Ο Ρικάρντο στο έργο του «Αρχές Πολιτικής Οικονομίας και Φορολογίας», που εκδόθηκε το 1817 και αποτέλεσε σταθμό στην ιστορία της οικονομικής σκέψης, επιχειρεί να θεμελιώσει τη δική του οικονομικοκοινωνική θεωρία ξεκαθαρίζοντας το ζήτημα της προσόδου: «Η πρόσοδος είναι εκείνο το μέρος του προϊόντος της γης που καταβάλλεται στο γαιοκτήμονα για τη χρησιμοποίηση των αρχικών και άφθαρτων δυνάμεων του εδάφους. Συχνά, όμως, η πρόσοδος συγχέεται με τον τόκο και το κέρδος και, στη γλώσσα του λαού, ο όρος αναφέρεται σε οτιδήποτε πληρώνει κάθε χρόνο ο αγρότης στο γαιοκτήμονά του».
Και θα ξεκαθαρίσει αμέσως: «Αν από δύο παρακείμενα αγροκτήματα της ίδιας έκτασης και τη ίδιας φυσικής γονιμότητας, το ένα είχε όλες τις ανέσεις των αγροτικών κτιρίων και, επιπλέον, ήταν κατάλληλα αποστραγγισμένο και λιπασμένο, επωφελώς χωρισμένο με βάτους, φράκτες και τοίχους, ενώ το άλλο δεν είχε κανένα από τα πλεονεκτήματα αυτά, θα καταβαλλόταν, φυσικά, περισσότερη αποζημίωση για τη χρήση του ενός από ό,τι για του άλλου. Ωστόσο, και στις δύο περιπτώσεις, η αποζημίωση αυτή θα ονομαζόταν πρόσοδος».
Όμως, το γεγονός ότι οι υποδομές θα αυξήσουν την τιμή της προσόδου, ως αποζημίωση για το ήδη καταβεβλημένο πάγιο κεφάλαιο που ενισχύει την αξία του αγροκτήματος, δεν αλλάζει την ουσία του ζητήματος, αφού η πρόσοδος θα αφορά και πάλι τις φυσικές δυνατότητες της γης: «Είναι, όμως, προφανές ότι μέρος μόνο του χρήματος που καταβάλλεται κάθε χρόνο για το βελτιωμένο αγρόκτημα θα δινόταν για τις αρχικές και άφθαρτες δυνάμεις του εδάφους· το άλλο μέρος θα πληρώνεται για τη χρήση του κεφαλαίου που έχει επενδυθεί στη βελτίωση της ποιότητας του εδάφους και στην ανέγερση των κτιρίων που είναι απαραίτητα για την εξασφάλιση και τη διατήρηση του προϊόντος»
Φυσικά, η πρόσοδος με την έννοια της αποζημίωσης για τη χρήση των δυνάμεων της γης δεν μπορεί παρά να υπόκειται στον απαράβατο νόμο της αγοράς και της ζήτησης στον οποίο υπόκεινται όλες οι αξίες που τίθενται προς συναλλαγή. Η αφθονία των εύφορων εδαφών θα μειώσει την τιμή της προσόδου, ενώ η σπανιότητα θα την αυξήσει. Κατά την περίοδο των πρώτων χρόνων ενός αποικισμού σε μέρος όπου η γη είναι άφθονη και γόνιμη θα εξαλειφόταν πλήρως κάθε έννοια προσόδου, αφού η αφθονία της γης σε συνδυασμό με τον περιορισμένο αριθμό του πληθυσμού των πρώτων αποίκων που πρέπει να συντηρηθούν από τα προϊόντα της θα εκμηδένιζε από θέση αρχής μια τέτοια αξία.
Ο Ρικάρντο σημειώνει: «Κατά τον πρώτο αποικισμό μιας χώρας, όπου υπάρχει αφθονία πλούσιας και εύφορης γης, ένα πολύ μικρό μέρος της οποίας χρειάζεται να καλλιεργηθεί για τη συντήρηση του υπάρχοντος πληθυσμού ή η οποία μπορεί πράγματι να καλλιεργηθεί με το κεφάλαιο που βρίσκεται στη διάθεση του πληθυσμού, δε θα υπάρχει καθόλου πρόσοδος· επειδή κανένας δε θα πλήρωνε για τη χρησιμοποίηση της γης που δεν την έχει ακόμη ιδιοποιηθεί κανείς και η οποία, επομένως, είναι στη διάθεση οποιουδήποτε αποφασίσει να την καλλιεργήσει».
