ΕΙΣΑΓΩΓΗ
§6.0. Τα ρηματικά επίθετα σε -τὸς και -τέος σχηματίστηκαν κατά κανόνα από το ρηματικό, ενεργητικό ή παθητικό, θέμα των αντίστοιχων ρημάτων.
Εκτός από τα σε -τὸς και -τέος υπάρχουν ρηματικά επίθετα και σε -ιος, -νός και -άς, όπως π.χ. ἅγιος (ἅζομαι= "τιμώ"), πάγιος (πήγνυμι), πλάγιος (πλήσσω), γυμνός, στεγνός, μηκάς (μηκάδας αἶγας, μηκάομαι= "βελάζω"), δρομάς, κ.ά., τα οποία ωστόσο δεν είναι και τόσο συχνά και για τον λόγο αυτόν απουσιάζουν από τα σχετικά με τα ρηματικά επίθετα κεφάλαια των συντακτικών.
§6.1. Τα ρηματικά επίθετα δεν εντάχθηκαν, όπως συνέβη με τις μετοχές, στο ρηματικό παράδειγμα. Έτσι δηλώνουν ότι η ρηματική έννοια είτε ενυπάρχει πραγματικά είτε ενδέχεται είτε πρέπει να ενυπάρξει στην ονοματική έννοια που προσδιορίζεται από το ρηματικό επίθετο. Σε αντίθεση όμως προς τη μετοχή, τα ρηματικά επίθετα σε -τὸς και -τέος δεν εμπεριέχουν άμεση αναφορά ή συνυποδήλωση του χρόνου ή της διάθεσης, μπορούν δηλαδή να εμφανιστούν, ανεξάρτητα από το εάν προέρχονται από έναν ενεργητικό ή παθητικό ρηματικό θέμα, τόσο σε ενεργητική όσο και σε παθητική χρήση, και δεν διατηρούν κατά κανόνα τη σύνταξη του ρήματος. Όταν μάλιστα, πράγμα που συμβαίνει σπάνια, κατονομάζεται το ενεργούν πρόσωπο, τότε αυτό εκφέρεται, όπως ακριβώς και στα ονόματα, σε πτώση γενική (πρβ. π.χ. το αρχαϊκό σύνθετο Διόσδοτος [= "ο δοσμένος από τον Δία"]).
Διαφορετική από τις μετοχές είναι η σχέση των ρηματικών αυτών επιθέτων και προς την ολότητα της πρότασης: Ένα ρηματικό επίθετο δεν μπορεί να εκφράσει μια συνοδευτική προς την κύρια ρηματική έννοια ενέργεια ή διεργασία ούτε με τον τρόπο της συνημμένης ούτε υπό τη μορφή της απόλυτης μετοχής.
§6.2. Πάντως πιο κοντά στο ρήμα φαίνεται να βρίσκονται τα σε -τέος ρηματικά επίθετα καθώς ενδέχεται να διατηρούν τη σύνταξη του ρήματος προέλευσής τους:
ΘΟΥΚ 8.65.3 οὔτε μεθεκτέον τῶν πραγμάτων πλέοσιν ἢ πεντακισχιλίοις || ούτε θα επιτρεπόταν να συμμετέχουν στη διοίκηση της πολιτείας περισσότεροι από πέντε χιλιάδες.
§6.3. Στα ΝΕ οι λέξεις σε -τός έχουν χαρακτήρα επιθέτου, ενώ η παθητική σημασία της αρχαίας κατάληξης -τός εμφανίζεται τώρα στις καταλήξεις σε -μένος.
Δευτέρα 17 Απριλίου 2023
Είναι ευθύνη σου. Αν δεν χαίρεσαι με την ζωή σου άλλαξε την
Πολλές φορές, κολλάμε τόσο πολύ στην ρουτίνα μας, που νομίζουμε πως είναι αδύνατο να ξεφύγουμε από αυτή. Την αποδεχόμαστε και συμβιβαζόμαστε με αυτά που νομίζουμε πως είναι σωστά. Φοβόμαστε την αλλαγή επειδή φοβόμαστε να εμπιστευθούμε το άγνωστο.
Κι έτσι μένουμε. Τρομοκρατούμαστε τόσο από την ιδέα του να αφήσουμε τα πάντα πίσω μας και να ξεκινήσουμε μια νέα αρχή που είμαστε πρόθυμοι να θυσιάσουμε την ευτυχία μας για τα αισθήματα της οικειότητας και της ασφάλειας. Μένουμε ενώ πρέπει να προχωρήσουμε.
Αν δεν είσαι ευτυχισμένος/η με το που βρίσκεσαι στην ζωή σου- προχώρα. Δεν είσαι δέντρο.
Αν δεν ικανοποιείσαι από την δουλειά σου- παραιτήσου. Αν η δουλειά σου σε αποστραγγίζει ψυχικά, σωματικά ή συναισθηματικά ή νιώθεις πως δεν αναπτύσσεσαι και δεν μαθαίνεις καινούργια πράγματα- τότε παράτα την και βρες μια που θα σε κάνει ευτυχισμένο/η. Η ευτυχία σου είναι πιο σημαντική από το να μείνεις σε ένα μέρος όπου νιώθεις μιζέρια.
Αν δεν είσαι ευχαριστημένος/η με τους φίλους σου- άφησε τους. Αν νιώθεις πως δεν σε επηρεάζουν θετικά και μόνο σου απορροφούν την ενέργεια- άφησε τους. Προστάτευσε τον εαυτό σου από τις τοξικές επιρροές. Να περιβάλλεσαι από ανθρώπους που δονούνται στην ίδια συχνότητα με εσένα. Δεν προορίζεσαι για μέτρια πράγματα ούτε για μέτριους ανθρώπους.
Αν δεν είσαι ευχαριστημένος/η με την σχέση σου- τελείωσε την. Ο σύντροφος σου δεν είναι το τελευταίο άτομο στην γη με το οποίο θα έχεις μια ρομαντική σχέση. Μια σχέση είναι κάτι πολύ παραπάνω από τον ρομαντισμό, τα φιλιά και τις αγκαλιές. Μια πραγματική σχέση αλλάζει τον πυρήνα σου και σε κάνει να αναπτυχθείς στην καλύτερη εκδοχή του εαυτού σου. Αν ο σύντροφος σου σε στεναχωρεί και σου μεταφέρει τοξικότητα τότε είναι καιρός να προχωρήσεις και να τελειώσεις αυτή την σχέση.
Αν δεν είσαι ευχαριστημένος/η με την πόλη σου- μετακόμισε. Ναι, η οικειότητα και η άνεση είναι καλά πράγματα, αλλά δεν είναι και τέλεια. Αν δεν θες να μετακομίσεις σε μια άλλη πόλη απλώς επειδή φοβάσαι το άγνωστο, τότε πρέπει να το ξανά σκεφτείς και να πάρεις το ρίσκο. Θυμήσου πως όλα τα σπουδαία πράγματα στην ζωή σου συμβαίνουν όταν δεν βρίσκεσαι στην ζώνη ασφαλείας σου. Τόλμα να βγεις εκεί έξω και να ζήσεις την ζωή σε μια καινούργια πόλη κάνοντας μια νέα αρχή. Επειδή το αληθινό σπίτι είναι εκεί που βρίσκεις την ευτυχία και όχι εκεί που είσαι ασφαλής.
Και τέλος, αν δεν είσαι ευχαριστημένος/η με το πώς βλέπεις την ζωή σου- άλλαξε την αντίληψη σου. Σταμάτα να αγχώνεσαι για πράγματα που δεν μπορείς να αλλάξεις. Μπορείς μόνο να αλλάξεις τον εαυτό σου και το πώς βλέπεις τα πράγματα. Η ζωή είναι όμορφη αν την δεις έτσι. Είναι τόσο απλό και ταυτόχρονα τόσο πολύπλοκο.
Η ευτυχία σου είναι αυτό που έχει σημασία. Αν δεν είσαι ευτυχισμένος/η, κάνε μια αλλαγή σήμερα! Κάνε το πρώτο βήμα και προχώρα!
Κι έτσι μένουμε. Τρομοκρατούμαστε τόσο από την ιδέα του να αφήσουμε τα πάντα πίσω μας και να ξεκινήσουμε μια νέα αρχή που είμαστε πρόθυμοι να θυσιάσουμε την ευτυχία μας για τα αισθήματα της οικειότητας και της ασφάλειας. Μένουμε ενώ πρέπει να προχωρήσουμε.
Αν δεν είσαι ευτυχισμένος/η με το που βρίσκεσαι στην ζωή σου- προχώρα. Δεν είσαι δέντρο.
