Τρίτη 10 Μαρτίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἑκάβη (681-725)

ΕΚ. οἴμοι, βλέπω δὴ παῖδ᾽ ἐμὸν τεθνηκότα,
Πολύδωρον, ὅν μοι Θρῂξ ἔσῳζ᾽ οἴκοις ἀνήρ.
ἀπωλόμην δύστηνος, οὐκέτ᾽ εἰμὶ δή.
ὦ τέκνον τέκνον,
685 αἰαῖ, κατάρχομαι γόων,
βακχεῖον ἐξ ἀλάστορος
ἀρτιμαθῆ νόμον.
ΧΟ. ἔγνως γὰρ ἄτην παιδός, ὦ δύστηνε σύ;
ΕΚ. ἄπιστ᾽ ἄπιστα, καινὰ καινὰ δέρκομαι.
690 ἕτερα δ᾽ ἀφ᾽ ἑτέρων κακὰ κακῶν κυρεῖ,
οὐδέ ποτ᾽ ἀστένακτος ἀδάκρυτος ἁ-
μέρα [μ᾽] ἐπισχήσει.
ΧΟ. δείν᾽, ὦ τάλαινα, δεινὰ πάσχομεν κακά.
ΕΚ. ὦ τέκνον τέκνον ταλαίνας ματρός,
695 τίνι μόρῳ θνῄσκεις,
τίνι πότμῳ κεῖσαι,
πρὸς τίνος ἀνθρώπων;
ΘΕ. οὐκ οἶδ᾽· ἐπ᾽ ἀκταῖς νιν κυρῶ θαλασσίαις.
ΕΚ. ἔκβλητον, ἢ πέσημα φοινίου δορός,
700 ἐν ψαμάθῳ λευρᾷ;
ΘΕ. πόντου νιν ἐξήνεγκε πελάγιος κλύδων.
ΕΚ. ὤμοι αἰαῖ, ἔμαθον ἐνύπνιον ὀμμάτων
ἐμῶν ὄψιν, οὔ με παρέβα φά-
705 σμα μελανόπτερον,
ἃν ἐσεῖδον ἀμφὶ σ᾽,
ὦ τέκνον, οὐκέτ᾽ ὄντα Διὸς ἐν φάει.
ΧΟ. τίς γάρ νιν ἔκτειν᾽; οἶσθ᾽ ὀνειρόφρων φράσαι;
710 ΕΚ. ἐμὸς ἐμὸς ξένος, Θρῄκιος ἱππότας,
ἵν᾽ ὁ γέρων πατὴρ ἔθετό νιν κρύψας.
ΧΟ. οἴμοι, τί λέξεις; χρυσὸν ὡς ἔχοι κτανών;
ΕΚ. ἄρρητ᾽ ἀνωνόμαστα, θαυμάτων πέρα,
715 οὐχ ὅσι᾽ οὐδ᾽ ἀνεκτά. ποῦ δίκα ξένων;
ὦ κατάρατ᾽ ἀνδρῶν, ὡς διεμοιράσω
χρόα, σιδαρέῳ τεμὼν φασγάνῳ
720 μέλεα τοῦδε παιδὸς οὐδ᾽ ᾠκτίσω.
ΧΟ. ὦ τλῆμον, ὥς σε πολυπονωτάτην βροτῶν
δαίμων ἔθηκεν ὅστις ἐστί σοι βαρύς.
ἀλλ᾽ εἰσορῶ γὰρ τοῦδε δεσπότου δέμας
725 Ἀγαμέμνονος, τοὐνθένδε σιγῶμεν, φίλαι.

***
ΕΚΑΒΗ
Αλί, βλέπω τον γιο μου πεθαμένο,
τον Πολύδωρο, που ο Θρακιώτης εκείνος
μου τον φύλαε στο σπίτι του· χάθηκα,
η βαριόμοιρη, δεν είναι πια για να ζήσω.
Ω παιδί μου, παιδί μου,
οϊμένα, το μοιρολόγι με πνίγει,
ο ξέφρενος σκοπός, που ένας δαίμονας
του ολέθρου τον σώριασε μέσα μου.
ΒΑΓΙΑ
Δύστυχη, που δεν ήξερες του παιδιού σου τη μοίρα.
ΕΚΑΒΗ
Απίστευτα, δεν τα χωράει ο νους μου
όσα παράξενα θωρώ.
690 Οι συμφορές ακολουθούν τις συμφορές.
Ποτέ δεν θά ᾽ρθει για μένα μια μέρα
χωρίς δάκρυα, χωρίς στεναγμούς.
ΧΟΡΟΣ
Φοβερά είναι τα πάθια μας, δύστυχη.
ΕΚΑΒΗ
Ω παιδί μου, παιδί βαριόμοιρης μάνας,
ποιό ριζικό σε σκότωσε;
ποιός θάνατος σε βρήκε;
ποιός κακούργος το μπόρεσε;
ΒΑΓΙΑ
Δεν το ξέρω. Τον βρήκα στο ακρογιάλι.
ΕΚΑΒΗ
Απ᾽ το κύμα βγαλμένον στη στρωτή αμμουδιά,
700 ή από κοντάρι φονικό πεσμένον;
ΒΑΓΙΑ
Η φουσκοθαλασσιά τον είχε βγάλει.
ΕΚΑΒΗ
Οϊμένα, τώρα την ξηγώ
την υπνοφαντασιά μου·
κι ο ίσκιος ο μαυρόφτερος,
που είδα για σε, παιδί μου,
δεν βγήκε ψέμα, αφού το φως
τ᾽ ουρανού, τώρα πια, δεν θωρείς.
ΧΟΡΟΣ
Ποιός τον εσκότωσε, σου ᾽χει πει τ᾽ όνειρό σου;
ΕΚΑΒΗ
Φίλος μας, φίλος μας, ο αλογολάτης
710 Θρακιώτης το ᾽πραξε· σ᾽ αυτόν ο γέρος
γονιός τον είχε μπιστευτεί, να τον φυλάξει.
ΧΟΡΟΣ
Τί θες να πεις; Για το χρυσάφι τον αφάνισε;
ΕΚΑΒΗ
Πώς να τα πεις τ᾽ ανείπωτα;
Πώς να ιστορήσεις όσα
δεν βάζει ο νους; το κρίμα
το αβάσταχτο; Και πού ᾽ναι ο ιερός
ο νόμος, που τους ξένους προστατεύει;
Άντρα καταραμένε, πώς το μπόρεσες
τη σάρκα ενός παιδιού να μακελέψεις
με σίδερο, ούτε λίγο σπλάχνος
720 δεν είχες μέσα σου;
ΧΟΡΟΣ
Δόλια, κάποιος θεός, σκληρός μαζί σου,
σου φύλαε τόσα πάθη, που άλλος άνθρωπος
δεν γνώρισε.
Όμως, ας κλείσουμε το στόμα,
φίλες μου, βλέπω τον αφέντη τον Αγαμέμνονα.

Μακεδονία εν μύθοις φθεγγομένη: Μύθοι τοπικοί, Ποταμοί - Αξιός

Γνωρίζουμε από τον Όμηρο ότι ο Αξιός ήταν πλατύς, ότι είχε «ωραιότατο νερό» (Β 848-850) και ότι έκανε «βαθιά στροβιλίσματα» (Φ 143), ότι από «τη μακρινή Αμυδώνα, από τα μέρη του Αξιού» προέρχονταν οι Παίονες «με τα αγκυλωτά τόξα» (Β 848-850) «που φορούσαν περικεφαλαίες με αλογοουρά» (Π 287-288) και ότι τους συνόδευε ο Πυραίχμης, τον οποίο χτύπησε με δόρυ ο Πάτροκλος. Εκτός από τον Πυραίχμη αναφέρεται και ο Αστεροπαίος, γιος του Πηλεγόνη που κι αυτός με τη σειρά του ήταν γιος του Αξιού (Πέλλα). Στους μύθους δηλαδή που παραδίδει ο Όμηρος περιλαμβάνεται και ο έρωτας του ποταμού με τη μεγαλύτερη κόρη του Ακεσσαμενού, βασιλιά της γειτονικής στον Αξιό Πιερίας, την Περίβοια (Φ 143). Ο ίδιος ο Αστεροπαίος δηλώνει στον Αχιλλέα:
Η γενιά μου κατάγεται από τον πλατύροο Αξιό, εκείνον τον Αξιό που το ωραιότατο νερό του τρέχει πάνω στη γη. Αυτός γέννησε τον Πηλεγόνη, ικανό στο δόρυ. Κι αυτός λένε ότι γέννησε εμένα. (Ιλιάδα Φ 154-160)
Αξιός και Μεγάλοι Θεοί της Σαμοθράκης είναι πιθανό ότι συνδέονται μεταξύ τους ως προς την ουσία τους ως υδάτινες θεότητες που χαρίζουν γονιμότητα αλλά και ετυμολογικά. Τα μυστικά ονόματα των τριών από τους τέσσερις, όπως παραδίδονται από τον γεωγράφο του 3ου αι. π.Χ., Μνασέα, Αξίερος, Αξιόκερσα, Αξιόκερσος –ο τέταρτος είναι ο Καδμίλος– προδίδουν ρίζες εντοπιότητας.

Η ετυμολογία των ονομάτων των τριών πρώτων θεοτήτων με πρώτο συνθετικό τη συλλαβή αξ-, είναι δηλωτική του άξιου, του προσήκοντος (Αξ-ίερος, Αξ-ιόκερσος, Αξ-ιόκερσα)*. Ωστόσο, η συλλαβή αξ-, αχ-, ακ- ενυπάρχει σε λέξεις που έχουν τη σημασία του ιερού και του νερού, όπως οι ποταμοί Αξιός και Αχελώος που, εκτός από τους συγκεκριμένους ποταμούς, σήμαινε σε ορισμένους συγγραφείς κάθε ποταμό ή το νερό γενικά (Ευρ. Βάκχες 625, Αριστοφ. απ. 130). Ή η ονομασία της νήσου Ν-άξ-ος, νησί ιερό, όπου ο Θησέας εγκατέλειψε την Αριάγνη/Αριάδνη, για να δοθεί στον Διόνυσο. Ή ακόμη και το λατινικό aqua.

