Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2024

Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία

0.3. Η παράδοση των κειμένων


Είπαμε ότι τα αρχαία ελληνικά κείμενα που μελετούμε είναι πολλά. Πώς σώθηκαν όμως ως τις μέρες μας τόσα κείμενα, όταν οι αρχαίοι δε γνώριζαν ούτε το χαρτί ούτε την τυπογραφία; Μήπως όλα τα αρχαία κείμενα ήταν χαραγμένα στο μάρμαρο, ή σε άλλη πέτρα, και τώρα τα ανακαλύπτουν οι αρχαιολόγοι στις ανασκαφές; Όχι βέβαια!

Οι αρχαίοι χάραζαν στο μάρμαρο ή σε άλλες πέτρες νόμους, ψηφίσματα, επίσημες συμφωνίες, καταλόγους αρχόντων, επιτάφιες επιγραφές και άλλα δημόσια ή ιδιωτικά κείμενα που προορίζονταν να μείνουν για πάντα αμετακίνητα. Ως γραφική ύλη για τα άλλα τους γραπτά χρησιμοποιούσαν, ανάλογα με την περίπτωση, ποικίλα υλικά: πηλό, όστρακα, ξύλο απλό ή αλειμμένο με κερί, μεταλλικά ελάσματα, δέρμα, φύλλα, φλούδες, ακόμα και μήλα! Για τα μεγαλύτερα κείμενα, η πιο συνηθισμένη γραφική ύλη ήταν αρχικά ο πάπυρος και, από τον 2ο π.Χ. αιώνα, μαζί με τον πάπυρο, η περγαμηνή[1].

Ο συγγραφέας (ποιητής, πεζογράφος, δραματουργός κλπ.) που αποφάσιζε να καταγράψει το έργο του μπορούσε ή να γράφει ο ίδιος ή να υπαγορεύει σε κάποιο γραφέα, συνήθως δούλο. Όταν ολοκληρωνόταν το χειρόγραφο και επιθυμούσε να το εκδώσει, το έδινε σε κάποιον βιβλιοπώλη, που φρόντιζε να κατασκευαστούν και να πουληθούν όσα αντίγραφα του ζητούσαν. Εκδοτικά και πνευματικά δικαιώματα δεν υπήρχαν, έτσι ώστε ο καθένας που είχε στα χέρια του αντίγραφο ενός βιβλίου μπορούσε να κατασκευάσει, για να πουλήσει ή να χαρίσει, όσα άλλα αντίγραφα ήθελε.

Για πολλούς αιώνες, ως την εφεύρεση της τυπογραφίας (15ος μ.Χ. αι.), τα κείμενα των αρχαίων συγγραφέων διασώθηκαν (όσα διασώθηκαν) με τις αλλεπάλληλες αντιγραφές. Ειδικευμένοι δούλοι, επαγγελματίες ή ερασιτέχνες γραφείς, καλόγεροι ή λαϊκοί, σε οργανωμένα βιβλιογραφικά εργαστήρια ή σε ιδιωτικό χώρο, κατασκεύαζαν, για δημόσια ή για προσωπική χρήση, περισσότερο ή λιγότερο επιμελημένα αντίγραφα των έργων που χρειάζονταν και έκριναν άξια να διατηρηθούν.

Αν σκεφτούμε πόσο εύκολα μπορεί να καταστραφεί ένα χειρόγραφο (από υγρασία, από φωτιά, από ανθρώπινη αμέλεια κλπ.), καταλαβαίνουμε ότι όσο περισσότερα αντίγραφα ενός έργου κυκλοφορούσαν και όσο μεγαλύτερη ήταν η διασπορά τους, τόσο μεγαλύτερες ήταν οι πιθανότητές του να διασωθεί. Έτσι, συμβαίνει από την πρώιμη λογοτεχνική παραγωγή να μη σώζονται παρά τα πιο ονομαστά, τα πιο αριστοτεχνικά έργα, αυτά που ο καθένας επιδίωκε να τα έχει στη βιβλιοθήκη του. Και πάλι, περισσότερες πιθανότητες να διασωθούν είχαν όσα έργα κυκλοφορούσαν σε πολλά αντίγραφα γιατί διδάσκονταν στα σχολεία.[2]

Ορισμένα αρχαία κείμενα δε διασώθηκαν χαραγμένα στην πέτρα, ούτε γιατί κάποιοι φρόντιζαν να τα αντιγράφουν, αλλά γιατί βρέθηκαν πεταμένα και θαμμένα στην άμμο της Αιγύπτου. Στην Ελλάδα και στα περισσότερα μέρη το κλίμα είναι υγρό και οι οργανικές ύλες (το ξύλο, το δέρμα κλπ.) με τον καιρό σαπίζουν και καταστρέφονται. Όχι στην Αίγυπτο, όπου το κλίμα είναι εξαιρετικά ξηρό και η άμμος μπορεί να διατηρήσει για αιώνες ανέπαφο ό,τι κρατά σκεπασμένο. Έτσι συμβαίνει, όταν οι αρχαιολόγοι ανασκάβουν αιγυπτιακούς σκουπιδότοπους, ανάμεσα στα άλλα να ανακαλύπτουν και παπυρικά φύλλα ή τυλιγάδια.[3] Τα περισσότερα περιέχουν διοικητικές πράξεις, ιδιωτικές συμφωνίες και επιστολές· δε λείπουν όμως και οι λογοτεχνικοί πάπυροι, που μας διασώζουν ποιητικά έργα και πεζογραφήματα που αλλιώς θα ήταν για πάντα χαμένα.

Οι επιγραφές σε σκληρό υλικό, όταν βρεθούν, είναι συχνά σπασμένες, φαγωμένες και παρουσιάζουν κενά· οι πάπυροι είναι τις περισσότερες φορές κομματιασμένοι, ξεθωριασμένοι και δυσανάγνωστοι· το ίδιο και τα χειρόγραφα, που για να διαβαστούν απαιτούν ειδικές γνώσεις. Αν εμείς τα αρχαία κείμενα τα βρίσκουμε εύκολα, διορθωμένα και τυπωμένα, είναι γιατί τα συγκέντρωσαν, τα αποκατάστησαν στη σωστή τους μορφή και τα εκδώσαν φιλόλογοι ειδικευμένοι στην επιγραφική, στην παπυρολογία, στην παλαιογραφία και στην κριτική των κειμένων.[4]
------------------------------
1. Το χαρτί κατασκευαζόταν, όταν στην Κίνα από τους πρώτους μ.Χ. αιώνες, αλλά στην Ευρώπη δεν έγινε γνωστό παρά τον 10ο μ.Χ. αιώνα, από τους Άραβες της Ισπανίας.

2. Το καλύτερο παράδειγμα είναι πάντα τα ομηρικά έπη, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, που ποτέ δεν έλειψαν από τα ελληνικά σχολεία· χαρακτηριστική όμως είναι και η περίπτωση των μεγάλων τραγικών ποιητών, π.χ. του Αισχύλου, που από τα 90 πάνω κάτω έργα του δε σώζονται παρά τα επτά που διδάσκονταν στα σχολεία τον 2ο μ.Χ. αιώνα.

3. Γραμμένα φύλλα παπύρου τυχαίνει να έχουν χρησιμοποιηθεί και ως παραγέμισμα ή περιτύλιγμα σε αιγυπτιακές μούμιες ανθρώπων ή και κροκοδείλων!

4. Κριτική των κειμένων ονομάζεται η προσπάθεια των φιλολόγων να αποκαταστήσουν τα κείμενα στην αρχική τους μορφή, εντοπίζοντας και διορθώνοντας τα λάθη που είναι φυσικό να έχουν γίνει με τις τόσες αντιγραφές.

Η Ελληνική Αρχαιότητα: Πόλεμος - Πολιτική - Πολιτισμός 8. Η ύστερη αρχαιότητα

8.1. Όπως οι ηθοποιοί της τραγωδίας


Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν μια μεσογειακή αυτοκρατορία. Με κέντρο τη Ρώμη, εκτεινόταν από τον Ατλαντικό ωκεανό στη δύση έως τον Εύξεινο Πόντο και τον Ευφράτη ποταμό στην ανατολή, και από τους ποταμούς Ρήνο και Δούναβη στον βορρά (για ένα διάστημα περιέλαβε και τη νότιο Αγγλία) έως τη Σαχάρα στον νότο. Κάθε προσπάθεια να ξεπεραστούν αυτά τα όρια απέβη άκαρπη ή βραχύβια. Στα χρόνια του Αυγούστου, ύστερα από δεκαετίες πολέμων, ο συνολικός της πληθυσμός δεν πρέπει να ξεπερνούσε κατά πολύ τα 45.000.000 (που μπορεί να αντιπροσώπευε το 15% του πληθυσμού της γης). Από τους κατοίκους της αυτοκρατορίας δικαιώματα Ρωμαίου πολίτη διέθεταν λιγότεροι από 5.000.000 άνθρωποι (αν συμπεριληφθούν οι γυναίκες των πολιτών), οι περισσότεροι από τους οποίους κατοικούσαν στην Ιταλία. Ενάμιση αιώνα αργότερα, ο συνολικός πληθυσμός της αυτοκρατορίας αυξήθηκε και μπορεί να ξεπέρασε τα 60.000.000.

Τη μεγάλη μάζα του πληθυσμού την αποτελούσαν αγρότες, διασπαρμένοι σε πλήθος χωριά. Στις 1.000 περίπου πόλεις ήταν συγκεντρωμένο λιγότερο από το 20% του συνολικού πληθυσμού, και από αυτό ένα μεγάλο τμήμα απασχολούνταν επίσης με την καλλιέργεια της γης. Όπως όλες οι άλλες κοινωνίες της αρχαιότητας, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε καθαρά αγροτικό χαρακτήρα. Στην παραγωγική εργασία των αγροτών, ελεύθερων και δούλων, στηριζόταν ο πλούτος των ανώτερων τάξεων, η διοίκηση και ο στρατός.

Οι περισσότερες πόλεις ήταν σχετικά μικρές, με πληθυσμούς από 2.000 έως 20.000 κατοίκους. Πραγματικά μεγάλες πόλεις υπήρχαν μόνο στην Ανατολή. Το Πέργαμο μπορεί να είχε 50.000-100.000 κατοίκους, η Αλεξάνδρεια και η Αντιόχεια εκατοντάδες χιλιάδες. Μόνο ο πληθυσμός της Ρώμης ενδέχεται να έφτασε το 1.000.000. Γύρω στο 15% των κατοίκων της αυτοκρατορίας, δηλαδή κοντά 7.000.000 άνθρωποι, θα πρέπει να ήταν δούλοι· πολλοί από αυτούς βρίσκονταν συγκεντρωμένοι στην Ιταλία, όπου το ποσοστό τους ενδέχεται να ξεπερνούσε το 30%. Την εποχή εκείνη στην Ελλάδα κατοικούσαν, όπως έχει υπολογιστεί, λιγότεροι από 3.000.000 άνθρωποι· πολλοί Έλληνες ωστόσο βρίσκονταν διασπαρμένοι σε διάφορες περιοχές της αυτοκρατορίας, κυρίως στο ανατολικό της τμήμα αλλά και στη Ρώμη.

Σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του Αυγούστου, στη Σύγκλητο συμμετείχαν 600 άνδρες, ενώ στην τάξη των πλούσιων ιππέων, από την οποία στελεχώνονταν πλήθος κρατικές υπηρεσίες και πολλές ανώτερες θέσεις στον στρατό, περιλαμβάνονταν πάνω από 20.000 άτομα. Στις περισσότερες πόλεις τα ζητήματα της αυτοδιοίκησης και της συγκέντρωσης των φόρων είχαν ανατεθεί σε τοπικές βουλές, που αποτελούνταν συνήθως από τους 100 επιφανέστερους και ευπορότερους κατοίκους. Οι ανώτερες τάξεις, δηλαδή οι συγκλητικοί, οι ιππείς και οι τοπικοί βουλευτές δεν ξεπερνούσαν έτσι τις 150.000, αντιπροσωπεύοντας μαζί με τις οικογένειες τους το 1% του συνολικού πληθυσμού. Στην κορυφή της πυραμίδας βρισκόταν ο αυτοκράτορας.

Οι Έλληνες δεν είχαν κανένα πρόβλημα να προσφωνούν τον αυτοκράτορα βασιλιά, αλλά στην ίδια τη Ρώμη, ο τίτλος αυτός (rex) ήταν αυστηρά απαγορευμένος. Από την εποχή του Αυγούστου, ένας άνδρας αποκτούσε τον τίτλο του αὐτοκράτορος (imperator) και θεωρούνταν ἡγεμών (princeps), δηλαδή πρώτος πολίτης. Αυτός συγκέντρωνε στο πρόσωπό του την υπέρτατη στρατιωτική, πολιτική, δικαστική αλλά και θρησκευτική εξουσία, εφόσον αναγορευόταν μέγας ἀρχιερεύς (pontifex maximus, δηλαδή «μέγιστος γεφυροποιός», για να δηλωθεί η επαφή που η παρουσία του αποκαθιστούσε με τον θεϊκό κόσμο). Μετά τον θάνατό του, η αναγόρευση νέου αυτοκράτορα γινόταν τυπικώς από τη Σύγκλητο, αλλά πολλές φορές η διαδοχή ήταν ήδη προεξοφλημένη, είτε κληρονομικά είτε με υιοθεσία. Σε αρκετές περιστάσεις, όπως συνέβαινε μετά τη δολοφονία ενός αυτοκράτορα ή τον θάνατό του στον πόλεμο, ιδιαίτερο ρόλο στη διαδοχή είχε ο στρατός, και μάλιστα η επίλεκτη αυτοκρατορική σωματοφυλακή, που ονομαζόταν πραιτοριανή φρουρά. Μετά τον Οκταβιανό, όλοι οι αυτοκράτορες αποκαλούνταν τιμητικά αύγουστοι (augusti, δηλαδή «σεβαστοί»), ενώ αυτοί που προορίζονταν για τη διαδοχή έπαιρναν συχνά τον τίτλο του καίσαρα.

Ο αυτοκράτορας στήριζε τη δύναμή του κυρίως στον έλεγχο του στρατού. Στο ξεκίνημα της μοναρχίας ο στρατός δεν ξεπερνούσε τις 350.000 άνδρες, οργανωμένους σε λεγεώνες και βοηθητικά σώματα, και ήταν διασπαρμένος σε πολλές επαρχίες. Δύο αιώνες αργότερα είχε φτάσει τις 400.000 άνδρες. Για τη διοίκηση των 40 περίπου επαρχιών διορίζονταν διοικητές, άλλοι από τη Σύγκλητο και άλλοι από τον αυτοκράτορα, κυρίως σε περιοχές όπου η στρατιωτική παρουσία ήταν εντονότερη. Αυτοί είχαν τη γενική ευθύνη για την τάξη, την προστασία από επιδρομείς και την απονομή της δικαιοσύνης. Η θανατική καταδίκη ήταν συνήθως δική τους αρμοδιότητα. Για να ασκήσει την εξουσία του, ο αυτοκράτορας αξιοποιούσε συγκλητικούς και ιππείς, διέθετε ωστόσο και μια προσωπική διοικητική υπηρεσία που στελεχωνόταν από τον οίκο του (familia Caesaris), που περιλάμβανε τους δούλους του και τους απελεύθερούς του, αρκετοί από τους οποίους αποκτούσαν πολύ μεγάλη εξουσία.

Η κεντρική διοίκηση και οι μεγάλοι γαιοκτήμονες αποσπούσαν με τη φορολογία, με τα ενοίκια, τις έκτατες εισφορές και τις καταναγκαστικές εργασίες που επέβαλλαν (ἀγγαρείας) μεγάλο μέρος του παραγωγικού πλεονάσματος. Όταν η ρωμαϊκή εξουσία σταθεροποιήθηκε, η επίσημη φορολογία δεν ήταν υψηλότερη από ό,τι σε άλλες εποχές, και έτσι η αυτοκρατορία εισήλθε σε μια περίοδο σχετικής ευημερίας. Η ένταξη στην ίδια πολιτική επικράτεια πολυάριθμων πόλεων και ολόκληρων βασιλείων, που βρίσκονταν για αιώνες σε ανταγωνισμό μεταξύ τους και συχνά σε ανοιχτούς πολέμους, διευκόλυνε τις μετακινήσεις και το εμπόριο· επίσης, την αύξηση της παραγωγής και την ανάπτυξη των τεχνών. Για μεγάλες περιόδους η πειρατεία σχεδόν εξέλιπε. Παρά τους πολύνεκρους πολέμους που συνεχίζονταν στα σύνορα της αυτοκρατορίας, η Ιταλία και οι περισσότερες επαρχίες ζούσαν με ασφάλεια - μολονότι, εκτός από τις ιουδαϊκές εξεγέρσεις, δεν έλειπαν και εμφύλιοι πόλεμοι, κυρίως τον 3ο αιώνα, για την επιβολή αυτοκρατόρων. Ένα ενιαίο ρωμαϊκό νόμισμα αναγνωριζόταν επίσημα παντού, ενώ το φορολογικό σύστημα προωθούσε την κυκλοφορία του χρήματος και συνέβαλλε στον εκχρηματισμό της οικονομίας έως τις πιο απόμακρες περιοχές. Από αυτά που εισέπραττε η κεντρική διοίκηση ένα μικρό μέρος επέστρεφε στις επαρχίες για τη μισθοδοσία του στρατού, για την αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών σε περιόδους λιμών και σεισμών καθώς και για την κατασκευή ναών, δημόσιων κτιρίων, υδραγωγείων και άλλων μεγάλων έργων ως ευεργεσίες.

Στην αυτοκρατορία κατοικούσαν πολλά έθνη, καθένα με τη γλώσσα, τον πολιτισμό και τις θρησκευτικές του συνήθειες. Όλες οι μορφές λατρείας γίνονταν γενικά αποδεκτές, εκτός αν παραβίαζαν τον νόμο ή τα χρηστά ήθη. Η διοίκηση δεν απασχολούσε πολλούς υπαλλήλους και βασιζόταν πολύ σε γραπτά τεκμήρια. Οι νόμοι και τα διατάγματα διατυπώνονταν πάντα γραπτώς, και μια διαρκής αλληλογραφία συνέδεε την πρωτεύουσα με τις επαρχίες. Για τον υπολογισμό και την είσπραξη των φόρων γίνονταν περιοδικώς απογραφές του πληθυσμού σε διάφορες επαρχίες, συντάσσονταν κατάλογοι και εκδίδονταν πιστοποιητικά. Ωστόσο, το γενικό ποσοστό των αναλφάβητων στην αυτοκρατορία παρέμενε πάντα πολύ υψηλό. Μόλις το 10% του πληθυσμού ενδέχεται να χειριζόταν τη γραφή με κάποια επάρκεια. Ακόμη και στην αυτοκρατορική πρωτεύουσα δεν θα πρέπει να ήταν υψηλότερο από 20-30%. Υπήρχαν ωστόσο επαγγελματίες γραφείς διαθέσιμοι για όλες τις δουλειές, όχι μόνο στις μεγάλες πόλεις αλλά και σε πολλά χωριά.

Οι μεγάλες μάζες του πληθυσμού, ιδίως στις επαρχίες, άρχισαν να αποδίδουν στον αυτοκράτορα θεϊκές τιμές και δέχονταν με ευκολία τη λατρεία του, την οποία προωθούσαν οι αρχές για λόγους συνοχής και υποταγής. Στην Ανατολή ήταν άλλωστε εξοικειωμένες με την απόδοση θεϊκής λατρείας στους διαδόχους του Αλεξάνδρου. Το 212 ο αυτοκράτορας Καρακάλλας (198-217) παραχώρησε με τη λεγόμενη Constitutio Antoniniana δικαιώματα Ρωμαίου πολίτη στο σύνολο σχεδόν των ελεύθερων κατοίκων της αυτοκρατορίας. Το μέτρο ενδέχεται να υπηρετούσε διάφορους σκοπούς, ακόμη και καθαρά φορολογικούς (όπως υποστηρίζει ο Δίων Κάσσιος), συνέβαλε πάντως στο αίσθημα ενότητας που είχε ανάγκη η αυτοκρατορία. Σε όποιο μέρος και αν κατοικούσε ένας ελεύθερος άνθρωπος, σε όποιο λαό και αν ανήκε, σε όποια κοινωνική θέση και αν ήταν ενταγμένος, μπορούσε και όφειλε να αισθάνεται Ρωμαίος. Ο Καρακάλλας άλλωστε ήταν μεγάλος θαυμαστής του Αλεξάνδρου. Είχε μάλιστα οργανώσει ολόκληρη φάλαγγα αποκλειστικώς με Μακεδόνες.

