ΕΚ. οἴμοι, βλέπω δὴ παῖδ᾽ ἐμὸν τεθνηκότα,
Πολύδωρον, ὅν μοι Θρῂξ ἔσῳζ᾽ οἴκοις ἀνήρ.
ἀπωλόμην δύστηνος, οὐκέτ᾽ εἰμὶ δή.
ὦ τέκνον τέκνον,
685 αἰαῖ, κατάρχομαι γόων,
βακχεῖον ἐξ ἀλάστορος
ἀρτιμαθῆ νόμον.
ΧΟ. ἔγνως γὰρ ἄτην παιδός, ὦ δύστηνε σύ;
ΕΚ. ἄπιστ᾽ ἄπιστα, καινὰ καινὰ δέρκομαι.
690 ἕτερα δ᾽ ἀφ᾽ ἑτέρων κακὰ κακῶν κυρεῖ,
οὐδέ ποτ᾽ ἀστένακτος ἀδάκρυτος ἁ-
μέρα [μ᾽] ἐπισχήσει.
ΧΟ. δείν᾽, ὦ τάλαινα, δεινὰ πάσχομεν κακά.
ΕΚ. ὦ τέκνον τέκνον ταλαίνας ματρός,
695 τίνι μόρῳ θνῄσκεις,
τίνι πότμῳ κεῖσαι,
πρὸς τίνος ἀνθρώπων;
ΘΕ. οὐκ οἶδ᾽· ἐπ᾽ ἀκταῖς νιν κυρῶ θαλασσίαις.
ΕΚ. ἔκβλητον, ἢ πέσημα φοινίου δορός,
700 ἐν ψαμάθῳ λευρᾷ;
ΘΕ. πόντου νιν ἐξήνεγκε πελάγιος κλύδων.
ΕΚ. ὤμοι αἰαῖ, ἔμαθον ἐνύπνιον ὀμμάτων
ἐμῶν ὄψιν, οὔ με παρέβα φά-
705 σμα μελανόπτερον,
ἃν ἐσεῖδον ἀμφὶ σ᾽,
ὦ τέκνον, οὐκέτ᾽ ὄντα Διὸς ἐν φάει.
ΧΟ. τίς γάρ νιν ἔκτειν᾽; οἶσθ᾽ ὀνειρόφρων φράσαι;
710 ΕΚ. ἐμὸς ἐμὸς ξένος, Θρῄκιος ἱππότας,
ἵν᾽ ὁ γέρων πατὴρ ἔθετό νιν κρύψας.
ΧΟ. οἴμοι, τί λέξεις; χρυσὸν ὡς ἔχοι κτανών;
ΕΚ. ἄρρητ᾽ ἀνωνόμαστα, θαυμάτων πέρα,
715 οὐχ ὅσι᾽ οὐδ᾽ ἀνεκτά. ποῦ δίκα ξένων;
ὦ κατάρατ᾽ ἀνδρῶν, ὡς διεμοιράσω
χρόα, σιδαρέῳ τεμὼν φασγάνῳ
720 μέλεα τοῦδε παιδὸς οὐδ᾽ ᾠκτίσω.
ΧΟ. ὦ τλῆμον, ὥς σε πολυπονωτάτην βροτῶν
δαίμων ἔθηκεν ὅστις ἐστί σοι βαρύς.
ἀλλ᾽ εἰσορῶ γὰρ τοῦδε δεσπότου δέμας
725 Ἀγαμέμνονος, τοὐνθένδε σιγῶμεν, φίλαι.
***
ΕΚΑΒΗ
Αλί, βλέπω τον γιο μου πεθαμένο,
τον Πολύδωρο, που ο Θρακιώτης εκείνος
μου τον φύλαε στο σπίτι του· χάθηκα,
η βαριόμοιρη, δεν είναι πια για να ζήσω.
Ω παιδί μου, παιδί μου,
οϊμένα, το μοιρολόγι με πνίγει,
ο ξέφρενος σκοπός, που ένας δαίμονας
του ολέθρου τον σώριασε μέσα μου.
ΒΑΓΙΑ
Δύστυχη, που δεν ήξερες του παιδιού σου τη μοίρα.
ΕΚΑΒΗ
Απίστευτα, δεν τα χωράει ο νους μου
όσα παράξενα θωρώ.
690 Οι συμφορές ακολουθούν τις συμφορές.
Ποτέ δεν θά ᾽ρθει για μένα μια μέρα
χωρίς δάκρυα, χωρίς στεναγμούς.
ΧΟΡΟΣ
Φοβερά είναι τα πάθια μας, δύστυχη.
