ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
49 Ἐγένοντο Λήδᾳ Θεστιάδι τρεῖς παρθένοι,
50 Φοίβη Κλυταιμήστρα τ᾽, ἐμὴ ξυνάορος,
Ἑλένη τε· ταύτης οἱ τὰ πρῶτ᾽ ὠλβισμένοι
μνηστῆρες ἦλθον Ἑλλάδος νεανίαι.
δειναὶ δ᾽ ἀπειλαὶ καὶ κατ᾽ ἀλλήλων φόνος
ξυνίσταθ᾽, ὅστις μὴ λάβοι τὴν παρθένον.
55 τὸ πρᾶγμα δ᾽ ἀπόρως εἶχε Τυνδάρεῳ πατρί,
δοῦναί τε μὴ δοῦναί τε, τῆς τύχης ὅπως
ἅψαιτ᾽ ἄριστα. καί νιν εἰσῆλθεν τάδε·
ὅρκους συνάψαι δεξιάς τε συμβαλεῖν
μνηστῆρας ἀλλήλοισι καὶ δι᾽ ἐμπύρων
60 σπονδὰς καθεῖναι κἀπαράσασθαι τάδε·
ὅτου γυνὴ γένοιτο Τυνδαρὶς κόρη,
τούτῳ ξυναμυνεῖν, εἴ τις ἐκ δόμων λαβὼν
οἴχοιτο τόν τ᾽ ἔχοντ᾽ ἀπωθοίη λέχους,
κἀπιστρατεύσειν καὶ κατασκάψειν πόλιν
65 Ἕλλην᾽ ὁμοίως βάρβαρόν θ᾽ ὅπλων μέτα.
ἐπεὶ δ᾽ ἐπιστώθησαν —εὖ δέ πως γέρων
ὑπῆλθεν αὐτοὺς Τυνδάρεως πυκνῇ φρενί—
δίδωσ᾽ ἑλέσθαι θυγατρὶ μνηστήρων ἕνα,
ὅτου πνοαὶ φέροιεν Ἀφροδίτης φίλαι.
70 ἣ δ᾽ εἵλεθ᾽, ὅς σφε μήποτ᾽ ὤφελεν λαβεῖν,
Μενέλαον. ἐλθὼν δ᾽ ἐκ Φρυγῶν ὁ τὰς θεὰς
κρίνων ὅδ᾽, ὡς ὁ μῦθος Ἀργείων ἔχει,
Λακεδαίμον᾽, ἀνθηρὸς μὲν εἱμάτων στολῇ
χρυσῷ τε λαμπρός, βαρβάρῳ χλιδήματι,
75 ἐρῶν ἐρῶσαν ᾤχετ᾽ ἐξαναρπάσας
Ἑλένην πρὸς Ἴδης βούσταθμ᾽, ἔκδημον λαβὼν
Μενέλαον· ὃ δὲ καθ᾽ Ἑλλάδ᾽ οἰστρήσας δρόμῳ
ὅρκους παλαιοὺς Τυνδάρεω μαρτύρεται,
ὡς χρὴ βοηθεῖν τοῖσιν ἠδικημένοις.
80 τοὐντεῦθεν οὖν Ἕλληνες ᾄξαντες δορί,
τεύχη λαβόντες στενόπορ᾽ Αὐλίδος βάθρα
ἥκουσι τῆσδε, ναυσὶν ἀσπίσιν θ᾽ ὁμοῦ
ἵπποις τε πολλοῖς ἅρμασίν τ᾽ ἠσκημένοι.
κἀμὲ στρατηγεῖν †κἆτα Μενέλεω χάριν†
85 εἵλοντο, σύγγονόν γε. τἀξίωμα δὲ
ἄλλος τις ὤφελ᾽ ἀντ᾽ ἐμοῦ λαβεῖν τόδε.
ἠθροισμένου δὲ καὶ ξυνεστῶτος στρατοῦ
ἥμεσθ᾽ ἀπλοίᾳ χρώμενοι κατ᾽ Αὐλίδα.