Μέσα στις οικουμενικές συνθήκες που δημιούργησε η αυτοκρατορία, πολλές παραδοσιακές γλώσσες μετασχηματίστηκαν και εξελίχθηκαν. Δεν υπάρχει ωστόσο καμία ένδειξη ότι κάποια από αυτές που μιλήθηκαν, ιδίως στην Ανατολή, πριν από την επιβολή των Ρωμαίων κινδύνεψε να εξαφανιστεί. Σε κοινωνίες του προφορικού λόγου ακόμη και μια αριθμητικά μικρή ομάδα μπορεί να διατηρήσει το ιδίωμά της, έστω και αν δεν διαθέτει γραφή. Το σημαντικό είναι ότι, παράλληλα με τις τοπικές γλώσσες, σε ολόκληρη την επικράτεια κυριάρχησαν, ως γλώσσες της διοίκησης, τα λατινικά στο δυτικό τμήμα και τα ελληνικά στο ανατολικό, με μεγαλύτερη μάλιστα ορμή από ό,τι την εποχή των Διαδόχων. Μεγάλα πλήθη τοπικών πληθυσμών εξοικειώνονταν είτε με τα λατινικά είτε με τα ελληνικά, ανάλογα με την περιοχή που ζούσαν, και τα χρησιμοποιούσαν ως δεύτερη γλώσσα. Από τον Ατλαντικό ωκεανό ως τη Ρώμη ένας ταξιδιώτης μπορούσε να συνεννοηθεί επαρκώς μιλώντας λατινικά, και από τη Ρώμη ως τον Ευφράτη μιλώντας ελληνικά.

Οι δύο αυτές κυρίαρχες γλώσσες, που χρησιμοποιήθηκαν από τη διοίκηση, το εμπόριο, την υψηλή διανόηση αλλά και τους απλούς ανθρώπους, επηρεάστηκαν αμοιβαία και επηρέασαν, σε διάφορους βαθμούς, τις τοπικές διαλέκτους. Η λατινική των αυτοκρατορικών χρόνων δανείστηκε πολλές λέξεις και όρους από την ελληνική φιλοσοφία και τη λογοτεχνία για να εμπλουτιστεί σε τομείς που υστερούσε. Ο ποιητής Λουκρήτιος εξηγούσε με παρρησία ότι ήταν δύσκολο να εξηγήσει σε λατινικούς στίχους τις σκοτεινές έρευνες των Ελλήνων, και μάλιστα αφού ήταν ανάγκη να βρει καινούργια λόγια, εφόσον επρόκειτο για νέες έννοιες, ενώ η γλώσσα του παρέμενε φτωχή. Η ελληνική γλώσσα της εποχής δανείστηκε με τη σειρά της λατινικούς στρατιωτικούς και διοικητικούς όρους.

Από την εποχή που η Ρώμη κυριάρχησε στη Μεσόγειο, για δύο περίπου αιώνες, η ρητορική, η φιλοσοφία, η ιστοριογραφία και η ποίηση σημείωσαν μεγάλη πρόοδο στη λατινική γλώσσα. Ωστόσο, η ελληνική παράδοση στα γράμματα αποτελούσε πάντα αντικείμενο μεγάλου θαυμασμού στη Ρώμη. Κάθε μορφωμένος άνδρας όφειλε να γνωρίζει ελληνικά. Πολλοί Ρωμαίοι, ακόμη και στρατιωτικοί, εκφράζονταν στα ελληνικά με άνεση. Αντίθετα, λιγοστοί Έλληνες μάθαιναν λατινικά, και αυτό το έκαναν περισσότερο από ανάγκη και λιγότερο για να παρακολουθήσουν την πρόοδο των λατινικών γραμμάτων.

Ο αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος, που πλησίασε πολύ το πρότυπο του βασιλιά-φιλοσόφου, σε ώρες ανάπαυλας από τους πολέμους του εναντίον Γερμανών εισβολέων κατέγραψε τους προσωπικούς του στοχασμούς στα ελληνικά. Είχε διδαχτεί πολλά από την ελληνική φιλοσοφία, μολονότι αρνήθηκε να διδαχτεί από την ελληνική πολιτική ιστορία. Όπως εξηγεί στις σημειώσεις του, πρότυπο για έναν ηγεμόνα δεν έπρεπε να είναι ούτε ο Αλέξανδρος ούτε ο Φίλιππος. Οι ηγεμόνες έπρεπε να φέρονται σύμφωνα με αυτά που απαιτούσε η φύση, όχι οι προσωπικές τους φιλοδοξίες. Κανείς δεν μπορούσε να τον υποχρεώσει να μιμηθεί άνδρες που είχαν φερθεί όπως οι ηθοποιοί μιας τραγωδίας. Η ειρωνεία ήταν βεβαίως ότι, όπως ο ίδιος γνώριζε καλά, ως ηθοποιοί τραγωδίας είχαν φερθεί πολλοί προκάτοχοί του Ρωμαίοι αυτοκράτορες. Ορισμένοι μάλιστα, όπως ο Νέρων, θύμιζαν περισσότερο ηθοποιούς κωμωδίας - τουλάχιστον στα μάτια πολλών Ελλήνων. Ο Μάρκος Αυρήλιος επισκέφθηκε την Αθήνα και, όπως πολλοί άλλοι επιφανείς Ρωμαίοι, μυήθηκε στα Ελευσίνια μυστήρια και χρηματοδότησε τους δασκάλους στις φιλοσοφικές σχολές.

Ο Άνθρωπος

Στο Βήμα της Αρετής

Οι Ανθρώπινες Κοινωνίες ήταν πάντα «άδικες»… όσο βαθιά κι αν πηγαίνουμε στην Ιστορία, χιλιάδες χρόνια… Και πάντα αυτές οι «κοινωνίες» ανέτρεφαν «άδικους» ανθρώπους… Ακόμα και σήμερα. Το βλέπουμε παντού. Όπου κι αν κοιτάξουμε, στους λαούς του πλανήτη και στις διαμάχες τους, στις τοπικές κοινωνίες, στις πόλεις, στα χωριά, στις οικογένειες… Παντού, το «άδικο» μάχεται με το «άδικο». Που να δώσεις Δίκαιο; Μπορεί το «άδικο» να δημιουργήσει Δίκαιο; Όχι!

Ποδοπατιέται το (δήθεν) «διεθνές δίκαιο», παραβιάζονται τα (κουρελόχαρτα) «συντάγματα», παραβιάζονται «νόμοι», ψηφίζονται «άδικοι νόμοι» και παράλληλα «νόμοι που αθωώνουν εγκλήματα»… Σου φέρνει ίλιγγο αυτός ο «ξεπεσμός» του ανθρώπου, των κοινωνιών, των αξιών, της αρετής, της νομιμότητας. Κυβερνήσεις παρανομούν, δημόσιοι λειτουργοί παρανομούν… πολιτικά, οικονομικά, θρησκευτικά, εμπορικά, κατεστημένα, σε ένα ξέφρενο χορό παρανομίας… Χορός Τραγωδίας; Μη βλασφημούμε! Η Τραγωδία δημιουργήθηκε σε μια κοινωνία που είχε αξίες (κι ας μην έλειπαν κι εκεί οι αστοχίες) και αναπαρίστανε ένα «κόσμο αξιών». Χορός Κωμωδίας; Μα και στην Κωμωδία υπάρχει «ηθική»… Παραφροσύνη, απανθρωπιά, παλιανθρωπιά… όλοι μαζί, σέρνουμε το χορό… πάνω από το χάος.

Για ποιο κόσμο μιλάμε; Ποιοι παράφρονες κινούν τα νήματα στο πλανήτη; Ποια άνομα συμφέροντα αιματοκυλούν λαούς, ή καταδικάζουν τεράστιους πληθυσμούς σε μαρασμό; Ο πόλεμος δεν γίνεται πιά με όπλα (αν και γίνεται και με αυτά, μερικές φορές) αλλά μέσω διακρατικών συμφωνιών, τραπεζικών συναλλαγών και «νομοσχεδίων εκτρωμάτων» που αντιστρέφουν κάθε έννοια δικαίου, κάνοντας το δίκαιο παράνομο και νομιμοποιώντας την παρανομία. Πόση αηδία για τις ανθρώπινες κοινωνίες να αντέξουμε πιά;

Κι η Ελλάδα! Η Ελλάδα! Η Ελλάδα της Δημοκρατίας!... «Αιδώς Αργείοι»!... Η Ελλάδα της Ανομίας. Υπάρχουν πολλοί που συντάσσονται με αυτή την κατάσταση. Έχουν συμφέροντα. Πολλοί που την εκθειάζουν ή την ανέχονται αυτή την κατάσταση. Όλοι έχουν συμφέροντα. Υπάρχουν κι άλλοι που απορούν, που εξεγείρονται, αλλά δεν είναι στην «εξουσία». Κι αν κάποτε πάρουν την εξουσία, θα κάνουν τα ίδια… Υπάρχει κι ένας ηλίθιος λαός που αιώνες σκλαβιάς (από τους Επίγονους του Αλέξανδρου, τους Ρωμαίους, τους Ανθέλληνες Βυζαντινούς, τους Οθωμανούς και το σύγχρονο Ευρωπαϊκό Σκυλολόι) τον έχουν αποβλακώσει. Παρακολουθεί άβουλα, σε κατάσταση αναισθησίας, το θέατρο με τις μαριονέτες στις «ειδήσεις» κι ενημερώνεται για την πολιτική επικαιρότητα. Κι όλα φαίνονται φυσιολογικά! Όλα φυσιολογικά!

Στην Αρχαία Ελλάδα, τότε που σε τούτη τη γη περπατούσαν αληθινοί άνθρωποι κι όχι ζόμπι, (άβουλα πλάσματα, καταβεβλημένα ψυχολογικά και σωματικά), ήταν αλλιώς τα πράγματα. Υπήρχαν Άνθρωποι Σοφοί. Κι υπήρχαν άνθρωποι που αναζητούσαν τη Σοφία…

Τι έλεγαν λοιπόν εκείνοι οι παλιοί άνθρωποι (με τους οποίους οι σύγχρονοι Έλληνες μοιράζονται ελάχιστα έως τίποτα);

Η Αιώνια Φύση Είναι Αυτή που Γεννά τα Πάντα. Αποτελεί την Βάση της Ύπαρξης, την Ουσία κάθε ύπαρξης. Είναι Αυτό που τα Αγκαλιάζει όλα και τα Ενώνει στην Ουσία της. Μόνο εξωτερικά, στις δραστηριότητές τους διαφοροποιούνται τα όντα. Προερχόμαστε όλοι από Αυτή τη Μια Κοινή Ουσία. Αυτή είναι η Ουσία μας, σε Αυτήν Βασιζόμαστε και σε Αυτήν Επιστρέφουμε…

Αυτή η Αιώνια Ουσία είναι ο Άνθρωπος, όποια μορφή κι αν πάρει εξωτερικά, όποια ζωή κι αν ζήσει. Η Αιώνια Φύση Υφίσταται Πάντα. Αργά ή γρήγορα Εκδηλώνεται, Κυριαρχεί. Το να Γνωρίζουμε την Αληθινή Αιώνια Φύση μας είναι Αληθινή Γνώση, Σοφία. Κι όποιος Γνωρίζει την Αιώνια Φύση του Συμπεριφέρεται Σύμφωνα με Αυτή την Αιώνια Φύση και Πραγματώνει την Αρετή…

Αλήθεια τι είναι Αρετή; Τι δίδασκαν εκείνα τα παλιά χρόνια οι Σοφοί στα ελληνόπουλα; Ότι η Αρετή δεν είναι μια «γενική έννοια». Έτσι την συλλαμβάνει ο επιπόλαιος νους των αμόρφωτων. Η Αρετή είναι η Δράση της Σοφίας. Άρα η Αρετή είναι όλες οι αρετές μαζί, η πεμπτουσία. Η Αρετή είναι μία, δεν έχει πληθυντικό. Από το Φως αυτής της Πηγαίας Αυθόρμητης Γνήσιας Αρετής Φωτίζονται και παίρνουν ουσία όλες οι άλλες Αρετές, το πλήθος των αρετών. Αυτή η έννοια της αρετής έχει πληθυντικό. Η Δικαιοσύνη, η Υπέρτατη Αρετή, η Ισότητα, η ισονομία, η ισοδικία, η ισοπολιτεία, η ίση συμμετοχή στα αγαθά, κλπ. Προσέξτε! Όλες οι Αρετές πηγάζουν από την βαθιά μεταφυσική έννοια της ισότητας όλων των πλασμάτων. Προερχόμαστε από Μια Ουσία, άρα είμαστε όλοι ίσοι. Σε αυτό τον απλό συλλογισμό στήριξαν οι Αρχαίοι Έλληνες την Θεωρία της Αρετής.

Ήδη, αγαπητοί φίλοι, φτάσαμε πολύ μακριά! Οι Έλληνες μιλούσαν για την Μια Αιώνια Φύση που Γεννά τα πάντα, από την Οποία Προερχόμαστε και με την Οποία, όλοι μας, μα όλοι μας, Μοιραζόμαστε την Ίδια Ουσία. Μιλούσαν για την Γνώση Αυτής της Αιώνιας Φύσης. Μιλούσαν για την Δράση που πηγάζει από αυτή την Γνώση, την Αληθινή Αρετή (που γεννά και ουσιώνει όλες τις Αρετές)… Δηλαδή, δηλαδή, δηλαδή… Προσέξτε το αυτό. Η Ύπαρξη, η Γνώση, η Αρετή, δεν σχετίζονται απλά: Ταυτίζονται μεταξύ τους στην Βίωση, στην Εμπειρία της Ζωής. Η Ύπαρξη, η Γνώση, η Αρετή, είναι Τρεις «υπερνοητικές συλλήψεις» (κι όχι απλές νοητικές έννοιες) που σχετίζονται με το Βίωμα της Ύπαρξης με την Ζωή. Εκφράζουν την Ίδια την Ζωή, την Αληθινή Ζωή. Δεν είναι τρεις Ταυτόσημες έννοιες, αφού ασφαλώς διαφοροποιούνται στην λειτουργία τους, αλλά τρεις Ισοδύναμοι Όροι που Εκφράζουν τη Ζωή. Η Μια Επικαλείται τις άλλες Δύο έννοιες… Έτσι οι προπάπποι των προπάππων των προπάππων… μας δεν ταύτιζαν απλά, αλλά Βίωναν την Βαθιά Μεταφυσική Ενότητα της Οντολογίας, της Γνωσιολογίας και της Ενάρετης Δράσης (της Αρετής, του Αγαθού). Είτε μιλούσες για την Αληθινή Ύπαρξη, είτε μιλούσες για την Αληθινή Γνώση, είτε μιλούσες για την Ζωντανή Αρετή (το Αγαθόν), μιλούσες για την Ίδια Πραγματικότητα…

Τώρα μην πείτε ότι είμαι κακοήθης, αλλά θαρρώ (με το φτωχό μου το μυαλό) ότι από εδώ εμπνεύστηκαν οι ελληνικής παιδείας πατέρες του χριστιανισμού το «τριαδικό δόγμα» τους. Και μην πείτε ότι βλαστημώ! Φέρτε μου έναν χριστιανό, από τον πάπα της Ρώμης μέχρι τον πιο αμόρφωτο ευλαβή, που να Σέβεται (Αληθινά) και να Τιμά (Αληθινά) τον Μεγάλο Διδάσκαλο Ιησού, όσο εγώ! (κι ας μην είμαι χριστιανός!). Ψευτοχριστιανοι όλοι τους. Κι αν ερχόταν ο Ιησούς ξανά, θα τους πέταγε ξανά έξω από το Σπίτι του Πατέρα του… Ε! μην πείτε ότι τον βρήκα και κουβεντιάσαμε. Αλλά το γνωρίζω, δεν λέω πως…

Ωραία Εποχή! Τότε! Με όλους αυτούς τους Σοφούς, από τον Μύστη Ορφέα (ναι, ναι, αν δεν σας το είπαν στα χριστιανικά σχολεία, ήταν υπαρκτό πρόσωπο), τον Θείο Πυθαγόρα, τους Τρεις Μεγάλους Σοφούς, τον Παρμενίδη, τον Ηράκλειτο και τον Πλάτωνα, και τόσους άλλους που δεν αναφέρω όχι γιατί δεν ήταν το Ίδιο Μεγάλοι, αλλά κάτι θα έχετε ακούσει, κι ας τους έχουν αιώνες θαμμένους με την ψεύτικη γνώση τους, την ψεύτικη ιστορία τους, τα ψεύτικα λόγια τους… Τι να πεις για τους Σοφιστές, τους Κυνικούς, τους Στωικούς, τους Επικούρειους, τους Σκεπτικιστές, τους Νεοπλατωνικούς!…

Οι σύγχρονοι Έλληνες (οι πιο πολλοί, μην είμαστε κι άδικοι) τους αγνοούν όλους αυτούς τος Σοφούς… Άλλωστε τι γνώριζαν όλοι αυτοί οι ηλίθιοι σοφοί; Ο σύγχρονος Έλληνας κάθεται μπροστά στην τηλεόραση και τα μαθαίνει όλα! Του λένε την αλήθεια, η κυβέρνηση, οι δημόσιοι λειτουργοί, οι τραπεζίτες, οι επιχειρηματίες που κάνουν τις χοντρές δουλειές με το «κοινό» δημόσιο… Κι αν δεν του την πουν αυτοί, γιατί υπάρχουν και κακοί δημοσιογράφοι (βεβαίως υπάρχουν και οι άλλοι οι σοβαροί υπερασπιστές της αλήθειας), μπορούν να την βρουν. Στο «ανεξάρτητο» διαδίκτυο ας πούμε. Εκεί η αλήθεια ρέει ελεύθερη. Προπάντων στις καταγγελτικές ιστοσελίδες… Στην πραγματικότητα οι άνθρωποι όλοι είναι στο μαύρο σκοτάδι! Ακόμα και οι «εχθροί» του συστήματος για το σύστημα δουλεύουν, είναι μέρος του συστήματος, σαν δικλείδα ασφαλείας (ας εκτονωθούν οι ηλίθιοι, το σύστημα κάνει τη δουλειά του).

Τελικά είμαστε όλοι συνένοχοι. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Όλοι εμείς οι καλοί άνθρωποι φτιάξαμε αυτή την ωραία κοινωνία…

Κι εγώ ο ηλίθιος κάθομαι να γράψω, μεταξύ σοβαρού και αστείου, για την Αρετή! Λες κι ενδιαφέρεται κανένας!

Βέβαια, κοιτάξτε, αγαπητοί φίλοι, πόσο ευρηματικό είναι το ανθρώπινο μυαλό. Μπορώ να βρω χιλιάδες δικαιολογίες. Έχω ηθικό καθήκον, (μεγάλη βλακεία είπα). Υπηρετώ την αλήθεια, (ποια αλήθεια; υπάρχει αλήθεια στο χάος;). Για προσωπικούς λόγους, να το παίξω συγγραφέας, (λες και δεν φτάνουν εκατομμύρια βιβλία και λόγια, λόγια, λόγια, που δεν λένε τίποτα). Να μεταχειριστώ τις γνώσεις μου (ποιες γνώσεις;) για να αποκομίσω κάποιο όφελος…

Στην πραγματικότητα δεν συμβαίνει τίποτα από όλα αυτά… Τίποτα που να έχει σχέση με τον κόσμο, τους ανθρώπους, τη ζωή στη γη… Τελικά δεν έχει σημασία. Απλά Μιλάμε για την Αρετή. Δεν χρειάζεται να έχουμε λόγο να το κάνουμε. Η Ύπαρξη Απλά Υπάρχει! Η Ζωή Απλά Εκδηλώνεται! Εμείς Απλά Ζούμε! Απλά Κάνουμε Ό,τι Κάνουμε… Ευτυχώς που η βουδιστική παιδεία μας (μιλάω για μένα) μας έδωσε το προνόμιο να «είμαστε ηλίθιοι χωρίς τύψεις»…

Το Ρεύμα της Ζωής

Στο Θέατρο της Ζωής

Αν θέλαμε να δώσουμε ένα πραγματικό ορισμό της Ζωής, που να μπορεί να συμπεριλάβει «κάθε μορφή ζωής», θα έπρεπε να ορίσουμε την Ζωή σαν Κίνηση Μεταβολή, Εξέλιξη και Επιστροφή (Θα εξηγήσουμε πιο κάτω γιατί συμπεριλαμβάνουμε σε αυτό τον ορισμό την «επιστροφή»). Αυτό δεν είναι ένας γενικός ορισμός, τόσο ευρύς που μπορεί να τα χωρέσει όλα. Αντίθετα, από την άλλη μεριά μπορεί να είναι περιοριστικός αφού αποκλείει από την ζωή ό,τι δεν αλλάζει: Αυτό σημαίνει πολύ απλά τρία πράγματα:

Πρώτον η Ζωή είναι ένα σύνθετο φαινόμενο, συνδυασμός στοιχείων και συνεχής αλλαγή των σχέσεών τους που εμφανίζεται σαν εξέλιξη.

Δεύτερον η Ζωή είναι μια Διαρκής Αλλαγή (τουλάχιστον όπως εμφανίζεται).

Τρίτον Ολόκληρη η Ύπαρξη (αόρατη και ορατή) είναι ζωντανή. Το ορατό σύμπαν είναι όλο (σχεδόν) ζωντανό.

Η Ζωή είναι Μια Διαρκής Αλλαγή χωρίς τίποτα σταθερό: Θα έπρεπε να μιλάμε για Ρεύμα Ζωής κι όχι για φαινόμενο ζωής, όντα, για ζωντανά πλάσματα, κλπ. (γιατί είναι ανακριβείς όροι).

Που όμως Ξεκινάει το Ρεύμα της Ζωής; Κι υπάρχουν πραγματικά στεγανά χωρίσματα ανάμεσα στις διάφορες μορφές της Ζωής; Μεταβολή υπάρχει στην Ίδια την Επίγνωση. Αλλαγή υπάρχει στην Σκέψη. Διαφοροποίηση υπάρχει στην Δύναμη της ζωής. Και συνεχής ροή και εξέλιξη υπάρχει στα φαινόμενα της αντίληψης και των κόσμο των αισθήσεων: Υπάρχουν πολλοί Κόσμοι κι Επικοινωνούν μεταξύ τους κι αλληλοπεριέχονται κι αλληλοεπιδρούν.

