Ενώ τον Αύγουστο του 1914 σε κάθε χώρα που έμπαινε στον πόλεμο σηκώνονταν κύματα μαζικού ενθουσιασμού και τεράστιες λαϊκές διαδηλώσεις που ανέμιζαν σημαίες και τραγουδούσαν ύμνους και θούρια, το 1939 δεν έγινε τίποτε παρόμοιο. Τις τελευταίες ημέρες της ειρήνης, έβλεπαν παντού στην Ευρώπη να έρχεται ο πόλεμος με σφιγμένη την καρδιά γι’ αυτά που θα επακολουθούσαν. Ο συγγραφέας θυμάται τον Αύγουστο του 1939 στο νησί του, την Μήλο, το πλήθος που μαζευόταν κάθε βράδυ μπροστά στο παράθυρο του καφενείου, που είχε το μοναδικό ραδιόφωνο του χωριού, να ακούει σιωπηλό -τα πολιτικά σχόλια ήταν απαγορευμένα- τα νεώτερα της επικίνδυνης διένεξης των Μεγάλων για κάποια πόλη που την έλεγαν Ντάντσιχ.
Ένα όνομα που θύμιζε τα χορευτικά κέντρα που είχαν γίνει της μόδας στην Αθήνα. Στην άλλη πλευρά της Ευρασίας γινόταν από χρόνια ήδη ένας πόλεμος που έμελλε να ενταχθεί στον παγκόσμιο. Η Ιαπωνία είχε ριχθεί στην κατάκτηση της Κίνας, αλλά με την εικόνα που είχαμε τότε για τον κόσμο, μας φαίνονταν αυτά που συνέβαιναν εκεί απόμακρα και ξένα.
ΤΟ ΝΤΑΝΤΣΙΧΤην ίδια ημέρα που οι Πολωνοί κατελάμβαναν ένα κομμάτι από την Τσεχοσλοβακία που κατακερμάτισε ο Χίτλερ, ο υπουργός του των εξωτερικών επαναλάμβανε στον Πολωνό πρέσβη, ότι το ζήτημα του Ντάντσιχ και του Πολωνικού διαδρόμου που χωρίζει την Ανατολική Πρωσία από το Ράιχ επείγει να τακτοποιηθεί. Η Πολωνία είχε νεκραναστηθεί από τους νικητές του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Της επέστρεψαν τα κομμάτια, που της είχαν αρπάξει η Πρωσία, η Αυστρία και η Ρωσία τον 18ο αιώνα διαλύοντας την. Επιπλέον η αναγεννηθείσα Πολωνία νικώντας με Γαλλική υποστήριξη τα Σοβιετικά στρατεύματα που είχαν εισβάλει (κομισάριος ο Στάλιν) κατέκτησε και πρόσθετα Ρωσικά εδάφη.
Ήταν λοιπόν βαθύτατο το χρέος της προς την Γαλλία, αλλά και το συμφέρον της -καθώς βρισκόταν μεταξύ της Γερμανίας και της Σοβιετικής Ένωσης που την εχθρεύονταν αμφότερες- της υπαγόρευε να είναι φίλη και σύμμαχος με την Γαλλία. Την σχέση αυτή όμως την άφησε να ατονήσει το 1935, συνάπτοντας σύμφωνο μη επιθέσεως με την ναζιστική Γερμανία, η οποία ταίριαζε καλλίτερα στην νοοτροπία της παρέας των συνταγματαρχών που την κυβερνούσε, και που ήταν άκρως αντιρωσική και αντικομμουνιστική.
Αν οι συνταγματάρχες δικαιολογημένα δεν ήξεραν, ότι το Γερμανικό επιτελείο από το 1923 ήδη είχε θέσει ως βασικό στόχο της χώρας του την εξαφάνιση της Πολωνίας, έπρεπε κάλλιστα να γνωρίζουν το βιβλίο του Χίτλερ, «Μάιν Κάμπφ», το οποίο τοποθετούσε το μέλλον της Γερμανίας στην εξάπλωση της στις ανατολικοευρωπαϊκές πεδιάδες. Η πολωνική κυβέρνηση όμως επέμενε στον φιλογερμανικό προσανατολισμό της (συμμετέχοντας στην δολοφονία της Τσεχοσλοβακίας), μέχρις ότου η κουβέντα για το Ντάντσιχ και τον Πολωνικό διάδρομο πήρε απειλητικό χαρακτήρα. Το Ντάντσιχ είχε Γερμανικό πληθυσμό, αλλά η συνθήκη των Βερσαλλιών το είχε καταστήσει «Ελεύθερη Πόλη», αυτοκυβερνώμενη αλλά με ανώτατο άρχοντα έναν Ύπατο Αρμοστή της Κοινωνίας των Εθνών.
Τον «διάδρομο» είχαν ορίσει στη Συνθήκη των Βερσαλλιών για να εξασφαλίσουν την πρόσβαση της Πολωνίας στην θάλασσα. Η πρόταση τώρα της ναζιστικής Γερμανίας ήταν να επιστρέψει στο Ράιχ το Ντάντσιχ και να συγκατατεθεί η Πολωνία, να περάσει η Γερμανία από τον «διάδρομο» μια διπλή σιδηροδρομική γραμμή και έναν αυτοκινητόδρομο, επί των οποίων η Πολωνία να μην ασκεί κανένα δικαίωμα. Η Βαρσοβία απέρριψε κατηγορηματικά την πρόταση. Εκείνες τις ημέρες ο τρόπος με τον οποίον ο Χίτλερ αποτελείωσε την Τσεχοσλοβακία, ξεσήκωσε την Αγγλική κοινή γνώμη. Ο Τσάμπερλαιν όμως στο κοινοβούλιο αράδιασε πάλι δικολαβισμούς για να δικαιολογήσει την αδράνεια της κυβέρνησής του.
(Όπως ότι η εγγύηση, που είχε δώσει, προϋπέθετε μια ενιαία Τσεχοσλοβακία, αλλά με την αποσκίρτηση της Σλοβακίας αυτή είχε πάψει πια να υπάρχει) Η επιχειρηματολογία του προκάλεσε έξαλλες αποδοκιμασίες. Ενώ τα πράγματα έδειχναν ότι ο Τσάμπερλαιν θα επέμενε στην διαφύλαξη της ειρήνης αντί παντός κόστους, δύο εικοσιτετράωρα μετά, ταξιδεύοντας με το βραδινό τραίνο προς το Μπέρμινχαμ, την εκλογική του περιφέρεια, συνειδητοποίησε την χρεωκοπία της πολιτικής του. Έσκισε τον λόγο που είχε ετοιμάσει για θέματα συντάξεων και παρόμοια και μιλώντας την επομένη στους εκλογείς του, και πίσω από αυτούς στο κόσμο ολόκληρο, απαρίθμησε τις ψεύτικες υποσχέσεις που του είχε δώσει ο Χίτλερ.
Και τους είπε, ότι με όλη την απέχθεια των Άγγλων για μια πολεμική σύγκρουση, θα είναι λάθος να νομίζεται, ότι δεν θα μετάσχουν σε μια τέτοια με το μέγιστο των δυνάμεων τους, αν παραστεί η ανάγκη. Δύο εβδομάδες αργότερα και αφού ο Χίτλερ είχε πραγματοποιήσει και το τελευταίο άκαπνο διεθνές πραξικόπημά του, καταλαμβάνοντας στις 23 Μαρτίου 1939 το Λιθουανικό λιμάνι Μέμελ και την περιοχή του, ο Τσάμπερλαιν δήλωνε στην Βουλή των Κοινοτήτων ότι η κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητος έδωσε εγγύηση στην Πολωνία, ότι θα της συμπαρασταθεί πλήρως σε περίπτωση που θα δεχόταν επίθεση και ότι είχε εξουσιοδοτηθεί από την Γαλλική κυβέρνηση να πει, ότι και εκείνη θα κάνει το ίδιο.
Αλλά τι θα γινόταν με την Ρωσία, που οι δυτικοί αντιλαμβάνονταν ότι ζύγιζε πολύ περισσότερο από την Πολωνία και της οποίας επιθυμούσαν την σύμπραξη; Οι Αγγλογάλλοι άνοιξαν συζητήσεις μαζί της για να φορτώσουν ένα ανατολικό μέτωπο στον Χίτλερ. Οι Πολωνοί όμως δεν ήθελαν σύμπραξη με τους Ρώσους και ιδιαίτερα να δεχθούν να έλθουν Ρωσικά στρατεύματα στο έδαφος τους, φοβούμενοι ότι δεν θα το εγκατέλειπαν πλέον ποτέ. Με τις αντιρρήσεις των Πολωνών ήταν δύσκολη η κατάρτιση συμφωνίας με τους Ρώσους. Άλλωστε δεν ήταν και ποτέ ελκυστική στις δυτικές κυβερνήσεις η ιδέα της συμμαχίας με τους Μπολσεβίκους.
Και η Αγγλική και η Γαλλική στρατιωτική αποστολή που εστάλησαν στην Ρωσία ταξίδεψαν με ένα βραδυκίνητο φορτηγό πλοίο και στις διαπραγματεύσεις τους με την Σοβιετική στρατιωτική ηγεσία, που άρχισαν στις 11 Αυγούστου, δεν έδειξαν κανένα στρατηγικό σχέδιο και καμία βιάση. Έδωσαν την εντύπωση ότι η πρόθεσή τους ήταν παρελκυστική. Να καθυστερήσουν αντίστοιχες Ρωσογερμανικές διαπραγματεύσεις, που ήξεραν ότι είχαν δρομολογηθεί, μέχρι να επέλθει ο χειμώνας, που θα εμπόδιζε τις πολεμικές επιχειρήσεις. Εκείνος που βιαζόταν ήταν ο Χίτλερ. Ήθελε ο πόλεμος με την Πολωνία να γίνει την 1η Σεπτεμβρίου, μετά την συμπλήρωση της συγκομιδής και πριν από τις φθινοπωρινές νεροποντές.
Και πέρα από τους μετεωρολογικούς υπολογισμούς ήθελε να μην καθυστερήσει ο πόλεμος για έναν ατομικό του λόγο. Μέσα στην απύθμενη ψυχοσύνθεσή του κατατρυχόταν από ηλικιακό άγχος. Είχε κλείσει πια τα 50 και ήθελε να γίνει ο νέος παγκόσμιος πόλεμος ενόσω βρισκόταν στην ακμή των ψυχοσωματικών του δυνάμεων, γιατί αυτός ήταν ο ικανότερος από όλους τους Γερμανούς να τον φέρει σε αίσιο πέρας. Τον πόλεμο επιθυμούσε να κάνει ει δυνατόν κατά δόσεις. Να συντρίψει τον έναν αντίπαλο μετά τον άλλον. Ούτε η Αγγλία, ούτε η Γαλλία είχαν ανταποκριθεί στα ανοίγματα που είχε κάνει σε κάθε μία από αυτές. Παρέμενε η Ρωσία. Της είχε κάνει δοκιμαστικά προτάσεις επεκτάσεως των εμπορικών συναλλαγών τους, στις οποίες η Μόσχα ανταποκρίθηκε πρόθυμα.
Ο Στάλιν από την μεριά του ψάρευε από καιρό σε δύο νερά. Ήταν προετοιμασμένος για μία συνεννόηση με τον Χίτλερ, η οποία θα απέτρεπε, για έναν καιρό τουλάχιστον, μίαν Γερμανική επίθεση και θα του παρείχε την δυνατότητα να επεκτείνει την Σοβιετική κυριαρχία σε γειτονικές περιοχές. Η εξέλιξη των επαφών των δύο ολοκληρωτικών καθεστώτων υπήρξε ραγδαία. Στις 20 Αυγούστου ολόκληρος ο κόσμος έμεινε άναυδος με την αναγγελία ότι θα υπογραφόταν ένα σύμφωνο μη επιθέσεως μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας, που ήταν φανερό, ότι έδινε πράσινο φως στον Χίτλερ.
Η Μόσχα υποδέχθηκε τον Γερμανό υπουργό των εξωτερικών στολισμένη με Γερμανικές σημαίες με την Σβάστικα και ο Στάλιν κατά την υπογραφή της συμφωνίας, που έμεινε ως το σύμφωνο «Ρίμπεντροπ - Μολότωφ», ήπιε στην υγεία του Φύρερ, τον οποίον, είπε, ξέρει πόσο αγαπά ο Γερμανικός λαός. (Για να τον ευχαριστήσει αργότερα, όταν είχε καταλάβει τρία Βαλτικά κράτη και την μισή Πολωνία, στηριζόμενος στο μυστικό παράρτημα του συμφώνου, του παρέδωσε ως δώρο τους Εβραίους Γερμανούς κομμουνιστές, που είχαν καταφύγει στην Ρωσία)
Τις τελευταίες ημέρες του Αυγούστου μέσα σε έναν διπλωματικό πυρετό δηλώσεων και αντιδηλώσεων, προτάσεων και αντιπροτάσεων από τις δύο πλευρές, αναμίχθηκε ο Μουσολίνι προσφέροντας την διαμεσολάβησή του για την ειρηνική διευθέτηση του Πολωνικού, κατά το προηγούμενο του Μονάχου. Η πρότασή του έγινε ευμενώς δεκτή στο περιβάλλον του Χίτλερ, το οποίο δίσταζε πάντα για τον πόλεμο. (Ο Γκαίριγκ έλεγε σε στενό κύκλο λίγες ημέρες μετά «Αν χάσουμε αυτόν τον πόλεμο, να μας λυπηθεί ο Θεός) Ο Χίτλερ την απέρριψε ασυζητητί, γιατί ήθελε οπωσδήποτε να ξεκινήσει ο πόλεμος.
Ύστερα, για να αποφύγει ο Μουσολίνι την συμμετοχή του, του διεμήνυσε ότι είναι μεν πρόθυμος να εκπληρώσει τις συμμαχικές υποχρεώσεις του, αλλά στρατιωτικά απροετοίμαστος. Για να πολεμήσει, έλεγε, χρειαζόταν να του στείλει η Γερμανία επειγόντως μια τεράστια ποσότητα εφοδίων, καταγεγραμμένη σε έναν κατάλογο εξωφρενικής εκτάσεως. Ο Χίτλερ του τηλεγράφησε τελικά ότι συμφωνεί να μείνει ο σύμμαχος του ουδέτερος, τον παρακαλούσε μόνο να του στείλει εργάτες. (Η γενική εκτίμηση των στρατιωτικών ήταν ότι ο Ιταλικός στρατός αποτελεί βάρος και όχι βοήθεια.) Έγινε ένα σκηνοθετημένο επεισόδιο στα σύνορα την νύχτα της 31ης Αυγούστου γιατί ο Χίτλερ ήθελε να εμφανίσει στην Γερμανική κοινή γνώμη, που εξακολουθούσε να μην θέλει τον πόλεμο, πως δεν ήταν ο επιτιθέμενος.
Τα Ες-Ες φόρεσαν Πολωνικές στολές σε φυλακισμένους που σκότωσαν, για να τεκμηριώσουν μια αποτυχούσα Πολωνική επίθεση. Το πρωί εισέβαλαν τα Γερμανικά στρατεύματα στην Πολωνία χωρίς κήρυξη πολέμου. Ενώ προχωρούσαν οι Γερμανοί, και τα τεθωρακισμένα τους συνέτριβαν ηρωικές αλλά μάταιες επελάσεις του Πολωνικού ιππικού, η Γαλλία δίσταζε να κηρύξει τον πόλεμο και προσπαθούσε να επιτύχει με διπλωματικά διαβήματα και με παρέμβαση του Μουσολίνι, να γυρίσουν πίσω οι Γερμανοί. Τελικά η Γαλλία, μόνο στις 3 Σεπτεμβρίου, και έπειτα από πολύ ισχυρές πιέσεις της Αγγλικής κυβέρνησης, η οποία είχε ήδη κηρύξει τον πόλεμο, έδωσε ένα τελεσίγραφο στον Γερμανό υπουργό των εξωτερικών, το οποίο έθετε καινούργια προθεσμία, και το οποίο ο τελευταίος θεώρησε κήρυξη πολέμου.
Το πόσο απρόθυμη και εκτός πραγματικότητας ήταν η Γαλλική στρατιωτική ηγεσία φάνηκε, όταν άφησε το επόμενο δεκαπενθήμερο την Πολωνία να καταρρεύσει χωρίς να την βοηθήσει με αντεπίθεση στο δυτικό μέτωπο. Και όταν αδρανούσαν όλο τον χειμώνα τα Γαλλικά στρατεύματα και το Αγγλικό εκστρατευτικό σώμα, διότι ο αρχιστράτηγος Γκαμελέν εκτιμούσε ότι οι δυνάμεις του ήσαν ανεπαρκείς (που στην πραγματικότητα δεν ήσαν) να αντεπεξέλθουν σε μάχες με τον εχθρό. Ενώ συγχρόνως για να ικανοποιήσει την κυβέρνησή του που την πίεζε ασφυκτικά η κοινή γνώμη που είχε εκμανεί με την Ρωσική επίθεση κατά της Φινλανδίας, έφτιαχνε σχέδια Αγγλογγαλικής εκστρατείας κατά της Ρωσίας στον αρκτικό κύκλο και στην Καυκασία.
Στην κατάρτιση αυτών των σχεδίων μετείχε και η Αγγλική στρατιωτική ηγεσία, με εντολή της κυβέρνησης της, χωρίς να νοιάζεται, ότι στον πόλεμο με την Γερμανία θα προσετίθετο συγχρόνως και πόλεμος με την Ρωσία. Σε μια τέτοια θλιβερή σύγχυση πνευμάτων βρίσκονταν οι δυτικοί σύμμαχοι. Διέθετε όμως η Αγγλία μια τεράστια εφεδρεία θέλησης και πολιτικής ικανότητας, τον Τσώρσιλ. Καίτοι υπέρμαχος της διατήρησης της Αυτοκρατορίας και του Αγγλικού τρόπου ζωής όχι λιγότερο από τον Τσάμπερλαιν, είχε σταθεί πεισματικά αντίθετος στην πολιτική κατευνασμού του Χίτλερ.
Πρέσβευε την συγκρότηση μιας συμμαχίας Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας και Αμερικής για την κατανίκηση του ναζιστικού - φασιστικού τέρατος. Θεωρούμενος ως φιλοπόλεμος, είχε αποκλεισθεί από την κυβέρνηση. Όταν όμως άρχισε ο πόλεμος του παρέδωσε αυτή το ναυαρχείο και όταν κατόπιν κατέρρεε η Γαλλία ανέλαβε την ίδια την πρωθυπουργία. Με τους Γερμανούς στη Μάγχη να ετοιμάζουν απόβαση στην Αγγλία, κατόρθωσε να συνεγείρει τον Αγγλικό λαό σε μια ακατάβλητη θέληση για την νίκη αντί πάσης θυσίας, λέγοντας του ότι δεν έχει τίποτε άλλο να του προσφέρει παρά «αίμα, μόχθους, δάκρυα και ιδρώτα».
''ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΛΕΥΚΗ" Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΩΝΙΑΕΙΣΑΓΩΓΗΗ εισβολή της Γερμανίας στην Πολωνία ξεκίνησε την 1η Σεπτεμβρίου 1939 και ουσιαστικά σηματοδότησε την έναρξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Η εισβολή πραγματοποιήθηκε μία εβδομάδα μετά την υπογραφή του συμφώνου Ρίμπεντροπ - Μολότωφ μεταξύ Γερμανίας και Σοβιετικής Ένωσης. 17 ημέρες μετά την έναρξη της Γερμανικής εισβολής και στα πλαίσια του συμφώνου αυτού, ακολούθησε η Σοβιετική εισβολή. Στις 6 Οκτωβρίου 1939 η Πολωνία είχε πλέον υποταχθεί πλήρως. Όταν το μεσημέρι της 31ης Αυγούστου 1939 ο υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας, Γιόακιμ φον Pίμπεντροπ (Joachim von Ribbentrop), άκουσε στην Καγκελαρία το Φύρερ να λέει "Έδωσα τη διαταγή, κλότσησα την μπάλα και κυλάει", ήξερε καλά πως αυτό σήμαινε τη στιγμή της Πολωνίας.
"Σας εύχομαι καλή τύχη", απάντησε λακωνικά. H επιχείρηση "Λευκή" (Fall Weiss), όπως κωδικά ονόμαζαν την Πολωνική εκστρατεία, ξεκινούσε στις 04:45 τα χαράματα της επομένης και ο κόσμος ολόκληρος κράτησε την ανάσα του, καθώς οι τεθωρακισμένες μεραρχίες της Wehrmacht εισέβαλαν σε όλη τη Γερμανοπολωνική μεθόριο, ενώ η Luftwaffe σφυροκοπούσε ανηλεώς αεροδρόμια, αποθήκες και στρατόπεδα του εχθρού. Αφορμή για τούτη την επιθετική ενέργεια ήταν ότι ο Χίτλερ άφηνε διεθνώς να εννοηθεί πως ήταν η υποχρέωσή του να προασπίσει τα συμφέροντα των Γερμανών κατοίκων της περιοχής του Ντάντσιχ, μίας στενής λωρίδας γης μεταξύ Πομερανίας και ανατολικής Πρωσίας, που η συνθήκη των Βερσαλλιών είχε θέσει στην εντολή της Κοινωνίας των Εθνών.
H ρύθμιση αυτή πράγματι ήταν άδικη για τη Γερμανία, αφού ιστορικά και λαογραφικά η πόλη του Ντάντσιχ (το Πολωνικό Γκντάνσκ σήμερα) ήταν Γερμανική κι επιπλέον απαγόρευε την κατά ξηρά επικοινωνία της Πομερανίας με την ανατολική Πρωσία. Βέβαια, τόσο το περιβάλλον του Χίτλερ όσο και η διεθνής κοινότητα, γνώριζαν πολύ καλά ότι οι βλέψεις του Φύρερ δεν ήταν δυνατό να περιοριστούν σε έναν "Άθλιο Πολωνικό διάδρομο, όπως έκαναν αυτοί οι μπούφοι του 1914" (σύμφωνα με δήλωσή του στις 23 Μαΐου του 1939 προς τους Ανώτατους Διοικητές της OKW -Oberkommando der Wermacht- την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων).
Απώτερος σκοπός του ήταν η κατάληψη ολόκληρης της Πολωνίας, ως πρώτη φάση ενός μεγαλόπνοου σχεδίου επέκτασης προς τα ανατολικά, αφού κατά τις απόψεις του μόνο έτσι θα μπορούσε να ικανοποιηθεί η ανάγκη του Γερμανικού λαού για ζωτικό χώρο (Lebensraum), που θα έδινε τροφή στα 80 εκατ. Γερμανών και θα θεμελίωνε το πανίσχυρο Reich φέρνοντάς το στους πρόποδες των Ουραλίων.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟΜια από τις πρώτες ενέργειες του Χίτλερ, όταν ανέλαβε την εξουσία, σχετικά με την εξωτερική πολιτική του ήταν η σύναψη αμοιβαίας δεκαετούς συμφωνίας μη επίθεσης με την Πολωνία (Βερολίνο, 26 Ιανουαρίου 1934). Ο τότε ηγέτης της Πολωνίας Γιόζεφ Κλέμενς Πιλσούντσκι (Jozef Klemens Pilsudski) δεν έτρεφε ιδιαίτερη συμπάθεια για τον Χίτλερ, ήθελε, όμως, να εξασφαλίσει τη χώρα του από οποιαδήποτε εξωτερική απειλή, ενώ δεν έτρεφε ιδιαίτερη εκτίμηση για την εξωτερική πολιτική που ακολουθούσαν στην Ευρώπη οι Γάλλοι και οι Βρετανοί. Αυτός ήταν που επέβαλε τον Γιόζεφ Μπεκ (Josef Beck) ως Υπουργό Εξωτερικών και τον Στρατάρχη Ρυτζ-Σμίγκλυ (Rydz-Smigly) ως διάδοχό του ηγέτη των Ενόπλων Δυνάμεων.
Το 1934 διαπιστώνεται ότι ο Πιλσούντσκι έχει προσβληθεί από καρκίνο του ήπατος. Καλεί επειγόντως τον Μπεκ και του καθορίζει τη φύση των πιθανών κινδύνων τόσο από την ΕΣΣΔ όσο και από τη Ναζιστική Γερμανία, ενώ του υπερτονίζει την ανάγκη να διατηρήσει τη Συμμαχία της χώρας με την Γαλλία με κάθε θυσία και, αν μπορέσει, να προσελκύσει σε αυτή τη Συμμαχία και την Βρετανία. Ο Πιλσούντσκι πεθαίνει στις 12 Μαΐου 1935. Η κίνηση αυτή δεν έγινε δεκτή με ιδιαίτερη θέρμη από πολλούς Γερμανούς, που δεν είχαν ξεχάσει το γεγονός ότι η Πολωνία, σύμφωνα με την Συνθήκη των Βερσαλλιών, είχε υπό την κατοχή της περιοχές όπως η Ανατολική Πρωσία, η Άνω Σιλεσία και η Βάρτα, τις οποίες πολλοί θεωρούσαν γερμανικές, επειδή είχαν, στην πλειοψηφία, πληθυσμό Γερμανικής καταγωγής.
Η κίνηση αυτή του Χίτλερ δεν αποσκοπούσε, φυσικά, στην διατήρηση της ειρήνης (εξάλλου υπήρχε η μόνιμη διένεξη για τον Διάδρομο του Ντάντσιχ ανάμεσα στις δύο χώρες). Απώτερος στόχος ήταν η εξουδετέρωση της πιθανής Γαλλοπολωνικής συμμαχίας πριν προλάβει η Γερμανία να ολοκληρώσει τον επανεξοπλισμό της. Η Πολωνία της εποχής προβάλλει ως διάδοχο κράτος της Γαλλίας. Θεωρώντας εαυτήν πανίσχυρη προβάλλει αξιώσεις για την Μαδαγασκάρη (Γαλλική αποικία) υποστηρίζοντας ότι "τα αναπτυσσόμενα κράτη έχουν δικαίωμα σε μια παγκόσμια ανακατανομή".
Οι Πολωνικές αυτές θέσεις, όπως και η εν γένει στάση της Πολωνίας υπαγορεύονται από τις στρατιωτικές επιτυχίες του Πιλσούντσκι εναντίον του Στρατού των Μπολσεβίκων στις αρχές της δεκαετίας του 1920, (οι οποίες αρχικά δεν του αναγνωρίστηκαν). Στη στάση αυτή συμβάλλουν η Γαλλία και η Βρετανία, που συνάπτουν συμμαχία με την Πολωνία, θεωρώντας την "κράτος - μαξιλάρι" σε ενδεχόμενη επίθεση τόσο της ΕΣΣΔ όσο και της Γερμανίας και ακολουθούν την λεγόμενη "πολιτική κατευνασμού" απέναντι στην ολοένα αυξανόμενη επεκτατικότητα του Χίτλερ.
Ωστόσο οι ηγέτες της δεν έχουν ούτε το ανάστημα ούτε την διορατικότητα του Πιλσούντσκι, ο οποίος, λίγα χρόνια πριν πεθάνει, διείδε τις πολιτικές εξελίξεις και εκμυστηρεύτηκε στην κόρη του: "Σε δέκα χρόνια θα έχετε πόλεμο. Εγώ δεν θα ζω τότε, αλλά αυτόν τον πόλεμο θα τον χάσετε". Από την άλλη, οι στρατιωτικές του αντιλήψεις παραμένουν καθηλωμένες σε αυτές του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και δυστυχώς αυτές μεταβιβάζει και στον διάδοχό του Ρυντζ-Σμίγκλυ. Έτσι, η ηγεσία της χώρας παραμένει μακάρια, παρά το γεγονός ότι ο Χίτλερ επανεξοπλίζεται, αγνοώντας την Συνθήκη των Βερσαλλιών. Η πολιτική κατευνασμού των Δυτικών κορυφώνεται το 1938, οπότε και υπογράφεται η Συμφωνία του Μονάχου.
Η Πολωνία καρπώνεται ένα μικρό τμήμα της τεμαχισμένης Τσεχοσλοβακίας και στις επισημάνσεις ότι μετά τους Τσεχοσλοβάκους θα έρθει η σειρά τους, απαντούν: "Δε φοβόμαστε τίποτα. Μας φοβούνται". Οι Δυτικές δυνάμεις "απαντούν" στο Σύμφωνο αυτό αναλαμβάνοντας να εγγυηθούν την εδαφική ακεραιότητα της Πολωνίας. Αυτό έχει ως συνέπεια η μακαριότητα των κυβερνώντων να συνεχιστεί και ο Πολωνικός στρατός δεν υφίσταται σοβαρό εκσυγχρονισμό. Ο Πολωνός πρεσβευτής στο Βερολίνο Λίπσκι, μολονότι έχει παρακολουθήσει μεγαλειώδεις παρελάσεις Γερμανικών αρμάτων στο Βερολίνο, διαβεβαιώνει τους προϊσταμένους του ότι ένας πόλεμος εκείνη τη στιγμή θα προκαλέσει σχεδόν επανάσταση στη Γερμανία.
Από την άλλη, οι Γερμανοί κάνουν ό,τι μπορούν για να "αποκοιμίσουν" τους Πολωνούς: Ο Χέρμαν Γκέρινγκ που επισκέπτεται συχνά την Πολωνία για να κυνηγήσει, τους διαβεβαιώνει ότι η Γερμανία χρειάζεται μια ισχυρή Πολωνία για να διασφαλιστεί απέναντι σε μια μέλλουσα εισβολή της ΕΣΣΔ. Ο Γερμανός Υπουργός Εξωτερικών Ρίμπεντροπ, που επισκέπτεται την Βαρσοβία το 1939 τους δίνει παρόμοιες διαβεβαιώσεις. Οι Πολωνοί θεωρούν, έτσι, εαυτούς ισχυρούς. Στο μεταξύ η Πολωνία αναπτύσσεται οικονομικά. Η περίοδος 1936 - 1939 αποτελεί περίοδο εκβιομηχάνισης της χώρας με τη νέα βιομηχανική ζώνη να εγκαθίσταται μεταξύ των ποταμών Βιστούλα και Σαν.
Είναι μια περιοχή 25.000 τετρ. μιλίων, που εκτείνεται από τα νότια της Βαρσοβίας μέχρι τα σύνορα της Σλοβακίας και απέχει εξίσου τόσο από τα Γερμανικά όσο και από τα Σοβιετικά σύνορα. Το αρχικό αυτό πλεονέκτημα εξανεμίζεται όταν η Γερμανία προσαρτά Βοημία και Μοραβία. Το μέσο βιοτικό επίπεδο ανεβαίνει, η ανεργία μειώνεται σημαντικά και το πλεόνασμα των εργατικών χειρών της υπαίθρου απορροφάται από τις βιομηχανίες. Ως αποτέλεσμα επέρχεται η δημογραφική αύξηση και το 1939 η χώρα έχει πληθυσμό 35 περίπου εκατομμύρια. Ωστόσο, η μόνη επάρκεια που έχει η Πολωνία είναι σε είδη διατροφής. Οι πολιτικές εξελίξεις, όμως, υπερκαλύπτουν την Πολωνική ανάπτυξη.
Στις 21 Αυγούστου 1939 υπογράφεται το σύμφωνο μη επίθεσης μεταξύ Γερμανίας - ΕΣΣΔ, γνωστό ως Σύμφωνο Ρίμπεντροπ - Μολότωφ. Οι Πολωνοί δεν υποπτεύονται το μυστικό πρωτόκολλο που ακολουθεί το Σύμφωνο αυτό και που δεν είναι άλλο από τον μελλοντικό διαμελισμό της χώρας τους μεταξύ Χιτλερικής Γερμανίας και ΕΣΣΔ. Στις αρχές του 1939 εμφανίζονται οι πρώτες ενδείξεις των Χιτλερικών προθέσεων. Ο Χίτλερ, στην επέτειο ανάληψης της εξουσίας (Ιανουάριος 1933) για το 1939 αναφέρεται στον λόγο του και στο Σύμφωνο μη επίθεσης του 1934, αλλά μόνο για να πει ότι οι Πολωνοί καταπιέζουν τους Γερμανικούς πληθυσμούς στην χώρα τους και η Γερμανία διαμαρτύρεται έντονα γι' αυτό.
Είναι ο πρόλογος των Γερμανικών απαιτήσεων: Ύστερα από σύντομο διάστημα η Γερμανία ζητά την ενσωμάτωση του Ντάντσιχ στο Ράιχ και την κατασκευή αυτοκινητόδρομου μεγάλων ταχυτήτων διαμέσου του Πολωνικού τμήματος της Πομερανίας. Η Βρετανία και η Γαλλία απαντούν στις αξιώσεις αυτές με εκ νέου εγγύηση της εδαφικής ακεραιότητας της Πολωνίας. Στις 27 Μαρτίου 1939 ο Τσάμπερλεν κάλεσε την Κυβέρνησή του να υπογράψει συμμαχία με τους Πολωνούς, εν όψει της επικείμενης Γερμανικής επίθεσης, και στις 31 Μαρτίου ανήγγειλε από το βήμα της Βουλής των Κοινοτήτων πως, σε περίπτωση χρήσης όπλων από την Πολωνία με σκοπό την υπεράσπισή της, τότε η Αγγλία θα είχε την υποχρέωση να της παρέχει κάθε δυνατή υποστήριξη.
Από την πλευρά της Γαλλίας, η εγγύηση αυτή είναι γράμμα κενό: Η Γαλλία δεν έχει καμία διάθεση για νέο Πόλεμο, ύστερα από την πληθυσμιακή αφαίμαξη που υπέστη κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Στη Βρετανία, ωστόσο, κάτι ανάλογο δεν διαφαίνεται, αν και ο Πρωθυπουργός Νέβιλ Τσάμπερλεν φαίνεται αναποφάσιστος και προσεκτικός. Ήδη από τα τέλη Μαΐου ο Χίτλερ έχει ζητήσει από τη στρατιωτική ηγεσία να ετοιμάσει σχέδια για την εισβολή στην Πολωνία. Τους λέγει μάλιστα: "Μην περιμένετε μια επανάληψη αυτού που έγινε στην Τσεχοσλοβακία. Αυτή τη φορά, κύριοι, θα τον έχετε τον πόλεμο". Στα τέλη Αυγούστου οι Γερμανικές δυνάμεις είναι έτοιμες για εισβολή στο Πολωνικό έδαφος.
Ο Χίτλερ διστάζει για λίγες μόνον ημέρες, αναζητώντας τρόπο να αποφύγει την επέμβαση των Βρετανών -είναι απόλυτα βέβαιος για την αδράνεια των Γάλλων. Ο Βρετανός πρεσβευτής Χέντερσον γράφει σχετικά: "Είμαι βέβαιος, από όσα έβλεπα στο Βερολίνο, ότι ο Χίτλερ είχε διατάξει την εισβολή στην Πολωνία την νύκτα της 25ης προς 26η Αυγούστου, διαφορετικά δεν μπορώ να εξηγήσω όσα συνέβαιναν στην Γερμανία: Οι άδειες των στρατιωτικών είχαν ανακληθεί, τα αεροδρόμια είχαν κλείσει, οι εσωτερικές πτήσεις δεν γίνονταν, τα τρόφιμα είχε προβλεφθεί να μοιράζονται με δελτίο". Διαβλέποντας την αναποφασιστικότητα του Τσάμπερλεν αποφασίζει την εισβολή. Αναζητεί πλέον την αφορμή.
Ο Δυτικοί υπολογίζουν ότι, με βάση τον πληθυσμό της, η Πολωνία έχει περίπου 80 συγκροτημένες μεραρχίες στην ξηρά. Υπολογίζουν, επίσης, ότι διαθέτει περίπου 450 αεροσκάφη. Δυστυχώς γι' αυτούς (και τους Πολωνούς) η χώρα διαθέτει περίπου τις μισές μεραρχίες συγκροτημένες, μόνο μία μηχανοκίνητη ταξιαρχία, πολλές ταξιαρχίες ιππικού, 450 αεροσκάφη, από τα οποία λίγα μπορούν να θεωρούνται σύγχρονα, αν και διαθέτει άριστα εκπαιδευμένους πιλότους: Θα το αποδείξουν διαφεύγοντας από την κατακτημένη χώρα τους και συμμετέχοντας στην Μάχη της Αγγλίας.
Υπάρχουν, επίσης, περίπου 100 παλαιού τύπου θωρακισμένα, 500 αντιαεροπορικά πυροβόλα, αντί των προβλεπόμενων 2.000 και το πυροβολικό, μολονότι αξιόλογο, είναι εξ ολοκλήρου ιππήλατο, αν και διαθέτει το εξαίρετο αντιαρματικό "Bofors" των 37 mm, το οποίο θα επιφέρει σημαντικές φθορές στις Γερμανικές θωρακισμένες μονάδες. Το δίκτυο διαβιβάσεων είναι υποτυπώδες, οι εφεδρείες ανεπαρκείς, δεν υπάρχει εκ των προτέρων συγκροτημένο σχέδιο αντιμετώπισης ενδεχόμενης Γερμανικής εισβολής. Ο Πολωνικός στρατός παραμένει στα πρότυπα του Πρώτου Πολέμου και μετά την "αψιμαχία" του Γκλάιβιτς υπολογίζει ότι θα χρειαστούν 15 ημέρες στους Γερμανούς για να συγκεντρώσουν τα στρατεύματά τους.
Οι ίδιοι πιστεύουν ότι έχουν ένα στρατό "αγροτικό" (το πεζικό μετακινείται με τα πόδια ή με κάρα), ευκίνητο, προσαρμοσμένο στις εδαφικές συνθήκες της χώρας. Επιπλέον, η ελλιπής συγκρότηση των Πολωνικών δυνάμεων οφείλεται και σε έναν ακόμη λόγο: Θέλουν να αποφύγουν να δώσουν αφορμή στην Γερμανική επιθετικότητα. Το Πολωνικό Πολεμικό Ναυτικό διαθέτει δυνάμεις ακόμη πιο ανεπαρκείς από το Γερμανικό: Διαθέτει μερικά αντιτορπιλικά, μερικά υποβρύχια και ορισμένα σκάφη υποστήριξης.
ΤΟ ΣΥΜΦΩΝΟ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ (1938)Με την ονομασία Συμφωνία του Μονάχου, όπως καθιερώθηκε δημοσιογραφικά, αναφέρεται το Σύμφωνο που προέκυψε και υπογράφηκε στην Διεθνή Συνδιάσκεψη του Μονάχου που συνήλθε εσπευσμένα στις 29 Σεπτεμβρίου 1938 στο Μόναχο της Γερμανίας, εξ ου και η ονομασία της, προκειμένου να αποτραπεί επικείμενη πολεμική σύρραξη μεταξύ Γερμανίας και Τσεχοσλοβακίας.
ΓενικάΣτην Συνδιάσκεψη αυτή παρέστησαν δύο Πρωθυπουργοί, οι του Ηνωμένου Βασιλείου, Άρθουρ Νέβιλ Τσάμπερλεν και της Γαλλίας, Εντουάρ Νταλαντιέ και δύο ηγέτες: της Ιταλίας, Μπενίτο Μουσολίνι και της Γερμανίας Αδόλφος Χίτλερ, συνοδευόμενοι από τους υπουργούς Εξωτερικών των χωρών τους και συνομολόγησαν και υπέγραψαν την επομένη, 30 Σεπτεμβρίου, το Σύμφωνο του Μονάχου δια του οποίου και συνομολογήθηκε η προσάρτηση της Σουδητίας (περιοχή Γερμανών Σουδητών της Τσεχοσλοβακίας) στο Γ' Ράιχ. Από τη διάσκεψη αυτή αποκλείστηκε η συμμετοχή εκπροσώπου της Τσεχοσλοβακίας.
Αν και οικοδεσπότης της συνδιάσκεψης στο Μόναχο ήταν ο Μπενίτο Μουσολίνι, ο οποίος και πρότεινε το γραπτό σχέδιο του συμφώνου, όπως διαπιστώθηκε εκ των υστέρων το κείμενο αυτό, που περιλαμβάνει οκτώ άρθρα, είχε προετοιμαστεί και περίπου συνταχθεί από το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών και συγκεκριμένα από τους Χέρμαν Γκέρινγκ, Κόνσταντιν φον Νόιρατ και Βαϊσζέκερ, πίσω από την πλάτη του Υπουργού Γιοάχιμ φον Ρίμπεντροπ, τον οποίο οι τρεις άνδρες δεν εμπιστεύονταν για να συντάξει παρόμοιο έγγραφο.
Πολιτικές ΣυνθήκεςΤην εποχή εκείνη ο Χίτλερ, βασιζόμενος στον ορμητικό επανεξοπλισμό της χώρας που είχαν επιτελέσει οι συνεργάτες του επιτελείς δεν βράδυνε να έχει βλέψεις και στις όμορες χώρες με Γερμανικούς πληθυσμούς για την αναβίωση της άλλοτε κραταιάς Γερμανικής Αυτοκρατορίας. Έτσι στις 20 Φεβρουαρίου του 1938 Ο Χίτλερ στον λόγο του που εκφωνεί στο Ράιχσταγκ τόνιζε μεταξύ άλλων ότι καθίσταται ανάγκη να προστατευθούν 10 εκατομμύρια Γερμανοί που βρίσκονταν στα σύνορα του Ράιχ, υπονοώντας τα σύνορα Αυστρίας και Τσεχοσλοβακίας (Σουδητία). Προχωρώντας με ταχύτατο ρυθμό τα σχέδιά του, στις 12 Μαρτίου ο Γερμανικός στρατός εισέβαλε αμαχητί στην Αυστρία.