Αν δεν ικανοποιείσαι από την δουλειά σου- παραιτήσου. Αν η δουλειά σου σε αποστραγγίζει ψυχικά, σωματικά ή συναισθηματικά ή νιώθεις πως δεν αναπτύσσεσαι και δεν μαθαίνεις καινούργια πράγματα- τότε παράτα την και βρες μια που θα σε κάνει ευτυχισμένο/η. Η ευτυχία σου είναι πιο σημαντική από το να μείνεις σε ένα μέρος όπου νιώθεις μιζέρια.
Αν δεν είσαι ευχαριστημένος/η με τους φίλους σου- άφησε τους. Αν νιώθεις πως δεν σε επηρεάζουν θετικά και μόνο σου απορροφούν την ενέργεια- άφησε τους. Προστάτευσε τον εαυτό σου από τις τοξικές επιρροές. Να περιβάλλεσαι από ανθρώπους που δονούνται στην ίδια συχνότητα με εσένα. Δεν προορίζεσαι για μέτρια πράγματα ούτε για μέτριους ανθρώπους.
Αν δεν είσαι ευχαριστημένος/η με την σχέση σου- τελείωσε την. Ο σύντροφος σου δεν είναι το τελευταίο άτομο στην γη με το οποίο θα έχεις μια ρομαντική σχέση. Μια σχέση είναι κάτι πολύ παραπάνω από τον ρομαντισμό, τα φιλιά και τις αγκαλιές. Μια πραγματική σχέση αλλάζει τον πυρήνα σου και σε κάνει να αναπτυχθείς στην καλύτερη εκδοχή του εαυτού σου. Αν ο σύντροφος σου σε στεναχωρεί και σου μεταφέρει τοξικότητα τότε είναι καιρός να προχωρήσεις και να τελειώσεις αυτή την σχέση.
Αν δεν είσαι ευχαριστημένος/η με την πόλη σου- μετακόμισε. Ναι, η οικειότητα και η άνεση είναι καλά πράγματα, αλλά δεν είναι και τέλεια. Αν δεν θες να μετακομίσεις σε μια άλλη πόλη απλώς επειδή φοβάσαι το άγνωστο, τότε πρέπει να το ξανά σκεφτείς και να πάρεις το ρίσκο. Θυμήσου πως όλα τα σπουδαία πράγματα στην ζωή σου συμβαίνουν όταν δεν βρίσκεσαι στην ζώνη ασφαλείας σου. Τόλμα να βγεις εκεί έξω και να ζήσεις την ζωή σε μια καινούργια πόλη κάνοντας μια νέα αρχή. Επειδή το αληθινό σπίτι είναι εκεί που βρίσκεις την ευτυχία και όχι εκεί που είσαι ασφαλής.
Και τέλος, αν δεν είσαι ευχαριστημένος/η με το πώς βλέπεις την ζωή σου- άλλαξε την αντίληψη σου. Σταμάτα να αγχώνεσαι για πράγματα που δεν μπορείς να αλλάξεις. Μπορείς μόνο να αλλάξεις τον εαυτό σου και το πώς βλέπεις τα πράγματα. Η ζωή είναι όμορφη αν την δεις έτσι. Είναι τόσο απλό και ταυτόχρονα τόσο πολύπλοκο.
Η ευτυχία σου είναι αυτό που έχει σημασία. Αν δεν είσαι ευτυχισμένος/η, κάνε μια αλλαγή σήμερα! Κάνε το πρώτο βήμα και προχώρα!
Οι στρατηγικές δεν είναι για τον έρωτα
Πολλές οι όμορφες και άσχημες στιγμές που βιώσαμε, ζούμε ή θα βρούμε μπροστά μας αλλά αν κάτσουμε, να προσπαθήσουμε, να κάνουμε έναν απολογισμό θα διαπιστώσουμε πως αναπολούμε αυτές που μας έκαναν χαρούμενους με πολύ αγαπημένους ανθρώπους που πια με τον έναν ή τον άλλον τρόπο δεν υπάρχουν στη ζωή μας.
Σιγά το νέο, θα μου πείτε και δίκιο θα έχετε. Δεν είναι όμως αυτό το θέμα μας. Είναι απορίας άξιο το ό,τι δεν μπορούμε να δώσουμε σε αυτές τις στιγμές την αξία που τους αρμόζει όσο τις βιώνουμε. Τις θεωρούμε τόσο φυσιολογικές και κεκτημένες που πιστεύουμε πως θα έχουμε την ευκαιρία να τις ξαναζήσουμε όποτε μας καπνίσει. Για την ακρίβεια ούτε καν αναρωτιόμαστε αν θα τις ξαναζήσουμε. Είναι δεδομένο πως θα συμβεί και αυτό θεωρείται δεδομένο χωρίς να σηκώνει την παραμικρή αμφισβήτηση.
Και έρχεται η ζωή μια μέρα και σου δίνει δυο χαστούκια να συνέρθεις που το ξύπνημα είναι τόσο δυνατό σε σημείο που αναρωτιέσαι πώς στο καλό άφησες να χαθούν πολύτιμες στιγμές έτσι απλά. Γιατί δεν έδειξες σε κάποιους ανθρώπους πόσο σημαντικοί είναι για σένα, γιατί κράτησες κακίες, γιατί ο εγωισμός κι ενδεχομένως κάποιες παρεξηγήσεις επέτρεψαν στο να μπει η αγάπη στο αθόρυβο;
Και τελικά μήπως δεν ήταν έτσι αλλά το βλέπεις έτσι επειδή σου λείπουν αυτοί οι άνθρωποι ή αναπολείς το συναίσθημα που βίωνες μαζί τους; Μήπως οι ενοχές της, ενδεχομένως, καθυστερημένης αυτοκριτικής έχουν βρει παραθυράκι στο συναίσθημα που σε βασανίζει και άδραξαν την ευκαιρία για να σε αποπροσανατολίσουν από το ζητούμενο; Και ποιο είναι το ζητούμενο; Δεν είναι η αγάπη σε όλες της τις μορφές;
Τι να τους κάνεις τους παρατρεχάμενους χωρίς να δίνεις και να παίρνεις άπλετη, αγνή, αλτρουιστική αγάπη χωρίς δεύτερες σκέψεις και σκοπιμότητες; Έχουμε τόσα που πρέπει να σκεφτούμε, γιατί να επιβαρυνθούμε με κάτι ακόμη το οποίο στην ουσία θα έπρεπε να είναι αυτονόητο; Μήπως τα έχουμε παραμπερδέψει τα πράγματα;
Η ζωή τις μισεί τις πολυπλοκότητες. Βάζει τόσα εμπόδια όταν κάτι δε ρολάρει μόνο του που σου δείχνει όλα τα σημάδια για το τι είναι και το τι πρέπει να είναι σημαντικό για τον καθέναν από εμάς. Άλλοι αυτά τα εμπόδια τα βλέπουν για καλό κι άλλοι σαν σημάδια απομάκρυνσης εκ του ταμείου. Πάλι η προσωπική επιλογή παίζει τον σημαντικό ρόλο κι εμείς αφήνουμε στο μυαλό μας να κάνει κουμάντο νομίζοντας πως η καρδιά είναι ένα άβουλο όργανο του σώματός μας και δεν μπορεί να δώσει τον παλμό για αποφάσεις ζωής.
Κι ενώ θα έπρεπε να είμαστε ευτυχισμένοι με όλα τα καλά που ζήσαμε ακόμη και μετά από χωρισμούς, θανάτους ή και συνειδητές απομακρύνσεις καθόμαστε και μοιρολατρούμε για ό,τι δεν προλάβαμε να ζήσουμε. Μια αέναη βασανιστική διαδικασία που όχι μόνο δε μας αφήνει να πάμε παρακάτω αλλά παίζει σε λούπα όλες εκείνες τις στιγμές που τώρα δεν μπορούμε να αναπαράγουμε.
Ναι, είναι φυσιολογικός ο ανθρώπινος πόνος και ναι πρέπει να τον βιώσουμε για να πάρουμε δυνάμεις. Αρκεί να παραδεχτούμε πως δεν είμαστε πλασμένοι μόνο για την ευτυχία αλλά και η δυστυχία μπορεί να μάς πάει παρακάτω. Αρκεί να μην βαλτώσουμε μέσα σε αυτήν.
Τα χρόνια περνάνε κι όσο κλισέ κι αν φανεί, η ζωή είναι το τώρα! Αυτή η στιγμή! Μην αναβάλλεις τίποτα για αύριο γιατί ποτέ δεν ξέρεις! Πες τα σ’ αγαπώ σου ακόμη κι αν δεν πάρεις απάντηση. Στείλε στον αγύριστο όσους σου ρουφάν ενέργεια ακόμη κι αν σου κοστίσει κάτι. Δώσε στον εαυτό σου την ευκαιρία να απαλλαγεί από συναισθηματικές ενοχές και φόρτισέ τον με αγάπη από τους ανθρώπους που στη δίνουν απλόχερα.