Αν και οι θρησκευτικές παραδόσεις μιλούν, εδώ και χιλιάδες χρόνια, για Αόρατους Κόσμους, εντούτοις κανένας δεν μπορεί να αποδείξει ή να πείσει κάποιον (παρεκτός με την λογική των επιχειρημάτων) ότι υπάρχουν αυτοί οι Κόσμοι, ο Κόσμος της Ενότητας της Κοσμικής Συνείδησης, ο Νοητικός Κόσμος του Πλάτωνα, ο Αστρικός Κόσμος των Αποκρυφιστών. Ακόμα ακόμα και η Υπερφύση κάποιων επιστημόνων που βλέπουν ότι η ζωή δεν μπορεί να κλειστεί μέσα στα στενά βιολογικά όρια.

Πως Εκδηλώνεται στην πραγματικότητα η Ζωή; Μέσα σε ένα Ομοιογενές Ενεργό Περιβάλλον υπάρχει ένας συνδυασμός στοιχείων σε ένα μέρος του περιβάλλοντος κι ένας πρώτος διαχωρισμός από το περιβάλλον, ένα «κέντρο ζωής», μια ατομική μορφή που διαχωρίζεται από το περιβάλλον και αλληλοεπιδρά με το περιβάλλον. Αυτή είναι η Βασική Αρχή της Ζωής πάνω στην οποία θα σχεδιάσει η Ζωή ξανά και ξανά όλες τις ατομικές μορφές και θα δημιουργήσει όλα τα ατομικά όντα. Αυτό συμβαίνει τόσο στους Ανώτερους Αόρατους Κόσμους κι αυτό συμβαίνει και στο υλικό σύμπαν, τόσο σε μακροσκοπικό επίπεδο όσο και στον μικρόκοσμο.

Στο υλικό σύμπαν θεωρητικά (άρα λογικά, άρα πιθανά) υπάρχουν αμέτρητες μορφές ζωής. Ολόκληρο το σύμπαν είναι σε κίνηση και σε εξέλιξη. Το Ιδανικό Περιβάλλον που θα επέτρεπε την ανάδυση των ατομικών μορφών ζωής δεν είναι κατ’ ανάγκη το ίδιο με αυτό της γης. Η υλική, η ενεργειακή ή βιολογική βάση και ζωή κάλλιστα μπορεί να είναι διαφορετική από αυτή της γήινης ζωής. Υπάρχουν «εξωτικές» μορφές ζωής. Ίσως όντα από ενέργεια ή φτιαγμένα από διαφορετικά στοιχεία από αυτά της γης και που ζουν σε τελείως διαφορετικό περιβάλλον… Και αν η Επίγνωση (η Συνείδηση) έχει εξωυλική προέλευση γιατί δεν θα μπορούσε η Συνείδηση να εκδηλωθεί μέσα σε τέτοια όντα;…

Ακόμα-ακόμα υπάρχουν εκατομμύρια πλανήτες στους αμέτρητους γαλαξίες που έχουν συνθήκες παρόμοιες με αυτές της γης. Γιατί λοιπόν η γήινη ζωή (όπως την ορίζουμε) να αποτελεί μοναδικό φαινόμενο στο σύμπαν; Είναι μαθηματικά βέβαιο ότι ζωή ανάλογη με την γήινη έχει αναπτυχθεί σε εκατομμύρια πλανήτες. Το γεγονός ότι το μέγεθος του σύμπαντος είναι πολύ μεγάλο και οι δυνατότητες των όντων πολύ περιορισμένες και δεν επιτρέπουν την επικοινωνία δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν όλοι αυτοί οι «πολιτισμοί».

Έτσι, φαντάζει, το λιγότερο ηλίθιο να ισχυρίζεται κάποιος ότι ο άνθρωπος είναι το μοναδικό δημιούργημα Κάποιου Θεού, ότι η ανθρώπινη ιστορία είναι ανεπανάληπτη, ότι τέλος πάντων όλα αυτά που συμβαίνουν εδώ στη γη δεν συμβαίνουν πουθενά αλλού. Τι φαντασία!

Επίσης το να λένε οι οπαδοί των θρησκειών ότι η γη είναι ο μοναδικός ζωντανός πλανήτης κι ότι εδώ ήρθε Κάποια Ενσάρκωση του Θεού, ο Βούδας για να σώσουν το (μοναδικό υποτίθεται) ανθρώπινο είδος είναι επίσης η μεγαλύτερη ανοησία που διατυπώθηκε ποτέ από άνθρωπο. Αυτό δεν έχει να κάνει τίποτα, βεβαίως, με τους Μεγάλους Διδασκάλους της Ανθρωπότητας, τους Οποίους (όλους ανεξαιρέτως) Σεβόμαστε, Τιμούμε, κι Ακολουθούμε (σε Ό,τι Δίδαξαν). Αναφερόμαστε σε αυτούς που εκμεταλλεύονται το Όνομα των Διδασκάλων, που θεωρούν το Θεό Ιδιοκτησία τους και αυτοχαρακτηρίζονται σαν αντιπρόσωποί του στη γη. Σιγά, Αυτός που Είναι Πανταχού Παρών, να μην χρειάζεται «μεσολαβητές». Τι θράσος!

Άραγε ο Κρίσνα, ο Βούδας, επισκέφτηκαν και τα εκατομμύρια πλανήτες που κατοικούνται στο σύμπαν; Ή μήπως πρόκειται να τους επισκεφτούν στο μέλλον; Ή μήπως όλοι αυτοί οι πλανήτες δεν έχουν σημασία για τον Θεό και μόνο η γη έχει σημασία;… Για όνομα του Θεού, δεν ασεβούμε απέναντι στους Διδασκάλους, απλά ειρωνευόμαστε τους επιχειρηματίες της θρησκείας που το μόνο που υπερασπίζονται είναι όχι η Αλήθεια αλλά τα προνόμιά τους… Καλά υπάρχει σοβαρός άνθρωπος που να πιστεύει ότι ο Δαλάι Λάμα ή ο Πάπας η οποιοσδήποτε άλλος θρησκευτικός ηγέτης εκπροσωπεί κάτι περισσότερο από το μικρό εγώ του; Η δράση τους αποδεικνύει τι είναι αυτοί οι άνθρωποι.

Καθίστε, αγαπητοί φίλοι, κι αναλογιστείτε, όλοι αυτοί οι θεματοφύλακες της «Γνώσης» στα πανεπιστήμια και στα σχολεία και στην κοινωνία τι ανοησίες κάθονται και διδάσκουν τους νέους ανθρώπους που έρχονται στη ζωή… Αναλογιστείτε, ποια Φυσική Ιστορία διδάσκουν, ποια Ιστορία Πολιτισμού, ποια Πολιτική Ιστορία, Ποια Δικαιοσύνη, ποια Θρησκεία… Με τα πανεπιστήμια και τα σχολεία, με τα μέσα μαζικής αποβλάκωσης, με την παραπληροφόρηση και την κοινωνική προπαγάνδα κατασκευάζουν πειθήνιους ηλίθιους… Όχι ότι αυτοί που μετέχουν της εξουσίας και του πλούτου έχουν περισσότερη νοημοσύνη, αλλά σίγουρα ζουν καλύτερα από τις εξαθλιωμένες μάζες, που αυτοί εξαθλιώνουν, ακριβώς για να ζουν αυτοί καλύτερα. Όμορφη κοινωνία, Έννομη, Δημοκρατική, Ειρηνική και Ήσυχη! Σαν τα μαντριά στην επαρχία!

Ασφαλώς ο Άνθρωπος Έχει Ένα Βάθος Ύπαρξης Απροσμέτρητο (που Οφείλει να Διερευνήσει για να Συνειδητοποιήσει την Αληθινή Ουσία του, την Πραγματική Φύση του)…

Ασφαλώς ο Άνθρωπος Πρέπει να Ακολουθήσει το Μονοπάτι της Αυτογνωσίας για να μάθει όχι μόνο τι Είναι Αυτός ο Ίδιος αλλά και τι είναι ο εξωτερικός κόσμος…

Ασφαλώς ο Άνθρωπος και Όντα ανάλογα στα εκατομμύρια κατοικημένους πλανήτες του σύμπαντος μαθαίνουν και εξελίσσονται, άλλοι πιο μπροστά, άλλοι πιο μετά…

Αλλά το να περιορίζουμε την Ζωή την ιστορία, τον πολιτισμό μόνο στον ασήμαντο πλανήτη της γης αυτό δεν είναι απλά ηθελημένη άγνοια, καταντά πραγματικά πρόκληση στη νοημοσύνη μας, ένα χονδροειδές αστείο. Μόνο που δεν γελάμε!

Άγχος, ίσως η πιο παρεξηγημένη έννοια της εποχής μας

Όλοι γνωρίζουμε ότι το άγχος μπορεί να έχει καταστροφικές επιδράσεις στη ζωή μας. Τα μηνύματα που ακούμε από παντού έχουν ανακηρύξει το στρες στη μάστιγα της εποχής μας.

Τι θα γινόταν όμως αν μαθαίναμε ότι όλα όσα ξέραμε μέχρι τώρα δεν ήταν ακριβώς όπως πιστεύαμε;

Σε επηρεάζει το τι πιστεύεις για το στρες, όχι το ίδιο το στρες

Έρευνες της τελευταίας δεκαετίας έδειξαν ότι τελικά δεν είναι το στρες το ίδιο που μας προκαλεί όλες τις άσχημες αντιδράσεις τις οποίες βιώνουμε, αλλά ο τρόπος με τον οποίο σκεφτόμαστε για το στρες. Το στρες θα σου κάνει κακό μόνο αν πιστεύεις ότι το στρες κάνει κακό.

Σε μια μελέτη παρακολουθήθηκαν 30,000 ενήλικες για 8 χρόνια. Tους ανθρώπους αυτούς τους ρώτησαν δυο ερωτήσεις:
  • Πόσο άγχος/στρες βιώσατε τον τελευταίο χρόνο;
  • Πιστεύετε ότι το άγχος είναι επιβλαβές για την υγεία σας;
Μετέπειτα παρακολούθησαν τους θανάτους των ατόμων αυτών, συγκεντρώνοντας τα δημόσια αρχεία της στατιστικής υπηρεσίας του κράτους.

Τα αποτελέσματα κατέπληξαν τους ερευνητές. Όσοι είχαν βιώσει υψηλά επίπεδα στρες τον προηγούμενο χρόνο βρέθηκαν να έχουν 43% υψηλότερο ρίσκο να πεθάνουν τα επόμενα χρόνια από το μέσο όρο. Όπως ήταν αναμενόμενο.

Όμως αυτό ίσχυε ΜΟΝΟ για όσους πίστευαν ότι το στρες είναι επιβλαβές για την υγεία τους.

Όσοι βίωσαν υψηλά επίπεδα άγχους αλλά πίστευαν ότι το στρες είναι καλό για την υγεία τους είχαν πολύ χαμηλό ρίσκο να πεθάνουν. Χαμηλότερο ρίσκο, ακόμα από όσους δεν είχαν βιώσει σχεδόν καθόλου στρες!

Συμπέρασμα: Το πώς αντιμετωπίζουμε το στρες είναι αυτό το οποίο προκαλεί τα αρνητικά αποτελέσματα επάνω μας. Όχι το ίδιο στρες. Αλλάζοντας άποψη για το στρες, αλλάζει και η υγεία μας!

Το συμπέρασμα αυτό δεν είναι αντίθετο με τις επικρατούσες θεωρίες περί στρες. Η κοινωνία μας έχει ανακηρύξει το στρες ως το Νο1 εχθρό της υγείας μας, οπότε είναι απόλυτα φυσιολογικό να βιώνουμε τις αρνητικές του συνέπειες, αφού όλοι πιστεύουμε ότι μας βλάπτει.

Θα σου άρεσε μια ζωή χωρίς άγχος;

Στην προσπάθειά μας να το αποφύγουμε ψάχνουμε αγωνιωδώς τρόπους να διώξουμε το άγχος από τη ζωή μας. Καταφεύγουμε σε πολύ χρήσιμες πρακτικές όπως ο διαλογισμός, οι αναπνοές, πηγαίνουμε σε Detox retreats και θέλουμε να χαλαρώσουμε.

Θέλουμε να εξαλείψουμε το στρες από τη ζωή μας.
  • Είναι όμως αυτό ρεαλιστικό;
  • Αν μπορούσαμε να το πετύχουμε, θα ήμασταν ευτυχισμένοι;
Οι απαντήσεις φαίνεται να είναι (1) Όχι και (2) Όχι.

Σε μια παγκόσμια έρευνα με περισσότερους από 125000 συμμετέχοντες από 121 χώρες, οι ερευνητές ρώτησαν τους ανθρώπους (ανάμεσα σε άλλες ερωτήσεις) πόσο ικανοποιημένοι είναι από τη ζωή τους και πόσο στρες βιώνουν.

Τα αποτελέσματα δεν ήταν τα αναμενόμενα. Οι πιο ευτυχισμένοι άνθρωποι δεν ήταν αυτοί που βίωναν το χαμηλότερο επίπεδο στρες. Ήταν αυτοί που βίωναν υψηλά επίπεδα άγχους αλλά δεν ήταν καταθλιπτικοί. Αυτά τα άτομα ήταν τα πιο πιθανό να θεωρούν τη ζωή τους σχεδόν ιδανική.

Ταυτόχρονα οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι ανάμεσα στα άτομα τα οποία φαινόντουσαν πιο δυστυχισμένα, ήταν άτομα τα οποία βίωναν υψηλά επίπεδα ντροπής και θυμού και χαμηλά επίπεδα χαράς και υπήρχε και μεγάλη έλλειψη άγχους. Αυτό έχει ονομαστεί από κάποιους ως το «παράδοξο του στρες».

Αν και οι περισσότεροι άνθρωποι θεωρούν το στρες ως κάτι επιβλαβές, φαίνεται ότι μια ευτυχισμένη ζωή δεν είναι μια ζωή χωρίς στρες και επίσης η απουσία άγχους δεν εξασφαλίζει την ευτυχία.

Ίσως πρέπει να ξανασκεφτούμε τις αντιλήψεις μας περί άγχους.

Ζωή με νόημα = Ζωή με άγχος

Το στρες συνδέεται με όλα τα πράγματα που εκτιμούμε στη ζωή μας. Το στρες είναι ένα ΑΝΑΠΟΦΕΥΚΤΟ αποτέλεσμα της σύνδεσης μας με ρόλους και καταστάσεις στη ζωή μας, οι οποίοι μας γεμίζουν με νόημα.
  • Αν αγαπάμε πολύ κάποιον, θα μας αγχώνει.
  • Αν εκτιμάμε την παρέα κάποιου, θα αγχωνόμαστε να μην τη χάσουμε.
  • Αγαπάμε τα παιδιά μας και γι αυτό αγχωνόμαστε γι αυτά.
  • Μας αρέσει η δουλειά μας, ή αυτό που μας εξασφαλίζει, γι αυτό αγχωνόμαστε.
  • Μας είναι σημαντική η υγεία μας και αυτό μας αγχώνει.
Δεν αγχωνόμαστε για το που πάρκαρε ο γείτονας και αν θα του τρακάρουν το αυτοκίνητο. Δεν μας είναι αρκετά σημαντικό. Αγχωνόμαστε για το δικό μας αυτοκίνητο.

Το στρες είναι η φυσιολογική αντίδραση του οργανισμού μας, όταν κάτι το οποίο έχει αξία για εμάς διακυβεύεται.

Οι έρευνες δείχνουν ξεκάθαρα ότι μια ζωή γεμάτη νόημα είναι μια ζωή η οποία θα εμπεριέχει αναγκαστικά το άγχος. Δε θα αντέχαμε μια ζωή χωρίς άγχος.

Το άγχος είναι κομμάτι όλων των ρόλων που κάνουν τη ζωή μας να αξίζει.

Αν όμως εμείς λανθασμένα πιστεύουμε ότι δε θα έπρεπε να υπάρχει στρες στη ζωή μας, τότε η σύγκριση με την αναπόφευκτα αγχωτική πραγματικότητα, θα μας δημιουργεί την αίσθηση ότι κάτι δεν πάει καλά με μας ή με την κατάσταση που μας δημιουργεί το στρες.

Θα νομίζουμε ότι φταίμε εμείς ή τα παιδιά μας ή η δουλειά μας ή η σχέση μας. Ενώ αυτό που πραγματικά συμβαίνει είναι ότι όλα αυτά είναι πολύ σημαντικά για εμάς και είναι απόλυτα φυσιολογικό να μας αγχώνουν.

Η σύγκριση με το λανθασμένο, μη ρεαλιστικό πρότυπο που η κοινωνία προβάλει, είναι υπεύθυνη σε μεγάλο βαθμό για τη δυσφορία που νιώθουμε.

Δεν υπάρχει μια stress free ζωή που μας περιμένει, αν εμείς «φτιάξουμε» αυτό που «δεν πάει καλά» στη ζωή μας.

Μια φυσιολογική υγιής ζωή εμπεριέχει το άγχος.
Δυστυχώς οι περισσότεροι από εμάς αγχωνόμαστε επειδή αγχωνόμαστε. Με το άγχος να δαιμονοποιείται τόσο πολύ από όλους, είναι σχεδόν αδύνατο να κάνουμε κάτι άλλο.

Είναι μια σπουδαία δεξιότητα να επιτρέψεις στο στρες να σου υπενθυμίζει ότι έχεις πράγματα και πρόσωπα στη ζωή σου που σου είναι σημαντικά. Όταν αγχώνεσαι, εστίασε στη σημαντικότητα της κατάστασης. Όχι στο συναίσθημα του άγχους. Έτσι θα συνεχίσεις να αγχώνεσαι, αλλά θα βιώνεις περισσότερο νόημα.
Θυμήσου:
  • Δε σε επηρεάζει το στρες αλλά το τι σκέφτεσαι για το στρες.
  • Δεν γίνεται να ζήσεις μια ζωή χωρίς στρες.
  • Αν προσπαθείς διαρκώς να χαλαρώσεις, θα νιώθεις προβληματικός όταν φυσιολογικά δεν το καταφέρνεις.
  • Καλωσόρισε το στρες και είναι πιο πιθανό να ζήσεις μια ζωή με υγεία και νόημα.
  • Μια πραγματικά ανθρώπινη ζωή…

Ο πόνος είναι αναγκαίο συστατικό του έρωτα

Ο έρωτας είναι ένα παράδοξο.

Κρύβει μια υπόσχεση απόλυτης ηδονής.

Όμως βιώνεται σαν πόνος.

Τον πόνο τον προκαλεί η απουσία.

«Υπάρχει κανένας που να επιθύμησε ποτέ αυτό που δεν απουσιάζει; Κανένας. Σ' αυτό οι Έλληνες ήταν ξεκάθαροι. Κι επινόησαν τον έρωτα για να το εκφράσουν».

Ο έρωτας είναι αγώνας.

Μα ο αγώνας αυτός είναι μάταιος.

Γιατί ο έρωτας είναι αναγκαστικά στραμμένος σε κάτι που απουσιάζει: με το που κατακτηθεί το ποθούμενο, η επιθυμία σβήνει.

Την επιθυμία την κρατά ζωντανή η απουσία.

Γι' αυτό ο πόνος είναι αναγκαίο συστατικό του έρωτα.

Τι επιθυμεί ο ερωτευμένος; Τον άλλο, ή έτσι νομίζει.

Στην πραγματικότητα, ο άλλος είναι απλά ένα τέχνασμα που χρησιμοποιεί ο έρωτας για να φανερώσει στον ερωτευμένο έναν προηγουμένως άγνωστο εαυτό του.

Ο έρωτας είναι μια εμπειρία αυτογνωσίας.

Η Αλήθεια του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ

Μιὰ φορὰ κι ἕναν καιρό, καθὼς λένε, ἕνας φούρναρης παράγγειλε σ᾿ ἕνα φτωχὸ ζωγράφο νά τονε ζωγραφίσει τὴν ὥρα ποὺ φούρνιζε ψωμιά. Ὁ ζωγράφος ἄρχισε νὰ δουλεύει, καὶ ὅταν καταπιάστηκε νὰ εἰκονίσει τὸ φουρνιστήρι, ἀντὶ νὰ τὸ φτιάξει ὁριζόντιο, σύμφωνα μὲ τὴν προοπτική, τὸ ἔφτιαξε κάθετο δείχνοντας ὅλο του τὸ πλάτος· ἔπειτα, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ζωγράφισε πάνω στὸ φουρνιστήρι κι ἕνα καρβέλι. Πέρασε ἕνας ἔξυπνος ἄνθρωπος καὶ τοῦ εἶπε: «Τὸ ψωμὶ ἔτσι ποὺ τὄβαλες, θὰ πέσει». Ὁ ζωγράφος ἀποκρίθηκε, χωρὶς νὰ σηκώσει τὸ κεφάλι: «Ἔννοια σου· μόνο τὰ ἀληθινὰ ψωμιὰ πέφτουν· τὰ ζωγραφισμένα στέκουνται· ὅλα πρέπει νὰ φαίνουνται στὴ ζωγραφιά!».

