως με το δίκιο μου έκαμα το φόνο αυτό
της μάνας μου· γιατί του Αιγίστου ούτε τον λέω·
990 έχει τη δίκη ο ατιμαστής, που ορίζει ο νόμος.
Μα εκείνη που μελέτησε το άθεο το κρίμα
για τον άντρα, που είχε βαστάξει των παιδιών του
κάτ᾽ απ᾽ τη ζώνη της το βάρος — γλυκύ βάρος
έναν καιρό, μα τώρα μισητό όπως δείχνει —
πώς τη νομίζεις; σμέρνα ή όχεντρα, που μόνο
με τ᾽ άγγισμα και δίχως δάγκαμα σαπίζει;
τέτοια η αποκοτιά και το άθεο φυσικό της!
Κι αυτό πώς να το πω και το σωστό επιτύχω
με δίκαιο στόμα; γι᾽ άγριο θεριό παγίδα;
σκέπασμα ολόκορμο νεκρού στον κράβατό του;
1000 μα κάλλιο δίχτυ, βρόχι και πεδικλωτήρι,
που τέτοιο να ᾽χ᾽ ένας ληστής που ζει με απάτες
από τους ξένους κι αρπαγές, με τέτοιο δόλο
πολλούς σκοτώνοντας, χρυσές δουλειές που θα είχε!
Τέτοια γυναίκα ποτέ σπίτι μου ας μην έμπει,
κάλλιο άκλερος ας δώσουν οι θεοί να σβήσω!

ΧΟΡΟΣ
Αλίμονο, τί φοβερά κακά·
τη βρήκε θάνατος φριχτός·
αλίμονο, και για όποιο αργεί,
τέλος ανθίζει η συμφορά.

ΟΡΕΣΤΗΣ
1010 Έπραξεν ή δεν έπραξε; μάρτυρα φέρνω
το ρούχο αυτό, πως το ᾽βαψε σπαθί του Αιγίστου·
νά! δούλεψαν με τον καιρό του αιμάτου οι βούλες,
για να φτείρουν πολλές βαφές από τα ξόμπλια·
τώρα εγκωμιάζω φανερά το έργο μου, τώρα
το κλαίω μαζί κι ενώ το ρούχο αυτό κηρύττω
πως είναι του πατέρα μου ο δολοφόνος,
και το έγκλημα θρηνώ μα και την τιμωρία
κι όλη μας τη γενιά μαζί — γιατί μου μένει
μίασμ᾽ αζήλευτο απ᾽ αυτή τη νίκη εμένα.

ΧΟΡΟΣ
Κανείς άνθρωπος δίχως κακό στη ζωή του
ως το τέλος αζήμιωτος δε θα περάσει.
Αλί του!
1020 τώρα η μια συμφορά κι η άλλη αμέσως θα φτάσει.
 

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας: ΜΕΙΖΟΝΕΣ ΘΕΟΙ - ΑΡΗΣ

Εισαγωγή

Στέκανε εκεί και τα γοργόποδα άλογα του βλοσυρού του Άρη,
χρυσά, εκεί κι ο ίδιος ο λαφυροφόρος ολέθριος Άρης:
κοντάρι στα χέρια του βαστούσε και στους πεζομάχους θάρρος έδινε,
κόκκινος απ' τα αίματα σαν να φόνευε ζωντανούς,
μέσα σε δίφρο ανεβασμένος. Δίπλα του έστεκαν ο Δείμος και ο Φόβος,
ποθώντας στη μάχη να χωθούνε των ανθρώπων.
(Ησίοδος, Η ασπίδα του Ηρακλή, στ. 191-196)
 
Ο Άρης (ή Άρες και Άρευς) ανήκει στο δωδεκάθεο των μεγάλων θεών του Ολύμπου, δεύτερης γενιάς Ολύμπιος θεός [Γεν. Πίν. 1, Γεν. Πίν. 2], το όνομα του οποίου αναγνωρίστηκε σε πινακίδες της Γραμμικής Β' από την Πύλο, όπως και το άλλο όνομά του ή η επωνυμία του Ενυάλιος. Ο μοναχογιός του Δία και της Ήρας, αδελφός της Ήβης και της Ειλείθυιας, που σε αντίθεση με τον πολεμοχαρή και κύριο θεό του πολέμου αδελφό τους ήταν δευτερεύουσες θεότητες, γεννήθηκε στη Θράκη, απ' όπου είναι πιθανό ότι προερχόταν η λατρεία του και από εκεί εξαπλώθηκε στην υπόλοιπη Ελλάδα. Εξάλλου, στη Θράκη κατέφυγε μετά την παρασυζυγική σχέση του με την Αφροδίτη.
 
Εξωτερική εμφάνιση - Εσωτερικά χαρακτηριστικά
 
Στην τέχνη, όταν (σπάνια) απεικονίζεται, είναι ωραίος, επιβλητικός, μεγαλόσωμος υπερφυσικά. Στα νομίσματα, και εδώ η μορφή του απαντάται σπάνια, απεικονίζεται συνήθως η κρανοφόρος κεφαλή του ή με ταινία (στα νομίσματα των Μαμερτίνων από τη σικελική Μεσσήνη, 3ος αι. π.Χ.). Γενικά, τον παρασταίνουν με θώρακα, περικεφαλαία, ασπίδα, ακόντιο, ξίφος.
 
Ο Άρης συνήθως συνοδευόταν από τους δύο γιους του, τον Δείμο και τον Φόβο, από την αδελφή του Έριδα, που εκπροσωπεί τη διχόνοια, και την αιμοσταγή, βίαιη κόρη ή αδελφή ή μητέρα του Ενυώ που εκπροσωπεί τον πόλεμο (ταυτίζεται με τη ρωμαία θεά του πολέμου Bellona). Ήταν σκληρός και ωμός, άστατος, μαχητικός χωρίς μέτρο και φρόνηση, σε αντίθεση προς την αδελφή του Αθηνά, η οποία πάντα τον κέρδιζε στις μάχες και διακρινόταν για την ορθή πολεμική στρατηγική. Στις διηγήσεις των αρχαίων συγγραφέων γινόταν αναφορά στην πολύ δυνατή φωνή του -εμούγκρισε, θαρρείς και φώναζαν εννιά, δέκα χιλιάδες θνητοί / τρανό που ανοίξαν πόλεμο και κονταροχτυπιούνται (Ιλ. Ε 905 κ.ε.). Φορά θώρακα και περικεφαλαία και φέρει ασπίδα, ακόντιο και ξίφος. Μάχεται πεζός ή σε τέθριππο με άλογα που ονομάζονται Αίθων (=πυρώδης, άγριος, ορμητικός· ή με το χρώμα της φωτιάς), Φλόγιος, Κόναβος (=θόρυβος, κλαγγή, κτύπος, κρότος, πάταγος) και Φόβος (Κόιντος Σμυρναίος 8.239-243).
 
Εξαιτίας αυτών των ιδιοτήτων του δεν είναι συμπαθής στους Ολύμπιους, ούτε καν στον πατέρα του Δία που τον θεωρεί τον πιο μισητό θεό σε αυτόν. Αντίστοιχα, αμφιθυμικά αισθήματα για τον θεό τρέφουν και οι άνθρωποι -οι Αθηναίοι στη ζωφόρο του Παρθενώνα τον απομόνωσαν από τους υπόλοιπους θεούς, κάτι που επιτείνεται από τη γειτνίαση του πολεμικού θεού με τη βυθισμένη στις σκέψεις της και χωρίς επαφή με το περιβάλλον Δήμητρα.
 
Αν και θεός του πολέμου και πολεμοχαρής, τα δικά του κατορθώματα δεν είναι σπουδαία. Στη Γιγαντομαχία σκοτώνει μόνο ένα Γίγαντα. Όταν οι γιοι του Ποσειδώνα Ώτος και Εφιάλτης, που επονομάζονται Αλωάδες απείλησαν με πόλεμο τους θεούς εξουδετέρωσαν τον Άρη δένοντάς τον με αλυσίδες μέσα σε χάλκινο δοχείο. Κρυφά τον ελευθέρωσε ο Ερμής, ενώ η Άρτεμη εξόντωσε τους Αλωάδες στη Νάξο με δόλο (Απολλόδωρος 1.7). Στον Τρωικό πόλεμο ήταν στην πλευρά αυτών που τελικά ηττήθηκαν, των Τρώων, ενώ η Αθηνά, που συχνά απεικονίζεται στην ελληνική τέχνη ως κάτοχος Νίκης στο χέρι της, ευνόησε τους Έλληνες.
 
Όπως και ο Δίας, οι Έλληνες ήταν αμφίσημοι προς τον Άρη, γιατί η ορμητικότητά του ήταν βάναυση και άλογη, θυμίζοντας περισσότερο δαίμονα παρά θεό. Γι' αυτό και συχνά ηττάται ή ξεγελιέται από τον έξυπνο Ηρακλή και τη σοφή Αθηνά. Πληγώνεται αλλά οι πληγές του γρήγορα επουλώνονται, γιατί είναι θεός.

Ο Αριστοτέλης για τις ηδονές

Για τον Αριστοτέλη ένα έργο ηθικής και πολιτικής φιλοσοφίας θα ήταν κατάφωρα ελλιπές, αν δεν προέβαινε στην (όσο το δυνατό πιο πλήρη) διερεύνησή της ηδονής και της λύπης: «Η εξέταση και η σπουδή της ηδονής και της λύπης είναι έργο του φιλοσόφου που ασχολείται με την πολιτική επιστήμη· αυτός είναι, πράγματι, ο “αρχιτέκτονας” του τέλους, του τελικού σκοπού, προς τον οποίο στρέφουμε το βλέμμα μας προκειμένου να ονομάσουμε αυτό το πράγμα κακό και εκείνο καλό με τρόπο καθαρό και απόλυτο» (1152b 11, 1-4).
 
Κι όχι μόνο αυτό: «Επιπλέον, είναι ένα από τα θέματα που είναι απαραίτητο να εξετάσουμε: δεν είναι μόνο ότι οι ίδιοι εμείς καθορίσαμε ότι η ηθική αρετή και κακία σχετίζεται με τις λύπες και τις ηδονές· είναι και ότι ο περισσότερος κόσμος βεβαιώνει ότι η ευδαιμονία πάει μαζί με την ηδονή· αυτός είναι και ο λόγος που για να δηλώσουν τον ευτυχισμένο χρησιμοποιούν τη λέξη μακάριος, μια λέξη που βγαίνει από το ρήμα χαίρω» (1152b 11, 4-9).
 
Με δεδομένο ότι ο τελικός σκοπός της ανθρώπινης ύπαρξης είναι η ευτυχία, αυτό που μένει είναι η αναζήτηση της χαράς, καθώς ευτυχία χωρίς χαρά δεν υφίσταται. Οι ηδονές ως αδιαπραγμάτευτη πηγή χαράς παίρνουν διαστάσεις σχεδόν υπαρξιακές, αφού καθορίζονται ως «“αρχιτέκτονας” του τέλους» θεμελιώνοντας την ευτυχία.
 