Ο Ησύχιος, βέβαια, παραδίδει ότι η λέξη αξός σημαίνει παρὰ Μακεδόσιν την ύλη, το δάσος, και, πράγματι, οι όχθες του Αξιού είναι δασώδεις, κάτι που επίσης φανερώνει ρίζες εντοπιότητας.

Και το όνομα Αχαιός θεωρείται βάσιμα ότι ανάγεται στην ινδοευρωπαϊκή ρίζα akw- «νερό», όπως και τα ονόματα των ποταμών Αχελώος, Ίναχος, Αχάμας, Αχάτης, Αχέλης, Αχάρδεος, Αχέρων. Ακόμη και ο Αχιλλέας μπορεί να θεωρηθεί παλαιός θεός του υγρού στοιχείου, πόσο μάλλον που τιμώνταν στον Πόντο με το επίθετο Ποντάρχης.
------------------------------------
*Για το δεύτερο συνθετικό των μυστικών ονομάτων Αξιό-κερσος, Αξιό-κερσα έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι προέρχεται από το ρήμα κείρω, που σημαίνει κόβω τα μαλλιά. Η κοπή των μαλλιών γινόταν σε περιπτώσεις πένθους (ιερός θάνατος) ή ως αφιέρωμα σε θεό, όπως το έκαναν οι ναυτικοί που προσκυνούσαν τους θεούς στη Σαμοθράκη. Τα μαλλιά τους έκοβαν και οι επίγαμες κοπέλες σε λατρευτικά δρώμενα προς τιμή του Ιππόλυτου και του Άδωνη, ένδειξη ότι έπαυαν πλέον να κυκλοφορούν ελεύθερα, όπως τα νεαρά πουλάρια, και έμπαιναν στον ζυγό του γάμου.

Να χαμογελάς ακόμη κι αν η ψυχή σου κλαίει

Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι στη ζωή σου που μπορεί να τους συναντήσεις τυχαία και να σε στιγματίσουν για μερικά χρόνια. Αυτοί ίσως είναι και οι πιο σημαντικοί, αρκεί να τους προσέξεις και να τους ακούσεις.

Κάποτε άκουσα έναν άνθρωπο τυφλό να τραγουδάει σε έναν πεζόδρομο της Αθήνας. Κοντοστάθηκα κι έμεινα να τον ακούω για ώρα. Εντυπωσιάστηκα από το τρόπο που έπαιζε ακορντεόν χωρίς να βλέπει και με συνεπήρε με τα τραγούδια που έλεγε ο ιδιος. Τότε σκέφτηκα πόση δύναμη άραγε χρειάζεσαι για να πεις με τόσα συναισθήματα δύο μονάχα λέξεις.

Κι όμως η φιγούρα του έχει αποτυπωθεί βαθιά μέσα μου. Θυμάμαι που έπαιζε με τόση άνεση θέλοντας να περάσει ένα μήνυμα συγκίνησης και ζεστασιάς στους γύρω του,μα λίγοι ήταν εκείνοι που πραγματικά έμειναν να τον ακούσουν και να του δώσουν ένα χαρτζιλικι. Η ανθρωπιά στις μέρες μας δυστυχώς απουσιάζει, πόσο μάλλον όταν βλέπεις ανθρώπους αδιάφορους να προσπερνούν και να μην δείχνουν έστω λίγο φιλότιμο.

Βέβαια θα μου πείτε κανείς δεν είναι ίδιος και δε χρωστάει καλό σε κάποιον εκτός από τον εαυτό του,όποτε ποιος ο λογος να “φροντίσει” έναν τυφλό; Μακάρι όλοι μας να σκεφτόμασταν διαφορετικά κι όχι ρεαλιστικά. Το μεγαλύτερο λάθος που κάνουμε σε μια τέτοια περίπτωση είναι να λυπόμαστε έναν τέτοιον άνθρωπο πιστεύοντας ότι η ζωή του δεν έχει κανένα απολύτως νόημα. Κι όμως συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο.

Όταν ο Θεός σου δίνει τέτοια σπάνια χαρίσματα καλό είναι να τα αξιοποιείς με εναν δικό σου τρόπο. Να τα αξιοποιείς σωστά και δημιουργικά ώστε να συμπεριφέρεσαι όπως κάθε φυσιολογικός άνθρωπος. Όλοι μας αξίζουμε το καλύτερο και πρέπει να βοηθάμε τους συνανθρώπους μας όταν το έχουν πραγματικά ανάγκη! Είναι μεγάλο κατόρθωμα να μπορείς να εκφράζεσαι “τυφλά” και να χαμογελάς.

Να χαμογελάς ακόμα κι αν η ψυχή σου κλαίει, να τραγουδάς ακόμα κι οταν το τραγούδι γίνεται πόνος και να συγκινείς έναν άνθρωπο όπως σε συγκινεί ένα αθώο παιδί. Η ζωή πολλές φορές μας φαίνεται σκληρή και άδικη γιατί μας (επι)δοκιμάζει σε κάθε δυσκολία που βιώνουμε καθημερινά.

Αν εσύ της κλείσεις το μάτι και προχωρήσεις τοτε όλα θα αλλάξουν προς το καλύτερο και δε θα φοβάσαι τίποτα.

Μπορεί η ψυχή να δακρύζει πριν τα μάτια, αλλά το συναίσθημα και το ταλέντο καθρεφτίζουν μέσα μας.

Δεν αλλάζεις τον κόσμο απλά κοιτώντας τον. Αλλάζεις τον κόσμο με τον τρόπο που ζεις

Πολλά είπες.

Πολλά είπα και εγώ.

Πολλά είπαμε πως θα κάναμε.

Πολλά θέλαμε να αλλάξουμε.

Και τι καταφέραμε;

Κοιτάξαμε τους εαυτούς μας σε χίλιους καθρέφτες.

Ξοδευτήκαμε ατενίζοντας τους..

Πόσοι από εμάς ξεφύγαμε από την παροδικότητα της εικόνας μας;

Πόσοι από εμάς κρύψαμε τα λάθη μας κάτω από το δέρμα μας, να ξεγελάσουμε και εμάς τους ίδιους;

Πόσοι από εμάς είδαμε σε βάθος τον εαυτό μας;

Κοιτάξαμε ξάστερα την ψυχή μας;

Δίχως τρόμο για το τι θα αντικρίσουμε..

Κάποια στιγμή κουράστηκα να λέω ΘΑ. Κοίταξα με τόλμη την αντανάκλαση μου..

Και είπα ΚΑΝΩ. Όχι ΘΑ κάνω. Και έτσι έπραξα.

Έπλασα τα όνειρα μου με ιδρώτα και αίμα και τα άφησα στις πύλες του αύριο. Και κάθε φορά που τα παιδιά της φαντασίας μου έπαιρναν ζωή, κάτι μέσα μου άλλαζε.

Σώπαινα με δέος μπροστά στην μακαριότητα της στιγμής.

Αντιλαμβανόμουν πως τίποτα δεν κρατάει για πάντα. Κι όμως όλα παραμένουν ζωντανά. Κάπου εκεί σε κάποιες κρυμμένες διαστάσεις που ίσως κάποτε τα συναντήσουμε ξανά.

Κι όταν είδα την δύναμη της δράσης, ενάντια στην αδράνεια. Τα θαύματα που η θέληση και η πράξη πραγματώνει..

Τότε κατάλαβα πως και τον κόσμο πρέπει εγώ να τον αλλάξω.

Ξεκινώντας από μέσα μου.

Ότι δεν μου αρέσει.

Ότι πόνο προκαλεί.

Ότι θλίψη χαρίζει.

Σ´ εμένα, σ´ εσένα..

Εγώ. Εσύ. Ο κάθε ένας…

Όλοι μπορούμε!

Βήμα βήμα, μέρα με την μέρα. Οδεύοντας όλο και πιο κοντά στο φως.

Έτσι μονάχα θα αλλάξουμε..

Ζήσε με αγάπη. Μην κανείς τίποτα για το οποίο θα ντραπείς. Να είσαι περήφανος για όλα όσα σκέφτεσαι, πράττεις και λες.

Να ενεργείς το ίδιο όταν είσαι μόνος και όταν σε περιβάλλει κόσμος.. να είσαι καθαρός και ακέραιος!

Η ευτυχία, η αλήθεια και η αγάπη δεν είναι κάτι που πρέπει να αναζητάς έξω από εσένα. Αλλά μονάχα μέσα σου. Κι όταν ανακαλύψεις την πηγή τους. Το ποσό απλά μπορούν να λάμψουν, τότε θα μπορέσεις να φωτίσεις και τους άλλους γύρω σου, με το παράδειγμα σου..

Μια νύχτα, θυμάμαι, ξάπλωσα στην άμμο, ακούγοντας τα κύματα της θάλασσας και κοίταξα τον ουρανό.. τόσα χιλιάδες άστρα… Τι απεραντοσύνη!

Εκείνη τη στιγμή συλλογίστηκα…

Ποσό μικρό μέρος στο σύμπαν αυτό καταλαμβάνει ο κάθε ένας από εμάς.. Πόσο ταπεινοί θα πρέπει να είμαστε! Συνάμα πόσο υπεύθυνοι για το στίγμα που θα αφήσουμε.. και τι διαφορά μπορούμε να κάνουμε!

Έπειτα οι λέξεις αυτές μου ήρθαν στον νου…

Δεν αλλάζεις τον κόσμο απλά κοιτώντας τον. Αλλάζεις τον κόσμο με τον τρόπο που ζεις.

Θέλει παρέα η ζωή. Μοιράσου τη

Μεγαλώνεις και χτίζεις προσωπικότητα. Και μαζί με αυτή, χτίζεις και τις άμυνες σου. Τα τείχη που θα σε προστατεύσουν από τον κάθε ένα που θα θελήσει να σε πληγώσει, να σε προδώσει, να σε κατατροπώσει.

Γιατί ξέρεις πως ο εαυτός σου, ό,τι και να λένε, αξίζει κάτι παραπάνω από όλα τα άλλα.

