Κυριακή 18 Ιουνίου 2023

O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική γλώσσα

Γνήσια και νόθα σύνθετα


§ 30. Οι αρχαίοι γραμματικοί δεν συμφωνούσαν αν το ομηρικό επίθετο κάρη κομόωντες 'μακρυμάλληδες' έπρεπε να γραφεί σε δύο ή σε μία λέξη [1]. Η δυσκολία βρισκόταν στο ότι από τη μια μεριά η συμπλοκή δεν μπορούσε να ενταχθεί στους συνηθισμένους τύπους σύνθεσης και δεν περιλάμβανε κάποιο χαρακτηριστικό της σύνθεσης, από την άλλη, όμως, φαινόταν να αποτελεί μία αδιάσπαστη ενότητα. Και από την άποψη των βασικών τύπων σύνθεσης της αρχαίας ελληνικής ασφαλώς αναγκαζόμαστε, αν πρέπει εξάπαντος να αποφασίσουμε, να ονομάσουμε το καρηκομόωντες "σύνθετο", να το αισθανθούμε, όμως, σαν "νόθο" σύνθετο, όπως οι αρχαίοι Έλληνες γραμματικοί αντιδιαστέλλουν την παράθεσιν, την "παράταξη", προς την σύνθεσιν, την πραγματική "σύνθεση". Από την άποψη, όμως, της ιστορίας της γλώσσας πρέπει να μιλήσουμε μόνο για ένα "δυνάμει", "λιγότερο ανεπτυγμένο" σύνθετο. Δεν πρόκειται για ουσιαστική αλλά για χρονική διαφορά: από κάθε νόθο σύνθετο μπορεί να προκύψει ένα γνήσιο, και όλα τα γνήσια πρέπει να ανάγονται τελικά σε νόθα. Γνήσια σύνθετα σε μια συγκεκριμένη γλωσσική περίοδο είναι καταρχήν όλα εκείνα που δεν μπορούμε ή δεν μπορούμε πια να φανταστούμε το ένα ή και τα δύο μέλη τους σε αυτή τη μορφή ως ανεξάρτητες λέξεις: νουν-εχής, πατρ- άδελφος, δυσ- μενής, ή εκείνα που το ένα συνθετικό τους δεν μπορεί πια να κλιθεί: Νεαπόλεως από το Νέα πόλις > Νεάπολις. Στα υπόλοιπα σύνθετα οι ασφαλέστερες ενδείξεις γνήσιας σύνθεσης είναι οι ακόλουθες:

§ 31. 1. Μεταφορά του τελικού στοιχείου ενός συνθετικού σε διαφορετικά διαμορφωμένα θέματα: επειδή τα επίθετα διόσ-δοτος (αρχικά 'σταλμένος από τον Δία', με γεν. Διός) και θεό-δοτος 'δοσμένος από θεό' βρίσκονταν πολύ κοντά από άποψη σημασίας, με τη μεταφορά της κατάληξης -ος από το διοσ- προέκυψε ένα νέο επίθετο θεόσ-δοτος. Αυτό μπορούσε να συμβεί μόνον όταν το διοσ- δεν το ένιωθαν πια σαν γενική και το θεοσ- όχι πια σαν ονομαστική, αλλά και τα δύο σαν συνθετικά. Έτσι πρέπει να εξηγηθεί και το Λυκόσ-ουρα κατά το Κυνόσ-ουρα και ίσως το ἀνδρεϊ-φόντης 'φονιάς αντρών' κατά το ἀργεϊ-φόντης 'φονιάς του Άργου'.

§ 32. 2. Χρησιμοποίηση ενός συνθετικού σε μορφή πτώσης για τη δημιουργία ενός νέου συνθέτου, όπου η πτώση δεν διατηρεί την προηγούμενη λειτουργία της: στην Ιλιάδα Ν 564 αναφέρεται ένας σκῶλος πυρίκαυστος 'πάσσαλος καμένος στη φωτιά', στην Οδύσσεια ι 387 ο πυριήκης μοχλός 'πάσσαλος με πυρωμένη αιχμή'. Προφανώς το επίθετο πυριήκης μπόρεσε να σχηματιστεί, επειδή το πυρι- στο πυρίκαυστος το ένιωθαν σαν σκέτο θέμα, σαν συνθετικό, και όχι πια σαν οργανική ή τοπική δοτική. Έτσι μεταγενέστεροι επικοί ποιητές μπόρεσαν να αποδώσουν στο πυρι-λειτουργία γενικής, αποκαλώντας τον Βάκχο 'γιο της φωτιάς' πυρί-παις. Πρβ. επίσης ἀρει-θύσανος 'θύσανος του Άρη, γενναίος πολεμιστής' (Αισχύλος απ. 203 Ν2) κατά το ἀρεί-φατος (Όμ. ἀρηΐ-φατος) 'σκοτωμένος στη μάχη' (Αισχ.).

§ 33. 3. Μετάπλαση: η λέξη ἀερί-οικος, που χρησιμοποιεί ο κωμωδιογράφος Εύβουλος (απ. 139, 1, ΙΙ 212 Kock), περιέχει, βέβαια, δύο ανεξάρτητες λέξεις, κατά τη σημασία όμως δεν είναι το ίδιο με το ἀέρι οἶκος, αλλά σημαίνει (ἐν) ἀέρι οἶκον ἔχων. Αντίστοιχα ὀρείοικος σε ένα σχόλιο στον Ευριπίδη.

§ 34. Λιγότερο φερέγγυες ενδείξεις γνήσιας σύνθεσης είναι κάποια άλλα φαινόμενα:

4. Συνένωση των συντακτικών ομάδων κάτω από έναν τόνο: η φράση ἐν πόλει έχει έναν τόνο και παρ' όλα αυτά δεν αποτελεί σύνθετο, εφόσον υπάρχουν οι παραλλαγές ἐν τῇδε τῇ πόλει, ἐν τῇ ἡμετέρᾳ πόλει κτλ. Στο βαθμό αυτό δεν είναι δύσκολο να δεχτούμε σε μια ζωντανή ομιλούμενη γλώσσα διαφορές στον τονισμό, όπως οι προαναφερθείσες στην § 27 . Για τα αρχαία ελληνικά, όμως, οι γνώσεις μας σχετικά με τον τονισμό βασίζονται αποκλειστικά στην παράδοση των χειρογράφων και των αρχαίων γραμματικών φιλολόγων που δεν αποδίδουν πάντα αλάνθαστα τις συνθήκες της ομιλούμενης γλώσσας, έτσι ώστε έχουμε το δικαίωμα, αν όχι και το καθήκον, σε αμφιλεγόμενες περιπτώσεις να αναζητούμε πιο ασφαλή αποδεικτικά στοιχεία. Ο ενιαίος, όμως, τονισμός αποτελεί την πρώτη γλωσσική έκφραση της σύνθεσης, και ο αριθμός των συνθέτων που σταμάτησαν μόνο σ' αυτό το εξωτερικό γνώρισμα είναι μεγάλος· από τις ύποπτες πάλι περιπτώσεις, όπως εκείνες που μαρτυρεί εν μέρει η ομηρική παράδοση καρη-κομόωντες (§ 30), δακρυ-χέων, βαρυ-στενάχων 'που βαριαναστενάζει', παλιμ-πλαγχθέντα(ς) 'διωγμένους πίσω', έως τις σίγουρα σύνθετες λέξεις, όπως Διόσ-κο(υ)ροι και ἐπ-έκεινα 'από κει και πέρα', είναι αδύνατο να χαράξουμε με βεβαιότητα μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ νόθων και γνήσιων συνθέτων. Οι αρχαίοι συνυπολόγιζαν εν μέρει ακόμη και σύνθετα του τύπου Διόσ-κο(υ)ροι στην παράθεσιν (δες Μέγα Ετυμολογικό 278, 25· πρβ. επίσης παράρτημα ΙΙΙ). Είναι ευνόητο ότι τέτοια τόσο λίγο παγιωμένα σύνθετα δεν προσφέρονταν να αποτελέσουν πρότυπο για έναν τύπο σύνθεσης, αλλά παρέμειναν μεμονωμένα.

§ 35. 5. Ακόμη και η αδυναμία χωρισμού και εναλλαγής των συνθετικών δεν αποτελεί αλάνθαστη ένδειξη πραγματικής σύνθεσης, γιατί στ' αρχαία ελληνικά υπάρχουν σύνθετα που μπορούν να χωριστούν, "συνθετικά σε απόσταση": το οὐδείς από το οὐδ' εἷς αποδεικνύεται ότι είναι σύνθετο από την αλλαγή της ποιότητας του τόνου, αλλά ακόμη και στα κλασικά αρχαία ελληνικά μπορεί να χωρίζεται με την παρεμβολή μικρών λέξεων: οὐδ' ὑφ' ἑνός, οὐδ' ἄν ἕνα. Τίθεται επίσης το ερώτημα αν ήδη στον Όμηρο παρά τη δυνατότητα του χωρισμού ἀπ' Αἰνείαν ἑλόμην (της λεγόμενης τμήσης) και της μετάθεσης φυγών ὕπο (= ὑποφυγών, της λεγόμενης αναστροφής) το αίσθημα ενότητας των ἀπ' και ἑλόμην, φυγών και ὕπο ήταν τόσο ισχυρό όσο στα σύνθετα με σταθερή θέση των μελών. Απ' την άλλη μεριά πρέπει να παραδεχτούμε πως μια γλώσσα μπορεί να αναπτύξει και στα μη σύνθετα συμπλέγματα λέξεων μια αχώριστη και μη εναλλάξιμη ακολουθία λέξεων: γερμ. gesehen worden 'είναι ιδωμένος'. Βέβαια η περίπτωση αυτή δεν αφορά τα αρχαία ελληνικά με τη μεγάλη ευελιξία τους στη σειρά των λέξεων. Σε γενικές γραμμές ούτε τα αρχαία ελληνικά σύνθετα εναλλάσσονται ή χωρίζονται· επιπλέον ασφαλώς κυριαρχεί η προσπάθεια να παραμεριστούν τα κατάλοιπα της ευκινησίας των συνθετικών: στη μετακλασική εποχή δεν έλεγαν πια οὐδ' ὑφ' ἑνός, οὐδ' ἄν ἕνα, αλλά ὑπ' οὐδενός, οὐδένα ἄν· και στην αττική πεζογραφία δεν διατηρείται καθόλου η τμήση [2], ενώ η αναστροφή απαντά μόνο σε μεμονωμένες περιπτώσεις με την πρόθεση πέρι· πρβ. στα σημερινά γερμανικά obgleich , obschon 'αν και, μολονότι' σε αντίθεση με τα παλαιότερα ob … gleich , ob … schon, και στα κλασικά λατινικά σαν νόρμα π.χ. obsecro vos 'σας ικετεύω' σε αντίθεση με το αρχαίο λατινικό ob vos sacro .

§ 36. 6. Δεν αποτελεί απόδειξη πραγματικής σύνθεσης η δυνατότητα σχηματισμού παράγωγων λέξεων. Το ουσιαστικό καλοκἀγαθία παράγεται από το καλός κἀγαθός, που είναι βέβαια τυποποιημένο σύμπλεγμα λέξεων αλλά όχι σύνθετη λέξη. Το επίθετο καλοκἀγαθός (ή καλοκάγαθος) είναι ένας μεταγενέστερος αναδρομικός σχηματισμός από τη λέξη καλοκἀγαθία. Πρβ. Νέα Πόλις, Νέας Πόλεως - Νεο-πολίτης και ἀνίστημι - ἀνάστασις. Ως εκ τούτου το Ἑλλησπόντιος δεν μπορεί να άρει την αμφιβολία κατά πόσον η λέξη Ἑλλήσποντος είναι πραγματικό σύνθετο, παρότι οι πιθανότητες να αποτελεί σύνθετη λέξη είναι πολύ περισσότερες.

§ 37. 7. Παρόμοια το ἀντευποιεῖν πολλών αττικών συγγραφέων δεν είναι αρκετό για ν' αποδείξει τον σύνθετο χαρακτήρα του εὖ ποιεῖν, παρότι το αντίθετο κακοποιεῖν θα μπορούσε να διευκολύνει τη θεώρησή του ως σύνθετου· διότι παράλληλα υπάρχει το ἀντευπείσεται (Πλατ. Γοργίας 520 Ε), για το οποίο δεν μπορούμε να φανταστούμε ούτε ένα *εὐπάσχειν ούτε ένα *κακοπάσχειν. Το ἀντευποιεῖν δημιουργήθηκε με ελαφρό εξαναγκασμό από το εὖ ποιεῖν (και με βάση αυτό το ζεύγος το εὖ πάσχειν - ἀντευπάσχειν), επειδή ήταν επιθυμητό ένα παράλληλο των ζευγών λέγειν : ἀντιλέγειν, τύπτειν : ἀντι-τύπτειν,εὐεργετεῖν - ἀντευεργετεῖν.
------------------------------
[1] Πρβ. την αμφιταλάντευση της γερμανικής ορθογραφίας μεταξύ vorzeiten και vor Zeiten['πριν από καιρό'], beieinanderκαι bei einander['ο ένας δίπλα στον άλλον'] κτλ.

[2] Η θέση της αύξησης και του αναδιπλασιασμού μεταξύ προρηματικού και ρήματος εκλαμβανόταν τόσο λίγο ως χωρισμός όσο και στα γερμανικά στις περιπτώσεις ab - zu - geben 'να παραδώσω', ab - ge - geben 'παραδομένος'.

Η Ελληνική Αρχαιότητα: Πόλεμος - Πολιτική - Πολιτισμός 2. Νομοθέτες και τύραννοι

2.7. Το άριστο πολίτευμα


Μετά την εμπειρία της τυραννίας, στον ελληνικό κόσμο άνοιξε μια μεγάλη συζήτηση γύρω από το άριστο πολίτευμα. Οι περισσότεροι Έλληνες συμφωνούσαν ότι δεν επιθυμούσαν να τους διοικεί ένας άνθρωπος, είτε αυτός ονομαζόταν τύραννος είτε βασιλιάς. Προτιμούσαν την ἰσονομίαν, την ἰσοκρατίαν και την ἰσηγορίαν. Με τους όρους αυτούς εννοούσαν την ισότητα των πολιτών έναντι του νόμου, τη δυνατότητά τους να μετέχουν στη λήψη των πολιτικών αποφάσεων και την ελευθερία να εκφράζονται δημοσίως, ιδίως σε θέματα πολιτικής. Εκτός από ισηγορία θα έπρεπε βεβαίως να υπάρχει και παρρησία, δηλαδή το θάρρος για τη διατύπωση μιας γνώμης. Δεν ήταν όμως όλοι οι Έλληνες σύμφωνοι εάν τα δικαιώματα αυτά θα έπρεπε να τα έχει το σύνολο των ελεύθερων κατοίκων μιας πόλης ή μόνο μια μερίδα τους.

Για τους ξένους, περαστικούς ή μέτοικους, δεν γινόταν λόγος. Κανείς επίσης δεν έθεσε θέμα συμμετοχής των γυναικών στην πολιτική ζωή των πόλεων (ούτε άλλωστε σε άλλες κοινωνίες έως τον 20ό αιώνα). Επικρατούσε η πεποίθηση ότι οι γυναίκες (δηλαδή οι γυναίκες των πολιτών) έχουν φτιαχτεί για τον προστατευμένο και κλειστό χώρο του σπιτιού, όχι για δημόσιες αντιπαραθέσεις στην υπαίθρια αγορά. Όπως γινόταν άλλωστε δεκτό, οι άρρενες εκπροσωπούσαν τα συμφέροντα όλης της οικογένειας, όχι μόνο τα ατομικά τους. Το κυριότερο πρόβλημα ήταν βεβαίως ότι οι γυναίκες δεν στρατεύονταν, και οι σημαντικότερες πολιτικές αποφάσεις σχετίζονταν με τον πόλεμο. Το μόνο ουσιαστικό ζήτημα που μπορούσε να τεθεί ήταν εάν θα είχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα όλοι οι πολίτες ή μόνο οι εύποροι, δηλαδή πρακτικά οι αγρότες που στρατεύονταν ως οπλίτες με τον δικό τους οπλισμό (οἱ τὰ ὅπλα παρεχόμενοι). Σε ακραίες περιπτώσεις, εύποροι θεωρούνταν όσοι ανήκαν στα ανώτερα στρώματα ή, ενδεχομένως, μόνο οι ιππείς.

Τα πολιτεύματα που έδιναν πολιτικά δικαιώματα σε ολόκληρο τον δήμο, ακόμη και στους άπορους, όπως ήταν οι θήτες στην Αθήνα (οι οποίοι στρατεύονταν με ελαφρύ οπλισμό ως ψιλοί ή ως ναύτες για να κωπηλατούν τα πολεμικά πλοία) ονομάζονταν δημοκρατίες. Τα πολιτεύματα που έδιναν πολιτικά δικαιώματα μόνο στους εύπορους ονομάζονταν ολιγαρχίες, επειδή οι εύποροι ήταν πάντα λίγοι. Δημοκρατία ήταν κατεξοχήν το πολίτευμα των πολλών, όχι γιατί απαγορευόταν η συμμετοχή των λίγων σε αυτό, αλλά γιατί η πολιτική δύναμή τους περιοριζόταν αποφασιστικά από την αριθμητική υπεροχή του πλήθους. Για να επηρεάσουν τα πολιτικά πράγματα της πόλης, οι εύποροι ευγενείς έπρεπε να πάρουν με το μέρος τους σημαντική μερίδα του δήμου.

