Οὐ μόνον δ᾽ αἱ τῆς ψυχῆς κακίαι ἑκούσιοί εἰσιν, ἀλλ᾽ ἐνίοις καὶ αἱ τοῦ σώματος, οἷς καὶ ἐπιτιμῶμεν· τοῖς μὲν γὰρ διὰ φύσιν αἰσχροῖς οὐδεὶς ἐπιτιμᾷ, τοῖς δὲ δι᾽ ἀγυμνασίαν καὶ ἀμέλειαν. ὁμοίως δὲ καὶ περὶ ἀσθένειαν καὶ πήρωσιν· οὐθεὶς γὰρ ἂν ὀνειδίσειε τυφλῷ φύσει ἢ ἐκ νόσου ἢ ἐκ πληγῆς, ἀλλὰ μᾶλλον ἐλεήσαι· τῷ δ᾽ ἐξ οἰνοφλυγίας ἢ ἄλλης ἀκολασίας πᾶς ἂν ἐπιτιμήσαι. τῶν δὴ περὶ τὸ σῶμα κακιῶν αἱ ἐφ᾽ ἡμῖν ἐπιτιμῶνται, αἱ δὲ μὴ ἐφ᾽ ἡμῖν οὔ. εἰ δ᾽ οὕτω, καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων αἱ ἐπιτιμώμεναι τῶν κακιῶν ἐφ᾽ ἡμῖν ἂν εἶεν. εἰ δέ τις λέγοι ὅτι πάντες ἐφίενται τοῦ φαινομένου ἀγαθοῦ, τῆς δὲ φαντασίας οὐ κύριοι, ἀλλ᾽ ὁποῖός
[1114b] ποθ᾽ ἕκαστός ἐστι, τοιοῦτο καὶ τὸ τέλος φαίνεται αὐτῷ· εἰ μὲν οὖν ἕκαστος ἑαυτῷ τῆς ἕξεώς ἐστί πως αἴτιος, καὶ τῆς φαντασίας ἔσται πως αὐτὸς αἴτιος· εἰ δὲ μή, οὐθεὶς αὑτῷ αἴτιος τοῦ κακοποιεῖν, ἀλλὰ δι᾽ ἄγνοιαν τοῦ τέλους ταῦτα πράττει, διὰ τούτων οἰόμενος αὑτῷ τὸ ἄριστον ἔσεσθαι, ἡ δὲ τοῦ τέλους ἔφεσις οὐκ αὐθαίρετος, ἀλλὰ φῦναι δεῖ ὥσπερ ὄψιν ἔχοντα, ᾗ κρινεῖ καλῶς καὶ τὸ κατ᾽ ἀλήθειαν ἀγαθὸν αἱρήσεται, καὶ ἔστιν εὐφυὴς ᾧ τοῦτο καλῶς πέφυκεν· τὸ γὰρ μέγιστον καὶ κάλλιστον, καὶ ὃ παρ᾽ ἑτέρου μὴ οἷόν τε λαβεῖν μηδὲ μαθεῖν, ἀλλ᾽ οἷον ἔφυ τοιοῦτον ἕξει, καὶ τὸ εὖ καὶ τὸ καλῶς τοῦτο πεφυκέναι ἡ τελεία καὶ ἀληθινὴ ἂν εἴη εὐφυΐα. εἰ δὴ ταῦτ᾽ ἐστὶν ἀληθῆ, τί μᾶλλον ἡ ἀρετὴ τῆς κακίας ἔσται ἑκούσιον; ἀμφοῖν γὰρ ὁμοίως, τῷ ἀγαθῷ καὶ τῷ κακῷ, τὸ τέλος φύσει ἢ ὁπωσδήποτε φαίνεται καὶ κεῖται, τὰ δὲ λοιπὰ πρὸς τοῦτο ἀναφέροντες πράττουσιν ὁπωσδήποτε. εἴτε δὴ τὸ τέλος μὴ φύσει ἑκάστῳ φαίνεται οἱονδήποτε, ἀλλά τι καὶ παρ᾽ αὐτόν ἐστιν, εἴτε τὸ μὲν τέλος φυσικόν, τῷ δὲ τὰ λοιπὰ πράττειν ἑκουσίως τὸν σπουδαῖον ἡ ἀρετὴ ἑκούσιόν ἐστιν, οὐθὲν ἧττον καὶ ἡ κακία ἑκούσιον ἂν εἴη· ὁμοίως γὰρ καὶ τῷ κακῷ ὑπάρχει τὸ δι᾽ αὐτὸν ἐν ταῖς πράξεσι καὶ εἰ μὴ ἐν τῷ τέλει. εἰ οὖν, ὥσπερ λέγεται, ἑκούσιοί εἰσιν αἱ ἀρεταί (καὶ γὰρ τῶν ἕξεων συναίτιοί πως αὐτοί ἐσμεν, καὶ τῷ ποιοί τινες εἶναι τὸ τέλος τοιόνδε τιθέμεθα), καὶ αἱ κακίαι ἑκούσιοι ἂν εἶεν· ὁμοίως γάρ.