Κι αφού αξίζει, πρέπει να τον υπερασπιστείς απέναντι στους εισβολείς.
Κι είναι πολλοί.
Ω ναι, είναι τόσοι πολλοί οι εχθροί που ντύθηκαν φίλοι και ζήτησαν να παρακάμψεις γι’ αυτούς τις άμυνές σου. Κι εσύ ήταν φορές που το έκανες, στηριζόμενος στην εμπιστοσύνη που είχες. Και την πάτησες. Χίλιες φορές την πάτησες. Μα είπες δεν πειράζει. Έκλαψες, πόνεσες και συνέχισες.
Γεμάτος ο κόσμος εχθρούς, μάτια μου. Γεμάτος πληγές και τρικλοποδιές. Μα εσύ αντέχεις.

Πάντα;
Όχι.

Θα ήθελες να μπορούσες. Έλεγες πως το ελέγχεις. Πως όσο περνά από το χέρι σου δε θα γονατίσεις. Μα προδόθηκες. Κι ήταν ο ίδιος σου ο εαυτός που κατάφερε να σε γονατίσει.

Κρίση πανικού στην είπαν. Ένα μικρό θάνατο την ένιωσες.
Στρες κι άγχος σου είπαν. Προδοσία του μυαλού και της ψυχής σου τα ένιωσες.

Είχες υποσχεθεί πως θα είσαι δυνατός. Πως θα αντέχεις τα χαστούκια, την πίεση, την ένταση. Πίστευες σε σένα. Πόνταρες σε σένα. «Δε θα με λυγίσετε», έλεγες.
Και το πίστευες.
Κι όμως, σε μια στιγμή, μια μικρούλα στιγμή που σου φάνηκε αιώνας, όλα κατέρρευσαν. Μαζί με αυτά κι εσύ.
Πως είναι να νιώθεις την ίδια στιγμή να σε κρατούν από το λαιμό δέκα χέρια;
Πως είναι να νιώθεις τις ιδρωμένες παλάμες τους στο δέρμα σου, να σε αηδιάζουν και ταυτόχρονα να σε πανικοβάλλουν;
Πως είναι να σε κόβει ιδρώτας, να σου μουδιάζουν χέρια και πόδια, να βουίζει το κεφάλι σου και την ίδια στιγμή να κλαις σπαρακτικά δίχως εμφανή λόγο;
Ο εαυτός σου, η τελευταία και πιο ισχυρή γραμμή άμυνάς σου, έπεσε.
Δίχως προειδοποίηση.

Κι εσύ έμεινες έκθετος.

Μικρές κι ασήμαντες λεπτομέρειες έμπλεξαν με κάθε τι σημαντικό σε ένα λεπτό στρώμα φόβου, σκέψεων, ανησυχίας, άγχους. Ένα στρώμα πάγου που το νομίζεις ασφαλές, κι όμως, το ανεπαίσθητο κρακ του έρχεται να γκρεμίσει όσα ήξερες για τον εαυτό σου.

Γεμίζεις ραγίσματα, άναρχα απλωμένα προς κάθε κατεύθυνση.

Κι αυτό το κάτι μέσα σου που σπάει, είναι η μεγαλύτερη απόδειξη πως δεν είσαι τόσο δυνατός όσο νόμιζες.
Δεν είναι κακό. Μην τρομάζεις. Η συνειδητοποίηση της αδυναμίας του ανθρώπου δεν είναι τιμωρία, μήτε καταδίκη. Δεν είναι το τέλος, παρά μόνο η αρχή.

Είναι ευκαιρία.

Η ευκαιρία που έχεις να καταλάβεις τον εαυτό σου. Να νιώσεις πως δεν είναι παντοδύναμος και θέλει βοήθεια. Θέλει να μοιράζεσαι όσα σε βασανίζουν, να μην κλείνεσαι.
Στο έχω ξαναπεί. Ο άνθρωπος δε γεννήθηκε για τη μοναξιά. Βαρύ φορτίο οι σκέψεις, τα άγχη και οι φόβοι για να τα κουβαλάς μόνος.

Γι’ αυτό σου λέω: Θέλει παρέα η ζωή, μάτια μου.
Μοιράσου τη.

Συνειδητοποίησε πρώτα ποιος θέλεις να είσαι. Ύστερα κάνε αυτά που πρέπει να κάνεις

Ο άνθρωπος διαμορφώνεται με τον χρόνο και περνάει μεγάλο μέρος της ζωής του σαν «work in progress», εν εξελίξει.

Για να γίνουμε αυτό που θέλουμε κι αυτό που μπορούμε, πρέπει πρώτα να αποκτήσουμε μιαν εικόνα του ιδανικού μας εαυτού: ποιος άνθρωπος θέλω να είμαι; Ποιο επάγγελμα θέλω να εξασκώ; Ποια είναι τα προσωπικά μου ιδεώδη; Προϋπόθεση είναι η αυτογνωσία, η συνειδητοποίηση της ταυτότητας και των ορίων μας. Δεν πρέπει ούτε να έχουμε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μας ούτε να τον περιφρονουμε. Παρατηρείται συχνά το παράξενο φαινόμενο να μην είμαστε ποτέ ικανοποιημένοι από την τύχη μας («Αχ, εγώ ο άτυχος, τι θα μπορούσα να έχω κάνει αν μου είχαν δοθεί περισσότερες και καλύτερες ευκαιρίες…»), αλλά να μην επιθυμούμε περισσότερη σοφία ή εξυπνάδα. Πολλοί άνθρωποι θα ήθελαν να είναι ωραιότεροι ή πλουσιότεροι, λίγοι όμως ομολογούν ότι θα ήθελαν να είναι εξυπνότεροι, παρότι η εξυπνάδα είναι η ικανότητα να διακρίνουμε αμέσως τι πρέπει να κάνουμε σε κάθε περίσταση. Έχουμε την τάση να αποδίδουμε στη μοίρα τις αποτυχίες μας, ενώ αποδίδουμε τις επιτυχίες μας στην προσωπική μας αξία και προσπάθεια.

Υπάρχουν πολλοί τρόποι να φτάσουμε στην αυτογνωσία -ο πόνος, η απώλεια, ο έρωτας- και στη συνέχεια να κάνουμε όσα «πρέπει» να κάνουμε. Μέσα μας υπάρχουν κάμποσοι άνθρωποι, έχουμε έναν «καλό» κι έναν «κακό» εαυτό, δυνάμεις φανερές και δυνάμεις κρυμμένες, ταλέντα, δεξιότητες, όνειρα και αυταπάτες, ψευδείς εικόνες και ιδέες…

Καμιά φορά λέμε: «Πρέπει να βρω τον εαυτό μου». Στην πραγματικότητα, τον εαυτό μας δεν τον βρίσκουμε, τον επινοούμε, τον δημιουργούμε εμείς οι ίδιοι, τον σμιλεύουμε. Όρισε λοιπόν στον εαυτό σου έναν χαρακτήρα και έναν τρόπο ζωής που θα τον διατηρείς και θα τον υποστηρίζεις είτε είσαι μόνος σου είτε είσαι μαζί με άλλους.

Η βάση της φιλοσοφίας και το στοίχημα της φιλοσοφίας είναι η αυτογνωσία. Πράγματι, για τους Στωικούς τα εξωτερικά γεγονότα κανονίζονται από τη μοίρα, επομένως δεν μπορούμε να τα ελέγξουμε. Ωστόσο, παραμένουμε υπεύθυνοι για τις ενέργειές μας.

Αν και ο όρος «ειμαρμένη» που χρησιμοποιούν οι «Στωικοί παραπέμπει στην έννοια του πεπραγμένου και της μοίρας, δεν πρέπει να συγχέεται με τη μοιρολατρία. Σύμφωνα με τον Χρύσιππο, η μοίρα είναι η φυσική και αιώνια ευταξία του συνόλου. Και μολονότι είναι αναπόδραστη και όλες οι δυνατότητες που έχει ένα γεγονός να εξελιχθεί είναι δεδομένες, έχουμε περιθώριο να κάνουμε επιλογές: το ποια από τις προκαθορισμένες δυνατότητες θα επιλέξουμε ανήκει στη δική μας δικαιοδοσία.

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ: Του συνέστησε να φυλάγεται και να φοβάται την “αλαζονεία, που είναι συγκάτοικος της μοναξιάς”

Σε ποιες περιπτώσεις, λοιπόν, πρέπει να είναι σφοδρός ο φίλος και πότε πρέπει να παίρνει τον τόνο της παρρησίας;

Όταν, μπροστά στις επιθέσεις της λαγνείας, της οργής ή της αλαζονείας, οι περιστάσεις απαιτούν ή να κόψει κανείς τα φτερά της φιλαργυρίας ή να αναχαιτίσει τον παραλογισμό και την αναισθησία.
Αυτή την παρρησία υιοθετούσε ο Σόλων απέναντι στον Κροίσο, που είχε διαβρωθεί από την εφήμερη ευτυχία και ζούσε τρυφηλά, όταν τον προέτρεψε να κοιτάζει το τέλος.

Έτσι ο Σωκράτης συγκρατούσε τον Αλκιβιάδη, τον έκανε να χύνει αληθινά δάκρυα, καθώς άκουγε την κριτική του, και να μεταστραφεί.

Παρόμοια ήταν τα λόγια του Κύρου προς τον Κυαξάρη και του Πλάτωνα προς τον Δίωνα· όταν εκείνος ήταν στις δόξες του και έκανε τους ανθρώπους όλους να στρέφουν το βλέμμα πάνω του με τις ωραίες και σπουδαίες πράξεις του, του συνέστησε να φυλάγεται και να φοβάται την “αλαζονεία, που είναι συγκάτοικος της μοναξιάς”.

Αλλά και ο Σπεύσιππος του έγραφε να μην παίρνουν τα μυαλά του αέρα, αν γίνεται πολύς λόγος για το άτομό του ανάμεσα στα παιδάκια και τις γυναικούλες, αλλά να κοιτάζει πώς να στολίσει τη Σικελία με ευλάβεια, δικαιοσύνη και νόμους άριστους ώστε να τιμήσει την Ακαδημία.