Το πράγμα ξεκαθαρίζεται: «Σύμφωνα με τους γενικούς νόμους της προσφοράς και της ζήτησης, για μια τέτοια γη δεν πληρώνεται πρόσοδος για τους ίδιους λόγους για τους οποίους τίποτα δεν πληρώνεται για τη χρήση του αέρα και του νερού ή οποιωνδήποτε άλλων δώρων της φύσης, τα οποία υπάρχουν σε ανεξέλεγκτες ποσότητες».
Το ότι οι ανεξέλεγκτες ποσότητες εκμηδενίζουν τη χρηματική αξία (κι όχι την αξία χρήσης – κανείς δεν αμφισβητεί την αξία στη χρήση του νερού ή του αέρα) κάθε αγαθού γίνεται αντιληπτό και στη γη, αφού, εν τέλει, η πρόσοδος οφείλεται στο πεπερασμένο των εδαφών: «Μόνο επειδή δεν είναι απεριόριστες οι εκτάσεις της γης και δεν είναι ίδιες ποιοτικά, και επειδή με την αύξηση του πληθυσμού αρχίζουν να καλλιεργούνται εδάφη κατώτερης ποιότητας ή εδάφη τα οποία είναι λιγότερο πλεονεκτικά από άποψη τοποθεσίας, μόνο για το λόγο αυτό καταβάλλεται πρόσοδος για τη χρησιμοποίηση της γης».
Ο μηχανισμός που γεννιέται η πρόσοδος κατά τον Ρικάρντο έχει ως εξής: «Όταν με την πρόοδο της κοινωνίας αρχίζουν να καλλιεργούνται εδάφη του δεύτερου βαθμού γονιμότητας, τότε αμέσως αρχίζει να καταβάλλεται πρόσοδος στα εδάφη της πρώτης ποιότητας· και το μέγεθος της προσόδου αυτής θα εξαρτάται από τη διαφορά στην ποιότητα των δύο αυτών τμημάτων της γης».
Και το πράγμα συνεχίζεται με τον ίδιο τρόπο: «Όταν αρχίζουν να καλλιεργούνται εδάφη τρίτης ποιότητας, τότε αρχίζει αμέσως να καταβάλλεται στα εδάφη της δεύτερης ποιότητας πρόσοδος, η οποία καθορίζεται, όπως και προηγουμένως, από τη διαφορά των παραγωγικών τους δυνάμεων. Ταυτόχρονα, όμως, θα αυξηθεί και η πρόσοδος στα εδάφη της πρώτης ποιότητας, επειδή η πρόσοδός τους πρέπει να είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την πρόσοδο των εδαφών της δεύτερης ποιότητας, λόγω της διαφοράς στο προϊόν που παράγεται στα εδάφη αυτά με την ίδια ποσότητα εργασίας και κεφαλαίου».
Αναλογικά, όταν αρχίσει να καλλιεργείται και τέταρτης ποιότητας γη θα αποδοθεί πρόσοδος στη γη της τρίτης ποιότητας και θα αυξηθεί αντιστοίχως και η πρόσοδος της δεύτερης και πρώτης ποιότητας. Στη συνέχεια η εκμετάλλευση της πέμπτης ποιότητας εδάφους θα φέρει πρόσοδο στα εδάφη της τέταρτης αναπροσαρμόζοντας τις τιμές των τριών πρώτων και πάει λέγοντας.
Ο λόγος που ωθεί συνεχώς στην καλλιέργεια όλο και χειρότερης ποιότητας εδαφών αυξάνοντας διαρκώς την πρόσοδο είναι η συνεχής αύξηση του πληθυσμού που εντείνει τις διατροφικές ανάγκες υποχρεώνοντας στη διεύρυνση της καλλιεργήσιμης γης: «Με κάθε βήμα που συντελείται στην αύξηση του πληθυσμού, η οποία θα υποχρεώσει τη χώρα να καταφεύγει σε εδάφη χειρότερης ποιότητας για να μπορέσει να αντλήσει τα μέσα διατροφής που χρειάζεται, θα αυξάνεται η πρόσοδος σε όλα τα πιο εύφορα εδάφη».