Η ευχαρίστηση ή η λύπη που προξενείται από τις πράξεις είναι το κριτήριο για να χαρακτηριστούν επιθυμητές ή όχι. Όμως αυτό δε γίνεται κατ’ ανάγκη με τρόπο άμεσο. Η λύπη που προκαλεί ο σημερινός κόπος δεν τον καθιστά κακό, γιατί θα επιφέρει την ηδονή της μελλοντικής καρποφορίας του. Μόνο ο μάταιος κόπος είναι κάτι κακό, γιατί επιφέρει λύπη χωρίς προσδοκία χαράς. Η ευχαρίστηση που αντλείται από κάθε πράξη είναι η κινητήριος δύναμη της ανθρώπινης συμπεριφοράς, γιατί τον ωθεί προς την ολοκλήρωση.
 
Αυτός είναι και ο λόγος της υπερβολής που υπάρχει στην αναζήτηση των ηδονών. Η τρομακτική ένταση του πόθου για ολοκλήρωση (ευτυχία) κάνει τους ανθρώπους να χάνουν το μέτρο επιφέροντας τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Αυτή η ένταση γεννά και τον ακρατή και τον ακόλαστο, που προσπαθώντας να κατακτήσουν την ευτυχία τελικά την υπονομεύουν. Παρατηρώντας κανείς τους ανθρώπινους χαρακτήρες θα έλεγε ότι το κυνήγι των ηδονών αφορά περισσότερο τη δυστυχία παρά την ευτυχία, καθώς όσοι αφήνονται σ’ αυτές (σχεδόν νομοτελειακά) καταστρέφουν τη ζωή τους, ενώ όσοι αντιστέκονται, όπως ο εγκρατής ή ο σώφρων, κατά κανόνα γίνονται περισσότερο ευτυχείς.

Η προσέγγιση αυτή έφτασε σε σημείο να οδηγήσει στη ματαίωση των ηδονών με τη σκέψη ότι τελικά δε συνδέονται με την ευτυχία. Ο Αριστοτέλης παραθέτει ενδεικτικά τέτοιες απόψεις: «Κάποιοι, λοιπόν, θεωρούν ότι καμιά ηδονή δεν είναι κάτι καλό, είτε καθαυτό είτε κατά σύμπτωση· γιατί, όπως λένε, το αγαθό και η ηδονή δεν είναι το ίδιο πράγμα. Άλλοι όμως λένε ότι μερικές ηδονές είναι κάτι καλό, οι περισσότερες όμως είναι κάτι κακό» (1152b 11, 9-12).
 
Και συνεχίζει: «Ο σώφρων άνθρωπος αποφεύγει τις ηδονές. Ο φρόνιμος άνθρωπος επιδιώκει την απουσία της λύπης, όχι την ηδονή. Οι ηδονές είναι εμπόδιο για τη φρόνηση, και όσο πιο μεγάλη είναι η ευχαρίστηση που προκαλούν, τόσο πιο μεγάλο εμπόδιο για τη φρόνηση είναι, όπως, επιπαραδείγματι, στην περίπτωση της αφροδισιακής ηδονής· γιατί κανένας δε θα μπορούσε να σκεφτεί οτιδήποτε όσο είναι παραδομένος σ’ αυτήν» (1152b 11, 17-22).
 
Παρακολουθούμε ένα είδος δαιμονοποίησης των ηδονών, που ανάγονται σχεδόν σε σύμβολο του κακού που καταστρέφει τους ανθρώπους. Οι ηδονές δεν μπορούν να έχουν καμία σχέση ούτε με την αρετή ούτε με το αγαθό: «Δεν υπάρχει καμία τέχνη που να έχει για αντικείμενό της την ηδονή· όμως κάθε αγαθό πράγμα είναι έργο κάποιας τέχνης. Τα παιδιά και τα ζώα κυνηγούν τις ηδονές» (1152b 11, 22-24).
 
Ο Αριστοτέλης στέκεται κριτικά απέναντι σε τέτοιες απόψεις. Η ματαίωση της ηδονής εκμηδενίζει τον «αρχιτέκτονα» της ευτυχίας. Θα έλεγε κανείς ότι η υπερβολή της αναζήτησης των ηδονών από τους ανθρώπους (με όλα τα αρνητικά της αποτελέσματα) επέφερε το άλλο άκρο της έλλειψης που καταδικάζει τις ηδονές ως πηγή δυστυχίας. Ο Αριστοτέλης δε θα μπορούσε παρά να τοποθετήσει το ζήτημα στη βάση της μεσότητας. Κι αυτός είναι ο λόγος που (αφού έχει καταδείξει τα αδιέξοδα της υπερβολής καταδικάζοντας και τον ακρατή και τον ακόλαστο) θα επιχειρήσει να ανατρέψει και τα επιχειρήματα που καταδικάζουν τις ηδονές ως κάτι κακό από θέση αρχής.

Για τον Αριστοτέλη οι ηδονές είναι πράξεις που οδηγούν τον άνθρωπο στην ολοκλήρωση: «Δεν είναι ανάγκη να υπάρχει κάτι άλλο καλύτερο από την ηδονή, όπως λένε μερικοί ότι το τέλος είναι καλύτερο από τη διαδικασία που οδηγεί σ’ αυτό· γιατί οι ηδονές δεν είναι γενέσεις, ούτε και συνοδεύονται όλες τους από γένεση, αλλά είναι ενέργειες και τέλος. Ούτε προκύπτουν όταν γινόμαστε κάτι, αλλά όταν κάνουμε χρήση αυτού του πράγματος» (1153a 12, 10-14).
 
Το ξεκαθάρισμα ότι η ηδονή δεν αφορά τη γένεση ενός πράγματος αποτελεί απάντηση στην άποψη ότι οι ηδονές προέρχονται από μια γένεση που γίνεται αντιληπτή από τις αισθήσεις και προκαλείται, επειδή επαναφέρει το άτομο στην κατάσταση που όρισε η φύση γι’ αυτό. Με άλλα λόγια (σύμφωνα με αυτή την αντίληψη) οι αισθήσεις γεννούν τις ηδονές, που είναι ευχάριστες, γιατί συνδέονται με τη φυσική υπόσταση του ανθρώπου. Γι’ αυτό και σχετίζονται κυρίως με τη βιολογική του υπόσταση.
 
Για τον Αριστοτέλη μια τέτοια ερμηνεία δεν μπορεί να πείσει, καθώς οι ηδονές δεν προέρχονται από γένεση, αλλά από πράξη. Οι ηδονές έχουν να κάνουν με την ενέργεια που μεταδίδει ευχαρίστηση μέσω των αισθήσεων (κι όχι μόνο) κι αυτό που επιδιώκεται είναι η χρήση αυτού που προκαλεί την ευχαρίστηση κι όχι η γένεσή του.
 
Στην ουσία πρόκειται για το διαχωρισμό της ενέργειας από τη γένεση που πολλοί τις ταυτίζουν: «Κάποιοι θεωρούν ότι η ηδονή είναι γένεση, επειδή είναι κάτι το καλό στην πλήρη σημασία της λέξης· πιστεύουν, πράγματι, ότι η ενέργεια είναι γένεση, ενώ στην πραγματικότητα είναι κάτι διαφορετικό» (1153a 12, 19-21).
 
Γι’ αυτό και το ξεκαθάρισμα ότι οι ηδονές δεν «προκύπτουν όταν γινόμαστε κάτι, αλλά όταν κάνουμε χρήση αυτού του πράγματος». Και γι’ αυτό θα συμπληρώσει: «… δεν είναι σωστό να λέμε ότι η ηδονή είναι μια αντιληπτή με τις αισθήσεις γένεση, αλλά μάλλον μια ενέργεια της φυσικής μας έξης, και αντί να λέμε “αντιληπτή με τις αισθήσεις” καλύτερα να λέμε “ανεμπόδιστη”» (1153a 12, 15-19).
 
Η αντικατάσταση της λέξης αντιληπτή με τη λέξη ανεμπόδιστη, είναι η κατάδειξη ότι οι ηδονές έχουν να κάνουν με τη φύση του ανθρώπου και γι’ αυτό δεν εμποδίζονται από τις αισθήσεις. Η φύση πρόσφερε ηδονές, για να βοηθήσει τον άνθρωπο να ολοκληρωθεί, να φτάσει δηλαδή στο τέλος του, που είναι η ευτυχία. Η άρνηση των ηδονών ισοδυναμεί με την άρνηση του τέλους, που έχει δοθεί από τη φύση. Από αυτή την άποψη, ο άνθρωπος οφείλει να ενεργήσει προς την απόκτησή τους. Αρκεί να κινείται στα όρια της μεσότητας, όπως χαράσσονται από τη λογική.
 
Η άποψη που κατατάσσει τις ηδονές στις αρνητικές έξεις για το λόγο ότι πολλές είναι βλαβερές για την υγεία βρίσκει τον Αριστοτέλη αντίθετο: «Να λέμε, επίσης, ότι η ηδονή είναι κάτι κακό για το λόγο ότι κάποια ευχάριστα πράγματα βλάπτουν την υγεία, είναι το ίδιο σαν να λέμε ότι μερικά υγιεινά πράγματα (είναι κακά γιατί) είναι κακά για το πορτοφόλι μας· από την άποψη που είπαμε είναι, πράγματι, και τα δύο κάτι κακό, δεν είναι όμως καθαυτά κάτι κακό γι’ αυτόν μόνο το λόγο» (1153a 12, 21-23).
 
Με άλλα λόγια, αν κάποια ευχαρίστηση βλάπτει την υγεία δεν είναι κακή με την ολοκληρωτική έννοια, αλλά μόνο με την έννοια της υγείας. Αντιστοίχως, πολλές ανήθικες πράξεις που οφείλονται στην ηδονή και δε βλάπτουν την υγεία δε σημαίνει ότι δε θα χαρακτηριστούν κι αρνητικές. Το ζήτημα της υγείας είναι κάτι που πρέπει κανείς να λάβει υπόψη του, αλλά δεν είναι ο παράγοντας που θα καταδείξει αν μια πράξη είναι καλή ή κακή στο σύνολό της.

Όσο για το ότι οι ηδονές δε συνδέονται με καμία τέχνη, ο Αριστοτέλης αναφέρει: «…το ότι δεν υπάρχει ηδονή που να είναι προϊόν κάποιας τέχνης, αυτό είναι απλώς εντελώς φυσικό και κανονικό: η τέχνη δεν έχει ποτέ ως αντικείμενό της μια οποιαδήποτε άλλη ενέργεια, παρά μόνο την αντίστοιχη δύναμη (ιδιότητα)· και όμως και η τέχνη των αρωμάτων και η μαγειρική τέχνη θεωρούνται ότι παράγουν ηδονή» (1153a 12, 28-32).
 
