«Οὐκ ἔστιν ἡδέως ζῆν ἄνευ τοῦ φρονίμως καὶ καλῶς καὶ δικαίως οὐδὲ φρονίμως καὶ καλῶς καὶ δικαίως ἄνευ τοῦ ἡδέως· ὅτῳ δὲ τοῦτο μὴ ὑπάρχει͵ οὐκ ἔστι τοῦτον ἡδέως ζῆν».
«Δεν είναι δυνατό να ζει κανείς ευχάριστα, αν δεν ζει φρόνιμα, ηθικά και δίκαια, όπως και δεν μπορεί να ζει φρόνιμα, ηθικά και δίκαια, αν δεν ζει ευχάριστα». Επίκουρος, Κύριαι δόξαι εδ.5
«πᾶσαν αἵρεσιν καὶ φυγὴν ἐπανάγειν οἶδεν ἐπὶ τὴν τοῦ σώματος ὑγίειαν καὶ τὴν τῆς ψυχῆς ἀταραξίαν, ἐπεὶ τοῦτο τοῦ μακαρίως ζῆν ἐστι τέλος». Επίκουρος, επιστολή προς Μενοικέα
Η Τετραφάρμακος αποτελεί την συμπύκνωση των κυριότερων διδασκαλιών του Επίκουρου σχετικά με το πώς να ζει ο άνθρωπος την ζωή του. Είναι γνωστή από κείμενο του Επικούρειου φιλοσόφου Φιλόδημου που διασώθηκε στην βίλα των παπύρων στο Ηράκλειο της Ιταλίας (σημ. Ercolano, αρχαίο Herculaneum) κι αναφέρει:
«Άφοβον ο θεός, ανύποπτον ο θάνατος και ταγαθόν μεν εύκτητον, το δε δεινόν ευκαρτέρητον»
«Ο θεός δεν είναι επίφοβος, ο θάνατος είναι ανύποπτος και το αγαθό εύκολα αποκτιέται, (τα υλικά αγαθά, ό,τι πραγματικά χρειάζεσαι) το δε πολύ κακό εύκολα αντέχεται.
Η αγωνιώδης και ατελέσφορη ενασχόληση με τις σκιές των θρησκειών και τα φαντάσματα των σύγχρονων επιστημών θεωρείται άγονο χασομέρι. Η Επικούρεια φυσική φιλοσοφία, είναι υποταγμένη στην Επικούρεια ηθική (δηλ. στην ΛΟΓΙΚΗ) και γι’ αυτό έχει, θαυμαστή διαχρονικότητα.
Χαρακτηρίζεται από: α. Ατομικότητα: η ύπαρξη των ατόμων πρωτοαναφέρεται στην Δημοκρίτεια φιλοσοφία. Ο Επίκουρος θεωρούσε ότι τα άτομα έχουν βάρος. Η ύλη είναι σύζευξη ατόμων και κενού. β. Τυχαιότητα: η Επικούρεια φιλοσοφία άφηνε ανοιχτό το φαινόμενο της τυχαιότητος σε αντίθεση με τα αιτιοκρατικά και τελεολογικά αιτήματα των Πλατωνιστών και Αριστοτελικών. Επίσης σε αντίθεση με την χρήση της «αναγκαιότητος» του Δημόκριτου. γ. Υλισμός: θεωρεί υλική ακόμη και την ψυχή. δ. Clinamen: είναι η τυχαία κίνηση των ατόμων του Επίκουρου από τροχιά σε τροχιά, που δημιουργεί και την ποικιλότητα στην φύση. …Αυτή κι αν είναι κάθετα άχρονη κι εντυπωσιακή οπτική.
Άφοβον ο θεός
Σύμφωνα με τον Επίκουρο -και πολλούς άλλους φιλοσόφους- οι Θεοί δεν είναι όπως οι άνθρωποι, με επιθυμίες και πάθη αλλά πλάσματα χωρίς ανθρώπινες επιθυμίες που εξ ορισμού δεν ανακατεύονταν στα ανθρώπινα πράγματα. Αυτό γιατί η όποια ενέργεια των Θεών θα φανέρωνε κάποιο σκοπό και ως εκ τούτου κάποια επιθυμία. Αυτό με την σειρά του θα φανέρωνε κάποια έλλειψη που αυτομάτως θα καθιστούσε τον Θεό λιγότερο από ανώτερο. Σύμφωνα με τον Επίκουρο οι Θεοί υπάρχουν μεν, αλλά δεν ασχολούνται με τα ανθρώπινα πράγματα. Η εις άτοπον απαγωγή του Επίκουρου ειναι καταλυτική: αν ο θεός είναι πανάγαθος και παντοδύναμος τότε το κακό δεν θα έπρεπε να υπάρχει. Όμως υπάρχει, άρα ο θεός είτε δεν είναι πανάγαθος, είτε δεν είναι παντοδύναμος. Ο Επίκουρος εν τέλει λύνει σαν Γόρδιο δεσμό το γνωστό αυτό φιλοσοφικό παράδοξο, καταλήγοντας ότι ο Θεός (του οποίου την ύπαρξη δεν αρνείται) απλά δεν επεμβαίνει στα ανθρώπινα. Συνεπώς δεν υπάρχει λόγος να τον φοβόμαστε (ούτε εκείνον, ούτε τους αυτόκλητους κήρυκες τους) και να γεμίζουμε την ψυχή μας με άγχος για την κρίση ή την τιμωρία του.
«Το εύθυμον κι άφθαρτο ον· ούτε το ίδιο έχει προβλήματα ούτε προκαλεί σε άλλον. Έτσι, ούτε την οργή γνωρίζει ούτε χάρες κάνει. Γιατί όλα αυτά χαρακτηρίζουν το αδύναμο ον» Επίκουρος
Η χαώδης απόσταση από τον εκδικητή Γιαχβέ-Χριστό, μοχθηρό θεό των Εβραίων είναι σημαντική και διανύθηκε χάρη στο Δυνατό Ελληνικό Φιλοσοφικό Πνεύμα που τόλμησε να ανδρώσει το ανάστημά του μπροστά στους θεούς. Ο Προμηθέας είναι γνήσιο τέκνο της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Ως πρακτική φιλοσοφική αντίληψη για την ζωή, ο ιουδαϊκός γιαχβεδισμός-χριστιανισμός μπόρεσε να ριζώσει στον ελληνικό κόσμο και παρά τη εκατόμβη νεκρών κι αρπαγών, μόνον εφόσον αποδέχτηκε και διαστρέβλωσε, θεωρητικά και πρακτικά, Επικούρειες και πλήθος άλλες Ελληνικές φιλοσοφικές θέσεις. Το αποτέλεσμα είναι φυσικά εκτρωματικά ιλαρόν σε όσους είναι κάπως εξοικειωμένοι με την ιστορία των Ιδεών, ωστόσο η παραλογική ασυνέπεια μια ιδεολογικής κατασκευής σπανίως στάθηκε εμπόδιο στην επιβολή της, ειδικά αφού απευθύνεται σε αμόρφωτους κι αδαείς. Ακόμη και σήμερα, εν έτη 2019, πλήθη γιαβεδιστών πιστών προσκυνούν έναν μοχθηρό ιουδαίο θεό παρά την εξωφρενική απόσταση που προφανέστατα χωρίζει την μιαρή θρησκευτική παραμυθία, από τα Ελληνικά φιλοσοφικά πρότυπα και ιδεώδη.