Ο Ρικάρντο θα φέρει και αριθμητικό παράδειγμα προκειμένου να γίνει πλήρως κατανοητός: «Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι εδάφη –υπ’ αριθμ. 1, 2 και 3– αποδίδουν με τη χρησιμοποίηση ίσων κεφαλαίων και ίσης εργασίας, καθαρό προϊόν 100, 90 και 80 κουάρτερ σίτου. Σε μια νέα χώρα, στην οποία υπάρχει αφθονία εύφορης γης σε σχέση με τον πληθυσμό και που γι’ αυτό χρειάζεται να καλλιεργείται μόνο το υπ’ αριθμ. 1 έδαφος, ολόκληρο το καθαρό προϊόν θα ανήκει στον καλλιεργητή και θα είναι το κέρδος του κεφαλαίου που προκαταβάλλεται. Μόλις ο πληθυσμός της χώρας αυξηθεί τόσο ώστε να καταστεί αναγκαία η καλλιέργεια του υπ’ αριθμ. 2 εδάφους, από το οποίο μπορούν να παραχθούν μόνο ενενήντα κουάρτερ, θα αρχίσει να καταβάλλεται πρόσοδος στο υπ’ αριθμ. 1 έδαφος, επειδή είτε πρέπει να υπάρχουν δύο ποσοστά κέρδους για το αγροτικό κεφάλαιο είτε πρέπει δέκα κουάρτερ, ή η αξία των δέκα κουάρτερ, να αποσπαστούν από το προϊόν του υπ’ αριθμ. 1 εδάφους για κάποιο άλλο σκοπό».
Εν τέλει, η τιμή του προϊόντος θα καθοριστεί σύμφωνα με τα δεδομένα του τελευταίου σε ποιότητα εδάφους που καλλιεργείται, ώστε να καταστεί η καλλιέργειά του δελεαστική. Αν υποθέσουμε ότι σε μια χώρα οι πληθυσμιακές ανάγκες έχουν οδηγήσει στην καλλιέργεια και του πέμπτου σε ποιότητα εδάφους, η τιμή του σίτου θα καθορίζεται ακριβώς από αυτό, αφού αν τα ανώτερης ποιότητας εδάφη ρίξουν την τιμή, η καλλιέργεια του τελευταίου κρίνεται ζημιογόνος. Κατά ασυνέπεια κανείς δε θα δεχτεί να το καλλιεργεί, αφού κανείς δε θέλει να δουλεύει με ζημία. Η διαφορά που θα προκύψει ανάμεσα στο προϊόν της πρώτης ποιότητας εδάφους με εκείνο της τελευταίας θα μετατραπεί σε πρόσοδο, η οποία θα ορίζεται αναλογικά στα εδάφη όλων των ποιοτήτων.
Αυτός είναι ο λόγος που η διαφορά των 10 κουάρτερ σίτου στο παράδειγμα του Ρικάρντο ανάμεσα στο έδαφος της πρώτης και της δεύτερης ποιότητας (100 κουάρτερ η πρώτη, 90 η δεύτερη) θα αποδοθεί τελικά ως πρόσοδος: «Ανεξάρτητα από το αν το υπ’ αριθμ. 1 έδαφος το καλλιεργεί ο ιδιοκτήτης της γης ή κάποιος άλλος, αυτά τα δέκα κουάρτερ θα αποτελούν πάντοτε πρόσοδο· επειδή ο καλλιεργητής του υπ’ αριθμ. 2 εδάφους θα επιτύχει το ίδιο αποτέλεσμα με το κεφάλαιό του, είτε καλλιεργεί το υπ’ αριθμ. 1 έδαφος και πληρώνει 10 κουάρτερ πρόσοδο είτε εξακολουθήσει να καλλιεργεί το υπ’ αριθμ. 2 έδαφος και δεν πληρώνει πρόσοδο. Με τον ίδιο τρόπο μπορεί να αποδειχθεί πως όταν αρχίσει να καλλιεργείται το υπ’ αριθμ. 3 έδαφος, η πρόσοδος για το υπ’ αριθμ. 2 έδαφος θα πρέπει να είναι δέκα κουάρτερ, ή η αξία δέκα κουάρτερ, ενώ η πρόσοδος για το υπ’ αριθμ. 1 έδαφος θα αυξηθεί σε είκοσι κουάρτερ».
Αποδεχόμενοι ότι ο ανθρώπινος μόχθος που καταβάλλεται για την παραγωγή οποιουδήποτε προϊόντος αποτελεί πηγή αξίας που πρέπει να αποδοθεί χρηματικά στην κοστολόγηση της τελικής του τιμής, γίνεται σαφές ότι όσο περισσότερος μόχθος καταβάλλεται τόσο ακριβότερο θα είναι και το προϊόν. Ο Ρικάρντο αναφέρει: «Αν η ποσότητα της εργασίας που ενσωματώνεται στα εμπορεύματα καθορίζει την ανταλλακτική τους αξία, τότε κάθε αύξηση στην ποσότητα της εργασίας πρέπει να μεγαλώνει την αξία του εμπορεύματος στο οποίο έχει ενσωματωθεί, όπως κάθε μείωση πρέπει να τη μικραίνει».
