1415 ΒΔ. ὁδί τις ἕτερος, ὡς ἔοικεν, ἔρχεται
καλούμενός σε· τόν γέ τοι κλητῆρ᾽ ἔχει.
ΑΝΗΡ
οἴμοι κακοδαίμων. προσκαλοῦμαί σ᾽, ὦ γέρον,
ὕβρεως. ΒΔ. ὕβρεως; μή, μὴ καλέσῃ, πρὸς τῶν θεῶν·
ἐγὼ γὰρ ὑπὲρ αὐτοῦ δίκην δίδωμί σοι,
1420 ἣν ἂν σὺ τάξῃς, καὶ χάριν πρὸς εἴσομαι.
ΦΙ. ἐγὼ μὲν οὖν αὐτῷ διαλλαχθήσομαι
ἑκών· ὁμολογῶ γὰρ πατάξαι καὶ βαλεῖν.
ἀλλ᾽ ἐλθὲ δευρί· πότερον ἐπιτρέπεις ἐμοὶ
ὅ τι χρή μ᾽ ἀποτείσαντ᾽ ἀργύριον τοῦ πράγματος
1425 εἶναι φίλον τὸ λοιπόν, ἢ σύ μοι φράσεις;
ΑΝ. σὺ λέγε. δικῶν γὰρ οὐ δέομ᾽ οὐδὲ πραγμάτων.
ΦΙ. ἀνὴρ Συβαρίτης ἐξέπεσεν ἐξ ἅρματος,
καί πως κατεάγη τῆς κεφαλῆς μέγα σφόδρα·
ἐτύγχανεν γὰρ οὐ τρίβων ὢν ἱππικῆς.
1430 κἄπειτ᾽ ἐπιστὰς εἶπ᾽ ἀνὴρ αὐτῷ φίλος·
«ἔρδοι τις ἣν ἕκαστος εἰδείη τέχνην.»
οὕτω δὲ καὶ σὺ παράτρεχ᾽ εἰς τὰ Πιττάλου.
ΒΔ. ὅμοιά σοι καὶ ταῦτα τοῖς ἄλλοις τρόποις.
ΑΝ. ἀλλ᾽ οὖν σὺ μέμνησ᾽ αὐτὸς ἁπεκρίνατο.
1435 ΦΙ. ἄκουε, μὴ φεῦγ᾽. ἐν Συβάρει γυνή ποτε
κατέαξ᾽ ἐχῖνον. ΑΝ. ταῦτ᾽ ἐγὼ μαρτύρομαι.
ΦΙ. οὑχῖνος οὖν ἔχων τιν᾽ ἐπεμαρτύρατο·
εἶθ᾽ ἡ Συβαρῖτις εἶπεν· «εἰ ναὶ τὰν Κόραν
τὴν μαρτυρίαν ταύτην ἐάσας ἐν τάχει
1440 ἐπίδεσμον ἐπρίω, νοῦν ἂν εἶχες πλείονα.»
ΑΝ. ὕβριζ᾽, ἕως ἂν τὴν δίκην ἅρχων καλῇ.
ΒΔ. οὔτοι μὰ τὴν Δήμητρ᾽ ἔτ᾽ ἐνταυθοῖ μενεῖς,
ἀλλ᾽ ἀράμενος εἴσω σε— ΦΙ. τί ποεῖς; ΒΔ. ὅ τι ποιῶ;
εἴσω φέρω σ᾽ ἐντεῦθεν· εἰ δὲ μή, τάχα
1445 κλητῆρες ἐπιλείψουσι τοὺς καλουμένους.
ΦΙ. Αἴσωπον οἱ Δελφοί ποτ᾽— ΒΔ. ὀλίγον μοι μέλει.
ΦΙ. φιάλην ἐπῃτιῶντο κλέψαι τοῦ θεοῦ·
ὁ δ᾽ ἔλεξεν αὐτοῖς, ὡς ὁ κάνθαρός ποτε—
ΒΔ. οἴμ᾽ ὡς ἀπολῶ σ᾽ αὐτοῖσι τοῖσι κανθάροις.
***
ΒΔΕ., στο Φιλοκλέωνα.
Έρχεται κι άλλος βλέπω· μηνυτής σου
θα ᾽ναι και τούτος· νά ο μάρτυράς του.
Ο ΑΝΤΡΑΣ
Α συμφορές! Θα σε μηνύσω, γέρο,
γι᾽ άδικη επίθεση. ΒΔΕ. Όχι, μην το κάμεις·
αποζημίωση δίνω, κι όση ορίσεις·
1420 και θα σου το γνωρίζω κιόλας χάρη.
ΦΙΛ. Πρόθυμα εγώ θα φιλιωθώ μαζί του·
βάρεσα, πετροβόλησα· το λέω.
Στον ξένο.
Μα γιά έλα δω· μ᾽ αφήνεις να πληρώσω
το πρόστιμο που κρίνω και να μ᾽ έχεις
φίλο σου πια, ή εσύ θα το προτείνεις;
ΑΝΤ. Πες· δίκες και μπελάδες δε μ᾽ αρέσουν.
