Σε αυτά τα προστάγματα της Αγίας γραφής, υπάκουσαν οι καταστροφείς χριστιανοί, για να επιτελέσουν το ελεεινό έργο τους:
- «Τους βωμούς αυτών καθελείτε και τας στήλας αυτών συντρίψετε και τα άλση αυτών εκκόψετε και τα γλυπτά των θεών αυτών κατακαύσετε εν πυρί.» («Έξοδος», λδ΄ 13.)
- «Αλλά ούτω θέλετε κάμει προς αυτούς. Τους βωμούς αυτών θέλετε καταστρέψει, και τα αγάλματα αυτών θέλετε συντρίψει, και τα άλση αυτών θέλετε κατακόψει, και τα αγάλματα αυτών θέλετε καύσει εν πυρί.» («Δευτερονόμιον», ζ΄ 5.)
- «Ξηρά βρωθήσεται υπό πυρός· και καυθήσεται εν τοις δάσεσι του δρυμού, και συγκαταφάγεται τα κύκλω των βουνών πάντα. Δια θυμόν οργής Κυρίου συγκέκαυται η γη όλη, και έσται ο λαός ως κατακεκαυμένος υπό πυρός.» («Ησαΐας», θ΄ 17-18.)
Οι καταστροφές των κατακτητικών εκστρατειών και των πολεμικών συγκρούσεων από Πέρσες, Ρωμαίους, Φράγκους, Οθωμανούς είναι ασήμαντες αν συγκριθούν με τον αφανισμό των καλλιτεχνικών θησαυρών στους πρώτους πέντε χριστιανικούς αιώνες. Πυρ και σίδηρος για τους αρχαίους ναούς και τα αγάλματα, για τα κλασσικά κείμενα και τις βιβλιοθήκες. Ήταν οι χειρότεροι βανδαλισμοί της ιστορίας.Η πολιτική και η εκκλησιαστική εξουσία δεν στάθηκε ικανή να διαχωρίσει τη θρησκευτική πίστη από την πνευματική και καλλιτεχνική δημιουργία. Η απόρριψη της παλαιάς θρησκείας συνακολουθείται από τον διωγμό και τον όλεθρο του αρχαίου πολιτισμού. Με εντολή ή συνέργεια των ηγεμόνων του κράτους και της εκκλησίας, οι νεοπροσήλυτοι χριστιανοί συντρίβουν με σφύρες ή πυρπολούν έργα τέχνης, γκρεμίζουν μνημεία, ρίχνουν στο χυτήριο τα χρυσά και αργυρά καλλιτεχνήματα.
Οι αρχαίοι ναοί, όταν δεν κατεδαφίζονται ή δεν κατερειπώνονται με την αφαίρεση της στέγης, μετατρέπονται σε χριστιανικές εκκλησίες. Αλλά όχι όλες. Όπως είναι γνωστό, ο προορισμός του αρχαίου ελληνικού τεμένους δεν ήταν η συγκέντρωση πιστών στο εσωτερικό αλλά η εκπλήρωση ορισμένων θρησκευτικών τελετουργιών. Περιορισμένος ο χώρος δεν επαρκούσε για μεγάλη σύναξη, για λειτουργίες και κηρύγματα. Σε χριστιανικούς ναούς θα διαμορφωθούν κυρίως οι βασιλικές, τα ορθογώνια ρωμαϊκά αρχιτεκτονήματα με τις εσωτερικές στοές και τα κλίτη.
Η επικράτηση του χριστιανισμού δεν έγινε παντού με ελεύθερο και ειρηνικό ενστερνισμό των νέων θρησκευτικών ιδεών αλλά και με βίαιη παρέμβαση της εξουσίας, με τρομοκρατία και ωμότητες, το ίδιο αποτρόπαιες με τις ρωμαϊκές κακουργίες εναντίον των χριστιανών.
Το πέρασμα από τη μια θρησκεία στην άλλη συνοδευόταν από αναστατώσεις και κρίσεις, κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές, ηθικές με θύματα τα μνημεία ενός περίλαμπρου πολιτισμού. Επιβάλλεται γι’αυτό μια σύντομη επισκόπηση της μεγάλης Αλλαγής που σημειώθηκε στους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες και μια περιγραφή του δραματικού σκηνικού.