Κάλχας δ᾽ ὁ μάντις ἀπορίᾳ κεχρημένοις
90 ἀνεῖλεν Ἰφιγένειαν ἣν ἔσπειρ᾽ ἐγὼ
Ἀρτέμιδι θῦσαι τῇ τόδ᾽ οἰκούσῃ πέδον,
καὶ πλοῦν τ᾽ ἔσεσθαι καὶ κατασκαφὰς Φρυγῶν
[θύσασι, μὴ θύσασι δ᾽ οὐκ εἶναι τάδε].
κλύων δ᾽ ἐγὼ ταῦτ᾽, ὀρθίῳ κηρύγματι
95 Ταλθύβιον εἶπον πάντ᾽ ἀφιέναι στρατόν,
ὡς οὔποτ᾽ ἂν τλὰς θυγατέρα κτανεῖν ἐμήν.
οὗ δή μ᾽ ἀδελφὸς πάντα προσφέρων λόγον
ἔπεισε τλῆναι δεινά. κἀν δέλτου πτυχαῖς
γράψας ἔπεμψα πρὸς δάμαρτα τὴν ἐμὴν
100 στέλλειν Ἀχιλλεῖ θυγατέρ᾽ ὡς γαμουμένην,
τό τ᾽ ἀξίωμα τἀνδρὸς ἐκγαυρούμενος,
συμπλεῖν τ᾽ Ἀχαιοῖς οὕνεκ᾽ οὐ θέλοι λέγων,
εἰ μὴ παρ᾽ ἡμῶν εἶσιν εἰς Φθίαν λέχος·
πειθὼ γὰρ εἶχον τήνδε πρὸς δάμαρτ᾽ ἐμήν,
105 [ψευδῆ συνάψας ἀντὶ παρθένου γάμον.
μόνοι δ᾽ Ἀχαιῶν ἴσμεν ὡς ἔχει τάδε
Κάλχας Ὀδυσσεὺς Μενέλεώς θ᾽. ἃ δ᾽ οὐ καλῶς
ἔγνων τότ᾽, αὖθις μεταγράφω καλῶς πάλιν
εἰς τήνδε δέλτον, ἣν κατ᾽ εὐφρόνης σκιὰν
110 λύοντα καὶ συνδοῦντά μ᾽ εἰσεῖδες, γέρον.
ἀλλ᾽ εἶα χώρει τάσδ᾽ ἐπιστολὰς λαβὼν
πρὸς Ἄργος. ἃ δὲ κέκευθε δέλτος ἐν πτυχαῖς,
λόγῳ φράσω σοι πάντα τἀγγεγραμμένα·
114 πιστὸς γὰρ ἀλόχῳ τοῖς τ᾽ ἐμοῖς δόμοισιν εἶ.]
***
ΣΚΗΝΗ: Το στρατόπεδο των Αχαιών στην Αυλίδα· στη μέση, η σκηνή του Αγαμέμνονα.
Ο Αγαμέμνονας στέκεται μπροστά στη σκηνή του.
ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ
49 Τρεις θυγατέρες έκαμε του Θέστιου
50 η κόρη η Λήδα: Φοίβη, Κλυταιμήστρα
κι Ελένη· η Κλυταιμήστρα ταίρι μου είναι·
για την Ελένη πήγανε μνηστήρες
τα πρώτα της Ελλάδας αρχοντόπουλα.
Και τρομερές ξεστόμιζαν φοβέρες
και φόνο ανάμεσά τους μελετούσαν·
ο καθείς, αν δε θα ᾽παιρνε τη νύφη.
Δύσκολη η θέση του Τυνδάρεου ήταν
του πατέρα της· πώς το πράμα τούτο,
δίνοντας ή μη δίνοντας την κόρη,
θα βόλευε καλύτερα. Και τέλος
βρήκε: οι μνηστήρες να ορκιστούν, να δώσουν
60 τα χέρια, στους βωμούς σπονδές να ρίξουν,
να βεβαιώσουν ότι, όποιου γυναίκα
κι αν γίνει η θυγατέρα του Τυνδάρεου,
θα βοηθήσουν τον άντρ᾽ αυτόν, αν κάποιος
του την αρπάξει από το σπίτι κι έτσι
απ᾽ τη νόμιμη κλίνη τον στερήσει,
τον άρπαγα ότι με όπλα θα χτυπήσουν
κι ότι θα του γκρεμίσουνε τη χώρα,
ελληνική, βαρβαρική, ό,τι να ᾽ναι.
