Η κοιλάδα των Τεμπών σχηματίζεται ανάμεσα στον Όλυμπο και τον Κίσαβο. Έχει μήκος 10 χιλιομέτρων, ενώ στο στενότερο σημείο της σχηματίζεται φαράγγι με πλάτος 25 μέτρα και βάθος περίπου 500 μέτρα. Την κοιλάδα διατρέχει ο ποταμός Πηνειός, ο οποίος στη συνέχεια εκβάλλει στο Αιγαίο. Oι αρχαίοι συγγραφείς συμφωνούν ότι τα Τέμπη (τέμνω - κόβω) είναι δημιούργημα φοβερού σεισμού, που χώρισε τα βουνά και προκάλεσε το στράγγισμα του νερού της λίμνης που σκέπαζε τη Θεσσαλική πεδιάδα. Tο γεγονός συνδέεται με τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα - οι Θεσσαλοί, σε ανάμνηση, γιόρταζαν τα "Πελώρια", προς τιμήν του Δία. O Πηνειός είχε κόρη την πανέμορφη Δάφνη, η οποία, για να αποφύγει τον Απόλλωνα, που την ερωτεύτηκε, παρακάλεσε τον πατέρα της να τη μεταμορφώσει σε φυτό...
Είναι το ιερό φυτό του Απόλλωνα, η δάφνη, με το οποίο στεφανωμένοι οι προσκυνητές, ύστερα από καθαρμούς και ιεροτελεστίες, ξεκινούσαν σε πομπή από το ιερό του Απόλλωνα των Τεμπών για τους Δελφούς, όπως έκανε ο ίδιος ο Θεός. Tο ιερό τοποθετείται στους πρόποδες της Όσσας, στην αρχή της γέφυρας. Η κοιλάδα των Τεμπών είχε, από την αρχαιότητα, μεγάλη σημασία, αφού είναι το κύριο πέρασμα από την Μακεδονία στη Θεσσαλία. Το όνομα των Τεμπών διατηρείται από την αρχαιότητα. Την περίοδο της Τουρκοκρατίας λέγονταν και Μπαμπά. Μια κατάφυτη περιοχή με άφθονες πηγές που καταλήγουν στον Πηνειό.
Πολύ κοντά στα Τέμπη είναι το Δέλτα του Πηνειού, ένας τόπος και μεγάλη βιοποικιλότητα και οικολογική αξία. Στην κοιλάδα των Τεμπών υπάρχουν φυσικές πηγές νερού. Τα Τέμπη αποτελούν καταφύγιο για σπάνια πουλιά - παρυδάτια και αρπακτικά (225 είδη, ανάμεσά τους κορμοράνοι, ερωδιοί και φλαμίνγκο), ενώ υδροχαρή δέντρα (πλατάνια, λεύκες, ιτιές κ.ά.), που φυτρώνουν μέσα από τα νερά του ποταμού, δάση από πλατάνια και σπάνια λουλούδια στους βράχους, συνθέτουν το τοπίο. Η Ελληνική μυθολογία είναι πλούσια σε μύθους που σχετίζονται με την κοιλάδα των Τεμπών.
Σύμφωνα λοιπόν με έναν μύθο η κοιλάδα άνοιξε από την τρίαινα του Ποσειδώνα. Άλλος μύθος λέει ότι ο Θεός Απόλλωνας ήταν ερωτευμένος με τη Δάφνη, κόρη του Πηνειού. Ο πατέρας της, για να μην την αρπάξει ο Θεός, την μεταμόρφωσε σε φυτό, την δάφνη, που αφθονεί στην κοιλάδα. Επίσης αναφέρεται ότι ο θεός Απόλλωνας τις δάφνες στους Δελφούς τις μετέφερε από την πλούσια σε βλάστηση περιοχή των Τεμπών. Υπήρχε μάλιστα και ναός αφιερωμένος στον Απόλλωνα. Η μυθολογία επίσης αναφέρει ότι στην κοιλάδα των Τεμπών ο Θεός Πάνας κυνηγούσε τις Δρυάδες και τις Νύμφες.
Εδώ επίσης για κάποιο διάστημα κατοικούσε ο Αρισταίος, γιος του Απόλλωνα και της Κυρήνης κι εδώ ήταν που κυνηγούσε την Ευρυδίκη, σύζυγο του Ορφέα. Ενώ αυτή προσπαθούσε να ξεφύγει από τον Αρισταίο, που την κυνηγούσε, δαγκώθηκε από ένα ερπετό και πέθανε. Σύμφωνα με τους ιστορικούς (Ηρόδοτο, Απολλόδωρο και Στράβωνα), πριν από μερικές χιλιετίες τα όρη Όλυμπος και Κίσαβος αποτελούσαν μια ενιαία οροσειρά. Τα νερά των βροχών και των πηγών δεν έβρισκαν διέξοδο στη θάλασσα. Η συνεχής ανύψωση της στάθμης των υδάτων μετέβαλλε το Θεσσαλικό λεκανοπέδιο σε μια απέραντη λίμνη.
Μετά από σοβαρές γεωλογικές αναστατώσεις (κατακλυσμός του Δευκαλίωνα κατά την Ελληνική μυθολογία) προκλήθηκε το σεισμικό ρήγμα μεταξύ του Ολύμπου και του Κίσαβου, της κοιλάδας των Τεμπών και τα νερά της Θεσσαλίας εκκενώθηκαν στον Θερμαΐκό, αφήνοντας πίσω τους μια εύφορη κοιλάδα. Τα πρώτα εργαλεία και απολιθωμένα οστά ζώων της Μέσης Παλαιολιθικής εποχής, που βρέθηκαν στις όχθες του Πηνειού ποταμού το 1958 κοντά στη Λάρισα, χρονολογούνται από το 50.000 έως το 30.000 π.Χ. Από το 30.000 π.Χ. κατάλοιπα της ανθρώπινης δραστηριότητας στη Θεσσαλία επανεμφανίστηκαν μετά το τέλος των παγετώνων, περί το 7.000 π.Χ., δηλαδή στη Νεολιθική εποχή.
Στη δυτική είσοδο των Τεμπών σώζεται ο τάφος του Χασάν Μπαμπά, που θυμίζει τις θηριωδίες των Τούρκων και τις ιστορικές μάχες στα Στενά. Μέσα στο βράχο του Ολύμπου είναι χτισμένο το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής. Συνδέεται με την Εθνική Οδό με κρεμαστή γέφυρα, η οποία περνά πάνω από τον Πηνειό ποταμό. Χρονολογείται από το 13ο αιώνα μ.Χ. και είναι χτισμένο σε ένα σημείο ιδιαίτερης φυσικής ομορφιάς. Αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα προσκυνήματα της περιοχής με χιλιάδες επισκέπτες κάθε χρόνο. Η κοιλάδα των Τεμπών είναι ένας τόπος μοναδικής φυσικής ομορφιάς με πλούσια πολιτιστική κληρονομιά.
ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΩΝ ΠΕΡΙΗΓΗΤΩΝ
Τα ταξίδια αποτελούσαν ανέκαθεν μία από τις πλέον βασικές δραστηριότητες του ανθρώπου σε ολόκληρη την ιστορική του διαδρομή. Και όσοι τα επιχειρούσαν για προσωπική ικανοποίηση ήταν άνθρωποι με συναισθηματική ευαισθησία, τολμηροί, ίσως και εκκεντρικοί, με πολλά ενδιαφέροντα. Τους έθελγε η περιπέτεια, αλλά και η εξερεύνηση του άγνωστου, η περιήγηση σε χώρους ιδιαίτερου φυσικού κάλλους ή διαχρονικού ιστορικού ενδιαφέροντος. Επιπλέον τους ενδιέφερε η γνωριμία με ανθρώπους άλλων περιοχών, με ιδιαίτερο υλικό και πνευματικό πολιτισμό και με τρόπο ζωής διαφορετικό από τον δικό τους.
Ειδικότερα, κάθε ταξίδι ενός περιηγητή στον ελληνικό χώρο ήταν ένα οδοιπορικό σε μια περιοχή με πλούσια ιστορική μνήμη, διαπνεόμενο από έντονη επιθυμία γνωριμίας με τον τόπο όπου διαδραματίσθηκαν σημαντικά ιστορικά γεγονότα, καθώς και ιερό προσκύνημα στα μνημεία όπως διασώθηκαν από την αμείλικτη φθορά του χρόνου. Για την Κοιλάδα των Τεμπών το πέρασμα των περιηγητών έχει διάρκεια πολύ περισσότερη από δύο χιλιάδες χρόνια. Η πλούσια αρχαία Ελληνική μυθολογία που σχετίζεται με την Κοιλάδα, η γειτνίαση με τον μυθικό Όλυμπο, την κατοικία των Δώδεκα Θεών, αλλά και τα ιστορικά γεγονότα τα οποία διαδραματίσθηκαν σε μια διαδρομή αιώνων, συνδυάζονται αρμονικά με την ειδυλλιακή φυσική ομορφιά του χώρου.
Τα γεγονότα αυτά καθιστούσαν την Κοιλάδα των Τεμπών πόλο έλξης κάθε ευαίσθητου ανθρώπου, ο οποίος, όταν προγραμμάτιζε το ταξίδι του στην Ελλάδα, θεωρούσε υποχρέωσή του να «προσκυνήσει» την περιοχή αυτή, η ιερότητα της οποίας είχε καθιερωθεί ήδη από τους Αρχαίους και τους Ρωμαϊκούς χρόνους. Από τους πρώτους επισκέπτες των Αρχαίων χρόνων έχουν διασωθεί καταγραφές με ενθουσιώδεις εντυπώσεις από τον χώρο. Επειδή ο αριθμός των περιηγητών στο διάστημα των δύο και πλέον χιλιάδων χρόνων είναι αρκετά μεγάλος, στο παρόν κείμενο θα αναφερθούν επιλεκτικά ορισμένοι και θα περιλάβουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα από τις εντυπώσεις τους όπως τις κατέγραψαν οι ίδιοι, χωρίς καμία παρέμβαση.
Αρχαίοι - Ρωμαϊκοί Χρόνοι
Μια πλειάδα Λατίνων συγγραφέων, ποιητών και ιστορικών μίλησαν σε διάφορα έργα τους για την Κοιλάδα των Τεμπών περιγράφοντάς την με πληθώρα επιθέτων, όπως βαθύσκιος, καταπράσινος, ειδυλλιακός, δασοσκεπής και άλλα. Ο μεγαλύτερος γεωγράφος της αρχαιότητος Στράβων, ο ποιητής Οβίδιος στις «Μεταμορφώσεις» του, ο Βιργίλιος, ο λυρικός ποιητής Οράτιος, ο επικός ποιητής Λουκανός, ο Πλίνιος, ο Σενέκας και τόσοι άλλοι, αμιλλώνται σε περιγραφικές εξάρσεις προκειμένου να τονίσουν την ομορφιά της. Από τον Λατίνο συγγραφέα Κλαύδιο Αιλιανό, στις αρχές του 3ου μ.Χ. αιώνα, αντλούμε ίσως την καλύτερη περιγραφή του φυσικού μεγαλείου των Τεμπών:
«Τα Τέμπη είναι μια περιοχή που βρίσκεται ανάμεσα στον Όλυμπο και την Όσσα, βουνά πανύψηλα. Στη μέση κυλάει ο Πηνειός με τους πολλούς παραποτάμους του, οι οποίοι συμβάλλουν στη διόγκωση των νερών του. Αυτή η περιοχή προσφέρει πλήθος τοποθεσίες για ξεκούραση, τις οποίες η ίδια η φύση μόνη της φρόντισε να διαμορφώσει, χωρίς η τέχνη να συμβάλει ουσιαστικά. Ο κισσός με τις φουντωτές κληματσίδες φυτρώνει εδώ πλούσιος και τυλίγεται γύρω από τους ψηλούς κορμούς των δένδρων, όπως πλούσια φυτρώνουν και τα βάτα στην κορυφή του βουνού, καλύπτοντας ολόκληρη την επιφάνεια των βράχων.
Σε τέτοιο βαθμό που το μάτι να συναντά παντού πρασινάδα, γεγονός το οποίο προσφέρει μια ευχάριστη θέα. Κάτω στη στενή δίοδο φαράγγια, αναρίθμητα άλση και ποικίλα περάσματα, τα οποία συνδέονται άμεσα το ένα με το άλλο, εξασφαλίζουν στον ταξιδιώτη μέσα στην κάψα του καλοκαιριού τη δροσερή σκιά και το πιο φιλόξενο καταφύγιο. Ένα πλήθος από ρυάκια διασχίζουν την περιοχή και αναρίθμητες πηγές αναβρύζουν πεντακάθαρο νερό, που είναι απόλαυση να το πίνεις. Χιλιάδες πουλιά και προ παντός αυτά που ξεχωρίζουν με το μελωδικό τραγούδι τους σκορπίζουν το κελάηδημα ασταμάτητα και θέλγουν την ακοή του ταξιδιώτη, βοηθώντας τον να ξεχνά τις ταλαιπωρίες της οδοιπορίας του.
Στις δύο πλευρές του ποταμού βρίσκονται στενά δρομάκια περιπάτου και τοποθεσίες για ξεκούραση. Γαλήνια και ήρεμα σαν λάδι κυλά τα νερά του στη μέση του γοητευτικού φαραγγιού ο Πηνειός. Προστατευμένος καλά από τα κρεμαστά κλαδιά των δένδρων τα οποία διακοσμούν τις όχθες του, το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας παραμένει απρόσιτος από τις ακτίνες του ήλιου και προσφέρει πάντα μια δροσερή σκιά σ’ αυτόν που κωπηλατεί στα νερά του».
Ο Τίτος Λίβιος περιγράφει ως ιστορικός την περιοχή της Κοιλάδας των Τεμπών και στο βιβλίο των «Ιστοριών» του, επισημαίνει τη γεωστρατηγική σημασία της: «Η Κοιλάδα των Τεμπών είναι από μόνη της ένα δύσκολο πέρασμα, γιατί είναι αρκετά στενή και οι όχθες του ποταμού και από τις δύο πλευρές είναι τόσο απότομες, θαρρείς σαν κομμένες».