Η μελέτη των πηγών οδηγεί στη θλιβερή διαπίστωση ότι οι θησαυροί του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού που είχαν διασωθεί από τη ρωμαϊκή διαρπαγή αντιμετώπισαν το καταστροφικό χριστιανικό μένος σε Ανατολή και Δύση. Οι συμφορές που προκάλεσε το χριστιανικό ιερατείο ξεπερνούσαν συχνά τα δεινά που επέφεραν οι βαρβαρικές επιδρομές. Χωρίς τον καταστροφικό ζήλο της νέας εξουσίας – πολιτικής και εκκλησιαστικής – τα αριστουργήματα της αρχαίας τέχνης θα έλαμπαν ακόμα ακέραια – με τη φθορά που επιφέρουν ο χρόνος και τα φυσικά στοιχεία – και όλα τα έργα των αρχαίων διανοητών θα επιζούσαν, κτήμα της ανθρωπότητας.
Σε αντίθεση με τον αρχαίο ελληνικό κόσμο, που όχι μόνο ανεχόταν τις ξένες λατρείες αλλά υιοθετούσε αλλόφυλες θεότητες – δεν υπήρχε άλλωστε ούτε δογματικό πλαίσιο ούτε εξουσία του ιερατείου – οι χριστιανοί αρχηγοί και ιεραπόστολοι επέδειξαν πνεύμα φανατισμού και αδιαλλαξίας που οδηγούσε συχνά σε εξόντωση των αντιφρονούντων και εξαφάνιση των θρησκευτικών τους συμβόλων.
Ακολουθούσαν την εβραϊκή παράδοση της ιδεολογικής μονοκρατορίας. Ο προφήτης Ηλίας, με θεϊκή εντολή, θανατώνει τους ιερείς του Βάαλ, θεού των Φοινίκων και των Χαναναίων. «Και είπεν Ηλιου προς τον λαόν* συλλάβετε τους προφήτας του Βάαλ, μηδείς σωθήτω εξ αυτών* και συνέλαβον αυτούς, και κατάγει αυτούς Ηλιου εις τον χεί-μαρρον Κισσών και έσφαξεν αυτούς εκεί». Οι Έλληνες όμως είχαν εντάξει τον Βάαλ στον δικό τους θρησκευτικό κύκλο ταυτίζοντας τον με τον Κρόνο και τον Δία.
Στους πρώτους τρεις αιώνες ο χριστιανισμός θα παραμείνει μειοψηφία στον ελληνορωμαϊκό κόσμο. Το ρεύμα θα δυναμώσει όταν θα ανακηρύξει ο Κωνσταντίνος τον χριστιανισμό επίσημη θρησκεία του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους. Ωστόσο η νέα θρησκεία δεν διαδόθηκε με τον ίδιο ρυθμό σε όλα τα κοινωνικά στρώματα και σε όλες τις περιοχές. Είχε θερμές απηχήσεις περισσότερο στους ελληνόφωνους πληθυσμούς παρά στους Λατίνους, περισσότερο στα αστικά κέντρα παρά στις αγροτικές περιοχές, περισσότερο στις κατώτερες και μεσαίες τάξεις παρά στις ισχυρές και προνομιούχες.
Οι κάτοικοι των αγροτικών περιοχών, πιστοί πάντοτε στις παραδόσεις, αντιστέκονται εμμένοντας στην πατροπαράδοτη πίστη και ιδεολογία. Ακόμα και στον έκτο και έβδομο αιώνα η παλαιά λατρεία ήταν ακόμα ζωντανή στους αγροτικούς πληθυσμούς που θεωρούσαν τους αρχαίους θεούς προστάτες της παραγωγής, των κοπαδιών και της υγείας.
Η αγροτική μάζα ήταν αδρανής και παθητική με όλο που την απομυζούσαν η κρατική εξουσία και οι φεουδάρχες. Υποτασσόταν χωρίς αντίσταση στους δυνάστες της. Το 90% των αυτοκρατορικών πόρων επί ρωμαιοκρατίας προερχόταν από τους αγροτικούς φόρους, και τα πλούτη των ανώτερων τάξεων από την εκμετάλλευση των δουλοπάροικων στις γαιοκτησίες.