Ο Εύκτος και ο Εύλαιος, οι φίλοι του Περσέα, όσο ήταν ευνοούμενος της τύχης τον ακολουθούσαν, λέγοντάς του συνεχώς λόγια ευχάριστα και συμφωνώντας με τις απόψεις του όπως και οι υπόλοιποι. Όταν όμως συγκρούστηκε με τους Ρωμαίους κοντά στην Πύδνα, υπέπεσε σε σφάλματα και τράπηκε σε φυγή, του επιτέθηκαν, τον επιτιμούσαν με τα χειρότερα λόγια και του θύμιζαν τα λάθη και τις παραλείψεις του, κατηγορώντας τον για το καθετί, μέχρι που ο άνθρωπος, βαθιά πληγωμένος, από τη θλίψη και την οργή του χτύπησε και τους δύο με το ξίφος και τους σκότωσε.

Έτσι, λοιπόν, προσδιορίζεται εκ των προτέρων για τις γενικές περιπτώσεις η κατάλληλη στιγμή. Όσο για τις ευκαιρίες που προσφέρονται από μόνες τους, πολλές φορές ο φίλος που νοιάζεται δεν πρέπει να τις παραβλέπει αλλά να τις εκμεταλλεύεται. Κάποια ερώτηση μερικές φορές, κάποια διήγηση και κατηγορία για τις ίδιες πράξεις προκειμένου για διαφορετικά πρόσωπα, ή κάποιος έπαινος είναι έναυσμα για να μιλήσει κανείς με παρρησία.

Όπως λένε ότι έγινε με τον Δημάρατο, που πήγε από την Κόρινθο στη Μακεδονία, όταν ο Φίλιππος είχε διαφορές με τη γυναίκα και το γιο του· αφού τον υποδέχτηκε ο Φίλιππος και τον ρώτησε πώς τα πάνε στο θέμα της ομόνοιας μεταξύ τους οι Έλληνες, απάντησε ο Δημάρατος, που ήταν καλοπροαίρετος φίλος του: “Στ’ αλήθεια, ωραίο είναι, Φίλιππε, να ζητάς πληροφορίες για την ομοφροσύνη μεταξύ Αθηναίων και Πελοποννησίων και να μην κοιτάς το σπίτι σου που είναι όλο αντίδραση και διχόνοια”.

Καλά μίλησε και ο Διογένης, ο οποίος, όταν πήγε στο στρατόπεδο του Φιλίππου, τότε που εκείνος βάδιζε για να πολεμήσει τους Έλληνες, οδηγήθηκε μπροστά του και, καθώς, ο Φίλιππος δεν τον ήξερε και τον ρώτησε αν είναι κατάσκοπος, του απάντησε: “Κατάσκοπος, πράγματι, Φίλιππε, της απερισκεψίας και της αμυαλιάς σου, που σε κάνουν, χωρίς να σε εξαναγκάζει τίποτε, να έρθεις για να παίξεις σε μιαν ώρα στα ζάρια το βασίλειο και τη ζωή σου”.

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, ΗΘΙΚΑ

Αν δεν τελειώσεις με το παρελθόν, ζεις μια ζωή φαντάσματος

Χρειάζεσαι χώρο. Το παρελθόν είναι τόσο πολύ μέσα σου, ένας σκουπιδότοπος νεκρών πραγμάτων. Δεν υπάρχει καθόλου χώρος για να μπει το παρόν. Εκείνος ο σκουπιδότοπος συνεχίζει να ονειρεύεται το μέλλον, οπότε ο μισός χώρος είναι γεμάτος με αυτό που δεν υπάρχει πια κι ο άλλος μισός με αυτό που δεν υπάρχει ακόμη.
Και το παρόν;
Απλώς περιμένει έξω από την πόρτα.
Γι’ αυτό το παρόν δεν είναι παρά ένα πέρασμα – ένα πέρασμα από το παρελθόν στο μέλλον – ένα στιγμιαίο πέρασμα.
Τελείωνε με το παρελθόν.
Αν δεν τελειώσεις με το παρελθόν, ζεις μια ζωή φαντάσματος. Η ζωή σου δεν είναι αληθινή, δεν είναι υπαρξιακή.
Το παρελθόν ζει μέσα από σένα, το νεκρό εξακολουθεί να σε καταδιώκει. Πήγαινε προς τα πίσω.
Όποτε έχεις την ευκαιρία, όποτε κάτι συμβαίνει μέσα σου – ευτυχία, δυστυχία, στεναχώρια, θυμός, ζήλια – κλείσε τα μάτια και πήγαινε προς τα πίσω. Σύντομα θα γίνεις ικανός να ταξιδεύεις προς τα πίσω στο χρόνο και τότε θα ανοίξουν πολλές πληγές.
Όταν εκείνες οι πληγές ανοίξουν μέσα σου, μην προσπαθήσεις να κάνεις τίποτα. Εσύ δεν χρειάζεται να κάνεις τίποτα. Απλώς, παρατήρησέ τις, κοίταξέ τις. Κοίταζέ τις χωρίς καμία κριτική. Αν κρίνεις και λες, “αυτό είναι κακό, αυτό δεν θα έπρεπε να είναι έτσι”, τότε η πληγή θα κρυφτεί και πάλι.
Όποτε επικρίνεις, ο νους προσπαθεί να κρύψει πράγματα.
Μ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργείται το συνειδητό και το ασυνείδητο.
Διαφορετικά ο νους είναι ένας. Δεν υπάρχει ανάγκη για κανένα διαχωρισμό.
Εσύ όμως επικρίνεις.
Τότε ο νους πρέπει να διαχωρίσει και να βάλει πράγματα στο σκοτάδι, στο υπόγειο, για να μην μπορείς να τα βλέπεις και να μη χρειάζεται να τα επικρίνεις.
Μην επικρίνεις και μην επιβραβεύεις. Εσύ να είσαι απλώς ένας παρατηρητής, ένας αμερόληπτος παρατηρητής.
Μην αρνείσαι τίποτα. Μη λες, “αυτό δεν είναι καλό”, επειδή αυτό είναι άρνηση και τότε έχεις αρχίσει να καταπιέζεις.
Μένε ανεπηρέαστος. Απλώς να βλέπεις και να παρατηρείς.
Βλέπε με συμπόνια και η θεραπεία θα συμβεί.
Μη με ρωτήσεις γιατί συμβαίνει αυτό, επειδή αυτό είναι απλώς ένα φυσικό φαινόμενο, όπως το νερό βράζει στους εκατό βαθμούς. Ποτέ δεν ρωτάς, “γιατί δεν βράζει στους ενενήντα εννέα βαθμούς και δεν βράζει στους ενενήντα οκτώ;”
Κανένας δεν μπορεί να το απαντήσει αυτό. Απλώς έτσι συμβαίνει – το νερό βράζει στους εκατό βαθμούς. Το ίδιο συμβαίνει και με την εσωτερική φύση.
Όταν μια συμπονετική συνειδητότητα έρχεται σε μια πληγή, η πληγή εξαφανίζεται. Δεν υπάρχει “γιατί” σ’ αυτό. Είναι απλώς κάτι φυσικό. Έτσι είναι, έτσι συμβαίνει. Όταν το λέω αυτό, το λέω από την εμπειρία μου.
Δοκίμασέ το και η εμπειρία είναι εφικτή και για σένα επίσης.
Αυτός είναι ο τρόπος.

Η χαρά βρίσκεται πάντοτε μέσα σου. Οι άλλοι είναι απλώς οι αφορμές

Όποτε υπάρχει χαρά, νιώθεις πως έρχεται απ’ έξω. Συνάντησες ένα φίλο. Φυσικά, φαίνεται ότι η χαρά σου έρχεται από το φίλο, επειδή τον είδες. Στην πραγματικότητα όμως, δεν συμβαίνει αυτό. Η χαρά βρίσκεται πάντοτε μέσα σου. Ο φίλος έγινε απλώς η αφορμή. Ο φίλος σε βοήθησε να τη βγάλεις προς τα έξω, σε βοήθησε να δεις πως είναι εκεί.

Κι αυτό δεν συμβαίνει μόνο με τη χαρά, αλλά με το κάθε τι. Συμβαίνει με το θυμό, με τη λύπη, με τη δυστυχία, με την ευτυχία, συμβαίνει με το κάθε τι. Οι άλλοι είναι απλώς οι αφορμές, με τις οποίες εκφράζονται τα πράγματα που είναι κρυμμένα μέσα σου. Δεν είναι οι αιτίες, δεν προκαλούν εκείνοι κάτι μέσα σου.

Οτιδήποτε συμβαίνει, συμβαίνει μέσα σου. Πάντοτε εκεί βρισκόταν. Απλώς η συνάντηση με αυτό το φίλο έχει γίνει η αφορμή να βγει οτιδήποτε ήταν κρυμμένο. Από τις κρυμμένες πηγές, έχει γίνει φανερό, έχει εκδηλωθεί. Όποτε συμβαίνει αυτό, μείνε κεντραρισμένος στο εσωτερικό συναίσθημα και τότε θα έχεις διαφορετική συμπεριφορά για το κάθε τι στη ζωή.

Όποτε είσαι μόνος, δεν υπάρχει κανένας που να προκαλέσει το θυμό σου, κανένας που να σε κάνει να στενοχωρηθείς, κανένας που να σε κάνει να φορέσεις τα ψεύτικα πρόσωπά σου. Όταν είσαι μόνος, δεν εμφανίζεται ο θυμός. Όχι ότι ο θυμός έχει εξαφανιστεί, απλώς δεν υπάρχει αφορμή για να εκδηλωθεί ο θυμός. Είσαι γεμάτος θυμό, μα δεν βρίσκεται εκεί κανένας για να σε προσβάλλει, να σε πληγώσει. Το μόνο που λείπει είναι η ευκαιρία. Κι ύστερα, γυρίζεις και πάλι στον κόσμο. Ζεις πενήντα χρόνια στα Ιμαλάια και όταν ξαναγυρίζεις στον κόσμο, αμέσως θα βρεις πως υπάρχει θυμός μέσα σου, φρέσκος όσο ποτέ. Μπορεί μάλιστα να είναι και πιο δυνατός τώρα, επειδή επί πενήντα χρόνια μάζευες θυμό, μάζευες δηλητήριο. Τότε, φοβάται κανείς να ξαναγυρίσει στον κόσμο.