Καλές οι στρατηγικές αλλά μόνο για τους πολέμους. Και από μια ηλικία και μετά δε θες να πολεμάς για τα αυτονόητα. Ακόμη κι αν αυτό σημαίνει ότι θα μείνεις μόνος σε ένα ερημικό νησί και να συζητάς με τα ψάρια, τους φοίνικες και τα πουλιά!
Ζήτω η τρέλα!
Σιγά το νέο, θα μου πείτε και δίκιο θα έχετε. Δεν είναι όμως αυτό το θέμα μας. Είναι απορίας άξιο το ό,τι δεν μπορούμε να δώσουμε σε αυτές τις στιγμές την αξία που τους αρμόζει όσο τις βιώνουμε. Τις θεωρούμε τόσο φυσιολογικές και κεκτημένες που πιστεύουμε πως θα έχουμε την ευκαιρία να τις ξαναζήσουμε όποτε μας καπνίσει. Για την ακρίβεια ούτε καν αναρωτιόμαστε αν θα τις ξαναζήσουμε. Είναι δεδομένο πως θα συμβεί και αυτό θεωρείται δεδομένο χωρίς να σηκώνει την παραμικρή αμφισβήτηση.
Και έρχεται η ζωή μια μέρα και σου δίνει δυο χαστούκια να συνέρθεις που το ξύπνημα είναι τόσο δυνατό σε σημείο που αναρωτιέσαι πώς στο καλό άφησες να χαθούν πολύτιμες στιγμές έτσι απλά. Γιατί δεν έδειξες σε κάποιους ανθρώπους πόσο σημαντικοί είναι για σένα, γιατί κράτησες κακίες, γιατί ο εγωισμός κι ενδεχομένως κάποιες παρεξηγήσεις επέτρεψαν στο να μπει η αγάπη στο αθόρυβο;
Και τελικά μήπως δεν ήταν έτσι αλλά το βλέπεις έτσι επειδή σου λείπουν αυτοί οι άνθρωποι ή αναπολείς το συναίσθημα που βίωνες μαζί τους; Μήπως οι ενοχές της, ενδεχομένως, καθυστερημένης αυτοκριτικής έχουν βρει παραθυράκι στο συναίσθημα που σε βασανίζει και άδραξαν την ευκαιρία για να σε αποπροσανατολίσουν από το ζητούμενο; Και ποιο είναι το ζητούμενο; Δεν είναι η αγάπη σε όλες της τις μορφές;
Τι να τους κάνεις τους παρατρεχάμενους χωρίς να δίνεις και να παίρνεις άπλετη, αγνή, αλτρουιστική αγάπη χωρίς δεύτερες σκέψεις και σκοπιμότητες; Έχουμε τόσα που πρέπει να σκεφτούμε, γιατί να επιβαρυνθούμε με κάτι ακόμη το οποίο στην ουσία θα έπρεπε να είναι αυτονόητο; Μήπως τα έχουμε παραμπερδέψει τα πράγματα;
Η ζωή τις μισεί τις πολυπλοκότητες. Βάζει τόσα εμπόδια όταν κάτι δε ρολάρει μόνο του που σου δείχνει όλα τα σημάδια για το τι είναι και το τι πρέπει να είναι σημαντικό για τον καθέναν από εμάς. Άλλοι αυτά τα εμπόδια τα βλέπουν για καλό κι άλλοι σαν σημάδια απομάκρυνσης εκ του ταμείου. Πάλι η προσωπική επιλογή παίζει τον σημαντικό ρόλο κι εμείς αφήνουμε στο μυαλό μας να κάνει κουμάντο νομίζοντας πως η καρδιά είναι ένα άβουλο όργανο του σώματός μας και δεν μπορεί να δώσει τον παλμό για αποφάσεις ζωής.
Κι ενώ θα έπρεπε να είμαστε ευτυχισμένοι με όλα τα καλά που ζήσαμε ακόμη και μετά από χωρισμούς, θανάτους ή και συνειδητές απομακρύνσεις καθόμαστε και μοιρολατρούμε για ό,τι δεν προλάβαμε να ζήσουμε. Μια αέναη βασανιστική διαδικασία που όχι μόνο δε μας αφήνει να πάμε παρακάτω αλλά παίζει σε λούπα όλες εκείνες τις στιγμές που τώρα δεν μπορούμε να αναπαράγουμε.
Ναι, είναι φυσιολογικός ο ανθρώπινος πόνος και ναι πρέπει να τον βιώσουμε για να πάρουμε δυνάμεις. Αρκεί να παραδεχτούμε πως δεν είμαστε πλασμένοι μόνο για την ευτυχία αλλά και η δυστυχία μπορεί να μάς πάει παρακάτω. Αρκεί να μην βαλτώσουμε μέσα σε αυτήν.
Τα χρόνια περνάνε κι όσο κλισέ κι αν φανεί, η ζωή είναι το τώρα! Αυτή η στιγμή! Μην αναβάλλεις τίποτα για αύριο γιατί ποτέ δεν ξέρεις! Πες τα σ’ αγαπώ σου ακόμη κι αν δεν πάρεις απάντηση. Στείλε στον αγύριστο όσους σου ρουφάν ενέργεια ακόμη κι αν σου κοστίσει κάτι. Δώσε στον εαυτό σου την ευκαιρία να απαλλαγεί από συναισθηματικές ενοχές και φόρτισέ τον με αγάπη από τους ανθρώπους που στη δίνουν απλόχερα.
Καλές οι στρατηγικές αλλά μόνο για τους πολέμους. Και από μια ηλικία και μετά δε θες να πολεμάς για τα αυτονόητα. Ακόμη κι αν αυτό σημαίνει ότι θα μείνεις μόνος σε ένα ερημικό νησί και να συζητάς με τα ψάρια, τους φοίνικες και τα πουλιά!
Ζήτω η τρέλα!
Τι μαθαίνει κάποιος από τον εαυτό του;
Το άνοιγμα των δώρων… πόσο ευχάριστη η αναμονή, πόσες προσδοκίες και πόσες σκέψεις και ευχές να έχεις λάβει αυτό που περίμενες ή κάτι που δεν ήξερες ότι περίμενες αλλά καταλήγεις να το θέλεις! Όσο μικρότερος είναι κανείς τόσο μεγαλύτερη η ανυπομονησία, αλλά αυτή δε φεύγει με τα χρόνια, στους περισσότερους έστω. Αυτό που μειώνεται είναι η συχνότητα που λαμβάνεις δώρα, αλλά αυτή είναι άλλη συζήτηση. Το άνοιγμα των δώρων λοιπόν… Και τι γίνεται όταν είναι μια σκέτη απογοήτευση; Τι συμβαίνει όταν μετά το τελετουργικό ξετύλιγμα ανακαλύπτεις ένα δώρο που καθόλου δεν περίμενες και ούτε καταλήγεις να το θέλεις, ένα δώρο που ποτέ δε θα φανταζόσουν για εσένα, ένα δώρο που ίσως σε προσβάλλει κιόλας που κάποιος θεώρησε ότι μπορεί να σου αρέσει;
Ας σκεφτούμε τώρα ένα από τα μεγαλύτερα δώρα στη ζωή σύμφωνα με πολλούς, το να ανακαλύπτει κάποιος τον εαυτό του. Και ας αναρωτηθούμε: Τελικά τι μαθαίνει κάποιος όταν «μαθαίνει τον εαυτό» του; Είναι πάντα ευχάριστο να ανακαλύπτεις τον εαυτό σου; Μήπως μερικές φορές θα ήθελες να μπορούσες να «τυλίξεις» ξανά αυτό το δώρο, να μη το είχες δει ποτέ και να συνεχίσεις τη ζωή σου μες στη γλυκιά άγνοια που δωρίζει η άρνηση στους λάτρεις της;
Η ανακάλυψη του εαυτού δε γίνεται ξαφνικά. Στην πραγματικότητα είναι ενδεχομένως το τελικό στάδιο μιας συνεχούς διαδικασίας τριβής με διάφορες πλευρές του εαυτού, άλλοτε θετικές και άλλοτε αρνητικές, οι οποίες αναδύονται μες στα χρόνια με συνέπεια ανά περιστάσεις. Μαζί θα μιλήσουμε για τέσσερις από τους τομείς της ζωής όπου μαθαίνει κάποιος καλύτερα τις πλευρές του εαυτού του. Τα γεγονότα ζωής, τις σχέσεις, τη μοναξιά και την ψυχοθεραπεία.
