Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2019

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ - Σφῆκες (1415-1449)

1415 ΒΔ. ὁδί τις ἕτερος, ὡς ἔοικεν, ἔρχεται
καλούμενός σε· τόν γέ τοι κλητῆρ᾽ ἔχει.
ΑΝΗΡ
οἴμοι κακοδαίμων. προσκαλοῦμαί σ᾽, ὦ γέρον,
ὕβρεως. ΒΔ. ὕβρεως; μή, μὴ καλέσῃ, πρὸς τῶν θεῶν·
ἐγὼ γὰρ ὑπὲρ αὐτοῦ δίκην δίδωμί σοι,
1420 ἣν ἂν σὺ τάξῃς, καὶ χάριν πρὸς εἴσομαι.
ΦΙ. ἐγὼ μὲν οὖν αὐτῷ διαλλαχθήσομαι
ἑκών· ὁμολογῶ γὰρ πατάξαι καὶ βαλεῖν.
ἀλλ᾽ ἐλθὲ δευρί· πότερον ἐπιτρέπεις ἐμοὶ
ὅ τι χρή μ᾽ ἀποτείσαντ᾽ ἀργύριον τοῦ πράγματος
1425 εἶναι φίλον τὸ λοιπόν, ἢ σύ μοι φράσεις;
ΑΝ. σὺ λέγε. δικῶν γὰρ οὐ δέομ᾽ οὐδὲ πραγμάτων.
ΦΙ. ἀνὴρ Συβαρίτης ἐξέπεσεν ἐξ ἅρματος,
καί πως κατεάγη τῆς κεφαλῆς μέγα σφόδρα·
ἐτύγχανεν γὰρ οὐ τρίβων ὢν ἱππικῆς.
1430 κἄπειτ᾽ ἐπιστὰς εἶπ᾽ ἀνὴρ αὐτῷ φίλος·
«ἔρδοι τις ἣν ἕκαστος εἰδείη τέχνην.»
οὕτω δὲ καὶ σὺ παράτρεχ᾽ εἰς τὰ Πιττάλου.
ΒΔ. ὅμοιά σοι καὶ ταῦτα τοῖς ἄλλοις τρόποις.
ΑΝ. ἀλλ᾽ οὖν σὺ μέμνησ᾽ αὐτὸς ἁπεκρίνατο.
1435 ΦΙ. ἄκουε, μὴ φεῦγ᾽. ἐν Συβάρει γυνή ποτε
κατέαξ᾽ ἐχῖνον. ΑΝ. ταῦτ᾽ ἐγὼ μαρτύρομαι.
ΦΙ. οὑχῖνος οὖν ἔχων τιν᾽ ἐπεμαρτύρατο·
εἶθ᾽ ἡ Συβαρῖτις εἶπεν· «εἰ ναὶ τὰν Κόραν
τὴν μαρτυρίαν ταύτην ἐάσας ἐν τάχει
1440 ἐπίδεσμον ἐπρίω, νοῦν ἂν εἶχες πλείονα.»
ΑΝ. ὕβριζ᾽, ἕως ἂν τὴν δίκην ἅρχων καλῇ.
ΒΔ. οὔτοι μὰ τὴν Δήμητρ᾽ ἔτ᾽ ἐνταυθοῖ μενεῖς,
ἀλλ᾽ ἀράμενος εἴσω σε— ΦΙ. τί ποεῖς; ΒΔ. ὅ τι ποιῶ;
εἴσω φέρω σ᾽ ἐντεῦθεν· εἰ δὲ μή, τάχα
1445 κλητῆρες ἐπιλείψουσι τοὺς καλουμένους.
ΦΙ. Αἴσωπον οἱ Δελφοί ποτ᾽— ΒΔ. ὀλίγον μοι μέλει.
ΦΙ. φιάλην ἐπῃτιῶντο κλέψαι τοῦ θεοῦ·
ὁ δ᾽ ἔλεξεν αὐτοῖς, ὡς ὁ κάνθαρός ποτε—
ΒΔ. οἴμ᾽ ὡς ἀπολῶ σ᾽ αὐτοῖσι τοῖσι κανθάροις.

***
ΒΔΕ., στο Φιλοκλέωνα.
Έρχεται κι άλλος βλέπω· μηνυτής σου
θα ᾽ναι και τούτος· νά ο μάρτυράς του.
Ο ΑΝΤΡΑΣ
Α συμφορές! Θα σε μηνύσω, γέρο,
γι᾽ άδικη επίθεση. ΒΔΕ. Όχι, μην το κάμεις·
αποζημίωση δίνω, κι όση ορίσεις·
1420 και θα σου το γνωρίζω κιόλας χάρη.
ΦΙΛ. Πρόθυμα εγώ θα φιλιωθώ μαζί του·
βάρεσα, πετροβόλησα· το λέω.
Στον ξένο.
Μα γιά έλα δω· μ᾽ αφήνεις να πληρώσω
το πρόστιμο που κρίνω και να μ᾽ έχεις
φίλο σου πια, ή εσύ θα το προτείνεις;
ΑΝΤ. Πες· δίκες και μπελάδες δε μ᾽ αρέσουν.
ΦΙΛ. Από άμαξα έπεσε ένα Συβαρίτης
και το κεφάλι του έσπασε γενναία·
γιατί ήταν ατζαμής αμαξολάτης.
1430 Πήγε κοντά του ένας φίλος και του λέει:
«Την τέχνη του ο καθείς· αυτή που ξέρει.»
Σύρε κι εσύ στην κλινική και σώπα.
ΒΔΕ. Σαν όλα σου και τούτη εδώ η κουβέντα.
ΑΝΤ., στο μάρτυρα.
Εσύ να το θυμάσαι αυτό που μου ᾽πε.
Κάνει να φύγει.
ΦΙΛ. Στάσου, μη φεύγεις. Μια φορά στη Σύβαρη
έσπασε μια γυναίκα ένα πιθάρι.
ΑΝΤ., στο μάρτυρα.
Μάρτυρα εγώ σε βάζω για όλα τούτα.
ΦΙΛ. Και το πιθάρι μάρτυρα είχε βάλει·
μα η Συβαρίτισσα είπε: «Αν, μά την Κόρη,
τις μαρτυρίες τις άφηνες, κι αμέσως
έναν επίδεσμο έτρεχες να πάρεις,
1440 πιότερη γνώση θα είχες.» ΑΝΤ. Ειρωνεύου,
ώσπου να ορίσει ο άρχοντας τη δίκη.
Φεύγει μαζί με το μάρτυρα.
ΒΔΕ., στο Φιλοκλέωνα.
Μά τη Δήμητρα, εδώ πια δε θα μείνεις·
Τον παίρνει σηκωτόν.
σε σηκώνω… ΦΙΛ. Τί κάνεις βρε; ΒΔΕ. Τί κάνω;
σε πάω στο σπίτι πια· ειδεμή, σε λίγο
στους μηνυτές οι μάρτυρες θα λείψουν.
ΦΙΛ., ενώ ο γιος του τον πηγαίνει με το στανιό στο σπίτι.
Τον Αίσωπο οι Δελφοί… ΒΔΕ. Δε δίνω δυάρα.
ΦΙΛ. κατηγορούσαν κάποτε πως τάχα
απ᾽ το ναό είχε κλέψει κάποιο βάζο·
κι αυτός τους λέει: «Μια μέρα το σκαθάρι…»
ΒΔΕ. Άι χάσου πια κι εσύ και τα σκαθάρια.
Τον αναγκάζει να μπει στο σπίτι.

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας: ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ - ΜΗΣΤΡΑ

ΜΗΣΤΡΑ
(πολλαπλές μεταμορφώσεις σε άλλες ανθρώπινες μορφές και επαναφορά στη δική της)
 
Η Μήστρα είναι κόρη του Θεσσαλού Ερυσίχθονα, γιου ή αδελφού του βασιλιά Τριόπα. Το όνομα της κόρης αναφέρεται στον ψευτοησιόδειο Κατάλογο Γυναικών, όπου γίνεται λόγος για την ικανότητά της να αλλάζει μορφές. Η τύχη της καθορίζεται από το ήθος του πατέρα της, τουλάχιστον όπως το παραδίδει ο Οβίδιος. Διότι στον Ύμνο στη Δήμητρα του Καλλίμαχου ο Ερυσίχθων παρουσιάζεται σαν κακομαθημένος άγαμος νέος που από καπρίτσιο δείχνεται ασεβής και βίαιος, καθώς υλοτομεί από καπρίτσιο το ιερό άλσος της Δήμητρας -για να φτιάξει, λέει, με τα ξύλα των δέντρων τη στέγη του σπιτιού του, όπου θα παρέθετε γεύματα πλούσια για τους φίλους του. Οι προειδοποιήσεις και οι συμβουλές της Δήμητρας, που εμφανίστηκε μπροστά του σαν την ιέρεια του ναού της, δεν τον συνέτισαν και δεν απέτρεψαν την ιεροσυλία. (Καλλίμαχος, Ύμνος στη Δήμητρα 24-65) Η ποινή που του έστειλε η Δήμητρα ήταν μια ακόρεστη πείνα που τίποτε δεν μπορούσε να τη χορτάσει. Σε λίγο κατέφαγε όλα τα πλούτη του σπιτιού των γονιών του, οι οποίοι προσπάθησαν με κάθε τρόπο να κρατήσουν μυστικό το οικογενειακό τους δράμα. Μέχρι που ο εσώκλειστος αδηφάγος γιος αναγκάστηκε να βγει έξω, για να ζητιανεύει. (Καλλίμαχος, Ύμνος στη Δήμητρα 66-115)
 
Ο οβιδιακός Ερυσίχθων είναι ενήλικος, έγγαμος, πατέρας, εκ προμελέτης κακοποιό στοιχείο, ιερόσυλος* και λιμασμένος δαίμων, άνθρωπος που καταλαμβάνεται από τη μανία της πείνας** σαν τιμωρία από τη θεά της τροφής Δήμητρα και που σταδιακά οδεύει στη ζητιανιά και στην αυτο-φαγία. Από αυτή την κατάσταση τον σώζει η κόρη του Μήστρα που είχε από τον παλιό εραστή της Ποσειδώνα την ικανότητα να μεταμορφώνεται*** διαρκώς. Το πάθος του πατέρα Ερυσίχθονα εξουδετέρωσε την πατρική στοργή και δεν απέτρεψε τη Μήστρα από το να πουλιέται ξανά και ξανά, κάθε φορά με διαφορετική μορφή και σε καινούριο αφέντη, ώστε να προμηθεύει τον πατέρα της με τα χρήματα της νέας αγοράς. Και όχι μόνο δεν το απέτρεπε αλλά την προωθούσε κιόλας στις αγοραπωλησίες. Όμως ούτε αυτό τον έσωσε. Το τέλος του προήλθε από την αυτοφαγία του -έτρεφε το κορμί του λιγοστεύοντάς το.
 