Βυζαντινοί Χρόνοι
Ο ιστοριογράφος Προκόπιος στο «Περί κτισμάτων» έργο του, ένα είδος οδοιπορικού του 6ου μ.Χ. αιώνα, στο οποίο καταγράφει, ύστερα από περιοδεία στις επαρχίες της απέραντης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τα οικοδομικά έργα του Ιουστινιανού (φρούρια, τείχη, γέφυρες, ναοί, υδραγωγεία), αναφέρει για τα Τέμπη: «Ο Πηνειός κυλάει με ήρεμο ρεύμα προς τη θάλασσα. Η γύρω περιοχή είναι πλούσια σε καρπούς κάθε λογής και σε καλά νερά. Μα οι κάτοικοι δεν μπόρεσαν ποτέ να τα χαρούν, γιατί πάντοτε ζούσαν με τον τρόμο των βαρβαρικών επιθέσεων. Και είναι φυσικό, επειδή σ’ αυτή την περιοχή δεν υπάρχει οχυρή θέση για να καταφύγουν σε περίπτωση κινδύνου».
Ο λόγιος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ευστάθιος τον 12ο αιώνα, στο έργο του «Σχόλια στον Διονύσιο τον Περιηγητή», αναφέρει την επικρατούσα εκδοχή για τον τρόπο δημιουργίας της Κοιλάδας των Τεμπών: «Ο Πηνειός, ο νυν Σαλαμβρίας καλούμενος, την Όσσαν του Ολύμπου απέρρηξε. Διό κατά την ιστορίαν του Γεωγράφου Αράξης εκλήθη ποτέ και ο Πηνειός, ως και αυτός απορρήξας της Όσσης τον Όλυμπον, ότε σεισμώ τα Τέμπη τα Θετταλικά ραγέντα, διέστησαν».
Κατά τους χρόνους αυτούς η περιοχή των Τεμπών ονομαζόταν και Λυκοστόμιον, ίσως γιατί στους κατοίκους της περιοχής η γεωγραφική διαμόρφωση της ιερής Κοιλάδας θύμιζε στόμα λύκου. Για τα Τέμπη έγραψαν επίσης ο Ιωάννης Καντακουζηνός, ο Νικήτας Χωνιάτης, η Άννα Κομνηνή και άλλοι πολλοί.
Τουρκοκρατία
Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας το κύμα των περιηγητών προς τα Τέμπη αυξήθηκε αισθητά. Η Αναγέννηση είχε φέρει σημαντική πολιτιστική αφύπνιση στη Δύση και είχε προαγάγει την πνευματική ανάπτυξη, ειδικά στα γράμματα και τις επιστήμες. Μέσα απ’ αυτή την ανάπτυξη οι κάτοικοι της Κεντρικής Ευρώπης ανακάλυψαν τους αρχαίους πολιτισμούς της Μεσογείου. Επόμενο ήταν, λοιπόν, το ταξίδι στην Ελλάδα, τη σπουδαιότερη χώρα του αρχαίου ιστορικού και μνημειακού πλούτου, να αποτελέσει όνειρο πολλών μορφωμένων και πνευματικά ανήσυχων Ευρωπαίων, ιδιαίτερα εκείνων που τους οδηγούσε στη χώρα μας η φλογερή Ελληνολατρία.
Η παρουσία τους στον Ελλαδικό χώρο στη διάρκεια του «grand tour», ήταν συνήθως προσκύνημα, πάνω απ’ όλα όμως ταξίδι στη μνήμη και την ιστορία της Κοιλάδας, τους μύθους που την περιέβαλλαν. Με οδηγό τους αρχαίους συγγραφείς, ήθελαν να περιηγηθούν το μαγευτικό περιβάλλον των Τεμπών, να θαυμάσουν τον απρόσιτο Όλυμπο, την κατοικία των δώδεκα θεών. Την περίοδο αυτή τέτοια ταξίδια επιχειρούσαν κυρίως νέοι, ευγενείς και ονειροπόλοι περιηγητές από την ανεπτυγμένη Ευρώπη, εμπνευσμένοι από το αρχαίο Ελληνικό κάλλος.
Πολλοί απ’ αυτούς, όταν επέστρεφαν στις πατρίδες τους πλημμυρισμένοι από το Θείο φως της Κοιλάδας, κατέγραφαν τις εντυπώσεις τους σε πολυσέλιδα οδοιπορικά, στα οποία με λογοτεχνικές εξάρσεις σε πεζό ή ποιητικό λόγο, εξιστορούσαν τις συναισθηματικές και αισθητικές εμπειρίες που βίωσαν από την ονειρική πεζοπορία στις όχθες του Σαλαμπριά, μέσα στην Κοιλάδα. Μάλιστα, από τις αρχές του 16ου αιώνα, όταν τα κείμενά τους άρχισαν να εμπλουτίζονται και με σχέδια, στα οποία απεικόνιζαν την ομορφιά του τοπίου, πρόσφεραν στον αναγνώστη πέραν της λογοτεχνικής και μια οπτική απόλαυση, άσχετα από το αν ήταν πραγματική ή ονειρική.
Οι απεικονίσεις των Τεμπών της περιόδου της Τουρκοκρατίας είναι πολυάριθμες. Οι παλαιότερες είναι συνήθως φανταστικές. Ο καλλιτέχνης, ο οποίος δεν ήταν ο συγγραφέας, αλλά είτε κάποιος ζωγράφος που ανήκε στη συντροφιά των οδοιπόρων ή απλώς ένας καλλιτέχνης εμπνευσμένος από τα κείμενα, επινοούσε, βασιζόμενος στις περιγραφές των αρχαίων ή και στις εντυπώσεις των περιηγητών, μια σύνθεση, εξιδανικεύοντας το τοπίο (Ortelius, Gerbelius, Gronovius κ.ά.). Αργότερα, όταν οι περιηγητές άρχισαν να αντιμετωπίζουν το ταξίδι τους πιο επιστημονικά, συνοδεύονταν από ζωγράφους ή είχαν οι ίδιοι εικαστικές ανησυχίες.
Έτσι τα χαρακτικά τους αντιπροσώπευαν την πραγματική εικόνα της Κοιλάδας όπως την αντίκρισαν, χωρίς επιπρόσθετες και αυθαίρετες καταγραφές (Simone Pomardi, ζωγράφος του Edward Dodwell, Stackelberg, Dupré, Clark, Holland και πολλοί άλλοι). Από τους πρώτους συγγραφείς που ασχολήθηκαν με τα Τέμπη κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας ήταν ο ιστορικός Nicolai Gerbelius. Σε βιβλίο του που εκδόθηκε στη Βασιλεία το 1545 αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι ο Πηνειός στο στενό των Τεμπών ήταν πλωτός:
«Καθώς στον Πηνειό καταπλέουν πλοία όλη σχεδόν την ημέρα, οι άνθρωποι προστατευμένοι από τα πυκνά φυλλώματα, ταξιδεύουν σε πολύ ευχάριστη σκιά. Περνούν πολλή ώρα δίπλα στον ποταμό, συχνά πανηγυρίζουν και σε διάφορους τόπους διασκεδάζουν και επιτελούν τα ιερά τους καθήκοντα χαριέστατα». Το χαρακτικό που συνοδεύει το κείμενο προσπαθεί να αποδώσει όλη αυτή την ατμόσφαιρα που περιγράφει ο Gerbelius.
Ο Ολλανδός ζωγράφος και χαρτογράφος Abraham Ortelius έγραψε το 1595: «Στα Τέμπη η φύση σκόρπισε σπάταλα όλα της τα δώρα: ορεινούς όγκους, πλαγιές, γκρεμούς, ανάβρες γάργαρες και δροσερές, οι οποίες πιδακίζουν από τις βραχότρυπες, χλωρίδα πολυποίκιλη με αμέτρητες τις αποχρώσεις του πράσινου, δένδρα πανύψηλα και αιωνόβια και στο μέσον ένα ποτάμι μυθικό, που κυλάει τα θολά νερά του ήρεμα, αθόρυβα και ασταμάτητα». Ο πολυταξιδεμένος Άγγλος ιατρός Edward Brown επισκέφθηκε το 1669 τη Θεσσαλία και από τα γραπτά του φαίνεται ότι ήταν βαθύς γνώστης της Ελληνικής μυθολογίας:
«Ο Πηνειός ποταμός διασχίζει την ξακουστή Κοιλάδα των Τεμπών ανάμεσα στον Όλυμπο και την Όσσα και χύνεται στη θάλασσα. Πιστεύω ότι ο Όμηρος έδωσε στο ποτάμι αυτό το πιο εύστοχο επίθετο, αργυροδίνης, επειδή το νερό του είναι τόσο καθαρό ώστε διακρίνεται η κοίτη του. Οι ποιητές είχαν δίκαιο όταν επινόησαν τον μύθο του Απόλλωνα και της Δάφνης, της κόρης του Πηνειού, η οποία μεταμορφώθηκε σε δένδρο με το ίδιο όνομα. Ακόμη και σήμερα πολυάριθμα δένδρα του είδους αυτού φυτρώνουν στις όχθες του ποταμού μέσα στην Κοιλάδα».
Ο Άγγλος αρχαιολόγος Edward Dodwell επισκέφθηκε τη Θεσσαλία το 1805 με κύριο σκοπό την περιήγηση στην ιστορική Κοιλάδα: «Μετά την επίσκεψή μας στον οικισμό Μπαμπάς και τα Αμπελάκια, φορτώσαμε τα άλογά μας για να περάσουμε ολόκληρη την ημέρα στην Κοιλάδα των Τεμπών, έναν από τους κύριους προορισμούς του ταξιδιού μας όταν ξεκινήσαμε από την Αθήνα. Μπήκαμε στην Κοιλάδα, η οποία απλώνεται ανάμεσα σε δύο γκρεμούς της Όσσας και του Ολύμπου, της πρώτης στο νότο, του δεύτερου στον βορρά.
Οι κορυφές τους δεν είναι ορατές από κανένα σημείο της Κοιλάδας, αλλά ο ταξιδιώτης παρατηρεί σε κάθε πλευρά ένα τεράστιο τείχος από γκρεμούς. Ο δρόμος βρίσκεται στους πρόποδες της Όσσας, με τον Πηνειό να ρέει αριστερά. Σε μερικά σημεία το ποτάμι παρουσιάζει πλατιά κοίτη, ενώ σε άλλα είναι τόσο στενή ώστε φαίνεται να συμπιέζεται από τους αντικριστούς βράχους. Εδώ το πλάτος της ανέρχεται σε λίγες εκατοντάδες βήματα».
Ο Ιταλός ζωγράφος Simone Pomardi ταξίδεψε στην Ελλάδα συντροφιά με τον Dodwell από το 1804 έως το 1806. Ο τελευταίος τον είχε γνωρίσει στη Ρώμη το 1804 και τον πήρε μαζί του στο ταξίδι του στην Ελλάδα για να σχεδιάσει τοποθεσίες με ιδιαίτερο φυσικό και αρχαιολογικό ενδιαφέρον. Το 1820 δημοσίευσε και ο ίδιος τις εντυπώσεις του από το ταξίδι αυτό, αναφέροντας για τα Τέμπη:
«Στα αριστερά μας βρίσκεται ο Όλυμπος, που βαθμιαία υψώνεται πάνω από τις όχθες του Πηνειού γυμνός, χωρίς δένδρα, σε αντίθεση με την Όσσα που είχαμε δεξιά μας. Λίγο παρακάτω είδαμε στην Όσσα κάποιο κάστρο με κατεστραμμένα τείχη και έναν πύργο. Η Κοιλάδα είναι πολύ στενή και αυτό βοηθάει τους κλέφτες για να επιτεθούν στους ταξιδιώτες. Εκτός από τα πλατάνια που κυριαρχούν στην Κοιλάδα, βλέπει κανείς άφθονες δάφνες, φτελιές, ροδιές, λεύκες και βελανιδιές».
O Άγγλος περιηγητής Edward Clark, που βρέθηκε στα Τέμπη τα Χριστούγεννα του 1805, είναι πιο περιγραφικός για τις αρχαιότητες της Κοιλάδας: «Ο Πηνειός καταλαμβάνει ολόκληρη την Κοιλάδα, με εξαίρεση μόνο το στενό πέρασμα από τον παλιό λιθόστρωτο δρόμο της στρατιωτικής διαδρομής, το οποίο εκτείνεται κατά μήκος της δεξιάς όχθης του ποταμού. Ψηλά, πάνω στις έσχατες κορυφές των βράχων, είδαμε τα ερείπια ενός παλιού φρουρίου. Παλιότερα ήταν τα προπύργια του περάσματος, τα τείχη του οποίου είχαν κατασκευασθεί για να περνάει κάποιος τους γκρεμούς με έναν καταπληκτικό τρόπο μέχρι κάτω στον δρόμο.
Οι απότομες πλευρές του βράχου είναι τόσο κάθετες και η χαράδρα τόσο στενή, ώστε θα ήταν εντελώς αδύνατο για οποιονδήποτε στρατό να περάσει, όταν το στενό φρουρούνταν απ’ αυτές τις οχυρώσεις». Ο Άγγλος ιατρός Henry Holland, το 1812, περιγράφει το ανατολικό άκρο της Κοιλάδας στην έξοδο της χαράδρας, όπου βρισκόταν από χρόνια η μεγάλη Τουρκική γέφυρα: «Αφήνοντας το φαράγγι των Τεμπών και κατεβαίνοντας στην πεδιάδα, περάσαμε στη βόρεια όχθη του ποταμού με ένα πορθμείο με άλογα, ένα υποκατάστατο της γέφυρας η οποία βρίσκεται μισό μίλι πιο κάτω, και που γκρεμίσθηκε πριν από δύο χρόνια από μια χειμωνιάτικη πλημμύρα».
Στο οδοιπορικό του Holland λοιπόν έχουμε και μια άμεση μαρτυρία για την καταστροφή του πετρογέφυρου του Πηνειού, μήκους περίπου τριακοσίων μέτρων, στην περιοχή του Ομολίου το 1810. Ο Πρώσος βαρόνος Otto von Stackelberg επισκέφθηκε τα Τέμπη το 1811 και εντυπωσιασμένος από το τοπίο φιλοτέχνησε ορισμένες θαυμάσιες λιθογραφίες:
«Μια θεία δύναμη είχε χωρίσει τα δυο βουνά στην πιο μακρινή αρχαιότητα και ο γειτονικός λαός ερχόταν να προσφέρει θυσίες και να κάψει λιβάνι, τιμώντας τους θεούς, και να τους ευχαριστήσει που έδωσαν πέρασμα στα νερά του Πηνειού. Τίποτα δεν είναι πιο γοητευτικό από αυτό το πλήθος των τοποθεσιών που ποικίλλουν, ανώτερες από όλες τις ανθρώπινες δημιουργίες, από όλους τους τεχνητούς κήπους».