Μετά απ᾽ τη δέσμευση —έτσι ωραία ο γέρος
με το γερό μυαλό τούς τύλιξε όλους—
την κόρη αφήνει, όποιου η γλυκιά τη σύρει
ερωτική πνοή, σ᾽ αυτόν να πάει.
70 Κι εκείνη το Μενέλαο, που μακάρι
ποτέ να μην την έπαιρνε, διαλέγει.
Κι όταν στη Λακεδαίμονα απ᾽ την Τροία
έφτασε κείνος που, όπως λεν οι Αργείοι,
μπήκε στις θεές κριτής, λαμποκοπώντας
από χρυσαφικά, βαρβάρων λούσα,
άρπαξε την Ελένη —την ποθούσε
και τον ποθούσε— κι έφυγε στις στάνες
της Ίδης. Ο Μενέλαος ήταν τότε
στα ξένα. Σαν τρελός με βία γυρίζει
την Ελλάδα, τους όρκους του Τυνδάρεου
θυμίζει τους παλιούς, και λέει πως πρέπει
να τον βοηθήσουν σαν αδικημένον.
80 Πόλεμο τότε οι Έλληνες σηκώνουν,
αδράχνουν τα όπλα κι έρχονται δω πέρα,
στο στενό της Αυλίδας, με καράβια,
με πλήθος άρματα, άλογα κι ασπίδες.
Και διάλεξαν εμένα στρατηγό τους,
γιατί αδερφός εγώ ᾽μαι του Μενέλαου.
Κάλλιο τ᾽ αξίωμα τούτο κάποιος άλλος
να το ᾽παιρνε, όχι εγώ. Συγκεντρωμένος,
συγκροτημένος ο στρατός ενώ ήταν,
δεν έκανε καιρό για τα καράβια
και στην Αυλίδα μέναμε. Κι ο Κάλχας,
ο μάντης, ενώ εμείς δε βρίσκαμε άκρη,
μας έδωσε χρησμό: την Ιφιγένεια,
90 την κόρη μου, θυσία να την προσφέρω
στην Άρτεμη που εδώ ᾽χει το ναό της·
και τότε, καθώς είπε, και ταξίδι
μα και της Τροίας το γκρέμισμα θα γίνει,
[αν τη θυσιάσουμε· όχι, αν αρνηθούμε.]
Σαν τ᾽ άκουσα εγώ, πρόσταξα, ο Ταλθύβιος
να διαλαλήσει δυνατά πως όλος
ο στρατός απολύεται· δε δεχόμουν,
είπα, ποτέ την κόρη μου να σφάξω.
Μα ο αδερφός μου, φέρνοντας κάθε είδος
επιχείρημα, μ᾽ έκαμε τη φρίκη
ν᾽ αποκοτήσω αυτή. Κι έγραψα γράμμα
στη γυναίκα μου, εδώ τη θυγατέρα
100 να στείλει· θα την έδινα είπα τάχα
στον Αχιλλέα· κι αράδιαζα κι επαίνους
γι᾽ αυτόν, και πρόσθετα ότι δε δεχόταν
με τους Αχαιούς να κάμει το ταξίδι,
αν κόρη απ᾽ το δικό μας σόι στη Φθία
δεν πήγαινε για νύφη· μόνον έτσι
μπορούσα τη γυναίκα μου να πείσω
[στα ψέματα παντρεύοντας την κόρη.
Απ᾽ τους Αχαιούς το μυστικό το ξέρουν
ο Κάλχας, ο Μενέλαος κι ο Οδυσσέας.
Τώρα το λάθος που έκαμα διορθώνω
και γράφω το σωστό σ᾽ αυτό το γράμμα
110 που με είδες, γέρο, να το λύνω, μέσα
στα σκοτεινά, και πάλι να το δένω.
Μα παρ᾽ το, νά, και σύρε αμέσως στο Άργος.
Κι όσα έγραψα, θα πω και με το στόμα
σ᾽ εσέ, γιατί και στη γυναίκα μου είσαι
114 πιστός, αλλά και στο δικό μου σπίτι.]
