Κυριακή 4 Απριλίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ - Σαμία (492-539)

ΝΙ. ὦ κάκιστ᾽ ἀνδρῶν ἁπάντων· ὑπονοεῖν γὰρ ἄρχομαι
τὴν τύχην καὶ τἀσέβημα τὸ γεγονὸς μόλις ποτέ.
ΜΟ. τέλος ἔχω τοίνυν ἐγώ. ΔΗ. νῦν αἰσθάνει, Νικήρατε;
495 (ΝΙ.) οὐ γάρ; ὢ πάνδεινον ἔργον· ὢ τὰ Τηρέως λέχη
Οἰδίπου καὶ Θυέστου καὶ τὰ τῶν ἄλλων, ὅσα
γεγον᾽ ὅσ᾽ ἡμῖν ἐστ᾽ ἀκοῦσαι, μικρὰ ποιήσας. (ΜΟ.) ἐγώ;
(ΝΙ.) τοῦτ᾽ ἐτόλμησας σὺ πρᾶξαι; τοῦτ᾽ ἔτλης; Ἀμύντορος
νῦν ἐχρῆν ὀργὴν λαβεῖν σε, Δημέα, καὶ τουτονὶ
500 ἐκτυφλῶσαι. (ΔΗ.) διά σε τούτῳ γέγονε πάν[τα κα]ταφανῆ.
(ΝΙ.) τίνος ἀπόσχοι᾽ ἂν σύ; ποῖον οὐκ ἂν[. . .].
εἶτ᾽ ἐγώ σοι δῶ γυναῖκα τὴν ἐμαυτ[οῦ θυγατέρα;
πρότερον —εἰς κόλπον δέ φασι τὴν Ἀδ[ράστειαν σέβων—
ἐπὶ Διομνήστῳ γενοίμην νυμφίῳ [
505 ὁμολογουμένην ἀτυχίαν. (ΔΗ.) ταῦ[τ᾽ ἐγώ, Νικήρατε
ἠδικημένος κατεῖχον. (ΝΙ.) ἀνδράποδ[ον εἶ, Δημέα.
εἰ γὰρ ἐμὸν ᾔσ[χυνε λέ]κτρον, οὐκ ἂν εἰς ἄλλον ποτὲ
ὕβρισ᾽ οὐδ᾽ ἡ συγ[κλ]ιθεῖσα· παλλακὴν δ᾽ ἂν αὔριον
πρῶτος ἀνθρώπων ἐπώλουν, συναποκηρύττων ἅμα
510 ὑόν, ὥστε μηθ[ὲν εἶ]ναι μήτε κουρεῖον κενόν,
μὴ στοάν, κ[αθη]μένους δὲ πάντας ἐξ ἑωθινοῦ
περὶ ἐμοῦ λαλεῖν λέγοντας ὡς ἀνὴρ Νικήρατος
γέγον᾽ ἐπεξελθὼν δικαίως τῷ φόνῳ. (ΜΟ.) ποίῳ φόνῳ;
(ΝΙ.) φόνον ἐγὼ κρίνω τὰ τοιαῦθ᾽ ὅστις ἐπαναστὰς ποεῖ.
515 ΜΟ. αὖός εἰμι καὶ πέπηγα τῷ κακῷ, νὴ τοὺς θεούς.
(ΝΙ.) ἀλλ᾽ ἐγὼ πρὸς τοῖσιν ἄλλοις τὴν τὰ δείν᾽ εἰργασμένην
εἰσεδεξάμην μελάθροις τοῖς ἐμοῖς. (ΔΗ.) Νικήρατε,
ἔκβαλ᾽, ἱκετεύω· συναδικοῦ γνησίως ὡς ἂν φίλος.
(ΝΙ.) ὃς διαρραγήσομ᾽ εἰδώς; ἐμβλέπεις μοι, βάρβαρε;
520 Θρᾷξ ἀληθῶς. οὐ παρήσεις; ΜΟ. πάτερ ἄκουσον, πρὸς θεῶν.
(ΔΗ.) οὐκ ἀκούσομ᾽ οὐθέν. (ΜΟ.) οὐδὲν ὧν, μὰ Δία, σὺ προσδοκᾷς
γέγονεν· ἄρτι γὰρ τὸ πρᾶγμα κατανοῶ. (ΔΗ.) πῶς οὐδὲ ἕν;
(ΜΟ.) οὐχὶ Χρυσίς ἐστι μήτηρ οὗ τρέφει νῦν παιδίου,
ἀλλ᾽ ἐμοὶ χαρίζεται τοῦθ᾽ ὁμολογοῦσ᾽ αὑτῆς. (ΔΗ.) τί φῄς;
525 (ΜΟ.) τὰς ἀληθείας. (ΔΗ.) διὰ τί δὲ τοῦτό σοι χαρίζεται;
(ΜΟ.) οὐχ ἑκὼν λέγω μέν, ἀλλὰ μείζον᾽ αἰτίαν φυγὼν
λαμβάνω μικράν, ἐὰν σὺ τὸ γεγονὸς πύθῃ σαφῶς.
(ΔΗ.) ἀλλ᾽ ἀποκτενεῖς πρὶν εἰπεῖν. (ΜΟ.) ἔστι τῆς Νικηράτου
θυγατρός, ἐξ ἐμοῦ. λαθεῖν δὲ τοῦτ᾽ ἐβουλόμην ἐγώ.
530 (ΔΗ.) πῶς λέγεις; (ΜΟ.) ὥσπερ πέπρακται. (ΔΗ.) μή με βουκολεῖς ὅρα.
(ΜΟ.) οὗ λαβεῖν ἔλεγχόν ἐστι; καὶ τί κερδανῶ πλέον;
(ΔΗ.) οὐθέν. ἀλλὰ τὴν θύραν τις— ΝΙ. ὦ τάλας ἐγώ, τάλας·
οἷον εἰσιδὼν θέαμα διὰ θυρῶν ἐπείγομαι
ἐμμανὴς ἀπροσδοκήτῳ καρδίαν πληγεὶς ἄχει.
535 ΔΗ. τί ποτ᾽ ἐρεῖ; (ΝΙ.) τὴν θυγατέρ᾽ ‹ἄρτι› τὴν ἐμὴν τῷ παιδίῳ
τιτθίον διδοῦσαν ἔνδον κατέλαβον. (ΔΗ.) τοῦτ᾽ ἦν ἄρα.
ΜΟ. πάτερ, ἀκούεις; (ΔΗ.) οὐδὲν ἀδικεῖς Μοσχίων ‹μ᾽›· ἐγὼ δέ σε
ὑπονοῶν τοιαῦτα. (ΝΙ.) πρός σε, Δημέα, πορεύομαι.
ΜΟ. ἐκποδὼν ἄπειμι. (ΔΗ.) θάρρει. (ΜΟ.) τουτονὶ τέθνηχ᾽ ὁρῶν.

***
ΝΙΚ. Παλιάνθρωπε, χειρότερε απ᾽ όλους. Μόλις αρχίζω
να υποψιάζομαι το ανοσιούργημα που έγινε.
ΜΟΣ. Εμένα ήρθε το τέλος μου. ΔΗΜ. Καταλαβαίνεις τώρα, Νικήρατε;
495 ΝΙΚ. Αν καταλαβαίνω; Ω, τί πράξη φρικτή! Ω, του Τηρέως
τις αιμομιξίες, και του Οιδίπου και του Θυέστου
και τα έργα των άλλων, όσα έγιναν, όσα έχουμε
ακούσει, τα έκανες ασήμαντα. ΜΟΣ. Εγώ; ΝΙΚ. Πώς τόλμησες
να το κάνεις εσύ αυτό; Πώς μπόρεσες; Δημέα,
έπρεπε τώρα εσύ να νιώσεις την οργή του Αμύντορος
500 και να τον τυφλώσεις. ΔΗΜ. Εσύ φταις που αυτός τα ᾽μαθε όλα.
ΝΙΚ. Τί μπορεί εσένα να σε σταματήσει; Έπειτα εγώ
να σου δώσω την κόρη μου γυναίκα; Φτύνω
στον κόρφο μου, που λένε. Καλύτερα να έκανα
γαμπρό μου τον πιο αδέκαρο του κόσμου.
505 Δυστυχία χωρίς αμφιβολία. ΔΗΜ. Αυτά Νικήρατε, εγώ,
αν και αδικημένος, τα κρατούσα μυστικά. ΝΙΚ. Δημέα,
δεν είσαι άντρας. Αν αυτός ντρόπιαζε την κλίνη
τη δική μου, αυτό θα ήταν το τελευταίο έγκλημά του
καθώς και της συνενοχής του. Αυτήν αύριο,
πρώτη μου δουλειά, θα την πουλούσα και θ᾽ αποκλήρωνα
μαζί τον γιο μου. Έτσι που να μη μείνει ούτε
510 κουρείο άδειο ούτε στοά, αλλά όλοι πρωί πρωί να κάθονται
να κουβεντιάζουν για μένα, πως ο Νικήρατος φέρθηκε
σαν άντρας κι αντιμετώπισε σωστά τον φόνο.
ΔΗΜ. Ποιό φόνο; ΝΙΚ. Εγώ θεωρώ φόνο τα τέτοια, που κάνει ένας επαναστάτης.
515 ΜΟΣ. Έχω παγώσει και παραλύσει από τον φόβο. Μα τους θεούς.
ΝΙΚ. Αλλ᾽ εγώ, εκτός απ᾽ τα άλλα, δέχτηκα την κακούργα
μέσα στην κατοικία μου. ΔΗΜ. Νικήρατε, σε ικετεύω, να την διώξεις.
Πάρε το μέρος μου σαν γνήσιος φίλος. ΝΙΚ. Εγώ, που μόλις το ᾽μαθα
πάω να σκάσω; Τολμάς, βάρβαρε, να με κοιτάς
κατάματα; Δεν θα κάνεις πέρα να περάσω;
520 ΜΟΣ. Πατέρα, για το όνομα των θεών, άκουσέ με. ΔΗΜ. Δεν θ᾽ ακούσω τίποτε.
ΜΟΣ. Τίποτε απ᾽ ό, τι νομίζεις δεν έγινε. Μόλις τώρα
κατάλαβα τις υποψίες σου. ΔΗΜ. Πώς τίποτε; ΜΟΣ. Δεν είναι
η Χρυσίς μητέρα του παιδιού που έχει τώρα. Εγώ
την παρακάλεσα να το παρουσιάσει σαν δικό της.
525 ΔΗΜ. Τί λες; ΜΟΣ. Την αλήθεια. ΔΗΜ. Και γιατί σου έκανε αυτή τη χάρη;
ΜΟΣ. Δεν θέλω να το πω, αλλά έτσι γλιτώνω από χειρότερη
κατηγορία και δέχομαι μικρότερη, αν εσύ
καταλαβαίνεις καλά αυτό που έγινε. ΔΗΜ. Θα με πεθάνεις
ώσπου να μου το πεις. ΜΟΣ. Είναι της κόρης του Νικηράτου
από μένα. Αυτό εγώ ήθελα να κρύψω. ΔΗΜ. Τί λες;
530 ΜΟΣ. Ό,τι ακριβώς έγινε. ΔΗΜ. Πρόσεξε μη με κοροϊδεύεις.
ΜΟΣ. Αλλά αυτό μπορείς να το ελέγξεις. Και τί θα κερδίσω
παραπάνω; ΔΗΜ. Τίποτε. Αλλά κάποιος βγαίνει. ΝΙΚ. Ω δυστυχία,
δυστυχία μου! Τί αντίκρισαν τα μάτια μου και βγαίνω
τρελός από τον αναπάντεχο πόνο, που μου πλήγωσε
535 την καρδιά! ΔΗΜ. Τί θα πει άραγε; ΝΙΚ. Μόλις έπιασα την κόρη μου
μέσα να βυζαίνει το παιδί! ΔΗΜ. Ώστε αυτό ήταν. ΜΟΣ. Ακούς πατέρα;
ΔΗΜ. Είσαι αθώος, Μοσχίων· εγώ φταίω που σε υποψιάστηκα.
ΝΙΚ. Σε σένα, Δημέα, έρχομαι. ΜΟΣ. Εγώ να φεύγω από δω.
ΔΗΜ. Μη φοβάσαι. ΜΟΣ. Αυτόν πεθαίνω που τον βλέπω.

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας: Αττικισμός, η «καλή» και η «κακή» γλώσσα

11.4 Για να συγκεφαλαιώσουμε

Όλοι μας, σαν ομιλητές, αναγνωρίζουμε «καλές» και «κακές» μορφές γλώσσας. Αυτές οι γλωσσικές αξιολογήσεις αντανακλούν την προσαρμογή της γλώσσας σε διάφορες περιστάσεις επικοινωνίας (π.χ. ευγένεια, ιεραρχικές σχέσεις κλπ.)

Μπορεί κάποτε (και αυτό έγινε στην περίπτωση της ελληνικής γλώσσας) οι ιστορικές συνθήκες να οδηγήσουν στην υπερτίμηση μιας αρχαιότερης φάσης της γλώσσας και στην τεχνητή συντήρησή της (κυρίως στον γραπτό λόγο) παράλληλα με την υποτίμηση της ομιλούμενης, σύγχρονης μορφής της γλώσσας. 

Τέτοιου είδους φαινόμενα συνδέονται με την αντίληψη της γλωσσικής αλλαγής ως φθοράς και αλλοίωσης και συνδέονται με συνθήκες κρίσης που γεννούν τη νοσταλγία για ένα «ένδοξο» παρελθόν, όχι μόνο γλωσσικό αλλά πολιτικό και κοινωνικό. 

Έτσι γεννήθηκε το κίνημα του αττικισμού στους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες για να συνεχιστεί στη διάρκεια της βυζαντινής εποχής έως και τα νεότερα χρόνια με το κίνημα του καθαρισμού, της καθαρεύουσας.

Η Ελληνική Αρχαιότητα: ΙII. ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΟΧΗ 6. Η έλευση των Ρωμαίων

6.8. Εγώ είμαι η βασίλισσα του κόσμου


Δίπλα στη λατρεία των μοναρχών που εξυπηρετούσε πολιτικές σκοπιμότητες και ικανοποιούσε ταυτόχρονα την απαίτηση των μαζών για απτή φανέρωση του θείου, αναπτύχθηκαν και ορισμένες νέες λατρείες, με χαρακτηριστικότερη αυτή του Σάραπη (ή Σέραπη) στην Αλεξάνδρεια. Ο θεός αυτός, που τον επινόησαν ως προστάτη της νέας αιγυπτιακής πόλης, ήταν -όπως φαινόταν και από το όνομά του- ένα ιδιότυπο αμάλγαμα του Όσιρη, θεού του θανάτου και της αναγέννησης, και του ιερού ταύρου Άπη, που λατρευόταν στη Μέμφιδα. Υποτίθεται ότι ένας Αιγύπτιος ιερέας και ένας Αθηναίος γνώστης των Ελευσίνιων μυστηρίων προέτρεψαν τον Πτολεμαίο Α' να ιδρύσει τη λατρεία του. Εικονογραφικά και λειτουργικά, ο Σάραπις έμοιαζε με τον ελληνικό Πλούτωνα, θεό του κάτω κόσμου, αλλά διέθετε επίσης, με σύμβολο τον αετό, την κοσμοκρατορική δύναμη του Δία και τις θεραπευτικές ιδιότητες του Ασκληπιού. Η λατρεία του διαδόθηκε γρήγορα εκτός των ορίων της Αιγύπτου και απέκτησε ιδιαίτερη φήμη. Ο ναός του στην Αλεξάνδρεια, μεγαλοπρεπής και επιβλητικός, κατόρθωσε να προσελκύει πολλούς προσκυνητές από διάφορα σημεία της οικουμένης. Η απήχηση της λατρείας αφορούσε περισσότερο τους εξελληνισμένους πληθυσμούς της Μεσογείου παρά τους γηγενείς Αιγυπτίους. Ο Σάραπις αποτελεί καλό δείκτη των νέων ωσμωτικών εξελίξεων στον χώρο της θρησκείας.

Η κυρίαρχη έννοια στις μυστηριακές λατρείες που αναπτύχθηκαν ταχύρρυθμα κατά την ελληνιστική εποχή ήταν αυτή της σωτηρίας. Ανάλογα με τις περιστάσεις, η επιδιωκόμενη σωτηρία μπορούσε να σημαίνει γιατρειά από κάποια ασθένεια του σώματος, απελευθέρωση από ένα τυραννικό πάθος, αποκατάσταση της ψυχικής ισορροπίας ύστερα από μακρά περίοδο έντονης κρίσης, ανακούφιση από τη συσσωρευμένη ένταση του βίου, ακόμη και λύτρωση από τον φόβο του θανάτου. Ανεξάρτητα από το είδος του προβλήματος, προϋπόθεση της μύησης ήταν η ατομική επιλογή. Το γεγονός αυτό, γνωστό ήδη στις μυστηριακές λατρείες της αρχαϊκής εποχής, δημιουργούσε μια προσωπική σχέση ανάμεσα στον μύστη και τη θεότητα, η οποία γινόταν όλο και πιο στενή και έντονη όσο η μύηση απέδιδε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Αντίθετα με τις πολιτικές θρησκευτικές τελετουργίες που τόνιζαν τις σχέσεις της κοινότητας συνολικά με τους θεούς, οι μυστηριακές τελετές αποτελούσαν μορφές προσωπικής θρησκευτικότητας.

Οι λατρείες της αιγυπτιακής Ίσιδας και της φρυγικής Κυβέλης ή Μεγάλης Μητέρας των Θεών αποτελούν δύο εξέχουσες περιπτώσεις μυστηριακών θεοτήτων, οι οποίες απέκτησαν τεράστια διάδοση κατά την ελληνιστική εποχή και ιερά σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο, έως τη συντηρητική Ρώμη. Ωστόσο, δεν ήταν οι μόνες. Υπήρχαν και άλλες μυστηριακές λατρείες με μικρότερη εμβέλεια και περισσότερο τοπικό χαρακτήρα.

Ένα κοινό μοτίβο διατρέχει τη μυθική φυσιογνωμία και τον τύπο σωτηρίας που υπόσχονταν τα μυστήρια της Ίσιδας και της Κυβέλης: δίπλα σε μια μεγάλη θεά ένας αρσενικός πάρεδρος, που βρίσκεται σε υποδεέστερη θέση αλλά συνδέεται μαζί της ως συγγενής ή εραστής, υποφέρει σωματικά και τελικά πεθαίνει. (Στην περίπτωση της Ίσιδας πάρεδρος είναι ο αδελφός της Όσιρις, στην περίπτωση της Κυβέλης ο Άττις, ένας νεαρός βοσκός από την Ίδη.) Όμως, η μεγάλη θεά κινεί γη και ουρανό, παρακαλεί τους άλλους θεούς, και τελικά κατορθώνει να αναστήσει τον αγαπημένο της.

Απέναντι στην αμεριμνησία των ουράνιων θεών, με τους οποίους ο θνητός μπορούσε να ταυτιστεί μόνο στο απόγειο της ψυχοσωματικής ακμής του, ο πάσχων και τελικά θνήσκων αγαπημένος της θεάς αποτελεί αρχετυπική εικόνα πάθους και αδυναμίας. Ο μύστης περνούσε από αντίστοιχες δοκιμασίες ταυτιζόμενος με τον Όσιρη ή τον Άττη και πέθαινε συμβολικά μαζί του, για να αναστηθεί καθαρμένος και απαλλαγμένος από το βάρος. Ορισμένες φορές οι τελετουργίες ήταν ιδιαίτερα επαχθείς και ψυχικά επώδυνες. Ενδεικτική είναι η περίπτωση του ταυροβολίου, της βασικής τελετουργίας μύησης στα μυστήρια της Κυβέλης. Ο μυούμενος, τοποθετημένος σε βαθιά τάφρο, κυριολεκτικά λουζόταν με το αίμα ταύρου που ο ιερέας θυσίαζε ακριβώς από πάνω του.

Στόχος των μυστηριακών τελετών ήταν η πρόκληση μιας έντονης ψυχικής ρωγμής που να επιτρέπει τη διείσδυση της θείας διάστασης στη ζωή του μύστη και να τον λυτρώνει από την αίσθηση εγκατάλειψης. Τα γνωστά μυστηριακά κέντρα της Ελλάδας, ιδίως στην Ελευσίνα και τη Σαμοθράκη, αλλά και τα διάσημα ιερά που θεράπευαν με τη μέθοδο της εγκοίμησης, όπως ήταν το Ασκληπιείο της Επιδαύρου, γνώρισαν επίσης μεγάλη ακμή.

Η επικοινωνία των λαών και των πολιτισμών έθεσε εκ νέου, και σε μεγάλη πλέον κλίμακα, το πρόβλημα της σχέσης των θεών μεταξύ τους. Παρά τα διακριτά ονόματά τους, οι εθνικοί θεοί θεωρήθηκαν διαφορετικές εκφάνσεις των ίδιων δυνάμεων που διέπουν τη φύση και το σύμπαν. Ο αναπτυσσόμενος θρησκευτικός συγκρητισμός ξεκινούσε από την τάση να βρεθούν κοινές λειτουργίες μεταξύ των εθνικών θεών, προχωρούσε στην αναγνώριση των τύπων τους και μπορούσε να φτάσει μέχρι του σημείου της ολοσχερούς ταύτισής τους. Σε αυτή την περίπτωση, η συγκεκριμένη μορφή με την οποία τιμούσε κάποιος τη θεότητα μπορούσε να εξυψωθεί ως άριστη. Ένας Αιγύπτιος ιερέας έγραφε τα εξής για να υμνήσει την Ίσιδα:

Οι Σύριοι σε ονομάζουν Αστάρτη, Άρτεμη, Αναία, και οι φυλές των Λυκίων σε αποκαλούν βασίλισσα Λητώ. Βέβαια, Μητέρα των Θεών σε λένε οι άνθρωποι της Θράκης, ενώ οι Έλληνες Ήρα μεγαλόθρονη και Αφροδίτη και αγαθή Εστία και Ρέα και Δήμητρα. Όμως οι Αιγύπτιοι σε λένε Θιούν [το αιγυπτιακό όνομα της Ίσιδας], επειδή μόνο εσύ είσαι πραγματικά όλες μαζί οι διάφορες θεές που προσφωνούν τα έθνη.

Μια τάση πνευματική, αυτή που θέλει να βρει κοινά στοιχεία ανάμεσα στους εθνικούς θεούς, είναι τόσο παλαιά όσο και ο Ηρόδοτος - αν όχι παλαιότερη. Διαφορετική όμως είναι η διάθεση να εξυψωθεί ένας θεός τόσο πάνω από τις άλλες θεότητες του ίδιου πανθέου, ώστε ο πολυθεϊσμός να μετατραπεί σε πυραμιδωτή ιεραρχία - σαν της μοναρχικής κοινωνίας. Και τούτη η τάση είναι παλαιά. Φαίνεται όμως ότι βρήκε ιδιαίτερη απήχηση στα νέα περιβάλλοντα. Την ονομάζουμε «ενοθεϊσμό», για να τη διακρίνουμε τόσο από τον πολυκεντρικό πολυθεϊσμό όσο και από τον μονοθεϊσμό, που αναγνωρίζει αποκλειστικά έναν θεό. Η ενοθεϊστική ροπή συνδέθηκε συχνά με μια μυστηριακή θεότητα, όπως με την Ίσιδα στο παρακάτω απόσπασμα, αλλά δεν αποτελεί αναγκαία συνέπεια των μυστηριακών τελετών:

Εγώ, η Ίσις, η μόνη είμαι βασίλισσα της ζωής και του κόσμου,
και της θαλάσσης και της γης τα όρια επιβλέπω,
και τα επιβλέπω έχοντας σκήπτρο και όντας μία.
Οι πάντες με ονομάζουν ύψιστη θεά,
απ᾽ όλους τους ουράνιους θεούς τη μεγαλύτερη.
Και δεν συμβαίνει τίποτε ποτέ δίχως εμένα:
ούτε τ᾽ αστέρια βαίνουν στην πορεία τους τη γνωστή,
αν πριν δεν λάβουν εντολή από μένα,
ούτε η γη θα φέρει την άνοιξη καρπούς,
εγώ αν δεν συμφωνήσω, τα πάντα αυξάνοντας σωστά.
Ποιος θα μπορούσε να καταστείλει την ισχύ μου,
ή ποιος ν᾽ αντισταθεί στων έργων μου τη δύναμη;


Στις εξελίξεις της θρησκευτικότητας κατά την ελληνιστική εποχή πρέπει να αναφερθεί και η διάδοση που γνώρισε η θεά Τύχη. Άλλοτε προσωποποιώντας τη θεϊκή διοίκηση του κόσμου και άλλοτε εκφράζοντας απλώς την ανθρώπινη άγνοια έναντι του μέλλοντος και της συγκυρίας, η Τύχη τιμήθηκε με ναούς και ιερά, αγάλματα και θυσίες, τόσο από πόλεις όσο και από ιδιώτες. Τη δυνατότητα θεοποίησης αφηρημένων εννοιών την είχε αξιοποιήσει ποιητικά ήδη ο Ησίοδος. Παρόμοιες λατρείες αφηρημένων θεών ανθούσαν κατά τόπους στην αρχαϊκή και κλασική Ελλάδα. Η αίγλη της Τύχης, όμως, αυξήθηκε θεαματικά. Στο σημείο αυτό, όπως και σε τόσα άλλα, η ελληνιστική εποχή αποτελούσε τροποποιημένη συνέχεια ενός παλαιού τρόπου αντίληψης των πραγμάτων.

Στα ύστερα ελληνιστικά χρόνια το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ανάμειξης των πολιτισμών, όσον αφορά την έλλογη κατανόηση του κόσμου και τη θέση του ανθρώπου μέσα στο σύμπαν, είναι η περίπτωση του Ιουδαίου Φίλωνα, που έζησε στην Αλεξάνδρεια ανάμεσα στον 1ο π.Χ. και τον 1ο μ.Χ. αιώνα.

Ο Φίλων μάλλον δεν γνώριζε εβραϊκά. Την Πεντάτευχο τη διάβαζε από τη μετάφραση των Εβδομήκοντα. Αλλά η γνώση της ελληνικής φιλοσοφίας που διέθετε ήταν αξιοθαύμαστη. Ακολουθώντας το παράδειγμα των στωικών, που είχαν διαπρέψει στις αλληγορικές ερμηνείες των μύθων, ο Φίλων ερμήνευσε την Πεντάτευχο με τρόπο αλληγορικό. Κάποιες αλληγορίες αφορούσαν τον εξωτερικό κόσμο, άλλες τον εσωτερικό κόσμο της ανθρώπινης ψυχής. Στόχος του ήταν να δείξει ότι ανάμεσα στη διήγηση της Γενέσεως για τη δημιουργία του κόσμου και την πορεία του ανθρώπου πάνω στη γη, αφενός, και τα κοσμολογικά και ανθρωπολογικά διδάγματα της ελληνικής φιλοσοφίας, αφετέρου, υπήρχε ουσιώδης συμφωνία. Κατά τη γνώμη του Φίλωνα, η γνώση που διέθετε ο Μωυσής, ο κατά παράδοση αποδεκτός συγγραφέας της Πεντατεύχου, ήταν πλήρης, αλλά σταδιακά παρήκμασε, όταν μεταβιβάστηκε στην Ελλάδα και μεθερμηνεύτηκε από τους φιλοσόφους με τρόπο μερικό και αποσπασματικό.

Ο Φίλων ήταν ένας εκλεκτικός συγγραφέας. Μπορούσε να επιλέγει από την ελληνική φιλοσοφική παρακαταθήκη και να χρησιμοποιεί οτιδήποτε συμφωνούσε με τις δικές του προτάσεις ερμηνείας βιβλικών χωρίων. Από την προσπάθειά του όμως δεν έλειπε ούτε ο γνήσιος στοχασμός ούτε η συνέπεια, ούτε η ιστορική συνείδηση των διαφορών. Με βασικά όργανα τον Πλάτωνα (ιδίως τον κοσμογονικό μύθο του Τίμαιου) και τη στωική θεωρία για τον Λόγο, ο Φίλων κατανοούσε τα ιερά κείμενα του ιουδαϊσμού σύμφωνα με τον ορθό λόγο - ή τουλάχιστον με τρόπο που να μην αντιβαίνει στις επιταγές της λογικής. Η επιθυμία αυτή, άγνωστη στον παραδοσιακό ιουδαϊσμό που δεν ενδιαφερόταν για τη λογική κατανόηση, αλλά εστίαζε την προσοχή του στην τήρηση των ιερών κανόνων, δείχνει τον βαθμό εξελληνισμού διαφόρων ανθρώπων από την επαφή τους με τον ελληνικό τρόπο σκέψης. Δείχνει, όμως, και την πλαστικότητα που διέθετε ο ελληνικός ορθολογισμός.

Ένα νέο λογοτεχνικό είδος, το πεζό μυθιστόρημα που πρωτοεμφανίστηκε κατά την ύστερη ελληνιστική περίοδο και ήκμασε κατά τη ρωμαϊκή, αποτυπώνει καθαρά, αν και εξωραϊσμένα, τη νέα αντίληψη που διαμορφώθηκε αυτή την περίοδο για τη σχέση ανδρών και γυναικών.

Τα μυθιστορήματα αποτέλεσαν ίσως τα πρώτα λαϊκά αναγνώσματα της αρχαιότητας. Θεματικός πυρήνας τους ήταν οι φανταστικές περιπέτειες ενός ζεύγους ερωτευμένων νέων που προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τις αντιξοότητες της τύχης και του κοινωνικού περιβάλλοντος προκειμένου να ενωθούν με τα δεσμά του γάμου. Το μυθικό μοτίβο του ήρωα που αγωνίζεται να αποδείξει την αξία του μέσα από την επιτυχή υπέρβαση εμποδίων απέκτησε εδώ τη μορφή ενός αγώνα που κινητοποιείται από προσωπικό έρωτα για μια όμορφη κόρη. Αλλά αντίθετα από την παλαιά αντίληψη που ήθελε τον άνδρα να παίρνει τη γυναίκα ως έπαθλο, στην πλοκή των μυθιστορημάτων η κινητοποίηση συνέβαινε και από τις δύο πλευρές. Η κόρη παρουσιαζόταν συχνά τόσο ηρωική όσο και ο αγαπημένος της. Κάποιας μορφής ισοδυναμία των φύλων, τουλάχιστον ως προς τον αγώνα συνύπαρξης, άρχιζε να διαφαίνεται.

Παράλληλα, διαγραφόταν προβληματισμός σχετικά με τη θέση και τη νομιμότητα του έρωτα ανάμεσα σε άτομα του ίδιου φύλου. Σχέσεις τέτοιου τύπου ποτέ δεν έπαψαν να υπάρχουν. Ασκώντας όμως κριτική στην ηθική της κοινωνίας, κάποιοι συγγραφείς άρχισαν να καταδικάζουν τις σχέσεις αυτές ως αφύσικες παρεκτροπές ή ως αποτέλεσμα υπερβολικής λαγνείας - άποψη που είχε ήδη προεξαγγείλει ο Πλάτων.

Μην κρίνεις τον εαυτό σου πιο αυστηρά απ’ τους άλλους

Την αποτυχία σου να την κάνεις δική σου. Να είσαι σκληρός και παράλληλα δίκαιος κριτής του εαυτού σου. Κανείς δεν μπορεί να σε αγαπήσει περισσότερο από σένα. Μη θυμώνεις γιατί δεν μπόρεσες να κάνεις κάτι που είχες βάλει στόχο. Η αληθινή αγάπη που έχεις για τον εαυτό σου θα φανεί στο χειροκρότημα. Εκεί που πέφτεις και που κάνει την εμφάνισή της η αποτυχία περιμένεις να σε στηρίξουν και αυτοί που σε αγαπούν πραγματικά. Πρώτος από όλους όμως εσύ πρέπει να σου δείξεις κατανόηση. Το να σε χτυπήσεις στην πλάτη, ως ένδειξη παρηγοριάς, δεν είναι μόνο ελαφρυντικό. Δείχνει πως έχεις θάρρος, πως αποδέχεσαι την κατάσταση και μπορείς να σφίξεις τα δόντια για να δώσεις τις επόμενες μάχες σου. Μόνος θα ξαναδοκιμάσεις να φτάσεις στο τέρμα. Αν δεν έχεις εσένα, μην περιμένεις να σου δώσουν ώθηση οι άλλοι. Πρέπει να ανασυγκροτήσεις τις δυνάμεις σου και να είσαι έτοιμος ν’ αρχίσεις απ’ το μηδέν.

Δεν ελέγχουμε τα πάντα και έτσι δεν μπορείς να προκαθορίσεις τους αστάθμητους παράγοντες που θα εμφανιστούν στην πορεία του παραμυθιού σου. Κακώς όμως δεν τους υπολογίζεις έστω και τυφλά στα πλάνα σου. Αυτοί θα παίξουν τον δικό τους ρόλο στο αποτέλεσμα και καμιά φορά τα πράγματα δε θα είναι με το μέρος σου όση προσπάθεια κι αν καταβάλεις. Υποστήριξε τις επιλογές και τις αποφάσεις σου. Ακόμα κι αν κάποιες φορές δε σου βγουν σε καλό, μείνε με το κεφάλι ψηλά. Πάρε τον χρόνο σου, αποδέξου τα λάθη σου και φρόντισε να απαλύνεις τον πόνο της απογοήτευσης που έχεις μέσα σου. Ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός. Δε χρειάζεται να κρίνεις τον εαυτό σου πιο αυστηρά απ’ ότι όλους τους άλλους αλλά αρκεί να είσαι αντικειμενικός.

Μην ψάχνεις γιατί και πώς. Ποτέ δε θα καταλάβεις τι πραγματικά έφταιξε και έφτασες σε τέλμα, τι σε οδήγησε στην αποτυχία. Υπάρχουν κάποια ρίσκα πρέπει να παίρνουμε. Μη μετανιώσεις για ό,τι έδωσες και όσα έκανες. Ακόμα κι αν το αποτέλεσμα δε σε δικαιώσει, δε σημαίνει πως πρέπει να αλλάξεις κάτι εσύ. Εξάλλου δεν ήταν σίγουρο ότι θα τα κατάφερνες. Όταν ρισκάρεις, παίζεις κατά κάποιο τρόπο με τις πιθανότητες. Μετά την αποτυχία δεν πρέπει να τα παρατήσεις αλλά να προσπαθήσεις ξανά και ξανά.

Η μάχη που χάθηκε είναι αυτή που δε δόθηκε ποτέ. Αν νομίζεις ότι πάλεψες και απέτυχες, κάνεις λάθος. Η πραγματική μάχη δίνεται μετά την αποτυχία. Εκεί θα πρέπει να αντιμετωπίσεις τον εχθρό κατάματα. Μη φοβηθείς το μετά. Στο εξής θα ξέρεις τι θα ακολουθήσει και η εμπειρία θα σε ‘χει κάνει πιο ώριμο. Δε θα έχεις πλέον άγνοια κινδύνου αλλά επίγνωση των επιπτώσεων. Θα πρέπει να αποδείξεις τις δυνατότητές σου με αντίπαλο την ίδια την πραγματικότητα. Όποιος δεν έχει βιώσει την αποτυχία, δεν μπορεί να εκτιμήσει και τη γλυκιά γεύση της επιτυχίας.

Σε κάθε αποτυχία τα βάζεις με τον εαυτό σου και κοιτάς μόνο τι θα μπορούσες να είχες κάνει διαφορετικά. Τα ελαφρυντικά που θα έδινες σε άλλους δεν τα δίνεις και σε σένα, αφού σε κρίνεις πιο αυστηρά. Όμως μην παραβλέπεις ότι προσπάθησες ξανά κι αυτή τη φορά τα κατάφερες. Κάποιοι βλέπουν το βουνό και δεν το πλησιάζουν καν. Δεν είναι εύκολο να σταθείς ξανά όρθιος μετά από μια προσωπική ήττα. Θα το κάνεις όμως όταν πραγματικά θέλεις και όταν έχεις βάλει στόχο με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αυτό που έχεις στο μυαλό σου να επιτευχθεί.

Sigmund Freud: Κάνουμε τα πάντα για να αποφύγουμε την πραγματικότητα

Έτσι όπως μας έχει δοθεί, η ζωή μας ταλαιπωρεί πολύ, μας προκαλεί πολύ πόνο, απογοητεύσεις και άλυτα προβλήματα. Για να την υποφέρουμε, δεν μπορούμε να αποφύγουμε τα καταπραϋντικά μέσα (δεν γίνεται χωρίς βοηθητικές κατασκευές, μας λέει ο Τέοντορ Φοντάνε).

Υπάρχουν ίσως τρία είδη τέτοιων μέσων:

-Δραστικοί αντιπερισπαμοί που μας κάνουν να υποτιμούμε τη μιζέρια μας.

-Υποκατάστατα ικανοποίησης που τη μειώνουν.

-Ναρκωτικές ουσίες που μας κάνουν να μην την αισθανόμαστε.

Κάποιο από αυτά μας γίνεται απαραίτητο.

Αυτόν το αντιπερισπασμό έχει κατά νου ο Βολταίρος, όταν κλείνοντας τον Καντίντ μας δίνει τη συμβουλή να καλλιεργούμε το κήπο μας.

Ένας παρόμοιος αντιπερισπασμός είναι και η επιστημονική δραστηριότητα.

Τα υποκατάστατα ικανοποίησης, όπως αυτά που προσφέρει η Τέχνη, είναι ψευδαισθήσεις εναντίον της πραγματικότητας, και ως εκ τούτου ψυχικώς εξίσου δραστικά, χάρη στον ρόλο που διεκδικεί η φαντασία στην ψυχική ζωή.

Οι ναρκωτικές ουσίες επιδρούν στο σώμα μας, μεταβάλλουν τη χημεία του.

Δεν είναι απλό να ορίσουμε τη θέση της θρησκείας εντός αυτής της σειράς. Θέλει λίγη προσπάθεια ακόμα.

Sigmund Freud, Η δυσφορία μέσα στον πολιτισμό

ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ: Η Αφύπνιση από τον ύπνο της σκέψης

Εδώ και χιλιάδες χρόνια, από τότε που ο άνθρωπος αναζήτησε την Βαθύτερη Πραγματικότητα Μέσα του, αφού δεν την βρήκε έξω στα φαινόμενα, στις γνώσεις, στα βιβλία, σε όσα χρήσιμα κι άχρηστα διδάσκει η κοινωνία, κάθε πνευματική προσπάθεια είχε ένα απλό και μοναδικό σκοπό: Να αλλάξουμε την Συνείδησή μας, τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε, κι ερχόμαστε σε επαφή με το περιβάλλον. Με άλλα λόγια, να Αφυπνιστούμε σε μια Νέα Πραγματικότητα, Αληθινή, πέρα από αυτά που «παρουσιάζει» η σκέψη μας.

Μετά από χιλιάδες χρόνια εμπειρίας γίνεται κατανοητό σήμερα ότι δεν υπάρχει έλλειψη γνώσης, «πληροφόρησης», για να πραγματοποιήσουμε αυτή την Εσωτερική Αλλαγή της Συνείδησης, δηλαδή να Αφυπνιστούμε στο Παρόν, να Μάθουμε να Ζούμε στην Αληθινή Ζωή του Πραγματικού Χρόνου, της Στιγμής που Ρέει. Αυτό που λείπει είναι η θέληση να το κάνουμε.

Όταν «εξηγείς» σε κάποιον τι ακριβώς συμβαίνει (τι ακριβώς συμβαίνει μέσα μας, μέσα του, εδώ, τώρα, σε πραγματικό χρόνο) και του «υποδεικνύεις» να είναι σε Εγρήγορση, να Ζει στο Παρόν, συνήθως η απάντηση είναι ότι «είναι πολύ δύσκολο», και συνεχώς γλιστράει στη σκέψη, συνεχώς σκέπτεται, συνεχώς παραπλανάται. Αν βέβαια δεν θεωρεί (μέσα στην άγνοιά του) ότι ζει στο παρόν που περιλαμβάνει και την σκέψη, ότι αυτό είναι το παρόν, να σκέφτεται. Απλά δεν γνωρίζει τις στοιχειώδεις λειτουργίες της ύπαρξής του, κι ασφαλώς δεν έχει αυτογνωσία.

Τι σημαίνει λοιπόν «είναι δύσκολο»; δεν μπορούμε να το κάνουμε. Σημαίνει απλά την εμμονή μας στον παλιό τρόπο ζωής, την απροθυμία μας να εγκαταλείψουμε τον παλιό τρόπο ζωής. Γιατί; Επειδή νοιώθουμε (με την σκέψη, όταν σκεφτόμαστε) ασφαλείς. Επειδή ελέγχουμε (έτσι νομίζουμε) αυτή την περιοχή δραστηριότητας, δηλαδή να σκεφτόμαστε, να ερμηνεύουμε, και να προσπαθούμε να εφαρμόσουμε όσα σκεφτόμαστε στον «αντικειμενικό κόσμο». Έτσι έχουμε μάθει να «λειτουργούμε» χιλιάδες χρόνια τώρα. Το να εγκαταλείψουμε όλες αυτές τις δραστηριότητες και να Αναδυθούμε στο Άγνωστο Παρόν που Συνεχώς Αλλάζει, καθώς Ρέει η Στιγμή, κι Όπου δεν υπάρχουν «σταθερά πράγματα», κι Όπου δεν γνωρίζουμε τι θα είμαστε, που θα είμαστε, που θα πάμε, μας τρομάζει. Απορρίπτουμε την Αληθινή Ζωή, που μας Αποκαλύπτεται στην Στιγμή που Ρέει, κι είναι Ζωντανή, Πραγματική, για να βυθιστούμε στην «ασφάλεια» ενός σταθερού ονειρικού κόσμου, που κατασκευάζει η σκέψη μας… άσχετα αν, κάποια στιγμή, θα αντιμετωπίσουμε την «πραγματικότητα» και θα απογοητευτούμε.

Νομίζουμε ότι η ψεύτικη εικόνα που έχουμε κατασκευάσει για τον κόσμο, για τον εαυτό μας, για την ζωή, είναι κάτι σταθερό και θέλουμε να διατηρήσουμε αυτή την αυταπάτη. Η αλήθεια είναι πως χιλιάδες χρόνια τώρα ο άνθρωποι έρχονται στη ζωή και φεύγουν από την ζωή χωρίς να πάρουν απολύτως τίποτα μαζί τους, πέρα από τις αυταπάτες τους. Μέσα λοιπόν σε αυτόν τον φόβο να Ζήσουμε στο Παρόν, στον Πραγματικό Χρόνο, στην Αληθινή Ζωή, έχουμε, συν τοις άλλοις, την ανόητη υπεροψία να νομίζουμε ότι μέσα από αυτό το (κατασκευασμένο από την σκέψη) εγώ μπορούμε να βρούμε, να «βιώσουμε» την αλήθεια. Δηλαδή να έρθουμε, μέσα από το εγώ, σε Επαφή με την Πραγματικότητα, να Ενωθούμε με τον Θεό, κλπ. Με άλλα λόγια επιθυμούμε να φέρουμε την Αλήθεια μέσα στην σφαλερή αντίληψη που έχουμε για τα πράγματα, να κάνουμε την Αλήθεια μέρος της πλάνης μας. Αυτό, ασφαλώς, δεν γίνεται. Αυτός ο δρόμος είναι, όπως όλη η σκέψη, φανταστικός, αδιέξοδος. Κάτι που φανταζόμαστε δεν έχει κατ’ ανάγκην εφαρμογή στην πραγματικότητα, στην αληθινή ζωή. Η Αλήθεια μπορεί να υπάρξει μόνο όταν διαλυθούν όλες οι πλάνες που κατασκευάζει η σκέψη.

Έτσι, δεν μπορεί κάποιος να πει «δεν γνωρίζω, δεν μπορώ, είναι δύσκολο». Είναι πιο τίμιο να πει «δεν θέλω, φοβάμαι, νοιώθω ασφαλής μέσα στην σκέψη μου, σε αυτά που φαντάζομαι». Αυτό θυμίζει την συμπεριφορά του αθώου ζώου στις αφρικανικές σαβάνες που χώνοντας το κεφάλι του στο έδαφος νομίζει ότι κρύφτηκε από τους εχθρούς του. Μόνο που στην περίπτωση του ανθρώπου δεν υπάρχει αθωότητα, είναι κάτι άλλο…

Δυστυχώς η Πραγματικότητα Είναι Εδώ, κι είναι, πάντα, πολύ σκληρή για όσους ονειρεύονται. Ακόμα κι όταν τους αφήνει, για κάποιο διάστημα, να ονειρεύονται αμέριμνοι. Ή Είσαι Αφυπνισμένος και Βλέπεις την Πραγματικότητα, ή κοιμάσαι τον ύπνο της σκέψης, και σκέπτεσαι, ονειρεύεσαι την Πραγματικότητα. Και μπορεί αυτό το όνειρο να φαντάζει ολοζώντανο, τόσο που να το εκλαμβάνεις σαν πραγματικότητα, αλλά δεν παύει να είναι όνειρο. Και για να προλάβουμε τις παρερμηνείες και να αποφύγουμε τις παρεξηγήσεις, όνειρο είναι ο «λανθασμένος» τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα, όχι τα πράγματα εκεί έξω,. Το «όνειρο» είναι μέσα στο κεφάλι μας, όχι έξω στον κόσμο.

Και μπορεί η ζωή, με τις συνεχείς αστοχίες της, και την αποτυχία της στο τέλος (με τον θάνατο) να μην σε ξυπνήσει, μπορεί ούτε ο θάνατος να μην σε ξυπνήσει, αλλά είναι σίγουρο ότι η εξέλιξη από ζωή σε ζωή, κάποια στιγμή θα σε ξυπνήσει. Δεν υπάρχει άλλη Διέξοδος. Δεν υπάρχει άλλη Έξοδος από τον ύπνο της σκέψης, μόνο να Ξυπνήσεις.

Η ιδέα του Διονύσου στην τραγωδία

Το μεγαλείο της ιδέας του Διονύσου επιβιώνει στην τραγωδία. Δεν θα αναζητήσουμε εδώ την ιστορική πορεία ανάπτυξής της. Πρέπει όμως, εν τέλει, να τεθεί το θεμελιώδες ερώτημα: Τι σημαίνει η έκπτυξη της κοσμοϊστορικής μορφής της τραγωδίας μέσα στην λατρεία του Διονύσου;

Ό,τι συνηθίζουμε να αποκαλούμε τραγικό, δεν είναι ίδιον της τρα­γωδίας. Το υλικό της, ο ηρωικός μύθος, είναι από μόνο του τραγικό. Ωστόσο, όμως, το τραγικό προβάλλει στην νέα δημιουργία τόσο συγκλονιστικά μέσα από την αμεσότητα της παράστασης ώστε να μπορή, μ’ όλα ταύτα, να θεωρήται ιδιοκτησία της. Και η δραματική αυτή αμεσότητα με την οποία η ζωή του μύθου, αφού έκανε την εμφάνισή της στο έπος και το χορωδιακό άσμα, αναδύθηκε πάλι στο πλαίσιο μιας μεγαλειώδους αναγέννησης, αυτή είναι που μέσα της γνωστοποιείται το διονυσιακό πνεύμα και ο τερατώδης ερεθισμός που προκαλεί. Μέσα από τον ερεθισμό αυτό δεν ακούγεται η φωνή ούτε της οδύνης ούτε του πόθου της ανθρώπινης ψυχής αλλά της κοσμικής αλήθειας του Διονύσου, του αρχεγόνου φαινομένου της διττότητας, της απόστασης, που είναι εν σαρκί παρούσα, της συγκλονιστικής συνάντησης με το ανέκκλητο, της συναδέλφωσης ζωής και θανάτου.

Η διττότητα αυτή έχει το σύμβολό της στην μάσκα.

Υπήρξαν ασφαλώς και άλλοι χοροί με μάσκες και υπάρχουν και σήμερα ακόμη. Αλλά ό,τι εκεί πρέπει να παραμείνη μόνο εικασία ή ένδειξη, πηγάζει ως πραγματικότητα από τα βάθη όπου εξουσιάζει ο Διόνυσος. Εδώ δεν συντελείται απλώς η πνευματική παρουσία δαι­μονικών όντων από το βασίλειο της φύσης ή από αυτό των νεκρών. Ολόκληρη η μεγαλοπρέπεια του καταβυθισμένου προβάλλει με επι­τακτική εγγύτητα ενώ είναι συγχρόνως χαμένη επ’ άπειρον. Ο μασκο­φόρος καταλαμβάνεται από το μεγαλείο και την περιωπή εκείνων που δεν υπάρχουν πλέον. Είναι ο ίδιος και όμως άλλος. Τον έχει αγγίξει η αλλοφροσύνη, κάτι από το μυστήριο του μαινομένου θεού, από το πνεύμα της διττότητας που ζη μέσα στην μάσκα, τελευταίος επίγονος του οποίου είναι ο ηθοποιός του θέατρου.

Το πνεύμα αυτό της αλλοφροσύνης, μέσα στο οποίο συντελείται το θαύμα της άμεσης παρουσίας, ήταν που ενεφύσησε νέα ζωή στον τρα­γικό μύθο και τον έκανε να επιστρέψη με μια μορφή που έδειχνε την σοβαρότητα και το μεγαλείο του περισσότερο καταβλητικά από ποτέ. Εμφανίσθηκε έτσι πάνω στην ώρα ο Διόνυσος και στον πνευματικό κόσμο του ελληνισμού και ο ερχομός του ήταν τόσο δυναμικός που μας συγκλονίζει ακόμη.

Ο ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

Σκόπιμο νομίζω είναι, να προσπαθήσουμε όσο το δυνατόν γίνεται, να «ορίσουμε», αν μπορεί να ορισθεί, τι εννοούμε με την λέξη Έρωτα τόσον στην πρακτική, όσον και στην θεωρητική του μορφή. Και να τον απομυθοποιήσουμε βγάζοντας όλα τα περιττά στοιχεία που τον περιβάλλουν και να τον δούμε ως μια καθαρά σεξουαλική πράξη. Όμως αυτά τα περιττά στοιχεία μήπως είναι άραγε αναγκαία;

Ο Έρωτας, που αγαπήθηκε, που λατρεύτηκε, που έγινε Θεότητα, που τον κάνανε τραγούδι, ποίημα, ζωγραφιά, μουσική κ.α παίζει έναν από τους βασικότερους, ρόλους στην ζωή μας. Και όλο αυτό το ένδυμα που φορά αυτή η σεξουαλική πράξη, προσπαθεί να αναβιβάσει την πράξη αυτή σε υπερβατικές καταστάσεις. Στην ουσία όλες αυτές οι υπερβατικές καταστάσεις οδηγούν, ή τις επινοήσαμε για να καλύψουμε, ή να δικαιολογήσουμε, ή για να εκδηλώσουμε με άλλα λόγια, αυτήν την σεξουαλική πράξη. Ή τέλος για να ρίξουμε στο κρεβάτι πιο ανώδυνα έναν άνθρωπο που ποθούμε.

Όντως όμως αυτή η πράξη αποτελεί το κίνητρο για την ζωή. Είναι η ίδια η ζωή. Και αν σας ενδιαφέρει η γνώμη μου είναι η μέγιστη ηδονή εκ των ηδονών.

Τόσοι και τόσοι διανοούμενοι και συγγραφείς, αφού τον ύμνησαν, έδωσαν, ή προσπάθησαν να δώσουν μία άποψη που να προσιδιάζει καλλίτερα σ’ αυτήν την εξαίσια και υπέροχη λειτουργία του ανθρώπου. Την έδωσαν όμως; Αλλά το πρόβλημα το οποίον γεννάτε για εμάς που βλέπουμε καθαρά τα πράγματα, για εμάς τους Επικούρειους είναι, ότι ο οποιοσδήποτε ορισμός και ιδιαίτερα πάνω στην έννοια έρωτας, είναι δύσκολο, παρακινδυνευμένο και επιπόλαιο αν θέλετε, να δώσουμε ξερά και ανούσια έναν «ορισμό». Άλλωστε, ως γνωστόν, εμείς οι Επικούρειοι δεν δίνουμε ορισμούς πάνω στις έννοιες, αλλά περιγράφουμε τις έννοιες αυτές, με αποτέλεσμα να τις προσεγγίσουμε με τον καλύτερο τρόπο.

Δηλαδή στην προκειμένη περίπτωση, η καλλίτερη έκφραση θα ήταν, μία ανάλυση σε βάθος. Εν ολίγοις, άραγε ποια είναι τα στοιχεία, ποιοι είναι οι περιορισμοί και ποια είναι τα κριτήρια, τα οποία εμπεριέχονται μέσα σ’ αυτήν την πράξη;

Ή μπορούν να υπάρξουν περιορισμοί και κριτήρια μέσα σ’ αυτήν την έννοια; Νομίζω πως μπορούμε να βρούμε μερικά. Έτσι η απόπειρα της περιγραφής πρέπει να γίνει πάνω σε κάποια στοιχεία και κριτήρια τα οποία θα δοθούν από τα πριν.

Α) Η Εξωτερική εμφάνιση

Αρχίζοντας λοιπόν την ανάλυση της τόσο γλυκιάς και ηδονικής ενεργητικότητας του Ανθρώπου, θα πρέπει να λάβουμε υπ ’ όψιν μας ένα από τα σπουδαιότερα κριτήρια.

Και το κριτήριο αυτό είναι το εξωτερικό ερέθισμα.

Και όταν μιλάμε για εξωτερικό ερέθισμα εννοούμε τόσο την καλαισθησία, όσο και τον καλλωπισμό. Δηλαδή την ομορφιά. Με λίγα λόγια η γενεσιουργός αιτία της επιθυμίας ενός ατόμου για ένα άλλο άτομο, εξαρτάται από το πρόσωπο του, από το παράστημά του, από το πόσο γυμνασμένος είναι, από το πώς ντύνεται, ή πως χτενίζεται κ.α. Εν κατακλείδι από το πόσο ωραίος είναι. Έτσι δεν θα πρέπει να παραγνωρίζεται το γούστο του ενός για τον άλλον. Άλλωστε είναι πάμπολλα τα παραδείγματα τα οποία συμβαίνουν στην καθημερινή ζωή που πιστοποιούν του λόγου το αληθές, αλλά και η υποψία μας ότι κάτι συμβαίνει. Πάνω σ’ αυτό το θέμα μας λέει ο Επίκουρος ότι: « Εάν αφαιρεθεί η εξωτερική όψη και η ομιλία και η συναναστροφή ξεθυμαίνει το ερωτικό πάθος»1 Είναι όμως δυνατό να αφαιρεθεί…;

Σίγουρα όμως υπάρχει μία υποκειμενικότητα όσον αφορά την αισθητική. Και αν δεν υπήρχε, τότε δικαίωμα να αποκτήσουν ταίρι, ή να κάνουν σεξ, θα είχαν μόνο οι «αντικειμενικά» ωραίοι. Όμως τα γούστα και τα κριτήρια του κάθε ανθρώπου, καί είναι διαφορετικά, καί αλλάζουν από εποχή, σε εποχή.

Αλλά αυτά καθ’ αυτά τα κριτήρια της αισθητικής είναι άραγε εγγενή;

Ή τα έχουμε όλοι μας διδαχθεί; Έχουμε λάβει δηλαδή τις προλήψεις από τα πρώτα χρόνια της ζωής μας, έτσι ώστε να μας κάνει, να μας κινεί δηλαδή, εκείνες τις χορδές του έσω εαυτού μας, και να συμφωνούμε με τον εαυτό μας περί ενός όμορφου ανθρώπου; Ή ίσως να έχουμε συνείδηση περί της διαπλάσεως του σώματός και του προσώπου μας, καθώς και των εξωτερικών χαρακτηριστικών μας , ή ακόμα των δυνατοτήτων μας, ή των αδυναμιών μας. Ή επί πλέον, να ψάχνουμε κάτι που μας λείπει. και να δεχόμαστε ανάλογα εξωτερικά χαρακτηριστικά από έναν άνθρωπο με τον οποίο θα δημιουργήσουμε μια απόπειρα σχέσης ή σεξ;

Από την ιστορία όμως του ανθρώπου βλέπουμε πως η αισθητική είναι εγγενής. Και αυτό θα το παρατηρήσουμε στους πρωτόγονους ανθρώπους. Όπου και εκεί υπήρχαν κριτήρια αισθητικής και δεν υπήρχε καμία διδασκαλία επ’ αυτής. Τούτο μπορούμε να το δούμε τόσον στην πρωτόγονη αλλά, καί σπουδαία ζωγραφική τους, καί στην ενδυμασία τους, καί στην παρουσία τους με τις διάφορες επεμβάσεις πάνω στο σώμα τους π.χ. βαψίματα, χαλκάδες, βραχιόλια κ.λ.π. Και τις περισσότερες φορές δεν βαφόντουσαν για μία αναμέτρηση με τις άλλες φυλές, αλλά καί για να τονώσουν την προσωπικότητά τους μέσω της καλαισθησίας τους, καί για το σεξουαλικό κάλεσμα.

Αλλά υπάρχει και η άλλη όψη του νομίσματος που λέει, ότι αυτό το οπτικό ερέθισμα μπορεί να είναι αλλοτριωτικό. Μπορεί να έγκειται στην απομάκρυνση του ιδίου μας του εαυτού από την φύση και στην δυσκολία της αναγνώρισης του φυσικώς ωραίου. Στην απομάκρυνση, λόγω της επέμβασης για λόγους εξουσιαστικούς, ή για λόγους καθυποτάξεως. Έτσι μπορεί να είναι προϊόν μιας ξεπερασμένης και εξαγόμενης με λάθος τρόπο, μιας δηλαδή χριστιανό-μαρξιστικής- κεφαλαιοκρατικής αισθητικής.

Μίας δηλαδή επιβολής εκ των άνω.

Όσο όμως επιβολή και να υπάρχει αν κοιτάξουμε βαθύτερα μέσα μας, θα δούμε ότι αυτός ο άνθρωπος, ότι αυτό το ωραίο εξωτερικά ευδιάθετο άτομο, προσιδιάζει καλυτέρα με την προσωπικότητά μας .Πιο συγκεκριμένα, το άτομο αυτό ταιριάζει περισσότερο με το πρότυπο του ανθρώπου που με την ανόθευτη φαντασία μας έχουμε δημιουργήσει. Φαντασία που ξεκινάει από το πραγματικό και μας οδηγεί σε ένα άτομο που θα θέλαμε να συνευρεθούμε. Και αν θέλαμε να κυριολεκτήσουμε, ή να το κοιτάξουμε διασταλτικά, ο όμορφος άνθρωπος αυτός, είναι εκείνος που θα θέλαμε να είμαστε, ή το συμπλήρωμά μας. Δηλαδή αυτό που λέμε το έτερον ήμισυ.

Ακόμα στα εξωτερικά προσόντα συμπεριλαμβάνονται και όλες αυτές οι «αρετές» με τις οποίες είναι προικισμένος ένας άνθρωπος και που τις τονίζει υπέρμετρα. Το μίνι, τα στενά παντελόνια, τα κολάν κ.τ.λ. μας πληροφορούν και για αυτό.

Σίγουρα ένας ωραίος άνθρωπος, πάντα κατά τα κριτήριά μας, μας δημιουργεί πόθο και πάθος. Και σίγουρα η μη εκπλήρωσή του μετατρέπεται σε άγχος. Μετατρέπεται σ’ ένα βαρίδι στο στέρνο μας. Σ’ ένα ζωάκι που φωλιάζει μέσα μας και που θέλουμε να ξεριζώσουμε. Και τέλος πάντων σε μία άμυνα την οποία την δημιουργεί ο εαυτός μας προκειμένου να αποφύγει ένα ερωτικό αμόκ. Διότι τι άλλο μπορεί να είναι το άγχος, παρά ο φόβος του εαυτού μας για να μην παρεκτραπεί;

Αυτός λοιπόν ο πόθος και το πάθος αν βρει ανταπόκριση , μας δημιουργεί την λανθάνουσα κατάσταση ότι το άτομο αυτό το έχουμε ερωτευθεί. Άλλωστε εδώ βρίσκεται και το πρόβλημα του κεραυνοβόλου έρωτα. Νομίζουμε λανθασμένα πως θα μπορούσε να είναι ο σύντροφος της ζωής μας ένεκα του πόθου. Η φαντασία μας, μας λέει, ότι θα μπορούσαμε να περάσουμε το υπόλοιπο του βίου μας μαζί.

Έτσι λοιπόν αν αυτός ο άνθρωπος και αν αποδειχθεί σκάρτος, ως ένα σημείο προσπαθούμε να δικαιολογήσουμε τα αδικαιολόγητα στον χαρακτήρα του, αλλά στο τέλος καταλήγει να είναι ένα αντικείμενο του πόθου .Ή πολλές φορές άμα περάσει ο πόθος αυτός, μετατρέπεται σε εχθρότητα ή και μίσος.

Δηλαδή εκείνο που εξάγεται από τα ανωτέρω είναι, ότι οποιαδήποτε σχέση, ή οτιδήποτε γίνεται με βάση αυτό και μόνο το κριτήριο, δεν θα διαρκέσει παρά, για ελάχιστο χρονικό διάστημα ή και καθόλου, αν αυτή η ορατή επαφή δεν συνοδεύεται και από άλλα στοιχεία.

Βέβαια αυτό καθ’ αυτό το κριτήριο δεν είναι τόσο ισχυρό όσο φαίνεται και χάνει την δυναμική του από άλλους παράγοντες. Παράγοντες όπως είναι για παράδειγμα η οικονομική κατάσταση, η επαγγελματική καταξίωση, η κοινωνική θέση κ.τ.λ.. Τότε πλέον δεν μιλάμε για ελεύθερη σχέση μεταξύ δύο συμβαλλομένων ατόμων, αλλά για μια κατάσταση επιβολής, ή μια κατάσταση αγοράς του ενός από τον άλλον. Οπότε αν έχεις λεφτά και δόξα, έχεις ωραίες γκόμενες και γκόμενους.

Β) Το συναίσθημα

Ναι πράγματι μία βασική λειτουργία του έρωτα είναι το συναίσθημα.. Και το οποίο συναίσθημα πρέπει να υπάρχει και από τις δύο πλευρές.

Έτσι δεν νοείται λοιπόν έρωτας χωρίς αμοιβαίο συναίσθημα που τσιμπάει την καρδιά μας σ’ όλες τις πλευρές της ζωής μας. Είναι αυτό που μας κάνει να νοιώθουμε νέοι, όμορφοι, ευδιάθετοι, χαρούμενοι. Εκείνο που είναι μία ατελείωτη Άνοιξη, είναι το ίδιο το οποίο ταλανίζει και ταλαιπωρεί όλους τους ανθρώπους ανάμεσα στους χρόνους. Γι’ αυτό το συναίσθημα ειλικρινά προσφέρουμε, λουλούδια, δώρα, γράφουμε ποιήματα κ.τ.λ.

Διότι είναι σημαντικό πράγμα σ’ έναν άνθρωπο να τον αγαπάνε. Να τον σκέφτονται προσωπικώς από ένα άλλο άνθρωπο, εκτός της οικογένειάς του, της μητέρας του, της παρέας του, των φίλων του κ.τ.λ., για ότι είναι. Και αυτό είναι μία καταξίωση της προσωπικότητάς του. Είναι το τιμώμενο πρόσωπο, για ένα άλλο. Είναι σε τελική ανάλυση η συνεκτίμηση δύο ατόμων όπου μαζί με τον πόθο οδηγεί στην ένωσή τους.

Έτσι λοιπόν στην κατακλείδα της υπόθεσης , εκείνο που μετράει περισσότερο στην ερωτική μας αναζήτηση είναι ο ψυχικός κόσμος του ανθρώπου που θα θέλαμε να κάνουμε μία σχέση. Το συναίσθημα, είναι αυτό που μας οδηγεί στην εξερεύνηση και την ανακάλυψη του ψυχικού κόσμου, που φέρει ο άνθρωπός μας.

Άρα λοιπόν η δέσμη του έρωτα, εξαρτάται άμεσα, θα έλεγα, και από το ενδιαφέρον της εισδοχής μας στον ψυχικό κόσμο ενός ατόμου . Και ακριβώς αυτό το ενδιαφέρον συνίσταται και εξαρτάται στο συναίσθημα που μπορεί να τρέφει ο ένας για τον άλλον. Ναι όντως πάνω σ’ αυτό το επιχείρημα έρχεται να δώσει ένα παράδειγμα από την καθημερινή ζωή. Και αυτό δεν είναι η σεξουαλική πράξη, αλλά τι επακολουθεί πριν ή μετά απ’ αυτήν την πράξη. Και αυτό που προηγείται καί πριν και επακολουθεί καί μετά, είναι η χαρά και η ηδονή για το συγκεκριμένο άτομο. Είναι η αμοιβαία ανατριχίλα πιάνοντας το χέρι του, είναι ότι το δέσιμο με το άτομο αυτό, είναι ο θαυμασμός, είναι η αγάπη και η ερωτική ατμόσφαιρα που δημιουργείτε τόσον πριν, όσο και μετά την σεξουαλική πράξη. Είναι τέλος πάντων ότι αρεσκόμαστε στην φιλία του, στην παρέα του, στην συμφωνία του ή στην λογική διαφωνία του.

Βλέπουμε λοιπόν πως πέραν της σεξουαλικής επαφής η ΑΓΑΠΗ 2 και η αλληλεγγύη μεταξύ δύο ατόμων είναι αυτές που κρατάνε ζωντανή μία σχέση.

Τι γίνεται όμως όταν χαθεί αυτό το συναίσθημα; Ή όταν αυτό το συναίσθημα ήταν ψεύτικο; Ή ακόμα αν αυτό το συναίσθημα ήταν προσποιητό; Ή αν το συναίσθημα ήταν υπέρμετρα μεγάλο και έξω από τα όρια του φυσιολογικού; Ή τέλος αν πεισθούμε, που πειθόμεθα μέσα σ’ αυτήν την παραζάλη, ότι είμαστε οι πιο όμορφοι, οι πιο καλοί, οι πιο παθιάρηδες, η πιο αισθησιακοί, κ.τ.λ. Μήπως όλο αυτό το συναίσθημα καταλήγει σε καψούρα; Μήπως επενδύομαι παρά πάνω σ’ έναν άνθρωπο απ’ ότι θα έπρεπε;

Βλέπουμε συχνά, ή και διαβάζουμε στις εφημερίδες, διάφορα γεγονότα της καθημερινής ζωής , όπως άνθρωποι να αυτοκτονούν , ή να πουλάνε ότι έχουν και δεν έχουν , να τρελαίνονται κ.α λόγω ερωτικής απογοήτευσης ή της καψούρας . Και αν υπήρχε κάποιος που δεν είχε ερωτευθεί: διαβάζοντας αυτά τα γεγονότα, θα τον ξένιζαν σίγουρα όλα αυτά τα προβλήματα των καθημερινών σχέσεων. Όντως θα παρεξενεύετο απ’ όλη αυτή την διαδικασία . Γιατί στην προκειμένη περίπτωση ο καθένας μας το μόνο πράγμα που θα μπορούσε να θέσει σε λειτουργία, σε ενδεχόμενες, πιθανές και ανάλογες δικές του εμπειρίες, είναι η λειτουργία της φρόνησης. Η οποία φρόνηση και η ψύχραιμη σκέψη των καταστάσεων, θα τον νουθετούσε στην αποφυγή παρομοίων περιπετειών. Θα τον νουθετούσε για την αποφυγή αυτής της ψυχικής ταραχής. Νουθεσία η οποία έγκειται στην φρόνηση ότι, αν δεν είναι αυτός ο άνθρωπος που τυχόν γνώρισα, θα μπορούσε να ήταν και κάποιος άλλος.

Πράγματι αν αυτοί οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν την φρόνηση θα είχαν αποφύγει όλες εκείνες τις δυσάρεστες γι’ αυτούς εμπειρίες.

Επίσης ένα άλλο στοιχείο που οδηγεί σ’ αυτές τις αρρωστημένες καταστάσεις έγκειται και σ’ αυτό. Είναι όντως αλήθεια ότι τα διάφορα άτομα και εγώ προσωπικά, θεωρούν και δέχονται μία εγωκεντρική αντίληψη του περιβάλλοντος χώρου. Η κάθε ενέργεια και λειτουργία τους έχουν σαν κέντρο, αλλά και σαν κατάληξη το εγώ. Έτσι λοιπόν ο πόθος, που τρέφεται και αναπτύσσεται από κάποιον για κάποιον άλλο άνθρωπο, μπορεί να είναι καθαρά η ασυνείδητη ικανοποίηση του εγώ του. Και αν θέλαμε να το προεκτείνουμε στην κυριολεξία , όλοι οι άνθρωποι επιθυμούν να έχουν αντίγραφα του εαυτού τους. Και αν επιθυμούσαμε να το κακοποιήσουμε θα λέγαμε ότι όλοι οι άνθρωποι θέλουν να εξουσιάζουν ο ένας πάνω στον άλλον. Γιατί αυτή ακριβώς η επιθυμία, του να εξουσιάζεις δηλαδή, είναι έμφυτη. Όπως και η ικανοποίηση του εγώ μας. Δέχομαι λοιπόν πως απ’ αυτήν ακριβώς την θεώρηση, ευρίσκεται η αρχή και το τέλος μίας σχέσης Σίγουρα όμως η διαλεκτική αυτή καθ’ αυτή, ξερά ιδωμένη, έχει μία δόση φασισμού, αλλά αν κοιτάξουμε βαθύτερα, αν προσπαθήσουμε να εισέλθουμε στον πυρήνα αυτής της υπόθεσης και αν κατορθώσουμε να βγάλουμε αυτό το πρωτόγονο κτήνος που φωλιάζει μέσα μας, όλη αυτή η θεώρηση είναι βέβαιο πως δίνει μία άλλη αντίληψη, μία άλλη γωνιακή εξέταση των πραγμάτων. Αυτών των πραγμάτων που είναι, όπως είπαμε αρρωστημένα.

Γ) Η λογική

Σίγουρα αυτά τα επιχειρήματα, που οι σκεπτόμενοι τουλάχιστον και εμείς οι Επικούρειοι τα θεωρούν σπουδαία, δεν είναι τα μοναδικά. Υπάρχουν και άλλα εξ ίσου σπουδαία, αλλά και δευτερεύοντα τα οποία οδηγούν σε παρόμοιες αρρωστημένες καταστάσεις. Αλλά τι να είναι άραγε αυτό που να τους οδήγησε στην καταστροφή; Μήπως δεν είχαν το κουράγιο να σκεφτούν και να δουν από λογική γωνία τα πράγματα; Δεν το νομίζω. Αν επιχειρήσουμε μία ορθολογική αποσαφήνιση όλων αυτών των γεγονότων, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η μοναδικότητά μας, η μοναχικότητά μας , βρίσκει έκφραση σ’ αυτόν που έχουμε «ερωτευθεί», επιθυμήσει ή με την πιο σωστή έννοια σ αυτόν που έχουμε ποθήσει. Και για να γίνουμε πιο ερμηνευτικοί, ο άνθρωπος αυτός, ο αλλοτριωμένος και διασκορπισμένος με τις διάφορες επαφές του, νομίζει ότι ανακαλύπτει εκείνα τα στοιχεία, τα ψυχικά κυρίως, αλλά και τα πνευματικά χαρίσματα, τα οποία ήθελε εκ των προτέρων να ανακαλύψει και τα οποία είναι και πιο προσιτά σ αυτόν. Ή αν θέλετε, τα διάφορα χαρίσματά του, τα προβλήματά του, σκέψεις και έννοιές του θαρρεί πως βρίσκουν μία κάποια ανταπόκριση. Ή ακόμα αυτά καθ’ αυτά τα χαρίσματα που νομίζουμε ότι έχουμε, ένεκα της πειθούς μας από τον άλλον, στην πραγματικότητα είναι μύθος. Με αποτέλεσμα την ανώμαλη προσγείωση μας στην πραγματικότητα.

Αλλά όλες αυτές οι καταστάσεις που είδαμε να δημιουργούνται, με μία μόνο εξήγηση μπορούν να ερμηνευθούν και αυτή δεν είναι άλλη παρά η έλλειψη της πραγματικής φιλίας. Και οι οποίες αν ιδωθούν προσεκτικότερα δεν είναι και τόσο αρρωστημένες, όσο φαίνονται, αλλά θα μπορούσαν να θεωρηθούν σαν απόλυτα φυσιολογικές σήμερα. Φυσιολογικές όσον αφορά την ανάγκη του ανθρώπου να αποκτήσει συνοχή μέσω της φιλίας.

Και η απόδειξη της παραπάνω πρότασης έγκειται στην διεργασία που γίνεται στη βάση του «συμφέροντος». Ένα συμφέρον όμως με την καλή έννοια και όχι με την Καπιταλιστική κερδοσκοπική σημασία. Ένα συμφέρον προς ένα υγειή ωφελιμισμό.

Ο άνθρωπος λοιπόν στην ερμηνευμένη πλέον φύση, (όσο αυτό είναι δυνατόν), αισθάνεται ερωτική μοναξιά. Έτσι λοιπόν όλοι θα θέλαμε να βρούμε εκείνο το ταίρι που θα μας γεμίζει, που θα βρίσκουμε ασφάλεια, συνεργασία, που θα του έχουμε εμπιστοσύνη και τέλος που θα μας πληρεί τις μοναχικές μας ώρες. Τις ώρες που αισθανόμαστε ερωτική μοναξιά. Εν ολίγοις θα μας καλύπτει συναισθηματικά μέσω ενός ερωτικού παιχνιδιού.

Δηλαδή με συμφέρει να προσκολληθώ σ’ έναν άνθρωπο, να τον αγαπήσω προκειμένου να καλύψω την ερωτική μοναξιά μου. Και θα κάνω το παν ούτως ώστε αυτός ο άνθρωπος να μην χαθεί αν αξίζει. Ή βολεύτηκα, καλύφθηκα , εκπληρώθηκα με ένα άτομο και η απώλειά του με φέρει σε παράλογες καταστάσεις.

Άρα τελικά βλέπουμε ότι μέσα σ’ αυτόν τον κυκεώνα που λέγεται σεξουαλική επαφή , εκτός του εξωτερικού ερεθίσματος, του συναισθήματος, χρειάζεται και η λογική. Η λογική του να κάνω το παν ώστε να μην μείνω ερωτικά μόνος.

Ο Έριχ Φρομ αναφέρεται επί λέξει στο θέμα αυτό της μοναξιάς ως εξής..

«Ο άνθρωπος είναι μόνος, αλλά ταυτόχρονα έχει δεσμούς, συνάφεια. Είναι μόνος όταν χρειάζεται να κρίνει ή να λάβει αποφάσεις αποκλειστικά και μόνο με την δύναμη της λογικής του. Δεν μπορεί όμως να υποφέρει την μοναξιά. Να μην έχει σχέσεις με τους συνανθρώπους του. Η ευτυχία του εξαρτάται από την αλληλεγγύη που νοιώθει προς τους συνανθρώπους του, προς τις γενεές του παρελθόντος και του μέλλοντος3» Όμως αυτή η πεποίθηση του Εριχ Φρομ, δεν είναι πεποίθηση μόνο του Έριχ Φρομ, αλλά η πεποίθηση αυτή είναι όντως δανεισμένη από τον Επίκουρο.

Δ) Το ένστικτο.

Όμως, αυτό καθ’ αυτό το πλέγμα αυτό του έρωτα, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι είναι μία ανθρώπινη έκφραση διαφορετική απ’ όλα τα έμβια όντα.

Ναι όλα αυτά που είπαμε δεν συμβαίνουν στα ζώα, γιατί απλούστατα τα ζώα δεν έχουν αυτογνωσία και λογική. Διότι πέραν του πόθου, του εξωτερικού ερεθίσματος δηλαδή, των συναισθημάτων, και της λογικής, υπάρχει και μία λειτουργία η οποία εμφανίζεται πιο έντονα, στο φυτικό και ζωικό βασίλειο. Και αυτό είναι το ένστικτο4. Πράγματι ο σπουδαιότερος και κύριος παράγοντας της ένωσης δύο ατόμων, είναι η διαιώνιση του είδους. Εδώ πλέον δεν χωρεί καμία εξήγηση. Είναι ότι είναι. Είναι με λίγα λόγια το φυσικό. Μόνο μια παρατήρηση μπορώ να κάνω: Ότι το κίνητρο για την ενστικτώδικη αυτή ένωση, είναι η ηδονή. Και αν προσπαθήσουμε να απογυμνώσουμε αυτό το ένστικτο, ή αν σας πάει καλλίτερα, αυτήν την ηδονή από όλα όσα στοιχεία αναφερθήκανε, τότε πλέον δεν μιλάμε για έρωτα, αλλά αυτήν ακριβώς την πράξη μπορούμε να την ονομάσουμε ενστικτώδικη σεξουαλική πράξη. Και μ’ αυτήν την ενστιτώδική σεξουαλική πράξη διαφέρει ο άνθρωπος από τα ζώα. Ο οποίος δεν κάνει ενστικτώδικο σεξ με σκοπό την διαιώνιση του είδους, αλλά ξεκινάει από το ένστικτό και το μετατρέπει σε χαρά της ζωής.

Σίγουρα όλα τα ρηθέντα έχουν σαν αιτία, οδηγούν , ή έχουν σαν αποτέλεσμα, την ηδονή! Αλλά αυτή καθ’ εαυτή η ηδονή δεν είναι τίποτε άλλο από μία σεξουαλική, όπως είπαμε, πράξη που η εκπλήρωσή της και μόνο, αντίκειται προς το πολιτιστικό, θα έλεγα, επίπεδο του κάθε ανθρώπου. Είναι η προσωρινή ικανοποίηση της φλέγουσας επιθυμίας που περιγράψαμε.

Δεν θέλω να γίνω ηθικολόγος αλλά ο θεσμός του μπουρδέλου είναι σίγουρα απόρροια της στερημένης ηδονής ή του απωθημένου έρωτα. Είναι το σούπερ μάρκετ ενός αλλοτριωμένου μέχρι το μεδούλι, έρωτα. Και πόσο άσχημα αισθάνεται κανείς αλήθεια, όταν στο οποιοδήποτε κρεβάτι να ξαπλώνει με έναν άνθρωπο που δεν τον γνωρίζει. Αλλά και όμορφα να αισθάνεται αυτό όμως είναι στιγμιαίο. Πάλι μόνος θα αισθανθεί μετά την σεξουαλική πράξη. Μόνος και έρημος. Μόνο η ανάμνηση θα του μείνει πως συνευρέθηκα με ένα ωραίο άτομο. Σ’ ένα δωμάτιο που ούτε το έχει ξαναντικρύσει και μ’ ένα άτομο, που η μόνη συναλλαγή είναι τα χρήματα, ή το άλογο σεξ... Στο νομικό και στο κοινωνικό επίπεδο υπάρχει σαφής διαχωρισμός της εργασίας και της υπηρεσίας. Βέβαια η ιερόδουλη επιτελεί μία υπηρεσία. Μία υπηρεσία κοινωνική. Αλλά δεν μπορεί πλέον να νοηθεί αυτή η υπηρεσία σαν έρωτας αλλά σαν σεξουαλική εκτόνωση.

Τι συμβαίνει σήμερα και γενικά σε ανελεύθερα καθεστώτα;

Αυτό που επικρατεί σήμερα δεν είναι τίποτε άλλο από ένα άσκοπο κυνήγι της ικανοποίησης των καπιταλιστικών υλικών επιθυμιών. Με λίγα λόγια μας έχουν πει πως ο άνθρωπος κινείται με τις υλικές επιθυμίες του και ότι η ικανοποίηση αυτών, θα τον κάνει ευτυχισμένο. Αυτό άλλωστε το βλέπουμε να συμβαίνει καθημερινά σ ’ όλα τα Μ.Μ.Ε. που προσπαθούν να μας πείσουν, να μας μαζικοποιήσουν, για κάτι που δεν είναι αληθές. Για κάτι άτοπο. Και δεν είναι αληθές διότι ο άνθρωπος είναι μία προσωπικότητα που έχει ανάγκη και της πνευματικής αλλά και της ψυχικής τροφής. Μοιάζει με ένα πτηνό που ζει σ’ ένα κλουβί. Ε, όσο και όμορφο και να είναι αυτό το κλουβί δεν είναι παρά μία φυλακή. Και η φυλακή του ανθρώπου δεν είναι τίποτε άλλο παρά η έλλειψη της πνευματικής του καλλιέργειας και της αποδυνάμωσης του συναισθήματος.

Όμως όσο και να προσπαθούν να μας πείσουν και να μας αλλοτριώσουν, νομίζω πως υπάρχουν αντιστάσεις. Υπάρχουν τα αναχώματα αυτά σ’ έναν άνθρωπο που κινείτε με την φρόνηση και όχι με τα γεννητικά του όργανα. Εδώ ο Επίκουρος έκανε ένα σαφή διαχωρισμό πάνω στις επιθυμίες ή τις ανάγκες. Τις χώρισε σε φυσικές και αναγκαίες, σε φυσικές και μη αναγκαίες, και σε μη φυσικές και μη αναγκαίες. Μόνο με την σωστή ιεράρχηση των επιθυμιών μας καί θα μπορέσουμε να ξεφύγουμε απ’ αυτήν την καπιταλιστική απάτη και θα είμαστε υγιείς μιας και δεν θα μας ταράζουν ψυχικά αυτές οι επιθυμίες.

Ένα άλλο στοιχείο το οποίο ανάγεται στην ίδια κατηγορία , θα μπορούσε να είναι η σεξουαλική καταπίεση του χθες και η σεξουαλική αλλοτρίωση του σήμερα .Και αυτό είναι λογικό αφού η επιτυχία μας για σεξουαλική απελευθέρωση, συνοδεύτηκε στις Δυτικές «Δημοκρατίες» του σήμερα στο καρκίνωμα της αλλοτρίωσης και του εξανδραποδισμού. Είτε η παρελθούσα σεξουαλική καταπίεση, είτε η παρούσα χυδαιότητα, περιέχουν και αυτές τα ίδια ανάλογα αποτελέσματα. Τα αποτελέσματα της μαζικοποίησης. Τα αποτελέσματα μιας υποχρεωτικής επιβολής και ενός ψυχαναγκασμού.

Τα αποτελέσματα λοιπόν τόσον της καταπίεσης, όσον και της αλλοτρίωσης αυτής που διάγουμε σήμερα, έγκειται στην μοναδικότητα του ατόμου που τυχόν μπορέσαμε να αγαπήσουμε, να συνάψουμε φιλική σχέση, να επιθυμήσουμε. Οπότε η έλλειψή του, μας δημιουργεί την παράξενη εκείνη αίσθηση της αποσυγκόλησης με το συγκεκριμένο άτομο αφ’ ενός και της έλλειψης του σεξουαλικού πεδίου με ένα άτομο που επιθυμούσαμε σφόδρα, ένεκα των κριτηρίων που ετέθησαν, να κάνουμε σεξ αφ’ ετέρου.

Η αντίδραση στην προκειμένη περίπτωση είναι δυνατόν να θεωρηθεί σαν ενστικτώδικη. Δηλαδή η καταστροφή του ανθρώπου είναι σαν φυσική απόρροια της προσπάθειάς του, του ξανακερδίσματος αυτής της συγκεκριμένης σχέσης.

Είναι με λίγα λόγια σαν από ένα πεινασμένο ζώο να αφαιρείς, την σπάνια ευρισκόμενη απ’ αυτό, τροφή του. Τότε το ζώο θα κάνει απεγνωσμένες προσπάθειες για να την ξαναποκτήσει, καταστρεφόμενο ίσως.

Ο Έρωτας στους κήπους.

Εξ όσων αναφέρθηκαν περιγράφουν κυρίως στο τι επικρατεί κυρίως σήμερα και τα οποία ισχύουν σε κάθε ανελεύθερη εποχή με ανελεύθερους ανθρώπους. Ανθρώπους κολλημένους στον μαζισμό και όχι στην αυταπάρνηση και την αυτονόμηση. Αυτό λοιπόν το γεγονός, τον οδηγεί σ’ αυτές τις αρρωστημένες καταστάσεις. Σίγουρα η φιλία παίζει τον μεγαλύτερο ρόλο, αλλά καί δεν την έχει συνειδητοποιήσει ο ανελεύθερος άνθρωπος καί της δίνει μία εγωκεντρική αντίληψη.

Όμως αν θέλουμε να οδηγηθούμε προς τον πραγματικό έρωτα., ένας δρόμος υπάρχει. Η φιλία! Η φιλία που είναι το μέσον για να φτάσει κανείς στην πραγματική ηδονή. Τόσο στην σωματική, δηλαδή την σαρκική, όσο και στην ψυχική και πνευματική τοιαύτη. Έτσι γι’ αυτό ο Επίκουρος δέχτηκε την φιλία. Μόνο μέσα από τους φίλους σου, τις γνωριμίες σου, την παρέα σου θα βρεις αυτό που σε ικανοποιεί πραγματικά. Και μέσα σ’ αυτές τις μικροκοινωνίες θα κάνεις σεξ, με τους όμοια σκεπτόμενους με εσέ, ανθρώπους. Διότι μόνο οι όμοια σκεπτόμενοι με εσένα άνθρωποι , σε καταλαβαίνουν και τους καταλαβαίνεις. Να κάνεις σεξ χωρίς την παραμικρή προοπτική. Σεξ για την χαρά της ζωής και γι’ αυτό που ζούμε αυτήν την στιγμή. Και αν προκύψουν παιδιά τότε με την βοήθεια των ομοίων σκεπτόμενων, θα τα αναθρέψεις και θα τα μεγαλώσεις5.

Νομίζω πως αυτός είναι ο λίθος της πιο ελεύθερης και μη καταπιεστικής κοινωνίας που τυχόν ψάχνουμε. Ή ακόμα, αν θέλετε, των μικρών κοινωνιών στις οποίες εντάσσετε ο καθείς μας ανάλογα με τις διανοητικές, τις ψυχικές ή τις σωματικές του ανάγκες αποφεύγοντας την μαζικότητα και την ψυχική ταραχή από τον ψυχαναγκασμό ο οποίος απορρέει απ’ αυτήν.

Θαρρώ πως στο τέλος της συλλογιστικής αυτής βρίσκεται μια κάποια αυτόνομη ατομικότητα. Δηλαδή η κατάπνιξη των στοιχείων εκείνων που μας δημιουργούν αυτήν καθ ’αυτήν, την φασιστική μας βούληση. Δηλαδή αυτή η αυτόνομη ατομικότητα, ελεύθερα πλέον, έρχεται να συνάψει φιλία με τις άλλες αυτόνομες προσωπικότητες και μέσα απ’ αυτήν την πραγματική φιλία θα δημιουργηθεί αυτό το περιβάλλον του ενστικτώδικου πόθου προς ένα άτομο. Διότι η φιλία σε κάνει να ταυτίζεις όλα σου τα αισθήματα, όλες σου τις σκέψεις, όλο σου το είναι, σ’ αυτούς που αγαπάς και σ’ αυτούς που ποθείς.

Οι φίλοι σου είναι που σε κάνουν να βλέπεις τον κόσμο όμορφο, λαμπερό, που σε κάνουν παιδί, που σε αποτρέπουν από τις ψυχικές ταλαιπωρίες. Και το σεξ είναι η κορωνίδα όλων αυτών.

Για σένα που ζεις σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον μόνο το σήμερα έχει σημασία, μόνο το τώρα, και είναι γεγονός πως ποτέ δεν προνοείς για ένα αμφίβολο αύριο.

Ή το προνοείς για την βελτίωση και την όσο το δυνατόν διάρκεια της χαράς σου και της απόλαυσής σου.

Και απ’ ότι μας λέει ο Επίκουρος «από εκείνα που χρησιμοποιεί η σοφία για την ευτυχία της ζωής μας το αληθινά μέγιστο είναι η απόκτηση της φιλίας»6

Και είμαι σίγουρος και απόλυτα πεπεισμένος ότι αυτός είναι ο μοναδικός και κύριος λόγος που το κάθε σύστημα καταστέλλει τον έρωτα αυτόν, είτε με την σεξουαλική, είτε με την ερωτική καταπίεση, είτε με το μάταιο κυνήγι της καπιταλιστικής επιθυμίας. Ακόμα και ο ολιγαρχικός Πλάτων παραδέχεται ότι:

«Γιατί νομίζω ότι δεν συμφέρει στους εξουσιαστές υψηλά φρονήματα, ούτε ισχυρές φιλίες και δεσμοί, κι αυτά ιδιαίτερα, περισσότερο απ’ όλα τα άλλα, τα προκαλεί ο έρωτας» λέει ο Παυσανίας στο συμπόσιο του Πλάτωνα.7

Το Ενστικτώδικο Σεξ και ο Έρωτας!

Ο διαχωρισμός που έγινε πιο πάνω, όσον αφορά τον έρωτα από την μία μεριά και της ενστικτώδικης σεξουαλικής πράξης από την άλλη, έγινε για να ξανατονισθεί ότι ο έρωτας είναι προϊόν ενός πολιτιστικού επιπέδου.

Αλλά άραγε όλα αυτά που περιγράψαμε και συγκροτούν τον έρωτα δεν έχουν σα σκοπό την ηδονή;

Άραγε δεν είναι σωματική, ψυχική και πνευματική ηδονή; Ναι είναι.

Αλλά όμως αυτή η έλλογη ηδονή μας διαχωρίζει από τα ζώα.

Μας διαχωρίζει και την κάνει πιο έντονη. Για την απόδειξη αυτού του γεγονότος ακούστε αυτό το παράδειγμα. Αν υποθέσουμε ότι λαβωθεί ένα ζώο και ένας άνθρωπος. Άραγε ποιος πονάει πιο πολύ; Σαφώς ο άνθρωπος. Ενώ στο ζώο έχει διαταραχθεί η κυτταρική του δομή και γι’ αυτό μπορεί να υποφέρει τον πόνο με καλύτερο τρόπο και πιο ανώδυνα. Στον άνθρωπο όμως εκτός από την κυτταρική δομή είναι και ο ψυχικός πόνος ο οποίος ενισχύεται από την νόηση του.

Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και με την ηδονή.

Η Περιγραφή της Σεξουαλικής πράξης και του Έρωτα.

Έχοντας λοιπόν όλα αυτά υπ’ όψη μας και θέλοντας να ολοκληρώσουμε αυτό το θέμα βλέπουμε πως έκτος από την σωματική, την σαρκική ηδονή, ο έρωτας μπορεί να συνοψισθεί.

Α) Στο ένστικτο, Β) στην εξωτερική ομορφιά, Γ) στο συναίσθημα και Δ) στην λογική που η απόρροια της είναι ο ωφελιμισμός .

Αλλά πριν προχωρήσουμε στην απόπειρα της περιγραφής του έρωτα, χρήσιμο είναι να παραθέσουμε μία περιγραφή της σεξουαλικής πράξης,

Άρα λοιπόν σα σεξουαλική πράξη δέχομαι εγώ την ηδονή η οποία αναπαράγεται στα πλαίσια ή εξωτερικής εμφάνισης ή του ενστίκτου. Διότι σημαντικό ρόλο παίζει το ένστικτο της επιβίωσης μας. Και κάθε μέρα βγαίνει ο Ήλιος. Δηλαδή κάθε μέρα οι νέοι έχουν ορμές.

Μετά λοιπόν από αυτό το ξεκαθάρισμα μπορούμε να δούμε, την περιγεγραμμένη έννοια του έρωτα σε λίγες γραμμές.

Έρωτας λοιπόν είναι «η πνευματική και η ψυχική ταύτιση και ηδονή η οποία ολοκληρώνεται με την σαρκική επιθυμία». Διότι εάν ισχύει μόνο η πνευματική και η ψυχική ένωση δεν μιλάμε για έρωτα αλλά για φιλία.

Ο Έρωτας δεν είναι τίποτε άλλο παρά η αγκαλιά. Μία ένωση ανθρώπων. Μία συνεχής δημιουργία.

«Έτσι εμείς οι Επικούρειοι ζητάμε να γίνει ο βίος μας πιο γλυκύς και στην ψυχή μας και στις πράξεις μας»8.

Ένθετο: Ο Εφηβικός Έρωτας:

Το ερώτημα που μπορεί κανείς εύλογα να θέσει πάνω σ’ αυτά που ειπώθηκαν έγκειται, στο αν ένας έφηβος που λόγω ηλικίας, δεν μπορεί να έχει πνευματικό επίπεδο. Πως μπορεί άραγε και ερωτεύεται; Καθοδηγείται άραγε από το ένστικτό- ηδονή; Ή από το συναίσθημα; Ή και από τα δύο μαζί;

Η απάντηση που θα μπορούσε να δοθεί, περικλείει μια κάποια παγίδα. Διότι ο έφηβος δεν είναι ζώο. Και εκείνο που μπορούμε να δεχτούμε είναι η προσαρμογή του στα εκάστοτε δεδομένα. Η συμπεριφορά του δηλαδή προς τo κοινωνικό status, της δοθείσης κοινωνίας.

Και αυτό εξηγείται με το ότι ένας έφηβος μαθαίνει, υποχρεώνεται έστω, να μάθει τους κανόνες συμπεριφοράς και προσπαθεί να τους εφαρμόσει όσο του επιτρέπει ο πτωχός και άπειρος ακόμα, εμπειρικός του κόσμος . Πράγματι πολλές από τις λειτουργίες του, όπως αυτές εμφανίζονται στον εξωτερικό κόσμο, διαμορφώνονται δυστυχώς! από μία προσαρμογή, της νοοτροπίας, του πολιτιστικού επιπέδου, των σχέσεων του κοινωνικού περίγυρου. Δηλαδή είναι επιρρεπής στην μαζικοποίηση.

Έτσι ένας έφηβος σιγά, σίγα αποκτά τα στοιχεία που συνθέτουν μία ψεύτικη προσωπικότητα και όταν τα κοινωνικά δεδομένα και οι θεσμοί αλλάξουν, τότε και η συμπεριφορά του απέναντι στο κοινωνικό σύνολο θα αλλάξει.

Αλλά τις περισσότερες φορές αντιδρά και πολλές φορές έντονα, τόσο στην καθοδηγούμενη μάθηση, όσο και στους επιβαλλόμενους κανόνες ή και στην συγκεκριμένη περίπτωση, στην λογική της δοθείσας εκ των άνω ηθική της ηδονής.

Και αυτό συμβαίνει, γιατί εξαρτάται το πώς βιώνει ο κάθε έφηβος, με την καθαρή του σκέψη, την κάθε εξωτερική επιβολή.

Και εκείνο που θα θέλαμε να τονίσουμε είναι, ότι κυρίως σε ένα έφηβο υπάρχουν ορισμένες ιδέες, σκέψεις, γνώσεις και θέληση για επαναστατικότητα, οι οποίες συντελούν στην συμπεριφορά του. Διότι αυτό που διδάχτηκε, για παράδειγμα σε ένα κατευθυνόμενο σχολείο, του δίδεται και η δυνατότητα να το αμφισβητήσει.

Μπορεί σ’ έναν άπειρο νέο να μην λειτουργεί η φρόνηση ένεκα της μη εμπειρίας του, αλλά κυρίως το συναίσθημα και η λογική του να μην αυνανίζεται, όντως λειτουργούν.

Ωστόσο οι επιλογές του γίνονται με κριτήρια συναισθηματικά και λίγες φορές και με νοητικά, χωρίς βέβαια να του λείπει το υπέρμετρο πάθος. Δεν του λείπει όμως η συναισθηματική επιθετικότητα η οποία εκδηλώνεται πάνω στις αλλοτριωμένες σχέσεις και λόγω αυτών που είπαμε ανωτέρω, και λόγω της κατεστημένης ηθικής.

Δηλαδή, είτε προέρχεται από το υπέρμετρο πάθος, είτε από τις μεγάλες και στερημένες ορμές. Με λίγα λόγια αυτή η επιθετικότητα είναι μία λειτουργία της ικανοποίησης της σεξουαλικής επιθυμίας η οποία λειτουργεί εγκεφαλικά με το οποιοδήποτε οπτικό ερέθισμα που έχει σαν αιτία τον εγγενή διακαή πόθο. Ακόμα προέρχεται και από τα αντιερωτικά στοιχεία που τον περιβάλλουν, ή τέλος από τον εξανδραποδισμένο σεξισμό και την ανταγωνιστικότητα της σημερινής απατηλής κοινωνίας.

Έτσι εκτός από το ένστικτο έχει μια έντονη συναισθηματικότητα. Μια αδιαμόρφωτη όμως συναισθηματικότητα η οποία εξαρτάται από μία σε ανάπτυξη από τις αισθήσεις νόηση.

Πράγματι ένας νέος έχει αναπτυσσόμενα συναισθήματα, αλλά όχι κατασταλαγμένα.

Έχει μία δυναμική ως προς αυτά που συνθέτουν την προσωπικότητα του, αλλά όχι την εμπειρία, ή τις τόσες πολλές γνώσεις σε σχέση μ’ έναν μεγαλύτερο του. Προσωπικά εκείνο που φρονώ είναι να μην χαθεί αυτός το έφηβος μέσα στον λαβύρινθο της δεδομένης κοινωνίας, αλλά να μπορέσει να αυτονομηθεί από αυτήν στο όνομα της ανόθευτης προσωπικότητάς του. Να αυτονομηθεί και να ενωθεί με άλλες αυτόνομες προσωπικότητες για την δημιουργία μικρών κοινωνιών, παρέας ή φίλων. Και να μην βλέπει τον έρωτα σαν ιδανικό, αλλά μέσα απ’ αυτήν την διαδικασία, να προωθεί την εξισορρόπηση του εαυτού του.

Πράγματι, και μόνο δύο νέοι να διαθέτουν μία κοινή νοοτροπία σκέψης, αυτό μπορεί να δημιουργήσει ένα σεξουαλικό και ερωτικό πεδίο.

Με αυτά που είπαμε είναι αλήθεια, πως μπορούν ακόμα και σ’ ένα νέο να ισορροπήσουν και τα τρία μέρη του εγκεφάλου. Δηλαδή το ένστικτο, το συναίσθημα και το λογικό του μέρος. Και ισορροπούν, όταν αυτονομηθεί σαν άτομο, στα πλαίσια μιας φιλικής παρέας, από την φενάκη της αποκλειστικότητας, τα ψέματα περί ιδανικού έρωτα και την δοθείσα ηθική ή ανηθικότητα της εκάστοτε κοινωνίας.
---------------------------
1 Επίκουρου προσφώνησις XVIII
2 Η αγάπη δεν ήταν εφεύρεση των Χριστιανών . Θα την δούμε και στην Αντιγόνη του Σοφοκλέους. Εκεί πολύ παραστατικά αναφέρει η Αντιγόνη στον Κρέοντα την ρήση «Ζω για να αγαπώ και ν’ αγαπιέμαι και όχι για να μισώ» Επίσης και ο Επίκουρος αναφέρεται στην αγάπη μέσω της ωφέλειας. Και ξεκαθάρισε τα πράγματα. Δηλαδή είναι παράλογο ν’ αγαπάς αυτόν που σ’ επιβουλεύεται ή σου κάνει συνεχώς κακό. Και σου λέει “Η κάθε φιλία είναι από μόνη της αρετή. Αλλά η αρχή της προέρχεται από την ωφέλεια. (Επίκουρου προσφώνησις). Εδώ βάλτε αντί για την φιλία την αγάπη.
3 Έριχ Φρομ : Ο άνθρωπος για τον εαυτό του, κεφ 3 « ανθρώπινη φύση και χαρακτήρας » Κεφάλαιο: Η υπαρξιακή και ιστορική αντίφαση στον άνθρωπο.Σελίδα 86: Εκδόσεις Μπουκουμάνης
4 Άλλωστε ένστικτο είναι αυτό που δένει μία μάνα με ένα παιδί. Ακόμα ένστικτο είναι η έμφυτη ανάγκη μας να έχουμε δεσμούς και συνάφεια.
5 “ Να φροντίζουν ο Αμυνόμαχος και ο Τιμοκράτης για το παιδί του Μητρόδωρου, τον Επίκουρο, και για το παιδί του Πολύαινου, ενόσω αυτοί θα φιλοσοφούν και θα ζουν μαζί με τον Έρμαρχο. Κατά τον ίδιο τρόπο επίσης να φροντίζουν και για την κόρη του Μητρόδωρου και όταν έλθει σε ηλικία γάμου να την παντρέψουν με όποιον εκλέξει ο Έρμαρχος από αυτούς που μαζί μ’ αυτόν καταγίνονται στην φιλοσοφία, εφόσον αυτή είναι φρόνιμη και υπακούει στον Έρμαρχο. Να χορηγούν δε σ’ αυτούς για την διατροφή τους από τα υπάρχοντα εισοδήματα, όσα φαίνεται σ’ αυτούς ότι χρειάζονται κάθε χρόνο αφού συνεννοηθούν με τον Έρμαρχο. (Επίκουρος άπαντα: εκδ Κάκτος 1994 κεφ. Διαθήκη του Επίκουρου σελ 79)
6 Επίκουρος (Κύρια δόξα XXVII, Δ.Λ.Χ 148)
7 Πλάτων Συμπόσιο στιχ. 182 c εκδόσεις Κάκτος Αθήνα 1992 Αν ιδωθεί αυτό το σχόλιο του Πλάτωνα χωρίς υποψία τότε συμφωνούμε και εμείς οι Επικούρειοι. Αλλά ο Πλάτων όταν αναφέρεται στην φιλία και στον έρωτα μας παραπέμπει στον κόσμο των ιδεών.
8 Διογένης ο Οινοανδέας

Aν δεν υπάρχει έρωτας μες στην εκπαίδευση δεν υπάρχει εκπαίδευση

Θα έλεγα πρώτα πρώτα ότι δεν μπορούμε να χωρίσουμε την εκπαίδευση από τη συνολική κοινωνική κατάσταση. Ο μακαρίτης, ο καημένος ο Πλάτων έλεγε ήδη ότι ακόμα και οι τοίχοι της πόλης εκπαιδεύουν τους ανθρώπους και νομίζω ότι αυτό είναι μια τρομερά σημαντική και βαριά αλήθεια. Η εκπαίδευση ενός ανθρώπου, η παιδεία ενός ανθρώπου αρχίζει από την ηλικία μηδέν και φτάνει ως την ηλικία ωμέγα, δηλ. τη στιγμή που θα πεθάνει, συνεχώς διαμορφώνεται αυτός ο άνθρωπος.

Διαμορφώνεται από τι; Διαμορφώνεται από όλα όσα προσλαμβάνει. Διαμορφώνεται από όλα όσα είναι γύρω του.

Λοιπόν, τί διαμόρφωση υφίστατο ένας αρχαίος Αθηναίος περπατώντας, βλέποντας την Ακρόπολη, την Αγορά, τη Στοά και τα λοιπά και τα λοιπά και τί διαμόρφωση υφίσταται ένας σημερινός Αθηναίος ζώντας μέσα σε αυτό το φρικτό τερατούργημα που λέγεται Αθήνα και που έγινε τερατούργημα μέσα σε σαράντα χρόνια, δυνάμει όλων των μεγαλοφυών πολιτικών μας; Δεν είναι έτσι!… Ή τι διαμόρφωση υφίστατο ένας αρχαίος Αθηναίος βλέποντας τραγωδίες στο θέατρο του Διονύσου και τί διαμόρφωση υφίσταται σήμερα ένας άνθρωπος βλέποντας τις διαφημίσεις της τηλεόρασης, δεν ξέρω τι!…

Για να υπάρξει πραγματική εκπαίδευση με την αυστηρή έννοια του όρου υπάρχει μια βασική προϋπόθεση: είναι ότι αυτή η εκπαιδευτική διαδικασία γίνεται αντικείμενο επένδυσης και πάθους και από τους εκπαιδευτές και από τους εκπαιδευόμενους και, για να το πω καθαρά, ότι αν δεν υπάρχει έρωτας μες στην εκπαίδευση δεν υπάρχει εκπαίδευση!

Εάν κάποιος κάτι μαθαίνει μέσα στο σχολείο είναι διότι, διαδοχικά, έναν καθηγητή σε κάποια τάξη –και στο πανεπιστήμιο ακόμη- τον ερωτεύεται και τον ερωτεύεται διότι βλέπει ότι αυτός ο ίδιος ο καθηγητής είναι ερωτευμένος με αυτό που διδάσκει.

Λοιπόν, για να τα πω επίσης καθαρά και για να γίνω πλήρως απεχθής σ’ αυτούς που με ακούνε, σήμερα οι εκπαιδευτικοί ασχολούνται με τις επαγγελματικές τους διεκδικήσεις, οι οικογένειες ασχολούνται με το να πάρει το παιδί ένα ‘χαρτί’ και τα παιδιά ασχολούνται με οτιδήποτε άλλο εκτός από την επένδυση των πραγμάτων που μαθαίνουν. Λοιπόν, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει εκπαίδευση.

Στη Γαλλία αλλάζουν τα εκπαιδευτικά προγράμματα κάθε ένα χρόνο και το σύστημα και τα λοιπά και τα λοιπά… Κάθε υπουργός παιδείας αλλάζει και κάθε χρόνο πάει και χειρότερα το πράγμα, γιατί; Γιατί δεν μπορούν να αλλάξουν, ούτε είναι ικανοί να σκεφτούν πού είναι το πραγματικό πρόβλημα.

Το πραγματικό πρόβλημα είναι αυτός ο έρωτας των παιδιών για αυτόν που τους διδάσκει και γι’ αυτά τα οποία διδάσκει, του διδάσκοντος για τα παιδιά και γι’ αυτά που διδάσκει ο ίδιος και της οικογένειας, η οποία επενδύει όλα αυτά τα πράγματα.

Για να υπάρξουν όλα αυτά πρέπει να υπάρξει μια άλλη στάση απέναντι στη ζωή και στη γνώση και όχι απλώς η στάση ότι πηγαίνουμε στο σχολείο για να πάρουμε το καλύτερο δυνατό «χαρτί» που θα μας κάνει μετά να έχουμε το καλύτερο δυνατό επάγγελμα ή να μας κάνει να βγάλουμε τα περισσότερα δυνατά λεφτά.

Όσο υπάρχει αυτή η νοοτροπία, θα υπάρχει μια συνεχής χειροτέρευση, όπως τη βλέπουμε και σε χώρες όχι σαν την Ελλάδα, αλλά σε μια χώρα όπως η Γαλλία, που έχει τεράστιες ισχυρές παραδοσιακές δομές από δέκα αιώνες και ιδίως στο θέμα της εκπαίδευσης, όπου βλέπει κανείς τη συνεχή φθορά των Λυκείων, των Γυμνασίων, εκεί πέρα και των εκπαιδευτικών και των μαθημάτων που διδάσκονται και των παιδιών και των οικογενειών. Και αυτό είναι όλο το κοινωνικοϊστορικό ρεύμα.

Περσέας, Μέδουσα και Ανδρομέδα. Η αρχετυπική μάχη του Περσέα ενάντια στον Ερπετικό εγκέφαλο (αποσυμβολισμός)

Ο κόσμος των συμβόλων στους μύθους, λειτουργεί ως μεταβατικός χώρος ανάμεσα στη φαντασία και στην πραγματικότητα για την καλύτερη κατανόηση της πραγματικότητας. Είναι ο χώρος όπου αίρονται οι άμυνες και η συνάντηση εμπεριέχει ελευθερία και αυθεντικό συναίσθημα.

Το σύμβολο υποδηλώνει μια ουσιαστική σχέση ανάμεσα σε δύο σημασίες: ανάμεσα σ’ ένα έκδηλο και ένα κρυφό νόημα. Στην συνέχεια του άρθρου θα προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε τα αλληγορικά κρυφά νοήματα τα οποία υποκρύπτονται πίσω από τους σχετικούς άθλους του ήρωα Περσέα.

Ο ήρωας Περσέας είναι γνωστός στην αρχαία Ελληνική μυθολογία, για τον αποκεφαλισμό της Μέδουσας, αλλά και την ελευθέρωση της Ανδρομέδας. Η Μέδουσα κατοικεί σε μια σκοτεινή σπηλιά στην άκρη του κόσμου μαζί με τις δύο άλλες γοργόνες την Σθενώ και την Ευρυάλη. Συμβολίζουν τις τερατώδεις διαστρεβλώσεις της ψυχής που οφείλονται στις διαστρεβλωμένες δυνάμεις των τριών ώσεων: κοινωνικότητα, σεξουαλικότητα, πνευματικότητα.

Η Μέδουσα η κυρίαρχη όπως σημαίνει το όνομά της συμβολίζει τη διαστρέβλωση της πνευματικότητας. Η Μέδουσα συμβολίζει το φόβο, την απόγνωση σε σχέση με τον εαυτό, που κυριεύει τη ματαιόδοξη ψυχή όταν, σε στιγμές διαύγειας, αντικρίζει θαρρετά τον εαυτό της απογυμνωμένο. Η Μέδουσα συμβολίζει τη διαστρεβλωμένη εικόνα του εαυτού, την ενοχή σε έξαρση, την αμυδρά διακρινόμενη, σε στιγμές όπου καταρρέει η ματαιοδοξία.

Η απολίθωση, επακόλουθο της φρίκης (κεφάλι της Μέδουσας – παραμορφωτικός καθρέφτης), οφείλεται στην ανικανότητα να υπομείνει κανείς αντικειμενικά την αλήθεια σχετικά με τον εαυτό του.

Τον πρώτο άθλο του ο Περσέας τον επιτυγχάνει με την βοήθεια του Ερμή και της Αθηνάς, και όχι τυχαία. Ο ψυχοπομπός Ερμής είναι αγγελιοφόρος των Θεών και ο μεσάζων μεταξύ Θεών και ανθρώπων. Η θεά Αθηνά της νόησης και της σοφίας, του δίνει τη λαμπερή της ασπίδα για να τον προστατεύσει. Η ασπίδα είναι ο καθρέφτης όπου κάθε άνθρωπος βλέπει τον εαυτό του ακριβώς όπως είναι και όχι όπως θα ήθελε να φαντάζεται ότι είναι. Για να μπορέσει να σκοτώσει τη μέδουσα χωρίς να τον απολιθώσει η ματιά της, πρέπει να τη δει μέσα από την ασπίδα της Αθηνάς που είναι η ασπίδα της αυτογνωσίας.

Ο Περσέας νικά και σκοτώνει τη Μέδουσα. Από το αίμα που αναβλύζει από το τραύμα αναδύονται ο Χρυσάωρ – το χρυσό σπαθί σύμβολο της πνευματοποίησης – και το φτερωτό άλογο ο Πήγασος, σύμβολο της δημιουργικής φαντασίας. Η διεστραμμένη φαντασία πρέπει να πεθάνει για να γεννηθούν οι δύο μορφές της δημιουργικής φαντασίας. 

Ο Περσέας, επιστρέφοντας από τον άθλο του αποκεφαλισμού της Γοργόνας Μέδουσας, πέρασε από την Αιθιοπία, όπου είδε την όμορφη Ανδρομέδα, δεμένη σ’ έναν βράχο. Η κόρη ήταν καταδικασμένη σε θάνατο από ένα δράκο ο οποίος, κατέστρεφε την Χώρα. Ο δράκος αυτός ήταν σταλμένος από τον Ποσειδώνα (κυρίαρχος των υδάτων και των συναισθημάτων).

Περσέας ζήτησε την Ανδρομέδα ως γυναίκα του, για να την σώσει, και ο πατέρας της Κηφέας δέχτηκε. Ο Περσέας έχοντας ως τρόπαιο το τρομερό κεφάλι της μέδουσας από τον προηγούμενο άθλο του, το εμφάνισε στον δράκο ο οποίος «πέτρωσε», σώζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο της Ανδρομέδα.

Οι δράκοι αποτελούν ένα διαχρονικό και πανανθρώπινο αρχετυπική σύμβολο. Οι χθόνιοι δράκοι, οι φύλακες του παλαιού και της κρυμμένου θησαυρού, αποτελούν τα αρχετυπικά εκείνα όντα, ενάντια στους οποία οφείλουν να πολεμήσουν οι ήρωες, για να κατακτήσουν το μεγαλύτερο τρόπαιο από όλα, την υποταγή της κατώτερης φύσης τους, την ανάδειξη του ανώτερου εαυτού και της αυτογνωσίας, με τελικό προορισμό την ομοίωση προς τους Θεούς.

Ο δράκος αντιπροσωπεύει το ανεκδήλωτο, τις χθόνιες δυνάμεις, την αδάμαστη παρορμητική ενέργεια, τον φύλακα των πυλών της εσωτερικής γνώσης. Οι δράκοι κατοικούν πάντα σε σπηλιές, εκεί όπου επίσης κατοικούσαν οι πρώτοι άνθρωποι πριν δαμάσουν τόσο την φύση, όσο και την δική τους ανθρώπινη φύση. Ο δράκος και η σπηλιά, αντιπροσωπεύουν το υποσυνείδητο, το νοητικό και ψυχικό σκότος, τους φόβους και τα πάθη, που φωλιάζουν μέσα στα πνεύμα και την ψυχή του ανθρώπου.

Σε μία τέτοια προσπάθεια αρωγοί του άνθρωποι στέκονται πάντα οι Θεοί, ενώ συνήθως οι ήρωες βρίσκονται συνήθως επάνω σε ένα άλογο. Ο νους οφείλει να κυριαρχήσει στο α-λογο, στο παράλογο, στο «ερπετικό» τμήμα του εγκεφάλου του. Ο δράκος σημειολογικά σε μία τέτοια συνάρτηση, ίσως να μην αποτελεί μία τυχαία επιλογή, αρχετυπικής μορφής.

Σήμερα δια μέσω της νευροεπιστήμης γνωρίζουμε πως όλες οι επιθυμίες και τα αισθήματα, οι αποφάσεις και οι συμπεριφορές μας, έχουν να κάνουν με εγκεφαλικές λειτουργίες, που εδράζονται στον ανθρώπινο εγκέφαλο. Κάθε ένας από εμάς, δεν έχει ένα, αλλά τρεις διαφορετικούς εγκεφάλους ο καθένας τους από τους οποίους αντιπροσωπεύει και προέρχεται από ένα διαφορετικό στάδιο της βιολογικής καταγωγής και εξέλιξης του ανθρώπου. Τα περιγραφικά ονόματα αυτών των τριών εγκεφάλων, από τον εξελικτικά παλιότερο προς τον νεότερο, είναι: «Ερπετικός εγκέφαλος», ο «Παλαιο-Εγκέφαλος των θηλαστικών», και «Νέο-Εγκέφαλος των θηλαστικών».

Ο Ερπετικός εγκέφαλος υπάρχει και είναι σχεδόν όμοιος σε όλα τα είδη των ζώων, πουλιών και ερπετών που ζουν σήμερα στη γη. Η λειτουργίες του είναι απλές και σχετίζονται αποκλειστικά με την επιβίωση: Η πείνα, το σεξ, ο φόβος, η αντίδραση «μάχης - αποφυγής», η υπεράσπιση του προσωπικού μας εδάφους, το να είσαι ασφαλής, ο έλεγχος της θερμοκρασίας. Το τμήμα αυτό του εγκεφάλου ονομάζεται Ερπετικός Εγκέφαλος λόγω του ότι τα συμπεριφορικά γνωρίσματα για τα οποία είναι υπεύθυνο, παρατηρούνται και σχετίζονται με τα ερπετά.

Αυτά περιλαμβάνουν το καθαρό ένστικτο επιβίωσης, την αμεσότητα ερεθίσματος - απάντησης, την αντίδραση πάλη ή φυγή, τον ανταγωνισμό, την επιθετικότητα, την κυριαρχία, την επανάληψη, το τελετουργικό και την επιθυμία συσσώρευσης πόρων. Αυτά τα χαρακτηριστικά είναι οι λειτουργίες «βάσης» της Συνείδησης. Είναι λιγότερο από ανθρώπινες, κατ’ ουσία ζωώδεις σκέψεις και συμπεριφορές, οι οποίες αποτελούν τις «κατώτερες» καταστάσεις επίγνωσης και ύπαρξης.

Το δεύτερο σύμπλεγμα του Τριαδικού Εγκεφάλου είναι «ο Εγκέφαλος των Θηλαστικών», επειδή φαίνεται να αναπτύχθηκε σημαντικά αργότερα από το Ερπετικό Σύμπλεγμα κατά τη βιολογική εξέλιξη. Βρίσκεται πάνω από το εγκεφαλικό στέλεχος και την παρεγκεφαλίδα (δηλαδή, ακριβώς πάνω από το Ερπετικό Σύμπλεγμα). Αποτελείται από τον ιππόκαμπο , τον υποθάλαμο και την αμυγδαλή και η λειτουργία του Μεταιχμιακού Συστήματος - «ο Εγκέφαλου των Θηλαστικών» είναι να δημιουργήσει και να ρυθμίσει τη ροή των χημικών ουσιών και των χημικών αλληλεπιδράσεων που δημιουργούν τα συναισθήματά μας.

Τα συναισθήματα είναι ένα κοινό χαρακτηριστικό των θηλαστικών, το οποίο λείπει γενικά από τα ερπετά και τα κατώτερα ζώα. Τα ερπετά αισθάνονται πόνο και υφίστανται τη βασική συμπεριφορά ερεθίσματος-απάντησης, αλλά δεν παρουσιάζουν συναισθηματικές αντιδράσεις, όπως χαρά, λύπη, ενσυναίσθηση, κλπ.

Ο «Εγκέφαλος των Θηλαστικών» λειτουργεί ως ενδιάμεσος μεταξύ των σκέψεων και των πράξεων μας, γιατί είναι τα συναισθήματα που δημιουργούν τα αισθήματα μέσα στη φυσιολογία μας, τα οποία μας κάνουν να συνειδητοποιούμε τον αντίκτυπο που έχουν οι ενέργειές μας στους άλλους.

Τα συναισθηματικά γνωρίσματα της Συνείδησης είναι ανώτερης τάξης, σε σύγκριση με τα «ερπετοειδή» χαρακτηριστικά που εμφανίζονται μέσω του «Ερπετικού Συμπλέγματος». Χωρίς τον «Εγκέφαλο των Θηλαστικών», δε θα είχαμε τη δυνατότητα να βιώσουμε συναισθήματα ή συμπάθεια για τους άλλους (ενσυναίσθηση), και θα ήμασταν ανίκανοι να αποφύγουμε καταστροφικές τάσεις και δράσεις, είτε αυτές στρέφονται προς τον εαυτό μας, είτε προς τους άλλους.

Με την ιδιότητά του ως ενδιάμεσο, ή ρυθμιστικό παράγοντα μεταξύ σκέψης και δράσης, ο «Εγκέφαλος των Θηλαστικών» θα μπορούσε να θεωρηθεί το Ιερό Θηλυκό, το Πνεύμα, ή η θεία «Μητέρα» της Συνείδησης!.

Το τρίτο και πιο σημαντικό τμήμα του Τριαδικού Εγκεφάλου είναι γνωστό ως «Νεοφλοιός ή Εγκεφαλικός Φλοιός». Ο «Νεοφλοιός» είναι το πιο πρόσφατα ανεπτυγμένο τμήμα του εγκεφάλου από την άποψη της βιολογικής εξέλιξης. Είναι η πιο προηγμένη και διακλαδωμένη (περιλαμβάνει και τη μνήμη) περιοχή του ανθρώπινου εγκεφάλου. Από φυσιολογικής άποψης, βρίσκεται πάνω από τον «Εγκέφαλο των Θηλαστικών» και το «Ερπετικό Σύμπλεγμα», και αντιπροσωπεύει τη μεγαλύτερη έκταση και μάζα ολόκληρου του εγκεφάλου. Ο Νεοφλοιός ονομάζεται επίσης Ανθρώπινος Εγκέφαλος, γιατί είναι μια δομή μοναδική για τα ανθρώπινα όντα.

Μυθολογικά λοιπόν αν η μάχη με το δράκο είναι η μάχη ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, την λογική και το παράλογο, του πολιτισμού, έναντι του αρχέγονου και πρωτόγονου φόβου, απέναντι στις ανεξέλεγκτες δυνάμεις της φύσης, επιστημονικά η μάχη αυτή, έχει και ψυχολογικές, ψυχαναλυτικές, ανθρωπολογικές και νευροφυσικές διαστάσεις. Δεν θα επεκταθούμε περισσότερο όμως σε αυτές, διότι ο μύθος εδώ είναι ο πρωταγωνιστής.

Μυθικά και αλληγορικά λοιπόν όπως πολλές φόρες έχω αναφέρει, οι αρχετυπικές μάχες ανάμεσα σε ήρωες και δράκους συμβολίζουν τα πάθη και τους φόβους που φωλιάζουν μέσα μας, και δεν αφήνουν την ψυχή (κόρη - Ανδορμέδα στον συγκεκριμένο μύθο) να εξελιχθεί, και να ανελιχτεί στο θεϊκό της προορισμό.

Η Δρακοκτονία, σε μια από τις ερμηνείες της, αλληγορεί την θανάτωση των κατώτερων όψεων του εαυτού, την ανάδειξη των ανώτερων, αλλά και τις δοκιμασίες (δράκος φύλακας της γνώσης και του ασυνειδήτου) που καλείται ο υποψήφιος προς μύηση, να υπερκεράσει, ώστε να καταστεί άξιο τέκνο της σοφίας, και της πνευματικής αθανασίας.

Η νίκη επί του θηριώδους ερπετού- δράκους συμβολίζει τον έλεγχο, την ανατροπή, τη νίκη στη σκοτεινή φύση του ανθρώπου την αυτοκυριαρχία. Η διάσωση της παρθένου κόρης, αλληγορεί την απελευθέρωση των ανώτερων πνευματικών δυνάμεων, γεγονός που υποδεικνύεται και από το όνομα της κόρης που απελευθερώνει ο Περσέας, την Ανδρομέδα.

Το όνομα της είναι σύνθετο από το ουσιαστικό «ἀνήρ» (γεν. ἀνδρός) και το αρχαίο ρήμα «μέδω» (δεν είναι τυχαίο πως έχει κοινή ρίζα με την Μέδουσα), το οποίο σημαίνει: άρχω, κυβερνώ, βασιλεύω, προστατεύω = αυτή που προστατεύει τους άντρες. Ο υπαινιγμός είναι προφανής. Ο άνθρωπος μπορεί να σώσει τον εαυτό του, με τις δικές του δυνάμεις, με την δύναμη της θέλησης του και την βοήθεια των θεών, με τα όπλα των θεών, τα οποία είναι η φρόνηση, η αρετή, η νόηση.

Μια από τις πρώτιστες ιδιότητες του δράκου είναι αυτό που σημαίνει το ίδιο του το όνομα: δράκος από το «δέρκομαι», που σημαίνει βλέπω καθαρά. Αν ο δράκος λοιπόν δηλώνει το αρχέτυπο της καθαρής όρασης, της αντίληψης των πραγμάτων, όπως πραγματικά είναι πέρα από κάθε ψευδαίσθηση και αυταπάτη, τότε ο ήρωας ενσωματώνει αυτή τη δύναμη – όπως θέλει συχνά ο μύθος - με την τελετουργική σφαγή του πλάσματος.

Ο αγώνας με τον Δράκο συμβολίζει τις δυσκολίες που καλείται να υπερβεί κάποιος για να να κερδίσει τους θησαυρούς της εσωτερικής γνώσης. Το σκότωμα του Δράκου είναι η σύγκρουση ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, του πνεύματος επί της ύλης, των παθών και ενστίκτων, του λογικού έναντι του παραλόγου, ο σφαγιασμός των καταστροφικών δυνάμεων του κακού, ή ο άνθρωπος που υπερνικά τη δική του σκοτεινή φύση και πετυχαίνει την κυριαρχία.

Για αυτό τον λόγο και οι μυήσεις γίνονταν πάντοτε σε σκοτεινά σπήλαια. Έχουμε μία επανάληψη της ανθρώπινης ιστορίας σε ατομικό χρόνο. Η ανθρώπινη ιστορία, ξεκινά από την μακαριότητα της ανθρώπινης μήτρας, συνεχίζεται στα σπήλαια της Γαίας, και θριαμβεύει στο πεδίο του ανθρώπινου πολιτισμού και στην ομοίωση προς τους Θεούς.

Η δρακοντοκτονία, κατά συνέπεια, είναι μέρος μιας «μυητικής» πορείας μιας δρακόντιας ατραπούς που προσπαθεί να καταστήσει την αθέατη ενέργεια και γνώση του ανθρώπου από ασυνείδητη σε συνειδητή. Ο δράκος ζει μέσα στο βάλτο δηλαδή στο τέλμα όπου σαπίζουν όλοι όσοι δεν επιδιώκουν την πνευματική τους ολοκλήρωση. Η γαλήνη αποκτάται όταν η εσωτερική αλήθεια βρίσκει το θάρρος να μάχεται και να σκοτώνει τους αρχέγονους «δράκους» που βρίσκονται μέσα μας και γίνονται η καθηλωτική δύναμη του φόβου, από ανασφάλεια και δειλία.

Η μυητική πορεία και αυτό ακριβώς τον ρόλο διασφάλιζε. Την υπέρβαση την αναγέννηση, μέσα από δοκιμασίες φόβου, και απελευθέρωσης, αναγέννησης, κατάκτησης της εποπτείας, της Θεογνωσίας. Ο Πρόκλος αναφέρει σχετικά (εις Πλάτωνος Πολιτεία):

«Εξάλλου το ότι οι μύθοι επιδρούν και στους πολλούς το δείχνουν οι ιεροτελεστίες. Αυτές πράγματι χρησιμοποιώντας τους μύθους με σκοπό να κλείσουν μέσα τους την απόρρητη αλήθεια σχετικά με τους θεούς, αποβαίνουν για τις ψυχές αιτίες της ταύτισης αισθημάτων με τα δρώμενα, κατά τρόπο άγνωστο σε εμάς και θεϊκό.

Έτσι , άλλοι από αυτούς που μετέχουν στις ιερές τελετές καταπλήσσονται κυριευμένοι από το θεϊκό δέος, ενώ άλλοι που προσαρμόζουν τη διάθεσή τους προς τα ιερά σύμβολα και εξέρχονται από τον εαυτό τους τοποθετούνται στην περιοχή των θεών και ευφορούνται από το πνεύμα τους. Και σε κάθε περίπτωση τα επόμενα αυτών γένη που είναι ανώτερα από εμάς βάσει της εναρμόνισης και οικειότητας τους προς τα τέτοιου είδους σύμβολα, μας υψώνουν μέσω της συμπάθειας προς τους θεούς».

Σύμφωνα με τον Πρόκλο, δε μπορούμε να ασχοληθούμε με τη συμβολική, αν δε γνωρίζουμε το φιλοσοφικό υπόβαθρο στο οποίο εντάσσονται τα σύμβολα που προτιθέμεθα να μελετήσουμε, ώστε να καταστούμε ικανοί να ενεργοποιήσουμε τις σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ αυτών και του υπεραισθητού κόσμου. Τα τελευταία δηλαδή για τους πολλούς ανθρώπους είναι γελοία, για εκείνους τους λίγους όμως που μπορούν να ανυψωθούν προς το νου αποτελούν έκφανση της ομοιοπάθειάς τους προς την πραγματικότητα και βεβαίωση που προκύπτει από τα ίδια τα ιερατικά έργα της σύμφυτης των θείων όντων δύναμης.

«Πραγματικά οι θεοί ευχαριστούνται στο άκουσμα τέτοιων συμβόλων, ανταποκρίνονται αμέσως σε όσους τους καλούν και φανερώνουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τους μέσα από αυτά, καθότι τα θεωρούν σημάδια συγγενικά τους και κατεξοχήν γνώριμα τους. Τα μυστήρια και οι τελετουργίες επίσης με αυτά εκδηλώνουν τη δημιουργική ενέργεια τους, και μέσα από αυτά προκαλούν, για όσους είναι μυημένοι να βλέπουν, θεάματα τέλεια, γεμάτα εσωτερική ηρεμία και απλόμορφα, για τα οποία ο νέος στην ηλικία και πολύ περισσότερο ο ανώριμος στον χαρακτήρα είναι ανεπίδεκτος».

Προσεγγίσεις στην φιλοσοφία του Ηρακλείτου: Τα επίπεδα συνειδητότητας και η διάκριση των λίγων από τους πολλούς

«Είμαι ο Ηράκλειτος· τι με τραβάτε πάνω κάτω, άμουσοι; Κόπιαζα όχι για σας αλλά γι’ αυτούς που με εννοούν. Ο ένας άνθρωπος είναι για μένα τρεις μυριάδες, και οι αμέτρητοι είναι κανένας. Τούτα θα πω και στην Περσεφόνη». (Επίγραμμα για τον Ηράκλειτο, από τη Παλατινή ανθολογία)

«Δεν πρέπει να ενεργούμε και να μιλάμε σαν κοιμισμένοι». (Ηράκλειτος, απ. 73)

Ο Ηράκλειτος μίλησε επίσης και για τα επίπεδα της ανθρώπινης συνείδησης. Τί είναι όμως η συνείδηση; Σύμφωνα με τα μεγάλα λεξικά, όπως των Liddell και Scott, του Δ. Δημητράκου, και του Ι. Σταματάκου, συνείδηση είναι η εσωτερική γνώση, η αντίληψη του έξω κόσμου σε σχέση προς το εγώ. Αυτή η εσωτερική αντίληψη διαθέτει επίπεδα. Δεν είναι σε όλους η ίδια. Ο Ηράκλειτος ιεραρχεί τα ανθρώπινα πνεύματα (με βάση τα δικά του κριτήρια), και διακρίνει τους «λίγους» από τους «πολλούς». Όσοι μελετάτε φιλοσοφικά κείμενα, οπωσδήποτε έχετε συναντήσει αυτήν την ποιοτική διάκριση. Αυτή δεν στηρίζεται ούτε στον πλούτο ούτε στην καταγωγή, αλλά στο κατά πόσο αξιώνει ο καθένας τον εαυτό του ώστε να είναι σε θέση να μην συγκαταλέγεται στη μάζα αλλά να είναι σε πορεία αυτοπραγμάτωσης. Μήπως και αυτό δεν προσιδιάζει με την ηρακλείτεια διδαχή περί της αέναης κίνησης και αλλαγής;

Σύμφωνα με τα αποσπάσματα, οι «πολλοί» γίνονται ασύνετοι (απ. 1 και 34), τους λανθάνουν πολλά παρότι ακούν και βλέπουν (απ. 1 και 72), δεν έχουν επίγνωση (απ. 17), ζουν απλά για να χορταίνουν σαν τα κτήνη- δηλαδή, δεν έχουν ανώτερα ενδιαφέροντα (απ. 29).

«Οι άνθρωποι από τη στιγμή που θα γεννηθούν θέλουν απλώς να ζήσουν και τελικά να πεθάνουν, ή μάλλον να αναπαυτούν, και αφήνουν πίσω τους παιδιά που κι αυτών η μοίρα είναι ο θάνατος» (απ. 20). Οι «λίγοι» διαλέγουν το αιώνιο και συνεχές κλέος. «Αντί για όλα τα θνητά πράγματα, οι άριστοι επιλέγουν μόνο ένα: την αιώνια δόξα. Αντίθετα, οι πολλοί αρκούνται στο να χορταίνουν σαν τα ζώα» (απ. 29). Ως επαΐοντες, πρέπει να είναι οι κριτές των πολλών που αγνοούν. «Είναι απόλυτα απαραίτητο κριτές των πολλών να είναι οι φιλόσοφοι» (απ. 35). Έστω και μόνο ένας άριστος αξίζει όσο αξίζουν μύριοι μέτριοι. «Για μένα ο ένας, αν είναι άριστος, αξίζει όσο δέκα χιλιάδες» (απ. 49). Συνεπώς, είναι θέμα επιλογής.

Τα χαμηλότερα επίπεδα συνειδητότητας κατά τα ηρακλείτεια αποσπάσματα
Ένα επίπεδο συνειδητότητας είναι οι «μη δυνάμενοι», όπως το ονομάζω. Ο Ηράκλειτος αναφέρεται σε όλους εκείνους που απλά δεν μπορούν. Στο πρώτο απόσπασμα, γίνεται λόγος για τους ασύνετους. Αυτοί δεν μπορούν να κατανοήσουν από μόνοι τους την κοσμική λειτουργία. Ακόμα και όταν ακούσουν τον σχετικό λόγο, πάλι αδυνατούν. Δεν έχουν την ανάλογη πείρα. Ξεχνούν όπως ξεχνά κανείς τα όνειρά του. Το ίδιο αναφέρεται και στο απόσπασμα 34: «Όσοι δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν (τον αληθινό λόγο), ακόμα κι όταν τον ακούσουν είναι σαν τους κουφούς. Το λέει και το ρητό: παρόντες απόντες». «Αξύνετοι ακούσαντες», κατά το κείμενο.

Ένα άλλο επίπεδο συνειδητότητας αναφέρεται στους «νομίζοντας». Αυτοί δεν ενδιαφέρονται πραγματικά. Δεν έχουν μέσα τους τις ρίζες της φιλοσοφίας, δηλαδή το «θαυμάζειν» και το «απορείν». Επαναπαύονται στις έτοιμες γνώσεις που απλά διδάσκονται, και έχουν την ψευδαίσθηση ότι γνωρίζουν καλώς τα πράγματα. Η γνώση τους δεν είναι καρπός της δικής τους προσπάθειας. Δεν θαυμάζουν ούτε θέτουν απορίες για όλα τα θαυμαστά που βλέπουν γύρω τους, διότι δεν έχουν έρωτα προς την φιλοσοφία. «Οι πολλοί δεν στοχάζονται πάνω στην φύση των πραγμάτων που συναντούν μπροστά τους, ούτε τα γνωρίζουν πραγματικά έστω κι αν τα διδαχτούν, αλλά απλώς νομίζουν πως τα γνωρίζουν» (απ. 17). Στο κείμενο αναφέρεται «ου γαρ φρονέουσι τοιαύτα πολλοί»( όπου φρόνημα σημαίνει την επίγνωση), το οποίο αντιδιαστέλλεται από την απλή επιδερμική μάθηση, «ουδέ μαθόντες γινώσκουσιν».

Ένα άλλο επίπεδο συνειδητότητας που μοιάζει με το προηγούμενο, είναι οι εντελώς «αδιάφοροι». «(Οι πολλοί) απομακρύνονται από ό, τι συναναστρέφονται διαρκώς και τους φαίνονται ξένα αυτά που συναντούν καθημερινά» (απ. 72).

Ένα ακόμα επίπεδο συνειδητότητας αφορά όσους υιοθετούν τις απόψεις των πολλών μόνο και μόνο επειδή προέρχονται … από τους «πολλούς». Σε αυτήν την περίπτωση μετρά (για αυτούς) η ποσότητα (ότι το λένε οι περισσότεροι). Είναι η λεγόμενη «κοινή γνώμη». Είναι αυτό που έχει επικρατήσει, εδραιωθεί, και καθιερωθεί εξαιτίας μιας «αυθεντίας», και παγιωθεί με τη βοήθεια του χρόνου. Αυτό ισχύει για όλων των ειδών τις ιδεολογίες. «Η νόησή τους δεν είναι παρά παρορμητική σκέψη. Δείχνουν εμπιστοσύνη στους λαϊκούς αοιδούς και για δάσκαλό τους έχουν το πλήθος, γιατί δεν ξέρουν ότι οι πολλοί είναι φαύλοι, ενώ οι λίγοι είναι οι αγαθοί» (απ. 104).

Ένα ακόμα επίπεδο, αφορά την «ιδίαν φρόνησιν». Βέβαια, εδώ δεν κατακρίνεται η «ιδία φρόνηση», αλλά όταν αυτή οδηγεί εκτός πραγματικότητας. Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος αδυνατεί να φτάσει ουσιαστικά στην κατανόηση του λόγου που χαρακτηρίζεται ως «κοινός», δηλαδή ο ίδιος για όλους. «Πρέπει να ακολουθούμε τον ξυνόν, που σημαίνει τον κοινόν λόγο· ξυνός άλλωστε είναι ο κοινός. Ενώ ο αληθινός λόγος είναι καθολικός, τα ανθρώπινα πλήθη ζουν με οδηγό τις επιμέρους νοοτροπίες τους» (απ. 2). Στην πραγματικότητα αυτές οι επιμέρους νοοτροπίες, είναι αυτό που επικρατεί και δέχεται άκριτα ο καθένας. Κάτι που το επικρίνει ο Ηράκλειτος αλλού: «Ας μη στοχαζόμαστε με εικασίες για τα σπουδαιότερα ζητήματα» (απ. 47).

Το ξύπνημα της συνείδησης

Ως τώρα αναφέρθηκα στα χαμηλότερα επίπεδα συνείδησης. Στην ουσία κρατούν τη συνείδηση σε μια κατάσταση ύπνου. Ή καλύτερα, σε μια κατάσταση λήθαργου, όπου ο άνθρωπος δεν είναι σε θέση να εννοήσει τα όσα συμβαίνουν μέσα του και γύρω του. Αυτό οφείλεται στην κατάσταση της ίδιας του της ψυχής, όπως ήδη έχουμε δει. Είναι οι άνθρωποι που έχουν την ψυχή τους υγρή. Σε αυτούς, ο λόγος ατροφεί, κάτι που οφείλεται στον άλογο και μη φυσικό τρόπο ζωής τους. Τώρα θα δούμε πως μπορεί να ξυπνήσει η συνείδηση και να αντιστραφεί η κατάσταση.

Το κλειδί είναι η αμφισβήτηση. Η αμφισβήτηση όλων των παραδεδομένων και αποδεκτών πατροπαράδοτων απόψεων ή απόψεων διάφορων φημισμένων σοφών. Για αυτό προτρέπει: «Δεν πρέπει (να ενεργούμε και να μιλούμε) σαν παιδιά των γονιών μας -δηλαδή, με απλά λόγια, σύμφωνα με τις αντιλήψεις που παραλάβαμε» (απ. 74).

Η αμφισβήτηση δεν έχει το νόημα της ισοπέδωσης. Μάλλον έχει το νόημα της γέννησης νέων οπτικών και νέων προσεγγίσεων, ικανών να φωτίσουν περαιτέρω τον δρόμο της γνώσης. Είναι η προσωπική τόλμη του ότι και εγώ μπορώ να σκεφτώ και να κρίνω, χωρίς να έχει κανείς το δικαίωμα να μου το αρνηθεί. Ούτε η κοινωνία, ούτε οι θεσμοί, ούτε το κατεστημένο μπορούν να μου επιβάλλουν πράγματα και θεσμούς τους οποίους πρέπει υποχρεωτικώς να ακολουθώ και να υποτάσσομαι. Καμία «αλήθεια» δεν πρέπει να αποδεχτώ μέχρι της στιγμής που εγώ θα την κρίνω ως τέτοια. Ακόμα ούτε οι μεγάλοι στοχαστές και φιλόσοφοι δεν έχουν το δικαίωμα αυτής της επιβολής. Αυτό το νόημα έχουν οι επικρίσεις του Ηρακλείτου κατά του Πυθαγόρα στα αποσπάσματα 40 και 81, κατά του Ξενοφάνη στο απόσπασμα 40, κατά του Ησιόδου στα αποσπάσματα 40 και 106, κατά του Ομήρου στα αποσπάσματα 42,56, και 98, κατά του Εκαταίου στο απόσπασμα 40, και κατά του Αρχιλόχου στο απόσπασμα 42.

Αφού ο άνθρωπος καταλάβει ότι δεν υπάρχουν «αυθεντίες» από τις οποίες πρέπει να δεσμεύεται υποχρεωτικά (παρότι οι προαναφερθέντες είναι όντως από τα μεγάλα πνεύματα της ανθρωπότητας), οφείλει αφενός να παραδεχτεί και τη δική του άγνοια, («την αμάθειά του είναι προτιμότερο κανείς να την κρύβει» απ. 95), αφετέρου να υπερβεί το Δελφικό ρητό «γνώθι σαυτόν». Τι σημαίνει αυτό; Σύμφωνα με τον Πλούταρχο που υπήρξε πρωθιερέας του Απόλλωνος στους Δελφούς, το ρητό αυτό ξεκαθαρίζει τα όρια μεταξύ του θνητού ανθρώπου και των αθανάτων θεών. «Ωστόσο, το “γνώρισε τον εαυτό σου” φαίνεται κατά κάποιο τρόπο να αντίκειται, πάλι όμως, υπό μια έννοια, να συμφωνεί μαζί του. Το ένα είναι αναφώνηση από έκπληξη και σεβασμό προς τον θεό ότι είναι δια παντός, το άλλο υπόμνηση στο θνητό της φύσης και της αδυναμίας του» (Περί του Ει του εν Δελφοίς, 394 C). Αυτό το ρητό υπήρξε η αφορμή για να αναρωτηθεί ο Σωκράτης ¨τι είναι άνθρωπος¨. Ο Διογένης ο Λαέρτιος στους «Βίους των φιλοσόφων» παραδίδει για τον Ηράκλειτο ότι «δεν μαθήτευσε σε κανένα δάσκαλο, αλλά είπε πως ερεύνησε τον εαυτό του κι έμαθε τα πάντα από τον εαυτό του» (ix 5).

«Ερεύνησα τον εαυτό μου» (απ. 101). Η υπέρβαση έγκειται στο ότι μέτρο και όριο της εσωτερικής αναζήτησης, δεν είναι κάποιος θεός αλλά ο άνθρωπος. Στο κείμενο αναφέρεται «εδιζησάμην εμεωυτόν». Το ρήμα «δίζημαι» σημαίνει ότι ψάχνω τη σημασία ενός διφορούμενου χρησμού. Ο χρησμός αυτός που πρέπει να διερευνηθεί από τον άνθρωπο αναφέρεται στο ίδιο τον άνθρωπο.

Όταν ο άνθρωπος κατορθώσει να ανέβει σε ένα πνευματικό ύψος, δεν θα πρέπει να πέσει στην παγίδα του να θεωρήσει τον εαυτό του «αυθεντία». Διότι τότε αυτοαναιρείται. Αυτό δηλώνεται σαφέστατα στην φράση «ουκ εμού, αλλά του λόγου ακούσαντας», του αποσπάσματος 50. Όχι επειδή το λέει ο Ηράκλειτος, αλλά επειδή όταν ερευνήσετε με ανοιχτό μυαλό, θα καταλήξετε και εσείς στα ίδια.
Το ξύπνημα της συνείδησης δεν αφορά μια υποτιθέμενη ελίτ, αλλά είναι μια δυνατότητα όλων μας.
«Όλοι οι άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα να γνωρίζουν τον εαυτό τους και να σκέφτονται σωστά» (απ. 116).

«Η δυνατότητα του σκέπτεσθαι είναι κοινή σε όλους» (απ. 113). Σημασία έχει τι θέση θα πάρει ο άνθρωπος.

Τα ανώτερα επίπεδα συνείδησης

Ο άνθρωπος τη νύχτα ανάβει ένα φως για τον εαυτό του κι η όρασή του σβήνει. Στη διάρκεια της ζωής του, όταν κοιμάται, αγγίζει το θάνατο, μια και η όρασή του έχει σβήσει, ενώ όταν είναι ξύπνιος αγγίζει τον ύπνο.
(απ. 26)

Η πνευματική αφύπνιση είναι αυστηρά προσωπική και δεν πρέπει να στηρίζεται σε κανέναν «καθοδηγητή». Ο δάσκαλος το πολύ πολύ να βοηθά και να δείχνει τον δρόμο, ως ένας παλαιότερος σύντροφος. Όχι να επιτάσσει ούτε να δεσπόζει.

Ο άνθρωπος, λοιπόν, που ανάβει το φως για λογαριασμό του εξαιτίας της νυχτός, είναι ο άνθρωπος που καταλαβαίνει μεν ότι υπάρχει πνευματικό σκοτάδι, αλλά προσπαθεί να στηριχτεί σε «αυθεντίες» και «καθοδηγητές» που θα του ορίσουν τι πρέπει να κάνει. Που θα του ρυθμίσουν τη ζωή. Το ότι θέλει να βλέπει με το δικό τους φως, δείχνει την σχέση εξάρτησης. Όπως φαίνεται, αυτό δεν οδηγεί στην αφύπνιση. Διότι δεν υπάρχει καμία εσωτερική ανάπτυξη. Ο ίδιος άνθρωπος είτε κοιμάται είτε είναι σε εγρήγορση, ποτέ δεν αφυπνίζεται πραγματικά.

«Το θεϊκό ον αποκαλεί τον άντρα μωρό με τον ίδιο τρόπο που ο άντρας προσφωνεί το παιδί» (απ. 79).

Στο κείμενο γράφει «ανήρ νήπιος ήκουσε προς δαίμονος οκώσπερ παις προς ανδρός». Η λέξη δαίμων προέρχεται από τη λέξη δαήμων, που σημαίνει αυτόν που έχει γνώση και ξέρει καλά. Επομένως, στο απόσπασμα υπάρχει η εξής αναλογία: Όπως στην φυσική ζωή ο άντρας λογίζεται ανώτερος στο πνεύμα από ένα παιδί, κατά τον ίδιο τρόπο ο φιλοσοφικός νους λογίζεται ανώτερος στο πνεύμα από τον μέσο άντρα, ο οποίος θεωρείται ανώριμος. Ο φιλοσοφημένος άνθρωπος ξεπερνά τον κοινό και καθημερινό πεζό άνθρωπο, διότι έχει συλλάβει πράγματα που ο δεύτερος όχι μόνο αγνοεί αλλά και που δεν τον ενδιαφέρει να μάθει. Η λέξη «δαίμων» δείχνει ακριβώς αυτήν την υπέρβαση, εφόσον στην μυθολογία θεωρείται κάτι μεταξύ θεού και ανθρώπου. Μόνο που εδώ, ο δαίμονας του ανθρώπου είναι το ίδιο του το ήθος: «ήθος ανθρώπωι δαίμων» (απ. 119).

Αντισημιτισμός στην αρχαιότητα

ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΜΕΤΕΤΡΕΨΑΝ ΤΟΝ ΑΝΤΙ-ΙΟΥΔΑΪΣΜΟ ΤΩΝ ΑΙΓΥΠΤΙΩΝ ΣΕ ΑΝΤΙΣΗΜΙΤΙΣΜΟ.

Ο αντισημιτισμός κατά την αρχαιότητα σύμφωνα με τους υποστηρικτές αυτής της θεωρίας φαίνεται πως είχε πολιτισμική και θρησκευτική βάση. Σύμφωνα με τον Πήτερ Σάφερ (Peter Schafer), καθηγητή των Εβραϊκών σπουδών, οι Έλληνες, επαναδιατυπώνοντας τις αιγυπτιακές προκαταλήψεις και διεκδικώντας έναν παγκόσμιας εμβέλειας πολιτισμό κατά την ελληνιστική περίοδο, μετέτρεψαν τον αντι-ιουδαϊσμό των Αιγυπτίων σε αντισημιτισμό. Ωστόσο, θεωρεί ότι η ελληνική επαναδιατύπωση ήταν απόλυτα εξαρτώμενη από το βαθύ αιγυπτιακό μίσος, έτσι όπως εκφράστηκε από τον Μανέθωνα. Αναζητώντας τα κίνητρα θεωρεί ότι ο ιουδαϊκός λαός διακατέχεται από μια "διάθεση απομόνωσης και αποξένωσης", αλλά θεωρεί ότι οι Ελληνοαιγύπτιοι και Αιγύπτιοι συγγραφείς μετέτρεψαν την ιουδαϊκή ιδιαιτερότητα σε "τερατώδη συνωμοσία ενάντια στο ανθρώπινο γένος και τις αξίες του". ΑΠΟ ΤΗΝ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΕΝΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΕ ΤΗΝ ΟΝΟΜΑΣΙΑ: "ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΙΩΝ":

Όπως τονίζει στο "Καλωσόρισμα" η υπεύθυνη του ιστολογίου "εμείς οι πρώην εθνικοί, (άρα δεν είναι εβραία η συντάκτης), είμαστε κλαδιά αγρίων ελαιών, αλλά ευτυχώς μπολιαστήκαμε με το ήμερο ελιόδεντρο (το Ισραήλ) και έτσι γίναμε συμπολίτες του θεού του Ισραήλ". Καλωσόρισμα

Καλώς ήρθατε στο ιστολόγιο αυτό. Απευθύνεται σε όλους όσους αγαπούν το Ισραήλ και την Ιερουσαλήμ και έχουν μια ξεχωριστή θέση γι' αυτά στην καρδιά τους. Εδώ θα βρείτε απολογητικά και ιστορικά άρθρα που αναφέρονται στη σύγχρονη και την αρχαία ιστορία του Ισραήλ, στη σχέση του με το Θεό, αλλά και στα ήθη και έθιμά του. Η Ιερουσαλήμ είναι μια πόλη που πολύ με ελκύει, γιατί είναι η πόλη του μεγάλου Βασιλιά (Ματθαίος 5:35), και το Ισραήλ έχει μια ιδιαίτερη θέση στην καρδιά μου, γιατί η εκλογή τους από τον Θεό τους κάνει αγαπητούς εξαιτίας των προγόνων τους (Ρωμαίους 11:28).

Σαν πιστός του Μεσσία, δεν ξεχνώ τις εβραϊκές ρίζες της πίστης μου, γιατί στην Ιερουσαλήμ γεννήθηκε η εκκλησία τη μέρα της Πεντηκοστής κι απαρτιζόταν μόνον από Εβραίους. Δεν ξεχνώ ότι ο Ιησούς κι οι απόστολοι ήταν Εβραίοι, και ότι η εβραϊκή Γραφή δεν είναι μόνον ένα εβραϊκό ιερό βιβλίο αλλά και χριστιανικό.

Δε ξεχνώ ότι εμείς (οι πρώην εθνικοί), τα κλαδιά της άγριας ελιάς, μπολιαστήκαμε στο ήμερο ελιόδεντρο (το Ισραήλ) (Ρωμαίους 11:17) και δεν είμαστε πια αποξενωμένοι από την πολιτεία του Ισραήλ, αλλά συμπολίτες των αγίων και οικείοι του Θεού του Ισραήλ (Εφεσίους 2:11-22).

Δε ξεχνώ τις προφητείες σχετικά με το ρόλο που θα παίξουν η Ιερουσαλήμ και το Ισραήλ στα γεγονότα των τελευταίων ημερών, πριν από τον ερχομό του Μεσσία. Χωρίς να συμφωνώ μ' όλες τις ενέργειες του Ισραήλ ως κράτους, αυτό που με ενδιαφέρει είναι η πολύ σημαντική θέση που κατέχει ως λαός στα σχέδια του Θεού. Μακριά από πολιτικές σκοπιμότητες και την προπαγάνδα κατά του Ισραήλ, θα ήθελα να εμφανίσω μια διαφορετική εικόνα και να ακουστεί μια άλλη άποψη για το λαό αυτόν, μέσα από την οπτική γωνία του Λόγου του Θεού. Προσεύχομαι για την ειρήνη της Ιερουσαλήμ και την ευημερία του λαού Ισραήλ.


Αντισημιτισμός στην αρχαιότητα - A' 
 
Ο αντισημιτισμός δεν είναι, όπως συνήθως πιστεύεται, εξίσου παλαιός με τους Εβραίους.[1]

Οι Εβραίοι, ενώ είχαν δική τους χώρα, πάντα αντιμετώπιζαν τη φυσική εχθρότητα των γειτονικών εθνών, αλλά αυτό δεν ήταν τίποτα το ιδιαίτερο, κάτι που θα μπορούσε να οριστεί ως αντισημιτισμός. Η ανάπτυξη του αντισημιτισμού έμελλε να γίνει αργότερα, στη Διασπορά, και δεν ήταν παρά τον 3ο αιώνα π.Χ.[2] που μπόρεσε να διακριθεί καθαρά.

Η Έξοδος του Ισραήλ από την Αίγυπτο, τον 13ο αιώνα π.Χ., έχει χαρακτηριστεί ως «το πρώτο πογκρόμ». Μερικοί ιστορικοί αποδίδουν σ’ αυτόν το διωγμό, από την Αίγυπτο, κάποιον αντισημιτικό χαρακτήρα. Και μπορεί να χαρακτηριστεί αντισημιτικός, μόνον αν διευρύνουμε τη σημασία του όρου.

Η Αίγυπτος εκείνη την περίοδο είχε αναπτύξει μία έντονη ξενοφοβία, ιδιαίτερα σε σχέση με τις πολυάριθμες σημιτικές φυλές στα ανατολικά της, οι οποίες συνέχιζαν να κατακλύζουν την εύφορη κοιλάδα του Νείλου. Η μισητή δυναστεία των Υξώς είχε τελειώσει, αφήνοντας στους Αιγύπτιους τον φόβο για οποιαδήποτε σημιτικά στοιχεία στο έδαφός τους: «Κοιτάξτε πόσο πολυάριθμος και δυνατός είναι ο λαός του Ισραήλ, που αυξάνει περισσότερο από εμάς! Ελάτε, ας επινοήσουμε κάτι εναντίον τους, για να μην πολλαπλασιασθούν, και αν γίνει πόλεμος ενωθούν με τους εχθρούς μας και μας πολεμήσουν και αναχωρήσουν από τον τόπο μας» (Έξοδος 1:9-10). Αυτά τα λόγια του Φαραώ φανερώνουν μάλλον έναν ανήσυχο και καχύποπτο ηγέτη, και όχι έναν εχθρό του Εβραϊσμού.

Η σχεδόν χιλιετής περίοδος, από την Έξοδο μέχρι τον Έσδρα και τον Νεεμία (5ος αιώνα π.Χ.), ήταν μία επίπονη περίοδος πνευματικής και πολιτιστικής διαμόρφωσης. Ο λαός που ο Μωυσής οδήγησε στη Χαναάν έζησε μέσα σε μία θρησκευτική απομόνωση και σφυρηλάτησε μία κοινωνική αλληλεγγύη που διατηρήθηκε και τις επόμενες χιλιετίες. Από την κορυφή του Σινά, η φωνή του Γιαχβέ είχε βροντοφωνήσει το δόγμα του Ενός Θεού: «Εγώ Είμαι, ο Κύριος, ο Θεός σου... δεν θα έχεις άλλους θεούς εκτός από Εμένα» (Έξοδος 20:2-3). Και η εκλογή του Ισραήλ από τον Θεό είχε τονιστεί το ίδιο καθαρά: «Εγώ, ο Κύριος, Είμαι Άγιος, Εγώ σας έχω ξεχωρίσει από τα άλλα έθνη για να είστε δικοί μου» (Λευιτικό 20:26). Από αυτές τις υπερβατικές διακηρύξεις προέκυψε μία πληθώρα τελετουργικών, κανόνων και εθίμων που κατέστησαν τον λαό Ισραήλ το χρισμένο από τον Θεό έθνος, ανάμεσα στα άλλα έθνη της γης. Οι Εβραίοι δεν μπορούσαν να έχουν καμία αμφιβολία: ο αποχωρισμός τους από τα άλλα έθνη ήταν το θέλημα του Θεού.

Καθώς περνούσαν μέσα από την ταραχώδη περίοδο των Κριτών, των Βασιλέων και των Προφητών, ο κόσμος, κατά κανόνα, δεν τους είχε δώσει μεγάλη προσοχή.[3] Μέχρι και τον 5ο αιώνα π.Χ., ο Ηρόδοτος - αυτός ο σχολαστικός περιηγητής και πρωτοπόρος ιστορικός που είχε επισκεφτεί πολλές χώρες, συμπεριλαμβανόμενης της «Παλαιστίνης της Συρίας» - αγνοούσε τους Εβραίους στην περιεκτική ιστορία του της εποχής.[4] Προφανώς, οι θεολογικοί ισχυρισμοί τους και η εθνική απομόνωσή τους ούτε ενδιέφεραν ούτε ενοχλούσαν τους συγκριτικούς πολυθεϊστές της αρχαιότητας που επισκέπτονταν πολλές χώρες. Ούτε και τίποτα έλκυε την προσοχή τους τα πρώτα χρόνια της Διασποράς. Το πολύ - πολύ, αυτές οι εσωστρεφείς κοινότητες που ήταν διεσπαρμένες μεταξύ των εθνών, να θεωρούνταν απλώς περίεργα φαινόμενα. Ο Ηρόδοτος που επισκέφθηκε και την Ελεφαντίνη, δεν έγραψε στην Ιστορία του τίποτα για τη φρουρά της που ήταν εβραϊκή. Αλλά η Διασπορά, εδραιώνοντας αθόρυβα τη θέση της μέσα στον αρχαίο κόσμο, ήταν το στάδιο στο οποίο προετοιμαζόταν η αναπόφευκτη σύγκρουση των πιστών του Ενός Θεού με τους πιστούς των ειδωλολατρικών θεοτήτων.

ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΕΠΑΦΕΣ

Η διασπορά των Εβραίων άρχισε περί τον 9ο αιώνα π.Χ., και τροφοδοτούμενη από μεταναστεύσεις από την Ιουδαία, αυξήθηκε μέχρι που η Βαβυλώνα, η Αίγυπτος, και τελικά και η Ρώμη, έγιναν σημαντικά εβραϊκά κέντρα, πολύ πριν τη χριστιανική εποχή. Από αυτά τα κέντρα η διασπορά απλώθηκε και έφτασε να περιβάλλει ολόκληρη την περιοχή της Μεσογείου, φθάνοντας μέχρι την Περσία, την Αρμενία, την Αραβία, την Αβησσυνία, την Ισπανία και τη Βρετανία.[5] Αν και υπάρχουν σοβαρές διαφωνίες για το μέγεθος της διασποράς, οι πιο αξιόπιστες εκτιμήσεις την υπολογίζουν σε περίπου 4.000.000 ανθρώπους, κατά τον 1ο αιώνα μ.Χ., συν ένα ακόμα εκατομμύριο στην Ιουδαία, οπότε το σύνολο των Εβραίων αποτελούσε το 1/8 της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.[6]

Αντίθετα με μία κοινά διαδεδομένη άποψη, οι Εβραίοι της διασποράς δεν κατείχαν κάποια ιδιαίτερη θέση στην οικονομική δομή του αρχαίου κόσμου. Η κατανομή τους στους διάφορους τομείς της οικονομίας αντανακλούσε αρκετά πιστά το γενικό πλαίσιο που υπήρχε. Προερχόμενοι από ένα γεωργικό έθνος, ένας μεγάλος αριθμός από αυτούς - ίσως η πλειονότητα - ήταν αγρότες. Πολύ λίγοι, ιδιαίτερα όσοι είχαν μεταναστεύσει εθελοντικά και είχαν έρθει στις πόλεις, ασχολούνταν με το εμπόριο. Ασχολούνταν με όλες τις τέχνες και τις βιομηχανίες της αρχαιότητας και τελικά απέκτησαν το μονοπώλιο ορισμένων, όπως της υαλουργίας, της υφαντουργίας και της βαφής υφασμάτων. Καθώς η απομόνωσή τους μειωνόταν, κατά τους Ελληνο-ρωμαϊκούς χρόνους, ασχολήθηκαν με τις επιστήμες και άλλα επαγγέλματα, και είχαν επίσης μέρος στα δημόσια λειτουργήματα, ιδιαίτερα στα εφοριακά και στρατιωτικά.

Οι πρώτες επαφές των Εβραίων με τον αρχαίο κόσμο ήταν γενικά ομαλές. Η απροθυμία πολλών εξορίστων να επιστρέψουν στην Ιουδαία μετά την απελευθέρωσή της κι η ολοένα αυξανόμενη έλξη της Αιγύπτου και των άλλων ελληνιστικών κέντρων, έκαναν τους Εβραίους της Ιουδαίας να γράψουν αρκετά γι’ αυτό. Επιπλέον οι αρχαιότερες φιλολογικές αναφορές σε Ιουδαίους τον 4ο και 3ο π.Χ. αιώνα, αν και τόσο ελλιπείς σε γνώσεις σχετικά με τον Ιουδαϊσμό, δεν είναι εχθρικές. Ο Θεόφραστος είχε παράξενες ιδέες για τις ιουδαϊκές τελετουργίες και αποκαλούσε τους Εβραίους «φυλή φιλοσόφων». Ο Κλέαρχος, μαθητής του Αριστοτέλη, τους θεωρούσε «απογόνους των φιλοσόφων της Ινδίας», μία άποψη που απέδιδε στον δάσκαλό του. Ο Μεγασθένης και ο Έρμιππος, παρόμοια, τους θεωρούσαν γένος ενός ξένου φιλόσοφου, και ο τελευταίος ισχυριζόταν πως μερικές από τις ιδέες του Πυθαγόρα είχαν ιουδαϊκή προέλευση.

Η ισοπέδωση του Ναού στην εβραϊκή αποικία της Ελεφαντίνης της Αιγύπτου (410 π.Χ.) δεν μπορεί εύκολα να θεωρηθεί πράξη αντισημιτισμού. Μάλλον ήταν μία πράξη που υπαγορεύτηκε από πολιτικά κίνητρα και θρησκευτικό φανατισμό. Η εβραϊκή φρουρά που στάθμευε εκεί, προάσπιζε τα περσικά συμφέροντα. Όπως είναι φυσικό, οι Αιγύπτιοι κάτοικοι αντιστέκονταν στην περσική κυριαρχία και απέκτησαν κακή διάθεση απέναντι στους Εβραίους εκπρόσωπους των εχθρών τους. Τα πράγματα έγιναν χειρότερα επειδή οι Εβραίοι θυσίαζαν ζώα, όπως το κριάρι, που λατρεύονταν ως ιερά από τους Αιγύπτιους, και αυτό θεωρήθηκε ιεροσυλία.

Παραδοσιακά θεωρείται ότι η ιστορία του αντισημιτισμού άρχισε με την ιστορία του Αμάν, που αναφέρεται στο βιβλίο της Εσθήρ. Ο Αμάν, μέγας σύμβουλος του βασιλιά της Περσίας Ασσουήρη (Ξέρξη Α', 486-465 π.Χ.), εξοργίστηκε από την άρνηση του Εβραίου Μαροδοχαίου να τον προσκυνήσει, και προειδοποίησε τον βασιλιά με αυτά τα λόγια: «Υπάρχει ένας λαός διεσπαρμένος σε όλες τις επαρχίες της βασιλείας σου, που ξεχωρίζει από τους άλλους λαούς. Οι νόμοι τους είναι διαφορετικοί από τους νόμους όλων των λαών, και δεν τηρούν τους νόμους του βασιλέα» (Εσθήρ 3:8). Οι περισσότεροι ιστορικοί απορρίπτουν την ιστορικότητα αυτού του κειμένου επειδή μοιάζει να αντανακλά μάλλον την εποχή των Μακκαβαίων του 2ου αιώνα π.Χ., παρά την περσική εποχή του 5ου αιώνα π.Χ. Ωστόσο, το κείμενο είναι σημαντικό, επειδή πολύ περιεκτικά μας δίνει τον τρόπο σχηματισμού της κλασσικής αντίδρασης απέναντι στην εβραϊκή άρνηση να αναμιχθούν με τους άλλους λαούς και να λατρεύσουν εθνικούς θεούς, άρνηση που έμελλε να ηχεί δια μέσου όλων των αιώνων που θα ακολουθούσαν.

Ο ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

Μετά τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου (356-323 π.Χ.), οι Εβραίοι έπαψαν να μένουν απαρατήρητοι. Ο Μακεδόνας κατακτητής, μαθητής του Αριστοτέλη και επιμελής προπαγανδιστής του ελληνικού τρόπου ζωής, άφησε πίσω του έναν κόσμο που γρήγορα γινόταν ελληνιστικός. Ενάντια σε αυτήν την πρώτη πολιτισμική ενοποίηση, οι εβραϊκές κοινότητες - που τώρα πλέον είχαν αυξηθεί σε μέγεθος και επιρροή - πρόβαλλαν ως κάτι το τελείως μοναδικό. Αντίθετα με όλους τους Έλληνες, Ασιάτες, και αργότερα Ρωμαίους, γείτονες τους, οι Εβραίοι δεν δέχονταν τη θέση τους ως μέσοι πολίτες των πόλεων στις οποίες έμεναν. Συνέχιζαν να αναγνωρίζουν την Ιερουσαλήμ ως την Αγία Πόλη, στην οποία έστελναν τα δίδραχμα κάθε χρόνο, ως προσωπικό φόρο, εκεί όπου υψωνόταν ο ναός του Γιαχβέ, του αληθινού Θεού, του αόρατου και υπερβατικού, ο Οποίος αρνιόταν να πάρει τη θέση Του στο πάνθεον της αυτοκρατορίας.

Θεωρώντας τις χώρες που τους φιλοξενούσαν «ξένη γη», και τους κατοίκους τους δεισιδαίμονες, οι Εβραίοι συνήθως κατοικούσαν σε ιδιαίτερη περιοχή κάθε πόλης. Το «γκέτο» ήταν μία εκούσια πραγματικότητα εκατοντάδες χρόνια πριν εφευρεθεί ο όρος και οριστεί η σχετική νομοθεσία. Όμως, για τους υπερήφανους κληρονόμους του Όμηρου, του Περικλή και του Αριστοτέλη, η επιφυλακτική στάση των Εβραίων ήταν μία ανυπόφορη αλαζονεία. Πεπεισμένοι ότι «πας μη Έλλην βάρβαρος», αντέκρουαν τα επιχειρήματα για ανωτερότητα ή προνόμια ενός λαού, που θεωρούσαν ότι δεν διακρίνεται πολιτικά και πολιτιστικά από τους άλλους. Η σύγκρουση μεταξύ αυτών των δύο υπερήφανων και ανόμοιων νοοτροπιών ήταν μόνο θέμα χρόνου.

Τα πρώτα καθαρά ίχνη ενός ειδικού αντιεβραϊκού συναισθήματος εμφανίστηκαν στην Αίγυπτο του 3ου αιώνα. Το μέρος δεν ήταν τυχαίο. Η Αίγυπτος δεν ήταν μόνον η καρδιά της διασποράς, αλλά και το πιο προοδευμένο μέρος του Ελληνισμού έξω από την Ελλάδα. Η Αλεξάνδρεια ήταν μία δεύτερη Αθήνα. Μετά το θάνατο του Αλέξανδρου, οι ασταθείς συνθήκες στην Ιουδαία προκάλεσαν αυξημένες μεταναστεύσεις Εβραίων στην Αίγυπτο, αυτόν τον κρατήρα του εβραϊκού έθνους που ποτέ δεν έπαψε να τραγουδάει το τραγούδι των σειρήνων προς τον λαό Ισραήλ. Ο κυριότερος αποδέκτης αυτής της εισροής Εβραίων ήταν η Αλεξάνδρεια, το νέο «εμπορικό κέντρο του Δυτικού κόσμου» (Στράβων), που είχε ιδρυθεί από τον Μέγα Αλέξανδρο, και γρήγορα έγινε η εμπορική και πολιτιστική πρωτεύουσα του αρχαίου κόσμου.

Οι Εβραίοι είχαν προσκληθεί να έρθουν και να κατοικήσουν εκεί από τον ίδιο τον Αλέξανδρο, ο οποίος τους είχε δώσει ένα ιδιαίτερο τμήμα της πόλης, για να μπορούν να ζουν εκεί σύμφωνα με το Νόμο τους, ξεχωριστά από τους άλλους. Σύμφωνα με εβραϊκές παραδόσεις ο Αλέξανδρος είχε εκτιμήσει το γένος των Εβραίων και τον Θεό του Ισραήλ, προσφέροντας μάλιστα θυσία στο Ναό, όταν πέρασε από την Ιερουσαλήμ.

Στην αρχή της χριστιανικής εποχής, οι Εβραίοι της Αλεξάνδρειας αριθμούσαν 100.000 και αποτελούσαν τα 2/5 της πόλης. Τους επιτρεπόταν να έχουν δική τους γερουσία και εθνάρχη (κυβερνήτη), ήταν δραστήριοι στο εμπόριο, είχαν μονοπώλιο στο εμπόριο σταριού και τη ναυσιπλοΐα του Νείλου. Είχαν σημαντική θέση στον φορολογικό τομέα και μερικοί είχαν γίνει πολύ πλούσιοι - επίτευγμα που προκαλούσε ζήλεια στους Έλληνες, Σύριους και Αιγύπτιους, που επιζητούσαν την ίδια επιτυχία. Όλοι οι Αλεξανδρινοί Εβραίοι δεν ήταν θρησκευόμενοι φιλόσοφοι ευγενούς χαρακτήρα όπως ο Φίλων, και αν πιστέψουμε τον αυτοκράτορα Αδριανό, οι στόχοι τους δεν ήταν πολύ υψηλοί: «Ο Ένας Θεός τους είναι το χρήμα. Οι Χριστιανοί λατρεύουν το χρήμα, οι Εβραίοι επίσης, το ίδιο κάθε άνθρωπος». Η αρχαία ξενοφοβία, επιπρόσθετα, υπήρχε ακόμα στους Αιγύπτιους που προσβάλλονταν από την ανοχή που έδειχναν οι Έλληνες και Ρωμαίοι κατακτητές προς τους Εβραίους. Αλλά, πάνω από όλα, η εβραϊκή άρνηση να δεχτούν τα κοινώς αποδεκτά θρησκευτικά και κοινωνικά πρότυπα, πίκραινε τον έντονα εξελληνισμένο πληθυσμό. Η Αλεξάνδρεια έμελλε να γίνει το κυριότερο κέντρο αντισημιτισμού στον αρχαίο κόσμο.

Οι πρώτες επιθέσεις ήρθαν από την πένα των Αλεξανδρινών συγγραφέων.[7] Ο Εκαταίος ο Αβδηρίτης, ένας Έλληνας ιστορικός των αρχών του 3ου αιώνα π.Χ., σε μία, κατά τα άλλα φιλική, αλλά μυθική, περιγραφή της προέλευσης και της πίστης των Εβραίων, έγραψε πως ο Μωυσής «σε ανάμνηση της εξορίας του λαού του, εισάγαγε έναν μισάνθρωπο και αφιλόξενο τρόπο ζωής». Αυτό το θέμα, της ταπεινωτικής καταγωγής και μισανθρωπίας, το πήρε ο Μανέθων, ένας Αιγύπτιος ιερέας και ιστορικός του ίδιου αιώνα, και το διάνθισε, γράφοντας ότι οι Εβραίοι αρχικά ήταν Αιγύπτιοι λεπροί και άρρωστοι, που εκδιώχθηκαν από τον βασιλιά Αμένωφι και οδηγήθηκαν από τον Μωυσή, ο οποίος τους δίδαξε να μη «σέβονται τους θεούς», να «σκοτώνουν τα ιερά ζώα» και να «μην έχουν καμία σχέση με αλλόθρησκους». Είναι πιθανόν η περιγραφή αυτή να κυκλοφορούσε ανάμεσα σε ιστορικούς της εποχής. Μερικοί από αυτούς μπορεί να ήξεραν τη Βιβλική περιγραφή της Εξόδου, αλλά εφόσον ο πατριωτισμός τους δεν την έβρισκε καθόλου κολακευτική, προτιμούσαν τη δική τους διήγηση. Η συμβολή του Μανέθωνα στον αντισημιτισμό ήταν το κύρος που πρόσθεσε, ως επίσημος ιστορικός, σ’ αυτούς τους μύθους. Στο εξής, η μισανθρωπία των Εβραίων και η καταγωγή τους από τους λεπρούς, σπάνια έλειπαν από τις κατηγορίες του παγανιστικού αντισημιτισμού. Εμφανίστηκαν στα έργα του Χαιρέμωνα, του Λυσίμαχου, του Ποσειδώνιου, του Απολλώνιου Μόλωνα, και φυσικά του Απίωνα και του Τάκιτου - οι δύο τελευταίοι ήταν οι κολοφώνες του ελληνικού και ρωμαϊκού αντισημιτισμού αντίστοιχα. Η συκοφαντία της μισανθρωπίας, όπως και άλλες αντιεβραϊκές, χρησιμοποιήθηκε ξανά εναντίον των πρώτων Χριστιανών.

Τον 2ο αιώνα, ο φιλολογικός αντισημιτισμός εμφανιζόταν σποραδικά. Ο Μνασέας της Πάτρου διακρίνεται για την εφεύρεση του μύθου ότι οι Εβραίοι λάτρευαν μία χρυσή γαϊδουροκεφαλή. Αυτή η συκοφαντία, επίσης, προοριζόταν να έχει μέλλον και εφαρμογή και στους Χριστιανούς. Ο Αγαθαρχίδης της Κνίδου, στο έργο του Ιστορία της Ασίας, έγραφε για τις «γελοίες πρακτικές» των Εβραίων και την «παραξενιά του Νόμου τους», ιδιαίτερα, την τήρηση του Σαββάτου. Κοροϊδευτικά τη συσχέτιζε με τον τρόπο που κατέλαβε την Ιερουσαλήμ ο Πτολεμαίος Λάγου, το 320 π.Χ.: οι κάτοικοί της δεν αντιστάθηκαν στον εισβολέα επειδή η επίθεση έγινε ημέρα Σαββάτου.

ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ

Στη διάρκεια του ίδιου αιώνα, η ιστορία πήρε τη σκυτάλη από τους ανθρώπους των γραμμάτων και, στην αυξανόμενη σύγκρουση μεταξύ Ελλάδας και Ιουδαίας, πεδίο της μάχης έγινε η ίδια η Ιερουσαλήμ. Η αλλαγή στην Ιουδαία από την περσική στην ελληνική κυριαρχία, και μετά, από τους Πτολεμαίους στους Σελευκίδες, άσκησε μία διαβρωτική επίδραση πάνω στον αυστηρό εθνικο-θρησκευτικό διαχωρισμό που είχαν εμφυτεύσει στον λαό ο Έσδρας και ο Νεεμίας. Τάσεις αφομοίωσης, που τις έφεραν στην πατρίδα Εβραίοι μετανάστες, βρήκαν πολλούς οπαδούς, ακόμα και έκφραση στα ιερά κείμενα: «Ας πάμε και ας κάνουμε μία συνθήκη με τα έθνη που μας περιβάλλουν, γιατί από τότε που χωριστήκαμε από αυτά, πολλά κακά έχουν πέσει επάνω μας» (Α' Μακκαβαίων 1:12). Η πρόταση των οπαδών της αφομοίωσης βοηθήθηκε το 198 π.Χ. από τη νίκη των Σελευκιδών, οι οποίοι ήταν ενθουσιώδεις προπαγανδιστές του Ελληνικού τρόπου ζωής. Οι Ελληνιστές της Ιερουσαλήμ, ενθαρρυμένοι από αυτή τη νίκη, δεν έχασαν την ευκαιρία να εισάγουν τις Ελληνικές συνήθειες στο σώμα των ιουδαϊκών πρακτικών. Έφθασαν σε ακραίο σημείο, όταν ο τότε αρχιερέας Γιεσούα υιοθέτησε το όνομα Ιάσων, έβαλε Ελληνικά σύμβολα στην Ιερουσαλήμ και προχώρησε τόσο, ώστε έφτασε να στέλνει δώρα του Ναού στον ελληνικό στίβο, που είχε φτιαχτεί κοντά στην Ιερουσαλήμ, και όπου γυμνοί Ιουδαίοι νέοι αγωνίζονταν κατά τα ελληνικά πρότυπα.

Σε μία τέτοια ατμόσφαιρα ήρθε ο Αντίοχος Δ' ο Επιφανής (175-163 π.Χ.), φανατικός ελληνιστής, να φέρει το αποκορύφωμα. Ανυπόμονος με την αργή πρόοδο των ελληνιστών Εβραίων κατέλαβε την πόλη. Σκοτώνοντας και λεηλατώντας, μπήκε στον Ναό και μάλιστα στα Άγια των Αγίων και έκανε αφιέρωση του Ναού στον Ολύμπιο Δία. Η άσκηση του Μωσαϊκού Νόμου απαγορεύτηκε με ποινή θανάτου. Η αντίδραση σχεδόν όλων των Εβραίων ήταν βίαιη. Ενωμένοι υπό την ηγεσία των Μακκαβαίων, εξεγέρθηκαν και αποτίναξαν τον ζυγό των Σελευκιδών. Για πρώτη φορά από το 586 π.Χ. η Ιουδαία απόλαυσε σχεδόν πλήρη ανεξαρτησία, επί περίπου 75 χρόνια.

Η εκπληκτική νίκη των Μακκαβαίων άναψε στις καρδιές των Εβραίων, όπου και αν βρίσκονταν, μία νέα αίσθηση ανεξαρτησίας και εθνικής υπερηφάνειας. Επίσης βοήθησε να εξισορροπηθεί η άνιση μάχη με τον Ελληνισμό. Στην Παλαιστίνη, οι Ασμοναίοι βασιλείς έκαναν επεκτατικούς πολέμους που δημιούργησαν σύνορα για το Ισραήλ, τέτοια που ποτέ δεν είχε μετά τη βασιλεία του Σολομώντα. Τα αποτελέσματα της νίκης ήταν έκδηλα και στη διασπορά, όπου η ελληνιστική αφομοίωση είχε προχωρήσει πολύ. Οι εβραϊκές κοινότητες στάθηκαν απέναντι στο πολιτιστικό κύμα που απειλούσε να τις πνίξει, και άρχισαν μία φιλολογική αντεπίθεση. Σε μία ομάδα μεσσιανικών βιβλίων οι Εβραίοι συγγραφείς εξυμνούσαν τις δόξες του Ισραήλ και οραματίζονταν τον τελικό θρίαμβό του πάνω σε όλα τα έθνη, κάτω από το σκήπτρο του Μεσσία [Χριστού].[8]

Το νέο πνεύμα συμπεριέλαβε και τους Εβραίους απολογητές, οι οποίοι μέσα στο άγχος τους να βρουν μία θέση για τον Ιουδαϊσμό ανάμεσα στον Ολύμπιο ήλιο, εξέθεταν τα ιουδαϊκά κατορθώματα με σημαντική προκατάληψη, περιγράφοντας τους Εβραίους ως γεννήτορες όλου του πολιτισμού. Ανάμεσα στους φιλοσόφους τους, ο Αριστόβουλος, ένας Μακεδόνας Ιουδαίος, δεν δίστασε να ισχυριστεί πως ο Πυθαγόρας, ο Σωκράτης, ο Πλάτωνας και ο Όμηρος είχαν πάρει τις ιδέες τους από μία αρχαία ελληνική μετάφραση της Πεντάτευχου. Αλλά κανείς από αυτούς δεν προχώρησε τόσο, όσο κάποιοι πλαστογράφοι, που ενσωματώνοντας γνωστούς παγανιστές συγγραφείς στα κείμενά τους, συνθέτοντας φανταστικές αναφορές από αυτούς, και αποδίδοντας ιουδαϊκή προέλευση σε ολόκληρα εθνικά βιβλία, προσπάθησαν να εξυψώσουν τον Ιουδαϊσμό. Τα ψευδεπίγραφα του Εκαταίου και του Αριστέα είναι εμφανή δείγματα τέτοιας προπαγάνδας.

Φυσικά αυτές οι προσπάθειες συνάντησαν την αντίδραση των σωβινιστών εθνικών συγγραφέων. Αυτό που τους ανησυχούσε πιο πολύ ήταν η επιτυχία που είχαν οι προσηλυτιστικές προσπάθειες των Εβραίων. Οι προσχωρήσεις στον Ιουδαϊσμό ήταν συνηθισμένο φαινόμενο αυτήν την περίοδο, ιδιαίτερα στις τάξεις των καλλιεργημένων. Πολλοί ειδωλολάτρες ειλικρινούς καρδιάς, απογοητευμένοι από την πνευματική φτώχεια των θρησκειών τους και την ηθική κατάπτωση των μαζών, ήταν ώριμοι για την πρόσκληση του αγνού μονοθεϊσμού και των σταθερών ηθικών νόμων που πρόβαλλαν οι Ιουδαίοι προσηλυτιστές. Και αφού η ιουδαϊκή πίστη, ιδιαίτερα στη διασπορά, είχε αποκτήσει μία όψη παγκοσμιότητας και ιεραποστολής, οι πόρτες της άνοιξαν διάπλατα σε αυτούς που χτυπούσαν. Μερικοί μπήκαν ως «προσήλυτοι δικαιοσύνης», δεχόμενοι ολοκληρωτικά τον Νόμο και την περιτομή. Άλλοι μπήκαν ως ημι-προσήλυτοι, που ονομάζονταν «Φοβούμενοι τον Θεό» ή «Ευλαβείς», και οι οποίοι έμεναν στο κατώφλι, πιστεύοντας στον Ένα Θεό, και κρατώντας μόνο το Σάββατο και λίγους ιουδαϊκούς νόμους. Η συνολική εισροή πρέπει να ήταν μεγάλη, γιατί από τις αρχές του 1ου αιώνα μ.Χ., σύμφωνα με τον Ιώσηπο, η τήρηση των εβραϊκών νόμων υπήρχε σε κάθε έθνος και πόλη. Και ο Σενέκας παραπονιόταν πικρά για το ότι οι Ιουδαίοι «έχουν επικρατήσει τόσο, ώστε είναι αποδεκτοί παντού σε όλο τον κόσμο: οι κατακτημένοι έχουν δώσει τους νόμους τους στους κατακτητές».

Τώρα πλέον, η θέση των Εβραίων λίγο έμοιαζε με εκείνη του προηγούμενου αιώνα ή και παλαιότερα. Ένας μικρός, αφιερωμένος λαός, τώρα πλέον αντιπροσώπευε ένα προσηλυτιστικό έθνος με επιρροή, ένα έθνος που είχε γίνει απειλητικός αντίπαλος των καλύτερων προσπαθειών του Ελληνικού πολιτισμού, ξεπερνώντας τον σε πνευματική επιρροή και θρησκευτική επιμέλεια.

Η Ελλάδα δέχτηκε την πρόκληση με κακή διάθεση. Στις πόλεις στις οποίες οι Εβραίοι ήταν πολυάριθμοι, ακολούθησαν ανοιχτές εκδηλώσεις εχθρότητας. Ο Ιώσηπος αναφέρει ένα διωγμό από τον Πτολεμαίο Φύσωνα το 146 π.Χ., αλλά η περιγραφή αμφισβητείται, γιατί δείχνει έντονα σοβινιστικά χαρακτηριστικά. Μεγαλύτερη αξιοπιστία υπάρχει στην αναφορά του Ιορδάνη (6ος αιώνας μ.Χ.) για τον διωγμό που έγινε το 88 π.Χ., αλλά που ο Ιώσηπος τοποθετεί 40 χρόνια νωρίτερα. Ανεξάρτητα από την ακρίβεια χρονολογιών ή περιγραφών σ’ αυτές τις αναφορές, είναι φανερό πως η διαμάχη των Εβραίων με τους Εθνικούς είχε φτάσει στο σημείο της σύγκρουσης. Οι αντιπαραθέσεις μπορούν να αποδοθούν, σε σημαντικό βαθμό, στους πολιτικούς και εμπορικούς ανταγωνισμούς, αλλά επίσης και στη συμπεριφορά των Εβραίων, οι οποίοι από την ίδρυση της Αλεξάνδρειας και μετά, όπως γράφει ο Juster, «ήταν σε διαρκή αναβρασμό». Αλλά από μόνοι τους αυτοί οι παράγοντες δεν αρκούσαν για να φέρουν την αντιπαράθεση στο σημείο που είχε φτάσει. Το μίσος απέναντι στον διαχωρισμό και τους θρησκευτικούς ισχυρισμούς των Εβραίων, έπαιξε αναμφίβολα εξίσου σημαντικό ρόλο.

Ο ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟΣ ΑΝΤΙΣΗΜΙΤΙΣΜΟΣ

Η μεγάλη αντίδραση ήρθε πάλι από τους ανθρώπους των γραμμάτων, οι οποίοι θεωρούσαν εαυτούς φύλακες του ελληνιστικού πολιτισμού. Πρωτοστατούσαν ανάμεσά τους οι Στωικοί και οι Επικούρειοι, που κατά κανόνα είχαν την Αλεξάνδρεια ως διαμονή ή επιρροή. Οι πρώτοι, ένθερμοι προσηλυτιστές, είχαν θορυβηθεί από τον ιουδαϊκό προσηλυτισμό και την επιτυχία του. Οι δεύτεροι, σκεπτικιστές φιλόσοφοι, αντιδρούσαν στην ιουδαϊκή χρήση των ελληνικών πηγών. Οι Έλληνες ιστορικοί, στο μεταξύ, συνέχιζαν να υπερβάλλουν τις δόξες του έθνους τους σε βάρος των νεόκοπων από την Ιουδαία.

Ο Ποσειδώνιος, Στωικός φιλόσοφος και ιστορικός, συνεχίζοντας από εκεί που σταμάτησε ο Εκαταίος και ο Μανέθων, έδωσε μεγαλύτερη κυκλοφορία στους μύθους της εκδίωξης των Ισραηλιτών ως λεπρών από την Αίγυπτο. Τους περιέγραφε ως «ασεβή λαό, μισούμενο από τους θεούς» και κατηγορούσε τον Μωυσή ότι τους οδήγησε σε «μισανθρωπία και διαστροφή», και ότι τους δίδαξε «νόμους αντίθετους με την ανθρωπότητα και τη δικαιοσύνη». Ανέφερε επίσης ότι όταν ο Αντίοχος ο Επιφανής παραβίασε τα Άγια των Αγίων θυσίασε ένα τεράστιο γουρούνι πάνω στο βωμό και υποχρέωσε τους Εβραίους να το φάνε. Αυτή η σαρδόνια αναφορά στην εβραϊκή απέχθεια για το χοιρινό, είναι η μόνη αυθεντική συνεισφορά του Ποσειδώνιου στις αντισημιτικές επινοήσεις, και η οποία παρέμεινε και στο μέλλον.

Ο Απολλώνιος Μόλων, ο διάσημος ρήτορας της εποχής και δάσκαλος του Κικέρωνα και του Καίσαρα, ήταν ο πρώτος που έγραψε ένα ολόκληρο έργο κατά των Εβραίων, εγκαινιάζοντας έτσι την αλυσίδα της βιβλιογραφίας Αdversus Judaeos [Kατά Ιουδαίων], που φθάνει μέχρι τη σημερινή εποχή. Το μόνο που έχουμε από αυτό το έργο είναι ένα απόσπασμα που βρίσκεται στον Πολυίστωρα και μερικές περιληπτικές αναφορές στο Κατά Απίωνος του Ιώσηπου. Όπως και οι περισσότεροι αντισημίτες συγγραφείς, ο Μόλων επαναλαμβάνει σχεδόν όλες τις κατηγορίες των προκατόχων του: οι Εβραίοι είναι άθεοι, μισούν τους ξένους, και έχουν παράξενες δεισιδαιμονίες. Η δική του συνεισφορά περιλαμβάνει μία επίθεση στον εβραϊκό Νόμο, τον οποίο θεωρεί ότι «στερείται αλήθειας και δικαιοσύνης». Τα υπόλοιπα είναι απλές ύβρεις: Ο Μωυσής ήταν ένας απατεώνας, οι Εβραίοι είναι δειλοί αλλά και τολμηροί (ο Μόλων δεν φαίνεται να παρατηρεί την αντίφασή του), άχρηστοι, τρελοί, και «οι πιο παράλογοι από όλους τους βαρβάρους».

Περνώντας από τον Μόλωνα στον Απίωνα, την ψηλότερη βουνοκορφή του Ελληνο-ασιατικού αντισημιτισμού, μπαίνουμε στη χριστιανική εποχή, περνώντας μόνο πάνω από μερικούς λοφίσκους του αντισημιτισμού. Αυτοί είναι ο Λυσίμαχος, ο Χαιρέμων, και ο Δημόκριτος, που το μόνο που έκαναν ήταν να επαναλαμβάνουν τις παλιές κατηγορίες. Οι πρώτοι δύο πρόσθεσαν ελάχιστα δικά τους στην ιστορία του Μανέθωνα για την Εξοδο. Ο ιστορικός Δημόκριτος, στο έργο του Περί Ιουδαίων, επαναλαμβάνει την κατηγορία του Μνασέα ότι λατρεύουν μία χρυσή γαϊδουροκεφαλή και, σύμφωνα με τον ιστορικό Σουίδα, τους κατηγορεί ότι «κάθε επτά χρόνια πιάνουν ένα ξένο, τον οδηγούν στο Ναό τους και τον προσφέρουν θυσία κόβοντάς τον κομματάκια». Έτσι γεννιέται η συκοφαντία του τελετουργικού φόνου, η οποία θα χρησιμοποιηθεί ξανά εναντίον των πρώτων Χριστιανών, και έπειτα πάλι εναντίον των Εβραίων, από τον 12ο αιώνα και μετά συνεχώς, προξενώντας στην πορεία της ποταμούς εβραϊκού αίματος.

Ο Απίων - πολιτογραφημένος Αλεξανδρινός ρήτορας - παίρνει τη θέση του στην ιστορία του αντισημιτισμού ως ο πρώτος τιτάνας. Κατεχόμενος από ένα παθιασμένο μίσος κατά των Εβραίων, αυτός ο ματαιόδοξος και αναξιόπιστος άνθρωπος, κέρδισε τη φήμη του αγύρτη και καυχησιάρη. Ο Πλίνιος αναφέρει τη γνώμη του αυτοκράτορα Τιβέριου (14-37 μ.Χ.) γι’ αυτόν: cymbalum mundi (το κύμβαλο του κόσμου). Η επίθεση του Απίωνα κατά των Εβραίων, που βρίσκεται πιο πολύ στο έργο του Αιγύπτου Ιστορία, δεν περιείχε ουσιαστικά τίποτα που να μην είχε διατυπωθεί πρωτύτερα, αλλά η κακόβουλη χρήση του υλικού που διέθετε και ο πικρόχολος τόνος του, τού εξασφάλισαν τη διάκριση. Η ψευδο-ιστορία της Εξόδου επαναλαμβάνεται, αλλά οι λεπροί τώρα ενώνονται με τους «τυφλούς και κουτσούς», και ο αριθμός τους είναι 110.000. Το Σάββατο, έγραψε, «θεσπίστηκε εξαιτίας μιας αναπηρίας στα κόκκαλα, που είχαν οι Εβραίοι όταν έφυγαν από την Αίγυπτο, και τους ανάγκασε να αναπαυθούν την έβδομη ημέρα». Στη συνήθη κατηγορία της μισανθρωπίας, ο Απίων προσθέτει ότι οι Εβραίοι είναι δεμένοι με όρκο «να μη βοηθούν τους ξένους». Κατηγορεί τους Εβραίους ότι, επειδή δεν λατρεύουν τους θεούς της πόλης, υποκινούν σε ανταρσία τους ανθρώπους. Τους κοροϊδεύει επειδή κάνουν θυσίες ζώων, δεν τρώνε χοιρινό, και κάνουν περιτομή, και επειδή λατρεύουν μία χρυσή γαϊδουροκεφαλή, που δήθεν ο Αντίοχος ο Επιφανής ανακάλυψε στον Ναό.

Αλλά ο Αντίοχος, λέει ο Απίων, ανακάλυψε και έναν Έλληνα που τον έτρεφαν πλούσια, με σκοπό να τον θυσιάσουν και να τον φάνε. Ο Ιώσηπος παραθέτει την εκδοχή του Απίωνα για τον φοβερό μύθο, σύμφωνα με τον οποίο οι Εβραίοι κάθε χρόνο θυσίαζαν στον Ναό έναν Έλληνα και μετά τον έτρωγαν. Η τερατώδης διήγηση του «τελετουργικού φόνου» είχε ήδη βρει την κλασσική της έκφραση.
Δύο Εβραίοι πρωτοπόροι απολογητές μπήκαν στη μάχη εναντίον του Απίωνα. Το έργο του Φλαβίου Ιώσηπου Κατά Απίωνος, στο οποίο ο Ιώσηπος δεν έκανε καμία προσπάθεια να κρύψει την περιφρόνησή του για τον Απίωνα, τον αποκάλεσε «άνθρωπο πολύ κακής ηθικής, που σε όλη του τη ζωή ήταν ένας αγύρτης». Ο Φίλων, ο διάσημος Εβραίος νεοπλατωνικός φιλόσοφος, αντιμετώπισε τον Απίωνα στη Ρώμη το 39 μ.Χ., διευθύνοντας μία αντιπροσωπεία με σκοπό να υπερασπιστεί την εβραϊκή υπόθεση μπροστά στον Καλιγούλα, επειδή είχαν ξεσπάσει αντιεβραϊκές οχλαγωγίες στην Αλεξάνδρεια, υπό την ηγεσία του Φλάκκου. Ο Απίων, αντιπροσωπεύοντας την αντισημιτική παράταξη, δεν είχε δυσκολία να πείσει τον παράφρονα αυτοκράτορα ότι η εβραϊκή άρνηση να βάλουν αγάλματά του στους ναούς τους ήταν αρκετή για να προκαλέσει τις βίαιες εκδηλώσεις εναντίον τους. Αλλά εδώ βρισκόμαστε ήδη στη ρωμαϊκή περίοδο, ένα επόμενο στάδιο στην ιστορία του αντισημιτισμού.


ΑΠΙΩΝ Ο ΜΟΧΘΟΣ, ΕΝΑΣ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ.

Απίων ο Πλειστονίκης ή Μόχθος (1ος αι. μ.Χ.).

Αλεξανδρινός λόγιος και ιστοριογράφος, από την Όαση της Αιγύπτου, γνωστός για την πολυμορφία του συγγραφικού του έργου. Στην Αλεξάνδρεια παρακολούθησε τα μαθήματα του γραμματικού Διδύμου, (του οποίου ήταν ίσως θετός γιος) και του Θέωνα του οποίου έγινε διάδοχος ως επικεφαλής της εκεί σχολής γραμματικών. Ασχολήθηκε με τη διδασκαλία της ρητορικής και της γραμματικής, πρώτα στη Ρώμη και αργότερα στην Αλεξάνδρεια. Έγραψε διάφορα συγγράμματα, ανάμεσα στα οποία και μία διόρθωση των ομηρικών επών, από αυτά όμως κανένα δεν διασώθηκε.
Για τη μεγάλη επιμέλεια και εργατικότητά του επονομαζόταν και Μόχθος.

Οι ιδέες και το έργο του προκάλεσαν τα επαινετικά σχόλια του αυτοκράτορα Τιβερίου, του ιστορικού Πλίνιου κ.ά., αλλά και την έντονη αντίδραση και κριτική των Εβραίων λογίων και ιδιαίτερα του ιστορικού Ιώσηπου Φλάβιου, που έγραψε εναντίον του δύο λόγους. Αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι o Απίων δεν λάτρευε ιδιαίτερα τους Εβραίους και τους κατηγορούσε (ότι προσκυνούν κεφαλή γαϊδάρου κ.ά.) ενώ παράλληλα τους θεωρούσε Αιγυπτίους αποίκους. Η αντιπάθειά του αυτή εκφράστηκε και από τη συμμετοχή του σε πρεσβεία που στάλθηκε το 39 μ.Χ. στον αυτοκράτορα Καλιγούλα εναντίον των Εβραίων της Αλεξάνδρειας.

Ο Απίων -Frg. 2.7-, διαχωρίζει τους ανθρώπους καθοριστικά εις τους «εκ περιτομής» και τους «εξ Ελλήνων».

Ο Απίων έγραψε ότι οι Ιουδαίοι «Ορκίζονται εις τον Θεόν, ότι κανέναν αλλόφυλον δεν θα ευνοήσουν, ιδιαίτερα δε τους Έλληνας» ( Ιώσηπος, Κατ' Απίωνος Β, κεφ 10).

Μεταξύ των άλλων γραμματικών έργων του έγραψε ένα εξαιρετικό σύγγραμμα με τίτλο «Γλώσσαι ομηρικαί» (ετυμολογικά μελετήματα σε αλφαβητική σειρά), που το χρησιμοποίησε ο Απολλώνιος ο σοφιστής. Ο Απολλώνιος, ο λεγόμενος Σοφιστής, έζησε τον 1ο μ.Χ. αιώνα. Το μόνο σωζόμενο έργο του είναι το «Λεξικόν κατά στοιχείον της τε Ιλιάδος και Οδυσσείας», στο οποίο διασώζονται διαφορετικές εκδοχές πολλών ομηρικών στίχων και σπάνιες ερμηνείες ομηρικών λέξεων, επί τη βάσει των απωλεσθέντων συγγραμμάτων του Απίωνος.

Ένα πολύ σημαντικό σύγγραμμά του Απίωνος είναι μια ιστορία της Αιγύπτου (Αιγυπτιακά, σε 5 βιβλία) που δεν διασώθηκε. Στις κατηγορίες που διατυπώνονταν εκεί εναντίον των Εβραίων απάντησε ο ιουδαίος Ιώσηπος (Κατ' Απίωνος), που βέβαια διασώθηκε από τους χριστιανούς αντιγραφείς.

Από το έργο αυτό του Απίωνος (Αιγυπτιακά) κατάγεται και η γνωστή ιστορία για τον Ανδροκλή και το λιοντάρι καθώς και πολλές άλλες.

Σήμερα, οποιαδήποτε ιστορία θα διαβάσετε για τον Έλληνα Απίωνα τον Μόχθον, θα δείτε ότι τον κοροϊδεύουν συστηματικά με το προσωνύμιο «κύμβαλον» που του το πρόσθεσε ο ιουδαίος Ιώσηπος. Όλοι, μα όλοι οι μετά από αυτόν εβραίοι, χριστιανοί, ακόμη και οι κομμουνιστές, για να μειώσουν τον Έλληνα Απίωνα, τον αναφέρουν σαν «Απίων, το κύμβαλον». Ακόμη και στον εβραιοκομμουνιστή Κάουτσκυ, στο βιβλίο του «Η καταγωγή του Χριστιανισμού» διάβασα την φράση: «ο Απίων, το παγκόσμιο κύμβαλο, όπως τον έλεγε ο Ιώσηπος». Όπως καταλαβαίνει κανείς αυτό δεν γίνεται τυχαία. Αυτό που θέλουν είναι να μειώσουν τον Απίωνα, έτσι ώστε να χάσουν ισχύ τα αντιεβραϊκά του επιχειρήματα.

Όλοι όμως οι σοβαροί άνθρωποι του πνεύματος στην αρχαιότητα τον είχαν σε μεγάλη εκτίμηση. Ο αυτοκράτορας Τιβέριος, ο ιστορικός Πλίνιος και πολλοί άλλοι εκτιμούσαν ιδιαιτέρως τον Απίωνα. Δεν του έδωσαν άλλωστε αβασάνιστα το όνομα Μόχθος. Ο Απίων πράγματι αγαπούσε με πάθος τον Ελληνισμό και τα Ελληνικά γράμματα. Εργάστηκε με πολύ μόχθο γι' αυτά, ιδίως για τα Ομηρικά ζητήματα. Βέβαια τα έργα του καταστράφηκαν. Οι σημερινοί Έλληνες απόγονοί του δεν τον γνωρίζουν καθόλου ή θα τον μάθουν μέσω εβραίων (και χριστιανών κολαούζων) συγγραφέων σαν ένα πολύ κακό άνθρωπο.

Μετά τον Απίωνα, ο Ελληνικός αντισημιτισμός κόπασε. Η πολιτική και η πολιτιστική ηγεμονία είχε περάσει πλέον στη Ρώμη, και ο Ελληνισμός είχε χάσει μεγάλο μέρος από το αγέρωχο σφρίγος του. Από εδώ και πέρα οι πιο πολλοί Έλληνες συγγραφείς έδειξαν μία νέα ανοχή προς τους Εβραίους, καθώς ο αντισημιτισμός επέστρεφε στην αρχική έκδοσή του: ο λαός Ισραήλ ήταν μία παραξενιά. Ο Πλούταρχος είναι χαρακτηριστικός εκπρόσωπος αυτής της τάσης: χρησιμοποιώντας πλήθος ψεύτικων πληροφοριών γράφει με αδιαφορία για τους Ιουδαίους. Ο Κέλσος, τον 2ο αιώνα μ.Χ., περιλαμβάνει και τους Χριστιανούς στην περιφρόνηση που δείχνει για τους Ιουδαίους. Ακόμα και τότε δεν μπορούσε να μην κατηγορήσει τους Ιουδαίους πως «υπερηφανεύονται για τους εαυτούς τους ότι κατέχουν μία ανώτερη σοφία και απορρίπτουν την παρέα άλλων ανθρώπων». Η τελευταία επίθεση του ελληνικού αντισημιτισμού - και πολύ βίαιη - ήρθε τον 3ο αιώνα από τον σοφιστή Φιλόστρατο, ο οποίος μας μεταφέρει πάλι πίσω στον Μόλωνα και στον Απίωνα, ωστόσο όμως δεν λέει τίποτα πρωτότυπο.
-------------------------------------
Υποσημειώσεις
[1] Εδώ με τον όρο «Ιουδαίοι» ή «Εβραίοι», δηλώνουμε οποιοδήποτε μέλος της θρησκείας του Μωυσή, αν και μερικοί ιστορικοί θέλουν να διακρίνουν τους όρους «Ισραηλίτες», «Εβραίοι», «Ιουδαίοι». Αν και ο όρος «Ισραήλ» είναι αυτός που χρησιμοποιείται στη Βίβλο, ο όρος «Ιουδαίος» προέρχεται από τη φυλή Ιούδα, και εισήχθηκε από τους Εθνικούς την περίοδο των Μακκαβαίων, αλλά αργότερα υιοθετήθηκε και από τη Διασπορά. Ο όρος «Ισραήλ» διατηρήθηκε πιο πολύ για θρησκευτικές αναφορές, αλλά σήμερα είναι το όνομα του εβραϊκού κράτους, που ιδρύθηκε το 1948 και των υπηκόων του, των «Ισραηλινών». [Πάντως «Ιουδαίοι» ήταν ο όρος της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Σήμερα, χρησιμοποιούμε τη λέξη «Εβραίοι»].
[2] Πολλοί σύγχρονοι ιστορικοί χρησιμοποιούν τους όρους B.C.E και C.E. (Προ Κοινής Εποχής - Κοινής Εποχής) αντί των π.Χ. και μ.Χ.
[3] Φλάβιος Ιώσηπος, ελληνιστής Εβραίος ιστορικός του 1ου μ.Χ. αιώνα, ο οποίος δυσκολευόταν πολύ να δικαιολογήσει την αδιαφορία του ελληνικού κόσμου απέναντι στην ύπαρξη των Εβραίων. Η εξήγησή του ήταν ότι οι Εβραίοι, επειδή κατοικούσαν σε πεδινή χώρα, ζούσαν από τη γεωργία και κτηνοτροφία και έτσι δεν είχαν ασχοληθεί με το εμπόριο όπως άλλοι λαοί. (Βλ. Against Apion, Ι, 12. The Life and Works of Flavius Josephus, μετ. W. Winston [New York: Holt, Rinehart and Winston, 1962], σ. 862-863).
[4] Ο Ηρόδοτος αναφέρει «Σύριοι της Παλαιστίνης» αλλά δεν λέει τίποτα περισσότερο γι’ αυτούς. Ο Theod. Reinach αμφισβητεί τη γνώμη του Ιώσηπου ότι ο Ηρόδοτος αναφέρεται στους Εβραίους. (Βλ. Reinach, Textes des autres Grecs et Romains relatifs aux Judaïsme [Paris: Leroux, 1895], no.1, σ. 4). Η εργασία αυτή είναι μια αυθεντική σύνθεση αρχαίων ρωμαϊκών και ελληνικών φιλολογικών αναφορών στους Εβραίους, και θα χρησιμοποιηθεί σ’ αυτό το κεφάλαιο αντί των πρωταρχικών πηγών.
[5] Ο J. Juster απαριθμεί σχεδόν 500 πόλεις και κωμοπόλεις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στις οποίες υπάρχουν αποδείξεις για ύπαρξη εβραϊκού πληθυσμού [Βλ. Les Juifs dans l’ Empire Romain (Paris: Guenthner, 1914), I, 179-209].
[6] Ο Στράβων, ο Καππαδόκης ιστορικός που έγραψε κατά την αρχή της χριστιανικής περιόδου, προσθέτει αληθοφάνεια σ’ αυτούς τους υπολογισμούς με τον ισχυρισμό του ότι οι Εβραίοι «υπήρχαν ήδη σε όλες τις πόλεις και είναι δύσκολο να βρεις ένα μέρος πάνω στη γη που να κατοικείται και να μην έχει δεχτεί αυτή τη φυλή των ανθρώπων». (Fl. Josephus, Jewish Antiquities, ΧΙV, 7, 2, σ. 417). Οι Χριστιανοί ιεραπόστολοι, επίσης, θα ανακάλυπταν αυτή την πραγματικότητα. Οι Πράξεις (2:5, 9-11) αναφέρουν ότι την ημέρα της Πεντηκοστής «Ιουδαίοι από κάθε έθνος κάτω από τον ουρανό» είχαν έρθει στην Ιερουσαλήμ. Και ο Απόστολος Παύλος επισκεπτόταν τις εβραϊκές κοινότητες όπου πήγαινε. Η προφητεία που είχε δώσει η Σίβυλλα είχε επαληθευτεί: «Κάθε γη θα γεμίσει από σένα, και κάθε θάλασσα» (Οracula Sibylina, III, 271).
[7] Είναι δύσκολο να καθοριστεί σε ποιά έκταση οι απόψεις αυτών των συγγραφέων δημιουργούσαν την αυξανόμενη λαϊκή εχθρότητα ή απλά αντανακλούσαν την υπάρχουσα, σχημάτιζαν ή σχηματίζονταν από την ιστορία. Φαίνεται πιθανό οι απόψεις αυτές να ήταν και αιτία και αποτέλεσμα, δίνοντας έκφραση στα συλλογικά αισθήματα, αλλά συμβάλλοντας και στη διαμόρφωσή τους.
[8] Τo Βιβλίο του Δανιήλ, το απόκρυφο βιβλίο του Ενώχ, και οι Σιβυλλικοί Χρησμοί εμφανίστηκαν αυτή την περίοδο.

Αντισημιτισμός στην αρχαιότητα - Β'

ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΡΩΜΑΪΚΟ ΑΕΤΟ

Ο ρωμαϊκός αντισημιτισμός, άμεσος κληρονόμος του ελληνικού, έφερε τη σφραγίδα του προκατόχου του. Η ρωμαϊκή κατάκτηση δεν άλλαξε ουσιαστικά το πολιτιστικό κλίμα και τις κοινωνικές συνθήκες του Ελληνο-ασιατικού κόσμου. Η ελληνική άποψη για τους Ιουδαίους πέρασε έτσι και στους Ρωμαίους. Ο ρωμαϊκός αντισημιτισμός, ωστόσο, ήταν πιο πολύπλοκος από τον Ελληνικό. Το πνεύμα των Μακκαβαίων δεν κόπασε τους ρωμαϊκούς χρόνους και η Ρώμη ήξερε πως να αποθαρρύνει τις επαναστάσεις. Ποταμοί αίματος έμελλαν να χυθούν κατά τις συγκρούσεις των Ρωμαίων με τους Εβραίους. Από την άλλη πλευρά, η ρωμαϊκή πολιτική έδειχνε μία καθαρή φιλοσημιτική τάση.[1] Πράγματι, η επίσημη εύνοια προς την ιουδαϊκή πίστη, και η επιτυχία του ιουδαϊκού προσηλυτισμού μεταξύ των Ρωμαίων, εντυπωσιάζουν τον ιστορικό της εποχής τόσο όσο και οι εβραιο-ρωμαϊκοί πόλεμοι και οι αντιεβραϊκές αντιδράσεις. Μόνον οι διανοούμενοι παρέμειναν ανεπηρέαστοι από την έκκληση του Ισραήλ για μονοθεϊσμό.

Το πιο σημαντικό νέο στοιχείο στη ρωμαϊκή περίοδο ήταν η εβραϊκή κοινότητα στη Ρώμη. Αν και ήταν από τις τελευταίες που ιδρύθηκαν στη διασπορά, χρησίμευε ως ένα μικρής κλίμακας υπόδειγμα όλου του Εβραϊσμού, στη σκιά του ίδιου του αυτοκρατορικού ανακτόρου, παίζοντας έτσι σημαντικό ρόλο ως καθοριστικός παράγοντας της αυτοκρατορικής πολιτικής και της στάσης του λαού απέναντι στους Εβραίους. Πριν τη χριστιανική εποχή, η εβραϊκή κοινότητα ήταν μεγάλη και είχε επιρροή - δεύτερη μετά την Αλεξάνδρεια. Ήδη το 59 π.Χ., ο Κικέρων στο έργο του Pro Flacco υπέθετε ότι όλοι ήξεραν «πόσο πολυάριθμοι είναι, πόσο αφοσιωμένοι είναι στη φυλή τους και πόση επιρροή έχουν στις συνελεύσεις». Οι Εβραίοι της Ρώμης είχαν δικαίωμα ψήφου στις συνελεύσεις και είχαν γίνει πολιτική δύναμη. Είχαν μπει στην οικονομική ζωή της πόλης, κέρδιζαν πολλούς οπαδούς στην πίστη τους, και είχαν αποσπάσει πολλά προνόμια από τους αυτοκράτορες. Αυτά τα προνόμια προκαλούσαν τον φθόνο των γειτόνων τους, και οι προσηλυτιστικές τους επιτυχίες τον φθόνο των διανοούμενων, και περιστασιακά της κυβέρνησης.

Η κυριότερη αιτία έντασης, ωστόσο, ήταν θρησκευτική. Η ρωμαϊκή θρησκεία ήταν τελετουργική και έντονα ενσωματωμένη στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Εικόνες των θεών υπήρχαν παντού και σχεδόν κάθε πράξη, δημόσια ή ιδιωτική, είχε την υπερφυσική συνοδεία της. Οι Ρωμαίοι ήταν υπερήφανοι για τις τελετουργίες και τους θεούς τους, οι οποίοι συνδέονταν στενά με τη δόξα της Ρώμης. Ενώ γενικά ήταν ανεκτικοί προς τις άλλες θρησκείες, των οποίων ήταν οικοδεσπότες, ήταν ασυμβίβαστοι προς οτιδήποτε απειλούσε τη δική τους θρησκεία.[2] Ήταν ασυνήθιστοι, ωστόσο, στον θρησκευτικό ανταγωνισμό. Οι περισσότεροι από τους ξένους οπαδούς θρησκειών, που ζούσαν μέσα στα όρια της αυτοκρατορίας, ήταν ικανοποιημένοι με τη θρησκευτική τους ελευθερία και δεν είχαν δυσκολία στην απλή απαίτηση της Ρώμης να λατρεύουν και τον Jupiter [Δία] και να απέχουν από πράξεις εχθρικές προς την αυτοκρατορική θρησκεία.

Αλλά δε συνέβαινε το ίδιο και με τους Εβραίους. Μπορούσαν να προσαρμοστούν σε όλα εκτός από τη θρησκεία. Είχαν και αυτοί μία θρησκεία - στην πραγματικότητα πιο απαιτητική από εκείνη των Ρωμαίων - εξ ίσου ενσωματωμένη στην καθημερινή τους ζωή. Ο Θεός του Ισραήλ ήταν ένας ζηλωτής Θεός που δεν δεχόταν συμβιβασμούς. Αυτή η αδιάλλακτη στάση έβαλε τις ρωμαϊκές αρχές σε ένα δίλημμα: είτε να αποκηρύξουν την πολύτιμη αρχή της ανοχής, είτε να κάνουν μία ιδιαίτερη εξαίρεση για την πεισματική μειονότητα - σύμφωνα με τη φράση του Juster: «διωγμός ή προνόμιο».

Ο ρωμαϊκός ρεαλισμός υπερίσχυσε. Δόθηκαν στους Εβραίους όλα τα προνόμια που ήταν απαραίτητα για μία πλήρη άσκηση του τρόπου ζωής τους, όχι μόνο στην Ιουδαία αλλά και σε όλη τη Διασπορά, ακόμα και στην ίδια τη Ρώμη. Στην πραγματικότητα η ιστορία των εβραιο-ρωμαϊκών σχέσεων περιλαμβάνει λίγα ακόμα στοιχεία εκτός από την ιστορία αυτών των προνομίων και από τις διαμάχες ή τις συμμαχίες που προέκυψαν. Οι Εβραίοι πήραν μοναδικά προνόμια για να μπορέσουν να ασκήσουν τις πρακτικές του μονοθεϊσμού. Εξαιρέθηκαν από πολλές εξωτερικές πράξεις της ρωμαϊκής θρησκείας και απαλλάχθηκαν από όλες τις κοινωνικές δραστηριότητες την ημέρα του Σαββάτου, με μόνη απαίτηση να προσεύχονται για τον αυτοκράτορα. Πριν αρχίσει η χριστιανική εποχή, ο Ιουδαϊσμός ήταν η μόνη αναγνωρισμένη θρησκεία εκτός από την αυτοκρατορική.

Οι ιστορικοί έχουν ψάξει να βρουν εξηγήσεις γι’ αυτήν την ιδιαίτερη κατάσταση. Πολλοί παράγοντες συνέβαλλαν σ’ αυτήν, αλλά η θεμελιώδης απάντηση φαίνεται να είναι ψυχολογική. Η Ρώμη και η Ιερουσαλήμ θαύμαζαν και φοβούνταν η μία την άλλη. Οι Ιουδαίοι φαίνονταν να προτιμούν τη ρωμαϊκή κυριαρχία από οποιαδήποτε άλλη - ακόμα και από εκείνη της δυναστείας του Ηρώδη - και περισσότερες από μία φορές συμμάχησαν με τη Ρώμη εναντίον των εχθρών της. Αλλά είχαν μάθει να φοβούνται τη ρωμαϊκή βαρβαρότητα, και η μνήμη των 2.000 Εβραίων που κρεμάστηκαν στην Ιερουσαλήμ από τον Βάρο (139-169 μ.Χ.) ήταν αρκετή για να κρατήσει τους φόβους τους ζωντανούς. Η Ρώμη, από την πλευρά της, φαινόταν να είναι εντυπωσιασμένη από τη γενναία προσκόλληση των Εβραίων στη θρησκεία τους, αλλά κι αυτή φοβόταν τις εξεγέρσεις τους, μερικές από τις οποίες είχαν βλάψει πολύ τη στρατιωτική της δύναμη. Και παρ’ όλα αυτά, πέρα από τον αμοιβαίο θαυμασμό και φόβο, υπήρχε κάποια μικρή κατανόηση μεταξύ αυτών των ριζικά αντίθετων νοοτροπιών. Αλλά η σχέση τους έμελλε να είναι θυελλώδης.

Οι πολιτικές των αυτοκρατόρων αντανακλούσαν αυτή την αμφίρροπη κατάσταση. Μερικοί ήταν ευνοϊκά διακείμενοι προς τους Εβραίους, μερικοί εχθρικά. Ο Ιούλιος Καίσαρ (100-44 π.Χ.), έδειξε ευγνωμοσύνη για τη βοήθειά τους στη διάρκεια του εμφύλιου πόλεμου, λούζοντας τους με προνόμια. Γι’ αυτό οι Εβραίοι της Ρώμης θρήνησαν πολύ τον θάνατό του. Οι παραχωρήσεις του, που θεωρούνται από τους ιστορικούς ως η «Μάγκνα Κάρτα» των Εβραίων της αρχαιότητας, ανανεώνονταν στο σύνολό τους από τους επόμενους αυτοκράτορες. Ο Αύγουστος (27 π.Χ. -14 μ.Χ.) συνέχισε αυτή την πολιτική, και ανάμεσα στα άλλα, σταμάτησε να μοιράζει σιτάρι στους Εβραίους την ημέρα του Σαββάτου. Ο Τιβέριος (14-37 μ.Χ.), υπό την επιρροή του Σεανού, του αντισημίτη υπουργού του, εξόρισε 4.000 Εβραίους στη Σαρδηνία, αλλά ανανέωσε τα προνόμια τους μετά τον θάνατο του Σεανού. Ο Καλιγούλας (37-41 μ.Χ.) προσπάθησε να επιβάλλει τη λατρεία του αυτοκράτορα στις συναγωγές, αλλά πέθανε προτού εκτελεστεί η απαίτησή του. Ο Κλαύδιος (41-54 μ.Χ.) φέρθηκε καλά προς τους Εβραίους, αν και έδιωξε μερικούς από τη Ρώμη εξαιτίας της διαμάχης μεταξύ Εβραίων και Χριστιανών.[3]

Ο άγριος πόλεμος που επέφερε την καταστροφή της Ιερουσαλήμ το 70 μ.Χ., ίσως να αναμενόταν ότι θα κατέστρεφε την επίσημη θέση του Ισραήλ, αλλά κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Η μόνη μεταβολή που υπήρξε ήταν η αλλαγή πληρωμής του φόρου που οι Εβραίοι έστελναν για τον Ναό στην Ιερουσαλήμ, σε φόρο για το Καπιτώλιο του Jupiter στη Ρώμη. Μετά τον πόλεμο η πορεία των εβραιο-ρωμαϊκών σχέσεων εξαρτιόταν γενικά από τις προσηλυτιστικές και μεσσιανικές εβραϊκές κινήσεις: εμπνεόμενοι ακόμα από τα οράματα της ανεξαρτησίας, συχνά επαναστατούσαν, και η πιο σοβαρή εξέγερση έγινε το 115 μ.Χ., όταν αυτοκράτορας ήταν ο Τραϊανός, και το 131 μ.Χ. όταν ήταν ο Αδριανός. Αυτή η τελευταία εξέγερση έφερε σε τέλος το Ισραήλ ως πολιτική δύναμη της αρχαιότητας. Η τελική εξέγερση, στην αυτοκρατορία του Αδριανού, πυροδοτήθηκε από την απαγόρευση της εβραϊκής θρησκείας και της περιτομής, καθώς και από την ανέγερση της ειδωλολατρικής πόλης Aelia Capitolina στην Ιερουσαλήμ. Ο Αδριανός, που ήταν φανατικός ελληνιστής, είχε φοβηθεί από τις επιτυχίες του ιουδαϊκού προσηλυτισμού και αποφάσισε να τον εξαλείψει οριστικά.[4]

Ο αντισημιτισμός των λαϊκών μαζών, αν και δεν ήταν το χαρακτηριστικό στοιχείο της ρωμαϊκής εποχής, δεν ήταν λιγότερο διαδεδομένος, και μάλιστα μερικές φορές ήταν έντονος. Μέσα σε όλη την αυτοκρατορία, τα ιδιαίτερα προνόμια των Εβραίων, ο «ξενικός» χαρακτήρας τους, και η επιχειρηματική τους πρωτοβουλία προκαλούσαν τον φθόνο του μη εβραϊκού πληθυσμού. Στη Ρώμη, τα προνόμιά τους και η επιρροή τους προκαλούσαν έντονη αντίδραση, η οποία, ωστόσο, συγκρατιόταν από την αυτοκρατορική προστασία. Στην Αλεξάνδρεια οι παλιές εντάσεις είχαν αυξηθεί, αλλά τα πρώτα χρόνια της αυτοκρατορίας δεν ριψοκινδύνευαν να εκδηλωθούν ανοιχτά. Με αυτοκράτορα τον ασταθή Καλιγούλα, το ρίσκο μειώθηκε, και ένα ξέσπασμα το 38 μ.Χ. - το πρώτο πραγματικό πογκρόμ στην ιστορία - συνέβη στην Αλεξάνδρεια. Αβέβαιοι για τις διαθέσεις του αυτοκράτορα, οι έπαρχοι της πόλης υποκίνησαν τους όχλους σε οχλοκρατικές διαμαρτυρίες, επειδή οι Εβραίοι αρνήθηκαν να στήσουν τον αυτοκρατορικό ανδριάντα στις συναγωγές. Στη συνέχεια, τους αφαιρέθηκε η ιδιότητα του πολίτη, τους προπηλάκισαν και τους περιόρισαν στο ένα τέταρτο της πόλης, πιέζοντάς τους να μείνουν ακόμη και σε κοιμητήρια και σε παραλίες. Μερικοί βασανίστηκαν και άλλοι δολοφονήθηκαν. Στο αποκορύφωμα αυτών των ταραχών, μία αντιπροσωπεία Εβραίων, με επικεφαλής τον Φίλωνα, πήγε στον Καλιγούλα, έχοντας ως κατήγορο τον Απίωνα, αλλά τελικά αυτή η προσπάθεια είχε σαν αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη ταπείνωσή τους.

Ταραχές σκιάσανε τις εβραιο-ρωμαϊκές σχέσεις και σε άλλες πόλεις όπου οι Εβραίοι ήταν πολυάριθμοι, ιδιαίτερα επί Βεσπασιανού (69-79 μ.Χ.) και Τίτου (78-81 μ.Χ.). Στην Αντιόχεια τα πολιτικά δικαιώματα των Εβραίων προκάλεσαν τους κατοίκους, και έγιναν αιτήσεις στη Ρώμη να τους καταπιέσει. Ακολούθησαν σφαγές Εβραίων. Στην Έφεσο, την Κυρηναϊκή και τις πόλεις της Ιωνίας γίνονταν ταραχές που ξεσπούσαν συνήθως με αφορμή την άρνηση των Εβραίων να συμμετέχουν στην ειδωλολατρική θρησκεία. Στην Καισάρεια - που ιδρύθηκε από τον Ηρώδη (4π.Χ.- 40 μ.Χ.) - ήταν συχνές οι πολιτικές διαμάχες για την πολιτική ηγεσία και πολλές φορές οι Εβραίοι δέχονταν επιθέσεις. Σε μερικές περιπτώσεις πολλοί δολοφονήθηκαν, ιδιαίτερα σε πόλεις που βρίσκονταν κοντά στην Παλαιστίνη (Δαμασκό, Τύρο, Ασκαλώνα, Πτολεμαΐδα, Γάδαρα, Ιππώνα και Σκυθόπολη) όπου η ιουδαϊκή θρησκευτική προπαγάνδα ήταν πολύ έντονη.

Ο ΚΛΑΣΣΙΚΟΣ ΑΝΤΙΣΗΜΙΤΙΣΜΟΣ

Οι πραγματικοί αντισημίτες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας δεν ήταν ούτε η κυβέρνηση ούτε ο λαός, αλλά οι διανοούμενοι. Πολλοί από αυτούς δεν ασχολούνταν καθόλου με το Ισραήλ, αλλά από όσους ασχολούνταν, πολύ λίγοι ήταν φιλικοί προς αυτούς, ενώ οι περισσότεροι ήταν φανατικοί εχθροί. Ο Βάρρων ίσως να έδειξε λίγο σεβασμό, ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος και ο Τίτος Λίβιος παρέμειναν ουδέτεροι. Από τους υπόλοιπους δεν υπήρχε τίποτα άλλο παρά περιφρόνηση και προσβολές.

Αυτή η φάση της ιστορίας άρχισε το 59 π.Χ. με τη σπουδαία φωνή του Κικέρωνα. Ο διάσημος ρήτορας, έξυπνος μαθητής του Μόλωνα, μετέφερε τις προκαταλήψεις του Ροδεσιανού δασκάλου του στη Ρώμη, συνδέοντας έτσι τον ρωμαϊκό Αετό με τον ελληνικό. Η ευκαιρία που του δόθηκε να εκφράσει τα αισθήματά του, ήταν όταν πήγε σε μία δίκη ως συνήγορος του Ρωμαίου έπαρχου Φλάκκου στη Μικρά Ασία ο οποίος είχε λεηλατήσει το ιουδαϊκό θησαυροφυλάκιο. Η συνηγορία του Κικέρωνα αποθανατίστηκε στο έργο του Pro Flacco (Υπέρ Φλάκκου). Μπροστά στο δικαστήριο παρουσίασε τους φόβους του για τους πολυάριθμους, πανούργους Εβραίους της Ρώμης που αύξαναν την επιρροή τους, και επαίνεσε τον Φλάκκο επειδή «είχε αντισταθεί στις βαρβαρικές τους δεισιδαιμονίες». «Το είδος των τελετουργιών και της θρησκείας τους δεν έχει τίποτα το κοινό με το μεγαλείο της αυτοκρατορίας, τη δόξα του ονόματός μας, και τους θεσμούς των προγόνων μας. Αυτός ο λαός με τα όπλα του, όλο και περισσότερο, δείχνει πως νοιώθει για εμάς. Ακόμα και έτσι που είναι κατακτημένοι και σκλαβωμένοι, οι αθάνατοι θεοί πολύ λίγο νοιάζονται γι’ αυτούς». «Οι Ιουδαίοι», είχε παρατηρήσει παλαιότερα μπροστά στη Σύγκλητο, «είναι γεννημένοι για δούλοι». Η ιστορία δεν κατέγραψε το αποτέλεσμα της δίκης του Φλάκκου, αλλά για τον Κικέρωνα μας λέει ότι την επόμενη χρονιά εξορίστηκε από τη Ρώμη.

Κατά τους τελευταίους χρόνους της προχριστιανικής περιόδου, ο φιλολογικός αντισημιτισμός με δυσκολία κρατήθηκε ζωντανός, χάρη σε μερικές ειρωνείες του Οράτιου σχετικά με τον ιουδαϊκό προσηλυτισμό και την ευπιστία τους, στους σαρκασμούς του Τίβουλλου και του Οβίδιου σχετικά με τη σαββατική ανάπαυση, και στις διαστρεβλώσεις της εβραϊκής ιστορίας από τον Πομπήιο. Ο τόνος του Κικέρωνα δεν υπάρχει πλέον, μέχρις ότου, τον επόμενο αιώνα, φάνηκε ο Σενέκας. Αυτός ο ένθερμος πατριώτης και Στωικός, αγωνιζόταν ενάντια στην επικράτηση των εθίμων αυτού «του πιο διεστραμμένου έθνους», ιδιαίτερα ενάντια στην πρακτική της αργίας του Σαββάτου. Ο Πρετώνιος εντρυφούσε σε σαρκασμούς σχετικά με την περιτομή και την «απέχθεια» για το χοιρινό. Οι ισχυρισμοί του Κουιντιλλιανού και του Μαρτιαλινού ήταν βραχύλογοι αλλά αιχμηροί: για τον πρώτο, οι Εβραίοι ήταν ένα «επιζήμιο έθνος» και η πίστη τους μία «δεισιδαιμονία». Για τον δεύτερο, η περιτομή και το Σάββατο ήταν συνώνυμα με κάθε τι το εκφυλιστικό. Τον 2ο αιώνα, ο Ιουβενάλιος ελεεινολογούσε τη διεφθαρμένη επιρροή των Εβραίων γονέων πάνω στα «δυστυχισμένα παιδιά τους».

Ο Τάκιτος έφτασε στο απόγειο του αρχαίου αντισημιτισμού. Ο μεγάλος ιστορικός ξεπέρασε όλους τους ανταγωνιστές του της Ελληνο-ρωμαϊκής εποχής σε μίσος και σφοδρότητα. Καμία από τις προηγούμενες κατηγορίες δεν λείπει από τον κατάλογό του - εκτός από εκείνη του «τελετουργικού φόνου», που τώρα πλέον είχε επιστρατευτεί κατά των Χριστιανών - και κάθε κατηγορία αποκτά ένα καινούργιο «γαρνίρισμα». «Το Σάββατο», λέει ο Τάκιτος, «τους θυμίζει την ημέρα της απόδρασής τους, στην οποία, λόγω της τεμπελιάς τους, έμειναν προσκολλημένοι». Οι υπόλοιποι θεσμοί τους είναι «πονηροί, ατιμωτικοί, και έχουν επιζήσει μόνον εξαιτίας της διαστροφής τους». Η ευημερία τους «προέρχεται από την πεισματώδη αλληλεγγύη τους, που είναι αντίθετη προς το αδυσώπητο μίσος που καλλιεργούν ενάντια στους υπόλοιπους ανθρώπους». Ποτέ δεν τρώνε μαζί με ξένους, και, αν και είναι επιρρεπείς στην ακολασία, «απέχουν από επαφή με ξένες γυναίκες». Ανάμεσά τους, ωστόσο, «τίποτα δεν είναι απαγορευμένο». Η πρώτη εντολή που τους δίνεται είναι να απεχθάνονται τους θεούς, να απαρνούνται την πατρική γη τους, να ξεχνούν τους γονείς, τα αδέλφια και τα παιδιά τους.

Ξαφνικά ο τόνος αλλάζει, πλησιάζει κοντά στην ευλογία: οι Ιουδαίοι θεωρούν έγκλημα να σκοτώσουν ένα «παιδί που είναι μόνο», πιστεύουν στην αθανασία εκείνων που πεθαίνουν στη μάχη, γι’ αυτό και η απάθειά τους για το θάνατο. Ο Θεός τους είναι ένα ανώτατο και αιώνιο Ον, και γι’ αυτό και δεν ανέχονται «κανένα άγαλμα στις πόλεις και ιδιαίτερα στους ναούς τους, και τις κολακείες προς τους βασιλείς...»

Αυτή η έκλαμψη είναι στιγμιαία. Τι είναι οι Ιουδαίοι; «Από όλους τους υποδουλωμένους λαούς οι πιο αξιοκαταφρόνητοι... ένας αηδιαστικός λαός... γεμάτοι δεισιδαιμονίες και μίσος για όλες τις θρησκευτικές πρακτικές», ένας λαός με «έθιμα παράλογα και αποκρουστικά...», και συνοψίζει: «Όλα όσα εμείς θεωρούμε ιερά, αυτοί τα θεωρούν βέβηλα, και όλα όσα είναι νόμιμα γι’ αυτούς, είναι ακάθαρτα για μας».

Μετά τον Τάκιτο, ο ρωμαϊκός φιλολογικός αντισημιτισμός άρχισε να παρακμάζει. Υπήρχαν λίγα αμυδρά παράπονα, και μετά από ένα τελικό κροτάλισμα εθνικού μίσους από τον Ρουτίλιο Ναματιανό, ποιητή του 5ου αιώνα, που είχε εξαγριωθεί από έναν «γκρινιάρη Ιουδαίο» που συνάντησε στο δρόμο, και τα αισθήματά του είχαν φουντώσει σε μία ελεγεία για «το ακοινώνητο ζώο, αυτόν τον Ιουδαίο...» Ο ποιητής τελειώνει με μία επίθεση στο Σάββατο και σε άλλα ιουδαϊκά έθιμα και τελικά στην «πληγή που παρέδωσε ο Ιουδαϊσμός στον κόσμο»: τον Χριστιανισμό.

ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ

Ο Ελληνικός και ο ρωμαϊκός αντισημιτισμός μοιάζουν αρκετά ώστε να θεωρηθούν μία ενιαία ιστορική ενότητα. Η ρωμαϊκή φάση σε μεγάλη έκταση μπορεί να θεωρηθεί ελληνικός αντισημιτισμός που συνεχίστηκε κάτω από νέες πολιτικές συνθήκες. Και στις δύο φάσεις διακρίνεται η ίδια βασική κατάσταση: ένας υπερήφανος και κατακτητικός πολιτισμός να αντιμετωπίζει ένα πολιτικά αμελητέο έθνος, στερημένο - σύμφωνα με τα ειδωλολατρικά πρότυπα - από όλο τον πολιτισμό και τα επιτεύγματά του, προβάλλοντας την ανωτερότητα της Τορά (Πεντατεύχου) απέναντι στους νόμους και στα γράμματα του κατακτητή.

Παρά τη σύγκρουση των θρησκευτικών απόψεων και αξιών μεταξύ των οπαδών του Γιαχβέ και των οπαδών του Jupiter, ο ειδωλολατρικός αντισημιτισμός δεν ήταν θεολογικός. Οι ξένες θεολογίες ήταν γενικά ανεκτές, με την προϋπόθεση ότι οι ακόλουθοί τους θα απείχαν από πράξεις εχθρικές προς την αυτοκρατορική θρησκεία και θα απέδιδαν έναν εξωτερικό χαιρετισμό στον Jupiter. Οι Εβραίοι εξαιρούνταν από την τελευταία απαίτηση, και ο Ιουδαϊσμός ήταν η μόνη νομικά αναγνωρισμένη θρησκεία στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Αυτός ο πρώτος αντισημιτισμός δεν ήταν ούτε τόσο εθνικός, ούτε τόσο φυλετικός. Παρά την περιφρόνηση που έδειχναν οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι κατακτητές για τους κατακτημένους λαούς, ήταν ανεκτικοί απέναντι στο ετερόκλητο αμάλγαμα των λαών που αποτελούσαν τις αυτοκρατορίες τους. Οι Εβραίοι, επιπρόσθετα, συγχέονταν συχνά με τους Σύριους ή με τους Ασιάτες γενικά.

Επίσης ο αντισημιτισμός της αρχαιότητας δεν ήταν οικονομικός, όπως είναι στην εποχή μας ή και σε άλλες εποχές. Οι οικονομικοί παράγοντες ήταν σημαντικοί στην Αλεξάνδρεια, στα λιμάνια, και στις ελληνικές πόλεις, αλλά δεν μπορούν από μόνοι τους να θεωρηθούν αρκετοί για να δικαιολογήσουν το φαινόμενο. Ο Juster, ο οποίος έκανε μία λεπτομερή μελέτη της Ελληνο-ρωμαϊκής περιόδου, δεν βρήκε κάποια δυσαναλογία των Εβραίων, σε σχέση με τους υπόλοιπους, στον τομέα του εμπορίου και θεώρησε καλό να συμπεράνει: «Ποτέ κάποιος παγανιστής συγγραφέας δεν χαρακτήρισε τους Ιουδαίους ως εμπόρους. Ποτέ στην αρχαιότητα δεν συνδέονταν οι έννοιες «Ιουδαίος» και «έμπορος». Στην ίδια περίοδο τίποτα δεν δείχνει ότι οι Εβραίοι είχαν κάποια προτίμηση στο εμπόριο».[5] Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για τον εβραϊκό πλούτο. Μερικοί ήταν πλούσιοι και προκαλούσαν φθόνο, αλλά οι ιουδαϊκές μάζες ήταν από μεσαίοι έως φτωχοί. Μερικοί απ’ αυτούς ήταν ζητιάνοι, ενώ πολλοί είχαν αρχίσει τη ζωή τους στη διασπορά ως δούλοι. Ο οικονομικός αντισημιτισμός εμφανίστηκε στην ιστορία πολύ μετά την παγανιστική εποχή.

Ουσιαστικά, ο αρχαίος αντισημιτισμός ήταν πολιτιστικός, έχοντας τη μορφή μιας εθνικής ξενοφοβίας που αναπτύχθηκε σε ιδιαίτερες πολιτικές συνθήκες. Ήταν κυρίως ένα φιλολογικό φαινόμενο, που απέρρεε, στο μεγαλύτερο μέρος του, από τις πένες αλαζονικών εθνικιστών συγγραφέων, οι οποίοι φιλοδοξούσαν να είναι προστάτες του εθνικού μεγαλείου και της αυτοκρατορικής δόξας.

Είναι δύσκολο, ιστορικά, να υπερτονίσουμε τη σπουδαιότητα αυτής της πρώτης εκδήλωσης αντισημιτικής εχθρότητας, αν ο μοναδικός λόγος είναι το ότι δίνει βάση στη θεώρηση ενός «αιώνιου» αντισημιτισμού, η οποία κρύβει τον λεπτό υπαινιγμό ότι οι ίδιοι οι Εβραίοι είναι πάντα ένοχοι για τα ξεσπάσματα αντισημιτισμού. Πιο σημαντικό είναι το ότι φανερώνει το αντισημιτικό στοιχείο σε έναν πολιτισμό κατά κάποιο τρόπο αμόλυντο από κάθε θεολογική ή φυλετική εβραιοφοβία, όπως έμελλε να αναπτυχθεί κατά τη χριστιανική περίοδο και τη νεώτερη εποχή.

Η μελέτη αυτής της περιόδου, επιπρόσθετα, εδραιώνει την άποψη ότι ο αντισημιτισμός πατάει, σε μεγάλο βαθμό, πάνω σε θετικό έδαφος: στη Βιβλική προτροπή του Ιουδαϊσμού να ξεχωρίσουν οι πιστοί του από τα υπόλοιπα έθνη, προς μαρτυρία της αλήθειας του Ενός Θεού και του Νόμου Του. Οι αντιδράσεις αυτής της περιόδου προέρχονταν από την απομόνωση, το ξεχώρισμα των Εβραίων, τους ισχυρισμούς τους για πνευματική ανωτερότητα, αλλά και από την αναμφίβολα υψηλότερη ηθική της ζωής τους. Ένας αρχικός κρυπτοθαυμασμός, που αργότερα μεταστράφηκε στο αντίθετο, είναι συχνά ευδιάκριτος πίσω από τις κατηγορίες των αρχαίων. Αυτό το θετικό συστατικό μες στη καρδιά του αντισημιτισμού συχνά παραβλέπεται από τους ιστορικούς και αναλυτές του θέματος.

Η σπουδαιότητα και σημασία του αντισημιτισμού της αρχαιότητας έχει αναγνωριστεί από διακεκριμένες αυθεντίες αυτού του τομέα, όπως ο Theodore Reinach και ο Salo Baron. Ο πρώτος είναι της άποψης ότι η Ελληνο-ρωμαϊκή γνώμη για τους Εβραίους «συνέβαλλε στη διασαφήνιση μιας ολόκληρης ιστορικής εξέλιξης που φτάνει μέχρι την εποχή μας». Ο δεύτερος έχει να πει: «Σχεδόν κάθε νότα στην κακοφωνία του μεσαιωνικού και του σύγχρονου αντισημιτισμού είχε πρώτα ακουστεί από τη χορωδία των αρχαίων συγγραφέων». Ο Jules Isaac προειδοποιεί για τον κίνδυνο του να υπερτονίσουμε τη σπουδαιότητα και την επιρροή αυτού του πρώιμου αντισημιτισμού, αλλά αφιερώνει συνειδητά ένα 40% του έργου του στην προέλευση του αντισημιτισμού.

Δεν έχει δοθεί αρκετή προσοχή, ωστόσο, σ’ αυτή την αρχική περίοδο αντισημιτισμού, και μερικές φορές έχει υποβιβαστεί τελείως.[6] Ο Lovsky αποδίδει αυτήν την έλλειψη σε δύο αντίθετα κίνητρα. Γράφει:

«Όταν η αντισημιτική προκατάληψη είναι χριστιανική, προεξέχουν τα άλλοθι των Αιγύπτιων (ή Περσών), σαν να μπορούσε η αμαρτία των παγανιστών να δικαιολογήσει την αμαρτία των Χριστιανών. Όταν η προκατάληψη είναι αντιχριστιανική, οι διαμαρτυρίες ενάντια στην ύπαρξη αιγυπτιακού αντισημιτισμού είναι πολύ μεγαλύτερες, με σκοπό να επιβαρύνουν αποκλειστικά την Εκκλησία για μία αγριότητα που εμπνεύστηκε από τη χριστιανική πίστη. Πράγματι, εξαιτίας αυτών των προκαταλήψεων η αμερόληπτη συζήτηση του προβλήματος φαίνεται αδύνατη».[7]

Μπορούμε πράγματι να παρατηρήσουμε, στις διαφορετικές περιγραφές αυτής της ιστορικής φάσης του αντισημιτισμού, θεωρήσεις που κυμαίνονται από πλήρη υποβάθμιση της σημασίας της μέχρι την ανάδειξή της ως θεμελιώδους υπόβαθρου για την οικοδόμηση όλων των μεταγενέστερων αντισημιτισμών. Χρειάζεται όμως να τονίσουμε ότι ο ιστορικός πρέπει να είναι απαλλαγμένος από απολογητική ή από a priori στάση, για να μπορεί να αποφύγει οποιαδήποτε διαστρέβλωση των ιστορικών δεδομένων.

Το ότι ο ελληνο-ρωμαϊκός φιλολογικός αντισημιτισμός μετέδωσε μία επιρροή στον σύγχρονο ορθολογιστικό αντισημιτισμό, είναι φανερό από τη κατά λέξη χρησιμοποίηση από τους εγκυκλοπαιδιστές, μερικών από τις αντισημιτικές κατηγορίες των αρχαίων συγγραφέων. Ο Βολταίρος είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ο Arthur Hertzberg που ασχολήθηκε με αυτή την περίπτωση, συμπεραίνει:

«Η ιδέα ότι η νέα κοινωνία (του Διαφωτισμού) επρόκειτο να είναι μία επαναπροβολή της κλασσικής αρχαιότητας, ήταν η κύρια πηγή του μετα-χριστιανικού αντισημιτισμού, τον 19ο αιώνα. Ο ζωτικός σύνδεσμος, ο άνθρωπος που υπερπήδησε τους χριστιανικούς αιώνες και επινόησε μία νέα, διεθνή, κοσμική, αντιεβραϊκή ρητορική, στο όνομα του ευρωπαϊκού πολιτισμού μάλλον, παρά της θρησκείας, ήταν ο Βολταίρος».

Ο Samuel Ettinger επίσης έχει δείξει πόσο οι αρχαίες αντισημιτικές ιδέες, ακόμη και η φρασεολογία, πέρασε μέσω των Άγγλων Δεϊστών του 18ου αιώνα στο κύριο ρεύμα του Διαφωτισμού.[8]

Το πόσο ο παγανιστικός αντισημιτικός ιός μόλυνε τη χριστιανική ανάπτυξη είναι δύσκολο να προσδιοριστεί. Ο βαθμός μόλυνσης φαίνεται να είναι πολύ μικρός. Ωστόσο, πρέπει να δεχτούμε ότι μία μικρή μόλυνση πέρασε στη φάση που η Εκκλησία άρχισε να εθνικοποιείται και να αποβάλλει τον ιουδαϊκό της χαρακτήρα, περί τα τέλη του 1ου αιώνα μ.Χ. Ο χριστιανικός αντισημιτισμός είναι, όπως θα δούμε, άλλης μορφής, και δεν χρειαζόταν μεγάλη ώθηση από τον παγανιστικό αντισημιτισμό για να έρθει στην ύπαρξη. Από μόνος του αυξήθηκε μέχρι το σημείο που η εβραιοφοβία του έγινε ασύγκριτα μεγαλύτερη από εκείνη των προκατόχων της.

Καθώς ο Χριστιανισμός εξασφάλιζε την άνοδό του, ο παγανιστικός αντισημιτισμός παράκμαζε γοργά. Η Εκκλησία είχε φτάσει σε μία νέα πηγή αντιεβραϊκής σκέψης και συναισθήματος.
από το βιβλίο
------------------------------
Υποσημειώσεις
[1] Ο F. Lovsky μας προειδοποιεί για τον κίνδυνο να υπερβάλλουμε τον ρωμαϊκό φιλοσημιτισμό ακόμα και στις περιπτώσεις των ευνοϊκά διακείμενων αυτοκρατόρων. Η διοικητική και κρατική καλοσύνη, όπως υποστηρίζει ο Lovsky, δεν αποκλείει την περιφρόνηση ή ακόμα και το μίσος απέναντι στους Εβραίους. (Βλ. F. Lovsky, Antisemitisme et Mystere d’ Israel [Paris: Michel, 1955], σ. 67-69).
[2] Η Σύγκλητος, για παράδειγμα, το 161 π.Χ. απαγόρευσε την πρόσβαση στους Έλληνες φιλόσοφους.
[3] Το διάσημο κείμενο του Σουητώνιου που επιβεβαιώνει αυτή την απέλαση, το Impulsore Chresto, αμφισβητείται από ορισμένους γιατί δεν εμφανίζεται σε καμιά άλλη ιστορία. Αλλά η απέλαση αναφέρεται επίσης και στις Πράξεις 18:2. Βλ. Giuseppe Riccioti, The History of Israel (Milwaukee, Bruce, 1955), II, 185.
[4] O ιουδαϊκός προσηλυτισμός, που άρχισε την Αλεξανδρινή περίοδο, συνεχίστηκε και επεκτάθηκε κάτω από το ρωμαϊκό Αετό. Η ρωμαϊκή κυβέρνηση πάντοτε παρακολουθούσε αυτή τη κίνηση και πήρε μέτρα εναντίον της από το 139 π.Χ., όταν ο πραίτορας Ισπάλιος απέλασε τους Εβραίους από τη Ρώμη εξαιτίας των προσηλυτιστικών τους προσπαθειών. Το 19 π.Χ., διατάχθηκε η απέλαση 4.000 Εβραίων, επί αυτοκράτορα Τιβέριου, λόγω της θρησκευτικής προπαγάνδας που έκαναν. Ο Δομητιανός (81-96 π.Χ.), παρακινούμενος από την ίδια αιτία, έβαλε φόρο σε αυτούς που πρέσβευαν τον Ιουδαϊσμό. Αν και ο Αντωνίνος ο Ευσεβής (138-161 μ.Χ.) κατάργησε την απαγόρευση της περιτομής για τους Εβραίους, που είχε διατάξει ο Αδριανός, τη διατήρησε για τους όλους τους άλλους υπηκόους του. Ο Σεπτίμιος Σεβήρος απαγόρευσε επίσης τις μεταστροφές στον Ιουδαϊσμό. Οι μεταγενέστεροι αυτοκράτορες είχαν κατά κανόνα καλή συμπεριφορά, ενώ η αντιχριστιανική τους πολιτική έστρεψε την εχθρότητά τους σε άλλη κατεύθυνση.
[5] Juster, II, σ. 313-314. Μια προειδοποίηση «Φυλαχτείτε από τους Εβραίους» ενός Αλεξανδρινού εμπόρου στο ζενίθ της διαμάχης Εβραίων με Εθνικούς ( ibid., ΙΙ, 312) και μια κατηγορία του Απίωνος για μονοπωλιακή τακτική από μέρους των Εβραίων εμπόρων σιταριού (βλ. Ιώσηπο, Against Apion, ΙΙ, 5, σ. 884) δεν είναι αρκετά για να συνθέσουν ένα χαρακτηριστικό.
[6] Ένα παράδειγμα αυτού είναι το βιβλίο των Grosser και Halperin Anti-Semitism: The Causes and Effects of a Prejudice (Secaucus, N.J.: Citadel, 1976). Aυτό, το κατά τα άλλα εξαιρετικό, βιβλίο, ενώ εμφανίζεται ως βιβλίο-πηγή για το θέμα του αντισημιτισμού, αρχίζει την εξιστόρησή του από το 70 μ.Χ. Ένα πιο ήπιο παράδειγμα είναι η πίεση του προηγούμενου εκδότη του Η Αγωνία των Εβραίων να αλλαχτεί ο υπότιτλος από 2300 Χρόνια Αντισημιτισμού σε 2000 Χρόνια Αντισημιτισμού, παρά το ότι το βιβλίο περιείχε την προ-Χριστιανική περίοδο του αντισημιτισμού.
[7] Op. cit., σ. 45. Ο Marcel Simon επίσης παραπονείται για μια απ’ αυτές τις παραποιήσεις: «Τείνουν, ίσως ασυνείδητα, να παρουσιάσουν αυτόν τον καθαρό και φιλολογικό αντισημιτισμό της ειδωλολατρικής αρχαιότητας σαν κάτι το τεχνητό με σκοπό να ρίξουν όλο το βάρος της ευθύνης επάνω στην Εκκλησία» (Verus Israel : Paris : de Broccard, 1948), σ. 263. Βρίσκει αυτή τη τάση και στους Parker και Juster, και στην τελευταία έκδοση του βιβλίου του συμπεριέλαβε και τον Isaac (op. cit, 1964: Postscriptum, σ. 491).
[8] Βλ. Samuel Ettinger, «Jews and Judaism as Seen by English Deists of the Eighteenth Century» (Άρθρο στα αγγλικά στη Zion 39, 1964). Βλ. επίσης του Milton Himmelfarb «Response to Shlomo Avineri» στο Auschwitz, Beginning of an Era? (New York: Ktav, 1974) όπου κριτικάρεται η έλλειψη προσοχής στον αρχαίο παγανιστικό αντισημιτισμό και της επιρροής του στον σύγχρονο αντισημιτισμό, σ. 267-272. Στο μεταξύ, σε μια πρόσφατη λεπτομερή μελέτη αυτής της περιόδου ο Καθ. John Gager έχει προκαλέσει την ορθότητα της άποψης ενός διαβρωτικού αντισημιτισμού στην παγανιστική αρχαιότητα και έδειξε ένα μεγαλύτερο φιλοσημιτισμό από αυτόν που γενικά αποδέχονται οι ιστορικοί. Βλ. J. Gager, The Origins of Anti-Semitism: Attitudes toward Judaism in Pagan and Christian Antiquity (New York: Oxford, 1983).

Σημείωση: 
Μία εκτεταμένη αντίκρουση των όσων πραγματεύεται εδώ ο χριστιανός ιερέας του Ιεχωβά, θα έπαιρνε πολλές σελίδες. Αυτό που παρατηρούμε είναι ότι ο χριστιανός ιερέας του Ιεχωβά σχεδόν απαλλάσσει όλους τους λαούς από το αμάρτημα του "αντισημιτισμού" και στρέφεται και κατακεραυνώνει μόνο και ειδικά τους Έλληνες. 
 
Αυτοί οι Έλληνες έχουν πάντα και παντού ιδιαίτερη μεταχείριση. 

Ο Χριστιανός ιερέας του Ιεχωβά σχεδόν απαλλάσσει τους Αιγύπτιους για τον "αντισημιτισμό", "οι Αιγύπτιοι ήταν απλώς ανήσυχοι και καχύποπτοι με τους εβραίους".

Μετά δεν αναφέρει λέξη για τους Φιλισταίους και τους άλλους λαούς της Παλαιστίνης που εξοντώθηκαν μεθοδικά και γενοκτονικά (και μάλιστα με βιολογικό πόλεμο) από την εκλεκτή φυλή του Ιεχωβά. 

Μετά μας μιλάει για τον αριθμό των εβραίων τον 1ο αιώνα π.Χ. που μετριόφρονα τον υπολογίζει σε 4.000.000. Ασφαλώς θα ταρασσόταν υπερβολικά η χριστιανική ηρεμία του, αν κανείς του υπενθύμιζε ότι ο καταραμένος ειδωλολατρικός λαός των Ελλήνων εκείνη την εποχή, (1ος αιώνας π.Χ.) ξεπερνούσε τα 40.000.000, γύρω από την δική τους λίμνη, την Μεσόγειο θάλασσα, ο οποίος λαός τα επόμενα χρόνια εξοντώθηκε μεθοδικά με εθνοκάθαρση. 
 
Για την Εσθήρ δεν αναφέρει τίποτε ο χριστιανός ιερέας του Ιεχωβά. Άλλωστε τι να πει; Εκεί οι ίδιοι οι ιουδαίοι ομολογούν, ότι είναι: "δυσμενῆς λαός τοῖς νόμοις ἀντίθετος πρὸς πᾶν ἔθνος" (!) Εσθ. 3,13δ και "οι νόμοι αὐτῶν ἔξαλλοι παρὰ πάντα τὰ ἔθνη" Εσθ. 3,8.

Για την οικονομική υποδούλωση της Βαβυλώνας και την παράδοσή της στους Πέρσες δεν γράφει τίποτε ο πιστός χριστιανός ιερέας του Ιεχωβά.

Μπορεί κανείς να συνεχίσει βήμα προς βήμα αυτήν την διερεύνηση και συστηματική αντίκρουση και κατάλυση του παραπάνω βιβλίου, καθώς και των βιβλίων του αγαπημένου παιδιού της Μέρκελ, του ιουδαίου Πήτερ Σάφερ (Peter Schafer). Πρόκειται καθαρά για πολιτικό προπαγανδιστικό βιβλίο της νέας εποχής, σαν το βιβλίο του Καλλέργη: "Πρακτικός Ιδεαλισμός" που όπως αναφέρει στην βιογραφία του ο ίδιος ο Καλλέργης, το χρηματοδότησαν οι χρηματιστές Ρότσιλντ και Βάρμπουργκ.

Κανονικά οι "πνευματικοί" Έλληνες πολύ εύκολα θα κατέρριπταν τα επιχειρήματά του. 
Δυστυχώς εξαφανίστηκαν αυτοί οι Έλληνες.