Ο γνωστός Γάλλος πρόξενος στην αυλή του Αλή πασά François Pouqueville επισκέφθηκε την περιοχή περί το 1812 και έγραψε: «Στο άκουσμα του ονόματος της Κοιλάδας των Τεμπών στο νου μας συρρέει πληθώρα ευχάριστων αναμνήσεων από τη μυθολογία. Η δροσιά και τα γραφικά τοπία της ήταν τόσο ξακουστά, ώστε να την προβάλλουν οι ποιητές σαν ένα πρότυπο μαγευτικής κοιλάδας».
Το 1819 ο Γάλλος ζωγράφος Louis Dupré πέρασε από τα Τέμπη. Στην περιγραφή του είναι λιτός: «Περάσαμε πρώτα από ένα δάσος πλατάνων και σύντομα υποχρεωθήκαμε να περπατήσουμε ανάμεσα από άγρια τεράστια βράχια, με επιβλητική αλλά και τρομακτική μορφή, που υψώνονταν στις όχθες του Πηνειού». Ο αββάς Βαρθολομαίος στην «Περιήγηση του Νέου Ανάχαρση» θαυμάζει τη φυσική ομορφιά των Τεμπών με επιγραμματικό τρόπο: «Αλλού η τέχνη βιάζεται να μιμηθεί την φύσιν, εδώ στα Τέμπη δύναταί τις να ειπή ότι η φύσις αγωνίζεται να μιμηθεί την τέχνην».
Ο γνωστός για τις θεωρίες του σχετικά με τη φυλετική καταγωγή των Νεοελλήνων Jakob Phillip Fallmerayer είναι ποιητικότατος όταν περιγράφει τα Τέμπη: «Κάτασπρα σύννεφα κατρακυλούν από τις βουνοκορφές και ψηλά στο σκοτεινό χάσμα πλαταγίζει τα φτερά του με κρωξίματα ο ολυμπίσιος αετός. Μόνο δύο ή τρεις ώρες περνούν οι ακτίνες του ήλιου τον χειμώνα στο κομμάτι αυτό της κοιλάδας». Το 1895 ο επίσκοπος Πλαταμώνος Αμβρόσιος, ένας μορφωμένος ιεράρχης, αναφέρει πως: «Ουδεμία αμφιβολία υπάρχει ότι οι προ Χριστού πρόγονοι ημών, εκ των Τεμπών τούτων ενεπνεύσθησαν και ωρίσαντο ως τόπον της κατοικίας των θεών αυτών τον υψαύχενα Όλυμπον».
Και πολλοί άλλοι περιηγητές έχουν «υμνήσει» το φυσικό περιβάλλον της Κοιλάδας των Τεμπών, όπως οι Hugh Williams, Willian Haygarth, Christopher Wordsworth, Edward Lear, Hippolyte Lapeyrre, Henry Tozer, Paul Monceaux, Melchior de Vogüe και οι Έλληνες Δανιήλ Φιλιππίδης και Γρηγόριος Κωνσταντάς, Ιωάννης Οικονόμου - Λογιώτατος ο Λαρισσαίος, Ιωάννης Λεονάρδος, Νικόλαος Μάγνης, Ελευθέριος Γαρδέλης, Γεώργιος Παρασκευόπουλος, Χρήστος Ζαλοκώστας, Κώστας Ουράνης και πολλοί άλλοι που είναι αδύνατο έστω και περιληπτικά να αναφέρουμε κάποιες εντυπώσεις τους.
Θα τελειώσουμε με μια, χαρακτηριστική για την οπτική των περιηγητών των Τεμπών, αναφορά του Γάλλου ιεράρχη και συγγραφέα François Fenelon στο έργο του «Αι τύχαι του Τηλεμάχου» (1694). Ο ευσεβής Fenelon, μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, εκφράζει την επιθυμία να πορευθεί προς την Κοιλάδα των Τεμπών, αναλαμβάνοντας μια ιερή αποστολή και έχοντας ως όραμα την αναγέννηση της Ελλάδας από τα δεινά των Οθωμανών. Οιστρηλατημένος από την αρχαία ελληνική γραμματεία, ο υμνωδός του Τηλεμάχου αναφωνεί:
«Φεύγω για τα Τέμπη, πλημμυρισμένος από τον ιερό εκείνον ενθουσιασμό, όπου το όσιο και το βέβηλο συμπλέουν με τη χάρη. Αναχωρώ, σχεδόν πετάω. Μπροστά μου ανοίγεται όλη η Ελλάδα».
ΤΕΜΠΗ (ΜΥΘΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ)
Tα Τέμπη είναι μια περιοχή για την οποία έχουν γραφεί πολλά από την αρχαιότητα έως τη σύγχρονη εποχή όσον αφορά τα γεωλογικά και εδαφολογικά φαινόμενα, αλλά και τη μυθολογία, τη θρησκεία και τα πολεμικά-πολιτικά ιστορικά γεγονότα. Η περιοχή συνδέεται με γιορτές, λατρείες και μύθους της αρχαιότητας στους οποίους ο Ποσειδώνας μαζί με τον Απόλλωνα και την Άρτεμη έχουν κυρίαρχη θέση. Οι αρχαίοι θεωρούσαν τον Ποσειδώνα υπεύθυνο για μια σειρά από γεωλογικά και άλλα συμφυή φαινόμενα.
Όπως η διαμόρφωση της γήινης επιφάνειας με βουνά, κοιλάδες, νησιά, πορθμούς, ισθμούς και άλλες ιδιομορφίες του εδάφους, όπως φαίνεται από τα επίθετα με τα οποία ο Όμηρος συνοδεύει το όνομά του και τα οποία τον συνδέουν με τη γη: γαιήοχος (αυτός που κουβαλάει τη γη), ενοσίχθων, εννοσίγαιος (αυτός που σείει τη γη). Η τελευταία ιδιότητα είναι αυτή που τον συνδέει με την περιοχή των Τεμπών, καθώς ο Ηρόδοτος αναφέρει πως, σύμφωνα με την παράδοση, ο Ποσειδώνας άνοιξε τον αυλώνα των Τεμπών, ανάμεσα στα βουνά Όλυμπο και Όσσα, για να βρει διέξοδο στη θάλασσα ο Πηνειός και να φανεί η κατακλυσμένη με νερά Θεσσαλική πεδιάδα.
Στα ιστορικά χρόνια ήταν ευρέως διαδεδομένη στη Θεσσαλική ενδοχώρα η λατρεία του Ποσειδώνα που είχε το προσωνύμιο Πετραίος, είτε γιατί κατά τον σχετικό αιτιολογικό μύθο ο Ποσειδώνας είχε σκίσει με την τρίαινα το βράχο και έκανε να αναπηδήσει το πρώτο άλογο στον κόσμο, ο Σκύφιος, είτε επειδή διαχώρισε τον ορεινό όγκο των Τεμπών, δίνοντας στα νερά που κατέκλυζαν τη Θεσσαλία διέξοδο προς τη θάλασσα και αφήνοντας τη γόνιμη γη στους κατοίκους.
Εκτός από τα Τέμπη, όπου προς τιμήν του τελούνταν ιππικοί αγώνες, τα Πετραία, παρόχθιο ιερό στον Πηνειό που σχετίζεται με τη λατρεία του ίδιου και των Νυμφών έχει εντοπιστεί στον Άτραγα, όπου υπήρχε δωρικός ναός και πιθανότατα στον ποταμό Τιταρήσιο (μεταξύ Τυρνάβου και Δαμασίου), όπου εντοπίστηκε αρχαίο οικοδομικό υλικό μεγάλου Δωρικού οικοδομήματος, μέσα στην κοίτη του ποταμού. Ο Ποσειδώνας εκφράζει παράλληλα τη δύναμη του υγρού στοιχείου και θεωρούνταν υπεύθυνος για τα συστήματα των υδάτων, τη διακίνησή τους πάνω στη γη και κάτω από την επιφάνειά της, για τους ποταμούς, τις πηγές, τις λίμνες, τις πλημμύρες και άλλα παρόμοια φαινόμενα.
Με την επωνυμία Κρηνναίος και Πυλαίος τιμάται στην αναθηματική στήλη που στήθηκε στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. πλάι σε κρήνη που βρισκόταν κοντά σε πύλη της αρχαίας Λάρισας. Αναθηματικές στήλες με επιγραφές προς τιμήν του Ποσειδώνα βρέθηκαν στο Καστρί Αγιάς: Ευδεξιάδας Βύλειος Ποτειδούνι Πατραγενεί (αρχές 3ου αιώνα π.Χ.), στη Σκοτούσα, και στο Κουλούρι Λάρισας.
Απόλλωνας
Η κοιλάδα των Τεμπών ήταν αφιερωμένη στη λατρεία του Θεού Απόλλωνα, Θεού του θρησκευτικού καθαρμού και της μαντικής. Ίχνη του ιερού του Απόλλωνα Πυθίου ή Τεμπείτη βρέθηκαν στην ανατολική έξοδο της κοιλάδας στη δεξιά όχθη του Πηνειού, στο άκρο της σημερινής γέφυρας του ποταμού. Τον Δεκέμβριο του 1957, κατά την εκσκαφή για τη θεμελίωση της γέφυρας των Τεμπών, απέναντι από το ναό της Αγ. Παρασκευής, στη δεξιά όχθη του ποταμού, βρέθηκε μικρό τμήμα γωνίας στυλοβάτη. Από την εκσκαφή προέρχονται αρχιτεκτονικά μέλη, βάσεις και τέσσερις αναθηματικές επιγραφές σε Θεσσαλική διάλεκτο, εκ των οποίων οι τρεις είναι αφιερωμένες στον Απόλλωνα:
1) Άπλουνι
2) Άπλουνι Πυθίου Κράτεια Σύρεια ελευθέρια
3) Άπλουνι Πυθίου Ακρίβεια ιγένεια γυνά ονέθεικε
4) Αμφιννείς Λεοντιππέος ονέθεικε
Αναπαράσταση του εξαγνισμού του Απόλλωνα, τα Σεπτήρια, τελούνταν στο ναό των Τεμπών κάθε 9 χρόνια, με τελετές που περιελάμβαναν τον εξαγνισμό ενός παιδιού του οποίου ζούσαν και οι δυο γονείς, που το έστελναν από τους Δελφούς. Μετά τον εξαγνισμό και τη συγκομιδή της δάφνης, η πομπή αναχωρούσε για τους Δελφούς ακολουθώντας τον ίδιο δρόμο που έκανε ο θεός, μεταφέροντας το ιερό φυτό. Η πορεία αυτή, η δαφνοφορία, γινόταν με την καθοδήγηση του παιδιού που ήταν στεφανωμένο με τη δάφνη.
Αυτές οι τελετές είχαν την προέλευσή τους όχι στους Δελφούς, αλλά στους κατοίκους της περιοχής, δηλαδή στους Θεσσαλούς και τους Περραιβούς, οι οποίοι ως το τέλος της Ελληνιστικής εποχής διατήρησαν τις γιορτές και τη λατρεία. Επιγραφές αποκαλύπτουν την ύπαρξη ενώσεων με δαφνοφόρους (δαυχνάφοροι) στις Φερές, στη Γυρτώνη και στο Δώτιο. Οι ενώσεις αυτές διασφάλιζαν τον καθιερωμένο και μόνιμο χαρακτήρα της δελφικής πομπής. Η εξάπλωση της λατρείας του Πύθιου Απόλλωνα οφείλεται σε πολιτικούς λόγους.
Μια πανελλήνια θεότητα, ο Πύθιος Απόλλων, στα τέλη του 5ου - αρχές 4ου αιώνα π.Χ., υπήρξε αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης από τον Ιάσονα, τύραννο των Φερών, ο οποίος αφού έγινε ταγός των Θεσσαλών, χρησιμοποίησε αυτή τη θεότητα για να διαμορφώσει τη θΘσσαλική συνείδηση και ταυτότητα και, μέσω αυτής, να οικοδομήσει μια σταθερή τοπική κοινότητα που θα στήριζε την εξουσία του. Η επιλογή του Απόλλωνα έγινε διότι ήταν οικείος και αγαπητός Θεός, καθώς οι τιμές που του αποδίδονταν στους Δελφούς ήταν κοινές και στη Θεσσαλία από τον 5ο αιώνα π.Χ. (επιγραφή από Θητώνιο που αναφέρεται στον Απόλλωνα Δελφαίο και από τη Λάρισα που αναφέρεται στον Απόλλωνα Πύθιο).
Η λατρεία του Πύθιου Απόλλωνα μαρτυρείται στην περιοχή της Περραιβίας στα όρια της οποίας βρίσκεται η κοιλάδα των Τεμπών (Ελασσόνα, Γόννοι, Πύθιο), αλλά και στη Λάρισα, στην Κραννώνα και άλλες θέσεις. Στην Περραιβία, γύρω από το λόφο «Άγιοι Απόστολοι», στις δυτικές υπώρειες του Ολύμπου, εκτείνεται το Πύθιο. Εδώ έχουν αποκαλυφθεί τρεις ναοί που σχετίζονται με τρεις από τις κύριες Θεότητες που προαναφέρθηκαν: Απόλλων Πύθιος, Ποσειδών Πατρώος και Άρτεμις. Οι ναοί χρονολογούνται στη Ρωμαϊκή εποχή, στα χρόνια του Αυτοκράτορα Οκταβιανού Αυγούστου, αλλά κάτω από την τελευταία οικοδομική φάση υπήρχε πρωιμότερη.
Η απεικόνιση της Απολλώνιας τριάδας, των προστάτιδων θεοτήτων Απόλλωνα, Άρτεμη και Λητώ, απαντά σε δύο ανάγλυφα της Περραιβίας. Το πρώτο είναι ένα αναθηματικό ανάγλυφο από τον Γοννοκόνδυλο, που είχε μετονομαστεί από τους Μακεδόνες σε Ολυμπιάδα, και φέρει την επιγραφή Απόλλωνι Πυθίωι Αντιγόνα Ξενάρχου ανέθηκεν. Το δεύτερο είναι μια πολύ σημαντική επιγραφή για την ιστορία της Περραιβίας, η οποία χρονολογείται στο α΄ μισό του 4ου αιώνα π.Χ. Πρόκειται για έναν κατάλογο των περραιβικών πόλεων και αποτελεί την παλαιότερη επιγραφική μαρτυρία γι’ αυτές.