ΕΚΑΒΗ
Ω παιδί μου, παιδί βαριόμοιρης μάνας,
ποιό ριζικό σε σκότωσε;
ποιός θάνατος σε βρήκε;
ποιός κακούργος το μπόρεσε;
ΒΑΓΙΑ
Δεν το ξέρω. Τον βρήκα στο ακρογιάλι.
ΕΚΑΒΗ
Απ᾽ το κύμα βγαλμένον στη στρωτή αμμουδιά,
700 ή από κοντάρι φονικό πεσμένον;
ΒΑΓΙΑ
Η φουσκοθαλασσιά τον είχε βγάλει.
ΕΚΑΒΗ
Οϊμένα, τώρα την ξηγώ
την υπνοφαντασιά μου·
κι ο ίσκιος ο μαυρόφτερος,
που είδα για σε, παιδί μου,
δεν βγήκε ψέμα, αφού το φως
τ᾽ ουρανού, τώρα πια, δεν θωρείς.
ΧΟΡΟΣ
Ποιός τον εσκότωσε, σου ᾽χει πει τ᾽ όνειρό σου;
ΕΚΑΒΗ
Φίλος μας, φίλος μας, ο αλογολάτης
710 Θρακιώτης το ᾽πραξε· σ᾽ αυτόν ο γέρος
γονιός τον είχε μπιστευτεί, να τον φυλάξει.
ΧΟΡΟΣ
Τί θες να πεις; Για το χρυσάφι τον αφάνισε;
ΕΚΑΒΗ
Πώς να τα πεις τ᾽ ανείπωτα;
Πώς να ιστορήσεις όσα
δεν βάζει ο νους; το κρίμα
το αβάσταχτο; Και πού ᾽ναι ο ιερός
ο νόμος, που τους ξένους προστατεύει;
Άντρα καταραμένε, πώς το μπόρεσες
τη σάρκα ενός παιδιού να μακελέψεις
με σίδερο, ούτε λίγο σπλάχνος
720 δεν είχες μέσα σου;
ΧΟΡΟΣ
Δόλια, κάποιος θεός, σκληρός μαζί σου,
σου φύλαε τόσα πάθη, που άλλος άνθρωπος
δεν γνώρισε.
Όμως, ας κλείσουμε το στόμα,
φίλες μου, βλέπω τον αφέντη τον Αγαμέμνονα.
Πολύδωρον, ὅν μοι Θρῂξ ἔσῳζ᾽ οἴκοις ἀνήρ.
ἀπωλόμην δύστηνος, οὐκέτ᾽ εἰμὶ δή.
ὦ τέκνον τέκνον,
685 αἰαῖ, κατάρχομαι γόων,
βακχεῖον ἐξ ἀλάστορος
ἀρτιμαθῆ νόμον.
ΧΟ. ἔγνως γὰρ ἄτην παιδός, ὦ δύστηνε σύ;
ΕΚ. ἄπιστ᾽ ἄπιστα, καινὰ καινὰ δέρκομαι.
690 ἕτερα δ᾽ ἀφ᾽ ἑτέρων κακὰ κακῶν κυρεῖ,
οὐδέ ποτ᾽ ἀστένακτος ἀδάκρυτος ἁ-
μέρα [μ᾽] ἐπισχήσει.
ΧΟ. δείν᾽, ὦ τάλαινα, δεινὰ πάσχομεν κακά.
ΕΚ. ὦ τέκνον τέκνον ταλαίνας ματρός,
695 τίνι μόρῳ θνῄσκεις,
τίνι πότμῳ κεῖσαι,
πρὸς τίνος ἀνθρώπων;
ΘΕ. οὐκ οἶδ᾽· ἐπ᾽ ἀκταῖς νιν κυρῶ θαλασσίαις.
ΕΚ. ἔκβλητον, ἢ πέσημα φοινίου δορός,
700 ἐν ψαμάθῳ λευρᾷ;
ΘΕ. πόντου νιν ἐξήνεγκε πελάγιος κλύδων.
ΕΚ. ὤμοι αἰαῖ, ἔμαθον ἐνύπνιον ὀμμάτων
ἐμῶν ὄψιν, οὔ με παρέβα φά-
705 σμα μελανόπτερον,
ἃν ἐσεῖδον ἀμφὶ σ᾽,
ὦ τέκνον, οὐκέτ᾽ ὄντα Διὸς ἐν φάει.
ΧΟ. τίς γάρ νιν ἔκτειν᾽; οἶσθ᾽ ὀνειρόφρων φράσαι;
710 ΕΚ. ἐμὸς ἐμὸς ξένος, Θρῄκιος ἱππότας,
ἵν᾽ ὁ γέρων πατὴρ ἔθετό νιν κρύψας.