Θεωρείτε σωστή την πρόταση “Έχω έναν πόνο”;

Στο έργο του Φιλοσοφικές Έρευνες, ο Βίτγκενσταϊν είχε κατά νου τη διαφορά μεταξύ πραγματικής και κίβδηλης ερώτησης. Μια γλωσσική διατύπωση μπορεί να έχει μορφή ερώτησης, αλλά να μην είναι ερώτηση. ‘Η μπορεί η γραμματική μας να μας μπερδέψει και να θεωρήσουμε μια πρόταση ως κάτι άλλο. Το “Λοιπόν, συμπατριώτες μου, υπάρχει κάτι που να μη μπορούμε να επιτύχουμε άπαξ και νικήσουμε τον εχθρό;”, ακούγεται σαν ερώτηση που περιμένει απάντηση, αλλά στην πραγματικότητα είναι ρητορική, στην οποία μπορεί κάποιος να κάνει το λάθος να απαντήσει: “Τίποτε”. Απλώς η δήλωση παίρνει ερωτηματική μορφή για να ενισχύσει τη δραματική της ισχύ. Το “Και τι έγινε;”, το “Δεν πας στο διάολο;” και το “Τι κοιτάς;” ακούγονται σαν ερωτήσεις, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι. Το “Σε ποιο σημείο του σώματος βρίσκεται η ψυχή;” ακούγεται σαν λογική ερώτηση, αλλά μονάχα γιατί σκεφτόμαστε στη γραμμή του “Σε ποιο σημείο του σώματος βρίσκονται τα νεφρά;” Το “Πού εδρεύει η ζήλεια μου;” έχει μορφή έγκυρης ερώτησης, μοναχά γιατί ασυναίσθητα την συσχετίζουμε με ερωτήσεις όπως, “Πού είναι η μασχάλη μου;”.

Ο Βίτγκενσταϊν κατέληξε ότι πάμπολλοι φιλοσοφικοί γρίφοι προκύπτουν από τη λανθασμένη αυτή χρήση της γλώσσας. Πάρτε για παράδειγμα τη δήλωση “έχω έναν πόνο”, που μοιάζει γραμματικώς με το “έχω ένα καπέλο”. Αυτή η ομοιότητα μπορεί να μας οδηγήσει στη λανθασμένη ιδέα ότι οι πόνοι, ή οι “εμπειρίες” εν γένει, είναι πράγματα που τα έχουμε, με τον ίδιο τρόπο που έχουμε καπέλα. Θα ήταν όμως παράξενο να πούμε “Ορίστε, πάρε τον πόνο μου”. Και ενώ θα ήταν λογικό να πεις “Δικό σου είναι αυτό το καπέλο, ή δικό μου;”, θα ακουγόταν περίεργο αν ρωτούσες “Δικός σου είναι αυτός ο πόνος, ή δικός μου;” Ίσως υπάρχουν κάμποσοι άνθρωποι μέσα σε ένα δωμάτιο και μαζί ένας περιφερόμενος πόνος και καθώς ένα-ένα τα άτομα διπλώνονται στα δύο από τον πόνο, εμείς αναφωνούμε: Α, τώρα τον έχει αυτός!”

Ακούγεται απλώς ανόητο’ προκύπτουν όμως από αυτό κάποιες βαρυσήμαντες συνέπειες. Ο Βίτγκενσταϊν είναι σε θέση να διαχωρίσει τη γραμματική των προτάσεων “Έχω ένα καπέλο” και “Έχω έναν πόνο” με τρόπο που όχι απλώς ρίχνει φως στη χρήση των προσωπικών αντωνυμιών όπως “εγώ” και “αυτός”, αλλά και υποσκάπτει την παραδοσιακή υπόθεση ότι οι εμπειρίες μου είναι προσωπική μου ιδιοκτησία. Στην πραγματικότητα μοιάζουν να είναι πιο προσωπική μου ιδιοκτησία από ό,τι το καπέλο μου, αφού μπορώ να δώσω σε κάποιον το καπέλο μου αλλά όχι τον πόνο μου. Ο Βίτγκενσταϊν μάς δείχνει πώς το συντακτικό μάς εξαπατά και μας κάνει να σκεφτόμαστε έτσι και το επιχείρημά του οδηγεί σε συμπεράσματα.

Σκοπός του φιλοσόφου, θεωρούσε ο Βίτγκενσταϊν, δεν ήταν τόσο να λύσει αυτά τα ζητήματα, όσο να τα διαλύσει -να καταδείξει ότι προκύπτουν από το ότι συγχέουμε το ένα είδος “γλωσσικού παιχνιδιού”, όπως το αποκαλούσε, με άλλο. Μας μαγεύει η δομή της γλώσσας μας, και δουλειά του φιλοσόφου είναι να διαλύσει αυτή τη μαγεία, απεμπλέκοντας τις διαφορετικές χρήσεις των λέξεων. Η γλώσσα, επειδή αναπόφευκτα έχει ένα βαθμό ομοιομορφίας, τείνει να κάνει διαφορετικές εκφράσεις να μοιάζουν πολύ μεταξύ τους. Έτσι ο Βίτγκενσταϊν φλέρταρε με την ιδέα να προσθέσει ως επίγραμμα στις Φιλοσοφικές Έρευνες μια φράση από τον Βασιλιά Ληρ: “Θα σου διδάξω διαφορές”.

ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΓΑΠΗ: ΕΡΩΤΑΣ, ΦΙΛΙΑ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ

Τους αρχαίους Έλληνες, των οποίων οι ανακαλύψεις και οι εξελίξεις στα μαθηματικά, τη λογική, την ηθική, τις τέχνες και σε πολλά άλλα θέματα συνεχίζουν να ασκούν εξέχουσα επιρροή στον δυτικό πολιτισμό, και επομένως και στο παγκόσμιο χωριό, τους απασχολούσε ζωτικά το θέμα της αγάπης και της σχέσης της με την ανθρώπινη ψυχή. Σε αυτή την προχριστιανική περίοδο, οι Έλληνες ήταν παγανιστές και η άποψή τους για την ψυχή δεν ήταν θρησκευτική, που έχει να κάνει με πνεύματα ή φαντάσματα. Ο Πλάτωνας και οι άλλοι αντιλαμβάνονταν την αγάπη σαν να κατοικεί στην ψυχή και την ψυχή την ίδια (και επομένως την αγάπη) σαν να έχει τρία μέρη ή διαστάσεις. Αυτές οι διαστάσεις αντιστοιχούν στα σπλάχνα, το μυαλό και την καρδιά. Οι Έλληνες ονόμαζαν αυτούς τους τρεις διαφορετικούς τύπους αγάπης έρωτα, φιλία και αγάπη.

Αν και σήμερα χρησιμοποιούμε τη λέξη “ερωτικό” για να εννοήσουμε σεξουαλικό, η ελληνική αντίληψη του έρωτα στην πραγματικότητα αναφερόταν σε όλες τις ανθρώπινες φυσικές επιθυμίες. Η επιθυμία για φαγητό και ποτό ήταν ερωτική (καθώς ανήκαν στον τομέα των σπλάχνων) όσο και η επιθυμία για σεξ. Από αυτή τη σκοπιά, το σεξ είναι άλλη μια από τις ορέξεις, χωρίς να έχει περισσότερη αξία κρίσης συνδεδεμένη με αυτό από ότι το φαγητό. Μόνο όταν οι θρησκείες άρχισαν να ελέγχουν την ανθρώπινη κοινωνική συμπεριφορά είδαμε τη σεξουαλικότητα να τη διαχειρίζονται σαν κάτι διαφορετικό από τις υπόλοιπες σωματικές επιθυμίες, που οδήγησε στο περιορισμένο (και σημερινό) νόημα του έρωτα. “Ερωτική αγάπη”, επομένως, στη σημερινή γλώσσα, σημαίνει σεξουαλική αγάπη και κουβαλάει μαζί της υπονοούμενη έλξης, σαγήνης, ατμόσφαιρα μυστηρίου, χημείας και ζωώδους μαγνητισμού. Δεν μπορούμε να αρνηθούμε τη σημαντικότητά της, αλλά επίσης να επιβεβαιώσουμε τις υψηλότερες πλευρές της αγάπης.

“Φιλία” σημαίνει μια διανοητική έλξη από κάποιον ή κάτι που εξελίσσεται σε κάποιο είδος αγάπης. Η φιλοσοφία η ίδια, που σημαίνει “αγάπη της σοφίας”, συμβαίνει να είναι ένα καλό παράδειγμα.
Φιλία σημαίνει να αγαπάς ανθρώπους, πράγματα ή ιδέες με μη σεξουαλικούς τρόπους. Η σχέση μεταξύ ενός μαθητή και ενός δασκάλου μπορεί να είναι φιλική αγάπη, όπως μπορεί να είναι η έλξη προς ένα φίλο, ένα ποίημα, ένα τοπίο, ένα μαθηματικό θεώρημα, μια ηθική θεωρία, το θέμα μιας μελέτης, ένα επάγγελμα ή έναν κοινωνικό σκοπό. Οι άνθρωποι που αγαπούν τη δουλειά τους έχουν φιλικές σχέσεις με την καριέρα τους. Αγαπάτε και υμνείτε τη ζωή την ίδια; Αυτό είναι επίσης φιλία. Μια από τις πιο ισχυρές εκφράσεις της φιλίας είναι η σχέση που ενώνει δύο φίλους.

Στη φιλία το εγώ δεν διαλύεται μέσα στον άλλο· αντιθέτως, εξελίσσεται. Διαφορετικά από την αγάπη, η φιλία δεν κηρύττει ότι ένα κι ένα κάνουν ένα· αλλά ότι ένα κι ένα κάνουν δύο. Καθένας από τους δύο εμπλουτίζεται από και για τον άλλο. – ΕΛΙ ΓΟΥΙΖΕΛ

Η τρίτη, και πιο υψηλή μορφή αγάπης για τους Έλληνες, είναι η αγάπη – αγάπη που δεν ζητά τίποτα σε αντάλλαγμα.