Κάτω από την παράσταση της Απολλώνιας τριάδας, στην επιγραφή που δεν σώζεται ολόκληρη, περιλαμβάνονται ονόματα πόλεων και πολιτών - αντιπροσώπων τους στη Δελφική Αμφικτυονία. Οι πόλεις δεν εκλέγουν τον ίδιο αριθμό αντιπροσώπων: Ολοοσσών (3-4), Φάλαννα (6), Μυλαί (3), Χυρετίαι (2), Ερεικίνιο (1-2), Μάλλοια (2), Μονδαία (2) και Γόννοι (5). Δεν περιέχονται οι πόλεις Πύθιο, Δολίχη, Άζωρος, επειδή κατά τον 4ο αιώνα π.Χ., εποχή που χρονολογείται η επιγραφή, ανήκαν στη Μακεδονία.
Ο κατ’ εξοχήν μύθος που συνδέει τον Απόλλωνα με τα Τέμπη και το ιερό του φυτό είναι αυτός της Δάφνης. Η μυθολογία αναφέρεται επίσης στη σχέση του Απόλλωνα και με άλλες θνητές της Θεσσαλίας, όπως την Κορωνίδα από την οποία γεννήθηκε ο Ασκληπιός στη Λακέρεια, περιοχή κοντά στα Τέμπη, αλλά και την Κυρήνη που την άρπαξε από τη Θεσσαλία, τη μετέφερε στη Λιβύη και την έκανε μητέρα του Αρισταίου που είχε το χάρισμα να λυτρώνει το λαό από τις επιδημίες.
Άρτεμη
Ήταν η κατ’ εξοχήν παρθενική θεά. Ναοί της υπήρχαν σε πόλεις και χωριά, σε άλση αφιερωμένα σε αυτήν ή τεμένη με βωμούς της. Η λατρεία της σε ιερό στην είσοδο της κοιλάδας των Τεμπών θεωρείται απολύτως αναμενόμενη. Λατρεύτηκε ως κυνηγέτις -απεικονίζεται με τόξο και φαρέτρα- και προστάτιδα της άγριας πανίδας αλλά και ως θεά του τοκετού ή ως κουροτρόφος.
Ομόλιο
Το έργο του οδικού άξονα Πατρών - Αθήνας - Θεσσαλονίκης - Ευζώνων (ΠΑΘΕ) με τη διάνοιξη των σηράγγων στα Τέμπη έφερε στο φως πολλά και σημαντικά ευρήματα που ρίχνουν φως στις γνώσεις μας για την περιοχή και προσφέρουν εκτός από ιστορικά στοιχεία και νέους αρχαιολογικούς χώρους. Στη βόρεια έξοδο των σηράγγων βρίσκεται ο αρχαιολογικός χώρος του Ομολίου. Το Ομόλιο κτίστηκε ανάμεσα σε δύο ρέματα, το ρέμα Κολιαλή στην ανατολική πλευρά της πόλης και το ρέμα Αγίας Παρασκευής στη δυτική. Τα δύο ρέματα συγκλίνουν προς το ψηλότερο σημείο όπου βρίσκονται η ακρόπολη και το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία.
Τα πρώτα ευρήματα αναφέρονται από τον Α. Αρβανιτόπουλο: «Μετά την έξοδον των Τεμπών εις την δεξιάν όχθην του Πηνειού παρά το σημερινόν χωρίον Λασποχώρι υψούνται λόφοι χωματώδεις και υπέρ αυτοίς όρος, άπαντα κατάφυτα. Ένθα διακρίνονται ερείπια αρχαία πόλεως του Ομολίου. Η ακρόπολις του Ομολίου κείται επί του υψίστου σημείου του λίαν αποτόμου βουνού επί της θέσεως Αιλιάς. Ενταύθα διακρίνεται πολλαχού το τείχος». Εκεί βρέθηκε το δεξί πόδι πήλινου κολοσσιαίου αγάλματος, με μήκος πέλματος 0,95 μ. Ο Αρβανιτόπουλος υπολογίζει το ύψος του σε 5 μ.
Το πόδι φορεί κάτυμμα στερεούμενο με ιμάντες πάνω στους οποίους εικονίζεται ανάγλυφος κεραυνός. Εικάζει ότι ανήκει σε άγαλμα του Διός στον οποίο θα ήταν αφιερωμένος ο ναός. Στην έκθεσή του, ο Αρβανιτόπουλος αναφέρει ότι κοντά στο ναό βρέθηκε τμήμα πήλινου ανθεμίου από ακρωτήριο ναού, πήλινες μετόπες, γείσα και ενσφράγιστες κεραμίδες. Στη θέση «Τρύπα», περί το μέσον της πόλεως, διέκρινε μεγάλο σπήλαιο και κοντά σε αυτό κλίμακα λαξευτή στους βράχους. Κοντά στο δυτικό τμήμα της πόλης είδε χώρο που έμοιαζε με θέατρο και ίχνη οικοδομημάτων.
Την άποψή του αυτή ενίσχυσε η παρουσία μαρμάρινου θρόνου στην εκκλησία Παναγία Φανερωμένη στο Λασποχώρι και ενός δεύτερου στη θέση Ζαχαρομηλιά, όπως πληροφορήθηκε. Αναφέρει επίσης την ανεύρεση επιγραφών και ενός χάλκινου αγαλματίου κωμικού ηθοποιού, τάφους της Γεωμετρικής εποχής και άλλες τειχισμένες θέσεις ανατολικά του Ομολίου. Έξι μικρούς θολωτούς Πρωτογεωμετρικούς τάφους ανέσκαψε ο Δ. Θεοχάρης στο λόφο «Ντάπη ράχη» και στο «Ρέμα του Κολιαλή». Τα νεκροταφεία των Κλασικών χρόνων εκτείνονται στο πεδινό τμήμα, βόρεια της πόλης.
Στους πρόποδες του υψώματος, κοντά στη δεξιά όχθη του Πηνειού, ο Θεοχάρης ανέσκαψε πέντε τάφους του 4ου αιώνα π.Χ. Οι δύο από αυτούς ήταν απλά ορύγματα, αλλά περιείχαν πολύ σημαντικά ευρήματα, χρυσά κοσμήματα και αγγεία που κοσμούν τις προθήκες του Αρχαιολογικού Μουσείου Βόλου: χρυσά ενώτια, χρυσά μετάλλια με έκτυπη κεφαλή Αθηνάς Παρθένου, χρυσά περιδέραια, το περίφημο αργυρό δαχτυλίδι με κινητή σφενδόνη, αποτελούμενη από δύο δίσκους ορείας κρυστάλλου τους οποίους συνδέει πλάκα από lazuli τοποθετημένη ενδιαμέσως.
Οι δίσκοι από κρύσταλλο κοσμούνται με γλυφές όπου έχει χυθεί χρυσός και η μία όψη φέρει παράσταση Θέτιδας πάνω σε θαλάσσιο ίππο που φέρνει τα όπλα στον Αχιλλέα, ενώ η δεύτερη κοσμείται με παράσταση έρωτος πάνω σε δελφίνι. Στην ίδια περιοχή πραγματοποιήθηκαν οι ανασκαφές του 2010 που πλούτισαν τη συλλογή του Διαχρονικού Μουσείου Λάρισας με ευρήματα τα οποία αμέσως περιελήφθησαν στη μουσειολογική μελέτη που συντασσόταν εκείνη ακριβώς την περίοδο. Πλησιέστερα προς την όχθη του ποταμού, ο Δ. Θεοχάρης είχε παρατηρήσει στρώμα καύσης.
Εκεί εντοπίστηκε το αποτεφρωτήριο των νεκρών, διαστάσεων 4×4 μ. που χρησιμοποιήθηκε πιθανότατα κατά την Αρχαϊκή εποχή στην οποία χρονολογούνται τα ευρήματα των σύγχρονων ανασκαφών που πραγματοποιήθηκαν το 2011. Ο Α. Αρβανιτόπουλος αναφέρεται σε τοπωνύμια από την έξοδο των Τεμπών μέχρι τη Ραψάνη, ορισμένα από τα οποία επιβεβαιώνονται από τις σημερινές ανασκαφές:
«Από του μέσου των Τεμπών μέχρι Μπαμπά καλούνται θέσεις Τούμπα, Κρυονέρι, Ασπρόπετρες, Ξηροκάμπι, Αλώνια Μπαχτσέδες, Κεραμιδαρειό, Πηγάδι, Γιαλντάς, Νεράντζη, Τουτρτούρια, Νταηλιάνη, Αϊνικόλας, Κοκκώνας Χάνι, Χράπες, ένθα λέγεται ότι υπάρχουν αρχαίαι λιθοτομίαι λευκού μαρμάρου». Οι σύγχρονες ανασκαφές στα νότια των σηράγγων, και ειδικότερα στο χώρο που προοριζόταν να καταλάβει το κτίριο των Η/Μ εγκαταστάσεων, έφεραν στο φως ευρήματα που σχετίζονται με Ελληνιστικά ιερά, Βυζαντινό ναό και νεκροταφείο και το Χάνι της Κοκκώνας.
Προοπτική
Στο χώρο αυτό, ο επισκέπτης θα μπορεί να ενημερωθεί για τον ιστορικό ρόλο και την πολιτική σημασία του περάσματος των Τεμπών αλλά και των άλλων φυσικών περασμάτων που συνδέουν τη Μακεδονία με τη Θεσσαλία, τη σχέση του με την θρησκεία του Πύθιου Απόλλωνα αλλά και όλες τις λατρείες που είτε μαρτυρούνται από πηγές είτε τεκμηριώνονται για πρώτη φορά σε αυτές τις ανασκαφές, αλλά και την αρχαία τεχνολογία με την ύπαρξη του αρχαίου λατομείου στη θέση Χράπες.
ΟΙ ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Η Κοιλάδα των Τεμπών ανάμεσα στα όρη Όλυμπος προς Βορρά και Όσσα (Κίσσαβος) προς Νότο έχει μήκος περίπου 10 χλμ. και στο στενότερο σημείο της σχηματίζεται φαράγγι πλάτους 25 μ. και βάθους περίπου 500 μ. Στο εσωτερικό της ρέει ο ποταμός Πηνειός, γνωστός ως Σαλαμπριάς στα Μεσαιωνικά χρόνια και ως Κιοστέμ ή Κουσέμ στην Τουρκοκρατία. Απότοκος της ιδιαίτερης τοπιογραφίας της περιοχής είναι και η ονομασία Τέμπη, καθώς η στενή κοιλάδα τέμνει τους ορεινούς όγκους που την περιβάλλουν και μέσω αυτής αποστραγγίστηκαν τα νερά της λίμνης που κάλυπτε στο μακρινό γεωλογικό παρελθόν τη Θεσσαλική λεκάνη, όπως επισημαίνεται ήδη από τους αρχαίους γεωγράφους.
Η Κοιλάδα των Τεμπών αποτελούσε το σημαντικότερο πέρασμα από τη Θεσσαλία στη Μακεδονία και ένα ιδιαίτερα στρατηγικό σημείο, καθώς λόγω της στενότητάς της μπορούσε να ελεγχθεί πολύ εύκολα. Κατά την εκστρατεία των Περσών το 480 π.Χ. ο Πέρσης βασιλιάς Ξέρξης, αν και δεν συνάντησε αντίσταση στα Τέμπη, καθώς ο στρατός των ελληνικών δυνάμεων υποχώρησε στα Στενά των Θερμοπυλών, παρ’ όλα αυτά προτίμησε να αποφύγει τα Τέμπη και να περάσει στη Θεσσαλία από τον Κάτω Όλυμπο.
Το ίδιο έπραξε και ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Βρασίδας το 424 π.Χ. στη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, ο οποίος προτίμησε να διέλθει διά των Στενών της Πέτρας, ενώ ο βασιλιάς της Σπάρτης Αγησίλαος το 394 π.Χ., όταν επέστρεφε από την εκστρατεία του ενάντια στους Πέρσες, παρέκαμψε τα Τέμπη. Κατά τους Μακεδονικούς πολέμους, οι Ρωμαίοι, οι οποίοι στρατοπέδευαν στη Θεσσαλία, πέρασαν από τον Κάτω Όλυμπο στην Πιερία, όπου τελικά νίκησαν τους Μακεδόνες, το 168 π.Χ. στη μάχη της Πύδνας. Σύμφωνα δε με τον Ρωμαίο ιστορικό Τίτο Λίβιο, το φρούριο που κατασκεύασε τον 2ο αιώνα π.Χ. ο Μακεδόνας βασιλιάς Περσέας στο στενότερο τμήμα των Στενών μπορούσαν να το υπερασπισθούν μόλις δέκα άνδρες.
Στο ανατολικό άκρο της κοιλάδας βρίσκεται η μαγνητική πόλη Ομόλιον, κοντά στο ομώνυμο σημερινό χωριό, και λίγο βορειότερα η Μακεδονική πόλη Φίλα, στη σημερινή Κάτω Αιγάνη, ενώ στο δυτικό άκρο της κοιλάδας η περραιβική πόλη των Γόννων. Προς την ανατολική έξοδο της κοιλάδας και δίπλα στην αρχαίο οδό, που σε γενικές γραμμές βρισκόταν στον άξονα της σημερινής Εθνικής Οδού, υπήρχε και η επιγραφή του 48 π.Χ. του ανθυπάτου του Καίσαρα «L. CASSIUS LONGINUS PRO COS TEMPE MUNIVIT», δηλαδή ο Λεύκιος Κάσσιος Λογγίνος οχύρωσε ή οδοποίησε τα Τέμπη.
Το μικροτοπωνύμιο είναι γνωστό ως «Γραμμένο Άλας» γιατί σύμφωνα με μία άποψη οι ντόπιοι θεωρούσαν ότι η επιγραφή αναφέρει το δαπανηθέν αλάτι ως αμοιβή στους εργάτες για την κατασκευή του δρόμου, ή επειδή το άλας σημαίνει πέτρα και επομένως «γραμμένο άλας» σημαίνει ενεπίγραφος λίθος. Στο ύψος της σημερινής γέφυρας της Εθνικής Οδού, στη δεξιά όχθη του Πηνειού ποταμού αποκαλύφθηκαν σε παλαιότερες έρευνες κατάλοιπα πιθανόν του ιερού του Απόλλωνα Τεμπείτη, όπως επιβεβαιώνεται και επιγραφικά από μία αναθηματική στήλη από τη Λάρισα, η λατρεία του οποίου συνδεόταν στενά με την Κοιλάδα των Τεμπών.