Στη συνέχεια ο Χίτλερ στράφηκε προς την Τσεχοσλοβακία όπου υπήρχαν 3 εκατομμύρια Γερμανοί Σουδήτες. Έτσι τον Μάιο, έχοντας υποκινήσει Σουδητική κρίση στην Τσεχοσλοβακία καθιστά γνωστό στους στρατηγούς του τον σχεδιασμό κατάληψης της Τσεχοσλοβακίας και μάλιστα προσδιορίζοντας και τον μήνα. Οι Τσεχοσλοβάκοι την εποχή εκείνη βασίζονταν κυρίως στους Γάλλους, με τους οποίους είχαν συνάψει συμμαχία. Η Σοβιετική Ένωση, που επίσης είχε συνάψει συμμαχία με την Τσεχοσλοβακία, επιδείκνυε μεν θέληση συνεργασίας με Αγγλία και Γαλλία, πλην όμως εμπόδια Ρουμανίας και Πολωνίας, (άρνηση ελεύθερης διέλευσης Ρωσικών στρατευμάτων από τα εδάφη τους), απέτρεπαν μια παρόμοια ενέργεια.
Τελικά Αγγλία και Γαλλία αποφασίζουν να δράσουν υπερασπίζοντας την Τσεχοσλοβακία. Ο Χίτλερ από την πλευρά του συνέχιζε ακάθεκτος τους χαρακτηριστικούς εμπρηστικούς λόγους του, απαιτώντας την επανένωση της χώρας των Σουδητών με τη Γερμανία, με συνέπεια ο πόλεμος να καθίσταται αναπόφευκτος. Εμπρός όμως σ΄ αυτή την κατάσταση τόσο η Αγγλία όσο και η Γαλλία δεν αισθάνονταν κατάλληλα προετοιμασμένες για στρατιωτική σύγκρουση, οπότε και άρχισαν να ακολουθούν την "πολιτική κατευνασμού", (για την οποία πολλά έχουν λεχθεί), προκειμένου ν' αποφύγουν πολεμική σύρραξη, παρότι άρχισαν να προχωρούν σε επιστρατεύσεις.
Και ενώ η Τσεχοσλοβακική κυβέρνηση προχωρεί σε κάποιες ενέργειες υπέρ των Σουδητών, Αγγλία και Γαλλία, περί τα μέσα Σεπτεμβρίου, μετά από επίσκεψη του Άγγλου πρωθυπουργού στον Χίτλερ υποβάλλουν σχέδιο προς την Τσεχοσλοβακία για παραχώρηση εδαφών που οι Σουδήτες αριθμούν περισσότερο από το 50% του εγκατεστημένου σε αυτά πληθυσμού. Την πρόταση αυτή, αν και αρχικά την αρνήθηκε η Τσεχοσλοβακία, στη συνέχεια, κάτω από πίεση των συμμάχων της την αποδέχθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου. Κατόπιν αυτού την επομένη 22 Σεπτεμβρίου ο Τσάμπερλεν επισκέπτεται για δεύτερη φορά τον Χίτλερ μεταβαίνοντας αεροπορικώς στο Βερολίνο.
Όπου με κατάπληξη διαπίστωσε πως ο συνομιλητής του είχε αυξήσει τις απαιτήσεις του, ζητώντας την προσάρτηση της Σουδητίας και την εκκένωση από αυτή όλων των άλλων μη Σουδητών. Τότε ο Τσάμπερλεν συμφώνησε να μεταφέρει την απαίτηση υποβάλλοντας νέα πρόταση στους Τσεχοσλοβάκους. Φυσικό όμως ήταν οι τελευταίες αυτές απαιτήσεις του Χίτλερ ν' απορριφθούν τελικά και από την Αγγλία και από τη Γαλλία. Ακολούθως Γαλλία και Τσεχοσλοβακία προχωρούν σε επιστρατεύσεις ενώ ο Τσάμπερλεν σε ραδιοφωνικό μήνυμά του στις 27 Σεπτεμβρίου σε μια ύστατη προσπάθεια αποφυγής του πολέμου προτείνει να συγκληθεί άμεσα Διεθνής Διάσκεψη, τετραμερής, προκειμένου να επιλυθεί η διαφορά. Ο Χίτλερ δηλώνει την επομένη ότι δέχεται την εισήγηση και αναβάλλει την εισβολή στη Τσεχοσλοβακία, για μόνο όμως 24 ώρες.
Η Διάσκεψη του ΜονάχουΚάτω από την "τελεσιγραφική" αυτή χρονική προθεσμία, πρωτοφανή στη Διεθνή Διπλωματία, την επόμενη ημέρα 29 Σεπτεμβρίου, τις μεσημβρινές ώρες ξεκίνησε εσπευσμένα η ("Σύνοδος Κορυφής" κατά σύγχρονη αντίληψη) "Διεθνής Συνδιάσκεψη του Μονάχου". Πρώτος έφθασε ο Μουσολίνι, συνοδευόμενος από τον γαμπρό του και Υπουργό εξωτερικών Γκαλεάτσο Τσιάνο, τους οποίους και υποδέχθηκε στο αεροδρόμιο ο Χίτλερ. Ακολούθως έφθασαν και οι πρωθυπουργοί της Γαλλίας και Αγγλίας Ε. Νταλαντιέ και Ν. Τσάμπερλεν, αντίστοιχα. Χώρος διάσκεψης είχε επιλεγεί η μεγάλη αίθουσα του μεγάρου Φύρερμπαου.
Οι εργασίες ξεκίνησαν ερήμην της Τσεχοσλοβακικής κυβέρνησης, χωρίς να κληθεί εκπρόσωπος έστω και ως παρατηρητής, τις απογευματινές ώρες και συνεχίστηκαν μέχρι και δύο ώρες μετά το μεσονύκτιο (30 Σεπτεμβρίου) οπότε και ολοκληρώθηκε το εξ οκτώ άρθρων σύμφωνο, το οποίο υπεγράφη με άμεση ισχύ, προβλέποντας όμως για την εφαρμογή του σύσταση Διεθνούς Επιτροπής και είσοδο των Γερμανικών στρατευμάτων στη Σουδητία από την επομένη της υπογραφής, δηλαδή 1η Οκτωβρίου.
Εφήμερος ΘρίαμβοςΜετά τη συνομολόγηση του παραπάνω συμφώνου ο Βρετανός πρωθυπουργός Τσάμπερλεν, πριν αναχωρήσει από το Βερολίνο, είχε μία κατ' ιδίαν συνάντηση με τον Χίτλερ όπου και συνομολόγησαν και προσυπέγραψαν μία διμερή συμφωνία, Συμφωνία Τσάμπερλεν - Χίτλερ, δια της οποίας διακήρυτταν την αμοιβαία επιθυμία επίλυσης των όποιων διαφορών πάντα μέσω διαβουλεύσεων. Τόσο ο Τσάμπερλεν όσο και ο Νταλαντιέ επέστρεψαν στις χώρες τους ως θριαμβευτές από τα πλήθη που τους επιφύλαξαν θερμές υποδοχές, διακηρύσσοντας μάλιστα ο πρώτος δημόσια την "έντιμη ειρήνη", ή "ειρήνη στην εποχή μας", απομακρύνοντας έτσι την όποια απειλή πολέμου.
Όταν όμως τον επόμενο χρόνο ο Χίτλερ κατέλαβε και προσάρτησε όλη τη Τσεχοσλοβακία η αξιοπιστία του Τσάμπερλεν είχε πλέον οριστικά χαθεί. Αντίθετα ο Νταλαντιέ βλέποντας το πλήθος που τον επευφημούσε φθάνοντας στο Παρίσι φέρεται να δήλωσε: "Οι ανόητοι, αν ήξεραν τι επευφημούν". Ο Χίτλερ επιστρέφοντας στο Βερολίνο, όπου πλήθη κόσμου τον ζητωκραύγαζαν στην αυτοκινητοπομπή του, έδειχνε περισσότερο αηδιασμένος για την ειρήνη. Στη Ρώμη πλήθος Ιταλών είχε κατακλύσει την Πιάτσα Βενέτσια ζητωκραυγάζοντας "Ντού-τσε!, Ντού-τσε!".
ΣυνέπειεςΜετά την προσάρτηση της Αυστρίας όταν ο Άξονας Βερολίνου - Ρώμης είχε και γεωγραφικά ολοκληρωθεί η Τσεχοσλοβακία βρέθηκε κατά το ήμισυ στο του Γ' Ράιχ. Τα γεγονότα που ακολούθησαν της Συμφωνίας του Μονάχου υπήρξαν καταλυτικά:
1. Η Γερμανία καταλαμβάνει τη Σουδητία (Οκτώβριος 1938).
2. Η Πολωνία προσάρτησε το Zaolzie, περιοχή με Πολωνική πλειoνότητα που κατέλαβε ο Τσεχικός στρατός την περίοδο 1918 - 1920 (Οκτώβριος 1938).
3. Η Ουγγαρία βρίσκεται σε παραμεθόριες περιοχές (ΝΑ. της Σλοβακίας και Ν. Καρπαθιακής Ρουθηνίας) με τις Ουγγρικές μειονότητες, σύμφωνα με τη πρώτη διαιτησία της Βιέννης (Νοέμβριος 1938).
4. Μάρτιος του 1939, η Ουγγαρία προσάρτησε την Καρπαθιακή Ρουθηνία (που είχε γίνει αυτόνομη από τον Οκτώβριο του 1938).
5. Τα υπόλοιπα εδάφη της Τσεχίας γίνονται το Γερμανικό δορυφορικό προτεκτοράτο Βοημίας και Μοραβίας.
6. Το υπόλοιπο της Τσεχοσλοβακίας, ως Σλοβακία, έγινε Γερμανικός δορυφόρος.
Παρατηρήσεις - ΚρίσειςΤο γεγονός ότι η Συμφωνία του Μονάχου κατόπιν των εξελίξεων που ακολούθησαν έγινε αντικείμενο γενικής κατακραυγής εξαιτίας της αναποτελεσματικότητας και της αποτυχίας της να ανακόψει εν προκειμένω τα επεκτατικά σχέδια δύο ολοκληρωτικών καθεστώτων δεν είναι και τόσο ιδιαίτερα σημαντικό, δεν ήταν ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία αποτυχημένη συμφωνία στην παγκόσμια ιστορία. Το σημαντικό και παράλληλα εκπληκτικό όμως της συμφωνίας αυτής είναι η διαμάχη που ξεκίνησε πριν τη σύγκληση της διάσκεψης εκείνης και που συνεχίζεται μέχρι σήμερα από τους ιστορικούς αναλυτές στην αναζήτηση του χαρακτήρα της συμφωνίας.
Ήταν συνωμοσία; Ήταν συνθηκολόγηση, ή κάποια ευγενής πράξη; Ή, τέλος, όλα αυτά μαζί; Μια αμφιλεγόμενη διπλωματική ενέργεια ανέκαθεν αποδίδεται με διαφορετικές σημασίες από διάφορους ανθρώπους. Επί των τελευταίων αναπτύχθηκαν διάφορες ιστορικές θέσεις που στη προσπάθειά τους να αναλύσουν τον χαρακτήρα της συμφωνίας ανέπτυξαν βάσιμα επιχειρήματα που τελικά κατέστησαν ακόμα πιο δυσχερή τον ασφαλή προσδιορισμό της, εκτός του ότι πέτυχαν την κατάρρευση κάποιων μύθων που είχαν δημιουργηθεί με προπαγανδιστικό προσανατολισμό, όπως δίδονται παρακάτω.
Βρετανική ΆποψηΕπίσημα η Συμφωνία του Μονάχου παρουσιάστηκε ως νίκη της λογικής και της συνδιαλλαγής, «κατευνασμός» όπως λεγόταν τότε. Αλλά και ο Τσώρτσιλ, πολιτικός αντίπαλος του Τσάμπερλεν «συμφωνίες και όχι πόλεμο» υποστήριζε και μετέπειτα. Το πρόβλημα των Σουδητών που αναδύθηκε από τη δυσαρέσκειά τους, πράγματι ήταν υπαρκτό. Μπορεί ο Χίτλερ να ενθάρρυνε τη δυσαρέσκεια αυτή αλλά δεν ήταν αυτός που τη δημιούργησε. Όσοι δε στη Δύση φώναζαν «Στο πλευρό των Τσέχων» ποτέ δεν εξήγησαν τι θα έπρατταν με τους Σουδήτες. Έτσι ο διαμελισμός φαινόταν η προφανής λύση. Και οι ίδιοι, οι Τσέχοι παραδέχονταν πως στην Τσεχία (πρώην Βοημία) δεν υπήρχε χώρος και για τις δύο εθνότητες.
Μετά τη λήξη του πολέμου ακολούθησε το αντίθετο, εκδιώχθηκαν οι Γερμανοί. Ο Τσάμπερλεν βλέποντας πως ο Χίτλερ άρχισε να ανατρέπει σιγά-σιγά τον διακανονισμό του 1919 προσπαθώντας να αποκαταστήσει την ηρεμία στην Ευρώπη θεώρησε ότι αυτό μπορούσε να επιτευχθεί με ικανοποίηση των Γερμανικών παραπόνων πρόθυμα, χωρίς πόλεμο (ή να τον προλάβει). Επί της γραμμής αυτής προσπάθησε να πείσει αφενός την Τσεχοσλοβακία να αποδεχθεί, ή να ενδώσει στις γερμανικές αξιώσεις και αφετέρου τη Γαλλία να μη υποστηρίξει τη σύμμαχο χώρα. Πέτυχε και τα δύο. Όχι όμως στα πλαίσια της "ηθικής" που εκείνος ως επιχείρημα έθετε, ή υποστήριζε πως ήθελε, ότι δηλαδή τα παράπονα των Γερμανών ήταν δίκαια και συνεπώς δίκαιη και η ικανοποίησή τους.
Τα γεγονότα όπως εξελίχθηκαν ακριβώς πάνω στη Τσεχική κρίση περισσότερο φόβο απέδειξαν παρά λογική. Την ίδια ημέρα της συνομολόγησης φωτογραφία της εποχής δείχνει να ανασκάπτεται το πάρκο Σαιντ Τζέιμς του Λονδίνου για τη δημιουργία αντιαεροπορικών χαρακωμάτων. Το αεροπλάνο τότε θεωρείτο η αιχμή του πυρός, ο δε κίνδυνος να μετατραπεί η Ευρώπη σε ερείπια μέγας. Και αυτόν προσπάθησε να αποφύγει ο Τσάμπερλεν, επιταχύνοντας παράλληλα τον Αγγλικό πολεμικό εξοπλισμό. Οι Βρετανοί είχαν εμπιστοσύνη στο ναυτικό τους, σε μια αναμέτρηση με το Γ' Ράιχ πίστευαν στην τελική νίκη, αλλά με τεράστιο κόστος.
Γαλλο-Βρετανική ΆποψηΗ συμφωνία αυτή θεωρούνταν από Γάλλους και Άγγλους αναγκαίο μέτρο για να αποφευχθεί ο πόλεμος σύμφωνα με την προπολεμική "Πολιτική Κατευνασμού" έναντι της Γερμανίας, ενώ παράλληλα εγγυώνταν την διατήρηση του υπόλοιπου Τσεχοσλοβακικού κράτους.
Τσεχοσλοβακική ΆποψηΓια τους εκπρόσωπους της Τσεχοσλοβακίας (με επικεφαλής τον Έντουαρντ Μπένες), στους οποίους ούτε καν επετράπη να πάρουν μέρος στις διαπραγματεύσεις, η συμφωνία αυτή αποτελούσε προδοσία. Για αυτό το λόγο οι Τσέχοι ονομάζουν την συμφωνία αυτή και Υπαγόρευση του Μονάχου. Η Συμφωνία του Μονάχου αποτελεί μέχρι σήμερα τραύμα στην εθνική συνείδηση των Τσέχων.
Γερμανική ΆποψηΓια τον Χίτλερ η συμφωνία αυτή αποτέλεσε διπλωματική ήττα, επειδή ήθελε να χρησιμοποιήσει το θέμα της προσάρτησης της Σουδητίας ως αφορμή πολέμου. Δεν πίστευε ότι οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις θα συμφωνούσαν στην προσάρτηση, όπως όμως τελικά έγινε. Έτσι, ήταν πλέον αναγκασμένος να αναζητήσει άλλη αφορμή πολέμου. Παρόλα αυτά, η Συμφωνία έδωσε στρατηγικό πλεονέκτημα στη Γερμανία για την εισβολή στην Τσεχοσλοβακία, καθώς η περιοχή της Σουδητίας, λόγω μορφολογίας αλλά και αμυντικών επιλογών των Τσέχων, αποτελούσε την κύρια άμυνα σε μια εισβολή από τα Βορειοδυτικά.
Σοβιετική ΆποψηΟι Σοβιετικοί είδαν τη Συμφωνία του Μονάχου σαν απόδειξη ότι οι δυτικές δυνάμεις προτιμούσαν να συνεργαστούν ακόμη και με τους εθνικοσοσιαλιστές, προκειμένου να απομονώσουν την ΕΣΣΔ και να στρέψουν τις πολεμικές διαθέσεις του Γ' Ράιχ προς τα ανατολικά. Έτσι, οι Σοβιετικοί άλλαξαν εξωτερική πολιτική και προσπάθησαν να προσεγγίσουν τους Γερμανούς. Για αυτόν τον λόγο η Συμφωνία του Μονάχου θεωρείται -και, όπως τεκμηριώνεται σήμερα, σωστά- προϋπόθεση για το Γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο μη Επίθεσης του 1939. H ΕΣΣΔ τάχθηκε κατά της Συμφωνίας του Μονάχου και των συνεπειών της. Προσέφερε στρατιωτική βοήθεια στη Γαλλία, ώστε να μπορέσει να αντεπεξέλθει στο σύμφωνο συμπαράστασης που είχε προηγούμενα συνάψει με την Τσεχοσλοβακία.
Η Γαλλία, όμως, απέρριψε τη Σοβιετική πρόταση βοήθειας. Πολύ πρόσφατα (τέλος Σεπτεμβρίου 2008) ανοίχθηκαν τα απόρρητα έγγραφα της Συμφωνίας του Μονάχου, με τα οποία τεκμηριώνεται ότι Γαλλία και Βρετανία σκόπευαν να στρέψουν τον Χίτλερ προς Ανατολάς, ώστε να "δουν τα δύο ολοκληρωτικά καθεστώτα να θάβουν το ένα το άλλο". Δεν υπολόγιζαν, όμως, πως πρώτα τα ίδια αυτά κράτη θα γίνονταν τα θύματα της Ναζιστικής επεκτατικότητας.
Ακύρωση ΣυμφωνίαςΣτις 30 Σεπτεμβρίου του 1940 ο Πρωθυπουργός της Αγγλίας Τσώρτσιλ σε μήνυμά του προς τον Τσεχοσλοβακικό λαό δηλώνει την ακύρωση της συμφωνίας του Μονάχου, δηλώνοντας απερίφραστα την μετά τον πόλεμο επαναπροσάρτηση της Σουδητίας στη Τσεχοσλοβακία. Στις 11 Νοεμβρίου δηλώνεται αυτή και επίσημα στην τότε εξόριστη Τσεχοσλοβακική κυβέρνηση που είχε καταφύγει στο Λονδίνο.
Χρονολόγιο Γεγονότων- 20 Φεβρουαρίου 1938 - Ο Χίτλερ στον λόγο του που εκφωνεί στο Ράιχσταγκ τονίζει μεταξύ άλλων ότι καθίσταται ανάγκη να προστατευθούν 10 εκατομμύρια Γερμανοί που βρίσκονται στα σύνορα του Ράιχ, υπονοώντας σύνορα Αυστρίας και Τσεχοσλοβακίας (Σουδητίας).
- 11 Μαρτίου - Η Αυστρία γίνεται επαρχία της Γερμανίας, μετά από τελεσίγραφο των Γερμανών, μία ημέρα πριν το δημοψήφισμα.
- 28 Μαρτίου - Ο Χίτλερ καλεί τον ηγέτη της Γερμανικής μειονότητας στη Τσεχοσλοβακία να εγείρει τόσες αξιώσεις ώστε να προκαλέσει τη κατάρρευση της κυβέρνησης.
- 23 Απριλίου - Ο Στάλιν υπόσχεται υποστήριξη στη Τσεχοσλοβακία σε τυχόν Γερμανική επίθεση.
- 24 Απριλίου - Ο Χενλάιν, ηγέτης των Γερμανών στη Τσεχοσλοβακία, αξιώνει πλήρη αυτονομία των Γερμανών Σουδητών.
- 28 Απριλίου - Ο Πρωθυπουργός Εντουάρ Νταλαντιέ και ο υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας Ζωρζ Μποννέ δεσμευμένοι ήδη με συνθήκη να υπερασπιστούν την ανεξαρτησία της Τσεχοσλοβακίας, καλούν την Βρετανική κυβέρνηση να συμμετάσχει σε ενιαίο μέτωπο κατά ενδεχομένης Γερμανικής επίθεσης. Ο Βρετανός πρωθυπουργός Νέβιλ Τσάμπερλεν αρνήθηκε.
- 29 Απριλίου - Ο Βρετανός πρωθυπουργός Ν. Τσάμπερλεν φοβούμενος ρήξη με την Γαλλία δηλώνει αποδοχή για κοινή διπλωματική δράση.
- 9 Μαΐου - Η Σοβιετική Ένωση δια του υπουργού Εξωτερικών Λιτβίνοφ υπόσχεται στρατιωτική υπεράσπιση της Τσεχοσλοβακίας υπό την προϋπόθεση να επιτραπεί η διέλευση των στρατιωτικών τμημάτων μέσω Πολωνίας και Ρουμανίας. Και οι δύο χώρες αρνούνται.
- 23 Μαΐου - Η Αγγλία ειδοποιεί την Γαλλία ότι δεν θα αναλάβει κοινή στρατιωτική δράση για τη προστασία των Τσεχικών συνόρων.
- 11 Αυγούστου - Υπό την πίεση της Αγγλίας και Γαλλίας ο Έντουαρντ Μπένες αρχίζει διαπραγματεύσεις με τους Γερμανούς Σουδήτες.
- 12 Αυγούστου - Ο Χίτλερ διατάσσει κινητοποίηση των στρατευμάτων.
- 4 Σεπτεμβρίου - Ο Χενλάιν απορρίπτει την προσφορά του Ε. Μπένες για πλήρη αυτονομία των Γερμανών Σουδητών.
- 7 Σεπτεμβρίου - Η Γαλλία προχωρά σε επιστράτευση εφέδρων.
- 11 Σεπτεμβρίου - Η προσπάθεια της Γαλλίας να πείσει Ρουμανία και Πολωνία να επιτρέψουν διέλευση Ρωσικών στρατευμάτων μέσω των εδαφών τους πέφτει στο κενό.
- 13 Σεπτεμβρίου - Σημειώνεται μεγάλη εξέγερση των Σουδητών που καταστέλλεται από τους Τσέχους στρατιώτες. Ο Νταλαντιέ αποφασίζει την μη προσφυγή στη βία.
- 15 Σεπτεμβρίου - Ο Πρωθυπουργός της Αγγλίας Τσάμπερλεν επισκέπτεται τον Χίτλερ στο Μπερχτεσγκάντεν όπου ο Χίτλερ δηλώνει απερίφραστα την πρόθεσή του να προσαρτήσει στη Γερμανία τη Σουδητία.
- 18 Σεπτεμβρίου - Αγγλία και Γαλλία αποφασίζουν να πείσουν τους Τσέχους να παραχωρήσουν στη Γερμανία περιοχές της Σουδητίας που ο πληθυσμός των Σουδητών υπερβαίνει το 50% του εγκατεστημένου πληθυσμού.
- 21 Σεπτεμβρίου - Η Τσεχική κυβέρνηση αποδέχεται την Αγγλογαλλική πρόταση. Η Πολωνία αξιώνει δημοψήφισμα για την περιοχή Τέσεν.
- 22 Σεπτεμβρίου - Ο Τσάμπερλεν συναντά τον Χίτλερ στο Μπαντ Γκόντεσμπεργκ. Ο Χίτλερ απαιτεί άμεση επέμβαση και κατοχή της περιοχής των Σουδητών και αναγγέλλει ως επικείμενη ημέρα εισβολής την 28η Σεπτεμβρίου. Ο Πρόεδρος Χότζα της Τσεχοσλοβακίας παραιτείται.
- 23 Σεπτεμβρίου - Η Τσεχοσλοβακία κηρύσσει επιστράτευση. Παράλληλα η Ρωσία υπόσχεται να υποστηρίξει τη Γαλλία αν βοηθήσει τους Τσέχους.
- 25 Σεπτεμβρίου - Γαλλία και Αγγλία απειλούν πολεμική σύγκρουση αν ο Χίτλερ αρνηθεί διαπραγματεύσεις.
- 26 Σεπτεμβρίου - Η Γαλλία προχωρά σε μερική επιστράτευση.
- 27 Σεπτεμβρίου - Ο Τσάμπερλεν σε ραδιοφωνικό μήνυμά του κάνει έκκληση για κατευνασμό.
- 28 Σεπτεμβρίου - Ο Χίτλερ αναβάλλει την εισβολή για 24 ώρες προκειμένου να συγκληθεί τετραμερής Διεθνής Διάσκεψη στο Μόναχο, ύστερα από πρόταση του Μουσολίνι.
- 29 Σεπτεμβρίου - Φθάνουν εσπευσμένα στο Μόναχο οι πρωθυπουργοί Γαλλίας και Αγγλίας και ο Μουσολίνι συνοδευόμενοι από τους υπουργούς εξωτερικών.΄Έναρξη εργασιών της τετραμερούς Διάσκεψης όπου τελικά και συμφωνείται η παραχώρηση της Σουδητίας στη Γερμανία. Αξιοσημείωτο είναι ότι στη διάσκεψη αυτή απουσιάζουν οι καθ' ύλην αρμόδιοι, οι ίδιοι οι Τσεχοσλοβάκοι.
- 30 Σεπτεμβρίου - Υπογράφεται στο Μόναχο το σχετικό Σύμφωνο του Μονάχου και ακολουθεί νέα ιδιαίτερη συνάντηση Τσάμπερλεν - Χίτλερ που καταλήγει στο ανακοινωθέν "ειρήνη στην εποχή μας".
- 2 Οκτωβρίου - Οι Τσέχοι συμφωνούν στη παραχώρηση του Τέσεν στη Πολωνία. Γερμανικά στρατεύματα προχωρούν στη κατάληψη εδαφών της Σουδητίας.
- 5 Οκτωβρίου - Παραιτείται ο Έντουαρντ Μπένες.
- 6 Οκτωβρίου - Η Σλοβακία γίνεται αυτόνομη.
- 8 Οκτωβρίου - Μετά από διαιτησία της Βιέννης η Ρουθηνία γίνεται αυτόνομη.
- 2 Νοεμβρίου - Η Ουγγαρία προσαρτά τη Ν. Σλοβακία.
- 30 Νοεμβρίου - Ο Έμιλ Χάχα εκλέγεται πρόεδρος της Τσεχίας.
- 30 Σεπτεμβρίου 1940 - Ο Τσώρτσιλ καταγγέλλει την συμφωνία καθιστώντας την άκυρη.
ΣΥΜΦΩΝΟ ΡΙΜΠΕΝΤΡΟΠ - ΜΟΛΟΤΟΦ (1939)Ο όρος Γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο μη Επίθεσης ή Σύμφωνο Μολότωφ - Ρίμπεντροπ (επίσημα: Γερμανοσοβιετική Συνθήκη) χαρακτηρίζει το σύμφωνο μη επίθεσης που υπέγραψαν στις 23 Αυγούστου 1939 στη Μόσχα ο Υπουργός Εξωτερικών της ναζιστικής Γερμανίας Γιοάχιμ φον Ρίμπεντροπ (Joachim von Ribbentrop) και ο Υπουργός Εξωτερικών της Σοβιετικής Ενώσεως Βιατσεσλάβ Μιχάηλοβιτς Μόλοτοφ (Вячесла́в Миха́йлович Мо́лотов). Την συνθήκη αυτή επικύρωσε το Ανώτατο Σοβιέτ, οκτώ ημέρες μετά, στις 31 Αυγούστου.
Έναν χρόνο περίπου μετά από την υπογραφή της Συμφωνίας του Μονάχου, ο Χίτλερ πρέπει να είχε διαμορφώσει την άποψη πως, ό,τι ήταν να αποσπάσει αξιοποιώντας την εφεκτικότητα της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου το είχε ήδη αποσπάσει. Θα πρέπει να ήταν ευχαριστημένος για την έκβαση του Ισπανικού εμφυλίου, επίσης. Αλλά, η κατάληψη, ουσιαστικά, της Αλβανίας από την Ιταλία, είχε ερμηνευθεί με ανησυχία από τον Έλληνα πρωθυπουργό Μεταξά, από το Ηνωμένο Βασίλειο και από την Γαλλία. Έτσι, είναι πιθανότατο, ότι κατά την επόμενη επιθετική κίνησή του, ο Χίτλερ θα στρεφόταν ανατολικά, κατά της Πολωνίας.
Ωστόσο δεν θα ήθελε να ξαναδεί ό,τι είχε συμβεί λίγο πριν από την Συμφωνία του Μονάχου: Δεν θα ήθελε να δει την Γαλλία και την ΕΣΣΔ να προσεγγίζουν μεταξύ τους σε μια προσπάθεια να μη επαναλάβουν το λάθος τους με την Τσεχοσλοβακία. Μια τέτοια προσέγγιση θα είχε πολλές ομοιότητες με την κατάσταση λίγο πριν από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε οι Γερμανοί αναγκάστηκαν να δώσουν διμέτωπο αγώνα. Έτσι, αποδέχτηκε την αιφνισδιαστική κίνηση που του πρότεινε ο ΥΠΕΞ Ρίμπενττροπ: σύμφωνο μη επίθεσης με τον υπ’αρ. 1 αντίπαλο. Από την πλευρά του ο Στάλιν ίσως δεν ήταν ανόητος. Ήξερε πολύ καλά εναντίον τίνος στρεφόταν ο Άξονας, Βερολίνου - Ρώμης - Τόκιο, το διαλαλούσε ήδη ο τίτλος του: Αντιδιεθνιστικό Σύμφωνο.
Στρεφόταν εναντίον της ΕΣΣΔ, όσο κι αν οι Γερμανοί διπλωμάτες διαβεβαίωναν σε κάθε τόνο ότι το Ανιδιεθνιστικό Σύμφωνο είχε στόχο την Επιτροπή της Κομμουνιστικής Διεθνούς, την Κομιντέρν, και όχι την ΕΣΣΔ. Δεν ήταν άλλωστε η ΕΣΣΔ «το πρώτο σοσιαλιστικό εργατικό κράτος στον κόσμο»; Δεν έπαιζε καταλυτικό ρόλο στην Κομμουνιστική Διεθνή το Κομμουνιστικό Κόμμα της ΕΣΣΔ; Δεν είχε εδραιώσει στην Κομιντέρν τις απόψεις του ο Στάλιν, μετά τη σειρά δικών της Μόσχας το 1936; Ήξερε, πάντως, επίσης πολύ καλά, ότι στρατιωτικά η ΕΣΣΔ κινδύνευε να πάθει ότι η Τσαρική Ρωσία στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν για κάθε 14 αξιωματικούς και στρατιώτες αντιστοιχούσε ένα τυφέκιο.
Χρειαζόταν οποιαδήποτε καθυστέρηση στην εμπλοκή με την Βέμαχτ, ώστε να αναδιατάξει, μέσω του πανίσχυρου κεντρικού σχεδιασμού, την βιομηχανία της Σοβιετικής Ένωσης, να την μετατρέψει από βιομηχανία ειρήνης σε βιομηχανία πολέμου. Μια σειρά από διπλωματικές πιρουέτες έδωσαν αποτέλεσμα: Στις 23 Αυγούστου 1939 υπογραφόταν στην Μόσχα το Σύμφωνο Ρίμπεντροπ - Μολότοφ: ο Στάλιν κέρδισε, εντέλει, 10 μήνες. Παρεμπιπτόντως, το Σύμφωνο διόρθωνε από την σκοπιά του ό,τι και ο ίδιος θεωρούσε υπερβολικές εδαφικές παραχωρήσεις του Λένιν προς τους Γερμανούς με την Ειρήνη του Μπρεστ - Λιτόφσκ. Αν οι Γερμανοί επετίθεντο, θα έπρεπε πρώτα να διασχίσουν αρκετά χιλιόμετρα μη ρωσικής γης. Ο κυνισμός θριάμβευε.
Η Πολωνική κυβέρνηση δεν είχε προλάβει να χαρεί την ενσωμάτωση του Στέτεν από την Τσεχοσλοβακία αμέσως μετά από την Συμφωνία του Μονάχου, αφού δέχτηκε μαζική επίθεση στα δυτικά σύνορά της από τις Γερμανικές δυνάμεις 9 μέρες μετά από την υπογραφή του Συμφώνου Ρίμπεντροπ - Μολότοφ. Από την πλευρά του ο Στάλιν μπορούσε πια να διατάξει μια προληπτική προέλαση του Σοβιετικού στρατού προς τα Δυτικά. Ο αγώνας των Πολωνών ήταν διμέτωπος. Δέκα μήνες αργότερα, η ΕΣΣΔ δέχτηκε την επίθεση των Γερμανών - στο φως αυτών των μετέπειτα γεγονότων τα άρθρα 3 - 6 του Συμφώνου Ρίμπεντροπ - Μολότοφ θα μπορούσαν και να επικαλύπτονται από Σαρδώνειο γέλωτα.
Πολιτικές ΣυνθήκεςΗ ΕΣΣΔ είχε κάνει πρόταση συμμαχίας αλληλοβοήθειας με την Φινλανδία σε περίπτωση προσβολής από την ναζιστική Γερμανία, η οποία απορρίφθηκε. Οι δε Αγγλο-Γάλλοι είχαν ξεκινήσει τις διαπραγματεύσεις με τον Χίτλερ για εισβολή στη Σοβιετική Ένωση και την κατάπνιξη των Μπολσεβίκων και αυτό ήταν προσδοκία και των ΗΠΑ. Είναι χαρακτηριστικό πως μετά την υπογραφή του συμφώνου ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, πρωθυπουργός της Βρετανίας, δήλωσε πως οι ναζί «πρόδωσαν το αντι-Κομιντέρν σύμφωνο και τις αντι-Μπολσεβίκικες συμφωνίες», ενώ η Αμερικανική εφημερίδα Νew York Herald Tribune έγραφε πως ο Χίτλερ «δεν κράτησε την υπόσχεσή του να είναι λιοντάρι προς ανατολάς και αρνάκι προς δυσμάς».
Σύμφωνα, ωστόσο, με τον Σοβιετικό ιστορικό (ειδικευμένο σε ζητήματα διεθνών σχέσεων) Σ. Χουντιάκοφ η κυβέρνηση της ΕΣΣΔ βρέθηκε σε δύσκολη θέση, που την απειλούσε με διεθνή απομόνωση, καθώς την άνοιξη του 1939 ιθύνοντες κύκλοι της Αγγλίας και της Γαλλίας ματαίωσαν τις διεξαγόμενες στη Μόσχα Άγγλο-Γάλλο-Σοβιετικές διαπραγματεύσεις για την υπογραφή συμφώνου αλληλοβοηθείας κατά της φασιστικής επίθεσης. Είχαν προηγηθεί, σύμφωνα πάντα με τον ίδιο ιστορικό, εκκλήσεις των σοβιετικών για συνασπισμό εναντίον της γερμανικής επεκτατικότητας, που όμως δεν εισακούσθηκαν από τις δυτικές δημοκρατίες, από το Μάρτιο του 1938.
Κάτω από αυτές τις περιστάσεις, η ΕΣΣΔ δέχθηκε τη Γερμανική πρόταση για βελτίωση των Γερμανο-Σοβιετικών οικονομικών σχέσεων και για υπογραφή συμφώνου μη επίθεσης μεταξύ των δυο χωρών και προχώρησε στην αποδοχή της. Η Σοβιετική Ένωση κέρδισε έτσι τον απαραίτητο χρόνο για να προετοιμασθεί σε περίπτωση που θα δεχόταν τελικά την Γερμανική εισβολή, ενώ παράλληλα απέφυγε Ιαπωνική επίθεση την οποία επεδίωκε η Αυτοκρατορική κυβέρνηση του Χιροχίτο, αλλά που μετά την υπογραφή του συμφώνου η τελευταία υποχρεώθηκε να ματαιώσει.
Από την πλευρά της ναζιστικής Γερμανίας, ο Χίτλερ, ενώ σχεδίαζε επίθεση κατά της Πολωνίας, ήθελε να αποφύγει με κάθε τρόπο τον πόλεμο των δυο μετώπων, όπως υπήρξε για την Γερμανία ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος του 1914. Υπό αυτές τι συνθήκες, υπεγράφη στις 23 Αυγούστου 1939 το Σύμφωνο μη Επίθεσης μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και της ναζιστικής Γερμανίας. Κατόπιν αυτού, οι ναζί μπορούσαν να ασχοληθούν με την Πολωνία δίχως τον κίνδυνο να τους εμποδίσει η Σοβιετική Ένωση.
Ενώ η ΕΣΣΔ, η οποία γνώριζε καλά την επιθυμία του Χίτλερ να αποκτήσει «ζωτικό χώρο» για τους Γερμανούς στην ανατολική Ευρώπη για επίθεση στη Σοβιετική Ένωση, κέρδισε χρόνο για να προετοιμάσει τον Κόκκινο Στρατό, την οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης καθώς επίσης να κάνει τις απαραίτητες μετεγκαταστάσεις πληθυσμού προς τα ενδότερα της χώρας και για την προστασία τους και για την προστασία των συνόρων από κοινότητες με επικινδυνότητα σύναψης συμμαχίας με τον εχθρό, ώστε να μπορεί να αντισταθεί σε πιθανή επίθεση των ναζιστικών δυνάμεων. Σύμφωνα με τον Ρεϊμόν Καρτιέ, ο μεν Στάλιν υπέγραψε το Σύμφωνο με στόχο να κερδίσει χρόνο και ο Χίτλερ με την εκ των προτέρων απόφαση "να το ξεσχίσει".
Το Περιεχόμενο του ΣυμφώνουΜε τη συμφωνία αυτή οι δύο χώρες υποχρεώνονται να μην επιτεθεί η μία στην άλλη. Επίσης καθεμία πρέπει να μείνει ουδέτερη, αν η άλλη αναμιχθεί σε πόλεμο. Η Κυβέρνηση του Γερμανικού Ράιχ και η Κυβέρνηση της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών, με κίνητρο την επιθυμία να ενισχύσουν την υπόθεση της ειρήνης μεταξύ της Γερμανίας και της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών, και θεωρώντας ως βάση τις θεμελιώδεις ρυθμίσεις της Συμφωνίας Ουδετερότητας στην οποία κατέληξαν τον Απρίλιο του 1926 μεταξύ της Γερμανίας και της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών, έχουν καταλήξει στην ακόλουθη συμφωνία:
Άρθρο 1. Τα δύο Συμβαλλόμενα Μέρη δεσμεύονται να απόσχουν από κάθε πράξη ισχύος, κάθε πράξη επίθεσης και κάθε επίθεση του ενός εναντίον του άλλου, είτε κατά μόνος είτε σε συνδυασμό με άλλες Δυνάμεις.
Άρθρο 2. Σε περίπτωση κατά την οποία ένα από τα Συμβαλλόμενα Μέρη γίνει στόχος πολεμικής ενέργειας εκ μέρους τρίτης Δύναμης, το άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος κατά κανέναν τρόπο δεν θα προσφέρει την αρωγή του σε αυτήν την Τρίτη Δύναμη.
Άρθρο 3. Οι Κυβερνήσεις των δύο Συμβαλλομένων Μερών και στο μέλλον θα παραμείνουν σε διαρκή μεταξύ τους, διά διαβουλεύσεων, ώστε να προσφέρουν αμοιβαία ενημέρωση για ζητήματα που αφορούν τα κοινά ενδιαφέροντά τους.
Άρθρο 4. Κανένα από τα δύο Συμβαλλόμενα Μέρη δεν θα συμμετάσχει σε οιαδήποτε ομαδοποίηση Δυνάμεων, η οποία στρέφεται αμέσως ή εμμέσως σε βάρος του άλλου Μέρους.
Άρθρο 5. Σε περίπτωση διενέξεων ή διαφωνιών μεταξύ των Συμβαλλομένων Μερών επί ζητημάτων του ενός ή του άλλου είδους, και τα δύο Μέρη θα διασαφηνίζουν αυτές τις διενέξεις ή διαφορές αποκλειστικώς μέσω φιλικής ανταλλαγής γνωμών ή, αν αυτό καταστεί αναγκαίο, μέσω επιτροπών διαιτησίας.
Άρθρο 6. Το παρόν Σύμφωνο θα έχει διάρκεια 10 ετών, υπό τον όρο ότι ένα από τα Συμβαλλόμενα Μέρη δεν το καταγγέλλει ένα έτος προ της εκπνοής του, η δε περίοδος ισχύος του παρόντος Συμφώνου θα ανανεωθεί αυτομάτως για μια νέα περίοδο πέντε ετών.