Η αύξηση του πληθυσμού που θα επιφέρει την ανάγκη για τη χρήση κατώτερης ποιότητας εδαφών, τα οποία καθίστανται δείκτες για την τιμή του σίτου (τα άλλα-καλύτερα εδάφη θα προσαρμοστούν στην τιμή του χειρότερου, ώστε να αξίζει τον κόπο η καλλιέργειά του), είναι λογικό ότι θα έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της τελικής τιμής στο στάρι, αφού θα πρέπει να αποζημιωθεί ο πρόσθετος μόχθος που επιβάλλει η καλλιέργεια του χειρότερου ποιοτικά εδάφους. Άλλος ο μόχθος για την καλλιέργεια ενός χέρσου χωραφιού κι άλλος ενός άγονου και γεμάτου πέτρες.
Η αύξηση του πληθυσμού συνδέεται νομοτελειακά με την αύξηση των μέσων διατροφής όχι μόνο γιατί αυξάνει τη ζήτησή τους, αλλά και γιατί καθιστά ολοένα πιο επίμοχθη την καλλιέργεια της γης στρέφοντας το ενδιαφέρον σε όλο και πιο άγονες εκτάσεις. Από την άλλη, αν βρεθούν τρόποι εντατικοποίησης στην καλλιέργεια (καινούριες μηχανές, αποτελεσματικότερα λιπάσματα, νέες βελτιωμένες μέθοδοι κλπ) που να αυξάνουν την παραγωγή των πιο εύφορων χωραφιών σε τέτοιο βαθμό που να ικανοποιούνται οι ανάγκες του πληθυσμού χωρίς να χρειάζεται η αξιοποίηση των χειρότερων ποιοτικά γαιών, τότε αναπόφευκτα η τιμή του σίτου θα πέσει. Ταυτόχρονα, όμως, θα μειωθεί και η πρόσοδος, αφού ο δείκτης που θα καθορίσει την τιμή θα ανήκει σε χωράφια υψηλότερης ποιότητας μειώνοντας την απόσταση από εκείνα που βρίσκονται στην πρώτη θέση.
Ο Ρικάρντο εξηγεί: «Έστω ότι για τη συντήρηση ενός δεδομένου πληθυσμού απαιτείται ένα εκατομμύριο κουάρτερ σίτου και ότι η ποσότητα αυτή παράγεται στα εδάφη υπ’ αριθμ. 1, 2 και 3. Αν αργότερα επιτευχθεί κάποια βελτίωση με την οποία να είναι δυνατή η παραγωγή της ποσότητας αυτής στα εδάφη υπ’ αριθμ. 1 και 2, χωρίς να χρησιμοποιηθεί το υπ’ αριθμ. 3 έδαφος, είναι φανερό ότι το άμεσο αποτέλεσμα θα είναι η μείωση της προσόδου».
Με δεδομένο ότι την πρόσοδο την εισπράττει ο γαιοκτήμονας καθίσταται σαφές ότι τα συμφέροντα των γαιοκτημόνων απαιτούν τη χρήση της (όσο το δυνατό) χειρότερου επιπέδου γης, αφού όσο πιο κάτω πέφτει η ποιότητα του εδάφους, τόσο περισσότερο αυξάνεται η πρόσοδος όλων των ανώτερων ποιοτικά εδαφών. Θα έλεγε κανείς ότι, αν ήταν δυνατόν να καλλιεργηθούν και τα βράχια, οι γαιοκτήμονες δε θα είχαν καμία αντίρρηση.
Από την άλλη, οποιαδήποτε γεωργική καινοτομία αυξάνει την παραγωγή ακυρώνοντας τη χρήση των χειρότερων χωραφιών τους βρίσκει αντίθετους, αφού συρρικνώνει τα εισοδήματά τους. Η διαρκής αύξηση του πληθυσμού με τις αυξημένες ανάγκες σε γεωργικά προϊόντα, ώστε να στραφεί το ενδιαφέρον σε εδάφη λιγότερο παραγωγικά, σε συνδυασμό με τη στασιμότητα στις μεθόδους της καλλιέργειας και στη γεωργική τεχνολογία είναι ο παράδεισος του γαιοκτήμονα που θα του εξασφαλίσει τα υψηλότερα δυνατά κέρδη.
