Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2021

Ευχές δια το Νέον έτος

Όσοι είναι οι σπόροι ενός ροδιού τόσες και άλλες τόσες είναι οι ευχές μου για την καινούργια Χρονιά!

Σπάζοντας ένα ρόδι νοερά σε κάθε Ελληνικό σπίτι εύχομαι ο κρότος που θα ακουστεί να διώξει κάθε κακό και κάθε σπόρος να σκορπιστεί σε κάθε γωνιά σπέρνοντας αγάπη και τα νάματα του Ελληνισμού.

Κάθε σπόρος να φέρει στον καθένα ότι η ψυχή του βαθιά λαχταρά.

Χρόνια Πολλά Ελλάδα μου, Ευτυχισμένος ο καινούργιος Χρόνος!!!

Ας κυλίσει ευνοϊκά για όλη την ανθρωπότητα και ας φέρει υγεία, ευτυχία και πολλή δύναμη σε κάθε ψυχή!



Με αγάπη,

ΕΡΕΒΟΚΤΟΝΟΣ

ΟΜΗΡΟΣ: Ἰλιάς (10.218-10.294)

Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα πάντες ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ.
τοῖσι δὲ καὶ μετέειπε βοὴν ἀγαθὸς Διομήδης·
220 «Νέστορ, ἔμ᾽ ὀτρύνει κραδίη καὶ θυμὸς ἀγήνωρ
ἀνδρῶν δυσμενέων δῦναι στρατὸν ἐγγὺς ἐόντων,
Τρώων· ἀλλ᾽ εἴ τίς μοι ἀνὴρ ἅμ᾽ ἕποιτο καὶ ἄλλος,
μᾶλλον θαλπωρὴ καὶ θαρσαλεώτερον ἔσται.
σύν τε δύ᾽ ἐρχομένω, καί τε πρὸ ὃ τοῦ ἐνόησεν
225 ὅππως κέρδος ἔῃ· μοῦνος δ᾽ εἴ πέρ τε νοήσῃ,
ἀλλά τέ οἱ βράσσων τε νόος, λεπτὴ δέ τε μῆτις.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἔθελον Διομήδεϊ πολλοὶ ἕπεσθαι.
ἠθελέτην Αἴαντε δύω, θεράποντες Ἄρηος,
ἤθελε Μηριόνης, μάλα δ᾽ ἤθελε Νέστορος υἱός,
230 ἤθελε δ᾽ Ἀτρεΐδης δουρικλειτὸς Μενέλαος,
ἤθελε δ᾽ ὁ τλήμων Ὀδυσεὺς καταδῦναι ὅμιλον
Τρώων· αἰεὶ γάρ οἱ ἐνὶ φρεσὶ θυμὸς ἐτόλμα.
τοῖσι δὲ καὶ μετέειπεν ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων·
«Τυδεΐδη Διόμηδες, ἐμῷ κεχαρισμένε θυμῷ,
235 τὸν μὲν δὴ ἕταρόν γ᾽ αἱρήσεαι, ὅν κ᾽ ἐθέλῃσθα,
φαινομένων τὸν ἄριστον, ἐπεὶ μεμάασί γε πολλοί.
μηδὲ σύ γ᾽ αἰδόμενος σῇσι φρεσὶ τὸν μὲν ἀρείω
καλλείπειν, σὺ δὲ χείρον᾽ ὀπάσσεαι αἰδοῖ εἴκων,
ἐς γενεὴν ὁρόων, μηδ᾽ εἰ βασιλεύτερός ἐστιν.»
240 Ὣς ἔφατ᾽, ἔδεισεν δὲ περὶ ξανθῷ Μενελάῳ.
τοῖς δ᾽ αὖτις μετέειπε βοὴν ἀγαθὸς Διομήδης·
«εἰ μὲν δὴ ἕταρόν γε κελεύετέ μ᾽ αὐτὸν ἑλέσθαι,
πῶς ἂν ἔπειτ᾽ Ὀδυσῆος ἐγὼ θείοιο λαθοίμην,
οὗ πέρι μὲν πρόφρων κραδίη καὶ θυμὸς ἀγήνωρ
245 ἐν πάντεσσι πόνοισι, φιλεῖ δέ ἑ Παλλὰς Ἀθήνη.
τούτου γ᾽ ἑσπομένοιο καὶ ἐκ πυρὸς αἰθομένοιο
ἄμφω νοστήσαιμεν, ἐπεὶ περίοιδε νοῆσαι.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς·
«Τυδεΐδη, μήτ᾽ ἄρ με μάλ᾽ αἴνεε μήτε τι νείκει·
250 εἰδόσι γάρ τοι ταῦτα μετ᾽ Ἀργείοις ἀγορεύεις.
ἀλλ᾽ ἴομεν· μάλα γὰρ νὺξ ἄνεται, ἐγγύθι δ᾽ ἠώς,
ἄστρα δὲ δὴ προβέβηκε, παροίχωκεν δὲ πλέων νὺξ
τῶν δύο μοιράων, τριτάτη δ᾽ ἔτι μοῖρα λέλειπται.»
Ὣς εἰπόνθ᾽ ὅπλοισιν ἔνι δεινοῖσιν ἐδύτην.
255 Τυδεΐδῃ μὲν δῶκε μενεπτόλεμος Θρασυμήδης
φάσγανον ἄμφηκες —τὸ δ᾽ ἑὸν παρὰ νηῒ λέλειπτο—
καὶ σάκος· ἀμφὶ δέ οἱ κυνέην κεφαλῆφιν ἔθηκε
ταυρείην, ἄφαλόν τε καὶ ἄλλοφον, ἥ τε καταῖτυξ
κέκληται, ῥύεται δὲ κάρη θαλερῶν αἰζηῶν.
260 Μηριόνης δ᾽ Ὀδυσῆϊ δίδου βιὸν ἠδὲ φαρέτρην
καὶ ξίφος, ἀμφὶ δέ οἱ κυνέην κεφαλῆφιν ἔθηκε
ῥινοῦ ποιητήν· πολέσιν δ᾽ ἔντοσθεν ἱμᾶσιν
ἐντέτατο στερεῶς· ἔκτοσθε δὲ λευκοὶ ὀδόντες
ἀργιόδοντος ὑὸς θαμέες ἔχον ἔνθα καὶ ἔνθα
265 εὖ καὶ ἐπισταμένως· μέσσῃ δ᾽ ἐνὶ πῖλος ἀρήρει.
τήν ῥά ποτ᾽ ἐξ Ἐλεῶνος Ἀμύντορος Ὀρμενίδαο
ἐξέλετ᾽ Αὐτόλυκος πυκινὸν δόμον ἀντιτορήσας,
Σκάνδειαν δ᾽ ἄρα δῶκε Κυθηρίῳ Ἀμφιδάμαντι·
Ἀμφιδάμας δὲ Μόλῳ δῶκε ξεινήϊον εἶναι,
270 αὐτὰρ ὁ Μηριόνῃ δῶκεν ᾧ παιδὶ φορῆναι·
δὴ τότ᾽ Ὀδυσσῆος πύκασεν κάρη ἀμφιτεθεῖσα.
Τὼ δ᾽ ἐπεὶ οὖν ὅπλοισιν ἔνι δεινοῖσιν ἐδύτην,
βάν ῥ᾽ ἰέναι, λιπέτην δὲ κατ᾽ αὐτόθι πάντας ἀρίστους.
τοῖσι δὲ δεξιὸν ἧκεν ἐρωδιὸν ἐγγὺς ὁδοῖο
275 Παλλὰς Ἀθηναίη· τοὶ δ᾽ οὐκ ἴδον ὀφθαλμοῖσι
νύκτα δι᾽ ὀρφναίην, ἀλλὰ κλάγξαντος ἄκουσαν.
χαῖρε δὲ τῷ ὄρνιθ᾽ Ὀδυσεύς, ἠρᾶτο δ᾽ Ἀθήνῃ·
«κλῦθί μευ, αἰγιόχοιο Διὸς τέκος, ἥ τέ μοι αἰεὶ
ἐν πάντεσσι πόνοισι παρίστασαι, οὐδέ σε λήθω
280 κινύμενος· νῦν αὖτε μάλιστά με φῖλαι, Ἀθήνη,
δὸς δὲ πάλιν ἐπὶ νῆας ἐϋκλεῖας ἀφικέσθαι,
ῥέξαντας μέγα ἔργον, ὅ κε Τρώεσσι μελήσῃ.»
Δεύτερος αὖτ᾽ ἠρᾶτο βοὴν ἀγαθὸς Διομήδης·
«κέκλυθι νῦν καὶ ἐμεῖο, Διὸς τέκος, Ἀτρυτώνη·
285 σπεῖό μοι ὡς ὅτε πατρὶ ἅμ᾽ ἕσπεο Τυδέϊ δίῳ
ἐς Θήβας, ὅτε τε πρὸ Ἀχαιῶν ἄγγελος ᾔει.
τοὺς δ᾽ ἄρ᾽ ἐπ᾽ Ἀσωπῷ λίπε χαλκοχίτωνας Ἀχαιούς,
αὐτὰρ ὁ μειλίχιον μῦθον φέρε Καδμείοισι
κεῖσ᾽· ἀτὰρ ἂψ ἀπιὼν μάλα μέρμερα μήσατο ἔργα
290 σὺν σοί, δῖα θεά, ὅτε οἱ πρόφρασσα παρέστης.
ὣς νῦν μοι ἐθέλουσα παρίσταο καί με φύλασσε.
σοὶ δ᾽ αὖ ἐγὼ ῥέξω βοῦν ἦνιν εὐρυμέτωπον,
ἀδμήτην, ἣν οὔ πω ὑπὸ ζυγὸν ἤγαγεν ἀνήρ·
τήν τοι ἐγὼ ῥέξω χρυσὸν κέρασιν περιχεύας.»

***
Είπε, και όλοι εσίγησαν, άφωνοι εμείναν όλοι·
όσο που λόγον άρχισεν ο δυνατός Τυδείδης:
220 «Με σπρώχνει, Νέστωρ, η καρδιά κι η ανδρική ψυχή μου
να μπω στο εχθρικό στράτευμα που ᾽ναι σιμά των Τρώων.
Αλλά θάρρος θερμότερον θα έπαιρνα και τόλμην,
αν είχα και άλλον σύντροφον· όταν πηγαίνουν δύο,
του ενός συμβαίν᾽ η νόησις να έβρει πριν του άλλου
225 ό,τι συμφέρει· αλλ᾽ αν το εβρεί και άλλον σιμά δεν έχει,
η σκέψις του είναι ισχνότερη και αργότερος ο νους του».
Αυτά ᾽πε, κι ήθελαν πολλοί να τον ακολουθήσουν·
θέλαν οι Αίαντες οι δυο, του Άρη δορυφόροι,
ο Νεστορίδης το ᾽θελε σφοδρώς και ο Μηριόνης,
230 ήθελεν ο Μενέλαος και ο θείος Οδυσσέας·
να εισέλθει και αυτός ήθελε μες στον στρατόν των Τρώων,
ότ᾽ είχε τόλμην πάντοτε η αδάμαστη ψυχή του.
Και προς αυτούς ομίλησεν ο μέγας Αγαμέμνων:
«Τυδείδη πολυαγάπητε, συ διάλεξ᾽ όποιον θέλεις
235 σύντροφον, τον καλύτερον, και πρόθυμ᾽ είναι τόσοι
κι εμπρός μας φανερώθηκαν· πρόσεξε μη το σέβας
σε κάμει τον καλύτερον ν᾽ αφήσεις, και να πάρεις
σύντροφον τον κατώτερον· το γένος μη κοιτάζεις
μηδ᾽ αν βασιλικότερος είναι εις αυτούς κανένας».
240 Είπε και δια τον αδελφόν Μενέλαον εφοβείτο.
Και πάλιν τούς ομίλησεν ο ανδρείος Διομήδης:
«Εάν αφήνετε σ᾽ εμέ να εκλέξω σύντροφόν μου
και πώς θα ελησμονούσα εγώ τον θείον Οδυσσέα,
που τρέχει προθυμότατα η ανδράγαθη καρδιά του
245 εις κάθε αγώνα, κι η Αθηνά τον έχει αγαπητόν της;
Και από τες φλόγες άβλαβοι θα εβγαίναμε και οι δύο,
αν αυτός έλθει, που έχει νουν όσον κανείς δεν έχει».
«Τυδείδη, δεν χρειάζεται», του απάντησ᾽ ο Οδυσσέας,
«μήτε πολύ να μ᾽ επαινείς και μήτε να με ψέγεις,
250 ότι ομιλείς των Αχαιών, που όλα αυτά γνωρίζουν.
Ας πάμε, η νύκτα σώνεται και η χαραυγή σιμώνει,
τ᾽ άστρα επροχώρησαν πολύ, και της νυκτός τα δύο
μέρη επεράσαν κι έμεινε μόλις το τρίτο ακόμη».
Είπαν κι ευθύς εζώσθηκαν όπλα φρικτά κι οι δύο.
255 Του Διομήδη, π᾽ άφησεν εις την σκηνήν το ξίφος,
έδωκεν άλλο δίστομον ο ανδρείος Θρασυμήδης
και ασπίδα· και τον σκέπασε με κράνος χωρίς κώνον
και χωρίς χαίτην, ταύρινον· καταίτυγα το λέγουν·
τα καλ᾽ αγόρια το φορούν της κεφαλής των σκέπην.
260 Και ο Μηριόνης έδωκε φαρέτραν του Οδυσσέως
τόξον και ξίφος· κι έπειτα την κεφαλήν με κράνος
δερμάτινο του εσκέπασε, σφικτά στερεωμένο
μέσα με πάμπολλα λουριά, κι είχε μαλλί στο βάθος,
και χοίρου δόντια σύμπυκνα λευκά το περιδέναν.
265 Τούτο είχε κλέψ᾽ ο Αυτόλυκος στην Ελεώνα, οπόταν
του Ορμενίδη Αμύντορος ετρύπησε το δώμα·
στην Σκάνδειαν του Αμφιδάμαντος, κατοίκου των Κυθήρων
το ᾽στειλε αυτός· κι ενθύμημα στον Μόλον της ξενίας
ο Αμφιδάμας το ᾽δωκε· και στον υιόν του ο Μόλος
270 τον Μηριόνην τ᾽ άφησε· και αυτό το κράνος ήταν
που έζωσε το μέτωπον του θείου Οδυσσέως.
Και αφού τα όπλα εζώσθηκαν τα φοβερά και οι δύο,
εξεκινήσαν και άφησαν αυτού τους πολεμάρχους.
Δεξιά του δρόμου ερωδιόν τούς έστειλε σιμά τους
275 η Αθηνά, και το πουλί τα μάτια τους δεν είδαν
εις το σκοτάδι, αλλ᾽ άκουσαν τον ήχον της φωνής του.
Ο Οδυσσεύς εχάρηκε δια το πουλί κι ευχήθη:
«Άκου με, ω κόρη του Διός, που πάντοτε σιμά μου
εις κάθε αγώνα ευρίσκεσαι και, άμα κινούμαι, βλέπεις·
280 θεά μου, πόσο μ᾽ αγαπάς εξόχως δείξε τώρα·
ευδόκησε να γύρουμε στα πλοία δοξασμένοι
από μέγα κατόρθωμα, να το θυμούνται οι Τρώες».
Και ο Διομήδης δεύτερος ευχήθη: «Κι εμέ τώρα
άκουσε, κόρη του Διός· έλα σιμά μου, ως ήσουν
285 και εις τον πατέρα μου σιμά τον ένδοξον Τυδέα
στες Θήβες, που των Αχαιών επήγε απεσταλμένος.
Στες όχθες τότε του Ασωπού σταμάτησ᾽ ο στρατός των,
και λόγον πράον έφερεν αυτός εις τους Καδμείους·
αλλ᾽ έργα στην επιστροφήν κατόρθωσε ανδρειωμένα
290 με σε, θεά, που πρόθυμη του στάθηκες στο πλάγι.
Ομοίως τώρα σώζ᾽ εμέ και στάσου εις το πλευρόν μου.
Κι εγώ μιαν πλατυμέτωπην δαμάλαν θα σου σφάξω,
χρονιάρικην, που τον ζυγόν του ανθρώπου δεν γνωρίζει·
θα σου την σφάξω, αφού προτού τα κέρατα χρυσώσω».

Στο πλήρωμα του χρόνου

Το πλήρωμα του χρόνου έρχεται, άλλοτε σύντομα κι άλλοτε μετά από χρόνια…

Αλλά έρχεται… αργά ή γρήγορα όμως έρχεται…

Για όλους και για όλα…

Άλλες φορές σε μικρές δόσεις, σαν τσίμπημα κουνουπιού ίσα, ίσα έτσι να σε ταρακουνήσει λίγο απ’ την βολική καθ’ όλα θεσούλα σου…

Άλλες φορές έχει τη μορφή χαστουκιού που δεν ξέρεις από πού σου έρχεται…

Και άλλες πάλι σαν ένα χτύπημα κάτω από την ζώνη οπού πλέον σε ρίχνει στα πατώματα…

Τόσο απλή είναι η ζωή μας και ας την έχουμε καταντήσει τόσο σύνθετη…

Ότι δίνεις, παίρνεις... Δύο λέξεις τόσο κατανοητές, τόσο προβλέψιμες…

Κι όμως μπερδεύουν… κι όμως παιδεύουν… κι όμως περιπλέκουν χιλιάδες φορές τα πράγματα…

Τώρα θα μου πεις… κι αν δίνεις, δίνεις, δίνεις και δεν παίρνεις;

Εεε, δε μπορεί κάποια στιγμή θα πάρεις μια γενναία επιταγή φίλε μου…

Θα γευτείς γλυκούς και νόστιμους καρπούς για μια προσπάθεια που έχεις σπείρει σπόρους πριν από καιρό….

Μια συγγνώμη που περίμενες για χρόνια και σε πλήγωνε τόσο η καθυστέρηση της…

Μια δικαίωση που χάθηκε στο δρόμο…

Μια αναγνώριση του χαρακτήρα και της ψυχούλας σου από κάποιον που, ίσως δεν σε είχε εκτιμήσει όπως θα έπρεπε…

Μια ζεστή, μια τρυφερή αγκαλιά θα την λάβεις…

Ένα εγκάρδιο ευχαριστώ…

Έστω κι ένα αληθινό «σ’ αγαπώ», θα το ακούσεις κάποτε…

Όλα επιστρέφονται τόσο η θλίψη, όσο και η χαρά…

Τόσο η ευτυχία, όσο και η δυστυχία…

Γυρίζουν πίσω στον αποστολέα τους, «πακέτο»…

Και αν λες εγώ θα κάνω ότι γουστάρω και δε με νοιάζει τι προκαλώ στους γύρω μου…

Τότε φίλε μου είσαι βαθιά νυχτωμένος…

Καλώς ή κακώς όλα εδώ πληρώνονται…

Όλα τα βρίσκεις μπροστά σου, πλάι σου, απέναντι σου να σου κλείνουν το ματάκι πονηρά ή με φωτεινό χαμογελάκι…

Στο πλήρωμα του χρόνου…

Για όλα…

Στη ζωή μου, δεν σταματάω να «δουλεύω»… καμιά στιγμή. Όμως δεν φαίνεται καθώς οι έννοιες δεν είναι πλέον οι ίδιες για μένα.

Γελάω με τις δήθεν «ανώτερες», «καλύτερες», «ωριμότερες» επιλογές μερικών, που κρύβουν το ψέμα που δεν βλέπουν, γνωρίζοντας πως η εικόνα μου μπερδεύει και δυσκολεύει πολλούς.

Συνήθως, περνάω απαρατήρητη… ενώ εγώ «δουλεύω» ασταμάτητα. Όταν κάθομαι στην καφετέρια συζητώντας ανέμελα, όταν βγαίνω για ψώνια ή κάνω μάθημα, όταν παίζω με την κόρη μου, όταν βγάζω το σκύλο μου βόλτα ή οδηγώ στην πόλη… Κάθε στιγμή της ζωής μου είναι μοναδική και ο νους ακολουθεί πιστά τη θέλησή μου να είμαι παρών.

Βλέπω πολλά που δεν φανερώνω, εκτός αν μου ζητηθεί ή αν πρέπει. Το «πρέπει» δεν μου το δηλώνει τίποτα εξωτερικό, δεν παρασύρομαι από αιτήματα συμφεροντολογικά. Όμως είναι χιλιάδες (αμέτρητα ουσιαστικά) κομματάκια, λεπτομέρειες που συνθέτουν ένα μεγαλύτερο πάζλ, της ζωής μας, που στο μεγαλύτερο μέρος της παραμένει αόρατη, και άρα ασυνείδητη.

Συχνά γελάω συνειδητοποιώντας ότι η αλήθεια θα φόβιζε ακόμα και τα δυνατότερα μυαλά που συνεχίζουν να στηρίζουν περιοριστικές θεωρίες, ξεπερασμένες ηθικές και αγώνες που δεν έχουν τίποτα να προσφέρουν στην συλλογική, τωρινή συνειδητότητα.

Τα φαινόμενα πάντα απατούν, ενισχύοντας το εγώ μας.

Συχνά σιωπώ, γνωρίζοντας πως η σιωπή μου δεν γίνεται κατανοητή και παρεξηγείται. Άλλες φορές, όταν συναντώ δυνατές ψυχές που «αντέχουν» βγάζω αλύπητα το σπαθί μου και αποκεφαλίζω το εγώ, που κυριεύει την ύπαρξη.

Δίνω άφθονους λόγους στους γύρω μου να με επικρίνουν, να με απορρίψουν, να προσπεράσουν… για λίγο, γιατί οι πιο θαρραλέοι επιστρέφουν, έστω ανώνυμα, έστω δειλά και νομίζοντας πως δεν το γνωρίζω, χωρίς να μπορούν να εξηγήσουν τι είναι αυτό που τους έλκει σε μια τόσο σκληρή, σαρωτική και «χωρίς συναίσθηση» παρουσία.

Έχοντας ισορροπήσει τη «δουλειά» με το «παιχνίδι», τη «ζωή» με το «θάνατο», η κάθε στιγμή μου είναι μοναδική, μαγική μα και «συνηθισμένη».

Πολλοί νομίζουν πως κατανοούν τα άρθρα μου, χωρίς να έχουν συνειδητοποιήσει το σκοπό μου ή τον δικό τους. Παραμένουν ασήμαντα και «μικρά», μπροστά στη γνώση που μας περιβάλλει, καθώς αισθάνομαι μικρή να αποτυπώσω με λέξεις, αυτό που κάθε στιγμή αλλάζει, διευρύνεται και αποκαλύπτεται.

Και η εικόνα μου παραμένει ασήμαντη, συνηθισμένη, περίεργη, στην καλύτερη περίπτωση μυστήρια, προκαλώντας άφθονη κριτική, απόρριψη, πισώπλατες συζητήσεις… εντελώς φυσιολογικό, σε έναν κόσμο που ακόμα κρύβεται και παραμυθιάζεται με ποικιλία «αγώνων», «θετικών επιλογών» και φαινομενικές πραγματικότητες που φαίνονται απειλητικές... ή σωστές!

Φαίνεται να αναβάλλω, να ξεχνάω, να απορρίπτω, να μάχομαι, να δειλιάζω, να παρασύρομαι, να χάνομαι, να κολλάω... τίποτα απ' όσα φαίνονται δεν είναι... Όμως, η πρόκληση είναι να φανερώνουμε στον εαυτό μας το άγνωστο που από μνήμη μας απειλεί, ενώ εκεί ακριβώς βρίσκεται η "λύτρωσή μας".

Δεν ψάχνω πλέον τη γνώση «ψάχνοντας». Ό,τι χρειάζομαι «έρχεται και με βρίσκει», αβίαστα, πάντα στη σωστή στιγμή και για κάποιο λόγο, που πάντα είναι «προς όφελος όλων». Η ευθύνη της γνώσης τεράστια και η αληθινή ταπεινότητα δεν εκδηλώνεται, δεν μπορεί να γίνει λάβαρο για να τη χρησιμοποιήσει το εγώ, όπως φαίνεται αντίστροφη, σαν αλαζονεία, στα μάτια των κοιμισμένων.

Η ζωή μας, η ύπαρξή μας, για να έχει νόημα, πρέπει να στηρίζεται στη «δουλειά»… μια «δουλειά» που δεν έχει ωράριο, απολαβές, αποκοπές, διακοπές, ιδιαίτερες μέρες, αποταμιεύσεις, οικονομία… Τότε γίνεται και παιχνίδι, έρωτας, αφοβία, σιγουριά, ευτυχία, αφθονία… όλα όσα φανταζόμαστε πως είναι ζήτημα χρόνου, στόχων, θεωριών, ηθικής, πεποιθήσεων και σωστών σοφών. Λίγοι το επιλέγουν, ακόμα λιγότεροι αντέχουν, αν και πολλοί αναζητούν και θέλουν να λάβουν χωρίς να προσφέρουν το αντίστοιχο αντίτιμο: τον εαυτό τους και «όλα όσα έχουν».

Πολλά τα εισαγωγικά… και υπάρχει λόγος για το καθένα τους…

Είναι τρομακτικό μα και σωτήριο να βρίσκεσαι σε περισσότερα από ένα μέρος τη φορά. Οι εικόνες που μπορούμε να αναπαράγουμε δεν αποδίδουν την αλήθεια που δεν έχουμε ακόμα κατακτήσει βιωματικά.

Σκεπτικισμός για τον σκεπτικισμό

Όλοι οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι είχαν να προτείνουν μια θεωρία για την προέλευση του κόσμου και αυτή η θεωρία μιλούσε για κάποιο στοιχείο (νερό, φωτιά ή αέρα) ή και το σύνολο των στοιχείων σε αλληλεπίδραση. Αυτό σημαίνει ότι πίστευαν ότι κόσμος είναι κατανοητός από τον άνθρωπο όπως δήλωσε εμφατικά ο Παρμενίδης ότι «το όν είναι νοούμενο από τον άνθρωπο». Πρόκειται για μια θέση την οποία αποδέχονται και οι ορθολογιστές και οι εμπειριστές, ήδη από την εποχή της κλασικής και ελληνιστικής Ελλάδας με μια μικρή διαφοροποίηση μεταξύ τους.

Οι ορθολογιστές, με κύριους εκπρόσωπους τον Παρμενίδη και τον Πλάτωνα, θεωρούσαν ότι o νους έχει τη δυνατότητα να συλλάβει την φύση του κόσμου όπως αληθινά είναι, όχι όμως και οι αισθήσεις, οι οποίες μας εφοδιάζουν απλά με δοξασίες, απόψεις δηλαδή για τον κόσμο που μπορεί να έχουν ένα βαθμό αλήθειας αλλά πάντοτε ανακατεμένο με πλάνη. Οι εμπειριστές, με κύριους εκπρόσωπους τον Αριστοτέλη, του Στωικούς και τους Επικούρειους, θεωρούσαν ότι κάποιες αισθητηριακές εντυπώσεις μας προσφέρουν αληθινή εικόνα για τον κόσμο, είναι ανάγκη όμως να προσδιοριστούν κάποια κριτήρια διάκρισης αυτών των εντυπώσεων. Η μόνη εξαίρεση στη γενική αυτή τάση της ελληνικής φιλοσοφίας ήταν κάποιοι Σοφιστές, με κύριο εκπρόσωπο τον Πρωταγόρα, οι οποίοι εξέφραζαν τη σχετικιστική θέση ότι ο καθένας μπορεί να διατυπώσει μια κρίση για τον κόσμο, η οποία όμως είναι αληθινή μόνο ως προς εκείνον, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα εκφοράς κρίσης, η οποία να είναι αληθινή αντικειμενικά, ανεξάρτητα από τον ομιλητή. Μια παρόμοια αλλά πιο μετριοπαθώς διατυπωμένη άποψη είχε ο Δημόκριτος, ο οποίος έλεγε ότι η αλήθεια των πραγμάτων είναι σε ένα βάθος απρόσιτο στην ανθρώπινη αντίληψη.

Εκείνοι όμως που είπαν με τον πιο σαφή τρόπο ότι η αλήθεια των πραγμάτων δεν είναι εφικτή για τον άνθρωπο είναι οι σκεπτικοί φιλόσοφοι με κύριο εκπρόσωπο τον Πύρρωνα (-360 έως -270), όσο αυτός μας έχει γίνει γνωστός μέσα από τα κείμενα του Σέξτου του Εμπειρικού. Ο Πύρρωνας μάλιστα συνδύασε αυτή την ακραία άποψη με ένα πρακτικό επακόλουθο, που τον οδηγεί σε μια ηθική στάση παρόμοια με αυτήν του Επίκουρου. Διακήρυσσε λοιπόν ότι «είναι αδύνατο να διακρίνουμε, να μετρήσουμε και να κρίνουμε τα πράγματα (αδιάφορα, αστάθμητα, ανεπίκριτα) και γι’ αυτό το λόγο ούτε τα δεδομένα των αισθήσεων μας, ούτε οι κρίσεις μας είναι αληθείς ή ψευδείς. Δεν πρέπει λοιπόν να είμαστε για τίποτα κατηγορηματικοί λέγοντας ότι είναι έτσι και όχι αλλιώς. Για όσους υιοθετήσουν αυτή τη στάση, η συνέπεια θα είναι να φτάσουν πρώτα στην άρνηση να διατυπώνουν ισχυρισμούς για τη φύση των πραγμάτων (αφασία) και κατόπιν στην ψυχική ηρεμία (αταραξία)». Ο σκεπτικός διατυπώνει κρίσεις για τα πράγματα όπως φαίνονται σ’ αυτόν (φαινόμενα) και ποτέ για τα πράγματα καθεαυτά, και με την έννοια αυτή είναι σοφός αλλά όχι φιλόσοφος, εφόσον το κύριο αίτημα της φιλοσοφίας ήταν ανέκαθεν η ανακάλυψη της αντικειμενικής φύσης των πραγμάτων. Με τον τρόπο αυτό δεν κινδυνεύει να υποστεί νοητική σύγχυση, μια κατάσταση που προκύπτει από την αδυναμία ανακάλυψης της αλήθειας ή από την συγκατάθεσή του σε διάφορες εύλογες θεωρίες, οι οποίες όμως συχνά έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους. Η στάση αυτή της αποφυγής εμπλοκής σε φιλοσοφικά προβλήματα που κατά τη γνώμη των σκεπτικών ήταν εκ φύσεως άλυτα, καταγράφηκε στα κείμενά τους ως ‘εποχή’.

Η άποψη αυτή του Πύρρωνα, παρά την ακρότητά της, δεν απείχε και πολύ από τη στάση που κρατούσε ο μεγαλύτερος δάσκαλος της διαλεκτικής τέχνης, ο Σωκράτης. Η τακτική του, όπως αυτή αποτυπώνεται στους πρώιμους πλατωνικούς διαλόγους, δεν οδηγούσε σε κάποια τελική επιτυχία του διανοητικού στόχου που έθετε. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των συνομιλητών του υπό την καθοδήγησή του, δεν μπόρεσαν ούτε αυτός ούτε εκείνοι να ανακαλύψουν τι είναι η φιλία, τι είναι η ανδρεία, τι είναι η ευσέβεια, τι είναι η γνώση κλπ. Και σε επιστέγασμα όλων αυτών των αποτυχιών ομολόγησε στην απολογία του πως το μόνο που γνωρίζει είναι ότι δεν γνωρίζει τίποτα.

Θα φανταζόταν λοιπόν κανείς ότι με τον Πύρρωνα και το ισχυρό ρεύμα που δημιούργησε γύρω του (Πυρρωνισμός) η φιλοσοφική κριτική δυνατότητα άγγιξε το σκοτεινότερο σημείο της. Ποιο είναι αυτό; το ότι οποιαδήποτε κρίση και αν διατυπώσουμε, αυτή δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ή αλλιώς ότι μπορεί το μυαλό μου να κινείται , να σκέφτομαι και να μιλώ περί πολλών και διαφόρων ζητημάτων, αλλά στην πραγματικότητα δεν γνωρίζω τίποτα, καμιά από τις σκέψεις ή τις διατυπωμένες κρίσεις μου δεν αγγίζει την ουσία τους. Μπορεί κανείς να φανταστεί ριζικότερο σκεπτικισμό από αυτόν; Και όμως η ελληνική φιλοσοφία δεν είχε πει ακόμη την τελευταία της λέξη. Και αυτή ήρθε με τον Καρνεάδη (214 π.Χ. – 129 π.Χ.), ηγέτη τότε της Πλατωνικής Ακαδημίας. Ενώ οι ως τότε σκεπτικοί υποστήριζαν ότι καμία αισθητηριακή εντύπωση ή νοητική κρίση δεν μπορεί να περιγράψει την αλήθεια ενός πράγματος, στην πραγματικότητα είχαν μια βεβαιότητα, τη βεβαιότητα ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίζει τίποτα. Αυτή τη βεβαιότητα ήρθε να διαρρήξει ο Καρνεάδης, ισχυριζόμενος ότι δεν μπορεί ο άνθρωπος να είναι βέβαιος ούτε καν γι’ αυτό. Μπορεί ένας άνθρωπος να θεωρεί ότι δεν γνωρίζει κάτι, αλλά στην πραγματικότητα να το γνωρίζει, όντας οι αντιλήψεις και οι κρίσεις του γι’ αυτό σωστές, χωρίς όμως να έχει τη δυνατότητα να γνωρίζει ότι πραγματικά το γνωρίζει.

Αν δεν πέσεις και δε σηκωθείς μια ζωή αδύναμος θα ‘σαι

Σίγουρα κουβαλάς κι εσύ σημάδια από τα παιδικά σου χρόνια. Τότε που σε ένοιαζε να φτάσεις εκεί που ήθελες ή να κάνεις ό,τι σου ερχόταν στο μυαλό, ακόμη κι αν αυτό ήταν πρακτικά ακατόρθωτο. Δε σκεφτόσουν εμπόδια και συνέπειες. Έπεφτες διαρκώς και πληγωνόσουν.

Τα χρόνια πέρασαν, έφτασες σε μια ηλικία που δε μετράς πια πληγές σωματικές. Εκείνα τα βράδια που σε βρίσκουν μόνο, που κοιτάς το άπειρο ανάμεσα στους τέσσερις τοίχους, που νιώθεις ίσως και από επιλογή απομονωμένος. Σκέφτεσαι όσα έχεις ζήσει, τα ζυγίζεις, κάνεις κι εσύ τον απολογισμό σου. Παραδέχεσαι στον εαυτό σου αυτά που δε θες ή δεν μπορείς να παραδεχτείς στους άλλους. Παραπονιέσαι για όσα δε μοιράστηκες ποτέ με κανέναν, είτε γιατί δεν είναι του χαρακτήρα σου οι εξομολογήσεις, είτε για να μην ανησυχείς τους δικούς σου ανθρώπους με τους πόνους σου, ίσως γιατί ποτέ δε σε περιέβαλαν άνθρωποι που να μπορούν να καταλάβουν τα «μεγαλεία» που ‘χεις ζήσει, αφού τα βιώματά τους απείχαν πολύ απ’ τα δικά σου. Ναι, υπάρχουν κι αυτοί που γεννήθηκαν στα πούπουλα και μια ζωή τα κουβαλούν μαζί τους! Μάλλον εσύ δεν ανήκεις σ’ αυτούς, αν δεν ταυτίστηκες με την προηγούμενη πρόταση. Εκεί ακριβώς λοιπόν βρίσκεται η εσωτερική σου δύναμη, η μαγκιά σου. Τώρα μετράς τις πληγές της ψυχής σου.

Πληγές που σου άφησε η απώλεια ενός αγαπημένου σου προσώπου, ένας χωρισμός, μια απόρριψη, ένα ατύχημα, μια απελπιστική εμπειρία και τόσα άλλα οδυνηρά γεγονότα και καταστάσεις που μπορεί να βίωσες και να σου άφησαν κατάλοιπα. Άλλες φορές πάλι, ήθελες να υψωθείς στα ουράνια όμως ο νόμος της βαρύτητας σε κράτησε χαμηλά ή σε προσγείωσε, άλλοτε με άμετρη δύναμη κι άλλοτε ανάλαφρα. Στιγμές που ίσως μόνο εσύ θυμάσαι. Ήταν τότε που έσφιξες τις γροθιές σου τόσο δυνατά που μάτωσες με τα νύχια σου το δέρμα σου, που έσπασες πράγματα, φώναξες, λύγισες. Ο πόνος για τον οποίο μόνο εσύ ξέρεις και οι αντιδράσεις όταν δε σ’ έβλεπε κανείς είναι οι πιο δυνατές, οι πιο καθοριστικές στιγμές για τη ζωή σου.

Ίσως να ντρέπεσαι για τις φορές εκείνες που σε κέρδισαν τα πάθη σου. Θυμώνεις που δεν ήσουν αντάξιος των περιστάσεων και τα βάζεις με τον εαυτό σου που δεν είχες τόση δύναμη όση χρειάστηκε, για να σε διαχειριστείς. Τσαλακώθηκε το εγώ σου, «έσπασαν» συναισθήματα, αρνήθηκες να δεχτείς ό,τι συνέβη. Και πώς να μπορέσεις να τα ελέγξεις όλα; Αφού η ζωή μόνο προβλέψιμη δεν είναι.

Τις πληγές που δε φαίνονται στον καθρέφτη, τις έκρυβες ανέκαθεν πίσω από αμήχανα χαμόγελα, τις φύλαγες τόσο βαθιά μες στην ψυχή σου λες κι είναι θησαυρός. Μα αυτό είναι! Είναι ό,τι πολυτιμότερο έχεις. Είναι αυτές που χαρακτηρίζουν το παρελθόν σου, που σε έκαναν αυτό που είσαι σήμερα, εκείνες που θα καθορίσουν τις πράξεις σου αύριο. Πώς μπορείς να τις απαρνείσαι; Δυστυχισμένος ο άνθρωπος που δεν αναγνωρίζει τι έχει ζήσει, τι έχει νιώσει, κρύβεται κι απ’ τον ίδιο του τον εαυτό.

Ο πόνος σου μαθαίνει ότι η αληθινή θεραπεία δεν έρχεται από τους άλλους, από έναν καλό λόγο, μια αγκαλιά, ένα φιλί. Πάντα έκρυβες εκείνο το παιδί μέσα σου, που ήθελε να εισπράξει ένα «μπράβο», μια «συγγνώμη», αποδοχή και λίγη αγάπη. Η πραγματική λύτρωση όμως έρχεται από εσένα τον ίδιο, που θα πέσεις στη λάσπη, μόνος μετά θα σηκωθείς, θα σταθείς στα πόδια σου και θα προχωρήσεις.

Ο πόνος σου αποδεικνύει ότι ζεις, πως είσαι άνθρωπος και όχι μια μηχανή σε λειτουργία. Είναι η παρέα σου όταν δε γεμίζει κανείς το κενό στη ζωή σου, το τίμημα των λάθος επιλογών σου, που κουβαλούν μνήμες και συμπεριφέρονται σαν τη σκιά σου. Μην προσπαθείς μάταια να τον διώξεις πριν την ώρα του, ούτε να ξεχάσεις τις φορές που ήταν ο πρωταγωνιστής στη ζωή σου. Η κρούστα της λήθης δεν κλείνει τις πληγές της ψυχής. Εξάλλου τον κυνηγάμε καμιά φορά, παραδέξου το. Επιδιώκουμε να τον νιώσουμε από μαζοχισμό και λόγω ρουτίνας. Θα φύγει μόνο αφότου σε διδάξει και θα σου αφήσει πληγές που δε θα τις φοβάσαι. Μπορεί να μείνουν για πάντα ανοιχτές, μα θα σου θυμίζουν ότι κάποτε υπήρξαν. Είναι κομμάτι ολόδικό σου με το οποίο θα μάθεις να ζεις, γιατί η ίδια η ζωή σου το επιβάλλει.

Να δέχεσαι τις συνέπειες των επιλογών σου, των προσδοκιών που είχες ενώ δεν έπρεπε, της κακής διαχείρισης που έκανες στις καταστάσεις. Να τον αντέξεις λοιπόν τον πόνο, να αποδέχεσαι την ύπαρξή του στη ζωή σου και να τον αντιμετωπίζεις, δεν είσαι πια παιδί. Να πληγωθεί ο εαυτούλης σου, σταμάτα να τον καλοπιάνεις! Αν δε μάθει να πέφτει και να σηκώνεται μονάχος, μια ζωή ασθενικός θα είναι. Κι αν δε φταις εσύ που τον βιώνεις, πάλι να τον εκτιμάς. Άλλωστε η αγάπη και ο πόνος είναι δυο από τις βασικότερες αρχές της ζωής. Μάθε να παίζεις το παιχνίδι, σεβόμενός τις εξίσου.

Μ’αγάπη μέσα μας και γύρω μας, θα τα καταφέρουμε

Περπατάω προς το 2022, με καθαρό μυαλό και καρδιά, έχοντας κάνει τους απολογισμούς μου, έχοντας πάρει αγκαλιά, φόβους, πληγές και παρελθόν.
Αν μου χρωστάς, είναι εντάξει να με πληρώσεις αργότερα.
Αν με αδίκησες, μην ανησυχείς, είμαι καλά, πήρα το μάθημα από την μεταξύ μας κατάσταση και έμαθα, ωρίμασα.
Αν είσαι θυμωμένος μαζί μου και μου το κρατάς ακόμα, νίκησες.
Γιατί εγώ το άφησα.
Αν δεν μιλάμε, σου στέλνω αγάπη και σου εύχομαι να είσαι πάντα καλά.
Αν σε έχω κάπου αδικήσει έστω και άθελά μου, ζητάω συγγνώμη για αυτό.
Ευγνώμων για κάθε εμπειρία που έχω ως τώρα ζήσει.
Η ζωή μας μάτια μου, παραείναι μικρή για να κολλάμε σε παρεξηγήσεις, κακίες και εγωισμούς και η συγχώρεση είναι ένα δώρο που κάνουμε εμείς στον εαυτό μας, για να μην κουβαλάμε εκείνους τους άλλους ακόμα πάνω μας
Ας είναι ο Νέος χρόνος για κάθε Άνθρωπο πραγματικά Νέος μέσα του.
Ας ξαναγεννηθεί η αγάπη στις καρδιές των ανθρώπων για να μπορέσει να ξαναέρθει ζωντανή η ελπίδα στα μάτια τους, που τώρα μοιάζουν άδεια, βουβά και φοβισμένα.
Δεν χρειάζεται να είσαι ρομαντικός, ή Ζεν για να νιώθεις ανθρώπινος, ευάλωτος και ευαίσθητος άνθρωπος.
Χρειάζεται μόνο, να συγκεντρώνεσαι στον εαυτό σου, στην μικρή φωνούλα μέσα σου και να την τιμάς.
Αγάπη μέσα και γύρω μας! Ισορροπία, Υγεία και Αρμονία.
Μπορούμε να τα καταφέρουμε. Μαζί.

Τα μάτια λένε την αλήθεια, αυτά να κοιτάς

Το πρώτο και το τελευταίο πράγμα που προσέχω στους ανθρώπους, είναι τα μάτια τους και ο τρόπος που «κοιτάζουν». Τα μάτια είναι ο καθρέφτης της ψυχής!

Σ’ αυτά γράφονται οι βαθύτερες σκέψεις χωρίς λόγια!

Μέσα τους καθρεφτίζεται η πιο απόκρυφη σκέψη, το πιο ακριβό συναίσθημα, η πιο φτηνή δικαιολογία…

Αρκεί να ξέρεις να τα διαβάζεις! Και πίστεψέ με… «θέμα εμπειρίας!» είναι κι αυτό!

Θα μάθεις να τα αποκρυπτογραφείς, όταν θα μάθεις να κοιτάς τους ανθρώπους κατάματα χωρίς φόβο και δισταγμό!

Διστακτικοί είναι όσοι έχουν «κάτι να φοβηθούν» ή ακόμη χειρότερα όσοι έχουν «κάτι να κρύψουν».

Αυτών το βλέμμα το καλύπτουν οι «σκιές» γι’ αυτό είναι πάντα «σκοτεινό και κρύο».
Τα πιο ωραία μάτια δεν είναι τα μπλε, ούτε τα πράσινα, ούτε τα αμυγδαλωτά!

Είναι τα καθαρά! Αυτά που εκπέμπουν ειλικρίνεια κι ανόθευτη αλήθεια!

Αυτά που σ’ αγκαλιάζουν με το βλέμμα τους και σου προκαλούν εμπιστοσύνη!

Αυτά ν’ αναζητάς!

Κι αν σταθείς τυχερός/ή και τα συναντήσεις, να τα προσέχεις «σαν τα μάτια σου!» και να τα’ αγαπάς σαν τη ψυχή σου

Να τους εμπνέεις σιγουριά κι ασφάλεια!

Και κάθε πρωί να τα κοιτάς κατάματα και να «καθρεφτίζεται η ψυχή σου» μέσα τους, με ευγνωμοσύνη!

Τόλμα την επανεκκίνηση, κι ας μην μείνει τίποτα όρθιο

Ξέρετε, μερικές φορές για αυτά που μας συμβαίνουν φταίμε και 'μεις οι ίδιοι.

Ο εαυτός μας είναι κάτι που μόνο εμείς ξέρουμε να χειριστούμε, μόνο εμείς γνωρίζουμε κάθε σπιθαμή του και μόνο εμείς ευθυνόμαστε για ότι του συμβεί. Είναι σαν τα νεογέννητα μωρά που τα φασκιώνουμε μόλις γεννηθούν για να μην κρυώσουν από τον παγωμένο κόσμο στον οποίο βγήκαν. Το κάνουμε για να τα προστατεύσουμε και να τους δώσουμε χρόνο να προσαρμοστούν στις καινούργιες συνθήκες.

Εσύ; Έδωσες χρόνο στον εαυτό σου μετά από κάθε αναποδιά να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα; Ένας χωρισμός, μια προδομένη φιλία, μια οικογενειακή σχέση που μας πλήγωσε, μια αρρώστια ή μια απώλεια μπορούν να φέρουν τα πάνω κάτω στην ζωή μας. Όμως η λύση δεν είναι να κλαίμε την μοίρα μας και να πέσουμε σε φάρμακα, σε μοναξιές, σε κακίες, καταθλίψεις και συναισθήματα μίσους.

Τις περισσότερες φορές αυτό που επιβάλλεται να κάνουμε, είναι αυτό που φοβόμαστε περισσότερο από όλα. Μια επανεκκίνηση στον σκληρό δίσκο της προσωπικότητας, του χαρακτήρα και των ανθρώπων μας. Ναι, αυτό χρειαζόμαστε. Μία απόφαση να τα αλλάξουμε όλα με τέτοιον τρόπο ώστε να μπορέσουμε να αντέξουμε και να θεραπεύσουμε τις πληγές μας.

Ακούω πολλούς ανθρώπους γύρω μου να υποστηρίζουν ότι οι δυσκολίες που συναντούν στην ζωή τους, τους βοήθησαν να δουν τα πράγματα αλλιώς. Να χαρούν την μέρα που ξημερώνει, να εκτιμήσουν τους αληθινούς αγαπημένους τους και να απομακρύνουν τους «δήθεν» και τους «κριτικούς» της ζωής τους.

Λοιπόν, τι λέτε; Να την κάνουμε και 'μεις αυτήν την επανεκκίνηση; Την χρειαζόμαστε όλοι. Ένα κουμπί είναι. Το πατάς και από κει και μετά όλα γίνονται μόνα τους. Αυτόματα μπαίνουν στην πρώτη γραμμή αυτοί που αξίζουν, στον κάδο ανακύκλωσης αυτοί που μαυρίζουν την οθόνη μας και διαγράφονται οριστικά τα σκουπίδια της ψυχής μας.

Στο τέλος αυτής της διαδικασίας, μια λευκή σελίδα ανοίγεται μπροστά μας με τα χέρια γεμάτα καινούργιους μαρκαδόρους με φωτεινά χρώματα και ένα χαμόγελο στο πρόσωπο έτοιμο να ζωγραφίσει τις πιο όμορφες εικόνες.

Προσπαθήστε το και σεις. Ακόμα και αν χρειαστεί να μην μείνει τίποτα όρθιο στο τέλος. Το αξίζετε και το χρειάζεστε!

Χαλίλ Γκιμπράν: Έτσι γίνηκα τρελός

Με ρωτάς πως γίνηκα τρελός.

Να το πως: Μια μέρα, καιρό πριν γεννηθούν πολλοί θεοί, ξύπνησα από βαθύ έναν ύπνο κι ανακάλυψα πως όλες μου οι μάσκες είχαν κλεφτεί -κι οι εφτά μάσκες που είχα φτιάξει και που είχα φθείρει μες σ’ εφτά ζωές.

Τότες έτρεξ’ αμασκοφόρετος μες’ από τους ανθρωπόβριθους δρόμους κραυγάζοντας: «Κλέφτες, κλέφτες τρισκατάρατοι κλέφτες!».

Άντρες, γυναίκες με περιγέλασαν και κάποιοι τρέξανε στα σπίτια τους, σκαγμένοι από μένα.

Κι όταν έφτασα στην αγορά, ένας νιος σκαρφαλωμένος σε μία στέγη φώναξε: «Είναι τρελός».

Σήκωσα τα μάτια να τον αντικρίσω.

Ο ήλιος φίλησε το γυμνό μου πρόσωπο για πρώτη φορά. Για πρώτη φορά ο ήλιος φίλησε το γυμνό μου πρόσωπο κι η ψυχή μου φλογίστηκε από αγάπη για τον ήλιο, και δεν ήθελα τις μάσκες μου πια τώρα.

Και σάμπως σε έκσταση, φώναξα: «Ευλογημένοι, ευλογημένοι οι κλέφτες που ‘κλεψαν τις μάσκες μου».

Έτσι γίνηκα τρελός.

Και βρήκα και τα δυο τους: Λεφτεριά και σιγουριά, μέσα στην τρέλα μου.

Τη λεφτεριά της μοναξιάς, τη σιγουριά της ακαταληψίας, γιατί όποιοι μας καταλαβαίνουν σκλαβώνουν κάτι μέσα μας.

Μα, ας μην είμαι και τόσο υπερφίαλος για τη σιγουριά μου.

Ακόμη κι ένας κλέφτης φυλακωμένος, είναι ασφαλισμένος από έναν άλλο κλέφτη.

Χαλίλ Γκιμπράν, Ο τρελός

Ο καλός λόγος είναι σαν τον σπόρο. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο καλό μπορείς να προσφέρεις σε αυτόν που τον λαμβάνει

Προσπάθησε να λες σε κάθε ευκαιρία τον καλό τον λόγο. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο καλό μπορείς να προσφέρεις στον άνθρωπο που τον λαμβάνει… Πόσο μπορείς όχι μόνο να τονώσεις την αυτοεκτίμησή του αλλά να του δώσεις ώθηση να συνεχίσει αυτό που κάνει. Αν δεν μπορείς να πεις έναν καλό λόγο σε κάποιον, μην πεις τίποτα καλύτερα.

Αντί να ξεστομίσεις πόσο αδυνάτησε ένας πολύ αδύνατος άνθρωπος ή πόσο πάχυνε ένας παχύσαρκος, καλύτερα να σιωπήσεις. Επικεντρώσου σε κάτι που σου αρέσει πάνω σε αυτόν. Όπως για παράδειγμα το ντύσιμό του, καθώς και πολλά άλλα.

Αντί να πεις πόσο κουρασμένος, εξουθενωμένος φαίνεται κάποιος, σχολίασε κάποιο χάρισμά του διαφορετικά μην πεις τίποτα.

Γιατί να σχολιάσεις πόσο γέρασε κάποιος; Έχει καμία σημασία αυτό; Σχολίασε πόσο καλός είναι στην δουλειά του και όλα όσα κατάφερε να προσφέρει στην οικογένειά του.

Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν την τάση να σχολιάζουν αρνητικά τους άλλους κάτι το οποίο είναι μέγα λάθος.

Ο άνθρωπος μπορεί να ξεχάσει τα ακριβή λόγια που του έχεις πει αλλά δεν θα ξεχάσει ποτέ πως τον έκανες να αισθανθεί. Όταν με ένα σχόλιό σου προσφέρεις χαρά στον συνάνθρωπό του αυτομάτως λαμβάνεις κι εσύ χαρά από την αντίδρασή που βλέπεις στο πρόσωπό του. Δεν είναι κρίμα να στεναχωρήσεις έναν συνάνθρωπό σου; Γιατί να του προσφέρεις ακόμη ένα στενάχωρο σχόλιο στην ήδη βεβαρημένη του ψυχολογία; Γι΄ αυτό ο καλός λόγος είναι σαν τον σπόρο. Ας τον σπείρουμε όλοι. Σπέρνετέ τον απλόχερα Φύτρωσε; Θα φάνε πολλοί! Δεν Φύτρωσε; Δεν ζημίωσε κανέναν.

Σύγκριση: Στο κρεβάτι του Προκρούστη

Η σύγκριση είναι μια ύπουλη μολυσματική νόσος που διαβρώνει την προσωπικότητα. Ξεκινά από την παιδική ηλικία. Οι γονείς προκειμένου να παραδειγματίσουν και να κινητοποιήσουν τα παιδιά τους, διαρκώς τα συγκρίνουν με άλλα παιδιά.

Το παιδί, ακόμη κι αν πετύχει τον στόχο, νιώθει ευάλωτο. Ο γονιός δεν συνειδητοποιεί τον πόνο που δημιουργεί στο παιδί του. Μπορεί άραγε η αγάπη του γονιού να στηρίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια συμμόρφωσης και απόδοσης;

Η σύγκριση αποτελεί μια μόνιμη διαρροή της χαράς και της ικανοποίησης από κάθε επιτυχία. Παραμένει μόνο η κούραση και η πίκρα. Ζητάει να καλύψει κενά του παρελθόντος και έτσι δεν επιτρέπει την ευτυχία στις μικρές πολύτιμες στιγμές του παρόντος.

Η σύγκριση απαγορεύει την ισότιμη λειτουργική σχέση. Αναζητεί κατώτερους, για να καθησυχάζονται και να επιβεβαιώνονται εκείνοι που την οικειοποιούνται.

Η σύγκριση ζει ισόβια με το άγχος των εξετάσεων. Είναι ισόβιος πόλεμος με έναν αόρατο εχθρό. Η χαρά της επιτυχίας χάνεται την αμέσως επόμενη στιγμή, καθώς επικρέμαται διαρκώς η επιβουλή κάποιου αντιπάλου.

Η σύγκριση αρρωσταίνει τους υγιείς. Δημιουργεί ντοπαρισμένους άρρωστους πρωταθλητές. Όταν κανείς μετρά τη ζωή του με γνώμονα την σύγκριση, τότε το βλέμμα του είναι μόνιμα στραμμένο προς τους άλλους. Δεν ικανοποιείται από τα όποια δικά του επιτεύγματα, καθώς το σημαντικό δεν είναι το ίδιο το γεγονός, αλλά η επικράτηση.

Το νερό της όποιας επιτυχίας δεν τον ξεδιψά , γιατί είναι γλυφό. Τελικά ο ανταγωνισμός που δημιουργεί η σύγκριση λειτουργεί ως εθισμός. Ως ναρκωτικό προσωρινά προσφέρει ικανοποίηση, αλλά αμέσως μετά δημιουργεί στερητικά συμπτώματα.

Η αίσθηση αδικίας είναι μονίμως παρούσα στις συγκρίσεις. Από την βαθμολογία και την κατάταξη των παιδιών στο σχολείο, μέχρι την κατάληψη μιας ανώτατης επαγγελματικής θέσης. Η γενικευμένη αυτή στάση βασίζεται στην αντίληψη που ορίζει ότι αν δέχεσαι την καλύτερη αξιολόγηση, το αξίζεις. Αν είναι κάποιος άλλος που αναγνωρίζεται, τότε αδικείσαι, αφού κάτι ύποπτο συνέβη.

Αυτοί που διψούν για αναγνώριση δεν νιώθουν ότι κρίνεται ένα έργο τους, αλλά εισπράττουν την αξιολόγηση ως κρίση του ίδιου του εαυτού τους. Επομένως μια δυσμενής κρίση τους καταρρακώνει και θα πρέπει υποχρεωτικά να την αρνηθούν για ν’ αντέξουν.

Είναι σαν τα μικρά παιδιά που πηγαίνουν χαρούμενα να αναγγείλουν τον καλό βαθμό στους γονείς τους και αυτοί ρωτούν για τους βαθμούς των συμμαθητών, για να κρίνουν αν θα πρέπει να επαινέσουν τα παιδιά τους. Είναι οι ανασφαλείς γονείς που φοβούνται να εκφράσουν απλόχερα τα θετικά τους συναισθήματα προς τα παιδιά τους, με τον φόβο μήπως εκείνα εφησυχάσουν και δεν συνεχίσουν να προσπαθούν.

Πίσω από τις συγκρίσεις μεταξύ αδελφών, ξαδελφών και γνωστών εκφράζονται οι προσωπικές άλυτες εμπλοκές των γονιών. Ο στόχος μπορεί να είναι καλοπροαίρετος, αλλά η μέθοδος απάνθρωπη και τις περισσότερες φορές αναποτελεσματική.

Αν η σύγκριση γίνει στοιχείο της ζωής του παιδιού, τότε μπορεί να του διασφαλίσει σημαντικές διακρίσεις, αλλά και μια βασανιστική ζωή. Η ένταξη των παιδιών στον ανηλεή ανταγωνισμό και επαχθή πρωταθλητισμό δημιουργεί στρέβλωση στην διαμορφούμενη προσωπικότητά τους.

Πολλοί γονείς φορτώνουν τα παιδιά τους. Τα θέλουν πρώτα. Ίσως γιατί αυτοί δεν έγιναν πρώτοι. Τα πιέζουν διαρκώς να διαβάζουν για να πετύχουν. Αλλά όχι μόνο στα μαθήματα.

Όταν το παιδί δέχεται να παίξει τον ρόλο του κυνηγού της πρωτιάς, υφίσταται τέτοια εσωτερική πίεση που πολλές φορές το καταβάλλει. Θυμάμαι τις έντονες φοβίες και τους τρομερούς νυχτερινούς εφιάλτες κάποιου νεαρού πρωταθλητή γυμναστικής, που κάθε βράδυ έβλεπε ότι έπεφτε από την δοκό.

Ακόμα κι αν τα παιδιά πετυχαίνουν να γίνουν πρωταθλητές, αναπτύσσονται μονομερώς, όπως πχ. συμβαίνει με τις παγκόσμιες πρωταθλήτριες γυμναστικής , που δεν προλαβαίνουν να χαρούν σαν παιδιά, αφού ζουν σε μια ατσάλινη απάνθρωπη πειθαρχία, όπου κάθε επιπλέον θερμίδα είναι απαγορευμένη και το παγωτό ή η σοκολάτα ένα άπιαστο όνειρο.

«Η ισότητα της διαφοράς» ήταν ο τίτλος ενός σημαντικού δοκιμίου, που αναφερόταν στους ισότιμους μα διακριτούς ρόλους της γυναίκας και του άντρα. Αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει στόχο της ανατροφής των παιδιών. Όχι μόνο ως προς το φύλο , αλλά και ως προς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις διαφορετικές ικανότητες. Κάθε παιδί δικαιούται αναγνώριση και εκτίμηση κι αυτό δεν προϋποθέτει σε καμία περίπτωση την ύπαρξη κάποιων μετρήσιμων αντικειμενικών επιτυχιών.

Αυτός που κάνει συγκρίσεις για να νιώσει καλά, δεν συνειδητοποιεί ότι θέτει τον εαυτό του σε διαρκή ανασφάλεια. Η σύγκριση είναι μια πληγή διαρκώς ανοιχτή και δεν επουλώνεται. Ανεξάρτητα από το όποιο αποτέλεσμα, αξιολογείται ως βλαπτική.

Το να είσαι καλύτερος από κάποιον άλλο δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι είσαι και όντως καλός. Το να είσαι ο καλύτερος όλων δεν σημαίνει ότι αυτή την ιδιότητα θα την έχεις και την αμέσως επόμενη στιγμή.

Ο στόχος είναι να είσαι καλός σύμφωνα με τον εαυτό σου. Αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να σου το αμφισβητήσει κανείς. Η αίσθηση αδικίας και η διαμάχη είναι άμεσα συνδεδεμένες με την σύγκριση. Αντιλήψεις για τον μοναδικό περιούσιο λαό ή για την μία εκλεκτή φυλή προκάλεσαν καταστροφικούς πολέμους και δημιούργησαν μεγάλες δυστυχίες και αφόρητους πόνους.

Οι οδυνηρές συνέπειες της σύγκρισης δεν περιορίζονται μόνο στο κοινωνικό πεδίο, αλλά δηλητηριάζουν και τις προσωπικές σχέσεις. Όταν η σύγκριση παρεισδύει στις συντροφικές σχέσεις, αυτές μεταβάλλονται σε πεδία άγονων αντιπαραθέσεων και πολεμικών συγκρούσεων. Ο σύντροφος γίνεται ανταγωνιστής, αντίπαλος, εχθρός. Αναλώνονται τεράστια ποσά ενέργειας και επιχειρημάτων προκειμένου να μειωθεί το όποιο χάρισμα, η όποια ικανότητα ή επιτυχία του συντρόφου.

Το πεδίο συγκρούσεων τότε περιλαμβάνει τα πάντα. Την πατρική οικογένεια, τον τόπο καταγωγής, την οικονομική κατάσταση, την εργασία, την εμφάνιση, την ενδυμασία, τη διατροφή, το είδος διασκέδασης, τον τρόπο ανατροφής των παιδιών, το κοσμοείδωλο του άλλου, που ξαφνικά κρίνεται ως ελλιπές κι ανεπαρκές.

«Υπάρχουν και χειρότερα…». Η μίζερη αμήχανη συμπαράσταση στις δύσκολες στιγμές ενός ανθρώπου, που προτείνει την παρηγοριά βάσει του ότι κάποιος άλλος μπορεί να υποφέρει περισσότερο, είναι μία αντίστροφη σύγκριση που περικλείει όμως όλη τη δυναμική της ανταγωνιστικότητας.

Ένας αυθεντικά ώριμος άνθρωπος που βρίσκεται σε δύσκολες στιγμές, δεν αποζητάει να δυσκολεύονται κι οι άλλοι. Προτιμά να πληροφορείται ευτυχή γεγονότα από τη ζωή τους. Δεν αποζητάει μια ροζ πλασματική πραγματικότητα, όπως σε κάποιες χολιγουντιανές ταινίες, αλλά αυθεντικές στιγμές χαράς που του υπενθυμίζουν αντίστοιχες δικές του.

Η υγιής άρνηση της σύγκρισης δεν αντιστοιχεί στον εφησυχασμό και την μετριότητα. Δεν στοχεύει στην ισοπέδωση και στην απουσία φιλοδοξιών. Δεν κολακεύει τους ράθυμους διεκδικητές της διαρκούς ευχαρίστησης. Δεν ευνοεί την άκοπη απολαβή, την απουσία της αξιοκρατικής κρίσης, την διαρκή αναζήτηση της αλήθειας, την δημιουργική εργασία.

Η υγιής άρνηση της σύγκρισης αντιστοιχεί στην επίτευξη υγιούς άμιλλας σε συνεργατικές σχέσεις. Τα πρόσωπα είναι ανοιχτά να κερδίσουν από τον άλλο. Διαπνέονται από την επιθυμία και την τρυφερή ζήλεια που λαχταρά, δίχως να επιζητεί το κακό του άλλου. Η διαρκής αμοιβαία ανατροφοδότηση με την έκφραση των θετικών συναισθημάτων επιτρέπει το άνοιγμα προς τον άλλο, τη θαυμαστή ευρυχωρία που μόνο κέρδος δύναται να αποφέρει.

Η σύγκριση απαγορεύει την ανάδειξη των διαφορετικοτήτων, καθώς υπάρχει μόνο μια θέση. Τελικά κάθε φορά που υπεισερχόμαστε σε συγκρίσεις, χάνουμε το θεϊκό στοιχείο της μοναδικότητας του προσώπου μας.

Οι εγκλωβιστικοί ρόλοι

Στα πλαίσια μιας ομάδας είναι αναγκαίο να εκχωρούνται στα μέλη ρόλοι, που να συμβάλλουν στη λειτουργία της. Η κατανομή των ρόλων είναι μια σημαντική λειτουργία για την επιβίωση της ομάδας και την εύρυθμη λειτουργία της.

Οι διακριτοί ρόλοι επιτρέπουν την ανάληψη υπευθυνότητας στην ολότητα της ομάδας, αλλά και στις επιμέρους λειτουργίες της.

Ένας ικανός άνθρωπος γνωρίζει να αφουγκράζεται τη διαφορετικότητα κάθε ομάδας στην οποία μετέχει. Αναλόγως καταλαμβάνει άλλοτε την ηγετική θέση και άλλοτε του απλού μέλους.

Τα κλειστά άκαμπτα συστήματα και οι δυσλειτουργικές οικογένειες δεν επιτρέπουν διαφοροποίηση των ρόλων. Αναθέτουν ένα ρόλο σε κάθε μέλος τον οποίο θα πρέπει να το φέρει πάντα, σε βαθμό που να ταυτίζεται με αυτόν.

Η ανάθεση ρόλου δεν σχετίζεται τόσο με την προσωπικότητα του παιδιού, όπως δικαιολογείται εκ των υστέρων, αλλά κυρίως με την φάση της οικογένειας ή της γονικές ανάγκες. Ο ρόλος του μικρού ή του μεγάλου, του αδύνατου ή του δυνατού, του ικανού ή του ανίκανου, του ευαίσθητου ή του αναίσθητου, του αποδιοπομπαίου τράγου ή του διαιτητή.

Η δυσλειτουργία της συντροφικής σχέσης μπορεί να παράγει το παιδί σύντροφο, το παιδί υπεργονιό ή το παιδί εκδικητή. Τότε οι ρόλοι γίνονται έναν καλούπι που σε εγκλωβίζει και σου απαγορεύει να διαφοροποιηθείς και να αναπτυχθείς.

Η ανάθεση ρόλου στο οικογενειακό σύστημα γίνεται με ασυνείδητους μηχανισμούς και επομένως δεν κατανοείται. Ως εκ τούτου ενεργοποιείται η σύγκριση και η υποτίμηση των μελών που έχουν αναλάβει τους πιο δυσλειτουργικούς ρόλους, που θεωρούνται ως δική τους επιλογή.

Οι ταμπέλες καταγράφονται με ανεξίτηλο μελάνι. Παιδιά που έχουν προσλάβει τις φανερές και τις αφανείς αγωνίες της οικογένειας, καταγράφονται ως φοβικά. Παιδιά που έχουν εξαφανίσει τις επιθυμίες τους, προκειμένου να μη δυσκολεύουν τους γονείς τους κατακρίνονται ως δειλά ή ψυχαναγκαστικά. Παιδιά που έχουν απορροφήσει τις οικογενειακές εντάσεις, κατατάσσονται ως διαταρχτικά.

Είναι άδικο κάποιος να παραμένει για πάντα μικρός και ανώριμος για τους δικούς του, ενώ εξίσου άδικο είναι κάποιος άλλος να έχει αναλάβει να είναι μεγάλος από τη νηπιακή του ηλικία.

Είναι άδικο κάποιος να καταγράφεται ως αδιάφορος και να το αποδέχεται, ενώ είναι επίσης άδικο κάποιος άλλος να χρεώνεται το ευαίσθητος.

Η αδικία από την ταύτιση με τους άκαμπτους ρόλους είναι συγκλονιστική, καθώς , αν δεν αμφισβητηθούν, θα οδηγήσουν σε ισόβια δεσμά.

Καθοριστικό στοιχείο μιας ψυχοθεραπείας αποτελεί η κατανόηση του ρόλου που το πρόσωπο είχε αναλάβει στα πλαίσια του οικογενειακού του συστήματος και η απελευθέρωσή του από αυτόν.

Αντίθετα, η μη αναγνώριση του ρόλου οδηγεί στην αναπαραγωγή του και εκτός οικογενειακού πλαισίου. Επομένως τείνει να ταυτίζεται με την προσωπικότητα. Το προσωπείο δηλαδή απορροφά το πρόσωπο. Η μονομερής ταύτιση με ένα ρόλο αποτελεί αδικία, γιατί ταυτίζεσαι μόνο με κάποιες πλευρές σου, ενώ οι άλλες παραμένουν απαγορευμένες.

Α-δυναμίες

Η αδυναμία σε κάποιο αγαπημένο πρόσωπο συνιστά μια ξεχωριστή σχέση που το διακρίνει από τους άλλους. Η αδυναμία εκφράζεται με μια ειδική μεταχείριση και με την παροχή ιδιαίτερης φροντίδας.

Οι λόγοι που ένας γονιός έλκεται από κάποιο παιδί ιδιαίτερα και το ξεχωρίζει από τα άλλα, αφορούν ασυνείδητες εμπλοκές που δεν έχει επιτύχει να επιλύσει στην προσωπική του ζωή.

Η επιλογή μπορεί να έχει να κάνει με το φύλο. Με την αισθητική. Με την εξυπνάδα. Με την ομοιότητα με κάποιο συγγενικό ή άλλο πρόσωπο. Με προσωπικές ταυτίσεις. Με κάποιο χαρακτηριστικό της προσωπικότητας.

Τα στοιχεία που οδηγούν στην αίσθηση αδυναμίας ποικίλλουν, αλλά η εμπλοκή είναι πάντα παρούσα, καθώς περιέχει ταυτίσεις που απαγορεύουν την διαφοροποίηση του παιδιού.

Η αδυναμία κατανοείται ως μια ιδιαίτερη προστασία, ώστε το παιδί να διευκολυνθεί, να μην έλθει σε επαφή με τα δύσκολα. Πρόκειται για μια καλοπροαίρετη αλλά μυωπική θεώρηση, που δεν αντιλαμβάνεται το μέγεθος της βλάβης που προκαλεί στο αντικείμενο της αγάπης. Η στάση αυτή είναι οφθαλμοφανώς αντιληπτή από τους τρίτους , αλλά δύσκολα αναστρέψιμη.

Ο γονιός, για δικούς του ασυνείδητους λόγους, μεγαλώνει το παιδί του κατά τρόπο που να μη δυσκολευτεί, με αποτέλεσμα να δυσκολεύεται όταν είναι ενήλικος.

Μια πιο προσεκτική μελέτη αποδεικνύει ότι ο γονιός που υπερπροστατεύει, είναι ο ίδιος που δυσκολεύεται σε αντίστοιχες καταστάσεις και επομένως προστατεύει ένα δικό του ανασφαλές στοιχείο. Ο γονιός που συμπεριφέρεται με αυτόν τον τρόπο είναι πεπεισμένος ότι μια διαφορετική στάση, πιο ισορροπημένη, ισοδυναμεί με συναισθηματική εγκατάλειψη του παιδιού του.

Στην προσπάθειά μου να εξηγήσω σε κάποιους γονείς την αναγκαιότητα να αναπτύξει το παιδί τις δεξιότητες, ώστε να αντιπαρέρχεται μόνο του, από μικρό, τις δύσκολες καταστάσεις, τους παραθέτω το παράδειγμα του εμβολιασμού. Οι γονείς οφείλουν να συνειδητοποιήσουν ότι σημαντικός στόχος στην ανατροφή του παιδιού τους είναι ή ανάπτυξη ενός ικανού ψυχικού ανοσοποιητικού συστήματος.

Την ίδια ώρα που κάποιοι γονείς παιδιών με σωματική ή νοητική αναπηρία τα ασκούν ασταμάτητα, ώστε να αναπτύξουν τις όποιες ικανότητες τους και να μπορέσουν να αντεπεξέλθουν στη ζωή, κάποιοι άλλοι γονείς υπερπροστατεύουν ένα υγιές παιδί με αποτέλεσμα να το μεταλλάσσουν σε ένα τραγικά ανάπηρο άτομο.

Το παιδί τελικά πληρώνει την αδυναμία των γονιών του προς αυτό, με το να αδυνατεί να σχετισθεί ισότιμα με συμμαθητές, φίλους και αδέλφια. Αυτή η αδυναμία επεκτείνεται αργότερα στη σχέση με τον σύντροφο και με τους συναδέλφους. Τελικά, μη μπορώντας να κατανοήσει την δική του ανεπάρκεια, κατηγορεί όλους τους άλλους ότι δήθεν τον αδικούν.

Είναι εκπληκτικά εντυπωσιακός ο τρόπος, με τον οποίο κάποιος που έχει βιώσει αυτή τη χαριστική στάση, τη θεωρεί ως δεδομένη και αυτονόητη. Θεωρεί ότι όλοι θα πρέπει να του συμπεριφέρονται όπως η μαμά του και να του χαρίζονται. Επομένως απαιτεί την ίδια χαριστική συμπεριφορά απ’ όσους σχετίζονται μαζί του. Διαφορετικά, νιώθει ριγμένος, αδικημένος και αγανακτισμένος με τους άλλους που δεν καταλαβαίνουν.

Η στάση αυτή είναι ένα μαρτύριο για τα αδέλφια τους. Αφενός μεν υπέστησαν την στέρηση και την αδικία από τους γονείς τους στο παρελθόν, αφετέρου θα πρέπει να ανέχονται τις απαιτήσεις των αδελφών τους, όταν οι γονείς τους δεν θα είναι στη ζωή. Τότε ωθούνται είτε στην επανάληψη της γονικής στάσης με το να βρίσκονται στην διαρκή υπηρεσία του αδελφού τους, είτε στη διακοπή της ανυπόφορης αδελφικής σχέσης.

Οι εκφράσεις «καλομαθημένο» και «κακομαθημένο» παιδί αντιστοιχούν ακριβώς στο ίδιο περιεχόμενο, αλλά σε διαφορετική χρονική περίοδο.

Το παιδί της γονικής αδυναμίας είναι αυτός που τελικά θα πάρει τα περισσότερα στην κληρονομιά, αλλά επίσης αυτό που θα έχει εφοδιαστεί με τις λιγότερες δεξιότητες για να μπορεί να διαχειριστεί τη ζωή του. Του έχουν κλέψει τα παιδικά του χρόνια. Έχει μάθει να υπάρχει στο περιβάλλον του προστατευμένου θερμοκηπίου. Όταν έρχεται κάποια στιγμή που εκείνοι που το προσέφεραν παύουν να υφίστανται, νιώθει ανίκανος να αντεπεξέλθει στις νέες καταστάσεις.

Είναι η κατηγορία των τραγικών ξεπεσμένων ευγενών. Έχουν απολέσει τις περιουσίες τους, αλλά περιφέρονται στις δεξιώσεις με επιτηδευμένο ύφος που προσπαθεί να περισώσει τα ράκη της τραγικής τους ανεπάρκειας. Αντίστοιχοι ξεπεσμένοι πρίγκιπες μπορεί να προέρχονται από χαμηλότερες οικονομικά τάξεις.

Η υπαρξιακή προσέγγιση που καταγράφει την ανθρώπινη πορεία στο βάθος του χρόνου σημειώνει ότι τραγικά χαμένος δεν είναι αυτός που οι γονείς και η ζωή δεν του χαρίστηκαν στο ξεκίνημά του, αλλά το αντίθετο.

Στη διάρκεια της ψυχοθεραπείας με μια αντιστροφή της συνήθους αντίληψης φανερώνεται ότι ο δήθεν ευνοημένος έχει ουσιαστικά αδικηθεί. Αντίθετα, ο αδικημένος από τους γονείς –αν ο ίδιος δεν αδικήσει τον εαυτό του με το να επιτρέψει το παράσιτο του παράπονου να του στερήσει τη ζωή- θα είναι ο ικανός για το όμορφο, αλλά απαιτητικό παιγνίδι της ζωής.

G. Hegel: Προσδιορισμένη άρνηση και ελευθερία

Γκέοργκ Χέγκελ: 1770–1831

Η προσδιορισμένη άρνηση: Βάση για την απελευθέρωση της σκέψης

§ 1 Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Τι είναι άρνηση; Είναι Λογικός προσδιορισμός, μέσω του οποίου οδηγούμαστε σε ένα νέο προσδιορισμένο-Είναι. Το τελευταίο τούτο δεν είναι υποχρεωτικά κάτι το αρνητικό, αλλά απηχεί μια νέα ρεαλιστική πραγματικότητα, που καθιδρύεται στη ζωή μας ως οντο-λογική αντίθεση προς την άρνηση, δηλαδή ως άρνηση της (πρώτης) άρνησης, ως κατάφαση, ως θετικότητα. Ετούτη η θετικότητα λοιπόν, ενταγμένη μέσα στην αυτο-προσδιοριστική κίνηση του Λόγου, αναδύεται πάντοτε ως διαμεσολαβημένη από την άρνηση της αμεσότητάς της, δηλαδή ως μια κατάσταση που έχει διέλθει μέσα από την αναίρεση μιας πρότερης, λιγότερο δια-μορφωμένης [=μορφωμένης δια του Λόγου] κατάστασης, συνθήκης, πραγματικότητας και έχει ανυψωθεί ή εξυψωθεί σε ένα πιο στοχαστικό Είναι με πιο ορθολογικές προοπτικές. Ετούτο το νέο μόρφωμα σκέψης και δράσης διατηρεί από την παλιά του κατάσταση ό,τι ακριβώς εξέφραζε ή ενσάρκωνε τον ρυθμό του Λόγου που συνέχει την όλη κίνηση της σκέψης· αλλά και τούτο το διατηρεί ανα-προσδιορισμένο στα νέα δεδομένα. Έτσι, η άρνηση, καθ’ όλη αυτή την κίνηση, συγκεκριμενοποιείται περαιτέρω σε προσδιορισμένη άρνηση (bestimmte Negation), δηλαδή σε άρνηση κάποιου προσδιορισμένου στοιχείου: του εξωτερικού, εξωγενούς, ατελούς στοιχείου που λειτουργεί αρνητικά, ανασχετικά, για την καθολική εξέλιξη και ως τέτοιο αρνητικό πρέπει να υποστεί άρνηση. Με βάση αυτά τα δεδομένα, η προσδιορισμένη άρνηση συγχρόνως συνεπάγεται πάντοτε και ένα προσδιορισμένο αποτέλεσμα, το οποίο παριστά κάτι το θετικό.

§ 2

Στο παρακάτω απόσπασμα, από την επιστήμη της Λογικής- θεωρία του Είναι, ο Χέγκελ αποσαφηνίζει έτι περαιτέρω την ουσία της προσδιορισμένης άρνησης:

«Το μοναδικό πράγμα, που χρειάζεται για να πετύχουμε την επιστημονική πρόοδο –και για την εντελώς απλή κατανόηση της περί ου ο λόγος επίτευξης πρέπει ουσιαστικά να καταβάλουμε κόπο–, είναι η αναγνώριση της Λογικής αρχής ότι το αρνητικό είναι εξίσου θετικό ή ότι εκείνο που αντιφάσκει με τον εαυτό του δεν διαλύεται σε ένα μηδενικό, στο αφηρημένο Μηδέν, αλλά ουσιαστικά μόνο στην άρνηση του μερικού/ειδικού του περιεχομένου· ή ότι μια τέτοια άρνηση δεν είναι οποιαδήποτε άρνηση παρά η άρνηση του προσδιορισμένου Πράγματος, το οποίο αυτοδιαλύεται· επομένως είναι προσδιορισμένη άρνηση. Ως εκ τούτου το αποτέλεσμα περιέχει κατ’ ουσία εκείνο, από το οποίο προκύπτει το ίδιο, –πρόκειται, για να ακριβολογούμε, για μια ταυτολογία, γιατί διαφορετικά το αποτέλεσμα θα ήταν κάτι το άμεσο, όχι αποτέλεσμα. Καθώς αυτό που προκύπτει, η άρνηση, είναι προσδιορισμένη άρνηση, αυτή έχει ένα περιεχόμενο. Η εν λόγω άρνηση είναι μια νέα έννοια, αλλά μια έννοια ανώτερη και πλουσιότερη απ’ ό,τι η προηγούμενη· πλουσιότερη, επειδή αρνείται την προηγούμενη έννοια ή το αντί-θετό της, άρα περιέχει την προηγούμενη τούτη, αλλά και κάτι περισσότερο απ’ αυτή, γιατί είναι η ενότητα του εαυτού της και του αντι-θέτου της».

§ 3 Ένα σχόλιο

Η σκέψη μπορεί να αυτο-οργανώνεται μόνο διαλεκτικά, δηλαδή με βάση την εσωτερική οργάνωση του Λόγου (της) και των αντιθετικών εννοιών που συνθέτουν τα περιεχόμενα και τη μορφή αυτού του Λόγου ως λέγειν και γνωρίζειν. Με τη φράση εσωτερική οργάνωση κατανοούμε δυο τινά: πρώτον, το ίδιο το πράγμα, εκάστοτε, έχει μια ιδιάζουσα –προς την κατά Λόγο φύση του– εξέλιξη και αυτή πρέπει να την κατανοούμε, να την αποκρυπτογραφούμε, να τη διαγιγνώσκουμε, να την ακολουθούμε, δηλαδή να την μετα-στοχαζόμαστε. Πώς να την κατανοούμε, να την μετα-στοχαζόμαστε; Χωρίς να εισάγουμε –και τούτο είναι το δεύτερο– τίποτα το εξωγενές, το εγκεφαλικό, το φορμαλιστικό, το αν-άρμοστο προς την κατά Λόγο εξέλιξη, αλλά να επιδιώκουμε να γνωρίσουμε την οδό, όπου κινούνται οι αλληλο-συμπλεκόμενοι σχηματισμοί των εννοιών. Η υλοποίηση αυτής της επιδίωξης σημαίνει συμ-πόρευση με το αρνητικό ενέργημα –διαλεκτικά αρνητικό [=προσδιορισμένη άρνηση] και όχι με το κοινό νόημα του καταστροφικού– της ίδιας της σκέψης. Το εν λόγω ενέργημα είναι το μοναδικό, που επιτρέπει στη σκέψη να απελευθερώνεται από έξωθεν βιαίως εισαγόμενα δεδομένα, από ασυλλόγιστες προϋποθέσεις, κυρίως από αδιόρατα καθοδηγητικά κέντρα και να εκτυλίσσεται ως μια καθαρή μετα-στοχαστική πορεία του ίδιου του εαυτού της. Αυτή η πορεία είναι η περίφημη, κατά Χέγκελ, απόλυτη μέθ-οδος, δηλαδή η μετα-οδός που απο-λύεται, δηλαδή αποδεσμεύεται, απαλλάσσεται, απελευθερώνεται από αρμούς, δεσμούς και ετεροκαθορισμούς. Πυρήνας αυτής της από-λυτης μεθ-όδου είναι η άρνηση και δη η προσδιορισμένη άρνηση. Ιδιαίτερη αξία προσλαμβάνει η προσδιορισμένη άρνηση ως ενέργημα του ιστορικού και πολιτικού σκέπτεσθαι και πράττειν. Διότι είναι αυτή που δεν αφήνει περιθώρια, όπως μας λέει ο φιλόσοφος, στους καμαριέρηδες/υπηρέτες –πολιτικούς, ψυχολόγους, οργανικούς διανοουμένους κ.λπ.– να επιβάλλουν τους όρους τους, «να ισοπεδώνουν τα ιστορικά πρόσωπα, να τα τοποθετούν στο ίδιο επίπεδο με τον εαυτό τους ή ακόμη και μερικά σκαλοπάτια πιο κάτω από τον εαυτό τους» (Φιλοσοφία της ιστορίας).

Η ζώνη της βασίλισσας των Αμαζόνων

Η Αδμήτη, η κόρη του Ευρυσθέως, ήθελε τη ζώνη της βασίλισσας των Αμαζόνων Ιππολύτης. Έστειλαν, λοιπόν, τότε τον Ηρακλέα στη μικρασιατική χώρα Πόντος, στη Μαύρη Θάλασσα, όπου κατοικούσαν οι Αμαζόνες κοντά στον ποταμό Θερμόδοντα: ένας λαός, που αποτελείτο μόνο από πολεμόχαρες γυναίκες. Απ’ τα παιδιά τους άφηναν να ζουν μόνο τα κορίτσια, έκοβαν το δεξιό βυζί τους, για να μην τους εμποδίζει στο τόξο και στο σπαθί, και με το αριστερό έτρεφαν τις κόρες τους. Η πιο γενναία ανάμεσά τους ήταν η Ιππολύτη, η βασίλισσά τους. Σα διακριτικό γνώρισμα είχε από τον πατέρα της Άρη τη ζώνη. Ο Ηρακλής ξεκίνησε μ έναν ολόκληρο στρατό γι' αυτή την επιχείρηση. Μεταξύ των συντρόφων του ήταν ο Θησεύς και ο Τελαμών, ο ήρωας των Σαλαμινίων και Αιγινητών. Ήταν σαν μια αργοναυτική εκστρατεία κι ισχυρίστηκαν ακόμα ότι πήραν μέρος όλοι οι Αργοναύτες. Σύμφωνα με τη γνώμη μερικών αφηγημάτων, η εκστρατεία αυτή κατάληξε σ’ έναν τρωικό πόλεμο: ακριβώς σαν εκείνον που έκαμε ο Ηρακλής ενάντια στον Λαομέδοντα, τον βασιλιά της Τροίας, έχοντας μαζί του πολλούς Τιρυνθίους, καθώς και τον Ιόλαο και τον Τελαμώνα.

Υπήρχε μια παλιά ιστορία για τον ύπουλο Λαομέδοντα, που είχε στους σταύλους του θαυμαστά ζώα, δώρα του Διός. Και σ’ αυτόν κοντά, «τον κύριο του λαού» — αυτό σημαίνει το όνομά του, υπηρέτησε σα βοσκός ο Απόλλων και μαζί μ’ αυτόν ο Ποσειδών, που έχτισε τα τείχη της Τροίας. Οι θεοί υπηρετούσαν με μορφή ανθρώπου και συναγωνίζονταν για την κατασκευή της πόλεως. Ο Λαομέδων όμως τους κορόιδεψε, σαν ήρθε η ώρα της αμοιβής τους. Τους φοβέρισε μάλιστα, ότι θα τους δέση χεροπόδαρα, θα τους πουλήσει στα ξένα, κι εκτός απ’ αυτά ότι θα τους κόψη τ’ αυτιά.

Αυτό που είχε υποσχεθεί σαν αμοιβή – στους δυο ή, το πιθανότερο, σ’ αυτόν που θα ερχόταν πρώτος στο συναγωνισμό – ήταν φυσικά τα περίφημα άλογα. Γι’ αυτά τα άλογα ήλθε κι ο Ηρακλής με τα έξι πλοία του στην Τροία. Τότε – έτσι συνεχίζει η ιστορία- ο γελασμένος Ποσειδών, ο ιδρυτής της ακροπόλεως, έστειλε ένα θαλάσσιο τέρας στη χώρα των Τρώων και ο Απόλλων έστειλε την πανούκλα. Το μαντείο έδωσε τη συμβουλή, ότι έπρεπε να δώσουν βορά στο θηρίο την Ησιόνη την κόρη του Λαομέδοντος. Βασιλικά ντυμένη, την άφησαν στην ακρογιαλιά, κ’ ο Λαομέδων υποσχέθηκε στο σωτήρα της τα θεϊκά άλογα, που γι' αυτά είχε ξεγελάσει τον Ποσειδώνα. Ο Ηρακλής ανάλαβε το έργο. Οι Τρώες κατασκεύασαν γι' αυτόν, με τη βοήθεια της Παλλάδος Αθηνάς, ένα χαράκωμα στην παραλία, για να μπορεί ο ήρωας να αποτραβηχτεί σ’ αυτό σε περίπτωση κινδύνου.

Μια παλιά αγγειογραφία παρουσιάζει το τέρας: ένα γιγάντιο ψάρι μ’ ανοιχτό το φάρυγγα, όπου μπήκε ο ήρωας κρατώντας δρεπάνι για να του κόψη την τεράστια γλώσσα. Η Ησιόνη τον βλέπει σ’ όλη του τη μεγαλοπρέπεια. Διηγούνταν επίσης, ότι ο Ηρακλής πήδηξε στο λαρύγγι του ζώου, ότι έμεινε τρεις μέρες στην κοιλιά του κι ότι βγήκε έξω φαλακρός. Έτσι σκότωσε το τέρας.

Όμως ο Λαομεδων δεν ήθελε ούτε σ’ αυτόν να δώσει τα άλογα κι έβρισε τον ήρωα. Έτσι έγινε η πρώτη καταστροφή της Τροίας. Μ’ έρημους δρόμους απόμεινε η πόλη, όταν αποσύρθηκε ο Ηρακλής. Από τους άνδρες του διακρίθηκε ιδιαίτερα ο Τελαμών και πήρε σα δώρο τιμής την Ησιόνη για σύζυγο. Ο Λαομόδων και οι γιοι του σκοτώθηκαν από τον Ηρακλέα, εκτός από τον νεότερο. Αυτόν τον έσωσε η Ησιόνη, αφού τον εξαγόρασε από τον ήρωα με το χρυσοΰφαντο πέπλο της.

Μέχρι τότε ονομαζόταν ο νεαρός: Ποδάρκης, «ο γοργοπόδαρος», αυτά διηγούνταν γι αυτόν. Αλλά έπειτα, σύμφωνα με τη λέξη «πρίαμαι» – εξαγοράζω – Πρίαμος. Θα ζούσε σα βασιλιάς, στα τελευταία χρόνια της ζωής του, τη δεύτερη καταστροφή της Τροίας.

Σύμφωνα με τη γνώμη παλαιότερων αφηγημάτων, μετά από αυτή τη νίκη ακολούθησε η εκστρατεία κατά των Αμαζόνων. Σύμφωνα με τους νεώτερους αφηγητές, αυτό συνέβηκε μάλλον αντίστροφα. Για να κάμει αυτή την παραγγελία του Ευρυσθέως, ο Ηρακλής με το στρατό του άραξε στη Θεμίσκυρα, στις εκβολές του ποταμού Θερμώδοντος. Οι Αμαζόνες δεν συμπαθούσαν τους άντρες και η Ιππολύτη αρνήθηκε να χαρίσει στον Ηρακλέα τη ζώνη της. Ένας αγγειογράφος περιγράφει τη σκηνή: τον ήρωα να κάθεται ήσυχος και την Αμαζόνα ντυμένη με σκυθικά παντελόνια. Του προσφέρει πρόθυμα τη ζώνη. Ή είχε προηγηθεί η αιχμαλωσία της αδελφής της Μελανίππης από τον Ηρακλέα και θα ελευθερωνόταν μ’ αντάλλαγμα τη ζώνη; Διηγούνταν επίσης ότι η Ήρα η ίδια είχε παρουσιαστή με τη μορφή Αμαζόνας και προκάλεσε υποψία στο γυναικείο λαό για τον Ηρακλέα και τους δικούς του, ότι δήθεν είχαν σκοπό τους οι ξένοι ν’ αρπάξουν την Ιππολύτη. Σύμφωνα μ’ αυτή τη διήγηση, έγινε μάχη ανάμεσα στους ήρωες και στις Αμαζόνες. Ο Ηρακλής σκότωσε τη βασίλισσα και πήρε από τη νεκρή Ιππολύτη τη ζώνη: τo ανάγλυφο της μετόπης στην Ολυμπία μας δείχνει τη νεκρή πάνω στο έδαφος.

Σύμφωνα με τους αφηγητές, εκείνους που υποστήριζαν ότι ο πρώτος ήρωας που πολέμησε τις Αμαζόνες ήταν ο Ηρακλής και ο συνοδός του ο Θησεύς, πήρε σαν βραβείο – όπως ο Τελαμών την Ησιόνη – την Αμαζόνα Αντιόπη. Άλλοι λένε πως ο Θησεύς έπιασε τη βασίλισσα των Αμαζόνων, πήρε σα λάφυρο τη ζώνη της και τη χάρισε στον Ηρακλέα. Πρόσθεταν επίσης, ότι η Αμαζών, που την οδήγησε στην πατρίδα του και που αυτή απέκτησε το γιο του Ιππόλυτου, ήταν η Ιππολύτη κι όχι η Αντιόπη. Αυτή η ιστορία συγκαταλέγεται στις ιστορίες για τον Θησέα. Τη ζώνη τη φύλαγαν στις Μυκήνες, αν όχι, που είναι και το πιο πιθανό, στο ιερό της Ήρας, όπου η Αδμήτη υπηρετούσε σαν ιέρεια.

Η φωτεινή κυριαρχία του Αριστοτέλη

Στην αρχαία Ελλάδα, η σχέση του δασκάλου με τον μαθητή αναδεικνύει συχνά το αρχετυπικό, υπερβατικό της περιεχόμενο. Έτσι, ο Πλάτων καταγράφει, σχολιάζει αλλά και διευρύνει την σωκρατική διδασκαλία. Ο Αριστοτέλης, στην συνέχεια, μαθητής στην Ακαδημία του Πλάτωνα, δεν ασκεί μόνον κριτική στις ιδέες του δασκάλου του.

Σε μεγάλο βαθμό τις ανατρέπει, για να θεμελιώσει το δικό του οικοδόμημα. Θα αποτελέσει έτσι τον δεύτερο κορυφαίο διανοητή της αρχαιότητας που υπερβαίνει γρήγορα τα όρια του χρόνου και του τόπου του. Το ενδιαφέρον είναι ότι ο δεσμός του δασκάλου με τον μαθητή θα έχει συνέχεια – αυτήν την φορά όμως με παράδοξο τρόπο.

Ο Αριστοτέλης, που είχε γεννηθεί στα Στάγειρα της Μακεδονίας το 384 π.Χ., παρέδιδε επί ένα διάστημα ιδιαίτερα μαθήματα στον Αλέξανδρο, τον γιο του Φιλίππου. Όταν ο Αλέξανδρος κατέκτησε τον μακεδονικό θρόνο, ο Αριστοτέλης δεν έχασε την ευκαιρία της υποστήριξης που του παρείχε ο μαθητής του, και ίδρυσε την περίφημη Περιπατητική Σχολή του στην Αθήνα. Θα διδάξει εκεί μέχρι τον θάνατο του Αλεξάνδρου, αφήνοντας υπό τύπον σημειώσεων ένα μνημειώδες έργο. Δεν υπάρχει σχεδόν κανένας τομέας του επιστητού που να μην θίγεται στο έργο αυτό: ιατρική, φυσιολογία, μετεωρολογία, φυσική, ψυχολογία, καθώς και θέματα βιολογίας ή φυσικής ιστορίας.

Ο Αριστοτέλης καθιέρωσε την συστηματική μελέτη της λογικής, ενώ η Ηθική του συνιστά ανυπέρβλητο έργο. Μεγάλη, επίσης, υπήρξε η συνεισφορά του στην πολιτική θεωρία, αλλά και στην φιλολογική κριτική. Όσον αφορά πάντως την λειτουργία της οράσεως, ο Αριστοτέλης δεν είχε πεισθεί από τις προγενέστερες ερμηνείες, που πρέσβευαν είτε ότι το φως είναι σωματιδιακή ακτινοβολία είτε ότι το μάτι εκπέμπει οπτικές ακτίνες. Δεν συμπαθούσε, γενικότερα, την ατομική θεωρία, αφού αυτή δεν συμβιβαζόταν με τις ιδέες του για τις πρωταρχικές ιδιότητες που ενυπάρχουν στα πράγματα. Ούτε έβρισκε πειστικό τον τρόπο που ο Εμπεδοκλής και ο Πλάτων αιτιολογούσαν την αδυναμία μας να βλέπομε και την νύχτα.

«Είναι ανωφελές να ισχυριζόμαστε, όπως κάνει ο Τίμαιος, ότι κατά τη νύχτα η οπτική ακτίνα σβήνει όταν εξέρχεται από το μάτι. Τί σημαίνει λοιπόν σβήσιμο του φωτός;», αντιτείνει ο Αριστοτέλης. Ο ίδιος δέχεται την ανάγκη υπάρξεως ενός φυσικού μέσου ανάμεσα στο αντικείμενο και στον παρατηρητή. Το μέσο αυτό πρέπει να είναι διαφανές. Έτσι, δεν είναι κάτι που βλέπομε, αλλά κάτι μέσω του οποίου μπορούμε να δούμε. Πληρούται από εικόνες, που με κάποιον τρόπο μεταφέρονται στις αισθήσεις. Όπως συνοψίζει με ενάργεια ο Λάμπρος Σιάσος: «Διευκρινίζοντας την φύση του φωτός, ο Φιλόσοφος υποστηρίζει ότι αυτό είναι κάποιο διαφανές. Διαφανές όμως τοιαύτης φύσεως ώστε να είναι μεν ορατόν πλην ουχί καθ’ αυτό, αλλά εξαιτίας (κάποιου) αλλοτρίου χρώματος. Επικαλούμενος φυσικά παραδείγματα, μεταξύ αυτών του αέρα και του ύδατος, υποστηρίζει ότι αυτά δεν είναι κατά την ουσία τους διαφανή. Αντιθέτως, αυτό που εξασφαλίζει ή καθιστά δυνατή την διαφάνειά τους είναι κάποια φύση που ενυπάρχει η αυτή και σε αυτά τα δύο (τον αέρα, το ύδωρ), και στο αΐδιο άνω σώμα.

Το φως λοιπόν είναι η ενέργεια αυτού του διαφανούς, αυτής της ανώνυμης κοινής φύσης. Το φως είναι κάτι ωσάν το χρώμα του διαφανούς, όταν αυτό ευρίσκεται σε κατάσταση εντελέχειας». Το φως λοιπόν θεωρείται από τον Αριστοτέλη ως μια κατάσταση του διάφανου μέσου, που προκαλεί η παρουσία της φωτιάς ή ενός άλλου φωτεινού σώματος. Αυτό εξηγεί γιατί το φως δεν χρειάζεται χρόνο για να διαδοθεί, αφού συνιστά «κατάσταση» και όχι ουσία. Το χρώμα, τέλος, –όπως εξηγεί στο έργο του Περί αισθήσεως και αισθητών– είναι χαρακτηριστικό των ορατών αντικειμένων, και έχει την ικανότητα να θέτει σε κίνηση το διάφανο μέσο.

Το μαύρο και το άσπρο συνιστούν τις θεμελιώδεις ιδιότητες του χρώματος· η ανάμιξή τους σε μια επιφάνεια παράγει τα άλλα χρώματα. Ουσιαστικά, η αριστοτελική θεωρία της οράσεως παρέχει ένα λεξιλόγιο αναφοράς στην λειτουργία των αισθήσεων. Η αρετή της συνίσταται στο ότι αποτελεί μέρος ενός ευρύτατου συστήματος που επιχειρούσε να ερμηνεύσει με συνέπεια τον φυσικό και πνευματικό κόσμο.

Δεν είναι, συνεπώς, παράδοξο ότι τα κύρια χαρακτηριστικά της θεωρίας απαντούν στο Περί ψυχής έργο του Αριστοτέλη, που είναι μια μεγαλειώδης πραγματεία για το σύνολο της ανθρώπινης φύσης. Είναι πάντως ενδιαφέρον ότι στα τέσσερα θεμελιώδη στοιχεία του κόσμου που είχε προτείνει ο Εμπεδοκλής –το νερό, την φωτιά, την γη και τον αέρα– ο Αριστοτέλης αισθάνεται την ανάγκη να προσθέσει ένα πέμπτο: την πεμπτουσία. Η πεμπτουσία είναι σταθερή και αμετάβλητη, και συνδέει κατά κάποιον τρόπο τα άλλα τέσσερα στοιχεία, που βρίσκονται σε συνεχή ροή και συνθέτουν τα πράγματα. Εμπνεόμενος μάλιστα από τους αστερισμούς που παρέμεναν αμετάβλητοι κατά την διάρκεια των αιώνιων διαδρομών τους στον ουρανό, ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι η πεμπτουσία είναι φτιαγμένη από την ύλη των αστεριών. «Η υπόθεση αυτή δεν βρίσκεται μακριά από τις αντιλήψεις της σύγχρονης φυσικής», παρατηρεί ο Leonard Shlain, χειρουργός, αλλά και συγγραφέας ενός βιβλίου για την σχέση Φυσικής και Τέχνης. «Η πεμπτουσία», συνεχίζει, «δεν είναι τα αστέρια, αλλά το ίδιο το φως.

Πράγματι: φευγαλέα και αινιγματική, αυτή η πεμπτουσία προκαλεί απορία και σεβασμό σε όλη την διάρκεια της ιστορίας. Είτε πρόκειται για το θαύμα της φωτιάς είτε για τις ζωογόνες ακτίνες του Ήλιου, το φως το ίδιο παραμένει πάντοτε το πιο μυστηριώδες στοιχείο. Κατέχει ξεχωριστή θέση σε όλες τις θρησκείες του κόσμου, και η σύγχρονη φυσική αποκάλυψε ότι αυτό συνδέει τις σημερινές θεμελιώδεις οντότητές της, που είναι πάλι τέσσερεις: ο χώρος, ο χρόνος, η ενέργεια και η ύλη».

Αξίζει άλλωστε να σημειωθεί ότι πρώτος ο Αριστοτέλης κάνει μια σοβαρή προσπάθεια να κατανοήσει το ουράνιο τόξο και την δημιουργία του στον βροχερό ουρανό. Προς τούτο, και παρά τις επιφυλάξεις που είχε εκφράσει, υποθέτει στην Μετεωρολογία του την ύπαρξη ενός είδους οπτικής ακτίνας που ξεκινά από το μάτι. Παρατηρεί, στην συνέχεια, ότι σε μικρά σώματα –όπως, για παράδειγμα, στις σταγόνες δροσιάς που λάμπουν στον Ήλιο– δεν ανακλώνται οι εικόνες των αντικειμένων, αλλά μόνον τα χρώματα. Συμπεραίνει λοιπόν ότι η οπτική ακτίνα φεύγει από το μάτι του παρατηρητή, αναπηδά στις σταγόνες της βροχής που υπάρχουν στα σύννεφα, και κινείται προς την κατεύθυνση του Ήλιου, πίσω από τον παρατηρητή. Στην ερμηνεία του φαινομένου, που εμπλουτίζεται με πολλές λεπτομέρειες, αναγνωρίζει κανείς τα πρώτα ίχνη μιας επιστημονικής μεθόδου. Στους αιώνες πάντως που ακολουθούν τις μέρες μας, και η παρουσία των ιδεών του είναι πάντοτε έντονη στον κόσμο της σκέψης και στις ακαδημαϊκές συζητήσεις.

Είναι πάντως αναγκαίο, καθώς ολοκληρώνονται οι αναφορές στην ιστορία του φωτός κατά την εποχή του ελληνικού θαύματος, να υπογραμμισθεί μια αυτονόητη αλήθεια: ότι όσα αναφέρθηκαν εδώ, με συνοπτικό εξ ανάγκης τρόπο, πρέπει να θεωρηθούν απλά ψήγματα ενός κόσμου πλούσιου σε ιδέες και πνευματικά επιτεύγματα. Καθώς όμως τα ψήγματα αυτά εμφανίζονται απομονωμένα και αποσπασματικά, χάνουν συχνά τον συνεκτικό δεσμό τους με το συνολικό έργο του δημιουργού. Μόνον η ίδια η ανάγνωση του Τίμαιου του Πλάτωνα ή του Περί ψυχής του Αριστοτέλη θα αποκαθιστούσε το ειδικό βάρος μιας αναφοράς στην λειτουργία της οράσεως ή ενός μύθου για το φως.

Είναι πάντως ενδιαφέρον ότι, στην ενασχόλησή τους με την επιστήμη, οι Έλληνες αποφεύγουν τους ποσοτικούς υπολογισμούς και κάποιες, απλές έστω, πειραματικές αποδείξεις. «Το γιατί οι Έλληνες», γράφει ο W.K. Guthrie, «παρά την λαμπρότητα του πνεύματός τους, χρησιμοποίησαν τόσο λίγο τις πειραματικές μεθόδους και δεν σημείωσαν καμία πρόοδο στην ανακάλυψη συσκευών για τον έλεγχο των πειραμάτων είναι ένα ερώτημα πολύπλοκο.

Σε κάποια μικρή έκταση, όσοι ακολουθούσαν την ιωνική παράδοση έκαναν χρήση της παρατήρησης αλλά όχι συστηματικά μέχρι την εποχή του Αριστοτέλη, και δεν είχαν ιδέα για το ελεγχόμενο πείραμα. Η κληροδοσία τους έγκειται αλλού: στις εκπληκτικές δυνατότητες που είχαν για επαγωγικούς συλλογισμούς». Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η ερμηνεία της οράσεως, που πρώτος εισήγαγε ο Εμπεδοκλής και προϋπέθετε την ύπαρξη κάποιου είδους οπτικών ακτίνων, επιβίωσε με διάφορες παραλλαγές για πολλούς αιώνες.

Παράλληλη πορεία ακολούθησε η συμπληρωματική –και εν μέρει ανταγωνιστική– θεωρία, η οποία υποστηρίχθηκε από τους ατομιστές φιλοσόφους και απέδιδε την όραση σε είδωλα που ίπτανται στον χώρο μέχρις ότου συλληφθούν από το μάτι και την ψυχή. Όσο για την αριστοτελική αντίληψη περί διαφανούς μέσου, παρά την αυθεντία του εμπνευστή της και ενώ δεν συγκρούεται ουσιαστικά με την ύπαρξη των οπτικών ακτίνων, ελάχιστα επηρεάζει τα πράγματα. Κινείται υπερβολικά στον χώρο του αφηρημένου, και εντάσσεται στην συνολική προσπάθεια του σπουδαίου φιλοσόφου να κατανοήσει ικανοποιητικά τις αισθήσεις.

Από μια άποψη, αυτό αποτέλεσε πραγματική τύχη για την ιστορία του φωτός. Είναι γνωστό ότι οι αυθεντίες, στην επιστήμη όσο και στην ζωή, παρασύρουν εμάς τους άλλους όχι μόνον στις μεγάλες τους ιδέες, αλλά και στα λάθη τους.

Η πλατωνική θέαση του κόσμου

Κατά το δεύτερο ήμισυ του 5ου π.Χ. αιώνα, γίνεται εμφανής μια στροφή της φιλοσοφίας προς τον άνθρωπο και τα προβλήματα της ζωής. Η ριζική αυτή στροφή εξέφραζε την αντίδραση του κοινού νου κατά του κόσμου που παρουσίαζαν οι φυσικοί φιλόσοφοι, ο οποίος ήταν ακατανόητος και απόμακρος.

Η άνοδος μιας καινούργιας τάξης, εκείνης των σοφιστών, που κέρδιζαν τα προς το ζην καθοδηγώντας τους ανθρώπους σε πρακτικά θέματα, υπήρξε αποτέλεσμα της γενικότερης αυτής ανθρωποκεντρικής στροφής. Τους σοφιστές διέκρινε ο σκεπτικισμός, που έφθανε μέχρι την ειρωνεία, για τις απόλυτες αξίες και την γνώση. Στον μεταβατικό αυτό κόσμο των ιδεών εμφανίσθηκε ο Σωκράτης, που προσπάθησε να αποκαταστήσει το κλονισμένο κύρος της φιλοσοφίας και των ηθικών αξιών· ενώ ο Πλάτων, ο προικισμένος μαθητής του, έκανε έργο ζωής του την διάδοση και την διεύρυνση της σωκρατικής διδασκαλίας –που παρέμενε προφορική– και των ηθικών της διδαγμάτων.

Μετά τον θάνατο του Σωκράτη και πολλές περιπετειώδεις περιπλανήσεις, ο Πλάτων επανακάμπτει στην Αθήνα, όπου ιδρύει ένα είδος φιλοσοφικής σχολής, την φημισμένη Ακαδημία. Έγραψε περί τους 30 διαλόγους, που κινούνται γύρω από την μεταφυσική, την ηθική ή την πολιτική. «Η πλατωνική φιλοσοφία», επισημαίνει ένας βαθύς μελετητής της, ο Βασίλης Κάλφας, «μπορεί να ιδωθεί ως προσπάθεια υπεράσπισης ενός νέου τρόπου ζωής: του φιλοσοφικού βίου απέναντι στον βίο που ευαγγελίζονται αφενός οι ποιητές και αφετέρου οι σοφιστές.

Η πολυσυζητημένη εξορία των ποιητών από την πλατωνική πολιτεία δεν είναι τίποτε άλλο από την απόρριψη μιας παιδείας και ενός τρόπου ζωής που στηριζόταν στην μνήμη, την προφορικότητα και το εθιμικό δίκαιο υπέρ μιας νέας παιδείας που στηρίζεται στο έλλογο επιχείρημα, στην γραφή και στον νόμο». Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με τον κορυφαίο σύγχρονο φιλόσοφο Alfred Whitehead, όλη η μεταγενέστερη δυτική φιλοσοφία μπορεί να αναγνωσθεί σαν απλές υποσημειώσεις στον Πλάτωνα. Παρά την φαινομενική του υπερβολή, το σχόλιο αυτό απηχεί το ιστορικό βάρος αλλά και την αντοχή στον χρόνο του πλατωνικού έργου.

Ο Πλάτων δεν ενεργεί σαν αυθεντία: παρακινεί, αντίθετα, στην αναζήτηση της αλήθειας, θέτει αλλεπάλληλα ερωτήματα και προσπαθεί να κλονίσει προϋπάρχουσες βεβαιότητες. Έτσι, επιλέγει ως κεντρικό πρόσωπο των διαλόγων του τον Σωκράτη, όχι απλώς ως αναφορά στον δάσκαλό του, αλλά για να αποκαλύψει με την «μαιευτική μέθοδο» την πλάνη των αισθήσεων και των φαινομένων. Με απαράμιλλο τρόπο, στο έργο του αναδύεται η διαλεκτική πορεία προς τις αιώνιες, αρχετυπικές ιδέες του αγαθού, του κάλλους, της αλήθειας, που μόνον ατελείς απομιμήσεις τους απαντούν στον καθημερινό κόσμο.

Όσον αφορά όμως το φως και την λειτουργία της οράσεως, λίγα έχει να προσθέσει το έργο αυτό σε όσα ο Εμπεδοκλής και οι ατομιστές φιλόσοφοι επρέσβευαν. Αποτελεί, ωστόσο, μια σύνθεση πληρέστερη· και θεωρεί ότι το φως που ξεκινά από το μάτι έχει έναν ρόλο ίσης σπουδαιότητας με το φως του Ήλιου. Σύμφωνα λοιπόν με τον Πλάτωνα, ένα απαλό φως που οφείλεται στην εσώτερη φλόγα του ματιού συνενώνεται με το φως της ημέρας, και σχηματίζει έτσι μια ομοιογενή φωτεινή ουσία. Η ουσία αυτή αποτελεί την γέφυρα που επιτρέπει στις εικόνες του εξωτερικού κόσμου να φθάσουν στην ψυχή. Υπάρχει, επομένως, μια βαθύτερη αρμονία ανάμεσα στην λειτουργία του ματιού και στον Ήλιο. Η ίδια ιδέα ανακλάται, πολλούς αιώνες αργότερα, στους στίχους του Γκαίτε:

«Εάν το μάτι δεν ήταν όπως ο Ήλιος πώς θα μπορούσαμε να βλέπομε το φως; Εάν η δύναμη του Θεού και η δική μας δεν ήταν ένα, πώς θα μπορούσε το έργο του να γοητεύει τη ματιά μας;»

Όσα πάντως σχετίζονται με τις αισθήσεις απαντούν σε έναν από τους ύστερους διαλόγους του Πλάτωνα, τον Τίμαιο. Εκεί ο φιλόσοφος πραγματεύεται με ποιητική γλώσσα την δημιουργία του κόσμου, και περιγράφει τις θεμελιώδεις δομές του. Τονίζει χαρακτηριστικά: «Το πρώτο όργανο που έπλασαν οι θεοί ήταν τα μάτια που μας φέρνουν το φως… Επέτρεψαν στην ανόθευτη φωτιά, που βρίσκεται μέσα μας και είναι αδελφή της άλλης, να ρέει διαμέσου των ματιών, λεία και πυκνή…»

Όταν λοιπόν υπάρχει ολόγυρα φως της ημέρας, τότε το ρεύμα της όρασής μας βγαίνει από τα μάτια και, καθώς το όμοιο έλκεται από το όμοιο, συνενώνεται με το έξω φως· δημιουργείται έτσι ένα ομοιογενές σώμα, οικείο σε μας, στην ευθεία των ματιών, οπουδήποτε και αν βρίσκεται το εξωτερικό αντικείμενο στο οποίο προσκρούει το ρεύμα αυτό.

Εξαιτίας της ομοιογένειας, το προϊόν της συνένωσης αυτής αποκτά παντού ίδιες ποιότητες, είτε προέρχεται από την πρόσκρουση του ίδιου του ρεύματος σε ένα αντικείμενο είτε από την πρόσκρουση ενός αντικειμένου στο ρεύμα, και μεταφέρει τις κινήσεις που προκαλούνται κατά την πρόσκρουση όλου του σώματος στην ψυχή, με αποτέλεσμα την γέννηση της αίσθησης που ονομάζουμε όραση».

Όπως φαίνεται και από άλλα αποσπάσματα του πλατωνικού έργου, ο φιλόσοφος θεωρεί ότι ένας μηχανισμός απορροών υποστηρίζει την λειτουργία των αισθήσεων. Τα αισθητήρια όργανα διαθέτουν μικροσκοπικούς πόρους και, καθώς τα σωματίδια του ήχου ή του χρώματος έχουν διαφορετικό σχήμα και μέγεθος, διεισδύουν ανάλογα με το αν το όργανο είναι σχεδιασμένο για την όραση ή την ακοή.

Ο μηχανισμός της οράσεως είναι, συνεπώς, πολύπλοκος. Χρειάζεται να συνδέσει τα σωματίδια αυτά με την φλόγα που εκπηγάζει από το μάτι, αποκρυπτογραφεί τα μηνύματα του χρώματος και του σχήματος, και μεταφέρει τις πληροφορίες στην ψυχή. Είναι λοιπόν συχνά σε θέση να δημιουργήσει, κατά τον Πλάτωνα, αυταπάτες ή πλάνες. Μια παρόμοια πλάνη είναι το ουράνιο τόξο: στην πραγματικότητα δεν υπάρχει, όπως δεν υπάρχουν και οι παράδοξες εικόνες των αντικειμένων σε έναν κυρτό καθρέφτη. Μόνον ο αιώνιος, αμετάβλητος κόσμος των ιδεών, που ως μάτι έχει την ψυχή και τον Θεό ως πηγή φωτός, αποτελεί την αδιαμφισβήτητη βάση της αλήθειας.

Ας σημειωθεί ότι ο πλατωνικός θεός είναι μια καλλιτεχνική φύση, που σμιλεύει τον υπαρκτό κόσμο με βάση ένα ιδεατό πρότυπο· και την τελειότητα του προτύπου προσπαθεί να προσεγγίσει με κόπο. Eντυπωσιακή είναι άλλωστε η θέση που επιφυλάσσει ο πλατωνικός διάλογος στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος είναι, κατά κάποιον τρόπο, μια μικρογραφία του Σύμπαντος. Aν ρυθμίσει, συνεπώς, την στάση του με βάση την αρμονία που διέπει το Σύμπαν, η δράση του θα είναι έλλογη και ηθική. Στο πλαίσιο αυτό, είναι χαρακτηριστική η αποστολή της οράσεως, η οποία δεν εξαντλείται στις τετριμμένες ανάγκες της καθημερινότητας:

«Ας πούμε απλώς και μόνον ότι η όραση είναι η αιτία του μέγιστου αγαθού: ο Θεός την ανακάλυψε και μας την δώρισε, για να μπορούμε να παρατηρούμε στον ουρανό τις αδιατάρακτες κυκλικές κινήσεις του νου και να τις προσαρμόζουμε στις συγγενικές αλλά ταραγμένες περιφορές της δικής μας διάνοιας. Η εξοικείωση με τις ουράνιες κινήσεις μας επιτρέπει να κατανοούμε την σύμφυτη ορθότητα των μαθηματικών τους σχέσεων, οπότε μπορούμε να διορθώνουμε την πλάνη των εσωτερικών μας κινήσεων μιμούμενοι τις απλανείς θεϊκές τροχιές».

Η θεωρία των αισθήσεων του Πλάτωνα αποτελεί απειροελάχιστο μόνον ψήγμα του φιλοσοφικού του έργου. Η σχετικά εκτεταμένη αναφορά σε αυτήν, πέραν του ειδικού βάρους που φέρει ο φιλόσοφος, έχει και μια άλλη αιτία. Μέχρι τον 11ο μ.Χ. αιώνα, ο Τίμαιος ήταν ο μόνος μεταφρασμένος στα λατινικά διάλογος του Πλάτωνα, και είχε τεράστια απήχηση στον χριστιανικό και αργότερα στον μουσουλμανικό κόσμο. Ανάμεσα σε άλλα, συνετέλεσε έτσι στην διάδοση των προσωκρατικών ιδεών. Η δημιουργία του κόσμου από μια αγαθοεργό θεότητα ήταν, άλλωστε, σύμφωνη με τα χριστιανικά δόγματα. Δεν είναι λοιπόν τυχαία η ισχυρή επίδραση που ασκεί το πλατωνικό έργο στην χριστιανική σκέψη. Είναι χαρακτηριστικό ότι, οκτώ αιώνες αργότερα, ο άγιος Αυγουστίνος, στο Περί Γενέσεως σύγγραμμά του, επαναλαμβάνει όσα ο Πλάτων πρεσβεύει για την λειτουργία της οράσεως. Και καταλήγει:

«Πάντως, το φως που υπάρχει στο μάτι, σύμφωνα με όσα λένε οι αυθεντίες, είναι τόσο ασθενικό, που χωρίς την βοήθεια του εξωτερικού φωτός δεν θα βλέπαμε».

Ας σημειωθεί ότι όσα εγνώριζε ο τέταρτος π.Χ. αιώνας γύρω από την ιατρική και την αστρονομία, την ψυχολογία και τις φυσικές επιστήμες, συνοψίζονται με ενάργεια στον πλατωνικό Τίμαιο.

Σήμερα, που η επιστημονική γνώση εμφανίζεται εν πολλοίς στείρα και εξειδικευμένη, ο πλατωνικός διάλογος εξακολουθεί να διδάσκει την ανάγκη της ενοποιητικής ματιάς και της συνολικής θεώρησης του κόσμου.

Η Αντίληψη του Ερωτικού Πόθου

Όποιος κι εάν είναι ο χαρακτήρας της ερωτικής μας συνάντησης (έντονη, ιστορική, πραγματική), πραγματοποιείται πρώτα στη σφαίρα του φαντασιακού μας.

Το μυαλό μας, τείνει να μας ταυτίζει με τις προσδοκίες του άλλου, ενώ ταυτόχρονα αντιλαμβανόμαστε το άλλο πρόσωπο, ως απάντηση στις δικές μας.

Υπάρχει, δηλαδή, μία αμφίδρομη σχέση, φαντασιακής προβολικής ταύτισης, όπου τα άτομα φέρνουν τις προσδοκίες τους και τη διάθεση να ταυτιστούν με τις προσδοκίες του άλλου.

Το πρόσωπο του πάθους μας, τροφοδοτεί τη φαντασία και τις προσδοκίες μας, τόσο έντονα που εάν αποδειχθεί το αντίθετο, τότε αισθανόμαστε ότι ξαφνικά βρισκόμαστε μπροστά σε κάποιο άγνωστο ή ανεπιθύμητο πρόσωπο.

Τελικά, αυτό που επιθυμούμε ή/και ερωτευόμαστε δεν είναι το πρόσωπο, αλλά η εικόνα που προβάλλουμε πάνω σε αυτό, στη βάση των δικών μας προσωπικών βιωμάτων και εν συνεχεία προσδοκιών.

Ο έρωτας δείχνει να είναι μία έντονη συγκέντρωση της προσοχής μας πάνω σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Όλος μας ο κόσμος γίνεται το πρόσωπο αυτό κι η πραγματικότητα μας, τείνει σταδιακά να αντικατασταθεί στη συνείδηση μας από το πρόσωπο αυτό: το πεδίο της όρασης και της προσοχής έλκονται συνεχώς από το ερωτικό μας υποκείμενο.

Κάθε μας προσπάθεια να μετατοπίσουμε την προσοχή μας σε κάτι άλλο, αποβαίνει μοιραία. Τα όρια της συνείδησης μας συρρικνώνονται σε μεγάλο βαθμό, που έχουμε «μάτια» μόνον για το υποκείμενο του πόθου μας.

Η επιτυχία/ευτυχία της σχέσης μας, λέει η Melani Klein1, εξαρτάται από τον βαθμό σύγκλισης των ασυνειδήτων των δύο συντρόφων. Μας αναφέρει πως, τα αισθήματα που τρέφει ένας άντρας για μία γυναίκα έχουν πάντοτε τις ρίζες τους στην πρωταρχική του σχέση με τη μητέρα του ή με το πρώτο άτομο το οποίο τον φρόντιζε.

Επειδή η πρωταρχική σχέση με τη μητέρα, στην ενήλικη ζωή, δεν είναι συνειδητή, εκδηλώνεται με διάφορους ασυνείδητους τρόπους.

Ως εκ τούτου, τα κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ του πρωτεύοντος υποκειμένου και της ερωτικής συντρόφου, μπορούν να έχουν κοινά εξωτερικά χαρακτηριστικά, έως τη χροιά της φωνής ή κάποιο χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς της.

Ακόμα κι όταν ένας άνδρας επιλέξει μία γυναίκα, της οποίας τα χαρακτηριστικά είναι εκ διαμέτρου αντίθετα με εκείνα της μητέρας του, συμπεραίνουμε ότι η σχέση μεταξύ γιού και μητέρας, τα πρώτα χρόνια της ζωής του, είναι πιεστικά στενή.

Σε τέτοιες περιπτώσεις, συχνά παρατηρείται μία εξαδέλφη ή φίλη, να λάβει τη θέση του πρωτεύοντος υποκειμένου στην ερωτική φαντασία του αγοριού.

Σε γενικές γραμμές, ο άνδρας ψάχνει στις ενήλικες ερωτικές του σχέσεις να ξαναβρεί τις εντυπώσεις και φαντασίες που είχε για το πρωτεύον υποκείμενο.

Στις γυναίκες ισχύει ο ίδιος κανόνας, με μόνη διαφορά ότι, ενώ το πρωτεύον υποκείμενο είναι πάντοτε το ίδιο, δηλαδή η μητέρα, στην πορεία το κορίτσι στρέφει την αγάπη της προς τον πατέρα της.

Σύμφωνα με τον Jacques Lacan 2, η αφετηρία του οιδιπόδειου συμπλέγματος συμπίπτει με τη σημαντικότερη διαδικασία ωρίμανσης για την ψυχική εξέλιξη του προσώπου, καθώς αποτελεί την διαδικασία μέσα από την οποία συγκροτείται το «εγώ»: «στην αρχή της ζωής του, το παιδί είναι πλήρως εξαρτημένο από την μητέρα του και δεν είναι σε θέση να αναγνωρίσει την εικόνα του στον καθρέφτη. Το «εγώ» του δεν έχει δημιουργηθεί ακόμα.» Κατά τη διάρκεια του δεύτερου έτους της ζωής του, το παιδί σιγά- σιγά θα αρχίσει να ξεχωρίζει την εικόνα του και να ταυτίζεται με αυτήν.

Αυτή είναι η πρωταρχική ταύτιση. Έως τότε, η μητέρα του είναι απολύτως απαραίτητη, ώστε να το ανακουφίζει και να το ενθαρρύνει στην ψυχική του ανάπτυξη.

Ως ενήλικες, λοιπόν, αισθανόμαστε απερίγραπτη έλξη και τάση συγχώνευσης με κάποιο άλλο πρόσωπο, ως βίωμα ερωτικού πάθους. Η σχέση που θα δημιουργηθεί, τείνει να κατεδαφίζει τους υφιστάμενους φραγμούς μεταξύ των συντρόφων, ξένων έως την ώρα της ερωτικής συγχώνευσης.

Όταν όλοι οι φραγμοί μεταξύ των δύο ερωτικών συντρόφων κατεδαφιστούν, τότε μάλλον αναδύεται κάθε πιθανή δυνατότητα για την επίτευξη μίας μοναδικής εγγύτητας με τον ερωτικό μας σύντροφο.

Είναι αυτή που παίζει τον πρωταρχικό ρόλο στον ψυχισμό μας, είναι ο έντονος συναισθηματικός φόρτος που μας ωθεί σε πρωτόγνωρα βιώματα με έντονο πάθος, που συνήθως δεν μπορούμε να διαχειριστούμε. Αυτός ο συναισθηματικός φόρτος, έχει συνήθως αυτή την σεξουαλική ενόρμηση που μας μετουσιώνει και μας φέρνει σε αυτήν την μοναδική κοινωνία με το αντικείμενο του πόθου μας.
---------------------
1 Η Melani Klein (1882-1960) έδωσε το δικό της στίγμα στη φροϋδική ψυχανάλυση κι εστίασε κυρίως στις πρώιμες βαθμίδες ανάπτυξης της λίμπιντο (στοματική, πρωκτική, φαλλική/γενετήσια).

2 Jacques Lacan (1901-1981). Γάλλος ψυχίατρος και ψυχαναλυτής. Οι ιδέες του επηρέασαν βαθιά την επιστήμη της ψυχολογίας.

Αγάπη: Ο κάθε άνθρωπος έχει μοναδικές περιστάσεις, ανάγκες και προσδοκίες

Αν λάβουμε υπόψη μας ότι ο κάθε άνθρωπος αντιδρά και αγαπά με διαφορετικό τρόπο, ίσως, δεν θα πρέπει να έχουμε μια αυστηρά συγκεκριμένη ιδέα για το πως πρέπει να είναι οι σχέσεις στην έναρξη και την πορεία τους.

Ο κάθε άνθρωπος έχει μοναδικές περιστάσεις, ανάγκες και προσδοκίες.

Οι σχέσεις θέλουν δουλειά, συνεργασία και αυτογνωσία. Αυτό συμβαίνει γιατί πρώτα περνούν από τις Συμπληγάδες της Λογικής και επιπλέον κάνουν συνεχείς στάσεις στο «παρελθοντικό αποθηκευτικό» του κάθε ανθρώπου. Εκεί που βρίσκονται όλες οι προηγούμενες εμπειρίες, οι φόβοι, τα απωθημένα, οι απορρίψεις.

Παρόλα αυτά κάποια σημάδια σου δείχνουν ξεκάθαρα για το αν αξίζει να συνεχίζεις να χτυπάς σε μια πόρτα που δεν θα ανοίξει ποτέ για σένα. Είναι η βάση και τα απολύτως αυτονόητα για να πας παρακάτω.

Κάποιος που ενδιαφέρεται να σε γνωρίσει και θέλει να είσαι στην ζωή του, θα βρει πάντα χρόνο, τρόπο και διάθεση να το κάνει. Οι μικρές θυσίες αξίζουν τον κόπο. Δεν είσαι ποτέ αγγαρεία για τον άλλον αλλά ευχαρίστηση. Δεν υπάρχει μυστικοπάθεια και ασυνέπεια. Αν αντιθέτως αποφεύγει και ακυρώνει συνεχώς τις συναντήσεις σας, αγνοεί τις κλήσεις σου, εξαφανίζεται για μέρες και αδιαφορεί για ό,τι συμβαίνει και στην δική σου ζωή- μάλλον είναι κάπου άλλου ή απλά δεν θέλει να είναι εκεί που είσαι εσύ. Ακόμη και αν δεν έχει πάντα την ευγενή καλοσύνη να το παραδεχτεί ανοιχτά.

Η έλλειψη ενδιαφέροντος, οι περίεργες και άσχημες συμπεριφορές δεν έχουν να κάνουν πάντα με την αξία και τη συμπεριφορά σου. Με το αν σε θέλει ή του/ της αρέσεις διότι κάτι τέτοιο μπορεί και να ισχύει. Οι σχέσεις όμως δεν κτίζονται σε «τουριστικό ενδιαφέρον». Διαφοροποιούνται από το φλερτ, τις γνωριμίες μιας νύχτας και τις κοινωνικές επαφές.

Ας μη ξεχνάμε ότι θα υπάρχει πάντα μια κατηγορία ανθρώπων που ανεξάρτητα από ποιον θα γνωρίσουν, δεν ξέρουν, δεν θέλουν ή δεν μπορούν να είναι με κάποιον άλλον σε μια υγιή αμφίδρομη σχέση.

Όταν γνωρίσουν κάποιον που εκφράζει με ειλικρίνεια τα συναισθήματα του και κινείται λίγο πιο βαθιά από την επιφάνεια, οπισθοχωρούν πανικόβλητοι. Αυτό συμβαίνει γιατί έχουν συνηθίσει να κυνηγούν άπιαστες καταστάσεις, να τους φέρονται άσχημα ή να είναι σε σχέσεις χωρίς καμία συναισθηματική εμπλοκή, με άτομα απόμακρα και εγωκεντρικά. Στην ουσία έχουν συνηθίσει να είναι μόνοι με τους φόβους τους.

Αξίζει να διεκδικούμε και να προσπαθούμε όταν θέλουμε κάποιον τόσο πολύ; Αξίζει να συνεχίζουμε να δεχόμαστε τους κραδασμούς και τα χτυπήματα για μια σχέση που θεωρούμε σημαντική; Ο καθένας μπορεί να επιλέξει ό,τι πιστεύει ότι του αξίζει, αρκεί να μην τρέφει ψευδαισθήσεις.

Αρκεί να μην μπερδεύει τον εγωισμό με την αυτοεκτίμηση. Το αληθινό πάθος και την αγάπη με την εμμονή και την φαντασίωση. Τις προκλήσεις και τρικυμίες μιας ισότιμης σχέσης με το τοξικό μοτίβο ενός αταίριαστου έρωτα, ενός έρωτα χωρίς ανταπόκριση.

Να θυμάστε ότι ένας μεγάλος έρωτας μπορεί να περάσει από 40 κύματα. Μπορεί να είναι αντισυμβατικός. Μπορεί να μην κρατήσει για πάντα. Είναι όμως, πάντα αμοιβαίος. Και αυτή είναι η ανεξίτηλη ομορφιά του.

Προστάτευε με στοργή, και με θυσίες, το σώμα σου

Μερικοί πολύ χρήσιμοι για τη ζωή, πρακτικοί κανόνες πού χρέος άλλα και συμφέρον έχει ο φρόνιμος άνθρωπος να τους προσέξει. Θα τους διατυπώσω αφού προτάξω ένα μικρό προοίμιο που αν δίνει την εντύπωση παραδοξολογίας, τούτο οφείλεται μόνο στη διατύπωση και όχι στο νόημά του.

Το σώμα μας έφτιαξε. Τα χέρια έκαναν το νου μας να ξυπνήσει και τη σκέψη μας να οργανωθεί. Αν τώρα ο νους προστάζει και τα χέρια εκτελούν, στην αρχή δεν ήταν έτσι τα πράγματα τα χέρια πρόσταζαν και ο νους εκτελούσε. Αυτά γύμνασαν, οδήγησαν, φώτισαν τη σκέψη μας. Αυτά μας δίδαξαν τις πρώτες μεθόδους: πως να συγκρατούμε, να χωρίζομε και να ενώνομε, δηλαδή να παρατηρούμε, να κρίνομε και να συλλογιζόμαστε.

Και τα πόδια μας εκκίνησαν, μας έβγαλαν από την κατάσταση του φυτού. Μας μετατόπισαν στο χώρο και μας απελευθέρωσαν από τις «ρίζες». Κ’ έτσι μας έδωσαν την πρώτη αίσθηση της ελευθερίας.

Και το κεφάλι; Αυτό μας εσήκωσε ψηλά. Το σήκωμα προς τα απάνω, η όρθωση, έκανε τον άνθρωπο. Από την ώρα που ο μακρινός πρόγονος κατόρθωσε να σηκωθεί και να σταθεί στα δύο του πόδια με το κεφάλι ψηλά, είδε τον ουρανό και μέσα του ένιωσε την πρώτη του αγωνία. Αν τα χέρια μας εδίδαξαν πώς να σκεπτόμαστε, αν τα πόδια μας ελευθέρωσαν, το κεφάλι μας έδωσε τη μεταφυσικήν ανησυχία και ανάταση.

«Σέβον η το σώμα σου, τίμα το σώμα σου» θα είναι η πρώτη παραίνεση.

Αν το σώμα μας είμαστε εμείς, και όχι ένας άλλος που τον έχομε φορτωθεί όπως ο σαλίγκαρος το καυκί του, αν εδώ δεν υπάρχουν δύο: το όχημα και ο ηνίοχος, άλλα το ίδιο το όχημα είναι ο ηνίοχος ο και ο ίδιος ηνίοχος είναι το όχημα, τότε όποιος σέβεται και τιμά το σώμα του σέβεται και τιμά τον εαυτό του, και όποιος δεν σέβεται ούτε τιμά το σώμα του δεν σέβεται ούτε τιμά τον εαυτό του.

Σ’ αυτή την αλήθεια απάνω μπορεί να οικοδομήσει κανείς όχι μόνο μιαν υγιεινή αλλά και μιαν Ηθική. Διδάξετε τους νέους να σέβονται το σώμα τους και θα γίνουν ευπρεπείς δεν θα επιτρέψουν στην οκνηρία και στην ακρασία να ασχημύνει το κορμί τους. Διδάξετε τους να τιμούν το σώμα τους και θα γίνουν εγκρατείς δεν θα παραδίνονται στις βάναυσες ηδονές ή στις χρείες των άλλων. Γιατί και στην πρώτη και στη δεύτερη περίπτωση το σώμα εξευτελίζεται, γίνεται όργανο ταπεινό και ντροπιάζεται.

…Θα συμβούλευα στον φρόνιμο όχι την κομψότητα άλλα τη χάρη .Η χάρη επιβάλλεται με τη φυσικότητα και την ειλικρίνεια, την άνεση που τη χαρακτηρίζει. Χαριτωμένος αξίζει να ονομάζεται εκείνος πού παρουσιάζει στο ντύσιμο, στις κινήσεις, στους τρόπους του μια τελειότητα με μεγάλην άνεση. Ακριβώς επειδή ή τελειότητα αυτή είναι τόσο άνετη, δίνει στους άλλους την εντύπωση της ευκολίας, έως ότου δοκιμάσουν και εκείνοι να τη μιμηθούν, οπότε καταλαβαίνουν πόσο δύσκολη είναι, γιατί όταν τού λείπει το τάλαντο (και εδώ το χάρισμα είναι απαραίτητο), με την προσπάθεια που κάνει κανείς για να τη φτάσει, τη χάνει. Αν έχει έναν εχθρό η χάρη, αυτός είναι η προσπάθεια.

«Η μηχανή με την εισβολή της στη ζωή σου θα παραμορφώσει, θα φθείρει το σώμα σου· μην παραδίνεσαι στους πειρασμούς της».

Η εκπληκτική πρόοδος της τεχνολογίας στους χρόνους μας έχει επιβάλει την τυραννία τού εργαλείου. Τα πρώτα εργαλεία πού κατασκεύασε ο άνθρωπος, για να αλλάξει το φυσικό περιβάλλον και να το προσαρμόσει στις ανάγκες του, ήταν προεκτάσεις και συμπληρώσεις των αισθητήριων οργάνων και των άκρων του, των χεριών και των ποδιών του. Έπρεπε να καλύψει αποστάσεις, να κάμψει αντιστάσεις, να επιτύχει δυσανάλογα προς τις φυσικές δυνάμεις του αποτελέσματα, να ασφαλιστεί από την πείνα, το ψύχος, το σκοτάδι, την αρρώστια, τους εχθρούς —και για τούτο επινόησε ολοένα πιο περίπλοκες, πιο σίγουρες, πιο αποδοτικές μηχανές.

Αλλά οι υπηρέτες αυτοί, με τον καιρό, απομακρύνθηκαν από τα ανθρώπινα σχήματα, ξεπέρασαν και τις άμεσες ανθρώπινες χρείες, και αντί να υπακούουν στη θέληση μας, πάνε να επιβάλουν το δικό τους νόμο στον τράχηλό μας. Το σώμα μας φθείρεται πρόωρα από τα προϊόντα τους(τις τροφές και τα ποτά πού παρασκευάζουν), τα όργανά μας ατροφούν, τα άκρα μας αχρηστεύονται από τις “ευκολίες” που προσφέρουν (στην πληροφοριοδότηση, στη μετακίνηση, στους λογαριασμούς μας).

Κάτω από την τυραννία τους ο άνθρωπος, αν δεν εξολοθρευτεί, κινδυνεύει να πάθει σωματικές αναπηρίες και αλλοιώσεις σε κλίμακα πού δεν εγνώρισε ως τώρα η ιστορία τού είδους, με αναπόφευκτη συνέπεια να στερηθεί, μαζί με τη χαρά της ζωής, και αυτήν ακόμη την προσωπικότητά του.

Πως να αντιδράσομε στον κίνδυνο; Μη μπαίνοντας απερίσκεπτα (σαν τα άμυαλα παιδιά) στον ζυγό της μηχανής μη αναγνωρίζοντας σ αυτήν το δικαίωμα να μας υποδουλώσει. Τα εργαλεία έγιναν για να καλυτερεύουν τη ζωή, να ελευθερώνουν τον άνθρωπο από τις ανάγκες πού τον πιέζουν όταν δεν τους δίνομε τη θέση που τους ταιριάζει, παρά τους επιτρέπομαι, χάρη στις ανέσεις πού μας προσφέρουν, να μας θυσιάζουν, έχομε ηττηθεί —όχι απ’ αυτά άλλα από την απερισκεψία μας.

Θα ήταν μωρός εκείνος που θα αποφάσιζε να συστήσει την επάνοδο στη δήθεν παραδεισιακήν απλότητα των πρωτογενών κοινωνιών (ακόμη κι αν ήταν τούτο κατορθωτό, που δεν είναι) το τίμημα στην πρόοδο άξιζε να πληρωθεί, και το πληρώσαμε. Δεν συμβουλεύω λοιπόν αυτό, άλλα τούτο μόνο: με τον τρόπο που θα οργανώσομε τη ζωή μας: το επάγγελμα, την εκπαίδευση, την ψυχαγωγία μας, τα όργανα της ελευθερίας να μη γίνουν όπλα καταδούλωσης.

Πολλές φορές η επιτυχία δεν εξαρτάται από μας, άλλοτε πάλι υπερβαίνει τις δυνάμεις μας. Ο καθένας όμως είναι υπεύθυνος για τις καταστάσεις που μπορεί να ελέγξει, και επειδή ελέγχομαι, ευτυχώς, πολλές ακόμη, η ολιγωρία θα μας καταλογιστεί. Γιατί, όπως εξηγήσαμε, δεν γίνεται να παραδοθεί το «σώμα» χωρίς να προδοθεί η ψυχή, ή να παραδοθεί ή «ψυχή» χωρίς να προδοθεί το «σώμα».

«Προστάτευε με στοργή, και με θυσίες, το σώμα σου (προλαβαίνοντας, όσο είναι δυνατόν, και στην ανάγκη επανορθώνοντας τη φθορά του) άλλα γνώριζε ότι η υγεία δεν είναι πάντοτε αγαθό, γίνεται αγαθό και ή αρρώστια δεν είναι πάντοτε κακό γίνεται κακό».

Η υγεία γίνεται αγαθό μόνο για κείνον πού μπορεί να τη χαρεί και να την αξιοποιήσει και η αρρώστια γίνεται κακό μόνο για κείνον που κρύβεται πίσω της για ν αποφύγει ευθύνες, ή βιάζεται να τη θεωρήσει οριστική καταστροφή και παραιτείται από τη σωτηρία. Ν’ αγρυπνούμε για να διατηρεί το σώμα μας την ακμή και την ισορροπία του όχι και να τρέμομε για την υγεία μας, τόσο που η περιφρούρησή της να γίνει η αποκλειστική έγνοια της ζωής μας μια τόσο υπερβολική προσήλωση είναι ήδη αρρώστια, ή τουλάχιστον η αρχή της αρρώστιας.

Ο υγιής δεν έχει λόγο να απασχολείται διαρκώς με την κατάσταση του σώματός του, ούτε βρίσκεται πάντοτε σε συναγερμό, για να προφτάσει τάχα το ατύχημα που πρόκειται να του συμβεί μοιάζει με τον καπετάνιο που δεν έχει κολλήσει στο τιμόνι, άλλα τριγυρνά στό πλοίο ξένοιαστος, γιατί ξέρει ότι κάθε άντρας του πληρώματος, από το ναυτόπαιδο έως τον υποπλοίαρχο, βρίσκεται στη θέση του και κάνει τη δουλειά του· θα τον φωνάξουν όταν χρειαστεί, και τότε θα τρέξει να προλάβει το κακό.

Δεν μας λείπει μόνο η αγωγή της υγείας, μας λείπει και η αγωγή της αρρώστιας. Με την πρώτη εισβολή τού εχθρού μας πιάνει πανικός, και έτσι οι ίδιοι ετοιμάζομαι τον όλεθρό μας· ή αρχίζαμε να βρίσκομε την ήττα μας συμφέρουσα, και την προεξοφλούμε για να μη χάσομε τίποτα από τα πιθανά κέρδη της. Του φρόνιμου ανθρώπου η στάση είναι και στην περίπτωση αυτή εντελώς διαφορετική. Όχι μόνο συμφιλιώνεται με την κακή κατάσταση της υγείας του (εάν παρ’ όλες τις προσπάθειές του δεν διορθώνεται παρά επιμένει, ή και χειροτερεύει), όχι μόνο υποφέρει μ’ εγκαρτέρηση και αξιοπρέπεια τα δεινά της αρρώστιας του, άλλα γίνεται ικανός και να επωφεληθεί από την αναπηρία του ωφελείται ο ίδιος απ’ αυτήν με τον αγώνα ν’ αποκτήσει ένα αγαθό πολυτιμότερο από την υγεία, ωφελεί και τους άλλους με την πιο εντατική χρησιμοποίηση των δυνάμεων πού ακόμα διαθέτει.

Όπως ή καλή υγεία μπορεί τούς απερίσκεπτους να τούς ζημιώσει γινόμενη εμπόδιο στην ανάπτυξη των προσόντων τους, επειδή τους ενθαρρύνει να σπαταλούν αλόγιστα τα φυσικά τους κεφάλαια, έτσι και η αρρώστια μπορεί, σε όσους ξέρουν να συντάξουν με γενναιοφροσύνη τη ζωή τους μεθοδεύοντας τις σωματικές τους αδυναμίες με υπομονή και προνοητικότητα, να γίνει όχι τροχοπέδη άλλα συνεργάτης.

Εμπόδισε τον van Gogh η σχιζοφρένεια, τον Ντοστογιέφσκι η επιληψία, τον Beethoven η βαρηκοΐα, τον Spinosa η φυματίωση— να προσφέρουν στην παιδεία μας τον πλούτο του πνεύματός τους; Δεν μεγαλούργησαν από την αρρώστια τους (όπως κακώς υποθέτουν εκείνοι που θεωρούν τη μεγαλοφυΐα αδελφή της αρρώστιας)· μεγαλούργησαν παρά την αρρώστια τους, συντροφεμένοι από την αρρώστια τους.

Δεν είναι λοιπόν (πάντοτε και με οποιουσδήποτε όρους) αγαθό η υγεία, ούτε είναι (πάντοτε και με οποιουσδήποτε όρους) κακό η αρρώστια. Γίνεται και η μία και η άλλη το ένα ή το άλλο κατά τον τρόπο και από τον τρόπο πού τις αντιμετωπίζει ό άνθρωπος στη ζωή του, κατά τον τρόπο και από τον τρόπο πού τις τοποθετεί μέσα στο πρόγραμμα των επιδιώξεων, στον κώδικα των σκοπών του.

Τόσο πιο σίγουρα ιππεύει το δίτροχό του και τόσο πιο γρήγορα τρέχει ο ποδηλάτης, όσο βλέπει πιο μακριά μπροστά του μόλις προσηλώσει το βλέμμα του κοντά και κοιτάξει τα πόδια του, χάνει την ισορροπία και πέφτει. Όταν αναφτερώνει τον νου μας ένα πρόγραμμα μακράς πνοής, έχομε λ.χ. αφιερωθεί στη διακονία μιας υψηλής ιδέας και επιστρατέψει όλες τις δυνάμεις μας για τη νίκη της, η υγεία παίρνει νόημα και άξια, ως μέσον για το σκοπό πού έχομε θέσει —και η αρρώστια, αν μας τύχει ένας τέτοιος κλήρος, περνάει στο δεύτερο επίπεδο. Δεν εξαλείφεται βέβαια· απλώς τη λησμονούμε.

Και κάποτε προχωρούμε πιο πέρα: την ευλογούμε που περιόρισε τις άλλες μας δραστηριότητες και μας επέτρεψε να αφοσιωθούμε σε ότι καλύτερο μπορούμε να προσφέρομε με τις δυνάμεις που μας απομένουν.

Αντίθετα, όταν δεν υπάρχει ο μακρινός στόχος, ή υγεία δεν χρησιμεύει ουσιαστικά σε τίποτα, και ή αρρώστια (όχι η βαριά, άλλα και ένας ασήμαντος ακόμη πονόδοντος) εξελίσσεται κάποτε σε τραγωδία.

«Έδάμασε» λέμε σ’ αυτές τις περιπτώσεις «τη σάρκα μας το πνεύμα» τούτο όμως το σχήμα λόγου είναι απατηλό, με τον δυϊσμό πού παρεισάγει. Καλύτερα να λέμε: η αρρώστια δεν κατάφερε να σπάσει την ενότητα της ψυχής με το σώμα μας, άλλα ίσα – ίσα έκανε πιο συμπαγή, αρμονικότερο—δημιουργικότερο — ευτυχέστερο, τον εαυτό μας την ώρα ακριβώς που διέτρεξε τον μέγιστο κίνδυνο —να διαλυθεί.