Τὸ παραμύθι αὐτὸ μοῦ θυμίζει ἕναν πολὺ μεγάλο τεχνίτη, ποὺ ἐπειδὴ ἀκριβῶς «ὅλα πρέπει νὰ φαίνουνται στὴ ζωγραφιά», ἱστορίζοντας τὴν ἄποψη τοῦ Τολέδου, ἔβγαλε ἀπὸ τὴ μέση μὲ τὸ δικαίωμα τῆς τέχνης του, τὸ νοσοκομεῖο τοῦ Δὸν Χουὰν Ταβέρα καὶ τὸ τοποθέτησε σ᾿ ἕνα χάρτη, Ὁ μεγάλος τεχνίτης, τὸ ξέρετε, εἶναι ὁ Κρητικὸς Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, καὶ ὁ ζωγράφος τοῦ παραμυθιοῦ εἶναι ὁ Μυτιληνιὸς Θεόφιλος Γ. Χατζημιχαήλ, «ἄλλοτε ὁπλαρχηγὸς καὶ θυροφύλαξ ἐν Σμύρνῃ».

Ἡ παραβολή μου δὲν εἶναι ἀσέβεια. Γιατὶ ἡ μεγάλη διάκριση δὲν εἶναι ἀνάμεσα στοὺς πολὺ μεγάλους καὶ στοὺς μικρότερους τεχνῖτες, ποὺ ξεκινᾶ τὶς περισσότερες φορὲς ἀπὸ μιὰ ἐγκυκλοπαιδικὴ ἢ μιὰ τουριστικὴ διάθεση, ἀλλὰ ἀνάμεσα σ᾿ ἐκείνους ποὺ ἔφεραν ἔστω καὶ μιὰ σταγόνα λάδι στὸ φάρο τῆς τέχνης καὶ σ᾿ ἐκείνους ποὺ ἡ ὕπαρξή τους εἶναι γιὰ τὴν τέχνη ἀδιάφορη. Τὸ πρῶτο ζήτημα δὲν εἶναι ποιὸς εἶναι μεγάλος καὶ ποιὸς εἶναι μικρός, ἀλλὰ ποιὸς κρατάει τὴν τέχνη ζωντανή. Ἕνας ἀπό τους ἐλάχιστους ἀνθρώπους ποὺ βλέπω σὰ μιὰ πηγὴ ζωῆς γιὰ τὴ σύγχρονη ζωγραφική μας εἶναι ὁ Θεόφιλος. Τὰ ψωμιά του δὲν ἔπεσαν, στέκουνται, γιὰ νὰ μεταχειριστῶ τὰ δικά του τὰ λόγια· στέκουνται καὶ θρέφουν.

Γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ χρωστᾶμε χάρη μεγάλη στοὺς λίγους ἐκείνους, πού, ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμή, εἶχαν τὴν ἀρετὴ νὰ διακρίνουν καὶ ν᾿ ἀφοσιωθοῦν σ᾿ αὐτὸ τὸ καταφρονεμένο ἔργο καὶ νὰ τὸ προστατέψουν ὅσο μποροῦσαν καὶ σ᾿ ἐκείνους ποὺ εἶχαν τὴν πρωτοβουλία νὰ συγκεντρώσουν σ᾿ αὐτὲς τὶς αἴθουσες, γιὰ τὴν πρώτη δημόσια παρουσίασή τους, τὶς καλύτερες ζωγραφιὲς τοῦ Θεόφιλου ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ ὑπάρχουν ἀκόμη στὴν Ἀθήνα· γιατί μιὰ μεγάλη συλλογή, εἶναι, χρόνια τώρα, στὸ Παρίσι.

Ἂν οἱ περιστάσεις ἦταν καλύτερες, θὰ εἶχε βρεθεῖ ἀπὸ καιρὸ μιὰ προστατευτικὴ στέγη γιὰ τὴν κληρονομιὰ ποὺ σὲ ὅλους μας ἄφησε ὁ Θεόφιλος. Δὲν ξέρω ἂν εἶναι ὑπερβολικὸ νὰ ἐλπίζει κανεὶς πὼς ἡ ἔκθεση ποὺ ἐγκαινιάζουμε σήμερα θὰ δώσει ἀφορμὴ σὲ κάποια συστηματικὴ προσπάθεια γιὰ νὰ σωθεῖ ὅ,τι ἀπομένει ἀπὸ τὸ μόνιμο κίνδυνο τῆς καταστροφῆς. Ἀλλὰ ὅ,τι κι ἂν γίνει, ἡ σημερινὴ ἔκθεση εἶναι μιὰ σημαντικὴ στιγμὴ στὰ χρόνια της ζωγραφικῆς μας. Ἐννοῶ τῆς ζωγραφικῆς χωρὶς ἐπίθετο· ὄχι τῆς λαϊκῆς ζωγραφικῆς.

Ὁ Θεόφιλος ἦταν ἕνας λαϊκὸς ἄνθρωπος.

Ἕνας τρελὸς στὰ μάτια τοῦ κόσμου, ποὺ τὸν ἄκουε νὰ λέει παράδοξα πράγματα γιὰ τὶς ζωγραφικές του, ἢ τὸν ἔβλεπε νὰ ροβολᾶ τοὺς δρόμους ντυμένος Μεγαλέξαντρος μαζὶ μ᾿ ἕνα κοπάδι χαμίνια ποὺ εἶχε ντύσει «Μακεδόνους». Τὸν περιγελοῦσαν τοῦ ἔκαμαν πολὺ χοντρὰ ἀστεῖα· μιὰ φορὰ τράβηξαν τὴν ἀνεμόσκαλα ὅπου ἦταν ἀνεβασμένος γιὰ τὴ δουλειά του καὶ τὸν ἔριξαν χάμω. Τόσο πολὺ μᾶς ἐνοχλοῦν οἱ ἄνθρωποι ποὺ δὲ μᾶς μοιάζουν.

Ὅμως, ὁ περιπλανώμενος αὐτὸς ζωγράφος καταναλώθηκε ὁλόκληρος, σὰν ἕνας αὐθεντικὸς τεχνίτης, στὸ δημιούργημά του. Καὶ τὸ δημιούργημά του εἶναι ἕνα ζωγραφικὸ γεγονὸς γιὰ τὴν Ἑλλάδα. Θέλω νὰ πῶ ἕνα γεγονὸς ποὺ δὲ διδάσκει λαογραφικά. ὅπως θὰ εἴχαμε τὴν τάση νὰ φανταστοῦμε, κοιτάζοντας τὶς φουστανέλες, τὶς βλάχες ἢ τὶς μορφὲς τοῦ λαϊκοῦ εἰκονοστασίου ποὺ ἀναπαρασταίνει, ἢ ἀκόμη παρατηρῶντας τὶς ἐπιφανειακὲς τεχνικὲς ἀδυναμίες του, τὴν ἔλλειψη «σχολῆς» ἢ τὸν «πριμιτιβισμό» του, ὅπως θὰ ἔλεγαν. Ἀλλὰ εἶναι ἕνα γεγονὸς ποὺ διδάσκει ζωγραφικά, ποὺ βοηθεῖ καὶ φωτίζει ὅποιον ἔχει μίαν ἐπαρκῆ ὀπτικὴ συνείδηση, ἔστω κι ἂν βγαίνει ἀπὸ τὰ πιὸ φημισμένα ἐργαστήρια τῆς Εὐρώπης. Ὕστερα ἀπὸ τὸν Θεόφιλο δὲ βλέπουμε πιὰ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο· αὐτὸ εἶναι τὸ σπουδαῖο καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ πράγμα ποὺ δὲ μᾶς ἔφεραν τόσοι περιώνυμοι μαντατοφόροι μεγάλων ἀκαδημιῶν.

Ὁ Θεόφιλος μᾶς ἔδωσε ἕνα καινούριο μάτι· ἔπλυνε τὴν ὅρασή μας ὅπως αὐγάζει ὁ οὐρανός, καὶ τὰ σπίτια, καὶ τὸ κόκκινο χῶμα, καὶ τὸ παραμικρὸ φυλλαράκι τῶν θάμνων, ὕστερα ἀπὸ τὴν κάθαρση ἑνὸς ἀπόβροχου· κάτι ἀπὸ αὐτὸν τὸν παλμὸ τῆς δροσιᾶς. Μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι δεξιοτέχνης, μπορεῖ ἡ ἀμάθειά του σὲ τέτοια πράγματα νὰ εἶναι μεγάλη.

Ὅμως αὐτὸ τὸ τόσο σπάνιο, τὸ ἀκατόρθωτο πρὶν ἀπ᾿ αὐτὸν γιὰ τὸ ἑλληνικὸ τοπίο: μιὰ στιγμὴ χρώματος καὶ ἀέρα, σταματημένη ἐκεῖ μ᾿ ὅλη τὴν ἐσωτερικὴ ζωντάνια της καὶ τὴν ἀκτινοβολία τῆς κίνησής της· αὐτὸ τὸν ποιητικὸ ρυθμὸ πῶς νὰ τὸν πῶ ἀλλιῶς ποὺ συνδέει, τὰ ἀσύνδετα, συγκρατεῖ τὰ σκορπισμένα καὶ ἀνασταίνει τὰ φθαρτά· αὐτὴ τὴν ἀνθρώπινη ἀνάσα ποὺ ἔμεινε σ᾿ ἕνα ρωμαλέο δέντρο, σ᾿ ἕνα κρυμμένο ἄνθος ἢ στὸ χορὸ μιᾶς φορεσιᾶς· αὐτὰ τὰ πράγματα ποὺ τ᾿ ἀποζητούσαμε τόσο πολύ, γιατί μας ἔλειψαν τόσο πολύ· αὐτὴ τὴ χάρη μᾶς ἔδωσε ὁ Θεόφιλος· κι αὐτὸ δὲν εἶναι λαογραφία.

Συλλογίζομαι πὼς μιλῶ ἴσως ἄσκημα· πὼς ἡ συγκίνησή μου μπορεῖ νὰ νομιστεῖ ἀκρισία. Καὶ ὅμως εἶναι μιὰ συγκίνηση ποὺ προσπαθῶ νὰ ἐλέγξω ἐδῶ καὶ δεκατρία χρόνια, ἀπὸ τὴν παλιὰ ἐποχὴ ποὺ ὁ Ἀντρέας Ἐμπειρίκος μοῦ ἔδειξε, μὲ ἄπειρη εὐλάβεια, ζωγραφιὲς τοῦ Θεόφιλου. Ἀπὸ τότε, κάθε καινούριο ἀντίκρισμα ἦταν σὰν ἐκείνη τὴν πρώτη φορά, κάτι σὰ νὰ ἔπεσε ὁ τοῖχος μιᾶς πληχτικῆς κάμαρας· αὐτῆς τῆς τόσο καταθλιπτικῆς ζωγραφικῆς ποὺ τόσο συχνὰ καὶ μὲ τόση εὐκολία ἐπιτυχαίνουμε ἀπὸ τὰ χρόνια τῆς Παλιγγενεσίας. Ἡ ἴδια συγκίνηση, ὅπως ὅταν πρωτοδιάβασα τὰ ‘Ἀπομνημονεύματα τοῦ Μακρυγιάννη’.

Δὲν ἔχω διόλου τὴν ἐπιθυμία νὰ μειώσω τοὺς μορφωμένους μὲ τοὺς ἀμόρφωτους, μήτε νὰ ὑποστηρίξω πὼς ἡ ἄσκηση καὶ ἡ μάθηση εἶναι πρᾶγμα βλαβερό. Ὅπως τόσοι ἄλλοι φίλοι του ζωγράφου μας, πολὺ πιὸ ἱκανοὶ καὶ πιὸ ἁρμόδιοι σ᾿ αὐτὰ τὰ θέματα ἀπὸ ἐμένα, τὸ ἀντίθετο πιστεύω. Γιατί μόρφωση καὶ μάθηση εἶναι ἄσκηση τῆς ζωῆς καὶ ἡ ἄσκηση τῆς ζωῆς ἔχει πολλὰ νὰ κερδίσει ἀπὸ ἀνθρώπους σὰν τὸν Θεόφιλο ποὺ βρῆκαν τὸ δρόμο τους ψηλαφῶντας, μόνοι μέσα στὰ σκοτεινὰ μονοπάτια μιᾶς πολὺ καλλιεργημένης, καθὼς νομίζω, ὁμαδικῆς ψυχῆς ὅπως εἶναι ἡ ψυχὴ τοῦ λαοῦ μας.

Ἔχει πολλὰ νὰ κερδίσει· καὶ πρὶν ἀπ᾿ ὅλα νὰ μάθει πὼς νὰ φυλάγεται ἀπὸ τὴ μισὴ μόρφωση καὶ ἀπὸ τὴ μισὴ μάθηση ποὺ καταντᾶ στρέβλωση καὶ νάρκη. Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ θὰ μοῦ ἦταν πολὺ δύσκολο νὰ παραδεχτῶ πὼς εἶναι ἀμόρφωτος ὁ Θεόφιλος, μήτε κἂν εἶναι φαινόμενο ἐξαιρετικό. Σὲ τέτοια συμπεράσματα μᾶς ὁδηγεῖ, τουλάχιστο καθὼς πιστεύω ἡ τόσο ἰδιότροπη διαμόρφωση τῆς ἑλληνικῆς ἔκφρασης.

Ἕνα λαϊκὸ τραγούδι λ.χ. ποὺ κυκλοφορεῖ στὰ στόματα «τῶν θεραπαινίδων», ὅπως ἔλεγαν, ὁ Ἐρωτόκριτος, γίνεται ἀγκωνάρι στὴν ποιητικὴ δημιουργία τοῦ Σολωμοῦ, ἑνὸς ἀπὸ τοὺς πιὸ καλλιεργημένους ἀνθρώπους τῆς Εὐρώπης. Καὶ τὰ δυὸ σημαντικότερα μνημεῖα τοῦ ἑλληνικοῦ πεζοῦ λόγου εἶναι, τὸ ἕνα ἡ Γυναῖκα τῆς Ζάκυθος αὐτοῦ τοῦ ἄρχοντα τῆς μόρφωσης, τὸ ἄλλο τὰ Ἀπομνημονεύματα τοῦ «πώποτε μὴ ἀναγνώσαντος» Μακρυγιάννη.

Στὴ ζωγραφική, κάποτε φανερώνεται ἕνας νοῦς, ὅπως ὁ Θεοτοκόπουλος, ποὺ μπορεῖ νὰ ὑποστηρίξει τὴν τέχνη του μπροστὰ στὸ μεγάλο ἱεροεξεταστή, καὶ κάποτε ἕνας Θεόφιλος, ὁ ἀλλόκοτος φουστανελᾶς, ποὺ γυρίζει στὰ χωριὰ τοῦ Πηλίου καὶ τῆς Μυτιλήνης, μὲ τὰ πινέλα στὸ σελάχι του, καὶ οἱ γυναῖκες τόνε φωνάζουν τρελὸ καὶ «ἀχμάκη».

Ἡ ἑλληνικὴ πνευματικὴ κληρονομιὰ εἶναι τόσο μεγάλη ποὺ ἀλήθεια δὲν ξέρει κανεὶς ποιοὺς μπορεῖ νὰ διαλέξει γιὰ νὰ πραγματοποιήσει τὶς βουλές της. Εἶναι στιγμὲς ποὺ τὴν κρατοῦν στὰ χέρια τοὺς οἱ πιὸ φημισμένοι ἄνθρωποι ποὺ ἀκούστηκαν ποτὲ στὸν κόσμο, καὶ εἶναι στιγμὲς ποὺ πάει καὶ φωλιάζει ἀνάμεσα στοὺς ἀνώνυμους, περιμένοντας νὰ φανερωθοῦν ξανὰ οἱ ἄρχοντες ἐπώνυμοι. Εἶναι σπουδαῖο τὰ δίδαγμα ποὺ ἀντλεῖ κανεὶς ὅταν λάβει τὸν κόπο νὰ κοιτάξει αὐτὴ τὴν ἀτέλειωτη περιπέτεια.

Τὸ δημοτικὸ τραγούδι νὰ φωτίζει τὸν Ὅμηρο καὶ ὁ Αἰσχύλος νὰ συμπληρώνεται ἀπὸ τὸ δημοτικὸ τραγούδι, στὴν εὐαισθησία ἑνὸς καὶ τοῦ ἴδιου ἀνθρώπου, δὲν εἶναι λίγο πράγμα κι αὐτὸ μόνο στὴν Ἑλλάδα μπορεῖ νὰ γίνει. Μιλῶ χωρὶς ὑπεροψία, γιατί δὲν ξεχνῶ πὼς μόνο στὴν Ἑλλάδα μποροῦν νὰ γίνουν ἀκόμη τὰ πιὸ ἀπίστευτα παραστρατήματα.

Ὕστερα ἀπὸ τὴ διευκρίνηση αὐτή, μποροῦμε νὰ συλλογιστοῦμε μὲ περισσότερη ἄνεση τὸ λαϊκὸ ἄνθρωπο τὸν Θεόφιλο. Δὲν εἶναι ἡ στιγμὴ ν᾿ ἀνιστορήσω τὴ ζωή του. Ὅμως δὲ θὰ ἤθελα νὰ τελειώσω προτοῦ θυμηθῶ, ἴσως τὸ πιὸ πολύτιμο πρᾶγμα ποὺ εἶχε τὴ μικρὴ κασέλα ὅπου φύλαγε τὰ σύνεργα τῆς δουλειᾶς του καὶ τὰ βιβλία του. Εἶναι ἕνα ξύλινο μπαουλάκι ζωγραφισμένο ὁλόκληρο μὲ τὸ χέρι του, ἡ Ἰφιγένεια ἐν Αὐλίδι, ὁ Διάκος, ὁ Μπότσαρης, ὁ Γρίβας, καὶ τὰ καταπληκτικὰ λουλούδια αὐτοῦ τοῦ κηπουροῦ τῆς λεβεντιᾶς καὶ τοῦ ἔρωτα, τὸ στολίζουν. Ὁ φίλος ποὺ τὸ ἔσωσε τὸ διατηρεῖ πὼς βρέθηκε, πλάι στὸ ζωγράφο νεκρό, τὴν παραμονὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τοῦ 1934.

Ὅταν τ᾿ ἀνοίξεις, τὰ ἴχνη τῆς ζωῆς ἑνὸς μεγάλου ἄνθρωπου, θέλω νὰ πῶ ἑνὸς ὁλόκληρου ἄνθρωπου, φανερώνουνται συγκλονιστικά. Αἰσθάνεσαι τὴν παρουσία μιᾶς ὕπαρξης ποὺ τίποτε δὲν πῆγε γι᾿ αὐτὴν χαμένο ἕνα τόσο σπάνιο πρᾶγμα. Ἀκόμη καὶ τὰ πιὸ εὐτελῆ ἀντικείμενα, τὰ πιὸ ἐφήμερα, ἐκεῖνα ποὺ εἶναι φτιαγμένα γιὰ νὰ μείνουν μόνο λίγες στιγμὲς κοντά μας, ἢ ἄλλα ποὺ προορίζονται γιὰ νὰ διασκεδάσουν τὸ μεράκι μιᾶς ζωῆς ποὺ δὲ γυρεύει τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ λησμονήσει τὸν ἑαυτό της, τῆς ζωῆς τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων ἢ τῶν παιδιῶν φιορόχαρτα ποὺ στροβιλίζει ὁ ἄνεμος στὰ σοκάκια μιᾶς ἐπαρχίας ὅπου πέρασε μιὰ Ἀποκριά, μιὰ Λαμπρή, ἢ ἕνα πανηγύρι· εἶναι ἐκεῖ γιὰ νὰ σοῦ δείξουν ἀπὸ τί μικροπράγματα μπορεῖ νὰ ξεκινήσει ἡ δύναμη τῆς γοητείας ἑνὸς τεχνίτη.

Τὰ βιβλία του; φυλλάδες τῆς δεκάρας, ἢ σχολικὰ βιβλία, τριμμένα, γιὰ τὴ ζωὴ τῶν ἀρχαίων, βίοι ἁγίων, ἡ Ὀχτώηχος, ὁ Ἐρωτόκριτος, ὁ Παπουτσωμένος Γάτος καὶ ἡ Κοκκινοσκουφίτσα, ἄσματα ἡρωικά, ἄσματα ἐρωτικὰ κοντὰ στὰ βιβλία καὶ ἡ πινακοθήκη του: εἰκονογραφημένα δελτάρια, φτηνὲς χρωμολιθογραφίες, χαλκομανίες, μαζεμένες ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς νιότης του ποὺ ἦταν καβάσης τοῦ Ἑλληνικοῦ Προξενείου στὴ Σμύρνη: ἀρειμάνιοι ἄντρες, ὡραῖες γυναῖκες σὰν ἐκεῖνες ποὺ βλέπαμε ἄλλοτε στὰ ὀργανέτα, ναυμαχίες τοῦ ρωσοϊαπωνικοῦ πολέμου, ὑποδοχὲς τοῦ Μεγάλου Μογγόλου, ζευγάρια τοῦ παλιοῦ αἰσθηματισμοῦ· μαζὶ μ᾿ αὐτὰ τὸ σημειωματάριό του· ἕνα χοντρὸ δεφτέρι ἀπὸ στρατσόχαρτο, ὅπου ἀντιγράφει, ἀπὸ βιβλία καὶ ἐφημερίδες, ἀπόψεις ἀρχαίων πόλεων καὶ μνημείων, ἀγάλματα θεῶν, μάχες τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου καὶ ἄπειρες προτομὲς παλαιῶν καὶ σύγχρονων ἡρώων.