Μια ωραία συζήτηση γύρω από το άριστο πολίτευμα καταγράφει ο Ηρόδοτος. Μολονότι τη φαντάζεται να διεξάγεται στην Περσία ανάμεσα σε συνωμότες που είχαν ανατρέψει τον βασιλιά, σε όλες τις λεπτομέρειές της είναι καθαρά ελληνική. Προκύπτει έτσι ότι αρετή της δημοκρατίας ήταν η κλήρωση των αρχόντων, η λογοδοσία τους και η δημόσια διαβούλευση για τη λήψη όλων των αποφάσεων. Το μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημά της ήταν ο σημαντικός περιορισμός της αυθαιρεσίας των αρχόντων. Το μειονέκτημά της ήταν η αμάθεια και η αλαζονεία του πλήθους: διαθέτοντας εξουσία αλλά όχι σύνεση, οι μάζες μπορούσαν εύκολα να εξαχρειωθούν. Αρετή της ολιγαρχίας ήταν η δυνατότητα να εκχωρηθεί η εξουσία στους ἀρίστους, δηλαδή στους «καλύτερους» πολίτες, αυτούς που λόγω της οικογενειακής τους παράδοσης και της υψηλής τους μόρφωσης διέθεταν τα κατάλληλα εφόδια. Το μειονέκτημά της ήταν οι έχθρες που δημιουργούνταν μεταξύ των ολίγων και η επιθυμία καθενός να ηγηθεί και να επιβάλει τη γνώμη του.

Οι Πέρσες συνωμότες επέλεξαν τη μοναρχία. Αυτή θεώρησαν ως το καλύτερο πολίτευμα. Ο άριστος μονάρχης μπορούσε και το πλήθος να φροντίζει και τα μυστικά της πόλης να διαφυλάττει. Το πρόβλημα ήταν βέβαια ότι ο μονάρχης ήταν ανεξέλεγκτος. Ακόμη και ένας άριστος άνθρωπος μπορούσε γρήγορα να μεταβληθεί σε υπερόπτη και φθονερό. Οι τύραννοι ανέτρεπαν τα πατροπαράδοτα έθιμα, βίαζαν γυναίκες και σκότωναν ανθρώπους χωρίς δίκη. Αλλά οι Πέρσες, σύμφωνα με τη φανταστική διήγηση του Ηροδότου, ήταν διατεθειμένοι να πάρουν αυτό το ρίσκο.

Τον 4ο αιώνα ο Πλάτων οδηγήθηκε στο συμπέρασμα πως, αν οι άρχοντες δεν φιλοσοφήσουν, δηλαδή δεν αποκτήσουν πραγματική γνώση, ή αν οι φιλόσοφοι δεν ασκήσουν, από κάποια απρόβλεπτη εύνοια της τύχης, την εξουσία, δεν πρόκειται να υπάρξει βελτίωση στα πολιτικά πράγματα. Άλλοι πίστευαν ακόμη στη δύναμη της αθηναϊκής δημοκρατίας όχι μόνο να ανασυντάξει την πόλη τους, αλλά και να ηγηθεί σε ολόκληρο τον ελληνισμό - αρκεί να απέφευγε τις ακρότητες και να περιόριζε τις αυθαιρεσίες του δήμου.

Ξεπερνώντας τη διαδικασία της σκέψης

Ξεπερνώντας τη διαδικασία της σκέψης

Πρακτικά μιλώντας, η σκέψη είναι η εσωτερική αναπαράσταση του κόσμου με τη μορφή εννοιών (η εννοιολόγηση του κόσμου). Για να δομηθεί η σκέψη ως αντιληπτικό σύστημα, χρησιμοποιούνται βασικές εγγενείς νοητικές ικανότητες, a priori τρόποι αντίληψης, a priori έννοιες που οργανώνουν την αντιληπτική εργασία καθώς και εξωτερικά στοιχεία που λαμβάνονται από το περιβάλλον μέσω της εξωτερικής αντίληψης. Το αποτέλεσμα είναι η εσωτερίκευση και η εννοιολόγηση του κόσμου στον οποίο ζούμε. Η εξωτερική αντίληψη εξακολουθεί να χρησιμοποιείται για την ενημέρωση της εικόνας της σκέψης από καιρό σε καιρό.

Ως διαδικασία, η σκέψη μπορεί επίσης να λειτουργήσει αφηρημένα χωρίς τη συμμετοχή εξωτερικής αντίληψης. Σε αυτή την περίπτωση είναι καθαρή σκέψη (μια εσωτερική διαδικασία).

Η σκέψη είναι επομένως μια εννοιολογική αντίληψη του κόσμου, μια ολοκληρωμένη και αφηρημένη εικόνα του κόσμου δομημένη με έννοιες. Μέσα σε αυτό το σύστημα υπάρχει αντίληψη του περιβάλλοντος κόσμου, αντικειμένων, καθώς και συσχετισμός αντικειμένων-εννοιών, κρίση, συλλογισμός, συμπεράσματα, γνώσεις, πεποιθήσεις. Όλα αυτά γίνονται με την υποστήριξη της μνήμης που είναι επίσης εσωτερική διαδικασία.

Όταν η διαδικασία της σκέψης είναι αντικειμενική, ανόθευτη, τότε η πραγματικότητα αντικατοπτρίζεται με ακρίβεια. Αλλά στην πραγματικότητα, μόνο η παρέμβαση του εγώ (δηλαδή η προσωπική οπτική γωνία) αλλοιώνει την εικόνα της πραγματικότητας. Επίσης, στην κατασκευή της εικόνας της πραγματικότητας παρεμβαίνουν προσωπικοί τρόποι αντίληψης και συμπεριφοράς, προσωπικοί μηχανισμοί, θέληση, συναισθήματα, ανάγκες κ.λπ., που αλλοιώνουν ακόμη περισσότερο την τελική εικόνα που σχηματίζουμε για την πραγματικότητα.

Αυτή είναι μια καθαρά προσωπική εμπειρία.

Γίνεται λοιπόν σαφές από τον ορισμό της σκέψης ως διαδικασίας ότι εδώ δεν υπάρχει άμεση επαφή με τον κόσμο, ανόθευτη επαφή με τον κόσμο, ακόμα κι αν η σκέψη πραγματοποιείται μέσω της εξωτερικής αντίληψης. Είναι μια κατασκευή που απεικονίζει τον κόσμο με προσωπικό τρόπο και την οποία κατασκευή εφαρμόζουμε στη συνέχεια στην εξωτερική πραγματικότητα.

Παρατηρώντας την προσωπική σκέψη στις διαδικασίες της να ξετυλίγονται με την πάροδο του χρόνου, καταλαβαίνουμε ότι όλα αυτά δεν είναι παρά μια διαστρέβλωση της πραγματικότητας, μια ονειρική αυταπάτη που ταυτίζουμε με την πραγματικότητα. Η απομάκρυνση από αυτή τη διαδικασία του ονείρου οδηγεί πίσω στον εαυτό και τη διακοπή του ονείρου.

Ο αληθινός άνθρωπος μπορεί να σταθεί σε ισορροπία, σε άμεση αντίληψη της πραγματικότητας, σε απλή και ανόθευτη αναπαράσταση της πραγματικότητας ή να βυθιστεί στις εγωικές διαδικασίες της απεικόνισης του κόσμου, στην αφηρημάδα.

Η υπέρβαση της διαδικασίας σκέψης είναι ο μόνος τρόπος για να οδηγηθούμε στην πραγματικότητα.

Θεωρία της σκέψης και αντίληψη της πραγματικότητας

Ποια είναι η σχέση μεταξύ σκέψης, αντίληψης και πραγματικότητας; Η σκέψη είναι μια εννοιολογική αντίληψη του κόσμου, επηρεασμένη από το εγώ και τις προσωπικές εμπειρίες. Η υπέρβαση της διαδικασίας σκέψης μπορεί να οδηγήσει σε μια πιο ακριβή κατανόηση της πραγματικότητας.

1. Η σκέψη ως εννοιολογική αντίληψη

Η σκέψη είναι μια πολύπλοκη διαδικασία που οργανώνει και αναπαριστά τον κόσμο χρησιμοποιώντας έννοιες. Διαμορφώνεται από έμφυτες νοητικές ικανότητες, a priori τρόπους αντίληψης και εξωτερικά στοιχεία από το περιβάλλον. Αυτή η εννοιολόγηση του κόσμου μας επιτρέπει να κατανοήσουμε το περιβάλλον μας και να σχηματίσουμε κρίσεις, συλλογισμούς, συμπεράσματα, γνώσεις και πεποιθήσεις.

2. Εξωτερική αντίληψη και ενημέρωση της εικόνας της σκέψης

Η εξωτερική αντίληψη παίζει καθοριστικό ρόλο στην ενημέρωση της εικόνας της εσωτερικής σκέψης, επιτρέποντάς μας να προσαρμοστούμε και να προσαρμοστούμε στο μεταβαλλόμενο περιβάλλον. Ωστόσο, ακόμη και με την εξωτερική αντίληψη, η κατανόησή μας για την πραγματικότητα εξακολουθεί να επηρεάζεται από προσωπικούς παράγοντες και εγώ.

3. Καθαρή Σκέψη και Εσωτερικές Διεργασίες

Η καθαρή σκέψη αναφέρεται στην εσωτερική διαδικασία της σκέψης χωρίς την άμεση επίδραση της εξωτερικής αντίληψης. Αυτή η διαδικασία βασίζεται στη μνήμη και στην προηγουμένως αποκτηθείσα γνώση, επιτρέποντάς μας να εμπλακούμε σε αφηρημένη σκέψη και επίλυση προβλημάτων.

4. Εγώ και Προσωπικοί Παράγοντες που Διαστρεβλώνουν την Πραγματικότητα

Το εγώ και οι προσωπικοί παράγοντες, όπως τα συναισθήματα, οι ανάγκες και οι επιθυμίες, μπορούν να αλλάξουν σημαντικά την αντίληψή μας για την πραγματικότητα. Αυτές οι επιρροές εισάγουν προκαταλήψεις και στρεβλώσεις, οδηγώντας σε μια υποκειμενική κατανόηση του κόσμου.

5. Άμεση αντίληψη της πραγματικότητας

Η αληθινή πραγματικότητα μπορεί να βιωθεί μόνο μέσω της άμεσης, ανόθευτης αντίληψης, απαλλαγμένη από την επίδραση των διαδικασιών σκέψης, του εγώ και των προσωπικών παραγόντων. Με την αποστασιοποίηση από αυτές τις επιρροές, μπορούμε να επιτύχουμε μια πιο ακριβή αναπαράσταση της πραγματικότητας.

6. Εξισορρόπηση Διαδικασιών Σκέψης και Άμεσης Αντίληψης

Το κλειδί για την κατανόηση της πραγματικότητας βρίσκεται στην εύρεση μιας ισορροπίας μεταξύ της συμμετοχής σε διαδικασίες σκέψης και της άμεσης αντίληψης. Ενώ οι διαδικασίες σκέψης μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε τον κόσμο, μπορούν επίσης να οδηγήσουν σε στρεβλώσεις και ανακρίβειες. Η άμεση αντίληψη, από την άλλη πλευρά, μας επιτρέπει να βιώσουμε την πραγματικότητα στην πιο αγνή της μορφή.

7. Ξεπερνώντας τη Διαδικασία της Σκέψης

Το να ξεπεράσεις τη διαδικασία της σκέψης είναι ο μόνος τρόπος για να βιώσεις αληθινά την πραγματικότητα. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσω πρακτικών ενσυνειδητότητας, διαλογισμού και αυτογνωσίας, που μας ενθαρρύνουν να αφήσουμε το εγώ και τις προκαταλήψεις μας και αντ' αυτού να επικεντρωθούμε στην άμεση αντίληψη.

Συνοπτικά, αυτή η θεωρία τονίζει τη σημασία της κατανόησης της σχέσης μεταξύ σκέψης, αντίληψης και πραγματικότητας. Προτείνει ότι ενώ οι διαδικασίες σκέψης είναι απαραίτητες για την οργάνωση και την κατανόηση του κόσμου, μπορούν επίσης να οδηγήσουν σε στρεβλώσεις και ανακρίβειες. Αναπτύσσοντας την αυτογνωσία και εστιάζοντας στην άμεση αντίληψη, μπορούμε να επιτύχουμε μια πιο ακριβή κατανόηση της πραγματικότητας.

Η μυστικιστική θεωρία της άμεσης αντίληψης

Εισαγωγή

Η αληθινή φύση της πραγματικότητας μπορεί να προσεγγιστεί μόνο μέσω της παύσης της διαδικασίας σκέψης και του εγώ, επιτρέποντας στο άτομο να βιώσει μια άμεση, ανόθευτη σύνδεση με τον κόσμο. Οι σκέψεις, οι πεποιθήσεις και οι αντιλήψεις μας είναι, αναγκαστικά, διαστρεβλώσεις της πραγματικότητας. Υπερβαίνοντας αυτούς τους περιορισμούς, μπορούμε να βιώσουμε μια ανώτερη κατάσταση συνείδησης και μια πιο αληθινή κατανόηση της ύπαρξης.

Οι περιορισμοί της σκέψης

Η σκέψη περιορίζεται εγγενώς από τη φύση της διαδικασίας εννοιοποίησης. Οι σκέψεις μας βασίζονται στις αντιλήψεις, τις αναμνήσεις και τις γνωστικές μας προκαταλήψεις, οι οποίες πηγάζουν από τις προσωπικές μας εμπειρίες, συναισθήματα, ανάγκες και επιθυμίες. Ως αποτέλεσμα, η κατανόησή μας για την πραγματικότητα φιλτράρεται αναπόφευκτα και παραμορφώνεται από αυτούς τους υποκειμενικούς παράγοντες.

Το εγώ, που ορίζεται ως η αίσθηση του εαυτού μας ή της προσωπικής μας προοπτικής, διαστρεβλώνει περαιτέρω την αντίληψή μας για την πραγματικότητα εισάγοντας τον εαυτό του στις διαδικασίες σκέψης μας. Ο απώτερος στόχος του εγώ είναι να διατηρήσει και να ενισχύσει τη δική του ύπαρξη, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε περαιτέρω παραμόρφωση και αυταπάτη.

Το μονοπάτι προς την άμεση αντίληψη

Για να επιτύχουμε μια άμεση, αφιλτράριστη σύνδεση με την πραγματικότητα, πρέπει πρώτα να ξεπεράσουμε τους περιορισμούς που επιβάλλονται από τις διαδικασίες σκέψης μας και το εγώ. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσω διαφόρων πρακτικών και τεχνικών, όπως ο διαλογισμός, η επίγνωση και η αυτοδιερεύνηση. Αυτές οι πρακτικές στοχεύουν να βοηθήσουν τα άτομα να αναπτύξουν την ικανότητα να παρατηρούν τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους χωρίς να ταυτίζονται ή να συνδέονται με αυτά, διευκολύνοντας έτσι μια κατάσταση εσωτερικής σιωπής και ηρεμίας.

Σε αυτή την κατάσταση της εσωτερικής σιωπής, η άμεση αντίληψη γίνεται δυνατή. Το άτομο δεν δεσμεύεται πλέον από τις κατασκευές του δικού του μυαλού και μπορεί να βιώσει την πραγματικότητα χωρίς την παρέμβαση των σκέψεων, των επιθυμιών και των προσωπικών του προκαταλήψεων.

Χαρακτηριστικά Άμεσης Αντίληψης

1. Μη διπλή επίγνωση: Η άμεση αντίληψη υπερβαίνει τη δυαδική φύση της σκέψης, επιτρέποντας μια ενοποιημένη εμπειρία της πραγματικότητας όπου δεν υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ του παρατηρητή και του παρατηρούμενου.

2. Διαχρονικότητα: Στην κατάσταση της άμεσης αντίληψης, το άτομο βιώνει μια αίσθηση διαχρονικότητας, καθώς δεν περιορίζεται πλέον από τη γραμμική εξέλιξη των σκέψεων και των αναμνήσεων.

3. Καθαρή Παρουσία: Το άτομο γίνεται πλήρως παρόν και ασχολείται με τη στιγμή, απαλλαγμένο από περισπασμούς του παρελθόντος και του μέλλοντος.

4. Διαισθητική ενόραση: Η άμεση αντίληψη μπορεί να οδηγήσει σε βαθιές ιδέες και κατανόηση, καθώς το άτομο δεν περιορίζεται πλέον από τους περιορισμούς των δικών του σκέψεων και πεποιθήσεων.

Επιπτώσεις και Εφαρμογές

Μαθαίνοντας να ξεπερνούν τους περιορισμούς της σκέψης και του εγώ, τα άτομα μπορούν να βιώσουν μια βαθύτερη σύνδεση με τον εαυτό τους, τους άλλους και τον κόσμο γύρω τους.

Τελικά, η Μυστική Θεωρία της Άμεσης Αντίληψης προσφέρει ένα μονοπάτι προς μια πιο πλούσια, πιο αυθεντική εμπειρία της πραγματικότητας και μια μεγαλύτερη αίσθηση ενότητας και διασύνδεσης με όλη την ύπαρξη.

Αγαπώντας σε να υπάρχω

Η αγάπη δεν είναι κατά περίσταση, η αγάπη είναι άνευ όρων, δεν παζαρεύει δούναι και λαβείν, η αγάπη είναι έξοδος γιατί το εγώ το κάνει εσύ και σε λυτρώνει.

Στην αναμέτρηση ανάμεσα σε σένα και μένα αναμετρήθηκε ο εγωισμός μου με το σύμπαν.

Αρχίζω να το αναγνωρίζω ύστερα από τόσες μάχες και τόσους τραυματισμούς πως η δόξα του πολέμου είναι η συμφιλίωση κι η δόξα του νικητή η υποταγή.

Η ευγενική υποταγή όπως του βράχου που από σθένους περίσσια σκύβει και πλένει με θάλασσα τα πόδια της στεριάς.

Όχι καλή μου αγάπη, εσύ δεν τελειώνεις, το τέλος σου δεν έχει τελειωμό.

Τα πράγματα δεν τελειώνουν έτσι εύκολα όπως το λέμε, τα πράγματα μεταλλάσσονται κι εγώ τώρα μεταλλάσσω τον απάνθρωπο έρωτά μου, σε αγάπη φιλάνθρωπη.

Δεν θέλω να μιλώ άλλο για μένα. Οι λέξεις είναι φυλακή, κατακρατούν τα δεύτερα και τους ξεφεύγει το κύριο που πετά πέρα σαν ήχος καμπάνας που σε τίποτα δεν φυλακίζεται. Οι λέξεις ταριχεύουν το ζωντανό και δεν το αφήνουν να περπατήσει.