Είναι η πιο σπάνια και η πιο πολύτιμη μορφή αγάπης. Αυτοί που εκδηλώνουν αγάπη ενεργούν πέρα από τα αγνά ατομικά κίνητρα: Ο κόσμος είναι γεμάτος από πλάσματα που χρειάζονται να αγαπηθούν από μια καλή καρδιά και η αγάπη είναι αγάπη που πηγάζει από μια τέτοια καρδιά. Η αγάπη καθιστά ικανούς τους ανθρώπους να βιώσουν θεϊκή αγάπη οι ίδιοι και να εκπέμψουν συμπόνια για τους άλλους. Επειδή η αγάπη είναι ανιδιοτελής, η έκφρασή της πάντα βοηθά και ποτέ δεν βλάπτει τους άλλους. Εκεί όπου ο έρωτας καθιστά δυνατούς τους ερωτικούς δεσμούς και τη δημιουργία οικογένειας και ο φίλος καθιστά τη φιλία και την κοινωνία δυνατές, η αγάπη καθιστά τη λατρεία και την ανθρωπιά δυνατές. Η αγάπη μπορεί επίσης να επικυρώσει και να δυναμώσει τόσο τη φιλία όσο και τον έρωτα.

Αυτό που κάνει την αγάπη διαφορετική από τον έρωτα και τη φιλία είναι η ανιδιοτέλειά της. Ο έρωτας κάνει τους ανθρώπους να πολεμούν να χάσουν ή να βρουν τους εαυτούς τους μέσα σε άλλους. Η φιλία τούς κάνει να θέλουν να ταυτιστούν με κάποιον άλλο. Η αγάπη εκδηλώνεται χωρίς να μπαίνουν στο δρόμο της το εγώ και τα κίνητρα. Το να δέχεστε αγάπη είναι σαν να νιώθετε τον ακτινοβόλο ήλιο να λάμπει πάνω σας. Δεν σας πειράζει που λάμπει πάνω και σε άλλους επίσης· αντίθετα, θέλετε και οι άλλοι να το νιώθουν. Το να δίνετε αγαπητική αγάπη είναι σαν να παράγετε το ακτινοβόλο φως το ίδιο.

Υπάρχουν πολλοί τρόποι να βιώσετε την αγάπη σαν όφελος και μετά να τη δώσετε και σε άλλους. Μερικοί το κάνουν αυτό μέσω της προσευχής· μερικοί μέσω του διαλογισμού· άλλοι μέσα από τα σκληρά μαθήματα της ζωής και τη βαθμιαία απόκτηση της σοφίας· ακόμη άλλοι μέσα από μυστικιστικές αναζητήσεις. Όπως κι αν έρχεται στη ζωή σας, το κλειδί είναι να απαλείψετε το εγώ από την εξίσωση.

Αυτό ήταν ένα πρόβλημα για τον Φρόιντ – και μια αδυναμία στις θεωρίες του για την αγάπη. Ο Φρόιντ είχε διαβάσει λιγάκι για το “μυστικισμό” και τις υπαρξιακές καταστάσεις που μπορούν να επιτευχθούν μέσω τεχνικών που καταφέρνουν να ηρεμήσουν την απαιτητική, ερωτική ψυχή. Είχε ακούσει μαρτυρίες από ανθρώπους που είχαν βιώσει ταύτιση με το σύμπαν ή ενότητα με τα πράγματα, κατά τη διάρκεια των οποίων το εγώ προσωρινά διαλύεται. Οι άνθρωποι παρομοιάζουν αυτή την εμπειρία με το αίσθημα της σταγόνας που επιστρέφει στον ωκεανό, που συχνά συνοδεύεται από οπτικές εντυπώσεις θεϊκού φωτός ή ακουστικές εντυπώσεις θεϊκής μουσικής ή γευστικές εντυπώσεις θεϊκού νέκταρ ή απτικές εντυπώσεις του το να είναι λουσμένοι σε θεϊκή αγάπη. “Είμαι ανίκανος να ανακαλύψω αυτό το ωκεάνιο αίσθημα στον εαυτό μου”, ομολόγησε ο Φρόιντ, με κάμποση πικρία.

Και είχε δίκιο, γιατί η αγάπη δεν κατοικεί ή απορρέει από το εγώ ούτε από κάποια “κομμάτια” του εαυτού στον ψυχαναλυτικό του χάρτη. Ούτε το Εγώ ούτε το Υπερ-εγώ ούτε το Αυτό μπορεί να δώσει και να δεχθεί αγάπη, όχι περισσότερο από ό,τι μπορούν να μαυρίσουν στον ήλιο.

Είναι αναμφισβήτητα ένα καλό πράγμα να βιώνετε και έρωτα και φιλία, γιατί τότε θα ανακαλύψετε τα προτερήματα, τα ελαττώματα και τους περιορισμούς του εαυτού σας.

Και όταν είστε έτοιμοι για αυτή, η αγάπη θα σας περιμένει.

Χωρίς την αίσθηση της έντονης αγάπης, δεν μπορείς να έχεις την αντίληψη του συνόλου της ζωής

Χωρίς να βγούμε από το δωμάτιο, ελπίζουμε ότι θα εξερευνήσουμε το ποτάμι σε όλο το μήκος και το πλάτος του και ότι θα αντιληφθούμε τον πλούτο των πράσινων λιβαδιών στις όχθες του. Ζούμε σ’ ένα μικρό δωμάτιο και ζωγραφίζουμε πάνω σ’ ένα μικρό τελάρο, νομίζοντας ότι έχουμε αρπάξει τη ζωή από τα μαλλιά ή ότι έχουμε κατανοήσει τη σημασία του θανάτου, αλλά αυτό δεν ισχύει. Για να συμβεί αυτό, πρέπει να βγούμε έξω. Και είναι εξαιρετικά δύσκολο να βγεις έξω, ν’ αφήσεις το δωμάτιο με το στενό παράθυρο και να δεις τα πάντα όπως είναι, χωρίς να κρίνεις, χωρίς να καταδικάζεις, χωρίς να λες «αυτό μ’ αρέσει, εκείνο δεν μ’ αρέσει», επειδή οι περισσότεροι από εμάς νομίζουμε ότι μέσα από το μερικό θα κατανοήσουμε το σύνολο. Νομίζουμε ότι από τη μια ακτίνα της ρόδας του ποδηλάτου θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε όλη τη ρόδα του, αλλά μια ακτίνα δεν κάνει όλη τη ρόδα, έτσι δεν είναι; Χρειάζονται όλες οι ακτίνες, το κέντρο της ρόδας και το στεφάνι της, πρέπει να δούμε ολόκληρη τη ρόδα για να μπορέσουμε να την κατανοήσουμε. Με τον ίδιο τρόπο, πρέπει να αντιληφθούμε όλη τη διαδικασία του να ζεις, αν ενδιαφερόμαστε πραγματικά να κατανοήσουμε τη ζωή.

Η εκπαίδευση θα έπρεπε να σε βοηθάει να κατανοήσεις τη ζωή στο σύνολό της, και όχι απλώς να σε προετοιμάζει να βρεις δουλειά και να ακολουθήσεις το συνηθισμένο δρόμο του γάμου, των παιδιών, της ασφάλειας και των προσευχών στο Θεό. Αλλά για να υπάρξει μια σωστή εκπαίδευση, χρειάζονται νοημοσύνη και βαθιά εν-όραση. Γι’ αυτό είναι πολύ σημαντικό και ο ίδιος ο δάσκαλος να έχει εκπαιδευτεί σωστά, ώστε να κατανοεί τη διαδικασία της ζωής και όχι απλώς να διδάσκει σύμφωνα με παλιές ή καινούριες φόρμουλες.

Η ζωή είναι ένα εκπληκτικό μυστήριο – όχι το μυστήριο των βιβλίων, όχι το μυστήριο για το οποίο μιλάνε οι άνθρωποι, αλλά ένα μυστήριο που πρέπει ν’ ανακαλύψει κανείς μόνος του. Γι’ αυτό πρέπει να κατανοήσει κανείς πρώτα εκείνο που είναι μικρό, λίγο, ασήμαντο, και μετά να προχωρήσει πέρα απ’ αυτό.

Αν δεν αρχίσετε να κατανοείτε τη ζωή όσο είστε νέοι, θα μεγαλώσετε και θα είστε εσωτερικά άσχημοι, χωρίς κανένα ενδιαφέρον, θα είστε άδειοι μέσα σας, παρόλο που μπορεί να έχετε χρήματα, να οδηγείτε ακριβά αυτοκίνητα και να παίρνετε διάφορες πόζες. Γι’ αυτό είναι πολύ σημαντικό να αφήνεις το “δωματιάκι” σου και να αντιλαμβάνεσαι την απεραντοσύνη του ουρανού. Αλλά δεν μπορείς να το κάνεις αυτό αν δεν έχεις μέσα σου αγάπη – όχι ερωτική αγάπη ή ιερή αγάπη, αλλά απλώς αγάπη, που σημαίνει ν’ αγαπάς τα πουλιά, τα δέντρα, τα λουλούδια, τους φίλους σου, τους γονείς σου και, πέρα από τους γονείς σου, όλη την ανθρωπότητα.

Δεν θα ήταν τραγικό να μην ανακαλύψετε από μόνοι σας τι είναι αγάπη; Αν εσείς, που είστε παιδιά, δεν γνωρίσετε την αγάπη τώρα, δεν θα την γνωρίσετε ποτέ. Διότι, καθώς θα μεγαλώνετε, αυτό που ονομάζεται αγάπη θα καταντήσει να σημαίνει κάτι πολύ άσχημο: ιδιοκτησία, ένα είδος εμπορεύματος που αγοράζεται και πουλιέται. Αλλά αν αρχίσετε από τώρα να έχετε αγάπη στις καρδιές σας, αν αγαπάτε το δέντρο που φυτέψατε, το αδέσποτο ζώο που χαϊδέψατε, τότε, καθώς θα μεγαλώνετε, δεν θα παραμείνετε στο “δωματιάκι” σας με το στενό παράθυρο, αλλά θα το αφήσετε και θα αγαπάτε ολόκληρη τη ζωή κι όχι κάποια κομμάτια της.