Μια ορθολογική ανάγνωση του μύθου από τον Παλαίφατο**** θέλει τη Μήστρα να είναι μια όμορφη κοπέλα που εκδιδόταν για να τρέφει τον πατέρα της, έναν τεμπέλη που είχε κατασπαταλήσει την περιουσία τους. Το κορίτσι δεν χρηματιζόταν (δεν χρησιμοποιούνταν χρήματα) αλλά πληρωνόταν σε είδος· της έδιναν άλογα, βόδια, πρόβατα, πουλερικά, ελάφια κτλ. Υπήρξε, λοιπόν, η συνήθεια, που κατέληξε στην πολυμεταμορφωσική παρανόηση, ότι η Μήστρα «γινόταν» άλογο, βόδι, πρόβατο, πουλερικό κτλ.
 
Πάντως, η περίπτωση της Μήστρας είναι η μόνη όπου η μεταμόρφωση εξυπηρετεί το κέρδος.
----------------------------
*Ερυσίχθων ο υλοτόμος
 
Ο Ερυσίχθων αψηφούσε τους θεούς, ποτέ τους δεν τους έκαιγε λιβάνι.
Λένε, λοιπόν, γι' αυτόν τον ασεβή πως κάποτε της Δήμητρας το άλσος
με το τσεκούρι μόλεψε, βαριά ζημιώνοντας χιλιόχρονο ρουμάνι
κι ανάμεσά τους μια βελανιδιά θεόρατη, χίλιω χρονώ ο κορμός της,
που έφκιανε ένα δάσος μοναχή. Την έζωναν μαντίλια και στεφάνια,
τάματα, προσφορές από πιστούς που ευχήθηκαν και έπιασε η ευχή τους.
Πολλές φορές τον γιορτινό χορό στον ίσκιο της εσέρναν οι νεράιδες,
και πλέκοντας τα χέρια στη σειρά έκαναν κύκλο γύρω από το πρέμνο.
Στο μέτρημα ολόγυρα ο κορμός έφτανε πλέριες δεκαπέντε πήχες,
και μέσα στ' άλλα δέντρα πιο ψηλός εσήκωνε το μπόι όσο κι εκείνα
σηκώναν τις κορφές τους πιο ψηλά απ' τα χορτάρια που φυτρώναν χάμω.
Απτόητος του Τρίοπα ο γιος, δε φύλαξε το δέντρο απ' το τσεκούρι,
και να το κόψουν έδωκε εντολή στους δούλους του. Εδίσταζαν εκείνοι,
κι όπως εβράδυναν ο άθλιος αυτός άρπαξε από κάποιον το πελέκι,
αγριεμένος έβαλε φωνή κι αυτός ήταν ο λόγος που τους είπε:
«Το αγαπημένο δέντρο της θεάς; Καλά λοιπόν! Ακόμη κι αν το δέντρο
είναι η ίδια η θεά, αδιαφορώ - κορμός και φυλλωσιά θα πέσουν κάτω!»
(Οβ., Μετ. 8. 740-756)
 
**Η «θεά» Πείνα
 
Η Πείνα ήταν εκεί, σ' έναν αγρό τραχύ, όλο λιθάρια
με νύχια και με δόντια για τροφή τα λιγοστά εμάζωνε χορτάρια.
Λερά και λγδιασμένα τα μαλλιά, βαθουλωτά τα μάτια και χλομάδα,
τα χείλη πανιασμένα, βρομερά, ο λάρυγγας στεγνός χωρίς ικμάδα,
ξερό και κατσιασμένο το πετσί, άφηναν να φανούν τα σωθικά της,
και στους γοφούς κατάξερα κι αυτά πετάγονταν κυρτά τα κόκαλά της·
κενό κοιλιάς αντίς για την κοιλιά, τα στήθια της κρεμιόταν μαραμένα,
δεν τα κρατούσε σάρκα στα πλευρά, και τα πλευρά μετριόνταν ένα-ένα.
Πρησμένες οι αρθρώσεις, το χτικιό της έπρηζε ολόγυρα το γόνυ,
τα πόδια της δυο στέκες μοναχές, και κάθε κότσι αφύσικα φουσκώνει.
(Οβ., Μετ. 8. 799-808)
 
***Οι μεταμορφώσεις της Μήστρας
 
Ολάκερο το βιος σε μια κοιλιά, και τίποτε δεν του 'χε απομείνει,
μια θυγατέρα μόνο, κι αυτηνής της άξιζε καλύτερος πατέρας.
Απένταρος, την πούλησε κι αυτήν· μα είχε περηφάνια το κορίτσι,
κι αφέντη δεν ανέχτηκε, γι' αυτό προς τον γιαλό απλώνοντας τα χέρια
«απάλλαξέ με», λέει, «απ' τη σκλαβιά, εσύ που τον ανθό της παρθενιάς μου
τον έκλεψες!» - αναφερόταν δε στον Ποσειδώνα, που ήταν ο κλέψας.
Την προσευχή εισάκουσε ο θεός. Μπροστά αυτή, ξοπίσω της ο αφέντης,
και ξαφνικά απούσα η κοπελιά. Ο Ποσειδών την είχε μεταλλάξει -
πήρε αντρός σουλούπι και θωριά και ρούχα που φοράνε οι ψαράδες.
Κοίταξε ο αφέντης τον ψαρά, «φίλε», του λέει, «που έχεις δολωμένο
το αγκίστρι σου, και τεχνικά κρατείς στα δυνατά σου χέρια το καλάμι,
για πες μου, να χαρείς: μια κοπελιά, ρακένδυτη και αναμαλλιασμένη,
στέκονταν τώρα δα στην αμμουδιά, την έβλεπα, την είχα από κοντά μου,
αλλά τα χνάρια κόβονται εδώ - την έπιασε το μάτι σου πού είναι;»
«Ωραία τα κανόνισε ο θεός», σκέφτηκε η κοπέλα. Το χαιρόταν
που ρώταγαν την ίδια αν είναι εκεί, κι απάντησε ευθύς μ' αυτά τα λόγια:
«Όποιος κι αν είσαι να με συμπαθάς· έχω δοσμένη εδώ την προσοχή μου·
Πεσμένος με τα μούτρα στη δουλειά απ' το νερό δε σήκωσα τα μάτια.
Αυτό σ' το λέω με πάσα σιγουριά. Μη δώσει ο θεός να πιάσω ψάρι
αν φάνηκε ψυχή εδώ κοντά κι αν σίμωσε κανένας στ' ακρογιάλι,
εχτός απ' τη δικιά μου αφεντιά - κι ούτε υπάρχει εδώ καμιά κοπέλα».
Ήταν τα λόγια τούτα πειστικά. Την άκουσε αυτός, άλλαξε ρότα
και γελασμένος τράβηξε γι' αλλού, Η κοπελιά ξανάγινε σαν πρώτα,
μπορούσε ωστόσο κι άλλαζε μορφή. Το πήρε ο πατέρας της χαμπάρι
και για να την πουλάει στ' αφεντικά την έβγαζε συνέχεια στο παζάρι.
(Οβ., Μετ. 8. 846-872)
 
****Περὶ Μήστρας
 
Περὶ Μήστρας τῆς Ἐρυσίχθονος φασὶν ὡς, ὁπότε βούλοιτο, ἀλλάσσειν τὴν ἰδέαν. ὃ μύθου καταγελάστου. πῶς γὰρ εἰκὸς ἐκ κόρης γενέσθαι βοῦν καὶ αὖθις κύνα ἢ ὄρνεον; τὸ δὲ ἀληθὲς ἔχει ὧδε. Ἐρυσίχθων ἦν ἀνὴρ Θετταλός, διαφθείρας δὲ τὰ χρήματα πένης ἐγένετο. ἦν δὲ θυγάτηρ αὐτῷ καλὴ καὶ ὡραία Μήστρα ὀνόματι· ὅστις δὲ εἶδεν αὐτήν, ἐπιθυμητικῶς διέκειτο. ἀργυρίῳ μὲν οὖν οἱ τότε ἄνθρωποι οὐκ ἐμνηστεύοντο, ἐδίδοσαν δὲ οἱ μὲν ἵππους, οἱ δὲ βοῦς, τινὲς δὲ πρόβατα ἢ ὅ τι ἂν ἐθέλῃ ἡ Μήστρα. ἔλεγον δὲ οἱ Θετταλοί, ὁρῶντες ἀθροιζόμενον τῷ Ἐρυσίχθονι τὸν βίον, "ἐγένετο ἐκ Μήστρας αὐτῷ καὶ ἵππος καὶ βοῦς καὶ τἄλλα." ὅθεν ὁ μῦθος προσανεπλάσθη.
(Παλαίφατος, De incredibilibus 23)
 

Ο Αριστοτέλης, η σωφροσύνη, η πραότητα, η ανεξαρτησία και η μεγαλοψυχία ως πράξεις πολιτικές

Η σωφροσύνη, όπως όλες οι κατά Αριστοτέλη αρετές, έχει να κάνει με τον εθισμό που ωθεί την ανθρώπινη συμπεριφορά προς την κατεύθυνση της μεσότητας: «Πάμε τώρα στη σωφροσύνη: Είναι μεσότητα ανάμεσα στην ακολασία και σε εκείνη τη μορφή αναισθησίας που αφορά τις ηδονές. Διότι, όπως εν γένει κάθε αρετή, έτσι και η σωφροσύνη είναι έξις (=παγιωμένη ηθική διάθεση) και μάλιστα άριστη έξις· και η άριστη έξις είναι κατοχή του άριστου, και το άριστο ανάμεσα στην υπερβολή και την έλλειψη είναι το μέσον» (1191a 21.1 και 1191b 21.1).
 
Η άποψη θα επαναδιατυπωθεί με ακόμη μεγαλύτερη ακρίβεια: «Με δεδομένο, συνεπώς, ότι το μέσον είναι το άριστο, η σωφροσύνη θα είναι εκείνη η συγκεκριμένη μεσότητα που βρίσκεται ανάμεσα στην ακολασία και την αναισθησία» (1191b 21.1). Επιπλέον, οι αισθήσεις που οδηγούν στην ακολασία είναι η γεύση και η αφή: «Η σωφροσύνη έχει να κάνει με τα βιώματα ηδονής που προκύπτουν από την αφή και από τη γεύση» (1191b 21.3).
 