Ανύποπτον ο θάνατος
Λέγει ο Επίκουρος «Ο θάνατος δεν σημαίνει τίποτε για εμάς, γιατί όταν υπάρχουμε ο θάνατος δεν είναι παρών, ενώ όταν ο θάνατος είναι παρών εμείς έχουμε πάψει να υπάρχουμε» Οι Επικούρειοι δεν συμμερίζονταν την κοινή πίστη στην ύπαρξη ζωής μετά θάνατον και θεωρούσαν ότι με τον θάνατο όλα τελειώνουν καθώς δεν έβλεπαν κάποιο αποδεικτικό στοιχεία για την ύπαρξη της υποτιθέμενης μετά θάνατον ζωής. Σύμφωνα με τον Επίκουρο η αναμονή κι ο φόβος του θανάτου είναι η μεγαλύτερη από όλες τις αγωνίες, τόσο σε διάρκεια όσο και σε ένταση. Αυτή οδήγησε και στην δημιουργία της πίστης περί μετά θάνατον ζωής η οποία όμως δημιουργεί αγωνία στους ανθρώπους καθώς συνεπάγεται είτε μια αιωνιότητα ευτυχίας για τους ηθικούς, είτε μια αιωνιότητα δυστυχίας για τους ανήθικους. Οι Επικούρειοι διαλύουν και τερματίζουν αυτήν την αγωνία μην πιστεύοντας στο περί μετά θάνατον ζωής. Αλλωστε κάθε φιλόσοφος ως αναζητητής της Γνώσης και της Δύναμης, οφείλει να γνωρίζει κι όχι να πιστεύει, ό,τι δεν γνωρίζει το αναζητά, αλλά ποτέ δεν πέφτει στην δεισιδαιμονία της πίστης.
«Κοίτα να συνηθίζεις την ιδέα ότι ο θάνατος είναι ένα τίποτα για μας (μηδέν προς ημάς) διότι κάθε καλό και κακό βρίσκεται στην αίσθηση, ενώ ο θάνατος σημαίνει στέρηση της αίσθησης. Γι΄ αυτό, η ορθή γνώση ότι ο θάνατος δεν σημαίνει τίποτα για μας, μας κάνει να απολαμβάνουμε την θνητότητα του βίου. Όχι επειδή μας χαρίζει άπειρα χρόνια, αλλά επειδή μας απαλλάσσει από τον πόθο της αθανασίας. Δεν υπάρχει, βλέπεις, τίποτα το φοβερό στην ζωή, για εκείνον που έχει αληθινά καταλάβει ότι δεν υπάρχει τίποτα το φοβερό στο να μην ζεί. Άρα είναι ανόητος όποιος λέει ότι φοβάται το θάνατο, όχι γιατί θα τον κάνει να υποφέρει όταν έρθει, αλλά επειδή υποφέρει με την προσδοκία του θανάτου. Γιατί ότι δεν σε στεναχωρεί όταν είναι παρόν δεν υπάρχει λόγος να σε στεναχωρεί όταν το περιμένεις. Το πιο ανατριχιαστικό, λοιπόν από τα κακά, ο θάνατος, είναι ένα τίποτα για μας, ακριβώς επειδή όταν υπάρχουμε εμείς αυτός είναι ανύπαρκτος, και όταν έρχεται αυτός είμαστε ανύπαρκτοι εμείς. Ο θάνατος λοιπόν, δεν έχει να κάνει ούτε με τους ζωντανούς ούτε με του πεθαμένους, αφού για τους ζωντανούς δεν υπάρχει, ενώ οι πεθαμένοι δεν υπάρχουν πιά»
«Γιατί ο θάνατος είτε είναι ύπνος ανονείρευτος, όποτε θα ήταν κέρδος θαυμαστό, είτε αποδημία της ψυχής σε έναν άλλο κόσμο …και τι δεν θα έδινε ένας άνθρωπος αν μπορούσε να βρεθει μαζί με τον Ορφέα, τον Ησίοδο και τον Όμηρο. Γιατί, αν είναι έτσι, θα ήθελα να πέθαινα χίλιες φορές» Απολογία Σωκράτους
Τ’ αγαθόν μεν εύκτητον
Εδώ ο φιλόσοφος λέγει ότι τα απολύτως απαραίτητα αγαθά όπως τροφή, στέγη, ένδυση, σθένος, κοινωνικότητα κλπ. είναι πολύ εύκολο να αποκτηθούν από οποιονδήποτε. Όταν όμως απαιτείς κι αναζητάς περισσότερα από τα αναγκαία (αλαζονεία, απληστία, λαιμαργία, φιλαργυρία, φιληδονία, κτλ) τότε δημιουργείς ανεκπλήρωτες ανάγκες που οδηγούν στην δυστυχία σου. Οι πλεονάζουσες ανάγκες είναι πλασματικές, ενώ αυτά που πραγματικά χρειάζεσαι είναι πολύ εύκολο να αποκτηθούν. Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι είχαν ασχοληθεί με τις έννοιες της Αρετής, της Ηθικής, (δηλ. της ΛΟΓΙΚΗΣ) καταλήγοντας σε ιδανικές ιδιότητες κι αξίες του ανθρώπου, όπως ο Αριστοτέλης στα Ηθικά Νικομάχεια. Επιζητούσαν το ΜΕΤΡΟ, έτσι η έλλειψη ή η υπερβολή οδηγεί σε έκφυλες καταστάσεις. Οι πόροι του πλανήτη φτάνουν για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες όλων κατοίκων του, αλλά, δεν είναι αρκετοί για την απληστία του ανθρώπου.
Στα Ηθικά Νικομάχεια ο Αριστοτέλης επισημαίνει ότι οι Αρετές είναι δύο ειδών: η Διανοητική και η Ηθική (ΛΟΓΙΚΗ) Αρετή. Η Διανοητική προκύπτει από την διδασκαλία και θέλει χρόνο και εμπειρία για να αποκτηθεί. Η Ηθική Αρετή είναι αποτέλεσμα του Εθους (συνήθεια). Το Ηθος και το Εθος έχουν ένα γράμμα διαφορά. Ο Αριστοτέλης αναφέρει με απλότητα ότι η καλή ζωή είναι η ευτυχισμένη ζωή. Εξετάζει στα «Ηθικά» του όχι πως να γίνονται οι άνθρωποι καλοί άνθρωποι, όπως ο Πλάτων, αλλά πως να γίνονται ευτυχείς. Όλα τα άλλα πράγματα εκτός της ευδαιμονίας, αναζητούνται με κάποιο άλλο σκοπό. Μόνον η ευτυχία αναζητείται για τον εαυτόν της. Ορισμένα πράγματα είναι αναγκαία για την διαρκή ευτυχία: η καλή γέννηση, η καλή υγεία, το κάλλος, η καλή τύχη, η καλή υπόληψη, οι καλοί φίλοι, τα καλά χρήματα και η καλοσύνη. «Όσοι λένε ότι ο βασανιζόμενος στο τροχό ή αυτός που υπόκειται σε μεγάλες συμφορές, είναι ευτυχής, αρκεί να είναι καλός, λένε ανοησίες».
Ο Αριστοτέλης ξεχωρίζει τα αγαθά που είναι από μόνα τους αγαθά, από τα δευτερεύοντα, τα μέσα που οδηγούν στα απόλυτα αγαθά. Χωρίζει τα αγαθά σε τρεις κατηγορίες, στα επαινετά, στα τίμια και στις δυνάμεις που αντιστοιχούν τα εξωτερικά αγαθά (τα εκτός αγαθά). Τα αγαθά είναι εκείνα που εξασφαλίζουν το «ζην» κοινωνική θέση, περιουσία, σωματική ακεραιότητα και ασφάλεια.
Ούτε μπορεί ο ίδιος άνθρωπος να είναι φρόνιμος και την ίδια στιγμή να είναι ακρατής· γιατί όπως δείξαμε ο φρόνιμος άνθρωπος είναι την ίδια στιγμή και ηθικά καλός άνθρωπος. Έπειτα, για να είναι κανείς φρόνιμος δεν είναι αρκετό να γνωρίζει μόνο τί είναι το σωστό· πρέπει, επιπλέον, να είναι σε θέση και να το πράττει -και ο ακρατής άνθρωπος δεν είναι σε θέση να το πράττει (τίποτε, από την άλλη, δεν εμποδίζει τον δεινό άνθρωπο να είναι ακρατής· αυτός είναι και ο λόγος που μερικές φορές κάποιοι άνθρωποι θεωρούνται φρόνιμοι, μαζί όμως και ακρατείς, ακριβώς για τον λόγο ότι η δεινότητα διαφέρει από την φρόνηση με τον τρόπο που είπαμε στην πρώτη μας παρουσίαση του θέματος: από την άποψη της συλλογιστικής ικανότητας η δεινότητα βρίσκεται πολύ κοντά στην φρόνηση, διαφέρει όμως από αυτήν από την άποψη της προαίρεσης), και όχι, πάλι, όπως ο άνθρωπος που έχει γνώση και την χρησιμοποιεί, αλλά όπως ο κοιμισμένος ή ο μεθυσμένος.