Συχνά, τα λεγόμενα γεγονότα ζωής, δηλαδή αυτά που είναι καθοριστικά για την πορεία μας όπως η αποφοίτηση από μία Σχολή, ένας γάμος, η απόκτηση ενός παιδιού, ένα μεγάλο ταξίδι, αλλά και μια σημαντική απώλεια, μια απρόσμενη απογοήτευση, η διάγνωση μιας ασθένειας ή ένας χωρισμός, είναι σημαντικά πεδία γνωριμίας με τον εαυτό. Σε αυτά βλέπει κάποιος πλευρές του που ίσως δε γνώριζε ως τότε, καθώς αποτελούν εντονότερα συναισθηματικά ερεθίσματα. Για παράδειγμα, η λήψη ενός πτυχίου ίσως αναδείξει σε ένα άτομο μια αίσθηση αυξημένης ευθύνης ή μια αίσθηση μεγάλης ελευθερίας που μπορεί να νιώσει είτε να λατρεύει είτε να φοβάται. Μπορεί, στη δεύτερη περίπτωση, να συνειδητοποιήσει κάποιος ότι καθυστερούσε για πολλά χρόνια να κλείσει αυτόν τον κύκλο ακριβώς για να αποφύγει το δυσάρεστο συναίσθημα που του προκαλεί η ευθύνη, το βάρος της ενηλικίωσης. Η πρώτη απώλεια μπορεί να αναδείξει στο άτομο το πώς αντιδρά στη λύπη και το πένθος, ίσως με αποφυγή ή με υπερ-εμπλοκή ή με βαθιά μελαγχολία. Άρα, κάθε γεγονός ζωής μπορεί να μας διδάξει πράγματα για τον εαυτό μας, τα οποία διαφέρουν από άτομο σε άτομο.
Ένα άλλο πεδίο όπου μαθαίνει κάποιος τον εαυτό του είναι οι σχέσεις. Οι φιλίες, οι ερωτικές σχέσεις, οι ευρύτερες κοινωνικές σχέσεις και κάθε αλληλεπίδραση μπορούν να μας διδάξουν πολλά για εμάς. Άλλωστε συχνά οι σημαντικοί άλλοι της ζωής μας, αναλαμβάνουν το ρόλο του καθρέπτη και μας μιλούν για ό,τι αγαπούν ή ό,τι μισούν σε εμάς. Αν δε μας μιλούν, έχουν τρόπους να μας δείχνουν. Για παράδειγμα, με το να μας επιλέγουν, ή κρατώντας αποστάσεις από εμάς ή με μια αγκαλιά. Ό,τι μας λένε οι περισσότεροι από τους κοντινούς μας ανθρώπους, τουλάχιστον πάνω 2 άτομα δηλαδή, καλό είναι να το αξιολογήσουμε, όχι ως προβολή τους, αλλά ως πραγματικότητα για τον εαυτό μας. Εάν, για παράδειγμα, ακούτε συχνά ότι είστε ένα άτομο πιεστικό ή υπερ-προστατευτικό, αναρωτηθείτε μήπως ασυνείδητα λειτουργείτε έτσι και ο/ η ίδιος/α το έχετε ερμηνεύσει μέσα σας αυτό ως ενδιαφέρον για τους άλλους. Το ίδιο διδακτικά για τον εαυτό είναι τα λάθη, αυτά που μας φέρνουν αντιμέτωπους με τις συνέπειές τους και πολλές φορές, ίσως κατόπιν μιας σύγκρουσης, ενδυναμώνουν τις σχέσεις με τους οικείους μας. Επίσης, ακούστε τη θετική ανατροφοδότηση από τους άλλους και μη βιάζεστε να την υποτιμήσετε. Τι αγαπούν συχνότερα οι κοντινοί σας άνθρωποι σε εσάς; Γιατί σας έχουν επιλέξει ως φίλο, σύντροφο ή συνεργάτη; Η ταπεινότητα είναι ίσως ένα προσόν αλλά όχι όταν εμποδίζει τον εαυτό να απολαύσει το δώρο της αναγνώρισης και της θετικής ανατροφοδότησης.
Ένα τρίτο πεδίο όπου μαθαίνουμε τον εαυτό μας είναι η μοναξιά ή, να το πούμε πιο γενικά, το να μένει κάποιος μόνος του.
Ο ΧΡΟΝΟΣ ΠΟΥ ΠΕΡΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΜΟΝΟΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΠΟΛΥ ΔΙΔΑΚΤΙΚΟΣ, ΚΑΘΩΣ ΘΕΤΕΙ ΤΟ ΑΤΟΜΟ ΩΣ ΣΥΝΟΜΙΛΗΤΗ ΜΕ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΤΟΥ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ.
Υπάρχουν άνθρωποι που επιλέγουν συχνά τη μοναξιά ενώ άλλοι που ενηλικιώνονται και δεν ξέρουν καθόλου πως είναι να είναι μόνοι. Όταν αυτό συνεχίζεται ως μεγαλύτερη ηλικία, σχεδόν τρέμουν στην ιδέα να χωρίσουν, να πάνε ένα ταξίδι μόνοι ή να μη βρουν τις παρέες τους ένα βράδυ. Όταν αντέξει κάποιος να περνά χρόνο με τον εαυτό του, μόνο κερδισμένος θα βγει καθώς μπορεί να δει καθαρότερα τις επιθυμίες του, να μάθει να αυτό-φροντίζεται, να ανακαλύψει νέες ιδέες και να ονειρευτεί. Μια καλύτερη έννοια για να το περιγράψουμε αυτό είναι αυτή της μοναχικότητας, δηλαδή να περνά κανείς χρόνο μόνος από επιλογή. Η επίπονη πλευρά αυτού είναι η μοναξιά, δηλαδή να είναι κάποιος μόνος χωρίς να το έχει επιλέξει και, ακόμη και αν δεν το επιθυμεί, να μην έχει συντροφιά. Αυτό δεν εντάσσεται στο πεδίο που συζητούμε, γιατί λείπει μια σημαντική παράμετρος: αυτή της επιλογής.
Το τέταρτο μέσο να γνωρίσει κάποιος τον εαυτό του, είναι η ψυχοθεραπεία. Κάτι που συχνά λένε οι άνθρωποι στην ψυχοθεραπεία είναι ότι ήταν το καλύτερο δώρο που έκαναν οι ίδιοι στον εαυτό τους. Το ταξίδι που κάνει κάποιος στο βαθύτερο εαυτό του, η τόλμη να αναγνωρίσει και να μιλήσει για τις επιθυμίες, τις ανάγκες και τους φόβους του και να αναλύσει τους συμβολισμούς των ονείρων του και τη χρησιμότητα των άμυνών του, συμβάλλουν στο να μάθει τον εαυτό του από όλες τις πλευρές. Εκεί κανείς μπορεί να απογοητευτεί σφόδρα, όταν για παράδειγμα δει ότι μία συμπεριφορά του που θεωρούσε θετική, στην ουσία είναι χειριστική ή ότι ένα άτομο που είχε μέσα του «σώσει» σχεδόν «αγιοποιήσει», κάθε άλλο παρά άγιος ήταν ή απλά ήταν ένας αρκετά καλός άνθρωπος, όπως και ο εαυτός.
Το «αρκετά καλός» αντί του τέλειος, δεν είναι εύκολο για όλους να το αντέξουν. Επίσης, δεν είναι εύκολο να αγαπήσει κάποιος τον εαυτό του ολόκληρο όπως λέμε, με τις καλές και τις κακές του πλευρές. Συχνά οι άνθρωποι αποδεχόμαστε όλα μας τα θετικά στοιχεία και πικραινόμαστε, αν δεν αρνούμαστε, όλα μας τα αρνητικά. Κάθε συναίσθημα ζήλιας, θυμού, φόβου ή αμφιθυμίας μας τρομάζει και αισθανόμαστε ότι εάν τα νιώθουμε, μάλλον δεν είμαστε ούτε καν «αρκετά καλοί».
Πότε σταματά κάποιος να μαθαίνει τον εαυτό του; Θα λέγαμε όταν πεθάνει, όχι φυσικά, αλλά ψυχολογικά, ή όταν κουραστεί πολύ. Όσο μένει κάποιος ενεργός και δραστήριος συναισθηματικά, όσο επιτρέπει στη ζωή να τον εκπλήσσει και αφήνει χώρο στο άγνωστο και την ανατροπή, όσο απολαμβάνει αυτά που έχει, την καθημερινότητα, μένει ζωντανός και διαρκώς εκπαιδευόμενος. Άλλωστε, γηράσκω αεί διδασκόμενος.