Οι δύο αυτές αισθήσεις είναι σε θέση να παρασύρουν τον άνθρωπο προς την ακολασία πολύ περισσότερο από ότι η ακοή ή η όσφρηση. Και βέβαια, η ορθή στάση του μέσου δεν έχει να κάνει με την πλήρη αποχή από τις ηδονές που προκύπτουν από την αφή και τη γεύση (κάτι τέτοιο θα ήταν ξεκάθαρη έλλειψη), αλλά με την ορθή-εξισορροπημένη διαχείρισή τους: «σώφρων δεν είναι όποιος πάγια διατίθεται έτσι ώστε να μην έχει ποτέ κανένα από τα συγκεκριμένα βιώματα ηδονής (ένας άνθρωπος σαν και τούτον είναι αναίσθητος)· σώφρων είναι ακριβώς όποιος έχει οπωσδήποτε το βίωμα της ηδονής, πλην όμως δεν παρασύρεται από αυτό σε βαθμό που να οδηγείται σε υπερβολική απόλαυση της ηδονής και να μετατρέπει όλα τα άλλα σε πάρεργα ασήμαντα· για τούτη ακριβώς και μόνη τη σωστή στάση του, θεωρούμε πολύ συγκεκριμένα τον άνθρωπο αυτό σώφρονα» (1191b 21.3).
 
Και φυσικά, η επιλογή αυτή πρέπει να είναι απολύτως συνειδητή και να στηρίζεται στην επιλογή και την προτίμηση κι όχι σε άλλους παράγοντες: «Διότι όποιος αποφεύγει μεν την υπερβολή τέτοιων ηδονών αλλά το κάνει για άλλους λόγους, π.χ. επειδή φοβάται ή κάτι τέτοιο, αυτός δεν είναι σώφρων. Γι’ αυτό και δε θεωρούμε σώφρονα τα άλλα ζωντανά παρά μόνο τον άνθρωπο, επειδή τα ζωντανά δεν έχουν λογική ώστε με αυτήν να κάνουν διάφορες δοκιμές και να επιλέγουν το καλό» (1191b 21.4).
 
Σωφροσύνη χωρίς τη συνειδητή λογική διεργασία για τη διαμόρφωση της επιλογής δεν υφίσταται. Εξάλλου, η ίδια η μεσότητα ως ενάρετη στάση απέναντι στις ηδονές δεν μπορεί να καθοριστεί χωρίς τη λογική που θα διασφαλίσει το σημείο ισορροπίας. Καμία αρετή δεν μπορεί να προσδιοριστεί αποκομμένη από τη λογική, αφού θα είναι αδύνατο να εντοπιστεί η μεσότητά της. Αυτό που μένει είναι ο τελικός ορισμός της σωφροσύνης: «Η σωφροσύνη σχετίζεται με βιώματα ηδονής και λύπης {ευχαρίστησης και δυσαρέσκειας}, και ειδικότερα με εκείνα τα βιώματα ηδονής και λύπης που προκαλούνται από την αφή και τη γεύση» (1191b 21.4).

Με τον ίδιο τρόπο ο Αριστοτέλης θα ορίσει την πραότητα: «Η πραότητα βρίσκεται στο μέσον της οργιλότητας και της ολικής –μέχρι αναισθησίας– απουσίας της οργής» (1191b 22.1). Για την ακρίβεια: «Αφού, λοιπόν, οργίλος είναι ο άνθρωπος που οργίζεται με τον καθένα και για τα πάντα και κατά τρόπο υπερβολικό, και αφού έναν τέτοιο άνθρωπο τον επικρίνουμε και τον αποδοκιμάζουμε (διότι δεν πρέπει να οργιζόμαστε με τον καθένα και για τα πάντα και σε κάθε περίπτωση και διαρκώς –χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει από την άλλη ότι πρέπει να έχουμε τέτοιο χαρακτήρα που να μην οργιζόμαστε ποτέ και με κανέναν– οπωσδήποτε επικρίνουμε επίσης και αποδοκιμάζουμε έναν άνθρωπο σαν και τούτο· είναι σίγουρα αναίσθητος)» (1191b 22.2).
 
Η άποψη που θέλει τον ενάρετο να μην οργίζεται ποτέ (με την αιτιολόγηση ότι η οργή ανήκει στα ψυχικά πάθη που πρέπει να καταπολεμηθούν) βρίσκει αντίθετο τον Αριστοτέλη, που θεωρεί την οργή φυσιολογική ανθρώπινη αντίδραση απέναντι στις καταστάσεις που τον αδικούν. Δεν μπορεί κάποιος να είναι συναισθηματικά απαθής όταν τον προσβάλλουν ή τον περιφρονούν.
 
Το ζήτημα είναι και πάλι το μέτρο που θα τεθεί από τη λογική. Η οργή είναι σωστό να εκδηλώνεται αρκεί να αφορά τα πράγματα που πρέπει, τους λόγους που πρέπει, τους ανθρώπους που πρέπει και τον τρόπο που πρέπει. Οτιδήποτε ξεπερνά το μέτρο οδηγώντας στην υπερβολή επικρίνεται, ως εσφαλμένη συμπεριφορά.
 
Η κοινωνική διάσταση επιβεβαιώνεται από τον έπαινο που συνοδεύει τις πράξεις: «Τον έπαινο δεν τον κερδίζει όποιος όσον αφορά την οργή αποδεικνύεται ελλιπής ούτε και υπερβολικός, αλλά όποιος στο θέμα της οργής διατίθεται πάγια με μέτρο: αυτός είναι πράος. Και τούτων ακριβώς των παθών μεσότητα αποτελεί η πραότητα» (1191b 22.3).
 
Ο έπαινος αποτελεί την κοινωνική αναγνώριση του ορθού, αφού τα κριτήριά του ορίζονται από την κοινωνία, ως κατευθυντήριες γραμμές για την επιθυμητή πράξη. Η λογική θα παίζει και πάλι τον καθοριστικότερο ρόλο. Ο άνθρωπος που οργίζεται παράφορα δεν μπορεί να διέπεται από λογική, καθώς αδυνατεί να σταθμίσει τις καταστάσεις. Γι’ αυτό ο ενάρετος άνθρωπος πριν από όλα γνωρίζει να χαλιναγωγεί τα πάθη του. Γιατί μόνο έτσι τα ελέγχει. Κι όταν κάποιος ελέγχει το θυμό του, τότε ξέρει και πώς να τον εκφράσει αποδίδοντάς τον με τον τρόπο και την ένταση που πρέπει. Εν τέλει, μονάχα έτσι θα καταφέρει να βρει και το δίκιο του.

Ως ανεξαρτησία («ελευθεριότης» στο πρωτότυπο) ορίζεται η στάση που έχει ο άνθρωπος απέναντι στο χρήμα: «Η ανεξαρτησία είναι μεσότητα ανάμεσα στην ασωτία και την εξάρτηση. Αυτά είναι πάθη που σχετίζονται με το χρήμα· διότι ο άσωτος είναι ο άνθρωπος που δαπανά χρήματα εκεί που δεν πρέπει και ξοδεύει περισσότερα από όσα πρέπει και την ώρα που δεν πρέπει· ο εξαρτημένος, από την άλλη, είναι αυτός που δεν δαπανά χρήματα γι’ αυτά που πρέπει να δαπανήσει, και δεν ξοδεύει το ποσό που πρέπει και την ώρα που πρέπει. Τόσο ο άσωτος όσο και ο εξαρτημένος επικρίνονται και αποδοκιμάζονται» (1192a 23.1).
 
Η έννοια του εξαρτημένου έχει πολλές διαβαθμίσεις: «Όσον αφορά τη σχέση του ανθρώπου με το χρήμα υπάρχουν πολλά είδη εξάρτησης· για παράδειγμα, κάποιους τους αποκαλούμε “σπαγκοραμμένους”, άλλους “εξηνταβελόνηδες” ή αισχροκερδείς ή “φραγκοφονιάδες”. Όλοι τους εντάσσονται στην κατηγορία των εξαρτημένων» (1192a 24.1).
 
Οι σχέσεις με το χρήμα (όπως και με τις ηδονές) είναι ίσως οι σημαντικότερες για τη διαμόρφωση της προσωπικότητας. Ο άσωτος που θέλει διαρκώς να κερδίζει περισσότερα για να τα σπαταλά σε ανούσιες απολαύσεις ή για να κάνει κοινωνική επίδειξη, δεν είναι μόνο αρνητής του μέτρου, αλλά και επίφοβος στις κοινωνικές του σχέσεις, αφού ενδέχεται να φανεί προθυμότερος στην αδικία, αν πρόκειται να κερδίσει περισσότερα. Σε τελική ανάλυση, ως πηγή κάθε αδικίας τίθεται η εξάρτηση που έχει κανείς από το χρήμα ή τις ηδονές. Όσο πιο έντονη είναι η σχέση με αυτά (χρήμα-ηδονές), όσο πιο άμετρη και ανισόρροπη, τόσο πιο μεγάλη και η ροπή προς πράξεις που αποσκοπούν στην απόκτησή τους.
 
Η διαστρέβλωση των εννοιών που θέτει την απόλυτη σπατάλη ως ποιότητα ζωής, η οποία δεν πρέπει με κανένα τρόπο να διαταραχθεί, είναι το άμετρο κυνήγι του χρήματος, που εν τέλει νομιμοποιείται και ηθικά ως (δήθεν) διασφάλιση του ευ ζην. Τα στρεβλά καταναλωτικά πρότυπα και η ευτέλεια των κριτηρίων για την κοινωνική ανάδειξη, που ταυτίζουν την επιτυχία και την καταξίωση με το χρήμα, δεν είναι απλά διαστρέβλωση της ευτυχίας που εκλαμβάνεται, επίσης, σαν εξαγοράσιμο αγαθό, αλλά και ιδεολογική θεμελίωση αντικοινωνικών συμπεριφορών. Ο κυνικός λέγεται ρεαλιστής, η συμφεροντολογία μετατρέπεται σε πνεύμα της εποχής, ο αμοραλισμός γίνεται ανταγωνιστικότητα, η απληστία συμπεριλαμβάνεται στα επαγγελματικά προσόντα.

Η απόλυτη στρέβλωση καταδεικνύει την απόλυτη έλλειψη του μέτρου, δηλαδή την εκμηδένιση της λογικής. Ο Θουκυδίδης περιγράφοντας τον εμφύλιο της Κέρκυρας είναι πλήρως κατατοπιστικός: «… την καθιερωμένη σημασία των λέξεων για τις ανθρώπινες πράξεις την άλλαξαν κατά πώς τους βόλευε. Έτσι το παράτολμο θάρρος το ονόμασαν παλικαριά από αγάπη στο σύντροφο, την προνοητική αναβλητικότητα εύσχημη δειλία, τη σωφροσύνη πρόσχημα ανανδρίας και τη συνετή αντιμετώπιση κάθε πράγματος νωθρότητα για το καθετί· την παράφορη ορμή την κατέλεξαν στις αντρικές ιδιότητες και το να κάνει κανείς σχέδια εναντίον του εχθρού παίρνοντας τα μέτρα του το θεωρούσαν εύλογη πρόφαση για να τα εγκαταλείψει. Κι αυτόν που έδειχνε φανερά την αγανάκτησή του τον είχαν για άνθρωπο της παντοτινής τους εμπιστοσύνης, ενώ αυτόν που τον παρατηρούσε για τη συμπεριφορά του, τον έβλεπαν ύποπτα. Κι αν κάποιος μηχανορραφούσε και τα κατάφερνε, τον χαρακτήριζαν έξυπνο, κι ακόμα πιο φοβερό στην εξυπνάδα, όποιον μπορούσε να υποπτευθεί τις επιβουλές των αντιπάλων· αντίθετα αν κανείς κοίταζε από πριν πώς να μη χρειαστεί να κάνει τίποτε από αυτά, τον θεωρούσαν διασπαστή της πολιτικής του παράταξης, καταπτοημένο από τους αντιπάλους» (Θουκυδίδη Ιστορία, Γ, 82-82).
 