Κοινῇ μὲν οὖν περὶ τῶν ἀρετῶν εἴρηται ἡμῖν τό τε γένος τύπῳ, ὅτι μεσότητές εἰσιν καὶ ὅτι ἕξεις, ὑφ᾽ ὧν τε γίνονται, ὅτι τούτων πρακτικαὶ καὶ καθ᾽ αὑτάς, καὶ ὅτι ἐφ᾽ ἡμῖν καὶ ἑκούσιοι, καὶ οὕτως ὡς ἂν ὁ ὀρθὸς λόγος προστάξῃ. οὐχ ὁμοίως δὲ αἱ πράξεις ἑκούσιοί εἰσι καὶ αἱ ἕξεις· τῶν μὲν γὰρ πράξεων ἀπ᾽ ἀρχῆς μέχρι τοῦ τέλους κύριοί ἐσμεν, εἰδότες τὰ καθ᾽ ἕκαστα, τῶν ἕξεων δὲ τῆς
[1115a] ἀρχῆς, καθ᾽ ἕκαστα δὲ ἡ πρόσθεσις οὐ γνώριμος, ὥσπερ ἐπὶ τῶν ἀρρωστιῶν· ἀλλ᾽ ὅτι ἐφ᾽ ἡμῖν ἦν οὕτως ἢ μὴ οὕτω χρήσασθαι, διὰ τοῦτο ἑκούσιοι.
Ἀναλαβόντες δὲ περὶ ἑκάστης εἴπωμεν τίνες εἰσὶ καὶ περὶ ποῖα καὶ πῶς· ἅμα δ᾽ ἔσται δῆλον καὶ πόσαι εἰσίν. καὶ πρῶτον περὶ ἀνδρείας.
***
Δεν είναι όμως μόνο οι κακίες της ψυχής εκούσιες· σε μερικούς ανθρώπους εκούσιες είναι και οι ελλείψεις του σώματος· αυτός είναι και ο λόγος που τους επιτιμούμε και τους ψέγουμε: τους ανθρώπους που είναι άσχημοι από τη φύση τους κανείς δεν τους επιτιμά ούτε τους ψέγει, επιτιμούμε όμως και ψέγουμε αυτούς που η ασχήμια τους οφείλεται στην αγυμνασία και στην αφροντισιά και αδιαφορία τους. Το ίδιο και στην περίπτωση της σωματικής αδυναμίας και αναπηρίας: κανείς δεν θα ψέξει έναν άνθρωπο που είναι τυφλός εκ γενετής ή εξαιτίας κάποιας αρρώστιας ή ύστερα από κάποιο χτύπημα· ίσα ίσα θα τον λυπηθεί· αυτόν όμως που το έπαθε μέσα στο μεθύσι του ή από κάποια άλλη ασωτία, θα τον επιτιμήσουν και θα τον ψέξουν οι πάντες. Αυτό θα πει ότι τα σωματικά ελαττώματα που ήταν στη δύναμή μας να τα αποφύγουμε επιτιμώνται και ψέγονται, αυτά όμως που δεν ήταν στη δύναμή μας, όχι. Αν αυτό είναι έτσι, τότε το ίδιο θα ισχύει και στις υπόλοιπες περιπτώσεις: ελαττώματα που επιτιμώνται και ψέγονται θα πει πως είναι εξαρτημένα από τη δική μας δύναμη.
