Σάββατο 3 Μαρτίου 2018

ΑΙΣΩΠΟΣ - Μῦθοι (86.1-90.1)

Αποτέλεσμα εικόνας για ΑΙΣΩΠΟΣ86. ΚΑΝΘΑΡΟΙ ΔΥΟ [86.1] ἔν τινι νησιδίῳ ταῦρος ἐνέμετο· τῇ δὲ τούτου κόπρῳ κάνθαροι ἐτρέφοντο δύο. καὶ δὴ τοῦ χειμῶνος ἐνισταμένου ὁ ἕτερος ἔλεγε πρὸς τὸν ἕτερον, ὡς ἄρα βούλοιτο εἰς τὴν ἤπειρον διαπτάσθαι, ἵνα ἐκείνῳ μόνῳ ὄντι ἡ τροφὴ ἱκανὴ ὑπάρχῃ καὶ αὐτὸς ἐκεῖσε ἐλθὼν τὸν χειμῶνα διαγένηται. ἔλεγε δέ, ὅτι, ἐὰν πολλὴν εὕρῃ τὴν νομήν, καὶ αὐτῷ οἴσει. παραγενόμενος δὲ εἰς τὴν χέρσον καὶ καταλαβὼν πολλὴν μὲν κόπρον, ὑγρὰν δέ, μένων ἐνταῦθα ἐτρέφετο. τοῦ δὲ χειμῶνος διελθόντος πάλιν εἰς τὴν νῆσον διέπτη. ὁ δὲ ἕτερος θεασάμενος αὐτὸν λιπαρὸν καὶ εὐεκτοῦντα ᾐτιᾶτο αὐτόν, διότι προϋποσχόμενος οὐδὲν ἐκόμισεν. ὁ δὲ εἶπε· «μὴ ἐμὲ μέμφου, τὴν δὲ φύσιν τοῦ τόπου· ἐκεῖθεν γὰρ τρέφεσθαι μὲν οἷόν τε, φέρεσθαι δὲ οὐδέν».
ὁ λόγος οὗτος ἁρμόσειεν ἂν πρὸς ἐκείνους, οἳ τὰς φιλίας μέχρις ἑστιάσεως μόνον παρέχονται, περαιτέρω δὲ οὐδὲν τοὺς φίλους ὠφελοῦσιν.

87. ΔΕΛΦΑΞ ΚΑΙ ΠΡΟΒΑΤΑ
[87.1] ἔν τινι ποίμνῃ προβάτων δέλφαξ εἰσελθὼν ἐνέμετο. καὶ δή ποτε τοῦ ποιμένος συλλαμβάνοντος αὐτὸν ἐκεκράγει τε καὶ ἀντέτεινε. τῶν δὲ προβάτων αἰτιωμένων αὐτὸν ἐπὶ τῷ βοᾶν καὶ λεγόντων· «ἆρα ἡμᾶς οὐ συνεχῶς συλλαμβάνει καὶ οὐ κράζομεν;» ἔφη πρὸς αὐτά· «ἀλλ᾽ οὐχ ὁμοία γε τῇ ὑμετέρᾳ ἡ ἐμὴ σύλληψις. ὑμᾶς γὰρ ἢ διὰ τὰ ἔρια ἀγρεύει ἢ διὰ τὸ γάλα, ἐμὲ δὲ διὰ τὸ κρέας».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι εἰκότως ἐκεῖνοι ἀνοιμώζουσιν, οἷς ὁ κίνδυνος οὐ περὶ χρημάτων ἐστίν, ἀλλὰ περὶ σωτηρίας.

88. ΚΙΧΛΑ
[88.1] ἔν τινι μυρσινῶνι κίχλα ἐνέμετο, διὰ δὲ τὴν γλυκύτητα τοῦ καρποῦ οὐκ ἀφίστατο. ἰξευτὴς δὲ παρατηρησάμενος ἐμφιλοχωροῦσαν ἰξεύσας συνέλαβε. καὶ δὴ μέλλουσα ἀναιρεῖσθαι ἔφη· «δειλαία ἐγώ, ἥτις διὰ τροφῆς γλυκύτητα σωτηρίας στερίσκομαι».
πρὸς ἄνδρα ἄσωτον καὶ ἡδυπαθῆ.

89. ΧΗΝ ΧΡΥΣΟΤΟΚΟΣ
[89.1] Ἑρμῆς θρησκευόμενος ὑπό τινος περιττῶς χῆνα αὐτῷ ἐχαρίσατο ὠὰ χρύσεα τίκτουσαν. ὁ δὲ οὐκ ἀναμείνας τὴν κατὰ μικρὸν ὠφέλειαν, ὑπολαβὼν δέ, ὅτι πάντα τὰ ἐντὸς χρύσεα ἔχει ὁ χήν, οὐδὲν μελλήσας ἔθυσεν αὐτόν. συνέβη δὲ αὐτῷ μὴ μόνον, ὧν προσεδόκησε σφαλῆναι, ἀλλὰ καὶ τὰ ὠὰ ἀποβαλεῖν· τὰ γὰρ ἐντὸς πάντα σαρκώδη εὗρεν.
οὕτω πολλάκις οἱ πλεονέκται δι᾽ ἐπιθυμίαν πλειόνων καὶ τὰ ἐν χερσὶν ὄντα προΐενται.

90. ΕΡΜΗΣ ΚΑΙ ΑΓΑΛΜΑΤΟΠΟΙΟΣ
[90.1] Ἑρμῆς βουλόμενος γνῶναι, ἐν τίνι τιμῇ παρὰ ἀνθρώποις ἐστίν, ἧκεν ἀφομοιωθεὶς ἀνθρώπῳ εἰς ἀγαλματοποιοῦ ἐργαστήριον. καὶ θεασάμενος Διὸς ἄγαλμα ἐπυνθάνετο· «πόσου;» τοῦ δὲ εἰπόντος «δραχμῆς» γελάσας ἠρώτα· «τὸ τῆς Ἥρας πόσου ἐστίν;» εἰπόντος δέ· «ἔτι μείζονος» θεασάμενος καὶ ἑαυτοῦ ἄγαλμα ὑπέλαβεν, ὅτι αὐτόν, ἐπειδὴ καὶ ἄγγελός ἐστι καὶ ἐπικερδής, περὶ πολλοῦ οἱ ἄνθρωποι ποιοῦνται. διὸ προσεπυνθάνετο ὁ Ἑρμῆς «πόσου;» καὶ ὁ ἀγαλματογλύφος ἔφη· «ἀλλ᾽ ἐὰν τούτους ἀγοράσῃς, τοῦτόν σοι προσθήκην δώσω».
πρὸς ἄνδρα κενόδοξον ἐν οὐδεμιᾷ μοίρᾳ παρὰ τοῖς ἄλλοις ὄντα ὁ λόγος ἁρμόζει.

***
86. Τα δυο σκαθάρια.
[86.1] Ήταν ένας ταύρος που βοσκούσε σε κάποιο νησάκι, και από την κοπριά του τρέφονταν δύο σκαθάρια. Όταν με το καλό μπήκε ο χειμώνας, το ένα από τα μαμούνια είπε στο άλλο πως λογάριαζε να πετάξει μέχρι την αντίπερα στεριά: «Έτσι η τροφή στο νησί θα είναι αρκετή για σένα, που θα μείνεις μόνος σου, ενώ εγώ θα πάω εκεί πέρα να ξεχειμωνιάσω». Και πρόσθετε κιόλας ότι, αν βρει κάμποσα φαγώσιμα, θα φέρει και στον σύντροφό του. Έτσι, που λέτε, το πρώτο σκαθάρι κίνησε και έφτασε στην ξηρά, όπου βρήκε όντως πολλή κοπριά, αν και κομμάτι υγρή. Έμεινε λοιπόν επιτόπου και έτρωγε καλά. Όταν πια πέρασε ο χειμώνας, το ζουζούνι πέταξε πάλι και γύρισε στο νησί. Μόλις το είδε ο παλιός του σύντροφος, έτσι χοντρό και καλοζωισμένο που είχε γίνει, ξέσπασε αμέσως σε παράπονα: «Καλά, δεν μου έφερες το παραμικρό; Πήγαν περίπατο δηλαδή οι υποσχέσεις που μου έδινες παλιότερα». Το χοντρό σκαθάρι όμως αποκρίθηκε: «Κοίτα, δεν είναι δικό μου το φταίξιμο. Φταίει η περιοχή και ο ιδιόμορφος χαρακτήρας της. Βλέπεις, εκεί μπορούσε κανείς να βρει φαΐ πλουσιοπάροχο, όχι όμως να πάρει καθόλου για να το μεταφέρει αλλού».
Ο μύθος αυτός ταιριάζει σε όσους θαρρούν πως η φιλία συνίσταται μόνο και μόνο στο να τρώμε παρέα με κάποιον, και πέρα από αυτό δεν έχουν διάθεση να προσφέρουν καμία άλλη βοήθεια στους φίλους τους.

87. Το γουρουνάκι και τα πρόβατα.
[87.1] Ήταν ένα γουρουνάκι που τρύπωσε ανάμεσα σε ένα κοπάδι πρόβατα και βοσκούσε μαζί τους. Σε κάποια στιγμή, που λέτε, ο βοσκός το άδραξε στα χέρια του, οπότε το γουρούνι άρχισε να βγάζει δυνατές κραυγές και να προβάλλει αντίσταση. Ακούγοντας αυτόν τον σαματά, τα πρόβατα το μάλωσαν και του είπαν: «Σιγά, βρε χαζό! Και εμάς κάθε τόσο μας πιάνει με τα χέρια του ο βοσκός, αλλά δεν ξεσηκώνουμε τέτοια φασαρία!». Όμως το γουρουνάκι τούς αποκρίθηκε: «Αμ, δεν είναι καθόλου το ίδιο — άλλο όταν τσακώνει εσάς, άλλο εμένα. Βλέπετε, εσάς σας κυνηγάει να σας πιάσει είτε για το μαλλί είτε για το γάλα σας. Από εμένα, όμως, γυρεύει το κρέας μου».
Το δίδαγμα του μύθου: Είναι εύλογο να οδύρονται οι άνθρωποι, άμα κινδυνεύουν όχι απλώς τα υπάρχοντά τους αλλά η ίδια η ζωή τους.

88. Η τσίχλα.
[88.1] Ήταν μια τσίχλα που βοσκούσε σε κάποια συστάδα από μυρτιές. Τόσο νόστιμοι ήσαν οι καρποί που δεν της έκανε καρδιά να τους αφήσει και να φύγει. Τότε λοιπόν, καθώς αυτή τριγυρνούσε συνεχώς εκεί πέρα, σαν ερωτευμένη με το μέρος, την παρακολούθησε ένας πουλολόγος και την τσάκωσε με ξόβεργες. Βλέποντας τον χάρο μπροστά της, η τσίχλα συλλογίστηκε: «Αχ εγώ η καημενούλα, για λίγο νόστιμο φαγάκι χάνω την ίδια τη ζωή μου!».
Ο μύθος ταιριάζει για άνθρωπο άσωτο και παραδομένο στις ηδονές.

89. Η χήνα με τα χρυσά αυγά.
[89.1] Ήταν μια φορά κάποιος που λάτρευε με πάθος τον Ερμή, και ο θεός σε αντάλλαγμα του χάρισε μια χήνα η οποία γεννούσε χρυσά αυγά. Ο άνθρωπός μας, όμως, δεν εννοούσε να κάνει υπομονή, κερδίζοντας από λίγο κάθε μέρα. Κάθε άλλο: νόμιζε ότι η χήνα θα είχε μέσα της χρυσά όλα τα σωθικά της, γι᾽ αυτό την έσφαξε χωρίς χρονοτριβή. Και τί βγήκε τελικά από αυτό; Ο πλεονέκτης όχι μόνο έκανε λάθος σε όλα όσα προσδοκούσε, αλλά έχασε και τα αυγά. Βλέπετε, όλα τα εντόσθια της χήνας ήσαν απλώς από σάρκα.
Έτσι συμβαίνει πολλές φορές με τους άπληστους: Από την αχορταγιά τους για περισσότερα, απεμπολούν όσα έχουν σίγουρα στο χέρι.

90. Ο Ερμής και ο μάστορας με τα αγάλματα.
[90.1] Μια φορά ο Ερμής έβαλε με τον νου του να μάθει πόσο ακριβώς τον εκτιμούν οι άνθρωποι. Πήρε λοιπόν ανθρώπινη μορφή και μπήκε στο εργαστήριο κάποιου γλύπτη που έφτιαχνε αγάλματα. Εκεί μέσα, που λέτε, περιεργάστηκε πρώτα ένα άγαλμα του Δία και ρώτησε τον μάστορα: «Πόσο το πουλάς αυτό;». «Μία δραχμή», ήταν η απάντηση. Έβαλε τα γέλια ο Ερμής, και κατόπιν γύρεψε πληροφορίες για άλλο έργο: «Τούτο εδώ το ομοίωμα της Ήρας πόσο κοστίζει;». Ο τεχνίτης αποκρίθηκε: «Αυτό είναι πιο ακριβό». Με τα πολλά, ο Ερμής βρήκε και ένα δικό του άγαλμα· είχε την εντύπωση, βλέπετε, ότι τον ίδιον οι άνθρωποι πρέπει να τον έχουν σε πολύ μεγάλη εκτίμηση, αφού είναι και αγγελιαφόρος και θεός του κέρδους. Ρώτησε λοιπόν και για το συγκεκριμένο έργο: «Και αυτό εδώ πόσο κάνει;». Ο γλύπτης τότε απάντησε: «Κοίταξε, κύριε, αν αγοράσεις τα άλλα δύο, τούτο εδώ θα σου το δώσω χάρισμα».
Ο μύθος αυτός ταιριάζει για άνθρωπο ματαιόδοξο, που οι άλλοι δεν τον λογαριάζουν καθόλου.

Πάντα θα ‘ναι αργά, δεύτερη ζωή δεν έχει.

Αναρωτιέμαι μερικές φορές: είμαι εγώ που σκέφτομαι καθημερινά πως η ζωή μου είναι μία; Όλοι οι υπόλοιποι το ξεχνούν; Ή πιστεύουν πως θα έχουν κι άλλες, πολλές ζωές, για να κερδίσουν τον χρόνο που σπαταλούν;

Μούτρα. Νʼ αντικρίζεις τη ζωή με μούτρα. Τη μέρα, την κάθε σου μέρα. Να περιμένεις την Παρασκευή που θα φέρει το Σάββατο και την Κυριακή για να ζήσεις. Κι ύστερα να μη φτάνει ούτε κι αυτό, να χρειάζεται να περιμένεις τις διακοπές. Και μετά ούτε κι αυτές να είναι αρκετές. Να περιμένεις μεγάλες στιγμές. Να μην τις επιδιώκεις, να τις περιμένεις.

