Η θεωρία του Πλάτωνα για την αναζήτηση του αγαθού δεν έχει να κάνει μόνο με τον κόσμο των ιδεών που υπερέχει από εκείνο των αισθήσεων, αλλά και με την έννοια της ολότητας που του αποδίδεται. Αν και ο Πλάτωνας δεν ξεκαθάρισε ποτέ επακριβώς τι ορίζει ως αγαθό, γίνεται αντιληπτό ότι πρόκειται για κάτι υπέρτατο, εξόχως πνευματικό, που καθορίζει τα πάντα και αφορά το σύνολο όχι μόνο της ανθρώπινης δράσης, αλλά της ζωής γενικότερα.
«Ο Πλάτωνας δε δίνει μια σαφή ερμηνεία για αυτόν τον όρο που είναι από τους βασικότερους στο φιλοσοφικό του σύστημα παρά αρκείται σε ορισμένους υπαινιγμούς. Αγαθόν πάντως είναι α) το είναι κι ό,τι διατηρεί το είναι· β) η τάξη, ο κόσμος και η ενότητα που διαπερνά και συνέχει την πολλαπλότητα· γ) ό,τι παρέχει την αλήθεια και την επιστήμη (Πολ. 509a). Η έκφραση αυτό το αγαθόν φαίνεται να δηλώνει την ύψιστη αρχή και την πηγή του όντος και της γνώσης».
Αυτή – η σχεδόν θεϊκή – απόδοση του αγαθού δεν αφορά μόνο τη δημιουργία και τη διατήρηση της ζωής (είναι κι ό,τι διατηρεί το είναι), αλλά και τη συνέχεια του κόσμου ως ρυθμιστής της πολλαπλότητας προς επίτευξη της τάξης. Η τάξη, οι νόμοι που διέπουν τον κόσμο είναι η εγγύηση της ενότητας, αφού αλλιώς η πολλαπλότητα (που καθορίζεται π.χ. από τις διαφορετικές καιρικές συνθήκες, την εναλλαγή της μέρας με τη νύχτα, την εναλλαγή των εποχών, τη διαφορετικότητα των ζωντανών οργανισμών και ούτω καθεξής) θα οδηγούσε στο ασυνάρτητο. Ο άνθρωπος, αν θέλει να προσεγγίσει την τελειότητα αυτής της σύνθετης τάξης που διέπει τον κόσμο (μέσω όλων των εκφάνσεων της πολλαπλότητας), δεν έχει άλλη επιλογή από το να καταφύγει στις ιδέες. Μόνο η γνώση και η επιστήμη μπορούν να αντιπαρατεθούν στο μεγαλείο της φυσικής ισορροπίας που κυβερνά τον κόσμο. Κι αυτός είναι ο λόγος που συγκαταλέγονται επίσης στον ορισμό του αγαθού (ό,τι παρέχει την αλήθεια και την επιστήμη), ως μοναδικό εργαλείο του ανθρώπου για να το κατανοήσει.
Από την πλευρά του, ο μεγάλος μαθητής του Πλάτωνα, ο Αριστοτέλης, διατηρεί σοβαρές επιφυλάξεις απέναντι στην τοποθέτηση του δασκάλου του: «Ίσως, πράγματι, είναι προτιμότερο να εξετάσουμε σε βάθος το κορυφαίο αγαθό ως μια καθολική οντότητα και να αναρωτηθούμε τι ακριβώς θέλει αυτό να πει». (1096a 6, 12-13). Το σίγουρο είναι ότι ο μαθητής έρχεται σε δύσκολη θέση, αφού δεν είναι εύκολο να αντιπαρατεθεί στο μεγάλο δάσκαλο: «Φυσικά, μια τέτοια συζήτηση καταντάει να είναι πολύ επίπονη, αφού αυτοί που παρουσίασαν τη θεωρία για τις Ιδέες ήταν φίλοι μας». (1096a 6, 13-15).