Άρθρο 7. Το παρόν Σύμφωνο θα επικυρωθεί το συντομότερο. Τα έγγραφα επικυρώσεως θα ανταλλαγούν στο Βερολίνο. Το Σύμφωνο τίθεται εν ισχύι αμέσως μόλις υπογραφεί.Για την Γερμανική Κυβέρνηση:
Ρίμπεντροπ.
Για την Κυβέρνηση της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών:
Μολότοφ.
Μόσχα 23 Αυγούστου 1939
Το Μυστικό Συμπληρωματικό ΠρωτόκολλοΛέγεται ότι υπήρξαν μυστικά προσαρτήματα στη συνθήκη αυτή, τα οποία προέβλεπαν ότι:
- H Πολωνία θα χωριστεί μεταξύ των δύο χωρών με σύνορα τους ποταμούς Νάρεφ, Βιστούλα και Σαν.
- Με εξαίρεση τη Λιθουανία οι Βαλτικές χώρες, Φινλανδία και Ρουμανία θα ανήκουν στη Σοβιετική σφαίρα επιρροής.
- Οι Γερμανικές μειονότητες της Σοβιετικής σφαίρας (υπάρχουν στις Βαλτικές χώρες, στη Βεσσαραβία και στην Μπουκοβίνα) θα πρέπει να την εγκαταλείψουν.
Ωστόσο αυτή η άποψη δεν είναι καθολικά αποδεκτή, αφού κάτι τέτοιο δεν τεκμηριώνεται από τα πρακτικά της συνάντησης και από τα αποχαρακτηρισμένα πλέον μυστικά έγγραφα της ναζιστικής Γερμανίας και της Σοβιετικής Ένωσης. Η έλλειψη στοιχείων καθιστούν μη αποδείξιμη την υποτιθέμενη συμφωνία, ενώ η υποτιθέμενη μυστικότητα που της προσδίδεται, θεωρείται ότι έχει σκοπό να «ισορροπήσει» τα πράγματα κατά των Σοβιετικών, κάνοντάς την και μη διαψεύσιμη.
ΣυνέπειεςΟ Χίτλερ, με την υπόσχεση ουδετερότητας εκ μέρους της ΕΣΣΔ, εξασφάλιζε ελευθερία κινήσεων όσον αφορά τον πόλεμο που προετοίμαζε κατά της Πολωνίας. Παράλληλα, όμως, προσέφερε στους Σοβιετικούς την δυνατότητα να εξοπλιστούν, αφού μέχρι τον Ιούνιο του 1941 είχαν καταφέρει, με ένα μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα στρατιωτικοποίησης, να ανανεώσουν ένα τμήμα του διαλυμένου από τις εκκαθαρίσεις στρατού τους. Έτσι αποδεικνύεται πως το Γερμανοσοβιετικό σύμφωνο μη επίθεσης τελικώς βοήθησε τους Σοβιετικούς να αποκρούσουν την Γερμανική επίθεση, αφού τους αντιμετώπισαν μετά τις εκστρατείες τους στην Γαλλία και τα Βαλκάνια.
Με το άνοιγμα του ως σήμερα απόρρητου φακέλου των εγγράφων της Συμφωνίας του Μονάχου γίνεται, επίσης, σαφέστερη η αιτία για την οποία η ΕΣΣΔ υπέγραψε το Σύμφωνο μη Επίθεσης με την Ναζιστική Γερμανία. Λίγες μέρες μετά την έναρξη του Πολέμου (αρχές Σεπτεμβρίου 1939) η Πολωνία ήταν σε δύσκολη θέση στρατιωτικά, αφού της ήταν αδύνατο να αποκρούσει, με τα στρατεύματα και τον εξοπλισμό που διέθετε, τις ναζιστικές δυνάμεις και υποχωρούσε σε νέες θέσεις άμυνας. Η Σοβιετική εισβολή στην Πολωνία από τα ανατολικά ξεκίνησε 16 μέρες μετά τη Γερμανική εισβολή από τα δυτικά.
Ο Κόκκινος Στρατός επικράτησε του Πολωνικού στρατού λόγω αριθμητικής υπεροχής, στρατηγικής και τακτικής εξαπάτησης συλλαμβάνοντας 230.000 Πολωνούς στρατιώτες και αξιωματικούς (πολλοί αξιωματικοί και επιφανείς προσωπικότητες εκτελέστηκαν κατά τη Σφαγή του Κατύν τον Απρίλιο και Μάιο του 1940). Έτσι η Πολωνία χωρίστηκε σε ένα κομμάτι κατεχόμενο από τη ναζιστική Γερμανία και ένα κατεχόμενο από τη Σοβιετική Ένωση. Περίπου 13,5 εκατομμύρια Πολωνοί πολίτες μετατράπηκαν σε Σοβιετικούς υπηκόους μετά από εικονικές εκλογές που οργάνωσε η NKVD σε κλίμα τρόμου.
Βάσει, όμως, μιας -επίσης μη καθολικά αποδεκτής ότι έγινε- συμφωνίας της 28ης Σεπτεμβρίου, με την οποία τροποποιήθηκε το Σύμφωνο μη Επίθεσης, η Λιθουανία πέρασε στην Σοβιετική σφαίρα επιρροής, ενώ η Γερμανία έλαβε ως αντάλλαγμα μεγαλύτερο μέρος της κατακτημένης Πολωνίας (μέχρι τον ποταμό Μπουγκ). Το 1940 η Σοβιετική Ένωση κατέκτησε τμήματα της Ρουμανίας (Βεσσαραβία και βόρεια Βουκοβίνα, η οποία σήμερα ανήκει στην Ουκρανία). Επίσης εισέβαλε και στις Βαλτικές χώρες Εσθονία, Λετονία και Λιθουανία, που ενσωματώθηκαν στην Σοβιετική Ένωση. Στις 22 Ιουνίου του 1941 ο Χίτλερ παραβίασε το Σύμφωνο αυτό και επετέθη στην Σοβιετική Ένωση (Επιχείρηση Μπαρμπαρόσσα).
H AΠOTYXIA THΣ ΔIΠΛΩMATIAΣ Μεθυσμένος από την εύκολη προσάρτηση της Αυστρίας (Anschluss) και την αναίμακτη κατάληψη της Τσεχοσλοβακίας, που ασφαλώς αποτελούσαν προσωπικές επιτυχίες του, ο Φύρερ πείστηκε πια για τη διατήρηση του παθητικού ρόλου της Δυτικής Ευρώπης, που μόνο χλιαρές αντιδράσεις πρόβαλλε καθ' όλη τη διάρκεια των εξελίξεων. Πίστεψε πως και αυτό το εγχείρημα θα αποδεικνυόταν εξίσου εύκολο, αφού και οι πρόσφατες βολιδοσκοπήσεις οδηγούσαν σε ευνοϊκά συμπεράσματα: η Αγγλία παρέμενε ανίκανη να αναλάβει κάποια σοβαρή πρωτοβουλία και να χειριστεί τα θέματα της εξωτερικής πολιτικής με τρόπο ανάλογα αριστοτεχνικό προς αυτόν του Γερμανού καγκελάριου και η Γαλλία, απρόθυμη να εμπλακεί σε πολεμικές επιχειρήσεις, δεν αποτελούσε σοβαρό κίνδυνο.
Θα μπορούσε σε αυτά να προστεθεί και η Αμερικανική φαυλότητα, αφού η αδύναμη φωνή του προέδρου Ρούζβελτ δεν τρόμαζε κανέναν. Αλλά ο αγγλικός "λέων" πάντα ήταν υπολογίσιμος. O Χίτλερ προτιμούσε μία συμμαχία από μία ανοιχτή σύγκρουση με το Λονδίνο. Είχε κιόλας φανταστεί τη βάση συμφερόντων, πάνω στην οποία θα πατούσε αυτή η παράδοξη συμμαχία: η Γερμανία θα στήριζε τις κτήσεις της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και την αποικιοκρατική πολιτική της και η Αγγλία θα αναγνώριζε την πρωτοκαθεδρία των Γερμανών στην ηπειρωτική Ευρώπη, ώστε από κοινού να κυβερνήσουν τον κόσμο.
Προς αυτήν την κατεύθυνση είχε επιμελώς προσανατολίσει την εξωτερική πολιτική του, δίνοντας ανάλογες διαταγές στον πρέσβη του στο Λονδίνο, φον Nόιραθ (Konstantin von Neurath). Αλλά οι Άγγλοι δεν ήταν διατεθειμένοι να ανεχθούν μία πανίσχυρη Γερμανία, όποιο κι αν ήταν το αντίτιμο. Oχι μόνο δεν προσέγγισαν τους Γερμανούς, τουναντίον προχώρησαν σε σύσφιγξη των σχέσεών τους με τη Γαλλία και καλλιέργησαν την ανησυχία της Aμερικής, πλευρίζοντας παράλληλα πολλά από τα μικρότερα Ευρωπαϊκά κράτη με υποσχετικές διαθέσεις. Σκοπός τους ήταν να ορθωθεί ένα αδιαπέραστο τείχος στις Γερμανικές βλέψεις, ώστε να μην επαναληφθεί μία ιστορία ανάλογη με αυτή της Tσεχοσλοβακίας.
Είναι γεγονός πως αρκετούς ακόμη μήνες πριν από τη σύρραξη Γερμανίας - Πολωνίας, η Αγγλική εξωτερική πολιτική υπήρξε αδικαιολόγητα ανεκτική προς τον Χίτλερ. Ίσως να υπαγόρευαν τούτη τη στάση τα διαφαινόμενα συμφέροντα, στα οποία ήλπιζε η πάντα ματαιόδοξη και καιροσκοπική Αγγλία, ή να ήταν αποτέλεσμα της υπερφίαλης αλαζονείας που πήγαζε από τις πρόσφατες νίκες της σε βάρος της Γερμανίας. Η Γαλλία επίσης διακατεχόταν από παρόμοιες αλαζονικές τάσεις, επαναπαυμένη στις δάφνες του 1918. O πρωθυπουργός της Αγγλίας, Νέβιλ Τσάμπερλεϊν, αρχικά παρασύρθηκε από φρούδες ελπίδες και εντελώς λανθασμένες εκτιμήσεις σχετικά με το δυναμικό Ναζί καγκελάριο.
Aκόμη κι ο υπουργός Εξωτερικών, Λόρδος Χάλιφαξ, κάποια στιγμή έπεσε στα δίχτυα της γοητείας και της δύναμης της προσωπικότητας του Χίτλερ. Για τον Χίτλερ, όλοι αυτοί δεν ήταν παρά "σκυλιά που μόνο γαβγίζουν, ανίκανα να δαγκώσουν πραγματικά". Αλλά η Αγγλική κυριαρχία στη θάλασσα ήταν κάτι που δεν μπορούσε να παραβλέψει. Προσπάθησε να τη μειώσει, διατάζοντας τη ναυπήγηση νέων ισχυρών θωρηκτών και καταδρομικών κι ενίσχυσε την αμυντική διάταξή του στις Γερμανικές θάλασσες και στον Ατλαντικό με την κατασκευή υποβρυχίων.
Aκόμη, ο φόβος των Γάλλων στα δυτικά τον έπεισε για την κατασκευή ενός τεράστιου οχυρωματικού έργου, ενός "τείχους" κατά μήκους των Γαλλογερμανικών συνόρων, που απορρόφησε σημαντικό μέρος του προϋπολογισμού του Ράιχ σε μία περίοδο όχι και τόσο εύρωστων οικονομικών. Όλα αυτά αποτελούσαν κατά βάση λεονταρισμούς με στόχο τον εκφοβισμό του αντιπάλου, αφού στην πραγματικότητα δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν τη Γερμανία από μία συνδυασμένη επίθεση των Δυτικών. O Χίτλερ δεν υπήρξε ούτε αφελής ώστε να πιστεύει σε θαύματα ούτε ανίδεος γύρω από τα στρατιωτικά ζητήματα, ώστε να τρέφει αυταπάτες.
Ορθά υπολόγιζε ότι η Πολωνική εκστρατεία θα απασχολούσε περισσότερες από τις μισές συνολικά διαθέσιμες μεραρχίες του, οπότε τα δυτικά σύνορα θα έμεναν ουσιαστικά αφύλακτα. Είναι αλήθεια ότι, κατά την έναρξη της σύρραξης με την Πολωνία, οι Γάλλοι θα μπορούσαν μετά από μία επιστράτευση 2 εβδομάδων να παρατάξουν στα σύνορα με τη Γερμανία περίπου 100 μεραρχίες, σε σύγκριση με τις 40 ή 45 των Γερμανών. Ήταν λοιπόν εύλογο, προκειμένου ο Χίτλερ να κατευνάσει τις αντιδράσεις στη Δύση, να ενεργοποιήσει ξανά το σπάνιο ταλέντο του στη διπλωματία και στην τακτική του ψυχολογικού πολέμου, που τόσες επιτυχίες τού είχε εξασφαλίσει. Αλλά είχε αποφασίσει να ανακατέψει μόνος του την "τράπουλα" των παρασκηνίων.
Πολύ λίγη εκτίμηση έτρεφε στους "άτολμους" και "λιπόψυχους", όπως τους χαρακτήριζε, διπλωμάτες του. Συχνά αρνιόταν να τους δεχτεί ακόμη και σε ακρόαση. O μοναδικός διπλωμάτης που εμπιστευόταν ήταν ο υπουργός Εξωτερικών, Ρίμπεντροπ, που επωμίστηκε τη σημαντικότερη αποστολή: ''Να εξασφαλίσει μία συμμαχία με τον ίδιο τον Στάλιν''. Oι Άγγλοι δεν ήταν πια οι εύπιστοι θεατές του δράματος που εξελισσόταν στην Ευρώπη. O Χίτλερ είχε αθετήσει τις υποσχέσεις του στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, εμφανίζοντας τώρα τις πραγματικές αρπακτικές διαθέσεις του.
O πρωθυπουργός Τσάμπερλεϊν έπαψε να διατηρεί αυταπάτες μετά τα γεγονότα στην Τσεχοσλοβακία και στις 17 Mαρτίου 1938 βροντοφώναξε από το Mπέρμιγχαμ: "Είναι αυτή η τελευταία επίθεση εναντίον μίας χώρας ή θα ακολουθήσουν κι άλλες; Μήπως αυτό αποτελεί ουσιαστικά ένα βήμα για την ένοπλη κατάκτηση όλου του κόσμου;" H στροφή αυτή της πολιτικής της Αγγλίας περισσότερο εκνεύρισε παρά φόβισε το Φύρερ, που επέμενε να ελπίζει στη γνωστή αδράνεια των Άγγλων. Προσπαθούσε μάλιστα να πείσει τους στρατηγούς του ότι και αυτή τη φορά οι Δυτικοί δεν επρόκειτο να αποτολμήσουν πόλεμο εναντίον της πανίσχυρης Γερμανίας. Αλλά τώρα η Βρετανία προσπαθούσε όχι μόνο να εκφοβίσει, αλλά και να σταματήσει τον Χίτλερ, ξεσηκώνοντας τα υπόλοιπα κράτη σε έναν συνασπισμό εναντίον του.
Aκόμη και την ύστατη ώρα, ενώ οι προετοιμασίες για την εισβολή στην Πολωνία βρίσκονταν στο αποκορύφωμά τους, ο Φύρερ δεν πίστευε ότι οι "θρασύδειλοι και αλαζόνες" Βρετανοί θα απαντούσαν στην πρόκλησή του. Tα γεγονότα όμως τον διέψευσαν. H Αγγλία εντατικοποίησε την πολιτική υποσχέσεων, συμπαρασύροντας και τη Γαλλία, όπου ο πρωθυπουργός Ντλαντιέ (Daladier) διαμήνυσε ότι κάθε επιθετική ενέργεια των Γερμανών κατά της Πολωνίας αυτόματα θα σήμαινε ενεργή ανάμειξη της χώρας του. Μπροστά σε αυτή την απροσδόκητη εξέλιξη, ο Χίτλερ προσπάθησε έξυπνα να "εξαγοράσει" τις ανησυχίες των Πολωνών, προτείνοντας μία φόρμουλα ανταλλαγής εδαφών μεταξύ τους.
Η Γερμανία θα προσαρτούσε το Ντάντσιχ και το διάδρομο μεταξύ Πομερανίας και Ανατολικής Πρωσίας και η Πολωνία θα ικανοποιείτο προσαρτώντας στην κυριαρχία της επαρχίες της Σλοβακίας και της Ουκρανίας. Αλλά η Αγγλία έντεχνα συνέχισε να σπείρει "δαιμόνια", προκειμένου να ναυαγήσουν αυτά τα σχέδια προσέγγισης των Πολωνών από τους Γερμανούς και να κρατηθεί η Πολωνία στο εχθρικό για τον Χίτλερ στρατόπεδο. Oταν ο Πολωνός υπουργός Εξωτερικών, Γιόζεφ Μποκ (Joseph Bock), επισκέφτηκε το Λονδίνο για να επιτύχει συγκεκριμένες δεσμεύσεις υπέρ της χώρας του, τα αιτήματά του ικανοποιήθηκαν ανεπιφύλακτα, τόσο ώστε ο πρέσβης της Βαρσοβίας στο Βερολίνο, Γιόζεφ Λίπσκι (Jozef Lipski), να απορρίψει υπεροπτικά τις Γερμανικές προτάσεις.
Στις 27 Mαρτίου 1939 ο Τσάμπερλεϊν κάλεσε την κυβέρνησή του να υπογράψει συμμαχία με τους Πολωνούς, ενόψει της επικείμενης Γερμανικής επίθεσης, και στις 31 Mαρτίου ανήγγειλε από το βήμα της Bουλής των Κοινοτήτων πως, σε περίπτωση χρήσης όπλων από την Πολωνία με σκοπό την υπεράσπισή της, η Αγγλία θα είχε την υποχρέωση να της παρέχει κάθε δυνατή υποστήριξη. Oι Άγγλοι είχαν βιαστεί να δείξουν προθυμία, παρέχοντας εγγυήσεις στην Πολωνία, ενώ στην πραγματικότητα γνώριζαν ότι, αν παρ' ελπίδα τούτη η ξεκάθαρη προειδοποίηση δεν κατάφερνε να αναστείλει τη γερμανική επίθεση, πολύ λίγα θα μπορούσαν να κάνουν για να βοηθήσουν τους Πολωνούς και η φλόγα του πολέμου θα κατέκαιγε ολόκληρη την Ευρώπη.
O Φύρερ, πληροφορούμενος τα καθέκαστα, ξέσπασε, λέγοντας χαρακτηριστικά: "Θα τους ποτίσω εγώ με το φαρμάκι του διαβόλου" και φυσικά το εννοούσε. Mία μέρα μετά διασκέδαζε τους φόβους του με την καθέλκυση του θωρηκτού "Tirpitz", που ερχόταν να συμπληρώσει το γιγάντιο "Bismarck" στο ρόλο της συγκράτησης της θαλάσσιας Βρετανικής υπεροπλίας. Tον επόμενο μήνα (28 Απριλίου) στη μεγαλειώδη ομιλία του στο Ράιχσταγκ ειρωνεύτηκε τον πρόεδρο Ρούζβελτ για την απαίτησή του να υπογράψει η Γερμανία δήλωση μη επίθεσης κατά 30 κρατών στη διάρκεια των επόμενων 25 ετών. Αμέσως μετά κατήγγειλε το ήδη υπάρχον σύμφωνο μη επίθεσης με την Πολωνία και τη ναυτική συμφωνία με την Αγγλία, που δέσμευε την ανάπτυξη του Γερμανικού πολεμικού ναυτικού.
Aν η Πολωνία είχε τελεσίδικα ενταχθεί στο στρατόπεδο των Άγγλων, αυτός κρατούσε την επικείμενη συμφωνία του με τον Στάλιν σαν κρυμμένο άσσο στο μανίκι του. Αλλά ήταν πολύ νωρίς για να δοθεί ένα τέλος στον ψυχολογικό πόλεμο που ο Χίτλερ ασκούσε στους Πολωνούς. O Άλμπερτ Φέρστερ κανόνισε, σύμφωνα με οδηγίες του Φύρερ, επίσκεψη του Ύπατου Αρμοστή της KτE στο Ντάντσιχ, Καρλ Μπέρκχαρντ, στο Μπέργκχοφ, με την πρόφαση της συνέχισης των συνομιλιών περί ειρηνικής διευθέτησης των προβλημάτων. Στην πραγματικότητα ο Χίτλερ ήθελε να καταστήσει το Μπέρκχαρντ υποχείριο και διαμεσολαβητή του.
Εκεί, στην "αετοφωλιά" (Adlerhorst) που με τόσο μεράκι είχε δημιουργήσει ο Μάρτιν Μπόρμαν γι' αυτόν, ο Φύρερ έδωσε μία ακόμη σπάνια θεατρική παράσταση ξεσπασμάτων, απειλών, προκλήσεων και παρακλήσεων ταυτόχρονα, ώστε να εκβιάσει μία κατευναστική παρέμβαση του Αρμοστή υπέρ της μη συμμετοχής των Αγγλο-Γάλλων στην επικείμενη σύρραξη. Λίγες μέρες αργότερα κατέφθασε στο Μπερχτεσγκάντεν ο Άγγλος πρέσβης στη Γερμανία σερ Νέβιλ Χέντερσον (Neville Henderson), για να επιδώσει μία επιστολή του πρωθυπουργού του στο Φύρερ. Oι θεατρινισμοί του τελευταίου επαναλήφθηκαν σε ηπιότερο τόνο. Καμιά από αυτές τις συναντήσεις δεν καρποφόρησε. Αντίθετα, η υπόθεση με τη Μόσχα φαινόταν να προχωράει ικανοποιητικά.
Παραμονές ακόμη της υπογραφής του Γερμανο-Σοβιετικού συμφώνου μη επίθεσης, πανικός επικρατούσε στο Παρίσι. O Γάλλος υπουργός Εξωτερικών, Ζωρζ Μπονέ (Georges Bonnet), σκεφτόταν σοβαρά να πιέσει για έναν συμβιβασμό από την Πολωνική πλευρά. Σαφώς αντιλαμβανόταν πως η προσέγγιση Στάλιν και Χίτλερ όδευε σε επιτυχία και η χώρα του δεν ήταν έτοιμη για πόλεμο. Tο Υπουργικό Συμβούλιο της Βρετανίας, όμως, στη συνεδρίασή του (22 Αυγούστου) επέδειξε ψυχραιμία, επιβεβαιώνοντας την κήρυξη πολέμου κατά των Γερμανών σε περίπτωση που εισβάλουν στην Πολωνία. Στις 23 Αυγούστου (ουσιαστικά τα ξημερώματα της 24ης) η συμφωνία Ρίμπεντροπ - Μολότοφ αποτελούσε πια γεγονός.
Μόλις τον Μάιο είχε υπογραφεί και η "Χαλύβδινη Συμφωνία" Χίτλερ - Μουσολίνι, με σκοπό την αποτροπή της ένοπλης αρωγής Βρετανίας και της Γαλλίας στην Πολωνία. Tέλος, η Ρουμανία, που είχε καταλήξει οικονομικός δορυφόρος της Γερμανίας, υποσχόταν τα περίφημα πετρέλαια και το σιτάρι της κατά τη διάρκεια του πολέμου. Mε δύο λόγια, η διπλωματική επιτυχία του Χίτλερ υπήρξε σαρωτική, παρά την ατυχή έκβαση των επαφών με τον Χέντερσον. Έχει επικρατήσει η άποψη ότι το σύμφωνο Ρίμπεντροπ - Μολότοφ έχει τις ρίζες του στην πεποίθηση των Σοβιετικών πως η Δύση προσπαθούσε να στρέψει την επιθετικότητα του Χίτλερ προς τα ανατολικά, οπότε μοιραία κάποια στιγμή θα ερχόταν σε σύγκρουση μαζί τους.
Aν αναλογιστεί κάποιος και το φόβο Ιαπωνικής επίθεσης στην Ανατολή, εύλογα συμπεραίνουμε πως ο Στάλιν ήθελε να κερδίσει χρόνο για να προετοιμαστεί. Αυτός ήταν που, σε ανύποπτο χρόνο, πρώτος έριξε την ιδέα μίας συμμαχίας με τη Γερμανία. O διακαής πόθος να υψώσει τη σημαία του στις ανατολικές επαρχίες της Πολωνίας και να ξεπλύνει τη ντροπή του 1920, όταν οι Μπολσεβίκοι αναχαιτίστηκαν από τις δυνάμεις του στρατάρχη Πιλσούντσκι, ποτέ δεν έσβησε. Κατανοώντας τώρα σωστά τις Γερμανικές προθέσεις, ο Στάλιν παραμέριζε τις όποιες ιδεολογικές διαφορές προς χάριν του κοινού συμφέροντος.
Μάλιστα, σε ένδειξη σύμπνοιας και προκειμένου να διευκολύνει τις συνομιλίες, αντικατέστησε τον εβραϊκής καταγωγής υπουργό Εξωτερικών, Μαξίμ Λιτβίνοφ (Maxim Litwinof), με τον Μόλοτοφ (Vyatcheslav Michailovits Molotov). O Ρίμπεντροπ ήρθε σε επαφή μαζί του και στις 23 Αυγούστου πέτυχε την υπογραφή του περιπόθητου συμφώνου. O Χίτλερ το πληροφορήθηκε στην κατοικία του στο Μπέργκοφ και ανακουφισμένος επέστρεψε χαράματα στο Βερολίνο. Είχε να τακτοποιήσει μία ακόμη μικρή εκκρεμότητα: τη συγκατάθεση της Ιταλίας. H αξία της Ιταλικής συγκατάθεσης ήταν καθαρά τυπική.
H επιμονή του να έλθει σε συνεννόηση με τους Ιταλούς δεν ήταν παρά ένα ακόμη πυροτέχνημα της ικανότητάς του να δημιουργεί εντυπώσεις - ένα παιχνίδι στο οποίο ήταν πρωταθλητής. Όπως και με την ενέργειά του κατά της Τσεχοσλοβακίας, έτσι και τώρα επιθυμούσε να εμπλέξει τον Ιταλό ομόλογό του τουλάχιστον σε μία συμμαχία συνένοχης ουδετερότητας. Τελικά κατάφερε να εξαγοράσει στην κυριολεξία την αδιαφορία του Μουσολίνι, υποσχόμενος να ικανοποιήσει όλα τα -συχνά, παράλογα- αιτήματά του. Tο αν θα τηρούσε την υπόσχεσή του, αυτό ήταν άλλο θέμα.
Παράλληλα φρόντισε την προετοιμασία της Γερμανικής κοινής γνώμης για πόλεμο, μέσα από μεθοδεύσεις του σπεσιαλίστα στο είδος, δρα Γκέμπελς (Josef Gobbels), που έλεγχε δυναμικά τα εγχώρια MME και πίεζε τους ξένους ανταποκριτές. Mε θεατρινισμούς, όπως ομιλίες στο Ράιχσταγκ, εμφανίσεις σε στρατιωτικές επετείους και εορτασμούς, πολιτικές, καλλιτεχνικές και κοινωνικές εκδηλώσεις, ο Χίτλερ προσπάθησε να καλλιεργήσει στο λαό πνεύμα μαχητικότητας και να τον προετοιμάσει για την κατάσταση πολέμου, στην οποία θα τον παρέσυρε να ζήσει τα επόμενα χρόνια. Παρά τη διαβεβαίωση των στενών συνεργατών του ότι ο λαός δεν επιθυμούσε την εμπλοκή της χώρας σε πόλεμο, ο Φύρερ παρέμενε αμετάκλητος.
Oταν στις 28 Αυγούστου αποφασίστηκε αιφνιδίως η εφαρμογή δελτίου τροφίμων, όπως σε μία πραγματική κατάσταση πολέμου, το σοκ για τους Βερολινέζους ήταν μεγάλο. Πρέπει να αναφερθεί ότι πριν ο Στάλιν καταλήξει στη συμφωνία με τη Γερμανία, είχε έλθει σε επαφή με τους Άγγλους προκειμένου να διερευνηθεί η πιθανότητα μίας συμμαχίας - κάτι που τάραξε σοβαρά τον Χίτλερ. Αλλά η Γερμανία πρόσφερε κάτι χειροπιαστό και άμεσο: Το διαμελισμό της Πολωνίας και τη σταθεροποίηση των συνόρων για πολλά έτη. Έτσι, οδήγησε τις ενέργειες του Βρετανού διαπραγματευτή στη Μόσχα σε αδιέξοδο.
Δείγμα αυτού του αδιεξόδου ήταν και οι μεγαλοστομίες των Άγγλων πολιτικών σχετικά με το Γερμανο-Σοβιετικό σύμφωνο μη επίθεσης. O σερ Αλεξάντερ Κάντογκαν του Υπουργείου Εξωτερικών χαρακτήρισε την 23η ως "μαύρη μέρα", ενώ ο βουλευτής Τσις Σάννον συμπέρανε ότι ο διαμελισμός της Πολωνίας ήταν πλέον αναπόφευκτος. O λαός κυριεύθηκε από ανησυχία, σχεδόν ξεσηκώθηκε, και τα πύρινα άρθρα των δημοσιογράφων και των πολιτικών αναλυτών βομβάρδιζαν μία ήδη εξαγριωμένη κοινή γνώμη. Όλες αυτές οι αντιδράσεις ήρθαν αργά, αφού η M. Βρετανία με την αδεξιότητά της οδήγησε τον Στάλιν στα "δίχτυα" του Χίτλερ, ο οποίος την ίδια ώρα προσπαθούσε να προσεγγίσει ξανά το Λονδίνο.
Επιστράτευσε πάλι το Σουηδό βιομήχανο Μπίργκερ Ντάλερους, που είχε ήδη σταλθεί στο λόρδο Χάλιφαξ με ασαφείς προτάσεις και διαβεβαιώσεις περί των καλών προθέσεων της Γερμανίας. O Χίτλερ, σε μία σπάνια διάθεση υπαναχώρησης, τον εξουσιοδότησε να μεταφέρει στο Λονδίνο τη θέληση της Γερμανίας να συμμαχήσει με την Αγγλία, εγγυώμενη τα Πολωνικά σύνορα, αρκεί να αποκτούσε το Ντάντσιχ και τις αποικίες της. Oι Άγγλοι, διατηρώντας τις επιφυλάξεις τους, δήλωσαν πρόθυμοι να συνεργαστούν, όχι όμως και να αθετήσουν τις υποσχέσεις τους προς την Πολωνία. Αναφορικά με τις αποικίες, θα μπορούσε το ζήτημα να διευθετηθεί, όχι όμως κάτω από την απειλή των όπλων.
Παρά το φλεγματικό ύφος της απάντησης, ο Χίτλερ αποδέχτηκε τους αγγλικούς όρους, με την προϋπόθεση ότι οι Πολωνοί θα συμφωνούσαν στην έναρξη άμεσων διαπραγματεύσεων. O Πολωνός πρέσβης στη Γερμανία συμφώνησε κι έτσι ο Χέντερσον έφτασε στο Βερολίνο, όπου στις 28 Αυγούστου παρέδωσε στον καγκελάριο την απάντηση της κυβέρνησής του. Και πάλι τονιζόταν ότι μία προσέγγιση μεταξύ των δύο κρατών ήταν επιθυμητή, αρκεί η Γερμανία να υιοθετούσε την ειρηνική επίλυση του πολωνικού προβλήματος. Kάτι διαφορετικό θα σήμαινε πόλεμο μεταξύ τους. Αλλά ο Χίτλερ δεν εννοούσε τόσο εύκολα να παρασυρθεί.
Έθεσε επίτηδες τρομερούς χρονικούς περιορισμούς στη διαδικαστική περαίωση των διαβουλεύσεων και καθοδήγησε τον Ρίμπεντροπ να υιοθετήσει μία τόσο αγενή συμπεριφορά, έτσι ώστε να ναυαγήσουν για μία ακόμη φορά οι προσπάθειες για εκτόνωση της κρίσης. Aκόμη και μετά την 1η Σεπτεμβρίου ο Χίτλερ ήλπιζε σε μία συνεννόηση με την Αγγλία, όμως απέτυχε και ο Βρετανός πρέσβης ήρθε σε επαφή με τον Χίτλερ και τον Ρίμπεντροπ το βράδυ της 2ας Σεπτεμβρίου, όταν οι Γερμανικές φάλαγγες βρίσκονταν αρκετά χιλιόμετρα μέσα σε Πολωνικό έδαφος, για να δηλώσει πως, αν δεν διατασσόταν άμεση ανάκλησή τους, ο πόλεμος με τη χώρα του θα μπορούσε να θεωρηθεί δεδομένος.
Στις 09:00 της επομένης ο Χέντερσον επέδωσε το Βρετανικό τελεσίγραφο, με το οποίο δινόταν προθεσμία 2 ωρών για να παύσουν οι εχθροπραξίες και να ξεκινήσουν οι Γερμανοί διαδικασίες υποχώρησης. Σε αντίθετη περίπτωση, "η εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ τους θα ίσχυε από την εν λόγω ώρα" (δηλ., την 11η πρωινή της 3ης Σεπτεμβρίου). O Χίτλερ το αγνόησε και ο Τσάμπερλεϊν ανακοίνωσε ραδιοφωνικά στον Αγγλικό λαό την κήρυξη πολέμου στη Γερμανία. Στις 17:00 της ίδιας μέρας η Γαλλία έκανε το ίδιο. Δύο άντρες αντιπάλων στρατοπέδων αλλά ίδιας ψυχολογίας θεωρήθηκαν ως ''κλειδιά'' σε αυτόν τον πόλεμο: ο Ribbentrop και ο Churchill.
Ο πρώτος ήταν ιδιαίτερα αντιπαθής σε μια μεγάλη μερίδα Γερμανών αξιωματούχων της πολιτικής και του στρατού, αλλά και στο σύνολο του Δυτικού κόσμου, λόγω του επιθετικού χαρακτήρα του και της αμέριστης εμπιστοσύνης που ο Φύρερ έτρεφε γι’ αυτόν. Αναμφίβολα ενίσχυσε την πεποίθηση του Χίτλερ ότι οι Άγγλοι, τους οποίους ισχυριζόταν ότι γνώριζε σε βάθος, δεν θα τολμούσαν να πολεμήσουν τη Γερμανία και φρόντισε ο ίδιος να οδηγήσει τις συνεννοήσεις σε αδιέξοδο. Πιθανόν αυτή του η συμπεριφορά να τροφοδοτείτο από το κόμπλεξ και την κακία που έτρεφε για τους Βρετανούς, λόγω της αντιπάθειας των τελευταίων προς το πρόσωπό του.
Μια άλλη ερμηνεία προτάσσει την αγωνία του να μην επισκιασθεί η προσωπική του επιτυχία με τον Μολότοφ, αφού μια ανέλπιστη συνεννόηση Αγγλίας - Γερμανίας θα υποβίβαζε αυτόματα την αξία του Γερμανο-Σοβιετικού συμφώνου μη επίθεσης. Σχετικά με τον Churchill, που θεωρείτο από τους Γερμανούς ως ο μεγαλύτερος πολεμοκάπηλος των Δυτικών, από την στιγμή που κλήθηκε να συμμετάσχει στην κυβέρνηση με τη ιδιότητα του Πρώτου Λόρδου του Ναυαρχείου οι πιθανότητες ειρηνικής διευθέτησης διαλύθηκαν. Όλες του οι προσπάθειες συνέβαλαν στην εμπόλεμη ρήξη της χώρας του με την Γερμανία, προκειμένου ν’ αντλήσει ο ίδιος πολιτικά οφέλη.
Αυτή η κριτική θα μπορούσε να θεωρηθεί αυστηρή για τον αποκαλούμενο ''πατέρα της νίκης''. Αλλά η μετέπειτα πορεία του ανδρός αποτελεί τρανή απόδειξη του ότι ήταν ικανός να διεγείρει τα πλέον παρορμητικά πάθη και να εκμαυλίσει συνειδήσεις ανθρώπων στον βωμό του πολιτικού συμφέροντος και των κυριαρχικών σκοπιμοτήτων.
ΟΙ ΒΛΕΨΕΙΣ ΤΩΝ ΠΟΛΩΝΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟΟι βόμβες που ξυπνούν την Πολωνία τα χαράματα της 1ης Σεπτεμβρίου, δεν την φοβίζουν. Περίμενε τον πόλεμο. Περιοριζόταν στο να περιμένει τον πόλεμο; Τον ευχόταν; Ίσως. Ένα κύμα σωβινισμού είχε σηκωθεί στη χώρα. Υπήρχαν άνθρωποι του λαού που δεν έκρυβαν τον φόβο τους, μη τυχόν και οι πολιτικοί τους, άφηναν να περάσει η ευκαιρία, για να δοθεί ένα καλό μάθημα στους Γερμανούς. Την κατάργηση του διαδρόμου δεν θέλει ο Χίτλερ; Η Πολωνία θα τον καταργήσει με τον δικό της τρόπο, ανακτώντας την Ανατολική Πρωσία, όπου η Γερμανική κυριαρχία δεν ήταν παρά ένας σφετερισμός. Το Βερολίνο βρίσκεται σε απόσταση 100 km από τα σύνορα. Εκεί, λοιπόν, στο Βερολίνο, θα κανονισθούν οι λογαριασμοί και θα υπογραφεί η συνθήκη της ειρήνης.
Η υπεύθυνη ηγεσία συναγωνίζεται σε μακαριότητα τους πατριώτες που έχουν δεμένα τα μάτια. Στις 15 Αυγούστου, ο πρεσβευτής της Πολωνίας στο Παρίσι Λουκασίεβιτς, επεσκέφθη στο Και ντ Ορσαί τον Γάλλο υπουργό των Εξωτερικών Georges Bonnet. Αυτός του ανέφερε όσα είχε πει ο Χίτλερ στον ύπατο αρμοστή της Κοινωνίας των Εθνών στο Danzig, Καρλ Μπούκχαρτ: ''Θα κατακτήσω την Πολωνία μέσα σε τρεις εβδομάδες με τον μηχανοκίνητο στρατό μου''. Ζώντας στο Βερολίνο, βλέποντας κάθε μέρα την γερμανική δύναμη, ο Πολωνός πρεσβευτής Λίπσκι βεβαιώνει, πως ένας πόλεμος θα προκαλέσει στη Γερμανία μια επανάσταση και πως ο Πολωνικός στρατός θα μπει θριαμβευτικά στην πρωτεύουσα του Reich.
Είκοσι μόλις χρόνια είχαν περάσει από την επανάσταση της Πολωνίας. Αν είχε υπερισχύσει η Αγγλική σωφροσύνη, το κράτος που αναστήθηκε μέσα από τις στάχτες της Ιστορίας, θα περιοριζόταν στα γεωγραφικά του όρια και θα προικιζόταν στο Danzig με απλά λιμενικά δικαιώματα. Η Γαλλική έξαψη, ο ρομαντισμός συνδυασμένος με την Πολωνική υπόθεση, έσπρωξαν και παραμέρισαν τη λογική αυτή στάση, γέμισαν την Πολωνία με εθνικές μειονότητες, την άπλωσαν στη Λευκορωσία και στην Ουκρανία, άνοιξαν σαν ένα ρήγμα δια μέσου της Γερμανίας την τεχνητή έξοδο προς τη θάλασσα, που βαφτίστηκε Διάδρομος.
Το επιχείρημα των Πολωνόφιλων ήταν, πως δημιουργούσαν πίσω από την πλάτη της Γερμανίας μια μεγάλη Σλαβική δύναμη, που θ’ αναπλήρωνε την εκμπολσεβικισμένη Ρωσία στο ρόλο της συμμάχου της Γαλλίας. Μα όλα αυτά δεν έκαναν τίποτε άλλο, παρά να θρέψουν μια χίμαιρα. Ο ευεργετημένος σύμμαχος αποδείχτηκε αχάριστος. Η Γαλλική παρακμή ήταν ένα θέμα της Βαρσοβίας, απαράλλαχτα όπως ήταν και το θέμα της Ρώμης και του Βερολίνου. Με έναν πληθυσμό 33 εκατομμυρίων κατοίκων, το ένα τρίτο των οποίων ήταν Πολωνοί δια της βίας, η Πολωνία πόζαρε μπροστά στη Γαλλία ως διάδοχο κράτος. Αρνήθηκε να ενταχθεί στο σύστημα συμμαχιών που η διπλωματία είχε συγκροτήσει στην κεντρική Ευρώπη με την επωνυμία Μικρή Αντάντ.
Πρόβαλε αξιώσεις πάνω στις Γαλλικές αποικίες και ζήτησε τη Μαδαγασκάρη υποστηρίζοντας, πως τα νέα έθνη που αναπτύσσονταν είχαν δικαίωμα σε μια καινούρια διανομή του κόσμου. Αγέρωχη και εύθικτη, απέκρουε με οργή κάθε τι που την έκανε να περνά για δορυφόρος της Γαλλίας. Και δεν έκανε εξαίρεση ούτε για τη φήμη που απόχτησε ο στρατηγός Weygand, με το να τη σώσει το 1920 από τη νέα Ρωσική υποδούλωση. Οι αντιγαλλικές εκδηλώσεις πολλαπλασιάστηκαν στην Πολωνία. Θεωρητικά η Γαλλοπολωνική συνθήκη συμμαχίας εξακολουθούσε να υπάρχει. Πραγματικά όμως και μέχρι και μετά το Μόναχο, οι σχέσεις των δύο συμμάχων έφτασαν σε χαρακτηριστικές μορφές αντιπάθειας.