49 Ἐγένοντο Λήδᾳ Θεστιάδι τρεῖς παρθένοι,
50 Φοίβη Κλυταιμήστρα τ᾽, ἐμὴ ξυνάορος,
Ἑλένη τε· ταύτης οἱ τὰ πρῶτ᾽ ὠλβισμένοι
μνηστῆρες ἦλθον Ἑλλάδος νεανίαι.
δειναὶ δ᾽ ἀπειλαὶ καὶ κατ᾽ ἀλλήλων φόνος
ξυνίσταθ᾽, ὅστις μὴ λάβοι τὴν παρθένον.
55 τὸ πρᾶγμα δ᾽ ἀπόρως εἶχε Τυνδάρεῳ πατρί,
δοῦναί τε μὴ δοῦναί τε, τῆς τύχης ὅπως
ἅψαιτ᾽ ἄριστα. καί νιν εἰσῆλθεν τάδε·
ὅρκους συνάψαι δεξιάς τε συμβαλεῖν
μνηστῆρας ἀλλήλοισι καὶ δι᾽ ἐμπύρων
60 σπονδὰς καθεῖναι κἀπαράσασθαι τάδε·
ὅτου γυνὴ γένοιτο Τυνδαρὶς κόρη,
τούτῳ ξυναμυνεῖν, εἴ τις ἐκ δόμων λαβὼν
οἴχοιτο τόν τ᾽ ἔχοντ᾽ ἀπωθοίη λέχους,
κἀπιστρατεύσειν καὶ κατασκάψειν πόλιν
65 Ἕλλην᾽ ὁμοίως βάρβαρόν θ᾽ ὅπλων μέτα.
ἐπεὶ δ᾽ ἐπιστώθησαν —εὖ δέ πως γέρων
ὑπῆλθεν αὐτοὺς Τυνδάρεως πυκνῇ φρενί—
δίδωσ᾽ ἑλέσθαι θυγατρὶ μνηστήρων ἕνα,
ὅτου πνοαὶ φέροιεν Ἀφροδίτης φίλαι.
70 ἣ δ᾽ εἵλεθ᾽, ὅς σφε μήποτ᾽ ὤφελεν λαβεῖν,
Μενέλαον. ἐλθὼν δ᾽ ἐκ Φρυγῶν ὁ τὰς θεὰς
κρίνων ὅδ᾽, ὡς ὁ μῦθος Ἀργείων ἔχει,
Λακεδαίμον᾽, ἀνθηρὸς μὲν εἱμάτων στολῇ
χρυσῷ τε λαμπρός, βαρβάρῳ χλιδήματι,
75 ἐρῶν ἐρῶσαν ᾤχετ᾽ ἐξαναρπάσας
Ἑλένην πρὸς Ἴδης βούσταθμ᾽, ἔκδημον λαβὼν
Μενέλαον· ὃ δὲ καθ᾽ Ἑλλάδ᾽ οἰστρήσας δρόμῳ
ὅρκους παλαιοὺς Τυνδάρεω μαρτύρεται,
ὡς χρὴ βοηθεῖν τοῖσιν ἠδικημένοις.
80 τοὐντεῦθεν οὖν Ἕλληνες ᾄξαντες δορί,
τεύχη λαβόντες στενόπορ᾽ Αὐλίδος βάθρα
ἥκουσι τῆσδε, ναυσὶν ἀσπίσιν θ᾽ ὁμοῦ
ἵπποις τε πολλοῖς ἅρμασίν τ᾽ ἠσκημένοι.
κἀμὲ στρατηγεῖν †κἆτα Μενέλεω χάριν†
85 εἵλοντο, σύγγονόν γε. τἀξίωμα δὲ
ἄλλος τις ὤφελ᾽ ἀντ᾽ ἐμοῦ λαβεῖν τόδε.
ἠθροισμένου δὲ καὶ ξυνεστῶτος στρατοῦ
ἥμεσθ᾽ ἀπλοίᾳ χρώμενοι κατ᾽ Αὐλίδα.