Στο πλαίσιο της κατασκευής του νέου οδικού άξονα ΠΑΘΕ, η ΙΕ' Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων διενεργεί από το 2010 σωστικές ανασκαφικές έρευνες στη δυτική είσοδο της κοιλάδας, στη θέση «Χάνι Κοκόνας», και στην ανατολική, στη θέση «Φύλλα Γκιόλια». Αμέσως ανατολικά της πρώτης θέσης και στους πρόποδες της Όσσας στην περιοχή «Τσιριγά χωράφια» υπάρχει αρχαίο και Βυζαντινό λατομείο γκρίζου μαρμάρου με τρεις τουλάχιστον λατομικές εστίες.
Επίσης, σε μικρό λατομείο στη βόρεια πλευρά της κοιλάδας, δηλαδή στους πρόποδες του Ολύμπου, σώζεται ανάγλυφη ανακεκλιμένη μορφή λαξευμένη στο βράχο που απεικονίζει κατά τα φαινόμενα τον Ηρακλή και πιθανόν είναι δημιούργημα λατόμου που δούλεψε σε αυτό το λατομείο. Στη θέση «Χάνι Κοκόνας» εντοπίστηκαν σε έκταση διαστάσεων 25×30 μ. (Ανασκαφικός Τομέας Α και Β) εκτεταμένες θεμελιώσεις κτισμάτων με παρόμοιο προσανατολισμό που αντιστοιχούν τουλάχιστον σε δέκα χώρους διαφόρων διαστάσεων ενός ή περισσοτέρων κτιριακών συγκροτημάτων.
Το νότιο πέρας του συγκροτήματος οριοθετείται από έναν μεγάλο λίθινο τοίχο ο οποίος διαμορφώνεται κλιμακωτά με κατεύθυνση Α-Δ και λειτουργούσε και ως ανάλημμα, καθώς το φυσικό έδαφος παρουσιάζει έντονη κλίση προς Βορρά. Οι τοίχοι των κτισμάτων έχουν λιθόκτιστη θεμελίωση από αργούς λίθους, ενώ η ανωδομή τους πρέπει να ήταν πλίνθινη. Τα δάπεδα αποτελούνταν από πατημένο χώμα με μοναδική εξαίρεση το δωμάτιο 5 που είχε δάπεδο διαστάσεων 1,70×1,90 μ. από τέσσερις μεγάλες επεξεργασμένες ασβεστολιθικές πλάκες.
Στη στέγαση χρησιμοποιήθηκαν κεραμίδες Λακωνικού τύπου, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζουν δύο τμήματα στρωτήρων που φέρουν σφράγισμα κυκλικού σχήματος. Στο πρώτο μπορούμε να διαβάσουμε ΘΕΟΦΑΝΗΣ: ΔΕΟΚΥ (γραμμένο «επί τα λαιά») και στο δεύτερο ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ. Παρόμοια σφραγίσματα με τα ίδια ονόματα εντοπίστηκαν στη γειτονική πόλη των αρχαίων Γόννων, στο δυτικό άκρο της κοιλάδας. Τα δωμάτια 3 και 6 είχαν στο κέντρο τους τετράγωνη «εσχάρα» διαστάσεων κατά μέσο όρο περίπου 1×1 μ.
Κάθε «εσχάρα» αποτελούνταν από τέσσερις ασβεστολιθικές πλάκες, στη μία εκ των οποίων βρέθηκαν λίγα σιδερένια καρφιά, ενώ στις εν λόγω κατασκευές δεν εντοπίστηκαν καύσεις. Ειδικότερα, το δωμάτιο 3 είχε στη νοτιοδυτική γωνία μια επιμήκη κατασκευή μήκους 2 μ. και ύψους 0,50 μ., αποτελούμενη από τέσσερις ορθογώνιες θήκες σε σειρά η μία δίπλα στην άλλη, των οποίων η πρόσοψη ήταν ανοιχτή προς το εσωτερικό του δωματίου. Οι θήκες ήταν κατασκευασμένες από ασβεστολιθικές ημικατεργασμένες πλάκες στα κάθετα τοιχώματα και στην οριζόντια οροφή τους.
Στο εσωτερικό της νότιας θήκης βρέθηκε το αριστερό τμήμα μικρής μαρμάρινης ναϊσκόσχημης στήλης με ανάγλυφη μορφή της Κυβέλης. Η θεά είναι καθιστή με ένα μικρό λιοντάρι στα γόνατά της, ενώ, με βάση τις γνωστές απεικονίσεις της, στο αριστερό της χέρι θα κρατούσε ένα τύμπανο και στο δεξί μία φιάλη. Στη βόρεια θήκη εντοπίστηκε ένα πήλινο θυμιατήριο με ίχνη καύσης στο εσωτερικό του, ενώ οι υπόλοιπες θήκες δεν περιείχαν ευρήματα. Είναι φανερό ότι οι κατασκευές αυτές συνδέονταν με την άσκηση λατρείας και ειδικότερα της θεάς Κυβέλης.
Πλησίον της βορειοανατολικής γωνίας του ίδιου χώρου, εντοπίστηκαν οι απολήξεις δύο λίθινων αγωγών (ρείθρων;), οι οποίοι εισέρχονται στο δωμάτιο διαπερνώντας τον βόρειο και τον ανατολικό τοίχο αντίστοιχα. Παρουσιάζουν ελαφρά κλίση προς το εσωτερικό του δωματίου, ούτως ώστε να συγκεντρώνονται στην περιοχή αυτή τα υγρά που έρεαν στο εσωτερικό τους. Επίσης, ιδιαίτερης σημασίας είναι η εύρεση στον ίδιο χώρο δύο τμημάτων κεραμίδας στέγης, τα οποία σώζουν παράλληλες εγχάρακτες γραμμές και δύο εγχάρακτα Χ επάνω σε αυτές.
Πρόκειται για το επιτραπέζιο παίγνιο «Πέντε Γραμμαί», το οποίο παιζόταν με πεσσούς και ζάρια και ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές έως και την αρχή της Ελληνιστικής περιόδου. Επίσης, στις γωνίες των δωματίων 6 και 11 εντοπίστηκαν δύο ελλειπτικές κατασκευές σε σχήμα τεταρτημόριο κύκλου με ακτίνα περίπου 1-1,20 μ. κατασκευασμένες από μία σειρά λίθων, η μία εκ των οποίων είχε δάπεδο από ασβεστολιθικές πλάκες. Σε άλλο χώρο του συγκροτήματος βρέθηκε πήλινο πλακίδιο ύψους 0,30 μ. με προτομή της θεάς Αρτέμιδος, προορισμένο για ανάρτηση σε κάποιο τοίχο, όπως υποδεικνύει η οπή στην οπίσθια πλευρά.
Η θεά κρατά στο δεξί της χέρι μικρό ελάφι, ενώ στο αριστερό, που είναι σηκωμένο ψηλά, κρατούσε πιθανόν σκήπτρο. Παρόμοια προτομή βρέθηκε ως κτέρισμα σε τάφο του β′ μισού του 4ου αιώνα π.Χ. του αρχαίου Ομολίου, στην ανατολική είσοδο της κοιλάδας. Η Κυβέλη και η Άρτεμις είναι θεότητες που συνδέονται με τα βουνά και τα άγρια θηρία, με τη βλάστηση και την άγρια φύση, ένα περιβάλλον το οποίο αντιστοιχεί απόλυτα στην Κοιλάδα των Τεμπών. Πολυάριθμη είναι η κεραμική, που περιλαμβάνει κυρίως άβαφα αγγεία (μαγειρικά και αποθηκευτικά), μελαμβαφή (πινάκια, κανθάρους, σκυφίδια, μεταξύ των οποίων κάποια με διακόσμηση τύπου δυτικής κλιτύος), ελάχιστα ερυθρόμορφα, καθώς και λυχνάρια του 4ου - 3ου αιώνα π.Χ.
Από τα υπόλοιπα κινητά ευρήματα ξεχωρίζουν δύο λίθινες ακόσμητες στήλες και δύο ορθογώνιες βάσεις στηλών. Δεν απουσιάζουν και άλλες κατηγορίες ευρημάτων, όπως χάλκινα νομίσματα (από τα νομισματοκοπεία της Λάρισας, της Φαλάννας, της Γυρτώνης, του Φλιούντα, καθώς και βασιλικές Μακεδονικές κοπές, εκ των οποίων υπερτερούν τα νομίσματα του Κασσάνδρου), πήλινα ειδώλια, μεταλλικά, οστέινα και γυάλινα αντικείμενα, καθώς και πήλινες αγνύθες. Στο εσωτερικό του συγκροτήματος, αλλά και στον ευρύτερο ανασκαφικό χώρο, εντοπίστηκαν εννιά συνολικά τάφοι.
Οι πρωιμότεροι από αυτούς χρονολογούνται τον 4ο αιώνα π.Χ. και βρέθηκαν στα νοτιοανατολικά του συγκροτήματος. Πρόκειται για τέσσερις λακκκοειδείς τάφους με κάλυψη από ασβεστολιθικές πλάκες, εκ των οποίων δύο ανήκουν σε ενήλικα άτομα και δύο είναι παιδικοί. Ο κάθε τάφος περιείχε ως κτέρισμα ένα ανοιχτό μελαμβαφές αγγείο. Σε έναν κιβωτιόσχημο τάφο του 2ου αι. π.Χ. (τάφος 1) βρέθηκαν τρεις επάλληλες ταφές καθώς και τέσσερα πήλινα μυροδοχεία, μία μολύβδινη πυξίδα, ένας πήλινος Μακεδονικός αμφορέας, μία πήλινη λάγυνος με διακόσμηση τύπου δυτικής κλιτύος και μία χάλκινη φιάλη.
Σε έναν άλλο τάφο (τάφος 6), σύγχρονο με τον προηγούμενο, ο οποίος κατασκευάστηκε όταν το συγκρότημα είχε πλέον εγκαταλειφθεί, καθώς δύο πλευρές του αποτελούνται από τοίχους του δωματίου 10, βρέθηκαν έντονα ίχνη καύσης και λίγα σκελετικά κατάλοιπα. Ανάμεσα στα ευρήματα (δύο πήλινα μυροδοχεία, μία πήλινη λάγυνος λευκού βάθους, μία μολύβδινη πυξίδα, ένα πήλινο σκυφίδιο, μία πήλινη λήκυθος, και δύο χάλκινα νομίσματα του Κοινού των Θεσσαλών) ξεχωρίζει ένα χρυσό ενώτιο που πιθανόν απεικονίζει ταύρο, καθώς και ένα χρυσό μηνοειδές κόσμημα.
Επίσης, σε λακκοειδή τάφο της ρωμαϊκής περιόδου (τάφος 3) ο νεκρός κρατούσε στο δεξί χέρι δύο νομίσματα Μαξιμιανού (μετά το 286 μ.Χ.), ενώ τα κτερίσματα περιελάμβαναν τέσσερα πήλινα αγγεία, ένα πήλινο λυχνάρι, δύο οστέινες περόνες, καθώς και ένα λίθινο πλακίδιο, το οποίο σχετίζεται με την παρασκευή φαρμακευτικών ουσιών. Τέλος, σε απόσταση περίπου 100 μ. ανατολικά του κτιριακού συγκροτήματος και στις βραχώδεις υπώρειες της Όσσας εντοπίστηκαν δύο κιβωτιόσχημοι τάφοι της Παλαιοχριστιανικής περιόδου (τάφος 4 και 5) καθώς και επιτύμβια στήλη Ρωμαϊκής περιόδου με την επιγραφή ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΛΥΣΙΜΑΧΟΥ.
Με βάση τα διαθέσιμα ανασκαφικά δεδομένα φαίνεται ότι το κτιριακό συγκρότημα που ανασκάπτεται στη θέση «Χάνι Κοκόνας» αποτελεί ιερό αφιερωμένο στη λατρεία της Κυβέλης. Η κάτοψή του παραπέμπει μορφολογικά σε οικιστικά σύνολα, όπως συμβαίνει σε αντίστοιχα ιερά της Μητέρας των Θεών στην Πέλλα, στη Βεργίνα και στη Δημητριάδα. Ενισχυτική για την ερμηνεία της χρήσης του χώρου ως ιερού είναι και η κατασκευή με τις τέσσερις θήκες που προαναφέραμε στο εσωτερικό του δωματίου 3. Παρόμοιες θήκες συναντάμε στο ιερό της Κυβέλης, στο Ν. Φάληρο, αλλά και σε ιερά άλλων θεοτήτων, όπως του Απόλλωνα στο Σωρό και της Ήρας στη Foce del Sele.
Άλλωστε, η λατρεία της Κυβέλης δεν είναι άγνωστη στον Θεσσαλικό χώρο, όπως αποδεικνύεται και από τις επιγραφικές μαρτυρίες. Από την άλλη, η εύρεση στον ίδιο χώρο μιας Μεσοβυζαντινής βασιλικής λίγα μέτρα δυτικότερα από το κτιριακό συγκρότημα που ανασκάπτουμε, υποδεικνύει διαχρονικότητα στην ιερή - λατρευτική χρήση της περιοχής αυτής. Το ιερό ιδρύθηκε κατά τον 4ο αιώνα π.Χ και φαίνεται ότι είχε εγκαταλειφθεί κατά τη διάρκεια του 2ου αιώνα π.Χ., ενώ μέχρι τα Παλαιοχριστιανικά χρόνια ο χώρος χρησιμοποιήθηκε για σποραδικούς ενταφιασμούς.
Αν και η ανασκαφική έρευνα συνεχίζεται, φαίνεται ότι η εγκατάλειψη του χώρου συμπίπτει χρονικά με τα ταραγμένα χρόνια κατά τη διάρκεια των Μακεδονικών πολέμων και πιθανόν σχετίζεται με τη γενικότερη ανασφάλεια που επικρατούσε κατά την περίοδο αυτή. Στη θέση «Φύλλα-Γκιόλια» στην ανατολική είσοδο της Κοιλάδας των Τεμπών, η ανασκαφική έρευνα πραγματοποιήθηκε κατά τα έτη 2010 - 2011 σε έκταση περίπου μισού στρέμματος, πλησίον της δεξιάς κοίτης του Πηνειού ποταμού. Εντοπίστηκε τμήμα Αρχαϊκού νεκροταφείου με ταφές καύσεων και λίγους ενταφιασμούς, καθώς και ενταφιασμοί του 5ου και 4ου αιώνα π.Χ.