Από κει και πέρα, το αδιαπραγμάτευτο της ύπαρξης καλών και κακών ηδονών δεν αποκλείει ότι το ύψιστο αγαθό για τον άνθρωπο, δηλαδή η ευδαιμονία, είναι κάποιας μορφής ηδονή: «Το ότι κάποιες ηδονές είναι ευτελείς και κακές, δε μας εμποδίζει καθόλου να πούμε ότι κάποιο είδος ηδονής είναι το ύψιστο αγαθό – ακριβώς όπως και κάποιο είδος γνώσης μπορεί να είναι εξαιρετικά καλό, μολονότι ορισμένα είδη γνώσης είναι ασήμαντα και κακά» (1153b 13, 9-11).
 
Κι αμέσως συμπληρώνεται: «Ίσα ίσα είναι ίσως υποχρεωτικό να δεχθούμε ότι: Αν υπάρχουν ανεμπόδιστες ενέργειες για κάθε έξη, τότε, είτε η ευδαιμονία είναι το αποτέλεσμα της ενέργειας του συνόλου των έξεών μας είτε της ενέργειας κάποιας από αυτές (φτάνει να είναι ανεμπόδιστη), η ενέργεια αυτή πρέπει να είναι ό,τι πιο άξιο επιλογής και προτίμησης. Αυτή όμως η ενέργεια είναι η ηδονή» (1153b 13, 11-15).
 
Το τελικό συμπέρασμα είναι έτοιμο να διατυπωθεί: «Το ύψιστο επομένως αγαθό θα είναι κάποιο είδος ηδονής, έστω κι αν οι περισσότερες ηδονές είναι κακές – μπορεί και κακές γενικά και απόλυτα. Αυτός είναι και ο λόγος που οι άνθρωποι πιστεύουν ότι η ευδαίμων ζωή είναι μια ευχάριστη ζωή, κάνοντας στην ουσία την ηδονή συστατικό στοιχείο της ευδαιμονίας – εντελώς δικαιολογημένα, αφού καμιά ενέργεια δεν μπορεί να είναι τέλεια, αν εμποδίζεται, και η ευδαιμονία ανήκει στα πράγματα που είναι τέλεια» (1153b 13, 15-20).
 
Η ευτυχία δεν μπορεί να νοηθεί ως κάτι ανεξάρτητο από τις ηδονές. Σε τελική ανάλυση, η ίδια η έννοιά της δεν είναι παρά μια υπέρτατη ηδονή που εξυψώνει το θεϊκό στοιχείο που έχει ο άνθρωπος μέσα του. Αυτός είναι και ο λόγος, που, όσο κι αν διαφέρουν οι ηδονές που αναζητά κάθε άνθρωπος σε σχέση με τους άλλους, στην ουσία όλοι αναζητούν το ίδιο πράγμα: «Επειδή όμως δεν είναι, ούτε θεωρείται πως είναι ίδια για όλους η φύση ή η άριστη έξη, δεν κυνηγούν όλοι την ίδια ηδονή – την ηδονή, πάντως, την κυνηγούν όλοι. Και ίσως στην πραγματικότητα κυνηγούν όχι την ηδονή που νομίζουν ότι κυνηγούν, ούτε αυτή που θα έλεγαν ότι κυνηγούν, αλλά μία και την ίδια ηδονή. Γιατί όλα τα όντα έχουν από τη φύση κάτι το θεϊκό μέσα τους» (1153b 13, 34-38).
 
Κατ’ επέκταση, ο ενάρετος, ως άνθρωπος που είναι σε θέση να φτάσει στην ευδαιμονία, είναι αδύνατο να νοηθεί με τη σημασία του ανθρώπου που περιφρονεί ή στερείται τις ηδονές. Πολύ περισσότερο να οδηγείται θεληματικά σε συνθήκες στέρησης ή μαρτυρίων (δηλαδή ολοκληρωτικής λύπης) για να πιστοποιήσει την αρετή του προς ενίσχυση της ευτυχίας του.
 
Για τον Αριστοτέλη οι απόψεις που θέτουν την ευτυχία μέσα στο πλαίσιο της μαρτυρικής αγιοσύνης είναι πεντακάθαρες ανοησίες: «Όσο γι αυτούς που ισχυρίζονται ότι ακόμη και ο άνθρωπος που βασανίζεται στον τροχό ή ο άνθρωπος που τον βρήκαν μεγάλες δυστυχίες είναι ευδαίμων, αν είναι αγαθός, απλώς λένε, θεληματικά ή αθέλητα, ανοησίες» (1153b 13, 23-25).
 
Για να είναι κανείς ευδαίμων χρειάζεται όλες τις προϋποθέσεις που θα του εξασφαλίσουν την καλή ζωή: «Αυτός είναι ο λόγος που ο ευδαίμων άνθρωπος χρειάζεται επίσης τα σωματικά αγαθά και τα εξωτερικά αγαθά, τα αγαθά δηλαδή της τύχης, αν είναι να μην έχει κανένα εμπόδιο από την έλλειψή τους» (1153b 13, 21-23).
 
Όμως, το ότι για την ευτυχία χρειάζεται και η καλή τύχη, δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ότι η ευτυχία είναι ένα τυχαίο γεγονός. Η τύχη μπορεί να παίζει μεγάλο ρόλο στη ζωή των ανθρώπων (είτε προς το καλό είτε προς το κακό), αλλά ο αληθινά ενάρετος έχει τη γνώση της διαχείρισής της, αφού είναι σε θέση να ενεργεί προς την κατάκτηση της ύψιστης ηδονής που φέρει η ευτυχία.
 
Ασφαλώς, εκείνος που πέρασε μια τεράστια αναπάντεχη συμφορά δεν είναι εύκολο να είναι ευτυχισμένος, αφού η τύχη έχει διαταράξει επώδυνα τη συναισθηματική του ισορροπία. Κι εδώ βρίσκεται η διαφορά του ενάρετου από τους άλλους ανθρώπους. Ενώ όλοι σε μια τέτοια περίπτωση μπορεί να συντριβούν ολοκληρωτικά, ο ενάρετος θα βρει τη δύναμη να το ξεπεράσει ασκώντας την αρετή κι αντλώντας ευχαρίστηση από τις ποιοτικές έξεις που χαρακτηρίζουν τη ζωή του. Με το πέρασμα του χρόνου έχει τη δυνατότητα να ξαναγίνει ευδαίμων, έστω κι αν η σκιά της συμφοράς που πέρασε βρίσκεται πάντα μέσα του.
 
Η ευδαιμονία ασφαλώς κι επηρεάζεται από τις περιστάσεις, αλλά ο κάτοχος της αρετής θα είναι πάντα πιο κοντά στην ευτυχία από οποιονδήποτε άλλον μέσα στις ίδιες συνθήκες ζωής. Το να συγκρίνεται η ευτυχία του ενάρετου που γνωρίζει την πιο αντίξοη τύχη με την ευτυχία κάποιου άλλου που όλα του έρχονται ευνοϊκά στερείται λογικής και είναι από θέση αρχής άδικο.
 
Οι συγκρίσεις αυτού του είδους είναι που οδηγούν σε εσφαλμένα συμπεράσματα, αφού πάντα κατευθύνονται από το μεμονωμένο συγκεκριμένων ανθρώπων. Πράγματι, μπορεί να βρεθεί κάποιος ενάρετος που λόγω της τύχης να είναι λιγότερο ευτυχής από κάποιον άλλον. Γι’ αυτό και πολλοί συνδέουν την ευτυχία αποκλειστικά με την τύχη.
 
Αυτό όμως δεν είναι ο κανόνας. Η τύχη δε στοχοποιεί συχνά ένα άτομο οδηγώντας το σε απανωτές συμφορές, ώστε να μη σηκώσει ποτέ κεφάλι. Κάτι τέτοιο είναι μάλλον σπάνιο (εκτός αν πρόκειται για κοινωνική παθογένεια που οδηγεί τους πολίτες στην εξαθλίωση). Το σίγουρο είναι ότι σε μια συνηθισμένη ζωή (με τις χαρές και τις λύπες της) ο ενάρετος θα είναι πιο ευτυχής από κάθε άλλον. Και είναι σε θέση να αντέξει και συμφορές που άλλοι δε θα μπορούσαν. Αν αναλογιστεί κανείς σε τι κατάσταση θα ήταν ο μη ενάρετος, αν η τύχη του έφερνε συμφορές, ή σε τι ευτυχία θα ήταν ο ενάρετος με μια φιλική τύχη, γίνεται σαφές ότι η αρετή αποτελεί ξεκάθαρο προβάδισμα για την κατάκτηση της ευτυχίας.
 
Επιστρέφοντας στο ζήτημα των ηδονών, η ευτυχία δεν έγκειται στην αποφυγή τους, αλλά στη γνώση και την επιλογή εκείνων που έχουν ποιότητα: «Επειδή όμως οι άνθρωποι στρέφονται συχνότατα προς τις σωματικές ηδονές και έχουν όλοι τους συμμετοχή σ’ αυτές, οι ηδονές αυτές κληρονόμησαν όλα τα δικαιώματα πάνω στη λέξη· καθώς λοιπόν μόνο αυτές οι ηδονές τούς είναι γνωστές και οικείες, θεωρούν πως δεν υπάρχουν άλλες» (1153b 13, 38-40 και 1154a 13, 1-2).
 
Βρισκόμαστε μπροστά στη στρέβλωση της υπερβολής που μετουσιώνει τις σωματικές ηδονές σε ατόφια ευτυχία ωθώντας τους ανθρώπους προς τα αρνητικά χαρακτηριστικά της ακράτειας και της ακολασίας και που αντιστοίχως γεννά και την άποψη της έλλειψης, η οποία καταδικάζει τις σωματικές ηδονές ως κάτι από θέση αρχής κακό που πρέπει να αποφεύγεται. Ο Αριστοτέλης θα θέσει το ζήτημα στην ορθή βάση της μεσότητας: «Στα σωματικά αγαθά υπάρχει υπερβολή, και ο κακός άνθρωπος είναι κακός επειδή κυνηγάει την υπερβολή, όχι επειδή κυνηγάει τις “αναγκαίες” ηδονές· γιατί όλοι οι άνθρωποι χαίρονται ως ένα βαθμό και τα φαγητά, και τα κρασιά και τις χαρές του έρωτα, όχι όμως πάντοτε με τον τρόπο που πρέπει» (1154a 14, 18-22).
 
Δεν είναι λοιπόν κακό να απολαμβάνει κανείς το φαγητό ή τον έρωτα. Αντιθέτως είναι κακό να τα στερείται στο όνομα μιας καταπιεστικής ηθικής που θα τον κάνει ενάρετο. Η αρετή δεν έχει να κάνει με τη στέρηση, γιατί η στέρηση ταυτίζεται με την έλλειψη. Ο ενάρετος είναι αυτός που ακολουθεί το μέσο απολαμβάνοντας όλες τις σωματικές ηδονές και αντλώντας τη χαρά που μπορούν να του προσφέρουν, χωρίς όμως να τις μετατρέπει σε προτεραιότητα που θα νοηματοδοτήσει την ύπαρξή του. Μια τέτοια υπερβολή δεν μπορεί παρά να έχει αρνητικά αποτελέσματα, αφού υποβιβάζει τον άνθρωπο στο ζωώδες.
 