Κατά το Θουκυδίδη, όταν η σωφροσύνη εκλαμβάνεται ως ανανδρία, το θράσος ως δείγμα ανδρισμού, η επιτυχημένη μηχανορραφία ως εξυπνάδα και η εντιμότητα ως αδυναμία δεν μπορεί παρά να γίνεται λόγος για τον πολεμικό φανατισμό που μετατρέπει τη βία σε κοινωνική αξία. Η αλλοίωση των εννοιών αποτελεί αλλοίωση των αξιών που καθιστούν την κοινωνική αρετή αφέλεια και την αρπακτικότητα μοναδική ρεαλιστική συνθήκη.
 
Ο Θουκυδίδης θα συμπληρώσει: «Οι περισσότεροι άνθρωποι προτιμούν να τους αποκαλούν επιτήδειους όταν είναι φαύλοι, παρά αφελείς όταν είναι τίμιοι: για το δεύτερο αισθάνονται ντροπή, ενώ για το πρώτο καμαρώνουν. Αιτία για όλα αυτά είναι η επιθυμία της εξουσίας που προέρχεται από την πλεονεξία και τη φιλοδοξία· κι από αυτά τα δύο πάλι απορρέει ο ζήλος των ανθρώπων όταν έχουν μπει σε εμφύλιο πόλεμο» (Θουκυδίδη Ιστορία, Γ, 82-82).
 
Σε τελική ανάλυση, η κοινωνία που διέπεται από τέτοιες διαστρεβλωμένες αξίες είναι η κοινωνία που εκτρέφει τον πόλεμο μέσα της. Γι’ αυτό και οι σχέσεις των πολιτών θα είναι πολεμικές. Αυτό που ονομάζουμε κοινωνική γαλήνη είναι αδύνατο να οριστεί ως κάτι άσχετο με την τρέχουσα ηθική αντίληψη της πόλης. Οι πολίτες που εκλαμβάνουν την επιβολή ως επιτυχία, την πλεονεξία ως φιλοδοξία και την εντιμότητα ως αφέλεια δεν έχουν άλλη επιλογή από τη θεοποίηση της ατομικότητας. Κι αυτή είναι η αφετηρία του πολέμου.
 
Εξάλλου, καλύτερα να είναι κανείς επιτήδειος παρά αφελής. Η έννοια της συνύπαρξης, η ανάδειξη του άξιου, η δικαιοσύνη, όλα τα στοιχεία που θα λειτουργήσουν ενωτικά διασφαλίζοντας τη συνοχή της πόλης στερούνται νοήματος. Σε τελική ανάλυση, η ολική διαστρέβλωση θα διαμορφώσει τα νέα ήθη μετατρέποντας το δίκιο του ισχυρού σε δικαιοσύνη.
 
Από αυτή την άποψη, η άσκηση της αρετής (με την αριστοτελική έννοια του μέτρου και της λογικής) αποτελεί πολιτική πράξη, ως ενέργεια που προσπαθεί να αποκαταστήσει τις ισορροπίες, δηλαδή ως συνθήκη ενωτική μέσα στην πόλωση των συμφερόντων. Ο ενάρετος υπηρετεί την κοινωνική ειρήνη. Ο πόλεμος δεν έχει θέση σε αυτόν. Ο πόλεμος ανήκει σε αυτούς που θα προσπαθήσουν να αναρριχηθούν με νύχια και με δόντια προτάσσοντας το θράσος και τη διαπλοκή. Η υγιής πόλη οφείλει να μην τους το επιτρέψει, γιατί, αν το κάνει, θα τους δικαιώσει ηθικά προσυπογράφοντας τη διαστρέβλωση. Θα τους κάνει πρότυπα. Μια τέτοια πόλη δεν μπορεί να έχει σπουδαίες προοπτικές ευημερίας.

Αυτό που μένει είναι ο αριστοτελικός ορισμός της μεγαλοψυχίας, ως επιδίωξη της τιμής με κριτήριο την αρετή, δηλαδή την πραγματική αξία των ανθρώπων: «Η μεγαλοψυχία είναι μεσότητα ανάμεσα στην κενοδοξία και τη μικροψυχία, και έχει να κάνει με την τιμή και την απαξίωση, και ειδικότερα την τιμή που προέρχεται όχι από τους πολλούς αλλά από τους καλούς, ακριβέστερα την τιμή που προέρχεται κυρίως από αυτούς» (1192a 25.1).
 
Με άλλα λόγια, ο μεγαλόψυχος δεν επιδιώκει οποιαδήποτε τιμή κι ούτε νιώθει ικανοποίηση όταν τον τιμούν άνθρωποι που ο ίδιος δε θεωρεί άξιους. Πρόκειται για τον άνθρωπο που ενσαρκώνει την υγιή στάση απέναντι στην τιμή αναζητώντας τη βαθύτερη ουσία της, ως έντιμη ενθάρρυνση απέναντι σε αυτό που κάνει. Για τον Αριστοτέλη η επιδίωξη της τιμής όχι μόνο δεν είναι κατακριτέα, αλλά κρίνεται θετικά ως κάτι βαθύτατα ανθρώπινο. Αρκεί να μην είναι κενοδοξία. Αρκεί δηλαδή να διέπεται από το μέτρο της λογικής.
 
Αυτός είναι ο λόγος που για τον μεγαλόψυχο ο έπαινος έχει αξία μονάχα όταν εκφράζεται από άξιους ανθρώπους: «Διότι οι καλοί, θα αποδώσουν τιμή μετά λόγου και γνώσεως ορθής· και ο μεγαλόψυχος θα θελήσει σίγουρα να κερδίσει την τιμή την οποία θα του αποδώσουν άνθρωποι που, όπως και ο ίδιος, έχουν πλήρη συνείδηση ότι η τιμή αποδίδεται σε έναν που αξίζει. Και τούτο, για τον λόγο ότι η μεγαλοψυχία δεν έχει να κάνει με οποιαδήποτε τιμή, αλλά την άριστη» (1192a 25.1).
 
Από τη στιγμή που ο μεγαλόψυχος απορρίπτει τους επαίνους των ανάξιων, είναι εύκολο να φανταστεί κανείς την απέχθεια που τρέφει για τις κολακείες των ευτελών. Αυτά αφορούν τους κενόδοξους. Ο μεγαλόψυχος δε θέλει ούτε πλήθη να τον επευφημούν ούτε τη δόξα της επωνυμίας. Θέλει απλά να αναγνωριστεί το έργο του (ή η στάση της ζωής του) από εκείνος που και ο ίδιος έχει σε υπόληψη. Ακόμη κι αν είναι ελάχιστοι. Η αναζήτηση της φήμης δεν έχει σχέση με τον μεγαλόψυχο. Ο μεγαλόψυχος θέλει απλά να εισπράξει αυτό που πράγματι αξίζει. Καμία χάρη δεν είναι αρεστή στο μεγαλόψυχο.
 
Όσο για τον κενόδοξο, ο Αριστοτέλης είναι απολύτως σαφής: «Όσοι τώρα είναι ευκαταφρόνητοι και ασήμαντοι αλλά παρ’ όλα αυτά θεωρούν τον εαυτό τους άξιο για μεγάλα πράγματα και επιπλέον φαντάζονται ότι δικαιούνται μεγάλες τιμές για του λόγου τους, αυτοί είναι κενόδοξοι· όσοι, αντιθέτως, θεωρούν τον εαυτό τους άξιο για λιγότερα από όσα θα τους ταίριαζε, αυτοί είναι μικρόψυχοι» (1192a 25.2).
 
Η πόλη που αναδεικνύει τους κενόδοξους αποδίδοντας τιμές σε ανθρώπους που δεν τις αξίζουν είναι η πόλη που επιβραβεύει τους «ευκαταφρόνητους και ασήμαντους» ανθρώπους. Όταν αυτού του είδους οι άνθρωποι καταλαμβάνουν τα υψηλά και τιμητικά αξιώματα, τότε όχι μόνο η πόλη θα έρθει σε αδιέξοδα αφημένη στα χέρια των ανάξιων, αλλά θα καλλιεργηθούν και τα ανάλογα πρότυπα εξασφαλίζοντας την επόμενη γενιά της κενοδοξίας που θα αναρριχηθεί.
 
Σταδιακά οι έπαινοι και τα αξιώματα χάνουν κάθε νόημα μετατρεπόμενα σε υπόθεση των ευτελών. Ο πραγματικά άξιος είναι αδύνατο να αποδεχτεί μια τέτοια κατάσταση. Δεν έχει παρά να αποσυρθεί. Το πεδίο ανήκει πλέον στην κενοδοξία…
 
Αριστοτέλης, Ηθικά Μεγάλα

Διαχείριση συναισθημάτων

Πώς «διαχειρίζομαι» τα συναισθήματά μου; Είναι μια πολύ συνηθισμένη απορία μα και αντίληψη ζωής η «διαχείριση συναισθημάτων», παράγωγο της Ψυχολογίας και τις Ιατρικής κυρίως.

Όλοι περνάμε από αυτό το στάδιο της «διαχείρισης», προσπαθώντας να ελέγξουμε ουσιαστικά ή να μετατρέψουμε τα αρνητικά συναισθήματά μας σε θετικά. Αυτός είναι ο σκοπός της όλης προσπάθειας και όλων των μεθόδων που αναπτύσσονται, προς αυτόν τον σκοπό. Στόχος, η εσωτερική γαλήνη και αταραξία.