Κάλχας δ᾽ ὁ μάντις ἀπορίᾳ κεχρημένοις
90 ἀνεῖλεν Ἰφιγένειαν ἣν ἔσπειρ᾽ ἐγὼ
Ἀρτέμιδι θῦσαι τῇ τόδ᾽ οἰκούσῃ πέδον,
καὶ πλοῦν τ᾽ ἔσεσθαι καὶ κατασκαφὰς Φρυγῶν
[θύσασι, μὴ θύσασι δ᾽ οὐκ εἶναι τάδε].
κλύων δ᾽ ἐγὼ ταῦτ᾽, ὀρθίῳ κηρύγματι
95 Ταλθύβιον εἶπον πάντ᾽ ἀφιέναι στρατόν,
ὡς οὔποτ᾽ ἂν τλὰς θυγατέρα κτανεῖν ἐμήν.
οὗ δή μ᾽ ἀδελφὸς πάντα προσφέρων λόγον
ἔπεισε τλῆναι δεινά. κἀν δέλτου πτυχαῖς
γράψας ἔπεμψα πρὸς δάμαρτα τὴν ἐμὴν
100 στέλλειν Ἀχιλλεῖ θυγατέρ᾽ ὡς γαμουμένην,
τό τ᾽ ἀξίωμα τἀνδρὸς ἐκγαυρούμενος,
συμπλεῖν τ᾽ Ἀχαιοῖς οὕνεκ᾽ οὐ θέλοι λέγων,
εἰ μὴ παρ᾽ ἡμῶν εἶσιν εἰς Φθίαν λέχος·
πειθὼ γὰρ εἶχον τήνδε πρὸς δάμαρτ᾽ ἐμήν,
105 [ψευδῆ συνάψας ἀντὶ παρθένου γάμον.
μόνοι δ᾽ Ἀχαιῶν ἴσμεν ὡς ἔχει τάδε
Κάλχας Ὀδυσσεὺς Μενέλεώς θ᾽. ἃ δ᾽ οὐ καλῶς
ἔγνων τότ᾽, αὖθις μεταγράφω καλῶς πάλιν
εἰς τήνδε δέλτον, ἣν κατ᾽ εὐφρόνης σκιὰν
110 λύοντα καὶ συνδοῦντά μ᾽ εἰσεῖδες, γέρον.
ἀλλ᾽ εἶα χώρει τάσδ᾽ ἐπιστολὰς λαβὼν
πρὸς Ἄργος. ἃ δὲ κέκευθε δέλτος ἐν πτυχαῖς,
λόγῳ φράσω σοι πάντα τἀγγεγραμμένα·
114 πιστὸς γὰρ ἀλόχῳ τοῖς τ᾽ ἐμοῖς δόμοισιν εἶ.]
***
ΣΚΗΝΗ: Το στρατόπεδο των Αχαιών στην Αυλίδα· στη μέση, η σκηνή του Αγαμέμνονα.
Ο Αγαμέμνονας στέκεται μπροστά στη σκηνή του.
ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ
49 Τρεις θυγατέρες έκαμε του Θέστιου
50 η κόρη η Λήδα: Φοίβη, Κλυταιμήστρα
κι Ελένη· η Κλυταιμήστρα ταίρι μου είναι·
για την Ελένη πήγανε μνηστήρες
τα πρώτα της Ελλάδας αρχοντόπουλα.
Και τρομερές ξεστόμιζαν φοβέρες
και φόνο ανάμεσά τους μελετούσαν·
ο καθείς, αν δε θα ᾽παιρνε τη νύφη.
Δύσκολη η θέση του Τυνδάρεου ήταν
του πατέρα της· πώς το πράμα τούτο,
δίνοντας ή μη δίνοντας την κόρη,
θα βόλευε καλύτερα. Και τέλος
βρήκε: οι μνηστήρες να ορκιστούν, να δώσουν
60 τα χέρια, στους βωμούς σπονδές να ρίξουν,
να βεβαιώσουν ότι, όποιου γυναίκα
κι αν γίνει η θυγατέρα του Τυνδάρεου,
θα βοηθήσουν τον άντρ᾽ αυτόν, αν κάποιος
του την αρπάξει από το σπίτι κι έτσι
απ᾽ τη νόμιμη κλίνη τον στερήσει,
τον άρπαγα ότι με όπλα θα χτυπήσουν
κι ότι θα του γκρεμίσουνε τη χώρα,
ελληνική, βαρβαρική, ό,τι να ᾽ναι.
