Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2016

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, ΚΩΜΩΔΙΑ, ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ - Ἀχαρνῆς

«Κι η κωμωδία ξέρει να μιλάει για το δίκιο»

[Η δομή των αριστοφανικών κωμωδιών: Στις αριστοφανικές κωμωδίες του πέμπτου αιώνα υπόκειται ένα λίγο-πολύ σταθερό δομικό σχήμα, στο οποίο προσαρμόζεται -με αποκλίσεις- η πλοκή, που συγκροτείται πάνω σε δυο βασικούς άξονες, τον κωμικό ήρωα και τον χορό. Μια κωμωδία του πέμπτου αιώνα συνήθως απαρτίζεται από τα ακόλουθα μέρη: από 1) τον πρόλογο, 2) την πάροδο (είσοδος του χορού και πρώτη επαφή με τον ήρωα), 3) τον αγώνα (καθοριστικής σημασίας για την έκβαση της δραματικής σύγκρουσης συμμετρική αντιπαράθεση δύο προσώπων ή μετώπων), 4) την παράβαση (αυστηρά διαρθρωμένη κατά το μέτρο και το περιεχόμενο αποστροφή του χορού προς τους θεατές), 5) τις ιαμβικές σκηνές (ακολουθία σκηνών με ενοχλητικούς καιροσκόπους ή αυτόκλητους υποστηρικτές, στις οποίες η συμμετοχή του χορού είναι περιορισμένη) και 6) την έξοδο.]

Το έργο παίχτηκε στα Λήναια του 425 π.Χ. με το όνομα του Καλλίστρατου. Ο σχεδόν εικοσάχρονος Αριστοφάνης, δυο χρόνια μετά την πρώτη του εμφάνιση, κατέλαβε την πρώτη θέση, ενώ είχε να συναγωνιστεί τους δύο άλλους μεγάλους της κωμωδίας, τον παλαίμαχο Κρατίνο και τον Εύπολη. Όπως συμβαίνει με τις περισσότερες αριστοφανικές κωμωδίες, τον τίτλο στο έργο τον έδωσε ο χορός, που απαρτίζεται από αγρότες των Αχαρνών (περιοχή Μενιδίου), του μεγαλυτέρου δήμου της Αττικής.

Τη χρονιά που παίζονται οι Αχαρνείς (η παλαιότερη σωζόμενη κωμωδία), ο Πελοποννησιακός πόλεμος, που άρχισε το 431 π.Χ., συνεχίζεται, χωρίς να διαφαίνεται ελπίδα για ειρήνευση. Όλα αυτά τα χρόνια, οι Αθηναίοι της υπαίθρου έχουν εγκαταλείψει τις εστίες τους και ζουν μέσα στα τείχη, όπου τα προβλήματα δεν είναι λίγα, ενώ η αττική ύπαιθρος έχει παραδοθεί στο έλεος των Πελοποννησίων, που σχεδόν κάθε χρόνο εισβάλλουν στην Αττική και καταστρέφουν τα πάντα.

Μέσα σ᾽ αυτό το πλαίσιο διαδραματίζεται το έργο. Ένας αγρότης από τις Αχαρνές, με το χαρακτηριστικό όνομα Δικαιόπολης, όταν συνειδητοποιεί ότι δεν υπάρχει ελπίδα για ειρήνη με τις ενέργειες της εκκλησίας του δήμου, θέτει σε εφαρμογή το επαναστατικό του σχέδιο: προχωρεί στη σύναψη ιδιωτικής ειρήνης με τους Σπαρτιάτες. Έτσι, μπορεί, επιτέλους, να ξαναγιορτάσει με την οικογένειά του τα κατ᾽ αγρούς Διονύσια και να χαρεί πράγματα που του στέρησε ο πόλεμος. Στην ενέργεια του Δικαιόπολη αντιδρούν βίαια οι συνδημότες του Αχαρνείς, που έχουν υποστεί τα πάνδεινα από τον πόλεμο και θέλουν να συνεχιστεί για να πάρουν εκδίκηση. Όταν φθάνουν στο σημείο να θέλουν να τον λιθοβολήσουν, εκείνος, για να σωθεί, κάνει ό,τι έκανε ο Τήλεφος στην φερώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη: όπως εκείνος πήρε όμηρο και απειλούσε να σφάξει τον μικρό Ορέστη, για να εκβιάσει τον Αγαμέμνονα και τους Αχαιούς (βλ. σχόλ. 7), έτσι και ο Δικαιόπολης παίρνει όμηρο ένα καλάθι κάρβουνα και απειλεί να το σφάξει. Οι Αχαρνείς, ως καρβουνιάρηδες, είναι ιδιαιτέρως ευαίσθητοι για τον "συνδημότη" τους και αναγκάζονται να δεχθούν να ακούσουν τον Δικαιόπολη. Για να είναι πιο πειστικός, πηγαίνει στον Ευριπίδη, στον οποίο ο Αριστοφάνης προσάπτει ότι παρουσίαζε στη σκηνή ρακένδυτους ήρωες, δανείζεται τα ράκη του Τήλεφου και εκφωνεί ένα λογύδριο. Ο χορός, μετά τον λόγο, αρχικά διχάζεται ανάμεσα στην πρόταση του ειρηνόφιλου Δικαιόπολη και του φιλοπόλεμου στρατηγού Λάμαχου, τελικά όμως συντάσσεται με τον Δικαιόπολη. Στο υπόλοιπο του έργου παρουσιάζονται οι συνέπειες από την πρωτοβουλία του Δικαιόπολη να δημιουργήσει ιδιωτική αγορά και να συναλλάσσεται με εχθρικές πόλεις: ένας Μεγαρέας, που έως τότε αποκλειόταν από τις αγορές της Αττικής, φέρνει να πουλήσει τις μεταμφιεσμένες σε γουρούνια κόρες του, ένας Βοιωτός φέρνει ό,τι καλύτερο φαγώσιμο βγάζει η Βοιωτία και παίρνει ως αντάλλαγμα ένα καθαρά αθηναϊκό "προϊόν", έναν συκοφάντη. Άλλοι -ανάμεσά τους και ο Λάμαχος- προσπαθούν, σχεδόν πάντα ανεπιτυχώς, να εξασφαλίσουν κάτι από την αγορά του Δικαιόπολη. Το τέλος του έργου δομείται πάνω στην αντίθεση ανάμεσα στις απολαύσεις του Δικαιόπολη και στα δεινά του φιλοπόλεμου Λάμαχου.

Το κείμενο που ακολουθεί είναι ο λόγος (η ρήση) του ρακένδυτου Δικαιόπολη προς τους εξαγριωμένους Αχαρνείς. «Σ᾽ αυτόν τον λόγο, η παρωδία του Ευριπίδη και η παρωδία του Ηρόδοτου συνδυάζονται με μια γενναία δόση κωμικής ρητορείας.» (Κ. J. Dover).

Ἀχαρνῆς 497-556

ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ
μή μοι φθονήσητ᾽, ἄνδρες οἱ θεώμενοι,
εἰ πτωχὸς ὢν ἔπειτ᾽ ἐν Ἀθηναίοις λέγειν
μέλλω περὶ τῆς πόλεως, τρυγῳδίαν ποιῶν.
500 τὸ γὰρ δίκαιον οἶδε καὶ τρυγῳδία.
ἐγὼ δὲ λέξω δεινὰ μέν, δίκαια δέ.
οὐ γάρ με νῦν γε διαβαλεῖ Κλέων ὅτι
ξένων παρόντων τὴν πόλιν κακῶς λέγω.
αὐτοὶ γάρ ἐσμεν οὑπὶ Ληναίῳ τ᾽ ἀγών,
505 κοὔπω ξένοι πάρεισιν· οὔτε γὰρ φόροι
ἥκουσιν οὔτ᾽ ἐκ τῶν πόλεων οἱ ξύμμαχοι·
ἀλλ᾽ ἐσμὲν αὐτοὶ νῦν γε περιεπτισμένοι·
τοὺς γὰρ μετοίκους ἄχυρα τῶν ἀστῶν λέγω.
ἐγὼ δὲ μισῶ μὲν Λακεδαιμονίους σφόδρα,
510 καὐτοῖς ὁ Ποσειδῶν, οὑπὶ Ταινάρῳ θεός,
σείσας ἅπασιν ἐμβάλοι τὰς οἰκίας·
κἀμοὶ γάρ ἐστι τἀμπέλια κεκομμένα.
ἀτάρ, φίλοι γὰρ οἱ παρόντες ἐν λόγῳ,
τί ταῦτα τοὺς Λάκωνας αἰτιώμεθα;
515 ἡμῶν γὰρ ἄνδρες, —οὐχὶ τὴν πόλιν λέγω·
μέμνησθε τοῦθ᾽, ὅτι οὐχὶ τὴν πόλιν λέγω,—
ἀλλ᾽ ἀνδράρια μοχθηρά, παρακεκομμένα,
ἄτιμα καὶ παράσημα καὶ παράξενα,
ἐσυκοφάντει· «Μεγαρέων τὰ χλανίσκια.»
520 κεἴ που σίκυον ἴδοιεν ἢ λαγῴδιον
ἢ χοιρίδιον ἢ σκόροδον ἢ χόνδρους ἅλας,
ταῦτ᾽ ἦν Μεγαρικὰ κἀπέπρατ᾽ αὐθημερόν.
καὶ ταῦτα μὲν δὴ σμικρὰ κἀπιχώρια,
πόρνην δὲ Σιμαίθαν ἰόντες Μεγαράδε
525 νεανίαι ᾽κκλέπτουσι μεθυσοκότταβοι·
κᾆθ᾽ οἱ Μεγαρῆς ὀδύναις πεφυσιγγωμένοι
ἀντεξέκλεψαν Ἀσπασίας πόρνα δύο·
κἀντεῦθεν ἀρχὴ τοῦ πολέμου κατερράγη
Ἕλλησι πᾶσιν ἐκ τριῶν λαικαστριῶν.
530 ἐντεῦθεν ὀργῇ Περικλέης οὑλύμπιος
ἤστραπτ᾽, ἐβρόντα, ξυνεκύκα τὴν Ἑλλάδα,
ἐτίθει νόμους ὥσπερ σκόλια γεγραμμένους,
ὡς χρὴ Μεγαρέας μήτε γῇ μήτ᾽ ἐν ἀγορᾷ
μήτ᾽ ἐν θαλάττῃ μήτ᾽ ἐν ἠπείρῳ μένειν.
535 ἐντεῦθεν οἱ Μεγαρῆς, ὅτε δὴ ᾽πείνων βάδην,
Λακεδαιμονίων ἐδέοντο τὸ ψήφισμ᾽ ὅπως
μεταστραφείη τὸ διὰ τὰς λαικαστρίας·
οὐκ ἠθέλομεν δ᾽ ἡμεῖς δεομένων πολλάκις.
κἀντεῦθεν ἤδη πάταγος ἦν τῶν ἀσπίδων.
540 ἐρεῖ τις. «οὐ χρῆν·» ἀλλὰ τί ἐχρῆν, εἴπατε.
φέρ᾽, εἰ Λακεδαιμονίων τις ἐκπλεύσας σκάφει
ἀπέδοτο φήνας κυνίδιον Σεριφίων,
καθῆσθ᾽ ἂν ἐν δόμοισιν; ἦ πολλοῦ γε δεῖ·
καὶ κάρτα μέντἂν εὐθέως καθείλκετε
545 τριακοσίας ναῦς, ἦν δ᾽ ἂν ἡ πόλις πλέα
θορύβου στρατιωτῶν, περὶ τριηράρχου βοῆς,
μισθοῦ διδομένου, παλλαδίων χρυσουμένων,
στοᾶς στεναχούσης, σιτίων μετρουμένων,
ἀσκῶν, τροπωτήρων, κάδους ὠνουμένων,
550 σκορόδων, ἐλαῶν, κρομμύων ἐν δικτύοις,
στεφάνων, τριχίδων, αὐλητρίδων, ὑπωπίων·
τὸ νεώριον δ᾽ αὖ κωπέων πλατουμένων,
τύλων ψοφούντων, θαλαμιῶν τροπουμένων,
αὐλῶν, κελευστῶν, νιγλάρων, συριγμάτων.
555 ταῦτ᾽ οἶδ᾽ ὅτι ἂν ἐδρᾶτε· τὸν δὲ Τήλεφον
οὐκ οἰόμεσθα; νοῦς ἄρ᾽ ἡμῖν οὐκ ἔνι.

***
ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Καλοί μου θεατές, μη με φθονήσετε,
που ᾽μαι φτωχός και πρόκειται, Αθηναίοι μου,
να σας μιλώ μέσα στην κωμωδία για την πόλη.
Κι η κωμωδία ξέρει να μιλάει για το δίκιο.500
Και θα σας πω πράγματα φοβερά μα δίκαια.
Τώρα ο Κλέωνας δεν πρόκειται να με συκοφαντεί
πως ξένοι πρέσβεις ήτανε στην πόλη και σας τα ᾽ψελνα.1
Είμαστε μόνοι και γιορτάζουμε τα Λήναια,2
και ξένοι δεν υπάρχουνε· ούτε κι οι πόλεις φέρνουνε τους φόρους,505
ούτε συμμαχικές αποστολές μας ήρθαν·
είμαστε μόνοι, καθαρό σιτάρι,
γιατί οι μέτοικοι των πολιτών είναι το άχυρο.
Κι εγώ μισώ τους Σπαρτιάτες σαν τρελλός
κι ο Ποσειδώνας, ο θεός που ᾽ναι στο Ταίναρο,510
σεισμό να κάνει και τα σπίτια τους να ρίξει·3
και μένα είν᾽ τ᾽ αμπέλια μου κομμένα.
Αλλά γιατί, αδέρφια μου, που ακούτε εδώ το λόγο μου,
γιατί τους Σπαρτιάτες καταριέστε;
Κάτι αντράκια -όχι ολόκληρη η πόλη,515
να το θυμάστε, δεν θα πω ολόκληρη η πόλη-
κάτι αντράκια μοχθηρά, στραβοχυμένα,
άσημα και παράσημα και παραλέκατα,
συκοφαντούσαν κι έλεγαν: «Μεγαρικά εμπορεύματα λαθραία».
Κι αν κάπου βλέπανε κανένα αγγουράκι ή κανένα λαγουδάκι,520
γουρούνι ή καμιά σκελίδα σκόρδο ή χοντρό αλάτι,
«από τα Μέγαρα, απ᾽ τα Μέγαρα» φωνάζανε
κι αμέσως τα κατάσχανε.
Μ᾽ αυτά ήταν μικρά και ασφαλώς εγχώρια.
Όμως κάτι τεκνά καψούρικα, αλάνια μεθυσμένα,
επήγανε στα Μέγαρα και κλέψαν μια πουτάνα.525
Κι οι Μεγαρίτες απ᾽ τη λύσσα τους επήγαν στην Αθήνα,
και κλέψαν απ᾽ της Ασπασίας το πουταναριό δύο φακλάνες.
Έτσι ξεκίνησεν ο πόλεμος, που ᾽φαγε την Ελλάδα,
για τρεις σκατοπουτάνες.4
Ο Περικλής σαν το ᾽μαθε πολύ του κακοφάνη,530
άστραψε και μπουμπούνισε κι έκαψε την Ελλάδα.
Μας γέμισε ψηφίσματα στριφνά σα να ᾽τανε αινίγματα:5
«Οι Μεγαρείς στην αγορά να μη κοντοζυγώνουν
κι η θάλασσα και η στεριά να μη τους εσηκώνει».
Οι Μεγαρίτες, σαν τους θέρισεν η πείνα,535
στους Σπαρτιάτες τρέξανε ν᾽ ακυρωθεί το ψήφισμα,
που κάναμε για τρεις παλιοκουφάλες.
Εμείς όμως δε θέλαμε κι αυτοί παρακαλούσαν.
Έτσι αρχίνησαν ασπίδες να βροντάνε.
Μα θα μας πεις: «Δεν έπρεπε». Μα τι έπρεπε, για πες μου;540
Αν κάποιος Σπαρτιάτης έκανε ρεσάλτο
με μία σκάφη κι έπιανε κανά γκαβό κουτάβι
από τη Σέριφο,6 θα κάνατε τον άγνωστο στρατιώτη;
Αμ᾽ δε. Στη θάλασσα θα ρίχνατε κάπου τρακόσια σκάφη·
η πόλη μας θα γέμιζε φαντάρους και βαβούρα,545
θα ψάχνατε για τριήραρχους και για λεφτά
και για μπρουντζίνα στις γοργόνες. Οι αποθήκες θα βογγούσανε,
αλεύρια θα ζυγίζανε. Σκοινιά, φλασκιά, μπουγέλα·
θ᾽ αγόραζαν σκόρδα, ελιές, κρεμμύδια σε πλεξάνες.550
Στεφάνια, μάτια μαυρισμένα κι αυλητρίδες·
και πανδαιμόνιο στο ναύσταθμο: κουπιά να πελεκάνε,
να φτειάχνουνε σκαρμούς, να πατρωνάρουνε σκοινιά,
αυλούς να τσαμπουνάνε, παραγγέλματα,
σουραύλια και σφυρίγματα.
Το ξέρω, αυτά θα κάνατε. Κι ο Τήλεφος7555
τι θα ᾽κανε; Δεν έχετε τσερβέλο;
---------------
1 Ο Κλέων είχε υποβάλει μήνυση εναντίον του Αριστοφάνη ενώπιον της βουλής, διότι, τον προηγούμενο χρόνο, με τους Βαβυλώνιους, που στρέφονταν εναντίον του, είχε διασύρει, όπως υποστήριζε, την πόλη μπροστά στους ξένους.
2 Γιορτή προς τιμήν του Διονύσου που γιορτάζονταν γύρω στα τέλη Ιανουαρίου. Για τους δραματικούς αγώνες είναι η σημαντικότερη γιορτή μετά τα Μεγάλα Διονύσια. Στα Λήναια η πρωτοκαθεδρία ανήκε στην κωμωδία.
3 Το 466 π.Χ. ένας σεισμός που ισοπέδωσε τη Σπάρτη αποδόθηκε στο γεγονός ότι οι Σπαρτιάτες, βεβηλώνοντας το ιερό του Ποσειδώνα, είχαν συλλάβει και εν συνεχεία εκτελέσει τους είλωτες που είχαν καταφύγει εκεί.
4 Ο Αριστοφάνης πιθανώς εκκινεί από την αρχή της Ιστορίας του Ηροδότου, όπου η σύγκρουση ανάμεσα στους Έλληνες και τους Ασιάτες αποδίδεται στις αρπαγές γυναικών.
5 Ένας από τους όρους που έθεταν οι Σπαρτιάτες στους Αθηναίους, πριν από την έναρξη του Πελοποννησιακού πολέμου, ήταν η κατάργηση του ψηφίσματος που απαγόρευε στους Μεγαρείς να χρησιμοποιούν τα λιμάνια της αθηναϊκής επικράτειας και την αττική αγορά. Στο σημείο αυτό ο Περικλής ήταν ανένδοτος.
6 Η Σέριφος στην αρχαιότητα επανειλημμένα αναφέρεται ως ασήμαντο νησί.
7 Ο Τήλεφος, σύμφωνα με τον μύθο, ήταν βασιλιάς της Μυσίας. Όταν οι Έλληνες εβάδιζαν για πρώτη φορά εναντίον της Τροίας, αποβιβάστηκαν κατά λάθος στη χώρα του και τη λεηλατούσαν. Στην προσπάθειά του να αποκρούσει τους επιδρομείς, τραυματίστηκε από τον Αχιλλέα. Η πληγή δεν έκλεινε και ο Τήλεφος απευθύνθηκε στο μαντείο του Απόλλωνα, από το οποίο έλαβε την απάντηση ότι θα τον γιατρέψει εκείνος που τον τραυμάτισε (ὁ τρώσας ἰάσεται). Ο Τήλεφος πήγε ρακένδυτος στο στρατόπεδο των Ελλήνων, που είχαν συγκεντρωθεί, έπειτα από οκτώ χρόνια, ξανά στην Αυλίδα. Για να πετύχει τον σκοπό του, με υπόδειξη της Κλυταιμήστρας πήρε όμηρο τον μικρό Ορέστη και απειλούσε να τον σκοτώσει. Προσφερόταν να τους δείξει τον δρόμο για την Τροία, αν ο Αχιλλέας (ό τρώσας) τον γιάτρευε. Ο Οδυσσέας ερμήνευσε το χρησμό λέγοντας ότι ὁ τρώσας δεν είναι ο Αχιλλέας αλλά η αιχμή του δόρατος. Έτσι, έτριψαν πάνω στην πληγή λίγη σκουριά από την αιχμή, ο Τήλεφος θεραπεύτηκε και έδειξε στους Έλληνες τον δρόμο για την Τροία.
 