Ενεργεί, επίσης, με την θέλησή του (γνωρίζει, πράγματι, κατά κάποιο τρόπο και τί κάνει και για ποιόν σκοπό), κακός όμως δεν είναι· γιατί η προαίρεσή του είναι καλή· αυτό θα πει ότι είναι μόνο κατά το ήμισυ κακός. Δεν είναι, επίσης, άδικος· ο λόγος είναι ότι δεν είναι δόλιος και επίβουλος: από τους δύο τύπους ακρατούς ανθρώπου ο ένας δεν μένει σταθερός στις αποφάσεις που παίρνει ύστερα από σκέψη, ενώ ο ευέξαπτος τύπος ούτε καν σκέφτεται. Στην πραγματικότητα ο ακρατής άνθρωπος μοιάζει με την πόλη που εκδίδει όλα τα σωστά ψηφίσματα και έχει εξαίρετους νόμους, που δεν εφαρμόζει όμως τίποτε από όλα αυτά — όπως το είπε σκωπτικά ο Αναξανδρίδης «Η πόλη το ᾽θελε, που για τους νόμους δεν της καίγεται καρφί»
Η εγκράτεια και η ακράτεια αποτελούν υπερβολή σε σύγκριση με την έξη της πλειονότητας των ανθρώπων: ο εγκρατής παρουσιάζει μεγαλύτερη, ο ακρατής μικρότερη σταθερότητα και αντοχή από αυτήν που μπορούν να παρουσιάζουν οι περισσότεροι άνθρωποι. Από τις μορφές της ακράτειας η ακράτεια των ευέξαπτων ανθρώπων θεραπεύεται πιο εύκολα από την ακράτεια εκείνων που σκέφτονται και παίρνουν αποφάσεις, δεν μένουν όμως σταθεροί σ᾽ αυτές· το ίδιο οι ακρατείς από συνήθεια παρά αυτοί που είναι ακρατείς εκ φύσεως· είναι, πράγματι, πιο εύκολο να αλλάξεις τις συνήθειες κάποιου παρά την φύση του· φυσικά, και την συνήθεια δεν είναι εύκολο να την αλλάξεις, ακριβώς γιατί είναι σαν δεύτερη φύση, όπως το λέει και ο Εύηνος «Η αδιάκοπη άσκηση είναι, σου λέω, φίλε μου, που κάνει την συνήθεια, κι αυτή στο τέλος καταντά η φύση μας να είναι». Είπαμε λοιπόν τί είναι η εγκράτεια και τί η ακράτεια, τί είναι η καρτερία και τί η μαλθακότητα, καθώς και σε ποιά σχέση βρίσκονται αυτές οι έξεις μεταξύ τους. Αριστοτέλης -Ἠθικὰ Νικομάχεια
Το δε δεινόν ευκαρτέρητον
Ο πόνος είναι είτε σύντομος και δριμύς είτε χρόνιος και μικρός. Στην πρώτη περίπτωση, ο πόνος θα περάσει σχετικά γρήγορα, ενώ στην δεύτερη, ο πόνος συνηθίζεται σχετικά εύκολα. Ο πόνος που είναι και δριμύς και χρόνιος είναι πολύ σπάνιος. Έτσι δεν χρειάζεται κανείς να αγωνιά και να φοβάται τον πόνο και την δυστυχία. Η φιλοσοφία του Επίκουρου για τον τρόπο διαβίωσης των ανθρώπων συμπυκνώνεται στο «Λάθε Βιώσας» δηλ. να ζεις απαρατήρητος, να μην επιδιώκεις την προβολή. Η αφάνεια σου εξασφαλίζει την ανωνυμία (απουσία ταυτότητας = απουσία εγωπάθειας) και την δυνατότητα να είσαι αυτάρκης, ελεύθερος, ενώ η διασημότητα δημιουργεί αντιπαλότητα κι έχθρα με αποτέλεσμα να χάνεται η αταραξία, που είναι προϋπόθεση για το «Ζην Ηδέως». Αξίζει να μένεις στην αφάνεια, για να διαφυλάξεις την γαλήνη (εὐθυμία) και να καλλιεργήσεις τον Νου σου. Η Γνώση πρέπει να βοηθά στην συσσώρευση Δύναμης, για να εκλείψουν οι δεισιδαιμονίες και οι πλάνες και για να κατακτήσει ο άνθρωπος το ανώτερο αγαθό που είναι η Ηδονική Γαλήνη (εὐθυμία). Δεν χρειαζόμαστε καμία γνώση που δεν έχει σχέση με την Ευθυμη κι Ευδαιμονική ζωή, που δεν μεγαλώνει την ευτυχία μας ή που δεν μειώνει τον πόνο μας.
ΣΥΜΜΕΤΡΗ ΖΩΗ ΓΙΑ ΓΑΛΗΝΗ
Οι φίλοι του Κήπου θεωρούν ανώφελο και ανόητο να υποβάλλεται με την θέλησή μας το σώμα σε βάσανα και δοκιμασίες, σύμφωνα με τις πρακτικές που ακολουθούσαν οι μυστικιστικές σέχτες της εποχής του και εκατοντάδες χιλιάδες πιστοί, μέχρι τις μέρες μας από τα βδελυρά κι ανόσια εκκλησιαστικά ιερατεία. Κατά τον Επίκουρο, η φιλοσοφία είναι μια δραστηριότητα χρήσιμη για την ευτυχισμένη ζωή, είναι η ίδια τέχνη και θαυμαστή επιστήμη της ζωής.
«Φυσικές και αναγκαίες είναι όσες επιθυμίες, όταν ικανοποιηθούν, ανακουφίζουν τους πόνους, όπως το ποτό την δίψα κι όσες επιθυμίες δεν προκαλούν πόνο αν δεν ικανοποιηθούν δεν είναι αναγκαίες. Οι φυσικές επιθυμίες που δεν προκαλούν πόνο αν δεν ικανοποιηθούν -δεν είναι δηλαδή αναγκαίες- αλλά η προσπάθεια που καταβάλλει κανείς για την ικανοποίηση τους παραμένει έντονη, γεννιούνται από ματαιοδοξία, και δεν οφείλονται στην φύση τους το ότι δεν απομακρύνονται, αλλά στην ματαιοδοξία του ανθρώπου.»
«Πραγματικός πλούτος σημαίνει το να αρκούμαστε στα λίγα. Το λίγο ποτέ δεν λείπει» Λουκρήτιος
«Τίποτα δεν είναι αρκετό, για όποιον το αρκετό είναι λίγο» Επίκουρος
Η φύση ολοφάνερα συμφωνεί με την φιλοσοφία του Επίκουρου, για την ευτυχία του ανθρώπου, αρκούν το φροντισμένο σώμα και ο γαλήνιος νους. Το να επιδιώκεις την προβολή, την δόξα, τον πλούτο και την αναγνώριση είναι αφύσικο, μια συνεχής πηγή ταραχών και δυσφορίας. Ο θνητός άνθρωπος ποτέ δεν θα γίνει παντοδύναμος ούτε θα νικήσει τους φόβους του, τον καταδυναστεύουν ο φόβος της ζωής και ο φόβος του θανάτου. Το να είσαι αυτό που είσαι και να θέλεις να γίνεις αποδεκτός από τον μαζάνθρωπο είναι ο ορισμός της παραφροσύνης.
Ο ικανός πολεμιστής, δεν ξοδεύει τον λιγοστό και πολύτιμο χρόνο του σε παρόμοιες δράσεις:
«Θρονιασμένος στα ύφη που του ασφάλισε η μάθηση, σκύβει προς τους άλλους ανθρώπους, τους βλέπει να τρέχουν εδώ και εκεί, να ζητούν στην τύχη το δρόμο της ζωής, να τσακώνονται για την εξυπνάδα τους, για την καταγωγή τους, να ιδροκοπούν νύχτες και μέρες, με αμέτρητο κόπο, για να σκαρφαλώσουν στις κορφές του πλούτου ή ν’ αρπάξουν την εξουσία. Τα κακομοίρικα μυαλά! Οι στραβωμένες καρδιές! Σε σκοτάδια και σε κινδύνους σέρνουν την λιγοστή ζωή που έχουν να ζήσουν. Μας το λέει φωναχτά η φύση. Για την ευτυχία μας φτάνει απόνετο σώμα κι ατάραχος νους.