Κι αυτός είναι ένας άλλος δρόμος που μπορεί να οδηγηθεί κανείς στην ευτυχία εκλαμβάνοντάς την ως ισορροπία ανάμεσα στις ανάγκες του σώματος και της ψυχής. Η συνείδηση της διπλής υπόστασης του ανθρώπου (σώματος και ψυχής) θα επιφέρει τη μεσότητα των πράξεων προς την ικανοποίηση και των δύο μερών, αφού θα καταστεί σαφές ότι η τροφή του ενός πρέπει να σταματά προκειμένου να τραφεί και το άλλο. Θα έλεγε κανείς ότι τα όρια τίθενται από μόνα τους. Αρκεί να μπορεί κανείς να τα αντιλαμβάνεται. Κι ίσως αυτή η αντίληψη να σηματοδοτεί αυτό που ονομάζουμε ολοκληρωμένη προσωπικότητα.
 
Αριστοτέλης: Ηθικά Νικομάχεια

Είμαστε συνειδητοί;

Κάποιες φορές γίνομαι επιθετικός… το τι ονομάζει ο καθένας «επιθετικότητα» είναι επίσης ένα υποκειμενικό θέμα. Αλλά ναι, ας το πάρουμε ως αληθινό…. Κάποιες φορές γίνομαι επιθετικός!

Το θέμα είναι ότι μπορώ να γίνω ό,τι θέλω, φτάνει να είναι συνειδητό! Όμως, ΚΑΙ αυτό χωράει πολλές παρερμηνείες. Τι σημαίνει να είναι κάτι «συνειδητό»; Να γνωρίζω ότι το κάνω; Όχι βέβαια, οι περισσότεροι από μας γνωρίζουν ακριβώς τι κάνουν όταν το κάνουν.

Γνωρίζουμε όταν φωνάζουμε, όταν είμαστε τρυφεροί, όταν θυμώνουμε, όταν αγωνιούμε κλπ. Τα ξέρουμε αυτά, τα αντιλαμβανόμαστε. Ξέρουμε ακριβώς και τι λέμε και τι κάνουμε… άσχετα αν επικαλούμαστε το γνωστό «δεν ήξερα τι έκανα». Αλλά αυτό δεν σημαίνει και ότι είμαστε συνειδητοί!

Το να είμαστε συνειδητοί ή όχι, περιλαμβάνει πολλές περισσότερες λειτουργίες παρά μόνο τον «εντοπισμό» της αντίδρασής μας ή της οποιασδήποτε δράσης. Είναι μια σύνθεση πολλών εσωτερικών διεργασιών που περιλαμβάνουν εσωτερικό διάλογο με τον εαυτό μας, αμφισβήτηση των προγραμματισμών, των απόψεων και πεποιθήσεών μας, αναγνώριση των πραγματικών αναγκών και προθέσεών μας, αναγνώριση όλων των μερών (εγώ) μας. Είναι μια σύνθετη διεργασία που παραβλέπει το γραμμικό χρόνο, που αντλεί πληροφορίες από πολλά επίπεδα, που αναγνωρίζει τον (οποιονδήποτε) Άλλον, ως ισότιμο και σεβαστό μέρος της πραγματικότητάς μας.

Μετά απ’ όλα αυτά, που φυσικά γίνονται κατανοητά μόνο βιωματικά, το να ΕΙΣΑΙ ό,τι θέλεις να είσαι, περιλαμβάνει επίσης πολλά, και όχι το συνηθισμένο απλό «το κάνω γιατί απλά μπορώ». Φυσικά και μπορείς… το θέμα είναι τι επιλέγεις και γιατί! Αν οι ρόλοι, οι προθέσεις σου, οι ανάγκες σου, οι Άλλοι είναι φανερά σε σένα, τότε, αυτό που θέλεις και είσαι, είναι συνειδητό!

Συνειδητό σημαίνει και σωστό; Και ναι και όχι…

Η έννοια του «σωστού» και του «λάθους» είναι βεβαρυμμένη με άπειρες φιλοσοφικές θεωρίες, θρησκευτικές και «πνευματικές» πεποιθήσεις, που πλέον δεν έχει κανένα νόημα, πέραν από αυτό που εμείς του δίνουμε κάθε φορά… είτε απελευθερώνοντας είτε περιορίζοντας τη βούλησή μας.

Και ο αόρατος κριτής μας, καραδοκεί… παίζοντάς μας (και τους άλλους στα θέατρα της ζωής μας) σαν μπαλάκι του πιγκ πογκ, πέρα δόθε...

Την αγάπη αξίζει να τη ζεις, όχι να τη φοβάσαι

Τι είναι Αγάπη; Όλοι γεννιόμαστε και πεθαίνουμε με αυτήν την αναζήτηση. Κάποιοι άνθρωποι της Τέχνης βούτηξαν στην αναζήτηση αυτή του Ιερού Δισκοπότηρου. Κάποιοι κατάφεραν να την βρουν με πολύ αγώνα, κόπο, κοινωνικούς διωγμούς, θυσίες προς αυτούς και τον κοινωνικό περίγυρο τους. Άλλοι χάθηκαν σε αυτήν όπως οι Ιππότες της στρογγυλής τραπέζης, αλλά μας άφησαν και οι δυο κατηγορίες παρακαταθήκη το έργο τους.

Ας πάμε όμως σε εμάς τους μη επωνύμους. Τους αγνώστους μέσα στο πλήθος, έμενα και εσάς. Σε όσους πέρασαν στην δύνη του χρόνου και του ρου της Ανθρώπινης Ιστορίας. Προσπαθούμε κάθε μέρα να παλέψουμε για την επιβίωση μας, να καλύψουμε τα αναγκαία (τροφή, στέγη, ένδυση) και ας μας περισσέψουν κάποια χρήματα να τα σπαταλήσουμε σε μέσα εκτόνωσης και ψυχαγωγίας μας. Αλλά όλα αυτά είναι εφήμερες στιγμές.

Η αγάπη δεν είναι όμως. Είναι μια κατηγορία-περίσταση- κουτί ή ότι άλλο μπορείς να την παρομοιάσεις με λέξεις. Εγώ πιστεύω είναι σαν την Πιστή μας ή τον Θεό, ένα άυλο “αντικείμενο” που ψάχνουμε μανιωδώς να την βρούμε σε διάφορα πρόσωπα επώνυμα ή μη. Λέμε γιατί αυτός να με μη αγαπήσει έμενα; Τι μου λείπει; Όλα τα έχω. Χεριά, πόδια, μύτη, είμαι αρτιμελής σε όλα τα σωματικά μου μέρη. Και ψυχικά αρτιμελής είμαι, τι πρέπει να κάνω; Αλλά πρέπει να κάνουμε κάτι για να μας ξεχωρίσει από τον όχλο.

Αυτό ισχύει όμως και για των ανώνυμο κόσμο. Πως και τι πρέπει να κάνω για να προσεγγίσω αυτόν που θέλω; Μήπως πρέπει να αφεθούμε σε αλλά πράγματα και καταστάσεις, που θα μας πάνε από μόνα τους εκεί που θέλουμε; Δηλαδή μπορεί να μην είναι γραφτό να είμαστε με αυτό που ποθούμε, αλλά να είμαστε με κάτι το απροσδόκητο και νέο. Η αγάπη σε βρίσκει στο timing, που δεν είσαι ποτέ έτοιμος, μπαίνει σαν τον κλέφτη, σου παίρνει τα πάντα. Το θέμα είναι να τον γραπώσεις σωστά, ώστε από θύτης να γίνει θύμα της αγάπης σου. Η αγάπη είναι μια αναζήτηση που σε κάνει να ψάχνεσαι σε πολλά μονοπάτια, σταυροδρόμια , ωκεανούς, βουνά και σε απάτητα μέρη του κόσμου εσωτερικού ( μυαλού ) και εξωτερικού ( άλλες πόλεις, χώρες, ηπείρους ) σε οδηγεί σε τρέλες, σε κάνει να σπας taboo, προκαταλήψεις και όρια που δεν ήξερες ότι είχες. Όταν τα ανακαλύψεις χαίρεσαι σαν παιδί, που έκανε επιτέλους το μεγάλο βήμα προς την σελήνη.

Η αγάπη είναι κάτι που μας σκλαβώνει κάτι που με τις αλυσίδες του μας κρατά, μας ελέγχει, σταματάμε να σκεφτόμαστε λογικά και κάνουμε παράλογα πράγμα για αυτήν. Μην την φοβάστε να ζήστε την. Αν τελειώσει και την βρείτε άλλου μην πείτε ποτέ – ποτέ ότι ήταν λάθος. Ήταν κάτι το μοναδικό που κράτησε για λίγο σαν ένα παραμύθι. Μας κάνει να ήμαστε ξανά παιδιά, όποτε μην μετανιώνετε ποτέ που ξανά γίνατε κάτι το αγνό. Όσες φορές αγαπήσετε μείνετε αγνοί και μετά που θα έρθει η μοναξιά, δεν σας στερεί κάνεις την παιδικότητα σας. Εμείς μονοί μας με το μίσος του χωρισμού την κάνουμε να χαθεί….

Αιθεροβατώ ανάμεσα στις φουσκάλες των περασμένων σχέσεων μου. Είμαι σε ένα δικό μου κόσμο που είναι στα σύννεφα, αυτά όμως είναι τα σύννεφα τα δικά μου. Σταματώ χαζεύω να κοιτάξω μέσα τους. Για το τι κρύβεται σε αυτά, χαίρομαι μόνο χαίρομαι για τις επιλογές. Όταν πάει να με πιάσει μίσος και το συννεφάκι από ροζ γίνεται μαύρο, σταματώ και προχώρα ή σκέφτομαι πως ξεκίνησε αυτή η σχέση. Η αγάπη με οδήγησε άδω και όχι το μίσος. Η αγάπη θα είναι πάντα και παντού στην ζωή όλων μας.

Για να κλείσω, συνοψίζοντας για την Αγάπη, ότι είναι ένα συναίσθημα που γεννά άλλα υπέροχα συναισθήματα. Επίσης η αγάπη δεν είναι μόνο ερωτική, υπάρχουν οι φιλικές, οι συγγενικές, προς τα ζώα, το περιβάλλον και όλα τα είδη.

Μην σταματάτε να αγαπάτε κάθε μέρα τους πάντες. Όταν οι άλλοι παίρνουν θετική αύρα από εσάς, θα σας δώσουν και εκείνοι. Ας είναι και οι χειρότεροι όλων, συνήθως αυτοί δίνουνε την γνήσια αγάπη. Δεν έχουν ξαναγαπήσει πραγματικά, όποτε θα αγαπήσουν μια φορά και γνήσια. Μην τους προδώσετε, για να μην προδοθείτε.