Η εταίρα στην αρχαιότητα – Κότταβος και εταίρες

Απορούσε ο Ξενοφώντας (Ελληνικά, 2.3.56) με τον Θηραμένη. Γιατί, την ώρα που εκτελείτο η θανατική του ποινή, όπως ο Κριτίας επιθυμούσε, εκείνος βρήκε το κουράγιο για μακάβριο σαρκασμό. Έχοντας μόλις πιει το κώνειο, έπαιξε κότταβο ευφυολογώντας: “Κριτίᾳ τοῦτ’ ἔστω τῷ καλῷ.” Ο Θηραμένης έριξε ό,τι ελάχιστο απέμενε στην κούπα και το αφιέρωσε στον “όμορφο Κριτία”. Κι έκανε έτσι κάλεσμα ερωτικό στον πλέον στυγερό από τους Τυράννους που είχαν αιματοκυλήσει τον αθηναϊκό δήμο. Τον προσκάλεσε στον τάφο του, προβλέποντας δυσοίωνα ότι οι μέρες του ήταν μετρημένες.

Υπό κανονικές συνθήκες, ο κότταβος ήταν συνηθισμένος στα συμπόσια. Αφορούσε, λοιπόν, και τις εταίρες. Σε μια γνωστή σκηνή, αποτυπωμένη στον Ψυκτήρα του Ευφρονίου, αναπαρίστανται τέσσερις, γυμνές και ξαπλωμένες σε ανάκλιντρα με μαξιλάρια. Δύο επιδίδονται σε βαριά οινοποσία. Μια άλλη παίζει τον αυλό. Η τέταρτη ετοιμάζεται να παίξει κότταβο, αφιερώνοντας σε κάποιον Λέαγρο. Η συνοδευτική επιγραφή αποτυπώνει τη φωνή της: “τίν τάνδε λατάσσω.”

Υψώνοντας την κούπα, όσοι κι όσες εμπλέκονταν στον κότταβο, έκαναν καταρχάς προπόσεις. Στη συνέχεια, κρατώντας την κούπα από τη μια λαβή, εκσφενδόνιζαν κρασί, έτσι ώστε αυτό να διαγράψει καμπύλη τροχιά και να καταλήξει σε ορισμένο στόχο μέσα στο δωμάτιο. Συχνά, οι βολές κατευθύνονταν προς ένα μικρό δίσκο που είτε ισορροπούσε πάνω σε όρθια ράβδο, είτε επέπλεε μέσα σε λεκάνη γεμάτη με νερό. Κι έτσι, με τον κότταβο συνυφαίνονταν στοιχεία που κινητοποιούσαν το σώμα και την προσοχή: το παιγνιώδες πνεύμα του αριστοκρατικού ανταγωνισμού, η φυσική ικανότητα και, οπωσδήποτε, το στυλ. Πολλά εξαρτώντο από τη γωνία και το λύγισμα του καρπού. Έπρεπε να αφήνεται το χέρι χαλαρό και να “χει μια ορισμένη τέχνη ο τρόπος με τον οποίο συγκρατείτο η κούπα. “Τα δάχτυλα να αγκαλιάζουν κυκλικά τη λαβή, ακριβώς όπως, στη μουσική, τυλίγονται γύρω από έναν αυλό”, εξηγούσε ένα απόσπασμα κωμωδίας του Αντιφάνη (fr. 57 K.-A., 14-20) που σώζει ο Αθήναιος, ο οποίος σπεύδει να διευκρινίσει: “δηλαδή με ευρυθμία, με τον καρπό χαλαρό και χωρίς να “ναι το χέρι σφιγμένο” (Δειπνοσοφισταί 15. 667b). Πολλά έπαιζαν ρόλο, ακόμη κι η ποσότητα του κρασιού που θα διευκόλυνε την “ακριβή ευχέρεια της βολής” (Δειπνοσοφισταί 15. 667e). Από τεχνική άποψη, μια μικρή γουλιά κρατημένη στην κούπα μπορούσε να είναι περισσότερο αποτελεσματική έναντι μιας μεγαλύτερης δόσης. Αυτό, εξάλλου, υποδήλωνε και το οπωσδήποτε σημαντικό: τη μέθη και τη συνακόλουθη διάθεση για κραιπάλη.

Οι συμπαραδηλώσεις των χειρονομιών στο παιχνίδι έχουν ήδη γίνει εμφανείς. Ο ερωτικός τους χαρακτήρας εξηγείται και σ” ένα απόσπασμα του έργου Περί Μέθης του Θεοφράστου, που μας είναι γνωστό πάλι από τον Αθήναιο (Δειπνοσοφισταί 10. 427d): “οι σπονδές είναι αφιερωμένες στους θεούς κι ο κότταβος στους εραστές”. Με λόγια απλά. Ο κότταβος δεν ήταν απλό συμποτικό παιχνίδι ευστοχίας. Παιζότανε για να φλερτάρεις, να κερδίσεις εύνοια και να οδηγήσεις ταίρι στο κρεβάτι σου. Η επιτυχία στο σημάδι περιελάμβανε αναπόφευκτα και το στοιχείο της τυχαιότητας και, έτσι, λειτουργούσε ως οιωνός για την κατάληξη που θα είχε ο πόθος. Από την άποψη αυτή, θα μπορούσε ίσως να συγκριθεί με τη γνωστή επιδίωξη καλοτυχίας, που πραγματώνεται με μάδημα της μαργαρίτας και με ψελλίσματα του τύπου “μ” αγαπά, δεν μ” αγαπά” ή του “μη με λησμόνει”. Όμως, στον κότταβο, ο οιωνός δεν ήταν προϊόν ούτε μοναχικής ούτε παθητικής αφαίρεσης. Ήταν το αποτέλεσμα μιας έκθεσης δημόσιας, του ρίσκου για μια πρόσκληση και πρόκληση ενώπιον κοινού. Ερχότανε ως επιβράβευση μιας στάσης ενεργητικής ή μάλλον επιθετικής απέναντι στα πράγματα. Και οδηγούσε στην επικύρωση μιας ιεραρχίας που είχε νικητές και ηττημένους. Με τέτοιους όρους το έθετε και το απόσπασμα της κωμωδίας του Αντιφάνη που παραθέτει ο Αθήναιος: στον κότταβο κρινόταν ποιος θα είναι ο “κρατῶν” (στ. 9).

Κακά τα ψέμματα. Ο κότταβος αποτελούσε έκφραση μιας κατεξοχήν ανδρικής ή μάλλον ανδροκρατικής πρακτικής. Ήταν η αναγνώριση μιας πολλαπλώς επιδεικνυόμενης ικανότητας, της αριστοκρατικής ικανότητας του κυνηγού, που επιδέξια έπαλλε τη χορδή του τόξου του στοχεύεοντας το θήραμά του. Οι εταίρες όφειλαν να υπακούουν στους κανόνες του, όπως έκαναν και με κάθε άλλη πρακτική που εφαρμοζόταν στα συμπόσια. Ίσως γι” αυτό συχνά τις απεικόνιζαν και τόσο σωματώδεις και μυώδεις οι αγγειογράφοι. Όταν οι εταίρες έπαιζαν κότταβο, όπως εκείνες στον Ψυκτήρα του Ευφρονίου, δεν εξασφάλιζαν απλώς την ένταξη και αποδοχή τους στον ανδρικό κόσμο των συμποσίων. Αποκτούσαν και τους ανδρικούς τρόπους. Οι εταίρες έμοιαζαν, στα μάτια των ζωγράφων και του κοινού που κατανάλωνε τα έργα τους, ανδροπρεπείς.

Ο Αριστοτέλης και η ιδανική δημοκρατία από την πλευρά της ισότητας

Παρακολουθώντας τη λειτουργία των πολιτευμάτων ο Αριστοτέλης αποφαίνεται ότι είναι αδύνατο να βρεθεί ένα αμιγές πρότυπο πολιτεύματος, που να μπορεί κανείς να το χαρακτηρίσει με τρόπο απόλυτο ολιγαρχία ή δημοκρατία. Η τελική αποτίμηση του εκάστοτε πολιτεύματος αφορά το γενικό πλαίσιο της λειτουργίας του, μέσα από το οποίο αναδεικνύονται οι ολιγαρχικές ή οι δημοκρατικές (ή όποιες άλλες) προτιμήσεις του.

Κι όταν λέμε γενικό πλαίσιο λειτουργίας για ένα πολίτευμα, εννοούμε την οργάνωση των θεσμών που καθορίζουν τις πολιτειακές λειτουργίες: «Αναφέρομαι βέβαια στους συνδυασμούς που οφείλουμε να διερευνούμε… όπως αν το βουλευτικό σώμα και το σύστημα εκλογής των αρχόντων είναι οργανωμένα ολιγαρχικά, τα δικαστήρια όμως αριστοκρατικά ή αν τα δικαστήρια και το βουλευτικό σώμα είναι ολιγαρχικά οργανωμένα, αριστοκρατικά όμως οργανωμένο το σύστημα της εκλογής των αρχόντων ή αν με κάποιον άλλον τρόπο είναι αυτά συνδεδεμένα, όχι πάντα βέβαια με τρόπο που ταιριάζει στο πολίτευμα». (1317a 3 – 10).αρακολουθώντας τη λειτουργία των πολιτευμάτων ο Αριστοτέλης αποφαίνεται ότι είναι αδύνατο να βρεθεί ένα αμιγές πρότυπο πολιτεύματος, που να μπορεί κανείς να το χαρακτηρίσει με τρόπο απόλυτο ολιγαρχία ή δημοκρατία. Η τελική αποτίμηση του εκάστοτε πολιτεύματος αφορά το γενικό πλαίσιο της λειτουργίας του, μέσα από το οποίο αναδεικνύονται οι ολιγαρχικές ή οι δημοκρατικές (ή όποιες άλλες) προτιμήσεις του.

Αυτός, βέβαια, είναι και ο λόγος που ο Αριστοτέλης διαπιστώνει ότι υπάρχουν πολλά είδη δημοκρατίας και ολιγαρχίας. Αναζητώντας τις δημοκρατικές διαφοροποιήσεις και τα αίτια που τις δημιουργούν παραπέμπει στην εξέταση του τρόπου λειτουργίας των θεσμών, αλλά και τη σύσταση του πληθυσμού της πόλης σε εργασιακό επίπεδο: «Γι’ αυτήν την έρευνα λοιπόν, πρέπει να λάβουμε υπόψη όλα τα γνωρίσματα που είναι δημοκρατικά αλλά και αυτά που θεωρούνται ότι συνοδεύουν τις δημοκρατίες, καθώς από τη σύνθεση αυτών συμβαίνει να γεννιούνται τα διάφορα είδη της δημοκρατίας και να υπάρχουν περισσότερες από μία και διαφορετικές δημοκρατίες. Στην πραγματικότητα δύο είναι οι αιτίες για τις οποίες υπάρχουν περισσότερα είδη δημοκρατίας: πρώτη είναι… ότι οι δήμοι είναι διαφορετικοί στη σύστασή τους (γιατί άλλο πλήθος ασχολείται με τη γεωργία, άλλο με χειρωνακτικές εργασίες και άλλο εργάζεται με ημερομίσθιο…). Δεύτερη είναι η αιτία για την οποία τώρα μιλούσαμε. Γιατί οι θεσμοί που διέπουν τις δημοκρατίες και θεωρούνται κατάλληλοι γι’ αυτό το πολίτευμα, γεννούν με τους συνδυασμούς τους τα διάφορα είδη δημοκρατίας, καθώς στο ένα είδος θα συμβάλουν λιγότεροι, στο άλλο περισσότεροι και σε ένα άλλο όλοι». (1317a 18 – 26, 29 – 33).

Η προσπάθεια αποκωδικοποίησης όλων των πολιτειακών μορφών που προκύπτουν από τις διαφοροποιήσεις στη λειτουργία των θεσμικών οργάνων, αλλά και από τους συνδυασμούς των πολιτικών οπτικών που εφαρμόζονται από όργανο σε όργανο (βουλευτικό σώμα ολιγαρχικό με δικαστήρια αριστοκρατικά και το ανάποδο), είναι η τελική αποκρυστάλλωση των εννοιών, ως βαθύτατη πολιτειακή γνώση.

Ο κάτοχος των εννοιών είναι αυτός που μπορεί να αξιολογήσει και να κατατάξει σωστά ένα πολίτευμα, αποδίδοντας αυτά ακριβώς που του αναλογούν: «Και είναι χρήσιμο να γνωρίζει κανείς τον καθένα απ’ αυτούς τους θεσμούς και για να συντάσσει όποιο είδος δημοκρατίας τυχαίνει να επιθυμεί και για να διορθώνει τα ήδη υπάρχοντα. Γιατί οι συνταγματολόγοι των πολιτευμάτων επιζητούν να συγκεντρώσουν όλα τα γνωρίσματα που συνάδουν με τις θεμελιώδεις αρχές των πολιτευμάτων…». (1317a 33 – 37).

Η σύγχυση των εννοιών επιφέρει και πολιτειακή σύγχυση, αφού λειτουργεί αποπροσανατολιστικά. Όταν οι έννοιες χάνουν το νόημά τους, είναι εύκολο να υποστούν στρέβλωση. Το ταλέντο του δημαγωγού είναι η συνάρτηση του μεγέθους της αλλοίωσης με το βαθμό του απαρατήρητου. Ο τέλειος δημαγωγός είναι αυτός που κάνει το άσπρο μαύρο χωρίς να το καταλαβαίνει κανείς.

Αναζητώντας, όμως, κανείς τους θεσμούς που θα αναδείκνυαν την ιδανική δημοκρατία αναγκαστικά πρέπει να λάβει πολύ σοβαρά υπόψη του τις επιδιώξεις που πρέπει να υπηρετήσουν (οι θεσμοί αυτοί). Και βέβαια, βασικότερη επιδίωξη κάθε δημοκρατίας είναι η διασφάλιση της ελευθερίας όλων των πολιτών και σε ιδιωτικό και σε δημόσιο επίπεδο. Η ελευθερία στην ιδιωτική ζωή «είναι να ζει κανείς όπως θέλει. Γιατί διατυπώνεται η άποψη ότι αυτό είναι έργο της ελευθερίας, αφού γνώρισμα του δούλου είναι να μη ζει όπως θέλει». (1317b 11 – 13).

Η σύγχυση ξεκινά από τον ελλιπή καθορισμό της ελευθερίας στη δημόσια ζωή καθώς «αυτό κυρίως συνηθίζουν να λένε, με την ιδέα ότι σε αυτό μόνο το πολίτευμα συμμετέχουν ελεύθερα οι πολίτες, διότι κατά τη γνώμη τους σε τούτο αποβλέπει κάθε δημοκρατία». (1317a 41 – 1317b 2).