Λειτουργεί όμως; Επιτυγχάνεται ποτέ ο πολυπόθητος σκοπός του απόλυτου αυτό-έλεγχου και διαχείριση συναισθημάτων, όπως τον εννοούμε; Επιτυγχάνουμε την ειρήνη με τα συναισθήματα και τον εαυτό μας; Τολμάμε άραγε ν’ απομακρύνουμε την εστίαση της προσοχής μας ώστε να συνθέσουμε μεγαλύτερα κομμάτια γνώσης και πληροφοριών, ώστε να δούμε μια πιο διευρυμένη θέαση των πραγμάτων; Τολμούμε να δούμε με αθωότητα και αγνότητα τα ουσιαστικά ερωτήματα της ζωής μας;

Η αλήθεια είναι σχετικά απλή στην αρχική οπτική που τολμάμε… φοβόμαστε τα συναισθήματά μας! Γιατί διαφορετικά θα τα τοποθετούσαμε απέναντι, προσπαθώντας να τα αλλάξουμε; Γιατί να τα εκλογικεύουμε αντί να τα αναγνωρίζουμε και να τα αποδεχόμαστε ως έχουν;

Η πρώτη παρανόηση που κάνουμε αλλά δεν εξετάζουμε ξανά στη συνέχεια είναι να διαχωρίζουμε τα συναισθήματα σε θετικά και αρνητικά. Αν το δούμε από τη πλευρά της αυτογνωσίας, ΟΛΑ τα συναισθήματα, μηδενός εξαιρουμένου, έχουν κάτι να μας πουν για τον εαυτό μας, κρύβουν μηνύματα του νου μας που διαφορετικά δεν θα μπορούσαμε ν’ αντιληφθούμε. Δεν υπάρχει «καλό» και «κακό» συναίσθημα, κάτι που υπονοεί η κατάταξη «θετικά – αρνητικά». Ενόσω επιμένουμε να υιοθετούμε αυτή την άποψη, ότι τα αρνητικά συναισθήματα μας εμποδίζουν, μας αρρωσταίνουν, χαλάνε τις σχέσεις μας κ.λ.π., τόσο παραμένουμε σε εμπόλεμη κατάσταση με τον εαυτό μας και στην άγνοια ουσιαστικά.

Η δεύτερη παρανόηση είναι ότι τα συναισθήματα προκύπτουν από το εξωτερικό περιβάλλον, όπου βρίσκονται και οι αιτίες τους. Συνηθίζουμε να υποθέτουμε ότι «ο άλλος με θύμωσε» ή ότι «ο οποιοσδήποτε με κάνει χαρούμενη» κ.λ.π., κάτι που φυσικά δεν ισχύει. Ο άλλος, το περιβάλλον, οι καταστάσεις, τα περιστατικά είναι απλά οι αφορμές που πυροδοτούν το συναίσθημα. Όμως οι αιτίες είναι πάντα εσωτερικές και βρίσκονται στις σκέψεις που διατηρούμε και ενισχύουμε.

Μια τρίτη παρανόηση είναι ότι αλλάζοντας είτε τις (επιφανειακές) σκέψεις μας είτε τον τρόπο που εκδηλώνουμε τα συναισθήματά μας, αυτό θα μας απαλλάξει και από τις αρνητικές συνέπειές τους, θα μας προφυλάξει από συγκεκριμένες εμπειρίες και τελικά θα «διαμορφώσει» το συναίσθημά μας. Τίποτα από όλ’ αυτά δεν λειτουργεί φυσικά, γιατί οι αιτίες που προκαλούν τα διάφορα συναισθήματα (είτε θετικά είτε αρνητικά) βρίσκονται βαθιά στο υποσυνείδητο, είναι θαμμένες στο παρόν και όχι στο παρελθόν που τις ψάχνουμε και είναι αδύνατον να αναδυθούν μέσω κριτικής και της ήδη διαμορφωμένης αντίληψής μας. Αυτό μας φέρνει σε μια άλλη παρανόηση...

Η τέταρτη παρανόηση είναι ότι πρέπει να αλλάξουμε το συναίσθημά μας (ή να το διατηρήσουμε) μέσω αυτοκριτικής και φυσικά… κατ’ επέκταση, κριτικής των άλλων: "αυτό μου αρέσει, αυτό δεν μου αρέσει, αυτό το θέλω, αυτό δεν το θέλω" κ.ο.κ. Δεν ξέρω αν το έχετε προσέξει, αλλά καθημερινά κρίνουμε τους άλλους, την κοινωνία, τον εαυτό μας... βλέπετε τίποτα ν' αλλάζει ή τ' αρνητικά συναισθήματα να μετατρέπονται σε θετικά;

Μια άλλη ισχυρή παρανόηση είναι ότι τα "αρνητικά" συναισθήματα πρέπει οπωσδήποτε ν' αλλάξουν και να μετατραπούν σε θετικά. Είναι μια αφοριστική άποψη που αφαιρεί την έννοια της διάκρισης, αφαιρεί τη μοναδικότητα της στιγμής, αφαιρεί την έννοια της δικαιοσύνης και πολλά άλλα, τα οποία παραμορφώνονται κάτω από το πέπλο μιας ψεύτικης ηθικής.
 
Υπάρχουν κι άλλες παρανοήσεις φυσικά... ο καθένας έχει τις δικές του, κρυμμένες μέσα στις απόψεις του, τις πεποιθήσεις και τις πρωταρχικές του ανάγκες. Χρειάζεται πάντα μια προσωπική διερεύνηση, για να διαπιστώσει ο καθένας μας τι χρειάζεται να επανεξετάσει, διαλύοντας τις αντιφάσεις και τις παρανοήσεις μέσα του.

Η προσπάθεια της «διαχείρισης των συναισθημάτων» ενισχύει, μέσω του εσωτερικού κριτή, τον εσωτερικό πόλεμο, που άλλοτε τον εκτοξεύουμε προς τους άλλους και άλλοτε τον γυρνάμε προς τον εαυτό μας. Η έννοια του παρατηρητή είναι πρακτικά ακόμα άγνωστη σε μεγάλο βαθμό ως λειτουργία καθημερινή, διαχρονική. Αλλά η παρατήρηση συμπεριλαμβάνει και την αποδοχή, που είναι το πρώτο βήμα της αυτογνωσίας και είναι απαραίτητη για να πορευόμαστε εν ειρήνη, με τον εαυτό μας και για να καταλαβαίνουμε – μέσα από εμάς – τους άλλους.

Πώς γίνεται αυτό; Χρειάζεται μια «διόρθωση» κάποιων εννοιών, που έχουν καταγραφεί μέσα μας λανθασμένα και άρα διαστρεβλώνουν αυτά που κατανοούμε, επικοινωνούμε και τελικά λειτουργούμε. Επίσης, χρειάζεται να μάθουμε πώς λειτουργεί η σκέψη, πώς αναδύονται τα συναισθήματα, τη σημασία του γραμμικού χρόνου και της γραμμικότητας της σκέψης μας, πώς λειτουργεί η φαντασία, πόσες άλλες δυνατότητες διαθέτουμε αλλά αγνοούμε περιορίζοντας τον εαυτό μας και τους άλλους... 

Η ενεργοποίηση του παρατηρητή μέσα μας χρειάζεται δουλειά. Δεν το έχουμε μάθει άρα χρειάζεται να επιλέξουμε να το κατακτήσουμε, μαθαίνοντας τη μοναδική λειτουργία που θα μας οδηγήσει σε πολλές άλλες και σε μια διευρυμένη αντίληψη ζωής, χωρίς σύνορα. Είναι δουλειά, είναι σαφώς έξοδος από τη ζώνη άνεσης του κριτή και τις ψεύτικης ασφάλειάς του και χρειάζεται πειθαρχία και αφοσίωση. Χρειάζεται απόλυτη ειλικρίνεια με τον Εαυτό μας καθώς εισχωρούμε βαθύτερα στο νου και στο Είναι μας, αντλώντας τη δική μας, μοναδική αλήθεια και ειρηνική συνύπαρξη με τον κόσμο μας.

Τα συναισθήματα αποτελούν το κλειδί που ξεκλειδώνει τον εσωτερικό μας κόσμο. Είναι ένας κόσμος μαγικός, γεμάτος γνώση και σοφία, εφόσον είμαστε πρόθυμοι να εγκαταλείψουμε τις απόψεις που έχουμε υιοθετήσει και να προσπαθούμε μάταια να αλλάξουμε τον εαυτό μας (ή τους άλλους).  

Δημήτρης Λιαντίνης: Η επιστροφή και η καταφυγή στον εαυτό μας

Μιλάς για την ανθρώπινη αθλιότητα, που γεννιέται από την ευθύνη των μεγάλων, και μάλιστα κατονομάζεις και ορισμένους λαούς.

Δεν φταίνε οι λαοί, που σήμερα η ιστορική καλομοιριά τους τους έχει βάλει στην κορυφή της δύναμης. Αν δεν υπήρχαν αυτοί σήμερα, τα σύμβολα της αδικίας και της αθλιότητας, θάταν στη θέση τους κάποιοι άλλοι. Και θα τους κράζαμε Άγγλους, Ρωμαίους, Έλληνες, Μήδους, Σουμερίους, Ακκαδίους, Φοίνικες, Αιγυπτίους και ό,τι άλλο.

Ο ηθικός δείκτης των ατόμων και των λαών πάντοτε κυμάνθηκε μέσα στα περιθώρια ιδίων ενδείξεων. Καμία βελτίωση, κανένας εξευγενισμός.

Πάντοτε ο άνθρωπος ανοίγει και τραβάει το δρόμο της ιστορικής του προχώρησης με σημαιοφόρο και μπροσταροκριό την επιχρυσωμένη μάσκα του κακού και της αδικίας. Καθαρός κανίβαλος, με αυθεντικά τα διάσημα του πρωτογονισμού του.

Τότε έσφαζε με τα σπαθιά και τις κάμες και σήμερα σκοτώνει με τα πολυβόλα και την αναπνοή. Τότε είχε τους δούλους, σήμερα τους αντικατέστησε εξωραϊστικά με σένα και με μένα.

Καμία αλλαγή. Κι έτσι πάντα θα γίνεται.

Γίνανε προσπάθειες και εγχειρήματα πολύ σοβαρά για να καταργηθεί αυτό το τρισάθλιο καθεστώς.

Χριστιανισμός, Γαλλική Επανάσταση, Μπολσεβικισμός, για να σταματήσω σε χαρακτηριστικές κορυφές. Του κάκου όμως. Αντί για την ημέρωση, η αποθηρίωση.

Γιατί στην ουσία πρόκειται για ένα φυσικό νόμο, με δύναμη απόλυτη.

Πάσχει από αθεράπευτο ρομαντισμό, σπαρταριστή αφέλεια και ελαφρύνοια άμετρη εκείνος που νομίζει ότι ο κόσμος διορθώνεται ή ότι φταίει σήμερα ο Αμερικανός κι ο Ρούσος, ή όποιος άλλος, για το δικό μας κακό.

Αλλοίμονο στον άνθρωπο που πλάστηκε τέτοιος.

Μία μόνο υπάρχει δυνατότητα, που προσφέρεται και σαν μορφή λύσης. Η επιστροφή και η καταφυγή στον εαυτό μας.

Φαίνεται αυτό σαν καταδικάσιμος αριστοκρατισμός, στο βάθος όμως είναι η επιλογή του δυνατού μικρότερου κακού.

Αυτή η επιστροφή, η περιχαράκωση στο άτομο, πραγματοποιείται με την εφαρμογή δύο μόνον αξιωμάτων.

Το πρώτο είναι να κλείσεις τα μάτια στον πηχτό παραλογισμό που φουρτουνιάζει γύρω σου και ν' αποφεύγεις, όσο γίνεται, όσο σου επιτρέπει η φύση σου, και ν' αδικείς και να αδικείσαι.