Οι τάφοι αποκαλύφθηκαν σε ένα χώρο σχετικά επίπεδο, ανοιχτό και ομαλό στη σημερινή του μορφή, που ακολουθεί το ανάγλυφο της περιοχής, σε απόσταση 1 χλμ. ΒΔ από την όμορη αρχαία πόλη Ομόλιο, η οποία από τους περισσότερους μελετητές ταυτίζεται με τα ερείπια στο ύψωμα Προφήτης Ηλίας στο ομώνυμο σημερινό χωριό. Οι ταφές καύσεων παρουσιάζουν μεγάλη πυκνότητα (σε μία δοκιμαστική τομή 5×6 μ. εντοπίστηκαν 54 καύσεις) και η διάταξή τους ακολουθεί σταθερό προσανατολισμό Α-Δ.
Το τελετουργικό της ταφικής πρακτικής των καύσεων περιελάμβανε αρχικά την αποτέφρωση του νεκρού σε κάποιο λάκκο - αποτεφρωτήριο κοντά στο νεκροταφείο, που ωστόσο δεν έχει εντοπιστεί. Μετά την ολοκλήρωσή της, τα υπολείμματα των οστών του νεκρού συλλέγονταν μέσα σε τεφροδόχο αγγείο, το οποίο στη συνέχεια τοποθετούνταν όρθιο σε λάκκο. Οι λάκκοι συνήθως ήταν ορθογώνιοι ή ελλειψοειδείς, με μικρές διαστάσεις και χωρίς επένδυση στα τοιχώματά τους. Σε αρκετές περιπτώσεις η παρουσία καταλοίπων καύσης στο εσωτερικό τους ήταν έντονη.
Τα τεφροδόχα αγγεία πατούσαν απευθείας στο φυσικό έδαφος, ενώ ορισμένες φορές μικρές αργές πέτρες στη βάση τους βοηθούσαν τη στήριξή τους. Το στόμιο των τεφροδόχων, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, καλυπτόταν από μια μικρή πλακαρή πέτρα. Σε απόσταση περίπου 0,10 μ. επάνω από αυτή υπήρχε, κατά κανόνα, μια επιμήκης και μεγαλύτερη ορθογώνια σχιστολιθική πλάκα σε οριζόντια θέση και πίσω από αυτήν μία όρθια πλακαρή ακατέργαστη πέτρα ως «σήμα». Το σχήμα τους, τις πιο πολλές φορές, ήταν ακανόνιστο ορθογώνιο ή τραπεζιόσχημο. Τα «σήματα» στήνονταν κυρίως στην ανατολική πλευρά των λάκκων.
Με βάση μέρος του υλικού που έχει συντηρηθεί, τα πήλινα τεφροδόχα αγγεία είναι κυρίως σταμνοειδή με οριζόντιες λαβές λοξά τοποθετημένες στον ώμο του αγγείου. Η διακόσμησή τους περιλαμβάνει κυρίως πεταλόσχημα-σταγονόμορφα μοτίβα, ταινίες, κάθετες και οριζόντιες κυματοειδείς γραμμές. Αναπάντεχο και ιδιαίτερα σημαντικό εύρημα είναι ένας τεφροδόχος στάμνος που φέρει στον ώμο του γραπτό το αρχαϊκό αλφάβητο «επί τα λαιά», το οποίο καταλαμβάνει και τις δύο όψεις του αγγείου. Στον ώμο ενός άλλου σταμνοειδούς αγγείου υπάρχει μελανόμορφη παράσταση με σατύρους και μαινάδες που χορεύουν.
Επίσης, ένα τριποδικό τεφροδόχο αγγείο διακοσμείται με ανάγλυφα φίδια στον ώμο και στη λαβή του, καθώς και από σειρές με εμπίεστους κύκλους και εγχάρακτη φυτική διακόσμηση στο σώμα του. Δύο από τα φίδια πλησιάζουν αντικριστά μία κεφαλή, πιθανώς αιγάγρου. Η όλη διακόσμηση υποδηλώνει την ιδιαίτερη χρήση του αγγείου, η οποία διαφαίνεται και από μια εγχάρακτη επιγραφή ΕΡΓΙ, που προς το παρόν δεν έχει ερμηνευθεί. Πιθανώς πρόκειται για ένα τελετουργικό αγγείο το οποίο σχετίζεται με χθόνιες δοξασίες.
Τα τεφροδόχα αγγεία φέρουν στον πυθμένα ή τα τοιχώματα μικρές οπές που πιθανόν σχετίζονται με υγρές προσφορές πριν ή μετά την εναπόθεση των οστών προς τιμήν των χθόνιων θεοτήτων, ενώ ανάλογα παραδείγματα είναι γνωστά και από το αρχαϊκό νεκροταφείο καύσεων του Αγίου Γεωργίου στην περιοχή της Λάρισας. Η πλειονότητα των τεφροδόχων αγγείων συνοδευόταν από άλλα κτερίσματα. Συνήθως ήταν ένα ή περισσότερα μικρά πήλινα αγγεία (όλπες, οινοχόες, κοτύλες, σκύφοι κ.ά.), αλλά σε μερικές περιπτώσεις και σιδερένια όπλα, όπως μαχαίρια και αιχμές δοράτων, ενώ δεν έλειπαν και τα χάλκινα κοσμήματα, όπως δαχτυλίδια, δακτύλιοι, πόρπες, περίαπτα, ψέλια κ.ά.
Από την άλλη, ο αριθμός των Αρχαϊκών ενταφιασμών ήταν σχετικά πολύ μικρός συγκρινόμενος με τις ταφές καύσεων και περιελάμβανε λακκοειδείς τάφους με ελάχιστα κτερίσματα. Εκτός από τις Αρχαϊκές καύσεις, σημαντικές από άποψη ευρημάτων είναι και οι οκτώ ταφές του 5ου και κυρίως του 4ου αιώνα π.Χ. που αποκαλύφθηκαν σε απόσταση περίπου 30 μ. ανατολικά του Αρχαϊκού νεκροταφείου. Πρόκειται για έξι απλούς λακκοειδείς, έναν κεραμοσκεπή και έναν κιβωτιόσχημο τάφο με προσανατολισμό ΒΑ - ΝΔ.
Ο πλουσιότερα κτερισμένος τάφος ήταν κιβωτιόσχημος, αλλά κατά μεγάλο μέρος καταστράφηκε από τα εκσκαπτικά μηχανήματα κατά τις εργασίες κατασκευής του νέου οδικού άξονα. Καθώς στην περίοδο της ανασκαφής του τάφου ο υδροφόρος ορίζοντας της περιοχής ήταν σε ψηλό επίπεδο εξαιτίας και του παρακείμενου Πηνειού ποταμού, η ύπαρξη του νερού ήταν διαρκής και τα ευρήματα περισυνελέγησαν με μεγάλη δυσκολία και ύστερα από επανειλημμένο κοσκίνισμα του χώματος. Στα κτερίσματα του τάφου περιλαμβάνεται ένας ικανοποιητικός αριθμός από ερυθρόμορφα και μελαμβαφή πήλινα αγγεία διαφόρων σχημάτων.
Όπως πελίκες, υδρίες, αλάβαστρα, σκύφοι, ληκύθια κ.ά. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν δύο πελίκες αθηναϊκής προέλευσης, οι οποίες απεικονίζουν στη μία όψη τους κεφαλή αλόγου και γυναικεία κεφαλή και στην άλλη ανδρικές ιστάμενες μορφές, ενώ παρόμοιες πελίκες προέρχονται και από παλαιότερες ανασκαφές τάφων του ίδιου νεκροταφείου. Στα κτερίσματα του τάφου περιλαμβάνονται ακόμη πήλινες ένθρονες γυναικείες μορφές, ένα ειδώλιο ιππέα, ομοίωμα κλισμού και λουτήρα, καθώς και ένα ζεύγος χρυσών ενωτίων με πυραμιδόσχημη απόληξη, χρυσοί ψήφοι περιδεραίου και τρία χρυσά μετάλλια με κατενώπιον κεφαλή νεαρών μορφών.
Παρόμοια μετάλλια με την προτομή της θεάς Αθηνάς είχαν βρεθεί και παλαιότερα σε τάφους του αρχαίου Ομολίου. Με βάση τα ανασκαφικά δεδομένα, η έρευνα των παραπάνω τάφων μας επιτρέπει να μιλήσουμε για ένα οργανωμένο νεκροταφείο της αρχαίας πόλης του Ομολίου, το οποίο εκτείνεται αμέσως Β-Β.Δ του αρχαίου οικισμού, από την Ντάπη - Ράχη, όπου ο Θεοχάρης είχε ανασκάψει τους πρώτους κλασικούς τάφους, και σε απόσταση 1 χλμ. τουλάχιστον δυτικά της.
ΒΥΖΑΝΤΙΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΕΣ ΣΤΑ ΤΕΜΠΗ
Η έναρξη των εργασιών του νέου οδικού άξονα το 2008, που στο μεγαλύτερο μέρος του διέρχεται από δύο σήραγγες στον Κίσσαβο, έδωσε την ευκαιρία για τις πρώτες ανασκαφικές έρευνες στην Κοιλάδα, για την οποία μέχρι τότε υπήρχαν μόνο ιστορικές πληροφορίες και οι περιγραφές των περιηγητών. Ήδη από την αρχή του έργου εντοπίσθηκαν τρεις θέσεις αρχαιολογικού ενδιαφέροντος. Η μία βρίσκεται κοντά στη δυτική έξοδο, με την επωνυμία Χάνι της Κοκόνας ή Τσιριγά Χωράφια, κάτω ακριβώς από τη μεγάλη σήραγγα του έργου, η δεύτερη στο στενότερο σημείο του, όπου το Κάστρο της Ωριάς, και η τρίτη στην ανατολική έξοδο του στενού προς τη Μακεδονία, όπου και η θέση Παλιοκκλήσι.
Η ανασκαφική έρευνα περιορίσθηκε στην πρώτη θέση, η οποία τοποθετείται κάτω από απότομο βραχώδες ύψωμα, που κλείνει από τα δυτικά το στενό των Τεμπών, και στο οποίο υπάρχουν εκτεταμένα ίχνη αρχαίου λατομείου. Σε μεγάλη έκταση διατηρούνται αρκετές αρχαίες λατομικές εστίες, όπου διακρίνονται ακόμη τμήματα λατομικού υλικού σε μορφή ακατέργαστων κιόνων. Κάτω από αυτό και στους πρόποδες χαμηλού υψώματος, δίπλα στην Εθνική Οδό, ανασκάφηκαν τρία Βυζαντινά συγκροτήματα. Στο ψηλότερο επίπεδο οι αρχαιότητες αποτελούν τμήμα Παλαιοχριστιανικού οικισμού, ενώ στο χαμηλότερο επίπεδο και δίπλα στην Εθνική Οδό ανήκουν στη Μεσοβυζαντινή περίοδο.
Αρχίζοντας από το πλάτωμα της κορυφής του υψώματος, ανασκάφηκε τμήμα νεκροταφείου από 5 τάφους, το οποίο φαίνεται ότι συνεχίζεται στην προς νότο δασωμένη έκταση. Οι τάφοι αυτοί είναι κιβωτιόσχημοι, σκαμμένοι στο βραχώδες έδαφος και καλυμμένοι με ακατέργαστες πλάκες. Παρουσιάζουν δύο φάσεις ταφής, μία παλαιότερη του 4ου αιώνα, που συνοδεύεται από νομισματικούς θησαυρούς, και μια κύρια, της εποχής του Ιουστινιανού.
Τις ίδιες φάσεις παρουσιάζει και η κατοίκηση στον μικρό παρακείμενο οικισμό, από τον οποίο ανασκάφηκε ορθογώνιος ληνός, κεραμικός κλίβανος, καθώς και μία μεγάλη κυκλική ασβεστοκάμινος διαμέτρου 3 μ., στην οποία διατηρήθηκε η εσχάρα της καύσης και η είσοδος, που έβλεπε προς τα δυτικά. Ο μεγάλος αριθμός νομισμάτων του 4ου αιώνα, στην πλειονότητά τους του Αυτοκράτορα Κωνστάντιου, που βρέθηκαν σε διαλυμένο οικοδόμημα, ίσως συνιστούν νομισματικό θησαυρό, η απόκρυψη του οποίου σχετίζεται με τις επιδρομές της εποχής, όπως εκείνη του Αλάριχου, το 395.
Ο οικισμός στον οποίο ανήκουν τα παραπάνω λείψανα δεν είναι γνωστός από τις πηγές και μπορεί να συνδεθεί με τη λειτουργία του λατομείου που αναφέρθηκε παραπάνω. Οι δύο χρονολογικές φάσεις που επισημάνθηκαν αποτελούν εποχές με μεγάλη οικοδομική δραστηριότητα, στις οποίες το λατομείο θα λειτουργούσε με εντατικούς ρυθμούς, και αυτό επηρέαζε και τη ζωή του οικισμού, που δεν θα πρέπει να είχε μεγάλη διάρκεια. Τα παραπάνω λείψανα βρίσκονταν πάνω στον άξονα της νέας εθνικής οδού, γι’ αυτό και απομακρύνθηκαν με έγκριση του Υπουργείου Πολιτισμού, λόγω της αποσπασματικής τους διατήρησης. Τμήμα τους έχει μεταφερθεί στον αύλειο χώρο του Διαχρονικού Μουσείου Λάρισας.
Το δεύτερο κτιριακό συγκρότημα εντοπίσθηκε περίπου 80 μ. δυτικότερα των παραπάνω λειψάνων, και χαμηλότερα, καθώς ακολουθείται το φυσικό πρανές του λόφου. Πρόκειται για ένα μακρόστενο κτίριο, μήκους 27 και πλάτους 6,70 μ., που είχε τριμερή διαίρεση. Είναι κτισμένο σε ομαλή κατωφέρεια, με κατεύθυνση Α-Δ, σε απόσταση 10 μ. από τον σημερινό δρόμο, όπου περνούσε και ο παλαιότερος, και προσανατολισμένο προς αυτόν. Το κτίριο αυτό παρουσιάζει αρκετές φάσεις, με κυριότερη αυτή που σώθηκε στη νότια πλευρά, με τοίχους πλάτους 1 μ., καλοκτισμένους με αργούς λίθους και πλίνθους κολυμπητούς σε ισχυρό ασβεστοκονίαμα.