Στη φιλοσοφία, όμως, δε χωράνε συναισθηματισμοί. Αυτό που προέχει είναι η αναζήτηση της αλήθειας, αρχή που υποστηρίζουν ομόφωνα τόσο ο δάσκαλος, όσο και ο μαθητής: «Ίσως όμως κανείς δε θα διαφωνήσει ότι είναι καλύτερο – κάτι παραπάνω: ότι είναι ανάγκη – να είμαστε έτοιμοι ακόμη και τις πιο προσωπικές μας αντιλήψεις να αναιρέσουμε, αν είναι με τον τρόπο αυτό να σωθεί η αλήθεια – έναν λόγο παραπάνω αφού είμαστε και φιλόσοφοι: έχοντας κανείς να διαλέξει ανάμεσα σε δύο φίλους, έχει ιερό χρέος να προτιμήσει την αλήθεια». (1096a 6,15-18).
Ο Αριστοτέλης διαφωνεί πρωτίστως στην εκδοχή της ολότητας που προτάσσει το πλατωνικό αγαθό, αφού η ολότητα εκμηδενίζει όλα τα όρια παραβλέποντας τη διαφορετικότητα των τομέων της ανθρώπινης (κι όχι μόνο) δράσης. Σε τελική ανάλυση, μια τέτοια εκδοχή δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στην ασάφεια, καθώς ταυτίζεται με όλες τις εκδοχές του «είναι», παράμετρος που λειτουργεί περισσότερο χαοτικά παρά διαφωτιστικά: «Επειδή η λέξη “αγαθό” χρησιμοποιείται με όσες σημασίες και η λέξη “είναι” (λέγεται, πράγματι, στην κατηγορία της ουσίας, π.χ. για το θεό και για το νου, στην κατηγορία της ποιότητας, π.χ. για τις αρετές, στην κατηγορία της ποσότητας, π.χ. για το σωστό μέτρο, στην κατηγορία της σχέσης, π.χ. για το χρήσιμο, στην κατηγορία του χρόνου, π.χ. για την κατάλληλη στιγμή, στην κατηγορία του τόπου, π.χ. για την τοποθεσία διαμονής, και ούτω καθεξής), είναι φανερό ότι το “αγαθό” δεν μπορεί να είναι μια λέξη κοινή, κάτι το καθολικό και ένα· γιατί τότε δε θα χρησιμοποιούνταν για όλες τις κατηγορίες, αλλά μόνο για μία». (1096a 6, 26-32).
Κατ’ επέκταση, τίθεται και η προβληματική της ολότητας του συνόλου των επιστημών: «Δεδομένου ότι για όλα όσα εμπίπτουν σε μία Ιδέα υπάρχει και μία επιστήμη, μία επιστήμη θα έπρεπε να υπάρχει και για όλα τα αγαθά. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι υπάρχουν πολλές, ακόμη και στην περίπτωση που ο προσδιορισμός “αγαθό” χρησιμοποιείται για πολλά επιμέρους πράγματα κάτω από την ίδια κατηγορία. Παράδειγμα η κατηγορία της κατάλληλης στιγμής: με την κατάλληλη στιγμή στον πόλεμο ασχολείται η επιστήμη της στρατηγικής, ενώ με την κατάλληλη στιγμή στην αρρώστια η ιατρική· με το μέτρο στην τροφή η ιατρική, ενώ με το μέτρο στην άθληση η γυμναστική». (1096a 6, 33-38).
Ο Αριστοτέλης διαφωνεί, επίσης, και με τη χρήση του όρου «καθεαυτό» που χρησιμοποιείται από τους πλατωνιστές όταν αναφέρονται στο αγαθό. Η επίκληση της λέξης «καθεαυτό» (καθεαυτό αγαθό) επιδιώκει να αποδώσει την ύψιστη καθαρότητα στην έννοια δίνοντας τη σημασία της βαθύτερης ουσίας, την τελική της υπόσταση. Ο Αριστοτέλης βρίσκει ότι μια τέτοια απόδοση στερείται νοήματος: «Μπορεί επίσης κανείς να αναρωτηθεί τι θέλουν άραγε να πουν με αυτό το “καθεαυτό” που προσθέτουν στα επιμέρους πράγματα, δεδομένου ότι και για τον “άνθρωπο καθεαυτόν” και για τον “άνθρωπο” ο ορισμός είναι ένας και ο αυτός – αφού είναι άνθρωποι, δεν μπορεί να υπάρχει καμιά διαφορά ανάμεσα στον έναν και στον άλλον. Αν έτσι έχει το πράγμα, τότε καμιά επίσης διαφορά και ανάμεσα στο “αγαθό καθεαυτό” και στο “αγαθό”». (1096a 6, 38-39 – 1096b 6, 1-3).