Κι ύστερα να λες πως είσαι άτυχος και πως η ζωή ήταν άδικη μαζί σου.

Και να μη βλέπεις πως ακριβώς δίπλα σου συμβαίνουν αληθινές δυστυχίες που η ζωή κλήρωσε σε άλλους ανθρώπους. Σʼ εκείνους που δεν το βάζουν κάτω και αγωνίζονται. Και να μην μαθαίνεις από το μάθημά τους. Και να μη νιώθεις καμία φορά ευλογημένος που μπορείς να χαίρεσαι τρία πράγματα στη ζωή σου, την καλή υγεία, δυο φίλους, μια αγάπη, μια δουλειά, μια δραστηριότητα που σε κάνει να αισθάνεσαι ότι δημιουργείς, ότι έχει λόγο η ύπαρξή σου.

Να κλαίγεσαι που δεν έχεις πολλά. Που κι αν τα είχες, θα ήθελες περισσότερα. Να πιστεύεις ότι τα ξέρεις όλα και να μην ακούς. Να μαζεύεις λύπες και απελπισίες, να ξυπνάς κάθε μέρα ακόμη πιο βαρύς. Λες και ο χρόνος σου είναι απεριόριστος.

Κάθε μέρα προσπαθώ να μπω στη θέση σου. Κάθε μέρα αποτυγχάνω. Γιατί αγαπάω εκείνους που αγαπούν τη ζωή. Και που η λύπη τους είναι η δύναμή τους. Που κοιτάζουν με μάτια άδολα και αθώα, ακόμα κι αν πέρασε ο χρόνος αδυσώπητος από πάνω τους. Που γνωρίζουν ότι δεν τα ξέρουν όλα, γιατί δεν μαθαίνονται όλα.

Που στύβουν το λίγο και βγάζουν το πολύ. Για τους εαυτούς τους και για όσους αγαπούν. Και δεν κουράζονται να αναζητούν την ομορφιά στην κάθε μέρα, στα χαμόγελα των ανθρώπων, στα χάδια των ζώων, σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, σε μια πολύχρωμη μπουγάδα.

Όσο κι αν κανείς προσέχει όσο κι αν το κυνηγά πάντα, πάντα θα ‘ναι αργά, δεύτερη ζωή δεν έχει.

Θυμός: ένα συναίσθημα

Ο θυμός είναι ένα διακριτό συναίσθημα που διαφοροποιείται από την οργή, τον εκνευρισμό και τη μνησικακία και αποτελεί μέρος του ρεπερτορίου της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Παρότι πολύ συχνά αντιμετωπίζεται ως ένα ατομικιστικό, ενδοψυχικό φαινόμενο, είναι πάντα σχεσιακός. Συχνά αντιμετωπίζεται ως ένα αρνητικό συναίσθημα που στοχεύει στο να μειώσει ή να υπονομεύσει τον άλλο.
   
Ωστόσο, στην ψυχοθεραπεία Gestalt, ο θυμός έχει και μια φωτεινή πλευρά, καθώς όταν εκφραστεί σωστά, βοηθάει στην οριοθέτηση του εαυτού, οδηγεί στην ενότητα με τον άλλον και είναι ένας σημαντικός παράγοντας στην ψυχολογική ανάπτυξη. Παρότι συνήθως σκεφτόμαστε το θυμό ως δυνάμει πιο καταστροφικό από την αγάπη, η αλήθεια είναι ότι όπως όλα τα συναισθήματα, ο θυμός μπορεί να είναι τόσο καταστροφικός όσο και θεραπευτικός. Έτσι, είναι ένα σημαντικό κομμάτι της αυτοπροστασίας μας. Ωστόσο, προκειμένου να είναι θεραπευτικός, πρέπει να είναι συνειδητός, καθώς τότε μπορούμε να βρούμε πώς και πότε θα τον εκφράσουμε, χωρίς κακία, μομφή, παράπονο και θρήνο για το παρελθόν. Σε αντίθετη περίπτωση, ο καταπιεσμένος θυμός, εμφανίζεται και επηρεάζει με ποικίλους δυσάρεστους τρόπους τις σχέσεις μας ή εκφράζεται μεταμφιεζόμενος σε άγχος.
 
Φαίνεται ότι οτιδήποτε αποτελεί μια διαμάχη και προκαλεί θυμό εγείρει όλες μας τις πηγές, ψυχολογικές, συναισθηματικές, φυσικές προκειμένου να μπορέσουμε να επικρατήσουμε. Εξερευνώντας το θυμό μας από μια κατάσταση, θα διαπιστώσουμε ότι έχει αγγιχτεί μέσα μας μια ανάμνηση, μια σύνδεση, μια σωματική διαδικασία που συνέβαλε στο θυμό μας. Ωστόσο, έχουμε λίγη ή καθόλου επίγνωση αυτού του γεγονότος ενώ, αντίθετα, έχουμε επίγνωση της πράξης που μας θύμωσε και των σκέψεων μας για τον άνθρωπο που την έκανε. 
 
Αν αναρωτηθούμε όμως «γιατί θυμώνω;» μπορεί να ανακαλύψουμε πολλές πιθανότητες, ακόμη και την πιθανότητα να μην έχουμε θυμώσει, αλλά αντίθετα να ενδιαφερόμαστε γι’ αυτό που ο άλλος άνθρωπος μας λέει. Ένας λόγος για το θυμό μας, μπορεί να είναι η πεποίθηση ότι κάποιος επιτέθηκε στην ακεραιότητά μας. Ο θυμός είναι μια συνήθης αντίδραση όταν απειλείται η ακεραιότητά μας, μετατρέποντας το συναίσθημα της απειλής σε θυμό. Πιθανώς, το άτομο αυτό να έχει δύναμη πάνω μας, μπορεί να μας πληγώσει και η πιθανότητα αυτή προκαλεί άγχος, το οποίο μετατρέπεται σε θυμό. Ακόμη, μπορεί να υπάρχει κάποια αλήθεια στα λόγια του και δε θέλουμε να βιώσουμε την αλήθεια και την ντροπή ή όποιο άλλο συναίσθημα συνδέεται με αυτή, καθώς τείνουμε να θεωρούμε τον εαυτό μας αθώο.
 
Παρ’ όλα αυτά, σε σχεσιακό επίπεδο, είναι πολύ διαφορετικό αν επικεντρωθούμε στην πράξη που μας θύμωσε καθαυτή και αν δώσουμε την ίδια βαρύτητα στη δική μας ευθύνη στο θυμό και στην ευθύνη του άλλου ανθρώπου σε αυτόν, μιλώντας για αυτό που νιώθουμε. Στην πρώτη περίπτωση επικεντρωνόμαστε στον άλλον, χάνοντας τη δική μας ευθύνη και φαίνεται σαν να τον κατηγορούμε. Με τη σειρά του ο άλλος θα πρέπει να υπερασπιστεί τον εαυτό του είτε αντεπιτιθέμενος, είτε αποσυρόμενος από εμάς και τη σχέση μας. Αν όμως, δώσουμε την ίδια βαρύτητα σε αυτό που μας είπε και σε αυτό που νιώσαμε, φαίνεται να έχουμε μια ανοιχτή στάση προς τη σχέση και είναι πιο πιθανό να καταφέρουμε να συναντηθούμε στο τέλος.
 
Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κοιτώντας στα μάτια του άλλου, βλέπουμε τη δική μας αντανάκλαση. Με λίγα λόγια, οι ίδιες διαφωνίες που έχω με τους άλλους, είναι σε τελική ανάλυση και αυτές που έχω μέσα μου. Έτσι, θα μπορούσαμε να δοκιμάσουμε να αλλάξουμε τη δράση μας απέναντι σε κάτι που μας προκαλεί θυμό κι όχι τον ίδιο το θυμό, βλέποντάς τον ως μια ευκαιρία για συμφιλίωση και γαλήνη. 

Κάποιοι άνθρωποι θέλουν να είστε καλά αλλά όχι καλύτερα από αυτούς

Είναι αλήθεια. Κάποιοι άνθρωποι θέλουν να είστε καλά αλλά όχι καλύτερα από αυτούς. Αυτού του είδους άτομα μπορεί να σας εκτιμούν, να σας αγαπούν και μπορεί να χαίρονται για την επιτυχία σας. Φυσικά, όσο η επιτυχία σας δεν υπερβαίνει την δικιά τους.

Αυτό το πολύ συνηθισμένο φαινόμενο συμβαίνει σε όλους τους τομείς της ζωής: με συναδέλφους, με μέλη της οικογένειας, με τους φίλους ακόμα και με τις σχέσεις. Τώρα ίσως σκέφτεστε, πως είναι δυνατόν να συμβεί αυτό ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που υποτίθεται ότι αγαπούν ο ένας τον άλλον;

Θα σας πω. Ο κόσμος είναι γεμάτος από ανθρώπους που χαίρονται όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά για εσάς. Δυστυχώς, πολλοί δεν αντέχουν την επιτυχία των άλλων. Θα προτιμούσαν να υποτιμήσουν ή να αγνοούν τα επιτεύγματα σας αντί να γιορτάζουν μαζί σας.

Η παγίδα της κοινωνικής πίεσης: Η αναζήτηση επιδοκιμασίας

Είναι σαφές πως κανείς μας δεν είναι απρόσβλητος από την κοινωνική πίεση. Εξάλλου είμαστε ανθρώπινα όντα και ζούμε στην κοινωνία. Επίσης, είναι φυσιολογικό να «πιεζόμαστε» από τις απόψεις ή τις προσδοκίες των άλλων.

Ας δούμε μια τυπική κατάσταση. Λέτε σε κάποιον που εμπιστεύεστε απόλυτα για τους στόχους ή τις ιδέες σας, για κάτι που νιώθετε ωραία. Ένα ρεαλιστικό στόχο, μια καλή ιδέα και έχετε ότι χρειάζεται για να το πετύχετε. Αρκετά συχνά, στο άτομο που μιλάτε δε θα δείξει ενδιαφέρον. Πιθανώς δεν θα σας ενθαρρύνει να το κάνετε ή δεν θα μιλήσει καν γι' αυτό.

Όταν έχετε τον φόβο της απόρριψης ή την ανάγκη να είστε σύμφωνα με τις προσδοκίες των άλλων, θα στοχεύετε μόνο στο να τους ευχαριστήσετε. Αμέσως μετά θα αρχίσει ένας φαύλος κύκλος που πάει κάπως έτσι:

1. Αναζητώ την αποδοχή των άλλων.

2. Αν δεν μου το δώσουν, δεν κάνω αυτό που αληθινά θέλω επειδή αρχίζω να πιστεύω ότι η επιθυμία μου είναι χαζή.

3. Η αυτοεκτίμηση μου πέφτει και μαζί με αυτή η αγάπη για τον εαυτό μου.

4. Πηγαίνω πίσω στο 1ο Βήμα, επειδή από τη στιγμή που έχω χαμηλή αυτοεκτίμηση θυσιάζω τις απόψεις μου για να υιοθετήσω αυτές των άλλων.

Τοξικοί φίλοι

Ήρθε η ώρα να μάθετε πως να ερμηνεύσετε τέτοιου είδους καταστάσεις, έτσι ώστε να μην πέσετε στην παγίδα. Μπορείτε να είστε σίγουροι πως η ζήλεια ενός αγαπημένου πληγώνει περισσότερο από αυτή ενός εχθρού.

Ένας φίλος που προσπαθεί να σας υπερβεί είναι φίλος που θέλει να σας ελέγχει. Ένας φίλος που θέλει να σας ελέγχει είναι σκλάβος της ζήλειας. Οπότε τι προκαλεί αυτή τη ζήλεια; Λοιπόν υπάρχουν πολλά διαφορετικά κίνητρα: Η σχέση σας με άλλα άτομα, οι ιδέες σας, οι εμπνεύσεις σας κτλ.

Κατά τη γνώμη μου, η λέξη «τοξικός» θα έπρεπε να είναι ασύμβατο επίθετο με την λέξη «φίλος». Το αντίδοτο για την τοξικότητα ανάμεσα στους φίλους είναι να μάθετε να είστε μαζί στην χαρά τους. Μάθετε πως να είστε ευτυχισμένοι γι' αυτούς και να γιορτάσετε μαζί τους.

Μάθετε να λάμπετε χωρίς να νιώθετε άσχημα γι' αυτό

Τώρα, μπορεί να μην σας ξέρω αλλά αφήστε με να σας πω ότι υπάρχουν συγκεκριμένοι άνθρωποι που φωτίζουν όλο το δωμάτιο μόλις μπουν. Και το κάνουν τόσο απλά επειδή είναι ταπεινά όντα. Πλάσματα που έχουν μάθει πως να θαυμάζουν τους άλλους χωρίς να νιώθουν ότι απειλούνται.

Σταματήστε να περνάτε την ζωή σας κάνοντας κακές αποφάσεις απλώς για να ευχαριστήσετε τους άλλους και για να σας αποδεχτούν. Μάθετε να μην ακούτε τον κόσμο, αλλά λίγο περισσότερο την φωνή μέσα σας. Μην επιτρέψετε σε κανέναν να καταστρέψει την μοναδικότητα και τα όνειρα σας. Ακόμα και αν θέλει να σας πει πως είστε γελοίοι.

Μην επιτρέψετε στον εαυτό σας να κατασταλάξει σε όνειρα που δε θέλετε να πραγματοποιήσετε. Ειδικά επειδή κάποιος που εμπιστεύεστε σας έχει κάνει να αμφισβητήσετε τη δύναμη σας. Μην πληρώσετε το κόστος του να γίνετε ψεύτικοι για να ταιριάξετε. Σας αξίζει να ταιριάξετε έτσι όπως είστε.

Νέα τεχνολογία αναγνωρίζει τι σκέφτεστε και αναδημιουργεί την εικόνα του προσώπου ή του αντικειμένου που πέρασε από το μυαλό σας

Μια νέα τεχνολογία ανάγνωσης των εγκεφαλικών κυμάτων έχει τη δυνατότητα να αναγνωρίζει τι σκέφτεστε και να αναδημιουργεί την εικόνα του προσώπου ή του αντικειμένου που πέρασε από το μυαλό σας. Ακούγεται ανατριχιαστικό, αλλά ενδέχεται να ανοίξει νέους δρόμους στην κατανόηση της λειτουργίας του ανθρώπινου εγκεφάλου, και γιατί όχι να δώσει αφορμή για σημαντικότερες ανακαλύψεις στον συγκεκριμένο κλάδο.