Αὐτὰ ἦταν τὰ μουσεῖα ποὺ εἶδε ὁ Θεόφιλος καὶ ἀπὸ αὐτὰ προσπάθησε νὰ μάθει ὅ,τι ἔμαθε, θὰ ἔλεγαν. Δὲν ὑπάρξει ἀμφιβολία, ὁ Θεόφιλος ξεκινᾶ κάποτε ἀπὸ αὐτὰ τὰ μικροπράγματα. Ὅμως θὰ ἦταν μεγάλο τὸ λάθος ἂν πιστεύαμε ὅτι αὐτὴ ἡ βιομηχανία εἶναι ἡ οὐσία τῆς ζωγραφικῆς του. Ὅποιος δημιουργὸς δὲν ξεκίνησε ἀπὸ μικροπράγματα ἂς ρίξει πρῶτος τὴν πέτρα, θυμοῦμαι τὸν Yeats:

Οἱ μαστορεμένες τοῦτες εἰκόνες γιατί εἶναι ὁλόκληρες
σὲ ἄδολο νοῦ βλαστήσανε, ἀλλὰ ποῦθ᾿ ἔχουνε ξεκινήσει:
Ἀπὸ τὰ σωριασμένα σκύβαλα ἢ τὰ σαρίδια ἑνὸς δρόμου…

Ἕνας ἀπὸ τοὺς καλύτερους νέους ζωγράφους μας μοῦ ἔλεγε τὸ αἴσθημα ποὺ εἶχε ὅταν πρωτόειδε ἔργα τοῦ Θεόφιλου: «Μὰ αὐτὸς μᾶς γυρεύει πάρα πολλά· γυρεύει νὰ λέμε ὅλη τὴν ἀλήθεια», συλλογίστηκε. Καὶ ἡ ἀλήθεια ἡ ὁλόκληρη ποὺ μᾶς δίνει ὁ Θεόφιλος εἶναι o ὁλοζώντανος κόσμος του, ἕνας ζωγραφικὸς κόσμος χωρὶς τεχνάσματα καὶ χωρὶς ὑπεκφυγές, ὁποὺ τὰ πράγματα δὲν πέφτουν, ὅπως πέφτουν τὰ ἀληθινὰ ψωμιά.

Εἶναι ἡ καταπληκτικὴ δύναμη ποὺ ἔχει νὰ μεταμορφώνει, σύμφωνα μὲ τὸ ρυθμό του, ὅ,τι ἀγγίξει. Κυριεμένος ἀπὸ τὸ πάθος τῆς ἔκφρασης, ἀπορροφᾶ καὶ παράγει ζωγραφικὴ ὅπου τὴ βρεῖ καὶ ὅπως μπορεῖ. Ἔτσι ζωγραφίζει ὡς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του σὲ ὅποιαν ἐπιφάνεια πετύχει: ξύλα, πανιά, τενεκέδες, παλιόχαρτα, τοίχους μαγαζιῶν ἢ σπιτιῶν.

Αὐτὰ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς καὶ μ᾿ αὐτὰ δημιούργησε ὁ μικρόσωμος αὐτὸς ἄνθρωπος, αὐτὸς ὁ ἀλαφροΐσκιωτος, ὅπως τὸν βλέπω σὲ μιὰ παλιά του φωτογραφία. Ὁ Θεόφιλος ἔπαιρνε κάποτε τὶς φιγοῦρες του ἀπὸ λιθογραφίες ἢ ἀπὸ δελτάρια. Τὸ ἔκανε καὶ ἦταν ἴσως ἕνας ἐμπειρικὸς τρόπος γιὰ ν᾿ ἀκουμπήσει κάπου τὸ λογικό μου καὶ νὰ ἀπελευθερώσει τὸ δαιμόνιο ποὺ εἶχε μέσα του.

Ἀλλὰ καὶ ὁ Βιντσέντζος Κορνάρος ἐπῆρε τὶς φιγοῦρες τοῦ ποιήματός του ἀπὸ ἕνα γαλλικὸ ρομάντσο τῆς Ἱπποσύνης, ποὺ ἦταν κι αὐτὸ ἕνα εἶδος χρωμολιθογραφίας τῆς ἐποχῆς. Τέτοια πράγματα ἔγιναν πολλὲς φορές. Ἀλλὰ ἐκεῖνο ποὺ δὲ γίνεται πολλὲς φορὲς εἶναι ὁ Ἐρωτόκριτος ἢ τὸ φῶς τοῦ Θεόφιλου, ποὺ μένει ἐκεῖ ὅπως στὴν πρώτη μέρα τῆς δημιουργίας.

Έτσι περιγράφει τον βίο και την πολιτεία του Θεόφιλου ο Γιώργος Σεφέρης στην ομιλία του στην Αλεξάνδρεια το 1943 για τον Μακρυγιάννη. «Θυμούμαι πάντα τον Θεόφιλο, όταν συλλογίζομαι τον Μακρυγιάννη» θα πει ο ποιητής. [Το κλασικό αυτό κείμενο το Γιώργου Σεφέρη περιλαμβάνεται στις Δοκιμές, εκδ. Φέξης 1962].

Ο «ζερβοκουτάλας», καθότι αριστερόχειρας, ο «μισακάτης», ο «αχμάκης», όπως τον κορόιδευαν όσο ζούσε, έμελλε να αφήσει ισχυρό αποτύπωμα στην ιστορία της ελληνικής και όχι μόνο τέχνης. Ο «ταξιδιώτης από τα Παρίσια», ο Στρατής Ελευθεριάδης, γνωστός ως Τεριάντ, ήταν εκείνος που, μετά από παρότρυνση του ζωγράφου Γιώργου Γουναρόπουλου, επισκέφθηκε το 1929 την Μυτιλήνη, αγόρασε έργα του Θεόφιλου και ανέλαβε την προώθησή του – ο Θεόφιλος όμως δεν έζησε αρκετά για να χαρεί την αναγνώρισή του, καθώς πέθανε πέντε χρόνια αργότερα. Όπως χαρακτηριστικά έγραψε ο Κώστας Ουράνης: «Ο Θεόφιλος δεν είναι πια σήμερα στην ζωή για να χαρεί την άξαφνη αυτή δόξα ή για να εκπλαγεί από αυτήν».

Το 1936, ο Τεριάντ οργανώνει στο Παρίσι έκθεση με έργα του ζωγράφου, για τον οποίο ο σπουδαίος αρχιτέκτονας Λε Κορμπιζιέ θα γράψει:

«Είναι ζωγράφος γεννημένος από το ελληνικό τοπίο. Μέσω του Θεόφιλου, ιδού το τοπίο και οι άνθρωποι της Ελλάδας: κοκκινόχωμα, πευκότοπος και ελαιώνας, θάλασσα και βουνά των θεών, άνθρωποι που λούονται σε μια τολμηρά επικίνδυνη ηρεμία».

«Αληθινοί ελαιώνες επιτέλους, αληθινοί άνθρωποι, αληθινά πράγματα. Γι’ αυτόν, ισότιμα με το σώμα του Χριστού, υπάρχουν τα λιβάδια με τις ανεμώνες και τα λιόδεντρα που αφήνουν ανάμεσα στα δάχτυλά τους να περάσει η θάλασσα» θ’ αναφωνήσει χρόνια αργότερα ο Ελύτης. Στις 3 Ιουνίου του 1961, οι γοργόνες, οι θεοί του Ολύμπου και οι ήρωες της Επανάστασης του ’21 διαβαίνουν τις πύλες του Λούβρου και ο ποιητής θα γράψει:

«Επιστρέφοντας από την Αμερική, τον Ιούνιο του 1961, σταμάτησα για λίγες μέρες στο Παρίσι και, καθώς βγήκα να χαζέψω στους δρόμους, το πρώτο πράγμα που είδα ήταν, σε μια βιτρίνα βιβλιοπωλείου όπου συνήθιζα να πηγαίνω άλλοτε, την μεγάλη αφίσα της έκθεσης του Θεόφιλου, που είχε ανοίξει ακριβώς εκείνη την εβδομάδα στις αίθουσες του Λούβρου. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά δυνατά. Ε, λοιπόν, ναι. Υπήρχε δικαιοσύνη σ’ αυτό τον κόσμο».

Ο “εν ξιφήρεις” φουστανελάς μπήκε στις αίθουσες του πιο λαμπρού μουσείου και οι Λουδοβίκοι συναντήθηκαν με τον Αντώνη Κατσαντώνη, τον Αθανάσιο Διάκο, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον Μέγα Αλέξανδρο, την Αρετούσα. Έργα απλά, ελεύθερα, γεμάτα φως, σοφία και γλαφυρότητα, ενθουσίασαν τους επισκέπτες της έκθεσης “οι οποίοι εξεφράζοντο μετά θαυμασμού δια την πρωτοτυπίαν του ζωγράφου Θεόφιλου, που θεωρείται ως ο πρωτοπόρος της λαϊκής αυτής τεχνοτροπίας”

Όταν ο Ελύτης θα εξομολογηθεί στον Τεριάντ την σκέψη του ότι «τα περισσότερα απ’ αυτά (τα έργα του Θεόφιλου) θα σκόρπιζαν μια μέρα στις συλλογές της Ευρώπης ή της Αμερικής», ο μεγάλος τεχνοκριτικός και συλλέκτης θα αποφασίσει να χρηματοδοτήσει το Μουσείο Θεόφιλου, που εγκαινιάζεται στην Βαρειά της Μυτιλήνης, την γενέτειρα του ζωγράφου, τον Ιούλιο του 1965 και στεγάζει 86 έργα του – έργα που τα τελευταία χρόνια έχουν υποστεί σοβαρές ζημιές εξαιτίας της έκθεσής τους στον ήλιο, την υγρασία και την σκόνη.

Μουσείο είναι σήμερα και το αρχοντικό του Γιάννη Κοντού στην Ανακασιά, ο οποίος φιλοξένησε τον ζωγράφο, ώστε να δημιουργήσει εκεί, γύρω στο 1912, μερικά από τα ωραιότερα έργα του. Έλεγε για τον Θεόφιλο ο γαιοκτήμονας: «Αυτός, παιδί μου, ήταν τρελός στο μυαλό και σοφός στα χέρια». Η εικόνα, άλλωστε, του ζωγράφου όπως την περιγράφει ο Τσαρούχης, δεν παραπέμπει σε ιδιαίτερα σε γνωστικό: «Φορούσε πάντα φουστανέλα, που δεν ήταν η φορεσιά της πατρίδας του.

Μα, για τον Θεόφιλο, αυτό δεν ήταν μόνο μια καλλιτεχνική παραξενιά ή επίδειξη. Ήταν κάτι παραπάνω: μια ένδειξη πίστεως αυτή η λατρεία της φουστανέλας, λατρεία οφειλόμενη στην ποιητική της σημασία. Ο Θεόφιλος, άλλωστε, ήθελε να ‘ναι σαν παλιός οπλαρχηγός, σαν κι αυτά τα άστατα είδωλά του που τόσο συχνά ζωγράφιζε». Τη φουστανέλα του την απαρνιόταν μόνο για να ντυθεί Μεγαλέξανδρος τις Απόκριες, ενώ συνήθιζε να οργανώνει λαϊκές παραστάσεις κατά την διάρκεια των εθνικών γιορτών, φτιάχνοντας τα σκηνικά και τα κουστούμια.

Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ (πραγματικό όνομα: Θεόφιλος Κεφαλάς ή Κεφάλας) (Βαρειά Λέσβου, 1870 – Μυτιλήνη, 22 ή 24 Μαρτίου 1934), γνωστός απλά και ως Θεόφιλος, ήταν αυτοδίδακτος Έλληνας λαϊκός ζωγράφος της νεοελληνικής τέχνης και αγιογράφος. Κυρίαρχο στοιχείο του έργου του είναι η ελληνικότητα και η εικονογράφηση θρησκευτικών παραστάσεων και της ελληνικής λαϊκής παράδοσης και ιστορίας.

Η ακριβής χρονολογία γέννησης του Θεόφιλου δεν είναι γνωστή. Ωστόσο θεωρείται πως γεννήθηκε κατά το διάστημα 1867–1870 στην Βαρειά Λέσβου. Ο πατέρας του, Γαβριήλ Κεφαλάς (ή Κεφάλας), ήταν τσαγκάρης ενώ η μητέρα του, Πηνελόπη Χατζημιχαήλ, ήταν κόρη αγιογράφου. Σε νεαρή ηλικία επέδειξε μέτριες σχολικές επιδόσεις, αλλά και ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ζωγραφική, πάνω στην οποία απέκτησε βασικές γνώσεις δίπλα στον παππού του.

Η ζωή του ήταν πολύ δύσκολη εξαιτίας του κόσμου που τον χλεύαζε, επειδή κυκλοφορούσε φορώντας την παραδοσιακή φουστανέλα. Σε ηλικία περίπου δεκαοκτώ ετών εγκατέλειψε το οικογενειακό του περιβάλλον και εργάστηκε ως θυροφύλακας («Καβάσης») στο Ελληνικό Προξενείο της Σμύρνης. Εκεί έμεινε για μερικά χρόνια, πριν εγκατασταθεί στην πόλη του Βόλου, περίπου το 1897, αναζητώντας ευκαιριακές δουλειές και ζωγραφίζοντας σε σπίτια και μαγαζιά της περιοχής ενώ σήμερα σώζονται τοιχογραφίες που πραγματοποίησε εκεί.

Τα περισσότερα χρόνια της ζωής του τα πέρασε στο Πήλιο. Προστάτης του εκείνη την περίοδο, στάθηκε ο κτηματίας Γιάννης Κοντός, για λογαριασμό του οποίου, ο Θεόφιλος πραγματοποίησε αρκετά έργα. Η οικία Κοντού αποτελεί σήμερα το Μουσείο Θεόφιλου. Εκτός από την ζωγραφική του δραστηριότητα, ο Θεόφιλος συμμετείχε στην διοργάνωση λαϊκών θεατρικών παραστάσεων στις εθνικές γιορτές και την περίοδο της Αποκριάς, όπου κρατούσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο, άλλοτε ντυμένος σαν Μεγαλέξανδρος, με τους μαθητές σε παράταξη μακεδονικής φάλαγγας, και άλλοτε σαν ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης, με εξοπλισμό και κουστού­μια που έφτιαχνε ο ίδιος.

Το 1927 επέστρεψε στην Μυτιλήνη. Εικάζεται πως αφορ­μή για την αναχώρηση του από τον Βόλο, ήταν ένα επεισόδιο σε ένα καφενείο, όταν κάποιος για να διασκεδάσει τους παρευρισκόμενους έριξε τον Θεόφιλο από μία σκάλα όπου ήταν ανεβασμένος και ζωγράφιζε.

Στην Μυτιλήνη, παρά τις κοροϊδίες και τα πειράγματα του κόσμου, συνεχίζει να ζωγραφίζει, πραγματοποιώντας αρκετές τοιχογραφίες σε χωριά, έναντι ευτελούς αμοιβής, συνήθως για ένα πιάτο φαγητό και λίγο κρασί. Πολλά από τα έργα του αυτής της περιόδου έχουν χαθεί, είτε από φυσική φθορά είτε εξαιτίας καταστροφής τους από κατόχους τους. Στη Μυτιλήνη, τον συνάντησε ο καταξιωμένος τεχνοκριτικός και εκδότης Στρατής Ελευθεριάδης (Tériade), ο οποίος διέμενε στο Παρίσι.

Στον Ελευθεριάδη οφείλεται σε μεγάλο βαθμό η αναγνώριση της αξίας του έργου του Θεόφιλου αλλά και η διεθνής προβολή του, που ωστόσο σημειώθηκε μετά τον θάνατό του. Με έξοδα του Ελευθεριάδη ανεγέρθηκε επίσης το 1964 το Μουσείο Θεοφίλου στην Βαρειά. Τα έργα του υπέγραφε συνήθως χρησιμοποιώντας το επώνυμο της μητέρας του, ενώ το μοναδικό έργο που φέρει το κατά κόσμον όνομά του, έχει υπογραφή «Έργο Θεόφιλου Γαβριήλ Κεφαλά» και είναι μια εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στο σκευοφυλάκιο του Ιερού Ναού Ταξιαρχών στις Μηλιές Πηλίου.

Ο Θεόφιλος πέθανε τον Μάρτιο του 1934, παραμονές του Ευαγγελισμού, πιθανότατα από τροφική δηλητηρίαση, στην Μυτιλήνη.

Ο «Παπαδιαμάντης της ζωγραφικής», όπως τον αποκάλεσε ο Τάκης Μπαρλάς, έζησε όλη του την ζωή πάμφτωχος, ζωγραφίζοντας συχνά «αντί πινακίου φακής», κάτι που ποτέ δεν σταμάτησε να κάνει – σε πείσμα κάποιων μάλλον ωραιοποιημένων αφηγήσεων σχετικά με τα τελευταία του χρόνια στην Μυτιλήνη. Πολύ μετά τον θάνατό του, η μικρότερη από τα επτά αδέλφια του, Φώτω, περιέγραψε στον Βασίλη Πλάτανο το πικρότατο τέλος του μοναδικού καλλιτέχνη που το σύνολο του έργου του έχει κηρυχθεί εθνική πολιτιστική κληρονομιά:

«Τον φώναξε ένας πλούσιος να του ζουγραφίση μερικά “κάντρα”, σαν είδε πως η τέχνη του είχε αξία και του ‘δωσε μπαγιάτικο φαγί από ψάρια και κρέας. O καϋμένος τα πήρε, γιατί στη χάση και στη φέξη έτρωγε τέτοια φαγητά, και σαν πήγε στο δωμάτιό του, που το είχε νοικιασμένο στο Bουνάρι της Mυτιλήνης, τα έφαγε με όρεξη κι άφησε τα μισά να τα γιοματίση και ταχιά. Αλλά δεν πρόλαβε. Ήταν χαλασμένα, ούτε του σκυλιού τους δεν τα δίνανε, τον πειράξανε και την νύχτα της παραμονής του Bαγγελισμού του 1934 πέθανε από δηλητηρίαση. Tονέ βρήκανε πεθαμένο στερνά από τρεις μέρες που είχε πια βρομίσει και τονέ πήρε ο δήμος άρον-άρον και τον έθαψε. Δεν προκάναμε ούτε να τον ασπαστούμε, ούτε να τον δούμε».

Ο Γιάννης Τσαρούχης θαύμαζε τον Θεόφιλο και μελέτησε ιδιαίτερα το έργο του, ενώ δεν τον συμπεριέλαβε, όπως άλλοι, στην κατηγορία των «Ναΐφ ζωγράφων».

«Τον Θεόφιλο τον παίρνω σαν ζωγράφο που με τη ζωγραφική του είπε αυτά ακριβώς που παρέλειψαν να πουν οι ανακαινιστές της ελληνικής ζωγραφικής του 19ου αιώνος, των οποίων το έμβλημα υπήρξε το ‘εφάμιλλον των ευρωπαϊκών’. Ο Θεόφιλος ανήκει στην αντίθετη παράταξη απ’ αυτή στην οποία ανήκουν οι δάσκαλοι, οι καθαρευουσιάνοι κι οι δημοτικιστές, οι ακαδημαϊκοί κι οι μοντέρνοι, οι συντηρητικοί κι οι εξ επαγγέλματος επαναστάτες. Είναι απ’ την μεριά των σοφών και των τρελών, παρέα με τον Σολωμό, τον παγωμένο-θερμότατο Κάλβο, τον Παπαδιαμάντη, τον αναρχικό και άκρως πειθαρχημένο Καβάφη, τον τρελό Χαλεπά, κι όλους αυτούς τους φυσικά επαναστατημένους Έλληνες, μα εξίσου φυσικά συντηρητικούς, τους Έλληνες των οποίων η ευλογημένη μεγαλομανία έσπασε τα κλουβιά του διδασκαλισμού. Δεν είναι, λοιπόν, να απορεί κανείς ότι αιώνια θα σκανδαλίζει αυτούς που θέλησαν πάντα να βολευτούν» τονίζει.

Σύμφωνα με τον ζωγράφο:

«Την δουλειά του Θεόφιλου μπορούμε να την χωρίσουμε σε τρεις μεγάλες περιόδους, που ξεχωρίζουν αρκετά μεταξύ τους.

Πρώτη είναι η περίοδος της Θεσσαλίας. Όπως είπαμε και στην αρχή, τα έργα τα καμωμένα στην Θεσσαλία, αν εξαιρέσουμε τα πετυχημένα κι αριστουργηματικά του, είναι τις περισσότερες φορές σφιγμένα, με μια τάση για σχέδιο, που σπάνια φτάνει σε αποτέλεσμα, ενώ στο χρώμα έχουν μια περιορισμένη κλίμακα που, εκτός από σπάνιες περιπτώσεις −έχω υπ’ όψιν μου μερικά θαυμάσια έργα− έχουν κάτι το σχεδιαστικό και συγχρόνως το σκληρό. Η εποχή της επανόδου του στην Μυτιλήνη αποτελεί την δεύτερη περίοδο της ζωγραφικής του. Ένα είδος δισταγμού μαζί κι επιμέλειας που υπάρχει στα έργα του Βόλου εξαφανίζεται εδώ για να δώσει την θέση του σε μια χρωματική ευφορία, με πλήθος σπάνιους τόνους, λεπτότατους μα και συγχρόνως γεμάτους ευδαιμονία.