Σπανιότατες οι εξεγέρσεις πληθυσμών της υπαίθρου. Όταν στον Δ” αιώνα απαγορεύθηκε η αρχαία λατρεία και διατάχθηκε το κλείσιμο ή η κατεδάφιση των ναών και η καταστροφή των αγαλμάτων, σε ελάχιστες περιπτώσεις εκδηλώθηκε δυναμική αντίδραση στις επιδρομές κατά των ιερών. Η διείσδυση του χριστιανισμού στον αγροτικό κόσμο θα προχωρήσει με αργούς ρυθμούς και θα ολοκληρωθεί στον Ζ΄ αιώνα.
Η αγροτική μάζα ήταν αδρανής και παθητική με όλο που την απομυζούσαν η κρατική εξουσία και οι φεουδάρχες. Υποτασσόταν χωρίς αντίσταση στους δυνάστες της. Το 90% των αυτοκρατορικών πόρων επί ρωμαιοκρατίας προερχόταν από τους αγροτικούς φόρους, και τα πλούτη των ανώτερων τάξεων από την εκμετάλλευση των δουλοπάροικων στις γαιοκτησίες.
Σπανιότατες οι εξεγέρσεις πληθυσμών της υπαίθρου. Όταν στον Δ” αιώνα απαγορεύθηκε η αρχαία λατρεία και διατάχθηκε το κλείσιμο ή η κατεδάφιση των ναών και η καταστροφή των αγαλμάτων, σε ελάχιστες περιπτώσεις εκδηλώθηκε δυναμική αντίδραση στις επιδρομές κατά των ιερών. Η διείσδυση του χριστιανισμού στον αγροτικό κόσμο θα προχωρήσει με αργούς ρυθμούς και θα ολοκληρωθεί στον Ζ΄ αιώνα.
Επειδή δεν υπήρχαν στις αγροτικές περιοχές συμπαγείς πληθυσμοί για να προβάλουν αντίσταση, οι χριστιανοί ιεραπόστολοι, με τις ένοπλες ακολουθίες τους, κατέστρεφαν κατά τις προσηλυτιστικές εκστρατείες όλα τα σύμβολα των αλλοθρήσκων. Κατακρήμνιζαν τα ιερά, εστίες λατρείας από γενιά σε γενιά, τρομοκρατούσαν τους γεωργούς, ερήμωναν την ύπαιθρο, σκόρπιζαν την απόγνωση, προκαλούσαν κοινωνική αναστάτωση και οικονομική κρίση. Έπεφτε η παραγωγή, περιορίζονταν τα κρατικά έσοδα, στέρευε η κυριότερη πηγή φορολογίας.
Τις τραγικές συνέπειες των χριστιανικών επιδρομών στις αγροτικές περιοχές καταγγέλλει ο Λιβάνιος στην περίφημη επιστολή προς τον Θεοδόσιο Α. Σαρώνουν τα πάντα σαν αφηνιασμένοι χείμαρροι και ερημώνουν την ύπαιθρο. Οι ναοί, αυτοκράτορα μου, είναι κτίσματα των αγρών, η ψυχή τους. Αυτές οι αγριότητες αφανίζουν τους γεωργούς, τους εξαθλιώνουν καθώς χάνουν το θάρρος τους. Και το αποτέλεσμα: ξεπέφτουν οι χωρικοί, χάνει το δημόσιο.
Οι τοπικές εκκλησιαστικές Αρχές στρέφονταν εναντίον των ανυπεράσπιστων καλλιεργητών και χάλκευαν ψευδείς κατηγορίες για τη δήμευση των αγρών τους. Από τη μια μεριά οι εργατικές μέλισσες, γράφει ο Λιβάνιος, κι από την άλλη οι κηφήνες. Επιχειρούν τον βίαιο προσηλυτισμό, εισορμούν στα χωριά και με το πρόσχημα του «σωφρονισμού» επιδίδονται σε ληστείες.