Σε τελική ανάλυση, είναι σαν να επιχειρείται η απόδοση της έννοιας του αγαθού με μια πλήρη-ισοπεδωτική γενίκευση, που εκμηδενίζει όλα τα επιμέρους χαρακτηριστικά προτάσσοντας το ενιαίο της ουσίας, της ποιότητας και της δυνατότητας συσχετισμού κάθε πράγματος, παράγοντες που εν πολλοίς διαμορφώνουν το αποκαλούμενο «καθεαυτό»: «Η λέξη όμως αγαθό είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται και στην κατηγορία της ουσίας και στην κατηγορία της ποιότητας και στην κατηγορία της σχέσης, και το “καθεαυτό”, δηλαδή η ουσία, προηγείται φύσει από το “ενσχέσει προς” (γιατί η σχέση μοιάζει με παραφυάδα και με συμπληρωματική, δευτερεύουσα ιδιότητα του όντος) – και άρα δεν μπορεί να υπάρχει μια κοινή Ιδέα για την ουσία και για τη σχέση». (1096a 6, 21-26).
Βεβαίως, ο Αριστοτέλης προς αποσαφήνιση όλων των παραμέτρων δε θα μπορούσε να αποσιωπήσει τον πλατωνικό διαχωρισμό των αγαθών σε «καθεαυτά» και «για χάρη εκείνων», αναγνωρίζοντας ότι ενδεχομένως ο διαχωρισμός αυτός να επιφέρει αντιρρήσεις στα όσα μέχρι τώρα υποστήριξε: «Διαφαίνεται, πάντως, μια αντίρρηση πάνω σε όσα είπαμε ως τώρα, με το σκεπτικό ότι οι υποστηρικτές των Ιδεών δε μιλούν για όλα τα αγαθά, αλλ’ ότι με το νόημα της μιας Ιδέας μιλούν μόνο για τα αγαθά που επιδιώκονται και αγαπώνται γι’ αυτό που είναι τα ίδια, ενώ τα αγαθά που έχουν τη δύναμη να γεννούν τα αγαθά που είπαμε, να διαφυλάττουν – κατά κάποιο τρόπο ή να εμποδίζουν το αντίθετο, λέγονται “αγαθά για χάρη εκείνων”, και, πάντως, με ένα νόημα δευτερεύον». (1096b 6, 9-15).
Εν τέλει, πλατωνικά πάντα, υπάρχουν δύο ειδών αγαθά: «Είναι, άρα, φανερό ότι για τα αγαθά μπορούμε να μιλούμε με δύο τρόπους: αγαθά καθεαυτά και αγαθά για χάρη εκείνων». (1096b 6, 15-16). Ο Αριστοτέλης, αφού ονομάσει τα αγαθά που υπάρχουν προς εξασφάλιση των καθεαυτό αγαθών ωφέλιμα αγαθά, θα προχωρήσει στο κατά πόσο τα καθεαυτά αγαθά μπορούν να ανταποκριθούν στην εξυπηρέτηση της πλατωνικής Ιδέας. «Χωρίζοντας λοιπόν τα ωφέλιμα αγαθά από τα καθεαυτά αγαθά, ας εξετάσουμε αν τα κεθεαυτά αγαθά ονομάζονται αγαθά με το νόημα της μιας Ιδέας». (1096b 6, 17-18).
Κι εδώ ξεκινά ένας νέος κύκλος προβληματισμών: «Ποια αγαθά θα βάζαμε στον αριθμό των καθεαυτά αγαθών; Θα ήταν αυτά που οι άνθρωποι τα επιδιώκουν ακόμη κι όταν μένουν μόνα τους, π.χ. τη φρόνηση και την όραση, καθώς και κάποιες ηδονές και τιμές;» (1096b 6, 18-20). Τα πράγματα δεν είναι καθόλου ξεκάθαρα: «Αυτά, πράγματι, τα αγαθά θα τα έβαζε κανείς στα καθεαυτά αγαθά, ακόμη κι αν οι άνθρωποι τα επιδιώκουν για χάρη κάποιων άλλων». (1096b 6, 21-22).