Τα έργα αυτά επιζητούν λιγότερο το σχέδιο, μα ίσως στο βάθος να είναι πιο σχεδιασμένα. Το χρώμα τους φτάνει σε μια λάμψη που εκφράζει ευτυχία, ξενοιασιά και, συγχρόνως, εκστασιακή αυτοσυγκέντρωση. Έχουν μια απίστευτη ποιότητα στην ύλη τους, μια δυνατή συνείδηση των κανόνων του έργου τέχνης, με την ανατολίτικη και βυζαντινή σημασία του όρου. Εκεί γύρω στην εποχή που θα συναντήσει τον Τεριάντ, ίσως όμως και λίγα χρόνια πριν, η ζωγραφική του αλλάζει. Αυτή είναι η τρίτη περίοδός του. Εδώ τα εντυπωσιακά και πολύτιμα χρώματα αρχίζουν να υποχωρούν κάπως, για να δώσουν την θέση τους σε χρώματα πιο σωστά, πιο ζωγραφικά. Ό,τι ήθελε να κάνει στον Βόλο με το επιμελημένο και σφιχτό σχέδιο, το καταφέρνει τώρα με τα δικά του μέσα: με το χρώμα».

Η προοπτική δεν ενδιέφερε καθόλου τον Θεόφιλο, την «είχε στείλει περίπατο», όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Κώστας Ουράνης. Ο λαογράφος Κίτσος Μακρής, στο βιβλίο του «Ο ζωγράφος Θεόφιλος στο Πήλιο», διασώζει την αποκαλυπτική ιστορία που αναφέρει κι ο Σεφέρης:

«Πήρε παραγγελία από κάποιον φούρναρη να του ζωγραφίσει στον τοίχο το πορτρέτο. Ο Θεόφιλος άρχισε να τον ζωγραφίζει τη στιγμή που έβαζε στον φούρνο τα ψωμιά του. Αλλά αντί να τοποθετήσει το φουρνιστήρι οριζόντιο −όπως είναι φυσικό− έτσι που στην τοιχογραφία να φαίνεται σαν μια γραμμή, το γύρισε κάθετα, να δείχνει όλο του το πλάτος κι επάνω του τοποθέτησε το ψωμί. Όταν του παρατηρήθηκε ότι έτσι το ψωμί θα έπεφτε, απάντησε: “Έννοια σου και μόνον τα αληθινά ψωμιά πέφτουν, τα ζωγραφισμένα στέκονται, στην ζωγραφιά πρέπει όλα να φαίνονται”.

Με την τελευταία του κυρίως φράση έκανε τον απολογισμό της τέχνης του. Ο ορθολογισμός δεν έχει τη θέση του εκεί όπου μια πλούσια καρδιά θέλει να εκφραστεί. Στην αντίληψη τη λαϊκή δεν μπορούσε να χωρέσει πως η λεπτή γραμμή της σωστής προοπτικής απόδοσης αντιπροσωπεύει το πλατύτατο φουρνιστήρι.

Κι ο Θεόφιλος, ποτισμένος βαθύτατα με την αντίληψη αυτή, την απέδωσε ζωγραφικά. Την έλλειψη προοπτικής, ειδικά στις τοιχογραφίες, πρέπει να την αποδώσουμε στην καλλιτεχνική αντίληψή του γι’ αυτές. Η τοιχογραφία πρέπει να διακοσμεί την επιφάνεια και όχι να την κομματιάζει. Μια τοιχογραφία με προοπτική δημιουργεί και τρίτη διάσταση που καταστρέφει την ενότητα της επιφάνειας. Ο ίδιος επιγραμματικά έδωσε την εξήγηση. Κάποτε εικονογραφούσε στον τοίχο ενός μανάβικου τον Αθανάσιο Διάκο. Όταν του παρατηρήθηκε η έλλειψη προοπτικής απάντησε: “Δύο πιθαμές τοίχος, δέκα μέτρα βάθος στην εικόνα, δεν ταιριάζει. Θα βρεθεί ο Αθανάσιος Διάκος στο κουρείο” (που βρισκόταν στην άλλη πλευρά του τοίχου)».

H ακτινοβολία του Mαντείου των Δελφών

Ο ρόλος του Δελφικού Μαντείου στον αρχαίο κόσμο ήταν πολυδιάστατος. Από το τέλος του 9ου αι. π.Χ. τουλάχιστον, που εμφανίζονται οι πρώτες ενδείξεις της λατρείας του Απόλλωνος στους Δελφούς και της έναρξης της μαντικής διαδικασίας, μέχρι τον 4ο αι. μ.Χ., που δόθηκε ο πολύ γνωστός, τελευταίος, συμβολικός ψευδοχρησμός στον αυτοκράτορα Ιουλιανό, για περισσότερο δηλαδή από 1.200 χρόνια, το δελφικό μαντείο εξέδιδε χρησμούς και σε ιδιώτες και σε πόλεις-κράτη, επηρεάζοντας, όσο κανένας άλλος θεσμός, ολόκληρη τη μικρή και τη μεγάλη αρχαία ελληνική ιστορία.

Η μεγάλη σημασία του μαντείου στον αρχαίο κόσμο μπορεί να γίνει κατανοητή από το γεγονός ότι από τους 615 δελφικούς χρησμούς που μας έχουν διασωθεί, οι 73, δηλαδή ποσοστό 12%, αναφέρονται στην ίδρυση αποικιών, οι 130, δηλαδή 21%, είναι πολιτικού περιεχομένου και οι 185, δηλαδή 31%, είναι δημόσιου θρησκευτικού περιεχομένου. Από το σύνολο των χρησμών, οι 388, δηλαδή το 64%, αφορούσαν θέματα άμεσα σχετιζόμενα με την πορεία της αρχαίας ελληνικής ιστορίας.

Φυσικά, η επιρροή επίκοιλλε από εποχή σε εποχή. Αρχικά, η ακτινοβολία ήταν περιορισμένη. Η μαντική λατρεία θα πρέπει να προϋπήρχε πριν ακόμη και από την «έλευση» του Απόλλωνος, και ίσως αυτό να υπήρξε η αφορμή για την οποία ο συγκεκριμένος θεός «εγκαταστάθηκε» στους Δελφούς. Η μαντική διαδικασία ελάμβανε χώρα μέσα σε κάποιο σπήλαιο (άντρον), είχε λαϊκό χαρακτήρα και δεν είχε τεθεί ακόμα υπό τον έλεγχο κάποιας κρατικής εξουσίας. Πάντως, έχουν βρεθεί πρώιμα αναθήματα στο ιερό, τα οποία, εκτός από την κυρίως Ελλάδα, προέρχονται και από πιο μακρινές περιοχές, όπως, π.χ., από την Κρήτη και την Κύπρο, και αποτελούν ενδείξεις για πρώιμη διασπορά της φήμης του μαντείου.

Μαντεία και αποικισμός

Η φήμη του μαντείου αναπτύχθηκε σημαντικά με τον ρόλο που έπαιξε κατά τον μεγάλο ελληνικό αποικισμό. Ήδη από τα μέσα του 8ου αι. η κατάκτηση των θαλάσσιων δρόμων, το εμπόριο, αλλά κυρίως τα μεγάλα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα που δημιουργήθηκαν στις ελληνικές πόλεις μεταξύ αντιμαχόμενων αριστοκρατικών γενών, οδήγησαν στη δημιουργία αποικιών στα παράλια όλης της Μεσογείου. Για τον αποικισμό αυτόν και συγκεκριμένα για τις περιοχές που κατευθύνονταν οι άποικοι, για τους αρχηγούς της κάθε αποστολής, για τις πιθανότητες επιτυχίας του εγχειρήματος κ.ά. πάντα ρωτούσαν το μαντείο, η συμβολή του οποίου υπήρξε καθοριστική.

Βέβαια η άποψη ότι το μαντείο είχε γνώση της κατάστασης ακόμα και μακρινών περιοχών σε όλη τη Μεσόγειο και μπορούσε έτσι να κατευθύνει το κύμα του αποικισμού δεν γίνεται πλέον δεκτή από την έρευνα. Σήμερα πιστεύεται ότι όλη την προεργασία για την αποστολή μιας αποικίας την είχαν κάνει οι ίδιες οι ενδιαφερόμενες πόλεις-κράτη και είχαν θέσει τα στοιχεία αυτά εκ των προτέρων στη διάθεση των ιερέων. Με τον τρόπο αυτόν ο χρησμός ετίθετο υπό τη σκέπη του Απόλλωνος και, φυσικά, η απόφαση που κάλυπτε το θεϊκό κύρος γινόταν ευκολότερα δεκτή από όλους, βουλόμενους και μη. Eτσι, οι Δελφοί όχι μόνο έδωσαν διέξοδο στις ασφυκτικές πολιτικοκοινωνικές συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί στην κυρίως Ελλάδα, αλλά δημιούργησαν και σημαντικούς δεσμούς με τις νέες αποικίες, αποτελώντας πόλο μεγάλης επιρροής σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο.

Μαντείο και διεθνείς σχέσεις

Κατά τον 7ο και 6ο π.Χ. αι., οπότε λαμβάνει χώρα η μεγαλύτερη οικονομική, κοινωνική και πολιτική ανάπτυξη των ελληνικών πόλεων-κρατών, συνεχίζεται και εξελίσσεται ακόμη περισσότερο ο ρόλος των Δελφών και του μαντείου. Οι πληροφορίες του Ηροδότου για χρησμούς που δόθηκαν σε βασιλείς μη ελληνικών περιοχών, όπως ο Μίδας της Φρυγίας, ο Γύγης και ο Κροίσος της Λυδίας και ο Άμασις της Αιγύπτου, δείχνουν διεύρυνση της ακτινοβολίας του μαντείου σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο. Παρόλο δε που η αυθεντικότητα των συγκεκριμένων χρησμών έχει πολλαπλώς αμφισβητηθεί, η προσφορά πολύτιμων αναθημάτων των ηγεμόνων αυτών στους Δελφούς υποδηλώνει τουλάχιστον προσπάθεια προσεταιρισμού της θετικής γνώμης του μαντείου, αλλά και όλων των Ελλήνων στα πολιτικά τους σχέδια.

Η σύνδεση του ιερού με την αμφικτιονία των πόλεων της Θεσσαλίας και της Στερεάς Ελλάδος, που έγινε τον 7ο ή τον 6ο αι. π.Χ., έδωσε τη δυνατότητα στους Δελφούς να αναδειχθούν και σε πανελλήνιο πολιτικό κέντρο. Έτσι, πολύ συχνά οι αντιμαχόμενοι κατέφευγαν στην Πυθία για την επίλυση των διαφορών τους, δίνοντας τη δυνατότητα στο μαντείο να παρεμβαίνει ως διαιτητής σε πολλές διαμάχες μεταξύ των πόλεων-κρατών, φαινόμενο που απαντάται για πρώτη φορά στην ιστορία του πολιτισμού. Επίσης, συχνά ρωτούσαν αν έπρεπε να ξεκινήσουν κάποια εκστρατεία, αν ήταν καλύτερο να συνάψουν ειρήνη, με ποιο τρόπο θα μπορούσαν να αποφύγουν τα δεινά ενός πολέμου ή μιας καταστροφικής θεομηνίας. Με τον τρόπο αυτόν το μαντείο κατόρθωσε να παίζει σπουδαίο ρόλο στην πολιτική σκηνή της αρχαίας Ελλάδος, κυρίως από τον 6ο έως τον 4ο αι. π.Χ.

Μαντείο και εσωτερική πολιτική

Κρίνοντας από τον μεγάλο αριθμό των χρησμών θρησκευτικού περιεχομένου, αντιλαμβανόμαστε πως ένας συνήθης τρόπος παρέμβασης του μαντείου σε εσωτερικά θέματα των πόλεων-κρατών ήταν και οι αποφάσεις που σχετίζονταν με την εγκαθίδρυση νέων λατρειών. Τις πολλές σχετικές ερωτήσεις προς την Πυθία τις προκαλούσαν συνήθως διάφορα καταστροφικά συμβάντα, όπως επιδημίες, ανομβρία, κακές χρονιές για σπαρτά και ζώα κ.λπ. Ο Απόλλων συμβούλευε τότε ποιους θεούς ή ήρωες να τιμήσουν, ποια παλιά ξεχασμένη λατρεία να επαναφέρουν, σε ποιον να απευθυνθούν για να τους καθάρει από το μίασμα που προκάλεσε το κακό.

Σημαντικότερος όμως υπήρξε ο ρόλος των μαντείων στη διαμόρφωση και εξέλιξη της νομοθεσίας και των πολιτευμάτων στις αρχαίες ελληνικές πόλεις-κράτη, με τη στήριξη που έδωσαν, σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις, σε καινοτομίες που σταδιακά οδήγησαν στην κατάκτηση της δημοκρατίας. Γνωρίζουμε ότι οι Δελφοί ρωτήθηκαν για την έγκριση της «ρήτρας του Λυκούργου», που έθεσε τις βάσεις του σπαρτιατικού πολιτεύματος, καθώς και για τους νόμους του Σόλωνος, που έφεραν τη συνδιαλλαγή μεταξύ των αντιμαχόμενων πολιτικών ομάδων στην Αθήνα του πρώιμου 6ου αι. π.Χ.

Ακόμη, το μαντείο συνέβαλε ξεκάθαρα στην εγκαθίδρυση της αθηναϊκής δημοκρατίας, προκαλώντας τη σπαρτιατική στρατιωτική συνδρομή προς την πλευρά του Κλεισθένους. Και αμέσως μετά, όταν ο Κλεισθένης προσπάθησε να ανακατανείμει το κοινωνικό σώμα με τη δημιουργία των δέκα νέων αθηναϊκών φυλών, μέτρο που ασφαλώς θα αντιμετώπιζε πολλές αντιδράσεις από την πλευρά των αριστοκρατών, χρησιμοποίησε και πάλι τη βοήθεια του μαντείου: Έστειλε στους Δελφούς κατάλογο με τα ονόματα 50 ή 100 μυθικών Αθηναίων ηρώων, για να διαλέξει η Πυθία δέκα, με τα οποία θα ονοματίζονταν οι νέες φυλές. Η θετική απάντηση του ιερατείου δήλωνε αυτομάτως και την αποδοχή της καινοτομίας από τον θεό, και με τον τρόπο αυτόν περιόριζε δραστικά τις οποιεσδήποτε πιθανές αντιδράσεις από τους θιγόμενους.

Στην ουσία, δηλαδή, οι πολιτικοί δεν ζητούσαν τίποτε άλλο παρά την επιδοκιμασία του Απόλλωνος στις αποφάσεις τους, οι οποίες με τον τρόπο αυτόν ετίθεντο υπό τη θεία σκέπη και είχαν έτσι μεγάλες πιθανότητες να εφαρμοστούν χωρίς ουσιαστικές αντιδράσεις. Το ότι το μαντείο είχε συνήθως θετική στάση απέναντι σε καινοτομικές προτάσεις οφειλόταν κυρίως σε στάθμιση των πολλών και ποικίλων παραγόντων που επηρέαζαν κάθε φορά την απόφασή του. Υπήρχε όμως και ένα άλλο κριτήριο, που, σταθερό πάντοτε, διείπε τις αποφάσεις του μαντείου των Δελφών:

Μαντείο και ηθική διδασκαλία

Μία από τις βασικές αρχές του μαντείου ήταν η σταθερή προσπάθεια να ημερέψει τα ήθη των ανθρώπων, και σε προσωπικό και σε συλλογικό επίπεδο. Και αυτό ήταν μία από τις σπουδαιότερες εκπολιτιστικές συμβολές του, που σταδιακά οδήγησε στην κατάκτηση από τους αρχαίους Έλληνες του ανθρωπισμού.

Σε προσωπικό επίπεδο, αυτό επετεύχθη με την επίμονη διδασκαλία του μαντείου ότι ο φόνος δεν ήταν ανάγκη να καθαρθεί και πάλι με το αίμα του φονιά αλλά και με άλλους, ηπιότερους και ανθρωπινότερους τρόπους, όπως η θυσία ενός ζώου, η υποβολή του δράστη σε κάποιες καθαρτήριες τελετές κ.λπ. Αν σκεφτούμε ότι οι κρητικές και μανιάτικες βεντέτες επιβίωναν μέχρι πολύ πρόσφατα, μπορούμε εύκολα να συνειδητοποιήσουμε το μέγεθος αυτής της ηθικής διδασκαλίας των Δελφών σε μια τόσο πρώιμη περίοδο.

Η αντίληψη αυτή για τον κατευνασμό των παθών, τον εξανθρωπισμό των ηθών και τον έλεγχο των βίαιων αντιδράσεων μετεξελίχθηκε σε δογματική αρχή όλης της διδασκαλίας του ιερού και αποτέλεσε θεμελιώδες στοιχείο στις αποφάσεις του. Γι' αυτό όλοι οι χρησμοί διαπνέονται από ήμερο ανθρώπινο λόγο, που εκφράζει την ηθική απολλώνεια διδασκαλία. Αυτή δηλωνόταν συμπυκνωμένη στα ρητά που ήταν γραμμένα από τον 6ο ήδη αι. στους τοίχους του προνάου του ναού του Απόλλωνος και θεωρήθηκαν εκ των υστέρων ως αποφθέγματα των επτά σοφών. Τα γνωστότερα από αυτά ήταν το «μηδέν άγαν», δηλαδή να μη γίνεται τίποτε καθ' υπερβολήν, και το «γνώθι σαυτόν», δηλαδή να προσπαθεί ο καθένας να γνωρίζει τον εαυτό του. Με το πρώτο ρητό, συμβούλευε ο θεός ανθρώπους και πολιτείες να θέτουν το μέτρον, δηλαδή τη μετριοπάθεια και τη σωφροσύνη, ως κριτήρια στις αποφάσεις τους, διδάσκοντάς τους να γνωρίζουν τα όρια που δεν πρέπει να υπερβούν στις αποφάσεις της ζωής, γιατί κινδύνευαν να γίνουν υβριστές. Και, φυσικά, ο καλύτερος τρόπος να μαθαίνει κανείς τα όριά του εμπεριέχεται στο δεύτερο ρητό, στην αυτογνωσία, που οδηγεί στη επίγνωση της προσωπικής ευθύνης και στην επιλογή της συνειδητής ζωής.

Στο κεντρικό, επομένως, σημείο της απολλώνειας διδασκαλίας, που εκφράζεται μέσω του μαντείου και των χρησμών, στέκονται δύο βασικότατες αντιλήψεις της αρχαίας ελληνικής σοφίας, το μέτρο και η αυτογνωσία, που, όχι τυχαία, αποτελούν ταυτοχρόνως και δύο από τις θεμελιώδεις αρχές σε όλη την πορεία του ανθρώπινου γένους.

Παρά τις πολυετείς έρευνες και τις χιλιάδες των σελίδων που έχουν γραφτεί για το θέμα, δεν είναι εύκολο να απαντήσει κανείς ξεκάθαρα για το τι ακριβώς γινόταν στους Δελφούς. Οι απόψεις των ερευνητών κυμαίνονται ανάμεσα σε δύο άκρα: Στο ένα βρίσκονται οι απόλυτοι πραγματιστές, που ισχυρίζονται ότι όλη η διαδικασία δεν ήταν παρά μια καλοστημένη επιχείρηση που εκμεταλλευόταν την άγνοια, την ευπιστία και την προκατάληψη των αρχαίων. Για να ισχύει αυτό, προϋποθέτει την καθολική βλακεία των Ελλήνων, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Χρ. Καρούζος, κάτι το οποίο δεν πιστοποιείται από άλλα φαινόμενα και δράσεις του αρχαίου κόσμου. Στο άλλο άκρο βρίσκονται οι οπαδοί του εσωτερισμού, που πιστεύουν ότι οι Πυθίες ήταν πραγματικά διάμεσα (μέντιουμ), που έχοντας τη δυνατότητα να επικοινωνούν με την «άλλη πλευρά», μπορούσαν και να προβλέπουν κατά κάποιο τρόπο το μέλλον. Η αλήθεια, όπως σε όλα τα πράγματα, θα πρέπει να βρισκόταν κάπου στη μέση. Και αυτήν θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε παρακάτω, αναφέροντας μια σειρά από δεδομένα, που θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη του όποιος θα ήθελε να προσεγγίσει καλύτερα το φαινόμενο.

Ο αρχαίος κόσμος ζούσε σε μιαν ατμόσφαιρα δεισιδαιμονίας και είχε μεγάλη δίψα, ασχέτως μορφωτικού επιπέδου, για συγκεκριμένη καθοδήγηση είτε στα καθημερινά του προβλήματα είτε στις μεγάλες ιστορικές αποφάσεις. Στην αρχαία ελληνική θρησκεία δεν υπήρχαν ιερές γραφές, όπως, π.χ., η Βίβλος στον ιουδαϊσμό, όπου να είναι εκπεφρασμένη η βούληση του θείου και οι βασικές αρχές της ζωής των ανθρώπων. Οι ιερείς των ολυμπίων θεών δεν έδιναν συμβουλές ούτε άκουγαν εξομολογήσεις. Ήταν μόνον υπεύθυνοι για την τέλεση των θυσιών και των άλλων ιεροτελεστιών. Έτσι, οι πολιτείες ή τα άτομα αναζητούσαν συνεχώς καθοδήγηση από τους θεούς μέσω της μαντικής και, κατά συνέπειαν, τα μαντεία υπήρξαν οι φυσικοί δέκτες της αγωνίας και των ανθρώπων αλλά και των πόλεων - κρατών για βοήθεια.