Το αντίθετο συνέβη με τη Γερμανία. Πότε φανερά και πότε στα κρυφά δεν έλειψε ποτέ η πίεση πάνω στις Γερμανικές μειονότητες, ενώ η Γερμανία συντηρούσε στο Danzig μια μόνιμη διένεξη. Αυτό δεν εμπόδιζε τη Χιτλερική κυβέρνηση να κάνει στην Πολωνική προτάσεις, τις οποίες δεχόταν η τελευταία, με την πεποίθηση πως αποτελούσαν την αναγνώριση της δύναμής της. Ο μεγάλος κυνηγός του Reich, ο στρατάρχης Göring, πήγαινε με μεγάλη συνοδεία να κυνηγήσει ελάφια στο δάσος της Μπιαλοβιέτσας, χωρίς να παραλείπει να τονίζει κάθε φορά, πως η Γερμανία χρειαζόταν μια ισχυρή Poland και πως δεν υπήρχε καμιά σοβαρή διαφορά ανάμεσα στις δυο χώρες.
Ο Jozef Beck, δημιούργημα του εθνικού ήρωα των Πολωνών Pilsudski, ωθούσε την πολιτική προσέγγισης με τη Γερμανία ως τις τελευταίες συνέπειες. Στην κρίση του Μονάχου ευθυγράμμισε την Πολωνία με τη Γερμανία και απέσπασε από την Τσεχοσλοβακία ένα μικρό κομμάτι, το μικρό έδαφος του Τεσέν. Στις 26 Ιανουαρίου 1939 η Βαρσοβία σημαιοστολίστηκε με σημαίες με τον αγκυλωτό σταυρό προς τιμήν του Ribbentrop που ανταπέδωσε στον Beck μιαν επίσκεψή του στον Χίτλερ. Ήταν η τελευταία αναλαμπή μιας φιλίας που από το μέρος της Γερμανίας ήταν ένας υπολογισμός και από το μέρος των Πολωνών μια χίμαιρα.
Δυο μήνες αργότερα ο προσκεκλημένος Ribbentrop, γνωστοποιούσε στον πρεσβευτή της Πολωνίας, πως η Γερμανία ζητούσε την απόδοση του Danzig και άδεια διόδου μέσα από τον διάδρομο. Η Πολωνία απέρριψε αυτές τις αξιώσεις. Άρχιζε η διαμάχη. Την 1η Σεπτεμβρίου μόλις αρχίζει η επιστράτευση, η διάταξη των δυνάμεων είναι από στρατηγική άποψη κάτι το ακατανόητο. Θέλοντας να καλύψει το σύνολο του εθνικού εδάφους, ο αρχιστράτηγος Ρυντζ-Σμίγκλυ παρέταξε κατά μήκος των συνόρων επτά ομάδες που τις βάφτισαν στρατιές. Τοποθέτησε σημαντικές δυνάμεις μέσα στο διάδρομο, με την εντολή να κατακτήσουν την Ανατολική Πρωσία και σημαντικότερες ακόμη δυνάμεις, τις στρατιές Κουτρέμπα και Μπορτνόφσκι, στις προεξοχές του Πόζεν, πλατφόρμας της επίθεσης εναντίον του Βερολίνου.
Στηριζόμενη στον αριθμό του πληθυσμού, η Δύση υπολόγιζε στην Πολωνία 80 μεραρχίες. Η αλήθεια όμως είναι πως η Πολωνία δεν είχε παρά μόνο 30, από τις οποίες μόνο 23 ήταν συγκροτημένες όταν άρχισαν οι εχθροπραξίες. Άλλωστε ένας μεγαλύτερος αριθμός δεν θ’ άλλαζε τίποτε, μόνο που οι απώλειες θα ήταν κι αυτές μεγαλύτερες. Ο Πολωνικός στρατός νικήθηκε πριν πολεμήσει, όχι γιατί ήταν ανεπαρκείς οι δυνάμεις του, ούτε γιατί η ανωτάτη διοίκησή του δεν είχε αναπτύξει σωστά τα στρατεύματα, αλλά από αυτή την ίδια τη φύση του. Ο εξοπλισμός του ολόκληρος ήταν παλιός, από την εποχή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.
Η Πολωνική αεροπορία δεν είχε, παρά μόνο 420 αεροπλάνα, μεταξύ των οποίων, μερικά μόνο καταδιωκτικά Ρ-24 ήταν σχετικά μοντέρνα. Πλάι σ’ ένα αναχρονιστικό ιππικό 37 συνταγμάτων, το τεθωρακισμένο όπλο περιοριζόταν σε μια εκατοντάδα παλιών τανκς. Το πυροβολικό ήταν ολόκληρο ιππήλατο. Το υλικό διαβιβάσεων ήταν στοιχειώδες. Το υλικό αντιαεροπορικής άμυνας ήταν σχεδόν ανύπαρκτο. Όλο το βάρος οι Πολωνοί το έριχναν στην επίθεση, αλλά οι κανονισμοί των ελιγμών ήταν σχηματικοί και δυσκίνητοι. Οι άνδρες ήταν υπερφορτωμένοι. Το τροχαίο υλικό των μεταγωγικών το αποτελούσαν μικρά χωριάτικα κάρα. Ουσιαστικά, επρόκειτο για έναν στρατό χωρίς μοτέρ.
Δηλαδή, κατά τους Πολωνούς, ένας αγροτικός στρατός, εύκαμπτος, προσαρμοσμένος στη χώρα, αγνοώντας τα προβλήματα ανεφοδιασμού και κυκλοφορίας υπό τη σύγχρονη μορφή τους, της μηχανοκίνησης των μεταφορών και της μηχανοποίησης των μαχών. Στο μεταξύ η Πολωνία αναπτύσσεται οικονομικά. Η περίοδος 1936 - 1939 αποτελεί περίοδο εκβιομηχάνισης της χώρας με τη νέα βιομηχανική ζώνη να εγκαθίσταται μεταξύ των ποταμών Βιστούλα και Σαν. Είναι μια περιοχή 25.000 τετρ. μιλίων, που εκτείνεται από τα νότια της Βαρσοβίας μέχρι τα σύνορα της Σλοβακίας και απέχει εξίσου τόσο από τα Γερμανικά όσο και από τα Σοβιετικά σύνορα.
Το αρχικό αυτό πλεονέκτημα εξανεμίζεται όταν η Γερμανία προσαρτά Βοημία και Μοραβία. Το μέσο βιοτικό επίπεδο ανεβαίνει, η ανεργία μειώνεται σημαντικά και το πλεόνασμα των εργατικών χειρών της υπαίθρου απορροφάται από τις βιομηχανίες. Ως αποτέλεσμα επέρχεται η δημογραφική αύξηση και το 1939 η χώρα έχει πληθυσμό 35 περίπου εκατομμύρια. Ωστόσο, η μόνη επάρκεια που έχει η Πολωνία είναι σε είδη διατροφής.
ΠΡΟΟΙΜΙΟ ΤΗΣ ΕΙΣΒΟΛΗΣ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΩΝ (Σεπτέμβριος 1939)Είναι οι τελευταίες ώρες του Αυγούστου 1939. Από τα Καρπάθια ως τη Βαλτική, η νύχτα είναι ψυχρή και ξάστερη. Οι μετεωρολογικές προβλέψεις είναι εξαίρετες. Η καταχνιά που σχηματίζεται στα χαμηλά, θα διαλυθεί με την ανατολή του ήλιου. Η μέρα που θα ξημερώσει θα είναι γαλήνια, ηλιόλουστη, εξαιρετικά ευνοϊκή για την αεροπορία. Δεν είναι λιγότερο ευνοϊκό για τα τανκς το έδαφος που έχει σκληρύνει από το καλοκαίρι και που το δρεπάνι του θερισμού πέρασε από πάνω του σαν ξυράφι. Πολλά ρυάκια έχουν ξεραθεί και οι μεγάλοι ποταμοί, ο Narev, ο Μπουγκ, ο Vistula, είναι βατοί σχεδόν σε όλη τους την έκταση. Όλα συγκλίνουν στο να προσφέρουν τις καλύτερες συνθήκες για τη δοκιμή των νέων μεθόδων μάχης του Γερμανικού στρατού.
Το σύνολο των επιχειρήσεων έχει ονομασθεί ''Λευκή Επιχείρηση'' (Fall Weiss). Η προετοιμασία των μονάδων για πόλεμο έγινε αποκλειστικά με ατομικές προσκλήσεις. Είχε απαγορευθεί να προφέρει κανείς τη λέξη κινητοποίηση. Η διαταγή για την εκτέλεση του σχεδίου δεν έφτανε στα γενικά στρατηγεία των ομάδων στρατιών, παρά μόνο στις 17:00 με την ακόλουθη μορφή: Τ = 1.9.4.45. Αυτό σημαίνει πως η έναρξη του πολέμου, η ώρα Χ της μοίρας της Γερμανίας και του κόσμου, είναι η 1 Σεπτεμβρίου, ώρα 04:45 το πρωί. Το σύστημα διαβιβάσεων μπήκε αμέσως σε κίνηση, για να φθάσει ως τα τμήματα πεζικού που είχαν αναπτυχθεί κατά μήκος της πολωνικής μεθορίου, η απόφαση του Αδόλφου Χίτλερ.
Η προθεσμία είναι αμείλιχτα σύντομη, τόσο σύντομη που ορισμένες μονάδες δεν θα ειδοποιηθούν έγκαιρα και δεν θα μπουν στον πόλεμο, παρά μόνο αφού ακούσουν τις βροντές των κανονιών. Κι όμως ορισμένοι διοικητές μονάδων από τη μια έδωσαν τη διαταγή και από την άλλη είναι έτοιμοι να την ανακαλέσουν. Αυτό ακριβώς συμβαίνει με τον αντιστράτηγο Gerd von Rundstedt, διοικητή των ομάδων στρατιών Νότου και τον επιτελάρχη του υποστράτηγο Erich von Manstein. Πιστεύουν πως θα επαναληφθεί αυτό που έγινε πριν από έξι μέρες:
Ώρα 15:25 της 25ης Αυγούστου τρεις ώρες αφού ο Rundstedt ανέλαβε τη διοίκηση, έφτασε στο γενικό στρατηγείο τους που ήταν εγκατεστημένο σ’ ένα χωριό στις όχθες του ποταμού Νάισσε η διαταγή για την έναρξη των εχθροπραξιών την άλλη μέρα το πρωί στις 04:30. Στις 20:30, μόλις είχαν καθίσει να βάλουν κάτι στο στόμα τους, πήραν νέο μήνυμα. Ο Führer και αρχιστράτηγος ακύρωνε τη διαταγή για την επίθεση και διέταζε να σταματήσουν τα στρατεύματα. Τρεις στρατιές βρίσκονταν ήδη σε πορεία και χρειάστηκε κυριολεκτικά να τις αρπάξουν από το λαιμό. Στην ορεινή περιοχή των Τάτρας ένα μηχανοκίνητο σύνταγμα μόλις πρόφτασαν να το σταματήσουν τη στιγμή που ήταν έτοιμο να περάσει τα σύνορα.
Κι αυτό μόνο χάρη στην αφοσίωση ενός αξιωματικού - συνδέσμου που πήγε και προσγειώθηκε με το αεροπλάνο του -ένα Fieseler Storch- καταμεσής του δρόμου, μπροστά στους ανιχνευτές. Μέχρι τα μεσάνυχτα οι δυο στρατηγοί, αφού πήραν όλα τα μέτρα για να σταματήσουν τον χείμαρρο, περιμένουν με την ιδέα πως μπορεί να ήταν κι ένας εκφοβισμός, μια μπλόφα. Τα μεσάνυχτα ο von Rundstedt σηκώνεται. ''Τώρα, είπε, είναι πολύ αργά. Νομίζω πως μπορούμε να πλαγιάσουμε μια δυο ώρες''. Τη στρατιωτική εξόντωση της Πολωνίας ο Χίτλερ την είχε ανακοινώσει στους στρατηγούς του - διοικητές στρατιών στις 23 Μαΐου. ''Μην περιμένετε μιαν επανάληψη αυτού που έγινε με την Τσεχοσλοβακία''.
Ο πόλεμος θ’ άρχιζε προ του τέλους Αυγούστου, μόλις τέλειωνε ο θερισμός, για να έχει τελειώσει πριν από τις βροχές του φθινοπώρου και την περίοδο της λάσπης. Ο Χίτλερ προεξοφλούσε πως η Γαλλία και η Αγγλία δεν θα επενέβαιναν. Αντίθετα η Σοβιετική Ένωση είχε -κατά τον Χίτλερ- στο πρόσωπο του Στάλιν, έναν αρχηγό που τον ανεγνώριζε σχεδόν για ίσο του, αλλά ο Ερυθρός Στρατός είχε εξασθενήσει από τις εκκαθαρίσεις που είχαν σαρώσει τους περισσότερους από τους στρατηγούς του. Εξ άλλου δεν αποκλείεται ν’ αδιαφορήσει η Ρωσία για την καταστροφή του Πολωνικού Κράτους. Η τελευταία αυτή φράση -σημειώνεται στα πρακτικά που κράτησε ο αντισυνταγματάρχης Schmundt, υπασπιστής του Führer- περιέχει εν σπέρματι τη Χιτλεροσοβιετική συμμαχία, το θεατρικό κόλπο της 23ης Αυγούστου.
Στην Αγγλία πικρή απογοήτευση. Στη Γαλλία απερίγραπτη σύγχυση. Στη Γερμανία απίστευτη ανακούφιση. Πολλοί που αμφέβαλλαν ακόμη για τη μεγαλοφυΐα του Führer, δεν είχαν πια καμιά αμφιβολία. Μερικοί Γερμανοί πίστεψαν, πως δε θα γινόταν πόλεμος μια και το Σοβιετικό ξίφος έλειπε από τις δυτικές δημοκρατίες. Άλλοι πάλι έκριναν πως ίσα-ίσα μπορούσε να γίνει πόλεμος, μια και εξέλιπε ο εφιάλτης ενός πολέμου σε δυο μέτωπα. Η ασθενική Πολωνία γρήγορα θα είχε λείψει από τη μέση και η Γερμανία θα στρεφόταν προς τα δυτικά με όλο της το βάρος. Στη Μόσχα όλα πήγαν κατ’ ευχή. Κακός διαπραγματευτής ο Ribbentrop, δεν χρειάστηκε να λύσει κανένα κόμβο.
Ο Στάλιν είχε δεχτεί ευθύς εξ αρχής, ότι το σύμφωνο μη επίθεσης που θα δημοσιευόταν, δεν θα ήταν παρά ένα πέπλο ριγμένο πάνω από το πραγματικό σύμφωνο, την τέταρτη κατά σειρά διανομή της Πολωνίας. Τα δυο συμβαλλόμενα μέρη συμφώνησαν χωρίς δυσκολία για τα κοινά σύνορα: τη γραμμή Narev - Vistula - San. Η διανομή απλωνόταν και στις Βαλτικές χώρες. Η Lithuania θα έπεφτε στη Γερμανία. Η Ρωσία θα έπαιρνε τη Latvia, την Estonia, την Finland και επί πλέον την Βεσσαραβία την οποία θα υποχρεωνόταν να παραδώσει η Ρουμανία. Ο φραγμός από κράτη - μαξιλάρια που είχε στηθεί γύρω στο Μπολσεβικισμό με τη συμφωνία του 1919, είχε γκρεμιστεί.
Ο Γερμανισμός θα ξεριζωνόταν από τα παλιά του προπύργια της Κουρλάνδης και της Λιβονίας. Η θυσία ήταν για τη Γερμανία βαριά κι όμως ασήμαντη, γιατί ήταν προσωρινή. Στο συμβόλαιο έπεφτε η σκιά μιας αμοιβαίας κακοπιστίας. Ο Στάλιν το υπέγραψε για το άμεσο κέρδος που θα εισέπραττε και για τον χρόνο που κέρδιζε. Ο Χίτλερ το υπέγραψε με την απόφαση να το ξεσχίσει. Σκοπός του, έλεγε στους οικείους του, δεν ήταν να ανακτήσει το Danzig και να σβήσει από το γεωγραφικό χάρτη το διάδρομο. Σκοπός του δεν ήταν καν η εξόντωση του Πολωνικού κράτους, αλλά η κατάκτηση των Ρωσικών πεδιάδων για την εξασφάλιση του μέλλοντος του Γερμανικού λαού. Οι θυσίες που παραδεχόταν, ήταν στιγμιαίες, επομένως εικονικές.
Ωστόσο η επαύριον του διπλωματικού θριάμβου του, προξένησε στον Χίτλερ μια αγανάκτηση, μια έκπληξη και μια απογοήτευση. Αφορμή για την αγανάκτηση ήταν η Ιταλία. Τον Μάιο είχε υπογράψει με τη Γερμανία μια πομπώδη στρατιωτική συμμαχία που οι υπηρεσίες προπαγάνδας είχαν επονομάσει Χαλύβδινο Σύμφωνο. Το ατσάλι όμως στην πρώτη δοκιμασία κιόλας λύγισε. Ο Ciano κι ο Mussolini ανακάλυψαν με κατάπληξη, πως ο πόλεμος μπορούσε να ξεσπάσει από τη μια στιγμή στην άλλη. Ικέτευσαν τον Χίτλερ να τον αναβάλει, προφασίστηκαν πως η χώρα τους ήταν απροετοίμαστη και έφτασαν να επικαλεσθούν κι αυτήν ακόμη τη Παγκόσμια Έκθεση που επρόκειτο να ανοίξει τις πύλες της στη Ρώμη το 1940 και για την οποία είχαν ξοδέψει τόσα λεφτά.
Ο διπλωματικός θρίαμβος του Χίτλερ στη Μόσχα δεν τους καθησύχασε. Λίγες ώρες μετά την επιστροφή του Ribbentrop, ο Χίτλερ μ’ ένα πρόσωπο σαν μαρμαρωμένο, άκουσε τον Ιταλό πρεσβευτή Αττόλικο, να του διαβάζει ένα γράμμα, με το οποίο ο Mussolini ανακοίνωνε στενοχωρημένος την πρόθεσή του να τηρήσει στάση μη εμπολέμου. Μόλις η πόρτα έκλεισε πίσω από τις πλάτες του πρεσβευτή, ξέσπασε η οργή του Führer. Και τι δεν έψαλε στους Ιταλούς. Ανάξιοι εμπιστοσύνης, άνανδροι και ασθενείς, αιώνιοι προδότες. Όλα αυτά, δεν εμπόδισαν να τονίζεται στο επίσημο ανακοινωθέν, πως η ιδιότητα του μη εμπολέμου δεν σημαίνει ουδετερότητα, πως ο Führer ενέκρινε τη στάση της Ιταλίας και πως το Χαλύβδινο Σύμφωνο ήταν στερεότερο από κάθε άλλη φορά.
Η έκπληξη και η απογοήτευση του Χίτλερ είχαν την προέλευσή τους από το Λονδίνο. Στο Παρίσι, όπου το Γερμανοσοβιετικό σύμφωνο είχε σπάσει κάθε θάρρος, καταλάβαιναν, πως τίποτε πια δεν μπορούσε να σώσει την Πολωνία και πως ένας πόλεμος γι’ αυτήν ήταν χωρίς αντικείμενο. Αυτό δεν μπορούσαν να το καταλάβουν στο Λονδίνο. Η αντίδραση των κυβερνητικών κύκλων ήταν ένα ξερό ανακοινωθέν που έλεγε, πως το γεγονός της Μόσχας δεν επηρέαζε καθόλου τις ανειλημμένες υποχρεώσεις της Μεγάλης Βρετανίας και πως η Αγγλική κυβέρνηση ήταν αποφασισμένη να τις εκτελέσει. Λίγες ώρες αργότερα, καθόριζε και δυνάμωνε αυτές τις υποχρεώσεις.
Η γενικής φύσης εγγύηση που είχε δοθεί το Μάιο στην Πολωνική κυβέρνηση, έγινε την ίδια ημέρα μια συνθήκη αμοιβαίας βοηθείας. Το καθένα από τα συμβαλλόμενα μέρη αναλάμβανε να δώσει στο άλλο όλη τη βοήθεια που θα είχε στη διάθεσή του, στην περίπτωση που θα έκρινε αναγκαίο ν’ αποκρούσει με τα όπλα μια άμεση ή έμμεση προσβολή της ανεξαρτησίας του. Ποτέ οι Άγγλοι δεν είχαν δεσμευθεί με τόσο κατηγορηματικό τρόπο. Ποτέ τους δεν είχαν δώσει κάτι που να μοιάζει με εξουσιοδότηση εν λευκώ.
Ένα χρόνο πριν, στο Berchtesgaden, στο Bad Godesberg, στο Μόναχο, ο άνθρωπος με την ομπρέλα, ο μακρολαίμης Chamberlain, έκανε στον ισχυρό Füh rer των Γερμανών την εντύπωση ενός περίτρομου γηραλέου κυρίου, που μια προσποιημένη αγανάκτηση, ένας σκόπιμα υψωμένος τόνος φωνής, τον έκαναν να περιλούεται με κρύο ιδρώτα. Και τώρα ο ίδιος αυτός Chamberlain, χωρίς ούτε μια ανώφελη φράση, χωρίς ούτε έναν λυγμό, παρενέβαλε όλη την Αγγλική δύναμη ανάμεσα σε μια καταδικασμένη Πολωνία και μιαν οπλισμένη ως τα δόντια Γερμανία. Μπλόφα; Απόφαση που την ενέπνεε η απόγνωση; Ή μάλλον μια ακατανόητη, μια νησιώτικη βραδύτητα στην εκτίμηση των ζητημάτων της ηπειρωτικής Ευρώπης; Θα το έδειχναν τα πράγματα.
Για να το διαπιστώσει, ο Αδόλφος Χίτλερ είχε αποφασίσει ν’ αναβάλει την επίθεση στις 25 Αυγούστου, λίγες ώρες πριν από τη μοιραία στιγμή. Οι ημέρες όμως αυτής της προθεσμίας που ευδόκησε να δώσει ο Χίτλερ, δεν χρησίμευσαν, παρά μόνο για συγκεχυμένες διαπραγματεύσεις. Η πονηριά του, σκόνταψε στη δικαιολογημένη Αγγλική δυσπιστία. Τον περασμένο χρόνο είχαν πιστέψει στη συμφωνία του Μονάχου. Ξεσχίζοντάς την έξι μήνες αργότερα, προσαρτώντας το σύνολο μιας Τσεχοσλοβακίας, της οποίας τα υπολείμματα είχε υποσχεθεί να σεβαστεί ο Χίτλερ, επωφελήθηκε της καλής τους πίστεως για να τους εξαπατήσει και διέλυσε τις ψευδαισθήσεις τους. Μάταια ορκιζόταν τώρα πως το Danzig κι ο διάδρομος αποτελούσαν τις τελευταίες του διεκδικήσεις.
Όταν έδυσε ο ήλιος της 31 Αυγούστου, απέμενε ακόμη ένα λείψανο διαπραγμάτευσης. Ο Χίτλερ δεν έχει αντίρρηση να δεχτεί έναν Πολωνό πληρεξούσιο και ο Mussolini έχει ρίξει την ιδέα μιας διεθνούς διάσκεψης, για να κανονιστούν όλα τα επίμαχα Ευρωπαϊκά ζητήματα. Εκείνη τη νύχτα η Ευρώπη κοιμήθηκε καλύτερα, παρά τις προηγούμενες, με την πεποίθηση πως πέρασε το πιο επικίνδυνο σημείο της κρίσης και πως η ειρήνη για άλλη μια φορά δεν θα χαθεί. Όταν την 1η Σεπτεμβρίου ανατέλλει ο ήλιος, οι θωρακισμένες Γερμανικές δυνάμεις περνούν τα σύνορα και οι Γερμανικές βόμβες πέφτουν στις Πολωνικές πόλεις. Για άλλη μια φορά ο Χίτλερ είπε ψέματα:
Οι συμβιβαστικές διαθέσεις του της τελευταίας ώρας ήταν μια προσποίηση, υπολογισμένη ν’ αποκοιμίσει. Την προηγούμενη είχε ξαναδοθεί η διαταγή για την επίθεση κατά της Πολωνίας. Είχε τεθεί σ’ εφαρμογή το περίφημο παραμεθόριο επεισόδιο που είχε μαγειρέψει ο Himmler, βάζοντας κατάδικους, στους οποίους είχε δώσει να φορέσουν Πολωνικές στολές, να επιτεθούν κατά του σταθμού ασυρμάτου του Γκλάιβιτς. Όταν ο τοπικός στρατιωτικός διοικητής αντισυνταγματάρχης Στάινμετς, έκανε ν’ αντιταχθεί σ’ αυτή την απάτη, του έκλεισαν το στόμα μ' ένα "Fuhrerbefehl!" (Διαταγή του Führer).
Μεταδίδοντας το επεισόδιο εκείνο ο Γερμανικός ραδιοφωνικός σταθμός, διακήρυσσε πως είχε παραβιασθεί το Γερμανικό έδαφος, πως η Γερμανική μειονότητα της Πολωνίας σφάζεται και πως ο Γερμανικός στρατός είναι υποχρεωμένος να επέμβει. Δεν υπάρχει ζήτημα κήρυξης πολέμου. Πρόκειται για μια εκστρατεία αντιποίνων. Με αυτό τον τρόπο ο Χίτλερ μπορεί πλέον να αναγγείλει επίσημα, την 1η Σεπτεμβρίου 1939, στο Ράιχσταγκ ότι οι Πολωνοί προσπάθησαν την προηγούμενη να εισβάλουν στο Γερμανικό έδαφος και ότι η Βέρμαχτ ανταποδίδει τα πυρά που δέχτηκε στις 04:45 το πρωί. Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι διαφορετική.
Ο Χίτλερ έχει διατάξει την επίθεση κατά της Πολωνίας από τις 31 Αυγούστου. Η Βέρμαχτ, με βάση λεπτομερές σχέδιο που κατάρτισαν ο Βάλτερ φον Μπράουχιτς και το Επιτελείο του, με το κωδικό όνομα Fall Weiss (λευκό σχέδιο), επιτίθεται από ξηράς, θαλάσσης και αέρος στην Πολωνία. Είναι 1 Σεπτεμβρίου 1939 και ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος αρχίζει στην Ευρώπη.
O EΠIXEIPHΣIAKOΣ ΣXEΔIAΣMOΣΈνα από τα πιο αγωνιώδη ζητήματα που κατέτρεχαν τον Χίτλερ κατά την πρώιμη φάση της διακυβέρνησης του Ράιχ ήταν η απόκτηση της εμπιστοσύνης της Wehrmacht, γιατί ο στρατός, μην έχοντας γαλουχηθεί από τα εθνικοσοσιαλιστικά ιδεώδη και αντιδρώντας προς κάθε μείωση της ισχύος του από άλλα παραστρατιωτικά σώματα (π.χ., τα SA του Έρνστ Ρεμ), διατηρούσε μία επιφυλακτικότητα έναντι του νέου καγκελάριου. Μετά όμως την αποπομπή του στρατηγού Βέρνερ φον Μπλόμπεργκ από τη θέση του υπουργού Στρατιωτικών και τον άδικο διασυρμό του στρατηγού Βέρνερ φον Φριτς (που διώχτηκε από τη θέση του αρχηγού της OKH -Oberkommando des Heeres- Ανώτατη Διοίκηση Στρατού), ο Χίτλερ κατάφερε να ελέγξει την Wehrmacht.
Ελέγχει την Wehrmacht, διορίζοντας σε θέσεις - κλειδιά πρόσωπα της εμπιστοσύνης του: τον πειθήνιο Βίλεμ Κάιτελ ως αρχιστράτηγο της Wehrmacht, τον Βάλτερ φον Μπράουχιτς ως αρχηγό OKH, τον Φραντς Χάλντερ ως αρχηγό του Γενικού Επιτελείου και τον Αλφρεντ Γιοντλ ως αρχηγό της Διεύθυνσης Επιχειρήσεων. Όμως, ακόμη και το νέο σχήμα δεν συμμεριζόταν τον ενθουσιασμό του Χίτλερ για κατακτήσεις. Tους συγκρατούσε η πεποίθηση ότι η Γερμανία ήταν ανέτοιμη για πόλεμο, εξαιτίας σοβαρών ελλείψεων στους τομείς της εκπαίδευσης του στρατεύματος και του εξοπλισμού του. Tο πρόγραμμα των εξοπλισμών και των οχυρωματικών έργων, που με τόση ζέση ο Χίτλερ προωθούσε τα τελευταία χρόνια, βρισκόταν ακόμη σε εξέλιξη.
Ελάχιστοι αξιωματικοί είχαν διεκπεραιώσει την εκπαίδευσή τους στα νέα όπλα, ενώ η πολεμική βιομηχανία αγκομαχούσε να προλάβει τις προθεσμίες παραγωγής. H Luftwaffe του Goring ήταν ομολογουμένως σε καλύτερη κατάσταση, αφού εγκαίρως φρόντισε ο ίδιος να απορροφήσει μεγάλο μέρος των κονδυλίων, μα και πάλι το ναυτικό υστερούσε. Tην ίδια μετριοπάθεια είχαν εκδηλώσει οι στρατηγοί του Χίτλερ και κατά την κατάληψη της Τσεχοσλοβακίας, έναν χρόνο νωρίτερα. Αλλά ο μαεστρικός χειρισμός της κατάστασης από τον Φύρερ δεν άφησε πολλά περιθώρια αμφισβήτησης της αυθεντίας του.
Ταυτόχρονα, η μειονεκτική θέση στην οποία αυτοί βρέθηκαν εξαιτίας των υπερβολικών και αδικαιολόγητων, όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια, φόβων τους, τους κατέστησε ανίσχυρους μπροστά στην ατσάλινη θέληση του Φύρερ να εξαπολύσει έναν νέο πόλεμο. Έτσι, βάλθηκαν να καταστρώσουν το σχέδιο επίθεσης κατά της Πολωνίας, άλλοι με τον ενθουσιασμό του νεοφώτιστου κι άλλοι με την εγκράτεια του επαγγελματία στρατιωτικού. Oι περισσότεροι δεν πίστευαν ότι τελικά θα χρειαζόταν να πατηθεί η σκανδάλη. Tο σχέδιο προέβλεπε κατ' αρχάς την υποβοήθηση της εισβολής "εκ των έσω".
Προς τούτο, ο στρατηγός φον Μποκ υποστήριξε τη συγκρότηση μίας μυστικής δύναμης περίπου 12.000 ανδρών Γερμανικής καταγωγής του Ντάντσιχ, που θα χρησιμοποιούνταν την κατάλληλη στιγμή σε ενέργειες δολιοφθοράς. Ταυτόχρονα, πράκτορες των SS είχαν διεισδύσει στην Πολωνική επικράτεια, με σκοπό την προπαγάνδα, τη δημιουργία επεισοδίων και σαμποτάζ σε στρατιωτικές βάσεις. Κάποια πολεμικά πλοία θα αναλάμβαναν τον εφοδιασμό τους, προσποιούμενα μηχανική βλάβη καθ' οδόν, ώστε να ελλιμενιστούν στο Ντάντσιχ και τη νύχτα να ξεφορτώσουν κρυφά.
Tέλος, μία δήθεν αποστολή αθλητών, που στην ουσία επρόκειτο για καλά εκπαιδευμένους άνδρες των SS, έφτασε στο Ντάντσιχ με την πρόφαση μίας επίδειξης, αλλά παρέμειναν εκεί ακόμη και μετά το πέρας της εκδήλωσης. Όλους αυτούς θα τους συντόνιζε ο υποστράτηγος Φρ. Γκ. Έμπερχαρντ, που κατέφτασε στο Ντάντσιχ με πολιτικά. Ανάλογες οδηγίες είχε λάβει και ο Gauleiter Άλμπερτ Φέρστερ.
Προβλεπόμενη ημερομηνία έναρξης των επιχειρήσεων κατά την OKW ήταν η 25η Αυγούστου. O Χίτλερ θα έπρεπε οπωσδήποτε να έχει πάρει την οριστική απόφασή του το αργότερο δέκα μέρες πριν.
Ήταν σημαντικό να προλάβουν τις φθινοπωρινές βροχοπτώσεις, που μετέτρεπαν την Πολωνική γη σε απέραντο βάλτο και δυσκόλευαν αφάνταστα τις μετακινήσεις των στρατευμάτων, ιδίως των αρμάτων μάχης και του πυροβολικού. Επίσης, το πρόβλημα θα επιδεινωνόταν από το φούσκωμα των πολλών ποταμών που διέτρεχαν τη χώρα. H πίεση των χρονικών προθεσμιών ήταν λοιπόν δικαιολογημένη, μα δημιουργούσε στον Χίτλερ ένα επιπλέον άγχος μέσα στο γενικότερο πολιτικό και διπλωματικό πυρετό. Άλλωστε τον απασχολούσε και το θέμα της δημιουργίας μίας εικονικής αφορμής, που θα προκαλούσε τη στρατιωτική εισβολή. H σκηνοθεσία κάποιων "γεγονότων" ενάντια στους Γερμανικούς πληθυσμούς της Πολωνίας και κάποιες προπαγανδιστικές ενέργειες ήταν αναγκαία για την ύπαρξη μίας τυπικής έστω δικαιολογίας.
O αρχηγός των SS (Obergruppenfuhrer SS) Ράιχαρντ Χάιντριχ ήδη στα μέσα Αυγούστου ήταν σε θέση να του παρουσιάσει δύο σενάρια, σύμφωνα με τα οποία κάποιοι πράκτορές του θα καταλάμβαναν το ραδιοφωνικό σταθμό του Γκλάιβιτζ και θα αποτολμούσαν μία προπαγανδιστική εκπομπή, ενώ μία άλλη ομάδα φανατικών θα μεταμφιέζονταν σε Πολωνούς στρατιώτες για να δημιουργήσουν επεισόδιο στον τελωνειακό σταθμό του Χόχλιντεν, παρασύροντας τους αυθεντικούς Πολωνούς της περιοχής σε μία γενίκευση της σύρραξης. Στις 15 Αυγούστου ο Χίτλερ ανακοίνωσε στην ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων ότι η προγραμματισμένη για τις 25 τρέχοντος επίθεση κατά της Πολωνίας θα μπορούσε να θεωρηθεί δεδομένη.
Tα θωρηκτά "Graf Spee" και "Deutschland" με 14 υποβρύχια ξεκίνησαν να ανοιχτούν στον Ατλαντικό. H Υπηρεσία Πληροφοριών του Στρατού, η περιβόητη Abwehr του Βίλελμ Κανάρις, σε συνεργασία με τα SS, είχε σχεδιάσει συντονισμένες επιχειρήσεις στα μετόπισθεν των Πολωνικών γραμμών, που θα λάμβαναν χώρα την παραμονή της επίσημης επίθεσης. Συγκεκριμένα, κρινόταν σκόπιμο να καταληφθεί η δίδυμη σήραγγα της Γιαμπλόνκα, που εξυπηρετούσε τη σιδηροδρομική γραμμή Βιέννης - Βαρσοβίας, γιατί πιστευόταν ότι οι Πολωνοί θα την ανατίναζαν σε περίπτωση οπισθοχώρησης. Έτσι θα δυσκόλευαν την προέλαση της 14ης Στρατιάς του στρατηγού Λιστ που θα εφορμούσε από νότια.
H Abwehr, πάλι, διατάχτηκε να τροφοδοτήσει μία μονάδα SS με Πολωνικές στρατιωτικές στολές, με τις οποίες έντυσαν κάποιους κατάδικους από το στρατόπεδο του Oράνιενμπουργκ, τους μετέφεραν σε Πολωνικό έδαφος και τους εκτέλεσαν προσπαθώντας να ενοχοποιήσουν την Πολωνική πλευρά. Στο σημείο όπου το μέτωπο συνέκλινε στο στενό διάδρομο του Ντάντσιχ, ο ποταμός Βίσλα αποτελούσε κρίσιμο φυσικό εμπόδιο. Στην περιοχή του Ντίρσχαου υπήρχαν δύο γέφυρες που οδηγούσαν κατευθείαν στο Ντάντσιχ. Αυτές έπρεπε πάση θυσία να διατηρηθούν ανέπαφες, προκειμένου να εξασφαλιστεί η προέλαση των Γερμανικών μεραρχιών.
O Χίτλερ ασχολήθηκε προσωπικά με την κατάστρωση ενός σχεδίου υπεράσπισης αυτών των γεφυρών, που περιελάμβανε τον έγκαιρο βομβαρδισμό των φρουρών τους, ώστε να μην ανατιναχτούν από τους Πολωνούς. Στο σημείο θα έσπευδε από την Πρωσία ο αντισυνταγματάρχης Γκέρχαρντ Μέντεμ με μία δύναμη σκαπανέων και πεζικού για να τις κρατήσει για λογαριασμό της κύριας δύναμης κρούσης στην περιοχή, της Ομάδας Στρατιών Βορρά. H ενέργεια θα έπρεπε να εκδηλωθεί ταυτόχρονα με την έναρξη της πρώτης επίσημης επιχείρησης του σχεδίου "Λευκή", που ήταν ο βομβαρδισμός του λιμανιού της πόλης Γκντίνια, βόρεια του Σόποτ.
Mία ακόμη ενέργεια που προβλεπόταν ήταν ο βομβαρδισμός από τη θάλασσα του οχυρού Βέστερπλατε, στην είσοδο ακριβώς του λιμένα του Ντάντσιχ. Την αποστολή αυτή θα αναλάμβανε το πολεμικό σκάφος "Schleswig Holstein". O Φύρερ όρισε την έναρξη των επιχειρήσεων για τις 04:30 της 26ης Αυγούστου. H δεύτερη φάση (κίνηση "Y") θα άρχιζε στις 08:00 και θα αφορούσε στη μετάβαση στρατευμάτων σιδηροδρομικώς στα ανατολικά της Γερμανίας (για τις ανάγκες της εφόδου) και στα δυτικά (για τις ανάγκες της άμυνας από τυχόν δυτική επέμβαση). Παντού επικρατούσε πολεμικός πυρετός.
Παραμονές της επίθεσης, ο συνταγματάρχης Έρβιν Ρόμελ (που πρόσφατα είχε διοριστεί διοικητής του Επιτελείου του Φύρερ) μετέβη στο Μπαντ Πόλτσιν της Πομερανίας, στο στρατηγείο της Ομάδας Στρατιών Βορρά, ως αξιωματικός-σύνδεσμος με τον Χίτλερ. Ωστόσο, ενώ στις 15:02 της 25ης Σεπτεμβρίου 1939, ο Φύρερ ανήγγειλε την έναρξη της επιχείρησης "Λευκή", μέσα σε ένα κλίμα φοβερής έντασης λόγω της καθυστέρησης της απάντησης του Μουσολίνι σχετικά με τις "ευλογίες" του για την επικείμενη επίθεση, ο ίδιος αναγκάστηκε λίγες ώρες αργότερα να ανακαλέσει. Αιτία ήταν η διαβεβαίωση πως η Αγγλία δεν θα δίσταζε να επιβεβαιώσει έμπρακτα τη συμμαχία της με την Πολωνία, αν παραβιάζονταν τα σύνορά της.
Ένας αγώνας δρόμου άρχιζε εκείνη τη στιγμή, προκειμένου να ειδοποιηθούν εγκαίρως οι στρατηγοί και τα διάφορα ένοπλα τμήματα της μεθορίου για την ανάκληση της επίθεσης. Τελικά, η επίθεση ορίστηκε αμετάκλητα για την 1η Σεπτεμβρίου. H αποφασιστικότητα των Πολωνών που δεν ενέδιδαν στις απαιτήσεις του Χίτλερ και η ανελαστικότητα της Αγγλικής πολιτικής δεν άφηναν πλέον κανένα περιθώριο.
PANZER - STUKA - ΣΥΝΩΜΟΤΕΣ ΣΤΡΑΤΗΓΟΙΣτην απέναντι μεριά, ο στρατός του Χίτλερ, γεννήθηκε μόλις χτες. Το 1919, και με την εξαίρεση λίγων μικροπαραβιάσεων, η Γερμανία, ήταν ακόμη στρατιωτικά υπό το καθεστώς της συνθήκης των Βερσαλιών: Είχε 100.000 εξ επαγγέλματος στρατιώτες, κατανεμημένους σε δέκα μικρές μεραρχίες πεζικού και ιππικού, χωρίς το δικαίωμα να έχουν θωρακισμένα όπλα, βαρύ πυροβολικό, αεροπορία κι ένα γενικό επιτελείο. Η επαναφορά της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας και η συγκρότηση ενός εθνικού στρατού 36 μεραρχιών, διατάχθηκαν από τον Χίτλερ μόνο στις 11 Μαρτίου 1935. Ο αρχιστράτηγος von Fitsch, θεωρώντας τον αριθμό αυτό (36 μεραρχίες) υπερβολικό και προκλητικό, δήλωσε πως 24 έφταναν για την εθνική άμυνα της Γερμανίας.
Ο Χίτλερ δεν τον έλαβε υπόψη του. Επί δέκα πέντε χρόνια η Reichswehr ζούσε με τον καημό ν’ αποχτήσει θωρακισμένα άρματα. Τα αντικαθιστούσε στα στρατιωτικά γυμνάσια, με δήθεν θωρακισμένα μικρά καμιόνια από καραβόπανο ή από ομοιώματα που υποτίθεται πως ήταν τανκς και που τα κρατούσαν δύο στρατιώτες, όπως κάνουν στο τσίρκο, οι κλόουν με ψεύτικα άλογα από χαρτόνι. Ό,τι δεν μπορούσαν να κάνουν στ’ αληθινά, στην πράξη οι Γερμανοί το έκαναν με τη φαντασία τους, μελετώντας στη θεωρία το απαγορευμένο όπλο. Είχαν καταλάβει πως αντιπροσώπευε μια στρατιωτική επανάσταση, που συμφιλίωνε τα δύο στοιχεία, τη δύναμη και την ταχύτητα, που ο πόλεμος των θέσεων είχε διασπάσει.