Τι μαθαίνει λοιπόν κάποιος όταν μαθαίνει τον εαυτό του; Από όσα είπαμε κατανοούμε πως μαθαίνει τόσο τις καλές όσο και τις κακές πλευρές του, μαθαίνει τις συναισθηματικές και λοιπές αντοχές του, τις προτεραιότητες και τις ανάγκες του. Όπως αυτά αναδύονται μέσα από σημαντικά πεδία της ζωής. Ωραίο να λαμβάνουμε δώρα αλλά επίσης ικανοποιητικό είναι να τα προσφέρουμε κιόλας. Το μεγαλύτερο δώρο που μπορεί να κάνει κάποιος στον εαυτό του είναι να τον αγαπήσει ολόκληρο. Να δεχθεί όλες τις πλευρές του, τις αδυναμίες του και να αναγνωρίσει όλα τα θετικά του στοιχεία. Να αντέξει το ότι ένας άνθρωπος δεν είναι τέλειος γιατί δε θα ήταν άνθρωπος, αλλά όλα τα υπέροχα της ζωής μας έχουν γίνει από τέτοιους, αρκετά καλούς ανθρώπους. Και για να μην σας παρασύρω σε άρνηση, το ίδιο ισχύει και με όλα τα άσχημα της ζωής μας! Τελικά, ας δεχθούμε ότι ο άνθρωπος είναι απλά άνθρωπος, αλλά ότι ταυτόχρονα αυτό δεν είναι καθόλου απλό!
Ας σκεφτούμε τώρα ένα από τα μεγαλύτερα δώρα στη ζωή σύμφωνα με πολλούς, το να ανακαλύπτει κάποιος τον εαυτό του. Και ας αναρωτηθούμε: Τελικά τι μαθαίνει κάποιος όταν «μαθαίνει τον εαυτό» του; Είναι πάντα ευχάριστο να ανακαλύπτεις τον εαυτό σου; Μήπως μερικές φορές θα ήθελες να μπορούσες να «τυλίξεις» ξανά αυτό το δώρο, να μη το είχες δει ποτέ και να συνεχίσεις τη ζωή σου μες στη γλυκιά άγνοια που δωρίζει η άρνηση στους λάτρεις της;
Η ανακάλυψη του εαυτού δε γίνεται ξαφνικά. Στην πραγματικότητα είναι ενδεχομένως το τελικό στάδιο μιας συνεχούς διαδικασίας τριβής με διάφορες πλευρές του εαυτού, άλλοτε θετικές και άλλοτε αρνητικές, οι οποίες αναδύονται μες στα χρόνια με συνέπεια ανά περιστάσεις. Μαζί θα μιλήσουμε για τέσσερις από τους τομείς της ζωής όπου μαθαίνει κάποιος καλύτερα τις πλευρές του εαυτού του. Τα γεγονότα ζωής, τις σχέσεις, τη μοναξιά και την ψυχοθεραπεία.
Συχνά, τα λεγόμενα γεγονότα ζωής, δηλαδή αυτά που είναι καθοριστικά για την πορεία μας όπως η αποφοίτηση από μία Σχολή, ένας γάμος, η απόκτηση ενός παιδιού, ένα μεγάλο ταξίδι, αλλά και μια σημαντική απώλεια, μια απρόσμενη απογοήτευση, η διάγνωση μιας ασθένειας ή ένας χωρισμός, είναι σημαντικά πεδία γνωριμίας με τον εαυτό. Σε αυτά βλέπει κάποιος πλευρές του που ίσως δε γνώριζε ως τότε, καθώς αποτελούν εντονότερα συναισθηματικά ερεθίσματα. Για παράδειγμα, η λήψη ενός πτυχίου ίσως αναδείξει σε ένα άτομο μια αίσθηση αυξημένης ευθύνης ή μια αίσθηση μεγάλης ελευθερίας που μπορεί να νιώσει είτε να λατρεύει είτε να φοβάται. Μπορεί, στη δεύτερη περίπτωση, να συνειδητοποιήσει κάποιος ότι καθυστερούσε για πολλά χρόνια να κλείσει αυτόν τον κύκλο ακριβώς για να αποφύγει το δυσάρεστο συναίσθημα που του προκαλεί η ευθύνη, το βάρος της ενηλικίωσης. Η πρώτη απώλεια μπορεί να αναδείξει στο άτομο το πώς αντιδρά στη λύπη και το πένθος, ίσως με αποφυγή ή με υπερ-εμπλοκή ή με βαθιά μελαγχολία. Άρα, κάθε γεγονός ζωής μπορεί να μας διδάξει πράγματα για τον εαυτό μας, τα οποία διαφέρουν από άτομο σε άτομο.
Ένα άλλο πεδίο όπου μαθαίνει κάποιος τον εαυτό του είναι οι σχέσεις. Οι φιλίες, οι ερωτικές σχέσεις, οι ευρύτερες κοινωνικές σχέσεις και κάθε αλληλεπίδραση μπορούν να μας διδάξουν πολλά για εμάς. Άλλωστε συχνά οι σημαντικοί άλλοι της ζωής μας, αναλαμβάνουν το ρόλο του καθρέπτη και μας μιλούν για ό,τι αγαπούν ή ό,τι μισούν σε εμάς. Αν δε μας μιλούν, έχουν τρόπους να μας δείχνουν. Για παράδειγμα, με το να μας επιλέγουν, ή κρατώντας αποστάσεις από εμάς ή με μια αγκαλιά. Ό,τι μας λένε οι περισσότεροι από τους κοντινούς μας ανθρώπους, τουλάχιστον πάνω 2 άτομα δηλαδή, καλό είναι να το αξιολογήσουμε, όχι ως προβολή τους, αλλά ως πραγματικότητα για τον εαυτό μας. Εάν, για παράδειγμα, ακούτε συχνά ότι είστε ένα άτομο πιεστικό ή υπερ-προστατευτικό, αναρωτηθείτε μήπως ασυνείδητα λειτουργείτε έτσι και ο/ η ίδιος/α το έχετε ερμηνεύσει μέσα σας αυτό ως ενδιαφέρον για τους άλλους. Το ίδιο διδακτικά για τον εαυτό είναι τα λάθη, αυτά που μας φέρνουν αντιμέτωπους με τις συνέπειές τους και πολλές φορές, ίσως κατόπιν μιας σύγκρουσης, ενδυναμώνουν τις σχέσεις με τους οικείους μας. Επίσης, ακούστε τη θετική ανατροφοδότηση από τους άλλους και μη βιάζεστε να την υποτιμήσετε. Τι αγαπούν συχνότερα οι κοντινοί σας άνθρωποι σε εσάς; Γιατί σας έχουν επιλέξει ως φίλο, σύντροφο ή συνεργάτη; Η ταπεινότητα είναι ίσως ένα προσόν αλλά όχι όταν εμποδίζει τον εαυτό να απολαύσει το δώρο της αναγνώρισης και της θετικής ανατροφοδότησης.
Ένα τρίτο πεδίο όπου μαθαίνουμε τον εαυτό μας είναι η μοναξιά ή, να το πούμε πιο γενικά, το να μένει κάποιος μόνος του.
Ο ΧΡΟΝΟΣ ΠΟΥ ΠΕΡΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΜΟΝΟΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΠΟΛΥ ΔΙΔΑΚΤΙΚΟΣ, ΚΑΘΩΣ ΘΕΤΕΙ ΤΟ ΑΤΟΜΟ ΩΣ ΣΥΝΟΜΙΛΗΤΗ ΜΕ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΤΟΥ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ.
Υπάρχουν άνθρωποι που επιλέγουν συχνά τη μοναξιά ενώ άλλοι που ενηλικιώνονται και δεν ξέρουν καθόλου πως είναι να είναι μόνοι. Όταν αυτό συνεχίζεται ως μεγαλύτερη ηλικία, σχεδόν τρέμουν στην ιδέα να χωρίσουν, να πάνε ένα ταξίδι μόνοι ή να μη βρουν τις παρέες τους ένα βράδυ. Όταν αντέξει κάποιος να περνά χρόνο με τον εαυτό του, μόνο κερδισμένος θα βγει καθώς μπορεί να δει καθαρότερα τις επιθυμίες του, να μάθει να αυτό-φροντίζεται, να ανακαλύψει νέες ιδέες και να ονειρευτεί. Μια καλύτερη έννοια για να το περιγράψουμε αυτό είναι αυτή της μοναχικότητας, δηλαδή να περνά κανείς χρόνο μόνος από επιλογή. Η επίπονη πλευρά αυτού είναι η μοναξιά, δηλαδή να είναι κάποιος μόνος χωρίς να το έχει επιλέξει και, ακόμη και αν δεν το επιθυμεί, να μην έχει συντροφιά. Αυτό δεν εντάσσεται στο πεδίο που συζητούμε, γιατί λείπει μια σημαντική παράμετρος: αυτή της επιλογής.