Αν δεν σας δείχνουν την αγάπη τους όπως εσείς, περιμένετε. Μην νομίζετε ότι δεν την δώσουνε. Ο καθένας μας δίνει με έναν δικό του ξεχωριστό τρόπο. Κάποιες φορές λογικό, άλλες ατσούμπαλο, άλλες δεν ξέρει τον τρόπο και περιμένει εσένα να του τον δείξεις. Το θέμα είναι να συζητάς και να κοιτάς χωρίς παρωπίδες ή μην περιμένεις ότι ο τρόπος που δίνεις εσύ γίνεται πάντα αντιληπτός. Π.χ. κάποιοι φιλιούνται δημόσια και κάποιοι όχι. Κάποιοι εκφράζονται με ένα χάδι, ένα χαμόγελο, ένα λουλούδι, άλλοι να σε πάνε και να σε φέρουν στην δουλειά, για να μην κουραστείς. Άλλοι θα τρέξουν και άλλοι θα συμβουλέψουν, μην έχετε στον κάθε άνθρωπο ένα έτοιμο κατηγορητήριο για το πως εσύ περιμένετε να ενεργήσει. Δεν θα ενεργήσει με τον τρόπο που περιμένετε. Δεν είναι ο δίδυμος εαυτός σας.

Δίνεις περισσότερα; Μένεις και το αποδέχεσαι ή φεύγεις μακριά

Κάθε σχέση που συνάπτουμε, είτε πρόκειται για ερωτική είτε για φιλική, συμπεριλαμβάνει δύο δυνάμεις, δύο ανθρώπους, που αλληλεπιδρούν. Βρίσκουν τις δικές τους ισορροπίες, τους δικούς τους τρόπους έκφρασης και συμπεριφοράς, τους προσωπικούς τους κώδικες επικοινωνίας. Αυτή η αλληλεπίδραση, καθώς κι οι ισορροπίες που δημιουργούνται, αποτελεί ένα απ’ τα κύρια συστατικά κάθε επαφής κι ορίζει σε μεγάλο βαθμό την επιτυχία ή την αποτυχία της.

Ειδικότερα, όταν πρόκειται για την ερωτική συνύπαρξη δύο ανθρώπων, απ’ την οποία τα δύο μέλη περιμένουν να λάβουν ανταπόδοση των συναισθημάτων και των πράξεών τους, θέλοντας να αισθανθούν αλλά και να διαπιστώσουν εμπράκτως πως κι ο άλλος νιώθει παρόμοια, οι ισορροπίες που αναπτύσσονται με τον καιρό έχουν ιδιαίτερη σημασία για το πώς νιώθεις κι αν καλύπτεσαι ή όχι μέσα απ’ τη σχέση σου. Με λίγα λόγια, σκιαγραφούν το μέλλον που αυτή θα ‘χει.

Υπάρχουν δύο ενδεχόμενα, λοιπόν. Το ιδανικό αναφέρει πως εσύ κι ο σύντροφός σου εκπέμπεται στο ίδιο μήκος κύματος. Κάνετε κι οι δύο αμοιβαίες υποχωρήσεις, παλεύετε εξίσου γι’ αυτό που ‘χετε και για να το διατηρήσετε και διαπιστώνεις μέσα απ’ τις πράξεις του πως όλα αυτά που κάνεις και νιώθεις έχουν αντίκρισμα και βρίσκουν ανταπόκριση. Σ’ αυτό το ενδεχόμενο δεν έχεις κάτι για να προβληματίζεσαι κι οφείλεις ν’ απολαμβάνεις στο έπακρο την υπέροχη σχέση που διαθέτεις.

Στην αντίθετη, όμως, περίπτωση τι μέλλει γενέσθαι; Όταν, δηλαδή, εισπράττεις απ’ τη συμπεριφορά του ανθρώπου σου ότι δεν αντιμετωπίζετε με την ίδια βαρύτητα τη σχέση σας. Όταν συνεχώς νιώθεις πως εσύ είσαι αυτός, ο οποίος προσπαθεί περισσότερο για το κοινό παρόν και το μέλλον σας. Όταν μεταβάλλεις, μόνο εσύ, το πρόγραμμά σου, προκειμένου να περνάτε λίγο χρόνο μαζί κι αμέτρητα ακόμα μικρά και μεγάλα πράγματα που σε κάνουν ν’ αναλογίζεσαι το ενδεχόμενο πως τα αισθήματα δεν είναι αμοιβαία και πως δεν αποτελείς προτεραιότητα για το έτερον ήμισυ.

Σαφώς και πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα, το οποίο σε καμία των περιπτώσεων δεν πρέπει ν’ αγνοήσεις, αφού βεβαιότατα κάποια στιγμή μελλοντικά θα ‘ρθεις αντιμέτωπος μαζί του και θα κληθείς να δώσεις μία ουσιαστική λύση. Μάλιστα, όσο περισσότερο τ’ αφήνεις να επωάζει, τόσο χειρότερη θα ‘ναι κι η αντιμετώπισή του, όταν αναπόφευκτα έρθει εκείνη η στιγμή.

Οπότε, το καλύτερο που ‘χεις να κάνεις είναι όσο το δυνατόν αμεσότερα να συζητήσεις τους προβληματισμούς σου με το ταίρι σου. Να του εξηγήσεις και να του δώσεις να καταλάβει τι συγκεκριμένα είναι αυτό που σ’ ενοχλεί στη συμπεριφορά του απέναντί σου. Για ποιους λόγους αισθάνεσαι πως σε παραμελεί και ποια είναι τα κομμάτια της σχέσης σας απ’ τα οποία δεν καλύπτεσαι. Φυσικά, ν’ ακούσεις και τη δική του οπτική γωνία, καθώς η θεώρηση που ‘χεις για τα πράγματα ενδέχεται ν’ αποτελεί μια παρεξηγημένη δική σου αντίληψη και ν’ ανησυχείς δίχως κανένα λόγο.

Παρ’ όλα αυτά, αν ακόμα και μετά τη συζήτησή σας, ούτε έχεις πειστεί απ’ τα λεγόμενά του συντρόφου σου ούτε βλέπεις κάποια διαφοροποίηση σ’ ό,τι σε προβλημάτιζε, βρίσκεσαι μπροστά σ’ ένα κρίσιμο σταυροδρόμι για τη σχέση σου. Μάλιστα, πρέπει να διαλέξεις άμεσα κατεύθυνση, ώστε να μη στεναχωριέσαι κι αναλώνεσαι σε καταστάσεις που δε σου προσφέρουν όσα θες.

Υπάρχουν δύο διαθέσιμες επιλογές κι η απόφασή σου εξαρτάται απ’ την επιθυμία και τις αντοχές σου. Μπορείς ν’ αφήσεις τα συναισθήματα και την αγάπη που τρέφεις για τον άνθρωπό σου να υπερνικήσουν όλες τις δεύτερες σκέψεις που κάνεις. Τον αγαπάς, θέλεις να είσαι μαζί του κι αυτό προϋποθέτει το ν’ αποδεχθείς πως εσύ θα καταβάλλεις τη μεγαλύτερη προσπάθεια για την κοινή σας πορεία.

Απ’ την άλλη πλευρά, αν δεν είσαι πρόθυμος ν’ αποδεχθείς την κατάσταση, οφείλεις να φύγεις από μια σχέση που δε σε καλύπτει. Αν παραμείνεις, χωρίς όμως να ‘χεις λύσει ουσιαστικά το παραπάνω πρόβλημα, είναι δεδομένο πως συνεχώς θα δημιουργούνται τριβές και θα υπάρχει ένταση μεταξύ σας. Οπότε, όσο δύσκολο κι αν είναι, πρέπει ν’ ανασκουμπωθείς και να ξεκινήσεις την αναζήτηση για κάτι που πραγματικά σ’ ολοκληρώνει και σε γεμίζει, κάνοντας την αρχή με το να αναζητήσεις τον εαυτό σου, που τόσο καιρό στρίμωχνες.

Σίγουρα, τίποτα απ’ τα δύο δεν είναι εύκολο. Είτε στη μία περίπτωση είτε στην άλλη απαιτείται τεράστια εσωτερική δύναμη κι αποφασιστικότητα. Ωστόσο, θ’ αποδειχθεί με τον καιρό κατά πολύ χειρότερο το να παραμένεις σε μια κατάσταση χωρίς να ’χεις αποδεχθεί τα δεδομένα ή χωρίς να λαμβάνεις όσα επιζητείς.

Κανείς εναντίον μας, όλοι υπέρ του εαυτού τους

Η αλήθεια είναι ότι κανείς δεν είναι εναντίον σου. Απλά είναι όλοι παραπάνω απ’ το κανονικό –όποιος κι αν το ορίζει αυτό– υπέρ του εαυτού τους. Τους βλέπεις να ρεμβάζουν γύρω αφηρημένα όσο μιλάς, να ασχολούνται με κάτι άλλο όσο ζητάς προσοχή, να κοιτάνε το ρολόι τους ενώ εσύ κοιτάς αυτούς ή αυτόν –ένας ή πολλοί δεν έχει σημασία– κι απορείς όλο και λιγότερο.

Κάθε που ανοίγεις το στόμα να μοιραστείς ένα πρόβλημα, που θες να δώσεις και σε κάποιον άλλον να κουβαλήσει αυτό που σε βαραίνει, κάθε που απλώνεις το χέρι για απαντήσεις που δεν έχεις ή για ερωτήσεις που δεν φανταζόσουν ότι υπάρχουν, κάθε φορά παίρνεις όλο και λιγότερα και πλέον δεν ρωτάς γιατί. Το έχεις καταλάβει πια. Για μας, για σένα, για τους άλλους. Είμαστε όλοι τόσο μέσα σε μας, τόσο απορροφημένοι στον μικρόκοσμό μας, τόσο κεντραρισμένοι στη δική μας ουσία που δε βλέπουμε πού είναι οι άλλοι.

Μας μιλάνε για τις σχέσεις τους, για τους προβληματισμούς τους, για τους πόνους, τα καρδιοχτύπια τους, τι τους κρατάει ξύπνιους τα βράδια, τι τους βάζει για ύπνο το ξημέρωμα, τι θέλουν να γίνουν όταν τους αγαπάνε, τι γίνονται όταν δεν παίρνουν αυτό που θέλουν, τι φοβούνται, τι τους φοβάται, κι εμείς το μόνο που βλέπουμε είναι εμάς, το μόνο που ακούμε είναι η φωνή μας.

Μπροστά στα μάτια μας είναι το είδωλό μας στο σώμα ενός άλλου, τον οποίο αγνοούμε γιατί είμαστε απασχολημένοι με το τι θα γίνει με όλα αυτά κι εμάς. Εμάς και μόνο. Τι θα μπει μέσα στις κρύες καρδιές μας που θα προσπαθήσει να μας κάνει λίγο πιο υποφερτούς κι απόψε. Τι θα μας κάνει να αντέξουμε τον εαυτό μας άλλη μια μέρα.