Η ελεύθερη συμμετοχή των πολιτών δεν αφορά μόνο την ελευθερία του λόγου ή την ελευθερία της υποψηφιότητας για τη διεκδίκηση ενός αξιώματος και την ελεύθερη ψήφο προς όποιο πρόσωπο ή ιδέα κρίνεται επωφελής. Η ελεύθερη συμμετοχή, μαζί με τα παραπάνω, εμπεριέχει και την ισότητα αναφορικά με το κύρος της κάθε επιλογής. Με άλλα λόγια, κάθε ψήφος οφείλει να μετράει το ίδιο χωρίς την ελάχιστη διάκριση: «Επειδή το δημοκρατικό δίκαιο εκφράζει την αριθμητική ισότητα κι όχι την αξιοκρατική / αναλογική, κι εφόσον αυτή είναι η αποδεκτή αρχή της δικαιοσύνης, αναγκαστικά προκύπτει να είναι το πλήθος η κυρίαρχη δύναμη του πολιτεύματος και οι αποφάσεις της πλειοψηφίας να είναι και ο σκοπός και το δίκαιο, γιατί κατά κοινή πεποίθηση όλοι οι πολίτες πρέπει να έχουν ίσα δικαιώματα». (1317b 3 – 7).

Η αναφορά της αξιοκρατικής / αναλογικής ισότητας είναι η επισήμανση της αριστοτελικής εκδοχής που δε θεωρεί τους πάντες ίσους, αλλά αναγνωρίζει την προτεραιότητα αυτών που κατέχουν καλύτερα το ζήτημα που τίθεται προς εξέταση. Για παράδειγμα, αν η συζήτηση αφορά τη γεωργική παραγωγή, για τον Αριστοτέλη, η άποψη ενός πετυχημένου γεωργού δεν είναι ίση με κάποιου άσχετου στα γεωργικά. Αντιστοίχως η άποψη του γεωργού δεν μπορεί να έχει την ίδια βαρύτητα με την άποψη του ναυπηγού, όταν το θέμα αφορά την κατασκευή των πλοίων.

Όμως, αυτό δεν πρέπει να παρασύρει σε αντιστοιχίες περί ειδικών και σχετικά με τις πολιτειακές επιλογές, γιατί ο Αριστοτέλης έχει καταδείξει από το τρίτο βιβλίο των «Πολιτικών» ότι το πλήθος ενωμένο είναι ανώτερο από κάθε άριστο: «τίποτε δεν εμποδίζει το πλήθος να είναι καλύτερο από τους λίγους και πιο πλούσιο, όχι ως άτομα αλλά ως σύνολο». (1283b 33 – 35).

Με δεδομένο ότι όλοι πρέπει να έχουν πρόσβαση στο δημόσιο συμφέρον, τότε όλοι πρέπει να έχουν και άποψη γι’ αυτό: «Το σωστό όμως πρέπει να εκλαμβάνεται με την έννοια του ίσου. Το σωστό με την έννοια του ίσου αποβλέπει και στο συμφέρον όλης της πόλης και στο κοινό συμφέρον των πολιτών. Και πολίτης γενικά είναι όποιος δικαιούται να άρχει και να άρχεται… τέλος στο άριστο πολίτευμα πολίτης είναι εκείνος που έχει τη δυνατότητα και ελεύθερα επιλέγει να άρχεται και να άρχει σύμφωνα με τις αρχές της ενάρετης ζωής». (1283b 40 – 1284a 3).

Από τη στιγμή που το «σωστό εκλαμβάνεται με την έννοια του ίσου» σ’ ένα πολίτευμα που «αποβλέπει στο συμφέρον όλης της πόλης» και που ο πολίτης «έχει τη δυνατότητα και ελεύθερα επιλέγει να άρχει και να άρχεται» γίνεται αντιληπτό ότι η ισότητα με την έννοια του «σωστού» σημαίνει ισότητα με απόλυτο κι όχι με αναλογικό περιεχόμενο. Με δυο λόγια, η ψήφος των πολιτών μετράει το ίδιο, αφού σ’ αυτή την περίπτωση είναι η δύναμη της πλειοψηφίας που έχει την ισχύ κι όχι οι γνώσεις του ειδικού που μπορεί να υπερέχει από τους άλλους.

Όμως, το θέμα πάει ακόμα πιο μακριά, αφού οι πολιτειακές ρυθμίσεις είναι αλληλένδετες με τις ταξικές διαφορές και τις αναγκαστικές συγκρούσεις που θα προκύψουν από τα αντιμαχόμενα συμφέροντα. Από τη στιγμή που η αρχή της πλειοψηφίας κατοχυρώνει την ισότητα της ψήφου, αυτοί που έχουν την αριθμητική υπεροχή, δηλαδή οι φτωχοί, δεν έχουν παρά να συνασπιστούν για να επιβάλουν τις επιδιώξεις τους: «Επομένως συμβαίνει στις δημοκρατίες οι φτωχοί να είναι ισχυρότεροι από τους πλουσίους, διότι είναι περισσότεροι στον αριθμό κι επιβάλλεται η απόφαση της πλειοψηφίας». (1317b 8 – 10).

Για τον Αριστοτέλη αυτού του είδους η ισότητα δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στην ισοπέδωση κι ουσιαστικά αντίκειται στην έννοια της δικαιοσύνης, που οφείλει να αποδώσει τα αναμενόμενα σ’ αυτούς που αξίζουν. Η αξιοκρατία δέχεται πλήγμα, καθώς τις αποφάσεις τις καθορίζουν οι ενδεχόμενοι ταξικοί συνασπισμοί που θα κυριαρχήσουν. Από αυτή την άποψη, ο συνασπισμός των φτωχών μπορεί να μεταφραστεί σε περιθωριοποίηση των άξιων, φαινόμενο απολύτως στρεβλό και κοινωνικά ζημιογόνο.

Και βέβαια, όπως είναι άδικο να επιβάλλουν τις επιθυμίες τους οι φτωχοί σε βάρος των πλουσίων, εξίσου άδικο είναι και το αντίστροφο, αφού ούτε οι πλούσιοι έχουν το δικαίωμα να παραμερίζουν τους φτωχούς: «… οι δημοκρατικοί υποστηρίζουν πως δίκαιο είναι ό,τι αποφασίζουν οι περισσότεροι, ενώ οι ολιγαρχικοί ό,τι αποφασίζουν οι πλουσιότεροι, αφού λένε ότι πρέπει να αναγνωρίζεται το δικαίωμα της ψήφου ανάλογα με το ύψος της περιουσίας. Όμως και οι δύο θέσεις συνεπάγονται ανισότητα και αδικία. Γιατί, αν δίκαιο είναι ό,τι αποφασίζουν οι λίγοι, αυτό σημαίνει τυραννίδα (διότι, αν κάποιος πλούσιος έχει μεγαλύτερη περιουσία από τους άλλους, δικαιούται να είναι αυτός μόνο άρχοντας σύμφωνα με το ολιγαρχικό δίκαιο). Αν όμως δίκαιο είναι ό,τι αποφασίζουν οι περισσότεροι στον αριθμό, αυτοί θα διαπράξουν αδικίες δημεύοντας τις περιουσίες των πλουσίων και των λιγότερων σε αριθμό…». (1318a 18 – 26).

Το ζήτημα της διαχείρισης της ισότητας γίνεται ακανθώδες λόγω του ταξικού διαχωρισμού. Θα έλεγε κανείς ότι, τελικά, η ισότητα υφίσταται περισσότερο ως μορφή διαιτησίας ανάμεσα στα αγεφύρωτα ταξικά συμφέροντα. Αυτός είναι ο λόγος που ο Αριστοτέλης τάσσεται υπέρ της ισχυρής μεσαίας τάξης. Γιατί το γεφύρωμα των ταξικών αποστάσεων δεν μπορεί παρά να είναι οικονομικό. Αν η αξιοκρατική διανομή του πλούτου απαιτεί την ύπαρξη πλουσίων και φτωχών, η κοινωνική συνοχή επιβάλλει την επικράτηση της μεσαίας τάξης ως συνδετικό κρίκο κι ενωτικό παράγοντα των δύο άκρων. Κι αυτό πρέπει να είναι το κύριο μέλημα του νόμου· η ενίσχυση της μεσαίας τάξης, που αναγκαστικά θα συνεισφέρει προς την κατεύθυνση της ισοκατανομής του πλούτου αποφεύγοντας όμως την ισοπέδωση.

Υπό αυτούς τους όρους, ο καλύτερος θα είναι και πλουσιότερος, αλλά μέχρι ενός ορίου. Ο άμετρος πλούτος για τον Αριστοτέλη δεν είναι μόνο η απαρχή της κοινωνικής διάλυσης, αφού θα επιφέρει αντίστοιχα και την άμετρη φτώχεια καθιστώντας το ταξικό χάσμα χαοτικό, αλλά και η πηγή της ανηθικότητας, καθώς μετατρέπει το χρήμα σε αυτοσκοπό και δημιουργεί την άμετρη δύναμη, που, εν τέλει, θα υπονομεύσει το νόμο.

Το ζήτημα της διαχείρισης της ισότητας γίνεται ακανθώδες λόγω του ταξικού διαχωρισμού.

Με άλλα λόγια, η εφαρμογή του νόμου, η επικράτηση του άξιου και τα λογικά επιβεβλημένα όρια στον πλούτο και τη φτώχεια σε συνδυασμό με την ενίσχυση της μεσαίας τάξης, είναι τα θεμελιώδη στοιχεία που θα καθορίσουν την ισότητα σε υγιείς κι όχι σε αθέμιτα ανταγωνιστικές βάσεις. Το αδιαφιλονίκητο κύρος της δικαιοσύνης, που δεν είναι δεδομένο αλλά κερδίζεται εμπράκτως καθημερινά, είναι η εγγύηση της συλλογικότητας, που θα αμβλύνει τις ταξικές διαμάχες.

Η ακύρωση της δικαιοσύνης, οι εκτός κάθε ορίου ταξικές ανισότητες, η διάλυση της μεσαίας τάξης και η ανάδειξη του αδίστακτου που παριστάνει τον άξιο, είναι η κατοχύρωση της βαρβαρότητας ως (δήθεν) κοινωνική οργάνωση και η άρνηση της συλλογικότητας.

Προκειμένου να συμβιβάσει τον περιουσιακό παράγοντα με την ισότητα ο Αριστοτέλης προτείνει: «… αφού συμβαίνει να αποτελείται η πόλη από δύο μέρη, τους πλουσίους και τους φτωχούς, ας δεχτούμε πως οποιαδήποτε απόφαση αυτών ή της πλειοψηφίας τους είναι η μόνη έγκυρη. Αν όμως τα δύο μέρη έχουν αντίθετες αποφάσεις, οφείλουμε να δεχτούμε ό,τι αποφασίσει η πλειοψηφία που έχει το μεγαλύτερο εισόδημα. Για παράδειγμα, αν οι πλούσιοι είναι δέκα και οι άποροι είκοσι και συμφωνούν με τη μία άποψη οι έξι από τους δέκα και με την αντίθετη οι δεκαπέντε από τους είκοσι φτωχότερους, τότε προστίθενται στη γνώμη των δεκαπέντε φτωχών οι τέσσερις πλούσιοι, ενώ στη γνώμη των έξι πλουσίων προστίθενται οι πέντε φτωχοί. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να είναι κυρίαρχη η γνώμη εκείνης της μεικτής ομάδας της οποίας το συνολικό εισόδημα είναι ανώτερο από εκείνο της άλλης». (1318a 30 – 40).

Για τον Αριστοτέλη ο καθορισμός της ισότητας σε σχέση με τη δικαιοσύνη δεν είναι εύκολη επιδίωξη. Και οι ισχυροί φαίνονται απρόθυμοι να στραφούν προς αυτή την κατεύθυνση: «Μολονότι είναι πολύ δύσκολη υπόθεση να βρει κάποιος την αλήθεια για την ισότητα και το δίκαιο, όμως είναι ευκολότερο να το πετύχει από το να πείσει να συμφωνήσουν με αυτήν εκείνοι που έχουν τη δύναμη να επιβάλουν τις απαιτήσεις τους, γιατί, ενώ πάντοτε οι ασθενέστεροι επιδιώκουν το δίκαιο και την ισότητα, οι ισχυροί αδιαφορούν εντελώς γι’ αυτά». (1318b 1 – 5).

Αριστοτέλης: «Πολιτικά»

Μαθήματα του δρόμου

Βάζεις το ένα πόδι μπροστά από το άλλο και ξεκινάς. Κάποτε έχεις στο νου σου τον στόχο σου, τον τερματισμό σε αγώνα ή σε προπόνηση. Άλλοτε δεν σκέφτεσαι παρά μόνον το μικρό επόμενο βήμα. Σημασία έχει ότι ξεκινάς. Κι εκεί, κάνοντας τα βήματα και δοκιμάζοντας, σ΄ αυτό το παιχνίδι που είναι τόσο παλιό όσο η ζωή, τόσο ανθρώπινο όσο η αναπνοή μας, μαθαίνεις. Μαθαίνεις για το δρόμο και για εσένα, για τη ζωή σου και για εσένα. Για εσένα μόνο, αυθύπαρκτο, και για εσένα στον κόσμο, στην κίνηση και στη στάση.

Δεν ενθουσιάζομαι με τον διδακτισμό, μα δεν μπορώ να παραβλέψω πως πολλά από αυτά που ξέρω για τη ζωή, τα έμαθα από το τρέξιμο. Για να το πω αλλιώς, στο δρόμο έμαθα ή εμπέδωσα πολλά από όσα γνωρίζω για την προσπάθεια, για τη δύναμη και για τον τρόπο που συμβαίνει η ζωή. Κι αυτή η λίστα, προσωπική αλλά κι εν μέρει μοιρασμένη, αν κρίνω από οικείους και φίλους συνοδοιπόρους, επιβεβαιώνεται και διευρύνεται με τον καιρό, ανατρέποντας την πεποίθηση πως μεγαλώνοντας παύεις να μαθαίνεις.

Τι είναι αυτά και τι αφορούν; Πρώτα-πρώτα την αίσθηση για το τι μπορώ και τι όχι. Σ’ ένα περιβάλλον ανταγωνιστικό, άκριτα περιοριστικό -συχνά από κεκτημένη ταχύτητα- τρέχοντας έμαθα πως τελικά «μπορώ», και πως πολλά από τα «δεν μπορώ» που λέω και ακούω ανατρέπονται αν προσπαθήσω. Έμαθα πως οι κάθε λογής διαδρομές κατακτώνται βήμα-βήμα, αν πάρεις την απόφαση κι αν έχεις το θάρρος να σταθείς στην αφετηρία, την πρώτη φορά κι όσες φορές ακόμα χρειαστεί, κάποτε καθημερινά. Έμαθα τι θα πει προσπάθεια και πώς αποδίδει - έστω αργά, έστω λιγότερο από το επιθυμητό. Τι είναι η επιμονή, τι είναι το πείσμα στη δημιουργική του έκφραση. Έμαθα πως αξίζει να στηρίζεις τον εαυτό σου στο όνειρο, ακόμα και το άπιαστο, όπως και πως έρχονται στιγμές που πρέπει να καταλάβεις πως κάτι δεν πάει άλλο και δεν βγαίνει πουθενά, τουλάχιστον με τον επιθυμητό τρόπο.

Τρέχοντας εμπέδωσα όσα ήξερα από άλλες πρακτικές: το σχολείο, την επιστήμη, την έρευνα, τη μουσική. Επιβεβαίωσα την αξία της καθημερινής δουλειάς για να γίνεις καλύτερος ή, έστω, για να κρατηθείς στο ίδιο σημείο. Ξαναθυμήθηκα τη δύναμή μου, κάπως «σκονισμένη» από τα χρόνια. Δύναμη που στο τρέξιμο σωματοποιείται αλλά μένει εντός μας ως ανάμνηση και προτροπή. Κι ούτε θυμάμαι πόσες φορές σώθηκα από την υπενθύμιση πως «εγώ που έτρεξα τόσο» ή «εγώ που κατάφερα αυτή τη διαδρομή», μπορώ να καταφέρω και κάτι άλλο, ασύνδετο με το δρόμο.

Έμαθα πως πολλές από τις απαντήσεις σε όσα με βασανίζουν υπάρχουν ήδη μέσα μου. Κρυμμένες, ενδεχομένως παρατοποθετημένες, μα παρούσες –τόσο που δεν χρειάζονται παρά την ευεργετική μοναξιά και τον φρέσκο αέρα των χιλιομέτρων για να αναδυθούν. Έτσι συνήθισα να βγαίνω στον δρόμο χωρίς καν να θέτω ερωτήματα και να επιστρέφω με τις λύσεις τους πεντακάθαρες μπροστά μου, σαν έτοιμο σχέδιο δράσης. Κι όταν κάποτε δεν βγαίνει λευκός καπνός, να αντιλαμβάνομαι πως η εσωτερική ζύμωση χρειάζεται κι άλλο χρόνο, κι άλλα χιλιόμετρα.

Έμαθα πως η πιο δύσκολη στιγμή είναι η ώρα που δένεις τα κορδόνια σου. Η ώρα που ανοίγεις την πόρτα, βγαίνεις στο δρόμο και παλεύεις με τους όποιους δισταγμούς σου: μπορώ ή δεν μπορώ, θα τα καταφέρω, αξίζει τον κόπο; Όλα αυτά. Εξίσου, πως όταν ξεκινήσεις, όταν τολμήσεις το πρώτο βήμα, συχνά φτάνεις στο τέρμα και, σίγουρα, καταλήγεις κάπου καλύτερα από την αφετηρία. Είκοσι χρόνια στο δρόμο, κυριολεκτικά δεν θυμάμαι φορά που να μην επέστρεψα καλύτερα από ό,τι ξεκίνησα, παρά τον αρχικό δισταγμό.