ΦΙΛ. Από άμαξα έπεσε ένα Συβαρίτης
και το κεφάλι του έσπασε γενναία·
γιατί ήταν ατζαμής αμαξολάτης.
1430 Πήγε κοντά του ένας φίλος και του λέει:
«Την τέχνη του ο καθείς· αυτή που ξέρει.»
Σύρε κι εσύ στην κλινική και σώπα.
ΒΔΕ. Σαν όλα σου και τούτη εδώ η κουβέντα.
ΑΝΤ., στο μάρτυρα.
Εσύ να το θυμάσαι αυτό που μου ᾽πε.
Κάνει να φύγει.
ΦΙΛ. Στάσου, μη φεύγεις. Μια φορά στη Σύβαρη
έσπασε μια γυναίκα ένα πιθάρι.
ΑΝΤ., στο μάρτυρα.
Μάρτυρα εγώ σε βάζω για όλα τούτα.
ΦΙΛ. Και το πιθάρι μάρτυρα είχε βάλει·
μα η Συβαρίτισσα είπε: «Αν, μά την Κόρη,
τις μαρτυρίες τις άφηνες, κι αμέσως
έναν επίδεσμο έτρεχες να πάρεις,
1440 πιότερη γνώση θα είχες.» ΑΝΤ. Ειρωνεύου,
ώσπου να ορίσει ο άρχοντας τη δίκη.
Φεύγει μαζί με το μάρτυρα.
ΒΔΕ., στο Φιλοκλέωνα.
Μά τη Δήμητρα, εδώ πια δε θα μείνεις·
Τον παίρνει σηκωτόν.
σε σηκώνω… ΦΙΛ. Τί κάνεις βρε; ΒΔΕ. Τί κάνω;
σε πάω στο σπίτι πια· ειδεμή, σε λίγο
στους μηνυτές οι μάρτυρες θα λείψουν.
ΦΙΛ., ενώ ο γιος του τον πηγαίνει με το στανιό στο σπίτι.
Τον Αίσωπο οι Δελφοί… ΒΔΕ. Δε δίνω δυάρα.
ΦΙΛ. κατηγορούσαν κάποτε πως τάχα
απ᾽ το ναό είχε κλέψει κάποιο βάζο·
κι αυτός τους λέει: «Μια μέρα το σκαθάρι…»
ΒΔΕ. Άι χάσου πια κι εσύ και τα σκαθάρια.
Τον αναγκάζει να μπει στο σπίτι.
καλούμενός σε· τόν γέ τοι κλητῆρ᾽ ἔχει.
ΑΝΗΡ
οἴμοι κακοδαίμων. προσκαλοῦμαί σ᾽, ὦ γέρον,
ὕβρεως. ΒΔ. ὕβρεως; μή, μὴ καλέσῃ, πρὸς τῶν θεῶν·
ἐγὼ γὰρ ὑπὲρ αὐτοῦ δίκην δίδωμί σοι,
1420 ἣν ἂν σὺ τάξῃς, καὶ χάριν πρὸς εἴσομαι.
ΦΙ. ἐγὼ μὲν οὖν αὐτῷ διαλλαχθήσομαι
ἑκών· ὁμολογῶ γὰρ πατάξαι καὶ βαλεῖν.
ἀλλ᾽ ἐλθὲ δευρί· πότερον ἐπιτρέπεις ἐμοὶ
ὅ τι χρή μ᾽ ἀποτείσαντ᾽ ἀργύριον τοῦ πράγματος
1425 εἶναι φίλον τὸ λοιπόν, ἢ σύ μοι φράσεις;
ΑΝ. σὺ λέγε. δικῶν γὰρ οὐ δέομ᾽ οὐδὲ πραγμάτων.
ΦΙ. ἀνὴρ Συβαρίτης ἐξέπεσεν ἐξ ἅρματος,
καί πως κατεάγη τῆς κεφαλῆς μέγα σφόδρα·
ἐτύγχανεν γὰρ οὐ τρίβων ὢν ἱππικῆς.
1430 κἄπειτ᾽ ἐπιστὰς εἶπ᾽ ἀνὴρ αὐτῷ φίλος·
«ἔρδοι τις ἣν ἕκαστος εἰδείη τέχνην.»
οὕτω δὲ καὶ σὺ παράτρεχ᾽ εἰς τὰ Πιττάλου.
ΒΔ. ὅμοιά σοι καὶ ταῦτα τοῖς ἄλλοις τρόποις.
ΑΝ. ἀλλ᾽ οὖν σὺ μέμνησ᾽ αὐτὸς ἁπεκρίνατο.
1435 ΦΙ. ἄκουε, μὴ φεῦγ᾽. ἐν Συβάρει γυνή ποτε
κατέαξ᾽ ἐχῖνον. ΑΝ. ταῦτ᾽ ἐγὼ μαρτύρομαι.