Η αγάπη είναι γεγονός που συμβαίνει, δεν είναι μελοδραματισμοί, κάτι που σε κάνει να κλαις, δεν είναι συναίσθημα. Στην αγάπη δεν υπάρχει καθόλου συναισθηματισμός. Και είναι πολύ σημαντικό να γνωρίσετε την αγάπη όσο είστε νέοι. Οι γονείς σας και οι δάσκαλοί σας ίσως δεν γνωρίζουν την αγάπη και γι’ αυτό δημιούργησαν ένα φριχτό κόσμο, μια κοινωνία που βρίσκεται συνεχώς σε σύγκρουση, τόσο μέσα στους κόλπους της όσο και με άλλες κοινωνίες. Οι θρησκείες τους, οι φιλοσοφίες τους, οι ιδεολογίες τους είναι όλες ψέματα, όταν σ’ αυτές αγάπη υπάρχει μόνο στα λόγια. Αντιλαμβάνονται μόνο ένα κομμάτι της ζωής κοιτάζουν έξω από ένα στενό παράθυρο, απ’ όπου η θέα μπορεί να είναι ευχάριστη, αλλά αυτό δεν είναι η ζωή σε όλη της την έκταση. Χωρίς την αίσθηση της έντονης αγάπης, δεν μπορείς να έχεις την αντίληψη του συνόλου της ζωής, οπότε θα είσαι πάντα δυστυχισμένος και στο τέλος της ζωής σου δεν θα έχεις τίποτε άλλο πέρα από στάχτες κι ένα σωρό κούφια λόγια.

Φιλοσοφία της πολιτικής καχεξίας

Πώς δια-Μορφώνεται το πολιτικό Σήμερα της Ελλάδας;

§1: Πώς μπορούμε να σκεφτόμαστε την παρούσα πολιτική πραγματικότητα της νεοελληνικής κοινωνίας; Οι νέες κυβερνητικές δυνάμεις, που διαμορφώνουν βήμα προς βήμα την καθίδρυση της δικής τους εξουσίας, πόσο πραγματικά νέες είναι; Εάν όντως επαγγέλλονται ένα αληθινά ριζοσπαστικό πολιτικό credo και πράττειν, ποια είναι τα ειδοποιά του γνωρίσματα; Αυτά και αμέτρητα άλλα ερωτήματα γεννιούνται, όταν κανείς επιχειρεί να κατανοεί ουσιωδώς και να ερμηνεύει στοιχειωδώς αξιόπιστα το πολιτικό γίγνεσθαι του Ελλαδικού σήμερα. Από άποψη γενικής αρχής, πριν απ’ όλα, η κατανόηση της τρέχουσας πολιτικής πραγματικότητας είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από την ίδια την προς κατανόηση πραγματικότητα: η εν λόγω πραγματικότητα είναι η επίφαση της ουσίας της πολιτικής, ενώ η κατανόησή της είναι η εννοιολογική σύλληψη αυτού που συμβαίνει πολιτικώς. Αυτή η διαφορά έχει εξάλλου την επαλήθευσή της και στα σποραδικά φαινόμενα μαζικής υστερίας υπέρ του νέου καθεστώτος από άκριτες, εθελόδουλες ομάδες, συντεχνίες και παράγοντες του μικροαστικού και μεσοαστικού χώρου, όπως επίσης και από τις πιο φτηνές εκδοχές του ούτως ή άλλως κούφιου δημοσιογραφισμού, της άχαρης δημοσιογραφικής αχυροφαγίας. Όλες αυτές οι αγελαίες αντιδράσεις αντιστοιχούν σε μια ανεστραμμένη, αν όχι διεστραμμένη, σύλληψη της εξελισσόμενης πολιτικής πράξης. Συμβαίνει ακριβώς αυτό που λοιδορεί ο Νίτσε:

«Παλιοί υπηρέτες κάτω από νέα αφεντικά ενθαρρύνονται αμοιβαία στο να δίνουν χαρά ο ένας στον άλλο» (Ανθρώπινο, πολύ Ανθρώπινο, 311).

Η ίδια όμως η πολιτική πράξη είναι ετερογενής, πολυδιάσταστη, πολυδιάσπαστη και άκρως αυτο-αντιφατική. Τα τελευταία τούτα γνωρίσματα ανήκουν στη χορεία των ειδοποιών, ήτοι μορφικών της γνωρισμάτων και απαιτούν μια κατά το δυνατόν μεθοδική ανάλυση σε αντιστοιχία προς τα προσδιορισμένα εκάστοτε, με συγκεκριμένο τρόπο, περιεχόμενα.

§2: Το φάσμα της τρέχουσας κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας περιλαμβάνει πτυχές, που άλλες ανατρέχουν στο παρελθόν, άλλες συντηρούνται στο παρόν και άλλες εμφανίζονται να υπερπηδούν τα όρια του τελευταίου. Σίγουρα όμως όλες εκδηλώνονται ή εκτυλίσσονται μέσα στο πνεύμα της καθημερινότητας, όπου κυρίαρχο στοιχείο είναι το τετριμμένο, το κοινότοπο, το πεζό και οι λάγνοι του πόθοι. Μια αληθινά νέα πολιτική εκκινεί από την πρακτική συντριβή ετούτου του όλου της κοινοτοπίας και της διαφθοράς και όχι από μια λεκτική υποτίθεται καταδίκη του, που απλώς επιβεβαιώνει την απόλυτη σύγχυση των πολιτικών ιθυνόντων ως προς το τι θέλουν να κάνουν. Τούτο παραπέμπει εν γένει στα εξής: α) ελλιπής γνώση και ανά-γνωση της ουσίας του Πολιτικού από τους νέους αξιωματούχους της πολιτικής διαχείρισηςˑ β) απόλυτη επικράτηση ενός ιδιότυπα ακροβατικού εμπειρισμού, εκτεινόμενου ως εκείνο το είδος επικοινωνιακού παλιμπαιδισμού, που εξολοθρεύει και τα ελάχιστα μόρια αναστοχασμού του λαούˑ γ) η υπαγωγή της πολιτικής υπό το γενικό πρόσταγμα της μαζικής κοινωνίας, ήτοι μαζικής «δημοκρατίας». Ολοζώντανες απεικονίσεις αυτού του προστάγματος μας προσφέρει ο Χάιντεγκερ στο Είναι και Χρόνος. Γράφει μεταξύ άλλων:

«Το άτομο καθημερινά βρίσκεται στην υποτέλεια των άλλων. Δεν είναι αυτό το ίδιο. Το Είναι του το έχουν αρπάξει οι άλλοι. Οι καθημερινές δυνατότητες του Είναι του υπόκεινται στα γούστα των άλλων. Οι πολλοί εγκαθιδρύουν τη χαρακτηριστική τους δικτατορία. Απολαμβάνουμε και διασκεδάζουμε όπως διασκεδάζουν οι πολλοίˑ βλέπουμε και κριτικάρουμε λογοτεχνία και τέχνη, όπως πολλοί βλέπουν και κριτικάρουνˑ αλλά και αποτραβιόμαστε από τον “πολύ σωρό”, όπως πολλοί αποτραβιούνται»

§3: Η μαζική «δημοκρατία» φαινομενικά εργάζεται για να απαλλάξει τις μάζες από τη γενικευμένη τους εξαθλίωση, κατ’ ουσία όμως τις υποχρεώνει να ζουν μόνιμα κάτω από τη σκιά της πολιτικής, οικονομικής, πολιτισμικής κρίσης, δηλαδή να συμφιλιώνονται χαρωπά με την εξαθλίωσή τους. Ομόλογο αποτέλεσμα μιας τέτοιας συμφιλίωσης είναι το αμφίβολης ποιότητας βουλευτικό και πολιτικό προσωπικό: η μάζα επιλέγει τους ομοίους της: τους άεργους πανηγυριώτες, τηρουμένων πάντοτε των εξαιρέσεων, με πολύχρωμα ιδεολογικά ψιμύθιαˑ και οι κυβερνήτες θωπεύουν την αντίστοιχη μάζα που τους ταιριάζει: «ο κύριος διασκεδάζει με την ευθυμία των δούλων του» μας υποψιάζει ο Νίτσε στον Ζαρατούστρα του. Έτσι παρατηρείται το ιλαροτραγικό φαινόμενο: «η τραγωδία της πολιτικής να ξαναγυρίζει στη ζωή μας ως κωμωδία» (Μαρξ) . Γατί; Επειδή ό,τι λέγεται και ό,τι πράττεται στη σφαίρα του Πολιτικού υπηρετεί την κοινή ηθική κυρίων και δούλων, η οποία, σύμφωνα πάντα με τον Νίτσε, είναι κατ’ εξοχήν ωφελιμιστική. Γι’ αυτό και οι νέοι εμπειροτέχνες του σημερινού πολιτικού status, όπως ακριβώς και οι προηγούμενοι, δεν διστάζουν να συνδέουν τη δική τους αξίωση για εξ-ουσία με την επιδίωξη της προόδου. Οποιοσδήποτε όμως φιλολαϊκός προσανατολισμός δεν είναι ποτέ λαϊκός, αλλά πάντοτε σκοταδιστικός. Μόνο μια ανιστόρητη πολιτική σκέψη δεν μπορεί να διακρίνει ότι φιλολαϊκός και λαϊκός τρόπος του πολιτεύεσθαι είναι ευθέως αντίθετα, εχθρικά μεγέθη: φιλολαϊκός σημαίνει ότι ο πολιτικός οικτίρει τη μάζα για την κατάστασή της, χωρίς να ταυτίζεται θετικά μαζί της, δηλαδή τη βλέπει από θέση ισχύος και χωρίς ούτε καν να συμπάσχει. Προκειμένου λοιπόν να διατηρεί την πολιτική του ισχύ, αλλάζει τα πολιτικά στρατόπεδα ή τις ιδεολογικο-πολιτικές του εξαγγελίες με ταχύτητα φωτός: «χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ» (Καβάφης). Και η μάζα, αντί να τον περιθωριοποεί, τον εκλέγει ξανά και ξανά ως αντιπροσωπευτική δύναμη «ήθους» ή έθους. Το νέο μπλοκ εξουσίας, παρόμοια σαν το παλαιό, κατακλύζεται από τέτοιους πλανόδιους πραματευτάδες της πολιτικής, έτοιμους για όλα τα δεινά. Απέναντι σ’ αυτούς ορθώνεται ο Λαϊκός, που δεν ξεχωρίζει το δικό του πάσχειν από εκείνο της μάζας: είναι ο ίδιος πάσχειν και όχι απλώς συμπάσχειν. Και όταν είναι πάσχειν είναι και ποιείν, δηλαδή δημιουργικός νους του πολιτικώς πράττειν, που αρνείται να γίνει σημαία ευκαιρίας. Ο κυνικός Διογένης τέτοιους ανθρώπους έψαχνε με το φανάρι του μέρα μεσημέρι! Αλλ' αυτοί, δυστυχώς για τα πολύχρωμα "κοράκια" του βουλευτηρίου, δεν βρίσκονται ανάμεσα στους χεροκροτητές.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: Ρητορική (1391b-1392a)