Άφησα για το τέλος κάτι που ακόμα προσπαθώ να εμπεδώσω: να μην συγκρίνω τον εαυτό μου με τους άλλους. Να μην κρίνω επιφανειακά, να μην εντυπωσιάζομαι εύκολα, να μην τρομάζω από τις επιδείξεις δύναμης, να μην με παρασύρει εύκολα η γοητεία του διαφορετικού. Να εμπνέομαι από όλα αυτά αλλά να μην με κάμπτουν, να μην αποδυναμώνουν τη θέλησή μου να προσπαθήσω. Η ζωή έχει δώσει πολλές ευκαιρίες να μάθω πως δεν κρίνονται όλα από το φαίνεσθαι, μα ένα από τα ισχυρότερα παραδείγματα είναι ο αγώνας. Η στιγμή που στην αφετηρία κοιτάζεις δίπλα σου κάποιον που μοιάζει γρήγορος και δυνατός, γεμάτος αυτοπεποίθηση, μα τον περνάς γρήγορα, ήδη στις πρώτες στροφές, κι ας σε άγγιξε εξ αρχής η αμφιβολία. Αντίστοιχα, έμαθα να μην υποτιμώ κανέναν, ούτε αντίπαλο, ούτε συνοδοιπόρο. Να κρίνω βήμα-βήμα και να αξιολογώ στο τέλος της διαδρομής. Η σύγκριση δεν βγάζει πουθενά. Αυτό που μας προχωρά, είναι η καθημερινή δουλειά με τον εαυτό μας, με τις δυνάμεις μας.

Όλα αυτά είναι μαθήματα του δρόμου. Μαθήματα χωρίς διδακτισμό, χωρίς εξετάσεις και βαθμό. Αξιολογώντας τα στα πολλά μαθήματα των χρόνων, έχουν ίσως το πιο ισχυρό αποτύπωμα, κι ας έχουν γεννηθεί στην ελευθερία όμορφων στιγμών. Ή, ίσως, γι΄αυτό ακριβώς.

Τα τέσσερα ολισθήματα: της Ομοιότητας, Αφηρημάδας, Άγνοιας, Αντίληψης

1. Λάθη Ομοιότητας
Σ’ αυτή την κατηγορία ανήκει πιθανότατα η πλειονότητα των λαθών μας. Συχνά επαναλαμβάνουμε μορφές συμπεριφοράς, όταν τα δεδομένα φαίνονται παρόμοια.
Μπορεί μια Δευτέρα πρωί να σηκωθούμε, να ετοιμαστούμε για τη δουλειά, να πάρουμε την τσάντα μας, να ανοίξουμε την πόρτα του αυτοκινήτου μας, να καθίσουμε πίσω από το γνώριμο τιμόνι, και να οδηγήσουμε το αυτοκίνητο στην παλιά μας δουλειά αντί σ’ αυτή που είμαστε τώρα. Κάποιος άγνωστος μας θυμίζει ένα γνωστό μας και του φερόμαστε σαν να ήταν πράγματι ο γνωστός μας. Άλλοτε πάλι, τελειώνουμε μια σημαντική αναφορά και την πετάμε στο καλάθι των αχρήστων σαν να ήταν σκουπίδι. Αυτά τα λάθη προέρχονται από την εξοικείωση με κάτι, πρέπει να παραδεχτούμε όμως ότι η ίδια συμπεριφορά θα μπορούσε να είναι σωστή. Σφάλαμε, επειδή ανταποκριθήκαμε σε γνώριμες ενδείξεις, που όμως υπήρξαν κάτω από διαφορετικές συνθήκες.
 
2. Λάθη Αφηρημάδας
Η μνήμη μας πάει βόλτα. Κάνεις ένα πρόγραμμα για να τελειώσεις κάποιες καθημερινές δουλειές και ξεχνάς πολλές από αυτές. Ενώ συγυρίζεις το δωμάτιό σου, χτυπάει το τηλέφωνο, και μετά το τηλεφώνημα φεύγεις από το σπίτι χωρίς να έχεις τελειώσει το δωμάτιο. Δεν θυμάσαι πού έβαλες το παλτό σου. Μπαίνεις στην κουζίνα και ξεχνάς τι μπήκες να κάνεις. Ακόμη χειρότερα, ξεχνάς να πάρεις το φάρμακο σου, να ελέγξεις τα φρένα σου ή να τελειώσεις μια σοβαρή εργασία για τη δουλειά ή το σχολείο.
 
3. Λάθη Άγνοιας
Ενώ ξέρουμε ότι δεν ξέρουμε, προβαίνουμε σε δράση ούτως ή άλλως. Τα λάθη αυτά μπορεί να είναι από αστεία (όπως το να παραγγείλουμε κάτι από ένα εξωτικό μενού και να δούμε κάτι άγνωστο να μας κοιτάει μέσα από το πιάτο μας) ως τραγικά («Καλά, είναι τόσο δύσκολο να οδηγήσεις βάρκα;»).
 
4. Λάθη Αντίληψης
Νομίζουμε πως ξέρουμε. Μια μέρα που κάνει παγωνιά υποθέτουμε λανθασμένα πως έχουν ζεστάνει το νερό στην πισίνα, και κάνουμε βουτιά. Συχνά κάνουμε τέτοιου είδους λάθη κατ’ επανάληψη. Λάθη αντίληψης κάνουμε, όταν υπερασπιζόμαστε κάτι με πάθος, βασιζόμενοι σε μια πληροφορία που δεν είμαστε σίγουροι ότι υφίσταται, για να ανακαλύψουμε αργότερα ότι η πληροφορία ήταν πράγματι ανυπόστατη. Η επιθυμία μας υπερνικά την πραγματικότητα, και σφάλουμε, επειδή αρνούμαστε να δούμε.
 
Όταν δεν κάνεις τίποτα, δεν κάνεις και λάθη, κι όταν δεν κάνεις λάθη, σημαίνει πως δεν κάνεις τίποτα.
 
Μου λες δηλαδή ότι θέλεις να κάνω λάθη;
Ακριβώς. Θέλω να κάνεις λάθη – επειδή θέλω η ζωή σου να είναι όσο το δυνατόν χαρούμενη. Δεν υπάρχει αληθινή χαρά όταν είμαστε άδειοι, δεν κάνουμε τίποτα, και ζούμε χωρίς να διακινδυνεύουμε: Η αληθινή επιτυχία είναι πάντα ο τελευταίος κρίκος μιας αλυσίδας αποτυχημένων προσπαθειών.

Είναι όντως κάποια τρόφιμα εθιστικά;

 Είναι καπρίτσιο, κακή συνήθεια, ευσεβής πόθος ή απλά αδυναμία να μην μπορούμε να ελέγξουμε τον εαυτό μας αν έχουμε μπροστά μας κάποιο από τα τρόφιμα που… λατρεύουμε;

Είναι δόκιμο να μιλάμε για εθισμό σε τρόφιμα (food addiction), «ευλογώντας» το τσιμπολόγημα ή την υπερφαγία; Κι όμως, πρόσφατα επιστημονικά ευρήματα υποστηρίζουν ανοικτά, πλέον, την υπάρξη του (δια)τροφικού εθισμού!

Ο εθισμός στερεί τον ελέγχο, όπως οι φαρμακευτικές ουσίες
Αποδεικνύεται πως ο εθισμός στο φαγητό μας στερεί τον έλεγχο επί της ποσότητας που καταναλώνουμε από κάποια τρόφιμα. Δεν πρόκειται ωστόσο για οποιοδήποτε τρόφιμα, αφού είναι πολύ συγκεκριμένα αυτά που μπορούν να προκαλέσουν σημεία εθισμού. Θεωρείται ότι ο τροφικός εθισμός προσομοιάζει τον αντίστοιχο σε φαρμακευτικές ουσίες.
Υπολογίζεται μάλιστα ότι περίπου το 20% του πληθυσμού στις ΗΠΑ υποφέρει από τροφικό εθισμό ή παρόμοια εθισμού διατροφική συμπεριφορά, όπως αυτή εκτιμάται από την κλίμακα αξιολόγησης Yale Food Addiction Scale. Το ποσοστό αυτό είναι μεγαλύτερο μεταξύ των παχύσαρκων ατόμων.

Όταν η ζάχαρη και το λίπος καθορίζουν τις επιλογές μας
Όπως θα δούμε, η παρόμοια εθισμού διατροφική συμπεριφορά δεν συνιστά απλώς έλλειψη θέλησης, αντίθετα έχει βιοχημικό υπόβαθρο. Η απώλεια ελέγχου επί της ποσότητας φαγητού που καταναλώνουμε έχει συνδεθεί επανειλημμένα με τα επεξεργασμένα τρόφιμα, ειδικά όσα περιέχουν σημαντική ποσότητα ζάχαρης ή/και λίπους. Τα τρόφιμα αυτά έχουν εξαρχής σχεδιαστεί να είναι υπερβολικά εύγευστα. Ωστόσο, έχουν πολύ υψηλό ενεργειακό περιεχόμενο (σ.σ. θερμίδες) και προκαλούν σοβαρές μεταπτώσεις στη γλυκόζη (σ.σ. σάκχαρο) του αίματος, παράγοντες που αποδεδειγμένα οδηγούν σε σπασμωδικές διατροφικές επιλογές/ξεσπάσματα (food cravings).

Το μάταιο κυνήγι της ανταμοιβής
Παρ’ όλ’ αυτά, το επίκεντρο της διατροφικής αυτής συμπεριφοράς είναι τα εγκεφαλικά κέντρα ανταμοιβής, που παράγουν κυρίως ντοπαμίνη (σ.σ. ορμόνη της προσοχής, εκμάθησης και ευφορίας) και σεροτονίνη (σ.σ. ορμόνη της διάθεσης) όταν τρώμε.

Αυτή η διαδικασία εξηγεί γιατί οι περισσότεροι από εμάς απολαμβάνουμε το φαγητό. Με τον τρόπο αυτό, ο εγκέφαλος προσπαθεί να εξασφαλίσει ότι θα προσλάβουμε αρκετή ενέργεια και θρεπτικά συστατικά, για να καλύψουμε τις άμεσες ανάγκες μας.

Το πρόβλημα όμως είναι ότι κάποια επεξεργασμένα τρόφιμα προκαλούν την απελευθέρωση μεγάλων ποσοτήτων ντοπαμίνης και σεροτονίνης, σε σχέση με τα μη επεξεργασμένα, οπότε προκύπτει πολύ ισχυρή «ανταμοιβή» σε εγκεφαλικό επίπεδο. Ακολούθως, ο εγκέφαλος αναζητά ολοένα και περισσότερη «ανταμοιβή», προκαλώντας αγωνιώδη αναζήτηση (cravings) για αυτού του είδους τα τρόφιμα. Αυτό πιθανότατα οδηγεί σε ένα φαύλο κύκλο, που ονομάζεται τροφικός εθισμός ή παρόμοια εθισμού διατροφική συμπεριφορά.

Εν ολίγοις, τα επεξεργασμένα τρόφιμα, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το πρόχειρο φαγητό (junk food), μπορούν να προκαλέσουν σοβαρές μεταπτώσεις στο σάκχαρο του αίματος και διατροφικά ξεσπάσματα.

Ποια τρόφιμα μπορούν να προκαλέσουν εθισμό;
Σε πρόσφατη μελέτη στο Πανεπιστήμιο του Michigan εξετάστηκαν για παρόμοια εθισμού διατροφική συμπεριφορά 518 άτομα, με τη χρήση της κλίμακας αξιολόγησης Yale Food Addiction Scale. Σε όλους τους εθελοντές δόθηκε μια λίστα 35 τροφίμων, που συμπεριλάμβανε επεξεργασμένα και μη τρόφιμα. Βαθμολόγησαν ακολούθως το πόσο πιθανό είναι να έχουν προβλήματα με καθένα από αυτά τα τρόφιμα, σε μια κλίμακα από το 1 (καθόλου εθιστικό) ως το 7 (εξαιρετικά εθιστικό).
Βρέθηκε λοιπόν ότι το 92% των συμμετεχόντων είχε όντως ανάλογη συμπεριφορά προς συγκεκριμένα τρόφιμα, ενώ το 7-10% αυτών εκδήλωσε ξεκάθαρα σημεία εθισμού. Όπως αναφέρθηκε επανειλημμένως, «είχαν την επιθυμία να σταματήσουν να τρώνε, αλλά τους ήταν αδύνατον». Σε επιβεβαίωση των προηγούμενων αναφορών, τα πιο εθιστικά τρόφιμα ήταν επεξεργασμένα, πλούσια σε λίπος ή/και ζάχαρη.

Βάσει της κλίμακας Yale Food Addiction Scale προέκυψε η παρακάτω λίστα με τα πιο εθιστικά τρόφιμα.
Πίτσα (4.01)
Σοκολάτα (3.73)
Πατατάκια (3.73)
Μπισκότα (3.71)
Παγωτό (3.68)
Τηγανητές πατάτες (3.60)
Cheeseburger (3.51)
Ηδύποτα με ζάχαρη (3.29)
Κέικ (3.26)
Τυρί (3.22)
Μπέικον (3.03)
Τηγανητό κοτόπουλο (2.97)
Ντόνατ/rolls (2.73)
Ποπ κορν με βούτυρο (2.64)
Δημητριακά πρωινού (2.59)
Ζαχαρωτά (2.57)
Μπριζόλα (2.54)
Μάφινς (2.50)

Όπως αναφέρουν οι ερευνητές, τα πολύ επεξεργασμένα τρόφιμα προσομοιάζουν τη φαρμακοκινητική δράση (π.χ. συμπυκνωμένη δόση, υψηλός ρυθμός απορρόφησης) των ουσιών σε κατάχρηση, κάτι που αποδίδεται στην προσθήκη λίπους και στον ραγδαίο ρυθμό απορρόφησης των απλών υδατανθράκων (σ.σ. ζάχαρη).

Μάθετε για την τεχνική της εξοικείωσης
Όπως φαίνεται, η διατροφική συμπεριφορά παρόμοια εθισμού συνιστά ένα σοβαρό πρόβλημα, που προκαλείται ωστόσο από συγκεκριμένα είδη τροφίμων. Για το λόγο αυτό, στην προσπάθεια να περιορίζουμε την υπερφαγία, θα πρέπει να μάθουμε να ελέγχουμε το περιεχόμενο και την ποιότητα των όσων καταναλώνουμε.

Τροποποιώντας την παρασκευή τους, μπορούμε να τα εντάξουμε στη διατροφή μας, να εξοικειωθούμε με αυτά (habituation technique) και να αποτρέψουμε τα διατροφικά ξεσπάσματα που προκύπτουν από τη στέρησή τους.
 

Ένα 3D ρούχο σε ενημερώνει όταν κάποιος σε κοιτάζει (και ποιος)

Πώς θα σας φαινόταν αν το ρούχο σας μπορούσε όχι μόνο να καταλάβει ότι κάποιος σας κοιτάζει επίμονα αλλά και να «ανταποκριθεί» σε αυτό;

Η απίστευτη αυτή δυνατότητα είναι γεγονός και έρχεται κατευθείαν από το Σαν Φραντσίσκο, το δημιούργημα ανήκει στον υποψήφιο διδάκτορα στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνια, Behnaz Farahi και λέγεται Caress of the Gaze.
 
Ο εμπνευστής και δημιουργός του 3D ρούχου σκέφτηκε πως το δέρμα μας βρίσκεται σε συνεχή κίνηση, διαστέλλεται, συστέλλεται και αλλάζει σχήμα ως αποτέλεσμα εξωτερικών ερεθισμάτων όπως η θερμοκρασία, η υγρασία αλλά και συναισθημάτων, όπως ο φόβος, η αγωνία, ο ενθουσιασμός και ο θυμός. Τι θα γινόταν, αναρωτήθηκε, αν ένα ρούχο μπορούσε να συμπεριφερθεί ως τεχνητό δέρμα με τις ίδια δυνατότητες;

Πώς λειτουργεί; Μια κάμερα με φακό μικρότερο από 3 μόλις χιλιοστά είναι ενσωματωμένη στο ρούχο και μπορεί να «συλλαμβάνει» το βλέμμα του παρατηρητή του. Μέσω ενός αλγόριθμου μπορεί να επεξεργαστεί και να εντοπίσει ακριβώς από πού προέρχεται το έντονο κοίταγμα και ως αντίδραση το υλικό του σκληραίνει δημιουργώντας μια κίνηση που θυμίζει εκείνου του φιδιού ή του ψαριού.    
 
Το Caress of the Gaze φαίνεται να είναι ο προπομπός μιας τεχνολογικής επανάστασης που, σύμφωνα με τους μελετητές της εφαρμογής του 3D στη μόδα, θα δώσει στα ρούχα πραγματικές κοινωνικές δεξιότητες.  

Ο μάγος και η ειρήνη...

Μια φορά κι έναν καιρό, οι άνθρωποι που αγαπούσαν την ειρήνη πάνω στη γη, ζήτησαν από ένα μάγο με εξαιρετικές ικανότητες να σταματήσει όλους τους πολέμους και τις αιματοχυσίες μεταξύ των ανθρώπων.

«Είναι απλό», είπε ο μάγος. «Απλά θα κάνω όλα τα όπλα από τον πλανήτη να εξαφανιστούν. Οπότε κανείς δεν θα μπορεί πια να πολεμάει». «Θαυμάσιο πραγματικά»! είπαν οι άνθρωποι. Όπως είπε ο μάγος έτσι έκανε με μια κυκλική κίνηση του μαγικού ραβδιού του.