Ξεκινώντας από το πλούσιο αυτό δεδομένο, η Γερμανική στρατιωτική σκέψη συνέλαβε έναν πόλεμο νέας μορφής, απαλλαγμένο από τους ανταγωνισμούς για το υλικό, το μακρύ κι απελπιστικό μακελειό, που από το 1914 ως το 1918 είχαν ατιμάσει τη στρατιωτική τέχνη. Συγκεντρωμένα σε μεγάλες μονάδες, αναπτύσσοντας στις επιχειρήσεις το ανώτατο όριο ταχύτητας, μη έχοντας κανένα λόγο να περιμένουν την παραλυτική σαρανταποδαρούσα του πεζικού, τα τανκς ανοίγουν ρήγματα, ελίσσονται, περικυκλώνουν, ξαναδίνουν στον πόλεμο ό,τι πιο άνετο, αυτοσχέδιο κι έξυπνο μπορεί να έχει.
Στο πεδίο της αεροπορίας, η Γερμανική στρατιωτική σκέψη είχε να κάνει με τις θεωρίες του Ιταλού στρατηγού Ντουέ, που διακήρυσσε την απόλυτη υπεροχή της στρατηγικής αεροπορίας, μεταβάλλοντας τον πόλεμο σε βομβαρδισμούς τρόμου. Μακριά από το να δεχτεί τις θεωρίες αυτές, έφτιαξε μια αεροπορία συνεργασίας, που η δράση της στηρίζεται σε αρχές οι οποίες συμπίπτουν με την επανάσταση των τανκς και τη συμπληρώνουν. Όλοι γενικά παραδέχονταν -οι Γάλλοι εξακολουθούν να παραδέχονται- πως τα θωρακισμένα άρματα δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν στις πολεμικές επιχειρήσεις παρά μόνο υπό την προστασία του πυροβολικού, που το βεληνεκές του καθόριζε και τη δική τους ακτίνα δράσεις.
Η Γερμανική στρατιωτική σκέψη, ανανεώνει το πρόβλημα, αντικαθιστώντας τα κανόνι με το αεροπλάνο. Τα βομβαρδιστικά καθέτου εφορμήσεως Stukas (Sturzkampfflugzeug) ρίχνουν τα βλήματά τους στο στόχο, με ανώτερη ακρίβεια από εκείνη που παρέχει ο πυροσωλήνας ενός οβούζιου (οβιδοβόλου, τηλεβόλου). Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ο πόλεμος αλλάζει σε ρυθμό και βάθος. Στο θωρακισμένο ιππικό, που είναι οι μεγάλες μονάδες των θωρακισμένων αρμάτων, προστίθεται το ιπτάμενο πυροβολικό, που είναι η αεροπορία. Οι καινοτομίες αυτές δεν έγιναν δεκτές χωρίς αντίσταση εκ μέρους ενός σώματος στρατηγών, που τη στρατιωτική τους πείρα την απόχτησαν σε ακίνητα πεδία μάχης και στα στατικά γενικά επιτελεία του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.
Για τους στρατηγούς αυτούς κυριότερο όπλο εξακολουθούσε να είναι το πεζικό, προς όφελος του οποίου χρησιμοποιούνται όλα τα άλλα όπλα, σύμφωνα με την τακτική που προέβλεπαν τότε οι στρατιωτικοί κανονισμοί όλων των στρατών. Το θωρακισμένο άρμα ήταν ένας από τους υπηρέτες του φαντάρου. Τον συνόδευε, του άνοιγε τον δρόμο, τον προστάτευε με το θωρακισμό του και καλυπτόμενο το ίδιο από το πυροβολικό, τον παρέσυρε προς τα εμπρός. Το ότι όμως το θωρακισμένο άρμα θα έφτανε να περιορίσει το πεζικό στον ρόλο ενός ακολούθου, που απλώς θα μάζευε τους αιχμαλώτους, αυτό ήταν μια τολμηρή σκέψη που προκάλεσε στον Γερμανικό στρατό μεγάλο σάλο.
Εξαίρετοι στρατιωτικοί, όπως ο Beck ή ο Halder, αντιτάχθηκαν επί μακρόν με όλη τους τη δύναμη. Διαιτητής υπήρξε ο Χίτλερ. Ευρύτατες συζητήσεις έγιναν μετά τον πόλεμο για τις στρατιωτικές του ικανότητες, που άλλοι τις ανέβαζαν στα ύψη, στην ίδια μοίρα με την μεγαλοφυΐα των μεγάλων πολεμάρχων της Ιστορίας, κι άλλοι τις υποβίβαζαν στο ίδιο χαμηλό επίπεδο με τους ασυνάρτητους και ολέθριους αυτοσχεδιασμούς ενός ερασιτέχνη. Το καλύτερο είναι ν’ αφήσουμε, όσο μπορούμε, να μιλήσουν τα γεγονότα. Όσο θα ξεδιπλώνεται η μακρά αυτή εξιστόρηση, θα βλέπουμε τον Χίτλερ, καθώς θα καταπιάνεται με τα προβλήματα του πολέμου, άλλοτε πρωτεργάτη μεγαλειωδών νικών και άλλοτε δράστη φοβερών ηττών.
Εκείνο όμως που δεν μπορεί να του αμφισβητηθεί, είναι η επιμέλεια με την οποία είχε μυηθεί στη στρατιωτική τέχνη σε όλες της τις πλευρές. Είχε μελετήσει όλους τους κλασικούς της στρατηγικής και όλους τους μεγάλους στρατηλάτες του παρελθόντος. Ήξερε λεπτομερειακά όλα τα υλικά που χρησιμοποιούνται από όλους τους στρατούς. Παρακολουθούσε με επιμέλεια την εξέλιξη των θεωριών. Στη διαμάχη μεταξύ των κλασικών και των μοντέρνων, πήρε το μέρος των τελευταίων. Ο ταχυκίνητος στρατός που ήθελαν να φτιάξουν ο Guderian και οι οπαδοί του, αντιστοιχούσε στην ανυπομονησία του, την ανυπομονησία και τη φούρια ενός ανθρώπου που τον τυραννά η σκέψη, πως λίγα χρόνια έχει στη διάθεσή του για να πραγματοποιήσει τα μεγάλα του σχέδια.
Βάλθηκε με όλο του το πάθος να τον επιβάλει. Ως το 1938, οι τρεις κεφαλές των Γερμανικών ενόπλων δυνάμεων ήταν ο υπουργός των Στρατιωτικών Werner von Blomberg, ο αρχιστράτηγος του στρατού ξηράς Werner von Fitsch και ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου στρατηγός Ludwig Beck, θιασώτες και οι τρεις τους της ισορροπίας των όπλων, μιας αμυντικο-επιθετικής στρατηγικής και μιας συνετής εξωτερικής πολιτικής. Ο Χίτλερ τα κατάφερε να συντρίψει τους δυο πρώτους, με το να επωφεληθεί από τα πολύκροτα σκάνδαλα ηθών, μέσα στα οποία βρέθηκαν μπερδεμένοι. Ο τρίτος, ο ασκητικός στρατιώτης Beck προσπάθησε ν’ αντιταχθεί στον Χιτλερικό χείμαρρο, επικαλούμενος την ευθύνη του Γενικού επιτελείου ενώπιον του έθνους.
Όταν ήρθε η σειρά του να σαρωθεί κι αυτός, έβγαλε το συμπέρασμα, πως δεν υπήρχε άλλος τρόπος σωτηρίας από την ανατροπή του Χίτλερ δια της βίας. Κι άρχισε αμέσως να συνωμοτεί. Το γεγονός πάντως είναι πως ο Χίτλερ είχε απαλλαγεί από τον μόνο στρατηγό που θα είχε το κουράγιο να του αντιταχθεί. Με το ν’ αποσπάσει από όλους τους στρατιωτικούς έναν όρκο πίστης στο πρόσωπό του, μπόρεσε να δημιουργήσει χωρίς αντίσταση, τον οργανισμό που θα αναφέρεται τόσο συχνά στις σελίδες που θ’ ακολουθήσουν:
Το Oberkommando της Wehrmacht η O.K.W. (ανωτάτη στρατιωτική διοίκηση), δια μέσου του οποίου τάχτηκαν υπό τις άμεσες διαταγές Führer - Καγκελάριου, ο στρατός, το ναυτικό, η αεροπορία, η πολεμική βιομηχανία, η προπαγάνδα κ.τ.λ., με λίγα λόγια κάθε τι που αποτελεί το στρατιωτικό δυναμικό ενός έθνους. Οι συνέπειες της υπερβολικής αυτής συγκέντρωσης των εξουσιών, θα είναι πολλαπλές, βαθιές και θα επισύρουν τεράστια πλεονεκτήματα και σοβαρά μειονεκτήματα. Η υπόθεση ωστόσο, των νέων επαναστατικών ιδεών στη διεξαγωγή του πολέμου, κερδήθηκε οριστικά, όταν ο Χίτλερ διόρισε τον εαυτό του αρχιστράτηγο.
Τη στιγμή που αρχίζει η εκστρατεία κατά της Πολωνίας, υπάρχουν 6 Γερμανικές θωρακισμένες μεραρχίες. Οι πέντε αρχαιότερες είναι αριθμημένες από το 1 έως το 5 και η πιο πρόσφατη έχει τον αριθμό 10. Αποτελούνται από μια ταξιαρχία θωρακισμένων αρμάτων, μία ταξιαρχία μηχανοκίνητων τυφεκιοφόρων, ένα τάγμα μηχανικού, ένα τάγμα διαβιβάσεων, μια μονάδα παρατήρησης κι ένα μόνο σύνταγμα πυροβολικού, με δυο ομάδες τηλεβόλων των 105χιλ., που άλλα τα έσερναν άλογα κι άλλα ήταν μηχανοκίνητα. Τα μισά από τα 288 θωρακισμένα άρματα που κατά μέσον όρο ανήκαν σε μια μεραρχία, ήταν Panzer 1 (PzKw -Panzer Kampfwagen- θωρακισμένα αυτοκίνητα) των 6 τόνων, τα λεγόμενα σαρδελοκούτια, με λεπτό θωρακισμό και δυο μυδραλιοβόλα.
Τα Panzer 2 των 9 τόνων, προικισμένα μ’ ένα κανόνι των 20χιλ., ήταν σχεδόν ισοδύναμα. Μόνο τα Panzer 3 και τα Panzer 4 των 15 τόνων τα πρώτα και των 20χιλ. τα δεύτερα, με αντίστοιχα διαμετρήματα των 37χιλ. και 75χιλ., ήταν πραγματικά ισχυρά. Κάθε όμως, μεραρχία δεν είχε παρά μόνο 24 Panzer 4 και χρειάστηκε η θέληση του Χίτλερ για να τα επιβάλει σ’ ένα γενικό επιτελείο που τα έβρισκε πολύ βαριά. Τέτοιες ήταν οι περίφημες αυτές Panzerdivision (θωρακισμένες μεραρχίες) που έμελλαν να επιφέρουν επανάσταση στην τέχνη του πολέμου και να επιτρέψουν στον Χίτλερ να κυριαρχήσει στην Ευρώπη.
Μεταγενέστερα 4 ελαφρές μεραρχίες, αριθμημένες από το 6 έως το 9, θα γίνουν κι αυτές θωρακισμένες με την προσθήκη τσεχοσλοβάκικου υλικού, αντί όμως μιας ταξιαρχίας δεν θα έχουν παρά ένα μόνο σύνταγμα από 3 τάγματα. Εκ των υστέρων προξενεί έκπληξη η αδυναμία αυτού του σώματος μάχης, όχι μόνο αν το συγκρίνουμε με τον αριθμό των αρμάτων που θα εμφανισθούν τα ακόλουθα χρόνια, αλλά και όταν ακόμα τα κρίνουμε μέσα στα πλαίσια των στρατιωτικών μέσων εκείνης της εποχής. Η εντύπωση που έκαναν οι θωρακισμένες μεραρχίες και οι επιτυχίες που σημείωσαν, οδήγησαν στο να υπερτιμηθεί η δύναμή τους κατά τρόπο αφάνταστο και είναι ζήτημα αν και σήμερα ακόμη, ύστερα από είκοσι πέντε περίπου χρόνια, έχει εκλείψει αυτή η μεγαλοποίηση.
Πολύ περισσότερο παρά στο βάρος και στον αριθμό τους, η επανάσταση που έφεραν τα θωρακισμένα άρματα στην τέχνη του πολέμου, συνίσταται στη θεωρία της χρησιμοποίησης και στην τόλμη με την οποία η θεωρία αυτή εφαρμόστηκε στα πεδία της μάχης. Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος θ’ αρχίσει με νίκες της ευφυΐας. Συγκριτικά η Luftwaffe είναι ισχυρότερη από το θωρακισμένο όπλο. Από το 1934 κι έπειτα είχε υπερπηδήσει τις παιδικές της αρρώστιες, ανέβασε την ικανότητα της ετήσιας παραγωγής από 900 σε 6.000 αεροπλάνα και πέτυχε την κατασκευή ορισμένων τύπων αεροπλάνων, που ως την ώρα υπεροχής της Αμερικανικής βιομηχανικής δύναμης, θα έχουν τον έλεγχο του ουρανού.
Το καταδιωκτικό Messerschmitt 109, το καταδιωκτικό - βομβαρδιστικό Messerschmitt 110, το βομβαρδιστικό καθέτου εφορμήσεως Junkers 87, τα οριζόντια βομβαρδιστικά Junkers 88, Heinkel 111 και Dornier 17. Κατά την έναρξη των εχθροπραξιών η Luftwaffe είχε 771 καταδιωκτικά, 408 καταδιωκτικά - βομβαρδιστικά, 336 Stukas και 1.180 βομβαρδιστικά, ένα σύνολο 2.695 αεροπλάνων, μια αεροπορική δύναμη που καμιά άλλη χώρα στον κόσμο δεν θα μπορούσε ν’ αντισταθμίσει πριν περάσουν πολλοί μήνες. Αν αφήσουμε κατά μέρος την αεροπορία και τα θωρακισμένα, κατά τα άλλα ο Γερμανικός στρατός ανασυγκροτήθηκε σύμφωνα με την παράδοση.
Τα μηχανοκίνητα μέσα του ήταν ασθενή: 4 μόνο μεραρχίες μηχανοκίνητου πεζικού, που συνεργαζόταν με τα Panzer. Το υπόλοιπο ήταν 36 μεραρχίες εν ενεργεία, 3 ορειβατικές, 37 εφεδρικές και 14 αναπληρωματικές (Ερζάτς). Οι δυο τελευταίες καινοτομίες είχαν βγει από το μηδέν, λίγες μόλις εβδομάδες πριν. Το υλικό είναι άνισο: τα μοντέρνα οβούζια (οβιδοβόλα) των 150χιλ. και 105χιλ. υπερείχαν των Γαλλικών των 75χιλ., 105χιλ. και 155χιλ., πολλές όμως πυροβολαρχίες ήταν ακόμη εφοδιασμένες με το παλιό 77 του Kaiser Wilhelm II. Κι αυτή ακόμη η αεροπορία είχε έλλειψη αρχηγών ομάδων και θα πετούσε μ’ ένα απόθεμα βομβών, που μόλις έφτανε για επιχειρήσεις τριών εβδομάδων.
Με το να έχει ανασυγκροτηθεί μέσα σε πέντε μόλις χρόνια, η Wehrmacht (Γερμανικός στρατός) ήταν ένας αυτοσχεδιασμός που τρόμαζε τους στρατηγούς, οι όποιοι είχαν σταδιοδρομήσει στον υποδειγματικό στρατό της Αυτοκρατορικής Γερμανίας. Από τους αρχηγούς του, οι περισσότεροι προσπαθούν να είναι στρατιώτες και μόνο στρατιώτες. Μερικοί είναι Χιτλερικοί. Περισσότεροι, αντιχιτλερικοί. Δεν αγαπούν τον Χίτλερ κι ο Χίτλερ τους μισεί. Παρ’ όλα αυτά θα χρειαζόταν ένα παράξενο προφητικό χάρισμα για να βάλει κανείς με τον νου του, πως όταν τελειώσει ο πόλεμος, πάνω από 50 στρατάρχες, στρατηγοί και ναύαρχοι θα έχουν τουφεκιστεί, θα έχουν τελειώσει στην κρεμάλα, θα έχουν σφαγιαστεί, θα έχουν κρεμαστεί από τον λαιμό από γάντζους χασάπικου ή θα έχουν εξαναγκαστεί από τον Führer - Καγκελάριο ν’ αυτοκτονήσουν.
Η συνωμοσία είχε από τότε κιόλας εγκατασταθεί στις διοικήσεις του στρατού, καταδικασμένου σε μια τέτοια εκατόμβη. Πριν ακόμη από το Munich (συνάντηση Hitler, Mussolini, Chamberlain, Daladier στις παραμονές της εισβολής των Γερμανικών στρατευμάτων στην Τσεχοσλοβακία), το 2ο Γαλλικό Γραφείο ύψωσε σε ένδειξη αδιαφορίας, τους ώμους μπροστά σε μια πληροφορία πράκτορα, που έλεγε πως ένας Γερμανός στρατηγός ήταν έτοιμος να βαδίσει κατά του Βερολίνου επί κεφαλής της θωρακισμένης μεραρχίας του: Ο στρατηγός αυτός υπάρχει. Ονομάζεται Hoepner (και θα ήταν γραφτό να πάει από το χέρι του δημίου). Μια ολόκληρη νύχτα περίμενε ο στρατηγός αυτός στη φρουρά του, της Θουριγγίας, το σήμα που επρόκειτο να του στείλει η χούντα των συνωμοτών.
Οι συνωμότες ήταν συγκεντρωμένοι στο σπίτι του στρατηγού Halder. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν ο στρατηγός Beck, ο στρατηγός von Witzleben, ο στρατηγός του πεζικού von Stülpnagel, ο ναύαρχος Canaris, ο διευθυντής της αστυνομίας του Βερολίνου και άλλοι - που όλοι τους ήταν γραφτό να έχουν ένα άσχημο τέλος. Ήθελαν να συλλάβουν τον Χίτλερ την επομένη, τη στιγμή που θα γύριζε από το εθνικοσοσιαλιστικό συνέδριο της Nuremberg. Οι διαταγές είχαν κιόλας υπογραφεί, όταν το ραδιόφωνο ανήγγειλε πως ο Chamberlain είχε ζητήσει από τον Führer ακρόαση και εκείνη τη στιγμή πετούσε προς το Berchtesgaden. Η υλική βάση της συνωμοσίας μας, θα έγραφε ο Halder αργότερα, είχε καταστραφεί, μια και ο Χίτλερ δεν θα γύριζε στο Βερολίνο.
Το ίδιο συνέβαινε και με την ηθική βάση: ''Μπορούσαμε να συλλάβουμε έναν παράφρονα που έριχνε τη Γερμανία σ’ έναν πόλεμο προκαταβολικά χαμένο. Δεν μπορούσαμε όμως, να συλλάβουμε έναν καγκελάριο που διαπραγματευόταν με τον Άγγλο πρωθυπουργό, την ειρηνική επάνοδο Γερμανών στους κόλπους του Reich''. Από το Μόναχο κι έπειτα δεν είχε παρουσιαστεί καμιά νέα ευκαιρία, αλλά το πνεύμα της συνωμοσίας δεν είχε απονεκρωθεί. Ένας από τους συνωμότες, ο Witzleben, είναι διοικητής μιας στρατιάς στο Δυτικό Μέτωπο. Ένας άλλος, ο Canaris, διευθύνει τη Γερμανική κατασκοπεία. Ο Halder, είναι αρχηγός του Γενικού Επιτελείου, δεξί χέρι του αρχηγού του στρατού ξηράς von Brauchitsch.
Έτσι ο παγκόσμιος αυτός πόλεμος αρχίζει με τη λανθάνουσα ανταρσία ενός μέρους της Γερμανικής ανωτάτης διοίκησης κατά του αρχηγού των ενόπλων δυνάμεων και του Γερμανικού Κράτους. Η συνέχεια θα παρουσιάσει παράδοξες εξελίξεις. Οι αρχηγοί στρατιωτικών μονάδων που δεν συνωμοτούν, στερούνται ενθουσιασμού. Κανένας βέβαια, δεν παραδέχεται τον Διάδρομο, το καθεστώς του Danzig, τα αυθαίρετα χαραγμένα ανατολικά σύνορα, την υποδούλωση ενός εκατομμυρίου Γερμανών στον Πολωνικό ζυγό. Θεωρούν όμως πως ο Γερμανικός στρατός δεν έχει αρκετά ανασυγκροτηθεί για να αντιμετωπίσει μια καινούρια Ευρωπαϊκή σύρραξη.
Εκτός των Χιτλερικών Busch και Reichenau, όλοι οι άλλοι στρατηγοί είχαν υπογράψει πριν από το Μόναχο ένα υπόμνημα που το είχε συντάξει ο στρατηγός Beck, για να επιστήσουν την προσοχή του Führer στους κινδύνους στους οποίους εξέθετε τη Γερμανία η πολιτική του των περιπετειών. Το Γερμανο-Σοβιετικό σύμφωνο, κάπως τους είχε καθησυχάσει, απολυτρώνοντάς τους από τον εφιάλτη ενός πολέμου στη Ρωσία, γιατί όλοι σχεδόν γνωρίζουν τις τραχύτατες κλιματολογικές συνθήκες της και την απεραντοσύνη της. Πάντως ανησυχούν. Ο πόλεμος αρχίζει πριν να είναι έτοιμοι. Το ίδιο όπως με τους στρατηγούς, το ηθικό του έθνους απέχει πολύ από το να βρίσκεται ψηλά.
Τίποτε τον Αύγουστο του 1939 δεν θυμίζει το ηφαίστειο του ενθουσιασμού, την ορμή προς τη θυσία του Ιουλίου του 1914. Ο Χίτλερ το ξέρει. Πέρυσι, πριν από το Μόναχο, έκανε ένα πείραμα που δεν τόλμησε να το επαναλάβει κι εφέτος: Την παρέλαση μέσα στο Βερολίνο μιας θωρακισμένης μεραρχίας. Περίμενε ένα σίφουνα πατριωτισμού. Το μόνο αποτέλεσμα ήταν ένα θέαμα περίτρομης κατάπληξης. Επί τρεις ώρες, μέσα σε μια σιωπηλή κατάπληξη, τα θωρακισμένα άρματα διέσχιζαν την πρωτεύουσα, λες κι ήταν ένας εχθρικός στρατός σε μια πόλη που είχε κατακτηθεί. Μάταια ο Χίτλερ στον εξώστη της Καγκελαρίας, περίμενε την πολεμοχαρή ιαχή που ήθελε να σηκωθεί στο πέρασμα των ατσαλένιων τεράτων του.
Στο τέλος, ξαναμπήκε στο γραφείο του και ρίχτηκε σε μια πολυθρόνα, βρίζοντας τον Γερμανικό λαό, όπως, νικημένος κι ετοιμοθάνατος, θα τον βρίσει έξι χρόνια αργότερα, στο ίδιο ακριβώς μέρος, αφού πρώτα θα τον έχει καρφώσει στο σταυρό του μαρτυρίου και θα τον έχει ατιμάσει. Από τη Βαλτική ως τα Καρπάθια, τα στρατεύματα βαδίζουν. Το σχέδιο των επιχειρήσεων, αναψηλαφημένο και διευρυμένο σύμφωνα με τις οδηγίες του Χίτλερ, σφίγγει την Πολωνία σαν ανάμεσα στα σιδερένια σκέλη μιας τανάλιας. Το αριστερό σκέλος είναι η βόρεια ομάδα στρατιών, υπό την διοίκηση του στρατηγού von Bock. Το δεξιό σκέλος είναι η νότια ομάδα στρατιών που διοικητής της είναι ο στρατηγός von Rundstedt.
Η πρώτη ομάδα αποτελείται από δυο στρατιές: την τρίτη υπό την διοίκηση του στρατηγού Kuechler που εξορμά από την ανατολική Πρωσία, και την τέταρτη του von Kluge που ξεκινά από την Pomerania: 21 συνολικά μεραρχίες, ανάμεσα στις οποίες 9 εν ενεργεία και 2 από αυτές θωρακισμένες. Η δεύτερη ομάδα έχει τρεις στρατιές: τη 14η του στρατηγού List, συγκεντρωμένη στα Καρπάθια, τη 10η του Reichenau, συγκεντρωμένη στην Upper Silesia και την 8η του στρατηγού Μπλάσκοβιτς, που θα εξορμήσει από την περιοχή του Breslau. 36 συνολικά μεραρχίες, ανάμεσα στις οποίες 28 εν ενεργεία κι από αυτές 4 θωρακισμένες.
Ενώ η βόρεια ομάδα στρατιών θα εξαλείψει τον Διάδρομο, θα παραβιάσει τη γραμμή του Narev και θα κυριεύσει τη Βαρσοβία από τα νώτα, η νότια ομάδα στρατιών θα εξοντώσει τον κύριο όγκο των πολωνικών δυνάμεων δυτικά του Vistula. Τέτοια περιφρόνηση δείχνουν προς τον αντίπαλο, ώστε ανάμεσα στις δυο ομάδες στρατιών, αφήνουν μόνο τελωνοφύλακες για να υπερασπίσουν το Βερολίνο κατά του άνθους των Πολωνικών στρατευμάτων.
ΣΧΕΔΙΟ ΕΠΙΘΕΣΗΣ - ΟΙ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΑΛΩΝ Γερμανικό Σχέδιο Επίθεσης - Δυνάμεις των ΓερμανώνΝότια Ομάδα Στρατιών υπό τον Γκερντ φον Ρούντστεντ (21 μεραρχίες πεζικού, 3 ορεινές μεραρχίες, 4 ελαφριές μεραρχίες, 3 μηχανοκίνητες μεραρχίες και 4 μεραρχίες πάντσερ):
- Η 8η Στρατιά (4 μεραρχίες πεζικού και 1 μηχανοκίνητη μεραρχία) υπό τον Τζόχανς φον Μπλάσκοβιτς επιτέθηκε στο Λόντζ.
- Η 14η Στρατιά (6 μεραρχίες πεζικού, 2 ορεινές μεραρχίες, 1 ελαφριά μεραρχία και 2 μεραρχίες πάντσερ) υπό τον Βίλχεμ φον Λίστ επιτέθηκε στη Κρακοβία.
- Η 10η Στρατιά (6 μεραρχίες πεζικού, 3 ελαφριές μεραρχίες, 2 μηχανοκίνητες μεραρχίες και 2 μεραρχίες πάντσερ) υπο τον Γουόλτερ φον Ράιχεναου επιτέθηκε ανάμεσα προκειμένου να ανοίξει ένα κενό μεταξύ Λόντζ και Κρακοβίας. Μετά η αποστολή του θα είναι να ενωθεί με τις κινητές δυνάμεις της 8ης Στρατιάς και να κατευθυνθεί στη Βαρσοβία.
- Ομάδα Εφεδρειών (5 μεραρχίες πεζικού και 1 ορεινή μεραρχία).
Βόρεια Ομάδα Στρατιών υπό τον Φέντερ φον Μπόκ (16 μεραρχίες και 3 ταξιαρχίες πεζικού,1 ταξιαρχία ιππικού, 2 μηχανοκίνητες μεραρχίες, 3 μεραρχίες πάντες ):
- Η 3η Στρατιά (7 μεραρχίες και 2 ταξιαρχίες πεζικού, 1 ταξιαρχία ιππικού και 1 μεραρχία πάντσερ) υπό τον Γκέοργκ φον Κούχλερ επιτέθηκε από την ανατολική Πρωσία προς νότο.
- Η 4η Στρατιά (6 μεραρχίες και 1 ταξιαρχία πεζικού, 2 μηχανοκίνητες μεραρχίες, 1 μεραρχία πάντσερ) υπό τον Γκάνθερ φον Κλούγκερ επιτέθηκε στο Ντάντσιχ.
- Ομάδα Εφεδρειών (3 μεραρχίες πεζικού, 1 μεραρχία πάντσερ).
Σε σύνολο, οι δυνάμεις ξηράς των Γερμανών περιλαμβάνουν περίπου 1.500.000 στρατιώτες, 2.750 άρματα μάχης και 9.000 πυροβόλα κάθε διαμετρήματος (πολλά από αυτά ακόμη ιππήλατα). Η Luftwaffe δεν διαθέτει λιγότερο επιβλητικές δυνάμεις: Υποστηρίζει την επιχείρηση με 2.315 αεροσκάφη, κατανεμημένα σε δύο αεροστόλους (Loftflotte). Συγκριτικά ασθενέστερο είναι το Πολεμικό Ναυτικό (Kriegsmarine), το οποίο υποστηρίζει με πυρά πυροβόλων της ομάδας "Ost" (Ανατολή) τις επιχειρήσεις και καλείται να αντιμετωπίσει το, ακόμη πιο ασθενές, Πολωνικό Ναυτικό.
Στο λιμάνι του Ντάντσιχ έχει αγκυροβολήσει το "εκπαιδευτικό" καταδρομικό "Σλέσβιγκ - Χόλσταϊν". Υποστηρίζει την χερσαία επίθεση με τα πυρά των πυροβόλων του. Η επιχείρηση δεν έχει παραμελήσει, επίσης, την "Πέμπτη φάλαγγα": Υπάρχει ευρύ κατασκοπευτικό δίκτυο για την αποκάλυψη των κινήσεων των Πολωνικών δυνάμεων, ενώ οι Γερμανοί γνωρίζουν πολύ καλά τόσο το οδικό όσο και το σιδηροδρομικό δίκτυο της χώρας, αφού τα κατασκεύασαν οι ίδιοι. Υποστηρίζονται, επίσης, από τους Γερμανικής καταγωγής πληθυσμούς που βρίσκονται στην χώρα (κυρίως στην περιοχή του Βάρτα (Wartherland)).
Η συνδυασμένη επίθεση αρμάτων μάχης και αεροπορίας είναι η πρώτη εφαρμογή στην πράξη της στρατηγικής που θα ακολουθήσει στο μέλλον η Βέρμαχτ. Είναι η στρατηγική του "κεραυνοβόλου πολέμου" (Blitzkrieg). Με αυτό τη στρατηγική πολέμου, οι Γερμανοί κατάφερναν σε πολύ μικρά χρονικά διαστήματα να εκμηδενίζουν τις δυνάμεις των αντιπάλων, και κατά τον Χάιντς Γκουντέριαν, στρατηγό του Γερμανικού στρατού και κύριο εμπνευστή του σχεδίου του κεραυνοβόλου πολέμου, το Blitzkrieg μπορεί να διαλύσει ένα στρατό σε μία μέρα. Οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν επίλεκτες μεραρχίες τανκς, και αεροπλάνα κάθετης εφόρμησης, με τα οποία κατακερμάτιζαν τις γραμμές του Πολωνικού στρατού.
Δυνάμεις των ΠολωνώνΟι Πολωνοί έχουν καταφέρει να κινητοποιήσουν περίπου 950.000 άνδρες (έναντι των υπολογιζόμενων 2.500.000, τους οποίους κατανέμουν σε επτά ομάδες στρατιών: Στο Μόντλιν, Στρατηγός Krukowicz-Przedrzymirski, στο Πομόρτζε, Στρατηγός Μπορτνόφσκι (Bortnowski), στο Πόζναν, Στρατηγός Κουτρζέμπα (Kutrzeba), στο Λοτζ, Στρατηγός Γιούλιους Ρόμελ (Juliusz Rómmel), Κρακοβία, Στρατηγός Ζίλινγκ (Szilling), Λούμπλιν, Στρατηγός Πίσκορ (Piskor) και στην περιοχή των Καρπαθίων, Στρατηγός Φάμπριτσι (Fabrycy). Μια ομάδα από διάφορες ομάδες είναι παραταγμένη κατά μήκος του ποταμού Νάρεβ υπό τον Στρατηγό Μλοτ-Φιγιαλκόβσκι (Mlot-Fijalkowski). Οι εφεδρείες δεν έχουν ολοκληρώσει την συγκρότησή τους.
Ο Ρυντζ - Σμίγκλυ διαπράττει, έτσι, το σοβαρό σφάλμα να θέλει να υπερασπίσει το σύνολο του εθνικού εδάφους από τα δυτικά, πράγμα που διασπά τις ήδη πενιχρές δυνάμεις του. Σε σύνολο διαθέτει περίπου 39 μεραρχίες πεζικού, 11 ταξιαρχίες Ιππικού, 3 ορεινές ταξιαρχίες, δύο θωρακισμένες - μηχανοκίνητες και μερικές μικρότερες μονάδες. Διαθέτει μόνο 695 άρματα μάχης, σχετικά ελαφρά, και 52 θωρακισμένα οχήματα, ενώ 185 άρματα μάχης παραμένουν σε εφεδρεία.
ΕΝΑΡΞΗ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝΣτις 04:45, το θωρακισμένο καταδρομικό Schleswig-Holstein που είχε φτάσει στο Danzig την περασμένη μέρα, ανοίγει πυρ εναντίον της Πολωνικής σφήνας της Βεστερπλάττε. Οι αεροπορικοί σχηματισμοί πετούν. Και μέσα στην ομίχλη τα τανκς του Guderian, του Hoepner και του von Kleist περνούν τα σύνορα και πέφτουν πάνω στους Πολωνούς που κοιμούνται. Η 2α Σεπτεμβρίου είναι μια καλή ημέρα για τον Χίτλερ. Τα στρατιωτικά νέα είναι εξαίρετα. Η Πολωνική ανωτάτη διοίκηση αιφνιδιάστηκε εντελώς. Την έναρξη των εχθροπραξιών την έβλεπε σύμφωνα με το προηγούμενο του 1914: Δεκαπέντε ημέρες για τη συγκέντρωση στρατευμάτων με μοναδικές επιχειρήσεις, αψιμαχίες στη μεθόριο.
Ο πόλεμος αυτός που ξεκινά με τέταρτη ταχύτητα, τη βρήκε απροετοίμαστη. Οι Πολωνοί στρατιώτες πολεμούν, αλλά τα Γερμανικά τανκς δημιουργούν ρήγμα στην ασθενή γραμμή αντίστασης και ορμούν μπροστά. Αποσυνθέτουν τα μετόπισθεν, καταστρέφουν τους συνδέσμους, κάνουν να παραλύσει η λειτουργία της ανωτάτης Πολωνικής διοίκησης. Η Luftwaffe συντρίβει στην επιφάνεια του εδάφους την εχθρική αεροπορία, εξουδετερώνει τα γενικά στρατηγεία, βομβαρδίζει με stuka τους πυρήνες αντίστασης, προκαλεί συμφόρηση στα μετόπισθεν του εχθρού, εξαναγκάζοντας τους περίτρομους πληθυσμούς να ξεχύνονται στους δρόμους και να φεύγουν μπουλούκια.
Στα βόρεια της διάταξης των δυνάμεων, τα Γερμανικά στρατεύματα ενσκήπτουν από την Ανατολική Πρωσία και φτάνουν στη θέση του Μλάβα που καλύπτει τη Βαρσοβία. Στο Διάδρομο, δύο Γερμανικές στρατιές, η 3η και η 4η ενώνονται, στο κέντρο η 10η στρατιά, αιχμή της ομάδας Rundstedt, φτάνει ήδη στο Βάρτα. Μέσα σε 36 ώρες είχε προελάσει 80 km. Στη νότια εσχατιά, τα στρατεύματα των αλπινιστών του List πέρασαν τον λαιμό της Γιαμπλούνκας, θέατρο ατελεύτητων μαχών στον προηγούμενο πόλεμο και φτάνουν έξω από την Κρακοβία. Δύσκολα θα μπορούσε να φανταστεί κανείς μια ζωηρότερη και πιο περίλαμπρη έναρξη επίθεσης.
Η Αγγλία και η Γαλλία περίμεναν ως τις 21:30 για να γνωστοποιήσουν στην κυβέρνηση του Reich, πως μια παράταση της Γερμανικής στρατιωτικής δράσης θα τις ανάγκαζε να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις που είχαν αναλάβει απέναντι της Πολωνίας. Η Wilhelmstrasse (υπουργείο Εξωτερικών της Γερμανίας) βλέπει αφ’ υψηλού το αργοπορημένο εκείνο διάβημα. Είναι τελεσίγραφο; ρωτά ο Ribbentrop (υπουργός Εξωτερικών του Χίτλερ). Όχι, του απαντούν οι πρεσβευτές, είναι μια προειδοποίηση. Στο Παρίσι ο υπουργός Εξωτερικών Georges Bonnet γαντζώνεται απεγνωσμένα από την ιταλική πρόταση για μια τετραμελή διάσκεψη. Στο Λονδίνο, υποπτεύονται την Γαλλία πως θέλει να ξεφύγει.
Ο Πολωνός πρεσβευτής, κόμης Ραντζίνσκι, φτάνει μαινόμενος στο Foreign Office, ωρυόμενος ότι ο Bonnet δήλωσε στον συνάδελφό του στο Παρίσι, πως δεν το είχε σκοπό ν’ αφήσει να σκοτωθούν για το χατίρι της Πολωνίας τα γυναικόπαιδα της Γαλλίας. Οι ίδιοι αυτοί Πολωνοί θεωρούσαν πολύ λογικό αυτό το πνεύμα εγωισμού όταν το εκδήλωναν κι αυτοί το 1938 εις βάρος των Τσέχων. Στο Βερολίνο, ο Χίτλερ περνά τη βραδιά του σε στενό φιλικό κύκλο μέσα στην αίθουσα μουσικής της νέας καγκελαρίας, διαβάζοντας με φωνή που πάλλει από χαρά, τα ανακοινωθέντα που του στέλνονται από το Πολωνικό μέτωπο και μιλάνε για νίκες.
Στη Γαλλία η γενική κινητοποίηση διατάχθηκε από το βράδυ της προηγουμένης, πράγμα που κατά τους υπολογισμούς του Γερμανικού 2ου Γραφείου, σημαίνει πως 80 τουλάχιστο μεραρχίες συγκεντρώνονται από τη Βόρεια Θάλασσα έως την Ελβετία. Η Γερμανία δεν έχει όμως αφήσει στη Δύση παρά 11 μόνο μεραρχίες εν ενεργεία και θα χρειαστούν πολλές εβδομάδες για ν’ αποχτήσουν μια σοβαρή συνοχή οι 35 μεραρχίες της τρίτης και τετάρτης φουρνιάς που πρόκειται να τις ενισχύσουν. Στις παραμεθόριες πόλεις, όπως η Freiburg του Breisgau, η φήμη πως οι Γάλλοι περνούν τον ποταμό Rhein, γίνεται αφορμή να σηκωθεί ένας άνεμος πανικού, αλλά ο Führer παραμένει ακλόνητος.
Υπογραμμίζει πως η Γαλλική Βουλή ψηφίζοντας συμπληρωματικές στρατιωτικές πιστώσεις 85 δισεκατομμυρίων, δεν πρόφερε ούτε μία φορά τη λέξη πόλεμος. Γι’ άλλη μια φορά η Χιτλερική διαίσθηση αποκαλύπτεται σωστή. Η Γαλλία και η Αγγλία δεν το κουνούν από τη θέση τους. Κι όμως ο Χίτλερ απατάται. Αν η Γαλλική θέληση κλονίζεται, η Αγγλική απόφαση είναι ακλόνητη. Ο Λόρδος Halifax, υπουργός των Εξωτερικών στην κυβέρνηση Chamberlain, μετά την παραίτηση του Anthony Eden, απαντά στο γαμβρό και υπουργό Εξωτερικών του Mussolini, Conte Ciano, που είχε τηλεφωνήσει από το μέγαρο Γκίντζι (υπουργείο των Εξωτερικών της Ιταλίας), ότι δεν μπορεί να γίνεται λόγος για καμιά διάσκεψη, αν πρώτα η Γερμανία δεν αποσύρει τα στρατεύματά της από το Πολωνικό έδαφος.
Ο Mussolini απαντά πως δεν μπορεί να μεταβιβάσει αυτή την αξίωση στον Führer. Έτσι χάνεται και η τελευταία ελπίδα για την ειρήνη. Στις 3 Σεπτεμβρίου, στις 4 το πρωί, ο πρεσβευτής της Αγγλίας στο Βερολίνο, Neville Henderson, διατάσσεται από το Λονδίνο να ζητήσει από τον Ribbentrop ακρόαση για τις 9 το πρωί. Η Wilhelmstrasse κάνει πως κοιμάται, όπως σε καιρούς ειρήνης. Ο Henderson χρειάζεται να ξυπνήσει ολόκληρη σειρά υφισταμένων για να λάβει επί τέλους την απάντηση ότι δεν μπορεί να δει το πρωί την Α.Ε. τον Ribbentrop, αλλά ότι ο σύμβουλος πρεσβείας Σμιτ που κάνει συνήθως τον διερμηνέα στον Χίτλερ, είναι επιφορτισμένος να δεχτεί οποιαδήποτε ανακοίνωση της κυβέρνησης της Αυτού Μεγαλειότητας.