Σύμφωνα με τους ερευνητές του Πανεπιστημίου Scarborough του Toronto η νέα τεχνολογία ανάγνωσης της σκέψης, επικεντρώνεται στην αναδημιουργία μιας εικόνας τη στιγμή που τη σκέφτεται ένας χρήστης, μέσω των σημάτων και των δεδομένων που καταγράφει το ηλεκτροεγκεφαλογράφημα (EEG). Η αναπαραγωγή τους γίνεται βάσει αλγόριθμων μηχανικής μάθησης, με αποτέλεσμα να βελτιώνεται με την πάροδο του χρόνου.

Η «σύλληψη» της εικόνας της σκέψης
Η τεχνική υλοποιήθηκε από τον Dan Nemrodov μεταδιδακτορικό ερευνητή και νευροεπιστήμονα, σε συνεργασία με τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Scarborough Adrian Nestor, ο οποίος δηλώνει ενθουσιασμένος με τα πρώτα δείγματα. «Αυτό που είναι πραγματικά συναρπαστικό είναι ότι δεν ανακατασκευάζουμε τετράγωνα και τρίγωνα αλλά πραγματικές εικόνες του προσώπου ενός ατόμου, και αυτό περιλαμβάνει πολλές ωραίες οπτικές λεπτομέρειες».

Όπως αναγράφεται και στα συμπεράσματα της έρευνας, σχεδόν όλα τα δείγματα που αναπαρήχθησαν μέσω του ειδικού λογισμικού είχαν πολύ μεγάλη ακρίβεια, ενώ σημειώνεται ότι όλοι οι συμμετέχοντες ήταν εθελοντές χωρίς γνώση του αντικειμένου.

Παράλληλα, ο Nestor εμφανίζεται αισιόδοξος για την περαιτέρω εξέλιξη της τεχνολογίας: «Το γεγονός ότι μπορούμε να αναδημιουργήσουμε αυτό που βιώνει κάποιος οπτικά με βάση την εγκεφαλική του δραστηριότητα ανοίγει πολλές δυνατότητες». Αναφέρει μάλιστα ότι η δυνατότητα ανάγνωσης του «υποκειμενικού περιεχομένου» των σκέψεων μας, προσφέρει μια πρωτοφανή μέθοδο πρόσβασης, εξερεύνησης και διάδοσης του περιεχομένου της αντίληψής μας, της μνήμης και της φαντασίας μας.

Όπως μάλιστα λέει ο επικεφαλής της έρευνας σύντομα θα μπορούσε να αξιοποιηθεί και η λειτουργία της μνήμης, αλλά και να εφαρμοστεί η τεχνική σε ένα ευρύτερο φάσμα αντικειμένων πλην των προσώπων.

Πρακτικές εφαρμογές
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό eNeuro και σύμφωνα με τους συντάκτες τους, αναδεικνύει τις δυνατότητες του ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος να αντλεί δεδομένα που στη συνέχεια θα χρησιμοποιούνται για την ανακατασκευής μιας εικόνας. Προφανώς, οι εφαρμογές είναι αναρίθμητες τόσο σε θεωρητικό όσο και πρακτικό επίπεδο. Ένας επιπρόσθετος λόγος είναι ότι πρόκειται για μια σχετικά προσιτή και εύκολη στην εφαρμογή μέθοδο.

Θα μπορούσε για παράδειγμα να αποτελέσει τη βάση για την υλοποίηση ενός μέσου επικοινωνίας για ανθρώπους που για λόγους υγείας δεν έχουν τη δυνατότητα προφορικής επικοινωνίας. Η δυνατότητα οπτικής αναπαραγωγής των σκέψεων και της αντίληψης ενός ατόμου θα μπορούσε δυνητικά να προσφέρει πεδίο έκφρασης σε ανθρώπους που αδυνατούν να τις μεταφέρουν σε λόγο.
 
Δυνητικά βέβαια θα μπορούσε να αξιοποιηθεί και σε περιπτώσεις που ορισμένοι δεν επιθυμούν να εκφράσουν τις σκέψεις τους (π.χ. σε μια αστυνομική έρευνα, μια ανάκριση ή μια δικαστική διαδικασία). Και σε αυτό ακριβώς το σημείο, εγείρονται ζητήματα ηθικής, που καλούνται να απαντήσει τόσο οι επιστημονική κοινότητα όσο και οι αρχές. Ζητήματα που πρέπει να απαντηθούν έγκαιρα, γιατί η τεχνολογική και επιστημονική εξέλιξη θα συνεχίσει να προηγείται.

Ο Γαλαξίας μας επιταχύνεται από μια περιοχή πολύ χαμηλής πυκνότητας που ήταν προηγουμένως αόρατη

Ο Γαλαξίας μας ωθείται μέσα στο χώρο από ένα κενό που ονομάζεται Απωστικό Δίπολο. Με μια τρισδιάστατη απεικόνιση της ροής των γαλαξιών μέσα στο διάστημα οι αστρονόμοι βρήκαν ότι παρόλο που δεν μπορούμε να την αισθανθούμε είμαστε σε μια συνεχή κίνηση. Η Γη περιστρέφεται με μια ταχύτητα 1.600 χλμ./ώρα, ενώ περιστρέφεται γύρω από τον Ήλιο με 100.000 χλμ./ώρα, ο Ήλιος μέσα στον Γαλαξία με 850.000 χλμ. /ώρα. τέλος ο Γαλαξίας μας κινείται στο διαστελλόμενο Σύμπαν ως προς τη Μικροκυματική Ακτινοβολία Υποβάθρου (CMB) με μια εκπληκτική ταχύτητα 630 χλμ. ανά δευτερόλεπτο. Αλλά τι αναγκάζει να ακολουθήσει αυτή την κίνηση με την εκπληκτική ταχύτητα ο Γαλαξίας μας;
 
Οι αστρονόμοι είχαν υποθέσει από τη δεκαετία του 1980 ότι μια πυκνή περιοχή του Σύμπαντος που ονομάζεται ''Μεγάλος Ελκυστής'', ο οποίος αποτελείται από σμήνη γαλαξιών σε απόσταση 160 εκατομμυρίων ετών φωτός από τον Γαλαξία μας, έλκει τον Γαλαξία μέσα στο διάστημα. Αυτός ο Ελκυστής βρίσκεται στην περιοχή των σμηνών του Κενταύρου, του Γνώμονα, και της Ύδρας. Αργότερα πρότειναν ότι έφταιγε μια άλλη περιοχή με περισσότερα από 20 μεγάλα σμήνη γαλαξιών, που ονομάζεται Υπερσμήνος Shapley,  κάπου 600 εκατομμύρια έτη φωτός πέρα ​​από τον Μεγάλο Ελκυστή.
 
Τώρα, άλλοι αστρονόμοι, με επικεφαλής τον καθηγητή Yehuda Hoffman στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ, αναφέρουν ότι ο Γαλαξίας μας όχι μόνο έλκεται αλλά επίσης και ωθείται. Σε μια μελέτη στο περιοδικό Nature Astronomy , η ομάδα περιγράφει μια άγνωστη περιοχή στην εξωγαλακτική γειτονιά μας, η οποία είναι σε μεγάλο βαθμό απαλλαγμένη από γαλαξίες (με μικρή πυκνότητα), που ασκεί μια απωθητική δύναμη στον Γαλαξία και στην Ανδρομέδα.
 
Αυτή την κίνηση την παρατηρούμε στους γειτονικούς γαλαξίες και εκτείνεται σε αποστάσεις άνω των 250 Mpc. Υπάρχει μια γνωστή υπέρπυκνη  περιοχή – το Υπερσμήνος Shapley – που δημιουργεί μια έλξη στη ροή των γαλαξιών. Βασικά η βαρύτητα είναι πάντα ελκυστική, αλλά αν υπάρχει μια περιοχή με χαμηλή πυκνότητα προφανώς ενεργεί ως βαρυτικός απωστής. Αυτό συμβαίνει επειδή υπάρχει λιγότερη έλξη προς την κατεύθυνση της χαμηλής πυκνότητας και μεγαλύτερη έλξη λόγω της υψηλότερης πυκνότητας σε άλλες κατευθύνσεις, οπότε αναγκάζει τα αντικείμενα να φεύγουν μακριά από την περιοχή χαμηλής πυκνότητας (Dipole Repeller). Αυτός ο βαρυτικός απωστής φαίνεται να βρίσκεται σε μια απόσταση περίπου 220 Mpc και αναμένεται να συμπίπτει με ένα κενό στην πυκνότητα των γαλαξιών. Αυτό το  κέντρο έλξης μαζί με ένα σχεδόν ίδιο κέντρο άπωσης φαίνεται να είναι οι σημαντικότεροι συντελεστές στο δίπολο της CMB.
 
Η ταχύτητα των 630 km /sec είναι περίπου διπλάσια από ό, τι θα έπρεπε να είναι, αν ήταν υπεύθυνη γι’ αυτήν μόνο το Υπερσμήνος Σάρπλεϊ  ή και ο Μεγάλος Ελκυστής, Αλλά η άπωση από τον κενό χώρο διπλασιάζει ουσιαστικά την ταχύτητα της τοπική ομάδα των γαλαξιών.
 
“Έτσι με αυτή την τρισδιάστατη απεικόνιση 3D της ροής των γαλαξιών διαπιστώσαμε ότι ο Γαλαξία μας επιταχύνεται από μια μεγάλη, παλαιότερα άγνωστη περιοχή χαμηλής πυκνότητας. Επειδή απωθεί και δεν ελκύει, αποκαλούμε αυτή την περιοχή Δίπολο Άπωσης», εξήγησε καθηγητής Hoffman. «Εκτός από την έλξη προς την γνωστή συγκέντρωση υπερσμηνών Shapley, απομακρυνόμαστε συγχρόνως από το πρόσφατα ανακαλυφθέντα Δίπολο Άπωσης (Dipole Repeller), οπότε έχει καταστεί εμφανές ότι η ώθηση και η έλξη έχουν παρόμοια σημασία στην τοποθεσία μας».
 
Η παρουσία μιας τέτοιας περιοχής χαμηλής πυκνότητας είχε προταθεί προηγουμένως, αλλά η επιβεβαίωση της απουσίας γαλαξιών εκεί μέσα είχε μέχρι σήμερα αποδειχθεί δύσκολη. Χρησιμοποιώντας το διαστημικό τηλεσκόπιο Hubble, μεταξύ των άλλων ισχυρών τηλεσκοπίων, η ομάδα σχεδίασε ένα 3D χάρτη του λεγόμενου πεδίου ροής γαλαξιών.
 
Οι ροές ανταποκρίνονται άμεσα στην κατανομή και την κίνηση της ύλης μακριά από περιοχές που είναι σχετικά άδειες, προς περιοχές που είναι γεμάτες μάζα. Οι ερευνητές λοιπόν χρησιμοποίησαν τον χάρτη για να μελετήσουν τις ιδιόμορφες ταχύτητες – εκείνες που είναι μεγαλύτερες από την ταχύτητα διαστολής του σύμπαντος – των γαλαξιών γύρω από τον Γαλαξία μας για να ανακαλύψουν περιοχές που είναι πυκνές και τους προσελκύσουν.
 
Με τον εντοπισμό του Dipole Repeller, οι ερευνητές θα μπορούσαν να καθορίσουν τόσο την κατεύθυνση όσο και το μέγεθος της κίνησης του Γαλαξία. Η μελλοντική έρευνα θα χρησιμοποιήσει εξαιρετικά ευαίσθητες έρευνες σε οπτικά, σχεδόν υπέρυθρα και ραδιοφωνικά μήκη κύματος για τον εντοπισμό του μικρού αριθμού γαλαξιών σε αυτό το κενό και την επιβεβαίωση του Σίπολου Άπωσης.

Αρισταίος: O Αγροτικός Θεός

Ο Αρισταίος ήταν γιος του Απόλλωνα και της Κυρήνης, εγγονής της Ναϊάδας Κρέουσας και του θεσσαλού θεού-ποταμού Πηνειού.

Τον Αρισταίο ανέθρεψαν η προγιαγιά του Γαία και οι Ώρες ή ο Κένταυρος Χείρωνας κατ’ άλλους. Στη συνέχεiα ανέλαβαν την εκπαίδευσή του οι Μούσες.

Κοντά τους έμαθε την τέχνη της ιατρικής και της μαντικής. Από τις Νύμφες έμαθε την καλλιέργεια του αμπελιού και της ελιάς, πώς να φροντίζει τα μελίσσια, πώς να παρασκευάζει τυρί από το γάλα και πώς να μπολιάζει τις αγριελιές για να βγάζουν καρπό. Οι Μούσες του έδωσαν τρία ονόματα. Τον ονόμασαν Νόμιο, Αρισταίο και Αγρέα.

Σύμφωνα με τον Πλίνιο ο Αρισταίος ανακάλυψε το ελαιοπιεστήριο, ώστε να παίρνει λάδι από τον καρπό του ελαιόδεντρου.

Επίσης του αποδίδονται και εφευρέσεις σχετικές με το κυνήγι, όπως οι λάκοι και τα δίχτυα.

Ο Αρισταίος, με τη σειρά του, φρόντισε όσα γνώριζε να γίνουν κτήμα των ανθρώπων. Νυμφεύτηκε την Αυτονόη, την κόρη του Κάδμου, και απέκτησε μαζί της τον Ακταίωνα.

Ο Αρισταίος σχετίζεται και με τον κύκλο του Ορφέα. Σύμφωνα με το Βιργίλιο, η Ευρυδίκη, γυναίκα του Ορφέα, βρήκε τραγικό θάνατο, από δάγκωμα φιδιού, στην προσπάθειά της να ξεφύγει από τον Αρισταίο που την καταδίωκε.

Οι θεοί οργίστηκαν από την πράξη του και έστειλαν επιδημία στις μέλισσές του. Εκείνος, για να μάθει την αιτία της συμφοράς του, ζήτησε τη βοήθεια της μητέρας του. Η Κυρήνη τον έστειλε στον Πρωτέα κι εκείνος του αποκάλυψε πώς οι θεοί τον τιμώρησαν για το θάνατο της Ευρυδίκης.

Όταν κάποτε ξέσπασε λοιμός στις Κυκλάδες, την εποχή του Σείριου, που έκανε πολλή ζέστη, οι κάτοικοι ζήτησαν τη βοήθεια του Αρισταίου για να απαλλαγούν από τη συμφορά.