Αν μας λείπουν στο σπίτι χρυσωμένα αγάλματα νέων, που με τις αναμμένες λαμπάδες να φωτίζουν τα νυχτερινά όργια, κι αν κιθάρες δεν κάνουν να αντιλαλήσουν οι απλόχωρες λακεταρισμένες και χρυσωμένες σάλες, έχουμε την μαλακή χλόη δίπλα στο γάργαρο ποτάμι. Ξαπλωμένοι εκεί με φίλους, κάτω από τα κλαριά μεγάλου δέντρου, σβήνουμε την πείνα μας με λιγοέξοδο γεύμα, την ώρα που ο καλός καιρός χαμογελά και η εποχή του χρόνου σπέρνει λούλουδα στα χλωρά χόρτα. »Η σάρκα φωνάζει να μην πεινάει, να μην διψάει, να μην κρυώνει· όποιος με γαλήνιο νου, έχει αυτά ή ελπίζει ότι θα τα έχει, μπορεί να αναμετρηθεί στην ευτυχία και με τον Δία». Λουκρήτιος (Ο Titus Lucretius Carus γεννήθηκε περίπου στα 98-94 π.κ.ε. – 55-53 π.κ.ε. Ήταν Ρωμαίος ποιητής και φιλόσοφος.
Το μόνο γνωστό του έργο είναι το εκτενές φιλοσοφικό ποίημα «De Rerum Natura» (Περί της φύσεως των πραγμάτων) 7.415 στίχων με Επικούρεια θεματολογία).
Ο εύθυμος Δημόκριτος (460 – 370 π.κ.ε.) αναφέρεται επίσης στην (εὐθυμία) ψυχική γαλήνη.
«Γιατί την ψυχική γαλήνη την φέρνει στους ανθρώπους η συγκρατημένη διασκέδαση και η σύμμετρη ζωή. Η στέρηση και η υπεραφθονία τείνουν να μετατρέπονται στο αντίθετό τους και να προκαλούν στην ψυχή μεγάλες κινήσεις· και οι ψυχές που κινούνται σε μεγάλη έκταση δεν είναι ούτε ευσταθείς· ούτε γαλήνιες. Πρέπει λοιπόν να έχει κανείς το νου του σε πράγματα που ανταποκρίνονται στις δυνάμεις του και να είναι ευχαριστημένος με αυτά που έχει. Να μην δίνει μεγάλη σημασία στα όσα ζηλεύουν ή θαυμάζουν οι πολλοί και να μην τα σκέφτεται συνεχώς. Να κοιτάζει πώς ζουν οι ταλαίπωροι και να συναισθάνεται πόσο υποφέρουν. Με αυτό τον τρόπο, τα πράγματα που είναι κοντά του και τα έχει στη διάθεσή του μπορεί κάλλιστα να του φανούν μεγάλα και αξιοζήλευτα· η ψυχή του δεν θα υποφέρει πια επιθυμώντας περισσότερα.
Γιατί όποιος θαυμάζει τους ανθρώπους που έχουν πλούτη και μακαρίζονται από τους άλλους, όποιος εντρυφεί συνεχώς στις αναμνήσεις του, αναγκάζεται να σκαρφίζεται πάντοτε κάτι καινούριο και να σπρώχνεται από την επιθυμία του σε πράξεις ανεπανόρθωτες και παράνομες. Γι᾽ αυτό ακριβώς δεν πρέπει κανείς να ψάχνει για πράγματα που είναι μακριά του, παρά να ικανοποιείται με τα όσα είναι κοντά του, συγκρίνοντας την ζωή του με την ζωή εκείνων που βρίσκονται σε χειρότερη θέση. Έχοντας στο νου του πόσα υποφέρουν εκείνοι, πρέπει να μακαρίζει τον εαυτό του για το πόσο καλύτερα ζει ο ίδιος. Γιατί αν το βάλεις αυτό καλά στο νου σου, θα ζεις πιο γαλήνια και θα αποτρέψεις όχι λίγα κακά στην ζωή σου -τον φθόνο, την ζήλια και την κακεντρέχεια.»
Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο του Δημόκριτου Περί ευθυμίης (Ιωνική διάλεκτος), έργο πρακτικής ηθικής, όπου εντάσσονται πραγματείες που δίνουν συμβουλές, για την υπερνίκηση της οργής, αλλά και παραμυθίες που έχουν ως σκοπό να γιατρέψουν την λύπη. Η σημαντικότερη αρετή του ανθρώπου είναι η «ευθυμία» που οδηγεί σε γαλήνη, κατάσταση που επιτυγχάνεται με την αυτογνωσία, με την επίγνωση των φυσικών ικανοτήτων, με την φρόνηση, κοντολογίς με το ΜΕΤΡΟΝ ΑΡΙΣΤΟΝ.
Ο Δημόκριτος (~460 – 370 π.κ.ε) ήταν προσωκρατικός φιλόσοφος, ο οποίος γεννήθηκε στα Άβδηρα της Θράκης. Ήταν μαθητής του Λεύκιππου. Απέδειξε ότι η ύλη αποτελείται από αδιάσπαστα, αόρατα στοιχεία, τα άτομα, τα οποία χωρίζονται μεταξύ τους από το Κενό και διαφέρουν ως προς το σχήμα, την διάταξη και την κατάστασή τους -διαφορές που εξηγούν την ποικιλία στην φύση. Επίσης αντιλήφθηκε ότι ο Γαλαξίας είναι το φως από μακρινά αστέρια. Ανέφερε ότι το σύμπαν έχει και άλλους κόσμους και κάποιους κατοικημένους. Ο Δημόκριτος ξεκαθάριζε ότι το ΚΕΝΟ δεν ταυτίζεται με το τίποτα ως «μη ον», αλλά είναι κάτι το υπαρκτό.
Όσα αποσπάσματα έχουν σωθεί από τον Δημόκριτο προέρχονται στην συντριπτική τους πλειονότητα από τα ηθικά του έργα και εκφράζουν απόψεις παρόμοιες με αυτές του Επίκουρου. Το ηθικό ιδεώδες του Δημόκριτου συνίσταται στην εὐθυμία, την προστασία των ατόμων της ψυχής από βίαιες ψυχικές αναστατώσεις. Στο παρατιθέμενο απόσπασμα από το έργο Περὶ εὐθυμίης (σχετικά με την ευδιαθεσία, την ψυχική γαλήνη) ο Δημόκριτος διατυπώνει την θέση ότι η ευδιαθεσία επιτυγχάνεται με την αποφυγή των ακραίων καταστάσεων της στέρησης και του κορεσμού, και την Συμμετρία του βίου, την ζωή με ΜΕΤΡΟΝ ΑΡΙΣΤΟΝ.
Από τον Δημόκριτο και μετά, το θέμα «εὐθυμία» έτυχε επεξεργασίας και από άλλους. Σημαντική είναι η συμβολή του Πυθαγορείου φιλοσόφου Ιππάρχου (4ος αι. π.κ.ε.) ο οποίος έγραψε «Περί Ευθυμίας» αλλά και του Στωϊκου φιλοσόφου Παναιτίου (2ος αι. π.κ.ε.), ο οποίος είχε συγγράψει σχετική πραγματεία «Περί Ησυχίας της ψυχής» και δημιουργήθηκε έτσι μια παράδοση, που εμπλούτισε την προσέγγιση του θέματος «εὐθυμία». Ο Πλούταρχος βασίζεται πάνω σε αυτήν την παράδοση και την αξιοποιεί με τον καλύτερο τρόπο.