Σ’ αγαπώ πια τόσο που δεν σ’ έχω ανάγκη. Σ’ αγαπώ τόσο που σε απαλλάσσω από μένα. Σ΄αγαπώ αληθινά και δεν φοβάμαι. Κατόρθωσα πραγματικά να μη σε φοβάμαι!

Ο φόβος σου ήταν πανίσχυρος.

Με φόβο γεννηθήκαμε, με φόβο ανατραφήκαμε, τίποτα σχεδόν δικό μας δεν είναι ελεύθερο κι είναι δύσκολο να ξαναγεννηθούμε. Λεγεώνες μέσα μας και λεγεώνες προγόνων πίσω μας φοβούνται.

Ελευθερία είναι η νίκη του φόβου και τον φόβο η φιλαυτία μας τον σπέρνει. Από πάνω της περνά η πύλη που βγάζει στη ζωή την αληθινή κι άλλον τρόπο δεν έχουμε.

Άλλο τρόπο δεν έχω για να ζήσω: να σ’αγαπώ άφοβα, ελεύθερα.

Αγαπώντας σε να υπάρχω, τι να τα κάνω τα ίχνη…

Να σε αγαπώ άφοβα, ελεύθερα!

Αρχίζω να εμπιστεύομαι την ζωή και να μην έχω αγωνία.

Ζωή δεν είπαμε πως είναι το άλλο όνομα της αλήθειας;

Οι λέξεις είναι ξένα σώματα. Μ’ ενοχλούν.

Μπορώ πια να σωπάσω.

Τι ιδιότητες που αναζητούν οι γυναίκες σε έναν άντρα

Η εύρεση του ατόμου για σας δεν είναι εύκολη δουλειά. Και μερικές φορές φαίνεται ότι η υπάρχουν πολλοί άντρες εκεί έξω, αλλά όχι αρκετούς πρίγκιπες για σας. Οι ειδικοί στις σχέσεις μας λένε τι ψάχνουν (και πρέπει!) οι γυναίκες σε έναν άντρα.

1. Το κύρος του.

Είναι η γενικότερη αύρα που αποπνέει ο λόγος του, καθώς και οι κινήσεις του. Είναι αυτό το αίσθημα ότι μπορεί να επιβληθεί. Όχι τα ακριβά ρούχα ή τα ρολόγια Rolex. Είναι αυτή η δυναμική που τον κάνει να ξεχωρίζει οπουδήποτε κι αν βρεθεί και συγκεντρώνει όλα τα γυναικεία βλέμματα πάνω του χωρίς να είναι καν ο πιο ωραίος.

2. Το χαμόγελο του όπως και η ωραία, βαθιά, μπάσα φωνή.

Το χαμόγελο είναι το πιο κοινό γνώρισμα είτε αναφερόμαστε σε άντρες είτε σε γυναίκες. Ένας άντρας που ξέρει να χαμογελά σωστά, τη στιγμή που τα μάτια του αποπνέουν ζεστασιά και ταυτόχρονα σπιρτάδα και πονηριά, έχει κάνει το μισό βήμα για τη «νίκη». Το άλλο μισό είναι να μπορέσει να μιλήσει με αυτή την ωραία μπάσα φωνή και να σου ψιθυρίζει γλυκόλογα.

3. Οι γνώσεις του.

Και για να μιλήσεις, είναι απαραίτητες οι γνώσεις, όχι μόνο οι εγκυκλοπαιδικές αλλά και οι πρακτικές. Από τις τεχνικές δουλειές στο σπίτι, μέχρι να ξέρει να κάνει πάντα στο κομπιούτερ ή στην κουζίνα.

4. Μια καλή θέση στην δουλειά του για να κερδίζει αρκετά.

Φυσικά το χρήμα και το πρεστίζ παίζει σπουδαίο ρόλο. Ακόμη και η πιο συνεσταλμένη και μετρημένη κοπέλα εκεί έξω, θα εντυπωσιαστεί από ένα ακριβό δώρο ή ένα ακριβό αυτοκίνητο ή σπίτι. Και το γεγονός είναι πως η εργασία ενός άντρα και κατ’ επέκταση το εισόδημά του, είναι ένα από τα ερωτεύσιμα χαρακτηριστικά. Αρκεί να μην είναι το μόνο πάνω του

5. Το χιούμορ του

Σε περίπτωση που ένας άντρας, καταφέρει να σε κάνει να γελάσεις με την ψυχή σου είναι βέβαιο πως θα χαραχτεί στο μυαλό σου και θα πρέπει να κάνει πολλά λάθη για να τον …σβήσεις. Το χιούμορ, όταν φαίνεται πως βγαίνει κυρίως αβίαστα κι όχι με το ζόρι, είναι ένα από τα πιο εντυπωσιακά στοιχεία που θα βρείτε σε έναν άντρα.

6. Το αίσθημα ασφάλειας που αποπνέει.

Αφού οι περισσότερες γυναίκες πιστεύουν πως είναι το αδύναμο φύλο, θα ψάχνουν κάποιον να τους προστατεύει. Φυσικά μετά τον πατέρα τους, έρχεται μια στιγμή που ψάχνονται για έναν σύντροφο με τον οποίο θα αισθάνονται ασφαλείς. Αν αυτός καταφέρνει να δώσει αυτήν την εντύπωση σε μια γυναίκα, τότε αυτή θα το εκτιμήσει και δύσκολα θα φύγει από κοντά του.

7. Η καλή χημεία μεταξύ των δύο.

Μην αισθάνεστε άσχημα την επόμενη φορά που θα απορρίψετε κάποιον γιατί απλά δεν υπάρχει “η χημεία”. Αρχικά οι γυναίκες έλκονται από τους άνδρες με βάση την σωματική έλξη. Και μετά σκέφτονται αν μπορούν να συνεχίσουν μια συζήτηση με αυτό το άτομο. Αν νιώθουν ωραία όταν του μιλάνε. Αυτές είναι ιδιότητες που βοηθούν να δημιουργηθεί μια βάση, να δημιουργηθεί μια βαθύτερη σύνδεση και μια σχέση με αυτό το άτομο.

8. Η σταθερότητα.

Σταθερότητα σημαίνει αν μπορεί αυτός να της προσφέρει πρώτα μια συναισθηματικά σταθερή σχέση και μετά μια σταθερή οικονομικά σχέση. Αυτό σημαίνει ότι μπορείτε να βασίζεστε σε αυτόν, ότι είναι προβλέψιμος, αξιόπιστος και ότι ουσιαστικά είναι κάποιος στον οποίο θα μπορούσατε να βασιστείτε αν είχατε μαζί μια οικογένεια.

9. Τέλος, να νιώθει ότι ο άντρας την δέχεται ως ίση με αυτόν.

Εάν έχετε νιώσει κάποτε ότι υπάρχει μια σιωπή ανάμεσα σας, αυτό μπορεί να οφείλεται στο ότι ο σύντροφός σας δεν σας αντιμετώπιζε ως ίσο με αυτόν. Πολιτισμικά εδώ και χιλιάδες χρόνια οι γυναίκες ήταν άνισες με τους άνδρες από κάθε άποψη, κοινωνικά, οικονομικά, πολιτικά σεξουαλικά, κι αυτό αλλάζει. Τώρα οι γυναίκες θέλουν να θεωρούνται ίσες με τους άνδρες και έτσι δεν χρειάζεται να ανταγωνίζονται τους άνδρες για κυριαρχία.

Ιέρειες στην Αρχαία Ελλάδα

Στα τέλη του 2ου αι. π.Χ., Αθηναίοι προσκυνητές ξεκινούσαν εν πομπή και διένυαν την απόσταση των εκατόν εξήντα χιλιομέτρων μεταξύ της Αθήνας και του Ιερού του Απόλλωνα στους Δελφούς. Εκεί γιόρταζαν τα Πύθια προς τιμήν του Απόλλωνα. Ένα άτομο ξεχώριζε ανάμεσα στους συμμετέχοντες, η Χρυσηίς, η ιέρεια της Αθηνάς Πολιάδος.

Για την συμβολή της στην ανάδειξη των Πυθίων σε γιορτή που έκανε υπερήφανες και τις δύο πόλεις, οι κάτοικοι των Δελφών την τίμησαν με τον στέφανο του Απόλλωνα και αποφάσισαν με ειδικό ψήφισμα να παραχωρήσουν στην ίδια και όλους τους απογόνους της μια σειρά από σημαντικά δικαιώματα και προνόμια.

Ανάμεσα σε αυτά ήταν και το αξίωμα της προξένου – ειδικής επίτιμης αντιπροσώπου της Αθήνας στους Δελφούς.

Της δόθηκε ακόμη το δικαίωμα να συμβουλεύεται το Μαντείο, δικαστική προτεραιότητα, ασυλία, θέση στην πρώτη σειρά σε όλους τους αγώνες που διοργάνωνε η πόλη, δικαίωμα ιδιοκτησίας ακινήτων, καθώς και φορολογική ατέλεια! Το γεγονός ότι όλα αυτά τα προνόμια μπορούσαν εφεξής να μεταβιβαστούν σε όλους τους απογόνους της κατέστησε την Χρυσηίδα γυναίκα με εξαιρετικό κύρος και επιρροή, τόσο εντός όσο και εκτός του στενού οικογενειακού της περιβάλλοντος.

Στην Αθήνα, τα εξαδέλφια της έστησαν άγαλμα της διάσημης συγγενούς τους στην Ακρόπολη. Το ψήφισμα του λαού των Δελφών και η επιγραφή στην βάση του αγάλματος της Χρυσηίδας στην Ακρόπολη μας δίνουν κάποια -ελάχιστα- στοιχεία για την ζωή αυτής της εξαιρετικής γυναίκας. Μαρτυρούν την περίοπτη θέση και την ευχέρεια κινήσεων της Χρυσηίδας, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τις πομπές από την Αθήνα προς τους Δελφούς, τις πρώτες θέσεις στους δελφικούς αγώνες, την ιδιοκτησία ακινήτων και την μόνιμη τοποθέτηση του αγάλματός της στην Ακρόπολη. Ως ιέρεια της Αθηνάς, η Χρυσηίς κατείχε δημόσιο αξίωμα συγκρίσιμο και ισότιμο με εκείνο των ιερέων που υπηρετούσαν τους θεούς στην Αθήνα.

Η Χρυσηίς δεν ήταν η μόνη ιέρεια που απέλαυε καθεστώτος ανάλογης περιωπής. Μάλιστα, τα αρχαιολογικά αρχεία βεβαιώνουν την εξέχουσα θέση των ιερειών όχι μόνο στην Αθήνα, αλλά και σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο. Οι ιέρειες ηγούνταν πομπών, φύλασσαν τους θησαυρούς των ναών, άναβαν την φωτιά στους βωμούς των ιερών και προΐσταντο των θυσιών. Μαθαίνουμε ότι οι ιέρειες έπαιρναν τον λόγο ενώπιον της Βουλής και του Δήμου, έθεταν την σφραγίδα τους σε επίσημα έγγραφα και απέπεμπαν τους παρείσακτους από τα ιερά. Επιγραφές αφιερωμάτων μαρτυρούν την γενναιοδωρία των ιερειών ως ευεργετιδών της πόλης τους και των ιερών τους, όπου έχτιζαν ναούς, αγορές και υδατοδεξαμενές. Μαρτυρούν επίσης την περηφάνια που ένιωθαν οι ίδιες για την ανέγερση των αγαλμάτων τους, αλλά και την εξουσία τους ως προς την τήρηση των κανονισμών στα ιερά. Επιγραφές και επιτύμβια ανάγλυφα επιβεβαιώνουν ότι οι ιέρειες κηδεύονταν δημοσία δαπάνη με μεγάλες πομπές, και ότι στην μνήμη τους ανεγείρονταν εντυπωσιακά ταφικά μνημεία.

Οι μαρτυρίες αυτές έρχονται σε αντίθεση με την ευρέως διαδεδομένη άποψη ότι οι γυναίκες της Αθήνας ήταν πολίτες δεύτερης κατηγορίας, σιωπηλές, υποτακτικές και «αόρατες» μορφές, περιορισμένες στο εσωτερικό των σπιτιών τους, όπου ασχολούνταν υπάκουα με το νοικοκυριό και την ανατροφή των παιδιών. Η άποψη αυτή έχει βασιστεί σε αναγνώσεις κείμενων περίφημων συγγραφέων, όπως του Ξενοφώντα, του Πλάτωνα και του Θουκυδίδη, καθώς και σε διάφορες παραστάσεις αρχαίου δράματος.

Ωστόσο, τα αρχαιολογικά και επιγραφικά ευρήματα παρουσιάζουν μια διαφορετική εκδοχή. Στην πραγματικότητα, μια σταθερή ροή γυναικών διέσχιζε καθημερινά την Αθήνα με κατεύθυνση προς την Ακρόπολη και τα νεκροταφεία της πόλης, όπου οι γυναίκες αυτές προσκυνούσαν στα ιερά και φρόντιζαν τους οικογενειακούς τάφους. Οι τελετουργίες τούς επέτρεπαν να κυκλοφορούν και να κάνουν αισθητή την παρουσία τους μέσα στην πόλη, υπηρετώντας τους θεούς, την οικογένειά τους και τους Αθηναίους πολίτες. Χάρις στις σημαντικές δωρεές αυτών των γυναικών και των οικογενειών τους, γλυπτά πορτραίτα ιερειών τοποθετήθηκαν σε αγορές, νεκροταφεία και ιερά.

Οι γυναίκες μπορούσαν να αποκτήσουν το αξίωμα της ιέρειας μέσω κληρονομιάς, κλήρωσης, επιλογής, εκλογής ή εξαγοράς. Τα παλαιά, σεβαστά αξιώματα των ιερειών της Αθηνάς Πολιάδος στην Αθήνα και της Δήμητρας και της Κόρης στην Ελευσίνα περνούσαν κληρονομικά από την μια γενιά στην άλλη, μέσα στην ίδια οικογένεια (γένος), επί περίπου επτακόσια χρόνια! Σύμφωνα με επιγραφές, το αξίωμα της ιέρειας της Αθηνάς κληροδοτείτο από το πρεσβύτερο άρρεν μέλος του γένους των Ετεοβουτάδων προς την μεγαλύτερη κόρη του και, στην συνέχεια, με την λήξη της θητείας της, προς την μεγαλύτερη κόρη του πρεσβύτερου αδελφού της.

Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, οι αντίξοες οικονομικές συνθήκες, οι δυσμενείς επιπτώσεις στις περιουσίες των παλαιών οικογενειών, η ανάδυση μιας «νεόπλουτης» τάξης, καθώς και οι αλλαγές στην πληθυσμιακή σύνθεση της Ανατολικής Ελλάδας διαμόρφωσαν έναν κόσμο στον οποίο η εξαγορά του ιερατικού αξιώματος στάθηκε απολύτως εύλογη. Αρχής γενομένης από την Μίλητο, περί το 400 π.Χ., γυναίκες σε όλο το Ανατολικό Αιγαίο, την Μικρά Ασία και την Μαύρη Θάλασσα κατέβαλλαν μεγάλα ποσά προκειμένου να εξασφαλίσουν ιερατικές θέσεις. Όπως και κατά την Κλασική περίοδο, αποζημιώνονταν για τις υπηρεσίες τους με πληρωμές σε είδος, όπως δέρματα και κρέας από τα σφάγια των θυσιών, δημητριακά, λάδι, αλλά και χρήματα.

Για τις εξέχουσες υπηρεσίες τους προς την πόλη, στις ιέρειες, όπως στην Χρυσηίδα, αποδίδονταν δημόσιες τιμές, στις οποίες περιλαμβάνονταν χρυσοί στέφανοι, αγάλματα και διακεκριμένες θέσεις στο θέατρο. Σε ορισμένες πόλεις οι ιέρειες ήταν τόσο διάσημες ώστε απέλαυαν λατρευτικής και πολιτικής επωνυμίας, δηλαδή το όνομά τους έμενε για πάντα στην ιστορία και χρησιμοποιείτο για ιστορικές χρονολογήσεις. Στο έργο του Ιστορίαι, ο Θουκυδίδης τοποθετεί χρονολογικά την έναρξη του Πελοποννησιακού Πολέμου στο τεσσαρακοστό όγδοο έτος της ιερατικής θητείας μιας άλλης Χρυσηίδας, ιέρειας της Ήρας στο Άργος κατά τον 5ο αι. π.Χ.

Απεικονίσεις και επιγραφές επιβεβαιώνουν τα προνόμια που λάμβαναν οι ιέρειες σε αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες τους. Σε ανάγλυφο του 4ου αι. π.Χ., το οποίο βρίσκεται σήμερα στο Βερολίνο, απεικονίζεται μια ιέρεια που τιμάται από την πόλη με στέφανο. Την βλέπουμε στην κάτω αριστερή πλευρά να σηκώνει το δεξί χέρι της προς τον ουρανό, σε στάση προσευχής.

Στο αριστερό της χέρι κρατά κλειδί ναού, σύμβολο του αξιώματός της ως ιέρειας που κλειδώνει και ξεκλειδώνει τις θύρες του ναού. Η θεά Αθηνά απεικονίζεται στο δεξί άκρο, πιστή αναπαράσταση του αγάλματος της Αθηνάς Παρθένου, με την ασπίδα στο πλευρό της και την φτερωτή Νίκη στο χέρι της. Η Νίκη σκύβει για να στεφανώσει την ιέρεια. Οι χρυσοί στέφανοι ήταν πολύτιμα βραβεία, που η αξία τους έφτανε τις πεντακόσιες έως χίλιες δραχμές και τα οποία συνήθως απονέμονταν σε πολιτικούς, δικαστές, στρατηγούς και αθλητές. Επομένως, έχει ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι, από τον 4ο αι. π.Χ. και μετά, γίνονταν τόσο μεγάλες τιμές όχι μόνο στους ιερείς αλλά και στις ιέρειες.