Ειρήνη βασίλεψε στη γη για περίπου τρεις ημέρες, αφού όσοι διψούσαν για πόλεμο έψαχναν να βρουν τα όπλα τους. Αφού όμως το πήραν απόφαση ότι τα όπλα είχαν χαθεί για πάντα, έφτιαξαν δόρατα από μικρά δέντρα και συνέχισαν να πολεμούν.

«Μην ανησυχείτε καθόλου», είπε ο μάγος όταν το έμαθε. «Θα κάνω όλα τα μικρά δέντρα να εξαφανιστούν κι έτσι δεν θα μπορούν πια να πολεμούν».Μια δυο μέρες ψάχνανε για μικρά δέντρα οι πολεμοχαρείς και αφού δεν βρήκαν, έκοψαν μεγάλα δέντρα, έφτιαξαν χοντρά μπαστούνια και συνέχισαν τον πόλεμο.

Τότε ο μάγος έκανε όλα τα μεγάλα δέντρα να εξαφανιστούν. Έφτιαξαν μαχαίρια και σπαθιά από μέταλλο. Ο μάγος έκανε το μέταλλο να εξαφανιστεί. Άρχισαν να πετούν πέτρες με τα χέρια και με σφεντόνες. Έκανε όλες τις πέτρες να εξαφανιστούν.

Οι άνθρωποι που αγαπούσαν την ειρήνη θορυβήθηκαν. Δεν υπήρχαν πια δέντρα, μέταλλα, δεν υπήρχαν πέτρες. Πως θα ζούσαν, τι θα έτρωγαν. Πολύ σύντομα δεν θα υπήρχε βλάστηση και θα πέθαιναν ακόμα και χωρίς τον πόλεμο. Σίγουρα αυτό δεν ήταν η λύση.«Δεν ξέρω τι να κάνω», είπε ο μάγος. Η μόνη δύναμη που δεν έχω ακόμα χρησιμοποιήσει είναι να εξαφανίσω τους ανθρώπους. Αλλά αν το κάνω, θα εξαφανιστεί όλος ο κόσμος».

Κάθισαν όλοι σε βαθιά θλίψη. Αναρωτιούνταν τι μπορούσαν να κάνουν. Ξαφνικά, μίλησε ένα πανέξυπνο μικρό παιδί. «Ξέρω τι μπορείτε να κάνετε», είπε. «Να κάνετε όλους τους ανθρώπους να βιώνουν ακριβώς ότι αισθάνεται ο άλλος με κάθε τους πράξη. Οπότε όταν πληγώνεις κάποιον, θα αισθάνεσαι ακριβώς τον πόνο που βιώνει ο άλλος. Και όταν κάνεις κάποιον χαρούμενο, θα αισθάνεσαι την ίδια ακριβώς ευτυχία. Σίγουρα κανένας δεν θα είναι ικανός να πονέσει κάποιον αφού αμέσως θα αισθάνεται τον ίδιο πόνο μέσα του που θα τον αναγκάζει να σταματήσει».

Όλοι κατάλαβαν το μεγαλείο της ιδέας του μικρού αυτού παιδιού. Ο μάγος έβαλε αμέσως σε εφαρμογή το σχέδιο. Ξαναδημιούργησε τα δέντρα, το μέταλλο και τις πέτρες. Ακόμα και τα όπλα, τα οποία μεταμορφώθηκαν σε μηχανές για ειρηνικές και δημιουργικές ασχολίες.

Από εκείνη την ημέρα κανένας δεν ήταν ικανός να προκαλέσει πόνο σε κάποιον άλλο πάνω στη γη διότι αυτός ο ίδιος δεν μπορούσε να υποφέρει τον πόνο που αμέσως βίωνε. Αντίθετα, οι άνθρωποι ήταν όλοι απασχολημένοι με το να βοηθούν τους άλλους, διότι αγαπούσαν την αίσθηση της ευτυχίας που αισθάνονταν. Έτσι όλοι έζησαν μέσα σε αρμονία και χαρά.

Πως θα αισθανόσουν αν ζούσες σε αυτή τη μαγική χώρα?

Ε λοιπόν, ήδη ζεις σε αυτή. Ο νόμος αυτής της χώρας ονομάζεται «Νόμος Δράσης και Αντίδρασης». Η μόνη διαφορά, είναι ότι στον δικό μας κόσμο υπάρχει μια καθυστέρηση στην αντίδραση.

Είναι πιθανό να αισθανθείς τα αποτελέσματα μιας πράξης σου σήμερα, αύριο ή μετά από δέκα ημέρες, ένα μήνα ή δέκα χρόνια.

Πόσο κρίμα που αυτό δεν γίνεται στιγμιαία...

Εγκώμιο γιά την Πατρίδα

Λουκιανός ο Σαμοσατεύς
«Εγκώμιο γιά την Πατρίδα[1]»

[1] Ότι τίποτε δεν είναι γλυκύτερο από την πατρίδα[2], έχει ήδη ειπωθεί[3]. Αφού, λοιπόν, τίποτε δεν είναι πιό ευχάριστο, τι άλλο να είναι πιό σεβαστό και πιό θεϊκό; Αλλά και γιά όσα οι άνθρωποι θεωρούν σεβαστά και θεϊκά, και γιά αυτά αιτία και διδάσκαλος είναι η πατρίδα που τους γέννησε, τους ανέθρεψε και τους εκπαίδευσε.

[2] Πολλοί θαυμάζουν το μέγεθος κάποιων πόλεων, καθώς και την λαμπρότητα και την πολυτέλεια των κατασκευών τους, αλλά όλοι αισθάνονται στοργή γιά τις πατρίδες τους, και κανείς, από όσους κυριεύτηκαν πολύ από την ηδονή τής θέας[4], δεν έχει εξαπατηθεί τόσο, ώστε να λησμονήσει την πατρίδα του εξαιτίας τού υπερβολικού θαυμασμού του προς τους άλλους τόπους. Όποιος, εξάλλου, υπερηφανεύεται επειδή είναι πολίτης σε πόλη που ευδαιμονεί, μου φαίνεται ότι αγνοεί πόσο οφείλει να τιμά την πατρίδα του, και ο ίδιος είναι πρόδηλο ότι θα ενοχλούνταν εάν του τύχαινε λιγότερο διακεκριμένη πατρίδα[5]. Γιά μένα, ωστόσο, είναι πολύ ευχάριστο να τιμώ ακόμη και το όνομα τής πατρίδας μου.

[3] Σε όποιον αποπειράται να συγκρίνει πόλεις, σε αυτόν ταιριάζει να εξετάζει το μέγεθος και την ομορφιά και την αφθονία των αγαθών τους, αλλά όπου πρόκειται γιά επιλογή πόλης, κανείς δεν θα επέλεγε την λαμπρότερη εγκαταλείποντας την πατρίδα του, παρά θα ευχόταν να ήταν και η πατρίδα του παραπλήσια με όσες ευδαιμονούν και θα την επέλεγε όποια και να ήταν. Αυτό το ίδιο κάνουν και τα πλέον δίκαια παιδιά και οι σωστοί πατέρες: ο καλός και ενάρετος νέος δεν θα προτιμούσε άλλον, αντί γιά τον πατέρα του, ούτε ο πατέρας θα παραμελούσε το παιδί του γιά να αγαπήσει άλλον νέο, αλλά τόσο πολύ νικιούνται[6] οι πατέρες και υποστηρίζουν τα παιδιά τους, ώστε αυτά να τους φαίνονται ότι είναι τα ωραιότερα και τα δυνατότερα και ότι διαθέτουν άριστα προσόντα στα πάντα, ενώ όποιος δεν κρίνει κατά τέτοιο τρόπο τον γιό του, αυτός μου φαίνεται ότι δεν έχει μάτια πατέρα. Της πατρίδας, λοιπόν, το όνομα είναι το πρώτο και το πλέον οικείο μεταξύ όλων, επειδή τίποτε δεν είναι πιό οικείο από τον πατέρα[7]. Εάν, λοιπόν, κάποιος απονέμει στον πατέρα του δίκαια τιμή, όπως ακριβώς προστάζει και ο νόμος και η φύση, κατάλληλα θα τιμήσει και την πατρίδα του. Εξάλλου, και ο ίδιος ο πατέρας είναι κτήμα τής πατρίδας, και ο πατέρας τού πατέρα, και όλοι οι προηγούμενοι αυτών συγγενείς, και μέχρι επάνω, στους πατρώους θεούς, φτάνει αυτή η σχέση.

[4] Και οι θεοί χαίρονται γιά τις πατρίδες τους και, ενώ εποπτεύουν, όπως εικάζεται, όλα τα ανθρώπινα, θεωρώντας κτήματά τους όλη την γη και την θάλασσα, καθένας τους προτιμά, μεταξύ όλων των άλλων πόλεων, την πόλη στην οποία γεννήθηκε. Πιό σεβαστές πόλεις είναι οι πατρίδες των θεών και πιό ιερά νησιά είναι εκείνα που υμνούνται ως γενέτειρες θεών, ενώ οι πλέον ευάρεστες στους θεούς ιερουργίες είναι εκείνες που τελούνται στην ιδιαίτερη πατρίδα καθενός εξ αυτών. Εάν, λοιπόν, τιμάται από τους θεούς το όνομα τής πατρίδας, πώς να μην τιμάται από τους ανθρώπους πολύ περισσότερο; Ακόμη και τον Ήλιο ο καθένας μας τον πρωτοείδε από την πατρίδα του, ώστε και αυτός ο θεός, καίτοι είναι κοινός, από τον καθένα μας θεωρείται πατρώος, εξαιτίας τής πρώτης θέασής του από την πατρίδα. Εδώ πρωτάρχισε καθένας να μιλά, μαθαίνοντας την τοπική γλώσσα, και εδώ γνώρισε τους θεούς.

[5] Εάν, ωστόσο, σε κάποιον έλαχε τέτοια πατρίδα, ώστε να χρειαστεί να πάει σε άλλη γιά να λάβει ανώτερη παιδεία, τότε χάρη στην πατρίδα του έλαβε και εκείνη την παιδεία, διότι δεν θα γνώριζε ούτε το όνομα τής άλλης πόλης εάν χάρη στην πατρίδα του δεν μάθαινε γιά την ύπαρξη τής άλλης πόλης. Νομίζω, λοιπόν, ότι οι άνθρωποι συλλέγουν παιδεία και μάθηση ώστε μέσω αυτών να γίνουν χρησιμότεροι γιά χάρη τής πατρίδας τους. Επίσης, αποκτούν χρήματα λόγω φιλοτιμίας, ώστε να συνεισφέρουν στις δαπάνες τής πατρίδας τους. Και αυτό είναι το καθήκον τους, νομίζω, επειδή δεν πρέπει να είναι αχάριστοι όσοι τύχει να λάβουν μέγιστες ευεργεσίες αλλά, εάν κάποιος απονέμει ευχαριστίες σε ένα άτομο, όπως είναι δίκαιο εάν έχει ευεργετηθεί από αυτό, πολύ περισσότερο αρμόζει να ανταμείβουν την πατρίδα τους εκείνοι που της το οφείλουν. Στις πόλεις υπάρχουν νόμοι γιά την κακοποίηση προς τους γονείς. Αρμόζει, λοιπόν, να θεωρούμε την πατρίδα ως κοινή μητέρα όλων μας και να τις αποδίδουμε ευχαριστίες γιά την ανατροφή μας και γιά την γνώση αυτών των νόμων.

[6] Κανείς δεν έχει παρατηρηθεί τόσο αμνήμων προς την πατρίδα ώστε, αφού βρέθηκε σε άλλη πόλη, να την έχει παραμελήσει. Όσοι κακοπαθαίνουν στην ξενιτειά, συνεχώς ανακαλούν την πατρίδα τους ως το μέγιστο αγαθό, ενώ όσοι ευδαιμονούν, καίτοι καλοπερνούν σε όλα τα άλλα, σε τούτο κυρίως θεωρούν ότι υστερούν: ότι δεν κατοικούν στην πατρίδα τους, αλλά στην ξενιτειά. Η ξενιτειά είναι όνειδος. Όσοι, εξάλλου, γίνονται λαμπροί – είτε λόγω απόκτησης περιουσίας είτε λόγω τιμητικής δόξας είτε λόγω αναγνωρισμένης παιδείας είτε λόγω επαίνου γιά την ανδρεία τους – κατά τον χρόνο που είναι απόδημοι, τους βλέπουμε όλους να επείγονται να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, σαν να μην υπάρχει καλύτερο μέρος γιά να επιδείξουν τα καλά τους. Και τόσο ταχύτερα σπεύδει κάποιος να επιστρέψει στην πατρίδα του, όσο περισσότερο φαίνεται ότι καταξιώνεται σε άλλα μέρη.

[7] Αλλά και στους νέους είναι ποθητή η πατρίδα, και στους ήδη γερασμένους, που όσο περισσότερη φρόνηση αποκτούν σε σχέση με τους νέους, τόσο περισσότερο γεννιέται μέσα τους ο πόθος γιά την πατρίδα. Καθένας από τους ηλικιωμένους και σπεύδει και εύχεται να περατώσει τον βίο του στην πατρίδα του ώστε, εκεί όπου άρχισε να ζει, εκεί πάλι να αποθέσει το σώμα του, στην γη που τον ανέθρεψε, και να βρεθεί στους πατρικούς τάφους. Στον καθένα φαίνεται οδυνηρό να παραμείνει στην ξενιτειά και μετά τον θάνατό του και να κείτεται σε ξένη γη.

[8] Πόση εύνοια δείχνουν προς την πατρίδα τους οι αληθινά γνήσιοι πολίτες δύναται κάποιος να το μάθει από τους αυτόχθονες, επειδή οι επήλυδες[8], όντας νόθοι[9], εύκολα μεταναστεύουν, χωρίς να γνωρίζουν και χωρίς να αγαπούν το όνομα τής πατρίδας[10], θεωρώντας ότι παντού θα προσποριστούν τα αναγκαία και θέτοντας ως μέτρο τής ευδαιμονίας τους τις ηδονές τής κοιλιάς τους, ενώ εκείνοι, γιά τους οποίους η πατρίδα είναι μητέρα, αγαπούν την γη όπου γεννήθηκαν και ανατράφηκαν, ακόμη και αν είναι λίγη ή τραχιά και άγονη. Και αν δεν μπορούν να επαινέσουν τις αρετές τής γης της, θα μπορέσουν να εγκωμιάσουν την πατρίδα τους, αλλά και αν δουν άλλους να υπερηφανεύονται γιά τις πλατειές πεδιάδες τους και γιά την ποικιλία των φυτών των λιβαδιών τους, τότε και οι ίδιοι θα θυμηθούν να εγκωμιάσουν την πατρίδα τους, παραβλέποντας την αδυναμία της να θρέψει ίππους και επαινώντας την ανατροφή των παιδιών της.

[9] Σπεύδει, λοιπόν, καθένας προς την πατρίδα του, ακόμη και αν είναι νησιώτης[11], ακόμη και αν δύναται να ευδαιμονήσει σε άλλα μέρη, και δεν δέχεται ούτε την αθανασία ως αντάλλαγμα, αλλά προτιμά τον τάφο στην πατρίδα. Λαμπρότερος από την ξένη φωτιά τού φαίνεται ο καπνός τής πατρίδας[12]. Τόσο πολύτιμη, λοιπόν, σε όλους φαίνεται ότι είναι η πατρίδα, ώστε θα παρατηρούσε κάποιος ότι οι απανταχού νομοθέτες έχουν επιβάλει την εξορία ως την χειρότερη τιμωρία γιά τα μεγαλύτερα αδικήματα. Δεν ενεργούν, όμως, κατά τέτοιο τρόπο μόνον οι νομοθέτες, ενώ οι στρατηγοί αλλιώς, αλλά, και στις μάχες, η μέγιστη προς τους οπλίτες διαταγή είναι να πολεμήσουν γιά την πατρίδα τους. Και κανείς, από όσους το ακούσουν αυτό, δεν θέλει να είναι κακός πολεμιστής, επειδή το όνομα τής πατρίδας κάνει ανδρείο και τον δειλό[13].

Μία επιφανειακή, πρόχειρη, τυπική ή αρνητικώς προκατειλημμένη ανάγνωση τού «Εγκωμίου γιά την Πατρίδα», ιδιαιτέρως σε εποχές ή σε περιβάλλοντα εθνομηδενισμού και δωσιλογισμού, δεν θα επέτρεπε στο δύστυχο θύμα μίας τέτοιου είδους προσέγγισης ούτε να αντιληφθεί ούτε καν να υποπτευθεί την μεγάλη αξία των νοημάτων τού εν λόγω κειμένου. Το φυσιολογικό φαινόμενο τού πατριωτισμού, όπως και κάθε άλλο φυσιολογικό φαινόμενο, δεν δύναται να εννοηθεί από άτομα ή κοινωνίες που έχουν υποστεί πολυετή και έντονη κατήχηση στις «αρχές» τού παρά φύσιν και τού παραλόγου με αποτέλεσμα να βιώνουν – ενίοτε και με έκδηλη ευχαρίστηση – την πλέον ειδεχθή μορφή ενός κτηνώδους ψυχοπνευματικού ευνουχισμού. Ως εκ τούτου, η αμερόληπτη αντιμετώπιση τού «Εγκωμίου γιά την Πατρίδα», καθώς και κάθε παρόμοιου έργου, είναι εφικτή μόνον εκ μέρους ενός κατ’ ουσίαν μορφωμένου – όχι κατ’ ανάγκην «πτυχιούχου» – και σαφώς καλλιεργημένου αναγνώστη. Στην αντίθετη περίπτωση, ο κόπος, εάν καταφέρει να καταβληθεί, θα αποβεί μάταιος.