Επιστροφή στις λογικές αποδείξεις: κεφ. 18-26

[XVIII] Ἐπεὶ δὲ ἡ τῶν πιθανῶν λόγων χρῆσις πρὸς κρίσιν ἐστί (περὶ ὧν γὰρ ἴσμεν καὶ κεκρίκαμεν οὐδὲν ἔτι δεῖ λόγου), ἔστι δ᾽ ἐάν τε πρὸς ἕνα τις τῷ λόγῳ χρώμενος προτρέπῃ ἢ ἀποτρέπῃ, οἷον οἱ νουθετοῦντες ποιοῦσιν ἢ πείθοντες (οὐδὲν γὰρ ἧττον κριτὴς ὁ εἷς· ὃν γὰρ δεῖ πεῖσαι, οὗτός ἐστιν ὡς εἰπεῖν ἁπλῶς κριτής), ἐάν τε πρὸς ἀμφισβητοῦντας, ἐάν τε πρὸς ὑπόθεσιν λέγῃ τις, ὁμοίως (τῷ γὰρ λόγῳ ἀνάγκη χρῆσθαι καὶ ἀναιρεῖν τὰ ἐναντία, πρὸς ἃ ὥσπερ ἀμφισβητοῦντα τὸν λόγον ποιεῖται), ὡσαύτως δὲ καὶ ἐν τοῖς ἐπιδεικτικοῖς (ὥσπερ γὰρ πρὸς κριτὴν τὸν θεωρὸν ὁ λόγος συνέστηκεν, ὅλως δὲ μόνος ἐστὶν ἁπλῶς κριτὴς ἐν τοῖς πολιτικοῖς ἀγῶσιν ὁ τὰ ζητούμενα κρίνων· τά τε γὰρ ἀμφισβητούμενα ζητεῖται πῶς ἔχει, καὶ περὶ ὧν βουλεύονται), περὶ δὲ τῶν κατὰ τὰς πολιτείας ἠθῶν ἐν τοῖς συμβουλευτικοῖς εἴρηται πρότερον — ὥστε διωρισμένον ἂν εἴη πῶς τε καὶ διὰ τίνων τοὺς λόγους ἠθικοὺς ποιητέον.

Ἐπεὶ δὲ περὶ ἕκαστον μὲν γένος τῶν λόγων ἕτερον ἦν τὸ τέλος, περὶ ἁπάντων δ᾽ αὐτῶν εἰλημμέναι δόξαι καὶ προτάσεις εἰσὶν ἐξ ὧν τὰς πίστεις φέρουσιν καὶ συμβουλεύοντες καὶ ἐπιδεικνύμενοι καὶ ἀμφισβητοῦντες, ἔτι δὲ ἐξ ὧν ἠθικοὺς τοὺς λόγους ἐνδέχεται ποιεῖν, καὶ περὶ τούτων διώρισται, λοιπὸν ἡμῖν διελθεῖν περὶ τῶν κοινῶν. πᾶσι γὰρ ἀναγκαῖον τῷ περὶ τοῦ δυνατοῦ καὶ ἀδυνάτου προσχρῆσθαι ἐν τοῖς λόγοις, καὶ τοὺς μὲν ὡς ἔσται τοὺς δὲ ὡς γέγονε πειρᾶσθαι δεικνύναι. ἔτι δὲ περὶ μεγέθους κοινὸν ἁπάντων ἐστὶ τῶν λόγων· χρῶνται γὰρ πάντες τῷ μειοῦν καὶ αὔξειν καὶ συμβουλεύοντες καὶ ἐπαινοῦντες ἢ ψέγοντες καὶ κατηγοροῦντες ἢ ἀπολογούμενοι.

[1392a] τούτων δὲ διορισθέντων περὶ τῶν ἐνθυμημάτων κοινῇ πειραθῶμεν εἰπεῖν, εἴ τι ἔχομεν, καὶ περὶ παραδειγμάτων, ὅπως τὰ λοιπὰ προσθέντες ἀποδῶμεν τὴν ἐξ ἀρχῆς πρόθεσιν. ἔστιν δὲ τῶν κοινῶν τὸ μὲν αὔξειν οἰκειότατον τοῖς ἐπιδεικτικοῖς, ὥσπερ εἴρηται, τὸ δὲ γεγονὸς τοῖς δικανικοῖς (περὶ τούτων γὰρ ἡ κρίσις), τὸ δὲ δυνατὸν καὶ ἐσόμενον τοῖς συμβουλευτικοῖς.

***
[18] Δεδομένου ότι τους πειστικούς λόγους τους χρησιμοποιούμε αποβλέποντας σε κάποια κρίση (για θέματα που τα ξέρουμε πια και έχουν κριθεί, δεν χρειάζεται, φυσικά, καμιά πλέον επιχειρηματολογία), και δεδομένου ότι αυτή είναι η περίπτωση ακόμα και όταν με τον λόγο μας απευθυνόμαστε σε ένα μόνο άτομο θέλοντας να το προτρέψουμε σε κάτι ή να το αποτρέψουμε από κάτι, όπως κάνουν π.χ. όσοι δίνουν συμβουλές σε κάποιον ή προσπαθούν να πείσουν κάποιον για κάτι (το ένα άτομο δεν είναι, βέβαια, λιγότερο κριτής· γιατί κριτής —για να το πούμε έτσι— είναι γενικά το άτομο που πρέπει να πείσουμε), παρόμοια και όταν μιλούμε εναντίον ενός αντιπάλου ή εναντίον μιας άποψης (γιατί δεν μπορεί παρά να χρησιμοποιηθεί ο λόγος προκειμένου να αναιρεθούν οι αντίθετες απόψεις, που ο λόγος τις αντιμετωπίζει σαν αντίπαλο), το ίδιο και στην περίπτωση των επιδεικτικών λόγων (όπου επίσης ο λόγος οργανώνεται για τον θεατή/ακροατή ως κριτή)· γενικά, πάντως, κριτής στην κυριολεξία είναι μόνο εκείνος που παίρνει αποφάσεις για τα ερωτήματα που τίθενται όταν συζητούνται πολιτικές υποθέσεις, όπου το ζητούμενο είναι πώς ακριβώς έχουν α) τα πράγματα για τα οποία υπάρχει αμφισβήτηση, β) αυτά που έρχονται για συζήτηση· δεδομένου, τέλος, ότι μιλήσαμε ήδη —κατά την πραγμάτευση του συμβουλευτικού είδους των λόγων— για το είδος του χαρακτήρα που προσιδιάζει στα διάφορα επιμέρους πολιτεύματα, ας θεωρηθεί ότι έχει προσδιορισθεί το πώς και με ποιά μέσα πρέπει να δίνεται ηθικός χαρακτήρας στους λόγους.

Επειδή το καθένα από τα είδη ρητορικού λόγου έχει, όπως λέγαμε, τον δικό του τελικό στόχο· επειδή για όλα τα είδη έχουμε ήδη συγκεντρωμένες γνώμες και προτάσεις, από τις οποίες οι ρήτορες μπορούν να αντλούν υλικό για τους αποδεικτικούς τους συλλογισμούς στους συμβουλευτικούς, τους επιδεικτικούς και τους δικανικούς τους λόγους· επειδή, επιπλέον, τα μέσα με τα οποία είναι δυνατό να δίνεται ηθικός χαρακτήρας στους λόγους έχουν επίσης προσδιορισθεί, μας μένει να πραγματευθούμε τους κοινούς και στα τρία είδη τόπους.

Για όλους, πράγματι, τους ρήτορες είναι υποχρεωτικό να χρησιμοποιούν επίσης στους λόγους τους τον τόπο του δυνατού και του αδύνατου· επίσης, άλλοι από αυτούς είναι υποχρεωμένοι να προσπαθούν να δείξουν ότι κατιτί θα συμβεί και άλλοι ότι συνέβη. Κοινή επίσης σε όλα τα είδη ρητορικού λόγου είναι η θεώρηση των πραγμάτων από την πλευρά του μεγέθους· όλοι, πράγματι, οι ρήτορες χρησιμοποιούν τη μείωση και την αύξηση, είτε όταν συμβουλεύουν, είτε όταν επαινούν ή ψέγουν, είτε όταν κατηγορούν ή απολογούνται.

[1392a] Έχοντας καθορίσει αυτά τα πράγματα ας προσπαθήσουμε τώρα να μιλήσουμε για τα ενθυμήματα με τρόπο γενικό, λέγοντας ό,τι έχουμε να πούμε, καθώς και για τα παραδείγματα, ώστε, αφού προσθέσουμε ό,τι απομένει, να ολοκληρώσουμε τον αρχικό μας σχεδιασμό. Από τους κοινούς αυτούς τρόπους θεώρησης των πραγμάτων η αύξηση προσιδιάζει —όπως το έχουμε ήδη πει— κατά τρόπο ξεχωριστό στους επιδεικτικούς λόγους, η αναφορά στο παρελθόν στους δικανικούς λόγους (η κρίση είναι, πράγματι, εκεί για πράγματα που συνέβησαν στο παρελθόν), ενώ η αναφορά στο πιθανό και στο μελλοντικό προσιδιάζει ιδιαίτερα στους συμβουλευτικούς λόγους.