Στα δυτικά, το κτίριο έχει τοίχους μικρότερου πάχους, στοιχείο που οφείλεται σε κάποια επισκευή. Το δάπεδο της κύριας φάσης, που σχετίζεται με το καλοκτισμένο τμήμα του νότιου τοίχου και είναι στρωμένο με ασβεστοκονίαμα και τεμάχια πλίνθων, μπορεί να χρονολογηθεί με νομισματικές μαρτυρίες μετά τα τέλη του 9ου και πιθανόν στον 10ο αιώνα. Στη βόρεια πλευρά, όπου και η κατωφέρεια, υπάρχουν δύο ορθογώνιες προεξοχές, που μπορεί να υποδηλώνουν τη βάση μνημειακής κλίμακας, καθώς και μια σειρά κτιστών πεσσών, ένδειξη ύπαρξης εξώστη.
Το μακρόστενο σχήμα του κτιρίου αυτού και η θέση του, στη δυτική έξοδο των Τεμπών, και δίπλα στον παλιό δρόμο, ευνοούν την υπόθεση της ταύτισής του με πανδοχείο των Βυζαντινών χρόνων, κτισμένο στη θέση Ρωμαϊκού σταθμού. Ανάλογου σχήματος είναι η αρχική φάση του Βυζαντινού πανδοχείου της Πύδνας, και άλλα κτίρια παρόμοιου προορισμού. Ήδη έχουν διατυπωθεί ορισμένες υποθέσεις για τις θέσεις των σταθμών κατά μήκος της κεντρικής οδού που διέσχιζε τα Τέμπη, σύμφωνα με την Tabula Peutigeriana και άλλα Ρωμαϊκά οδοιπορικά.
Ο σταθμός Στενών ή Στεναί (mansio Stenas) τοποθετείται από τους Γάλλους επιστήμονες J.C. Decourt και F. Mottas, οι οποίοι μελέτησαν τα σχετικά μιλιάρια, στην ανατολική έξοδο του στενού, κοντά στη θέση Παλιοκκλήσι, ενώ ο σταθμός Ολύμπου (mansio Olympu) στη δυτική έξοδο αλλά σε κάποια απόσταση, κοντά στον Ευαγγελισμό, και ταυτίσθηκε ήδη με Ρωμαϊκό κτίριο που ανασκάφηκε πριν μερικά χρόνια. Στα παραπάνω οδοιπορικά αναφέρονται και μικρότεροι σταθμοί που ακόμη αναζητούνται, ένας από τους οποίους θα μπορούσε να σχετισθεί με το ανασκαπτόμενο κτίριο, όπως το mutatio Thuris.
Άλλωστε, βρίσκεται στη μέση της απόστασης μεταξύ των δύο πρώτων σταθμών, που είναι 12 χλμ. και ακριβώς στην έξοδο του στενού μέρους της κοιλάδας, όπου παρουσιαζόταν επείγουσα ανάγκη στάσης για ανάπαυση, όπως την περιγράφουν οι περιηγητές της Οθωμανικής περιόδου, που σταματούσαν στο διπλανό χάνι της Κοκόνας. Ένα ακόμη κτίριο βρέθηκε στα ανατολικά του πανδοχείου και σε απόσταση 15 μ. από αυτό. Πρόκειται για Βυζαντινό ναό του τύπου του δρομικού ναού με περίστωο, διαστ.12×11,60 μ., που φέρει στα ανατολικά 3 ημικυκλικές κόγχες.
Η νότια στοά επικοινωνούσε με τον κεντρικό χώρο με δύο ανοίγματα, ενώ το κύριο άνοιγμα βρισκόταν στη δυτική πλευρά. Βρέθηκαν ίχνη από δύο κτιστές τράπεζες Ιερού Βήματος, τόσο στην κεντρική κόγχη όσο και στη νότια, δείγμα ότι υπήρχε στην τελευταία διαμορφωμένο παρεκκλήσιο. Η βόρεια στοά σώζεται σε χαμηλότερο επίπεδο και παρουσιάζει ίχνη παλαιότερης φάσης σε σχέση με εκείνη του υπόλοιπου κτιρίου. Στο περίστωο και στον περιβάλλοντα χώρο ανασκάφηκαν πολλοί τάφοι, αρκετοί από τους οποίους είναι επιμελημένης κατασκευής, που δείχνει ότι το κοιμητήριο είχε οργάνωση και διάρκεια.
Δεν υπάρχουν ίχνη δαπέδου αλλά αυτό τοποθετείται περίπου στην άνω στάθμη των ταφών της δυτικής στοάς, που είχαν επιμελημένη κατασκευή από όρθιες πλίνθους, κάτω από τις οποίες είχαν τοποθετηθεί οι καλυπτήριες λίθινες πλάκες. Οι τάφοι απλώνονται στη δυτική και τη βόρεια στοά και όχι στη νότια, δείγμα ότι αυτή ήταν αφιερωμένη στη λατρεία, όπως προαναφέραμε. Επεκτείνονται επίσης σε όλο τον περιβάλλοντα χώρο του ναού, όπου έχουν εντοπισθεί μέχρι σήμερα 50 τάφοι. Οι τάφοι του εξωτερικού χώρου έχουν λιγότερο επιμελημένη μορφή και πιο ελεύθερη διάταξη, ενώ οι πολλαπλές ταφές και η συχνή παρουσία μικρών παιδιών μπορούν να αποδοθούν σε επιδημία ή άλλη καταστροφή.
Τα λιγοστά ευρήματα των τάφων χρονολογούνται στον 11ο - 12ο αιώνα, ενώ ο ναός μπορεί να τοποθετηθεί στην αμέσως προγενέστερη περίοδο. Η έλλειψη κεραμικών και άλλων ευρημάτων στο ναό, όπου βρέθηκαν κυρίως λείψανα ελληνιστικών χρόνων, από την προηγούμενη κατοίκηση του χώρου, δυσκολεύουν τη χρονολόγηση του κτιρίου. Ωστόσο, μπορεί να τοποθετηθεί στη Μεσοβυζαντινή περίοδο και ιδιαίτερα στον 10ο - 11ο αιώνα από τα λείψανα τοιχοδομίας με τις κάθετες πλίνθους που διατηρούνται στις κόγχες.
Το σχήμα των κογχών και το συνδυασμό των λοιπών στοιχείων της κάτοψης, ακόμη και τις κατασκευαστικές ομοιότητες με το πανδοχείο, με το οποίο φαίνεται ότι ανήκει σε ενιαίο συγκρότημα. Ο τύπος του ναού με το περίστωο είναι συχνός την εποχή αυτή και απαντά επίσης στη γειτονική Πιερία, στον επισκοπικό ναό της Πύδνας, καθώς και στο ναό στην ακρόπολη της Λάρισας, που επίσης είχε κοιμητηριακή χρήση. Επομένως, από το συνδυασμό των στοιχείων το σύνολο χρονολογείται πριν από τον 13ο αιώνα, ενώ η καταστροφή του από φωτιά μπορεί να συνδυασθεί με τη Φραγκική κατάκτηση του 1204.
Επειδή αποτελεί τον πρώτο ναό αυτής της εποχής που εντοπίσθηκε στην περιοχή των Τεμπών, είναι δελεαστική η υπόθεση της σύνδεσής του με την επισκοπή Λυκοστομίου, που αναφέρεται στις βυζαντινές πηγές από τον 10ο αιώνα και δεν έχει ταυτισθεί μέχρι σήμερα, ενώ είναι γνωστό ότι μεταφέρεται αργότερα στον Πλαταμώνα (μεταξύ 13ου - 15ου). Ο οικισμός αυτός και η επισκοπή τοποθετείται μέχρι σήμερα στην ευρύτερη περιοχή του Κάστρου της Ωριάς, 4 χλμ. βορειότερα της εξεταζόμενης θέσης, ενώ έχει εκφρασθεί και η πρόταση τοποθέτησής του στην περιοχή του Πυργετού.
Οπωσδήποτε, τα λιγοστά ευρήματα της ανασκαφής δεν αρκούν για να επιβεβαιώσουν ή να απορρίψουν τις παραπάνω απόψεις. Παραμένει ωστόσο σημαντικό το γεγονός της ανακάλυψης αυτού του ξεχωριστού βυζαντινού συγκροτήματος, που πρέπει να είχε θέση προσκυνήματος σε σημαντικό σταθμό της οδικής αρτηρίας, κτισμένου σε θέση αρχαίου ιερού, όπως φαίνεται από την ανασκαφή σε παρακείμενη θέση, που διεξάγει η ΙΕ′ ΕΠΚΑ.
ΤΑ ΤΕΜΠΗ ΜΕ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΩΝ ΠΕΡΙΗΓΗΤΩΝ
Περιηγητικά έργα θεωρούμε τα κείμενα και τις εικόνες, τα οποία μας κληροδότησε κάθε Δυτικοευρωπαίος ταξιδιώτης, ή και μη ταξιδιώτης, ο οποίος κατέθεσε σε έντυπο ή σε χειρόγραφο την εμπειρία ή τη γνώση ή το όραμά του ταξιδεύοντας ή περιγράφοντας τον χώρο της Μεσογείου και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης από τον 15ο έως τον 20ο αιώνα.
Περιηγητές θεωρούνται: οι ταξιδιώτες αλλά και οι λόγιοι ταξιδιώτες, όπως γεωγράφοι, χαρτογράφοι, νησολόγοι, ουμανιστές αλλά και διπλωμάτες, προσκυνητές, κατάσκοποι, φυσιοδίφες, στρατιωτικοί, ναυτικοί, ιατροί, ιερείς, θεωρητικοί και εμπειρογνώμονες, ζωγράφοι, τοπιογράφοι, αρχιτέκτονες, μηχανικοί, αρχαιολόγοι, ρομαντικοί συγγραφείς, έμποροι και ιεραπόστολοι, μοναχοί, επιστήμονες, πειρατές, αιχμάλωτοι, λογοτέχνες και τυχοδιώκτες, οι οποίοι μας κληροδότησαν κείμενα αλλά και εικόνες από τα ταξίδια τους.
Ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Δύση και στους Ελληνορθόδοξους αλλά και τις άλλες εθνοθρησκευτικές ομάδες (Μουσουλμάνους, Αρμένιους, Εβραίους, Καθολικούς) που συνυπήρχαν, και στις κυρίαρχες σε αυτούς δυνάμεις -κατά χρονική και γεωγραφική περίπτωση- (Οθωμανοί, Βενετοί, Γενουάτες, Γάλλοι, Άγγλοι κ.ά.) μεσολαβεί ένα επικοινωνιακό στοιχείο: ο ταξιδιώτης και το προϊόν του ταξιδιού του. H πρόσληψη λοιπόν του χώρου και των ανθρώπων στους τόπους αυτούς ακολούθησε πιστά το παλιρροϊκό κύμα όλων των πνευματικών, πολιτικών και πολιτιστικών ρευμάτων που στη διάρκεια του 15ου έως τον 20ο αιώνα παρέσυραν τους Ευρωπαίους στο μεγάλο παιγνίδι της Ιστορίας.
Τα περιηγητικά έργα προβάλλουν συνεπώς με τα κείμενα και τις εικόνες τους, το ''πώς η Ευρώπη έβλεπε'' σε κάθε ιστορική συγκυρία τους τόπους, τους ανθρώπους και τα μνημεία που συναντούσαν κατά τη διάρκεια των ταξιδιών τους οι περιηγητές. Στην αρχή του περιηγητικού ρεύματος, ο ταξιδιώτης συνθέτει -βλέπει, γράφει, απεικονίζει- για τους τόπους και τους ανθρώπους αμυδρές νησίδες πραγματικότητας, γιατί απλά «κοιτά αλλά δεν βλέπει». Δεν μπορεί ακόμα να δει κάτι πέρα από αυτό που φέρει μέσα του, πνευματικά και συναισθηματικά (16ος - αρχές 17ου αιώνα).
Σταδιακά ο Δυτικός άνθρωπος αντιμετωπίζει με περισσότερη ευαισθησία και γνώση το παρελθόν αλλά και το καινούργιο. Μέσα από ποικίλες διεργασίες στον περίγυρό του αποσαφηνίζονται οι κατευθύνσεις και οι στόχοι, και η γνώση του εμπλουτίζεται πέρα από τα προσδοκώμενα (τέλος 17ου - 18ου αιώνα). Υπεισέρχονται και οι πρωτόγνωρες εμπειρίες και ένας ανέλπιστος πλούτος είτε στο ιδεολογικό επίπεδο, είτε στο πραγματιστικό (18ος αιώνας).
Mε την είσοδο όμως του 19ου αιώνα η ποικιλία και το πλήθος των ανθρώπων, των καταστάσεων, των γεγονότων και των ιδεών που κινούνται και μετακινούνται, συναντώνται και ανταλλάσσουν, πιστοποιούν την αυξανόμενη ένταση και το εύρος του ταξιδιωτικού ρεύματος προς τη Μεσόγειο και τις γειτονικές με αυτήν περιοχές. Τα περιηγητικά κείμενα είναι προϊόν μιας σύνθετης διαδικασίας. Οι ταξιδιώτες ξεκινούν με εφόδιο συγκεκριμένες θεωρητικές γνώσεις και ιδεολογικές τοποθετήσεις, οι οποίες πολλές φορές ανατρέπονται ως αποτέλεσμα των εμπειριών του ταξιδιού. Οι καταγεγραμμένες αυτές αντιλήψεις αναπαράγονται σε μεταγενέστερα κείμενα και εικόνες και συγκροτούν στερεότυπα.
Για την κοιλάδα των Τεμπών, η οποία δεν έπαψε να εξάπτει τη φαντασία των Δυτικοευρωπαίων, απόλυτα συνυφασμένη με σκηνές από την αρχαία Ελληνική μυθολογία, μέχρι να απεικονιστεί εκ του φυσικού κόσμησε έως τις αρχές του 19ου αιώνα πολλά ιστορικο-γεωγραφικά έργα (N. Gerbelius στα 1545, J. Gronovius στα 1699) καθώς και ο χάρτης της κοιλάδας και της ευρύτερης περιοχής στο έργο του J. Laurenberg (1660). Πολλοί από τους σημαντικούς περιηγητές που περιόδευσαν στον Ελλαδικό χώρο την προεπαναστατική περίοδο.