Ως πλέον σημαντική διασάφηση, με σκοπό την πληρέστερη κατανόηση τού έργου, τίθεται εξ αρχής η ακόλουθη: ο Λουκιανός, ζώντας μέσα στην επικράτεια μίας πολυεθνικής αυτοκρατορίας, αναφέρεται στον όρο «πατρίδα» έχοντας υπ’ όψιν κυρίως την γενέθλια πόλη του[14], άρα την λεγόμενη σήμερα «ιδιαίτερη πατρίδα» του. Ο βαθιά φιλοσοφημένος και διαχρονικά επίκαιρος στοχασμός του περί τής σχέσης αφενός μεταξύ των πολιτών και τής πόλης-πατρίδας τους, και αφετέρου μεταξύ των πολιτών μίας πόλης-πατρίδας και των ξένων πόλεων-πατρίδων, ισχύει κατ’ αναλογία και στην εποχή μας, στην οποία είναι ιδιαιτέρως ευνοημένα από το ιστορικό γίγνεσθαι τα έθνη, δηλαδή οι αυτόχθονες ομοεθνείς πολίτες, που κατέχουν την «πατρώα γη» τους υπό την μορφή ενοποιημένων πόλεων και πολισμάτων, «εθνικών κρατών», και που καλούνται – ενίοτε επειγόντως – να την αντιμετωπίσουν όπως πολύ σοφά διδάσκει ο συγγραφέας.

Στην εισαγωγή τού λόγου του, ο Λουκιανός προβαίνει σε μία πανάρχαια διαπίστωση, την οποία στην συνέχεια θα αιτιολογήσει και θα τεκμηριώσει με πληρότητα. Η πατρίδα είναι το «γλυκύτερο» και το «πιό ευχάριστο» από όλα τα αγαθά τής ζωής των ανθρώπων και, ως τέτοιο, εύλογα είναι και το «πιό σεβαστό» και το «πιό θεϊκό» ταυτόχρονα. Σε σοβαρό σφάλμα υποπίπτει όποιος εκλάβει ως «απόλυτη», άρα και εν μέρει ή εξ ολοκλήρου «απαράδεκτη», την θέση τού συγγραφέα, δηλώνοντας – προς υπεράσπιση τής διαφωνίας του – ότι από πολλούς ανθρώπους κάποια άλλα αγαθά θεωρούνται γλυκύτερα και πιό ευχάριστα. Η ορθή εκτίμηση τής εισαγωγής προαπαιτεί την κατανόηση τού γεγονότος ότι ο συγγραφέας αναφέρεται, αφενός, μόνον σε φυσιολογικούς ανθρώπους, με υγιή συναισθηματικό και διανοητικό κόσμο και, αφετέρου, μόνον σε φυσιολογικές πατρίδες, που μεριμνούν αδιάλειπτα ώστε να διαμορφώνουν τέτοιας ποιότητας πολίτες μέσω τής κατάλληλης ανατροφής και παιδείας που τους παρέχουν. Οι αντίθετες περιπτώσεις, ως διεστραμμένες και νοσηρές, δεν φαίνονται προς στιγμήν να τον απασχολούν.

Ως πρώτη απόδειξη τής εισαγωγικής τοποθέτησής του, ο Λουκιανός παραθέτει ένα πραγματικό παράδειγμα: όσο μεγαλείο και αν έχει θαυμάσει ένας άνθρωπος σε άλλες πατρίδες, ποτέ δεν λησμονεί την δική του. Ο αντίλογος φαίνεται και εδώ να είναι απλός: υπάρχουν άνθρωποι που λησμονούν την πατρίδα τους επειδή σε ξένες πατρίδες ανακαλύπτουν το θαυμάσιο και το μεγαλειώδες. Ωστόσο, και αυτή η άποψη αποτελεί προϊόν λανθασμένης ανάγνωσης επειδή, αφενός, η έννοια τού «θαυμάσιου» και τού «μεγαλειώδους» δύναται να γίνει επιτυχώς αντιληπτή μόνον μέσω τής προαναφερθείσας κατάλληλης παιδείας και, αφετέρου, διότι οι άνθρωποι, στους οποίους αναφέρεται ο συγγραφέας, είναι μόνον εκείνοι που υπονοούνται στην εισαγωγή. Επιπλέον, η συνέχεια τής παραγράφου, όπου ελέγχονται γιά την «άγνοιά» τους όσοι αγαπούν την πατρίδα τους μόνον γιά την εξωτερική όψη της, δηλώνει ξεκάθαρα την συναισθηματική παράμετρο τού υγιούς πατριωτισμού, η οποία ριζώνει και ακμάζει μόνον σε έναν ισορροπημένο ψυχικό κόσμο και όχι σε έναν διαταραγμένο ή θαμπωμένο ψυχισμό, έρμαιο των απατηλών θεαμάτων και τής ηδονιστικής αποχαλίνωσης. Αυτή η διασαφήνιση προδιαθέτει τον αναγνώστη και γιά την συνέχεια τής τεκμηρίωσης τής φυσιολογικότητας τού φαινομένου τής φιλοπατρίας.

Στην τρίτη παράγραφο παρατίθεται ακόμη ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό τού πατριώτη: εύχεται το καλύτερο γιά την πατρίδα του, ενώ δεν επιχειρεί να την αλλάξει με καλύτερη «πατρίδα». Αυτή ακριβώς η θεωρητική αρχή συνοδεύει αδιαλείπτως τον ευγενή μετανάστη (πργφ. 5, 6), ο οποίος ενίοτε μετατρέπεται και σε έντιμο ευεργέτη τής πατρίδας. Η κακή προαίρεση θα έσπευδε και εδώ να κατηγορήσει τον Λουκιανό ως «απόλυτο», επειδή στην φράση «δεν θα επέλεγε την λαμπρότερη εγκαταλείποντας την πατρίδα του» το υποκείμενο είναι η λέξη «κανείς», όπως και σε άλλα σημεία τού κειμένου: «Κανείς δεν έχει παρατηρηθεί τόσο αμνήμων προς την πατρίδα, ώστε, αφού βρέθηκε σε άλλη πόλη, να την έχει παραμελήσει» (πργφ. 6) και «κανείς, από όσους το ακούσουν αυτό, δεν θέλει να είναι κακός πολεμιστής, επειδή το όνομα τής πατρίδας κάνει ανδρείο και τον δειλό» (πργφ. 9). Προκειμένου, όμως, να μην καταλογίσουμε άδικα στον συγγραφέα «άγνοια τής πραγματικότητας», ας λάβουμε υπ’ όψιν – όπως διευκρινίστηκε και στην αρχή τής παρούσας ανάλυσης – ότι και εδώ ο Λουκιανός αναφέρεται αποκλειστικά και μόνον στους φυσιολογικούς ανθρώπους, όπως ακριβώς και σε σημεία τού λόγου του όπου το υποκείμενο είναι η λέξη «καθένας» (πργφ. 7: «Καθένας από τους ηλικιωμένους και σπεύδει και εύχεται να περατώσει τον βίο του στην πατρίδα του») ή η σύνταξη των προτάσεων εμπεριέχει ή υπονοεί την έννοια τής ολοκληρίας (πργφ. 6: «Και τόσο ταχύτερα σπεύδει κάποιος να επιστρέψει στην πατρίδα του, όσο περισσότερο φαίνεται ότι καταξιώνεται σε άλλα μέρη»).

Η συνέχεια τής παραγράφου φιλοξενεί ένα ευνόητο και αδιαμφισβήτητο παράδειγμα από τον καθημερινό ανθρώπινο βίο, δηλαδή την υγιή σχέση μεταξύ πατέρα και γιού ως αντικατοπτρισμό τής υγιούς σχέσεως μεταξύ πατρίδας και πολίτη, το οποίο τεκμηριώνει την φιλοπατρία διά τής Λογικής, με την συνδρομή τής Βιολογίας και τής Ετυμολογίας[15]. Προφανώς ο Λουκιανός δεν επιθυμεί να ασχοληθεί με όσους ενδεχομένως θα αμφισβητούσαν είτε τον «λόγο», δηλαδή την ορθή διανοητική λειτουργία, είτε το «έτυμο», δηλαδή το αληθές δεδομένο.

Ολόκληρη η τέταρτη παράγραφος διαπνέεται κομψά από αδρό θεολογικό στοχασμό. Ακόμη και οι αναφορές στον Ήλιο και στην μητρική γλώσσα, οι οποίες παραπέμπουν σε αμιγώς βιολογικά φαινόμενα, είναι βαθύτατα εμποτισμένες από το θείον. Θεωρώντας μέγιστη αφέλεια την γνώμη που θα μας καλούσε να υποθέσουμε ότι ο Λουκιανός αγνοεί την αθεΐα και την ύπαρξη άθεων ανθρώπων, οφείλουμε να δεχτούμε ότι ο συγγραφέας αρνείται να συμπεριλάβει τους προαναφερθέντες μεταξύ των πατριωτών, αναγνωρίζοντας ότι η αγάπη προς τον θεό ή τους θεούς των πατέρων βρίσκεται σε στενή αλληλεξάρτηση με την αγάπη προς την γη των πατέρων, όπως επακριβώς διδάσκει μέχρι τις ημέρες μας η Ιστορία και η Κοινωνιολογία, η Θεολογία και η Ψυχολογία. Οι θεοί και οι άγιοι, εξάλλου, είναι οι πολιούχοι κάθε λαού.

Έχοντας πάντοτε στον νου μας το είδος των ανθρώπων που μελετά ο συγγραφέας, εύκολα θα προσεγγίσουμε την πέμπτη παράγραφο τού έργου του, όπου η προσπάθεια τής ατομικής – πνευματικής ή υλικής – βελτίωσης τού πατριώτη αποβλέπει στην επωφελή προς χάριν τής πατρίδας δράση του. Εδώ θίγεται και το εξόχως αντικοινωνικό φαινόμενο τής αχαριστίας, είτε προς τον συμπολίτη είτε προς τον γονέα είτε προς την πατρίδα, θλιβερό απότοκο τής κακής ή ελλιπούς ή ανύπαρκτης παιδείας, το οποίο καταδικάζεται αυστηρά από τους δίκαιους νόμους των σοβαρών, αξιοπρεπών και πολιτισμένων πατρίδων, ενώ παραβλέπεται – ενίοτε ίσως και να υποκινείται – από εξαθλιωμένες, καχεκτικές και εξευτελισμένες κοινωνίες ανδραπόδων. Όπως, λοιπόν, οι δίκαιοι νόμοι θεσπίζονται από στοργικές πατρίδες και διαμορφώνουν ενάρετους πατριώτες, έτσι και οι πρόστυχοι νόμοι επιβάλλονται από υπόδουλες χώρες σε αναξιοπρεπή ανδρείκελα. Η ποιοτική σχέση πατρίδας και πολίτη είναι αμοιβαία.

Η έκτη και η έβδομη παράγραφος συνδέουν τον πατριωτισμό με την ξενιτειά και περιγράφουν τον τρόπο κατά τον οποίο ενεργεί ο έντιμος και υπερήφανος μετανάστης, αφενός θύμα κάποιας αδήριτης ανάγκης – κοινωνικής, οικονομικής, εκπαιδευτικής – και αφετέρου αθεράπευτος νοσταλγός τής πατρώας γης και των οικείων προσώπων. Αυτός ο μετανάστης, σε αντίθεση με τον ψυχρό υλιστή τής επόμενης παραγράφου, φεύγει αναγκαστικά προκειμένου να επιστρέψει οικειοθελώς, και δεν φεύγει οικειοθελώς φοβούμενος μήπως επιστρέψει αναγκαστικά. «Η ξενιτειά είναι όνειδος» γιά τον ίδιο και γιά την οικογένειά του, και γι’ αυτόν τον λόγο θέτει εξαρχής τον ατομικό περιορισμό του στην διαμονή του στον ξένο τόπο, ορίζει επακριβώς τους στόχους του, καθορίζει την πορεία του χρονικά και χωρικά, και τελικός σκοπός του είναι η επιστροφή στην πατρίδα, ανεξαρτήτως των επιλογών τής μοίρας, η οποία συχνά είναι πολύ σκληρή.

Στον αντίποδα των ενάρετων μεταναστών τοποθετούνται οι επήλυδες, οι νόθοι, οι απάτριδες, (πργφ. 8) ανθρώπινα όντα που δομούν τον βδελυρό βίο τους αποκλειστικά επάνω στις ανάγκες τής κοιλιάς και των γεννητικών μορίων τους, αμνήμονες και αχάριστοι, ασεβείς προς την πατρίδα και τους προγόνους τους, και συνεπώς ασεβέστατοι έναντι των ξένων πατρίδων και των φιλόξενων ανθρώπων. Με εμφανή απέχθεια ο Λουκιανός τούς παρουσιάζει συνοπτικά αλλά εύστοχα στην αρχή τής όγδοης παραγράφου τού κειμένου του, ενώ αμέσως μετά επανέρχεται στους ευυπόληπτους μετανάστες γιά να προβάλει ακόμη ένα στοιχείο τής ευγενούς συμπεριφοράς τους στο εξωτερικό, εκείνο τού σθεναρού και μετά παρρησίας εγκωμιασμού τής πατρίδας τους σε κάθε ευκαιρία, καθώς και τον διακαή πόθο τους γιά την επιστροφή στην πατρίδα, αφού γι’ αυτούς τους πατριώτες η ξενιτειά είναι μορφή εξορίας (πργφ. 9) και η εξορία είναι βαρύτατη τιμωρία γιά τους θνητούς.

Στο τελευταίο τμήμα τού επιλόγου του ο συγγραφέας αναδεικνύει την ύψιστη μορφή φιλοπατρίας, που είναι η συμμετοχή τού πολίτη στους ένοπλους αγώνες τής πατρίδας του και η ενδεχόμενη θυσία τής ζωής του γιά χάρη τής προγονικής γης. Όσο πολυτιμότερη είναι μία πατρίδα, τόσο προθυμότεροι να την υπερασπιστούν είναι οι πολίτες της, και το αντίστροφο. Η σχέση είναι και πάλι αμοιβαία. Όταν ο δειλός μεταβάλλεται σε ανδρείο προκειμένου να υπερασπιστεί την τιμή τής πατρίδας του, κάθε άλλη δειλία του συγχωρείται, αλλιώς συγκαταλέγεται δικαιολογημένα μεταξύ των άτιμων και των αρνησιπατρίδων, δίπλα στους δήθεν στρατευόμενους, στους δολίως αστράτευτους και στους ασυνείδητους «αντιρρησίες συνειδήσεως». Αυτό, βέβαια, συμβαίνει στις υπερήφανες πατρίδες, διότι στις παρηκμασμένες συνηθίζεται όλοι οι προαναφερόμενοι να λαμβάνουν ζηλευτά δημόσια αξιώματα και να πλουτίζουν αναιδώς ενόσω οι συμπολίτες τους πολεμούν και πεθαίνουν.
---------------------------
Ενδεικτική Βιβλιογραφία

Α’. Βιογραφίες γιά τον Λουκιανό:

CROISET M., Essai sur la vie et les œuvres de Lucien, Paris, 1882.
SCHWART J., Biographie de Lucien de Samosate, Bruxelles-Berchem, 1965.

Β’. Το συγγραφικό έργο τού Λουκιανού:

ΚΟΝΔΥΛΑΚΗΣ Ι., Λουκιανού Άπαντα, εκδ. Φέξης, Αθήνα, 1910-1911.
JACOBITZ C., Lucani Samosatensis opera, I-IV, Lipsia, 1834-41.
Luciano de Samosata – Obras, Editorial Gredos, Madrid, 1988-1997.
MACLEOD M. D., Luciani opera, I-III, Oxford, 1972-80.

Γ’. Μελέτες γιά τον Λουκιανό:

BALDWIN B., Studies in Lucian, Toronto, 1973.
CASTER M., Lucien et la pensée religieuse de son temps, Paris, 1937.
JONES C. P., Culture and Society in Lucian, Cambridge, MA: Harvard University Press, 1986.
MATTIOLI E., Luciano e l’ umanesimo, Napoli, 1980.
PERETTI A., Luciano un intellettuale greco contro Roma, Firenze, 1946.
ROBINSON C., Lucian and His Influence in Europe, London, 1978.
---------------
[1] Η ακόλουθη μετάφραση βασίστηκε στο αρχαιοελληνικό πρωτότυπο κείμενο τής ψηφιακής βιβλιοθήκης «Perseus».
[2] Όμηρος, «Οδύσσεια», ι, 34.
[3] Εννοείται: από προγενέστερους συγγραφείς.
[4] Δηλαδή: από όσα όμορφα και εντυπωσιακά είδαν σε άλλους τόπους.
[5] Ο Λουκιανός θεωρεί ότι η τιμή, που οφείλουμε προς την πατρίδα μας, δεν εξαρτάται από το βαθμό τού πλούτου ή τής δόξας της, αλλά από στοιχεία που ο ίδιος εκλαμβάνει ως πολύ σημαντικότερα και αναφέρει σε άλλα σημεία τού κειμένου του (παράγραφοι 1, 4, 8).
[6] Εννοείται: από το συναίσθημα.
[7] Από το ουσιαστικό «πατήρ» (πατέρας) προέρχεται το αρχικώς επίθετο και ακολούθως ουσιαστικό «πατρίς» (πατρική / πατρική γη / πατρίδα).
[8] Δηλαδή: οι ξένοι μετανάστες.
[9] Δηλαδή: εκ φύσεως μη γνήσιοι πολίτες. Ο Luigi Settembrini (Opere di Luciano voltate in italiano, Volume terzo, “Encomio della Patria”, Felice Le Monnier, Firenze, 1862) μεταγλωττίζει τον όρο ως «bastardi» και ο Andrés Espinosa Alarcón (Biblioteca Clásica Gredos, 42, Luciano, Obras, I, “Elogio de la Patria”, Madrid, 1996) ως «bastardos».
[10] Βλέπε: Θουκυδίδης, «Ιστορία», Α, 1.
[11] Έμμεση αναφορά στον Οδυσσέα και στις περιπέτειές του.
[12] Όμηρος, «Οδύσσεια», α, 58.
[13] Ο Andrés Espinosa Alarcón (ό.π.) σημειώνει ότι η τελευταία φράση τού κειμένου, ο λεγόμενος «κολοφώνας», ανήκει σε κάποιο άγνωστο στις ημέρες μας αρχαιοελληνικό έργο.
[14] Τα Σαμόσατα τής τότε εξελληνισμένης και γι’ αυτόν τον λόγο ακμάζουσας Συρίας.
[15] Πρόσφατο χαρακτηριστικό παράδειγμα εξωφρενικής παρερμηνείας τού όρου «πατριωτισμός», κατόπιν εσκεμμένης αποφυγής τής ετυμολογίας του, αποτελεί το ακόλουθο: «Πατριωτισµός σηµαίνει πολιτικός αγώνας για τη διαφύλαξη και ενδυνάµωση: α) των δηµοκρατικών και κοινωνικών δικαιωµάτων του λαού· β) των δικαιωµάτων και δυνατοτήτων της χώρας στο διεθνές σύστηµα» (Ν. Κοτζιάς, Πατριωτισμός και Αριστερά, εκδ. Πατάκης, Αθήνα, 2014). Ο «πατριωτισμός» εμφανίζεται να «ερμηνεύεται» χωρίς καμμία αναφορά στους όρους «πατρίδα» και «πατέρας», ενώ ο αγώνας, που εκ φύσεως τον συνοδεύει, περιορίζεται μόνον στον χώρο τής πολιτικής και μόνον στα πλαίσια τού δημοκρατικού πολιτεύματος κατά τρόπο που αγνοεί προκλητικά – ίσως και ύποπτα – τα ιστορικά και κοινωνικά δεδομένα χιλιετιών.