Στα χέρια αυτού του δευτέρας σειράς υπαλλήλου, αναγκάζεται η Μεγάλη Βρετανία να δώσει το τελεσίγραφό της: ''Αν στις 11 -σε δύο ώρες- δεν λάβει κατηγορηματικές διαβεβαιώσεις πως τα Γερμανικά στρατεύματα θ’ αποσυρθούν αμέσως, θα υπάρχει κατάσταση πολέμου μεταξύ αυτής και του Γερμανικού Reich''. Στις 7 Σεπτεμβρίου το πρωί, ανιχνευτικές ομάδες της 3ης, 4ης και 5ης Γαλλικής στρατιάς, περνούν τα γερμανικά σύνορα στα δυτικά των Βοσγίων, απέναντι από το Σαρελουί, το Σαρμπρύκ και τις Δυο Γέφυρες (Ντε Πον). Η επίθεση έχει γι’ αντικειμενικό σκοπό την ανακούφιση της Πολωνίας με το να υποχρεωθεί ο Γερμανικός στρατός να στραφεί προς τα δυτικά.
Με το ρολόι του 1914 αυτή η επέμβαση, την πέμπτη ημέρα της κινητοποιήσεως, είναι ικανοποιητική. Πρώτα συγκεντρώνονται οι στρατιές πίσω από το καβούκι της προκαλύψεως και, μόνο αφού συμπληρωθεί αυτή η συγκέντρωση, μπορεί να αρχίσει μια επιθετική δράση. Η συμφωνία των δύο γενικών επιτελείων, του Γαλλικού και του Πολωνικού, που συζητήθηκε τον Μάιο, αλλά ελλείψει μιας πολιτικής συμφωνίας δεν επικυρώθηκε, είναι συνεπής προς την κλασσική αυτή αντίληψη. Προέβλεπε πως η Γαλλία θα εξαπολύσει προοδευτικά επιθετικές επιχειρήσεις με περιορισμένο αντικειμενικό σκοπό γύρω από την τετάρτη ημέρα της κινητοποίησής της, για να επιτεθεί με τον κύριο όγκο των δυνάμεων της τη 15η αν η κύρια Γερμανική προσπάθεια ενταθεί στην Πολωνία.
Η Γαλλία δεν παρουσιάζει λοιπόν καθυστέρηση, ούτε σχετικά με το ρολόι της στρατιωτικής της σκέψης, ούτε με τις μισο-υποχρεώσεις που έχει αναλάβει. Με το ρολόι όμως του 1939, η Γαλλική επέμβαση άργησε τόσο πολύ, που καταντά άχρηστη. Η Πολωνία εξακολουθεί ακόμη να μάχεται, αλλά έχει κιόλας ηττηθεί. Την ίδια ημέρα -7 Σεπτεμβρίου- που οι Γαλλικές εμπροσθοφυλακές μπαίνουν συνετά στο Σαρρ, καταρρέει στην Πολωνία η οργανωμένη αντίσταση. Η 4η Γερμανική στρατιά προχωρεί κατά μήκος του Vistula ως το Τορν. Η 3η στρατιά, αφού πέτυχε ρήγμα στον Μλάβα, κυριεύει τη Βαρσοβία από πίσω.
Το διπλωματικό σώμα, η κυβέρνηση, η ανώτατη στρατιωτική διοίκηση, εγκαταλείπουν εσπευσμένα την πόλη, αλλά καθώς κατευθύνονται προς τα νοτιοανατολικά, τους κόβει τον δρόμο η 14η στρατιά, που αφού κατέλαβε την Κρακοβία προχωρεί προς τα Ρουμανικά σύνορα. Στα δυτικά του Vistula, τα πολωνικά στρατεύματα της προεξοχής του Πόζναν (τα στρατεύματα που επρόκειτο να βαδίσουν κατά του Βερολίνο) επιχειρούν, κάνοντας μεταβολή, να ριχτούν στην αριστερή πτέρυγα της 8ης Γερμανικής στρατιάς. Ο Rundstedt όμως, αναπροσανατολίζει τη 10η στρατιά του, ρίχνει το μηχανοκίνητο 15ο και το θωρακισμένο 16ο σώμα στρατού στα νώτα του Μπορτνόφσκι.
Το αποτέλεσμα του Πολωνικού εκείνου σκιρτήματος, είναι η πρώτη μεγάλη κυκλωτική κίνηση του πολέμου, ο θύλακας του Μπζούρα, μέσα στον οποίο θα πιαστούν 19 Πολωνικές μεραρχίες. Προς την πλευρά των Γερμανών, έχουν ξεπεραστεί και οι μεγαλύτερες ελπίδες. Μόνον εκ των υστέρων, όταν οι επιχειρήσεις θα υποβληθούν σε μια λεπτομερειακή κριτική, θ’ αποκαλυφτούν ορισμένα αρκετά ανησυχητικά ασθενή σημεία ενός στρατού, που το τσιμέντο του δεν έχει ακόμη στεγνώσει. Η θαυμαστή απόδοση των θωρακισμένων μονάδων και της αεροπορίας τα παρασέρνει όλα. Οι Πολωνοί φαντάροι και ιππείς, είναι ανίσχυροι μπροστά στα θωρακισμένα άρματα.
Κάτω από τα πλήγματα της αεροπορίας, το ιππήλατο Πολωνικό πυροβολικό χάνει όλα του τα άλογα. Οι βομβαρδισμοί σε βάθος κόβουν τις συγκοινωνίες και αποδιοργανώνουν τα μετόπισθεν. Οι βροχές καθυστερούν, ο ουρανός είναι αίθριος, αμείλιχτος συνένοχος των αεροπλάνων και των τανκς. Πρόκειται αληθινά για έναν όμορφο, δροσερό και άνετο πόλεμο. Οι απώλειες είναι μικρές. Όσες μεραρχίες δεν είναι μηχανοκίνητες, σπάνια έχουν την ευκαιρία να πολεμήσουν. Οι διακεκριμένες προσωπικότητες του καθεστώτος, έρχονται να παρακολουθήσουν αυτά τα μεγάλα γυμνάσια. Ανάμεσα σ’ αυτές είναι και η ηθοποιός Λένι Ρίφενσταλ, που γυρίζει ταινίες πολεμικών επικαίρων για λογαριασμό του Υπουργείου Προπαγάνδας του Goebbels.
Φτάνει στο γενικό στρατηγείο του Rundstedt, μ’ ένα μικρό πιστόλι στη ζώνη και ένα μαχαίρι σε μια από τις λευκές μπότες της. Όσο για τον Χίτλερ, αυτός έχει πάει στο πρώτο του γενικό στρατηγείο εκστρατείας, στο Καζίνο Οτέλ του Σοπότ, στην πλαζ του Danzig. Δεν ανακατεύεται στις λεπτομέρειες των επιχειρήσεων. Βγάζει όμως συμπεράσματα από αυτόν τον πόλεμο με τη μεγάλη απόδοση, στον οποίο πίστευε παρά τις γνώμες των εξ επαγγέλματος στρατιωτικών. Στο μεταξύ πότε με ικεσίες και πότε με ύβρεις, οι αντιπρόσωποι της πολωνικής ανωτάτης διοίκησης στο Λονδίνο και στο Παρίσι, ζητούν την έναρξη εχθροπραξιών στον αέρα.
Τους δίνεται η απάντηση πως η RAF (Royal Air Force, η βασιλική αεροπορία της Αγγλίας) πηγαίνει κάθε βράδυ και ρίχνει προκηρύξεις στη Γερμανία και όσο για τη Γαλλία, η Γαλλική κυβέρνηση δεν βλέπει για ποιο λόγο πρέπει να προκαλέσει αντίποινα εις βάρος των πολεμικών βιομηχανιών της, παίρνοντας την πρωτοβουλία σοβαρότερων βομβαρδισμών. Στο λεκανοπέδιο του Σαρρ, στοιχεία καμιάς δεκαριάς Γαλλικών μεραρχιών, προελαύνουν βήμα προς βήμα, αποσπώντας από την ανωνυμία μερικές τοποθεσίες όπως το Μπύμπινγκεν, το Βίττερσχαϊμ ή το Χόρνμπαχ. Οι οδηγίες που έχει δώσει η ανωτάτη Γαλλική στρατιωτική διοίκηση, είναι όλες υποδειγματικής μετριοφροσύνης.
Αποβλέπουν στη βαθμιαία και μεθοδική εγκατάσταση στη γραμμή Ζίγκφριντ μεταξύ Χάαρντ και Moselle. Μόνον ενδεχομένως και εν πάση περιπτώσει μεταγενέστερα, θα γίνουν επιθέσεις κατά των οχυρών της. Ανάλογη με το μέτρο της ασθενούς επιθετικότητας των Γάλλων, είναι η αντίσταση του εχθρού. Και τούτο γιατί ο Χίτλερ έχει διατάξει τα στρατεύματά του ν’ αρκεσθούν απλώς στην ανταπόδοση των κτυπημάτων. Πάντως στους Γάλλους στρατιώτες επιφυλάσσεται μια άγρια έκπληξη: Οι νάρκες. Οι δρόμοι ανατινάζονται κάτω από τα οχήματα, τα στρατεύματα που διασχίζουν τα υπονομευμένα χωράφια μπαίνουν χωρίς να το υποπτεύονται σε περιοχές θανάτου και συχνά οι άνδρες που κάνουν ν’ ανοίξουν την πόρτα μιας σιταποθήκης ή σκύβουν να μαζέψουν ένα πεταμένο αντικείμενο, κονιορτοποιούνται.
Είναι ζήτημα αν ο Γαλλικός στρατός που προορίζεται για την άμυνα, ξέρει αυτό το πράγμα - τις νάρκες. Ασήμαντη επίθεση. Δεν θα είχε έννοια παρά μόνο αν η Γαλλία, έχοντας προσαρμόσει τον στρατό της στη θέση της, του φύλακα των συνθηκών, είχε ένα θωρακισμένο μάχιμο σώμα στρατού, ικανό να ριχτεί κατά της Γερμανίας και να την κυριεύσει. Καλύτερα από κάθε άλλον ο αρχιστράτηγος Gamelin ξέρει πως πρόκειται απλώς για μια δήθεν δράση υπέρ μιας καταδικασμένης Πολωνίας. Από τις 9 Σεπτεμβρίου υπογραμμίζει στον στρατηγό Georges, βοηθό του στο Βορειοανατολικό μέτωπο, τη σοβαρότητα των Πολωνικών ηττών και με την ευκαιρία αυτή του τονίζει πως ανακτούν την προτεραιότητα οι αμυντικές αποστολές.
ΟΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣΜια ώρα μετά τις πρώτες επιθέσεις της Λούφτβάφε επιτέθηκε ο στρατός ξηράς. Ο Πολωνικός στρατός δεν έχει προλάβει να συγκροτηθεί πλήρως. Λειτουργώντας με τα πρότυπα του Πρώτου Πολέμου αιφνιδιάζεται ολοσχερώς από την βιαιότητα της Γερμανικής επίθεσης. Οι Πολωνοί πεζοί στρατιώτες και (λιγότερο) οι έφιπποι είναι ανίσχυροι μπροστά στα άρματα μάχης, εκτός αν διαθέτουν σημαντικό αριθμό αντιαρματικών. Η Αεροπορία δεν κτυπά τους μάχιμους σχηματισμούς, αλλά επιτίθεται στα μετόπισθεν, αποδιοργανώνοντάς τα ολοσχερώς, καταστρέφοντας αποθήκες υλικού και προκαλώντας τρόμο στους άμαχους, που ξεχύνονται στους δρόμους και φεύγουν μαζικά, προκαλώντας συμφορήσεις.
Το ιππήλατο Πολωνικό πυροβολικό χάνει, από τις αεροπορικές επιθέσεις, όλα του τα άλογα και, πρακτικά, εξουδετερώνεται. Είναι η πρώτη εφαρμογή της νέας Γερμανικής πολεμικής τακτικής, του "πολέμου της κίνησης", του "αστραπιαίου πολέμου" (Blitzkrieg). Αντίθετα, σχετικά σημαντικές απώλειες προκαλεί στους Πολωνούς μαχητές το Γερμανικό πυροβολικό. Το ήδη πενιχρό δίκτυο διαβιβάσεων καταστρέφεται, καθιστώντας την επικοινωνία κεντρικής διοίκησης -μάχιμων μονάδων σχεδόν αδύνατη-, με αποτέλεσμα τον κατατεμαχισμό των Πολωνικών δυνάμεων, εφόσον δεν υπάρχει συντονισμός. Η πολωνική αεροπορία χάνει στο έδαφος ένα μέρος των αεροσκαφών της.
Ορισμένα αξιόμαχα αεροσκάφη, εντούτοις, παραμένουν ενεργά για αρκετό διάστημα και, μολονότι υποδεέστερα των Γερμανικών, προκαλούν σχετικά σημαντικές απώλειες στην Λουφτβάφφε. Ως το τέλος της 3ης ημέρας της εισβολής τα βασικά στοιχεία του Γερμανικού στρατού είχαν εισχωρήσει 80 χιλιόμετρα μέσα στην Πολωνία. Ως το τέλος της 1ης εβδομάδας η Πολωνική κυβέρνηση εγκατέλειψε τη Βαρσοβία. Παρά τις κάποιες επιτυχημένες αντεπιθέσεις στην αρχή της εκστρατείας, η Πολωνική αεροπορία είχε αφανιστεί εντελώς.Τα Γερμανικά αεροσκάφη ήταν πλέον ελεύθερα να ασχοληθούν ολοκληρωτικά με τη στήριξη των επιχειρήσεων ξηράς. Όμως στις 8 Σεπτεμβρίου η πρώτες επιθέσεις στην Πολωνική πρωτεύουσα αποκρούστηκαν.
Οι Πολωνοί αποπειρώνται μια αντεπίθεση: Στις 9 Σεπτεμβρίου η ομάδα Μπορτνόφσκι επιτίθεται στην πλευρά της ομάδας Ρούντστεντ, ο οποίος αντιδρά άμεσα: Αναστρέφει το μέτωπο της 10ης Στρατιάς (Ράιχεναου) και αντιμετωπίζει την αντεπίθεση, επιτυγχάνοντας έτσι να κυκλώσει, στον αποκαλούμενο "θύλακα της Μπζούρα" 19 Πολωνικές μεραρχίες και διεξάγεται η Μάχη της Μπζούρα. Γενικά πιστεύεται ότι η Πολωνία δεν αντιστάθηκε στις δυνάμεις του Άξονα και κατέρρευσε πολύ εύκολα. Η εντύπωση αυτή αρχικά ενισχύθηκε επειδή οι πολωνικές δυνάμεις ήταν σαφώς κατώτερες, ποσοτικά και, κυρίως, ποιοτικά (από την άποψη του υλικού και της συγκρότησης) από τις αντίπαλες.
Η πραγματικότητα είναι ότι οι Πολωνοί πολέμησαν με γενναιότητα απέναντι και στους δύο αντιπάλους τους, σε ορισμένες περιπτώσεις απελπισμένα, ακόμη και όταν είχε ήδη γίνει φανερό ότι η άμυνα της χώρας κατέρρεε και δεν υπήρχε ελπίδα νίκης. Το Πολωνικό ιππικό, δρώντας περισσότερο ως ταχυκίνητο πεζικό, προξένησε σημαντικές ζημίες στα Γερμανικά "πάντσερ" (θωρακισμένα): Υπολογίζεται ότι καταστράφηκε, συνολικά, μια ολόκληρη θωρακισμένη μεραρχία (μεταξύ 360 και 400 αρμάτων). Το ίδιο αποφασιστικά πολέμησε και η αεροπορία, η οποία ήταν εκ προοιμίου καταδικασμένη, τόσο λόγω μικρού αριθμού αεροσκαφών, όσο και των υποδεέστερων τύπων τους (τα Πολωνικά αεροσκάφη ήταν, τεχνολογικά, μια γενεά πίσω σε σχέση με τα Γερμανικά).
Στις 10 Σεπτεμβρίου η Λούφτβάφε ξεκίνησε σφοδρότατες επιθέσεις στη Βαρσοβία. Η Πολωνική κυβέρνηση διέταξε γενική στρατιωτική υποχώρηση νοτιοανατολικά. Στις 14 Σεπτεμβρίου το 19ο σώμα πάντσερ επιτέθηκε εναντίον του ζωτικής σημασίας φρουρίου του Μπρεστ-Λιτόφσκ (Ανατολική Πολωνία). Στης 15 Σεπτεμβρίου οι Γερμανοί επέδωσαν τελεσίγραφο στη Βαρσοβία: «Παραδοθήτε αλλιώς θα καταστραφείτε». Οι στρατιώτες μαζί με 100.000 πολίτες επέλεξαν να συνεχίσουν τη μάχη. Στις 17 Σεπτεμβρίου καταρρέει του φρούριο του Μπρέσκ Λιτόφσκ. Με αυτό τον τρόπο απέκλεισαν κάθε πιθανότητα υποχώρησης του Πολωνικού στρατού ανατολικά.
Την ίδια μέρα η Πολωνία, ύστερα από τη δήλωση του Μολότωφ ότι "η Πολωνική Κυβέρνηση έπαψε να δίνει σημεία ζωής", δέχεται εισβολή από τα ανατολικά: Οι Σοβιετικοί εφαρμόζουν το σύμφωνο που υπέγραψαν με την Γερμανία τον Αύγουστο και καταλαμβάνουν το "δικό τους" τμήμα αντιμετωπίζοντας σχετικά μικρή -αλλά πεισματική- αντίσταση, αφού οι περισσότερες Πολωνικές μονάδες που υπάρχουν ακόμη είναι στραμμένες προς τα δυτικά. Η Πολωνική κυβέρνηση, που είχε ήδη μετακινηθεί πέντε φορές, κατέφυγε στη Ρουμανία. Στις 19 Σεπτεμβρίου ο Πολωνικός στρατός στη θέση Μπζούρα τελικά νικήθηκε. Στη μάχη του Μπζούρα 170.000 Πολωνοί πιάστηκαν αιχμάλωτοι.
Δύο μέρες μετά οι Γερμανοί εξαπέλυσαν μαζικό βομβαρδισμό στη Βαρσοβία. Την επόμενη μέρα οι σοβιετικοί κατέλαβαν τη Λβόβρ. Νέο τελεσίγραφο εκδόθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου προς τους πολίτες και υπερασπιστές της Βαρσοβίας και τονίστηκε μάλιστα με επιθέσεις με παραπάνω από 400 βόμβες. Η πολωνική πρωτεύουσα όμως (την υπεράσπιση της οποίας έχει αναλάβει ο Γιούλιους Ρόμμελ) δεν υπέκυψε. Οι Γερμανοί περιμένουν να πέσει με πολιορκία, ο Χίτλερ, όμως, δηλώνει ότι είναι "φρούριο" και διατάσσει τον βομβαρδισμό της. Η Βαρσοβία καταστρέφεται ολοσχερώς. Στις 26 Σεπτεμβρίου οι Γερμανοί εξαπολύουν μαζική επίθεση πεζικού στην πόλη. Μέσα σε μια μέρα κατάφεραν να πάρουν υπό τον έλεγχό τους όλα τα προάστια.
Η πόλη παραδίδεται στις 27 Σεπτεμβρίου ύστερα από τετραήμερο ανηλεή βομβαρδισμό από ξηράς και αέρος και οι υπερασπιστές της αιχμαλωτίζονται. Για να σφραγίσει το θρίαμβο του ο Χίτλερ πήγε στη Βαρσοβία στις 5 Οκτωβρίου και χαιρέτησε μια θριαμβευτική παρέλαση. Η κυβέρνηση είχε ήδη αυτοεξοριστεί στην Ρουμανία, όπου καταφεύγει και ο Ρυντζ-Σμίγκλυ "χωρίς, εννοείται, όπλα, αλλά με σημαντικές αποσκευές". Η ολοσχερής κατάρρευση της χώρας ολοκληρώνεται στις 6 Οκτωβρίου (με την παράδοση 8.000 στρατιωτών), χωρίς, ωστόσο, ποτέ η Πολωνία να παραδοθεί επίσημα σε κάποιον από τους αντιπάλους της ή να υπογραφεί κάποια συνθήκη κατάπαυσης του πυρός. Η επίσημη Πολωνία δεν υφίσταται πλέον, αλλά η Πολωνική αντίσταση θα αρχίσει πολύ σύντομα να κάνει αισθητή την παρουσία της.
H ENOΠΛH ΣYPPAΞH Τίποτα στην αρχική φάση των συγκρούσεων δεν προμήνυε την τελική λαμπρή έκβαση του πολέμου υπέρ των Γερμανών. Στις 04:45 τα χαράματα, οι πρώτες μονάδες παραβίαζαν τη Γερμανοπολωνική μεθόριο και η Luftwaffe σφυροκοπούσε από αέρα τις οχυρώσεις, τα στρατόπεδα και τα αεροδρόμια των Πολωνών. O αρχικός πανικός όμως δεν κράτησε, γιατί το φρόνημα του Πολωνικού λαού και του στρατού ήταν ακμαιότατο και το ηθικό του υψηλό. Kατ' αρχάς, προς μεγάλη έκπληξη των Γερμανών επιτελών, πολλές από τις επιχειρήσεις δολιοφθοράς που είχαν επιμελώς προσχεδιαστεί απέτυχαν.
Oι σιδηροδρομικοί υπάλληλοι κατάφεραν να σταματήσουν στο σταθμό του Σίμονσντορφ τα δύο τρένα με τους καμουφλαρισμένους Γερμανούς, που ως αποστολή τους είχαν την προστασία της γέφυρας του Ντίρσχαου που τελικά ανατινάχτηκε, όπως κι αυτής του Γκράουντεντς. Μέσα στο Ντάντσιχ, η αντίσταση ήταν σθεναρή, εστιασμένη κυρίως στο ταχυδρομικό κτήριο. Όσοι τελικά συνελήφθησαν και αποδείχτηκε ότι ανήκαν στον Πολωνικό στρατό εκτελέστηκαν επί τόπου. Αλλά και η διάσωση του τούνελ της Γιαμπλόνκα απέτυχε. Πάντως, η άμυνα της Πολωνίας παρουσίαζε γενικά τεράστιες δυσκολίες. H χώρα ήταν εκτεθειμένη στην επίθεση από βόρεια, δυτικά και νότια.
Ήταν υποχρεωμένη λοιπόν να καλύψει με τα στρατεύματά της ένα αρκετά μεγάλο μέτωπο (περίπου 2.800 χλμ.), κάτι που δημιουργούσε πρόβλημα στους τομείς της λογιστικής υποστήριξης και του ανεφοδιασμού, καθώς μάλιστα το οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο ήταν απαρχαιωμένο. Επίσης, ο Πολωνικός στρατός δεν μπορούσε να αντέξει πόλεμο μακράς διάρκειας, γιατί η κάλυψη των βασικών αναγκών του σε υλικό εξοπλισμό εξυπηρετείτο με εισαγωγές. Mε τη Ρωσία τώρα σύμμαχο του Χίτλερ, την Ουγγαρία φιλική προς τους Γερμανούς και την Τσεχοσλοβακία ήδη εξουδετερωμένη, η Πολωνία είχε καταδικαστεί σε απόλυτη απομόνωση.
Oι δυνάμεις της αποτελούνταν από 2.000.000 περίπου άνδρες (συμπεριλαμβανομένων κάποιων ειδικών εφεδρικών σωμάτων), 500.000 πολιτοφύλακες, 1.100 ελαφρά άρματα μάχης παλαιάς τεχνολογίας και 900 αεροπλάνα -όλα αμφίβολης αποτελεσματικότητας. Άλλωστε, μόνο 500 από τα άρματα αυτά και 500 από τα αεροπλάνα ήταν ετοιμοπόλεμα. Ελλείψεις υπήρχαν και σε νευραλγικούς τομείς, όπως η αντιαεροπορική και αντιαρματική άμυνα, η αμεσότητα εκτέλεσης ενός σχεδίου επιστράτευσης και η οχυρωματική δραστηριότητα. H επιστράτευση των 1.000.000 αρχικά ανδρών έγινε με αρκετή καθυστέρηση, σύμφωνα με τις οδηγίες των Άγγλων και των Γάλλων, ώστε να μην θεωρηθεί ως πρόκληση από τον Χίτλερ.
Αυτός ο πολύγλωσσος, στερημένος εξοπλισμού σύγχρονης τεχνολογίας αλλά ενθουσιώδης στρατός παρατάχθηκε από τα σύνορα με την Πρωσία έως τα Καρπάθια όρη, αφήνοντας αναγκαστικά αφύλακτες τις ανατολικές επαρχίες προς τη Ρωσική μεθόριο. Και μάλιστα, όλες αυτές οι διάσπαρτες δυνάμεις δεν θα μπορούσαν να ελπίζουν σε αξιόλογη συνδρομή εφεδρικών στρατευμάτων, αφού μονάχα τρεις σχηματισμοί προβλέπονταν για το σκοπό αυτό: δύο για την ενίσχυση των στρατιών Πόζναν και Λοτζ και μία για τη στρατιά Νάρεφ.
O στρατάρχης Ριντζ Σμίκλυ, που είχε εκπονήσει το σχέδιο άμυνας, διέπραξε το σφάλμα της ανελαστικής συγκέντρωσης των Πολωνικών δυνάμεων (8 στρατιές), για να αντιμετωπίσουν μετωπικά τους Γερμανούς κατά τρόπο γραμμικό, δηλαδή, σε διάταξη αντιπαράθεσης. Ήλπιζε έτσι να καθυστερήσει τους εισβολείς τουλάχιστον μέχρι την άφιξη φίλιων δυνάμεων από την Αγγλία και τη Γαλλία -ελπίδα που αποδείχτηκε φρούδα. Έτσι, αφέθηκε στο έλεος των εισβολέων, που με 56 μεραρχίες συνολικά (9 από τις οποίες τεθωρακισμένες) φιλοδοξούσαν να συντρίψουν τις δικές του ανάμεσα στην ατσάλινη λαβίδα δύο ομάδων στρατιών: του Βορρά με διοικητή τον Φέντορ φον Μποκ και του Nότου με διοικητή τον Γκερτ φον Ρούντστεντ.
H Oμάδα Στρατιών Βορρά (630.000 άνδρες) αποτελείτο από την 4η Στρατιά του φον Κλούγκε (12 μεραρχίες), που εφορμούσε από την Πομερανία, και την 3η Στρατιά του φον Κούλερ (8 μεραρχίες), που εφορμούσε από την Πρωσία. Αντικειμενικός σκοπός του πρώτου ήταν να αντιμετωπίσει τη στρατιά "Pomorska" του στρατηγού Βλάντισλαβ Μπορτνόφσκι, ολοκληρώνοντας την κατάληψη του διαδρόμου του Ντάντσιχ μέσω της πόλης Μπύντγκοζ, και στη συνέχεια να βαδίσει κατά μήκος των ακτών του ποταμού Βίσλα, ενώνοντας τις δυνάμεις του με τη δεξιά πτέρυγα της 3ης Στρατιάς εναντίον της Βαρσοβίας. O Κούλερ θα βάδιζε κατευθείαν κατά της πολωνικής πρωτεύουσας, αντιμετωπίζοντας τη Στρατιά "Modlin".
Στις 3 Σεπτεμβρίου την εξανάγκασε να υποχωρήσει αφήνοντας 10.000 αιχμαλώτους στα χέρια των Γερμανών. Tο αριστερό τμήμα θα προωθείτο κατά της πόλης του Μπιάλιστοκ και κατόπιν του Μπρεστ Λιτόβσκ, αντιμετωπίζοντας τη Στρατιά Νάρεβ, που είχε λάβει θέσεις κοντά στον ομώνυμο ποταμό, βορειότερα από τον ποταμό Μπουγκ. O Κλούγκε ενήργησε σύμφωνα με το σχέδιο, παγιδεύοντας μέσα στο διάδρομο του Ντάντσιχ δύο Πολωνικές μεραρχίες και την Ταξιαρχία Ιππικού "Pomorska", που έμελλε να γίνει θρύλος εξαιτίας της ηρωικής όσο και απονενοημένης εφόρμησής της κατά των Γερμανικών Panzer με λόγχες και σπάθες. Tα πολυβόλα θέριζαν τους υπερήφανους και άφοβους ιππείς κατά δεκάδες, σε ένα μακελειό χωρίς προηγούμενο.
O Κούλερ προωθήθηκε κι αυτός σχεδόν ταυτόχρονα, σύμφωνα με το επιτελικό πλάνο. Tο 1ο Σ.Σ και η δύναμη Βόντρινγκ βάδισαν προς την πρωτεύουσα, ενώ το 21ο Σ.Σ κατευθύνθηκε να συναντήσει το 19ο Σ.Σ του στρατηγού Χάιντς Γκουντέριαν, που ερχόταν από την Πομερανία. H Ταξιαρχία Έμπερχαρντ εγκλώβισε τη φρουρά του Ντάντσιχ στο Westerplatte, όπου τη διέλυσε. Αλλά οι δυνάμεις του Γκουντέριαν, στην προσπάθεια υπερκέρασης της Πολωνικής γραμμής άμυνας, είχαν προωθηθεί τόσο πολύ, ώστε στις 2 Σεπτεμβρίου ακινητοποιήθηκαν λόγω έλλειψης καυσίμων.
Tο πρόβλημα, ωστόσο, γρήγορα λύθηκε με τις θαρραλέες επεμβάσεις των Γερμανικών μονάδων ανεφοδιασμού, που εκμεταλλεύτηκαν το χάος που επικρατούσε στις Πολωνικές τάξεις λόγω των σφοδρών βομβαρδισμών και τον πανικό από την ταχύτατη προέλαση των Panzer. Παράλληλα, ενεργούσε η Oμάδα Στρατιών Nότου (886.000 άνδρες), που την αποτελούσαν 3 στρατιές: η 8η (7 μεραρχίες) με διοικητή τον Γιοχάνες Μπλάσκοβιτς, η ισχυρότατη 10η (17 μεραρχίες) του Βάλτερ φον Ράιχεναου και η 14η (14 μεραρχίες) του Βίλελμ Λιστ. O Μπλάσκοβιτς αναλάμβανε το ρόλο του προστάτη της αριστερής πτέρυγας της 10ης Στρατιάς, που κύριο αντικειμενικό σκοπό είχε να βαδίσει κατευθείαν προς τη Βαρσοβία, αντιμετωπίζοντας τη Στρατιά του Lodz.
Πράγματι, μέσα σε 3 μέρες ο Ράιχεναου κατάφερε να διαλύσει τους συνδετικούς σχηματισμούς μεταξύ των Στρατιών Lodz και Krakow, ενώ ο Μπλάσκοβιτς απομόνωσε ουσιαστικά τη Στρατιά Poznan από την Lodz, υποχρεώνοντάς τη σε καταστροφική αναμονή, αφού περικυκλωμένη από τους εισβολείς παρέμενε αδρανής. Oι Γερμανοί απλώς την καθήλωσαν με εφεδρικές δυνάμεις, ώστε το κυρίως επιθετικό μέτωπό τους, δηλαδή, το βόρειο και το νοτιοδυτικό, να παραμένει απερίσπαστο. Tέλος, ο Λιστ επρόκειτο να βαδίσει εναντίον της βιομηχανικής περιοχής Οπόλσκιε και Μαλοπόλσκιε, με στόχο να καταλάβει τη σημαντική πόλη Κατόβιτσε και μετά να χτυπήσει την Κρακοβία.
Προς τούτο δραστηριοποίησε επιτυχώς τον ικανότατο διοικητή ομάδας τεθωρακισμένων φον Κλάιστ. Κατόπιν, όλη η 14η στρατιά θα κινείτο νότια και παράλληλα με τη νοητή γραμμή των πόλεων Ταρνόφ και Ρεζόφ και θα αντιμετώπιζε την αντίπαλη Στρατιά Podkarpackie, ώστε να προσεγγίσει την πόλη Λβοβ. Eνα τμήμα των δυνάμεών της τότε θα χωριζόταν προς συνάντηση της 3ης στρατιάς στο Μπρεστ-Λίτοβσκ, κυκλώνοντας την πόλη Λούμπλιν. Μελετώντας το χάρτη, εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι η διπλή λαβίδα που επιχειρούσαν οι Γερμανοί, με πρώτο κλείσιμό της στη Βαρσοβία και δεύτερο στο Μπρεστ-Λίτοβσκ, θα απέκοπτε τα Πολωνικά στρατεύματα κατά την υποχώρησή τους.
Όσοι διέφευγαν της πρώτης λαβίδας θα συναντούσαν την επόμενη, που θα τους στερούσε μία τελική διαφυγή στη Ρουμανία. H λανθασμένη διάταξη επέβαλε στους Πολωνούς στρατιώτες να αγωνιστούν ουσιαστικά μέχρις εσχάτων, γιατί κι αυτό ακόμη το ενδεχόμενο της υποχώρησης για μία τακτική αναδίπλωση ήταν καταδικασμένο εξαιτίας της ταχύτητας των Γερμανικών Panzer. Ήδη από τις πρώτες μέρες του πολέμου, τα τεθωρακισμένα των εισβολέων είχαν υπερκεράσει τις αμυντικές θέσεις τους σε κάποια σημεία σε βάθος 80 χλμ. Αυτή η αστραπιαία τακτική διείσδυσης στα μετόπισθεν του εχθρού και αποκοπής των γραμμών ανεφοδιασμού, που έμεινε στην ιστορία ως "Blitzkrieg", έμελλε να χαρακτηρίσει τις πιο λαμπρές νίκες του Γερμανικού στρατού κατά τις πρώτες φάσεις του Ευρωπαϊκού πολέμου.
Αυτό που θα μπορούσαν να κάνουν οι Πολωνοί ήταν να προτιμήσουν από την αρχή μία αμυντική ημικυκλική διάταξη μικρότερης ακτίνας γύρω από τη Βαρσοβία, με ταυτόχρονη απομάκρυνση των αεροσκαφών τους νοτιοανατολικά. Έτσι, οι μεραρχίες τους θα μπορούσαν να καλύψουν ένα μικρότερο σε μήκος μέτωπο, θα γλίτωναν τα αεροσκάφη τους από τη Luftwaffe και οι εισβολείς θα προβληματίζονταν από τα ποτάμια που διατρέχουν τη χώρα. Αντ' αυτού, ο άκρατος πατριωτισμός και η άρνησή τους να παραχωρήσουν έστω και μία πιθαμή Πολωνικής γης, τους ώθησε σε μία εξαιρετικά λανθασμένη επιλογή για υπεράσπιση του συνόλου της χώρας.
Πολλά από τα αεροπλάνα τους βομβαρδίστηκαν στο έδαφος, παρά την πυκνή ομίχλη που αρχικά επικρατούσε και δυσκόλευε τη στόχευση των Γερμανών πιλότων. Κάποια από αυτά είχαν προλάβει να τα διασπείρουν, ώστε να μην αποτελούν εύκολο στόχο, αλλά πολύ σύντομα οι φόβοι τους δικαιώθηκαν. Εξάλλου, το υπερήφανο Πολωνικό ιππικό των 12 μεραρχιών, παρά την αγέρωχη στάση που κράτησε, δεν ήταν δυνατό να ανταγωνιστεί τα περίφημα Panzer με λόγχες και σπαθιά. Tα εχθρικά πυροβόλα, πάλι, ήταν σε θέση να κατακεραυνώνουν τους ιππείς από μεγάλη απόσταση, όπως και τα νέου τύπου βομβαρδιστικά κάθετης εφόρμησης Ju87 Stuka, που με τη σειρήνα στο κάτω μέρος του ρύγχους προκαλούσαν πανικό.
Μέσα στις δύο πρώτες μέρες της εισβολής η Πολωνική αεροπορία καταστράφηκε σχεδόν ολοκληρωτικά. Στο έδαφος, οι πολωνικές δυνάμεις πολέμησαν γενναία, αλλά αργότερα αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Mόνο η εγκλωβισμένη Στρατιά Poznan βρισκόταν ακόμη στη θέση της. Βορειότερα, η Στρατιά Narew κατάφερε να ανακόψει την 3η στρατιά του Κούλερ, αλλά υπερφαλαγγίστηκε κι αναγκάστηκε να υποχωρήσει στα μοναδικά αξιόλογα οχυρωματικά έργα που διέθεταν οι Πολωνοί. H Στρατιά Lodz κόπηκε στα δύο κάτω από την πίεση της 10ης Στρατιάς του Ράιχεναου, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να υποχωρήσει προς τα ανατολικά, στις πόλεις Ράντομ και Κιέλτσε, νότια της Βαρσοβίας.
Ένα τμήμα αυτής της στρατιάς υποχώρησε βορειοδυτικά, προς τις μικρές πόλεις Κούτνο και Κόνιν, δυτικά της πρωτεύουσας, που τώρα πλέον κινδύνευε άμεσα από την ταχύτατη προέλαση δύο τεθωρακισμένων μεραρχιών της 10ης Στρατιάς που εκμεταλλεύτηκε αμέσως το ρήγμα. Λίγο πριν το τέλος της δεύτερης εβδομάδας των συγκρούσεων, ο Πολωνικός στρατός των 2.500.000 ανδρών είχε εντελώς αποδιοργανωθεί. Tο τμήμα της Στρατιάς Lodz που είχε αποσυρθεί στο Ράντομ περικυκλώθηκε και καταστράφηκε εντελώς, οπότε ο Ράιχεναου συνέχισε ανενόχλητος προς Βαρσοβία, τα περίχωρα της οποίας είχαν ήδη προσεγγίσει οι δύο προωθημένες τεθωρακισμένες μεραρχίες της που προαναφέρθηκαν.
Αυτές αναγκάστηκαν να περιμένουν την άφιξη των υπολοίπων δυνάμεων του πεζικού. Ωστόσο, η 3η Στρατιά του Κούλερ είχε πια κυκλώσει την πρωτεύουσα από τα ανατολικά, ενώ το αριστερό τμήμα της είχε ξεκοπεί από το μέτωπο σε απόσταση περίπου 150 χλμ. Tώρα, καθώς η Γερμανική λαβίδα έκλεινε τα θανάσιμα σαγόνια της γύρω από τη Βαρσοβία, όπου είχαν συγκεντρωθεί τα απομεινάρια του Πολωνικού στρατού (12 μεραρχίες συνολικά, μαζί με τη Στρατιά του "Poznan", που στο μεταξύ είχε υποχρεωθεί σε αναδίπλωση), θα παιζόταν η τελευταία σκηνή του δράματος. Λαός και στρατός αποφάσισαν την "υπέρ βωμών και εστιών" αντίσταση σε μία σπάνια επίδειξη θάρρους και ηρωισμού.
Στη νότια πλευρά της πόλης η 10η Στρατιά άνοιξε ένα ρήγμα προς την πρωτεύουσα, προστατευμένη από την ασθενή 8η Στρατιά του Μπλάσκοβιτς. O διοικητής της Στρατιάς Poznan, στρατηγός Στάνισλαβ Kουτρζέμπα, βλέποντας την αδυναμία της 8ης αποφάσισε να χτυπήσει νότια, επικεντρώνοντας τα πυρά του στα πλευρά των Γερμανικών δυνάμεων. H κίνηση αυτή κατάφερε να ανακόψει προσωρινά την εχθρική προέλαση κι απασχόλησε τμήματα της 10ης και 4ης Στρατιάς, που έσπευσαν σε βοήθεια. Σκληρή μάχη 10 ημερών δόθηκε στον ποταμό Μπζούρα. Ιδίως στο διάστημα 15 - 18 Σεπτεμβρίου, το αίμα κι από τις δύο παρατάξεις πότιζε αφειδώς την Πολωνική γη.
H Γερμανική 30ή Μεραρχία Πεζικού κατέβαλλε ηρωικές προσπάθειες για να συγκρατήσει τους Πολωνούς, αλλά η 11η και 38η κατατρόπωσαν τις Γερμανικές δυνάμεις και διέφυγαν. Τελικά, κάτω από ανηλεή αεροπορικό βομβαρδισμό κι ακατάπαυστη πίεση αλλεπάλληλων μαζικών επιθέσεων, η Στρατιά Poznan υπέκυψε στις 19 Σεπτεμβρίου, παραδίδοντας 170.000 αιχμαλώτους. Tο τραγικό λάθος της ήταν που προτίμησε να κατευθυνθεί νότια επιδιώκοντας την εμπλοκή με τις Γερμανικές δυνάμεις, αντί να αποσυρθεί ανατολικά προς τη Βαρσοβία, συντελώντας στην άμυνά της. Αλλά και στο νοτιότερο άκρο του μετώπου, η 14η Στρατιά του List επέδειξε ανάλογες επιτυχίες.
Ήδη από τις 12 του μηνός είχε φτάσει στο Λβοβ κι από εκεί εξαπέλυσε προς τα βόρεια φοβερή επίθεση, ώστε στις 17 Σεπτεμβρίου να καταφέρει να ενώσει τις δυνάμεις της με αυτές της 3ης που ερχόταν από το Μπρεστ-Λίτοβσκ. H εξωτερική λαβίδα είχε πια κι αυτή κλείσει τα θανατηφόρα σαγόνια της. Mόνο η Βαρσοβία και το Μόντλιν ακόμη αντιστέκονταν, σε μία συγκινητική ύστατη προσπάθεια υπεράσπισης των τελευταίων Πολωνικών ερεισμάτων. Aκόμη και πολίτες έλαβαν μέρος στην απέλπιδα αυτή προσπάθεια, αντέχοντας με θαυμαστή καρτερία τους συνεχείς τρομακτικούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς και τους κανονιοβολισμούς από πυροβόλα μεγάλου διαμετρήματος, που για το σκοπό αυτό είχαν μεταφερθεί από τα δυτικά Ευρωπαϊκά σύνορα.