Το τέταρτο μέσο να γνωρίσει κάποιος τον εαυτό του, είναι η ψυχοθεραπεία. Κάτι που συχνά λένε οι άνθρωποι στην ψυχοθεραπεία είναι ότι ήταν το καλύτερο δώρο που έκαναν οι ίδιοι στον εαυτό τους. Το ταξίδι που κάνει κάποιος στο βαθύτερο εαυτό του, η τόλμη να αναγνωρίσει και να μιλήσει για τις επιθυμίες, τις ανάγκες και τους φόβους του και να αναλύσει τους συμβολισμούς των ονείρων του και τη χρησιμότητα των άμυνών του, συμβάλλουν στο να μάθει τον εαυτό του από όλες τις πλευρές. Εκεί κανείς μπορεί να απογοητευτεί σφόδρα, όταν για παράδειγμα δει ότι μία συμπεριφορά του που θεωρούσε θετική, στην ουσία είναι χειριστική ή ότι ένα άτομο που είχε μέσα του «σώσει» σχεδόν «αγιοποιήσει», κάθε άλλο παρά άγιος ήταν ή απλά ήταν ένας αρκετά καλός άνθρωπος, όπως και ο εαυτός.
Το «αρκετά καλός» αντί του τέλειος, δεν είναι εύκολο για όλους να το αντέξουν. Επίσης, δεν είναι εύκολο να αγαπήσει κάποιος τον εαυτό του ολόκληρο όπως λέμε, με τις καλές και τις κακές του πλευρές. Συχνά οι άνθρωποι αποδεχόμαστε όλα μας τα θετικά στοιχεία και πικραινόμαστε, αν δεν αρνούμαστε, όλα μας τα αρνητικά. Κάθε συναίσθημα ζήλιας, θυμού, φόβου ή αμφιθυμίας μας τρομάζει και αισθανόμαστε ότι εάν τα νιώθουμε, μάλλον δεν είμαστε ούτε καν «αρκετά καλοί».
Πότε σταματά κάποιος να μαθαίνει τον εαυτό του; Θα λέγαμε όταν πεθάνει, όχι φυσικά, αλλά ψυχολογικά, ή όταν κουραστεί πολύ. Όσο μένει κάποιος ενεργός και δραστήριος συναισθηματικά, όσο επιτρέπει στη ζωή να τον εκπλήσσει και αφήνει χώρο στο άγνωστο και την ανατροπή, όσο απολαμβάνει αυτά που έχει, την καθημερινότητα, μένει ζωντανός και διαρκώς εκπαιδευόμενος. Άλλωστε, γηράσκω αεί διδασκόμενος.
Τι μαθαίνει λοιπόν κάποιος όταν μαθαίνει τον εαυτό του; Από όσα είπαμε κατανοούμε πως μαθαίνει τόσο τις καλές όσο και τις κακές πλευρές του, μαθαίνει τις συναισθηματικές και λοιπές αντοχές του, τις προτεραιότητες και τις ανάγκες του. Όπως αυτά αναδύονται μέσα από σημαντικά πεδία της ζωής. Ωραίο να λαμβάνουμε δώρα αλλά επίσης ικανοποιητικό είναι να τα προσφέρουμε κιόλας. Το μεγαλύτερο δώρο που μπορεί να κάνει κάποιος στον εαυτό του είναι να τον αγαπήσει ολόκληρο. Να δεχθεί όλες τις πλευρές του, τις αδυναμίες του και να αναγνωρίσει όλα τα θετικά του στοιχεία. Να αντέξει το ότι ένας άνθρωπος δεν είναι τέλειος γιατί δε θα ήταν άνθρωπος, αλλά όλα τα υπέροχα της ζωής μας έχουν γίνει από τέτοιους, αρκετά καλούς ανθρώπους. Και για να μην σας παρασύρω σε άρνηση, το ίδιο ισχύει και με όλα τα άσχημα της ζωής μας! Τελικά, ας δεχθούμε ότι ο άνθρωπος είναι απλά άνθρωπος, αλλά ότι ταυτόχρονα αυτό δεν είναι καθόλου απλό!
H ζωή συνεχώς αλλάζει.
Η αλλαγή, η ανατροπή, η εξέλιξη, το μοιραίο, το ξαφνικό είναι συνυφασμένα με την ανθρώπινη ζωή· η μικρότητά μας μπροστά στην παντοδυναμία του σύμπαντος, των καιρικών φαινομένων, της ανθρώπινης τρωτής φύσης μπροστά στο χρόνο.
Αλλάζουμε, παρακολουθούμε το σώμα μας, την εικόνα μας να εξελίσσεται να αποκτά άλλα χαρακτηριστικά, άλλη υφή και όψη. Ένα ταξίδι στο χρόνο… Η ζωή μας χαράσσεται στο πρόσωπό μας, ουλές, ρυτίδες μαρτυρούν τα βιώματά μας. Τη μεταμόρφωσή μας από εξαρτημένα όντα σε ανεξάρτητα.
Οι καιροί αλλάζουν, οι συνθήκες, το περιβάλλον, τα άτομα που μας περιτριγυρίζουν. Καλούμαστε να προσαρμοστούμε, να μάθουμε το καινούριο. Δενόμαστε με ανθρώπους, αγαπάμε, πληγωνόμαστε. Αλλάζει η ρουτίνα, οι συνήθειές μας, οι ανάγκες και οι ευκαιρίες που μας προσφέρονται.
Ξεκινάμε χαμένοι σε έναν άγνωστο κόσμο όπου είμαστε πρωταγωνιστές, με ένα σενάριο που περιμένει την πένα μας. Σιγά-σιγά βρίσκουμε την ταυτότητά μας. Ανακαλύπτουμε τον εαυτό μας. Αλλάζουμε, ωριμάζουμε. Η ιδιαίτερη φύση μας πλάθεται και πλέον στεκόμαστε πιο γερά στα πόδια μας. Κρίνουμε, αφουγκραζόμαστε ό,τι μας συμβαίνει, ό,τι νιώθουμε. Αντιμετωπίζουμε προκλήσεις, βιώνουμε εμπειρίες που μεταλλάσσουν την ψυχή μας.
Αποφασίζουμε. Έρχεται η στιγμή που έχουμε τη δύναμη να ορίσουμε το δρόμο μας. Μία μας απόφαση, μία μας επιλογή ανατρέπει το υπάρχον σύστημα. Μας ανοίγει νέους δρόμους, δημιουργεί νέες πραγματικότητες.
Η τύχη, το ξαφνικό - αναπάντεχα διαταράσσεται η ισορροπία που έχουμε ευλαβικά πλάσει. Η ασφάλεια και η σταθερότητα αίρονται. Θετική ή αρνητική προβάλει μια νέα συνθήκη στη ζωή μας που μας διατάζει προς συμμόρφωση.
Ζούμε σε παράλληλους κόσμους. Κόσμους που συνδέονται με λεπτές άνισες κλωστές. Εύκολα μεταπηδούμε από τον έναν στον άλλο, βιώνοντας μια άλλη εκδοχή της πραγματικότητάς μας.
We are all just a car crash,
a diagnosis,
an unexpected phone call,
a newfound love,
or a broken heart away from becoming a completely different person.
How beautifully fragile are we
that so many things
can take but a moment
to alter
who we are
for forever?
Τόσο εύθραυστοι, τόσο επιρρεπείς να αλλάζουμε ταυτότητα και να ξεκινούμε ως πρωταγωνιστές σε ένα νέο σενάριο, εναλλακτικό της ζωής μας μέχρι τώρα.
Πολλές φορές ζούμε ράθυμα τη ρουτίνα μας και δε συνειδητοποιούμε ότι όλα μπορούν να ανατραπούν από στιγμή σε στιγμή.
«Αν μια πεταλούδα κινήσει τα φτερά της στον Αμαζόνιο, μπορεί να φέρει βροχή στην Κίνα». Μια απειροελάχιστη μεταβολή στη ροή των γεγονότων οδηγεί, μετά από την πάροδο αρκετού χρόνου, σε μια εξέλιξη της ιστορίας του συστήματος δραματικά διαφορετική από εκείνη που θα λάμβανε χώρα, αν δεν είχε συμβεί η μεταβολή.
Στο φαινόμενο της πεταλούδας του δικού μας κόσμου, οι απειροελάχιστες μεταβολές αυτές μπορεί να οφείλονται είτε σε εμάς είτε σε εξωτερικούς παράγοντες που επιδρούν στην κανονικότητά μας και την ανατρέπουν.