Όταν ο άλλος σε προσβάλλει, ή σε «ρίχνει», απάντα όχι με μεγαλόσχημη και μεγαλόστομη διαμαρτυρία, αλλά με το γέλιο σου. Ένα γέλιο που νάχει μέσα του και σαρκασμό και πόνο.

Σα να λες στον αδικητή σου:
«Κακομοίρη, μ’ όλο σου το κέρδος, δε θα κοιμηθείς καλύτερα το βράδυ. Απάνω σου βλέπω τα σημάδια από ένα αρρωστιάρικο κορμί, που ύστερα από 30 ή 50 χρόνια θα διαλυθεί στο ανυπόμονο κύλισμα του χείμαρρου, για να βουλιάξει σ’ έναν άπατο βυθό. Κι εγώ, μ’ όλη μου τη βλάβη, δε θα κοιμηθώ χειρότερα το βράδυ. Γιατί ξέρω το δρόμο μου και το γέλιο μου και τον πόνο μου».
 
Απόσπασμα επιστολής του Λιαντίνη (αρχές του 1971) από τη Γερμανία όπου σπούδαζε, προς τον δίδυμο αδερφό του.
 
Λιαντίνης, Έζησα έρημος και ισχυρός

Κι όμως… η ζωή μπορεί να γίνει τέχνη και μάλιστα η ομορφότερη όλων

Μπορούμε να δούμε τη ζωή σαν τέχνη; Δεν είναι εύκολο καθώς από παιδιά και έφηβοι καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε δυσκολίες και προβλήματα και να διαχειριστούμε το χάος μέσα μας.

Πώς να δούμε τη ζωή σαν τέχνη όταν αντιμετωπίζουμε πόνο, φόβο, ανασφάλειες, ανεκπλήρωτες ανάγκες; Κι όμως, η ζωή μπορεί να γίνει τέχνη και μάλιστα η ομορφότερη όλων. Καθώς η ζωή περιλαμβάνει όλες τις άλλες τέχνες όπως τη μουσική, το θέατρο, την ποίηση.

Μα πως γίνεται η ζωή τέχνη; Τέχνη γίνεται η ζωή όταν από μικρή ηλικία καλούμαστε να εκπαιδευτούμε να παίζουμε διάφορους ρόλους, όπως αυτή του μαθητή ή του παιδιού και αργότερα του γονιού ή του δασκάλου ή του εκάστοτε επαγγελματία. Ακόμα και η φιλία, ακόμα και ο έρωτας αλλά και η αγάπη είναι τέχνες τις οποίες καλούμαστε στη ζωή να τις εξασκήσουμε με τον καλύτερο τρόπο και να δώσουμε τον καλύτερο εαυτό μας.

Και όσο πιο καλά μαθαίνουμε και εκπαιδευόμαστε στην τέχνη της ζωής, τόσο και πιο ευτυχισμένοι είμαστε. Διότι, μαθαίνουμε να είμαστε καλοί γονείς, μαθαίνουμε να είμαστε καλοί παιδαγωγοί, καλοί φίλοι, καλοί εραστές, καλοί άνθρωποι. Κι αυτό συμβαίνει τόσο μέσα από το παράδειγμα και την μίμηση αλλά και από την άσκηση, αλλά και μέσα από σκέψη και περισυλλογή.

Όσο καλύτερα υποδυόμαστε τους ρόλους μας και όσο μεγαλύτερη αγάπη, υπομονή και κατανόηση βάζουμε στα πράγματα, τόσο και πιο ευτυχισμένοι θα είμαστε. Κι αυτό συμβαίνει διότι όταν δίνουμε αγάπη και σεβασμό, θα τα εισπράξουμε κιόλας, ενώ όσο πιο γενναιόδωροι, συμπονετικοί και μεγαλόψυχοι είμαστε με τους ανθρώπους, δεν μπορεί παρά να είμαστε αγαπητοί και δημοφιλείς.

Αλλά και στην εργασία μας, όσο μεγαλύτερη αγάπη βάζουμε σε αυτό που κάνουμε, τόσο πιο επιτυχημένοι θα είμαστε. Άρα η ζωή μπορεί να είναι τέχνη εφόσον αποτελείται από ρόλους που καλούμαστε να εξασκήσουμε.

Και είναι η ομορφότερη τέχνη όλων. Γιατί είναι η μία και μοναδική που δεν έχει πρόβα αλλά είναι μια συνεχής παράσταση που καθημερινά καλούμαστε να δώσουμε. Και όταν πλέον πλησιάσει να κλείσει η αυλαία εύχομαι σε όλους να έχουν δώσει τον καλύτερο εαυτό τους και να πάρουν το πιο μεγάλο χειροκρότημα.

Ελευθερία σημαίνει γνώση και υπέρβαση

Το πρόβλημα του ορισμού της ελευθερίας του ανθρώπου και η στάση του απέναντι στην οποιασδήποτε μορφής εξουσία είναι μάλλον προαιώνιο.
Ελευθερία σημαίνει ελευθερία εκλογής;

Ελευθερία βούλησης;

Ίσως έχουμε την αυταπάτη της ελευθερίας γιατί ναι μεν έχουμε την επίγνωση των επιθυμών μας αλλά όχι και των βαθύτερων κινήτρων αυτών των επιθυμιών.

Από την άλλη μεριά υπάρχει η άποψη ότι ο άνθρωπος δεν είναι ελεύθερος να διαλέξει, ότι οι αποφάσεις του ορίζονται από εσωτερικά και εξωτερικά γεγονότα που έχουν συμβεί στο παρελθόν, άσχετα αν μιλάμε για ομάδες ή άτομα.

Κάνοντας, υποτίθεται πάντα, δουλειά με τον εαυτό μας ο καθένας μεταβαλλόμαστε και διαφοροποιούμαστε- κατά συνέπεια και μέσα στην ευρύτερη ομάδα ή στην επιλεγμένη ομάδα που ανήκουμε-, και "σπάει" η υποτιθέμενη αιτιότητα. Ακολουθείται μια πορεία διαφορετική από την ήδη "πεπατημένη".

Θα 'πρεπε όμως νομίζω να μιλάμε για την ελευθερία εκλογής ενός συγκεκριμένου ατόμου κι όχι του ανθρώπου γενικότερα. Γιατί κάθε εκλογή, κάθε απόφαση, κάθε επιλογή γίνεται από το άτομο ανάλογα με το επίπεδο της συνειδητότητας στο οποίο βρίσκεται όταν κληθεί να επιλέξει.
 
"Το παρόν είναι η στιγμή της επιλογής και της ερμηνείας. Οι τωρινές μας επιλογές δημιουργούν τις εξωτερικές καταστάσεις που βιώνουμε αυτήν τη στιγμή. Οι τωρινές μας ερμηνείες δημιουργούν τις εσωτερικές καταστάσεις που βιώνουμε στο παρόν. Και λόγω του ότι ο 'εξωτερικός' μας κόσμος είναι μια αντανάκλαση του 'εσωτερικού' μας κόσμου, οι επιλογές μας κι οι ερμηνείες αλληλοεπιδρούν και διαιωνίζουν οι μεν τις δε. Δεν είμαστε ούτε το ένα ούτε το άλλο, είμαστε η πηγή και των δύο. Εάν κατανοήσουμε τις επιλογές μας και τις ερμηνείες που τους κάνουμε, τότε θα αρχίσουμε να βιώνουμε την ελευθερία των επιλογών.

Για αυτόν τον λόγο, το κλειδί της ελευθερίας είναι να γίνουμε η προσωποποίηση της ίδιας της σιωπηλής παρατήρησης που είναι πανταχού παρούσα και παρατηρεί τα πάντα. Η σιωπηλή παρατήρηση είναι η ίδια η συνειδητότητα. Η συνειδητότητα, έχοντας συνείδηση της φύσης της, είναι παρουσία, βαθιά σοφία κι ειρήνη. Όταν είμαστε ελεύθεροι είμαστε σε επικοινωνία με τον εσώτερο εαυτό μας κι όχι με την προβολή του εαυτού μας. Και μέσα σ' αυτή την ελευθερία βρίσκεται η ικανότητα να δίνουμε αυθόρμητα την προσοχή μας στις επιλογές εκείνες που θα φέρουν χαρά σ' εμάς αλλά και στους άλλους επίσης." λέει ο Chopra.

Το πρόβλημα της εκλογής, της επιλογής, δεν είναι συνήθως πρόβλημα επιλογής ανάμεσα σε 2 εξίσου καλές δυνατότητες.

Είναι σχεδόν πάντα η εκλογή ανάμεσα σε κάτι καλύτερο από κάτι χειρότερο, σε σχέση πάντα με το βασικό "ηθικό" ερώτημα της ζωής:

-πρόοδος ή οπισθοδρόμηση;
-ανεξαρτησία ή εξάρτηση;
-αγάπη ή φόβος;
 
Ελευθερία, ίσως, είναι η ικανότητα να ακούμε τη φωνή της συνείδησης μας, τον εσωτερικό μας εαυτό, που οδηγεί στην ανάπτυξη και την ολοκλήρωση, στην πραγμάτωση αυτού που εν δυνάμει είμαστε: άνθρωποι.

Ανθρώπινοι όμως.

Η ελευθερία δεν είναι μια αφηρημένη ικανότητα που το άτομο έχει ή δεν έχει.
Από τη μια, μπορεί να είναι ένας προσανατολισμός της προσωπικότητάς του, να γίνει ένα δημιουργικά παραγωγικό και ανεξάρτητο ον.

Είναι ας πούμε μια λειτουργία της δομής του χαρακτήρα του.

Με αυτήν την έννοια το ίδιο το άτομο απλά δεν είναι "ελεύθερο να διαλέξει το κακό", είναι ήδη ένα ολοκληρωτικά ελεύθερο άτομο.
 
Από την άλλη, η έννοια της ελευθερίας χρησιμοποιείται ως η ικανότητα να επιλέξουμε ανάμεσα σε 2 αντίθετα -συνήθως- πράγματα, που δείχνουν πάντα την επιλογή ανάμεσα σε κάτι λογικό και κάτι παράλογο, επιλογή του ενός σε αντιδιαστολή με το άλλο.

Τότε δεν είμαστε ελεύθεροι να διαλέξουμε, τότε η ελευθερία της επιλογής εναπόκειται στις αντιφατικές προδιαθέσεις που υπάρχουν μέσα μας.

Από ποιους παράγοντες εξαρτάται τελικά η απόφαση μας επιτέλους;

Στην επίγνωση και στα διαφορετικά της είδη.
 
Γιατί η επίγνωση είναι διαφορετική από τη θεωρητική γνώση του τι είναι "καλό" και τι είναι "κακό".

Κι εδώ μπαίνει και παίζει πρωταρχικό ρόλο το σύστημα αξιών (αυθεντία, εξουσία), το οποίο πρεσβεύουμε και στο οποίο "υπακούουμε".