Η ευθυμία ως αρίστη κατάσταση του θυμικού κέντρου της ψυχής εξετάζεται στο βιβλἰο του Πλουτάρχου μέσα σε είκοσι μεστά κεφάλαια, με τρόπο ζεστό, φιλικό κι άμεσο. Ο Πλούταρχος δεν ηθικολογεί γενικά και αόριστα· αναφέρεται σε συγκεκριμένες εκφάνσεις της καθημερινότητας. Χρησιμοποιεί με τέχνη τον πλούτο της γραπτής παράδοσης, παραθέτοντας γνώμες από έξοχους συγγραφείς της αρχαιότητας τις οποίες εύστοχα συσχετίζει με τις δικές του ιδέες και παρατηρήσεις. Το ότι η έννοια «εὐθυμία» ως ψυχική γαλήνη εισήχθηκε στην φιλοσοφία από τον Δημόκριτο φαίνεται από τα χωρία: Κικέρωνα, De finibus V 23, 87· Άρειος Δίδυμος στον Στοβαίο II 52, 13Η· Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στρωματής, II 130· Διογένη Λαέρτιου IX 45· Επιφαν. adv. haer. ΙΙΙ 2,9. Ο Διογένης ο Λαέρτιος μαρτυρεί (IX 46) ότι ο Δημόκριτος έγραψε βιβλίο «Περί ευθυμίης» απ’ το οποίο σώζονται αποσπάσματα μόνο. Περί ευθυμίας έγραψαν ύστερα ο Στωικός φιλόσοφος Παναίτιος (περ. 180 – 110), του οποίου σώζονται σπάνια αποσπάσματα, ο Σενέκας De tranquillitate animi, Ο Πλούταρχος, ο Ίππαρχος ο Πειθαγόρειος…
Tην Ευθυμία (Γαλήνη) οφείλει κανείς να την αναζητήσει εντός του, η ευθυμία έχει εσωτερική διάσταση, αλλά δεν μπορεί να διατηρηθεί και να ισχυροποιηθεί αν αγνοηθούν οι εξωτερικές συνθήκες, οι εξωτερικοί παράγοντες, η ευθυμία -τουλάχιστον στην αρχή της εξάσκησης- είναι σε απόλυτη συνάρτηση με το περιβάλλον μας. Ο Χρόνος, ο Χώρος, η Ενέργεια και η Μάζα (οι ανθρώπινες σχέσεις, τα υλικά αποκτήματα, η οικονομική ευμάρεια, ο πλούτος και η έλλειψή του, το τυχαίο) είναι παράγοντες τους οποίους οφείλεις να λάβεις υπόψη σου και να τους χειριστείς κατά βούληση Αν αποδειχθείς ικανός να σταθεροποιήσεις την εξωτερική με την εσωτερική ζωή σου, αυτό επιδρά θετικά στο να αποκτήσεις ΣΥΜΜΕΤΡΟ και ΝΟΗΤΙΚΗ ΓΑΛΗΝΗ γηλ. ΕΥΘΥΜΙΑ.
Το ευ είναι μόριο του λόγου, ένα τροπικό επίρρημα, το οποίο προστιθέμενο σε μια λέξη αποδίδει το ύψιστο καλό των δυνατοτήτων της κι αναδεικνύει το άριστον της εννοίας της π.χ. θυμός – ευθυμία, βουλή – ευβουλία, γένος – ευγένεια, γλώσσα – ευγλωττία, έξις – ευεξία, ημέρα – ευημερία, καιρός – ευκαιρία, λαβή – ευλάβεια, λόγος – ευλογία, μένος – ευμένεια, μάρη – ευμάρεια, μορφή – ευμορφία, νόμος – ευνομία, πόρος – ευπορία, ρυθμός – ευρυθμία, σέβας – ευσέβεια, στόχος – ευστοχία, τύχη – ευτυχία, χειρ – ευχέρεια, φυή – ευφυία, κλπ.
Το ευ αποτελεί διαρκή στόχο του Φιλοσόφου ο οποίος ακονίζει την αντίληψη και την αίσθησή του μέσα στην ανισορροπία των πραγμάτων και καταστάσεων της ζωής. Αυτό αποτυπώνεται και στην αρχαία ευχετική φράση: «Το ευ νικάτω» που σημαίνει: Ας νικήσει το καλό. Ας υπερισχύει το αγαθό!
Αντώνυμο του ευ- είναι το δυσ- και δύσ- και χρησιμοποιείται στο σχηματισμό λέξεων που δηλώνουν: κάτι κακό, κάτι που γίνεται με δυσκολία, πρώτο συνθετικό που δηλώνει την κακή ιδιότητα ή κατάσταση του δεύτερου, αποδίδοντας το ύψιστο κακό των δυνατοτήτων της, π.χ. δυσ-αρμονία, δυσ-οίωνος, δυσ-τυχής, δυσ-πρόσιτος κλπ.
Είναι συνετό να φιλοσοφεί ο νοήμων άνθρωπος σε κάθε ηλικία:
«Επίκουρος χαιρετάει τον Μενοικέα. Ούτε όταν είναι νέος κανείς πρέπει να διστάζει να φιλοσοφεί, ούτε όταν γεράσει να μην έχει διάθεση να φιλοσοφεί. Γιατί για κανέναν δεν είναι νωρίς ή πολύ αργά, ώστε να ασχοληθεί με την υγεία της ψυχής του. Αυτός, μάλιστα, που λέει ότι δεν είναι ο καιρός της φιλοσοφίας, είναι σαν να λέει ότι έχει περάσει η ώρα ή ότι δεν υπάρχει πια χρόνος για την ευτυχία. Έτσι, λοιπόν, πρέπει και ο νέος και ο γέροντας να φιλοσοφεί — ο γέροντας για να παραμένει νέος όσο γερνάει, μέσα από τις ευχάριστες αναμνήσεις των περασμένων αγαθών, και ο άλλος, αν και νέος, να είναι μαζί και ώριμος γέρος, καθώς θα ζει χωρίς να φοβάται το μέλλον. Είναι επομένως ανάγκη να μελετάμε ό,τι φέρνει ευτυχία, αφού, όταν αυτή υπάρχει, έχουμε τα πάντα, ενώ όταν μας λείπει, κάνουμε τα πάντα για να την έχουμε» Επιστολή προς Μενοικέα
«Αν θέλεις να κυβερνάς την ζωή σου σύμφωνα με την ανθρώπινη λογική, μάθε πως πραγματικός πλούτος σημαίνει το να αρκείσαι στα λίγα. Το λίγο ποτέ δε λείπει. Οι άνθρωποι επιθύμησαν την δύναμη και την δόξα για να στηρίξουν το έχει τους σε στέρεα θεμέλια και να μπορούν να ζουν την ζωή τους ήσυχα μες στα πλούτη. Μάταιος κόπος. Στον αγώνα τους να φτάσουν ψηλά, σπέρνουν το δρόμο της ζωής με δυσκολίες και κινδύνους. Κι από την κορυφή, σαν κεραυνός ο φθόνος τους χτυπά και τους γκρεμίζει με καταφρόνια μες σε τρομερά Τάρταρα. Γιατί από τον φθόνο, όπως κι από τον κεραυνό, καίγονται οι ψηλές κορφές και κάθε τι που ξεχωρίζει πάνω από τ’ άλλα. Αξίζει περισσότερο να προσαρμόζεται κανείς ήσυχα παρά να θέλει να υποτάξει τον κόσμο στην εξουσία του και να κυβερνά βασίλεια. Ασ’ τους να χύνουν άσκοπα ματωμένο ιδρώτα εξουθενωμένοι, καθώς παλεύουν στο στενό μονοπάτι της φιλοδοξίας, αφού οι γνώσεις τους υπαγορεύονται από ξένα χείλη, κι οι επιθυμίες τους καθορίζονται από αυτά που ακούν από άλλους κι όχι απ’ τα δικά τους αισθήματα. …Το να ικανοποιεί κανείς την φιλαργυρία του αδικώντας είναι ασέβεια, ενώ το να την ικανοποιεί χωρίς να αδικεί είναι αισχρό. Γιατί είναι απρέπεια να αποταμιεύει κανείς με γλοιώδη τρόπο, ακόμα κι αν το κάνει σύμφωνα με το δίκαιο.» Λουκρήτιος
«Είναι μάταια τα λόγια του φιλοσόφου που δεν θεραπεύουν κανένα ανθρώπινο πάθος, ακριβώς όπως η ιατρική είναι ανώφελη αν δεν γιατρεύει τις αρρώστιες του σώματος, έτσι και η φιλοσοφία δεν προσφέρει κανένα κέρδος, αν δεν ξαλαφρώνει την ψυχή από τα πάθη της» Επίκουρος
«Επίκουρος έλεγεν την φιλοσοφίαν ενέργειαν είναι λόγοις και διαλογισμοίς τον ευδαίμονα βίον περιποιούσαν» Σέξτος ο Εμπειρικός
«Και μολονότι τούτος ο λόγος είναι κοινός, οι άνθρωποι γίνουνται ασύνετοι παντοτινά, και πριν τον ακούσουν, και όταν τον ακούσουν για πρώτη φορά. Γιατί, μολονότι τα πάντα γίνουνται σύμφωνα με τούτο τον λόγο, μοιάζουν σα να μην τον γνωρίζουν και καταπιάνουνται με λόγια και έργα τέτοια, που εγώ τώρα θα διηγηθώ, διαιρώντας το καθένα κατά την φύση του και λέγοντας πώς έχει. Όσο για τους άλλους ανθρώπους, δεν έχουν συναίσθηση των όσων κάνουν στον ξύπνο τους, όπως λησμονούν τα όσα κάνουν όταν κοιμούνται.