Και εκεί βλέπουμε όσα γνωρίζαμε μέχρι σήμερα να αλλάζουν μορφή. Τα δεδομένα μας γίνονται ζητούμενα και προσπαθούμε να βρούμε τον άγνωστο χ που θα μας βγάλει από τη δική μας εξίσωση επιβίωσης.
Έτσι, όσα επιζητούσαμε μέχρι τώρα αποκτούν δευτερεύουσα σημασία και οι στόχοι μας επαναπροσδιορίζονται. Πασχίζουμε να κατακτήσουμε τα θεμέλια της πυραμίδας του Μaslow, ενώ μέχρι τώρα αγωνιούσαμε να βιώσουμε την αυτοπραγμάτωση της κορυφής.
Και μέσα σε αυτόν τον κυκλώνα που στροβιλίζουμε και αλλάζουμε συντεταγμένες, μορφή, υπόσταση και δυναμική καλούμαστε όχι απλά να επιβιώσουμε, άλλα να κατακτήσουμε την ισορροπία. Την ψυχική ισορροπία.
Μέσα από όλες αυτές τις αλλαγές που συντελούνται στον ανθρώπινο χρόνο μας, καλούμαστε να ανταποκριθούμε στις προκλήσεις να αποδεχτούμε τις μεταβολές και τις νέες συνθήκες, να διαμορφώσουμε ταυτότητα και υγιή προσωπικότητα σεβόμενοι εμάς και τους γύρω μας -προσέχοντας την επιρροή που ασκούμε στη δική τους ζωή, στο δικό τους εναλλασσόμενο περιβάλλον - και να συνειδητοποιήσουμε πως τίποτα δεν είναι δεδομένο, μόνιμο και σταθερό. Όλα μπορούν να ανατραπούν.
Και ενώ φαινόμαστε ανίσχυροι μπροστά στο άγνωστο, στην πραγματικότητα είμαστε δυνατοί. Η θέλησή μας, η επιμονή μας· η ανθρώπινη φύση είναι ταυτόχρονα σθεναρή. Μπορεί να αντιμετωπίσει τις αλλαγές, να εξελιχθεί και να επιβιώσει.
Πρέπει να απολαμβάνουμε το κάθε τώρα μας, να δίνουμε τη σημασία που πρέπει σε ό,τι αποτελεί το παρόν μας. Τίποτα δεν είναι σίγουρο και σταθερό. Οφείλουμε να μην εφησυχάζουμε, να προσπαθούμε να σφυρηλατήσουμε την ψυχή μας, να τη θωρακίσουμε καθιστώντας την ανθεκτική στις αλλαγές. Να αντλούμε αισιοδοξία και δύναμη από τις όμορφες αλλαγές στη ζωή μας. Να αντιμετωπίζουμε με ψυχικό σθένος τις αρνητικές αλλαγές, αποδεχόμενοι την παρουσία τους - ξεπερνώντας τες, μαθαίνοντας από αυτές, ωριμάζοντας ή απλά βιώνοντάς τες. Να υποδεχόμαστε την κάθε μεταβολή της ροής του δικού μας ποταμού δημιουργώντας το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα με τα νέα υπάρχοντα δεδομένα.
Μέσα σε αυτό το ευμετάβλητο σκηνικό, πρέπει να προσδιορίζουμε τη θέση μας. Να παίρνουμε δύναμη, να κρατιόμαστε κάθε τόσο από διερχόμενα κλαδιά –από ανθρώπους που έχουμε συνδεθεί, αλλά κυρίως από τον ίδιο μας τον εαυτό- και να ολοκληρώσουμε την περιστροφική κίνηση που εκτελούμε μέχρι το τέλος. Αλώβητοι, λαβωμένοι· έχοντας διανύσει κάθε δευτερόλεπτό της. Έχοντας ζήσει.
Αλλάζουμε, παρακολουθούμε το σώμα μας, την εικόνα μας να εξελίσσεται να αποκτά άλλα χαρακτηριστικά, άλλη υφή και όψη. Ένα ταξίδι στο χρόνο… Η ζωή μας χαράσσεται στο πρόσωπό μας, ουλές, ρυτίδες μαρτυρούν τα βιώματά μας. Τη μεταμόρφωσή μας από εξαρτημένα όντα σε ανεξάρτητα.
Οι καιροί αλλάζουν, οι συνθήκες, το περιβάλλον, τα άτομα που μας περιτριγυρίζουν. Καλούμαστε να προσαρμοστούμε, να μάθουμε το καινούριο. Δενόμαστε με ανθρώπους, αγαπάμε, πληγωνόμαστε. Αλλάζει η ρουτίνα, οι συνήθειές μας, οι ανάγκες και οι ευκαιρίες που μας προσφέρονται.
Ξεκινάμε χαμένοι σε έναν άγνωστο κόσμο όπου είμαστε πρωταγωνιστές, με ένα σενάριο που περιμένει την πένα μας. Σιγά-σιγά βρίσκουμε την ταυτότητά μας. Ανακαλύπτουμε τον εαυτό μας. Αλλάζουμε, ωριμάζουμε. Η ιδιαίτερη φύση μας πλάθεται και πλέον στεκόμαστε πιο γερά στα πόδια μας. Κρίνουμε, αφουγκραζόμαστε ό,τι μας συμβαίνει, ό,τι νιώθουμε. Αντιμετωπίζουμε προκλήσεις, βιώνουμε εμπειρίες που μεταλλάσσουν την ψυχή μας.
Αποφασίζουμε. Έρχεται η στιγμή που έχουμε τη δύναμη να ορίσουμε το δρόμο μας. Μία μας απόφαση, μία μας επιλογή ανατρέπει το υπάρχον σύστημα. Μας ανοίγει νέους δρόμους, δημιουργεί νέες πραγματικότητες.
Η τύχη, το ξαφνικό - αναπάντεχα διαταράσσεται η ισορροπία που έχουμε ευλαβικά πλάσει. Η ασφάλεια και η σταθερότητα αίρονται. Θετική ή αρνητική προβάλει μια νέα συνθήκη στη ζωή μας που μας διατάζει προς συμμόρφωση.
Ζούμε σε παράλληλους κόσμους. Κόσμους που συνδέονται με λεπτές άνισες κλωστές. Εύκολα μεταπηδούμε από τον έναν στον άλλο, βιώνοντας μια άλλη εκδοχή της πραγματικότητάς μας.
We are all just a car crash,
a diagnosis,
an unexpected phone call,
a newfound love,
or a broken heart away from becoming a completely different person.
How beautifully fragile are we
that so many things
can take but a moment
to alter
who we are
for forever?
Τόσο εύθραυστοι, τόσο επιρρεπείς να αλλάζουμε ταυτότητα και να ξεκινούμε ως πρωταγωνιστές σε ένα νέο σενάριο, εναλλακτικό της ζωής μας μέχρι τώρα.
Πολλές φορές ζούμε ράθυμα τη ρουτίνα μας και δε συνειδητοποιούμε ότι όλα μπορούν να ανατραπούν από στιγμή σε στιγμή.
«Αν μια πεταλούδα κινήσει τα φτερά της στον Αμαζόνιο, μπορεί να φέρει βροχή στην Κίνα». Μια απειροελάχιστη μεταβολή στη ροή των γεγονότων οδηγεί, μετά από την πάροδο αρκετού χρόνου, σε μια εξέλιξη της ιστορίας του συστήματος δραματικά διαφορετική από εκείνη που θα λάμβανε χώρα, αν δεν είχε συμβεί η μεταβολή.
Στο φαινόμενο της πεταλούδας του δικού μας κόσμου, οι απειροελάχιστες μεταβολές αυτές μπορεί να οφείλονται είτε σε εμάς είτε σε εξωτερικούς παράγοντες που επιδρούν στην κανονικότητά μας και την ανατρέπουν.
Και εκεί βλέπουμε όσα γνωρίζαμε μέχρι σήμερα να αλλάζουν μορφή. Τα δεδομένα μας γίνονται ζητούμενα και προσπαθούμε να βρούμε τον άγνωστο χ που θα μας βγάλει από τη δική μας εξίσωση επιβίωσης.
Έτσι, όσα επιζητούσαμε μέχρι τώρα αποκτούν δευτερεύουσα σημασία και οι στόχοι μας επαναπροσδιορίζονται. Πασχίζουμε να κατακτήσουμε τα θεμέλια της πυραμίδας του Μaslow, ενώ μέχρι τώρα αγωνιούσαμε να βιώσουμε την αυτοπραγμάτωση της κορυφής.