Όμως, το ότι το πλαίσιο των συμφερόντων του γαιοκτήμονα συμπλέει με τις γενικότερες συνθήκες που θα συντελέσουν στην αύξηση της τιμής του σίτου δεν πρέπει να ερμηνευτεί ως ευθύνη των γαιοκτημόνων. Η αυξημένη τιμή του σιταριού δεν αφορά την πρόσοδο του γαιοκτήμονα αλλά το αντίθετο. Η ερμηνεία που θέλει την υψηλή τιμή του σίτου να οφείλεται στις εξωφρενικές απαιτήσεις των γαιοκτημόνων για πρόσοδο είναι πλήρως λανθασμένη, αφού η πρόσοδος γεννιέται μέσα από τις συνθήκες που καθιστούν αναγκαία τη χρήση των κατώτερης ποιότητας εδαφών.
Η πρόσοδος δεν ανεβάζει την τιμή, αλλά αφορά τη διαφορά της γονιμότητας στα χωράφια, την οποία καρπώνεται ο γαιοκτήμονας. Για τον καλλιεργητή είναι αδιάφορη η ποιότητα του εδάφους που θα καλλιεργήσει, αφού τα οφέλη των πλουσιότερων εδαφών δεν τον αφορούν. Θα εισπράττει πάντα τα ίδια, καθώς την όποια διαφορά εδάφους σε σχέση με τα άλλα που καλλιεργούνται θα την πληρώνει σε πρόσοδο. Όσο χειρότερο το έδαφος, τόσο μειωμένη και η πρόσοδος. Το τελευταίου επιπέδου χωράφι θα έχει μηδενική πρόσοδο.
Με άλλα λόγια, η υψηλές τιμές δεν είναι το αποτέλεσμα αλλά το αίτιο της προσόδου. Οι υψηλές τιμές ανεβάζουν την πρόσοδο κι όχι το αντίθετο: «Αν η υψηλή τιμή του σίτου ήταν το αποτέλεσμα και όχι η αιτία της προσόδου, τότε η τιμή θα επηρεαζόταν ανάλογα όταν η πρόσοδος ήταν υψηλή ή χαμηλή, και η πρόσοδος θα ήταν συστατικό μέρος της τιμής. Ωστόσο, ο ρυθμιστής της τιμής του σίτου είναι ο σίτος εκείνος που έχει παραχθεί με τη μεγαλύτερη ποσότητα εργασίας· και η πρόσοδος δεν μπορεί να εισέλθει και δεν εισέρχεται, ούτε κατ’ ελάχιστο, στην τιμή του σίτου ως συστατικό μέρος της».
Ο Ρικάρντο δεν ενδιαφέρεται να δημιουργήσει αντιπαλότητα σε βάρος των γαιοκτημόνων, αφού κάτι τέτοιο θα ήταν άδικο. Ενδιαφέρεται να καταδείξει τους νόμους της οικονομίας που καθιστούν σαφές ότι η πρόοδος της κοινωνίας που επιφέρει την αύξηση του πληθυσμού και του πλούτου ευνοούν νομοτελειακά τους γαιοκτήμονες, οι οποίοι, σε τελική ανάλυση, δεν καταβάλλουν ούτε τον ελάχιστο μόχθο. Παρακολουθεί, δηλαδή, την πορεία των οικονομικών σχέσεων που διαμορφώνονται σαν μια καλοκουρδισμένη μηχανή επιχειρώντας να εξηγήσει τη λειτουργία της.
Ο νόμος που προκύπτει είναι ξεκάθαρος: όσο αυξάνεται ο πλούτος της κοινωνίας τόσο θα αυξάνεται και η πρόσοδος μαζί με την αύξηση των τιμών στα γεωργικά προϊόντα: «Ο λόγος, λοιπόν, που η σχετική αξία των ακατέργαστων προϊόντων ανεβαίνει, είναι επειδή απασχολείται περισσότερη εργασία στην παραγωγή του τελευταίου μέρους τους που παράγεται, και όχι επειδή καταβάλλεται πρόσοδος στο γαιοκτήμονα».
Το τελικό συμπέρασμα προκύπτει αβίαστα: «Ο σίτος δεν είναι ακριβός επειδή καταβάλλεται πρόσοδος, αλλά καταβάλλεται γαιοπρόσοδος επειδή ο σίτος είναι ακριβός· και δίκαια έχει παρατηρηθεί ότι η τιμή του σίτου δε θα μειωνόταν ακόμα και αν οι γαιοκτήμονες αποποιούνταν όλη την πρόσοδό τους. Ένα τέτοιο μέτρο, απλώς θα επέτρεπε σε ορισμένους αγρομισθωτές να ζουν σαν άρχοντες, αλλά δε θα μείωνε την ποσότητα εργασίας που είναι αναγκαία για να παράγουν ακατέργαστα προϊόντα καλλιεργώντας λιγότερο παραγωγικά εδάφη».
David Ricardo, Αρχές Πολιτικής Οικονομίας και Φορολογίας