Ο Αρισταίος για να τους βοηθήσει εγκαταστάθηκε στην Κέα, όπου έχτισε μεγάλο βωμό στο Δία και πρόσφερε καθημερινές θυσίες στο Δία και στο Σείριο. Ο Δίας εισάκουσε τις προσευχές του κι έστειλε τα μελτέμια (τους δροσερούς ανέμους), για να αλλάξουν το κλίμα στο νησί.

Από τότε τα μελτέμια πνέουν όταν κάνει πολλή ζέστη και καθαρίζουν την ατμόσφαιρα των Κυκλάδων.Τιμήθηκε στην Αρκαδία γιατί δίδαξε στους Αρκάδες τη μελισσοκομία, την κατεργασία του μαλλιού και την τέχνη του κυνηγιού.

Επίσης τον τιμούσαν και στη Λιβύη όπου είχε φυτέψει το φυτό σίλφιον από το οποίο έπαιρναν κάποιο φάρμακο κι ένα καρύκευμα.Σύμφωνα με το Διόδωρο το Σικελιώτη ο Αρισταίος δίδαξε στη Σαρδηνία και στη Σικελία την καλλιέργεια της ελιάς.

Εκεί λατρεύτηκε ως γεωργική θεότητα, προστάτης των ελαιοκαλλιεργητών.

Aδιακρισία

Είτε ξεκινάει από αφέλεια είτε από περιέργεια είτε από πρόθεση να βοηθήσουμε ή -στη χειρότερη περίπτωση- να πληγώσουμε τον άλλον, η αδιακρισία είναι πάντα ενοχλητική.

Ένας νεαρός Αφρικανός πίνει καφέ στην κεντρική πλατεία μικρού -και καθόλου τουριστικού- χωριού της Πελοποννήσου. Σύντομα τον πλησιάζουν δύο ηλικιωμένοι κάτοικοι του χωριού και -γεμάτοι περιέργεια- τον ρωτάνε: «Ποιανού είσαι εσύ;». «Εγώ είμαι από την Γκάνα της Αφρικής», απαντά σε σπαστά Ελληνικά ο νεαρός. «Ποιανού από την Γκάνα;», επιμένουν οι ηλικιωμένοι. Δεν είναι βέβαιο αν πρόκειται για αστικό μύθο, για ανέκδοτο ή για πραγματικό περιστατικό. Το σίγουρο είναι ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να είχε πράγματι συμβεί.
 
Κυρίως στην ελληνική επαρχία, όπου η περιέργεια και συχνά η αδιακρισία είναι συνηθισμένες και επιπλέον θεωρούνται εύλογες. Δεν είναι όμως μόνο στην ελληνική επαρχία που μπορεί να ακούσουμε ερωτήσεις ή σχόλια όπως: «Πότε θα παντρευτείς;», «Πόσων χρονών είσαι;», «Γιατί δεν κάνετε κανένα παιδάκι;», «Πόσα λεφτά είναι ο μισθός σου;» «Τι έπαθες και κουτσαίνεις;» κ.ά. Σε ολόκληρη την Ελλάδα, όπως και στις υπόλοιπες μεσογειακές χώρες, η περιέργεια εκδηλώνεται και συχνά γίνεται αδιακρισία. Σίγουρα περισσότερο και συχνότερα από ό,τι στις βόρειες χώρες, όπου οι άνθρωποι είναι πιο απόμακροι και συγκρατημένοι. Ας μην είμαστε όμως άδικοι. Το γεγονός ότι στη βόρεια Ευρώπη, για παράδειγμα, οι άνθρωποι δεν κάνουν αδιάκριτες ερωτήσεις, σχόλια, απρόσμενες επισκέψεις και δεν ρίχνουν περίεργα βλέμματα δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είναι και πιο καλόκαρδοι, πιο ανοιχτόμυαλοι ή λιγότερο κουτσομπόληδες από τους νότιους Ευρωπαίους, αλλά ότι έχουν καλύτερη κοινωνική αγωγή, πιθανώς και ότι νοιάζονται λιγότερο ή ότι το θεωρούν ασήμαντο το γιατί δεν παντρεύεσαι ή ποιανού είσαι από την Γκάνα!
 
Κατά μάνα κατά κύρη
Η αδιακρισία και η περιέργεια είναι στοιχεία που πηγαίνουν χέρι-χέρι με την κοινωνικότητα και ξεκινούν συχνά από το ενδιαφέρον μας να ρωτήσουμε, να μάθουμε, πιθανώς και να βοηθήσουμε. Η περιέργεια άλλωστε είναι έμφυτη στον άνθρωπο και είναι το χαρακτηριστικό με το οποίο μας έχει εφοδιάσει η φύση για να ξεκινήσουμε να ανακαλύψουμε τον κόσμο. Δυστυχώς όμως συχνά ξεπερνάμε το όριο και φτάνουμε σε ερωτήματα πολύ προσωπικά, που προσβάλλουν, φέρνουν σε δύσκολη θέση ή στενοχωρούν τους άλλους, προκαλώντας τους ενόχληση ή και δυσφορία. Εδώ εμπλέκεται το ζήτημα της κοινωνικής αγωγής, που μας βοηθά να συνειδητοποιήσουμε τι μπορούμε να πούμε και να ρωτήσουμε και πότε ξεπερνάμε το όριο. Ας πάρουμε το παράδειγμα των παιδιών που συχνά κάνουν σχόλια ή αδιάκριτες ερωτήσεις με αφέλεια και καλή πρόθεση. Μέχρι τη στιγμή που οι γονείς -ανάλογα και με τη δική μας κοινωνική αγωγή- τα εκπαιδεύουμε και τους εξηγούμε πόσα και τι επιτρέπεται να ρωτούν και να σχολιάζουν, ώστε να μην ξεπερνούν τα όρια και να μάθουν τελικά να φέρονται με διακριτικότητα.

Τι κρύβεται από πίσω;
Όμως η διακριτικότητα δεν έχει μόνο να κάνει με τα όσα μάθαμε από την οικογένεια και το περιβάλλον μας. Σχετίζεται και με την προσωπικότητά μας. Μπορεί, για παράδειγμα, να κρύβει πρόθεση να βοηθήσουμε ή αφέλεια ή και άγνοια των κοινωνικών κανόνων. Συχνά όμως η αδιακρισία φανερώνει έλλειψη ορίων και δυσκολία να συμβιβαστούμε με τους κανόνες και τις κοινωνικές επιταγές. Ακόμα χειρότερα μπορεί να κρύβει αδιαφορία για τους άλλους και τα συναισθήματά τους ή ακόμα και κακή πρόθεση. Οι άνθρωποι, πάντως, συχνά ανάλογα με το τι πειράζει ή θα ενοχλούσε εμάς τους ίδιους φερόμαστε και στους άλλους.
 
Αν, για παράδειγμα, εμάς δεν μας ενοχλεί να λέμε την ηλικία μας, είναι πιο πιθανό να ρωτήσουμε και κάποιον άλλον πόσων χρονών είναι, ο οποίος πιθανώς θα εκλάβει την ερώτησή μας ως αδιάκριτη.
 
Αντιμετωπίζοντας την αδιακρισία
Το να αντιδράσουμε στην αδιακρισία και να την αντιμετωπίσουμε απαιτεί να θέσουμε με σταθερό τρόπο όρια σε έναν άνθρωπο που θα κάνει ή θα πει κάτι το οποίο θα μας ενοχλήσει. Ας πάρουμε το παράδειγμα ενός ανθρώπου που μπαίνει στο σπίτι μας και ανοίγει τα ντουλάπια χωρίς να μας ρωτήσει. Κατ’ αρχάς μπορούμε να τον ρωτήσουμε αν χρειάζεται κάτι να του δώσουμε και αν δούμε ότι δεν καταλαβαίνει το μήνυμα, μπορούμε πιο ξεκάθαρα να πούμε, με ευγένεια, αλλά ξεκάθαρα, τι νιώθουμε. Στην περίπτωση αυτή, θα μπορούσαμε να πούμε: «Θα προτιμούσα να μην ανοίγεις τα ντουλάπια μου. Με ενοχλεί»
 
Ακόμη, αν προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε ενοχλητικές ερωτήσεις, θα πρέπει, ανάλογα με το από ποιον προέρχονται, να κάνουμε κατανοητό ότι δεν θέλουμε να μας ρωτάνε γι’ αυτό και όχι ότι δεν θέλουμε να απαντήσουμε. Μπορούμε να επιστρατεύσουμε το χιούμορ, την αποφυγή, το ψέμα, τις δικαιολογίες ή και ξεκάθαρα να πούμε ότι δεν θέλουμε να απαντήσουμε ή να συζητήσουμε, αποφεύγοντας όμως να είμαστε εριστικοί ή να μπούμε σε διαμάχες. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να θυμόμαστε ότι το γεγονός ότι ο άλλος είναι αδιάκριτος δεν θα πρέπει να μας αναγκάσει να απαντήσουμε σε κάτι που δεν θέλουμε. Καλό είναι επίσης να προσπαθήσουμε να βρούμε την πρόθεση και την αιτία πίσω από την αδιακρισία κάποιου, ώστε να την αντιμετωπίσουμε. Τον άνθρωπο που σκόπιμα φέρεται αδιάκριτα για να ενοχλήσει και να πειράξει οφείλουμε να του θέσουμε όρια και να τον βάλουμε στη θέση του. Εκείνον που είναι απλώς αφελής ή έχει κοινωνική άγνοια ή δυσκολία μπορούμε με τρόπο να του υποδείξουμε το λάθος και το ατυχές της συμπεριφοράς του.

Θεώρημα για την υποστασιακή πλάνη του δικαστή και δυο πορίσματα σχετικά με τις δύο πλευρές της δικαστικής έδρας

«Λέοντός τις κυνηγός ίχνη επεζήτει• δρυτόμον δε ερωτήσας ει είδεν ίχνη λέοντος και πού κοιτάζει, έφη• “Και αυτόν τον λέοντά σοι ήδη δείξω”. Ο δε ωχριάσας εκ του φόβου και τους οδόντας συγκρούων είπεν• “Ίχνη μόνα ζητώ, ουχί αυτόν τον λέοντα”» Αισώπου, δειλός κυνηγός και δρυτόμος

Το θεώρημα

Υπάρχει μια πλάνη στην οποία μπορεί να υποπέσει εύκολα μια δικαστική έδρα. Η υποστασιακή πλάνη. Η πλάνη ότι, εφόσον ο δικαστής έκρινε έτσι, τα πράγματα έγιναν έτσι κιόλας.

Ότι, ας πούμε, αν η έδρα γράψει σε απόφασή της ότι δεν σταυρώθηκε ο Χριστός, όποιος πει ότι σταυρώθηκε λέει ψέματα – και επιπλέον «δεν σέβεται τις δικαστικές αποφάσεις».

Η αλήθεια, κύριοι δικαστές, είναι ότι υπάρχει ένα αντικειμενικό γεγονός, γεγονός του παρελθόντος, κι εσείς, με την απόφασή σας, είστε ή σύμφωνοι με το γεγονός, ή έρχεστε σε σύγκρουση με αυτό. Στην πρώτη περίπτωση, η απόφασή σας είναι σωστή, στην δεύτερη είναι λάθος.

Πόρισμα 1

Από αυτό το θεώρημα, μπορείτε να βγάλετε ένα πόρισμα, να διορθώσετε, άμα θέλετε, μιαν οφθαλμαπάτη. Γιατί η θέση σας, στην έδρα, ψηλά, με τον κατηγορούμενο καταπτοημένο κάτω, στο εδώλιο, σας δίνει μια ψευδαίσθηση ότι εσείς κρίνετε. Η αλήθεια είναι ότι εσείς κρίνεστε. Και κατά μείζονα λόγο σε μια περίπτωση καθαρή, κάτι που προκύπτει, συχνότατα από τον φάκελο της δικογραφίας.

Εσείς, αυτή τη στιγμή, είσαστε σε μια σκηνή, και κάτω κάθεται ο κριτής σας και βλέπει, και κρίνει: σας τίθεται ένα ερώτημα. Εδάρη ή όχι ο κύριος Κ; Αυτός, που είναι κι ο δαρμένος, γνωρίζει την απάντηση. Και εσείς, με την απόφασή σας, ή θα την βρείτε, και θα απαντήσετε σωστά. Ή δεν θα την βρείτε. Και θα απαντήσετε λάθος. Ή θα απαντήσετε λάθος εξεπίτηδες, για λόγους οποιουσδήποτε, συστηματικούς (συχνότατα τέτοιος είναι το άρθρο 366 παρ. 2 Π.Κ., ή το λάθος κάποιου άλλου δικαστικού, πριν από εσάς, στην ίδια υπόθεση) ή ατομικούς. Συνεπώς, είναι ο κύριος Κ. ο οποίος, στο τέλος της διαδικασίας, θα γνωρίζει εάν έχετε βρει την σωστή απάντηση ή έχετε απαντήσει λάθος. Αυτός θα σας κρίνει. Δεν κρίνετε εσείς αυτόν.

Διερεύνηση:

Αν η δικαστική κρίση, κατά τα παραπάνω, είναι ένα τεστ για σας τους ίδιους, έχει, όμως, μία σημαντική διαφορά, από τα συνήθη τεστ. Ότι ενώ αν απαντήσετε σωστό ή λάθος σε εξετάσεις, ας πούμε στο μάθημά σας στη Νομική, τις συνέπειες θα τις υποστείτε εσείς. Αν απαντήσετε σωστό ή λάθος από έδρας, τις συνέπειες θα τις υποστεί ο δικαζόμενος. Αυτό σας διασφαλίζει ένα ανεύθυνο, το οποίο για πολλούς δικαστές σημαίνει ανευθυνότητα, ενώ δογματικά καλύπτεται πίσω από την «ελευθερία της δικαστικής κρίσης».

Σε κάθε τέτοια κρίση, κρίνονται όχι μόνο η ίδια η κρίση, αλλά και ο κρίνων. Ο κρίνων κρίνεται, καταρχάς, από το αν έφτασε στην ορθή κρίση, ή όχι. Αλλά τελικά η ορθότητα της κρίσης είναι ιδιότητα της κρίσης, ενώ η κριτική του δικαστή αφορά τον κρίνοντα. Οι δύο κριτικές συσχετίζονται στενά και ισχυρά, αλλά δεν ταυτίζονται μεταξύ τους. Κυρίως, επειδή υπάρχει το ενδεχόμενο του λάθους.