Η ψυχολογική σημασία του να μιλάμε στα παιδιά την γλώσσα της αλήθειας

Πόσο ειλικρινείς ειμαστε με τα παιδια μας;
Πόσο αποκαλυπτικοι ειμαστε των οσων σκεφτόμαστε, αισθανόμαστε και πραττουμε;
Και πόσο απαιτητικοι ειμαστε εμεις αντιστοιχα από εκεινα για τις δικες τους πραξεις, τις δικες τους κουβέντες, τα δικα τους συναισθηματα;

Λεμε συχνα «τι είναι αυτό που κανεις!», «τι είναι αυτά που λες!» ή «τι κουβέντες είναι αυτές;»… Εχουμε την προσδοκια, αν όχι την απαιτηση, τα παιδια μας να τα κανουν όλα σωστα, να είναι τα καλυτερα παιδια, αλλα αυτό -αυτές οι προσδοκίες- τα γεμιζουν αγχος και συχνα ενοχες.

Σε κάθε περιπτωση εμεις ως γονεις λειτουργούμε ως προτυπα για τα παιδια μας και μαλιστα τα σημαντικοτερα (ευτυχως!). Ως προτυπα τους λοιπον, πρεπει να δινουμε το καλο παράδειγμα. Και αυτό ισχυει και για τα θεματα της επικοινωνιας.

Να λεμε την αληθεια, χωρις φοβο και παθος, τουλάχιστον σε ότι τα αφορα, κι όχι παραμυθια.

Να τους εξηγουμε το πως εχουν τα πραγματα με απλα λογια κατανοητα. Και τελος να τα αφήσουμε να νοιώσουν ότι θελουν γι’αυτα που ακουσαν -χαρα, λυπη, θλιψη, φοβο, θυμο, αγωνια, λαχταρα, ανακουφιση…- κι ας τα βοηθήσουμε μετα να εκφραστουν.

Μιλαω – Ακουω – Κατανοω (και αντιστροφα)

Υ.Γ: θα εκπλαγείτε ευχαριστα από την ανταποκριση των παιδιων…

Ο ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Οι τόποι όπου διακυβεύεται η τύχη των ηρώων είναι συχνά εξίσου σημαντικοί με αυτή την ίδια την τύχη. Ο Οιδίπους γεννήθηκε, έζησε και πέθανε μεταξύ Κορίνθου, Θήβας και Αθήνας.

Ολόκληρη η ζωή του κύλησε ανάμεσα στις δύο πρώτες πόλεις, σε μια εναγώνια αναζήτηση των πραγματικών γονιών του και του ίδιου του εαυτού του.

Το δράμα του, η κατάρα του, το τρομερό του πεπρωμένο ξετυλίχτηκε σε μια μικρή γωνία της γης. Η αληθινή μοίρα του Οιδίποδα ήταν να εξερευνήσει το μυστήριο, όχι τόσο του θανάτου όσο της ύπαρξής του. Ποιοί ήταν οι πραγματικοί του γονείς; Κι εκείνος ποιός ήταν; Γιατί έζησε όλη του τη ζωή αγνοώντας την αληθινή του καταγωγή; Και γιατί οι Θεοί του επεφύλαξαν μια τέτοια φρικτή μοίρα;

Ο Οιδίποδας ήταν απόγονος του Κάδμου, του ίδιου Κάδμου που είχε νικήσει τον Δράκοντα, είχε σπείρει τα δόντια του και είχε ιδρύσει την Θήβα. Σ΄αυτή την πόλη, λοιπόν, έζησαν οι πρόγονοι του Οιδίποδα: ο παππούς του Λάβδακος και ο πατέρας του Λάϊος.

Όπως συνέβη και στον Θησέα, αλλά με ακόμη πιο ξεκάθαρο τρόπο, η γέννηση του Οιδίποδα σφραγίστηκε με το σημάδι της θεϊκής κατάρας. Ένας χρησμός είχε προειδοποιήσει τον Λάϊο να μην τεκνοποιήσει, γιατί ο γιός που θα ερχόταν στον κόσμο θα τον σκότωνε. Ο Λάϊος, όπως και ο Αιγέας, αγνόησε τον χρησμό...

Ωστόσο, αργότερα, μάλλον φοβήθηκε τις συνέπειες της πράξης του και αποφάσισε να εγκαταλείψει το παιδί πάνω στον Κιθαιρώνα, όχι μακριά από τη Θήβα. Τού τρύπησε τους αστραγάλους, πέρασε ένα σκοινί από τις τρύπες που άνοιξε και το έδωσε σ’ έναν υπηρέτη του με εντολή να αφήσει το βρέφος στο βουνό.

Ο υπηρέτης το λυπήθηκε και το παρέδωσε σ’ έναν βοσκό που συνάντησε και ο οποίος φύλαγε τα πρόβατα του βασιλιά της Κορίνθου Πόλυβου( σύμφωνα με την εκδοχή του Σοφοκλή στην τραγωδία του Οιδίπους Τύραννος, αφού όλες οι υπόλοιπες, άσχετα με τις λεπτομέρειες καταλήγουν στο ίδιο αποτέλεσμα).

Η εγκατάλειψη ενός βρέφους στη φύση για να κατασπαραχθεί από τα άγρια ζώα είναι μια πρακτική που φαίνεται βάρβαρη, αλλά ήταν αρκετά διαδεδομένη καθ’ όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας- και όχι μόνο. Μ’ αυτόν τον τρόπο απέφευγαν την άμεση παιδοκτονία και άφηναν στο δύστυχο θύμα μια πιθανότητα επιβίωσης, ισχνή βεβαίως. Αποτελούσε παράδοση-στους μύθους των ηρώων- είτε μιλάμε για τον Οιδίποδα είτε για τον Κύρο, τον Ρωμύλο και τον Ρέμο- να αφήνονται στα χέρια της τροφοδότριας Γης και να σώζονται χάρη σε μια θαυματουργή παρέμβαση.

Αν δεν τους μάζευε κάποιος ξένος, αναλάμβανε ένα ζώο να τους θρέψει και να τους προστατέψει. Έχοντας, έτσι, υποβληθεί στη δοκιμασία της γης, το παιδί που γλίτωνε σήμαινε ότι είχε κληθεί για ένα υψηλό πεπρωμένο. Αυτό συνέβη και στον Οιδίποδα. Τον περιμάζεψε ο βοσκός και τον πήγε στον αφέντη του, τον βασιλιά Πόλυβο. Τα τρυφερά ποδαράκια, βάναυσα κακοποιημένα είχαν ήδη πρηστεί και το όνομα που σκέφτηκε ο Πόλυβος ήταν Οιδίπους- αυτός με τα πρησμένα πόδια.

Ο Οιδίπους πέρασε μια ανέφελη παιδική ζωή, με τους ανθρώπους που πίστευε ως φυσικούς γονείς του, με το Πεπρωμένο να τον κοιτά αθέατο, από απόσταση.

Κάποια μέρα, ο Οιδίπους κορόιδεψε κάποιον μεθυσμένο. Εκείνος τον αποκάλεσε «έκθετο», ο Οιδίπους ρώτησε τον Πόλυβο, που αρνήθηκε να απαντήσει ευθέως και χωρίς να χάσει χρόνο πήγε στους Δελφούς για να συμβουλευτεί το μαντείο και να βγάλει άκρη.

Ή πηγαίνοντας ή επιστρέφοντας (ανάλογα με την εκδοχή), ο Οιδίπους επέλεξε έναν πολύ στενό δρόμο στην διαδρομή Δελφοί- Δαυλίδα (σημερινή Δαύλεια), ένα μονοπάτι στην ουσία που διέσχιζε το βουνό κάνοντας κύκλο. Άξαφνα, είδε να πλησιάζει ένας αριθμός ανδρών, που μετέφεραν κάποιον σε ένα φορείο. Κάποιος από αυτούς τού είπε να κάνει στην άκρη και, θεωρώντας ότι δεν τον άκουσε, τον χτύπησε. Ο Οιδίπους εξεμάνη.

Επιτέθηκε, σκότωσε αυτόν που τον είχε χτυπήσει και στη συνέχεια όρμησε εναντίον των υπολοίπων, σκοτώνοντας άλλους τέσσερις. Μαζί και εκείνον που μετέφεραν. Ύστερα εξακολούθησε το δρόμο του, κάνοντας προσπάθεια να ηρεμήσει. Ο νεκρός του φορείου ήταν ο Λάϊος...

Το μαντείο των Δελφών τού είχε πει ότι θα σκοτώσει τον πατέρα του και ο Οιδίπους, δυστυχισμένος, δεν ήθελε να επιστρέψει στην Κόρινθο. Πήρε το δρόμο που οδηγούσε στη Θήβα. Λίγο έξω από την πόλη συνάντησε τη Σφίγγα.

Η Σφίγγα, με γυναικείο πρόσωπο και μπούστο, είχε πόδια και ουρά λιονταριού και έφερε φτερά. Έλεγαν ότι ήταν κόρη του Τυφώνα και της Έχιδνας, αλλά σύμφωνα με μια άλλη παράδοση ήταν νόθα κόρη του Λάϊου. Είχε διαλέξει για κατάλυμα ένα βράχο κοντά στη Θήβα, από όπου περνούσε ο δρόμος που οδηγούσε στην πόλη. Η Σφίγγα σταματούσε όλους τους περαστικούς και απαιτούσε να βρίσκουν λύση σε πολύπλοκους γρίφους. Όποιος δεν έβρισκε τη λύση έβρισκε τον θάνατο: η Σφίγγα τον έτρωγε.

Ο κίνδυνος ήταν τόσο μεγάλος, που η βασίλισσα Ιοκάστη, γυναίκα/χήρα του Λάϊου έφτασε στο σημείο να προσφέρει το θρόνο της Θήβας σε όποιον απαντούσε σωστά και εξολόθρευε το τέρας.

Η Σφίγγα σταμάτησε τον Οιδίποδα και τον ρώτησε:

«Ποιό είναι το πλάσμα που το πρωί περπατά με τέσσερα, το μεσημέρι με δύο και το βράδυ με τρία πόδια;»

Εκείνος απάντησε αμέσως: «Ο άνθρωπος. Περπατά στα τέσσερα όταν είναι μικρός, στα δύο όταν μεγαλώσει και στα τρία όταν γεράσει, αφού χρησιμοποιεί μπαστούνι».

Η Σφίγγα εκνευρισμένη ζήτησε να λυθεί και δεύτερος γρίφος:

«Ποιές είναι οι δύο αδελφές που γεννούν η μία την άλλη και η δεύτερη γεννά με τη σειρά της την πρώτη;»

Και πάλι ο Οιδίπους απάντησε γρήγορα: «Η νύχτα και η ημέρα».

Η Σφίγγα απελπίστηκε, γκρεμίστηκε από τον βράχο και σκοτώθηκε.

Αυτό το πασίγνωστο επεισόδιο έχει ένα ολοφάνερο νόημα: η απάντηση στην ερώτηση της Σφίγγας (και στην αναζήτηση του Οιδίποδα, την οποία, σε μια καίρια στιγμή, συνοψίζει και συμβολίζει) είναι ο άνθρωπος. Για να ανακαλύψει τον εαυτό του ξεκίνησε την περιπλάνησή του ο Οιδίπους. Γύρευε τον πατέρα, τη μητέρα, γύρευε τις ρίζες του, δηλαδή, ο συμβολισμός εδώ είναι η γνώση της αληθινής του φύσης.

Ωστόσο, ο μύθος περικλείει κι άλλο ένα νόημα. Ο Οιδίπους συμβολίζει τον ίδιο τον άνθρωπο. Το μυστικό της ζωής του, της ασύνειδης και τραγικής, είναι το ίδιο με το μυστικό της ανθρώπινης φύσης, το οποίο η συνείδηση αγωνίζεται τις περισσότερες φορές να καταπνίξει, ενώ ο μύθος το φανερώνει με μεταφορικό λόγο. Επειδή ο Οιδίπους ήταν ο μόνος που εξιχνίασε το μυστικό της Σφίγγας και το μυστήριο του ανθρώπου, υπήρξε συγχρόνως ο μόνος που οδήγησε ως τα άκρα την ζήτηση της τρομερής, μα αναπόδραστης αλήθειας. Από τους αρχαίους ακόμη χρόνους θεωρήθηκε ως ένας ήρωας καθ’οδόν προς την επίγνωση.

Ο Οιδίπους μετά τη νίκη του μπήκε θριαμβευτής στη Θήβα, παντρεύτηκε την Ιοκάστη και βασίλεψε στην πόλη. Απέκτησε τρία παιδιά: την Αντιγόνη, τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη( η Ισμήνη είναι επινόηση του Σοφοκλή) και άρχισε γαληνεμένος να απολαμβάνει την ευτυχία. Ήταν ο σωτήρας της πόλης, βρισκόταν στο απόγειο της δόξας του. Ο μόνος εφιάλτης, σπρωγμένος όλο και πιο βαθιά στα μύχια της ψυχής του, παρέμενε ο χρησμός των Δελφών και ο Οιδίπους δεν σκόπευε να πάει ποτέ στην Κόρινθο όσο ζούσε ο Πόλυβος.

Τα χρόνια πέρασαν και τα παιδιά του μεγάλωσαν. Φαινομενικά όλα ήταν γαλήνια μέχρι που ενέσκηψε λοιμός στην πόλη. Ο λοιμός για τους αρχαίους Έλληνες ήταν σημάδι στίγματος, ηθικού και κοινωνικού, έτσι, η μόνη οδός ήταν το μαντείο των Δελφών. Ο χρησμός ήταν αδυσώπητος:

ένας άνθρωπος, κάτοικος της πόλης, την κηλίδωνε με την παρουσία του. Ο φονιάς του Λάϊου ζούσε ανάμεσά τους, ζωντανός. Όσο θα ζούσε, ο λοιμός και η ακαρπία θα ρήμαζαν την πόλη.

Ο ίδιος ο Οιδίπους ανέλαβε να διεξαγάγει τις έρευνες. Ήθελε να βρει το φονιά, αυτόν που μίαινε ολόκληρη τη Θήβα, τη δική του πόλη- το βασίλειό του, τον κόσμο του.

Από αυτό το σημείο, η τραγωδία του Σοφοκλή εκτυλίσσεται ως ένα αστυνομικό έργο, η πλοκή του οποίου σφίγγει ολοένα και περισσότερο γύρω από τον Οιδίποδα. Το δράμα ξεκινά όταν μαθαίνει ότι ο φονιάς του Λάϊου είναι ο ίδιος, αντιλαμβανόμενος ότι είναι βασιλοκτόνος, αγνοώντας ότι είναι και πατροκτόνος.

Η αλήθεια και η φρίκη κατοικούν πλέον στο σπίτι του. Η Ιοκάστη προαισθάνεται την αλήθεια. Μέσα στην απελπισία της αυτοκτονεί, αλλά ο Οιδίποδας στρίβει το μαχαίρι της αλήθειας μέχρι το κόκκαλο. Επιθυμεί να φτάσει ως το τέρμα, να μάθει την παραμικρή ανατριχιαστική λεπτομέρεια του μισερού πεπρωμένου του.

Ρωτά, ανακρίνει, δεν αφήνει τίποτε στη σκιά. Όλοι οι μάρτυρες των κρίσιμων στιγμών της ζωής του, ο υπηρέτης του Λάιου που τον είδε να σκοτώνει τον κύριό του, ο βοσκός που τού έσωσε τη ζωή στο βουνό, βρίσκονται μπροστά του- μάρτυρες κατηγορίας, αν και θα ήθελαν να σωπάσουν, να ξεχάσουν, να συνεχίσουν να ζουν.