Το δυσδιάκριτο του διαχωρισμού των πλατωνικών αγαθών δεν μπορεί παρά να γεννήσει νέα ερωτήματα: «Ή μήπως αγαθό καθεαυτό δεν είναι τίποτε άλλο παρά μόνο η Ιδέα του αγαθού;» (1096b 6, 22-23). Βρισκόμαστε ξανά μπροστά στην ολότητα του πλατωνικού αγαθού, που είναι δύσκολο να ερμηνευτεί, καθώς η διαφορετικότητα των ορισμών σε όλα τα προαναφερθέντα αγαθά την αποκλείει: «Οι ορισμοί της τιμής, της φρόνησης και της ηδονής ως μορφών του αγαθού είναι χωριστοί και διαφορετικοί ο ένας από τον άλλον. Το “αγαθό”, επομένως, δεν είναι κάτι το κοινό με το νόημα μιας Ιδέας». (1096b 6, 26-29). Κι αν πρέπει το θέμα να διατυπωθεί αλλιώς, ο Αριστοτέλης θα το θέσει ξεκάθαρα: «… στην περίπτωση αυτή η Ιδέα δε θα έχει κανένα απολύτως περιεχόμενο». (1096b 6, 23).
Πράγματι, τι νόημα μπορεί να έχει μια Ιδέα, που τελικά συνταιριάζει τα ασυνταίριαστα, την οποία ο άνθρωπος δεν μπορεί να κατανοήσει, πολύ περισσότερο να εφαρμόσει ή να αναζητήσει, και δεν μπορεί ούτε να διατυπωθεί επακριβώς ακόμη και από αυτόν που τη συνέλαβε; «και αν ακόμη υπήρχε ένα αγαθό που να μπορεί να λέγεται από κοινού για τα αγαθά, ή ένα χωριστό αυθύπαρκτο αγαθό, είναι φανερό ότι δε θα μπορούσε ούτε να γίνει πράξη ούτε να αποκτηθεί από τον άνθρωπο. Εμείς όμως ένα τέτοιο αγαθό αναζητούμε τώρα». (1096b 6, 36-39).
Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται η ουσία της αριστοτελικής διαφωνίας με το μεγάλο του δάσκαλο. Ο Πλάτωνας αναζητά το πεδίο της αλήθειας έξω από τα μέτρα του ανθρώπου. Γι’ αυτό εκθειάζει τον κόσμο των Ιδεών υποτιμώντας τις αισθήσεις. Για τον Πλάτωνα ο αισθητός κόσμος δεν είναι πραγματικός. Είναι το απείκασμα της πραγματικότητας, μια ψεύτικη αντανάκλαση του αληθινού κόσμου, του κόσμου των Ιδεών. Εκείνοι που εγκλωβίζονται στα δεσμά του αισθητού κόσμου είναι οι απαίδευτοι άνθρωποι, οι δεσμώτες, που δε θα μπορέσουν ποτέ να δουν το αληθινό φως, εκτός αν καταφέρει να τους απεγκλωβίσει ο φιλόσοφος. Η άγνοια και η εμμονή στην περιορισμένη αντιληπτική δυνατότητα των αισθήσεων θα τους στερήσει τη θέαση του αγαθού.