Πόσες αλήθειες θα θυσιάσουμε μόνο γι’ αυτήν την κατάδική μας, μαζί με αυτή ότι δεν είναι κανείς εναντίον μας; Λογικά όλες. Καμία δε θα μείνει αναλλοίωτη. Θα κοπούν, θα ματώσουν και θα εφαρμοστούν όλες σε εκείνο το βωμό του συμφέροντός μας. Κι έτσι, κάθε που οι άλλοι θα θέλουν να μοιράζονται, να λένε, να προσπαθούν να έρθουν απέναντι σε μας, εμείς θα είμαστε πάλι έτοιμοι με όλα τα υπέρ μας να τους υποδεχτούμε. Τους χρειαζόμαστε άλλωστε. Όσο κι αυτοί εμάς. Όσο πιο πολλοί είμαστε, τόσο μεγαλύτερες πιθανότητες έχει κάθε φορά αυτό να συμβεί κι άλλη μια.

Η επανάληψη διαμορφώνει την κουλτούρα. Εδραιώνει τον πολιτισμό της ομιλητικότητας χωρίς να λέμε τίποτα. Βγαίνουν ήχοι απ’ το στόμα μας για κατανόηση, για αγάπη, για συνεννόηση, για κούφια «είμαι εδώ αν χρειαστείς κάτι», αλλά ποτέ δεν είναι το νόημα αυτούσιο πίσω από αυτούς. Είναι κάτι που μοιάζει, κάτι που είναι στο περίπου, το συναίσθημα που θέλουμε να δώσουμε ότι είμαστε εδώ κι ακούμε, αλλά μέχρι να φτάσει στον άλλον –αν φτάσει–, έχει περάσει απ’ τα άπειρα φίλτρα του εγωκεντρισμού μας.

Ζήσαμε το πρόβλημα του άλλου όχι από έκρηξη ταύτισης και συμπόνιας, αλλά γιατί δεν έχουμε ζήσει εμείς. Ή γιατί δε μας φτάνουν όσα ζούμε ή γιατί και να μας φτάνουν ποτέ δε βγήκαμε πραγματικά έξω από αυτά να δούμε τι γίνεται κι αλλού. Να γίνουμε θεατές όχι για την αντικειμενικότητα αλλά γιατί κάποιος πραγματικά χρειάζεται τα μάτια μας όταν νιώθει ότι τα δικά του ίσως τον προδίδουν. Αντί αυτού όμως ούτε που τον είδαμε. Κοιτούσαμε και πάλι μόνο εμάς και δε μας πείραξε κι αν μείναμε μόνοι.

Το μάθαμε κι αυτό, απλά δε μας έχει πειράξει ακόμα αρκετά για να το αλλάξουμε ή να μας αλλάξει: Μένουμε μόνοι όχι γιατί δεν αντέχουμε τους άλλους, αλλά γιατί δεν αντέχουμε τον εαυτό μας όταν βρίσκονται γύρω μας.

Oι προσδοκίες των γονέων

Σχετική εικόναΌλο και πιο συχνά και πιο έντονα παρατηρούμε να αναδύεται μια νοοτροπία γονέων με μη ρεαλιστικές ή υπερβολικές προσδοκίες.

Επιπλέον, παρατηρείται το φαινόμενο οι γονείς με υπερβολικές προσδοκίες από τα παιδιά τους να αναλαμβάνουν δράση οι ίδιοι για την εκπλήρωση των προσδοκιών αυτών. Μοιάζει να έχουν μεταβολίσει τον γονεϊκό τους ρόλο σε ένα είδος μάνατζερ που έχει έναν και μοναδικό σκοπό: τη διάκριση του παιδιού τους.

Εδώ δεν εννοούμε απλά την επαγγελματική αποκατάσταση που είναι μια παλιά ιστορία και ανέκαθεν ήταν η μεγάλη προσδοκία των Ελλήνων γονέων. Εννοούμε την προσδοκία: «να γίνει το παιδί μου κάτι σημαντικό, να ξεχωρίσει». Μιλάμε για την πρωτιά, την αποθέωση, το χειροκρότημα, τα βραβεία.

Ο ρόλος των προσδοκιών στην ανάπτυξη ενός παιδιού

Οι προσδοκίες δείχνουν στο παιδί τις αξίες που είναι σημαντικές για τους γονείς και ταυτόχρονα εγκαθιδρύουν μέσα του σταθερά κριτήρια, στα οποία μπορεί ανά πάσα στιγμή να καταφύγει. Τη μία στιγμή ενδέχεται να ωφελούν την ανάπτυξη του παιδιού, την επόμενη όμως, μπορούν να αποτελέσουν εμπόδια για την ανάπτυξή του.

Συντελούν στη σωστή και καλή καθοδήγηση του παιδιού από τους γονείς, με στόχο την ενδυνάμωση του χαρακτήρα του παιδιού, το χτίσιμο της αυτοπεποίθησής του και τη διαμόρφωση της ταυτότητας του. Το είδος των προσδοκιών που θέτουμε στους εφήβους και η κοινωνική κουλτούρα μας, όπου το λάθος στιγματίζεται και όλοι αναγνωρίζουν μόνο την επιτυχία, είναι ορισμένα αίτια ώστε πολλοί γονείς να μπαίνουν εύκολα στην παγίδα να θέτουν λανθασμένες προσδοκίες στα παιδιά τους. Η σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ παιδιού και γονέα, στηρίζεται στην ασφάλεια, στην αντανακλαστική ακοή και χρειάζεται να ξεκινήσει από μικρή ηλικία.

Δεν πρέπει, όμως, να ξεχνάμε ότι οι προσδοκίες των γονέων συνήθως γίνονται συμπεριφορές παιδιών. Όταν λοιπόν ένα παιδί ακούει καλά λόγια μόνο για τις διακρίσεις και τις επιτυχίες του θεωρεί ότι αυτά είναι τα μόνα για τα οποία αξίζει να παλεύει, κάτι που αργά ή γρήγορα το οδηγεί στο ανικανοποίητο και στην εξουθένωση. Τα παιδιά, τις περισσότερες φορές, ταυτίζουν τις προσδοκίες που έχουν για τον εαυτό τους με τις προσδοκίες που έχουν οι γονείς τους για αυτά. Σε περίπτωση μη ικανοποίησης των φιλόδοξων στόχων νιώθουν ενοχοποίηση γιατί δεν κατάφεραν να ευχαριστήσουν τους γονείς που έχουν κάνει τόσες θυσίες για εκείνα. Αναρωτιέμαι, όμως, για ποιες θυσίες μιλάμε;

Γιατί τόσες προσδοκίες από τους γονείς;

Υπάρχουν πολλές επεξηγήσεις γιατί οι γονείς να θέτουν αντίστοιχες προσδοκίες στα παιδιά. Άλλες φορές γιατί βιώνουν τη θέση του γονέα ως ρόλο και όχι ως δική τους ωριμότητα, γιατί διακατέχονται από το σύνδρομο "η ζωή που δεν έζησα", γιατί μπαίνουν σε ανόμοιες συγκρίσεις, γιατί δεν έχουν λειτουργική σχέση με τον/την σύζυγο τους, γιατί υπερεκτιμούν τις δυνατότητες των παιδιών τους, γιατί εγκλωβίζονται με οικογενειακά και κοινωνικά στερεότυπα και άλλα. Κάθε περίπτωση είναι διαφορετική αλλά η δυσκολία και τα αρνητικά συναισθήματα που αντανακλώνται στο παιδί είναι περίπου τα ίδια. Το παιδί ενδέχεται να βιώσει ενοχοποίηση και βάρος υπό τις προσδοκίες των γονέων του, θυμό και απογοήτευση. Δεν καταφέρνει να ικανοποιήσει τους γονείς του, όταν "δείχνουν ότι κάνουν τα πάντα για εκείνο".

Οι προσδοκίες των γονέων όταν είναι απαιτητικές, ενισχύουν την απομόνωση του παιδιού, το καθιστούν αδύναμο να σχετισθεί με ασφάλεια, του προκαλούν χαμηλή αυτοεκτίμηση, μπαίνοντας να ορίζεται από τους άλλους ανθρώπους γύρω του, καθώς καλλιεργείται ένα συναίσθημα ανικανοποίητου κενού που πρέπει να καλυφθεί πάντα με έναν καλύτερο τρόπο.

Παλαιότερα οι προσδοκίες των γονέων αφορούσαν σχεδόν αποκλειστικά την επαγγελματική αποκατάσταση των παιδιών τους, σήμερα αφορούν και την διάκριση. Αφορούν τον πρωταθλητισμό και την αναγνώριση. Γενικεύοντας πάντως θα λέγαμε ότι ενώ παλιά το «απαραίτητο» θεωρούταν «σημαντικό», σήμερα το «σημαντικό» έχει φτάσει να θεωρείται «απαραίτητο».

«Προσδοκίες» γονέων παιδεύουσι τέκνα

Μεγάλο ποσοστό των σημερινών γονέων βασανίζονται από ματαίωση του τύπου: «η ζωή που δεν έζησα». Ένας από τους μεγαλύτερους ψυχολόγους ο Καρλ Γιουνγκ έχει δηλώσει εμφατικά τα εξής:

Το βαρύτερο φορτίο για ένα παιδί είναι η ζωή που δεν έζησαν οι γονείς του.

Πολλοί άνθρωποι, από την στιγμή που γίνονται γονείς, αφήνουν στην άκρη οποιαδήποτε δική τους φιλοδοξία, οποιαδήποτε ενασχόληση που προκαλούσε δική τους ευχαρίστηση και ταυτίζουν τον κόσμο τους με τον κόσμο των παιδιών τους. Οι γονείς αυτοί θα ισχυριστούν ότι είναι εγωιστικό να ασχολούνται με τον εαυτό τους και όχι με τα παιδιά τους. Η αλήθεια όμως είναι ότι, όσο αδειάζει η δική τους ζωή, τόσο προσπαθούν να την γεμίσουν με τη ζωή των παιδιών τους. Το πραγματικά εντυπωσιακό με τους γονείς αυτούς είναι ότι, οι μεγάλες προσδοκίες τους αφορούν μόνο τα παιδιά τους αλλά όχι τον εαυτό τους. Από τον εαυτό τους, στην ουσία, δεν υπάρχουν προσδοκίες και εκεί θεωρώ ότι βρίσκεται το πρόβλημα αλλά και η λύση του.

Όταν ένας ενήλικος άνθρωπος γίνεται γονέας τότε είναι που έρχεται ξανά αντιμέτωπος με το παιδί που κάποτε ήταν ο ίδιος, με τις πληγές του, τα τραύματά του, τους φόβους του και τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες του. Χρειάζεται συνειδητοποίηση και δύναμη από μέρους του για να αναγνωρίσει ότι κάποιες προσδοκίες που έχει για το παιδί του στην ουσία είναι οι ανεκπλήρωτες και απωθημένες προσδοκίες που είχε για τον εαυτό του. Αν δεν συμβεί κάτι τέτοιο τότε τα δικά του «θέλω» θα γίνουν «θέλω» του παιδιού του με τις γνωστές συνέπειες που περιγράψαμε ήδη.