Η επίγνωση και ο βαθμός ανάπτυξής της εντός μας είναι ένας βασικός παράγοντας στο να καταφέρουμε να σπάσουμε ένα ένα τα δεσμά, που μας κρατάνε στο σκοτάδι φοβισμένους και ανίκανους να πάρουμε τη ζωή μας επιτέλους στα χέρια μας.

Είμαστε σκλάβοι των κοινωνικών μας προγραμματισμών, της άγνοιας της αληθινής μας φύσης, του φόβου μας για την γνώμη των άλλων.

Τι ελευθερία μπορεί να υπάρξει όταν όλοι μας είμαστε φυλακισμένοι μέσα στις πεποιθήσεις, τις προσκολλήσεις, τις ανάγκες, τις επιθυμίες και τους φόβους μας;

Ελευθερώνεται ο άνθρωπος πραγματικά όταν καταφέρει να αποδεσμευτεί από το «εγώ» του και όλους τους μηχανισμούς άμυνας που χρησιμοποιεί αυτό το εγώ.

Αυτός είναι ο δρόμος για την επίγνωση.


Η «υπέρβαση» της ασυνειδησίας θα μας οδηγήσει στην ταύτιση με τον πραγματικό μας εαυτό και την αληθινή, θεική μας φύση.

Και τότε παύει να υπάρχει πλέον το πρόβλημα της επιλογής. Τότε αποκτούμε την ελευθερία να είμαστε ευτυχισμένοι ανεξάρτητα από το τι μας συμβαίνει.

Την ελευθερία να αγαπάμε ανεξάρτητα από την συμπεριφορά του άλλου.

Την ελευθερία να αισθανόμαστε ασφαλείς και γαλήνιοι σε κάθε κατάσταση.

Την ελευθερία να ζούμε και να βιώνουμε ανεξάρτητα από τις γνώμες των άλλων, την κριτική και την κατάκρισή τους.

Αποκτάμε ελευθερία να σκεφτόμαστε με διαύγεια σε κάθε κατάσταση.
.
Απλά θέλω να πω ότι ελευθερία δεν είναι κάτι που έχουμε ή δεν έχουμε.

Υπάρχει μόνον η πράξη της απελευθέρωσης.

Η πράξη της Υπέρβασης, η όλη διαδικασία που γίνεται μέσα μας όταν καλούμαστε να επιλέξουμε.

Κάθε φορά ο βαθμός ελευθερίας είναι διαφορετικός και διαφοροποιημένος, ανάλογα με το επίπεδο της επίγνωσής μου και κατά συνέπεια από το βαθμό συνειδητότητας που είναι "κατακτημένος" τη στιγμή που βρίσκομαι, τη συνειδητότητά μου στο εδώ και τώρα.

Ώσπου τελικά κάθε βήμα που κάνω μέσω των επιλογών μου να αυξάνει και την ικανότητά μου να διαλέγω μια επιθυμητή -(πάντα ως προς τον απώτερο επιθυμητό στόχο της ανάπτυξης και ολοκλήρωσης του εαυτού)- από μια ανεπιθύμητη.
 
Υπάρχουν αναρίθμητοι βαθμοί ελευθερίας εκλογής, διαφορετικοί σε κάθε δεδομένη χρονική στιγμή. Κάποιες φορές όμως η πρωταρχική απόφαση επιλογής έχει παρθεί, όχι τη μέρα της τελευταίας, όπως νομίζουμε, απόφασης μας, αλλά πολύ πολύ καιρό πριν.

Όταν αποτύχαμε, ίσως, να δούμε ότι η ζωή μας έθετε ένα βασικό ερώτημα: το να δώσουμε εμείς οι ίδιοι νόημα στη ζωή μας.

Όχι ότι κι αυτό σημαίνει κάτι απόλυτο και μη αναστρέψιμο.

Απλά είναι πολύ πιο δύσκολο να δει κανείς ότι βρίσκεται σε λαθεμένο δρόμο, να συνειδητοποιήσει ότι ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής και του εαυτού του άγονταν και φέρονταν σε δυνάμεις εξωγενείς, σε ελεγκτικούς κοινωνικούς μηχανισμούς αδιόρατους αλλά πανίσχυρους.

Όχι όμως κι ακατόρθωτο.

Καμιά φορά ο μόνος λόγος που γίνεται πιο δύσκολο είναι επειδή πρέπει να παραδεχτούμε πως οφείλουμε να γυρίσουμε πίσω ως την πρώτη λαθεμένη απάντηση - στροφή ας πούμε - που πήραμε,
και άρα πως χάσαμε χρόνο και ενεργητικότητα. Όμως, "δια της απώλειας κερδίζουμε"...

Αρκεί να μη φοβηθούμε να παραδεχτούμε το "λαθάκι" μας.

Σε αυτό το σημείο συνειδητοποίησης έχουμε ακόμα την ευκαιρία να παραμείνουμε άνθρωποι.

Είμαστε ακόμα ελεύθεροι να επιλέξουμε εντέλει ποιό νόημα θέλουμε να δώσουμε στη ζωή μας.

Θα προσθέσω και κάτι ακόμα : “η συνείδηση θα οδηγηθεί σε αυτογνωσία και αυτονομία όταν αποδεσμευτεί από όλους τους εξωτερικούς παράγοντες, Φυσικούς και κοινωνικούς.
 
Τότε έχει πρόθεση και ως πρόθεση ορίζει την ίδια τη συνείδηση ο Χούσσερλ.

Με το στοχασμό, λέει ο Χούσσερλ, οι ουσίες των πραγμάτων γίνονται πραγματικές και αντιληπτές.

Δημιουργείται μέσα μας νέα σκέψη η οποία αντικαταστά την προηγούμενη.

Κι έτσι, εμείς θα αντιμετωπίσουμε τον κόσμο με διαφορετικό -νέο τρόπο, άρα και θα σκεφτούμε αλλά και θα δράσουμε διαφορετικά.
 
Η Υπέρβαση ήταν πάντα αγαπημένη λέξη.

Τελικά μέσα από εκεί περνάει ο Δρόμος για τη συνειδητότητα.

Και βέβαια, όσο πιο ανεβασμένες συνειδητότητες είμαστε, τόσο πιο μαγική θα είναι και η αλληλεπίδραση μεταξύ μας.

Τόσο πιο μαγικό και το Παιχνίδι.

Ο σκοπός της ανθρώπινης ύπαρξης

Επειδή πιστεύω ότι η ανάπτυξη του ανθρώπινου πνεύματος είναι ο σκοπός της ανθρώπινης ύπαρξης, είμαι φυσικά αφοσιωμένος στην ιδέα της προόδου.

Είναι σωστό και δίκαιο σαν άνθρωποι να αναπτυσσόμαστε και να προοδεύουμε όσο είναι δυνατό.

Και, κατά συνέπεια, είναι σωστό και δίκαιο να μπορούμε να επωφελούμαστε του όποιου νόμιμου συντομότερου δρόμου: Η λέξη-κλειδί όμως είναι «νόμιμο».

Οι άνθρωποι έχουν σχεδόν ίση τάση να αγνοούν τους συντομότερους δρόμους μ’ εκείνην που έχουν να ψάχνουν να βρουν «ακατάλληλους».

Είναι, για παράδειγμα, συντομότερος δρόμος να διαβάζεις την περίληψη ενός βιβλίου αντί να διαβάζεις ολόκληρο το πρωτότυπο κατά την προετοιμασία σου για πτυχιακές εξετάσεις. Αν η περίληψη είναι καλή και το υλικό αφομοιώνεται, η απαραίτητη γνώση μπορεί να αποκτηθεί με έναν τρόπο που εξοικονομεί σημαντικό χρόνο και κόπο. Ενώ το να αντιγράφεις κρυφά στις εξετάσεις δεν είναι ο νόμιμος συντομότερος δρόμος.

Μπορεί να σου εξοικονομεί ακόμα περισσότερο χρόνο και, αν το κάνεις με επιτυχία, μπορεί να κερδίσεις το βαθμό που χρειάζεσαι για να περάσεις τις εξετάσεις και να πάρεις το ποθητό πτυχίο. Αλλά δεν θα έχεις αποκτήσει την απαραίτητη γνώση.

Έτσι το δίπλωμα θα είναι ψεύτικο, θα δίνει μια διαστρεβλωμένη εικόνα της πραγματικότητας. Και εφόσον το πτυχίο γίνεται μια βάση για τη ζωή, η ζωή του ζαβολιάρη γίνεται ένα ψέμα, μια διαστρέβλωση της πραγματικότητας και αποβλέπει συχνά στην προστασία και διατήρηση του ψεύδους.

Διάκριση της «πιθανής» γνώσεως

Ποιά εἶναι ἡ ἐνδεδειγμένη ἐνέργεια καὶ στάση μας.
 
Ὁ λόγος γιὰ τήν φυσική μας κόπωση σὲ μία ἐπαναλαμβανόμενη διαδικασία προσφορᾶς. Δὲν εἴμαστε μόνοι, πολλοὶ αἰσθάνονται μὲ τὸν ἴδιο τρόπο.
 
Οἱ ἄνθρωποι ἀντιδροῦν διαφορετικὰ μὲ τὴν κάθε πρόκληση καὶ ἡ διαφοροποίηση εἶναι εὐθέως ἀνάλογη μὲ τὸν ἀριθμὸ χαρακτήρων ἀλλὰ καὶ τοῦ συνόλου τῶν ἀνθρώπων. Ἔτσι ἡ ἀντίδρασις ἢ προσφορὰ ποὺ κοινοποιεῖται δὲν ἐπιδέχεται οὐδὲ μίας κριτικῆς.
 
Μία ἄλλη ἄποψις ποὺ θὰ ἄξιζε νὰ ἀναφέρουμε σὲ «ἀκαδημαϊκὸ ἐπίπεδο» λέει: «Ἐγὼ αὐτὸς ποὺ δὲν εἶναι ὑποχρεωμένος ἀλλὰ οὔτε καὶ δεσμευμένος ἀπὸ ἄμεση ἢ ἔμμεση σχέση δουλείας, εἰσάγω ἔννοια ἢ πληροφορία γιὰ τοὺς δικούς μου λόγους, ἔχοντας γνώση ὅτι θὰ ἀντιμετωπισθῇ ποικιλοτρόπως ἀπὸ τὸ παντὸς εἴδους κοινὸ στὸ ὁποῖο ἀπευθύνεται καὶ ἡ ἀναμενομένη ἀντίδρασις κυμαίνεται ἀπὸ αὐτὴν τοῦ θαυμασμοῦ ἔως τῆς ἀποστροφῆς».
 
Τὸ αὐτὸ συμβαίνει μὲ ὅλα τὰ μὴ χαρακτηρισμένα ἔγγραφα καὶ δὲν ὑπάρχει τίποτα τὸ ἀξιοκατάκριτο μιᾶς καὶ ὑποθέτουμε ὅτι τὸ κοινὸ πού ἀπευθυνόμαστε εἶναι τέτοιο πού θὰ ἀποκαλοῦσε κάποιος «ἀνοικτόμυαλο» – πῶς θὰ μποροῦσε νὰ ἦταν διαφορετικὰ ἄλλωστε – ἀφοῦ αὐτὸ τὸ κοινὸ κατὰ πὠς φαίνεται διαβάζει βιβλία.
 
Ἐκ παραλλήλου ζοῦμε σὲ μία περίοδο τῆς πλανητικῆς ἱστορίας ὅπου οἱ ἄνθρωποι πέρασαν σὲ μικρὸ χρονικὸ διάστημα καὶ ἴσως ἀπότομα ἀπὸ τὸ δυσεύρετο βιβλίο στὴν ἀπεριόριστη δυνατότητα προσβάσεως στὴν πληροφορία ἀλλὰ καὶ στὸν βάναυσο κατακερματισμὸ τῆς γνώσεως. Τὸ ἅλμα αὐτὸ ὑποχρέωσε καὶ μᾶλλον ὑποχρεώνει ἀκόμη τοὺς ἀνθρώπους νὰ ἀναπτύξουν εἴτε τὸ ἐπιθυμοῦν εἴτε ὄχι τὴν ἐπιλογὴ τῆς πληροφορίας καὶ κατ᾽ ἐπέκτασιν ὑποχρεωτικὰ τὴν ἀνάπτυξη τῆς κρίσεώς τους ἀλλιῶς ἡ ὑπόθεσις εἶναι εὐνόητα χαμένη.
 
Παράλληλα οἱ πληροφορίες – γιὰ διαφορετικοὺς λόγους – γίνονται δελεαστικὲς ὥστε νὰ προκαλοῦν τὴν περιέργεια γιὰ διερεύνηση δεδομένου ὅτι μπορεῖ νὰ περιέχουν στοιχεῖα πού νὰ ἔχουν ἀνάγκη οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ πιθανὸν καὶ νὰ ἔχουν ἄλλο σκοπὸ ὅπως προσηλυτισμοῦ ἢ ἐμπορικὸ ὄφελος δηλαδὴ οἰκονομικὸ κέρδος.
 
Εἴμαστε ὅλοι ὑποθέτω κοινωνοὶ μεγάλων ὀνομάτων ποὺ ἔχουν γίνει κατὰ καιροὺς διάσημοι μέσῳ διαδικτύου, ἐπειδὴ προσφέρουν δῆθεν ἀπόκρυφη γνώση ἐνῷ ἀποδεδειγμένα δημιουργοῦν κάποιο θόρυβο γιὰ συγκεκριμένο χρονικὸ διάστημα καὶ μετὰ σβήνουν ἀκολουθῶντας τὸν κύκλο ζωῆς μίας καλοκαιρινῆς βροχῆς ποὺ ἀναπτύσσεται ταχύτατα καὶ διαλύεται σὲ μικρὸ χρονικὸ διάστημα.
 
Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὸ διάβασμα δὲν λυποῦνται τὴν ἀνάγνωση ὅπως συμβαίνει – δυστυχῶς – μὲ τὸ μεγαλύτερο ποσοστὸ τῶν χρηστῶν τῶν κοινωνικῶν δικτύων, συνεπῶς ἀφιερώνουν μεγάλες ποσότητες ζωτικῆς ἐνεργείας στὴν κατανάλωση καὶ διήθηση πληροφοριῶν οἱ ὁποῖες πιθανῶς νὰ ἐπιτύχουν νὰ συνθέσουν τοὺς προσωπικοὺς τους γρίφους στὴν ἀτομικὴ ἀναζήτησή τους στὸ μοναδικὸ μονοπάτι γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀνέλιξη ποὺ ἀξιέπαινα ἐπιδιώκουν.
 
Ἡ ἄποψίς μου εἶναι ὅτι πρέπει νὰ σεβαστοῦμε αὐτὴν τὴν διεργασία καὶ μὲ μία ὁλοκληρωτικὴ μαθηματικὴ πράξη νὰ συμπεριλάβουμε ὅλους αὐτοὺς κάτω ἀπὸ μία κοινὴ ἀντιμετώπιση θεωρῶντας ὄτι ἀπευθυνόμαστε σὲ ἀξιόλογα ἄτομα καὶ ὀφείλουμε νὰ ἀναγνωρίσουμε την προσπάθειά τους σεβόμενοι τὴν ἔργο ποὺ ἐπιτελοῦν μὲ τὴν χρήση καὶ διάθεση τῆς κοινῆς ἐνεργείας ποὺ χρησιμοποιοῦν γιὰ τὴν ἀνέλιξη τῶν ἀνθρωπίνων δυνατοτήτων διότι βελτιωνόμενοι οἱ ἴδιοι βελτιώνεται τὸ σύνολον ἀλλὰ ἐπίσης – μοιραῖα – οἱ ἴδιοι ἀνεβάζουν καὶ τοὺς γύρω τους διδάσκοντάς τους αὐτὰ τὰ ὁποῖα ἀνακάλυψαν διότι αὐτὸς εἶναι ὁ τρόπος τοῦ ὑγιοῦς ἀνθρωπίνου ὄντος.
 
Ὅπως μποροῦμε εὔκολα νὰ ἀντιληφθοῦμε, ὅταν σὲ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους προσφέρει κάποιος τροφὴ ὅπως κάνουμε στὰ περιστέρια στὶς πλατεῖες γιὰ νὰ περάσουμε τὴν ὥρα μας καὶ νὰ παίξουν τὰ παιδιά, αὐτοὶ θὰ κάθονται στὰ παγκάκια διαβάζοντας κάποιο ποιοτικὸ λογοτεχνικὸ μυθιστόρημα ἢ κάτι ἀκόμη καλύτερο ὥστε μόνο περιστασιακὰ θὰ σηκώσουν τὰ μάτια τους νὰ δοῦνε αὐτὸν ποὺ ταΐζει τὰ περιστέρια καὶ πιθανῶς δὲν θὰ δώσουν σημασία ἐὰν ἡ τροφὴ εἶναι καλαμπόκι, ἡλιόσποροι ἢ κουλούρι. Αὐτοὶ ποὺ ταΐζουν τὰ περιστέρια μπορεῖ νὰ θέλουν νὰ περάσουν κάποιο μήνυμα ἢ ἀκόμη καὶ νὰ εἶναι ἀξιόλογη ἡ «τελετουργία – διαδικασία ἐν εἴδει ἱεροτελεστίας ποὺ ἀκολουθοῦν καὶ ἡ ὁποία θὰ ἀποκάλυπτε ἀπὸ μόνη της ἕνα κομμάτι τοῦ γρίφου γιὰ ἕναν τυχαῖο παρατηρητή, ἀλλὰ πεῖτε μου ἐσεῖς: ἐὰν αὐτὸ ἦταν ἡ ἀλήθεια ἢ ὁ τρόπος ποὺ κάποιος ἀκολουθεῖ γιὰ νὰ μεταδώσῃ τὴν γνώση, θὰ μπορούσατε ποτὲ νὰ στηριχτεῖτε σὲ κάτι ἀνάλογο καὶ νὰ συνεχίσετε τὴν ἀναζήτησή σας σὰν ζηλωτὲς παρακολουθῶντας κάθε ἄνθρωπο ποὺ ταΐζει περιστέρια στὶς πλατεῖες καὶ ἐὰν ναί, σὲ πόσες πλατεῖες θὰ προλαβαίνατε νὰ πᾶτε; καὶ πόσους καλοὺς ἀνθρώπους θὰ προλαβαίνατε νὰ παρατηρήσετε; καὶ μετὰ ἀπὸ πόσες φορὲς ποὺ θὰ βλέπατε ὅτι ἔχει ἀποβεῖ ἄκαρπη ἡ παρατήρησή σας μὲ αὐτὴν τὴν μέθοδο θὰ ἀποφασίζατε νὰ ἀλλάξετε τρόπο αναζητήσεως;
 
Εὔλογες οἱ ἀπαντήσεις γι᾽ αὐτὸ καὶ δὲν τὶς ἀναφέρω, διότι θέλω νὰ τὶς παραβάλλω μὲ τὸν τρόπο προσφορᾶς τῆς «πιθανῆς» γνώσεως. Ἐὰν ἔχω κάποια πρόθεση νὰ μεταδώσω τὴν γνώση μου θὰ πάω νὰ καθήσω δίπλα στὸν ἄνθρωπο, στὸ παγκάκι καὶ θὰ μιλήσω γι᾽ αὐτὰ ποὺ διάβασα καὶ μετά, ποῦ τὰ βρῆκα καὶ τέλος γιατὶ μὲ ἔπεισαν ἐμένα νὰ ἐπιλέξω αὐτὸ τὸ ἀφήγημα ἐνῶ ἐπιπλέον θὰ προσφέρω τόσα στοιχεῖα ὥστε νὰ πείσω αὐτοὺς τοὺς ἀνώτερους ΠΟΙΟΤΙΚΑ ἀνθρώπους ὅτι ἀξίζει τὸν κόπο νὰ ἀσχοληθοῦν μὲ κάτι ἀνάλογο.
 
Ἀπεναντίας ἐὰν ἀρχίσω νὰ προσφέρω γρίφους νὰ ἀναγκάζω τὸν κόσμο νὰ περάσῃ ἐξετάσεις ἢ τέστ ὅπως ἤθελε τὸν πρωταγωνιστὴ του ὁ σκηνοθέτης στὴν κινηματογραφικὴ ταινία ὁ Κώδικας Da Vinci καὶ νὰ ἐπιμένω ἢ νὰ ἐλπίζω ὅτι θὰ ἐγκαταλείψουν τὸ νοητικὸ οἰκοδόμημα μὲ τὸ ὁποῖο ἀσχολοῦνται ατὴν τὴν στιγμὴ γιὰ νὰ ἀσχοληθοῦν μὲ τὸ δικό μου, τότε ἔχω μία ἐγγυημένη ἀποτυχία.
 
Ἐὰν εἶναι ἔτσι, τότε εἶναι προτιμότερο νὰ μὴν προσπαθήσω σὲ αὐτὴν τὴν κατεύθυνση καὶ νὰ συνεχίσω νὰ ταΐζω τὰ περιστέρια.
 
Ἴσως κάποτε δώσω μία παράσταση ὅπου θὰ λέμε ἀνέκδοτα καὶ αἰνίγματα καὶ θὰ περάσουμε καλύτερα τὴν ὥρα μας.
 
Ο Τέσλα, πριν τον δολοφονήσουν, έκανε αυτό ακριβώς στην καθημερινότητα του, τάιζε τα περιστέρια στην πλατεία. Σκέψου τους ανθρώπους που τον έβλεπαν, πόσοι αντιλαμβάνονταν την τεράστια αξία της τύχης τους να βρίσκονται δίπλα σε έναν τόσο ΠΟΙΟΤΙΚΟ άνθρωπο