Η βασική κατηγορία, συνεπώς, της κριτικής της δικαστικής απόφασης είναι το σωστό / λάθος. Η διάκριση της απόφασης σε «σωστή» και «λάθος», ανάλογα με τον βαθμό της συμφωνίας τους με την πραγματικότητα δεν μπορεί να παραβλεφθεί. Ιδίως δεν μπορεί να καλυφθεί από οποιονδήποτε φορμαλισμό ο οποίος θα εστίαζε, τυχόν, στο «κύρος της δικαστικής απόφασης», στην «αρτιότητα της διαδικασίας» και στην σπουδαιότητα της δικαστικής λειτουργίας στην δημοκρατική κοινωνία.

Στην πραγματικότητα, οι λειτουργίες της δικαστικής απόφασης μπορούν να συνοψιστούν σε τρεις κατηγορίες:

(α) πρακτικές (όχι απλώς νομικά, το δεδικασμένο και η εκτελεστότητα, αλλά όλες οι απώτερες πραγματικές τους συνέπειες, που μπορεί να είναι εκτεταμένες)

(β) συμβολικές, οι οποίες ακριβώς σχετίζονται με το «κύρος της δικαστικής απόφασης», αλλά είναι διπλής όψης, σαν τον Ιανό: δεν είναι μόνον το «κύρος της δικαστικής απόφασης» που μεταβιβάζεται στην δικαστική απόφαση, αλλά και αντίστροφα, το «ορθό ή λάθος» της συγκεκριμένης δικαστικής απόφασης (που το ξέρει καταρχάς ο δικαζόμενος), που μεταβιβάζεται στο κύρος της δικαστικής απόφασης – και της λειτουργίας της δικαιοσύνης.

(γ) αποδεικτικές, ως «τεκμήριο της αληθείας», το οποίο είναι ΜΑΧΗΤΟ.

Επομένως, η κεντρική «ιδιότητα» μιας δικαστικής κρίσης είναι το ορθό ή το λάθος της. Εδώ στηρίζεται μια «κριτική της δικαστικής κρίσης» (ο όρος «κριτική» τίθεται, εδώ, υπό την Καντιανή έννοια του όρου, δηλαδή ως διερεύνηση των μεταφυσικών προϋποθέσεων κάθε κρίσης και των πρακτικών συνεπειών τους). Η κριτική του δικαστικού κρίνοντος διαφοροποιείται από την κριτική της δικαστικής κρίσης κατά το ότι η πρώτη περιλαμβάνει τρεις παραμέτρους, τις οποίες δεν περιλαμβάνει η δεύτερη. Ενώ και η κριτική του δικαστικού κρίνοντος έχει ως κεντρικό ζητούμενο, πάλι, το σωστό / λάθος της δικαστικής κρίσης που αυτός ο ίδιος εξέφερε, συνυπολογίζει επιπλέον και τους ακόλουθους παράγοντες:

(α) Την διανοητική προσπάθεια. Αυτή είναι, και δίδεται από τον δικαστή, ad hoc σε κάθε δικαστική κρίση. Στηρίζεται σε ένα υπόβαθρο νοημοσύνης και γνώσης, και προϋποθέτει ένα διανοητικό θάρρος.

(β) Την επάρκεια. Όχι μόνο διανοητική, αλλά κυρίως ηθική. Η ηθική διάσταση της υποκειμενικότητας αφορά κατά κύριο λόγο το θάρρος που χρειάζεται η προσέγγιση της αληθείας, με μοναδικό οδηγό την δικαιοσύνη, ως ιδέα και πρότυπο. Ο Αισώπειος μύθος που παρατίθεται ως μότο, στην αρχή του κειμένου, «δειλός κυνηγός και δρυτόμος», δείχνει την σύνδεση της γνώσης με την δύναμη που χρειάζεται να «δεις» την ίδια την αλήθεια. Η αλήθεια είναι ο λέων και τα ίχνη του είναι οι καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα κ.τ.λ. Είναι εύλογο ότι ο δικαστής θα ακολουθήσει τα «ίχνη» για να φτάσει στον λέοντα της αληθείας. Αλλά, ανάλογα με τα ηθικά του προσόντα, και ιδίως – μας λέει ο Αίσωπος – ανάλογα με το ηθικό (και λοιπό) θάρρος του, μπορεί να τα ακολουθήσει προς την μεριά του λέοντος της αληθείας, μπορεί και προς την αντίθετη.

(γ) Την διαχείριση της αμφιβολίας. Αντιπροσωπεύει τον συστηματικό παράγοντα.

Θα προσέθετα, στο σημείο αυτό, ότι η προσέγγιση της αληθείας είναι πάντοτε μοναχική και ατομική. Εκ των πραγμάτων, οι πολυμελείς έδρες, εάν τείνουν να σκέπτονται ομαδικά, υπόκεινται στο σφάλμα της «ομαδικής σκέψης» (group thinking). Αυτό δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ως επιχείρημα κατά των πολυμελών συνθέσεων. Προσωπικά θεωρώ ότι οι πολυμελείς συνθέσεις είναι ασφαλέστερες, ιδίως επειδή μπορούν να αντιπαραβληθούν και να αλληλοεπηρεαστούν θετικά οι μεταξύ τους ατομικές και μοναχικές πορείες προς την αλήθεια – αλλά αυτό, υπό την προϋπόθεση ότι θα παραμείνουν ατομικές (κάτι το οποίο, θεσμικά, αντιπροσωπεύει το δικαίωμα ατομικής ψήφου, και διαφωνούσας γνώμης για τον κάθε δικαστή). Αντίθετα, εάν οι πολυμελείς συνθέσεις λειτουργούν ως μήτρες group thinking, η ευθύνη της απόφασης διαχέεται, και η ίδια η απόφαση υπόκειται σε μεγαλύτερα σφάλματα (και γίνεται περισσότερο «συστεμική») απ’ όσα εάν λειτουργούσε ο καθένας δικαστής μόνος του.

Εν τέλει, παραμερίζοντας την γνωστή (και υπερτιμημένη, κατά τη γνώμη μου) παραδικαστηριακή ρήση («ο δικαστής … αν ξέρει και ολίγα νομικά δεν βλάπτει»), θα έθετα το ζήτημα ως εξής: η συγκέντρωση της τριάδας νοημοσύνης, δικαιοσύνης και θάρρους είναι μια ευνοϊκή περίπτωση που πιθανολογεί – χωρίς ποτέ να την διασφαλίζει – μια σωστή δικαστική απόφαση. Στην περίπτωση αυτή, ο δικαστής θα ξέρει και καλά νομικά.

Πόρισμα 2:

Το να έχεις κερδίσει μια δίκη δεν είναι το τελικό κριτήριο της αλήθειας. Είναι και αν έχεις κερδίσει με σωστή απόφαση. Αν είναι να χάσεις, να έχεις χάσει με λάθος απόφαση.

Στο επίπεδο αυτό, η κύρια γνωστική συνέπεια ενός δικαστικού λάθους είναι η γνωστική ασυμφωνία (cognitive dissonance). Η γνωστική ασυμφωνία είναι η μορφή με την οποία εκδηλώνεται η αξίωση για ορθές δικαστικές αποφάσεις, όταν η ίδια η δικαστική απόφαση που εκφωνείται στο τέλος της διαδικασίας είναι λάθος.

Στο υποκειμενικό πεδίο, η γνωστική ασυμφωνία εισβάλλει, με όλη την δυναμική της κατά το μέρος που προσλαμβάνεται ως «αποτυχία» του δικαζομένου, κατά το μέρος που λειτούργησε ως παράγοντα της δικαστικής διαδικασίας, να επηρεάσει το οργανωμένο σύστημα της δίκης σε τέτοιο βαθμό ώστε η δικαστική απόφαση να εκδίδεται σύμφωνα με την απαίτηση της γνωστικής συμφωνίας.

Διερεύνηση:

Στην σχετική μόνο αξία της δικαστικής απόφασης (ως «τεκμηρίου» της αληθείας, και μάλιστα μαχητού) μπορεί να στηριχτεί μια αντίστοιχη «κριτική» (κατά την Καντιανή, πάντοτε, έννοια του όρου) του δικαζομένου.

Αυτό, ενόψει του ότι και ο δικαζόμενος λαμβάνει, κατά την διάρκεια της δίκης, αποφάσεις. Η τελική απόφαση για το αν θα γίνει ή όχι μια δίκη, και για την στάση που θα κρατήσει αυτός που θα συμμετάσχει σ’ αυτήν – ή που είναι υποχρεωμένος να συμμετάσχει – δεν συναρτάται πρωτίστως από την δικαστική απόφαση που αναμένεται «εμπειρικά» και με πιθανολόγηση (λ.χ. αν «το δικαστήριο θα πάει με την πραγματογνωμοσύνη» ή «με την εισήγηση» ή αν «το παιδί (σε δίκη επιμέλειας) θα το πάρει η μητέρα»), αλλά με την υπαρκτικής τάξεως ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ απόφαση να εμμείνει ο δικαζόμενος στην ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΟΥ. Είναι τελείως διαφορετικό να χάσει κάποιος μια δίκη αφού έχει πει αυτά που συνιστούν την αλήθειά του, και διαφορετικό το να την έχει «δώσει» ο ίδιος, ιδίως εάν το «δόσιμο» σημαίνει να την έχει «προ-δώσει». Η δικαστική απόφαση έχει κατά κύριο λόγο πρακτικές συνέπειες – και συμβολικές, όχι ασήμαντες, βέβαια. Όμως, πάνω και πέρα απ’ αυτές, ο εξαναγκασμός του προσώπου να αποσπαστεί από την αλήθειά του είναι προσωπική αλλοτρίωση. Καμία δικαστική απόφαση, οσοδήποτε λάθος και αν είναι, δεν μπορεί να βλάψει το πρόσωπο στο βαθμό που μπορεί να βλαφτεί το ίδιο από την δική του στάση, εφόσον παραδώσει την αλήθειά του.

Η «αλήθεια – του – δικαζομένου» δεν ταυτίζεται αναγκαία με την «αντικειμενική» αλήθεια. Σχετίζεται, ενίοτε ισχυρά, με την τελευταία, αλλά το είδος της σχέσης και συσχέτισης των δυο τους ενδέχεται να ποικίλλει. Σε κάθε κρίση του δικαζόμενου, σε κάθε απόφασή του, είναι η δική του σειρά, πλέον, να αντιμετωπίσει τον δικό του λέοντα της αληθείας, από την δική του πλευρά της δικαστικής έδρας. Κάτι που απαιτεί και γενική νοημοσύνη, και επαρκές νοητικό υπόβαθρο, και ad hoc νοητική προσπάθεια, και διανοητικό θάρρος.

Αυτό, όμως, είναι ένα ζήτημα «εσωτερικό» του δικαζομένου. Αντίθετα, η στάση του δικαζομένου σε μια δίκη, σε συσχέτιση με την εσωτερική του γνώση, αφορούν στις ανταλλαγές μεταξύ του ιδίου και του έξω κόσμου.

Οι «ανταλλαγές» αυτές μπορεί να περιλαμβάνουν κάθε δυνατή μορφή – και καλά είναι ο δικαζόμενος να έχει ένα ευρύ ρεπερτόριο επιλογών, το οποίο μπορεί να περιλαμβάνει και τη συμφιλίωση, και των συμβιβασμό, αλλά και το δικαίωμα αντίστασης, όταν προσβάλλεται μέσα του το αίσθημα του δικαίου.

Η προσήλωση του δικαζομένου στο εσωτερικό του αίσθημα της δικαιοσύνης δεν μπορεί να παραβλεφθεί. Όσοι υπερτιμούν την ανάγκη «κοινωνικής ειρήνης» ή «σημασίας της δικαστικής λειτουργίας σε μια δημοκρατική κοινωνία», ή πρακτικές και ωφελιμιστικές εισαγόμενες έννοιες, όπως «το συμφέρον του τέκνου», υποτιμούν την θεμελιακή, φιλοσοφικά, δίψα του δικαζομένου για δικαιοσύνη.

Ως δικαστική στρατηγική εκτιμώ ιδιαίτερα τους δικαζόμενους που υπερασπίζονται την αλήθειά τους, ακόμα κι όταν «όταν προβλέπουν, και πολλοί προβλέπουν», κατά την έκφραση του Καβάφη, στις «Θερμοπύλες» του, ότι το δικαστήριο τελικά θα τους την απορρίψει. Και εδώ η κύρια αρετή του δικαζομένου είναι το θάρρος.

Αρκεί να πρόκειται για αλήθεια έμπεδη, βέβαια, και όχι απλή πράξη προβολής του υποκειμένου στον εξωτερικό κόσμο. Το τελευταίο είναι αυθαιρεσία παρόμοιας τάξεως με αυτήν της δικαστικής αυθαιρεσίας, και η καλά θεμελιωμένη απόρριψή της ένας από τους θεσμικούς, αλλά και υπαρξιακούς, και γνωσιολογικούς, σκοπούς του δικαστικού ελέγχου.

Εν συνόψει

Όσον αφορά τις αντίστοιχες γνωστικές θέσεις της κάθε πλευράς της έδρας, του δικαστή και του δικαζομένου, η ασυμμετρία είναι και παραμένει δομική. Είναι ο δικαζόμενος αυτός που, από πλεονεκτική θέση, «αυτός ξέρει», αυτός κρίνει πώς έκρινε ο δικαστής (κατά την αντικειμενική όψη) – ή τουλάχιστον (κατά την υποκειμενική όψη) πώς διαχειρίστηκε τα στοιχεία που είχε στην διάθεσή του για να κρίνει.

Όμως, το γεγονός ότι η «τριάδα» νοημοσύνης, θάρρους και δικαιοσύνης, όπως ακριβώς τίθεται από την δικαστική πλευρά έδρας, ανασυσταίνεται – και τίθεται – και από την «λαϊκή» της πλευρά, δηλαδή την πλευρά του δικαζομένου, δημιουργεί μια ηθική αντιστοιχία της θέσης του ανθρώπου κάτω από την δικαστική έδρα με την αντίστοιχη του ανθρώπου που κάθεται πάνω της.

Σκεπτικισμός και Αγνωστικισμός

Σχετική εικόναΗ δυνατότητά μας να γνωρίζουμε την πραγματικότητα προέρχεται από αυτήν την ίδια, στην οποία είμαστε σαν ένα από τα μέρη της και η γνώση μας έχει αρχίσει -με την πρώτη αντίληψή μας- πριν αναρωτηθούμε αν την έχουμε.