Για τον Αριστοτέλη, ένα τέτοιο αγαθό, ξεκομμένο από τα ανθρώπινα μέτρα στερείται νοήματος. Ο Αριστοτέλης είναι ο φιλόσοφος που πατά με τα δυο πόδια πάνω στη γη. Οι αισθήσεις έχουν γι’ αυτόν τεράστια σημασία. Ο άνθρωπος είναι αδύνατο να οδηγηθεί σε ασφαλή συμπεράσματα αν δε βασιστεί στις αισθήσεις του. Γι’ αυτό και τα περισσότερα παραδείγματα που χρησιμοποιεί στηρίζονται στην παρατήρηση. Για τον Αριστοτέλη η φιλοσοφία δεν είναι απλώς μια θεωρητική κατασκευή, που αφήνει τον άνθρωπο απ’ έξω. Αντίθετα, οφείλει να έχει συνεχώς το βλέμμα της πάνω στον άνθρωπο και τις ανάγκες του. Φιλοσοφία ξεκομμένη από τον άνθρωπο, δεν είναι φιλοσοφία, όπως και αγαθό που δεν αφορά τις ανθρώπινες δυνατότητες δεν είναι αγαθό.
Αυτός είναι και ο λόγος που το πλατωνικό αγαθό είναι αδύνατο να τον ικανοποιήσει: «… θα μπορούσε ίσως κανείς να το θεωρήσει σωστό να γνωρίσουμε το απόλυτο αυτό αγαθό με το βλέμμα μας στραμμένο στα αγαθά που μπορούν να αποκτηθούν και να πραγματοποιηθούν: έχοντάς το ως πρότυπο και ως υπόδειγμα, θα γνωρίσουμε καλύτερα αυτά που είναι αγαθά για μας, και γνωρίζοντάς τα, θα τα επιτύχουμε και θα τα αποκτήσουμε ευκολότερα». (1097a 6, 1-4).
Εξάλλου, αυτός είναι και ο τρόπος που δουλεύουν οι επιστήμες: «μολονότι όλες τους επιδιώκουν κάποιο αγαθό και ψάχνουν να βρουν τον τρόπο να καλύψουν το κενό που δημιουργεί η έλλειψή του, αφήνουν στην άκρη τη γνώση του απόλυτου, του καθεαυτό αγαθού – και, φυσικά, δεν είναι καθόλου εύλογο, μια τόσο μεγάλη βοήθεια όλοι ανεξαίρετα οι εκπρόσωποι των τεχνών να την αγνοούν και να μη ζητούν να ωφεληθούν από αυτήν». (1097b 6, 6-9).
Ακόμη και οι πρακτικές-χειρωνακτικές τέχνες είναι αδύνατο να καθοδηγηθούν από την Ιδέα του πλατωνικού αγαθού: «Από την άλλη, δεν μπορεί κανείς να δει τι όφελος θα έχει για την τέχνη ο υφάντης ή ο μαραγκός από τη γνώση αυτού του απόλυτου αγαθού, ή πώς θα γίνει καλύτερος γιατρός ή καλύτερος στρατηγός αυτός που θα έχει αντικρίσει την ίδια τη σχετική Ιδέα. Προφανώς ούτε την υγεία την εξετάζει ο γιατρός με αυτόν τον τρόπο· αυτό που εξετάζει είναι η υγεία του ανθρώπου, ίσως μάλιστα η υγεία του συγκεκριμένου ανθρώπου· γιατί ο γιατρός θεραπεύει συγκεκριμένα άτομα». (1097a 6, 10-16).
Τα απόλυτα δεν έχουν σχέση με τα ανθρώπινα κι αυτή είναι η βαθύτερη προβληματική του πλατωνικού αγαθού. Από αυτή την άποψη, και η αναζήτηση της αλήθειας δεν μπορεί παρά να αφορά τα ανθρώπινα μεγέθη. Μιλάμε, δηλαδή, όχι για την απόλυτη, αλλά για την ανθρώπινη αλήθεια. Κι αυτό δεν πρέπει να ταυτίζεται με τις διδασκαλίες των σοφιστών, γιατί εκείνοι προχώρησαν στην άρνηση της αλήθειας υποστηρίζοντας τη δυναμική της υποκειμενικότητας. Ο Αριστοτέλης δεν αναφέρεται σε κάτι τέτοιο. Ο Αριστοτέλης πιστεύει ότι υπάρχει ο δρόμος της αλήθειας κι αυτόν προσπαθεί να ακολουθήσει με όση αντικειμενικότητα διαθέτει. Όμως, ο δρόμος αυτός οφείλει να μην υπερβαίνει τα ανθρώπινα μέτρα. Γιατί, αν τα υπερβεί, αχρηστεύεται.
Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια