Η ικανότητά μας να «συν-αισθανόμαστε» και να «βιώνουμε» σχεδόν σωματικά αλλότρια πάθη και συναισθήματα αποτελεί την απαραίτητη βιολογική προϋπόθεση για κάθε διανθρώπινη σχέση και συνεπώς ολόκληρης της κοινωνικής μας ζωής.
Πώς όμως είναι δυνατόν -και γιατί;- η βιολογική μας εξέλιξη να μας εφοδίασε με τη μαγική ικανότητα να βιώνουμε προσωπικά τα συναισθήματα ενός άλλου προσώπου;
Και τι ακριβώς συμβαίνει μέσα στον εγκέφαλό μας όταν βλέπουμε ένα αγαπημένο μας πρόσωπο να υποφέρει;
Αυτό που διαπιστώνουμε καθημερινά είναι ότι είμαστε όντως ικανοί όχι μόνο να αντιλαμβανόμαστε και να επεξεργαζόμαστε συνειδητά τον πόνο των άλλων, αλλά, ώς έναν βαθμό, να τον βιώνουμε προσωπικά.
Η κοινωνική μας ζωή, αντίθετα με ό,τι ισχυρίζονται κάποια νεοφιλελεύθερα ιδεολογήματα του συρμού, δεν μπορεί να στηρίζεται αποκλειστικά στην τυφλή ιδιοτέλεια και τον αιμοσταγή ανταγωνισμό.
Η δήθεν ιδιοτελής ή εγωιστική στρατηγική των γονιδίων μας, χωρίς τη συνεργατικότητα, την ενσυναίσθηση και τον αλτρουισμό των εγκεφάλων μας, θα ήταν μια αναποτελεσματική στρατηγική επιβίωσης.
Αναζητώντας την «ανθρώπινη φύση» μεταξύ επιστήμης και ιδεολογίας
Το γεγονός ότι όλα τα είδη ζώων διαθέτουν μια «ζωική φύση» θεωρείται από όλους προφανές και αυταπόδεικτο• το ότι όμως και οι άνθρωποι διαθέτουν μια ιδιαίτερη «ανθρώπινη φύση» δεν είναι διόλου προφανές, πόσω μάλλον αυταπόδεικτο.
Τα αίτια της διαχρονικής επιστημολογικής αλλά και πολιτικής αντιπαράθεσης σχετικά με το αν είναι θεμιτό (γνωσιακά) και παραγωγικό (κοινωνικά) να εφαρμόζουμε στη μελέτη της ανθρώπινης κοινωνικής συμπεριφοράς τις μεθόδους και τις γνώσεις που, όλα αυτά τα χρόνια, έχει συσσωρεύσει η επιστημονική έρευνα δεν θα πρέπει να αναζητηθούν μόνο στις καινοφανείς ή ανατρεπτικές επιστημονικές ιδέες.
Εξίσου, αν όχι περισσότερο, θα έπρεπε να αποδοθούν στη μεταφυσική-θρησκευτική παράδοση που, μέχρι σήμερα, κυριαρχεί στον δυτικό πολιτισμό.
Αυτή η μεταφυσική παράδοση διαχωρίζει αυθαίρετα τη φύση από τον άνθρωπο, την ύλη από την ψυχή, το σώμα από τον νου.
Και συνεπώς, η άκριτη αποδοχή της μας επιβάλλει να αρνούμαστε το προφανές: ότι δηλαδή οι άνθρωποι διαθέτουν μια «βιολογική φύση» η οποία όχι μόνο εκδηλώνεται σε κάθε πτυχή της ζωής τους αλλά και επηρεάζει την κοινωνική συμπεριφορά τους.
Για να επιτύχουν αυτήν την αξιοπερίεργη υποβάθμιση ή και την εξάλειψη του βιολογικού, οι «ανθρωπιστικές επιστήμες» έπρεπε να αγνοήσουν και να υποτιμήσουν συστηματικά τη σημασία κάθε οργανικού-εξελικτικού ανθρώπινου χαρακτηριστικού.
Από τα εγωιστικά γονίδια…
Τα κοινά ανατομικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά όλων των οργανισμών που ανήκουν στο είδος μας (Homo sapiens) οφείλονται προφανώς στην κοινή γονιδιακή κληρονομιά που μοιραζόμαστε ως άνθρωποι.
Ο λόγος ύπαρξης αυτής της κοινής γενετικής κληρονομιάς, το γεγονός δηλαδή ότι είναι ισότιμα κατανεμημένη σε όλα τα ανθρώπινα όντα, εξηγείται επαρκώς από την κοινή εξελικτική καταγωγή όλων των ανθρώπινων γονιδιωμάτων.
Αν, λοιπόν, τα γονίδια καθορίζουν, σε τελευταία ανάλυση, τη βιολογική ταυτότητα των ανθρώπων οι οποίοι συγκροτούν συλλογικά τις ανθρώπινες κοινωνίες, τότε στα γονίδιά μας -και μόνο σε αυτά!- θα πρέπει να αναζητηθεί η εξήγηση κάθε τυπικά ανθρώπινης κοινωνικής συμπεριφοράς, όσο περίπλοκη κι αν είναι αυτή.
Σε αυτόν τον φαινομενικά άψογο συλλογισμό στηρίχτηκε, από τα μέσα του εικοστού αιώνα και ύστερα, το πανίσχυρο ερευνητικό πρόγραμμα της μοριακής Βιολογίας: μία αναμφίβολα αναγωγιστική προσέγγιση που επιχειρεί να κατανοήσει και συνεπώς να εξηγήσει όλα τα ζωικά φαινόμενα σε μοριακό επίπεδο. Και χάρη στις πραγματικά εντυπωσιακές επιτυχίες της, η μοριακή προσέγγιση της ζωής θα αναδειχτεί, τις επόμενες δεκαετίες, σε κυρίαρχο εξηγητικό μοντέλο της Βιολογίας και θα επηρεάσει τους στόχους και τις εξελίξεις σε όλους σχεδόν τους τομείς έρευνας.
Ομως, συν τω χρόνω, πολλοί ερευνητές διαπίστωσαν ότι ο παραπάνω αναγωγιστικός συλλογισμός κάθε άλλο παρά συνεπής είναι αφού υποκρύπτει επιμελώς κάποια γνωστικά και λογικά άλματα.
Για παράδειγμα, αν όντως η γενετική ενότητα και η βιολογική ισότητα των ανθρώπων εξαρτάται, πρωτίστως, από τα κοινά τους γονίδια, τότε πώς εξηγείται η μεγάλη ποικιλομορφία του είδους μας, καθώς και η βιοψυχολογική μοναδικότητα κάθε ανθρώπινου όντος;
Επίσης, αν η κοινωνική συμπεριφορά μας καθορίζεται αποκλειστικά ή, έστω, κυρίως από τα γονίδιά μας, τότε γιατί, ενώ τα κοινωνικά πρότυπα συμπεριφοράς των ανθρώπων μεταβάλλονται σε κάθε ιστορική εποχή, τα γονίδια που την καθορίζουν παραμένουν αμετάβλητα;
Οι διαφορετικές επιστημονικές απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα εξαρτώνται από την οπτική γωνία που υιοθετεί κανείς: την αναγωγιστική ή την ολιστική.
Οσοι υιοθετούν την αναγωγιστική προσέγγιση διατείνονται ότι μόνο ο «γονότυπος», δηλαδή το σύνολο των γονιδίων ενός οργανισμού, καθορίζει τον «φαινότυπο», δηλαδή το σύνολο των ανατομικών και των συμπεριφορικών χαρακτηριστικών του οργανισμού.
Οσοι, αντίθετα, υιοθετούν μια ολιστική προσέγγιση, υποστηρίζουν ότι ο γονότυπος δεν προκαθορίζει αλλά συνδιαμορφώνει, μαζί με το περιβάλλον, τον φαινότυπο των έμβιων όντων.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η ταυτόχρονη παρουσία και η άβολη συνύπαρξη στη σύγχρονη βιολογική σκέψη αυτών των δύο εκ διαμέτρου αντίθετων μεθοδολογικά προσεγγίσεων μας προϊδεάζει για το πόσο περίπλοκες είναι οι σχέσεις ανάμεσα στα γονίδια και τη συμπεριφορά μας.
Και θα ήταν αφελές να πιστεύει κανείς ότι θα μπορούσε ποτέ να προκύψει μια πλήρης ή επιστημονικά ικανοποιητική εξήγηση υιοθετώντας τη μία μόνο από τις δύο προσεγγίσεις, μελετώντας δηλαδή τα ανθρώπινα ζωικά φαινόμενα από μία είτε αναγωγιστική είτε ολιστική σκοπιά.
Για παράδειγμα, επιχειρώντας να κατανοήσουν τις συνήθεις -αλλά δυσεξήγητες επιστημονικά- ανθρώπινες συμπεριφορές όπως η αλληλεγγύη, ο αλτρουισμός και η συνεργασία, δύο κορυφαίοι βιολόγοι, ο Αμερικανός Τζορτζ Γουίλιαμς (George Williams) και ο Βρετανός Γουίλιαμ Χάμιλτον (William Hamilton) πρότειναν, κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1960, μια ρηξικέλευθη γονιδιοκεντρική θεωρία: όλες αυτές οι φαινομενικά ανιδιοτελείς συμπεριφορές των κοινωνικών ζώων είναι στην πραγματικότητα η «σατανική» στρατηγική που υιοθετούν τα ιδιοτελή γονίδια των οργανισμών προκειμένου να αναπαραχθούν!
Από τη σκοπιά των γονιδίων, λοιπόν, τόσο ο συγκινητικός αλτρουισμός όσο και η φαινομενικά ανιδιοτελής αλληλεγγύη που εκδηλώνουν τα μέλη μιας κοινωνικής ομάδας (ζωικής ή ανθρώπινης, αδιάφορο) δεν είναι τίποτα περισσότερο από συγκαλυμμένη αναπαραγωγική ιδιοτέλεια, δηλαδή «γονιδιακός εγωισμός»!
Αυτή την πρωτότυπη και σαφώς γονιδιοκεντρική «εξήγηση» θα συνοψίσει θαυμάσια ο Ρίτσαρντ Ντόκινς (Richard Dawkins) στον τίτλο-σύνθημα του πολύ επιτυχημένου βιβλίου του «Το εγωιστικό γονίδιο».
Εναντίον αυτής της ακραιφνώς αναγωγιστικής ερμηνείας των πιο ανιδιοτελών ανθρώπινων συμπεριφορών έχουν διατυπωθεί πολλές σοβαρές επιστημονικές αλλά και κοινωνικοπολιτικές αντιρρήσεις, δεδομένου ότι η συγκεκριμένη επιστημονική θεωρία δεν είναι ιδεολογικά αμόλυντη αλλά, όπως ισχυρίζονται οι αντίπαλοί της, αναπαράγει υπόρρητα ή και νομιμοποιεί τις νεοφιλελεύθερες κοινωνικές αξίες και τις εμφανώς ιδιοτελείς οικονομικές επιταγές της εποχής μας.
Ομως, για τις φιλοσοφικές και ιδεολογικές αντιπαραθέσεις σχετικά με αυτές τις επιστημονικές εξελίξεις θα πούμε περισσότερα στο επόμενο άρθρο.
…στους αλτρουιστικούς εγκεφάλους
Η Αρετή, ένα συμπαθητικό κοριτσάκι τριών ετών, βρίσκεται στην παιδική χαρά και βλέπει τον Γιώργο, ένα άγνωστο συνομήλικο παιδάκι, να κλαίει σπαραχτικά επειδή έπεσε από την κούνια.
Η άμεση αντίδρασή της είναι να βάλει κι αυτή τα κλάματα και αμέσως μετά να του προσφέρει την αγαπημένη της κούκλα για να τον παρηγορήσει.
Και θα ήταν μεγάλο σφάλμα να πιστέψει κανείς ότι τέτοιες εκδηλώσεις ενσυναίσθησης του πόνου των άλλων αφορούν μόνο τα νήπια.
Πώς θα μπορούσαμε, άραγε, να ορίσουμε αυτή την ευχέρεια των περισσότερων ανθρώπων να αναγνωρίζουν και να βιώνουν οι ίδιοι προσωπικά τις εμπειρίες και τα συναισθήματα των άλλων;
Το ότι οι άνθρωποι -όπως εξάλλου και τα περισσότερα ανώτερα θηλαστικά- μπορούν να συναισθάνονται και να εσωτερικεύουν βιωματικά τα αισθήματα της χαράς, της λύπης ή του πόνου που αισθάνεται ένας άλλος άνθρωπος είναι κάτι που επιβεβαιώνεται από την καθημερινή εμπειρία μας.
Πολύ λιγότερο κοινότοπη αποδεικνύεται η εξήγηση του γιατί εξελίχθηκαν οι συγκεκριμένοι εγκεφαλικοί και βιοψυχολογικοί μηχανισμοί πάνω στους οποίους στηρίζεται αυτή η σχεδόν «μαγική» ικανότητά μας να αναγνωρίζουμε και κυρίως να βιώνουμε σε πρώτο πρόσωπο αλλότριες εμπειρίες ενός τρίτου προσώπου.
Πράγματι, πλήθος ηθολογικών και νευροβιολογικών ερευνών επιβεβαιώνουν ότι ο άνθρωπος δεν είναι το μοναδικό ζωικό είδος που έχει την ικανότητα να συναισθάνεται τους άλλους και να κοινοποιεί τα αισθήματά του.
Τα περισσότερα κοινωνικά ζώα, κυρίως τα θηλαστικά, διαθέτουν τις αναγκαίες νευρολογικές-εγκεφαλικές υποδομές για την εξυπηρέτηση των κοινωνικών τους αναγκών.
Γεγονός που το είχε αναγνωρίσει και διερευνήσει ο Κάρολος Δαρβίνος, ήδη από τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα στα περίφημα βιβλία του «Η καταγωγή του ανθρώπου» και κυρίως στο «Η έκφραση των συγκινήσεων στον άνθρωπο και τα ζώα».
Σε αυτά τα δύο βιβλία ο πατέρας της σύγχρονης εξελικτικής θεωρίας περιγράφει με σχετική ακρίβεια την εντυπωσιακή ικανότητα πολλών θηλαστικών να αντιλαμβάνονται τις συγκινήσεις και τα συναισθήματα των άλλων ζώων.
Ο Δαρβίνος μάλιστα αποκαλούσε αυτή την ικανότητα «αίσθημα συμπάθειας», ό,τι δηλαδή, σήμερα, οι ειδικοί αποκαλούν «ενσυναίσθηση».
Ωστόσο, αυτή η ασήμαντη, φαινομενικά, αλλαγή ορολογίας: η μετατόπιση δηλαδή από τη «συμπάθεια» (sympathy) στην «ενσυναίσθηση» (empathy), αποτελεί στην πραγματικότητα ένα μεγάλο επιστημονικό άλμα.
Το σημαντικό, πάντως είναι να συγκρατήσουμε ότι ήδη από την εποχή του Δαρβίνου ήταν σαφές πως η σταδιακή εξέλιξη των κατάλληλων εγκεφαλικών δομών είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για την εμφάνιση των πιο σύνθετων συναισθηματικών ή νοητικών λειτουργιών.
Ισχύει όμως και το αντίστροφο: καμία ουσιαστική πρόοδος στην κατανόηση της εξέλιξης των σύνθετων νοητικών-συναισθηματικών λειτουργιών δεν είναι εφικτή όσο θα αγνοούμε τις πραγματικές βιολογικές-κοινωνικές τους προϋποθέσεις!
Δυστυχώς, χρειάστηκε να περάσει πάνω από ένας αιώνας μέχρι οι ειδικοί να λύσουν αυτόν τον δυσεπίλυτο γνωσιολογικό γρίφο και να αρχίσουν να διερευνούν τις βιολογικές προϋποθέσεις αλλά και τις περιβαλλοντικές ή κοινωνικές αναγκαιότητες που οδήγησαν, στην πορεία της βιολογικής μας εξέλιξης, στην ανάδυση αυτών των βιολογικών ικανοτήτων.
Προφανώς, τα πιο ευγενή συναισθήματά μας -όπως η συμπόνια, ο αλτρουισμός, ακόμη και ο έρωτας- εξαρτώνται από την ιδιαίτερα αναπτυγμένη ικανότητα του περίπλοκου ανθρώπινου εγκεφάλου για ενσυναίσθηση.
Πράγματι, όπως επιβεβαιώνεται από τις πιο πρόσφατες έρευνες, η «ενσυναίσθηση», δηλαδή η μη συνειδητή και μη λεκτική ικανότητά μας να αντιλαμβανόμαστε νοητικά τα «προσωπικά» βιώματα των συνανθρώπων μας, αποτελεί μία από τις βασικές προϋποθέσεις όχι μόνο της κοινωνικής μας ζωής, αλλά και της επιβίωσής μας ως κοινωνικών όντων.
Συνεπώς, θα πρέπει να βρίσκεται βαθιά ριζωμένη στην αρχιτεκτονική του εγκεφάλου μας: είναι δηλαδή εγγεγραμμένη στα λειτουργικά νευρωνικά κυκλώματα της πολύπλοκης μηχανής του νου που υπάρχει μέσα στο κρανίο μας.
Σε ό,τι αφορά ειδικότερα την ανάδυση της ενσυναίσθησης, χάρη στις νέες νευροαπεικονιστικές μεθόδους, θεωρείται πλέον βέβαιο ότι εμπλέκονται ειδικές εγκεφαλικές δομές: από τις υποφλοιώδεις δομές, όπως είναι η νήσος, η αμυγδαλή και η υπόφυση (μεταιχμιακό σύστημα), μέχρι τις ανώτερες λειτουργικά δομές του σωματοαισθητικού και του προμετωπιαίου φλοιού του εγκεφάλου.
Και σαν να μην έφταναν οι δομές του κεντρικού νευρικού συστήματος, εμπλέκονται άμεσα και πολλές δομές του αυτόνομου και ειδικότερα του παρασυμπαθητικού νευρικού συστήματος.
Μάλιστα, μια πιο πρόσφατη αλλά σημαντική έρευνα έδειξε ότι τα εγκεφαλικά κυκλώματα της ενσυναίσθησης κάθε ατόμου μετατοπίζονται ανάλογα με την ηλικία!
Πολύ συνοπτικά, στα παιδιά όσο και στους εφήβους η εμφάνιση της ενσυναίσθησης σχετίζεται κυρίως με την ενεργοποίηση της αμυγδαλής, της νήσου και του κογχο-μετωπιαίου φλοιού, εγκεφαλικές δομές που διαμορφώνουν μια μάλλον αυθόρμητη, αυτόματη και συναισθηματική εσωτερίκευση των έντονων ψυχολογικά εξωτερικών ερεθισμάτων.
Αντίθετα, στους ενηλίκους παρατηρείται η ενεργοποίηση ευρύτερων και πολύ περισσότερων δομών του προμετωπιαίου φλοιού που, ως γνωστόν, είναι η έδρα της έλλογης σκέψης.
Μετά χρόνια, λοιπόν, επέρχεται μια σαφής μετατόπιση προς τη μεγαλύτερη γνωστική και μνημονική επεξεργασία των αντιδράσεων ενσυναίσθησης.
Οσο για τον ρόλο των περίφημων «νευρώνων-κατόπτρων», αυτός βέβαια θεωρείται απαραίτητος και αποφασιστικός για την πυροδότηση των αρχικών διεργασιών της ενσυναίσθησης αλλά όχι και επαρκής για την ολοκλήρωσή τους.
Η προσπάθεια να εντοπιστεί επακριβώς η ενσυναίσθηση σε ορισμένες μόνο εγκεφαλικές δομές ή σε νευρωνικά μικροκυκλώματα του εγκεφάλου μας, ενώ είναι απολύτως θεμιτή από μεθοδολογικής απόψεως, φαίνεται πλέον περιοριστική και ως εξήγηση μάλλον αναγωγιστική για ένα τόσο σύνθετο βιοψυχολογικό φαινόμενο.
Αν και είναι αρκετά ακριβής, η νευρολογική περιγραφή δίνει την εσφαλμένη εντύπωση ότι οι μη εγωιστικές συμπεριφορές -όπως η ενσυναίσθηση, ο αλτρουισμός και η αυτοθυσία- αποτελούν ένα αποκλειστικά ανθρώπινο βιοψυχολογικό προνόμιο, παραβλέποντας το καλά επιβεβαιωμένο γεγονός ότι η παρουσία αυτών των συμπεριφορών έχει διαπιστωθεί, κατ’ επανάληψη, σε όλα τα ανώτερα θηλαστικά• και επιπλέον σε αυτές τις «εγκεφαλοκεντρικές» εξηγήσεις δεν τονίζονται επαρκώς ή παραβλέπονται οι κοινωνικοί παράγοντες που επηρεάζουν -άλλοτε θετικά και άλλοτε αρνητικά- την έκφραση των συγκεκριμένων εγκεφαλικών και νευροψυχολογικών εκδηλώσεων.