H πτώση της υπερήφανης Βαρσοβίας ήταν ζήτημα χρόνου. Στις 27 Σεπτεμβρίου οι υπερασπιστές της Βαρσοβίας υπέκυψαν στο αναπόφευκτο, παραδίδοντας 140.000 αιχμαλώτους. Mία μέρα αργότερα έπαυσε και η αντίσταση του Μόντλιν, όπου αιχμαλωτίστηκαν 24.000 Πολωνοί.
ΑΠΩΛΕΙΕΣΗ επίθεση για την Πολωνία έχει τελειώσει. Στις 17 του μηνός, ομιλεί η Μόσχα. Ο Molotov δηλώνει πως η Πολωνική κυβέρνηση έπαψε να δίνει σημεία ζωής, επομένως η Πολωνική Δημοκρατία έπαψε να υπάρχει. Κατά συνέπεια η Σοβιετική Ένωση προβαίνει στην κατάληψη των εδαφών που η συμφωνία της με το Reich της έχει αναγνωρίσει ως σφαίρα δικής της επιρροής. Στις 28 Σεπτεμβρίου θα γίνει στη συμφωνία αυτή μια τροποποίηση: Σαν αντάλλαγμα για την εγκατάλειψη της Λιθουανία από τη Γερμανία, η νέα Γερμανο-Σοβιετική μεθόριος θα απωθηθεί προς τα ανατολικά, ως τον ποταμό Μπουγκ. Σποραδικές μάχες συνεχίζονται ακόμη, άγνωστες αναλαμπές ηρωισμού σ’ έναν ξεχασμένο πόλεμο, ο στρατηγός Βικτόρ Τόμμε, αμύνεται λυσσωδώς στο φρούριο του Μόντλιν.
Ο στρατηγός Προύγκαρ-Κάτλινγκς, ταμπουρώνεται μέσα στο δάσος του Ιανώφ κι από κει εξορμά με λίγες ίλες κι επιτίθεται εναντίον μιας θωρακισμένης Γερμανικής μεραρχίας, την οποία μια τεχνικής φύσης αβαρία είχε αναγκάσει να σταματήσει. Ο ναύαρχος Ούνρου, διεκδικεί ως τις 2 Οκτωβρίου το μικρό στρατιωτικό λιμάνι Χελ, στην άκρη μιας γλώσσας ξηράς του κόλπου του Danzig. Αντίθετα ο θεατρικός ήρωας, στρατάρχης Ρίντζυ-Σμίγλυ, καταφεύγει στη Ρουμανία, χωρίς -εννοείται- όπλα, αλλά με σημαντικές αποσκευές. Η διαγωγή του στρατάρχη της, κάνει την Πολωνία του Κοσιούτσκο να κοκκινίζει από ντροπή.
Η Βαρσοβία, την οποία υπερασπίζεται ένας Πολωνός στρατηγός, που τον έλεγαν Rommel, υφίσταται κι αυτή μια πολιορκία. Θεωρώντας πως κάθε συντονισμένη αντίσταση είχε πάψει, οι Γερμανοί στρατηγοί προτείνουν ν’ αποκλειστεί η πόλη και να περιμένουν τη συνθηκολόγησή της. Ο Χίτλερ απάντησε πως η Βαρσοβία είναι ένα φρούριο και επομένως μπορούν να το χτυπήσουν με την αεροπορία και το πυροβολικό. Η πόλη παραδίδεται στις 27 Σεπτεμβρίου, ύστερα από βομβαρδισμό τεσσάρων ημερών. Κι άλλες διενέξεις δημιουργούνται μεταξύ του Χίτλερ και των στρατηγών του. Ακολουθώντας τον νικηφόρο στρατό, τα SS και η Gestapo ρίχτηκαν στην Πολωνία. Ο στρατηγός Πέτσελ, Γερμανός διοικητής στο Πόζναν, διαμαρτύρεται κατά των εκτελέσεων των Εβραίων.
Ο στρατηγός von Kuechler δηλώνει στον gauleiter της Ανατολικής Πρωσίας Κοχ, πως προορισμός του Γερμανικού στρατού δεν είναι να συνεργάζεται με μια συμμορία δολοφόνων. Ο στρατηγός Μπλάσκοβιτς, ο οποίος διορίστηκε αρχηγός των στρατευμάτων εισβολής, καταδικάζει σε θάνατο άνδρες των SS που είχαν διαπράξει φρικαλεότητες. Ο Χίτλερ ακυρώνει τηn απόφαση του στρατοδικείου και απευθύνει στον στρατηγό μια διαμαρτυρία που θα την πληρώσει πολύ ακριβά στη σταδιοδρομία του. Η εχθρότητα του αντιμιλιταριστή Χίτλερ κατά των στρατιωτικών καριέρας, αιχμαλώτων αναχρονιστικών αντιλήψεων περί τιμής, δεν θα πάψει να φουντώνει.
Παρ’ όλα αυτά, οι στρατιωτικοί αυτοί που ο Führer δεν τους χώνευε, του εξασφάλιζαν μια θαυμάσια νίκη. Η Πολωνία που τα γενικά επιτελεία των δυτικών Δυνάμεων προεξοφλούσαν πως θα μπορούσε ν’ αντισταθεί έναν ολόκληρο χρόνο, συνετρίβη μέσα σε 19 μέρες. Άφησε στα χέρια των νικητών της 694.000 αιχμαλώτους, 217.000 συνέλαβαν οι Ρώσοι. Οι απώλειες του Γερμανικού στρατού στην εκστρατεία της Πολωνίας ανέρχονται μόνο σε 10.572 νεκρούς και 30.322 τραυματίες, άγνωστος ο αριθμός αυτών που εξαφανίστηκαν, (περίπου 3.500 εξαφανισθέντες). Είναι ο πιο αναίμακτος (για την Γερμανία) πόλεμος που έχει γίνει ποτέ.
Σε υλικό οι Πολωνικές Ένοπλες Δυνάμεις είναι, ουσιαστικά, κατεστραμμένες. Οι Γερμανικές απώλειες υλικού είναι επίσης σχετικά βαριές, καθώς οι Γερμανοί έχασαν 350 - 400 άρματα (η μεγάλη πλειοψηφία των οποίων ήταν PzKw-1 και PzKw-2) και περίπου 300 αεροσκάφη καταρριφθέντα, ενώ άλλα 300 υπέστησαν σοβαρές ζημιές.
Η ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΙΣΒΟΛΗ Σε διπλωματικό επίπεδο η εισβολή στην Πολωνία προκάλεσε σημαντικές συνέπειες: Την ίδια ημέρα της εισβολής πρώτα η Βρετανική Κυβέρνηση δια του Πρεσβευτή της Νέβιλ Χέντερσον (Neville Henderson) και, σχεδόν ταυτόχρονα, η Γαλλική δια του Πρεσβευτή της Ρομπέρ Κουλόντρ (Robert Coulondre) επιδίδουν ένα μήνυμα στον Γιοάχιμ φον Ρίμπεντροπ, Υπουργό Εξωτερικών του Ράιχ και του ζητούν να σταματήσει αμέσως η Γερμανική εισβολή, διαφορετικά είναι υποχρεωμένες να εκπληρώσουν την υπόσχεση που έχουν δώσει στην Πολωνία. Ο Ρίμπεντροπ ερωτά αν πρόκειται για τελεσίγραφο και οι πρεσβεις του απαντούν ότι είναι μια προειδοποίηση.
Ο Χίτλερ την αγνοεί. Εξακολουθεί να πιστεύει ότι οι δυτικές δυνάμεις δεν θα επέμβουν. Αν για την Γαλλία έχει δίκιο, για τη Βρετανία πλανάται: Ο Χέντερσον επιδίδει, στις 3 Σεπτεμβρίου σε κάποιον Σμιτ, υπάλληλο του Υπουργείου Εξωτερικών (αφού ο Ρίμπεντροπ κρύβεται) διακοίνωση της Κυβέρνησης της Αυτού Μεγαλειότητος, με την οποία καλείται η Γερμανία, εντός δύο ωρών από την επίδοσή της, να σταματήσει τις εχθροπραξίες και να αποχωρήσει από το Πολωνικό έδαφος. Αν αυτό δεν συμβεί, θα υπάρχει εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ Βρετανίας και Γερμανικού Ράιχ. Η διακοίνωση επιδίδεται αμέσως στον Χίτλερ, ο οποίος απελπίζεται και, στρεφόμενος στον Ρίμπεντροπ τον ερωτά: "Was nun?" (κάτι σαν "τι κάνουμε τώρα;").
Παρόμοια διακοίνωση, αν και λιγότερο επιτακτική, επιδίδει και ο Κουλόντρ τρεις ώρες αργότερα. Οι διακοινώσεις αυτές σηματοδοτούν τον Παγκόσμιο χαρακτήρα του Πολέμου. Η Γαλλία ξεκινά ράθυμα μια διείσδυση σε Γερμανικές περιοχές στις 7 Σεπτεμβρίου. Ο Χίτλερ, μη θέλοντας να εμπλακεί σε διμέτωπο αγώνα, έχει δώσει εντολή στις δυνάμεις που βρίσκονται στην περιοχή απλά να αντισταθούν, εκδιώκοντας τους εισβολείς, χωρίς να εμπλακούν περαιτέρω. Η Γαλλική εισβολή εξελίσσεται σε μια απλή αψιμαχία, η οποία ανακόπτεται όταν διαπιστώνεται ότι η όλη διαδικασία είναι μάταιη για την Πολωνία, καθώς, πρακτικά, δεν υπάρχει πια Πολωνία.
Η Βρετανία, επίσης, δεν κινεί καμία δύναμή της, με εξαίρεση ορισμένα αεροσκάφη της RAF και παλεύει σε διπλωματικό επίπεδο.
H EΠEMBAΣH TOY KOKKINOY ΣTPATOYΚαθώς η πολωνική άμυνα συντριβόταν κάτω από τα ανηλεή χτυπήματα της Wehrmacht, είχε πλέον σημάνει η ώρα του Στάλιν. Στις 17 Σεπτεμβρίου τα Ρωσικά στρατεύματα παραβίασαν τα ανατολικά σύνορα της χώρας κι έσπευσαν να καταλάβουν την πρωτεύουσα της Λιθουανίας, Βίλνιους, που τότε ανήκε στην Πολωνία. Στη συνέχεια προχώρησαν νοτιοδυτικά, για να συναντηθούν με τις Γερμανικές δυνάμεις στο Μπρεστ-Λίτοβσκ. H ιστορική ειρωνεία σε όλο της το μεγαλείο: ακριβώς σε αυτή την πόλη, κατά τη διάρκεια του A' Παγκοσμίου Πολέμου, οι Ρώσοι υπέγραψαν χωριστή από τους συμμάχους τους συνθήκη με τη Γερμανία του Κάιζερ.
Τώρα, Γερμανοί και Ρώσοι αντάλλασσαν φιλοφρονήσεις και χαμόγελα ικανοποίησης, ξεχνώντας την αλλοτινή έχθρα προς όφελος του κοινού συμφέροντος. Στις 29 Σεπτεμβρίου υπογράφτηκε μεταξύ τους η συμφωνία του διαμελισμού της ηττημένης Πολωνίας. H εισβολή των Σοβιετικών στρατευμάτων υπήρξε ο πλέον προδοτικός επίλογος για τις ασθενείς Πολωνικές δυνάμεις, που με τη μορφή τοπικών σχηματισμών πάσχιζαν να συμπτυχθούν νοτιοανατολικά, στα σύνορα με τη Ρουμανία και την Ουγγαρία. Αφελώς, ήλπιζαν ακόμη σε βοήθεια από τη Δύση. Βοήθεια, όμως, παρά τις υποσχέσεις που μοίρασε αφειδώς στους Πολωνούς η Βρετανία, ουδέποτε έφθασε.
Ούτε και ο καιρός βοήθησε τους Πολωνούς, αφού έλειψαν οι αναμενόμενες βροχές του φθινοπώρου. Oι παρατεταμένες ξηρασίες ήταν που εξασφάλισαν για τα Panzer και τη Luftwaffe τις καλύτερες επιχειρησιακές συνθήκες. Και με την εμφάνιση των 35 Ρωσικών μεραρχιών, που με ιδιαίτερο ζήλο βάλθηκαν να μάχονται τις διαλυμένες πολωνικές μονάδες και να εξαρθρώνουν τους εναπομείναντες θύλακες αντίστασης, η ελπίδα ξεψύχησε. H νίκη έδωσε στην Wehrmacht την αίγλη που χρειαζόταν ο Χίτλερ για να πειστεί περί του "ακαταμάχητου".
Oι Γερμανοί στρατιώτες και, ιδιαίτερα, οι αξιωματικοί απέκτησαν την απαιτούμενη εμπειρία και παραστάσεις για να μπορέσουν να υλοποιήσουν τις μελλοντικές φιλοδοξίες του Φύρερ τους, τις οποίες θα πότιζε το αίμα εκατομμυρίων αθώων. H Πολωνική εκστρατεία αποτέλεσε έτσι "σχολείο", από το οποίο θα αναδύονταν οι αυριανές στρατιωτικές αυθεντίες του Γ' Ράιχ. H επιχείρηση "Λευκή" υπήρξε σταθμός στην πορεία των Γερμανών για την πραγματοποίηση ενός ονείρου 300 χρόνων, που αφορούσε στη δημιουργία μίας Αυτοκρατορίας κυρίαρχης στην καρδιά της Ευρώπης.
Μεθυσμένη τώρα η ηγεσία του στρατού από τη σύντομη κι εύκολη νίκη, δεν ήταν ασφαλώς σε θέση να εκτιμήσει τα προφητικά λόγια του στρατηγού Γιόρζεφ Ρομέλ κατά την παράδοση της Βαρσοβίας στους κατακτητές της: "O τροχός πάντα γυρίζει".
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΙΣΒΟΛΗΣ ΓερμανίαΟ Χίτλερ πάντα αντιπαθούσε τους Πολωνούς. Όταν η Πολωνία διαμελίζεται μεταξύ Γερμανίας και ΕΣΣΔ, ο Χίτλερ αποφασίζει την άμεση και απλή προσάρτηση της Ανατολικής Πρωσίας, της Βάρτα (Reichsgau Wartheland) και της Σιλεσίας στο Ράιχ, με διάταγμα που εκδίδει στις 8 Οκτωβρίου. Το Ναζιστικό κράτος μεγαλώνει έτσι κατά 94.000 km2 και πληθυσμιακά κατά 10 περίπου εκατομμύρια (μερικοί είναι Γερμανικής καταγωγής, η πλειοψηφία είναι Πολωνοί). Στο υπόλοιπο τμήμα της χώρας ο Χίτλερ δημιουργεί, με ειδικό διάταγμα, στις 12 Οκτωβρίου 1939 το "Γενικό Κυβερνείο" (Generalgouvernement), ορίζοντας Κυβερνήτη τον Χανς Φρανκ.
Βασικό του μέλημα, όπως δείχνει η σχετική οδηγία που εξέδωσε ο Ράινχαρντ Χάιντριχ, είναι να αποδομήσει την πνευματική και πολιτιστική ζωή των Πολωνών, να καταστρέψει την ιντελιγκέντσια και να μετατρέψει την Πολωνία σε "αποθήκη εργατικών χειρών" για το Ράιχ. Χαρακτηριστικά, ο Χάιντριχ είπε σε υφισταμένους του: "Όλοι οι ευγενούς καταγωγής Πολωνοί, οι ιερείς και οι Εβραίοι πρέπει να πεθάνουν". Πριν καν δημιουργηθεί επίσημα το Γενικό Κυβερνείο, πριν ολοκληρωθεί η κατάληψη της Πολωνίας, στο Κοτσμπόροβο (τέλη Σεπτεμβρίου 1939) τέθηκε για πρώτη φορά σε εφαρμογή το Πρόγραμμα Ευθανασίας T-4 και ακολούθησαν σύντομα παρόμοιες πράξεις στο υπόλοιπο της χώρας:
Τα πρώτα πειράματα με χρήση αερίων και οχημάτων διασκευασμένων σε κινητούς θαλάμους αερίων διεξήχθησαν κατά τη διάρκεια του Οκτωβρίου και του Νοεμβρίου του 1939 στο Πόζναν (Poznań) της Πολωνίας με ασθενείς από το ψυχιατρικό νοσοκομείο της Όβινσκα (Owińska) και τον Μάρτιο του 1940 στο νοσοκομείο της Κοτσάνοφκα (Kochanówka) κοντά στο Λοτζ. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο περίπου 26.000 ασθενών (με φυματίωση και, κυρίως, με ψυχικές παθήσεις) στην Πολωνία. Οι αναλυτικές δραστηριότητες του Γενικού Κυβερνείου περιέχονται σε ειδικά εκπονημένο σχέδιο, το επονομαζόμενο "Generalplan Ost". Λίγο καιρό αργότερα, το Γενικό Κυβερνείο θα γίνει "αποθήκη" για τους εκτοπιζόμενους Εβραίους.
Στις μεγάλες πόλεις δημιουργούνται γκέτο, στα οποία επιδιώκεται η εξόντωση των Πολωνοεβραίων με βασικό "όπλο" την πείνα. Όταν διαπιστώνεται ότι ο τρόπος αυτός είναι υπερβολικά αργός, στο έδαφος του Γενικού Κυβερνείου, που ασφυκτιά από το πλήθος των εκτοπισμένων Εβραίων και ο Κυβερνήτης του διαμαρτύρεται για τις συνθήκες που επικρατούν στην περιοχή του, θα δημιουργηθούν έξι από τα επτά Στρατόπεδα εξόντωσης στα πλαίσια της Επιχείρησης Ράινχαρντ, το κύριο πεδίο δράσης και έκφρασης του Ολοκαυτώματος.
Η εξόντωση της Πολωνικής άρχουσας τάξης και πνευματικής - θρησκευτικής ηγεσίας της χώρας αποτελούν το αντικείμενο δύο επιχειρήσεων: της "Επιχείρησης Τάννενμπεργκ" (Unternehmen Tannenberg), που έχει καταστρωθεί με τη βοήθεια των Γερμανοπολωνών και της "Επιχείρησης ΑΒ" (Außerordentliche Befriedungsaktion). Το αποτέλεσμά τους είναι το επιδιωκόμενο: Εξοντώνεται ή συλλαμβάνεται και φυλακίζεται η πλειοψηφία των ευγενών, των πνευματικών ανθρώπων (δασκάλων, καθηγητών, ηθοποιών, συγγραφέων κτλ) και αρκετοί ιερείς. Η χώρα υφίσταται, επίσης, συστηματική λεηλασία, με αποτέλεσμα να επικρατήσουν συνθήκες λιμού ήδη από το 1941.
Η "αποθήκη εργατικών χειρών", όπως θεωρούν την Πολωνία οι Εθνικοσοσιαλιστές, γίνεται επίσης αντικείμενο εκμετάλλευσης. Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής περισσότεροι από 1.000.000 Πολωνοί εργάτες μεταφέρθηκαν για εργασία σε Γερμανικές εγκαταστάσεις της πολεμικής βιομηχανίας του Ράιχ για καταναγκαστική εργασία.
Σοβιετική ΈνωσηΜετά την κατάρρευση της άμυνας της Πολωνίας η ΕΣΣΔ κατέλαβε περίπου το 52% του εδάφους της, στο οποίο κατοικούσαν σχεδόν 14 εκατ. άτομα, με το 38% να είναι γνήσιοι Πολωνοί, 37% Ουκρανοί, 14% Λευκορώσοι , 8,5% Εβραίοι, 1% Ρώσοι και 0,5% Γερμανοί. Υπήρχαν, επίσης, αρκετοί πρόσφυγες από τις περιοχές που είχε καταλάβει η Γερμανία (περίπου 200.000), η πλειοψηφία των οποίων ήταν Εβραίοι. Η Γερμανία βάσιζε την πολιτική της στην κατακτημένη Πολωνία καθαρά στον ρατσισμό. Η ΕΣΣΔ, αντίθετα, βάσισε την πολιτική της στην πάλη των τάξεων και επιδίωκε την "Σοβιετοποίηση" του κατακτημένου πληθυσμού.
Τα πάσης φύσεως ιδρύματα (εκπαιδευτικά, κοινωνικά, πολιτιστικά κτλ) άλλαξαν ηγεσία (όλα τα στελέχη διοίκησης ήταν Ρώσοι και σε ελάχιστες περιπτώσεις Ουκρανοί ή Πολωνοί). Τα μεγάλα Πανεπιστήμια "επιανιδρύθηκαν" (όπως αυτό του Λβιβ) και άρχισαν να λειτουργούν ως Σοβιετικά Πανεπιστήμια, ενώ διαλύθηκαν τα τμήματα που σχετίζονταν με την Πολωνική λογοτεχνία και την Πολωνική γλώσσα. Παράλληλα, οι Σοβιετικές αρχές προσπάθησαν να εξαλείψουν ό,τι σχετιζόταν με το Πολωνικό κράτος αλλά και με την Πολωνική κουλτούρα γενικότερα. Στις 21 Δεκεμβρίου 1939 το νόμισμα της χώρας αποσύρθηκε από την κυκλοφορία και αντικαταστάθηκε με το ρούβλι, με αποτέλεσμα ολόκληρος ο εγχώριος πληθυσμός να χάσει, μέσα σε μια νύκτα, τις αποταμιεύσεις του.
Από τα σχολεία αποσύρθηκαν τα Πολωνικά βιβλία. Όλα τα μέσα ενημέρωσης περιήλθαν υπό Σοβιετικό έλεγχο, ενώ η σοβιετική κατοχή εγκαθίδρυσε σύστημα βασιζόμενο στον τρόμο. Τα πολιτικά κόμματα, φυσικά, καταργήθηκαν και επιτράπηκε μόνον η ύπαρξη του Κομμουνιστικού κόμματος. Διώξεις υπέστησαν, επίσης, όλες οι θρησκείες. Οι περισσότερες εκκλησίες σταμάτησαν να λειτουργούν, οι ιερείς διώχθηκαν με κάθε τρόπο, από τη βαριά φορολογία μέχρι την υποχρεωτική στρατολόγηση, τις συλλήψεις και τον εκτοπισμό. Όλες οι επιχειρήσεις πέρασαν στην κατοχή του κράτους και η γεωργία μετατράπηκε σε κολλεκτιβιστική. Τα αποτελέσματα της πολιτικής αυτής δεν άργησαν να φανούν.
Τον χειμώνα άρχισαν να εμφανίζονται οι πρώτες ελλείψεις σε αγαθά, που εξελίχτηκαν, ύστερα από σύντομο διάστημα, σε λιμό. Σύμφωνα με τον Σοβιετικό νόμο, όλοι οι κάτοικοι των προσαρτημένων περιοχών όφειλαν να λάβουν τη Σοβιετική υπηκοότητα. Επειδή, όμως, κάτι τέτοιο απαιτούσε και την συναίνεση του κάθε πολίτη, η κατοχική διοίκηση άρχισε πιέσεις, οι οποίες έφθαναν μέχρι τον εκβιασμό, απειλώντας ότι όσοι δεν συναινούσαν θα απελαύνονταν στη Ναζιστική ζώνη κατοχής. Η Σοβιετική κατοχή τερματίσθηκε με την έναρξη της Επιχείρησης Μπαρμπαρόσσα, την εισβολή, δηλαδή, της Γερμανίας στην ΕΣΣΔ το καλοκαίρι του 1941.
Η ΠΟΛΩΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΑν και το Πολωνικό έδαφος δεν προσφέρεται ιδιαίτερα για ανταρτοπόλεμο, λόγω της επίπεδης διαμόρφωσής του, η αντίσταση των Πολωνών άρχισε σχεδόν αμέσως. Ο "Στρατός της Πατρίδας" (Armia Krajowa) συγκροτήθηκε σχεδόν αμέσως από ένα Πολωνό αξιωματικό, τον Ταντέους Κομορόβσκι (Tadeusz Bór-Komorowski), ο οποίος τη στιγμή που ετοιμαζόταν να εγκαταλείψει τη χώρα, ύστερα από την κατάρρευση του Στρατού της, άκουσε την εσωτερική του παρόρμηση και, παίρνοντας το ψευδώνυμο "Μπορ" (Bór) παρέμεινε συγκροτώντας το αντιστασιακό κίνημα.
Η Armia Krajowa, προς το τέλος του 1944, αριθμούσε 400.000 μέλη. Συγκροτήθηκε, επίσης, και ο "Λαϊκός Στρατός" (Armia Ludowa), με την υποστήριξη του Πολωνικού Κομμουνιστικού Κόμματος, με πολύ μικρότερη, όμως, δύναμη. Το βασικό πρόβλημα της πολωνικής αντίστασης ήταν η έλλειψη μέσων και, κυρίως, όπλων. Η Εξέγερση της Βαρσοβίας καταπνίγηκε -με αρκετή δυσκολία- από τις δυνάμεις Κατοχής, κύρια επειδή οι Πολωνοί αντιστασιακοί δεν διέθεταν επαρκή οπλισμό και, γενικότερα, επαρκή μέσα. Τον Ιανουάριο του 1944, ο Κόκκινος Στρατός διέσχισε τα πρώην Πολωνο-Σοβιετικά σύνορα.
Ενώ η NKWD επιδόθηκε στην οργάνωση κομμουνιστικών δομών εξουσίας, ξεκίνησαν στη Βαρσοβία -υπό την επίδραση και της στρατιωτικής απόπειρας κατά του Χίτλερ στις 20 Ιουλίου- οι προετοιμασίες για την τελική εξέγερση. Η ισχύς των αντιπάλων δεν ήταν διόλου ευκαταφρόνητη. Ο αριθμός των Γερμανών στρατιωτών και αστυνομικών κυμαινόταν ανάμεσα σε 13.000 και 20.000. Ήταν καλά εξοπλισμένοι, ήλεγχαν τα σημεία - κλειδιά της πόλης και είχαν προετοιμαστεί κατάλληλα για το ενδεχόμενο μιας εξέγερσης. Οι επαναστάτες αντιθέτως θα πολεμούσαν χωρίς την υποστήριξη πυροβολικού, αρμάτων μάχης και αεροπορική κάλυψη. Ο αριθμός τους ανέρχονταν αρχικά σε 14.000, αργότερα έφτασε τους 36.000.
Οι ηγέτες τους όμως δεν είχαν μελετήσει επαρκώς τα αίτια της αποτυχίας της εξέγερσης στο γκέτο τον Απρίλιο του 1943 και δεν είχαν εκτιμήσει σωστά τις στρατιωτικές τους δυνατότητες. Πίστευαν εξάλλου ότι ο Κόκκινος Στρατός θα έσπευδε δίχως άλλο να τους βοηθήσει. Η είδηση ότι τα Σοβιετικά στρατεύματα εισήλθαν στα ανατολικά προάστια της πόλης ήταν το έναυσμα για την εξέγερση. Ο αρχηγός του «Στρατού της Πατρίδας», στρατηγός Μπορ-Κομορόβσκι (Bor-Komorowski) έδωσε την 1η Αυγούστου το σήμα της επίθεσης, με σκοπό να απελευθερώσει την πόλη πριν από την είσοδο των Σοβιετικών και να πετύχει έπειτα τη διεθνή αναγνώριση της Πολωνικής κρατικής υπόστασης.
Αν και απελευθερώθηκαν αρκετές συνοικίες και σε πολλά κτίρια υψώθηκε η πολωνική σημαία, οι Γερμανοί πέρασαν σύντομα στην αντεπίθεση. Τμήματα των Ες Ες και της αστυνομίας υπό τις διαταγές του στρατηγού Εριχ φον ντεμ Μπαχ-Ζελέφσκι (Erich von dem Bach-Zelewski) απώθησαν τους επαναστάτες σε ορισμένους θυλάκους αντίστασης και τους απέκλεισαν. Παράλληλα, έλαβαν χώρα μαζικές εκτελέσεις πολιτών χωρίς να γίνεται διάκριση ανάμεσα σε ένοπλους και άμαχους. Στις 2 Οκτωβρίου, ακολούθησε η συνθηκολόγηση του «Στρατού της Πατρίδας» υπό «τιμητικούς όρους». Ο απολογισμός των συγκρούσεων ήταν τρομακτικός: περίπου 26.000 Γερμανοί έχασαν τη ζωή τους, τραυματίστηκαν ή αγνοούνταν.
Ο αριθμός των θυμάτων της Πολωνικής πλευράς ήταν ασύγκριτα μεγαλύτερος: 15.000 μέλη του «Στρατού της Πατρίδας» (ανάμεσά τους και 2.000 γυναίκες) αιχμαλωτίστηκαν. Τουλάχιστον 16.000 επαναστάτες έχασαν τη ζωή τους, 150.000 άμαχοι σκοτώθηκαν και 60.000 άτομα μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το «μυστικό κράτος» έπαψε πια να υπάρχει και ο Χίμλερ διέταξε την παραδειγματική καταστροφή της πόλης. Όπως εξήγησε στον Χίτλερ, η εξέγερση αυτή έδινε στη Γερμανία την ευκαιρία να απαλλαγεί οριστικά από το «Πολωνικό Ζήτημα», διαγράφοντας από τον χάρτη το εθνικό κέντρο της Πολωνικής ιστορίας.
Μετά την βίαιη εκδίωξη των εναπομεινάντων κατοίκων (κάπου 180.000) ξεκίνησε η συστηματική καταστροφή των υλικών υποδομών και των ιστορικών μνημείων της πόλης. Αφού οι Γερμανοί ολοκλήρωσαν το «έργο» τους, ο Κόκκινος Στρατός κατέλαβε αμαχητί την ερειπωμένη πόλη.
Η Σοβιετική ΣτάσηΤο μεγάλο ερώτημα που σχετίζεται με την τραγωδία της Βαρσοβίας αφορά την παθητική στάση που επέδειξε η Μόσχα. Στη διάρκεια των συγκρούσεων, τα Σοβιετικά στρατεύματα παρέμειναν σιωπηλά έξω από τη πόλη χωρίς να εμπλακούν στις μάχες. Ο Στάλιν αρνήθηκε να υποστηρίξει τα λιγοστά Αγγλικά και Αμερικανικά αεροπλάνα, που επιχείρησαν να εφοδιάσουν τους επαναστάτες με ρίψεις από τον αέρα, και δεν επέτρεψε στους Συμμάχους να κάνουν χρήση Σοβιετικών αεροδρομίων. Από την οπτική του Στάλιν, η εξέγερση στη Βαρσοβία είχε μόνο θετικά αποτελέσματα: επέφερε σημαντικές απώλειες στους Γερμανούς και εξουδετέρωσε έναν μελλοντικά επικίνδυνο αντίπαλο, τον «Στρατό της Πατρίδας».
Η εξέγερση ήταν το κύκνειο άσμα της Πολωνικής αντίστασης. Απέτυχε στρατιωτικά, στο πολιτικό πεδίο όμως έκανε αισθητή την ύπαρξη του «μυστικού κράτους» και απέδειξε τη θέληση του Πολωνικού λαού να διεκδικήσει την ελευθερία του. Ο στόχος των επαναστατών να δημιουργήσουν ένα ανεξάρτητο Πολωνικό εθνικό κράτος δεν επιτεύχθηκε. Αντ’ αυτού θα εγκαθιδρυόταν καθεστώς «Λαϊκής Δημοκρατίας». Στα χρόνια του «υπαρκτού σοσιαλισμού» η μνήμη της εξέγερσης θα παρέμενε όμως άσβεστη και θα συντηρούσε ζωντανή την εθνική - πατριωτική παράδοση της χώρας.
Η Εξέγερση της ΒαρσοβίαςΗ εξέγερση της Βαρσοβίας (Powstanie Warszawskie) ήταν ένοπλος αγώνας που διεξήγαγαν ένοπλα Πολωνικά τμήματα για την απελευθέρωση της υπό Γερμανικής κατοχής κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο Βαρσοβίας. Η εξέγερση άρχισε την 1η Αυγούστου 1944, ως τμήμα γενικευμένης εξέγερσης στις Πολωνικές περιοχές. Το αρχικό σχέδιο προέβλεπε εξέγερση διάρκειας λίγων μόνο ημερών ως την απελευθέρωση από τις Σοβιετικές δυνάμεις. Παρόλα αυτά η Σοβιετική προέλαση σταμάτησε εκείνο το διάστημα, ενώ η Πολωνική αντίσταση συνεχίστηκε για 63 ολόκληρες ημέρες ως την τελική παράδοση στους Γερμανούς στις 4 Οκτωβρίου.
ΙστορικόΗ εξέγερση ξέσπασε μόλις οι Σοβιετικές δυνάμεις πλησίασαν την Βαρσοβία. Οι κύριοι στόχοι των επαναστατών ήταν να τρέψουν τις Γερμανικές δυνάμεις σε φυγή και εν συνεχεία να προσφέρουν υποστήριξη στο ανατολικό μέτωπο στον αγώνα κατά του Άξονα. Δευτερεύοντες στόχοι ήταν η απελευθέρωση της Βαρσοβίας πριν από την άφιξη του Σοβιετικού στρατού και την αποφυγή να βρεθεί η περιοχή υπό την άμεση σοβιετική εξουσία μεταπολεμικά. Αρχικά, οι Πολωνοί κατέλαβαν θέσεις - κλειδιά της πόλης, αλλά η Σοβιετική προέλαση σταμάτησε αμέσως στα προάστια της πόλης ως τα μέσα Σεπτεμβρίου. Εν τω μεταξύ, εντός της πόλης διαδραματίζονταν φονικές μάχες μεταξύ Γερμανών και Πολωνών.
Στις 16 Σεπτεμβρίου, οι Σοβιετικές δυνάμεις έφτασαν μόλις λίγα μέτρα από τις πολωνικές θέσεις, στον ποταμό Βιστούλα, αλλά χαρακτηριστικά δεν προέλασαν καθόλου, αφήνοντας τους Πολωνούς εντελώς ανυποστήρικτους. Αυτή η κίνηση των Σοβιετικών θεωρήθηκε ότι έγινε μετά από εντολή του Σοβιετικού ηγέτη, Ιωσήφ Στάλιν, καθώς επιθυμούσε να αποτύχει η εξέγερση ώστε ο έλεγχος της Πολωνίας από την Σοβιετική Ένωση, μετά την επικείμενη υποχώρηση των Γερμανών, να είναι απόλυτος.
ΑπολογισμόςΠαρόλο που οι αριθμοί των νεκρών δεν είναι ακριβείς, έχει εκτιμηθεί ότι περίπου 16.000 Πολωνοί αντιστασιακοί έχασαν την ζωή τους και 6.000 τραυματίστηκαν. Επιπλέον 150.000 με 200.000 άμαχοι σκοτώθηκαν, κυρίως λόγω μαζικών δολοφονιών που διαπράχθηκαν από στρατιώτες της Γερμανικής πλευράς. Οι απώλειες των Γερμανών ανήλθαν σε 16.000 και 9.000 τραυματίες. Κατά τις οδομαχίες το 25% των κτιρίων της πόλης καταστράφηκε ολοσχερώς. Μετά την κατάπνιξη της εξέγερσης οι Γερμανοί ισοπέδωσαν και ένα επιπλέον 35% της πόλης, τετράγωνο προς τετράγωνο.
Υπολογίζοντας και τις καταστροφές που είχαν προηγηθεί της εξέγερσης και ιδιαίτερα κατά την εξέγερση του Γκέτο της Βαρσοβίας, το 1943, συνολικά πάνω από το 85% της πόλης είχε καταστραφεί τον Ιανουάριο του 1945, όταν οι Σοβιετικοί εισήλθαν τελικά στην πόλη.
ΜΕ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥΛίγο πριν την λήξη του Πολέμου η Πολωνία καταλήφθηκε εξ ολοκλήρου από τον Ερυθρό Στρατό. Στη Διάσκεψη της Γιάλτας τον Φεβρουάριο του 1945 ο Ιωσήφ Στάλιν έθεσε τους Δυτικούς Συμμάχους του προ τετελεσμένου: Η χώρα είχε καταληφθεί από τον στρατό του και θα παρέμενε υπό τη Σοβιετική σφαίρα επιρροής, όπως και, τελικά, έγινε. Ο Χανς Φρανκ συνελήφθη με το τέλος του Πολέμου από τα Αμερικανικά στρατεύματα, δικάσθηκε στην Δίκη της Νυρεμβέργης και καταδικάστηκε σε θάνατο δι' απαγχονισμού. Εκτελέσθηκε την 1η Οκτωβρίου 1946.
Χωρίς αμφιβολία, η Πολωνία ήταν η χώρα που υπέφερε περισσότερο από όλες όσες ενεπλάκησαν στον Πόλεμο, με εξαίρεση την ίδια την Γερμανία: Έχασε πάνω από επτά εκατομμύρια πολίτες της, τρία από τα οποία ήταν Πολωνοεβραίοι.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Blitzkrieg - Η Αποθέωση των PanzerΠαρά τα αντιθέτως λεγόμενα για τις τρομερές ικανότητες του Γερμανικού στρατού κατά τις πρώτες επιχειρήσεις του, το 1939 παρουσίαζε ακόμη πάμπολλες αδυναμίες σε θέματα τεχνολογικού εξοπλισμού, επάνδρωσης θέσεων και στρατηγικής αντίληψης. Πολλοί σημερινοί αναλυτές ισχυρίζονται ότι η χρονιά αυτή ήταν η πλέον ενδεδειγμένη για μία συμμαχική δυναμική επέμβαση, που θα απέτρεπε μια για πάντα το αιματοκύλισμα του B' Παγκοσμίου Πολέμου. Αρκεί να σημειωθεί ότι από τις 100 συνολικά μεραρχίες που διέθεταν οι Γερμανοί, μόνο 6 ήταν πλήρως τεθωρακισμένες, 4 αποτελούσαν τη δύναμη του μηχανοκίνητου πεζικού κι επιπλέον 4 χαρακτηρίζονταν ως ελαφρά τεθωρακισμένες.
Αυτό όμως που κατέστησε τα Γερμανικά Panzer φόβο και τρόμο των αντιπάλων τους, ήταν το γερμανικό επιχειρησιακό δόγμα και ο τρόπος χρήσης των τεθωρακισμένων. O στρατηγός Χάιντς Γκουντέριαν ήταν ο "πατέρας" των Panzer. Αυτός πρωτοστάτησε στη δημιουργία των αρχικά 3 Γερμανικών τεθωρακισμένων μεραρχιών τον Οκτώβριο του 1935, υποστηρίζοντας στη συνέχεια με σθένος την άποψη ότι τα άρματα μάχης θα έπρεπε να απαλλαγούν από το ρόλο του αντικαταστάτη του κλασικού ιππικού και να επιχειρούν πλέον ανεξάρτητα από το πεζικό σε αρκετό, αν χρειαζόταν, βάθος.
Αυτή η καινοτόμος αντίληψη ερχόταν σε αντίθεση με την τότε θεώρηση των τεθωρακισμένων ως δυνάμεις κάλυψης πεζικού, με το οποίο όφειλαν να συμπορεύονται. O Γκουντέριαν κατάφερε να επιβάλλει στο Γερμανικό επιτελείο την τακτική των κινήσεων υπερκέρασης και κύκλωσης των αμυντικών θέσεων του αντιπάλου μέσω της γρήγορης επέλασης των Panzer. H αρχική αντίδραση των ανώτατων στελεχών του Επιτελείου, που στην πλειονότητά τους ήταν συντηρητικοί αξιωματικοί της παλιάς Πρωσικής σχολής, κάμφθηκε από την επιμονή του Φύρερ, που ασπάστηκε τις απόψεις του Γκουντέριαν, διαβλέποντας εύκολες και ταχύτατες μελλοντικές νίκες.
Όταν μάλιστα η θεωρία αυτή συμπληρώθηκε με την ιδέα των συντονισμένων επιθέσεων από αέρα και πυροβολικό, ο Χίτλερ έγινε ο φανατικότερος οπαδός της. Αμέσως διέταξε την εντατικοποίηση της παραγωγής, παραβαίνοντας τους απαγορευτικούς όρους της συνθήκης των Βερσαλλιών, ώστε τις παραμονές της εκστρατείας στην Πολωνία να διαθέτει πάνω από 3.000 άρματα μάχης. Όμως, μόνο 360 από αυτά ήταν τύπου PzKpfw III και IV, με πενταμελή πληρώματα και πυροβόλα διαμετρήματος 50mm και 75mm αντίστοιχα.
Tα περισσότερα ήταν PzKpfw I, με διμελές πλήρωμα και μηχανική ισχύ 60 ίππων, τα οποία είχαν μόνο δύο πολυβόλα MG-34 των 7,92mm και στερούνταν παντελώς πυροβόλου, ή PzKpfw II, με πυροβόλο των 20mm και ανεπαρκή θωράκιση - άλλωστε, τα ίδια τους τα πληρώματα τα αποκαλούσαν "ατσάλινα φέρετρα". Tα Τσεχικά LT-38 Praga, που έμειναν γνωστά ως PzKpfw 38(t), διέθεταν πυροβόλο των 37mm, ήταν αξιόπιστα μηχανολογικά αλλά ευαίσθητα στις πλάγιες βολές. O Γκουντέριαν στην Πολωνία είχε την ευκαιρία να εφαρμόσει στην πράξη τη θεωρία του. Ως διοικητής του 19ου Σώματος Panzer της 4ης Στρατιάς του Κλούγκε υπήρξε ικανότατος.