Αυτές οι βαρβαρότητες προκάλεσαν συσπειρώσεις και αντίσταση των γεωργικών πληθυσμών. Ανησυχώντας η εκκλησιαστική ηγεσία απευθύνεται στην αυτοκρατορική εξουσία και εισηγείται τον βίαιο προσηλυτισμό των αγροτών.
Ο Ιωάννης Χρυσόστομος καλεί τους γαιοκτήμονες του Βυζαντίου να εκχριστιανίσουν τους δουλοπάροικους και κολήγους στα φέουδα τους, να προσλάβουν ιερείς και να χτίσουν εκκλησίες. Ο διαβόητος Ιωάννης της Εφέσου (ΣΤ “αιωνα) καυχιέται ότι κατά την προσηλυτιστική του εκστρατεία – με την τρομοκρατία και τον κνούτο – βάφτισε 70.000 ειδωλολάτρες. Στη Δύση, ο πάπας Γρηγόριος, ο επιλεγόμενος Μέγας (Ε’αιωνα.), διαπίστωσε ότι στη Σαρδηνία οι χωρικοί δωροδοκούσαν, καταβάλλοντος ένα είδος φόρου, τον κυβερνήτη του νησιού, για να συνεχίζουν ανενόχλητοι την παραδοσιακή τους λατρεία.
Συχνά η πολιτική και εκκλησιαστική εξουσία εξαπέλυε άγριους διωγμούς κατά των πιστών της παλαιάς θρησκείας επιστρατεύοντας τη συκοφαντία. Επειδή απαγορεύονταν, με διάταγμα του Κωνσταντίνου, οι θυσίες στα ιερά με την απειλή δημεύσεως περιουσιών, πολλοί χριστιανοί, όπως γράφει ο Λιβάνιος, κατέφευγαν σε ψευδείς καταγγελίες για να ενοχοποιήσουν τους αγρότες. Μαζεύονταν οι γεωργοί για να διασκεδάσουν και έσφαζαν ένα αρνί ή ένα μοσχάρι. Αμέσως οι χριστιανοί τους κατηγορούσαν ότι «έθυσαν», ότι έκαναν ειδωλολατρική θυσία παραβιάζοντας τον αυτοκρατορικό νόμο. Αν μάλιστα τραγουδούσαν αντιμετώπιζαν τη βαρειά κατηγορία ότι ανέμελπαν ύμνους στους αρχαίους θεούς.
Τα οικονομικά συμφέροντα που διακυβεύονταν και οι αναπότρεπτες κοινωνικές αναταραχές έπαιζαν πρωταρχικό ρόλο στην αναμέτρηση των δύο θρησκειών και υποδαύλιζαν τους βανδαλισμούς. Αυτή την πλευρά των αντιθέσεων – τα οικονομικά συμφέροντα – αποκαλύπτει η εχθρότητα που αντιμετώπισε ο απόστολος Παύλος κατά την προσηλυτιστική του περιοδεία στη Μ. Ασία. Στην Εφεσο ξεσηκώθηκε μέγα πλήθος και εμπόδισε την είσοδο του στο θέατρο. Γιατί; Κάποιος Δημήτριος «αργυροκόπος» που διατηρούσε βιοτεχνία κατασκευής ομοιωμάτων του ναού της Αρτέμιδος και απασχολούσε μεγάλον αριθμό τεχνιτών, συγκέντρωσε τους εργαζόμενους και τους προειδοποίησε ότι κινδυνεύουν να μείνουν άνεργοι αν επικρατήσει ο χριστιανισμός. Το ιερό της Εφέσου θα σβήσει και θα δυστυχήσουμε. Η πόλη αναστατώθηκε. «Ακούσαντες δε και γενόμενοι πλήρεις θυμού έκραζον λέγοντες: Μεγάλη η Άρτεμις Εφέσου». Ξεσηκώθηκαν οι κάτοικοι «και επλήσθη η πόλις όλη συγχύσεως· ώρμησαν δε ομοθυμαδόν εις το θέατρον».