Το γυναικείο ιερατικό αξίωμα ήταν απολύτως συνυφασμένο με την μορφολογία της γυναικείας λυρικής χορείας, η οποία, από τον 5ο αι. π.Χ., αποτελούσε κεντρικό σημείο της εκπαίδευσης και της κοινωνικοποίησης των γυναικών, από την παιδική τους ηλικία έως την ωριμότητα. Ο Πλάτωνας υποστήριζε ότι η χορεία αποτελούσε το σύνολο της παιδείας [«ὅλη μέν που χορεία ὅλη παίδευσις ἦν ἡμῖν»].

Μια εικόνα που ανακαλεί στον νου χορικές και λατρευτικές ομάδες γυναικών κοσμεί μια φιάλη για σπονδές που σήμερα βρίσκεται στην Βοστώνη. Εδώ βλέπουμε γυναίκες με ενωμένα χέρια σε κύκλιο χορό, συνοδεία μουσικής από μιαν αυλητρίδα. Η ύπαρξη βωμού και ταινιών υποδηλώνει λατρευτική ατμόσφαιρα, ενώ το καλάθι με το μαλλί παραπέμπει στην γυναικεία αρετή εντός του οικογενειακού βίου. Στο τέλος της σειράς, δύο νεαρές κοπέλες με ξέπλεκα μαλλιά κοιτούν μια μεγαλύτερη γυναίκα για να μάθουν τα βήματα του χορού. Το ίδιο το αγγείο είναι μια φιάλη που προοριζόταν για σπονδή με έκχυση του υγρού περιεχομένου της, πιθανότατα σε αναμμένο βωμό, όπως αυτός που απεικονίζεται επάνω της. Η μορφή, η λειτουργία και ο διάκοσμος συνδυάζονται εδώ σε μιαν αποτελεσματική έκφραση της γυναικείας τελετουργικής πρακτικής.

Η συμμετοχή σε λατρευτικές δραστηριότητες είχε θετική επιρροή στην ζωή των Ελληνίδων, καθώς τους πρόσφερε, μεταξύ άλλων, μιαν αίσθηση κοινότητας και ταυτότητας. Οι κύκλιοι χοροί σε χώρους λατρείας έδιναν επίσης την ευκαιρία στις κοπέλες που βρίσκονταν σε ηλικία γάμου να εμφανίζονται δημοσίως μπροστά στους συμπολίτες τους. Καθώς η εξέχουσα θέση στην διοργάνωση εορταστικών εκδηλώσεων επέτρεπε την προώθηση των οικογενειακών συμφερόντων, πράγμα επωφελές για γυναίκες και άνδρες, ήταν σημαντική η επιρροή των ιερειών στην επιτυχή λειτουργία του όλου συστήματος.

Η αποκάλυψη της χαμένης ιστορίας των Ελληνίδων ιερειών αποτέλεσε προϊόν κοπιαστικής προσπάθειας και απαίτησε μακροχρόνια έρευνα σε εκτενέστατο αρχαιολογικό υλικό. Το έργο αυτό επέτρεψε να διορθωθεί η ανισότιμη θεώρηση των γυναικών στην Αρχαία Ελλάδα ως μορφών απολύτως υποταγμένων, σιωπηλών, «αόρατων» και περιορισμένων στα στενά όρια του οίκου τους. Επίσης, αποκατέστησε εν μέρει την αξιοπρέπεια των εξαιρετικών αυτών γυναικών, οι οποίες έχαιραν μεγάλου σεβασμού και τιμών από πλευράς των συμπολιτών τους.

Δώσε την καλύτερη σου παράσταση σ’ αυτό το θέατρο του παραλόγου, Αφέσου, τσαλακώσου, ερωτεύσου

Οι θετικοί και αισιόδοξοι άνθρωποι, αποτελούν πόλο έλξης όλων. Ποιος δε θέλει άλλωστε μια θετική αύρα, έναν άνθρωπο με το χαμόγελο καρφωμένο στα χείλη, να εκπέμπει φως; Να σε προδιαθέτει και μόνο η παρουσία του. Να αποτελεί εγγύηση ότι θα περάσεις καλά. Να μπορεί να βλέπει το ποτήρι μισογεμάτο ανά πάσα στιγμή, μέχρι και στο μαύρο να δει μια δέσμη φωτός και να πιαστεί από αυτή.

Ένας τέτοιος άνθρωπος έχει τόσα να σου προσφέρει. Και μόνο το παράδειγμα του, δεν αποτελεί πηγή έμπνευσης; Δε σε ωθεί να θες να υιοθετήσεις στοιχεία από τον τρόπο σκέψης του; Γιατί; Επειδή ζεις καλύτερα! Μαθαίνεις να βασίζεσαι στον εαυτό σου και στις δυνάμεις του και να παίρνεις τη ζωή όπως σου έρχεται. Δίχως μιζέριες (και ηττοπάθειες). Ξέρεις πως θα βρεις σ’ όλο αυτό το θετικό και θα «πάρεις» ότι έχει να σου δώσει. Συνήθως οι δυσκολίες και οι αναποδιές είναι πιο εποικοδομητικές.

Ο αντίποδας των ανθρώπων αυτών, είναι οι μίζεροι (άνθρωποι). Αυτοί, που η κατήφεια είναι η μόνιμη συνοδεία τους. Θα βρουν πάντα κάτι να γκρινιάξουν, θα εστιάσουν στο πιο αρνητικό ή θα το βρουν ακόμη κ όταν δεν υπάρχει. Τα άτομα αυτά, σου αποστραγγίζουν την ενέργεια, απορροφούν σαν το σφουγγάρι τη ζωντάνια σου, τα χρώματα σου για να θρέψουν «τη μαυρίλα τους». Ξέρεις, είναι κολλητική. Οπότε καλό θα σου κάνει να απομακρυνθείς από αυτά τα άτομα από δίπλα σου γιατί μόνο κακό σου κάνουν. Είναι γνωστό εξάλλου ότι το μαύρο χρώμα, απορροφά όλα τα υπόλοιπα. Γι’ αυτό να το προσέξεις.

Πώς (λοιπόν) να δεις τον ήλιο

· Κάνε μια διαλογή στον περίγυρο σου. Ένα ξεκαθάρισμα κολλητών, φίλων και γνωστών. Όσο μεγαλώνουμε λίγοι και καλοί.

· Μη διστάσεις να διώξεις από κοντά σου ότι δε σε πάει ένα βήμα παραπέρα.

· Διάλεγε ανθρώπους δίπλα σου που έχουν κάτι να σου δώσουν. Που νιώθεις άνετα μαζί τους και είσαι ο εαυτός σου. Αγαπάμε αυτούς που μας κάνουν να βλέπουμε την καλύτερη εκδοχή του εαυτού μας.

· Να λες και να κάνεις πάντα αυτό που σκέφτεσαι εκείνη τη στιγμή. Μην αφήνεις τίποτα για αύριο γιατί θα γίνει χθες δίχως να το καταλάβεις.

· Από καθετί κράτα το θετικό, σταμάτα να μιζεριάζεις.

· Μάθε να είσαι ικανοποιημένος με λίγα πράγματα. Όσο πιο απλός είναι κανείς, τόσο πιο ευτυχισμένος.

· Ζήσε για να δουλέψεις. Και όχι δούλεψε για να ζήσεις. Ο πλούτος μας είναι ο ελεύθερος χρόνος μας.

· Η ευτυχία είναι μόνο μικρές στιγμές, όχι κατάσταση.

· Δεν ξέρω κανέναν δρόμο που οδηγεί σίγουρα στην επιτυχία. Μόνο έναν που οδηγεί σίγουρα στην αποτυχία –να θέλεις να ικανοποιείς τους πάντες- (Πλάτωνας).

· Ζούμε μόνο μια φορά. Δώσε την καλύτερη σου παράσταση σ’ αυτό το θέατρο του παραλόγου (που λέγεται ζωή). Απαραίτητα συστατικά: γέλιο, ένταση, τρέλα, πάθος γιατί δεν ξέρεις πότε πέφτει/θα πέσει η αυλαία. Αφέσου, τσαλακώσου, ερωτεύσου.

Οι σοφοί άνθρωποι μαθαίνουν πολλά από τους εχθρούς τους

Τα άτομα που μας προξενούν θυμό είναι μια ισχυρή πηγή σοφίας, καθώς φέρνουν στο φως τα αδύνατα σημεία μας και γίνονται καθρέπτης στον οποίον κοιταζόμαστε.

Ο Αριστοφάνης έλεγε ότι «οι σοφοί άνθρωποι μαθαίνουν πολλά από τους εχθρούς τους».

Ένας δάσκαλος μπορεί να μας διδάξει τη σπουδαιότητα της υπομονής, του ελέγχου και της ανεκτικότητας.

Όλες όμως αυτές τις ικανότητες δεν έχουμε την δυνατότητα να τις εξασκήσουμε, παρά μόνο στην αληθινή ζωή, όταν θα συναντήσουμε τον “εχθρό”.

Στις πολεμικές τέχνες μαθαίνουμε ότι η επίθεση του αντιπάλου μπορεί να χρησιμοποιηθεί προς όφελός μας όταν γνωρίζουμε πώς να διοχετεύσουμε την ορμή της, την κατάλληλη στιγμή, προς τη σωστή κατεύθυνση.

Ο εχθρός μας αναγκάζει να δράσουμε εδώ και τώρα και να βγούμε από την άνεση μας που τελικά θα μας κάνει μαλθακούς. Μας αναγκάζει να φέρουμε στην επιφάνεια τον καλύτερο καθώς και τον χειρότερο εαυτό μας και να μεταλλάξουμε τη γνώση σε σοφία μέσω της εμπειρίας.

Όταν καταφέρουμε να δούμε τις αντιδράσεις μας αποστασιοποιημένοι και με λίγο χιούμορ, τότε θα ανακαλύψουμε πως σε κάθε σύγκρουση κρύβεται ένα μεγάλο μάθημα σχετικά με τις ποιότητές μας αλλά και τις αδυναμίες μας.

Οι αποκλειστικά αρμονικές σχέσεις γεννάνε μια απάθεια που μπορεί να μας παραλύσει καθώς δεν αισθανόμαστε την ανάγκη να αναζητήσουμε καινούργια πράγματα, ούτε αναγκαζόμαστε να αναθεωρήσουμε τις πεποιθήσεις μας.

Αρκούμαστε στο να ακολουθούμε τον ίδιο δρόμο πάντα.

Για την διανοητική και συναισθηματική εξέλιξή μας έχουμε ανάγκη να συγκρουόμαστε, να αντιδρούμε, να δοκιμάζουμε τον εαυτό μας, να αλλάζουμε οπτική γωνία, να νιώθουμε πόνο.

Με άλλα λόγια, να μαθαίνουμε.

Όπως στις πολεμικές τέχνες, έτσι και στη ζωή, για να τα καταφέρουμε είναι ανάγκη κάποιος να μας παρακινεί.

Είναι η θέση κι η αντίθεση που δημιουργούν συγκρουόμενες την αυριανή σύνθεση.

«Πόλεμος πάντων πατήρ εστί» έγραψε ο Εφέσιος σκοτεινός φιλόσοφος Ηράκλειτος.

Ας πάρουμε μέρος με όλες μας τις δυνάμεις, χωρίς προσκόλληση όμως στο μικρό μας «εγώ», σ’ αυτό που θα μας βγάλει «εκτός Εαυτού», θα μας κάνει να θυμώσουμε, να χάσουμε τη συγκέντρωσή μας και να κινδυνέψουμε να χάσουμε τη μάχη.

Έτσι κι αλλιώς δεν είναι αυτό που μας δίδαξε ο “δάσκαλος”.

Όταν τα πράγματα γύρω μας δεν είναι ιδανικά, όταν δεχόμαστε επιθέσεις, όταν δε νιώθουμε ικανοποιημένοι από τη ζωή μας, αυτή η αντιξοότητα, αυτή η αρνητική δύναμη που πλήττει τη σταθερότητά μας και δρα ως εχθρός, πρέπει να χρησιμοποιείται ως κινητήρια δύναμη και ώθηση για αλλαγή.

Κάθε σύγκρουση τελικά, μας αποκαλύπτει τι δεν πάει καλά μέσα μας και μας επιτρέπει να διατηρούμε τη σπίθα της δημιουργικότητας μας αναμμένη.

Χωρίς κάποιον ή κάτι απέναντί μας να μας προκαλεί, η σπίθα αυτή θα έμενε σβηστή!

Πατέρας: Μια ταυτότητα σε εξέλιξη

Μια ξεχωριστή Κυριακή (18 Ιουνίου) είναι αυτή που οι μπαμπάδες έχουν την τιμητική τους. Η γιορτή του πατέρα όμως δεν αφορά μόνο τους πατεράδες, αλλά την πατρότητα γενικά και την συνεισφορά των μπαμπάδων στο κοινωνικό σύνολο.

Στην ουσία είναι μια γιορτή που έχει ως στόχο να δείξει ότι ο ρόλος του πατέρα είναι εξίσου σημαντικός με αυτόν της μητέρας δεδομένου ότι πολύ συχνά στην κοινωνία μας οι μπαμπάδες περνούν σε δεύτερη μοίρα.

Σκιαγραφείται ο ρόλος που έχει ο πατέρας μέσα στην οικογένεια και πως αυτή διαμορφώνεται, αναλύεται στην διαδικασία της εξέλιξης του άντρα μέσα στην οικογένεια όταν ο ρόλος του εναλλάσσεται απ’ αυτόν του συζύγου σε πατέρα. Τα στάδια που περνάει και τα εμπόδια που συναντά κατά τη διαδικασία της ανατροφής και της ανάπτυξης του παιδιού.

Η γέννηση ενός παιδιού σε μια οικογένεια ανατρέπει απότομα τις ισορροπίες στο ζευγάρι και θέτει μια μεγάλη πρόκληση σε μητέρα και πατέρα να βρουν τον ρόλο τους, να διαμορφώσει ο καθένας τη νέα του ταυτότητα και να προσαρμοστούν στην ευθύνη και την επιθυμία τους να μεγαλώσουν ένα παιδί.

Ενώ, από την μια πλευρά, ο βιολογικός ρόλος της μητέρας κατά την κύηση και τον θηλασμό δημιουργεί έναν ισχυρό σωματικό και ψυχικό δεσμό μεταξύ μητέρας και παιδιού, έναν δεσμό τόσο ριζωμένο στην φύση και τις κοινωνικές παραδόσεις, από την άλλη, η θέση και ο ρόλος του πατέρα δεν είναι αυτονόητος ή δεδομένος.

Ο πατέρας ως τρίτος

Οι ειδικοί συγκλίνουν συχνά στην περιγραφή του ρόλου του πατέρα ως το πρόσωπο που έρχεται να διαχωρίσει την δυάδα μητέρα-παιδί και να συμβάλλει στον αποχωρισμό των δυο και στην ψυχική ανάπτυξη του παιδιού. Όσο απαραίτητη και ζωογόνος είναι μια πρώτη ασφαλής εμπειρία δεσμού με τη μητέρα, άλλο τόσο αναγκαία και προωθητική είναι η παρουσία ενός τρίτου όρου, που συνήθως εκπροσωπείται από τον πατέρα, για να προσφέρει έναν πυλώνα στήριξης της μητέρας και έναν πόλο ταύτισης και οριοθέτησης για το παιδί. Ο πατέρας είναι ταυτόχρονα ένας ανταγωνιστής για την αγάπη της μητέρας («η μαμά δεν αγαπά μόνο εμένα», αντιλαμβάνεται κάποια στιγμή το παιδί) κάτι που προκαλεί αισθήματα ματαίωσης και θυμού, αλλά και ο γονιός που θα δώσει πρόσβαση σε ενδιαφέροντα εκτός του κλειστού κυκλώματος μητέρα-παιδί και θα έλξει τον θαυμασμό και την αγάπη του παιδιού, εφόσον τα πράγματα πάνε σχετικά καλά στην σχέση του ζευγαριού.

Ο κίνδυνος της αποξένωσης

Ο συχνότερος κίνδυνος για την λειτουργία του πατέρα είναι ο παραγκωνισμός του και η απουσία του, φυσική και ψυχική, στην οικογενειακή ζωή. Ο κίνδυνος αυτός είναι πιο ισχυρός στην περίπτωση του πατέρα-κουβαλητή, που εργάζεται πολύ ή/και είναι υπερβολικά απών από το σπίτι. Επειδή το μεγάλωμα ενός παιδιού είναι μια ιδιαίτερα περίπλοκη και απαιτητική διαδικασία και η διεργασία του αποχωρισμού και της αυτονόμησης στην οποία αναφερθήκαμε είναι η πλέον σημαντική και επίπονη πρόκληση για την ανάπτυξη της ταυτότητας και της προσωπικότητας του παιδιού, η απουσία του πατέρα, η αποξένωσή του και η απομάκρυνση του γονεϊκού ζεύγους ενέχει μια σειρά από αρνητικές επιπτώσεις: Ο πατέρας να αισθάνεται παραγκωνισμένος ή υποτιμημένος, να μην κατανοεί τις ανάγκες και τις αντιδράσεις του παιδιού του, να λειτουργεί αυταρχικά ή με μεγάλη παθητικότητα, να αρκείται στις υλικές παροχές για να δείξει την αγάπη του. Η μητέρα να βιώνει την έλλειψη του συζύγου και να επιχειρεί να λάβει από τα παιδιά την επικοινωνία, την κατανόηση και την συναισθηματική στήριξη που έχει ανάγκη από τον σύντροφό της. Τα παιδιά να «εκμεταλλεύονται» αυτές τις συναισθηματικές ελλείψεις των γονιών κερδίζοντας μικρά οφέλη αλλά κρύβοντας τις δικές τους ανασφάλειες, και να υπολείπονται τελικά στην αυτονομία, την κοινωνικότητα και την ψυχική τους ανάπτυξη.

Θα πρέπει να τονίσουμε εδώ ότι δεν αναφερόμαστε απλά στον πατέρα που εργάζεται πολύ αλλά κυρίως στον πατέρα που έχει καταλήξει να είναι ψυχικά απών ή αδιάφορος, που είναι υποτιμημένος από την μητέρα, που δεν αναγνωρίζεται η αξία και η σημασία του ρόλου του ή που δεν την διεκδικεί. Ο παραγκωνισμός εξάλλου αυτός δημιουργεί πίκρα, θυμό ή/και παραίτηση με αποτέλεσμα να αναπαράγεται ένας φαύλος κύκλος.