»Η αληθινή δομή των πραγμάτων συνήθως κρύβεται. Τα μάτια και τα αυτιά είναι κακοί μάρτυρες για τους ανθρώπους, αν έχουν ψυχές που δεν καταλαβαίνουν τη γλώσσα τους. Ο άρχοντας, (ο Απόλλων) στον οποίο είναι αφιερωμένο το Μαντείο των Δελφών, δεν μιλάει ούτε κρύβει, παρά στέλνει σημάδια.
»Γι᾽ αυτό είναι αναγκαίο να ακολουθούμε το κοινό· αλλά, παρόλο που ο Λόγος είναι κοινός, οι πολλοί ζουν σαν να είχαν δική τους αντίληψη.
»Δεν καταλαβαίνουν πώς είναι δυνατό, ενώ βρίσκεται σε αντίθεση, να συμφωνεί με τον εαυτό του: υπάρχει ένας παλίντονος δεσμός, όπως στο τόξο και τη λύρα.
»Ερεύνησα τον εαυτό μου.
»Ο πόλεμος είναι ο πατέρας των πάντων και ο βασιλιάς των πάντων, και μερικούς τους έκανε Θεούς, άλλους ανθρώπους· μερικούς τους έκανε δούλους, άλλους ελεύθερους.
»Ο ανήφορος και ο κατήφορος είναι ο ίδιος δρόμος.
»Αυτόν τον κόσμο δεν τον έπλασε κανένας θεός ή άνθρωπος, παρά υπήρχε πάντα, υπάρχει και θα υπάρχει: μια αιώνια, ζωντανή φωτιά, που ανάβει με μέτρο και σβήνει με μέτρο.
»Ο ήλιος δεν θα ξεπεράσει τα μέτρα του· αλλιώς οι Ερινύες, οι θεραπαινίδες της δικαιοσύνης, θα τον ανακαλύψουν.
»Ο χαρακτήρας του ανθρώπου είναι η μοίρα του. (ἦθος ἀνθρώπῳ δαίμων)
»Είναι πιο αναγκαίο να σβήνει κανείς την ύβρη παρά την πυρκαγιά. »Ο λαός πρέπει να υπερασπίζεται το νόμο όπως τα τείχη της πόλης.» Ηράκλειτος
Σκοπός της φιλοσοφίας είναι η (εὐθυμία) αταραξία και η γαλήνη της ψυχής. Ο άνθρωπος με τις ικανότητές του μπορεί για να φτιάξει την ευτυχία του, αρκεί να ελέγξει τα εμπόδια, τις ενοχλήσεις, και τις εσωτερικές του ανησυχίες. Η εὐθυμία κατεβαίνει κυριολεκτικά από τον Ουρανό στην Γη σε κάθετο Χρόνο, κι ορίζεται ως η αέναη κατάσταση ευεξίας και η βεβαιότητα ότι δεν μπορεί να χαθεί στον χρόνο, ανεξάρτητα από τα εμπόδια. Αφού έθεσε τέτοιους στόχους, η φιλοσοφία του Επίκουρου χρειάστηκε να απαντήσει σε άλλες αντίπαλες θέσεις οι οποίες είτε ανοιχτά στέκονταν εμπόδιο και τροχοπέδη στο μονοπάτι προς την εὐθυμία, είτε ισχυρίζονταν ότι έχουν συναφείς σκοπούς. Όπως είναι γνωστό, για να συγκροτηθεί μια οποιαδήποτε φιλοσοφία, μια διανοητική τέχνη δηλαδή, πρέπει να έχει στυλωμένο το μάτι ο φιλόσοφος, στους αντιπάλους, αφού τα εμπόδια είναι κεντρικό τμήμα κάθε επιδίωξης κι όποιος τα αγνοεί αποτυγχάνει· ο πόλεμος είναι ο πατέρας των πάντων… και σε κάθε πόλεμο υπάρχει ο αντίπαλος, το πως· και με τι όπλα πολεμάς σε καθορίζει, επίσης καθορίζει και την πιθανότητα επιτυχίας ή αποτυχίας σου.
Ο κύριος ανταγωνιστής, ο μικρός τύραννος για τον Επίκουρο είναι ο διάχυτος φόβος του θανάτου, ο φόβος που προέρχεται από ορισμένους Θεούς και οι φιλοδοξίες που ξεπερνούν το φυσικό όριο, οι ματαιοδοξίες. Η Επικούρεια φιλοσοφία πέτυχε να καταπολεμήσει αυτούς τους φόβους, καθώς τους θεωρεί ως τις κύριες αιτίες της δυστυχίας των ανθρώπων κι ως πράξη, έχει Ακαμπτο Σκοπό της να γαληνέψει (εὐθυμία) την μπόρα της ψυχής.
«Όλες μας οι πράξεις αυτό έχουν σκοπό, να παραμερίσουν τον πόνο και την ταραχή. Όταν αυτό το καταφέρουμε, γαληνεύει η μπόρα της ψυχής, γιατί ο άνθρωπος δεν έχει πια να τρέξει και να κυνηγήσει κάτι που να συμπληρώσει την ευεξία της ψυχής και του κορμιού.» Επίκουρος
Ο στοχασμός του Επίκουρου ζητεί, παραμερίζοντας κάθε σάπιο κι ανίερο, να φτάσει σε κάτι σθεναρό που να μπορεί να σταθεί σαν βάση στην ανθρώπινη ύπαρξη και το πετυχαίνει. Ο άνθρωπος είναι κάτι μεγάλο και πολύτιμο. Την ευτυχία, την μακαριότητα, την έχει μέσα του, είναι κύριο γνώρισμα του φτάνει να παραμερίσει όσα τον ενοχλούν και του κάνουν κόλαση την ζωή. Όταν λείψει κάθε λύπη ή χαρά, κάθε ταραχή, στην ουδέτερη κατάσταση του ΚΕΝΟΥ, η εὐθυμία αναβλύζει από μέσα του, γεμίζει το ΕΙΝΑΙ του, ξεχύνεται γύρω, απλώνεται στα πάντα. Η αξία της γνώσης στους Επικούρειους μετριέται με κριτήριο την χρησιμότητά της για την εὐθυμία των ανθρώπων, δεν μπορώ να σκεφτώ κάποιο άλλο μέτρο, αν κάτι δεν είναι χρήσιμο, είναι άχρηστο.
Κάθε άνθρωπος, σε όλες τις εποχές και στο βαθμό που επιλέγει ελεύθερα τι θα διαβάσει, είναι απολύτως φυσικό να προτιμά όσα τον ωφελούν, όσα απλά κι όχι πολύπλοκα, (αναζήτησε το άρθρο: το Ξυράφι του Οκαμ) λύνουν προβλήματα της καθημερινής ζωής και του δίνουν λογικές συμβουλές για το πώς μπορεί να ζήσει πιο εὐθυμα τα χρόνια του. Η επιστήμη της ευδαιμονίας, ως φιλοσοφία και πρακτική κάνει τα πρώτα βήματά της στον Κήπο του Επίκουρου και γονιμοποιεί την ήδη πλούσια παράδοση με τον Δημόκριτο και το σημαντικό κίνημα των Σοφιστών.