Όπως δεν είναι αναγκαίο να διανοηθούμε ποιο είναι γενικά το Σύμπαν για να μπορούμε να διαπιστώνουμε ποια από εκείνα που αντιλαμβανόμαστε υπάρχουν πραγματικά. Η ίδια η αντίληψη είναι ένας τρόπος εννόησης δημιουργημένη έμμεσα από τα ίδια τα πράγματα και γι’ αυτό είναι απ΄ όλους αυτονόητη και χρησιμεύει στις δραστηριότητές μας σαν βάσιμη, υπο­λογίσιμη και αξιόπιστη αλήθεια.

Τα πράγματα έχουν κοινά και σταθερά στοιχεία, δεν είναι τελείως άσχετα, διαφορετικά ή απροσδιόριστα το ένα από το άλλο και εμείς μπορούμε να τα αντιλαμ­βανόμαστε, με πρώτα αφηρημένα γνωστικά στοιχεία τα αισθήματα. Από τους συνδυασμούς των αισθημάτων προσέχουμε, ξεχωρίζουμε και διαμορφώνουμε τις έννοιες του λόγου. Η αντίληψη πρέπει να αρχίζει από κάποια αφαίρεση, που γίνεται μόνη της (απρόσεκτα), γιατί αν όχι, τότε δε θα υπήρχαν μη αντιληπτά μέρη της πραγμα­τικότητας.

Θα ήταν όλα αμέσως αντιληπτά. Αν ο προ­σδιορισμός της αντίληψης γινόταν μόνο από τα εξωτερικά πράγματα, τότε αυτή θα έπρεπε να μας δείχνει πολύ περισσότερα, αν όχι το σύνολο τους. Εξαρτάται από τους δυνατούς τρόπους, με τους οποίους μπορεί να επηρεάζεται η ελλιπής πραγ­ματικότητα του εαυτού μας. Δηλαδή δεν είμαστε τα πάντα και δεν επη­ρεαζόμαστε ταυτόχρονα με όλους τους δυνατούς τρόπους.

Χωρίς την ύπαρξή μας, βεβαίως θα ήταν αδύνατο να έχουμε κάποια αντίληψη ή εμπειρία και επομένως, αυτή δεν μπορεί ποτέ να είναι ανεξάρτητη από την ποιότητα και τις δυνατότητες της ύπαρξής μας. Η ποιότητα της αντί­ληψης δεν είναι ανεξάρτητη από τον εαυτό μας στο σύνολό του. Αυτό μπορούμε να το πούμε, χωρίς να χρειάζεται να ανα­φερθούμε ειδικότερα σε κάποια από τα μέρη του εαυτού μας ή για μερικές ιδιότητές του. Όπως λ.χ. στον εγκέφαλο, στο νευρικό σύστημα, στα αισθητήρια όργανα.

Ο επηρεασμός ή η αλλαγή στην ποιότητα, στις δυνατότητες και στις σχέσεις του εαυτού μας με τα εξωτερικά πράγματα επηρεάζει (άμεσα ή πιο έμμεσα) ποια πράγματα, που και πότε τα αντιλαμβανόμαστε, όπως και τη δυνατότητα της αντίληψης. Για τον ίδιο λόγο, ένας άλλος, ο οποίος δεν είναι με την ίδια ποιότητα, δυνατό­τητες και σχέσεις δεν αντιλαμβάνεται τα ίδια πράγματα ή στην ίδια στιγμή.

Η αντίληψη των εξωτερικών πραγμάτων είναι πάντοτε ένα αποτέλεσμα από τη σχέση ανάμεσα σ’ εκείνα και στον εαυτό μας. Αυτή η σχέση μας με τα πράγματα (η θέση, η στιγμή, η κατεύθυνση, η απόσταση, η γωνία, η βιολογική και η ψυχική κατάσταση κ.λπ.) αλλάζει με διάφορους τρόπους και δείχνει πάντοτε ένα μέρος από την πραγματικότητα, ποτέ το σύνολό της.

Η αντίληψη του συνόλου δε θα μπορούσε να διαφοροποιηθεί. Έτσι, η ίδια η αντίληψη (η πληροφορία μας, εάν προτιμάτε) είναι απο­σπασματική γνώση της πραγμα­τικότητας, όπως είναι οι έννοιες του λόγου και δεν δείχνει τα πράγματα, όπως ακριβώς είναι μόνα τους (και με όλους τους δυνατούς τρόπους). Το ότι η αντίληψη δεν είναι άμεσα τα πράγματα και δεν μας τα δείχνει ακριβώς όπως είναι (δηλαδή ανεξάρτητα από τον εαυτό μας), αυτό δεν σημαίνει ότι τα πράγματα δεν υπάρχουν. Αντιθέτως σημαίνει, ότι εκείνα δεν είναι τελείως διαφορετικά από εμάς και ακόμα, ότι τα πράγματα δεν είναι χωρίς σχέσεις, αλληλεπιδράσεις και κοινά στοιχεία.

Δεν είναι δυνατό ν’ αντιλαμβανόμαστε όλα τα πράγματα στην ίδια στιγμή (ή όλα τα μέρη τους) και η αντίληψη πρέπει ν’ αποτελείται από μερικά σταθερά γνωρίσματα, ανεξάρτητα από το αν αντιστοιχούν σε κάποια στοιχεία των πραγμάτων. Αυτά τα «ασύνθετα» γνωρίσματα στη σύσταση μιας πολυσήμαντης αντίληψης, τα οποία ονομάζουμε «αισθήματα», είναι και αυτά έννοιες, δηλαδή κοινά και σταθερά γνωρίσματα με αφηρημένη σημασία.

Τα αισθήματα, όπως λ.χ. ένα χρώμα ή το αίσθημα της θερμοκρασίας είναι έννοιες υπό την αισθητικότητα (με εξωτερική επίδραση), διότι είναι κοινά και σταθερά γνωρίσματα. Γνωρίσματα από κάποια αφαίρεση, η οποία γίνεται μόνη της και μας δείχνουν χωρίς διαφορές (και λεπτομέρειες) ακόμα και όταν τα πράγματα δεν είναι διαρκώς τα ίδια.

Η “παρανόηση” αρχίζει άμεσα από την αντίληψη, όπως και η εννόηση, από την οποία αφαιρούνται αναγκαία κάποια γνωρίσματα των πραγμάτων και τα ίδια τα αισθήματα συνταυτίζονται με ανύπαρκτα πράγματα ή ουσίες. Έτσι εξηγείται, γιατί η αντίληψη δε μας δείχνει ακριβώς όπως είναι τα πράγματα. Εάν η αφαιρετική δυνατότητα ονομάζεται διάνοια ή είναι μια διανοητική δραστηριότητα, τότε το ίδιο πρέπει να πούμε και για τη δυνατότητα της αντίληψης.

Η αισθητικότητα και η νοητικότητα δεν είναι δύο αντίθετες ιδιότητες και η μία δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς την άλλη. Η διαφορά τους είναι, ότι η πρώτη πραγμα­τοποιείται έμμεσα, από έξω, ενώ η άλλη άμεσα, από το έσω. Στην ίδια την αντίληψη μπορούμε να προσθέτουμε ή να αφαιρούμε γνωρίσματα (όπως κάνουμε στις γλωσσικά εξω­τερικευμένες έννοιες) και τότε λέμε, ότι στρέφουμε την προσοχή μας ή ότι συγκεν­τρωνόμαστε.

Μία αντίληψη, την οποία συν­ταυτίζουμε με μία ή περισσότερες άλλες, όταν δεν δια­πιστώνουμε ή δεν προσέχουμε τις διαφορές τους, μπορεί να θεωρηθεί σαν έννοια. Η ανα­σύνθεση μίας αντίληψης μέσα στην αυτο­συγκέντρωση δεν έχει τη σαφήνεια και τη λεπτομέρεια, που διαπιστώνουμε σ’ εκείνη. Δηλαδή, μερικά από τα γνωρίσματά της δεν υπάρχουν στην εσωτερική ανα­σύνθεσή της και επο­μένως μπορούμε να τη θεωρήσουμε σαν έννοια, αντί για ασαφή και ανακριβή αντίληψη.

Σκεπτικισμός
“Σκεπτικισμός είναι η ικανότητα να βρίσκει κανείς, με οποιοδήποτε τρόπο, αντιθέσεις ανάμεσα στα φαινόμενα και στις κρίσεις μας με τον σκεπτικισμό, εξαιτίας της ισοσθένειας που χαρακτηρίζει τα αντίθετα μεταξύ τους πράγματα και επιχειρήματα, φτάνουμε πρώτα στην εποχή και μετά στη αταραξία”. Έτσι περιγράφει τον σκεπτικισμό ο Σέξτος Εμπειρικός στις αρχές του 3ου αιώνα μ.κ.ε, όταν δηλαδή έχει από καιρό τελειώσει η περίοδος της ελληνιστικής φιλοσοφίας και οι Σκεπτικοί έχουν εκθέσει και αναπτύξει τις απόψεις τους για τουλάχιστον 5 αιώνες.

Μπορεί λοιπόν το απόσπασμα αυτό να συνοψίζει σε γενικές γραμμές τα βασικά χαρακτηριστικά των σκεπτικών, αλλά θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο σκεπτικισμός, όπως ακριβώς και στην περίπτωση της επικούρειας και στωικής φιλοσοφίας, αλλάζει από την μία γενιά Σκεπτικών στην άλλη σε σημαντικό βαθμό.

Πιο συγκεκριμένα, ο σκεπτικισμός στην αρχαιότητα παρουσιάζει κυρίως δύο κατευθύνσεις, οι εκπρόσωποι των οποίων θεωρούν ότι ανήκουν σε διαφορετικές παραδόσεις. Οι δύο κατευθύνσεις του αρχαίου σκεπτικισμού είναι ο ακαδημεικός και ο πυρρώνειος σκεπτικισμός.

Οι γνωσιολογικές προσεγγίσεις των Σκεπτικών τοποθετούνται στους αντίποδες των χαρακτηριζομένων ως δογματικών προσεγγίσεων, σύμφωνα με τις οποίες η γνώση ως θεωρητική κατάκτηση του εξωτερικού κόσμου ανήκει στην περιοχή των ανθρώπινων δυνατοτήτων και βρίσκεται σε διηνεκή εξέλιξη. Οι αισιόδοξες αυτές εκτιμήσεις είναι διάχυτες στον αρχαίο ελληνικό στοχασμό.

Οι Σκεπτικοί διατυπώνουν αμφιβολίες, άλλοτε μετριοπαθείς και άλλοτε ακραίες, για την αντικειμενική ισχύ των γνώσεων. Ως βασικό κριτήριό τους έχουν το ότι η γνώση είναι ένα αυστηρά υποκειμενικό γεγονός τελούμενο υπό τους όρους της ανθρώπινης προσληπτικότητας και κατά συνέπεια οι αισθήσεις και η νόηση είναι ενδεχόμενο να οδηγήσουν στην απάτη.

Η προέκταση είναι προφανής. Η αλήθεια δεν ανήκει στον ορίζοντα των ανθρώπινων δυνατοτήτων, διότι απουσιάζει το κύριο εχέγγυό της που είναι η αντικειμενικότητα ή η αμεσότητα της προδηλότητας των μέσων με τα οποία προσεγγίζεται.

Οι αρχαιότεροι των Σκεπτικών, ο Πύρρων και ο Τίμων δεν είναι γνωσιολογικά νόμιμο να αναφερόμαστε σε «είναι» των όντων αλλά στο «φαίνεσθαί» τους, υποστηρίζουν ότι όχι δηλαδή στο οντολογικό υπόστρωμά τους αλλά στον τρόπο με τον οποίο υποπίπτουν στην ανθρώπινη αντιληπτικότητα ως παρουσίες. Αυτός ο περιορισμός είναι δεσμευτικός. Εφόσον δεν έχουμε τις προϋποθέσεις να κατακτήσουμε γνωστικά με εδραία βεβαιότητα τα αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου, γι’ αυτό είμαστε υποχρεωμένοι να μην εκφέρουμε κρίσεις για το περιεχόμενό τους.

Στους μεταγενέστερους Σκεπτικούς ανήκουν ο Αινησίδημος, ο Αγρίππας και ο Σέξτος ο Εμπειρικός, οι οποίοι μάλιστα αποπειρώνται να στηρίξουν συστηματικά τις απόψεις τους. Υποστηρίζουν και αυτοί ότι καμιά γνώση δεν έχει κύρος, διότι οι υποκειμενικοί και οι αντικειμενικοί παράγοντες που συμμετέχουν στη διαδικασία της διαφοροποιούνται τόσο καθεαυτοί όσο και μεταξύ τους.

Από τη μια πλευρά, το κάθε γνωστικό υποκείμενο στηρίζεται στις ιδιαιτερότητές του, ενώ επίσης δεν διαθέτει μια γνωστική ενότητα, αλλά προσεγγίζει τα αντικείμενά του με μια ποικιλία γνωστικών μέσων, όπως είναι ο νους και οι αισθήσεις. Παράλληλα, δεν πρέπει να παραθεωρείται ότι το ίδιο το υποκείμενο δεν είναι σταθερό, αλλά λόγω ειδικών περιστάσεων αλλάζει καταστατική θέση, ερμηνείες και αξιολογήσεις και άρα ερευνητικά κριτήρια.

Από την άλλη πλευρά, ο άνθρωπος δεν έχει μια κατευθείαν και μονοσήμαντη επικοινωνία με τα αντικείμενα, αλλά τα κατανοεί στη σχέση τους με το περιβάλλον τους, το οποίο υπόκειται σε μεταβολές. Η σχετικιστική ή δυναμική λειτουργική παρουσία τους αποτελεί εμπόδιο στο να εξασφαλίζεται και η αυθεντική σε βάθος γνώση τους.

Στα γνωσιολογικά επίσης εμπόδια τοποθετούνται η διαφορά συγκρότησης των αντικειμένων από χωρο–χρονική σε χωρο-χρονική συνθήκη, καθώς και η συχνότητα της εμφάνισής τους.

Τέλος, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας κοινωνικούς και ιστορικούς παράγοντες, το χαρακτηριστικό των οποίων είναι η εξέλιξη. Κάθε κοινωνία έχει τα οικεία της κριτήρια, τα οποία μάλιστα διαφοροποιούνται από εποχή σε εποχή, υπόκειται δηλαδή και η ίδια σ’ έναν εσωτερικό σχετικισμό.