Οι συγκρούσεις στο γονεϊκό ζευγάρι

Ο δεύτερος χαρακτηριστικός κίνδυνος που υφίσταται για το οικογενειακό σύστημα, και πλήττει εξίσου την ταυτότητα και την ψυχική ισορροπία παιδιών και γονιών προκύπτει όταν οι διαφορές και οι συγκρούσεις στο γονεϊκό ζευγάρι είναι αγεφύρωτες, με αποτέλεσμα τα παιδιά να γίνονται το πεδίο σύγκρουσης μεταξύ των δύο.

Ανάλογα με τις συνθήκες, κοινωνικές και οικονομικές, και την προσωπική ιστορία των γονιών, η γέννηση του παιδιού συνοδεύεται από προσδοκίες και επιθυμίες, φόβους και ανασφάλειες, διαφορετικές αλλά και κοινές ανάλογα με τον γονέα. Κάτω από σχετικά φυσιολογικές συνθήκες, όταν οι γονείς δεν αντιμετωπίζουν σοβαρές ψυχικές δυσκολίες που καθιστούν τις σχέσεις τους με τους άλλους ιδιαίτερα προβληματικές, ο γονιός βλέπει στο παιδί του την ελπίδα μιας νέας ύπαρξης που θα μεγαλώσει χωρίς τις δυσκολίες που εκείνος βίωσε, φοβάται να μην του συμβούν πράγματα που τον τραυμάτισαν, παρατηρεί επιθυμητά αλλά και απορριπτέα, φυσικά και ψυχικά, χαρακτηριστικά δικά του, του άλλου γονέα, των παππούδων και γιαγιάδων.

Όλες αυτές οι σκέψεις, τα βιώματα και τα αισθήματα της μητέρα και του πατέρα αποτελούν το υλικό μέσα από το οποίο ένα παιδί θα επιχειρήσει να βρει την θέση του και να νιώσει αποδεκτό, αγαπητό, άξιο για τους γονείς του. Δεδομένης της πολυπλοκότητας και αντιφατικότητας της συνάντησης των ψυχισμών των δυο αυτών ανθρώπων, μπορεί κανείς να φανταστεί τι συνέπειες μπορεί να έχει μια αδυναμία των γονιών να διαπραγματευτούν τις διαφωνίες τους, να αναγνωρίσουν τις διαφορές τους και να συμφωνήσουν σε ένα γενικό σχέδιο για την κοινή ζωή τους και το μεγάλωμα του παιδιού τους. Όταν οι γονείς έχουν σημαντικές συγκρούσεις, εμφανείς ή καλυμμένες, χωρίς δυνατότητα συμβιβασμών, το παιδί, είτε το βάζουν εμφανώς σε αυτή την θέση είτε όχι, βρίσκεται στην ψυχοπιεστική συνθήκη να πρέπει να πάρει το μέρος του ενός γονιού και να απομακρυνθεί από τον άλλον. Να καταναλώνει την ενέργειά του στην προσπάθεια για αυτό τον αδύνατο συμβιβασμό παραμελώντας τις ανάγκες και τις προκλήσεις της ηλικίας του. Να κατακλύζεται από την ανασφάλεια, τον θυμό, τις ενοχές απέναντι στον έναν ή και τους δύο γονείς.

Πολύ συχνά, στα γραφεία των κλινικών ψυχολόγων ή άλλων ειδικών ψυχικής υγείας έρχονται οικογένειες αναζητώντας βοήθεια για κάποια μικρή ή μεγάλη δυσκολία του παιδιού τους που αποδεικνύεται τελικά ότι δημιουργείται ή εντείνεται από τις αγεφύρωτες συγκρούσεις και ανταγωνισμούς μεταξύ των γονιών, που είτε εκφράζονται εμφανώς σε διαφωνίες γύρω από το παιδί, είτε συμβάλλουν σε έντονες ψυχικές συγκρούσεις που βιώνει το παιδί και εκφράζονται με σωματικά, κοινωνικά ή συμπεριφορικά συμπτώματα.

Η ταυτότητα του πατέρα και η προσαρμογή στις σύγχρονες κοινωνικές και οικογενειακές συνθήκες

Επειδή οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες και οι ιδιαιτερότητες των ζευγαριών ποικίλουν, είναι πολύ σημαντικό να αποφεύγουμε την τυποποίηση ως προς το τι πρέπει ή όχι να κάνει ένας πατέρας. Εκτός από το πλήθος από μονογονεϊκές οικογένειες που βλέπουμε να αυξάνεται τα τελευταία χρόνια, είναι επίσης συχνό το φαινόμενο για έναν πατέρα, είτε επειδή το επιδιώκει, είτε επειδή η μητέρα έχει ανάγκη για ξεκούραση ή οφείλει να εργαστεί, να συμμετέχει και εκείνος στις πιο «μητρικές φροντίδες», της αγκαλιάς, του φαγητού, της καθαριότητας, της προετοιμασίας για τον ύπνο. Πρόκειται για μια απόλυτα θεμιτή απασχόληση που, από τη μια πλευρά, συμβάλει στην σύμπνοια και την συνεργασία του ζευγαριού και, από την άλλη, εξοικειώνει τον πατέρα με το μωρό/παιδί, τις ανάγκες, την ηλικιακή ιδιαιτερότητα και την προσωπικότητά του.

Το σημαντικότερο ίσως στοιχείο που πρέπει να έχει στο νου ένας πατέρας προκειμένου να μπορέσει να ανταποκριθεί επαρκώς στις απαιτήσεις και την ευθύνη του ρόλου του αλλά και να αντλήσει ικανοποίηση και ευχαρίστηση από αυτόν, είναι ότι η ταυτότητα του ενός γονέα βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την σχέση του με τον άλλον γονιό. Το παιδί είναι το αποτέλεσμα της συνάντησης δύο προσώπων με κοινές αλλά και διαφορετικές εμπειρίες, επιθυμίες και απόψεις. Η γέννηση λοιπόν και το μεγάλωμά του απαιτεί ένα κοινό σχέδιο που μπορεί να υπάρξει μόνο όταν οι γονείς αισθάνονται εξίσου σημαντικοί σε αυτό, όταν αναγνωρίζονται οι διαφορές μεταξύ τους και μπορούν να γίνονται συμβιβασμοί ώστε να υπάρχει μια σχετικά κοινή γραμμή και ένα πλαίσιο κανόνων και συμφωνιών, παρά τις διαφορές. Το σημαντικότερο δεν είναι να κρατήσει ο πατέρας έναν προκαθορισμένο ρόλο, έτσι όπως τον περιγράφουν κάποιοι ειδικοί ή μη, αλλά να διεκδικήσει τον ενεργό ρόλο του ως γονιός στο μεγάλωμα σε συνεργασίαμε τον άλλον γονιό.

Είναι κρίσιμο επίσης, το γονεϊκό ζευγάρι να διατηρεί την σχέση του ζωντανή και να μην την θυσιάζει ή να «κρύβει» τα αδιέξοδα της σχέσης του, βάζοντας μονίμως στο επίκεντρο τα παιδιά. Η ανάγκη για συντροφικότητα, τρυφερότητα και ερωτισμό μεταξύ δυο ισότιμων ενηλίκων δεν εξαφανίζεται με την εμφάνιση των παιδιών και είναι σημαντικό να διατηρείται ο χώρος για αυτού του είδους την επικοινωνία που δεν μπορεί και δεν πρέπει να καλύπτουν τα παιδιά. Έτσι θα μπορέσουν και εκείνα να αναγνωρίσουν τα όριά τους, θα έχουν τον χώρο και τον χρόνο για να διαμορφώσουν την δική τους ταυτότητα και να αναπτύξουν μια υγιή σχέση αγάπης και σεβασμού προς τους γονείς. Έτσι θα μπορέσει επίσης να εφαρμοστεί ένα λειτουργικό σύστημα κανόνων και ορίων μέσα από συμφωνίες με τα παιδιά.

Οι ανοιχτές συγκρούσεις και οι άκαμπτοι κανόνες από την μια πλευρά, και η παθητικότητα ή η απόσυρση από την άλλη, πολύ συχνά λειτουργούν ως κάλυμμα για την δυσκολία του γονιού να αναρωτηθεί για την στάση του και να αντέξει την ανασφάλεια που μπορεί να βιώνει ως προς την σημασία και την σπουδαιότητα του ρόλου του, είτε μέσα στην οικογένεια είτε γενικότερα.

Συμπερασματικά, είναι σημαντικό να κρατάμε στο νου ότι δεν υπάρχει τέλειος γονιός ούτε και τέλειο παιδί. Το σημαντικότερο όπλο απέναντι στις ανησυχίες και τις ανασφάλειες ενός πατέρα είναι η διατήρηση του προβληματισμού και της συζήτησης για αυτές με την μητέρα αλλά και με άλλους γονείς. Η ανάγκη αυτή είναι ακόμα πιο επιτακτική γιατί ο πατέρας έρχεται από μια πιο απομακρυσμένη θέση σε σχέση με τη μητέρα για να συναντήσει το παιδί, να το κατανοήσει και να δημιουργήσει μια σημαντική σχέση μαζί του.

Να γίνει κάποιος πατέρας είναι μια νέα εμπειρία που αλλάζει ριζικά την οπτική της ζωής, τον πλησιάζει στα ίχνη των δικών του παιδικών εμπειριών και τραυμάτων, και θέτει την πρόκληση να επαναδιατάξει την προσωπικότητά του σε μια νέα ταυτότητα. Όταν γεννιέται ένα παιδί, ταυτόχρονα γεννιούνται μια μητέρα και ένας πατέρας. Το μεγάλωμα του παιδιού προϋποθέτει και το μεγάλωμα των γονιών, μέσα από τις εμπειρίες τους και την συνεργασία τους στην δημιουργία ενός ασφαλούς πλαισίου που δίνει την δυνατότητα σε όλα τα μέλη να αναπτυχθούν, να αντλούν ικανοποίηση, να μοιράζονται σχέδια και ευθύνες, να γίνουν δημιουργικοί και να αντέχουν στις δυσκολίες και τις ματαιώσεις που το περιβάλλον τους επιφυλάσσει.

ΑΝΑΞΑΓΟΡΑΣ Ο ΚΛΑΖΟΜΕΝΙΟΣ

ΑΝΑΞΑΓΟΡΑΣ Ο ΚΛΑΖΟΜΕΝΙΟΣ: 500 - 428 π.Χ.

Σκοπός του βίου είναι
η “θεωρία” (δηλαδή η παρατήρηση και ο ορθολογικός στοχασμός)
και η ελευθερία που πηγάζει από αυτήν.
Αναξαγόρας

Όπως στα ζωντανά πλάσματα,
έτσι και σε ολόκληρη τη φύση
ενυπάρχει νους ως αιτία της όλης διάταξης τον κόσμου.
Αναξαγόρας

Το ρεύμα της γνώσης οδηγεί προς μια μη μηχανιστική πραγματικότητα·
το σύμπαν διαγράφεται βαθμιαία σαν μια μεγάλη διάνοια
παρά σαν μια μεγάλη μηχανή.
J. Jeans

(Θεωρώ) αδύνατη τη σύλληψη του αχανούς και θαυμάσιου σύμπαντος,
συμπεριλαμβανομένου τον ανθρώπου...
ως αποτέλεσμα τυφλής τύχης ή αναγκαιότητας. Όταν συλλογίζομαι έτσι, αισθάνομαι την ανάγκη να προσβλέψω προς μια
Πρώτη Αιτία
που έχει έναν ευφυή νου, κατά κάποιον βαθμό ανάλογο με αυτόν του ανθρώπου
και δικαιούμαι να αποκαλούμαι θεϊστής.
Αλλά μετά εμφανίζεται η αμφιβολία,
κατά πόσον μπορεί κανείς να έχει εμπιστοσύνη στη νοημοσύνη του ανθρώπου
-ο οποίος, όπως ακράδαντα πιστεύω, αναπτύχθηκε
από μια νοημοσύνη τόσο χαμηλή όσο αυτή τον πιο ασήμαντον ζώου-
όταν συνάγει τέτοια μεγαλειώδη συμπεράσματα.
C. Darwin

Προσωπικότητα

Αν ο Εμπεδοκλής είναι ο τελευταίος μεγάλος Έλληνας στοχαστής στο πρόσωπο του οποίου παραμένει ακόμη αδιαίρετο και αδιάσπαστο το απολλώνιο με το διονυσιακό στοιχείο, το ορθολογικό, πρακτικό με το θρησκευτικό, μυστικιστικό πνεύμα, ο Αναξαγόρας θα είναι ο πρώτος γνήσιος αντιπρόσωπος του επιστήμονα-φιλοσόφου υπό τη σημερινή έννοια. Ο Αναξαγόρας θα διακηρύξει ότι ύψιστο ιδανικό και σκοπός της ζωής, «βίου τέλος», είναι η παρατήρηση και ο ορθολογικός στοχασμός, η «θεωρία», και η «ἐλευθερία59Α29» που πηγάζει από αυτήν. Στο ερώτημα για ποιον λόγο θα προτιμούσε κανείς να γεννηθεί παρά να μη γεννηθεί, θα απαντήσει “για να μελετήσει τον ουρανό και τη διάταξη ολόκληρου του σύμπαντος”, «τοῦ θεωρῆσαι τόν οὐρανόν καί τήν περί τόν ὅλον κόσμον τάξιν59Α30». Στη φιλοσοφική αυτή ενατένιση θα αφοσιωθεί με πάθος, καθιερώνοντάς την αυτοσκοπό της ζωής του και αποξενώνοντάς την από κάθε κοινωνική, πολιτική, πρακτική ή θρησκευτική χροιά. Ο ίδιος θα παραμελήσει τη διαχείριση της περιουσίας του· και στη μομφή των συμπατριωτών του ότι δεν ενδιαφέρεται για τα πολιτικά ούτε νοιάζεται για την πατρίδα, θα απαντήσει «“την τιμώ, και φροντίζω πολύ για την πατρίδα”, δείχνοντας τον ουρανό.

Τον εαυτό του τον θεωρεί ελεύθερο πολίτη του κόσμου. Θα εγκαταλείπει τα στενά όρια της πόλης-γενέτειράς του, για να πάει στην Αθήνα· και όταν θα αναγκασθεί μετά από χρόνια να την εγκαταλείψει, στην παρατήρηση κάποιου ότι έχασε τους Αθηναίους, «όχι εγώ», θα πει, «αλλά εκείνοι έχασαν εμένα59Α1(10)». Το οικουμενικό του πνεύμα αντικατοπτρίζεται στην απάντηση που θα δώσει σε όποιον το φέρει βαρέως πως θα πεθάνει στην ξενιτειά: Η κατάβαση στον Άδη είναι από παντού η ίδια, θα πει, «πανταχόθεν ὁμοία ἐστίν ἡ εἰς «ᾅδου κατάβασις59Α1(11)». Η αυτοπεποίθηση που πηγάζει από τη βαθιά ικανοποίηση την οποία νιώθει ερευνώντας τη φύση θα τον κάνει να αντιμετωπίσει με υψηλό φρόνημα αυταπάρνησης και καρτερίας τα πλήγματα που θα δεχθεί στη ζωή του. Λέγεται ότι «όταν του ανήγγειλαν και τα δύο μαζί, την καταδίκη (του) και τον θάνατο των παιδιών του, είπε, για μεν την καταδίκη, ότι λοιπόν “η φύση καταδίκασε και εκείνους (τους δικαστές μου) και εμένα προ πολλού”, και για τα παιδιά του ότι “το γνώριζα ότι τους γέννησα θνητούς”59ΑΙ(Ι3)».

Ο Αναξαγόρας θα είναι ο πρώτος δυτικός στοχαστής που θα δώσει ανεξάρτητη και αυτοτελή υπόσταση στην επιστημονική έρευνα και σκέψη, απομονώνοντάς την από κάθε μυστικιστική τάση, η οποία παρέμενε ακόμη έντονα διάχυτη στην εποχή του. Χαρακτηριστικό είναι ένα χαριτωμένο περιστατικό πού διηγείται ο Πλούταρχος: Κάποτε έφεραν στον Περικλή το κεφάλι ενός κριαριού που είχε ένα μόνο κέρατο στη μέση του μετώπου του.

Την εποχή εκείνη, κύριοι αντίπαλοι υποψήφιοι για την εξουσία ήταν ο Πε­ρικλής και ο Θουκυδίδης. Ο μάντης Λάμπων έσπευσε να ερμηνεύσει την ύπαρξη ενός μόνον κεράτου με την πρόβλεψη ότι μεταξύ των δύο ανταγωνιστών θα υπερτερούσε αυτός στον οποίο έφεραν το κεφάλι, δηλαδή ο Περικλής. Ο Αναξαγόρας, εξ άλλου, άνοιξε το κρανίο και εξήγησε σε ποια ανατομική ανωμαλία οφειλόταν το φαινόμενο αυτό. «Και τότε μεν οι παρόντες θαύμασαν τον Αναξαγόρα, λίγο αργότερα όμως έστρεψαν τον θαυμασμό τους προς τον Λάμπωνα, καθώς ο Θουκυδίδης έπεσε και ο Περικλής απέκτησε κανονικά την πλήρη εξουσία του δήμου59Α16». Ο Αναξαγόρας υπήρξε, θα γράψουν οι Ε. Zeller και W. Nestle, «ο πρώτος συνειδητός και με επίγνωση του σκοπού καθαρά θεωρητικός στοχαστής, που τη γνώση τού κόσμου τη θεωρούσε υποχρέωση και σκοπό της ζωής και παράλληλα είχε σταθερή βεβαιότητα για την απροαίρετη ηθική επίδρασή της. Στη φύση του ενώνονταν πολύ επιτυχημένα το αισθητήριο μιας επάνω σε εμπειρία και εποπτεία στηριγμένης γνώσης με θεωρητική ικανότητα».