Τελικά να έχουμε προσδοκίες από τα παιδιά μας ή όχι;

Εδώ οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Οι προσδοκίες των γονιών από τα παιδιά τους όχι μόνο δεν επιδρούν αρνητικά αλλά είναι και απαραίτητες για την ωρίμανση, την ενδυνάμωση του χαρακτήρα τους και την ανάπτυξη της αυτοπεποίθησής τους. Αλλά ποιες προσδοκίες; Οι ρεαλιστικές προσδοκίες που αφορούν εφικτούς, για το παιδί, στόχους και που κατά κύριο λόγο έχουν να κάνουν με την προσπάθεια (όχι με το αποτέλεσμα) και την καλλιέργεια των ανθρώπινων αξιών, του σεβασμού προς τους άλλους και του ήθους. Πάνω από όλα όμως οι προσδοκίες αυτές των γονέων πρέπει να είναι σε συμφωνία και με τα «θέλω» του παιδιού.

Στα παιδιά αρκεί η αγάπη. Σίγουρα;

Πιθανόν να νομίζουμε ότι η πρώτη ανάγκη των παιδιών είναι η αγάπη. Κάνουμε λάθος, η αποδοχή είναι. Και τα παιδιά λαχταρούν να τα αποδεχόμαστε όπως είναι και όχι όπως θα θέλαμε να είναι. Και μην τα υποτιμάμε τα παιδιά, αργά ή γρήγορα συνειδητοποιούν πότε η αποδοχή αυτή είναι άνευ όρων.

Δεν πρέπει να εμμένουμε σε προσδοκίες αλλά να αναζητούμε αυτά για τα οποία είμαστε ευγνώμονες, ακόμα κι όταν τα πράγματα δε βαίνουν όπως ελπίζουμε, και έτσι θα βιώνουμε τη γαλήνη περισσότερο από τη δυσαρέσκεια.

Εγώ κάνω τα δικά μου κι εσύ τα δικά σου.
Δεν ήρθα σε αυτόν τον κόσμο για να ανταποκριθώ στις προσδοκίες σου.
Κι εσύ δεν ήρθες σε αυτόν τον κόσμο για να ανταποκριθείς στις δικές μου προσδοκίες.
Εσύ είσαι εσύ κι εγώ είμαι εγώ.
Κι εάν κατά τύχη τα βρούμε, αυτό θα είναι υπέροχο.
Εάν πάλι όχι, δεν είναι στο χέρι μας.

Yalom: Ο σεξουαλικός πόθος είναι, κατά βάθος, πόθος για ολοκληρωτική κυριαρχία πάνω στο πνεύμα και το σώμα του άλλου

-Ο σεξουαλικός πόθος είναι, κατά βάθος, πόθος για ολοκληρωτική κυριαρχία πάνω στο πνεύμα και το σώμα του άλλου.

-Δεν οφείλουμε να δημιουργήσουμε– δεν οφείλουμε να γίνουμε- πριν αναπαραχθούμε; Η ευθύνη μας στη ζωή είναι να δημιουργήσουμε το ανώτερο. Τίποτα δεν πρέπει να εμποδίσει την ανάπτυξη του ήρωα μέσα μας. Κι αν παρεμβάλλεται ο πόθος, τότε κι αυτός πρέπει να υπερπηδηθεί.

-Η πολυπλοκότητα της διπλής ζωής, της μυστικής ζωής, δεν είναι του γούστου μου. Κι όμως τη λαχταράω. Η επιφανειακή αστική ζωή είναι θανάσιμα ανιαρή- παραείναι ορατή, βλέπεις πάρα πολύ καθαρά το τέλος και όλες τις πράξεις που οδηγούν στο τέλος. Ξέρω πως ακούγεται τρελό, αλλά η διπλή ζωή είναι μια επιπλέον ζωή. Υπόσχεται την προέκταση της ζωής μας. Ο Νίτσε συμφώνησε. «Νιώθεις ότι ο χρόνος καταβροχθίζει τις δυνατότητες της επιφανειακής ζωής, ενώ η κρυφή ζωή είναι αστείρευτη;»

-...αντιπαθώ τους άλλους που μου κλέβουν την μοναχικότητά μου χωρίς να μου προσφέρουν αληθινή συντροφιά.

-Είναι επικίνδυνο να ζεις με ασφάλεια.

–Ερωτευόμαστε περισσότερο τον ίδιο τον πόθο από το αντικείμενό του.

-Θα ΄ρθει μια εποχή που οι άνθρωποι θα πάψουν να φοβούνται την γνώση, που δεν θα μεταμφιέζουν την αδυναμία σε «ηθικό νόμο», που θα βρουν το θάρρος να σπάσουν τα δεσμά του «πρέπει».

-...η φλόγα της πίστης τροφοδοτείται αδιάκοπα από το φόβο του θανάτου, της λήθης και της έλλειψης νοήματος.

–Ο εραστής πρέπει να ακυρώσει τα μάτια του, να θυσιάσει την αλήθεια. Και, για μένα μια ζωή χωρίς αλήθεια είναι ένας ζωντανός θάνατος!

-Περισσότερο απ΄όλα, νομίζω ότι μου λείπει η προσοχή του...Όσο περισσότερο ξεθωριάζει η εικόνα του τόσο παλεύω με το αίσθημα ότι οι δραστηριότητές μου και οι επιτυχίες μου είναι όλες εφήμερες ότι δεν έχουν πραγματική σημασία.

-...πιο εύκολα αντιμετωπίζεις μια κακή φήμη παρά μια κακή συνείδηση.

-...όλα τα κίνητρα και τα δικά μου και του Νίτσε γεννιούνται από μια και μόνη πηγή- το ένστικτο της απόδρασης από τη λήθη του θανάτου.

-...υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο να αναζητάς την έγκριση ενός γονιού και στο να πασχίζεις να ανυψώσεις εκείνους που θα έρθουν στο μέλλον.

-«Να πεθαίνεις τη σωστή στιγμή!»...»Ζήσε όταν ζεις! Ο θάνατος χάνει τη φρίκη του αν κάποιος πεθαίνει έχοντας εξαντλήσει την ζωή του!...Έζησες τη ζωή σου; Ή σε έζησε εκείνη; Την επέλεξες; Ή σε επέλεξε εκείνη; Την αγάπησες; Ή μετάνιωσες γι΄ αυτήν... Την κατανάλωσες; ...Όχι, δεν επέλεξα! Όχι, δεν επέλεξα! Όχι, δεν έζησα την ζωή που ήθελα! Έζησα την ζωή που μου ανατέθηκε. Ο πραγματικός μου εαυτός εγκλωβίστηκε μέσα στη ζωή μου«.

-Ναι η αιώνια επανάληψη σημαίνει ότι κάθε φορά που επιλέγεις μια πράξη θα την επιλέγεις αιώνια. Και ισχύει ίδιο για κάθε πράξη που δεν κάνεις, κάθε εμποδισμένη σκέψη, κάθε επιλογή που αποφεύγεις. Και όλη η αβίωτη ζωή θα μένει να φουσκώνει μέσα σου, αβίωτη για όλη την αιωνιότητα. Κι η αδιόρατη φωνή της συνείδησής σου θα σου διαμαρτύρεται αιώνια.

-Αυτή η στιγμή υπάρχει για πάντα κι εσύ, μονάχος σου, είσαι το μόνο σου ακροατήριο.

-Αυτό – απελευθέρωση σημαίνει ένα ιερό όχι, ακόμη και στο καθήκον...Η καλοσύνη σου, το καθήκον σου, η αφοσίωσή σου- αυτά είναι τα κάγκελα της φυλακής σου. Θα αφανιστείς από τέτοιες μικρές αρετές...Το καθήκον σου σαν γονιός δεν είναι να αναπαράγεις άλλον έναν εαυτό, άλλον έναν Γιόζεφ, αλλά κάτι υψηλότερο. Είναι να παραγάγεις ένα δημιουργό... Ο γάμος δεν θα ‘πρεπε να ΄ναι φυλακή αλλά περιβόλι όπου μπορεί να καλλιεργηθεί κάτι υψηλότερο. Ίσως ο μόνος τρόπος να σώσεις το γάμο σου είναι να τον εγκαταλείψεις...καλύτερα να σπάσεις το δεσμό του γάμου παρά να σε σπάσει εκείνος!

-Σήμερα κατάλαβα ότι ο καλύτερος δάσκαλος είναι αυτός που μαθαίνει από το μαθητή του.

-Ο αληθινός εχθρός ήταν πάντα, η μοίρα κι όχι η Ματίλντε. Ο αληθινός εχθρός ήταν το γέρασμα, ο θάνατος και ο φόβος μου για την ελευθερία.

-...η σχέση του γάμου είναι ιδανική μόνο όταν δεν είναι απαραίτητη για την επιβίωση του κάθε συντρόφου.

-...το κλειδί για να ζεις καλά, είναι πρώτα να βουληθείς αυτό που είναι απαραίτητο και μετά ν΄αγαπήσεις αυτό που βουλήθηκες «αγάπα την μοίρα σου»

-...να μετατρέπεις το «ήταν να γίνει έτσι» σε «έτσι το θέλησα»

-...ίσως η πιο σπουδαία ανακάλυψη ήταν ότι δεν είχα σχετιστεί με τη Βέρθα, αλλά αντίθετα, με όλες τις ιδιωτικές σημασίες που της είχα προσάψει– σημασίες που δεν είχαν καμία απολύτως σχέση μαζί της...Ίσως όλοι να είμαστε σύντροφοι στον πόνο, ανίκανοι να δούμε την αλήθεια του άλλου.

-...οι επιστήμονες πρέπει να καταλάβουν πως και η ΑΛΗΘΕΙΑ είναι ψευδαίσθηση– αλλά μια ψευδαίσθηση που χωρίς αυτήν δεν μπορούμε να ζήσουμε.

-Είναι δύσκολο ν΄αφήνεις να μιλάνε οι σκέψεις σου- έρχεσαι σε δύσκολη θέση!

-Η απομόνωση υπάρχει μόνο στην απομόνωση. Μόλις τη μοιραστείς εξατμίζεται.

-Θα μείνω πάντα μόνος, αλλά τί διαφορά, τί υπέροχη διαφορά, να επιλέγω τι κάνω. Amon fati-διάλεξε τη μοίρα σου, αγάπα τη μοίρα σου.

Όταν έκλαψε ο Νίτσε - Irvin D. Yalom

Αυτό που κανείς δεν μπορεί να μας το πάρει αλλά ούτε και να μας το δώσει

Αυτό που έχουμε μέσα μας, αυτό που μας συντροφεύει ακόμα και στην άκρα μοναξιά, αυτό που κανείς δεν μπορεί να μας το πάρει αλλά ούτε και να μας το δώσει, είναι πολύ πιο ουσιαστικό απ’ όλα τα αγαθά που μπορεί να διαθέτουμε, απ’ όλες τις εντυπώσεις που μπορεί να δίνουμε στους άλλους.