Ο όρος “σκεπτικισμός” χρησιμοποιείται ευρύτερα, σε κάθε περίπτωση που είναι δύσκολο να παρθεί μια απόφαση και να βρεθεί η λύση στο πρόβλημα που έχει τεθεί και συζητιέται. Σε αντίθεση με τον “δογματισμό” χαρακτηρίζει ακόμα, την τάση αμφισβήτησης της αξιοπιστίας και την απαίτηση να δοθούν περισσότερες αποδείξεις και εξηγήσεις προκειμένου να χαρακτηριστεί η γνώση.

Ο σκεπτικισμός είναι μία σημαντική και αξιοπρόσεκτη τάση στην Φιλοσοφία, που ασχολείται κυρίως με την γνώση και την πηγή της αντίστοιχα. Αμφισβητεί την πιστότητα και την ορθότητα της γνώσης, πιστεύει ότι ο άνθρωπος είναι μερικώς ανίκανος στο να αποκτήσει έγκυρη και σωστή γνώση, γιατί γίνεται ασυνείδητα θύμα των αισθήσεών του. Δηλαδή ο άνθρωπος, κατά τον Σκεπτικισμό, σχηματίζει μια ψευδή αντίληψη για τον κόσμο που τον περιβάλλει και δημιουργεί γνώσεις που δεν μπορούν να έχουν γερά θεμέλεια.

Σκεπτικιστικές αμφιβολίες είχαν εκφραστεί ήδη από την εποχή των προσωκρατικών σοφιστών αλλά κι από τον ίδιο το Σωκράτη. Ωστόσο ο σκεπτικισμός, ως συστηματική φιλοσοφική στάση εκφράστηκε κυρίως από τους “πυρρώνειους” (οπαδοί του Πύρρωνα από την Ηλεία) και είχε πρακτικό χαρακτήρα. “Στην Χορεία Των Στωικών”

Αγνωστικισμός
Ο “αγνωστικισμός” είναι ένας νεότερος όρος που η επινόησή του αποδίδεται στον ένθερμο υποστηρικτή της θεωρίας της εξέλιξης του Κάρολου Δαρβίνου, στον Άγγλο φυσιοδίφη Τόμας Χάξλεϋ (Thomas Henry Huxley 1825-1895). Ο τελευταίος χρησιμοποίησε αυτό τον όρο για να συνοψίσει τις απόψεις απέναντι στα μεταφυσικά και θρησκευτικά ζητήματα, που εκείνη την εποχή δέχονταν ακόμα ένα πλήγμα από την επιστημονική θεωρία της φυσικής επιλογής.

Όπως προδίδει η ετυμολογία της λέξης αγνωστικισμός, πρόκειται για μία φιλοσοφική θεώρηση και κατεύθυνση που αποκλείει τη δυνατότητα να γνωρίσουμε σωστά τον κόσμο και την αλήθεια, υποβαθμίζοντας τη γνώση σε απλή πληροφορία που λαμβάνουν οι άνθρωποι από τα αισθητήρια όργανά τους με σκοπό να σκεφτούν και να δράσουν όπως εκείνοι νομίζουν και βολεύονται. Ο αγνωστικισμός δεν χαρακτηρίζει (μόνο) τις φιλοσοφικές απόψεις και τα επιχειρήματα που καλλιεργούν την αμφιβολία ή αξιώνουν αποδείξεις, αφού αυτές τις απόψεις πρέπει να τις εντάξουμε κάτω από τον όρο “σκεπτικισμός”.

Πηγαίνει ένα βήμα πίσω και καταλήγει στις απόψεις που αποκλείουν τη γνώση και ενισχύουν την άποψη ότι είμαστε θύματα αυταπάτης και ανίκανοι από τη φύση να κατανοήσουμε τους φυσικούς νόμους. Έτσι, αφήνει το πεδίο ανοιχτό για να συζητηθούν και για να αντιμετωπιστούν το ίδιο σοβαρά οι πιο απίθανες και παράλογες απόψεις… Τη φιλοσοφική θεώρηση του Αγνωστικισμού ενίσχυσαν οι απόψεις νεότερων στοχαστών και επιστημόνων, ιδιαίτερα με αφορμή την αναστάτωση που προκάλεσαν στις αρχές του 20ου αιώνα στη φυσική, οι νέες επιστημονικές θεωρίες της κβαντομηχανικής.

Από τους αρχαίους φιλόσοφους, ο Πύρρων ο Ηλείος (360-270 π.κ.ε.), ο ιδρυτής της Σκεπτικής Φιλοσοφικής Σχολής, θεωρείται βασικός εκφραστής αυτής της φιλοσοφικής κατεύθυνσης προς τον Αγνωστικισμό. Σύμφωνα με τον Πύρρωνα, ούτε οι αισθήσεις ούτε ο νους δίνουν ασφαλή γνώση. Οι αισθήσεις πληροφορούν διαφορετικά τον κάθε άνθρωπο και οι απόψεις (γνώμες, δόξες) που σχηματίζουμε με τη σκέψη μας μπορούν να είναι αντίθετες και αντικρουόμενες, χωρίς να αναιρούν η μια την άλλη.

Έτσι, όπως ο Σωκράτης υποστήριζε τη δυνατότητα να βασιστεί η Ηθική στη λογική γνώση, που ήταν επίσης εφικτή, ο Πύρρων αμφισβητούσε την αξιοπιστία όλων των απόψεων που σχημάτιζαν οι άνθρωποι περί του καλού και του κακού, αφού οι απόψεις τους εκφράζουν τις προσωπικές επιθυμίες τους και τι αρέσει στον καθένα και όχι τους νόμους του κόσμου.

Το ίδιο πράγμα μπορεί να είναι ευχάριστο ή δυσάρεστο, καλό ή κακό και να είναι διαφορετικό μεταξύ των ανθρώπων και μεταξύ των λαών. Η μόνη ηθική είναι να σταματήσουμε να κάνουμε γενικές κρίσεις για το καλό και το κακό και αντί να προσπαθούμε μάταια και διχαστικά, να επιδιώκουμε την αταραξία και την ψυχική ηρεμία. “Σωκρατική θεώρηση για τον άνθρωπο”.

Η διάσημη ρήση που αποδίδεται στον Σωκράτη “εν οίδα ότι ουδέν οίδα” και η φιλοσοφική διδασκαλία του που εισαγάγει λογικά την αμφιβολία στη σκέψη με σκοπό τη γνώση και τη βεβαιότητα, ήδη αποτελούν μία αφετηρία για τον αγνωστικισμό. Αλλά, ο Σωκράτης (470~399 π.κ.ε.) θεωρούσε δυνατή την απόκτηση της γνώσης. Με τη διδασκαλία του, όπως περιγράφεται από τον Πλάτωνα, περισσότερο ενδιαφερόταν να βοηθήσει τον άνθρωπο να σκέφτεται και να μην πέφτει θύμα πλάνης, με ότι αυτό συνεπάγεται.

Ο Σωκράτης παρατηρούσε τους κανόνες με τους οποίους η ανθρώπινη σκέψη επιτυγχάνει λογικά τη γνώση και είχε εφεύρει το διάλογο (επικουνωνία) σαν απαραίτητο εργαλείο της λογικής σκέψης. Ο Σωκράτης είδε πιο μακριά και συνέδεσε την ικανότητα της γνώσης και τη λογική του ανθρώπου με την προοπτική του ελέγχου της συμπεριφοράς και αντιλήφθηκε την ανάγκη να βασιστεί η Ηθική επάνω στη Λογική, ανεξάρτητα από τις προσωπικές απόψεις, που μπορούσαν να είναι διαφορετικές.

Αντιθέτως, ο Πρωταγόρας από τα Άβδηρα της Θράκης (490 ~ 411π.κ.ε.) πέρα από τη διαπίστωση των ελλιπών στοιχείων για να αποφανθεί σχετικά με ορισμένα ζητήματα, δίδασκε και την αδυναμία του ανθρώπου να γνωρίσει ουσιαστικά τον κόσμο, αφού συμφωνούσε με τη βασική παρατήρηση του Ηράκλειτου για την αέναη μεταβολή όλων των πραγμάτων. Από αυτή την παρατήρηση έβγαζε το συμπέρασμα, ότι δεν μπορούμε να πούμε για τα πράγματα τι είναι ή δεν είναι, αλλά μόνο πως μας φαίνονται.

Ο κόσμος είναι αυτός που φαίνεται από τις αισθήσεις μας, διαφορετικός για τον καθένα και η αλήθεια σχετική, όπως και εκείνος είναι ρευστός. Αυτή τη φιλοσοφική θεώρηση του Πρωταγόρα συνοψίζει το γνωστό απόφθεγμά του “Πάντων χρημάτων μέτρον εστίν άνθρωπος, των μεν όντων ως έστιν, των δε ουκ όντων, ως ουκ έστιν”. Δηλαδή: ” Όλων των πραγμάτων κριτήριο είναι ο άνθρωπος ο ίδιος, για τα όσα μεν υπάρχουν, ότι υπάρχουν, για όσα δεν υπάρχουν, ότι δεν υπάρχουν”.

Όταν του ζήτησαν να τοποθετηθεί σχετικά με την ύπαρξη των θεών, έδωσε την παρακάτω απάντηση όπως αποδίδεται σε σύγχρονα ελληνικά: “Για τους θεούς δεν μπορώ να γνωρίζω τίποτα: ούτε ότι υπάρχουν, ούτε ότι δεν υπάρχουν, ούτε τι λογής μορφή έχουν. Γιατί είναι πολλά όσα μας εμποδίζουν να γνωρίζουμε. Από τη μία το άδηλο του ζητήματος και από την άλλη η συντομία της ανθρώπινης ζωής” (Απόσπ. 4 ). Για αυτή τη δήλωση ο Πρωταγόρας καταδικάστηκε για αθεϊα και τα βιβλία του ρίχτηκαν στη φωτιά. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα και το πλοίο που τον μετέφερε στη Σικελία ναυάγησε και ο ίδιος πνίγηκε. Ο Πρωταγόρας ήταν διάσημος σοφιστής και παιδαγωγός και άσκησε μεγάλη επίδραση στην εποχή του και σε πολλούς από τους μεταγενέστερούς του, αναζήτησε τα άρθρα: Πρωταγόρας: Πάνσοφος Αηδόνα των Μουσών και Σοφιστές: Αρχαίοι Ελληνες Διαφωτιστές.

Στην Ινδική μυθολογία και στις αρχαίες θρησκευτικές διδασκαλίες του Ινδοϊσμού, αποτελεί κεντρική ιδέα υψίστης σημασίας για τον προορισμό του ανθρώπου, να καταλάβει ή να αναγνωρίσει πως ο κόσμος των αισθήσεων είναι απατηλές εικόνες και μεταμορφώσεις μιας και της ίδιας πραγματικότητας, την οποία τελικά μπορούμε να γνωρίσουμε με ορισμένους ιδιαίτερους τρόπους ζωής και όχι με τη σκέψη ούτε από τις αισθήσεις. Κοντά σε αυτή την κεντρική ιδέα της πλούσιας Ινδικής μυθολογίας, πολλούς αιώνες αργότερα πλησίασε με λογικά επιχειρήματα και με καθαρές φιλοσοφικές σκέψεις, ο επίσκοπος Τζωρτζ Μπέρκλεϋ (Georg Berkeley 1685-1753).

Η αδυνατότητα να επιλυθούν τα κοσμολογικά προβλήματα, να επαληθευτούν οι θεωρίες στην εμπειρία και οι δυσκολίες να βρεθούν οι απαντήσεις μέσα από τις εξειδικευμένες επιστήμες, συντηρούσαν το γνωσιολογικό πρόβλημα, σχετικά με το οποίο οι φιλόσοφοι ήταν εξίσου διχασμένοι και τροφοδοτούν ακόμα τις αγνωστικιστικές θέσεις.

Στην καθημερινή ζωή όλοι οι άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα να γνωρίζουν και πράττουν επηρεασμένοι από τη γνώση, ενώ συγχρόνως αγνοούν, γιατί κανένας δεν είναι παντογνώστης. Όταν η προσοχή και η αναζήτηση της αλήθειας συγκεντρώνεται στα βασικά κοσμολογικά ζητήματα, τότε η αμφιβολία, η δυσπιστία, η διαφωνία και το λάθος είναι συνηθισμένα και οι πιο ψύχραιμοι γίνονται επιθετικοί.

Οι φιλόσοφοι αιτιολογούσαν την αρνητική θέση τους για τη δυνατότητα της βέβαιης γνώσης με τις γνωστές θεωρίες και διαπιστώσεις τους όπως λ.χ. ο Ντέιβιντ Χιούμ (David Hume 1711-1776), ο οποίος αμφισβήτησε την αρχή της αιτιότητας, βασισμένος σε μία εμπειρική προσέγγιση του κόσμου με τρόπο υπερβολικό, αφού υποβάθμισε το ρόλο των ομοιοτήτων και των κοινών γνωρισμάτων στο πλήθος των διαφορετικών πραγμάτων και δεν εξήγησε την ύπαρξή τους.

Στο μεγαλύτερο μέρος τους, οι βασικές σκέψεις και τα επιχειρήματα για τη δυσκολία του ανθρώπου να γνωρίσει το κόσμο έχουν εκφραστεί στην αρχαία Ελληνική φιλοσοφία. Πολλούς αιώνες μετά, σημαντική συμβολή για την επιστημονική έρευνα της λογικής και της σκέψης υπήρξε το φιλοσοφικό έργο του Τζων Λοκ (John Locke 1632 -1704).

Το δοκίμιο για την ανθρώπινη νόηση του Λοκ είναι ένας αληθινός θησαυρός για κάθε άνθρωπο που θα ήθελε να γίνει προσεκτικός στις σκέψεις του και απαραίτητος σταθμός για κάθε στοχαστή που διατυπώνει σκέψεις και απόψεις σχετικά με τα φιλοσοφικά ζητήματα. Και φυσικά, όταν σκεφθούμε ότι αυτό το μεγάλο δοκίμιο είναι γραμμένο σαν ένα σύγχρονο επιστημονικό σύγγραμμα -με την παρατήρηση των ιδεών που αντιλαμβάνεται όλος ο κόσμος, – με την ακρίβεια των νοημάτων, – με συγκρατημένο λεξιλόγιο, – με την εύστοχη σειρά των σκέψεων, – χωρίς να χρησιμοποιήσει αμφισβητήσιμες σκέψεις για την ανάπτυξη του θέματός του, – συμπεριλαμβάνει το σύνολο των δεξιοτήτων και λειτουργιών του ανθρώπινου πνεύματος, – και με την προοπτική να συμπεριλάβει τα ψυχικά φαινόμενα, – και όλα αυτά στον 17ο αιώνα με ένα πνευματικό χάσμα προς το παρελθόν τότε δεν θα φανεί υπερβολική η εκτίμηση, ότι το δοκίμιο για την ανθρώπινη νόηση του Τζων Λοκ είναι ένα από τα λίγα κορυφαία πνευματικά έργα για την ανθρώπινη έρευνα, από την εποχή του Αριστοτέλη μέχρι τον 17ο αιώνα.