Γεννημένος το 500 π.Χ. στις Κλαζομενές της Ιωνίας, υπήρξε σύγχρονος του Βίος Εμπεδοκλέους και του Λευκίππου. Γνώρισε την ορθολογική παράδοση των Ιώνων “φυσικών”, τη διδασκαλία του Ξενοφάνους, του Ηρακλείτου, του Εμπεδοκλέους και θα πρέπει να επηρεάστηκε έντονα από τη σκέψη του Παρμενίδη και του Ζήνωνος. Λέγεται ότι προέβλεψε την πτώση ενός μετεωρίτη στους Αιγός Ποταμούς της Θράκης. Μια τέτοια πρόβλεψη, βεβαίως, ήταν αδύνατη, αλλά πιθανώς το συμβάν αυτό να υπήρξε η αφορμή της θεωρίας του ότι τα ουράνια σώματα αποτελούνται από λίθους. Αν και από εύπορη οικογένεια, θα παραμελήσει και τελικά θα εγκαταλείψει την ακίνητη περιουσία του στους συγγενείς και θα έλθει στην Αθήνα, στο λαμπρότερο πνευματικό κέντρο της εποχής του, στην «Ελλάδος ’Ελλάδα», όπως θα την αποκαλέσει ο Ευριπίδης. Θα παραμείνει στην Αθήνα τριάντα χρόνια, διδάσκοντας και συναναστρεφόμενος με την πνευματική ηγεσία της πόλης και κυρίως με τον Περικλή, ο οποίος, «ενδιατρίβοντας στη μελέτη της φύσης και διεισδύοντας στην αληθινή φύση του νου και της μωρίας - θέματα για τα οποία ακριβώς μιλούσε πολύ ο Αναξαγόρας - άντλησε από αυτήν την πηγή ό,τι μπορούσε να συμβάλει στην τελειοποίηση της τέχνης του λόγου59Α15».

Αυτή η φιλία του με τον Περικλή θα είναι η αφορμή να αναγκασθεί να εγκαταλείψει αργότερα την Αθήνα. Οι πολιτικοί αντίπαλοι του Περικλέους πέρασαν, μέσω του Διοπείθη, «ψήφισμα “να καταγγέλλονται εκείνοι που δεν πίστευαν στα θεία ή δίδασκαν θεωρίες για τα ουράνια σώματα”, δημιουργώντας έτσι υποψίες μέσω του Αναξαγόρα κατά του Περικλέ­ους...59Α17». Με βάση το ψήφισμα αυτό κατηγόρησαν τον Αναξαγόρα για ασέβεια, «διότι τόν ἥλιον μύδρον ἔλεγε διάπυρον59Α1(12)», σε μια εποχή που οι Αθηναίοι θεωρούσαν ακόμη τον ήλιο θεό. Δεν είναι βέβαιο αν μετά την κατηγορία αυτή ο Αναξαγόρας εγκατέλειψε αμέσως την Αθήνα ή πέρασε από δίκη, καταδικάσθηκε σε θάνατο και εγκλείσθηκε στη φυλακή - όπου λέγεται ότι ασχολήθηκε με τον τετραγωνισμό του κύκλου - αλλά, τελικά, με τη βοήθεια του Περικλέους, κατέφυγε στη Λάμψακο, στον Ελλήσποντο. Εκεί θα συνεχίσει τη διδασκαλία του, ιδρύοντας φιλοσοφική σχολή, στην οποία θα τον διαδεχθεί, μετά τον θάνατό του, ο μαθητής του Αρχέλαος, που υπήρξε διδάσκαλος του Σωκράτους. Οι Λαμψακηνοί, αν και ξένος, θα τον περιβάλουν με μεγάλη εκτίμηση και, σύμφωνα με επιθυμία του, η ημέ­ρα του θανάτου του αποτελούσε αργία για τα παιδιά. Στον τάφο του επάνω έγραψαν: «’Ενθάδε, πλεῖστον ἀληθείας ἐπί τέρμα περήσας ουρανίου κόσμου, κεῖται Αναξαγόρας59Α1(15)», εδώ κείται ο Αναξαγόρας, που διατύπωσε σε μέγιστο βαθμό την τελική αλήθεια περί του σύμπαντος.

Έργο

Η Αθήνα των αμέσως μετά τους νικηφόρους Περσικούς Πολέμους χρόνων (492-479 π.Χ.) ζει τον “χρυσό” αιώνα της. Σε αυτήν την πολιτιστική πρωτεύουσα των 'Ελλήνων, στην «ἐστίαν καί πρυτανεῖον ’Ελλήνων», όπου ήδη ακμάζει η τραγωδία, η κωμωδία, οι εικαστικές τέχνες, με αριστουργήματα τα οποία παραμένουν ανυπέρβλητα μέχρι σήμερα, ο Αναξαγόρας θα είναι ο πρώτος που θα εισαγάγει τη φιλοσοφία. Ήταν μοιραίο να είναι και ο πρώτος φιλόσοφος στην ιστορία που θα περάσει από δίκη και τελικά θα εξαναγκασθεί να φύγει.

Το σωζόμενο έργο του αποτελείται από χίλιες περίπου λέξεις από το πρώτο μέρος τού Περί φύσεως βιβλίου του, που έγραψε, ακολουθώντας την ιωνική παράδοση, σε πεζό, συνοπτικό λόγο. Για τα άλλα μέρη του βιβλίου του, στα οποία θα πρέπει να εξέταζε αναλυτικότερα θέματα αστρονομίας, φυσιολογίας κ.ά., σώζονται κυρίως εκτενή σχόλια μεταγενέστερων μελετητών. Εικάζεται ότι έγραψε μια πραγματεία Περί προοπτικής, θέμα που τον απασχόλησε ιδιαίτερα, μεταφέροντας τις γήινες παρατηρήσεις του στα ουράνια σώματα. Υπήρξε «ο πρώτος που εξήγησε γραπτούς, κατά τον πιο σαφή και τολμηρό τρόπο από όλους, τον φωτισμό και την επισκίαση της Σελήνη ς59Α18» και «ο πρώτος που ερμήνευσε τις εκλείψεις και τους φωτισμούς59Α42(10)». Στο κύριο σύγγραμμά του Περί φύσεως, γραμμένο σε ύφος «ευχάριστο και εξευγενισμένο59Α1(6)», θα ασχοληθεί με τις πρώτες αρχές, την ύλη και την κίνηση. Θεώρησε «ως αρχή του παντός τον νου και ^ την ύλη, τον μεν νου ως δημιουργό την δε ύλη ως παραγόμενη. Γιατί, καθώς τα πάντα ήταν μαζί, ο νους με την παρουσία του έβαλε τάξη59Α42(1)». Όντας ο Αναξαγόρας ο πρώτος που θα εισαγάγει τον «νοῦν» ως κινούσα αρχή, θα αποκληθεί ο ίδιος “Νους”.

«Κανένα προσωκρατικό σύστημα», παρατηρεί ο G. Vlastos, «δεν μελετήθηκε πιο διεξοδικά όσο το σύστημα του Αναξαγόρα, και κανένα για πιο ευνόητο λόγο, καθώς κατά κοινή αποδοχή αποτελεί ένα από τα πιο λαμπρά επιτεύγματα της μεγάλης εποχής του ελληνικού στοχασμού». Εν τού- τοις, συνεχίζει, «δεν έχει επιτευχθεί ακόμη μια ομόφωνη ερμηνεία ως προς τα κύρια σημεία του συστήματος». Οι λόγοι γι’ αυτό είναι πολλαπλοί: Υπάρχει κατ’ αρχήν μια γενική ασάφεια και γενικότητα στα σωζόμενα αποσπάσματα. Η ασάφεια αυτή επιτείνεται από το γεγονός ότι αρχαίοι σχολιαστές χρησιμοποίησαν πρόσθετες έννοιες, όπως «στοιχεία», «ομοιομερή», που δεν προέρχονται από τον Αναξαγόρα. Επί πλέον, η προσέγγιση στο έργο του από τους νεότερους μελετητές θα γίνει συχνά κάτω από το πρίσμα της σύγχρονης φυσικής επιστήμης και λογικής, γεγονός που αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε αντιφατικά συμπεράσματα. Κάθε ανάπτυξη, επομένως, του αναξαγόρειου συστήματος εμπεριέχει εκ των πραγμάτων ατέλειες. Αυτό δεν μειώνει ούτε κατ’ ελάχιστον τη βαθύτερη αξία του, η οποία έγκειται στον για πρώτη φορά σαφή διαχωρισμό μεταξύ ύλης και πνεύματος, με ένταξη της ύλης σε μια φαινομενική φυσική, και αναγωγή του Νου σε μια τελεολογική αρχή..

O Μακιαβέλι για την «ουδετερότητα» στον πόλεμο, τα εθνικά στρατεύματα και τις συμμαχίες

«Η τύχη ορίζει τις μισές μας πράξεις, όμως αφήνει και σε μας να κανονίσουμε τις άλλες μισές.» -Νικολό Μακιαβέλι.

Ο Νικολό Μακιαβέλι (ιταλικά: Niccolò di Bernardo dei Machiavelli) (3 Μαΐου 1469 – 21 Ιουνίου 1527), ήταν Ιταλός διπλωμάτης, πολιτικός στοχαστής και συγγραφέας.

Τα ζητήματα του πολέμου και της ειρήνης βρίσκονται στο κέντρο της σκέψης του Μακιαβέλι· ο Ιταλός στοχαστής, έχοντας στο νου του κυρίως πρακτικές πολιτικές ανάγκες της εποχής, γράφει ταυτόχρονα και ως «θεωρητικός» της πολιτικής πράξης. Το ζήτημα της στάσης ενός συλλογικού υποκειμένου, δηλαδή μιας πόλης, ενός κράτους ή και μιας «ομοσπονδίας» κρατών, απέναντι στο ενδεχόμενο μιας πολεμικής αναμέτρησης είναι κυριολεκτικά αιώνιο και διαχρονικό. Την εποχή του Μακιαβέλι, δεν έχουν σχηματιστεί ακόμα τα εθνικά κράτη, όπως τα γνωρίζουμε από τον 18ο αιώνα και ύστερα· βεβαίως, ο πόλεμος συνεχίζει να είναι μια οικεία κατάσταση των ανθρώπινων πραγμάτων, σχεδόν «φυσικό» κοινωνικό φαινόμενο, αν και οι αιτίες που τον γεννούν κάθε φορά μπορεί να διαφέρουν.

Όσα συμβαίνουν εκείνη την εποχή στην ιταλική χερσόνησο λειτουργούν ως θεωρητικό παράδειγμα στη μακιαβελική σκέψη, με τον ίδιο τρόπο που η σύγκρουση της Αθήνας με τη Σπάρτη στάθηκε η αφορμή να γράψει ο Θουκυδίδης το σημαντικότερο ίσως βιβλίο της παγκόσμιας Ιστορίας, την Ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου· τα γενικότερα συμπεράσματα -οι «νόμοι» της ιστορίας και οι «κανονικότητές» της- συνάγονται από την μελέτη της ιστορικής εμπειρίας -από τη μελέτη των πραγμάτων- και τη λογική της επεξεργασία· άμεσο πρακτικό ζητούμενο στον Μακιαβέλι είναι η δυνατότητα να προβλέψουμε την ανθρώπινη συμπεριφορά σε συγκεκριμένες κάθε φορά ιστορικές συνθήκες και καταστάσεις.

Ποιες θα είναι οι επόμενες κινήσεις του βασιλιά της Γαλλίας; Ποια στάση θα κρατήσουν οι Ισπανοί; Μήπως θα ήταν προτιμότερο για τον Πάπα να παραμείνει «ουδέτερος», παρακολουθώντας την εξέλιξη της διαφαινόμενης αναμέτρησης; Ο Πάπας δεν είναι αρκετά ισχυρός, ώστε ν’ αντιμετωπίσει ταυτόχρονα τους δύο αντιμαχόμενους· οι ιταλικές πόλεις είναι μάλλον ασταθής ακόμα πόλος ισχύος, χωρίς ισχυρή κρατική οργάνωση και -κυρίως- χωρίς ικανά και αξιόμαχα στρατεύματα. Όπως θα δούμε, ο παράγοντας της στρατιωτικής ισχύος είναι καθοριστικός και αυτός επιβάλλει τελικά στάσεις και συμπεριφορές· ο ρεαλιστής ηγέτης, ακόμα κι ενός σχετικά αδύναμου κράτους, αν θέλει να πολιτευτεί με στόχο την «επιβίωση», οφείλει να κάνει κάθε φορά την πιο συμφέρουσα επιλογή. Αμέτρητα ιστορικά παραδείγματα δείχνουν ότι μια πόλη μπορούσε να ζήσει σχετικά ελεύθερη, εφόσον ήταν ενταγμένη σ’ ευρύτερες συμμαχίες· με άλλα λόγια, η «σκλαβιά» δεν είναι η αναπόδραστη μοίρα των αδύναμων, αφού το περίπλοκο παιχνίδι της πολιτικής παίζεται πάντοτε από πολλούς παίχτες. Η «ελευθερία» μπορεί βεβαίως να σημαίνει πολλά πράγματα: δεκάδες μικρές ελληνικές πόλεις – κράτη της Μικράς Ασίας ήταν για αιώνες ελεύθερες ή αυτόνομες, παρά την απειλητική παρουσία των Περσών στο χώρο της σημερινής Μικρασίας, χάρη στις συμμαχίες, τον πλούτο ή τις στρατιωτικές δυνάμεις που διέθεταν.

Όσα ισχύουν για τον Πάπα και τις ιταλικές πόλεις ισχύουν γενικά για οποιοδήποτε κράτος που πρόκειται να μπλέξει σε πόλεμο και μπορούμε να πούμε ότι οι επιλογές είναι περιορισμένες:
Ο πάπας, ως ηγέτης αρκετών ιταλικών πόλεων, μένει «ουδέτερος».
Συμμετέχει ενεργά στο πλευρό ενός από τους αντιμαχόμενους (λ.χ. τη Γαλλία).
Συμμαχεί στρατιωτικά με το άλλο μέρος (λ.χ. με την Ισπανία).

Ο Μακιαβέλι τάσσεται κατηγορηματικά εναντίον της ουδετερότητας: «Και όσο για την ουδετερότητα, απόφαση που θαρρώ ότι πολλοί επιδοκιμάζουν, σε μένα δεν είναι δυνατό να καλαρέσει, γιατί δεν θυμάμαι ούτε απ’ τα όσα είδα ούτε και απ’ τα όσα διάβασα να στάθηκε ποτέ καλή· μάλιστα είναι και ολεθριότατη γιατί έτσι χάνεσαι στα σίγουρα.» Αν ο Πάπας, για οποιοδήποτε λόγο, μείνει αμέτοχος στη σύγκρουση, όποιος και να νικήσει θα βγει χαμένος· είτε θα βρεθεί στο έλεος του ισχυρότερου νικητή, είτε θα εισπράξει την περιφρόνηση και το μίσος του ηττημένου.

Επιπλέον, θα πρέπει να φανεί οπωσδήποτε αχάριστος στους παλιούς φίλους και συμμάχους, ενώ πολύ εύκολα η στάση του θα ερμηνευτεί ως δειλία: «Μου φαίνεται ότι να στέκεις ουδέτερος ανάμεσα σε δύο που πολεμούν άλλο δεν είναι παρά να γυρεύεις να μισηθείς και να περιφρονηθείς, αφού πάντα κάποιος από τους δύο θα νομίζει ότι εσύ, είτε από τις καλοσύνες που σούκαμε, είτε από την παλιά σας φιλία, είσαι υποχρεωμένος να δεθείς με την τύχη του κι όταν εσύ δεν πας μαζί του, του γεννιέται μίσος ενάντια σου· ο άλλος πάλι σε καταφρονεί, γιατί σε βρίσκει δειλό κι αναποφάσιστο και έτσι αμέσως βγάζεις όνομα πως είσαι άχρηστος φίλος και αχερένιος εχθρός· και έτσι όποιος νικήσει σε βλάπτει άφοβα.»

Εξάλλου, ο συνετός ηγέτης γνωρίζει ότι «πρώτο χρέος» του είναι «να φυλάγεται μήπως μισηθεί ή καταφρονεθεί, να αποφεύγει στα φερσίματα του την καταφρόνια και το μίσος· όποτε το καταφέρνει αυτό εύλογο είναι να πηγαίνουν όλα δεξιά και αυτό πρέπει να το κρατάει τόσο με τους φίλους όσο και με τους υπηκόους του· και όποτε ένας ηγεμόνας δεν γλιτώνει τουλάχιστον την καταφρόνια πάει καλλιά του.» Η ουδετερότητα όχι μόνο δεν εξασφαλίζει την ευημερία και την ειρήνη, αλλά τελικά προκαλεί τον πόλεμο και την καταστροφή· σύμφωνα με τον Μακιαβέλι, η ασφάλεια ενός κράτους ενισχύεται όσο μπορεί να γίνει αυτό, μόνο με ισχυρό, εθνικό στράτευμα και τις κατάλληλες συμμαχίες.

Το βασίλειο της Γαλλίας βρίσκεται μάλλον σε πλεονεκτικότερη θέση, σε σχέση με τους αντιπάλους του, και αυτό από μόνο του θα μπορούσε να είναι σοβαρός λόγος για να συμμαχήσει κάποιος μαζί του. Εξάλλου, χωρίς δισταγμούς και περιστροφές, ο Μακιαβέλι συμβουλεύει τον ηγεμόνα να συντάσσεται με το μέρος που μπορεί να επικρατήσει χάρη στη βοήθειά του: «Αν έπρεπε να φανερωθώ σαν φίλος ενός από τους δύο και έβλεπα ότι πλευρίζοντας τον ένα του δίνω σίγουρη τη νίκη, ενώ πλευρίζοντας τον άλλο του τη δίνω αμφίβολη, πιστεύω πως πάντα πρέπει να διαλέξω τη σίγουρη, αφήνοντας στην άκρη κάθε υποχρέωση, κάθε συμφέρον, κάθε φόβο και κάθε τι άλλο που θα μου κακοπήγαινε.»