Ο πλούσιος πνευματικά άνθρωπος απασχολείται και διασκεδάζει έξοχα, ακόμα και σε απόλυτη μοναξιά με τις δικές του σκέψεις και φαντασιώσεις: ενώ ο περιορισμένος, παρά τη συνεχή εναλλαγή έργων, εορτών και ταξιδιών, νιώθει αγιάτρευτη πλήξη. – Ένας καλός, ολιγαρκής, ελαφρός χαρακτήρας μπορεί να νιώθει ικανοποιημένος ακόμα και σε συνθήκες στέρησης, ενώ ένας κακός, άπληστος, ζηλόφθονος χαρακτήρας δε νιώθει ευτυχία όσα πλούτη κι αν κατέχει. (Λέει πολύ σωστά ο Γκαίτε στο Ντιβάν: «Η μεγαλύτερη ευτυχία είναι η προσωπικότητα». Ο άνθρωπος μπορεί ν’ αφομοιώσει από έξω πολύ λιγότερα πράγματα απ’ ό,τι συνήθως νομίζουμε). – Πόσες και πόσες απολαύσεις δεν είναι περιττές, ίσως μάλιστα ενοχλητικές και επαχθείς για τον άνθρωπο που διαθέτει τη μόνιμη απόλαυση μιας εξαίρετης ατομικότητας!*
------------------
*. Σωκράτης, Οράτιος [εδώ ο Σοπενχάουερ παραπέμπει στην πρόταση του Σωκράτη σε σχέση με μια έκθεση ειδών πολυτελείας: «Πόσα πράγματα υπάρχουν λοιπόν που αν δεν τα’χω δε θα μου λείψουν καθόλου» και στο στίχο του Οράτιου: «Φίλντισι, μάρμαρο, κοσμήματα, τυρρηνικά αγάλματα, πίνακες, ασημικά, λουσάτα ρούχα βαμμένα στην πορφύρα. Τα λιμπίζονται πολλοί, αλλά υπάρχουν μερικοί που ούτε καν ρωτούν γι’ αυτά». (Οράτιος, Επιστολές, II, 2,180-182.)]

Άρθουρ Σοπενχάουερ, Η ΤΕΧΝΗ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ

ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ ΚΑΙ ΔΑΦΝΗ

Η Δάφνη, η κόρη του Πηνειού ποταμού, γρήγορα ακούστηκε για τη μεγάλη της ομορφιά. Του κάκου όμως τη γύρευαν πλήθος παλικάρια για γυναίκα, του κάκου ο πατέρας της την παρακαλούσε να παντρευτεί και να του χαρίσει εγγόνια- εκείνη δεν ήθελε ούτε ν’ ακούσει για γάμο και άντρα, μόνο προτιμούσε να κυνηγάει στα δάση σαν την Άρτεμη την παρθένα.

Όταν όμως μια γυναίκα είναι τόσο όμορφη, πώς να γλιτώσει από τους άντρες; Μια μέρα έτυχε να την ανταμώσει ο Απόλλωνας μονάχη στην εξοχή. Αμέσως του άναψε ο πόθος και θέλησε να την κάνει δική του. Εκείνη, για να κρατηθεί αγνή, το έβαλε στα πόδια. Ο θεός άρχισε να την κυνηγάει φωνάζοντάς της: Γιατί φεύγεις την αγάπη μου, σαν να θέλω το κακό σου; Δεν είμαι δα κανένας γαμπρός του πεταμού- είμαι ο Απόλλωνας, ο γιος του Δία, που με τιμούν όλοι, θεοί και άνθρωποι Στα συμπόσια των θεών στον Όλυμπο τους παίζω την κιθάρα, και στους θνητούς δίνω χρησμούς και τους γιατρεύω από τις κακές αρρώστιες.

Αμετάπειστη η Δάφνη συνέχισε το τρέξιμο, ο θεός όμως ήταν γρηγορότερός της· τη στιγμή που άπλωνε τα χέρια να την πιάσει, εκείνη ανακαλέστηκε τον πατέρα της τον Πηνειό, και αυτός, για να της κάνει τη χάρη, τη μεταμόρφωσε σε δέντρο. Τα πόδια της έγιναν ρίζες, το σώμα της κορμός, τα χέρια της κλαδιά και τα μαλλιά της φύλλα. Ο θεός αγκάλιασε τότε το δέντρο και είπε: Δεν θέλησες να γίνεις γυναίκα μου- θα γίνεις το δέντρο μου! Από εδώ και πέρα θα στεφανώνω με τους κλώνους σου τα μαλλιά μου, τη λύρα μου, τη φαρέτρα μου. — Έτσι η δάφνη έγινε το ιερό φυτό του Απόλλωνα.

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Οι «Ομηρικοί ύμνοι»

Περιεχόμενα της συλλογής

 
Η παλαιότερη συλλογή ύμνων που μας σώζεται με τον τίτλο «Ομηρικοί ύμνοι» αποτελείται από 33 αφηγηματικά ποιήματα, αφιερωμένα σε σημαντικούς θεούς και ημίθεους, διαφορετικής έκτασης (από 3 έως 580 στίχους), σε γλώσσα επική και σε μέτρο εξάμετρο δακτυλικό. Σε ένα Βυζαντινό χειρόγραφο οι «Ομηρικοί ύμνοι» περιλαμβάνονται μαζί με άλλα έργα και τρεις συλλογές ύμνων: Ορφικοί από τον 4ο ή 3ο αι. π.Χ., του ελληνιστικού ποιητή Καλλιμάχου και του νεοπλατωνικού φιλοσόφου Πρόκλου του 5ου αι. μ.Χ.
 
Με κριτήριο την έκτασή τους οι «Ομηρικοί ύμνοι» διακρίνονται: (α) σε πέντε μεγάλους ύμνους: «Εἰς Βάκχον» (σώζονται δύο μόνον ολιγόστιχα αποσπάσματα), «Εἰς Δημήτραν» (495 στίχοι), «Εἰς Ἀπόλλωνα» (546 στίχοι), «Εἰς Ἑρμῆν» (580 στίχοι), «Εἰς Ἀφροδίτην» (293 στίχοι) και (β) σε 28 μεσαίας και μικρής έκτασης ύμνους (από τρεις έως είκοσι δύο στίχους) αφιερωμένους στην Άρτεμη, στον Άρη, στον Δία, στον Ποσειδώνα, στον Πάνα, στον Ήλιο, στον Ηρακλή, κ.ά.
 
«Ομηρικοί ύμνοι»:
 
1. Εἰς Βάκχον
2. Εἰς Δημήτραν
3. Εἰς Ἀπόλλωνα
4. Εἰς Ἑρμῆν
5. Εἰς Ἀφροδίτην
6. Εἰς Ἀφροδίτην
7. Εἰς Διόνυσον
8. Εἰς Ἄρεα
9. Εἰς Ἄρτεμιν
10. Εἰς Ἀφροδίτην
11. Εἰς Ἀθηνᾶν
12. Εἰς Ἥραν
13. Εἰς Δημήτραν
14. Εἰς Μητέρα Θεῶν
15. Εἰς Ἡρακλέα λεοντόθυμον
16. Εἰς Ἀσκληπιόν
17. Εἰς Διοσκούρους
18. Εἰς Ἑρμῆν
19. Εἰς Πᾶνα
20. Εἰς Ἥφαιστον
21. Εἰς Ἀπόλλωνα
22. Εἰς Ποσειδῶνα
23. Εἰς Δία
24. Εἰς Ἑστίαν
25. Εἰς Μούσας καὶ Ἀπόλλωνα
26. Εἰς Διόνυσον
27. Εἰς Ἄρτεμιν
28. Εἰς Ἀθηνᾶν
29. Εἰς Ἑστίαν
30. Εἰς Γῆν μητέρα πάντων
31. Εἰς Ἥλιον
32. Εἰς Σελήνην
33. Εἰς Διόσκουρους

 

Χρονολόγηση των «Ομηρικών ύμνων»

 
Η χρονολόγηση των «Ομηρικών ύμνων» είναι αβέβαιη. Κάποια γενικά ή κατά προσέγγιση συμπεράσματα για τον χρόνο σύνθεσής τους μπορούμε να συναγάγουμε με βάση εσωτερικά στοιχεία (γλωσσικά, μυθολογικά, ιστορικά).
 
Οι μεγάλοι ύμνοι ανήκουν στο τελευταίο στάδιο της επικής περιόδου. Παλαιότερος είναι ο «Ύμνος στον Απόλλωνα» (ίσως του 8ου-7ου αι. π.Χ.)· ο «Ύμνος στον Βάκχον» φαίνεται επίσης να είναι αρχαϊκός, μαζί με τον «Ύμνο στη Δήμητρα» (λίγο πριν από το 610 π.Χ.). Ο «Ύμνος στην Αφροδίτη» θεωρείται ο πιο "ομηρικός" (ίσως μέσα 7ου αι. π.Χ.), καθώς παρουσιάζει θεματικές αναλογίες προς την Ιλιάδα. Από την άλλη, ο «Ύμνος στον Ερμή» θεωρείται ο νεότερος με βάση γλωσσικά και θεματικά κριτήρια (ίσως στα τέλη 6ου αι. ή ακόμη και στις αρχές του 5ου αι. π.Χ.).
 
Από τους μικρούς ύμνους κάποιοι είναι εξίσου με τους μεγάλους παλαιοί, πολλοί ανήκουν στην κλασική περίοδο, ενώ ορισμένοι είναι μεταγενέστεροι: ο «Ύμνος στον Πάνα» δύσκολα χρονολογείται πριν από τον 4ο αι. π.Χ., ο «Ύμνος στον Ήλιο» και ο «Ύμνος στη Σελήνη» είναι μάλλον αλεξανδρινοί, ενώ ο «Ύμνος στον Άρη» είναι ακόμη μεταγενέστερος, καθώς παρουσιάζει νεοπλατωνικές επιδράσεις.
 

Πατρότητα των «Ομηρικών ύμνων»

 
Αρχικά οι ύμνοι ήταν συλλογικά, ανώνυμα δημιουργήματα. Αργότερα όμως οι παλαιοί ύμνοι θεωρήθηκαν έργα γνωστών υμνωδών όπως ο Ορφέας, ο Μουσαίος, κ.ά. Στη σειρά των επινοήσεων αυτού του είδους ανήκει και η κυκλοφορία της παλαιότερης σωζόμενης συλλογής ύμνων με το όνομα του Ομήρου. Ήδη, όμως, από την ελληνιστική εποχή δεν θεωρούνταν δημιούργημα του Ομήρου. Επίσης, τρεις από τους μεγάλους ύμνους αποδίδονταν και σε άλλον δημιουργό: ο «Ύμνος στον Απόλλωνα» στον ραψωδό Κύναιθο, ο «Ύμνος στον Ερμή» σε κάποιον Ίωνα (στην Εύβοια) και ο «Ύμνος στην Αφροδίτη» σε κάποιον Αιολέα ή Λέσβιο (στην Τρωάδα).