Η Πυθία, η γυναίκα που αποτελούσε το διάμεσο μεταξύ του θεού και των πιστών, δεν ήταν τυχαία. Θα πρέπει να ήταν ένα υπερευαίσθητο πλάσμα, που είχε τη δυνατότητα να περιπίπτει σε κατάσταση καταληπτικής αλλοτρίωσης, όχι μόνο πιστεύοντας ότι επικοινωνεί με τον θεό αλλά πείθοντας και τους άλλους γι' αυτό. Πιθανότατα οι πρώτες Πυθίες ή κάποια συγκεκριμένη γυναίκα των Δελφών να είχε το χάρισμα αυτό, γεγονός που δημιούργησε την πρώτη φήμη του μαντείου. άλλωστε, η επιλογή των Πυθιών από το ιερατείο θα πρέπει να σχετιζόταν με την πίστη και την αφοσίωσή τους στη λατρεία του Απόλλωνος, γι' αυτό και γινόταν μόνο από τη γύρω περιοχή. Ο εκεί πληθυσμός θα πρέπει να διαβιούσε σε ατμόσφαιρα άκρου σεβασμού προς τον θεό. Η βεβαιότητα ότι ο Απόλλων θεωρούσε τη μελλοντική Πυθία εκλεκτή του ασφαλώς θα επηρέαζε την ψυχολογία ορισμένων γυναικών, καλλιεργώντας ένα είδος προδιάθεσης για την κατάκτηση του αξιώματος. Δεν είναι απίθανο ακόμη, για την επιλογή της νέας Πυθίας να ακολουθούσαν μια διαδικασία όπως αυτή που γίνεται για την επιλογή ενός θρησκευτικού ηγέτη, όπως π.χ. του νέου Δαλάι Λάμα στη θιβετιανή θρησκεία. Να επέλεγαν δηλαδή ένα μικρό κορίτσι, που να μεγάλωνε με την αναγκαία θεωρητική και πρακτική διδασκαλία, έτσι ώστε να μπορεί επάξια να αναλάβει υπηρεσία στον ναό, μόλις πέθαινε η προηγούμενη ιέρεια.

Το ιερατείο των Δελφών, που έκανε και την τελική καταγραφή και σύνθεση των χρησμών, αποτελούνταν από ικανούς και έμπειρους ανθρώπους. Ο Πλούταρχος, ιερέας στους Δελφούς τον 2ο μ.Χ. αι., που το επίπεδό του το γνωρίζουμε απευθείας από τα κείμενά του, δεν ήταν μεμονωμένη περίπτωση. Οι ιερείς θα πρέπει να κατείχαν ακόμη γνώσεις ψυχολογίας για τις προσωπικές υποθέσεις, ενώ για τους χρησμούς που αναφέρονταν σε μακρινές περιοχές (π.χ. αποικισμός) καθώς και για απαντήσεις σε διεθνή θέματα, θα πρέπει να γνώριζαν τη μυθολογία και ιστορία του κάθε τόπου, καθώς και τις γεωγραφικές, πολιτικές και κοινωνικές του συνθήκες. Πιθανότατα επίσης να ενημερώνονταν εκ των προτέρων από τους ενδιαφερομένους για θέματα που δεν γνώριζαν.

Σημαντικό ρόλο στη μαντική διαδικασία έπαιζαν και οι πρόξενοι. Αυτοί ήταν κάτοικοι των Δελφών και λειτουργούσαν ως αντιπρόσωποι συγκεκριμένων πόλεων, έχοντας ως καθήκον να καθοδηγούν τους προσκυνητές και να τους βοηθούν σε όλες τις φάσεις της μαντικής διαδικασίας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κατά τον συγχρωτισμό τους στους Δελφούς οι ενδιαφερόμενοι θα ανακρίνονταν διακριτικά από τους προξένους, που θα μπορούσαν να αντλήσουν έτσι πληροφορίες για την κατάστασή τους, το πρόβλημα που τους απασχολούσε κ.λπ. Oλα αυτά θα διοχετεύονταν στους ιερείς, οι οποίοι ασφαλώς θα τις ελάμβαναν υπόψη τους κατά την τελική σύνταξη του χρησμού.

Οι χρησμοί ήταν συνήθως πάρα πολύ γενικοί και αμφίσημοι, αφήνοντας μεγάλα περιθώρια ερμηνείας τους. Οι ιερείς είχαν μακρά πείρα στην τέχνη της αόριστης, γριφώδους, αντιφατικής, ακόμα και πολυσήμαντης διατύπωσης των λόγων της Πυθίας. Συνήθως οι χρησμοί αυτοί είχαν ανάγκη περαιτέρω ερμηνείας, εργασία για την οποία οι χρησμολήπτες, μόλις επέστρεφαν στην πατρίδα τους, κατέφευγαν σε τοπικούς χρησμολόγους και εξηγητές.

Παράπονα των πιστών ότι ο θεός τούς παραπλάνησε με τα «σκοτεινά» και δυσερμήνευτα λόγια του, αναφέρονται πολλά από τους αρχαίους ιστορικούς. Αλλά στο τέλος ο θεός αποδεικνυόταν πάντοτε αληθινός, γιατί τελικά βρισκόταν μια διαφορετική ερμηνεία απ' αυτήν που είχε αρχικά πιστέψει ο μαντευόμενος. Έτσι, το λάθος δεν το απέδιδαν ποτέ στον θεό, αλλά στους ανθρώπους που είχαν παρερμηνεύσει τα λόγια του. Αυτό μπορεί να μην ικανοποιούσε τελικά τον ενδιαφερόμενο αλλά ασφαλώς γινόταν πιστευτό από τον πολύ κόσμο.

Τέλος, ακόμα και αν, παρ’ όλ’ αυτά, οι χρησμοί αποδεικνύονταν λανθασμένοι, το ίδιο το ιερατείο ή οι τοπικοί χρησμολόγοι κυκλοφορούσαν ψευδοχρησμούς ή μυθικά γεγονότα με τα οποία προσπαθούσαν να δώσουν πειστική εξήγηση για τη μαντική απάντηση της Πυθίας. Πρόκειται για τους χρησμούς που έχουν ονομαστεί υστερομαντείες ή εκ των υστέρων προφητείες, φαινόμενο σύνηθες, αν κρίνουμε από την πληθώρα τους σε όλη την αρχαία γραμματεία.

Είναι πάντως αδιαμφισβήτητη και συνάγεται από όλες τις αρχαίες πηγές που αναφέρονται στο θέμα, τουλάχιστον κατά τους αρχαϊκούς και τους κλασικούς χρόνους, η βαρύτητα και το κύρος των χρησμών στη ζωή και των πολιτειών και των ανθρώπων, από τους πιο απλοϊκούς ώς τους πιο πεπαιδευμένους. Αυτό ήταν φυσικά απόρροια της βαθιάς πίστης τους στην παρουσία του θεού και στην αλήθεια των λόγων του. Η αντίληψη αυτή, καθώς και η πεποίθηση ότι οι άνθρωποι δεν κατανοούν εύκολα και αμέσως τη βούληση των θεών, ήταν που προστάτευαν το κύρος του μαντείου και σε στιγμές αστοχίας. Ο Ηράκλειτος μας δίνει και εδώ το κλειδί για να εξηγήσουμε αυτήν την ακλόνητη πίστη των αρχαίων στους χρησμούς του Απόλλωνος: «Ὁ ἄναξ οὐ τό μαντεῖον ἐστι τό ἐν Δελφοῖς, οὔτε λέγει οὔτε κρύπτει ἀλλά σημαίνει»/ Ο βασιλιάς που έχει το μαντείο του στους Δελφούς ούτε μιλάει καθαρά ούτε κρύβει· μόνο δείχνει σημάδια. Το πρόβλημα λοιπόν βρίσκεται, όπως και σε όλες τις εποχές, στο γεγονός ότι εκείνοι που πρέπει να κατανοήσουν τα θεϊκά σημάδια δεν είναι θεοί, αλλά άνθρωποι.

Η φρικτή σφαγή των Μηλίων από τους Αθηναίους

Μια από τις μελανότερες στιγμές της Ελληνικής ιστορίας η οποία ήταν η σφαγή των Μηλίων από τους Αθηναίους κατά την διάρκεια του πελοποννησιακού πολέμου. Χάρη στον Θουκυδίδη έχουν διασωθεί τα γεγονότα που οδήγησαν σε αυτή την σφαγή Ελλήνων από Έλληνες.

Τo 416-415 π.Χ. ο Πελοποννησιακός Πόλεμος ευρίσκεται ήδη εις το 16ο έτος του και τίποτε δεν δείχνει ποια θα είναι η κατάληξή του, έντεκα, περίπου, χρόνια αργότερα - όταν τελείωσε με πλήρη νίκη της Σπάρτης και ήττα των Αθηνών.

Τότε, το 16ο έτος του πολέμου, οι Αθηναίοι, υπό τους στρατηγούς Κλεομήδη, γιο του Λυκομήδου και Τεισία γιο του Τεισιμάχου, εξεστράτευσαν κατά της νήσου Μήλου.

Είχαν μαζί τους τριάντα ιδικά τους πλοία και οκτώ συμμαχικά (έξι από τη Χίο και δύο από τη Λέσβο) και η στρατιωτική τους δύναμη απετελείτο από Αθηναίους μεν 1.200 οπλίτες, 300 τοξότες και 20 ιπποτοξότες, συμμάχους δε, κυρίως νησιώτες, 1.500 περίπου: συνολικά, δηλαδή είχαν μια δύναμη 3.000 περίπου ανδρών. Οι Μήλιοι -μας λέγει ο Θουκυδίδης- ήταν άποικοι των Λακεδαιμονίων και ηρνούντο να υποταχθούν στους Αθηναίους, όπως οι λοιποί νησιώτες. Και στην αρχή μεν του Πελοποννησιακού Πολέμου ετήρησαν ουδετερότητα και έμειναν ήσυχοι, έπειτα, όμως, πιεζόμενοι από τους Αθηναίους, που ερήμωναν το έδαφός των, περιήλθαν σε κατάσταση απροκαλύπτου πολέμου μετ' αυτών. Οι τελευταίοι, θέλοντας να ξεκαθαρίσουν -μια για πάντα- το πρόβλημα της Μήλου, εστρατοπέδευσαν έξω από τα τείχη της πόλεως και έστειλαν προς διαπραγμάτευση πρέσβεις, σε μια προσπάθεια ειρηνικής υποταγής της νήσου. Οι Μήλιοι δεν παρουσίασαν τους πρέσβεις ενώπιον του λαού, όπως γινόταν σε άλλες περιπτώσεις, αλλά, προφανώς φοβούμενοι μήπως ο λαός παρασυρθεί από τα επιχειρήματα των πρέσβεων και δεν λάβει τη σωστή απόφαση, εζήτησαν από αυτούς να εκθέσουν τον σκοπό της ελεύσεώς των προς τις αρχές του τόπου και το κυβερνητικό συμβούλιο της Μήλου.

Οι Αθηναίοι πρέσβεις, αρχίζοντας την ομιλία τους, είπαν ότι, αφού δεν πρόκειται να μιλήσουν ενώπιον του λαού, αλλά η συνδιάσκεψη θα είναι κλειστή, επιτρέπουν εις τους Μηλίους, αντί να περιμένουν το τέλος του λόγου των Αθηναίων, να απαντούν αμέσως σε κάθε σημείο του, στο οποίο διαφωνούν, εκθέτοντες την αντίθετη άποψή τους. Και ερώτησαν τους Μηλίους αν εγκρίνουν τον τρόπο αυτόν της συζητήσεως. Τότε άρχισε ένας από τους σημαντικότερους διαλόγους που έχει διασώσει η παγκόσμια Ιστορία. Πρόκειται για ένα κείμενο πολιτικού ρεαλισμού, όπως θα ιδούμε παρακάτω, από τα λίγα που μπορεί να βρει κανείς. Επί πλέον: είναι ένα από τα λίγα ιστορικά κείμενα, που έχουν διασωθεί υπό μορφήν διαλόγου - και όχι συνεχούς κειμένου ή αλλεπαλλήλων, έστω, δημηγοριών. Είναι δε ο μόνος διάλογος που περιλαμβάνεται στις "Ιστορίες" του Θουκυδίδη.

Δουλεία ή πόλεμος!

Στην αρχική παρατήρηση των Αθηναίων, οι Μήλιοι απάντησαν ειρωνικά ότι η μεγαλοφροσύνη της προτάσεώς των είναι αξία παντός επαίνου, έρχεται όμως σε αντίθεση με τα έργα των, δηλαδή με την πολεμική ενέργειά των, που ήδη έχει αρχίσει, ώστε η κατάληξη του διαλόγου θα είναι -κατά τη λογική των Αθηναίων, που θέλουν να είναι οι ίδιοι δικαστές των όσων θα λεχθούν- εάν μεν οι Μήλιοι ενδώσουν, η δουλεία, εάν δε δεν ενδώσουν, ο πόλεμος (που θα εσήμαινε, σε περίπτωση ήττας, την καταστροφή της πόλεως, τη σφαγή των αρρένων κατοίκων και τη δουλεία των γυναικοπαίδων). Είπαν, τότε, οι Αθηναίοι:
- Εάν ήλθατε στη διάσκεψη αυτή για να διεισδύσετε με εικασίες στα μυστικά του μέλλοντος ή για άλλον λόγο και όχι για να ιδείτε πώς μπορείτε να σώσετε το κράτος σας, αντιμετωπίζοντας κατά μέτωπον την παρούσα κατάσταση, τότε η συζήτηση μπορεί να παύσει. Αλλ' εάν ήλθατε για τον τελευταίον αυτόν σκοπόν, τότε να εξακολουθήσομε.
Μήλιοι: - Είναι φυσικό και συγγνωστό γι' ανθρώπους ευρισκομένους στη θέση μας, να προσφεύγουν σε πολλά επιχειρήματα και υποθέσεις. Αναγνωρίζομε, όμως, ότι αντικείμενο της συνδιασκέψεως αυτής είναι η σωτηρία μας και παρακαλούμε να διεξαχθεί η συζήτηση με τον τρόπο που προτείνετε.
Αθηναίοι: Έχει καλώς. Εμείς, εν τούτοις, δεν θα χρησιμοποιήσομε ωραίες φράσεις, υποστηρίζοντας με πολλά λόγια, που δεν πρόκειται να πείσουν κανένα, ή ότι την ηγεμονία μας αποκτήσαμε δικαίως, λόγω του ότι ενικήσαμε τους Πέρσες ή ότι επιδιώκομε την επανόρθωση αδικιών, οι οποίες έγιναν εις βάρος μας. Ζητούμε όμως και από σας να μη νομίσετε ότι θα μας πείσετε, ισχυριζόμενοι ή ότι ως άποικοι των Λακεδαιμονίων, δεν ελάβατε μέρος εις τον πόλεμο παρά το πλευρό μας, ή ότι δεν μας προξενήσατε κανένα κακό. Νομίζομε, αντιθέτως, ότι επιβάλλεται να επιδιώξομε, και σεις και εμείς, εκείνο που θεωρούμε αληθινά κατορθωτό, αφού, πραγματικά, και οι δύο γνωρίζομε ότι κατά τη συζήτηση των ανθρωπίνων πραγμάτων, το επιχείρημα της δικαιοσύνης έχει αξία μόνο μεταξύ ίσων, ότι, όμως, ο ισχυρός επιβάλλει ό,τι του επιτρέπει η δύναμή του και ο ασθενής παραχωρεί ό,τι του επιβάλλει η αδυναμία του.
(Σημ.: Στις λίγες αυτές λέξεις των Αθηναίων, όπως τις μεταδίδει ο Θουκυδίδης, περιέχεται όλη η θεωρία του πολιτικού ρεαλισμού αλλά και η θεωρία της Δημοκρατίας, κατά την οποία η αρχή της ισότητος αποτελεί τη βάση της Δικαιοσύνης).
Μήλιοι: Αλλ' αφού αναγκαζόμεθα να μιλήσομε για το συμφέρον, το οποίο εθέσατε ως βάση της συζητήσεως, παραμερίζοντας το δίκαιο, εμείς τουλάχιστον θεωρούμε χρήσιμο να μην παραγνωρίσετε το κοινό συμφέρον αλλά ν' αναγνωρισθεί ότι για τον εκάστοτε κινδυνεύοντα, το εύλογο είναι και δίκαιο και να επιτραπεί σ' αυτόν να επιδιώξει, με την πειθώ, μερικά ωφελήματα και πέραν του αυστηρού δικαίου. Αυτό, εξ άλλου, συμφέρει και σας εξ ίσου, αφού, αν ποτέ ηθέλατε ηττηθεί, η τιμωρία σας θα ήταν τόσο μεγάλη, ώστε να μπορεί να χρησιμεύσει στους άλλους ως παράδειγμα.
Αθηναίοι: Αλλά εμείς δεν ανησυχούμε για ενδεχομένη κατάλυση της ηγεμονίας μας. Γιατί επίφοβοι για τους ηττηθέντες δεν είναι εκείνοι που, όπως οι Λακεδαιμόνιοι, έχουν συνηθίσει ν' ασκούν ηγεμονία σε άλλους (άλλωστε, δεν έχομε, σήμερα, να κάνομε με τους Λακεδαιμονίους) αλλά ο πραγματικός κίνδυνος προέρχεται από ενδεχομένη εξέγερση κατά των ασκούντων την ηγεμονία και επικράτηση των υπηκόων των. Και τη φροντίδα μεν της αντιμετωπίσεως τέτοιων κινδύνων, μπορείτε να την αφήσετε σ' εμάς. Αλλά θέλομε ν' αποδείξομε, ακριβώς, ότι ήλθαμε εδώ για το συμφέρον της ηγεμονίας μας και ότι σκοπός των όσων θα ειπούμε είναι η σωτηρία της πόλεώς σας. Διότι επιθυμούμε να επιτύχομε την εφ' υμών ηγεμονία ακόπως και να μην καταστραφείτε, προς το κοινόν συμφέρον και των δύο μας.

Σας θέλουμε "εχθρούς"

Μήλιοι: Αλλά πώς είναι δυνατόν να είναι εξ ίσου συμφέρον για εμάς να γίνομε δούλοι, και συγχρόνως να είναι δικό σας συμφέρον να γίνετε κυρίαρχοί μας;
Αθηναίοι: Διότι σας παρέχεται η ευκαιρία να υποταχθείτε, αποφεύγοντας τα έσχατα δεινά, εμείς δε, θα ωφεληθούμε μη καταστρέφοντάς σας.
Μήλιοι: Ώστε, δεν θα μας δεχθείτε να είμεθα φίλοι σας και όχι εχθροί σας, αλλά να διατηρήσομε την ειρήνη και την ουδετερότητά μας;
Αθηναίοι: Όχι. Γιατί η έχθρα σας μας βλάπτει πολύ λιγότερο από τη φιλία σας. Και τούτο διότι εις τα όμματα των υπηκόων μας, η φιλία σας θα είναι τεκμήριο αδυναμίας, ενώ το μίσος σας θα είναι τεκμήριο ότι είμαστε ισχυροί.
Μήλιοι: Ώστε, λοιπόν, τέτοια αντίληψη του πρέποντος έχουν οι υπήκοοί σας, ώστε να θέτουν σε ίση μοίρα εκείνους, που δεν συνδέονται με σας με κανένα δεσμό, με εκείνους που είτε είναι άποικοί σας, όπως συμβαίνει με τους περισσότερους, είτε μετέπεσαν σε τάξη υπηκόων γιατί αποστάτησαν;
Αθηναίοι: Όσον αφορά στα επί του δικαίου στηριζόμενα επιχειρήματα, θεωρούμε ότι και σεις και εμείς δεν στερούμεθα τέτοιων, νομίζουμε όμως ότι όσοι διατηρούν την ελευθερία των οφείλουν τούτο στη δύναμή των, εμείς δε δεν επιτιθέμεθα κατ' αυτών, ένεκα φόβου.
(Σημ.: Άλλο σοβαρό δίδαγμα πολιτικού ρεαλισμού και διεθνούς πολιτικής: Αν θέλεις να διατηρήσεις την ελευθερία σου, φρόντιζε να είσαι ισχυρός. Γιατί, όπως η φύση, έτσι και η πολιτική δεν ανέχεται το κενόν. Όταν οι άλλοι ανακαλύψουν ότι είσαι αδύνατος, θα σπεύσουν να σου στερήσουν την ελευθερία σου κατά τον έναν ή τον άλλο τρόπο).
Ώστε, η υποταγή σας, αφού άλλωστε και νησιώτες είσαστε και ασθενέστεροι από άλλους, όχι μόνο θα επεξέτεινε την ηγεμονία μας, αλλά και θα απεδείκνυε ότι δεν είσθε ανώτεροι από εμάς, που είμαστε κυρίαρχοι της θαλάσσης.
Μήλιοι: Αλλά δεν νομίζετε, ότι τέτοια ασφάλεια παρέχει η πολιτική, που εμείς προτείνομε; Γιατί οφείλομε και πάλι, αφού μας βγάζετε από το έδαφος των επί του δικαίου στηριζομένων επιχειρημάτων και μας επιβάλλετε να υποταχθούμε στο συμφέρον σας, να σας εξηγήσομε ποιο είναι το δικό μας συμφέρον και να προσπαθήσομε να σας πείσομε να το αποδεχθείτε, αν τούτο συμβαίνει να είναι συγχρόνως και δικό σας. Διότι, πώς είναι δυνατόν να μην κάνετε εχθρούς σας, όσους τυχόν είναι σήμερα ουδέτεροι, όταν, βλέποντας αυτοί την τύχη μας, αντιληφθούν, ότι θα έλθει ημέρα, κατά την οποία θα επιτεθείτε και κατ' αυτών; Και με την πολιτική σας αυτή, τι άλλο κατορθώνετε, παρά να ενισχύσετε εκείνους που είναι ήδη εχθροί σας και να στρέψετε εναντίον σας, παρά τη θέλησή των, εκείνους που ούτε σκέφθηκαν ποτέ να γίνουν εχθροί σας;
Αθηναίοι: Καθόλου. Διότι επικίνδυνοι εχθροί μας δεν είναι κυρίως όσοι, κατοικώντας επί της στερεάς, απολαύουν ασφαλώς την ελευθερία των και, ως εκ τούτου πολύ θα σκεφθούν πριν λάβουν προφυλακτικά εναντίον μας μέτρα, αλλ' οι νησιώτες, και όσοι απ' αυτούς είναι ανεξάρτητοι όπως σεις, και όσοι είναι ήδη ερεθισμένοι λόγω της ακουσίας υποταγής των υπό την κυριαρχία μας. Γιατί αυτοί παρασυρόμενοι, συνήθως, από απερισκεψία, είναι δυνατόν να περιαγάγουν και τους εαυτούς των και εμάς σε προφανή κίνδυνο.