Η λανθασμένη επιλογή συμμάχων είναι πολύ πιθανό να δημιουργήσει νέους εχθρούς ή να οδηγήσει σε ρήξη με τους παλιούς φίλους: «…πλευρίζοντας ο πάπας τη Γαλλία αυτό δεν θα σηκώσει διαμάχη, πλευρίζοντας όμως τους άλλους θα σηκώσει πολλή…»

Ωστόσο, σπεύδει να διευκρινίσει ότι η προτίμησή του δεν έχει σχέση με προσωπικές συμπάθειες ή αντιπάθειες, αλλά είναι αποτέλεσμα μιας αναλυτικής και ρεαλιστικής στάθμισης όλων των δεδομένων της τρέχουσας πολιτικής συγκυρίας.

Κατά τη διάρκεια της πολεμικής αναμέτρησης -η οποία εδώ πιθανολογείται ότι θα συμβεί αργά ή γρήγορα- ο «τρίτος» ουδέτερος θ’ αναγκαστεί πολλές φορές να επέμβει υπέρ του ενός ή του άλλου μέρους· αν αυτό το κάνει κρυφά, δεν θα τον εμπιστεύεται κανένας. Ενώ, αν βγει στα ίσα και από την αρχή υποστηρίζοντας ανοιχτά τη μία πλευρά, θα κερδίσει τουλάχιστον την αναγνώριση: «Και ακόμα όσο γίνεται ο πόλεμος ανάμεσα σε εκείνους τους δύο αναγκαστικά θα γεννιούνται αρίφνητες αιτίες μίσους εναντίον σου, γιατί τις πιο πολλές φορές ο τρίτος βρίσκεται σε θέση που με πολλούς τρόπους μπορεί να εμποδίσει ή να βοηθήσει την μία τον έναν και την άλλη τον άλλο· και πάντα μέσα σε λίγο καιρό από τότε που θα ξεσπάσει ο πόλεμος οδηγείσαι σε σημείο που στριμώχνεσαι να κάνεις κρυφά και δίχως χάρη από κανέναν ότι δεν θέλησες να κάνεις ανοιχτά ακούγοντας και ένα ευχαριστώ. Κι αν ακόμα δεν κάνεις κάτι τέτοιο, πάλι ο ένας από τους δύο θα πιστεύει ότι το έκανες.»

Ακόμα και αν η τύχη σταθεί αρχικά ευνοϊκή για τον ουδέτερο, τα μίση «εύλογο είναι να γεννηθούν στερνά», μόλις τελειώσει ο πόλεμος: «Γιατί όσοι βλαφτήκανε από τον τρίτο πούκατσε παράμερα και όλοι όσοι τον φοβούνται μπαίνουν κάτω από τη σκέπη του νικητή και του γεννάνε λόγους για μίση και σκάνταλα μαζί σου.»

«Όταν δύο δυνατοί μάχονται και θες να κρίνεις ποιος θα πρέπει να νικήσει είναι απαραίτητο, εξόν από το μέτρημα των δυνάμεων του ενός και του άλλου, να ιδείς με πόσους τρόπους μπορεί να γυρίσει η νίκη κατά τον ένα και με πόσους κατά τον άλλο.»

Μακιαβέλι

Αφού λοιπόν όλα τα πράγματα που έχουν σχέση με την τύχη είναι αμφίβολα, «οι μυαλωμένοι άνθρωποι, όταν μπορούν να μην τα παίξουν όλα, το κάνουν με όλη τους την καρδιά· και βάζοντας με το νου τους το χειρότερο που μπορεί να τους βρει, εξετάζουν μες στα κακά ποιο είναι το μικρότερο· και με ευχαρίστηση πλευρίζουνε εκείνη την τύχη που κάνοντας το χειρότερο που μπορεί έχει τη λιγότερο άσχημη κατάληξη.»

Ο Μακιαβέλι υποτάσσει την ηθική -όπως και τη θρησκεία- στην πολιτική· η επιλογή του «μικρότερου κακού» προκύπτει από την ανάγκη και την ρεαλιστική αποτίμηση των στόχων που επιδιώκει κάθε συλλογικό υποκείμενο· δεν απορρίπτει όμως συλλήβδην τους «ηθικούς κανόνες», όπως επανειλημμένα έχει γραφτεί· για τον Μακιαβέλι «η πολιτική είναι μια αυτόνομη δραστηριότητα με τις αρχές και τους νόμους της, που διαφέρουν από τις αρχές και τους νόμους της ηθικής και της θρησκείας». Δίπλα στον διπλωμάτη και θεωρητικό Μακιαβέλι στέκεται πάντοτε ο Ιταλός πατριώτης: ύψιστος «ηθικός» πολιτικός στόχος είναι να ενωθούν οι πόλεις της Ιταλίας εναντίον των «βαρβάρων» που κατακλύζουν την χερσόνησο· ο ύψιστος σκοπός -η απελευθέρωση της Ιταλίας- νομιμοποιεί και αγιάζει όλα τα μέσα, «ηθικά» και «ανήθικα»· είναι άλλο πράμα πώς θα έπρεπε να είναι τα πράγματα (το «δέον») και άλλο πώς είναι στην πραγματικότητα (το «είναι»)· γράφει χαρακτηριστικά: «…μόνο καλοστοχάζομαι, τι μπορεί να γίνει, τι γίνεται και τι έγινε.»

Αυτό που έχει σημασία είναι η τύχη της πατρίδας: «Και σ’ όλων των ανθρώπων τις πράξεις και προπαντός των ηγεμόνων, όπου δεν υπάρχει κριτής για να καταφύγεις, κοιτάζεις το αποτέλεσμα. Ας φροντίζει λοιπόν ένας ηγεμόνας να κερδίζει το κράτος και να το βαστάει ορθό· και τα μέσα θα κριθούν πάντα τιμημένα κι όλοι θα τα παινέσουν.»

Οι σώφρονες ηγέτες, αν θέλουν να σώσουν την πολιτεία που κυβερνούν, πορεύονται σύμφωνα με την «πραγματικότητα» και «τους καιρούς»· μπροστά στο σοβαρό ενδεχόμενο να ξεσπάσει πόλεμος στην Ιταλία, ο Μακιαβέλι γράφει προς τον Φραγκίσκο Γκουιτσιαρντίνι: «Λογιάζω, όπως και να πορευτεί η κατάσταση, στην Ιταλία θα πρέπει να γίνει πόλεμος και μάλιστα γρήγορα· γι’ αυτό και οι Ιταλοί θα πρέπει να κοιτάξουνε πώς θα πάρουνε μαζί τους τη Γαλλία, κι άμα δεν μπορούνε να την πάρουν, να σκεφτούνε πώς θα τα βολέψουν».

Ο Πάπας, ως θρησκευτικός και ταυτόχρονα πολιτικός αρχηγός, είναι αναγκασμένος να πάρει θέση· με δεδομένο ότι τα στρατεύματα των μικρών ιταλικών πόλεων είναι ακόμη αδύναμα, εμφανίζονται τουλάχιστον δύο επιλογές: «ή ν’ αφεθούμε στο έλεος οποιανού έρθει, δίνοντας του χρήμα σα λύτρα για το γλίτωμά μας ή ν’ αρματωθούμε στ’ αλήθεια και με τ’ άρματα να βοηθήσουμε τον εαυτό μας όσο γίνεται καλύτερα.» Ο Μακιαβέλι τάσσεται ανοιχτά υπέρ της δεύτερης επιλογής: «Απ’ τη μεριά μου δεν πιστεύω πως φτάνει η εξαγορά και το χρήμα, γιατί αν έφτανε θάλεγα: “ας μείνουμε εδώ κι ας μην σκεφτόμαστε άλλο τίποτα”. Όμως δε θα φτάσουν γιατί ή εγώ είμαι θεόστραβος ή πρώτα θα μας πάρουν το χρήμα και στερνά τη ζωή μας, με τρόπο που θα είναι κάτι σαν εκδίκηση, αν μας βρίσκανε φτωχούς και μπατιρημένους, τη στιγμή που και με την άμυνά μας δεν κερδίζουμε άλλο τίποτα.»

Από τα προηγούμενα φαίνεται ότι ο Μακιαβέλι δεν αντιλαμβάνεται τις συμμαχίες ως μια παθητική ή δουλική συμφωνία με ισχυρότερους συμμάχους· οι ξένες λόγχες, όσο ισχυρές κι αν είναι, μάχονται για λογαριασμό τους· μόνον αξιόπιστες εθνικές στρατιωτικές δυνάμεις μπορούν να εξασφαλίσουν την ανεξαρτησία και την ελευθερία ενός κράτους, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό κάθε φορά. Τα μισθοφορικά και τα δανεικά στρατεύματα αποδείχθηκαν συχνά όχι μόνο άχρηστα αλλά κι επικίνδυνα· η καταστροφή του κράτους ή της πόλης που βασίζεται σ’ αυτά αναβάλλεται για όσο αναβάλλεται η αποφασιστική επίθεση του εχθρού: «Στην ειρήνη λεηλατούν τον Ηγέτη οι μισθοφόροι του, ενώ στον πόλεμο οι εχθροί του. Ποτέ ένας μισθός μισθοφόρου δεν είναι ικανός να τον κάνει να πεθάνει για τον Ηγέτη που τον πληρώνει. Ο μισθοφόρος στρατιώτης είναι στρατιώτης του Ηγέτη όσο ο τελευταίος δεν κάνει πόλεμο. Με το που θα ξεκινήσει ο πόλεμος, θα το βάλει τα πόδια».

Κι αν ακόμα «το χρήμα» υπάρχει άφθονο, είναι ανώφελο για όποιον στηρίζει την ελευθερία του σε δυνάμεις που δεν ελέγχει πλήρως, αφού συχνά λειτουργεί σαν μαγνήτης για επίδοξους επιδρομείς· οι συμμαχίες είναι ωφέλιμες εφόσον το κράτος προετοιμάζεται στην πράξη για πόλεμο και στηρίζεται στις δικές του ένοπλες δυνάμεις: «Γι’ αυτό κρίνω πως δεν πρέπει ν’ αργοπορήσουμε άλλο τον εξοπλισμό μας, ούτε να περιμένουμε την απόφαση της Γαλλίας, όταν ο αυτοκράτορας έχει αρχηγούς για τον στρατό του, έτοιμους και στη θέση τους, και μπορεί να κινήσει πόλεμο όποτε κι όπως θελήσει. Χρειάζεται λοιπόν να φτιάξουμε κι εμείς έναν στρατό, κρυφό ή φανερό· αλλιώς κάποιο πρωί θα σηκωθούμε ταραγμένοι. Θα συμβούλευα να κάνουμε ό,τι κάνουμε στα κρυφά.»

Ο Μακιαβέλι γνώριζε ασφαλώς τις πολεμικές αρετές του πατριωτικού στρατού· σε άλλη επιστολή προς τον Βιττόρι διαβάζουμε: «Και πρέπει να ξέρεις τούτο, ότι οι καλύτεροι στρατοί είναι των αρματωμένων λαών, και σ’ αυτούς δεν μπορούνε ν’ αντιταχτούνε παρά στρατοί όμοιοί τους. Θυμήσου τους ονομαστούς στρατούς· θα ιδείς εδώ τους Ρωμαίους, τους Λακεδαιμόνιους, τους Αθηναίους, τους Αιτωλούς, τους Αχαιούς και τα μελίσσια των βόρειων λαών και θα βρεις πως όσοι κάνανε πράξεις τρανές δώσανε άρματα στο λαό τους, καθώς ο Νίνος στους Ασσύριους, ο Κύρος στους Πέρσες και ο Αλέξανδρος στους Μακεδόνες.»

Στις 15 Μαρτίου 1525 γράφει προς τον Φραγκίσκο Γκουιτσιαρντίνι: «Και τώρα θα Σου πω κάτι που θα σου φανεί σαν τρέλα· θα Σου παρουσιάσω ένα σχέδιο που θα σου φανεί αστόχαστο και γελοίο· κι ωστόσο τούτοι οι καιροί μας ζητούν αποφάσεις τολμηρές, ασυνήθιστες και πρωτοφανέρωτες. Γνωρίζεις, όπως γνωρίζει κι ο καθένας που ξέρει να σκέφτεται για τούτον εδώ τον κόσμο, πως οι λαοί είναι άστατοι κι αλόγιστοι· ωστόσο, κι έτσι όπως είναι φτιαγμένοι, πολλές φορές λένε να γίνει κάτι που θάπρεπε να γίνει. Εδώ και κάμποσες μέρες λέγανε στη Φλωρεντία πως ο αφέντης Τζιοβάνι Μεδίκος οργάνωνε στράτευμα εθελοντικό για να πολεμήσει όπου του ερχότανε καλύτερα. Τούτη η φήμη μού κέντρισε το νου να σκεφτώ πως ο λαός έλεγε εκείνο που έπρεπε να γίνει.» Στις 17 Μαΐου γράφει προς τον ίδιο: «Άκουσα τις φήμες απ’ τη Λομβαρδία, κι απ’ όλες τις πλευρές αναγνωρίζεται, πόσο είν’ εύκολο να στρατολογηθούν κάμποσοι του σκοινιού και του παλουκιού. Για τ’ όνομα του Θεού ας μη χαθεί τούτη η ευκαιρία…».

Όσα συνέβαιναν την εποχή του Μακιαβέλι συνεχίζουν να συμβαίνουν και σήμερα· ασφαλώς, τα σύγχρονα και πανάκριβα οπλικά συστήματα έχουν αλλάξει ριζικά τη μορφή του πολέμου· ωστόσο, όπως απέδειξε περίτρανα ο τρομερός 20ος αιώνας, ούτε η ανθρώπινη «βαρβαρότητα» υποχώρησε γενικώς, ούτε οι πόλεμοι σταμάτησαν, επειδή τάχα οι «άνθρωποι» διδάχθηκαν από τα παθήματα του παρελθόντος.

«Οι καλοί θεσμοί που δεν έχουνε στήριγμα στρατιωτικό ξεφτίζουνε το ίδιο μ’ ένα περήφανο, βασιλικό αρχοντικό, καταστόλιστο με πετράδια και χρυσάφι, που όμως είναι ξέσκεπο και δεν έχει τίποτα να το φυλάξει απ’ τη βροχή.»

Μακιαβέλι

Η «φιλανθρωπία», αν με αυτό εννοούμε την τύχη των αμάχων, τους φόνους, τις αιχμαλωσίες και τα μύρια δεινά που φέρνει ο πόλεμος στους ηττημένους (ή και στους νικητές), ελάχιστα απασχολεί τον Μακιαβέλι· τέτοιες θυσίες θεωρούνται δεδομένες και ίσως αναπόφευκτες, σύμφωνα με τα πολεμικά ήθη όλων σχεδόν των εποχών· ο Μακιαβέλι ξέρει από πρώτο χέρι τι είδους «δικαιώματα» μπορεί να έχει μια πόλη ή ένα κράτος υπό ξένη κατοχή. Στις 6 Μαΐου 1527, ενάμιση μήνα πριν πεθάνει ο Μακιαβέλι, ο Γερμανός αυτοκράτορας Κάρολος Ε’ συμμάχησε τελικά με τους Ισπανούς, εισέβαλε στην ιταλική χερσόνησο και λεηλάτησε τη Ρώμη.

Το συμπέρασμα του Μακιαβέλι για τη στάση του ηγέτη μιας χώρας είναι ξεκάθαρο: «Μονάχα πρέπει να παραμερίζεις κάθε άλλη σκέψη και να ακολουθείς την απόφαση που θα γλυτώσει τη ζωή της πατρίδας σου και θα σώσει τη λευτεριά της.»

Νικολό Μακιαβέλι, Ο Ηγεμόνας

ΠΛΑΤΩΝ - Το όνειρο του Σωκράτη και τα ταξίδια σ’ ολόκληρο τον κόσμο

Πριν την ενασχόληση του με την φιλοσοφία, έγραφε ποίηση, τραγωδία, διθυράμβους και κωμωδίες. Εσκόπευε να σταδιοδρομήσει σαν τραγωδός, όμως ο Σωκράτης τον έπεισε για την ανωτερότητα της φιλοσοφίας έναντι της ποίησης. Τον Σωκράτη μπορεί να τον γνώριζε από μικρός, αφού αυτός ήταν παλιός γνώριμος με τους συγγενείς του Χαρμίδη και Κριτία.

Συνδέθηκε με τον Σωκράτη (γύρω στα εξήντα του) σε ηλικία 20 ετών και έμεινε κοντά του μέχρι τον θάνατο του μεγάλου δασκάλου (399 π.Χ.). Υπάρχει μια ανεκδοτική διήγηση που αν και μη εξακριβωμένη ιστορικά έχει ένα όμορφο ποιητικό χαρακτήρα . Σύμφωνα με αυτήν, την προηγούμενη νύχτα, της γνωριμίας του με τον Πλάτωνα, ο Σωκράτης είδε ένα όνειρο στο οποίο ένας μικρός άπτερος κύκνος ήλθε στην αγκαλιά του (ο κύκνος ήταν ιερό πουλί του Απόλλωνα). Αμέσως έβγαλε φτερά και πέταξε στον ουρανό, τραγουδώντας μια πολύ ευχάριστη μελωδία. Όταν ο Σωκράτης συνάντησε τον Πλάτωνα την επόμενη ημέρα, θυμήθηκε το όνειρο και ανάφερε στους παρευρισκόμενους ότι ο κύκνος στο όνειρο του ήταν ο Πλάτων. Μετά τη θανάτωση του Σωκράτη, εγκατέλειψε την Αθήνα και ακολουθώντας την προτροπή του Σωκράτη λίγο πριν πεθάνει, ταξίδεψε σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο και σπούδασε φιλοσοφία, θεολογία, αστρονομία και διάφορες επιστήμες.

Αρχικά κατέφυγε στα Μέγαρα, κοντά στον συμμαθητή του Ευκλείδη, ιδρυτή της Εριστικής σχολής. Εκεί έμεινε λιγότερο από ένα χρόνο Ύστερα γύρισε στην Αθήνα , οπότε και άρχισε μια σειρά ταξιδιών, στην Αίγυπτο, την Κυρήνη Κυρήνη, όπου σχετίστηκε με τον μαθηματικό Θεόδωρο, και τέλος στον Τάραντα της Ιταλίας, όπου γνώρισε τους πυθαγόρειους, από τη φιλοσοφική σκέψη των οποίων επηρεάστηκε αποφασιστικά και την Κάτω Ιταλία. Οι μαρτυρίες για τα ταξίδια αυτά δεν είναι ασφαλείς.