Εξαιρετική η τοποθέτηση των Ελλήνων Φιλοσόφων, αφού απαιτείται ΛΟΓΙΚΗ για να βγει ο άνθρωπος από τον βάλτο της παράνοιας (Εγώ) που βολοδέρνει και κατόπιν απαιτείται να πετάξει την Λογική για να ανέλθει στα υψηλά επίπεδα της ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ (ΕΙΝΑΙ). Οτιδήποτε γνωρίζουμε ως «πνευματικότητα» τα τελευταία χιλιάδες χρόνια είναι προϊόντα της παράνοιας (Εγώ), απουσιάζει εντελώς κάθε έννοια ΛΟΓΙΚΗΣ, κι άρα, οποιοσδήποτε μιλάει για «πνευματικότητα» (όλες οι εκκλησίες, κάθε είδους ιερατείο -φανερό ή μη- γκουρού, σωτήρες, υιός θεού, άγιοι και κάθε λογής παρατρεχάμενοι) μέσα στο επίπεδο της παράνοιας είναι ανάξιος εμπιστοσύνης και προσοχής. Αυτό φυσικά δεν τους εμποδίζει να έχουν πιστούς υπήκοους, αφού η ικανότητα ΑΝΤΙΛΗΨΗΣ της ΓΝΩΣΗΣ και ΛΟΓΙΚΗΣ απουσιάζει από το ποίμνιον τους. Είναι γνωστό πως κάθε είδους πρόβατα απέχουν από οτιδήποτε τους προσφέρει ελευθερία, και προτιμούν την ψευδή ασφάλεια του μαντριού τους (υπάρχουν κι εκείνα τα τσοπανόσκυλα που τα φυλάνε από τον κακό λύκο, αλλά στην πραγματικότητα τα προσέχουν για να μην ξεστρατίσουν από το μαντρί του Αφέντη… κι αποκαλούνται οι ελεγκτές, τους γνωρίζουμε ως δυνάμεις καταστολής κι ελέγου του κοπαδιού) κι από το μαντρί βγαίνουν μονάχα για να ποτιστεί η χαντζάρα του χασάπη.
Μάταιος και κενόδοξος είναι ο φιλοσοφικός λόγος που δεν θεραπεύει κανένα ανθρώπινο πάθος, κανένα πόνο, αγωνία, ακριβώς όπως η ιατρική δεν οφελεί παρά μόνο όταν θεραπεύει τις ασθένειες του σώματος, έτσι και η φιλοσοφία δεν προσφέρει τίποτα, αν δεν απαλλάσσει τον άνθρωπο από τα πάθη του. Σήμερα η ιατρική όχι μόνο δεν θεραπεύει αλλά δολοφονεί με την εμπορευματοποίηση της υγείας (εμβόλια, χημειοδολοφονίες, καισαρικές, δολοφονίες διαφωνούντων κλπ) και οι σύγχρονοι φιλόσοφοι όχι μόνο δεν βοηθούν τον άνθρωπο αλλά τον συσκοτίζουν ακόμη περισσότερο. Χρειάζεται να ψάξεις πολύ για να ανακαλύψεις άξιους εμπιστοσύνης ιατρούς και φιλοσόφους που θεραπεύουν σώμα και νόηση. Μάλιστα αν ο ιατρός δεν είναι και φιλόσοφος είναι απορριπτέος και τούμπαλιν. Ρώτα τον φίλο, συνεργάτη, γνωστό, δικηγόρο, λογιστή, ιατρό σου… ποιά Ελληνική Φιλοσοφική σχολή ενστερνίζονται κι ακολουθουν στην ζωή τους, για να αντιληφθείς σε μόλις πεντε λεπτά με ποιόν έχεις να κάνεις. Μην ξαφνιαστείς με αυτά που θα ακούσεις και μην ξεχνάς πως ζούμε στο επίπεδο της παράνοιας.
Στην εξάπλωση της Επικούρειας φιλοσοφίας συντέλεσε ο ευδαίμων χαρακτήρας του Επίκουρου, αλλά κυρίως η πρακτικότητα της ΛΟΓΙΚΗΣ του διδασκαλίας, όπου η φιλοσοφία δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μέσο και βοήθημα στην επίτευξη του ΣΚΟΠΟΥ του ανθρώπινου βίου, που είναι η ΕΥΔΑΙΜΟΝΙΑ. Γι΄αυτό τον λόγο ο Επίκουρος δεν έδινε καμιά σημασία στις εκτεταμένες θεωρητικές, γραμματικές, ιστορικές και μαθηματικές έρευνες, εφόσον δεν εξυπηρετούσαν το να ζει ο άνθρωπος ευτυχής. Από την άλλη, επειδή θεωρούσε ότι η κακοδαιμονία των ανθρώπων προέρχεται από την αμάθεια, την δεισιδαιμονία, τις προλήψεις, τους φόβους και τις φρούδες ελπίδες που γεννούν την παράνοια κι επειδή θεωρούσε πως αιτία όλων αυτών είναι η άγνοια των φυσικών νόμων, έλεγε ότι το μόνο μέσο θεραπείας είναι η ορθή γνώση των νόμων (ΛΟΓΙΚΗ) που διέπουν την φύση και κατά προέκταση τον άνθρωπο.
«Δεν ξέρω πώς να συλλάβω το Αγαθόν, αν αφαιρέσω τις ηδονές της γεύσης, αν αφαιρέσω τις σεξουαλικές ηδονές, αν αφαιρέσω την ευχαρίστηση των ακουσμάτων και την τέρψη που προσφέρει η θέα μίας γλυκιάς μορφής. Γι’ αυτό και θεωρούμε την ηδονή αρχή και απώτερο σκοπό της εύθυμης ζωής. Γιατί έχουμε αναγνωρίσει ότι είναι πρωταρχικό και έμφυτο αγαθό μέσα μας και ότι από αυτήν ξεκινάει το τι θα προτιμήσουμε και το τι θ’ αποφύγουμε και σ’ αυτήν καταλήγουμε όταν αξιολογούμε κάθε αγαθό με κριτήριο την αίσθησή της. Κι επειδή η ηδονή είναι το πρωταρχικό και έμφυτο αγαθό, γι’ αυτό δεν επιλέγουμε οποιαδήποτε ηδονή, και δεν ενδίδουμε σε πολλές ηδονές, όταν αυτές μας προκαλούν μεγαλύτερα προβλήματα. Πολλούς πόνους, μάλιστα, τους θεωρούμε προτιμότερους από τις ηδονές, εφόσον είναι μεγαλύτερη για μας η ηδονή που θα ακολουθήσει, εάν υπομείνουμε για πολύ χρόνο τους πόνους. Κάθε ηδονή λοιπόν, επειδή η φύση της μας είναι οικεία, είναι κάτι το καλό, δεν συμβαίνει όμως να επιλέγουμε μια οποιαδήποτε ηδονή, όπως ακριβώς και κάθε πόνος είναι κακός, ωστόσο, από την φύση του, δεν γίνεται πάντοτε να τον αποφεύγουμε. Όλα αυτά, όμως, οφείλει να τα κρίνει κανείς συγκρίνοντας τα και αξιολογώντας προσεκτικά τι είναι συμφέρον και τι ασύμφορο. Γιατί σε ορισμένες περιπτώσεις χρησιμοποιούμε το καλό σαν κακό και, αντίστροφα, το κακό σαν καλό.» Επίκουρος
Ο βίαιος επικοικισμός είχε φήμη ως φιλοσοφία που ενθάρρυνε τον απερίσκεπτο κι ανήθικο ηδονισμό. Κατά τον Κικέρωνα, η Επικούρεια φιλοσοφία όργωσε την Ελλάδα, την Ιταλία κι ολόκληρη την Ρωμαική (Βαρβαρική) Αυτοκρατορία «Gaeciam, Italiam et totam barbariam». Η μελέτη της δεν θεωρείται προνόμιο των μορφωμένων αν και χρειάζεται μια ελάχιστη τριβή με τα φιλοσοφικά κείμενα. Σε πολλές περιπτώσεις, ο Επίκουρος απορρίπτει την εγκύκλια μόρφωση της εποχής του, γιατί θόλωνε το μυαλό και μπέρδευε τους ανθρώπους. Στην φιλοσοφία του, μάθηση και απόλαυση συμβαίνουν ταυτόχρονα «Στις άλλες ενασχολήσεις, γεύεσαι τον καρπό τους μόνον όταν αυτές ολοκληρωθούν, ενώ στην φιλοσοφία, την γνώση και την ευχαρίστηση τις βιώνεις ταυτόχρονα. Γιατί η απόλαυση δεν έρχεται μετά την μάθηση, αλλά μάθηση και απόλαυση πάνε μαζί.»