"Πριν γίνουμε δούλοι"

Μήλιοι: Αλλ' εάν αντιμετωπίζετε μεγάλους κινδύνους, και σεις για να μη στερηθείτε της ηγεμονίας σας και οι ήδη υπήκοοί σας για ν' απαλλαγούν από αυτήν, είναι προφανές ότι εμείς, που είμαστε ακόμη ελεύθεροι, θα είμαστε πολύ ποταποί και άνανδροι εάν δεν δοκιμάζαμε τα πάντα προτού γίνομε δούλοι.
Αθηναίοι: Όχι, εάν θελήσετε μόνο να σκεφθείτε νηφάλια. Διότι δεν ανταγωνίζεσθε προς ίσους περί ανδρείας, ώστε η υποχώρησή σας να συνεπάγεται καταισχύνη αλλά πρόκειται να σκεφθήτε για την ίδια τη σωτηρία μας, η οποία θα έλθει αν αποφύγετε ν' αντιταχθήτε στους πολύ ισχυροτέρους.
Μήλιοι: Γνωρίζομε όμως ότι κάποτε οι τύχες του πολέμου επιμερίζονται με περισσότερη ισότητα μεταξύ των αντιπάλων, από όσο θα μπορούσε κανείς να περιμένει αποβλέποντας στην άνιση δύναμή τους. Και για εμάς, η μεν άμεση υποχώρηση σημαίνει απώλεια κάθε ελπίδας, ενώ, αν πολεμήσομε, υπάρχει ακόμη ελπίδα να μείνομε σώοι.
Αθηναίοι: Η ελπίδα είναι πράγματι παρηγοριά σε ώρα κινδύνου και όσες φορές κανείς, στηριζόμενος σ' αυτήν, διακινδυνεύει μόνο ό,τι έχει ως περίσσευμα, τότε αυτή φέρει μεν βλάβη αλλ' όχι και πλήρη καταστροφή. Αλλ' όταν η άκρατη φύση της ελπίδας παρασύρει κάποιον στο να ρίξει τον περί των όλων κύβο, τότε μόνο αντιλαμβάνεται αυτός την αληθινή φύση της, όταν η καταστροφή έχει ήδη επέλθει και, όταν ο παθών λάβει την πείρα της, τίποτε δεν έχει πλέον απομείνει για να προφυλαχθεί εναντίον της. Μη θελήσετε να πάθετε τούτο σεις που είσθε ασθενείς και των οποίων η ύπαρξη εξαρτάται από μια ροπή της πλάστιγγος. Και μην κάμετε όπως οι πολλοί, που ενώ μπορούν ακόμη να σωθούν με ανθρώπινα μέσα, μόλις περιέλθουν σε αμηχανία και εγκαταλειφθούν από τις φανερές ελπίδες καταφεύγουν σε ελπίδες χιμαιρικές, τη μαντική και τους χρησμούς και άλλα παρόμοια, όσα, διεγείροντας ελπίδες, οδηγούν στον όλεθρο.
Μήλιοι: Να είσθε βέβαιοι ότι και εμείς αντιλαμβανόμεθα πόσο δύσκολο είναι ν' αγωνισθούμε κατά της δυνάμεώς σας συγχρόνως και κατά της τύχης, εάν αυτή δεν είναι αμερόληπτη. Πιστεύομε όμως, ως προς μεν την τύχη, ότι δεν θα τεθούμε από τους θεούς σε θέση μειονεκτική, αφού, ενώ είμαστε ευσεβείς, αντιμετωπίζομε αδίκους, ως προς δε την ανεπάρκεια των δυνάμεών μας, ότι θα τη συμπληρώσει η ομοσπονδία των Λακεδαιμονίων, που είναι υποχρεωμένη να μας βοηθήσει, και αν όχι για άλλο λόγο, τουλάχιστον και χάρη στη συγγένειά μας προς αυτούς και από εντροπή. Και γι' αυτό, το θάρρος μας δεν είναι τόσο παράλογο, όσο ίσως υποθέτετε.

Όλα για το συμφέρον

Αθηναίοι: Αλλά και εμείς νομίζομε, ότι δεν θα μας λείψει η εύνοια των θεών. Διότι, εις ό,τι ζητούμε και πράττομε, καθόλου δεν απομακρυνόμεθα από ό,τι οι άνθρωποι πιστεύουν εν σχέσει προς τις θρησκευτικές των πεποιθήσεις ή από τις ανθρώπινες επιθυμίες και τους σκοπούς των. Καθόσον, ως προς τους θεούς μεν πιστεύομε, ως προς δε τους ανθρώπους καλώς γνωρίζομε, ότι, ωθούμενοι από ακάθεκτη φυσική ορμή, άρχουν παντού, όπου η δύναμή των είναι επικρατέστερη. Τον νόμο αυτόν, ούτε εμείς εθέσαμε, ούτε πρώτοι εμείς εφαρμόσαμε. Τον ευρήκαμε ισχύοντα και θα τον κληροδοτήσομε ισχύοντα αιωνίως, γνωρίζοντας ότι και σεις, επίσης, και κάθε άλλος, εάν είχατε όση εμείς δύναμη, θα εκάμνατε το ίδιο. Και ως προς μεν την ευμένεια των θεών, έχομε έτσι κάθε λόγο να μη φοβόμαστε ότι θα βρεθούμε σε μειονεκτική θέση. Όσον αφορά όμως στις προσδοκίες σας για τους Λακεδαιμονίους, με βάση τις οποίες πιστεύετε ότι αυτοί θα σας βοηθήσουν ωθούμενοι από το αίσθημα της δικής τους τιμής, εάν μακαρίζομε την απλότητά σας, δεν ζηλεύομε, όμως την ανοησία σας. Διότι αναγνωρίζομε, πράγματι, ότι οι Λακεδαιμόνιοι απέναντι στους εαυτούς των και τους εγχωρίους θεσμούς των δείχνονται κατ' εξοχήν ευάρεστοι, ως προς τη συμπεριφορά των όμως απέναντι των άλλων, μολονότι πολλά θα είχε κανείς να ειπεί, μπορεί πολύ καλά να τα συγκεφαλαιώσει λέγοντας ότι διακρίνονται περισσότερο από όλους τους ανθρώπους που γνωρίζομε, ως ταυτίζοντες το ευχάριστο με το έντιμο και το συμφέρον με το δίκαιον. Και τέτοια αντίληψη, ελάχιστα με την αλήθεια ανταποκρίνεται προς τις παρούσες ανόητες ελπίδες σας σωτηρίας.
Μήλιοι: Αλλ' εμείς, ένεκα ακριβώς του λόγου αυτού πιστεύομε, προ πάντων, ότι οι Λακεδαιμόνιοι, χάριν του ιδίου του συμφέροντός των, δεν θα θελήσουν να εγκαταλείψουν τους Μηλίους, που είναι άποικοί των, και να καταστούν έτσι προς μεν τους Έλληνες φίλους των ύποπτοι, προς δε τους εχθρούς των ωφέλιμοι.
Αθηναίοι: Αλλά, δεν νομίζετε ότι το συμφέρον συμβαδίζει με την ασφάλεια, ενώ η άσκηση της δικαιοσύνης και της τιμής συνεπάγεται κινδύνους, τους οποίους οι Λακεδαιμόνιοι αποφεύγουν, ως επί το πλείστον, ν' αντιμετωπίζουν;
Μήλιοι: Αλλά και τους κινδύνους τούτους φρονούμε ότι θ' αναλάβουν οι Λακεδαιμόνιοι προθυμότερα χάριν ημών και ότι θα θεωρήσουν αυτούς λιγότερο επισφαλείς, παρά αν επρόκειτο ν' αναληφθούν χάριν άλλων, καθόσον, εάν λάβομε ανάγκη της συνδρομής των, ευρισκόμεθα πλησίον της Πελοποννήσου και, ένεκα της κοινότητος των πολιτικών φρονημάτων, είμαστε άξιοι περισσότερης εμπιστοσύνης από άλλους.

Το ψευδές αίσθημα της τιμής!

Αθηναίοι: Αλλ' εκείνο στο οποίο εμπιστεύεται ο προσκαλούμενος ν' αγωνισθεί παρά το πλευρόν άλλου, δεν είναι η εύνοια του προσκαλούντος, αλλ' η τυχόν υπεροχή αυτού σε πραγματική δύναμη. Στην υπεροχή αυτή αποβλέπουν, πολύ περισσότερο μάλιστα από κάθε άλλον, οι Λακεδαιμόνιοι, οι οποίοι τόσο λίγο εμπιστεύονται τα δικά τους μέσα, ώστε μόνο μετά πολλών συμμάχων εκστρατεύουν εναντίον των γειτόνων των. Και για τον λόγο αυτόν, δεν είναι πιθανόν ότι θα διαπεραιωθούν σε νήσο, εφ' όσον εμείς κυριαρχούμε στη θάλασσα.
Μήλιοι: Αλλ' έχουν συμμάχους, τους οποίους μπορούν να στείλουν. Το Κρητικό πέλαγος, εξ άλλου, είναι ευρύ και η δι' αυτού σωτηρία αυτών που θέλουν να διαφύγουν την προσοχή ευκολότερη παρά τη σύλληψή των από τους κυριαρχούντες στη θάλασσα. Αλλά και αν απετύγχαναν σ' αυτό, θα μπορούσαν να στραφούν κατά του δικού σας εδάφους και εναντίον των λοιπών συμμάχων σας, μέχρι των οποίων δεν έφθασε τυχόν ο Βρασίδας.
[Σημ. Λακεδαιμόνιος στρατηγός, ο οποίος το 8ον έτος του Πελοποννησιακού Πολέμου (424-423 π.Χ.) εξεστράτευσε στη Χαλκιδική και κατέλαβε την Αμφίπολη κ.λπ.].
Και τότε θα έχετε ν' αγωνισθείτε όχι για την κατάκτηση χώρας που δεν σας ανήκει, αλλά για πράγματα που σας ενδιαφέρουν αμεσότερα, δηλαδή για την άμυνα των δικών σας συμμάχων και της δικής σας γης.
Αθηναίοι: Είναι ενδεχόμενο να συμβεί το ένα ή το άλλο από αυτά. Αλλά από τέτοια ενδεχόμενα έχομε εμείς ήδη πείρα. Εξ άλλου, δεν αγνοείτε και σεις, ότι οι Αθηναίοι ποτέ δεν απεσύρθησαν από καμιά πολιορκία από φόβο τρίτου. Παρατηρούμε εν τούτοις, με λύπη μας, ότι, μολονότι εδηλώσατε ότι κυρία μέριμνά σας θα είναι η σωτηρία της πόλεώς σας, σε όλη αυτή τη μακρά συζήτηση δεν είπατε τίποτε επί του οποίου στηριζόμενος εχέφρων άνθρωπος θα ενόμιζε ότι μπορεί να σωθεί. Αλλά το ισχυρότατο έρεισμά σας είναι μελλοντικές ελπίδες, ενώ τα υπάρχοντα μέσα σας, αντιπαραβαλλόμενα προς ό,τι ευρίσκεται ήδη παραταγμένο εναντίον σας, είναι ανεπαρκή για να σας εξασφαλίσουν τη σωτηρία. Και θα δείξετε πολύ παραλογισμό εάν, αφού αποσυρθούμε, δεν θελήσετε, όπως έχετε ακόμη καιρό, να φθάσετε σε διαφορετική απόφαση, σωφρονέστερη από την παρούσα στάση σας. Διότι δεν μπορούμε να υποθέσομε ότι θα τείνετε το αυτί σας προς το ψευδές εκείνο αίσθημα τιμής, το οποίο καταστρέφει τόσες φορές τους ανθρώπους, όταν αντιμετωπίζουν κινδύνους προφανείς και γι' αυτό ατιμωτικούς.
Γιατί πολλούς -μολονότι μπορούν ακόμη να ιδούν εγκαίρως πού φέρονται- παρασύρει η καλουμένη τιμή, με το δελεαστικό της όνομα, ώστε, γινόμενοι θύματα μιας λέξεως, να περιπέσουν πράγματι εκουσίως σε αθεράπευτες συμφορές και να επισύρουν επί πλέον, από μόνοι των, αίσχος, που είναι τόσο μάλλον ατιμωτικό, όσο είναι αποτέλεσμα μωρίας και όχι ατυχίας. Τούτο θ' αποφύγετε σεις, εάν δειχθήτε φρόνιμοι. Ούτε θα θεωρήσετε εξευτελιστικό να υποκύψετε σε μεγάλη δύναμη, η οποία σας προτείνει όρους επιεικείς, προσφέροντας σε σας να γίνετε σύμμαχοί της και να διατηρήσετε τη χώρα σας, καταβάλλοντας φόρο υποτελείας. Και όταν σας δίνεται η εκλογή μεταξύ πολέμου και ασφαλείας, δεν θα θεωρήσετε ότι η αξιοπρέπεια σας επιβάλλει να επιμείνετε ισχυρογνωμόνως στη χειρότερη λύση. Καθόσον, εκείνοι συνήθως ευδοκιμούν, όσοι απέναντι μεν των ίσων δεν υποκύπτουν, προς δε τους ανωτέρους συμπεριφέρονται καλώς και προς τους υποδεεστέρους δείχνονται επιεικείς. Σκεφθείτε λοιπόν εκ νέου, όταν εμείς αποσυρθούμε, και μη λησμονείτε ότι πρόκειται να κρίνετε για την τύχη της μιας και μόνης πατρίδος σας και με μια απόφαση, από την οποία εξαρτάται η καλή ή κακή της τύχη.

Μετά το μάθημα αυτό πολιτικού ρεαλισμού, οι Αθηναίοι απεχώρησαν από τη συνδιάσκεψη και περίμεναν την απάντηση των Μηλίων. Και οι Μήλιοι, αφού διασκέφθηκαν για λίγο μόνοι τους, απήντησαν τα εξής: "Ούτε την πρώτη απόφασή μας μεταβάλλομε, Αθηναίοι, ούτε θα θελήσομε, εις διάστημα ολίγων στιγμών, να στερηθούμε την ελευθερία πόλεως, την οποία κατοικούμε επί επτακόσια ήδη έτη. Στηριζόμενοι τουναντίον και εις την τύχη, η οποία, κατά θεία συγκατάβαση, μας επροφύλαξε μέχρι τώρα, και εις την βοήθεια των ανθρώπων και δη των Λακεδαιμονίων, θα προσπαθήσουμε να σωθούμε. Σας προτείνομε, όμως, να δεχθήτε τη φιλία και ουδετερότητά μας και ν' αποσυρθήτε από το έδαφός μας, αφού συνομολογήσομε ειρήνη, η οποία θα κριθεί συμφέρουσα για αμφοτέρους."

Η απάντηση αυτή των Μηλίων δεν ήταν εντελώς στερημένη βάσεως - μολονότι πολύ ριψοκίνδυνη εν όψει της θανάσιμης απειλής, που επικρεμόταν επί των κεφαλών των. Και τούτο γιατί και προηγουμένως, κατά το έκτο έτος του Πελοποννησιακού Πολέμου (426-425 π.Χ.), οι Αθηναίοι είχαν επιχειρήσει κατά της Μήλου, στέλνοντας μοίρα εξήντα πλοίων και δύο χιλιάδες οπλίτες, υπό την αρχηγία του Νικίου, γιου του Νικηράτου. Ήθελαν να εξαναγκάσουν τους Μηλίους να ταχθούν με το μέρος τους στον πόλεμο αλλ' αυτοί, αν και νησιώτες, ηρνούντο να υποταχθούν στους Αθηναίους και δεν ήθελαν να λάβουν μέρος στη συμμαχία των. Επειδή όμως, μολονότι οι Αθηναίοι ερήμωναν τη γη των, οι Μήλιοι δεν υπέκυπταν, οι πρώτοι απέπλευσαν τότε, το έκτο έτος του πολέμου, από τη Μήλο και εστράφησαν σε άλλες πολεμικές επιχειρήσεις στον Ωρωπό, στην Τανάγρα κ.λπ. Τώρα όμως, το 16ο έτος του πολέμου, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Και οι Αθηναίοι, αποχωρώντας τώρα οριστικά από τη συνδιάσκεψη, είπαν: "Εάν κρίνομε λοιπόν από την απόφασή σας αυτή, είσθε οι μόνοι, οι οποίοι κρίνετε καθαρότερα τα μέλλοντα παρά τα προ των οφθαλμών σας ευρισκόμενα και, παρασυρόμενοι από την επιθυμία σας, βλέπετε τα αόρατα, σαν να είχαν πραγματοποιηθεί ήδη. Εστηρίξατε τα πάντα εις τους Λακεδαιμονίους, και τύχη και ελπίδες, και θα χάσετε τα πάντα".

...Φρικτή σφαγή

Οι Αθηναίοι πρέσβεις επέστρεψαν εις το στρατόπεδο και οι στρατηγοί, αφού ήταν πλέον βέβαιο, ότι οι Μήλιοι δεν υποχωρούν, άρχισαν αμέσως να κατασκευάζουν τείχος γύρω από την πόλη των Μηλίων, αφού κατένειμαν το έργο μεταξύ των αποσπασμάτων των διαφόρων πόλεων. Όταν ετελείωσαν το τείχος, άφησαν απόσπασμα αθηναϊκού και συμμαχικού στρατού για να πολιορκεί από ξηρά και θάλασσα την πόλη και ανεχώρησαν, με το μεγαλύτερο μέρος του στρατού. Επωφεληθέντες οι Μήλιοι, κατέλαβαν με νυκτερινή έφοδο το μέρος του περιτειχίσματος των Αθηναίων, όπου ήταν η αγορά των, εφόνευσαν μερικούς Αθηναίους και αφού εισήγαγαν στην πόλη των σίτο και όσα άλλα χρήσιμα μπόρεσαν, απεσύρθησαν και έμειναν αδρανούντες. Έπειτα από αυτό οι Αθηναίοι εβελτίωσαν την επιτήρησή τους. Έτσι, τελείωσε το θέρος.

Κατά τον επακολουθήσαντα χειμώνα, οι Μήλιοι κατέλαβαν πάλι και άλλο μέρος του αθηναϊκού περιτειχίσματος, το οποίο εφρουρείτο από ανεπαρκή δύναμη. Μετά από αυτό, εστάλη από την Αθήνα και άλλος στρατός υπό την αρχηγία του Φιλοκράτους, γιου του Δημέου. Ο αποκλεισμός έγινε πλέον στενότατος και συγχρόνως μερικοί από τους Μηλίους ήλθαν σε μυστικές συνεννοήσεις με τους Αθηναίους. Φαίνεται, ότι όλοι οι Μήλιοι δεν ήταν σύμφωνοι με την αδιάλλακτη στάση των αρχόντων των. Έτσι, τελικά οι Μήλιοι αναγκάσθηκαν να παραδοθούν στη διάκριση των Αθηναίων. Και αυτοί κατέσφαξαν όλους τους ενηλίκους άνδρες, ενώ τα γυναικόπαιδα επούλησαν ως δούλους. Έπειτα δε, έστειλαν πεντακοσίους Αθηναίους πολίτες και εποίκισαν τη Μήλο με νέο πληθυσμό.

Μία από τις σκληρότερες γενοκτονίες της αρχαίας ελληνικής ιστορίας είχε συντελεσθεί. Και απετέλεσε ένα στίγμα της Αθηναϊκής Συμπολιτείας, που τόσο προωθημένη ήταν, από πολλές απόψεις, στον πολιτισμό. Πέραν αυτού όμως, ο διάλογος Αθηναίων και Μηλίων έμεινε στην ιστορία ως μοναδικό δείγμα πολιτικού ρεαλισμού (ίσως και κυνισμού, αναλόγως του πώς θα το ιδεί κανείς) από πλευράς Αθηναίων. Και στη σημερινή εποχή βλέπουμε περιπτώσεις, όπου οι λόγοι των Αθηναίων θα μπορούσαν να είχαν ειπωθεί από συγχρόνους πολιτικούς και στρατιωτικούς μεγάλων δυνάμεων.