ΦΙ. οὑχῖνος οὖν ἔχων τιν᾽ ἐπεμαρτύρατο·
εἶθ᾽ ἡ Συβαρῖτις εἶπεν· «εἰ ναὶ τὰν Κόραν
τὴν μαρτυρίαν ταύτην ἐάσας ἐν τάχει
1440 ἐπίδεσμον ἐπρίω, νοῦν ἂν εἶχες πλείονα.»
ΑΝ. ὕβριζ᾽, ἕως ἂν τὴν δίκην ἅρχων καλῇ.
ΒΔ. οὔτοι μὰ τὴν Δήμητρ᾽ ἔτ᾽ ἐνταυθοῖ μενεῖς,
ἀλλ᾽ ἀράμενος εἴσω σε— ΦΙ. τί ποεῖς; ΒΔ. ὅ τι ποιῶ;
εἴσω φέρω σ᾽ ἐντεῦθεν· εἰ δὲ μή, τάχα
1445 κλητῆρες ἐπιλείψουσι τοὺς καλουμένους.
ΦΙ. Αἴσωπον οἱ Δελφοί ποτ᾽— ΒΔ. ὀλίγον μοι μέλει.
ΦΙ. φιάλην ἐπῃτιῶντο κλέψαι τοῦ θεοῦ·
ὁ δ᾽ ἔλεξεν αὐτοῖς, ὡς ὁ κάνθαρός ποτε—
ΒΔ. οἴμ᾽ ὡς ἀπολῶ σ᾽ αὐτοῖσι τοῖσι κανθάροις.
***
ΒΔΕ., στο Φιλοκλέωνα.
Έρχεται κι άλλος βλέπω· μηνυτής σου
θα ᾽ναι και τούτος· νά ο μάρτυράς του.
Ο ΑΝΤΡΑΣ
Α συμφορές! Θα σε μηνύσω, γέρο,
γι᾽ άδικη επίθεση. ΒΔΕ. Όχι, μην το κάμεις·
αποζημίωση δίνω, κι όση ορίσεις·
1420 και θα σου το γνωρίζω κιόλας χάρη.
ΦΙΛ. Πρόθυμα εγώ θα φιλιωθώ μαζί του·
βάρεσα, πετροβόλησα· το λέω.
Στον ξένο.
Μα γιά έλα δω· μ᾽ αφήνεις να πληρώσω
το πρόστιμο που κρίνω και να μ᾽ έχεις
φίλο σου πια, ή εσύ θα το προτείνεις;
ΑΝΤ. Πες· δίκες και μπελάδες δε μ᾽ αρέσουν.
ΦΙΛ. Από άμαξα έπεσε ένα Συβαρίτης
και το κεφάλι του έσπασε γενναία·
γιατί ήταν ατζαμής αμαξολάτης.
1430 Πήγε κοντά του ένας φίλος και του λέει:
«Την τέχνη του ο καθείς· αυτή που ξέρει.»
Σύρε κι εσύ στην κλινική και σώπα.
ΒΔΕ. Σαν όλα σου και τούτη εδώ η κουβέντα.
ΑΝΤ., στο μάρτυρα.
Εσύ να το θυμάσαι αυτό που μου ᾽πε.
Κάνει να φύγει.
ΦΙΛ. Στάσου, μη φεύγεις. Μια φορά στη Σύβαρη
έσπασε μια γυναίκα ένα πιθάρι.
ΑΝΤ., στο μάρτυρα.
Μάρτυρα εγώ σε βάζω για όλα τούτα.
ΦΙΛ. Και το πιθάρι μάρτυρα είχε βάλει·
μα η Συβαρίτισσα είπε: «Αν, μά την Κόρη,
τις μαρτυρίες τις άφηνες, κι αμέσως
έναν επίδεσμο έτρεχες να πάρεις,
1440 πιότερη γνώση θα είχες.» ΑΝΤ. Ειρωνεύου,
ώσπου να ορίσει ο άρχοντας τη δίκη.
Φεύγει μαζί με το μάρτυρα.
ΒΔΕ., στο Φιλοκλέωνα.
Μά τη Δήμητρα, εδώ πια δε θα μείνεις·
Τον παίρνει σηκωτόν.
σε σηκώνω… ΦΙΛ. Τί κάνεις βρε; ΒΔΕ. Τί κάνω;
σε πάω στο σπίτι πια· ειδεμή, σε λίγο
στους μηνυτές οι μάρτυρες θα λείψουν.
ΦΙΛ., ενώ ο γιος του τον πηγαίνει με το στανιό στο σπίτι.
Τον Αίσωπο οι Δελφοί… ΒΔΕ. Δε δίνω δυάρα.
ΦΙΛ. κατηγορούσαν κάποτε πως τάχα
απ᾽ το ναό είχε κλέψει κάποιο βάζο·
κι αυτός τους λέει: «Μια μέρα το σκαθάρι…»
ΒΔΕ. Άι χάσου πια κι εσύ και τα σκαθάρια.
Τον αναγκάζει να μπει στο σπίτι.