Όμως τελικά, η άμεση χρησιμότητα της γνώσης για μία κοινή για όλους και σταθερή πραγματικότητα (η ανάγκη να πατήσουμε σε σταθερά πράγματα για να επιβιώσουμε, να σκεφτούμε με προοπτική και με συνέπεια, να προδιαγράψουμε το μέλλον, να βασιστούμε στη βέβαιη γνώση και να συνεργαστούμε κ.λπ.) σε τελική ανάλυση, η ανάγκη αυτής της γνώσης για την αξιοποίηση και τον προσανατολισμό της ζωής παρασύρει όλους τους ανθρώπους να πιστέψουν, να συμφωνήσουν και να εκφράσουν απόψεις σχετικά με τα ζητήματα, για τα οποία έχουν διαβεβαιώσει ότι οι απαντήσεις είναι αδύνατες.

Αυτή τη φυσική ανάγκη και το αδιέξοδο του Αγνωστικισμού, οι άνθρωποι το αντιλαμβάνονται από την ασυνέπεια μεταξύ σκέψης και πράξης, αφού στην πραγματικότητα χρειάζεται να συμπεριφερθούμε με λιγότερες αμφιβολίες, με πρόνοια, με περισσότερη και γρηγορότερη συνέπεια και με σταθερές αξίες. “Όχι μόνο υπάρχει αλήθεια και σταθερή γνώση, αλλά και είναι αξιοθαύμαστη στιγμή της ζωής να πράττουμε σύμφωνα με την αλήθεια, ενώ γνωρίζουμε ότι έτσι θα χάσουμε μια ευκαιρία ή θα πληγώσουμε τον εαυτό μας”.

Ξεχωριστή προσοχή χρειάζεται η πρωτότυπη θεωρία του Καντ (Immanuel Kant 1724-1804), η οποία αν και περιγράφει λεπτομερώς και εξαντλητικά τον τρόπο δημιουργίας της γνώσης μας, από μία αβάσιμη άποψη – ότι η εμπειρία δεν προσφέρει έννοιες, με τις οποίες μπορούν να γίνουν οι πιο γενικές διαπιστώσεις- προσέφερε στον αγνωστικισμό σημαντικά και δυσύλληπτα θεωρητικά στηρίγματα. Η γενική δυσπιστία, ο λεγόμενος σκεπτικισμός και η ειδικότερη άρνηση έχουν τη θετική χρησιμότητα ενός δοκιμαστικού μέσου ν’ αναδεικνύει την αβασιμότητα, την ασάφεια, τα λάθη και την ανεπάρκεια στη γνώση μας.

Με τα προβλήματα που δημιουργεί μας κάνει πιο προσεκτικούς, γελοιοποιεί τις παράλογες και εξωπραγματικές θεωρίες, τη φαντασιοκοπία και προτρέπει να στοχαστούμε, για να περιορίσουμε στο ελάχιστο τις γνωστικές ατέλειες.

Η δυνατότητά μας να γνωρίζουμε την πραγματικότητα προέρχεται από αυτήν την ίδια, στην οποία είμαστε σαν ένα από τα μέρη της και η διαμάχη για την αρχή της γνώσης δε χρησιμεύει, για να γνωρίσουμε αν την έχουμε. Γιατί, απ’ όπου και να προερχόταν, όπως και να την εξηγήσουμε, δε θα μπορούσαμε να είμαστε βέβαιοι για την ορθότητά της γνώσης παρά μόνο από την αντιστοιχία της με την εμπειρική (μέσα κι έξω) πραγματικότητα και από τη διαπίστωση των συνεπειών της στην τελευταία.

Το πρόβλημα να γνωρίσουμε αν υπάρχει θεός, τι είναι η ζωή και αν η ζωή τελειώνει θα ήταν οριστικά άλυτο και άσκοπο να το θέτουμε, αν ο θεός και η αρχή της ζωής ήταν έξω από την πραγματικότητα, μέρος της οποίας είμαστε, αντιλαμβανόμαστε και γνωρίζουμε ή αν η πραγματικότητα ήταν κάτι απροσδιόριστο: Θέση, η οποία ήταν δεδομένη αλήθεια για τον Καντ, όπως ήταν για πολλούς φιλόσοφους και είναι μέχρι το δικό μας αιώνα και πέρα των φιλοσόφων.

Εξάλλου, έχουμε απαντήσει σχετικά με αυτό το ζήτημα ότι η αισθητικότητα είναι στην ουσία η περιορισμένη -σε εξωτερικές επιδράσεις- διανοητικότητα και όχι το αντίθετό της, είναι άμεσες και ταυτόχρονες διαπιστώσεις σταθερών ή κοινών στοιχείων στα πράγματα που μας επηρεάζουν πιο έμμεσα, με πρώτα αφηρημένα γνωστικά στοιχεία τα αισθήματα. Η αφαίρεση γνωρισμάτων και η περιληπτική άποψη των πραγμάτων ξεκινάνε από τα ίδια τα αισθητηριακά δεδομένα και αυτό δείχνει, ότι οι αισθήσεις είναι νοητικές ενέργειες με “πρώτη ύλη” από έξω της διάνοιας.

Τα πρώτα δεδομένα των αισθήσεών μας ήδη είναι αποσπασμένα γνωρίσματα και “σύντομες” απόψεις των πραγμάτων. Από την άλλη, η διανοητικότητα είναι μία σύνθετη δυνατότητα που δημιουργείται και εξελίσσεται σαν εσωτερική από τα εξωτερικά πράγματα, όταν εκείνα συνδυαστούν με ορισμένους τρόπους και αποτελέσουν ένα οργανικό σύνολο. Γι’ αυτό, η διάνοια επηρεάζεται διαρκώς από τα υλικά πράγματα και μπορεί να “αντανακλάει” μερικά από τα στοιχεία τους, αφού τα υλικά πράγματα αφήνουν κατά κάποιο πολύπλοκο τρόπο τα αποτυπώματά τους με επίδραση στο οργανικό σύνολο της ύλης που απόκτησε διανοητική αυτενέργεια.

Κάθε γνώση και δυνατότητα αντίληψης, η οποία δεν προήλθε από τη δική μας εμπειρία, προήλθε από την εμπειρία των άλλων έμβιων υπάρξεων, και από εκείνες τις οποίες εμείς προήλθαμε -άμεσα και πιο έμμεσα, με τη φυσική διαδικασία της γέννησης, όπου αποκτάμε την υλική και την ψυχολογική ύπαρξή μας μαζί. Έπειτα, επειδή υπάρχουν κοινά και σταθερά στοιχεία σε μία ενιαία πραγματικότητα, η ίδια η εμπειρία επιτρέπει τη διατήρησή της και ν’ ανακαλύπτουμε κοινά στοιχεία και εμπειρίες σε πράγματα άλλου χώρου και χρόνου και τα πιο έμμεσα αποτελέσματά τους.

Μπορούμε να μιλάμε για κάποια εμπειρία την οποία δεν έχουμε και αυτή η δυνατότητά μας προέρχεται από την εμπειρία, με το διάμεσο ορισμένων εννοιών, οι οποίες μπορεί να προήλθαν από έναν ελάχιστο αριθμό αντιλήψεων, αλλά να αναλογούν και να βρίσκονται σε πολύ μεγαλύτερο. Διάνοια χωρίς εμπειρία δεν υπάρχει, αλλά ούτε καμία εμπειρία χωρίς τη διάνοια. Επομένως, ο ορθολογισμός (ή νοησιαρχία και ρασιοναλισμός) και ο εμπειρισμός (ή αισθησιαρχία) είναι σχετικά δύο μονόπλευρες θεωρήσεις, και καμία άμεση αυθόρμητη νοητική σύλληψη δε θα μπορούσε να γίνει χωρίς καμία προηγούμενη σκέψη και χωρίς τις πληροφορίες των αισθήσεων, που η νόηση επεξεργάζεται ακόμα και χωρίς τη δική μας σκόπιμη προσπάθεια.

Το πρόβλημα για την αρχή της γνώσης και η θέση, που υποστήριξαν οι φιλόσοφοι, δεν ήταν πάντοτε καθοριστική για τη θέση τους στα βασικά κοσμολογικά ζητήματα (ή αντιστρόφως) ούτε πάντοτε μονομερής. Έτσι υπήρξαν εμπειριστές και ορθολογιστές φιλόσοφοι στη μία και στην άλλη κατεύθυνση. Επίσης να μη ξεχνάμε, η διαίρεση σε σχολές και σε ρεύματα δεν είναι μια εύκολη υπόθεση, αφού οι φιλοσοφικές θεωρίες αρχίζουν και τελειώνουν με προσωπικές επιλογές των θεμάτων, δεν περιλαμβάνουν μόνο τις συνεπείς σκέψεις, δεν διατυπώνονται με κοινά πρότυπα και δεν χαρακτηρίζονται από τη σαφήνεια τους.

Σε γενικές γραμμές, βρίσκουμε ακραίους εμπειριστές, όπως είναι ο Πύρρωνας, ο Πρωταγόρας, ο Λοκ, ο Μπέρκλεϋ, ο Ντιντερό, ο Χόλμπαχ (1723-1789), ο Χιουμ, ορθολογιστές, όπως ο Παρμενίδης, ο Πλάτων, ο Ντεκάρτ, ο Σπινόζα, ο Σέλλινγκ, ο Χέγκελ, και πιο περιορισμένους ή συνδυαστικούς, όπως ο Αριστοτέλης, ο Φράνσις Μπέικον (Bacon 1561-1626), ο Χομπς (Hobbes 1588-1679), ο Λάιμπνιτς.

Ο ιδεαλισμός του Καντ, ο ονομαζόμενος -από τον ίδιο- υπερβατικός, παρά την ίση απόστασή του στις δύο μονόπλευρες θεωρήσεις για την αρχή της γνώσης, δεν αποκάλυψε την άμεση και εσωτερική σύνδεση ανάμεσα στην αίσθηση και στη διάνοια. Διατήρησε το διχασμό τους, δεν εξήγησε εκ των πραγμάτων τη δυνατότητα της διάνοιας να διασυνδέει και να διαπιστώνει σχέσεις ή κοινά στοιχεία και μετά από τέτοια απόσπασή της από την πραγματικότητα έφθασε ν’ απλουστεύσει την ποιότητά της και να περιορίσει τις δυνατότητές της σε κάτι, το οποίο θεωρούσε μόνο εξωτερικά προς αυτήν.

Τονίζεται, αυτός είναι ένας γρήγορος και ενδεικτικός διαχωρισμός μερικών φιλοσοφικών θεωριών σύμφωνα με τον προσανατολισμό της σκέψης για την παρατήρηση και την περιγραφή των πραγμάτων όπως αυτά φαίνονται (εμπειρισμός) ή για την παρατήρηση της ίδιας της σκέψης και της εξαγωγής συμπερασμάτων που δεν περιορίζονται στα συγκεκριμένα πράγματα όπως αυτά παρατηρήθηκαν (ορθολογισμός). Υπάρχει και μια τρίτη διαδεδομένη άποψη σε όλους τους ανθρώπους, για τη δυνατότητα να γνωρίσουμε διαισθητικά, με αυτοσυγκέντρωση ή με αιφνίδιο τρόπο, κάτω από ανεπανάληπτες ψυχολογικές καταστάσεις.

Σύμφωνα, όμως, με τη θεωρία που υποστηρίζουμε, ακόμα και τα πρώτα αισθήματα, τα οποία μπορούμε να ανιχνεύσουμε στις απλούστερες μορφές ζωής, είναι τρόποι με τους οποίους γνωρίζει η νόηση και θεωρούμε ότι η ψυχή δεν είναι κάτι διαφορετικό από τη διανοητική δραστηριότητα. Στον άνθρωπο ιδιαίτερα, η ψυχή είναι διαμορφωμένη με την επεξεργασία που έχει κάνει η σκέψη στο πλήθος των παρατηρήσεων και των πληροφοριών και η γνώση δεν βρίσκεται πάντα μέσα στην επίγνωσή μας ή μέσα στις λέξεις της γλώσσας. Κυνισμός!

Συνήθως, χρησιμοποιούμε την απλή λέξη “μνήμη” για να θυμόμαστε σύντομα, ότι υπάρχουν πληροφορίες, σκέψεις, παρατηρήσεις, γνώσεις μέσα στο κεφάλι μας που πολλές φορές δεν τα βρίσκουμε καθόλου και που πολλές άλλες φορές τα βρίσκουμε μετά από δική μας διανοητική προσπάθεια ή μετά από τυχαίες παρατηρήσεις, ακόμα και στον ύπνο μας, κάπως πιο απρόσμενα.

Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτή τη θεώρηση για τη σχέση της ψυχής με το πνεύμα και τη νόηση σαν ένα και το ίδιο πράγμα με ουσία την πληροφορία, δεν θα δεχτούμε ότι υπάρχει η δυνατότητα γνώσης από κάποια διαφορετική πηγή, ή από μια άγνωστη εγκεφαλική λειτουργία ή από την άυλη μεσολάβηση ενός θεού και γενικά από οποιαδήποτε άλλη πηγή που δεν βρίσκεται μέσα στη διαμορφωμένη εμπειρία μας και χωρίς τις δικές μας σκέψεις.

«Δογματισμός και σκεπτικισμός είναι και οι δυο, από μια άποψη, απόλυτες φιλοσοφίες» έλεγε ο Μπέρτραντ Ράσσελ στα «αντιδημοφιλή δοκίμιά» του. «Ο οπαδός του πρώτου είναι βέβαιος ότι γνωρίζει και ο οπαδός του δεύτερου ότι δεν γνωρίζει. Εκείνο ακριβώς που πρέπει να εξαλείψει η φιλοσοφία είναι η βεβαιότητα, η βεβαιότητα είτε της γνώσης είτε της άγνοιας».

“Με τα φιλοσοφικά τερτίπια, όχι τόσο του σκεπτικισμού όσο του αγνωστικισμού, ο άνθρωπος κατάφερε να φρενάρει τη δυνατότητά του να γνωρίσει τον κόσμο και με πρόσχημα την αδυναμία του αυτή, φτωχαίνει ο ίδιος, πλουτίζοντας αυτούς που υποτίθεται ότι πολεμά”. Ηράκλειτος ο Μέγας