Για επιβεβαίωση του ταξιδιού του στην Αίγυπτο χρησιμοποιούνται αναφορές που απαντούν σε συγγράμματά του (Φαίδρος, Τίμαιος, Κριτίας και κυρίως οι Νόμοι). Σύμφωνα με τον Ολυμπιόδωρο, ταξίδεψε μέχρι τη Φοινίκη και ήλθε σε επαφή με τα δόγματα του Ζωροαστρισμού, ενώ δεν μπόρεσε να πάει στην Περσία, παρ’ ότι το ήθελε. Κατά τη Μαρτυρία του Παυσανία, Ο Πλάτωνας ήταν γνώστης της Χαλδαϊκής και της Ινδικής σοφίας. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς κάνει λόγο για επίσκεψη του Πλάτωνα στη Βαβυλώνα και Ιουδαία, όπου, κατ’ αυτόν, γνώρισε τον Μωσαϊκό Νόμο. Μερικοί Λατίνοι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι παρέμεινε στην Αίγυπτο για δεκατρία χρόνια, όπου μελέτησε τις επιστήμες και μυήθηκε στα μυστήρια με τον ιερέα Seknuphis στον ναό της Ηλιούπολις και τον ιερέα Conuphis στο ναό της Μέμφιδος . Ο μαθητής του Ερμόδωρος υποστηρίζει ότι εκεί έλαβε την υψηλότερη διδασκαλία, γεγονός που επιβεβαιώνει και ο Στράβωνας .

Πραγματικά μετά την επιστροφή του από την Αίγυπτο, ο γεωγράφος επιβεβαιώνει την δεκατριάχρονη παραμονή του Πλάτωνα, μαζί με τον συνταξιδιώτη του Εύδοξο: «Μας έδειξαν τα κτήρια που κάποτε φιλοξενούσαν τους ιερείς, αλλά δεν είναι μόνο αυτό, μας έδειξαν ακόμη και το μέρος που φιλοξενήθηκε ο Πλάτωνας και ο σύντροφός του Εύδοξος. Φθάνοντας στην Ηλιούπολη, έζησαν για δεκατρία χρόνια στην κοινοτητα των ιερέων». (Cfr. Platon à Héliopolis d’Egypte, Paris, Belle Lettres, 1956). Η μύηση στα Αιγυπτιακά μυστήρια δεν ήταν κάτι το εξαιρετικά ασυνήθιστο στην αρχαιότητα αφού και άλλοι επιφανείς Έλληνες την είχαν λάβει , όπως ο Σόλωνας, ο Λυκούργος, ο Πυθαγόρας, ο Ηρόδοτος, ο Δημόκριτος και άλλοι. Αιγύπτιοι ιερείς, πληροφόρησαν τον Πλάτωνα ότι ο Ορφέας σε νεαρή ηλικία είχε περάσει από τα σχολεία τους, όπου σπούδασε τη θεολογία και τη φιλοσοφία.

Για τα ταξίδια στην Ιταλία και τη Σικελία γράφει ο ίδιος σε κάποιες επιστολές. Το πρώτο ταξίδι του στην Ιταλία πραγματοποιήθηκε στα 389 π.χ. Συνοδευόμενος από τον Σεύσιππο και τον Ξενοκράτη, έφτασε στον Τάραντα, όπου ήταν ζωντανή η Πυθαγόρεια παράδοση. Η γνωριμία του με τον άρχοντα Αρχύτα, τον έφερε σε επαφή με τα Ορφικά και Πυθαγόρεια δόγματα. Τότε συνέλαβε τη δυνατότητα να μελετηθεί και να ερμηνευτεί η πραγματικότητα με βάση τα γεωμετρικά και αριθμητικά μεγέθη.

Μετά πέρασε στη Σικελία. Στην αυλή του τυράννου των Συρακουσών Διονυσίου Α΄, του Πρεσβύτερου, γνώρισε τον βασιλικό γυναικάδελφο του Δίωνα, με τον οποίον συνδέθηκε φιλικά. Η φιλία όμως αυτή προκάλεσε τις υποψίες του Διονυσίου για συνωμοσία, γι’ αυτό έδιωξε τον Πλάτωνα από τη Σικελία. Η επιστροφή του ήταν περιπετειώδης. Το πλοίο, ίσως με διαταγή του Διονυσίου, τον αποβίβασε στην εμπόλεμη τότε κατά των αθηναίων Αίγινα. Ο Πλάτωνας αιχμαλωτίστηκε και θα πουλιόταν ως δούλος , αν δεν τον εξαγόραζε ο πλούσιος ο Κυρηναίος φίλος του Αννίκερης. Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα οι φίλοι του συγκέντρωσαν το ποσό για να το επιστρέψουν στον Αννίκερη, αυτός όμως δεν το δέχτηκε και έτσι αγοράστηκε ένα κτήμα κοντά στο ιερό του ήρωα Ακάδημου (σημερινό Κολωνό). Εκεί ιδρύθηκε (πιθανότατα το έτος 387π.χ.) η περίφημη σχολή του Πλάτωνα, η Ακαδημία. Η Ακαδημία του Πλάτωνα ήταν σε ένα άλσος έξω από τα τείχη των Αθηνών, σε μια ανθυγιεινή περιοχή και εχρησιμοποιείτο σαν χώρος συζητήσεων μεταξύ των σοφιστών και των διανοουμένων. Λόγω της απομόνωσης της και του κακού περιβάλλοντος, ήταν ιδανική για ασκητισμό, για αυτό, και παρά τις περί αντιθέτου προτροπές των ιατρών. Μέσα στην Ακαδημία έφτιαξε ένα ιερό για τις Μούσες. Μαθητές συνέρευσαν απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας και εκτός αυτής. Υπήρχαν γυμναστήρια, χώροι παραδόσεων και συζητήσεων, αίθουσες κοινών συσσιτίων. Αργότερα κατασκευάστηκαν καταλύματα των μαθητών. Αντικείμενα από τον χώρο της φιλοσοφίας, της πολιτικής θεωρίας, των μαθηματικών, της αστρονομίας, της βιολογίας, της φυσικής, της γεωγραφίας, των τεχνών κλπ αναπτύσσονταν από τον ίδιο τον Πλάτωνα και από διακεκριμένους επιστήμονες, που προσκαλούσε. Στην Ακαδημία συμμετείχαν και κάποιες γυναίκες, γεγονός σύμφωνο με την πλατωνική αντίληψη, για την διανοητική και ηθική ισοδυναμία ανδρών και γυναικών. Μαθητής περίφημος της Ακαδημίας για είκοσι περίπου χρόνια υπήρξε και ο Αριστοτέλης .

Το δεύτερο ταξίδι στη Σικελία πραγματοποιήθηκε στα 367. Ο Διονύσιος Α πέθανε και τον διαδέχτηκε ο γιός του Διονύσιος Β., αμέτοχος, ως τότε στα δημόσια πράγματα. Κυρίαρχη μορφή στην πολιτική σκηνή ήταν Ο Δίων, παλιός στενός του φίλος και κατοπινός μαθητής του στην Ακαδημία. Η απειρία του νέου ηγέτη σε συνδυασμό με την κίνδυνο των Καρχηδονίων, οδήγησε τον Δίωνα να καλέσει τον φιλόσοφο στη Σικελία. Αυτός πήγε ελπίζοντας πως αυτή τη φορά θα του δινόταν η ευκαιρία να εφαρμόσει στην πράξη τις πολιτικές και πολιτειακές αρχές που είχε διατυπώσει και εκπονώντας σχέδιο οργάνωσης των Ελληνικών πόλεων.

Η προσπάθεια όμως των δύο φίλων να προσηλυτίσουν στις ιδέες τους τον νέο ηγεμόνα Διονύσιο απέτυχαν. Ο νέος τύραννος εξόρισε τον Δίωνα, που κατέφυγε στην Αθήνα, ενώ κράτησε σχεδόν για δυό χρόνια τον Πλάτωνα στις Συρακούσες. Μόνο στα 365 π.χ. κατάφερε να επιστρέψει στην Αθήνα και να αναλάβει πάλι τη διεύθυνση της σχολής. Σε λίγο καιρό όμως ο Διόνυσος, τον κάλεσε αυτή τη φορά , κοντά του.

Για τρίτη φορά ήρθε, συνοδευόμενος από μαθητές του, στην αυλή των Συρακουσών το 361 π.Χ., με σκοπό να συμφιλιώσει τον Δίωνα με τον Διονύσιο. Ο Διόνυσος δεν πραγματοποίησε καμία από τις υποσχέσεις του. Επέστρεψε οριστικά στην Αθήνα και επιδόθηκε στη συγγραφική και διδακτική του δραστηριότητα. Αφοσιωμένος στην αποστολή του δεν δημιούργησε οικογένεια.

Ο Δίων στρατολόγησε εκστρατευτικό σώμα , πήγε στις Συρακούσες, κατέλαβε την πόλη και έγινε άρχοντας. Το εγχείρημα του Δίωνα κατέληξε σ’ ένα είδος ολοκληρωτικής εξουσίας, με αποτέλεσμα τη δολοφονία του στα 353 από τον Κάλλιπο, Αθηναίο, μέλος, κατά πάσα πιθανότητα , της Ακαδημία. Έτσι ο Πλάτωνας έχασε τον άνθρωπο στον οποίο στήριξε τις ελπίδες του για την επιβολή των πολιτικών του ιδεών. Ο Πλάτωνας ήταν ήδη εβδομήντα πέντε ετών. Τα τελευταία χρόνια είχε επιδοθεί στα κοσμολογικά και φυσικά του συγγράμματα και τώρα ασχολείτο με τους Νόμους, την υποθήκη του πάνω σε ζητήματα πολιτικής φιλοσοφίας.

Τα έργα του Πλάτωνα είναι 36 και όλα, εκτός από την Απολογία, διαλογικά. Στον Πλάτωνα αποδίδονται και 13 επιστολές, η γνησιότητα των οποίων γενικά αμφισβητείται, εκτός από την Επιστολή Ζ’ όπου περιγράφει ο Πλάτωνας τη δράση του στη Σικελία. Και στη συγγραφή ο φιλόσοφος μιμήθηκε τη διδασκαλία του Σωκράτη, ο οποίος δίδασκε διαλογικά. Οι διάλογοί του επιγράφονται με το όνομα κάποιου από τα διαλεγόμενα πρόσωπα, π.χ. Τίμαιος, Γοργίας, Πρωταγόρας, κλπ. Τρεις μόνο διάλογοι, το Συμπόσιο, η Πολιτεία και οι Νόμοι τιτλοφορούνται από το περιεχόμενό τους. Σ’ όλους τους διαλόγους τη συζήτηση διευθύνει ο Σωκράτης, εκτός από τους Νόμους όπου απουσιάζει εντελώς. Στους παλαιότερους διαλόγους διατηρεί την εικόνα του πραγματικού Σωκράτη, ενώ στους νεότερους, όπως εικάζουν οι φιλόλογοι, κάτω από το πρόσωπο του δάσκαλου κρύβεται ο ίδιος ο μαθητής.

Σαν χαρακτήρας ήταν ταπεινός, δεν κοιμόταν πολύ, δεν έτρωγε κρέας και είχε αφιερώσει την ζωή του στην εκπαίδευση των άλλων.

(Διαίτη δ’ έκέχρητο ου τη από των ζώων, αλλά τη από των φυτών). Υπάρχει η παράδοση ότι υπερασπίσθηκε τον στρατηγό Χαβρία που κινδύνευε να καταδικασθεί σε θάνατο, ενώ κανένας Αθηναίος δεν θέλησε να το κάνει. Όταν ανέβαινε στην Ακρόπολη μαζί με τον Χαβρία τον συνάντησε ο Κρωβύλος ο συκοφάντης και του είπε «Έρχεσαι άλλον να υπερασπισθής και δεν ξέρεις ότι και σένα σε περιμένει το κώνειο του Σωκράτη» . Και ο Πλάτων αποκρίθηκε : «Και όταν πολεμούσα για την πατρίδα υπέμενα τους κινδύνους, και τώρα για το χρέος μου προς έναν φίλο θα τους υπομείνω».

Αν και ήταν πολύ πλούσιος, ο τρόπος ζωής του ήταν λιτός και φτωχικός.

Κάποτε επισκέφτηκε την Ολυμπία και συναναστράφηκε με ανθρώπους που δεν τον αναγνώρισαν, μιας και το μόνο που τους αποκάλυψε ήταν ότι ελέγετο Πλάτων, δεν ανέφερε δε καθόλου περί Ακαδημίας και Σωκράτη. Όταν κάποτε ήλθαν στην Αθήνα, τους φιλοξένησε και όταν εκείνοι του ζήτησαν να πάνε στην Ακαδημία για να συναντήσουν τον συνονόματο του φιλόσοφο Πλάτωνα, τότε τους αποκάλυψε ότι αυτός ήταν ο Πλάτων και τότε εξεπλάγησαν μιας και δεν τον είχαν αναγνωρίσει λόγω της ταπεινότητας του και της απλότητας του. Όπως πολλοί φιλόσοφοι, διαλογιζόταν συνέχεια. Κάποτε θέλησε να μείνει σε μια οδό που υπήρχαν σιδεράδες. Όταν ρωτήθηκε γιατί εκεί, απήντησε: «Όταν ο ύπνος με καταλαμβάνει, και απειλεί τον διαλογισμό μου, η φασαρία που κάνουν με ξυπνά».

Η διδασκαλία του περιλαμβάνει στοιχεία Ορφικά, Πυθαγόρεια και Ηρακλείτεια, όπως φυσικά και όλη την διδασκαλία του δασκάλου του Σωκράτη.

(μίξιν τε εποιήσατο των τε Ηρακλειτείων λόγων και Πυθαγορικών και Σωκρατικών• τα μεν γαρ αισθητά καθ’Ηράκλειτον, τα δε νοητά κατά Πυθαγόραν, τα δε πολιτικά κατά Σωκράτην φιλοσόφει… Πλάτωνος υποδεξαμένου την παντελή περί των θεών οργίων επιστήμην εκ τε των Πυθαγορείων και Ορφικών γραμμάτων). Θεωρούσε ότι πολλά από τα σημεία της διδασκαλίας του δεν μπορούσαν να καταγραφούν, αντίθετα υπεστήριζε ότι έπρεπε να καταγραφούν μόνο στην ψυχή.

Λέγεται ότι κάποτε ένας μαθητής του που ταξίδευε ναυάγησε και έτσι έχασε όλα τα βιβλία του και τις σημειώσεις του. Όταν λοιπόν συνάντησε τον Πλάτωνα, του είπε ότι τώρα καταλαβαίνει γιατί ο Πλάτων επέμενε ότι η γνώση δεν πρέπει να γράφεται σε βιβλία αλλά στην ψυχή. Ονομαστή είναι και η ομιλία του “Περί του Αγαθού”, που ήταν η μοναδική η οποία έγινε δημόσια με δυνατότητα παρακολούθησης οποιουδήποτε. Όπως αναφέρει ο Αριστόξενος, συνέρευσαν πλήθη για να την ακούσουν περιμένοντας ότι θα άκουγαν για πλούτο, υγεία, ισχύ και γενικά υλικά αγαθά. Όταν όμως ο Πλάτων άρχισε να αναπτύσσει την διδασκαλία του με μαθηματικά, γεωμετρία, αστρονομία και φιλοσοφικές έννοιες, όλοι σχεδόν έφυγαν απογοητευμένοι, επιβεβαιώνοντας έτσι εν τοις πράγμασι το Πυθαγόρειο ρητό, «ου δέον τα πάντα τοις πάσι ρητά».

Ο Πλάτων έζησε μέχρι την ηλικία των 81 ετών. Πέθανε την ημέρα των γενεθλίων του.

Ο αριθμός 81 εθεωρείτο ιερός και ήταν το τετράγωνο των αριθμών των Μουσών, που ήταν ακόλουθες του Απόλλωνα. Ο Ρωμαίος δε Σενέκας έγραψε : «Είμαι σίγουρος ότι ο Πλάτων είχε καλή τύχη, λόγω της προσεκτικής ζωής του, να πεθάνει την ημέρα των γενεθλίων του, ακριβώς κατά την συμπλήρωση του 81ου έτους. Για τον σκοπό αυτό, σοφοί της Ανατολής που ήταν στην Αθήνα την εποχή εκείνη, θυσίασαν σε αυτόν μετά τον θάνατο του, πιστεύοντας ότι η διάρκεια της ζωής του ήταν πλήρης για έναν θνητό, μιας και ολοκλήρωσε τον τέλειο αριθμό εννέα φορές εννέα. Δεν αμφιβάλλω ότι θα ήθελε να ζήσει λίγες μέρες ακόμα για να θυσιάσει για αυτόν τον λόγο». O ίδιος ο Πλάτων λίγο πριν τον θάνατο του είδε ένα όνειρο ότι ήταν ένας κύκνος που πέταγε από δένδρο σε δένδρο αποφεύγοντας τους κυνηγούς που προσπαθούσαν να τον πιάσουν. Ο Σιμμίας αποσυμβόλισε τους κυνηγούς με αυτούς που προσπαθούν να καταλάβουν την διδασκαλία του και αποτυγχάνουν.

Σαν επίγραμμα στον τάφο του γράφτηκε : «Αυτούς τους δύο, τον Ασκληπιό και τον Πλάτωνα , γέννησε ο Απόλλων, τον ένα για να γιατρεύει σώματα και τον άλλο για να γιατρεύει ψυχές».

(‘δύο Απόλλων φυσ’, Ασκληπιόν ηδέ Πλάτωνα, τον μεν ίνα ψυχήν, τον δ’ ίνα σώμα σόοι.’)

Στη διαθήκη του, η οποία σώζεται, ρύθμιζε τα κληρονομικά του προς όφελος κυρίως κάποιου μικρού εγγονού του μεγαλύτερου αδερφού του Αδείμαντου.