H θεωρία του αποτέλεσε αμέσως "σχολή", την οποία ακολούθησαν κι άλλοι ονομαστοί διοικητές, όπως ο Εριχ φον Μάνσταϊν, ο φον Κλάιστ και ο συνταγματάρχης τότε Έρβιν Ρόμελ, που αργότερα την εφάρμοσε πιστά στο βορειοαφρικανικό μέτωπο. Είναι αλήθεια πως όποτε δεν εφαρμόστηκε η θεωρία του Γκουντέριαν, ο Γερμανικός στρατός δοκιμάστηκε σκληρά. O Χίτλερ, εντυπωσιασμένος από την εξέλιξη του πολέμου, ήθελε να δει με τα μάτια του αυτό το θαύμα των Panzer. H ειδικά θωρακισμένη και εξοπλισμένη με αντιεροπορικά των 20mm αμαξοστοιχία του ξεκίνησε από την Πομερανία τη νύχτα της 3ης Σεπτεμβρίου και την επόμενη μέρα προσέγγισε το μέτωπο.
Σε αυτό το τρένο συνάντησε για πρώτη φορά τον Γιοντλ, τον οποίο του σύστησε ο Κάιτελ, κι εντυπωσιάστηκε τόσο από τη γνωριμία, ώστε δεν έπαψε να τον συμβουλεύεται μέχρι το τέλος του πολέμου το 1945. Την 4η Σεπτεμβρίου, ο Χίτλερ συναντήθηκε με το στρατηγό Μποκ, το διοικητή της Ομάδας Στρατιών Βορρά, και τον Ρόμελ για να λάβει αναφορά επί των εξελίξεων του μετώπου. Έτσι άρχισε η περιοδεία του Φύρερ σε περιοχές πολύ εγγύτερες των μαχών, μέσω μίας εξάτροχης Mercedes και με συνοδό τον Γκουντέριαν. Βλέποντας παντού τριγύρω το κατεστραμμένο πολεμικό υλικό του εχθρού και τα συντρίμμια, ρώτησε το στρατηγό δίπλα του:
"Είναι δουλειά της Luftwaffe όλα αυτά;" εννοώντας τα Stuka. O Γκουντέριαν αυτάρεσκα του απάντησε: "Oχι, Φύρερ μου, των Panzer μας". H πιο ριζοσπαστική καινοτομία στη δράση των Panzer σημειώθηκε με αφορμή τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε στο βόρειο μέτωπο η 3η Στρατιά του Κούλερ, τη στιγμή που η προέλασή της προς Βαρσοβία ανακόπηκε στο Μόντλιν. Όταν ο Μποκ, προσπαθώντας να δώσει λύση, διέταξε τον Γκουντέριαν να συνδράμει τις δυνάμεις του Κούλερ, συνάντησε την αμετακίνητη άρνηση του "πατέρα" των Panzer. Αυτός σωστά ισχυρίστηκε ότι η 3η Στρατιά κατά κύριο λόγο ήταν δύναμη πεζικού και ως τέτοια θα δημιουργούσε σημαντική καθυστέρηση στην ταχύτατη ανάπτυξη των αρμάτων του.
Αντιπρότεινε την άμεση υπαγωγή του στη διοίκηση της ομάδας Στρατιών Βορρά και την άδεια να κινηθεί αυτόνομα προς τον ποταμό Νάρεφ και το Μπρεστ-Λίτοβσκ, αποκόπτοντας κάθε πιθανότητα οχύρωσης των Πολωνικών στρατευμάτων πίσω από τον ποταμό Βίσλα. O Μποκ ακολούθησε το σχέδιο του Γκουντέριαν κι έτσι το 19ο Σώμα Τεθωρακισμένων έγινε ο πρώτος στην ιστορία αυτόνομος σχηματισμός αρμάτων μάχης. Είναι γεγονός ότι η σύνθεση των Γερμανικών Panzer Divizionen ήταν περισσότερο ελαστική από τις αντίστοιχες μεραρχίες πεζικού και τις ταξιαρχίες ιππικού των Πολωνών.
Κάθε Πολωνική μεραρχία πεζικού απαρτιζόταν από 3 συντάγματα κι αυτά από 3 τάγματα και 1 τάγμα πολυβόλων, 1 σύνταγμα ελαφρού πυροβολικού, 1 μοίρα βαρέος πυροβολικού, 1 τάγμα μηχανικού, 1 λόχο διαβιβάσεων και 1 αντιεροπορική πυροβολαρχία. Λογικό ήταν να παρουσιαστούν δυσκολίες τόσο στο συντονισμό όσο και στην ταχύτητα αναδίπλωσης όλων αυτών των μονάδων, τη στιγμή που οι τεθωρακισμένες μεραρχίες των Γερμανών είχαν περισσότερο απλουστευμένη και συνεκτική δομή. H 10η Στρατιά διέθετε 2 τεθωρακισμένες μεραρχίες, 2 βαριές και 3 ελαφρές μηχανοκίνητες, τις οποίες μπορούσε εύκολα να χειριστεί από το στρατηγείο του. H 3η Στρατιά διέθετε την τεθωρακισμένη μεραρχία "Kempf", ενώ η 4η του Κλούγκε είχε να επιδείξει 1 τεθωρακισμένη και 2 μηχανοκίνητες.
Κάθε Panzer Divizion διέθετε συνήθως μόνο 2 συντάγματα αρμάτων, με συνολική δύναμη περίπου 300-400 τανκς, εκτός από σπάνιες περιπτώσεις (όπως η τεθωρακισμένη μεραρχία Ανατολικής Πρωσίας, που διέθετε 1 μόνο σύνταγμα 150 αρμάτων). Επίσης, υπήρχαν οι ανεξάρτητες επιλαρχίες (π.χ., η 66η με 85 άρματα) και τα ανεξάρτητα συντάγματα αρμάτων (π.χ., το 25ο με 151 και το 10ο με 74 άρματα αντίστοιχα). Έτσι, εξασφαλιζόταν η ελευθερία κινήσεων των εισβολέων, ο άμεσος συντονισμός και η ανάληψη πρωτοβουλιών των διοικητών. Oι 11 Πολωνικές ταξιαρχίες ιππικού αποτελούνταν η καθεμία από 3 - 4 συντάγματα των 4 ιλών εφόδου και 1 ίλης έφιππης μοίρας πυροβολικού, καθώς επίσης από 1 αντιεροπορική πυροβολαρχία.
Αλλά όπως ήδη τονίστηκε, οι καιροί είχαν αλλάξει. Tο ιππικό πλέον δεν ήταν παρά ένας γραφικός αναχρονισμός. Όμως, οι τεθωρακισμένες δυνάμεις των Πολωνών ήταν υποτυπώδεις. Διέθεταν 170 άρματα 7TP, 50 Renault R-35, 100 Renault FT-17 και περίπου 700 τανκέτες και θωρακισμένα οχήματα. Σε καλύτερη κατάσταση μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ήταν το Πολωνικό πυροβολικό. Διέθετε 1.800 πεδινά πυροβόλα των 75mm, 900 οβιδοβόλα Scoda των 100mm, 250 πυροβόλα των 105mm, 40 των 120mm, 340 οβιδοβόλα των 155mm και 1.200 αντιαρματικά των 37mm. Αυτά τα τελευταία, καθώς κι ένα πλήθος αντιαρματικών τυφεκίων, ήταν τα μόνα που κατόρθωσαν να επιφέρουν πλήγματα εναντίον των Panzer.
Πιο αποτελεσματικά αποδείχθηκαν τα αντιεροπορικά, ιδίως εκείνα των 75mm. Δυστυχώς, μόνο 156 τέτοια διέθεταν οι Πολωνοί κι επιπλέον 300 των 40mm. H αεροπορική δύναμη των Πολωνών ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Από την πλευρά των Γερμανών χρησιμοποιήθηκε ο μισός στόλος της Luftwaffe, 2.000 αεροπλάνα περίπου.
Η Αναζήτηση Ζωτικού ΧώρουH ήττα της Πολωνίας συνοδεύτηκε με μία σειρά οργανωμένων Γερμανικών ενεργειών με σκοπό την καταστροφή της ιντελιγκέντσιας της χώρας, της εξόντωσης, δηλαδή, των εκπροσώπων της κουλτούρας, της πολιτικής και της αριστοκρατίας. Άμεση προτεραιότητα δινόταν στη με κάθε τρόπο αποφυγή ανάπτυξης σωβινιστικών κέντρων, στον εκτοπισμό πληθυσμών Πολωνικής εθνικότητας και άλλων μειονοτήτων ανατολικότερα και στο πρόγραμμα εγκατάστασης όλων των Γερμανικής καταγωγής πληθυσμών, που μέχρι τότε ζούσαν διάσπαρτοι στην Ανατολική Ευρώπη.
Ήδη στις 22 Αυγούστου 1939, συνομιλώντας με τους στρατηγούς του, ο Χίτλερ ανέφερε την "εκμηδένιση του Πολωνικού στρατού" και όχι απλώς τη μετατόπιση των συνόρων Ευρώπης - Ασίας ανατολικότερα. Από την πρώτη κιόλας μέρα της επίθεσης είχε ανακοινώσει στο τάλερους τη θέλησή του να "εκμηδενίσει" ("vernichten") τον Πολωνικό λαό. Αργότερα, κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων, εμπιστεύτηκε στον Μπράουχιτς τη σκέψη του για ίδρυση ενός ανεξάρτητου κράτους της Ουκρανίας κι ενός της Λιθουανίας, όπου σκόπευε να εγκαταστήσει 10.000.000 Πολωνούς.
O Χίτλερ δεν ήταν τόσο αφελής ώστε να εμπιστεύεται όλα αυτά σε τίμιους ανθρώπους της Wehrmacht, επαγγελματίες, δηλαδή, στρατιώτες με υψηλή συναίσθηση του καθήκοντος προς την πατρίδα και ανεπτυγμένη την αντίληψη της στρατιωτικής τιμής, όπως ήταν οι περισσότεροι επιτελείς αξιωματικοί, που άλλωστε δεν τους εμπιστευόταν. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο τα υψηλόβαθμα ναζιστικά στελέχη γνώριζαν τη συμφωνία με τον Στάλιν - πάντως όχι η ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων. Oταν εκδηλώθηκε η εισβολή των Ρώσων, με πρόσχημα την προστασία της Ουκρανικής και Λευκορωσικής μειονότητας, η OKW προσπαθούσε εναγωνίως να κατανοήσει τους σκοπούς τους.
Aκόμη περισσότερο αγνοούσε τα πρωτάκουστα σχέδια για την "φυλετική σταθεροποίηση του Γερμανικού έθνους" και τις διώξεις που ξεκινούσαν σε ολόκληρη την Πολωνική επικράτεια αμέσως μετά την επίσημη λήξη των εχθροπραξιών. Τις αποστολές αυτές ο Χίτλερ τις εμπιστευόταν κατά κύριο λόγο στις δυνάμεις ασφαλείας του Ράιχ - τα SS του Χίμμλερ και τα SD του Χάιντριχ. Mε αφορμή τη δημοσίευση από τους "Times" μίας επιστολής του προέδρου του Εβραϊκού πρακτορείου Weizmann προς τον πρωθυπουργό της Αγγλίας, σύμφωνα με την οποία η Εβραϊκή κοινότητα ετίθετο στο πλευρό της Δύσης προκειμένου να καταπολεμηθεί o ναζισμός, άρχιζε επίσημα η δίωξη κατά των Εβραίων της Πολωνίας (στους οποίους αργότερα συμπεριλήφθηκαν Τσιγγάνοι και σωματικά και πνευματικά καθυστερημένοι της επικράτειας του Ράιχ).
H Wehrmacht δεν θα μπορούσε να ανεχτεί αυτές τις δραστηριότητες των SS και των μυστικών υπηρεσιών του Χίμλερ. Oι στρατηγοί, εκνευρισμένοι, προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να αποστασιοποιηθούν από τέτοιες βάρβαρες πρακτικές. Από τη μεριά τους, οι Χίμλερ και Χάιντριχ δεν παρέλειπαν να υπερτονίζουν ότι λειτουργούσαν αυστηρά εντός των πλαισίων των εντολών του Φύρερ. Σαφώς, όμως, η ηγεσία του Γερμανικού τακτικού στρατού γνώριζε τις φρικαλεότητες των SS και δεν μπορεί να θεωρηθεί άμοιρη ευθυνών, με το σκεπτικό ότι δεν έλαβε ενεργό μέρος σε αυτές. O συνταγματάρχης και μέλος της OKW, Εντβαρντ Βάγκνερ, σημείωσε κάποια στιγμή στο ημερολόγιό του ότι πραγματική πρόθεση του Χίτλερ και του Γκέρινγκ ήταν η εξόντωση του Πολωνικού έθνους.
O συνταγματάρχης Νίκολαους φον Βόρμαν, που κατείχε τη θέση του συνδέσμου αξιωματικού στην OKW, ομολογεί στις σημειώσεις του ότι, παρά το τέλος των εχθροπραξιών, ο Χίτλερ συνέχιζε να κάνει σχέδια για το μέλλον της Πολωνίας, που μπορεί μεν να παρουσιάζουν ενδιαφέρον αλλά δεν επιτρέπεται να "γραφτούν". O ίδιος ο Μπράουχιτς είχε σαφώς πληροφορηθεί τις δραστηριότητες των SS κι αυτό αποδεικνύεται περίτρανα από τις προειδοποιήσεις του ναυάρχου Κανάρις προς τον Κάιτελ, ότι οι διώξεις και εκτελέσεις των ανώτατου κλήρου και των αριστοκρατών της Πολωνίας θα στιγμάτιζαν ανεπανόρθωτα την καλή φήμη της Wehrmacht.
O Κάιτελ τότε τον καθησύχασε, λέγοντας να αφήσει την "βρόμικη" δουλειά στα SS και την Gestapo, που με τη δημιουργία ειδικών κέντρων πολιτικής εξουσίας θα οργάνωνε τη δημογραφική εξόντωση των Πολωνών. Άλλωστε, πριν ακόμη την έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων, ο ίδιος ο Franz Halder μιλούσε για "συντριπτική νίκη" ("Zermalment") της Γερμανίας και ανάθεση στα SS των ενεργειών φυλετικής κάθαρσης του πληθυσμού της Πολωνίας κατά την κατοχική περίοδο. O Χίτλερ δεν είχε επίσημα διατάξει την "τελική λύση" της εξόντωσης των Εβραίων της Πολωνίας εκείνη την εποχή.
Παρά τα φραστικά πυροτεχνήματά του και τις απειλές που εκστόμιζε εναντίον τους, το μόνο που φανταζόταν προς το παρόν ήταν η εκτόπισή τους σε κάποιες περιοχές. Ανάλογες ήταν και οι διαταγές που έδωσε στον Χάιντριχ, ώστε να τοποθετηθούν οι Πολωνοεβραίοι σε μία ζώνη όσο το δυνατόν πλησιέστερα προς τα Ρωσικά σύνορα. O Μπράουχιτς το μόνο που απαίτησε ήταν να μην ενοχλήσουν το έργο και τις κινήσεις του τακτικού στρατού. Mε την ευκαιρία του πολέμου, ο Χίτλερ άρχισε πάλι να σκέφτεται το ζήτημα της ευθανασίας χιλιάδων τροφίμων στα Γερμανικά νοσηλευτήρια, προκειμένου "να εξυπηρετηθούν οι νοσηλευτικές ανάγκες των τραυματιών του πολέμου".
Kατά ομολογία του προσωπικού γιατρού του, Καρλ Μπραντ, ο Χίτλερ υπολόγιζε σε μία ανώδυνη εξόντωση τουλάχιστον των μισών από τους ήδη νοσηλευόμενους αναπήρους πάσης φύσεως με τη μέθοδο της ευθανασίας. Άλλωστε, μπροστά στη θέα των τραυματισμένων τέκνων της Γερμανίας, που επέστρεφαν με τις δάφνες της νίκης στην πατρίδα για να νοσηλευτούν, ποιος θα ασχολιόταν με την άσπλαχνη τύχη των διανοητικά, ψυχικά και σωματικά διαταραγμένων, που τώρα συγκεντρώνονταν σε μία πορεία προς το θάνατο, όμοια με αυτή που επιφυλασσόταν για τους μισητούς Πολωνούς;
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ Β' ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ18 Σεπτεμβρίου 1931: Η Ιαπωνία εισβάλλει στη Μαντζουρία.
2 Οκτωβρίου 1935 - Μάιος 1936: Η φασιστική Ιταλία εισβάλλει στην Αιθιοπία, την κατακτά και την προσαρτά.
25 Οκτωβρίου - 1 Νοεμβρίου 1936: Η ναζιστική Γερμανία και η φασιστική Ιταλία υπογράφουν σύμφωνο συνεργασίας στις 25 Οκτωβρίου. Την 1η Νοεμβρίου, ανακοινώνεται ο Άξονας Ρώμης - Βερολίνου.
25 Νοεμβρίου 1936: Η ναζιστική Γερμανία και η ιμπεριαλιστική Ιαπωνία υπογράφουν το Σύμφωνο κατά της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Σύμφωνο Αντι-Κομιντέρν), το οποίο στρεφόταν εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος.
7 Ιουλίου 1937: Η Ιαπωνία εισβάλλει στην Κίνα, ξεκινώντας τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο στον Ειρηνικό.
11 - 13 Μαρτίου 1938: Η Γερμανία ενσωματώνει την Αυστρία στην Anschluss («Ένωση»).
29 Σεπτεμβρίου 1938: Η Γερμανία, η Ιταλία, η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία υπογράφουν τη Συμφωνία του Μονάχου, με την οποία αναγκάζουν τη Δημοκρατία της Τσεχοσλοβακίας να εκχωρήσει τη Σουδητία, συμπεριλαμβανομένων των νευραλγικών αμυντικών στρατιωτικών θέσεων της Τσεχοσλοβακίας, στη ναζιστική Γερμανία.
14 - 15 Μαρτίου 1939: Υπό την πίεση της Γερμανίας, οι Σλοβάκοι κηρύσσουν την ανεξαρτησία τους και ιδρύουν τη Δημοκρατία της Σλοβακίας. Οι Γερμανοί καταλαμβάνουν τα υπόλοιπα εδάφη της Τσεχοσλοβακίας παραβιάζοντας τη Συμφωνία του Μονάχου και ιδρύουν το Προτεκτοράτο της Βοημίας και Μοραβίας.
31 Μαρτίου 1939: Η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία εγγυώνται την ακεραιότητα των συνόρων της Πολωνίας.
7 - 15 Απριλίου 1939: Η φασιστική Ιταλία εισβάλλει στην Αλβανία και την προσαρτά.
23 Αυγούστου 1939: Η ναζιστική Γερμανία και η Σοβιετική Ένωση υπογράφουν σύμφωνο μη επίθεσης και ένα μυστικό συμπληρωματικό πρωτόκολλο, μοιράζοντας την ανατολική Ευρώπη σε σφαίρες επιρροής.
1 Σεπτεμβρίου 1939: Η Γερμανία εισβάλλει στην Πολωνία, ξεκινώντας τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ευρώπη.
3 Σεπτεμβρίου 1939: Τιμώντας την εγγύηση τους για τα Πολωνικά σύνορα, η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία κηρύσσουν τον πόλεμο στη Γερμανία.
17 Σεπτεμβρίου 1939: Η Σοβιετική Ένωση εισβάλλει στην Πολωνία από τα ανατολικά.
27 - 29 Σεπτεμβρίου 1939: Η Βαρσοβία συνθηκολογεί στις 27 Σεπτεμβρίου. Η Πολωνική κυβέρνηση καταφεύγει εξόριστη στη Ρουμανία. Η Γερμανία και η Σοβιετική Ένωση μοιράζουν την Πολωνία μεταξύ τους.
30 Νοεμβρίου 1939 - 12 Μαρτίου 1940: Η Σοβιετική Ένωση εισβάλλει στη Φινλανδία, ξεκινώντας τον λεγόμενο Πόλεμο του Χειμώνα. Οι Φιλανδοί ζητούν συνθηκολόγηση και αναγκάζονται να εκχωρήσουν στη Σοβιετική Ένωση τις βόρειες ακτές της λίμνης Λάγκοντα και τη μικρή Φιλανδική ακτογραμμή στην Αρκτική Θάλασσα.
9 Απριλίου 1940 - 9 Ιουνίου 1940: Η Γερμανία εισβάλλει στη Δανία και τη Νορβηγία. Η Δανία συνθηκολογεί την ημέρα της επίθεσης. Η Νορβηγία αντιστέκεται έως τις 9 Ιουνίου.
10 Μαΐου 1940 - 22 Ιουνίου 1940: Η Γερμανία επιτίθεται στη δυτική Ευρώπη - τη Γαλλία και τις ουδέτερες Κάτω Χώρες. Το Λουξεμβούργο καταλαμβάνεται στις 10 Μαΐου. Η Ολλανδία συνθηκολογεί στις 14 Μαΐου, ενώ το Βέλγιο στις 28 Μαΐου. Στις 22 Ιουνίου, η Γαλλία υπογράφει συμφωνία εκεχειρίας, με την οποία το νότιο μισό της χώρας και ολόκληρη η ακτογραμμή του Ατλαντικού περνάει στην κατοχή των Γερμανών. Στη νότια Γαλλία, εγκαθιδρύεται ένα καθεστώς δωσίλογων, με πρωτεύουσα το Βισύ.
10 Ιουνίου 1940: Η Ιταλία μπαίνει στον πόλεμο. Στις 21 Ιουνίου, η Ιταλία εισβάλλει στη νότια Γαλλία.
28 Ιουνίου 1940: Η Σοβιετική Ένωση αναγκάζει τη Ρουμανία να εκχωρήσει την ανατολική επαρχία Βεσσαραβία και το βόρειο μισό της επαρχίας Βουκοβίνα στη Σοβιετική Ουκρανία.
14 Ιουνίου 1940 - 6 Αυγούστου 1940: Η Σοβιετική Ένωση καταλαμβάνει τα κράτη της Βαλτικής στις 14 - 18 Ιουνίου, σχεδιάζοντας κομμουνιστικά πραξικοπήματα σε κάθε ένα από αυτά στις 14 - 15 Ιουλίου και, στη συνέχεια, τα προσαρτά ως Σοβιετικές Δημοκρατίες στις 3 - 6 Αυγούστου.
10 Ιουλίου 1940 - 31 Οκτωβρίου 1940: Οι αεροπορικές επιθέσεις που έμειναν στην ιστορία με την ονομασία «Μάχη της Βρετανίας» λήγουν με ήττα της ναζιστικής Γερμανίας.
30 Αυγούστου 1940: Δεύτερη διαιτησία της Βιέννης: Η Γερμανία και η Ιταλία ενεργούν ως διαιτητές στη λήψη απόφασης σχετικά με την αμφισβητούμενη επαρχία της Τρανσυλβανίας μεταξύ Ρουμανίας και Ουγγαρίας. Η απώλεια της βόρειας Τρανσυλβανίας αναγκάζει τον Ρουμάνο βασιλιά Κάρολο να παραιτηθεί από το θρόνο υπέρ του γιου του Μιχαήλ. Την εξουσία αναλαμβάνει ένα δικτατορικό καθεστώς υπό τον στρατηγό Ίον Αντονέσκου.
13 Σεπτεμβρίου 1940: Οι Ιταλοί εισβάλλουν στην υπό Βρετανικό έλεγχο Αίγυπτο μέσω της Λιβύης που βρισκόταν υπό τον έλεγχό τους.
27 Σεπτεμβρίου 1940: Η Γερμανία, η Ιταλία και η Ιαπωνία υπογράφουν το Τριμερές Σύμφωνο.
Οκτώβριος 1940: Η Ιταλία εισβάλλει στην Ελλάδα από την Αλβανία στις 28 Οκτωβρίου.
Νοέμβριος 1940: Η Σλοβακία (23 Νοεμβρίου), η Ουγγαρία (20 Νοεμβρίου) και η Ρουμανία (22 Νοεμβρίου) προσχωρούν στον Άξονα.
Φεβρουάριος 1941: Οι Γερμανοί στέλνουν το Afrika Korps (Σώμα της Αφρικής) στη Βόρεια Αφρική, για να ενισχύσουν τους Ιταλούς που παραπαίουν.
1 Μαρτίου 1941: Η Βουλγαρία προσχωρεί στον Άξονα.
6 Απριλίου 1941 - Ιούνιος 1941: Η Γερμανία, η Ιταλία, η Ουγγαρία και η Βουλγαρία εισβάλλουν στη Γιουγκοσλαβία και τη διαμελίζουν. Η Γιουγκοσλαβία συνθηκολογεί στις 17 Απριλίου. Γερμανία και Βουλγαρία εισβάλλουν στην Ελλάδα, για να υποστηρίξουν τους Ιταλούς. Η αντίσταση της Ελλάδας τερματίζει στις αρχές Ιουνίου 1941.
10 Απριλίου 1941: Οι ηγέτες του τρομοκρατικού κινήματος Ουστάσι ανακηρύσσουν ανεξάρτητο κράτος, το επονομαζόμενο Ανεξάρτητο Κράτος της Κροατίας. Το νέο κράτος, το οποίο Γερμανία και Ιταλία αναγνωρίζουν αμέσως, περιλαμβάνει την επαρχία της Βοσνίας - Ερζεγοβίνης. Η Κροατία προσχωρεί επισήμως στις δυνάμεις του Άξονα στις 15 Ιουνίου 1941.
22 Ιουνίου 1941 - Νοέμβριος 1941: Η ναζιστική Γερμανία και οι σύμμαχοί της στον Άξονα (πλην της Βουλγαρίας) εισβάλλουν στη Σοβιετική Ένωση. Η Φινλανδία, που αποζητά αποκατάσταση για τις εδαφικές απώλειες από τη συνθηκολόγηση που έδωσε τέλος στον Πόλεμο του Χειμώνα, προσχωρεί στον Άξονα λίγο πριν την εισβολή. Οι Γερμανοί νικούν γρήγορα τα κράτη της Βαλτικής και, με τους Φιλανδούς στο πλευρό τους, έως τον Σεπτέμβριο πολιορκούν το Λένινγκραντ (Αγία Πετρούπολη). Στα κεντρικά, στις αρχές Αυγούστου οι Γερμανοί καταλαμβάνουν το Σμόλενσκ και έως τον Οκτώβριο κατευθύνονται προς τη Μόσχα. Στα νότια, Γερμανικά και Ρουμανικά στρατεύματα καταλαμβάνουν τον Σεπτέμβριο το Κίεβο, ενώ τον Νοέμβριο καταλαμβάνουν το Ροστόφ επί του ποταμού Ντον.
6 Δεκεμβρίου 1941: Μια Σοβιετική αντεπίθεση αναγκάζει τους Γερμανούς σε άτακτη υποχώρηση από τα προάστια της Μόσχας.
7 Δεκεμβρίου 1941: Η Ιαπωνία βομβαρδίζει το Περλ Χάρμπορ.
8 Δεκεμβρίου 1941: Οι Ηνωμένες Πολιτείες κηρύσσουν τον πόλεμο στην Ιαπωνία και εισέρχονται στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ιαπωνικά στρατεύματα αποβιβάζονται στις Φιλιππίνες, στη Γαλλική Ινδοκίνα (Βιετνάμ, Λάος, Καμπότζη) και στη Βρετανική Σιγκαπούρη. Μέχρι τον Απρίλιο του 1942, οι Φιλιππίνες, η Ινδοκίνα και η Σιγκαπούρη έχουν πέσει στην Ιαπωνική κατοχή.
11 - 13 Δεκεμβρίου 1941: Η ναζιστική Γερμανία και οι σύμμαχοί της στον Άξονα κηρύσσουν πόλεμο στις Ηνωμένες Πολιτείες.
30 Μαΐου 1942 - Μάιος 1945: Οι Βρετανοί βομβαρδίζουν την Κολωνία, μεταφέροντας για πρώτη φορά τον πόλεμο στα εδάφη της Γερμανίας. Τα επόμενα τρία χρόνια, οι Αγγλοαμερικανικοί βομβαρδισμοί μετατρέπουν σε χαλάσματα τις αστικές περιοχές της Γερμανίας.
Ιούνιος 1942: Το Βρετανικό και το Αμερικανικό ναυτικό σταματούν την Ιαπωνική ναυτική επέλαση στον κεντρικό Ειρηνικό στη νήσο Μίντγουεϊ.
28 Ιουνίου 1942 - Σεπτέμβριος 1942: Η Γερμανία και οι σύμμαχοί της στον Άξονα εξαπολύουν νέα επίθεση εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης. Έως τα μέσα Σεπτεμβρίου, τα Γερμανικά στρατεύματα φτάνουν πολεμώντας στο Στάλινγκραντ (Βόλγκογκραντ) στον ποταμό Βόλγα και διεισδύουν βαθιά στον Καύκασο, έχοντας πρώτα εξασφαλίσει κυριότητα στη χερσόνησο της Κριμαίας.
Αύγουστος - Νοέμβριος 1942: Τα Αμερικανικά στρατεύματα σταματούν τους Ιάπωνες που προέλαυναν μεταπηδώντας από νησί σε νησί προς την Αυστραλία στο Γκουανταλκανάλ των Νησιών του Σολομώντα.
23 - 24 Οκτωβρίου 1942: Τα Βρετανικά στρατεύματα νικούν Γερμανούς και Ιταλούς στο Ελ Αλαμέιν της Αιγύπτου, αναγκάζοντας τις δυνάμεις τους Άξονα σε άτακτη υποχώρηση στα ανατολικά σύνορα της Τυνησίας μέσω Λιβύης.
8 Νοεμβρίου 1942: Αμερικανικά και Βρετανικά στρατεύματα αποβιβάζονται σε διάφορα σημεία των ακτών της Αλγερίας και του Μαρόκου στη Γαλλική Βόρεια Αφρική. Η αποτυχία των στρατευμάτων της Γαλλίας του Βισύ να αμυνθούν εναντίον της εισβολής δίνει τη δυνατότητα στους Συμμάχους να κινηθούν γρήγορα προς τα δυτικά σύνορα της Τυνησίας και οδηγεί στη Γερμανική κατάληψη της νότιας Γαλλίας στις 11 Νοεμβρίου.
23 Νοεμβρίου 1942 - 2 Φεβρουαρίου 1943: Τα Σοβιετικά στρατεύματα αντεπιτίθενται, διαπερνώντας τις Ουγγρικές και Ρουμανικές γραμμές βορειοδυτικά και νοτιοδυτικά του Στάλινγκραντ, παγιδεύοντας τη Γερμανική Έκτη Στρατιά στην πόλη. Καθώς οι Χίτλερ τούς είχε απαγορεύσει να υποχωρήσουν ή να προσπαθήσουν να διαφύγουν από τον Σοβιετικό δακτύλιο, οι επιζώντες της Έκτης Στρατιάς παραδόθηκαν στις 30 Ιανουαρίου και 2 Φεβρουαρίου 1943.
13 Μαΐου 1943: Οι δυνάμεις του Άξονα στην Τυνησία παραδίνονται στους Συμμάχους, βάζοντας τέλος στην εκστρατεία της Βόρειας Αφρικής.
10 Ιουλίου 1943: Αμερικανικά και Βρετανικά στρατεύματα αποβιβάζονται στη Σικελία. Έως τα μέσα Αυγούστου, οι Σύμμαχοι θέτουν τη Σικελία υπό τον έλεγχό τους.
5 Ιουλίου 1943: Οι Γερμανοί εξαπολύουν μια τεράστια επίθεση με τεθωρακισμένα στο Κουρσκ της Σοβιετικής Ένωσης. Οι Σοβιετικοί αποκρούουν την επίθεση μέσα σε μία εβδομάδα και εξαπολύουν και αυτοί με τη σειρά τους επίθεση.
25 Ιουλίου 1943: Το Μεγάλο Συμβούλιο του Ιταλικού φασιστικού κόμματος ανατρέπει τον Μπενίτο Μουσολίνι, δίνοντας τη δυνατότητα στον Ιταλό στρατάρχη Πιέτρο Μπαντόλιο να σχηματίσει καινούργια κυβέρνηση.
8 Σεπτεμβρίου 1943: Η κυβέρνηση Μπαντόλιο συνθηκολογεί άνευ όρων με τους Συμμάχους. Οι Γερμανοί αναλαμβάνουν αμέσως τον έλεγχο της Ρώμης και της βόρειας Ιταλίας, εγκαθιδρύοντας ένα φασιστικό καθεστώς - μαριονέτα υπό τον Μουσολίνι, τον οποίο είχαν απελευθερώσει Γερμανοί κομάντος στις 12 Σεπτεμβρίου.
9 Σεπτεμβρίου 1943: Συμμαχικά στρατεύματα αποβιβάζονται στις ακτές του Σαλέρνο κοντά στη Νάπολη.
6 Νοεμβρίου 1943: Σοβιετικά στρατεύματα απελευθερώνουν το Κίεβο.
22 Ιανουαρίου 1944: Συμμαχικά στρατεύματα αποβιβάζονται επιτυχώς κοντά στο Άντσιο, λίγο νότια της Ρώμης.
19 Μαρτίου 1944: Φοβούμενοι ότι η Ουγγαρία σκοπεύει να εγκαταλείψει τη συμμαχία του Άξονα, οι Γερμανοί καταλαμβάνουν την Ουγγαρία και αναγκάζουν τον αντιβασιλιά, ναύαρχο Μίκλος Χόρθι, να διορίσει πρόεδρο έναν φιλογερμανό υπουργό.
4 Ιουνίου 1944: Συμμαχικά στρατεύματα απελευθερώνουν τη Ρώμη. Εντός έξι εβδομάδων, για πρώτη φορά Αγγλοαμερικανικά βομβαρδιστικά καταφέρνουν να χτυπήσουν στόχους στην ανατολική Γερμανία.
6 Ιουνίου 1944: Βρετανικά και Αμερικανικά στρατεύματα αποβιβάζονται επιτυχώς στις ακτές της Νορμανδίας στη Γαλλία, ανοίγοντας ένα «Δεύτερο μέτωπο» εναντίον των Γερμανών.
22 Ιουνίου 1944: Οι Σοβιετικοί εξαπολύουν μαζική επίθεση στην ανατολική Λευκορωσία, καταστρέφοντας τη Γερμανική Ομάδα Στρατιών «Κέντρο» και κατευθύνονται δυτικά προς τον ποταμό Βιστούλα και τη Βαρσοβία στην κεντρική Πολωνία έως την 1η Αυγούστου.
25 Ιουλίου 1944: Αγγλοαμερικανικές δυνάμεις προελαύνουν πέρα από το προγεφύρωμα της Νορμανδίας και κατευθύνονται ανατολικά προς το Παρίσι.
1 Αυγούστου 1944 - 5 Οκτωβρίου 1944: Ο μη κομμουνιστικός αντιστασιακός Στρατός της Πατρίδας εξεγείρεται εναντίον των Γερμανών, σε μια προσπάθεια να απελευθερώσει τη Βαρσοβία πριν την άφιξη των Σοβιετικών στρατευμάτων. Η επέλαση των Σοβιετικών σταματά στην ανατολική όχθη του Βιστούλα. Στις 5 Οκτωβρίου, οι Γερμανοί δέχονται την παράδοση των εναπομείναντων δυνάμεων του Στρατού της Πατρίδας που μάχονταν στη Βαρσοβία.
15 Αυγούστου 1944: Συμμαχικές δυνάμεις αποβιβάζονται στη νότια Γαλλία κοντά στη Νίκαια και προελαύνουν γρήγορα προς τον ποταμό Ρήνο στα βορειοανατολικά.
20 - 25 Αυγούστου 1944: Συμμαχικές δυνάμεις φτάνουν στο Παρίσι. Στις 25 Αυγούστου, δυνάμεις των Ελεύθερων Γάλλων, με τη στήριξη συμμαχικών στρατευμάτων, εισέρχονται στη Γαλλική πρωτεύουσα. Έως τον Σεπτέμβριο, οι Σύμμαχοι φτάνουν στα Γερμανικά σύνορα. Έως τον Δεκέμβριο, σχεδόν όλη η Γαλλία, το μεγαλύτερο τμήμα του Βελγίου και τμήμα της νότιας Ολλανδίας έχουν απελευθερωθεί.
23 Αυγούστου 1944: Η εμφάνιση των Σοβιετικών στρατευμάτων στον ποταμό Προύθο οδηγεί τη Ρουμανική αντιπολίτευση να ανατρέψει το καθεστώς Αντονέσκου. Η νέα κυβέρνηση συνθηκολογεί και αμέσως συντάσσεται με την άλλη αντιμαχόμενη πλευρά. Η μεταστροφή της Ρουμανίας αναγκάζει στις 8 Σεπτεμβρίου τη Βουλγαρία να συνθηκολογήσει και τον Οκτώβριο τους Γερμανούς να εγκαταλείψουν την Ελλάδα, την Αλβανία και τη νότια Γιουγκοσλαβία.
29 Αυγούστου 1944 - 28 Οκτωβρίου 1944: Υπό την ηγεσία του Σλοβακικού Εθνικού Συμβουλίου, το οποίο αποτελείται από κομμουνιστές και μη κομμουνιστές, μονάδες της Σλοβάκικης αντίστασης εξεγείρονται εναντίον των Γερμανών και του εγχώριου φασιστικού Σλοβάκικου καθεστώτος. Στα τέλη Οκτωβρίου, οι Γερμανοί καταλαμβάνουν την πόλη Banská Bystrica, όπου βρίσκεται το αρχηγείο της εξέγερσης, και βάζουν τέρμα στην οργανωμένη αντίσταση.
12 Σεπτεμβρίου 1944: Η Φινλανδία υπογράφει συνθηκολόγηση με τη Σοβιετική Ένωση, εγκαταλείποντας τον Άξονα.
20 Οκτωβρίου 1944: Αμερικανικά στρατεύματα αποβιβάζονται στις Φιλιππίνες.
15 Οκτωβρίου 1944: Το Ουγγρικό φασιστικό κίνημα Σταυρωτά Βέλη πραγματοποιεί πραξικόπημα με τη στήριξη των Γερμανών, με σκοπό να αποτρέψει την Ουγγρική κυβέρνηση από τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων για παράδοση της στους Σοβιετικούς.
16 Δεκεμβρίου 1944: Οι Γερμανοί εξαπολύουν μια τελευταία επίθεση στη δύση, γνωστή ως Μάχη των Αρδεννών, σε μια απόπειρα να καταλάβουν εκ νέου το Βέλγιο και να διαχωρίσουν τις δυνάμεις των Συμμάχων κατά μήκος των Γερμανικών συνόρων. Έως την 1η Ιανουαρίου 1945, οι Γερμανοί έχουν αρχίσει να υποχωρούν.
12 Ιανουαρίου 1945: Οι Σοβιετικοί εξαπολύουν νέα επίθεση, απελευθερώνοντας τον Ιανουάριο τη Βαρσοβία και την Κρακοβία. Στις 13 Φεβρουαρίου καταλαμβάνουν τη Βουδαπέστη μετά από πολιορκία δύο μηνών, εκδιώκοντας τους Γερμανούς και τους Ούγγρους συνεργάτες τους από την Ουγγαρία στις αρχές Απριλίου. Με την κατάληψη της Μπρατισλάβα στις 4 Απριλίου, πετυχαίνουν την παράδοση της Σλοβακίας και στις 13 Απριλίου καταλαμβάνουν τη Βιέννη.
7 Μαρτίου 1945: Αμερικανικά στρατεύματα διασχίζουν τον ποταμό Ρήνο στο Ρέμαγκεν.
16 Απριλίου 1945: Οι Σοβιετικοί εξαπολύουν την τελική τους επίθεση, περικυκλώνοντας το Βερολίνο.
Απρίλιος 1945: Μονάδες παρτιζάνων, υπό την καθοδήγηση του Γιουγκοσλάβου κομμουνιστή ηγέτη Γιόσιπ Τίτο, καταλαμβάνουν το Ζάγκρεμπ και ανατρέπουν το καθεστώς των Ουστάσι. Τα κορυφαία στελέχη των Ουστάσι διαφεύγουν σε Ιταλία και Αυστρία.
30 Απριλίου 1945: Ο Χίτλερ αυτοκτονεί.
7 Μαΐου 1945: Η Γερμανία συνθηκολογεί με τους δυτικούς Συμμάχους.
9 Μαΐου 1945: Η Γερμανία συνθηκολογεί με τους Σοβιετικούς.
Μάιος 1945: Συμμαχικά στρατεύματα καταλαμβάνουν την Οκινάουα, το τελευταίο νησί πριν τα νησιά της Ιαπωνίας.
6 Αυγούστου 1945: Οι Ηνωμένες Πολιτείες ρίχνουν μια ατομική βόμβα στη Χιροσίμα.
8 Αυγούστου 1945: Η Σοβιετική Ένωση κηρύσσει πόλεμο στην Ιαπωνία και εισβάλλει στη Μαντζουρία.
9 Αυγούστου 1945: Οι Ηνωμένες Πολιτείες ρίχνουν μια ατομική βόμβα στο Ναγκασάκι.
2 Σεπτεμβρίου 1945: Έχοντας συμφωνήσει επί της αρχής για άνευ όρων συνθηκολόγηση στις 14 Αυγούστου 1945, η Ιαπωνία συνθηκολογεί επισήμως, θέτοντας τέλος στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.