Ο Οιδίπους βιάζει τις συνειδήσεις, θηρεύει την αλήθεια, ακόμη κι όταν κρύβεται στο σκοτάδι. Μαθαίνει ποιός είναι με τεράστιο κόστος, τόσο μεγάλο και τρομερό, που κανείς άλλος στη θέση του δεν θα ξεσκέπαζε. Αλλά ο Οιδίπους, ο ήρωας, ο συνειδητός άνθρωπος που αναζητά την αλήθεια είναι ένας και μοναδικός.

Ο ΜΑΝΤΗΣ ΜΕΛΑΜΠΟΔΑΣ

<Ο Μελάμποδας και οι Προιτίδες στον ναό της Άρτεμης.

Ο Μελάμποδας, ο μεγάλος μάντης, ο άνθρωπος με τα μελανά πόδια, που σύμφωνα με το μύθο η μητέρα του μόλις γεννήθηκε ενώ τον έβαλε στη σκιά ξέχασε τα πόδια του στον ήλιο, ήταν γιος του Αμυθάονα και της Ειδομένης, από το γένος του Κρηθέα και της Τυρώς. Από το γάμο του με μια από τις κόρες του Προίτρου απέκτησε τον Μάντιο, τον Αντιφάτη, τον Άβαντα, την Προνόη και την Μαντώ. Όταν ήταν παιδί βρήκε ένα σκοτωμένο φίδι, το οποίο έθαψε σε κορμό δέντρου. Τα μικρά του φιδιού για να τον ανταμείψουν για την πράξη του, αφού και τα ίδια τα μεγάλωσε, καθάρισαν με τη γλώσσα τους τα αυτιά του κι ο Μελάμποδας μετά από αυτό μπορούσε να καταλαβαίνει τη γλώσσα των πουλιών και όλων των ζώων. Εκτός από μάντης, ήταν γιατρός και ιερέας, ο οποίος υπέβαλε σε καθαρμό τους αρρώστους μέσα από μαγικά βότανα.

Ο ίδιος με τον αδερφό του τον Βίαντα έφυγαν από τη Θεσσαλία και πήγαν στην Πύλο, στο θείο τους το Νηλέα, όπου ο Βίαντας θέλησε να παντρευτεί την Πηρώ την κόρη του Νηλέα. Εκείνος όμως του ζήτησε για αντάλλαγμα τα βόδια του Φύλακου, ή σύμφωνα με άλλους του Ίφικλου του γιου του Φύλακου. Τα βόδια φυλάσσονταν από ένα σκυλί τόσο καλά, ώστε κανένας δεν μπορούσε να τα πάρει. Ο Βίαντας ζήτησε τη βοήθεια του Μελάμποδα άν και προέβλεψε πως για να πάρει τα βοδια έπρεπε να μείνει στη φυλακή για ένα χρόνο όπως και έκανε σε μια μικρή καλύβα. Στην καλύβα άκουσε τα σκουλήκια που έτρωγαν ένα δοκάρι της στέγης να λένε πως το ξύλο γινόταν εξαιρετικά λεπτό κι η καλύβα θα κατέρρεε. Απαίτησε, τότε, να τον μεταφέρουν σε άλλη καλύβα. Ο Φύλακας αναγνωρίζοντας πως είχε να κάνει με ένα σπουδαίο μάντη, του ζήτησε να θεραπεύσει το γιο του Ίφικλο, όπως και έγινε, και για ανταμοιβή του έδωσε τα βόδια.

Αλλά και ο Προίτος, ο βασιλιάς του Άργους, του γύρεψε να θεραπεύσει τις κόρες του, οι οποίες πίστευαν πως ήταν αγελάδες. Ο Μελάμποδας του το υποσχέθηκε και ζήτησε το ένα τρίτο του βασιλείου. Ο Προίτος αρνήθηκε αλλά όταν η αρρώστια των παιδιών του χειροτέρεψε δέχτηκε τους όρους. Ο Μελάμποδας τις κυνήγησε στο βουνό και τις υπέβαλε σε καθαρμό με μαγικές ιεροτελεστίες. Θεραπεύτηκαν όλες εκτός από την Ιφινόη, η οποία πέθανε από κούραση. Ο Προίτος έδωσε τις άλλες δυο κόρες του την Ιφιάνασσα και την Λυσίππη στον Βίαντα και τον Μελάποδα κι έτσι οι απόγονοι του Αμυθάοντα βασίλεψαν στο Άργος.

Στο μύθο των Αμυθαονιδών υπάρχουν ενδείξεις για μετακινήσεις αχαϊκών φυλών - τουλάχιστον από τη Θεσσαλία στην Πελοπόννησο- και την εγκατάστασή τους αρχικά στη Μεσσηνία και Τριφυλία και αργότερα στην Αργολίδα όπου εγκαθίδρυσαν ειρηνικά αχαϊκές δυναστείες. Τα φίδια τα όπου καθαρίζουν την ακοή κάποιου καθιστώντας τον ικανό να καταλαβαίνει τη γλώσσα των πουλιών και των ζώων, τα συναντάμε στην Κασσάνδρα και τον Έλενο, καθώς και σε πολλές αρχαίες διηγήσεις και νεότερα παραμύθια σε διάφορες παραλλαγές. Και στους μύθους των άλλων μεγάλων μάντεων, του Ίαμου, του Μόψου, του Πολύιδου, του Τειρεσία, τα φίδια παίζουν ένα σημαντικό ρόλο. Ο μυθος του Μελάμποδα σχηματίστηκε αρχικά έξω από την επίδραση της απολλώνιας θρησκείας, της οποίας το ιερατείο έκανε προσπάθειες να προσδέσει και τον Μελάμποδα στο άρμα του θεού της , που αποτελούσε το κατεστημένο της μαντικής.

Ο Μελάμποδας, όπως φαίνεται, ήταν απόστολος της λατρείας του Διονύσου. Η συγγένεια του Διονύσου με τις χθόνιες θεότητες εξηγεί την προέλευση της μαντικής ικανότητας του Μελάμποδα. Το δώρο της πρόγνωσης το παίρνει από τη γη, από όπου πηγάζει κάθε γνώση και κάθε αλήθεια. Και τα φίδια τα οποία καθάρισαν την ακοήυ του είναι κατεξοχήν χθόνια στοιχεία. Ο Μελάμπους είναι πάνω απ΄ όλα ένας γιατρός της ψυχής και του σώματος, που χρησιμοποιεί τη μαντική του για να ανακαλύψει τις αιτίες των ασθενειών, όσο και τα φάρμακα που θα τις θεραπεύσουν. Τέτοιο είναι και το "μελαμπόδιον", είδος ελλεβόρου (σκάρφης), που το χρησιμοποιούσαν για να θεραπεύσουν τις ψυχικές παθήσεις.

Όσο για την κλοπή των βοδιών, η υποχρέωση του γαμπρού να εκτελέσει έναν προκαθορισμένο και εξαιρετικά δύσκολο άθλο, που συνδυάζεται με την απαίτηση επιθυμητών "έδνων" από τον μέλλοντα πεθερό. Έτσι, ο πατέρας της νύφης, μαζί με το πολυπόθητο κοπάδι, αποκτά κι έναν άξιο γαμπρό, γιατί για να έχει περάσει τη δοκιμασία, θα πει πως διαθέτει δύναμη, εξυπνάδα, τόλμη, ίσως και την εύνοια κάποιου θεού, όλες δηλαδή τις αρετές που ανταποκρίνονταμ στο ιδεώδες του αγαθού άνδρα της εποχής. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η ωραία Πηρώ είναι το έπαθλο της λεβεντιάς.

Σε αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ο Μελάμπους παίρνει, όπως είχε προσυμφωνηθεί, τα δυο τρία του βασιλείου του Προίτου, που τα μοιράζεται με τον αδελφό του τον Βίαντα, ευεργετώντας τον γι΄ άλλη μια φορά. Οι δυο Αμυθαονίδες παντρεύονται τις θυγατέρες του Προίτου. Εγκαθιδρύεται έτσι στο Άργος μια τριπλή ηγεμονία από Μελαμποδίδες, Βιαντίδες και Προιτίδες, που διαρκεί για ένα μεγάλο διάστημα. Στο σημείο αυτό ο μύθος παρουσιάζει ορισμένες αντιφάσεις. Ο Βίας εδώ, παντρεύεται την Λυσίππη, ενώ η προηγούμενη περιπέτεια του Μελάμποδα στη Φυλάκη, όπως είδαμε, δεν απέβλεπε παρά στο να πάρει τελικά γυναίκα του ο Βίας την κόρη του Νηλέα, την ωραία Πηρώ. Ή θα έπρεπε, λοιπόν, να είχε πεθάνει η πρώτη γυναίκα του ή την είχε χωρίσει, κάτι το οποίο δεν μαρτυρείται πουθενά. Αντίθετα, στην κορυφή του γενεαλογικού δέντρου των Βιαντιδών ως μητέρα παραδίδεται ομόφωνα η Πηρώ.

Τέλος στα σφραγίσματα βάζουν τα βλαστοκύτταρα

Η οδοντιατρική θεραπεία με βλαστοκύτταρα θα υποκαθιστά στο μέλλον τα κλασικά σφραγίσματα ή αλλιώς τις εμφράξεις των δοντιών, διαπιστώνει μια νέα έρευνα επιρημόνων του Πανεπιστήμιου Όρεγκον των ΗΠΑ, με επικεφαλής τη Δρ. Χρύσα Κιούση, πρώην υπότροφο του Ινστιτούτου Παστέρ της Αθήνας και τον συνεργάτη της Μαρκ Λιντ.

Η Δρ. Κιούση και οι συνεργάτες της εντόπισαν το γονίδιο Ctip2, το οποίο ελέγχει την ανάπτυξη της αδαμαντίνης (το σκληρό εξωτερικό επίστρωμα του δοντιού) και δεν μπορεί να ανακτηθεί με φυσικό τρόπο, όταν καταστρέφεται από την τερηδόνα.

Η αδαμαντίνη όπως λέει, είναι ο σκληρότερος ιστός του σώματος και αρχίζει να σχηματίζεται όταν ο άνθρωπος είναι ακόμη έμβρυο. Όταν τα δόντια μας σχηματιστούν πλήρως, αναδύεται μέσα από τα ούλα, ενώ τα κύτταρα που σχηματίζουν την αδαμαντίνη πεθαίνουν, καθιστώντας πλέον αδύνατη την αναπαραγωγή της. Ο έλεγχος του γονιδίου Ctip2, σε συνδυασμό με τη χρήση βλαστοκυττάρων, μπορεί να κάνει πραγματικότητα την τεχνητή δημιουργία λειτουργικών δοντιών.

Ταυτόχρονα, η γνώση αυτή, μπορεί να είναι χρήσιμη για την ενίσχυση της υπάρχουσας αδαμαντίνης και για την επισκευή της, βάζοντας τέλος στην τερηδόνα και στην ανάγκη για σφραγίσματα με τροχό. Πρόκειται για μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση στην θεραπεία και την υγιεινή των δοντιών.

Ποιος, όμως, είναι ο τρόπος αναγέννησης της αδαμαντίνης με τροποποιημένα βλαστοκύτταρα; Σύμφωνα με τη Δρ. Κιούση, τα βλαστοκύτταρα αποσπούνται από την βάση του δοντιού. Το βλαστοκύτταρο καθοδηγείται γενετικά από το γονίδιο Ctip2, ώστε να αναπτυχθεί σε κύτταρο που παράγει αδαμαντίνη. Στη συνέχεια γίνεται έγχυση στην καθαρισμένη τρύπα του δοντιού και τα τροποποιημένα βλαστοκύτταρα θα αρχίσουν μόνα τους να παράγουν αδαμαντίνη για να καλύψουν την τρύπα.

Νέα θεωρία για τα πρώτα δευτερόλεπτα της Μεγάλης Έκρηξης

Ένα άγνωστο μέχρι σήμερα «επεισόδιο», το οποίο συνέβη ελάχιστες στιγμές μετά τη Μεγάλη Έκρηξη, έρχονται να προσθέσουν στην κοσμική ιστορία αμερικανοί επιστήμονες από το Εθνικό Εργαστήριο Brookhaven, το Εθνικό Εργαστήριο Επιταχυντή Fermi και το πανεπιστήμιο Stony Brook.
 
Το «επεισόδιο» αυτό έρχεται να συμπληρώσει την καθιερωμένη εικόνα που έχουν οι κοσμολόγοι για το σύμπαν, δηλαδή ότι λίγες στιγμές μετά τη Μεγάλη Έκρηξη, ο «κόσμος» γνώρισε μία σύντομη περίοδο εκθετικής διαστολής που ονομάζεται «εποχή του πληθωρισμού» και η οποία είναι υπεύθυνη για την ομοιογένεια που παρουσιάζει σήμερα.
 
Έτσι, όπως αναφέρει η επιστημονική ομάδα σε άρθρο της στο περιοδικό Physical Review Letters, στην κοσμική εξέλιξη ενδεχομένως υπήρξε και μία δεύτερη περίοδος απότομης επέκτασης.
 
Μάλιστα, σύμφωνα με τους επιστήμονες, αυτή η δεύτερη περίοδος θα μπορούσε να εξηγήσει την ποσότητα σκοτεινής ύλης στο σύμπαν.
 
Η επιστημονική κοινότητα δεν έχει καταφέρει μέχρι σήμερα να ανιχνεύσει τη σκοτεινή ύλη άμεσα, με συνέπεια η φύση της να είναι άγνωστη.
 
Ωστόσο, η ποσότητά της μπορεί να εκτιμηθεί από τη βαρυτική επίδραση που ασκεί σε κοσμικές δομές όπως οι γαλαξίες.
 
Έτσι, υπολογίζεται πως αυτή η «εξωτική» μορφή ύλης συνεισφέρει κατά 27% περίπου στη συνολική ύλη-ενέργεια του σύμπαντος.
 
Ένα ποσοστό πολλαπλάσιο από το περίπου 5%, το οποίο αντιστοιχεί στη συμβατική ύλη που μας περιβάλλει.
 
Εκτός από τη μυστηριώδη φύση της, ένα ακόμη πρόβλημα που δημιουργεί η σκοτεινή ύλη είναι πως αποτελεί εμπόδιο για ορισμένες θεωρίες που προσπαθούν να εξηγήσουν άλλα αινιγματικά φαινόμενα της φυσικής, όπως για παράδειγμα το γεγονός ότι η βαρύτητα είναι ασθενέστερη από τις υπόλοιπες θεμελιώδεις δυνάμεις.
 
Κι αυτό γιατί οι εν λόγω θεωρίες προβλέπουν μεγαλύτερη ποσότητα «εξωτικής» ύλης από αυτήν που παρατηρείται στο σύμπαν.
 
Η δεύτερη «εποχή του πληθωρισμού» λύνει όμως αυτό το πρόβλημα, με την παραδοχή πως μετά τη Μεγάλη Έκρηξη υπήρξαν δύο φάσεις βίαιης συμπαντικής διαστολής.
 
Η «εποχή» αυτή τοποθετείται ανάμεσα στην πρώτη έκρηξη, που συνέβη απειροελάχιστες στιγμές μετά τη Μεγάλη Έκρηξη, και τον σχηματισμό των πρώτων ελαφριών χημικών στοιχείων, όταν η ζωή του «κόσμου» δεν ξεπερνούσε τα λίγα δευτερόλεπτα ή λεπτά.
 
Σε αυτό το χρονικό διάστημα, αντί απλώς να ψύχεται όπως προβλέπει η καθιερωμένη θεωρία, το σύμπαν πέρασε από μία δεύτερη φάση σύντομων και απότομων διαστολών.
 
«Παρόλο που αυτές οι διαστολές δεν θα ήταν τόσο βίαιες όσο η αρχική, θα μπορούσαν να εξηγήσουν τη μικρότερη ποσότητα σκοτεινής ύλης», σημειώνει ο Χούμαν Νταβουντιάσλ, από το Εθνικό Εργαστήριο Brookhaven και μέλος της ομάδας.
 
Στις αρχικές στιγμές του σύμπαντος, όταν είχε θερμοκρασία δισεκατομμυρίων βαθμών Κελσίου και μικρό όγκο, τα σωματίδια σκοτεινής ύλης θα συγκρούονταν συχνά μεταξύ τους, με συνέπεια να αλληλοεξουδετερώνονται και να παράγουν σωματίδια συμβατικής ύλης.
 
Με την κοσμική διαστολή και ψύξη, οι συγκρούσεις θα γίνονταν ολοένα και λιγότερες.
 
Αυτή η εξέλιξη του σύμπαντος θα σήμαινε σταδιακή μείωση της συχνότητας αλληλεξουδετερώσεων των σωματίων σκοτεινής ύλης, κάνοντας ορισμένες θεωρίες να καταλήγουν σε έναν θεωρητικό υπολογισμό της σημερινής της ποσότητας ο οποίος υπερβαίνει το νούμερο που προκύπτει από τις παρατηρήσεις.
 
Ωστόσο, μία δεύτερη φάση από συμπαντικές εκρήξεις θα μπορούσε να συμβιβάσει αυτές τις θεωρίες με τα παρατηρησιακά δεδομένα, αφού θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μηχανισμός για τη μείωση της ποσότητάς της.
 
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, η θεωρία που προτείνουν δεν αποτελεί μεγάλη απόκλιση από το καθιερωμένο μοντέλο της κοσμολογίας, ενώ προβλέψεις της βρίσκονται μέσα στο όριο των ενεργειών που μπορεί να πετύχει ο Μεγάλος Επιταχυντής Αδρονίων στο CERN ή ο Σχετικιστικός Επιταχυντής Βαρέων Ιόντων στο Εργαστήριο Brookhaven.
 
Επομένως, οι δύο αυτές πειραματικές εγκαταστάσεις έχουν τη δυνατότητα να απαντήσουν για το αν όντως ισχύει ή όχι.