Θα μπορούσε τώρα κανείς να πει ότι όλοι οι άνθρωποι επιθυμούν ως αγαθό αυτό που τους φαίνεται αγαθό, αυτού όμως του «φαίνεται» δεν είναι κύριοι οι ίδιοι, αλλ᾽ ό,τι
[1114b] είναι ο καθένας, τέτοιο του φαίνεται και το
τέλος. Η απάντηση λοιπόν σ᾽ αυτό είναι: Αν ο καθένας είναι κατά κάποιο τρόπο ο αίτιος της
έξης του, τότε ο ίδιος θα είναι, κατά κάποιο τρόπο, ο αίτιος και του ότι το τάδε πράγμα τού φαίνεται αγαθό· αν δεν είναι έτσι, τότε κανένας δεν είναι υπεύθυνος για τις κακές του πράξεις, αλλά όλες τους τις κάνει από άγνοια του
τέλους, θεωρώντας ότι με αυτές θα επιτύχει το ύψιστο αγαθό· η επιδίωξη του
τέλους δεν είναι αποτέλεσμα προσωπικής επιλογής· αντίθετα, πρέπει κανείς να γεννηθεί έχοντας, θα λέγαμε, ένα μάτι που θα τον κάνει ικανό για σωστή κρίση και για την επιλογή του πραγματικού αγαθού· «καλά γεννημένος» είναι αυτός στον οποίο δόθηκε το πράγμα αυτό με καλό τρόπο από τη φύση· γιατί αυτό είναι ό,τι πιο μεγάλο και ό,τι πιο ωραίο, κάτι που δεν είναι δυνατό να το πάρουμε ή να το μάθουμε από κάποιον άλλον, αλλά θα το έχουμε ακριβώς έτσι όπως μας δόθηκε με τη γέννησή μας — και το να μας έχει δοθεί το πράγμα αυτό με καλό και ωραίο τρόπο με τη γέννησή μας είναι, λέω, το τέλειο και αληθινό γνώρισμα του «καλά γεννημένου». Αν λοιπόν όλα αυτά είναι αληθινά, πώς να είναι η αρετή πιο εκούσια από την κακία; Γιατί και για τους δυο, για τον καλό και για τον κακό, το
τέλος φανερώνεται και καθορίζεται με τον ίδιο τρόπο από τη φύση ή με όποιον άλλο τρόπο, και στη συνέχεια οι άνθρωποι κάνουν ό,τι κάνουν ενσχέσει με αυτό ο καθένας με τον τρόπο του.
Είτε λοιπόν το
τέλος δεν φανερώνεται από τη φύση στο κάθε άτομο τέτοιο ή τέτοιο, αλλά συμβάλλει ενμέρει και το ίδιο το άτομο στο να καθορισθεί το τέλος ως τέτοιο ή τέτοιο, είτε το
τέλος είναι μεν δοσμένο από τη φύση, από τη στιγμή όμως που ο ενάρετος άνθρωπος κάνει όλα τα υπόλοιπα με τη θέλησή του η αρετή είναι κάτι το εκούσιο, θα είναι, λέω, εκούσια σε όχι μικρότερο βαθμό και η κακία. Γιατί και στον κακό άνθρωπο υπάρχει με τον ίδιο τρόπο το στοιχείο που ξεκινά από τον ίδιο, σίγουρα στις πράξεις του, αν όχι στην επιλογή τού
τέλους. Αν λοιπόν, όπως λέμε, οι αρετές είναι εκούσιες (δεδομένου ότι είμαστε, κατά κάποιον τρόπο, συναίτιοι οι ίδιοι για τις
έξεις μας, και με το να είμαστε άνθρωποι με αυτές ή εκείνες τις ιδιότητες ορίζουμε στον εαυτό μας τέτοιο ή τέτοιο
τέλος), και οι κακίες είναι, λέω, εκούσιες, αφού και γι᾽ αυτές ισχύει το ίδιο.
Μιλώντας λοιπόν γενικά για τις αρετές περιγράψαμε πρώτα σχηματικά το γένος τους, ότι είναι μεσότητες και ότι είναι
έξεις· είπαμε ύστερα ότι από την ίδια τους τη φύση τείνουν να κάνουν τις πράξεις από τις οποίες γεννήθηκαν· επίσης ότι είναι στη δύναμή μας και είναι εκούσιες· τέλος ότι ενεργούν με τον τρόπο που ορίζει ο ορθός λόγος. Οι πράξεις, πάντως, και οι
έξεις δεν είναι εκούσιες με τον ίδιο τρόπο: των πράξεών μας είμαστε κύριοι από την αρχή ως το τέλος τους, καθώς έχουμε συνείδηση όλων των επιμέρους σταδίων, στην περίπτωση όμως των
έξεων είμαστε κύριοι
[1115a] μόνο της αρχής τους και η βαθμιαία πρόοδος δεν γίνεται αντιληπτή — ακριβώς όπως συμβαίνει στις αρρώστιες· επειδή, εν πάση περιπτώσει, ήταν στη δύναμή μας να χρησιμοποιήσουμε έτσι ή όχι έτσι την αρχή, οι
έξεις είναι εκούσιες.
Ας πάρουμε όμως από την αρχή τις διάφορες αρετές και ας πούμε ποιές είναι, σε τί αναφέρονται και με ποιόν τρόπο· την ίδια στιγμή θα γίνει φανερό και πόσες είναι. Και πρώτα ας μιλήσουμε για την ανδρεία.