«Παιδείαν δε πάσα μακάριε, πάσαν φεύγε, τακάτιον αράμενος, να φεύγεις μακριά από κάθε εγκύκλια μόρφωση ανοίγοντας όλα τα πανιά», γράφει χαρακτηριστικά ο Επίκουρος, σε επιστολή του προς τον Πυθοκλή που διασώζει ο Λαέρτιος. Ακόμη «Μακαρίζω σε, ω Απελλή, ότι καθαρός πάσης παιδείας, επί φιλοσοφίαν εφόρμησας».
Ο Κωλώτης, μαθητής του Επίκουρου, διαγελά και φαυλαρίζει την σωκρατική αντίληψη ότι θα ανακαλύψεις την ουσία της έννοιας, αν δώσεις τον σωστό ορισμό της.
«Κατ’ αρχήν, Ηρόδοτε, πρέπει το εννοιολογικό περιεχόμενο των λέξεων να είναι δεδομένο, ώστε να μπορούμε να διατυπώνουμε κρίσεις για τα όσα πιστεύουμε ή αναζητούμε ή δεν καταλαβαίνουμε, έχοντάς τες ως συγκεκριμένα σημεία αναφοράς· κι όχι να μπερδευόμαστε μέσα σε ατέρμονες ερμηνείες, με το κάθε τι αξεκαθάριστο· αλλιώς, το μόνο που θα μας μείνει θα ‘ναι κούφιες λέξεις. Χρειάζεται απαραίτητα να μας είναι προφανές -χωρίς την βοήθεια καμιάς πρόσθετης απόδειξης -το πρωταρχικό νόημα της κάθε λέξης, αν θέλουμε να αναφερόμαστε σε κάτι συγκεκριμένο, όταν αναζητούμε, όταν βρισκόμαστε σε αδιέξοδο ή όταν εκφέρουμε γνώμες. Κι επίσης, θα πρέπει οπωσδήποτε να στηριζόμαστε στις αισθήσεις μας και, δίχως άλλο, είτε στην άμεση αντίληψη του νου είτε σε κάποιο άλλο κριτήριο, καθώς και στα υπαρκτά αισθήματα, ώστε να ‘χουμε μια βάση για να βγάζουμε συμπεράσματα και για αυτά που ακόμη περιμένουν επιβεβαίωση και για όσα δεν είναι προφανή.» Επίκουρος
Οι ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ μας, τα δεδομένα του αισθητηριακού μηχανισμού, είναι το κριτήριο της αλήθειας. Το απόσπασμα αναφέρεται στον Σωκράτη και το περίφημο Ἓν οἶδα ὅτι ουδὲν οἶδα (Ένα ξέρω, ότι δεν ξέρω τίποτα)
«Μα ας το δεχτούμε πως ξέρει καλά ότι τίποτα δεν είναι γνωστό. Θα τον ρωτούσα αφού δεν βλέπεις πουθενά την αλήθεια, πώς μπορείς να ξέρεις τι μπορεί να γίνει γνωστό και τι όχι, και ποια είναι τα σημάδια του αληθινού και του ψεύτικου, και τι σου έδωσε τη δυνατότητα να ξεχωρίζεις το αμφίβολο από το βέβαιο; Θα βρεις ότι οι ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ μας είναι εκείνες που πρωτοδημιούργησαν το κριτήριο της ΑΛΗΘΕΙΑΣ, και πως οι ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ δεΝ γίνεται να βγουν ψεύτικες, θα πρέπει να θεωρούμε πιο αξιόπιστο ό,τι από μόνο του μπορεί με το αληθινό να νικήσει το ψεύτικο. Και τι μπορεί να θεωρηθεί πιο αξιόπιστο από τις ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ; Είναι δυνατόν, ένας συλλογισμός, βασισμένος σε ψευδείς αισθήσεις, να αντικρούσει τις ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ; Αφού κι ο ίδιος απ’ αυτές πηγάζει, οπότε, αν αυτές δεν είναι αληθινές, τότε ολόκληρος ο συλλογισμός είναι επίσης ψευδής.» Επίκουρος
«Πρέπει να αναλογιζόμαστε τον αληθινό σκοπό της ζωής έχοντας κατά νου όλες εκείνες τις ολοφάνερες μαρτυρίες των ΑΙΣΘΗΣΕΩΝ στις οποίες στηρίζουμε τις απόψεις μας ειδάλλως, τα πάντα θα είναι γεμάτα αμφιβολία και σύγχυση. »Αν αντιμάχεσαι όλες τις ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ σου, δεν θα ‘χεις πλέον τίποτα με βάση το οποίο να κρίνεις ακόμα κι εκείνες τις ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ που ισχυρίζεσαι ότι μας εξαπατούν. »Αν απορρίψεις ολότελα μιαν ΑΙΣΘΗΣΗ, και δεν κάνεις Δ Ι Α Κ Ρ Ι Σ Η ανάμεσα στην δοξασία σου που ακόμα περιμένει επαλήθευση και σ’ αυτό που είναι ήδη δεδομένο στις ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ και στα αισθήματα κι είναι καταγραμμένο στον νου ως παράσταση, τότε θα φέρεις σύγχυση στις άλλες ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ σου με την ανόητη γνώμη σου και θα χάσεις κάθε κριτήριο. Αν, πάλι, με τις υποκειμενικές σου ιδέες θεωρήσεις αληθινό, αδιακρίτως, και εκείνο που περιμένει την επαλήθευση και εκείνο που δεν την χρειάζεται, δεν πρόκειται να αποφύγεις το λάθος, αφού κάθε κρίση σου σχετικά με το τι είναι σωστό και τι όχι θα βρίσκεται πάντα υπό αμφισβήτηση.» Λουκρήτιος
Η Διαστρέβλωση του Ηδονισμού
Είναι εύκολη η διατρέβλωση όταν δεν υπάρχει Δ Ι Α Κ Ρ Ι Σ Η.
«Με πληροφορείς ότι η σάρκα σου σε οδηγεί πολύ συχνά στις σεξουαλικές ηδονές. Εάν ούτε τους νόμους παραβαίνεις ούτε τα καλά ήθη διαταράσσεις, ούτε κάποιον από τους συνανθρώπους σου στενοχωρείς, ούτε το σώμα σου βλάπτεις, ούτε τα πράγματα που έχεις ανάγκη σπαταλάς, τότε να διαθέτεις όπως θέλεις τον εαυτό σου σε σχέση μ’ αυτή την επιθυμία σου. Όμως δεν υπάρχει τρόπος να μην συμβεί κάτι από τα παραπάνω. Γιατί οι σεξουαλικές ηδονές ποτέ δεν ωφέλησαν· καλό θα ήταν και να μην έβλαπταν.» Μητρόδωρος
«Όταν υποστηρίζουμε ότι ο σκοπός της ζωής είναι η ηδονή, δεν εννοούμε τις ηδονές των ασώτων και τις αισθησιακές απολαύσεις· αλλά εννοούμε το να μην υπάρχει πόνος στο σώμα και ταραχή στην ψυχή» Επίκουρος
Ο Επίκουρος για το λίγο μυαλό των Οργανικών Πυλών και των Συναισθηματικά Πανουκλιασμένων, ήταν ένας ηδονιστής (με ό,τι κι αν σημαίνει η λέξη στο άδειο κεφάλι των παρασιτικών) κι ενώ ο φιλόσοφος ενθάρρυνε, όπως διαβάζουμε στα κείμενα του, την αναζήτηση μιας φυσικής κατάστασης ευχαρίστησης κι εγκράτειας, που έρχεται όταν ελευθερώνουμε τον εαυτό μας από την επιθυμία, εν τουτοις οι Οργανικές Πύλες ανίκανες να αντιληφθούν το μεγαλείο των λόγων του διάστρεψαν τα λόγια του για να δικαιολογήσουν την ανικανότητα τους. Το ίδιο γίνεται μεχρι σήμερα. Η φιλοσοφία του, (για την ακρίβεια η διαστρέβλωση της φιλοσοφίας του) ήταν πολύ δημοφιλής στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κι έτσι κέδρισε επάξια μια θέση στην κόλαση του Δάντη.