Ο Λιβάνιος, στην έκκληση του προς τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο για προστασία των αρχαίων μνημείων και έργων τέχνης από τις βαρβαρότητες των χριστιανών, υπενθυμίζει τους διωγμούς των αλλοθρήσκων ιερών από τον Κωνσταντίνο. Δεν περιορίσθηκε στις βεβηλώσεις και ανατροπές βωμών και στον εμπρησμό και το κλείσιμο των αρχαίων ιερών αλλά και μετέτρεψε ναούς σε πορνεία. Καταγγέλλει επίσης ότι ο διωγμός της παλαιάς θρησκείας είχε ταπεινά ελατήρια. Απέβλεπε δηλαδή στην αρπαγή της περιουσίας των αρχαίων ναών και διανομή της στους ευνοουμένους της εξουσίας.
Οι ιεράρχες και ιεραπόστολοι εμπνέονταν στο μένος τους κατά των αγαλμάτων και έργων τέχνης της παλαιάς θρησκείας από την ιδεολογία της εβραϊκής λατρείας που καταδίκαζε τα «είδωλα», τον ανθρωπομορφισμό, την αναπαράσταση μορφών σε άψυχη ύλη. «Επικατάρατος πας άνθρωπος ος ποιήσει γλυπτόν και χωνευτόν, βδέλυγμα Κυρίω έργον χειρών τεχνίτου». Παραμερίζοντας τη διδασκαλία της ευαγγελικής αγάπης, του ανθρωπισμού και της αλληλεγγύης, επικαλούνται την μήνιν του ιουδαϊκού θεού κατά των λατρευτικών αντικειμένων των άλλων θρησκειών, τις αρές των προφητών και τις αγριότητες των εγκόσμιων ηγεμόνων. «Και ελάλησε Κύριος»: Αφανίστε όλα τα αγάλματα από μέταλλο και λίθο. «Και εγένετο λόγος Κυρίου»: Να συντριβούν όλα τα γλυπτά της Σαμάρειας, να καταστραφούν οι εικόνες και τα αγάλματα. «Τάδε λέγει Κύριος. Καταθρυμμάτισε και λίχνισε τα επιχρυσωμένα και επάργυρα αγάλματα και πέταξε τα σαν κοπριά».
Και η φωνή του Ησαΐα: Tα αγάλματα να πελεκηθούν όπως τα δέντρα στο δάσος. Όλα τα αγάλματα στη φωτιά. Γιατί δεν είναι θεοί αλλά χειροποίητα αντικείμενα, ξύλα και πέτρες. «Λέγει Κύριος Σαβαώθ: Θα εξαφανίσω ακόμα και τα ονόματα των αγαλμάτων, για να σβήσουν ολότελα από τη μνήμη». Δεν θα καταστραφούν μόνο τα αγάλματα σας αλλά και οι θεοί σας. Ο βασιλιάς Ιωσίας αναλαμβάνει εκστρατεία αφανισμού των αλλόθρησκων λατρευτικών συμβόλων. Γκρεμίζει τους βωμούς, κόβει τα ιερά άλση, θερίζει και τσακίζει τα αγάλματα, καίει τα οστά των ιερέων στους βωμούς, κονιορτοποιεί τα γλυπτά. Ένας άλλος βασιλιάς, ο Ασά, γκρέμισε το λατρευτικό άγαλμα της Αστάρτης.
Οι ιεραπόστολοι των πρώτων χριστιανικών αιώνων καλλιεργούσαν το μίσος αλλά και τον τρόμο για την παλαιά θρησκεία και τα σύμβολα της. Διαβεβαίωναν τους πιστούς ότι τα αγάλματα των θεών έκρυβαν επικίνδυνους δαίμονες. Ταύτιζαν μάλιστα την ειδωλολατρία με την κλασσική παιδεία. Με αποτέλεσμα πολλοί χριστιανοί να απορρίπτουν με αποστροφή τον προγονικό πολιτισμό, τα επιτεύγματα του ελληνικού πνεύματος και των τεχνών. Όποιος μελετούσε τα αρχαία κείμενα έπαιζε με τη φωτιά…«
Απόσπασμα από το βιβλίο του Κυριάκου Σιμόπουλου: «Η λεηλασία και καταστροφή των ελληνικών αρχαιοτήτων»