Αρχαιολόγοι, αρχιτέκτονες, ζωγράφοι κ.ά. κόσμησαν τις εκδόσεις τους με θέματα από το μαγευτικό τοπίο των Τεμπών και την κοιλάδα του Πηνειού στους πρόποδες του Ολύμπου: Ed. Dodwell στα 1819 με τρία διαφορετικά θέματα για την περιοχή, H. Holland στα 1815 με εικόνα του χώρου τόσο δυνατή όσο και οι περιγραφές του, F.Ch.H.L. Pouqueville στο έργο του που εκδόθηκε στα 1826 - 1827, L. Dupré, στα 1825 περίπου, με ζωγραφικό πίνακα να μας δίνει και μία άποψη Μουσουλμανικού μνημείου που στέκεται στην αρχή της κοιλάδας, O.M. von Stackelberg στα 1830 με προτίμηση στα πανοραμικά γαλήνια τοπία και σε μεταεπαναστατική έκδοση του Pouqueville στα 1835 να προτιμάται και πάλι το θέμα του Ολύμπου.
Μετά το ταξίδι του στον Ελλαδικό χώρο στις αρχές του 19ου αιώνα, ο O.M. von Stackelberg (1834) κατάφερε να αποδώσει τόσο τις ιστορικές τοποθεσίες, όσο και τις αρχαιότητες με το νέο, βαθμιαία αναφαινόμενο, εικαστικό ρεύμα του ρομαντισμού. Αν και οι περισσότεροι πίνακες που κοσμούν το έργο του Ed.D. Clarke(1816) είναι αρχαιολογικού ως επί το πλείστον ενδιαφέροντος, τα χαρακτικά αυτά είναι επίσης πολύτιμα για την ιστορία των τόπων, λόγω της σπανιότητας των θεμάτων που απεικονίζονται.
Προς τα τέλη του 19ου αιώνα, σε επανέκδοση (1882, αλλά και στην έκδοση του Chr. Wordsworth, στα 1841), του πολύ πετυχημένου έργου του Cr. Wordsworth συναντούμε απόψεις της περιοχής με απόλυτα ζωγραφικό ύφος ενώ άποψη της κοιλάδας έχουμε και σε πίνακα του φημισμένου Άγγλου τοπιογράφου Ed. Lear (1851). Η χαρακτική συνεχίζει να κυριαρχεί ακόμη επηρεασμένη από τη φωτογραφική τεχνική (A. Schweiger Lerchenfeldστα 1887). Τέλος η φωτογραφία καταφέρνει να αποδώσει την πραγματική διάσταση της εντυπωσιακής κοιλάδας με τον ρέοντα ποταμό (E. Reisinger στα 1923).
Χαρακτικά Θέματα Σχετικά με την Κοιλάδα των Τεμπών
Τίτλος: Τα Τέμπη.
Πρωτότυπος τίτλος: Tempe.
Χρονολογία έκδοσης: 1815
Έκδοση: HOLLAND, Sir Henry. Travels in the Ionian Isles, Albania, Thessaly, Macedonia, &c. during the years 1812 and 1813, Λονδίνο, Longman, Hurst, Rees, Orme, and Brown, 1815.
2.
Τίτλος: Ο τεκές του Χασάν Μπαμπά στα Τέμπη της Θεσσαλίας.
Πρωτότυπος τίτλος: Thessalien. Moschee zu Baba. Am Eingang sur Tempelschlucht.
Χρονολογία έκδοσης: 1923
Έκδοση: REISINGER, Ernst. Griechenland Schilderungen deutscher Reisender In zweiter, veränderter Auflage herausgegeben. Mit 90 Bildtafeln, davon 62 nach Aufnahmen der Preussischen Messbildanstalt, Λειψία, Insel-Verlag, 1923.
3.
Τίτλος: Ο Όλυμπος από την κοιλάδα των Τεμπών.
Πρωτότυπος τίτλος: Olympe.
Χρονολογία έκδοσης: 1835
Έκδοση: POUQUEVILLE, François Charles Hugues Laurent. Grèce, Παρίσι, Firmin Didot, MDCCCXXXV (=1835).
4.
Τίτλος: Η κοιλάδα των Τεμπών.
Πρωτότυπος τίτλος: Das Thal Tempe in Thessalien.
Χρονολογία έκδοσης: 1887
Έκδοση: SCHWEIGER LERCHENFELD, Amand, (Freiherr von). Griechenland in Wort und Bild, Eine Schilderung des hellenischen Konigreiches, Λειψία, Heinrich Schmidt & Carl Günther, 1887.
5.
Τίτλος: Ο τάφος του Χασάν Μπαμπά, στο ομώνυμο τέμενος ή τεκέ, στην είσοδο της κοιλάδας των Τεμπών. Χαλκογραφία από έκδοση του Ed. Dodwell.
Πρωτότυπος τίτλος: Sepulchre of Hassan Baba, at the entrance of the Vale of Tempe.
Χρονολογία έκδοσης: 1819
Έκδοση: DODWELL, Edward. Views in Greece, from Drawings by Edward Dodwell Esq. F.S.A &c., Λονδίνο, Rodwell and Martin, 1819.
6.
Τίτλος: Ο Πηνειός και η κοιλάδα των Τεμπών. Λιθογραφία του Louis Dupré.
Χρονολογία έκδοσης: 1994
Έκδοση: ΒΛΑΧΟΣ, Μανόλης. Louis Dupré, Ταξίδι στην Αθήνα και στην Κωνσταντινούπολη, Αθήνα, ΟΛΚΟΣ, 1994.
7.
Τίτλος: Ο Όλυμπος, ο Κίσσαβος και η κοιλάδα των Τεμπών.
Πρωτότυπος τίτλος: Mount Olympos, Tempe, Mount Opa.
Χρονολογία έκδοσης: 1819
Έκδοση: DODWELL, Edward. A Classical and Topographical Tour through Greece, during the Years 1801, 1805, and 1806, τ. Ι-ΙΙ, Λονδίνο, Rodwell and Martin, 1819.
8.
Τίτλος: Η κοιλάδα των Τεμπών.
Πρωτότυπος τίτλος: Vale of Tempe.
Χρονολογία έκδοσης: 1819
Έκδοση: DODWELL, Edward. A Classical and Topographical Tour through Greece, during the Years 1801, 1805, and 1806, τ. Ι-ΙΙ, Λονδίνο, Rodwell and Martin, 1819.
9.
Τίτλος: Ο Όλυμπος και η κοιλάδα των Τεμπών.
Πρωτότυπος τίτλος: Mount Olympus. Vale of Tempe.
Χρονολογία έκδοσης: 1819
Έκδοση: DODWELL, Edward. A Classical and Topographical Tour through Greece, during the Years 1801, 1805, and 1806, τ. Ι-ΙΙ, Λονδίνο, Rodwell and Martin, 1819.
10.
Τίτλος: Η κοιλάδα των Τεμπών, φανταστική απεικόνιση
Πρωτότυπος τίτλος: Tempe.
Χρονολογία έκδοσης: 1545
Έκδοση: GERBELIUS, Nicolas. Nicolai Gerbelij in descriptionem Graeciae Sophiani, Praefatio. In qua docetur, quem fructum, quamque voluptatem allatura fit haec pictura studiosis, si diligenter eam cum historicum, poëtarum, geographorumque scriptis contulerint. Eiusdem de situ, nominibus & regionibus Graeciae perbrevis in picturam Sophiani introductio, Βασιλεία, Oporinus, 1545.
Τίτλος: Η κοιλάδα των Τεμπών.
Πρωτότυπος τίτλος: Vale of Tempe.
Χρονολογία έκδοσης: 1882
Έκδοση: WORDSWORTH, Christopher. Greece pictorial, descriptive, & historical by Christopher Wordsworth, D.D. Lord Bishop of Lincoln, with numerous Engravings illustrative of the Scenery, Architecture, Costume, and Fine Arts of that Country and a History of the Characteristics of Greek Art by George Schraf, F.S.A. Director, Keeper, and Secretary of the National Portrait Gallery. A New Edition revised. With Notices of recent Discoveries by H.F. Tozer, M.A. Fellow and Tutor of Exeter College, Oxford, Author of the “Highlands of Turkey”, “Lectures on the Geography of Greece”, Λονδίνο, John Murray, 1882.
12.
Τίτλος: Οι Γόννοι (ή Γόννος ή Γόννιος) αρχαία πόλη βόρεια του Πηνειού στη δυτική είσοδο της κοιλάδας των Τεμπών.
Πρωτότυπος τίτλος: Gonnus dans les défilés de Tempé.
Χρονολογία έκδοσης: 1830
Έκδοση: STACKELBERG, Otto Magnus Baron de. La Grèce. Vues Pittoresques et Topographiques, Παρίσι [Λονδίνο], chez l'Éditeur, H. Rittner et Chaillou-Potrelle [Engelmann, Graff et Coindet], 1830.
13.
Τίτλος: Άποψη της Δωδώνης, της Θεσσαλονίκης (φανταστικές απεικονίσεις) και της κοιλάδας των Τεμπών με πλαίσιο μυθολογικές παραστάσεις. Από την έκδοση: Jacobus Gronovius, Thesaurus Graecarum Antiquitatum, 1699.
Χρονολογία έκδοσης: 2009
Έκδοση: ΠΑΤΙΕΡΙΔΗΣ, Γιώργος, ΣΤΑΜΑΤΗΣ, Κώστας. Τα χαρακτικά της Θεσσαλονίκης από τον 15ο έως και τον 19ο αιώνα από τις συλλογές των Γιώργου Πατιερίδη και Κώστα Σταμάτη, Θεσσαλονίκη, Μουσείο Φωτογραφίας «Χρήστος Καλεμκερής» Δήμου Καλαμαριάς, 2009.
14.
Τίτλος: Τα Τέμπη της Θεσσαλίας.
Πρωτότυπος τίτλος: Témpe.
Χρονολογία έκδοσης: 1851
Έκδοση: LEAR, Edward. Journals of a Landscape painter in Albania etc., Λονδίνο, Richard Bentley, 1851.
15.
Τίτλος: Τοπίο στην κοιλάδα των Τέμπων, Θεσσαλία.
Πρωτότυπος τίτλος: Valée entre les monts Ossa et Olympe.
Χρονολογία έκδοσης: 1834
Έκδοση: STACKELBERG, Otto Magnus von. La Grèce. Vues pittoresques et topographiques, Παρίσι, Chez I. F. D'Ostervald, 1834.
Τίτλος: Τοπίο κοντά στους αρχαίους Γόννους στην κοιλάδα των Τεμπών. Η περιοχή ονομάζονταν και Κόνδυλος (ή Γοννοκόνδυλος) εξαιτίας του ισχυρού φρουρίου της.
Πρωτότυπος τίτλος: Condylon dans les défilés de Tempé.
Χρονολογία έκδοσης: 1834
Έκδοση: STACKELBERG, Otto Magnus von. La Grèce. Vues pittoresques et topographiques, Παρίσι, Chez I. F. D'Ostervald, 1834.
17.
Τίτλος; Ο τεκές του Χασάν Μπαμπά στα Τέμπη της Θεσσαλίας
Πρωτότυπος τίτλος: Élatéa (aujourd'hui Baba) sur le Pénée.
Χρονολογία έκδοσης: 1834
Έκδοση: STACKELBERG, Otto Magnus von. La Grèce. Vues pittoresques et topographiques, Παρίσι, Chez I. F. D'Ostervald, 1834.
18.
Τίτλος: Τοπίο στην κοιλάδα των Τεμπών στη Θεσσαλία.
Πρωτότυπος τίτλος: Ingresso nella valle di Tempe.
Χρονολογία έκδοσης: 1820
Έκδοση: POMARDI, Simone. Viaggio nella Grecia fatto da Simone Pomardi negli anni 1804, 1805, e 1806. Arrichito di tavole in rame, τ. II, Ρώμη, Vincenzo Poggioli, 1820.
19.
Τίτλος: Τοπίο κοντά στους αρχαίους Γόννους, αρχαία πόλη βόρεια του Πηνειού ποταμού στη δυτική είσοδο της κοιλάδας των Τεμπών. Η περιοχή ονομάζονταν και Κόνδυλος (ή Γοννοκόνδυλος) εξαιτίας του ισχυρού φρουρίου της.
Πρωτότυπος τίτλος: Fortificazioni nella Tempe.
Χρονολογία έκδοσης: 1820
Έκδοση: POMARDI, Simone. Viaggio nella Grecia fatto da Simone Pomardi negli anni 1804, 1805, e 1806. Arrichito di tavole in rame, τ. II, Ρώμη, Vincenzo Poggioli, 1820.
20.
Τίτλος: Τοπογραφικός χάρτης της κοιλάδας των Τεμπών.
Πρωτότυπος τίτλος: Topographical Chart of Tempe.
Χρονολογία έκδοσης: 1816
Έκδοση: CLARKE, Edward Daniel. Travels in various countries of Europe, Asia and Africa. Part the second: Greece, Egypt and the Holy Land: Section the third. To which is added a Supplement respecting the Author's Journey from Constantinople to Vienna, containing his Account of the Gold Mines of Transylvania and Hungary, Λονδίνο, T. Cadell and W. Davies, MDCCCXVI [=1816].
Τίτλος: Χάρτης της κοιλάδας των Τεμπών.
Πρωτότυπος τίτλος: Tempe.
Χρονολογία έκδοσης: 1661
Έκδοση: LAURENBERG, Johann. Graecia antiqua, edidit Samuel Puffendorf,Άμστερνταμ, Joannem Janssonium, MDCLX [=1660].
22.
Τίτλος: Τοπίο στα Τέμπη.
Πρωτότυπος τίτλος: The Vale of Tempe in Thessaly to W.S.W.
Χρονολογία έκδοσης: 1816
Έκδοση: CLARKE, Edward Daniel. Travels in various countries of Europe, Asia and Africa. Part the second: Greece, Egypt and the Holy Land: Section the third. To which is added a Supplement respecting the Author's Journey from Constantinople to Vienna, containing his Account of the Gold Mines of Transylvania and Hungary, Λονδίνο, T. Cadell and W. Davies, MDCCCXVI [=1816].
23.
Τίτλος: Τοπίο στην κοιλάδα των Τεμπών.
Πρωτότυπος τίτλος: Proposed new Greek frontier; Vale of Tempe, Thessaly.
Χρονολογία έκδοσης: 1984
Έκδοση: 1842 – 1885. Ελλάδα, ιστορική, εικονογραφημένη. Μια πλήρης συλλογή ιστορικών, τοπογραφικών και καλλιτεχνικών ντοκουμέντων. Με 280 γκραβούρες εποχής, Αθήνα, Nikolas Books, 1984.
24.
Τίτλος: Ειδυλλιακό τοπίο στην κοιλάδα των Τεμπών.
Χρονολογία έκδοσης: 1841
Έκδοση: WORDSWORTH, Christopher. La Grèce pittoresque et historique, Παρίσι, L. Curmer, 1841.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)