ΧΟ. οἴμοι, τί λέξεις; χρυσὸν ὡς ἔχοι κτανών;
ΕΚ. ἄρρητ᾽ ἀνωνόμαστα, θαυμάτων πέρα,
715 οὐχ ὅσι᾽ οὐδ᾽ ἀνεκτά. ποῦ δίκα ξένων;
ὦ κατάρατ᾽ ἀνδρῶν, ὡς διεμοιράσω
χρόα, σιδαρέῳ τεμὼν φασγάνῳ
720 μέλεα τοῦδε παιδὸς οὐδ᾽ ᾠκτίσω.
ΧΟ. ὦ τλῆμον, ὥς σε πολυπονωτάτην βροτῶν
δαίμων ἔθηκεν ὅστις ἐστί σοι βαρύς.
ἀλλ᾽ εἰσορῶ γὰρ τοῦδε δεσπότου δέμας
725 Ἀγαμέμνονος, τοὐνθένδε σιγῶμεν, φίλαι.
***
ΕΚΑΒΗ
Αλί, βλέπω τον γιο μου πεθαμένο,
τον Πολύδωρο, που ο Θρακιώτης εκείνος
μου τον φύλαε στο σπίτι του· χάθηκα,
η βαριόμοιρη, δεν είναι πια για να ζήσω.
Ω παιδί μου, παιδί μου,
οϊμένα, το μοιρολόγι με πνίγει,
ο ξέφρενος σκοπός, που ένας δαίμονας
του ολέθρου τον σώριασε μέσα μου.
ΒΑΓΙΑ
Δύστυχη, που δεν ήξερες του παιδιού σου τη μοίρα.
ΕΚΑΒΗ
Απίστευτα, δεν τα χωράει ο νους μου
όσα παράξενα θωρώ.
690 Οι συμφορές ακολουθούν τις συμφορές.
Ποτέ δεν θά ᾽ρθει για μένα μια μέρα
χωρίς δάκρυα, χωρίς στεναγμούς.
ΧΟΡΟΣ
Φοβερά είναι τα πάθια μας, δύστυχη.
ΕΚΑΒΗ
Ω παιδί μου, παιδί βαριόμοιρης μάνας,
ποιό ριζικό σε σκότωσε;
ποιός θάνατος σε βρήκε;
ποιός κακούργος το μπόρεσε;
ΒΑΓΙΑ
Δεν το ξέρω. Τον βρήκα στο ακρογιάλι.
ΕΚΑΒΗ
Απ᾽ το κύμα βγαλμένον στη στρωτή αμμουδιά,
700 ή από κοντάρι φονικό πεσμένον;
ΒΑΓΙΑ
Η φουσκοθαλασσιά τον είχε βγάλει.
ΕΚΑΒΗ
Οϊμένα, τώρα την ξηγώ
την υπνοφαντασιά μου·
κι ο ίσκιος ο μαυρόφτερος,
που είδα για σε, παιδί μου,
δεν βγήκε ψέμα, αφού το φως
τ᾽ ουρανού, τώρα πια, δεν θωρείς.
ΧΟΡΟΣ
Ποιός τον εσκότωσε, σου ᾽χει πει τ᾽ όνειρό σου;
ΕΚΑΒΗ
Φίλος μας, φίλος μας, ο αλογολάτης
710 Θρακιώτης το ᾽πραξε· σ᾽ αυτόν ο γέρος
γονιός τον είχε μπιστευτεί, να τον φυλάξει.
ΧΟΡΟΣ
Τί θες να πεις; Για το χρυσάφι τον αφάνισε;
ΕΚΑΒΗ
Πώς να τα πεις τ᾽ ανείπωτα;
Πώς να ιστορήσεις όσα
δεν βάζει ο νους; το κρίμα
το αβάσταχτο; Και πού ᾽ναι ο ιερός
ο νόμος, που τους ξένους προστατεύει;
Άντρα καταραμένε, πώς το μπόρεσες
τη σάρκα ενός παιδιού να μακελέψεις
με σίδερο, ούτε λίγο σπλάχνος
720 δεν είχες μέσα σου;
ΧΟΡΟΣ
Δόλια, κάποιος θεός, σκληρός μαζί σου,
σου φύλαε τόσα πάθη, που άλλος άνθρωπος
δεν γνώρισε.
Όμως, ας κλείσουμε το στόμα,
φίλες μου, βλέπω τον αφέντη τον Αγαμέμνονα.