Μετά απ᾽ τη δέσμευση —έτσι ωραία ο γέρος
με το γερό μυαλό τούς τύλιξε όλους—
την κόρη αφήνει, όποιου η γλυκιά τη σύρει
ερωτική πνοή, σ᾽ αυτόν να πάει.
70 Κι εκείνη το Μενέλαο, που μακάρι
ποτέ να μην την έπαιρνε, διαλέγει.
Κι όταν στη Λακεδαίμονα απ᾽ την Τροία
έφτασε κείνος που, όπως λεν οι Αργείοι,
μπήκε στις θεές κριτής, λαμποκοπώντας
από χρυσαφικά, βαρβάρων λούσα,
άρπαξε την Ελένη —την ποθούσε
και τον ποθούσε— κι έφυγε στις στάνες
της Ίδης. Ο Μενέλαος ήταν τότε
στα ξένα. Σαν τρελός με βία γυρίζει
την Ελλάδα, τους όρκους του Τυνδάρεου
θυμίζει τους παλιούς, και λέει πως πρέπει
να τον βοηθήσουν σαν αδικημένον.
80 Πόλεμο τότε οι Έλληνες σηκώνουν,
αδράχνουν τα όπλα κι έρχονται δω πέρα,
στο στενό της Αυλίδας, με καράβια,
με πλήθος άρματα, άλογα κι ασπίδες.
Και διάλεξαν εμένα στρατηγό τους,
γιατί αδερφός εγώ ᾽μαι του Μενέλαου.
Κάλλιο τ᾽ αξίωμα τούτο κάποιος άλλος
να το ᾽παιρνε, όχι εγώ. Συγκεντρωμένος,
συγκροτημένος ο στρατός ενώ ήταν,
δεν έκανε καιρό για τα καράβια
και στην Αυλίδα μέναμε. Κι ο Κάλχας,
ο μάντης, ενώ εμείς δε βρίσκαμε άκρη,
μας έδωσε χρησμό: την Ιφιγένεια,
90 την κόρη μου, θυσία να την προσφέρω
στην Άρτεμη που εδώ ᾽χει το ναό της·
και τότε, καθώς είπε, και ταξίδι
μα και της Τροίας το γκρέμισμα θα γίνει,
[αν τη θυσιάσουμε· όχι, αν αρνηθούμε.]
Σαν τ᾽ άκουσα εγώ, πρόσταξα, ο Ταλθύβιος
να διαλαλήσει δυνατά πως όλος
ο στρατός απολύεται· δε δεχόμουν,
είπα, ποτέ την κόρη μου να σφάξω.
Μα ο αδερφός μου, φέρνοντας κάθε είδος
επιχείρημα, μ᾽ έκαμε τη φρίκη
ν᾽ αποκοτήσω αυτή. Κι έγραψα γράμμα
στη γυναίκα μου, εδώ τη θυγατέρα
100 να στείλει· θα την έδινα είπα τάχα
στον Αχιλλέα· κι αράδιαζα κι επαίνους
γι᾽ αυτόν, και πρόσθετα ότι δε δεχόταν
με τους Αχαιούς να κάμει το ταξίδι,
αν κόρη απ᾽ το δικό μας σόι στη Φθία
δεν πήγαινε για νύφη· μόνον έτσι
μπορούσα τη γυναίκα μου να πείσω
[στα ψέματα παντρεύοντας την κόρη.
Απ᾽ τους Αχαιούς το μυστικό το ξέρουν
ο Κάλχας, ο Μενέλαος κι ο Οδυσσέας.
Τώρα το λάθος που έκαμα διορθώνω
και γράφω το σωστό σ᾽ αυτό το γράμμα
110 που με είδες, γέρο, να το λύνω, μέσα
στα σκοτεινά, και πάλι να το δένω.
Μα παρ᾽ το, νά, και σύρε αμέσως στο Άργος.
Κι όσα έγραψα, θα πω και με το στόμα
σ᾽ εσέ, γιατί και στη γυναίκα μου είσαι
114 πιστός, αλλά και στο δικό μου σπίτι.]