Και μέσα σε αυτόν τον κυκλώνα που στροβιλίζουμε και αλλάζουμε συντεταγμένες, μορφή, υπόσταση και δυναμική καλούμαστε όχι απλά να επιβιώσουμε, άλλα να κατακτήσουμε την ισορροπία. Την ψυχική ισορροπία.
Μέσα από όλες αυτές τις αλλαγές που συντελούνται στον ανθρώπινο χρόνο μας, καλούμαστε να ανταποκριθούμε στις προκλήσεις να αποδεχτούμε τις μεταβολές και τις νέες συνθήκες, να διαμορφώσουμε ταυτότητα και υγιή προσωπικότητα σεβόμενοι εμάς και τους γύρω μας -προσέχοντας την επιρροή που ασκούμε στη δική τους ζωή, στο δικό τους εναλλασσόμενο περιβάλλον - και να συνειδητοποιήσουμε πως τίποτα δεν είναι δεδομένο, μόνιμο και σταθερό. Όλα μπορούν να ανατραπούν.
Και ενώ φαινόμαστε ανίσχυροι μπροστά στο άγνωστο, στην πραγματικότητα είμαστε δυνατοί. Η θέλησή μας, η επιμονή μας· η ανθρώπινη φύση είναι ταυτόχρονα σθεναρή. Μπορεί να αντιμετωπίσει τις αλλαγές, να εξελιχθεί και να επιβιώσει.
Πρέπει να απολαμβάνουμε το κάθε τώρα μας, να δίνουμε τη σημασία που πρέπει σε ό,τι αποτελεί το παρόν μας. Τίποτα δεν είναι σίγουρο και σταθερό. Οφείλουμε να μην εφησυχάζουμε, να προσπαθούμε να σφυρηλατήσουμε την ψυχή μας, να τη θωρακίσουμε καθιστώντας την ανθεκτική στις αλλαγές. Να αντλούμε αισιοδοξία και δύναμη από τις όμορφες αλλαγές στη ζωή μας. Να αντιμετωπίζουμε με ψυχικό σθένος τις αρνητικές αλλαγές, αποδεχόμενοι την παρουσία τους - ξεπερνώντας τες, μαθαίνοντας από αυτές, ωριμάζοντας ή απλά βιώνοντάς τες. Να υποδεχόμαστε την κάθε μεταβολή της ροής του δικού μας ποταμού δημιουργώντας το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα με τα νέα υπάρχοντα δεδομένα.
Μέσα σε αυτό το ευμετάβλητο σκηνικό, πρέπει να προσδιορίζουμε τη θέση μας. Να παίρνουμε δύναμη, να κρατιόμαστε κάθε τόσο από διερχόμενα κλαδιά –από ανθρώπους που έχουμε συνδεθεί, αλλά κυρίως από τον ίδιο μας τον εαυτό- και να ολοκληρώσουμε την περιστροφική κίνηση που εκτελούμε μέχρι το τέλος. Αλώβητοι, λαβωμένοι· έχοντας διανύσει κάθε δευτερόλεπτό της. Έχοντας ζήσει.
Το ωκεάνιο συναίσθημα: Η μικρότητα και η μεγαλοσύνη του ανθρώπου
«Όταν κοιτάζω ψηλά προς τα αστέρια, καταλαβαίνω πως είμαι μικρός, αλλά επίσης πως είμαι μεγάλος. Είμαι μεγάλος επειδή είμαι συνδεδεμένος με το σύμπαν και το σύμπαν είναι συνδεδεμένο μαζί μου» (Νιλ ντεΓκρας Τάισον, Αμερικανός αστροφυσικός)
Κάποτε όλοι βρεθήκαμε καταμεσής του πελάγου, χαθήκαμε σε ένα δάσος που δεν ξεχωρίζαμε που αρχίζει και που τελειώνει, ξαπλώσαμε σε ένα απέραντο λιβάδι – πεδιάδα που τα χρώματα των λουλουδιών θόλωναν την όρασή μας, αφεθήκαμε μια φεγγαρόφωτη βραδιά στην αναζήτηση του πιο φωτεινού αστεριού και σίγουρα βρεθήκαμε κάποτε μαζί με πολλούς χιλιάδες συνανθρώπους μας και νιώσαμε τόσο δυνατοί αλλά και τόσο «μόνοι».
Οι παραπάνω εμπειρίες συνοδεύτηκαν – ονται από αντικρουόμενα συναισθήματα και από έναν προβληματισμό για τη θέση μας στο σύμπαν. Σε αυτές τις περιπτώσεις ενεργοποιούμε τους νοητικούς μας μηχανισμούς για να προσδιορίσουμε με ευκρίνεια το περιεχόμενο των συναισθημάτων μας, που τείνουν να αυτονομηθούν και να απελευθερωθούν από τα δεσμά της λογικής. Πάντοτε τα συναισθήματα αυτά είναι δύσκολο να περιγραφούν, να ερμηνευτούν και να αποδοθούν με μια έννοια – λέξη που να τα καθιστά κατανοητά, τόσο από το υποκείμενο (Εγώ) όσο κι από το αντικείμενο (οι άλλοι…).
Η μικρότητα και η μεγαλοσύνη του ανθρώπου
Αυτή η υπερβατική εμπειρία βίωσης συναισθημάτων που καταδεικνύουν τη μικρότητα αλλά και τη μεγαλοσύνη του ανθρώπου είναι μοναδική και συγκλονίζει συθέμελα την ύπαρξή του. Γιατί αναδεικνύει τόσο την ατομικότητά μας αλλά και την εξάρτηση σύνδεση με τον περίγυρο φυσικό – κοινωνικό (συλλογικότητα). Είναι ένα συναίσθημα απροσδιόριστο εννοιολογικά αλλά τόσο έντονο και βαθύ αφού διαχέεται και διαποτίζει κάθε πτυχή των υποστάσεων του ατόμου.
Είναι το λεγόμενο «ωκεάνιο συναίσθημα» (oceanic feeling). Ένα συναίσθημα ηρεμίας και ευτυχίας. Ένα συναίσθημα πληρότητας και αγαλλίασης. Σε αυτό η αίσθηση του χρόνου και του χώρου χάνονται. Τα όρια μεταξύ της περατότητας της ανθρώπινης ύπαρξης και της απεραντοσύνης και αιωνιότητας του σύμπαντος δεν γίνονται κατανοητά. Το συναίσθημα αυτό μοιάζει ή βιώνεται ως ένα κύμα που μας γεμίζει με εσωτερική γαλήνη και ευφορία.
Είναι, επίσης, ένα συναίσθημα ενός ισχυρού δεσμού με τον εξωτερικό κόσμο και το «όλον». Ταυτιζόμαστε με αυτό κι αδυνατούμε να υπάρξουμε βιολογικά και συναισθηματικά ως μονάδες. Συνειδητοποιούμε την απεραντοσύνη του «ωκεανού» που μας περιβάλλει τη στιγμή που ταυτιζόμαστε με αυτόν. Αυτός μας υπερβαίνει και μας περιέχει.
Το μέγεθος αλλά και το περιεχόμενο αυτής της κοσμικής σύνδεσης αποτύπωσε με την ποιητική του γλαφυρότητα ο Ουίλιαμ Μπλέικ «Για να δεις τον κόσμο σ’ έναν κόκκο άμμου/ και τον παράδεισο σ’ ένα αγριολούλουδο/ κράτα το άπειρο στην παλάμη του χεριού σου/ και την αιωνιότητα σε μια ώρα».
Φρόιντ και Ωκεάνιο συναίσθημα
Γεννήτορας του όρου «ωκεάνιου συναισθήματος» θεωρείται ο Ρομαίν Ρολάν. Πρώτος ο Φρόιντ στο έργο του «Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας» περιγράφει το συναίσθημα αυτό ως «ένα συναίσθημα, που θα ήθελε να το ονομάσει αίσθηση της «αιωνιότητας», ένα αίσθημα σαν για κάτι απεριόριστο, άπειρο, θα λέγαμε «απέραντο».
Ο Φρόιντ συνέδεσε το «ωκεάνιο συναίσθημα» με τη θρησκεία «πηγή θρησκευτικής ενέργειας». Προχωρώντας στα έσχατα της ανθρώπινης ψυχοδομής διαπίστωσε πως ο άνθρωπος αδυνατεί να συνειδητοποιήσει τα όρια του Εγώ προς το Αυτό (id) αλλά και προς εκείνο το πρόσωπο που συνιστά αντικείμενο του έρωτά του. «Στο ανώτατο σημείο του έρωτα τείνει να εξαλειφθεί το σύνορο ανάμεσα στο Εγώ και στο αντικείμενο. Παρά τις μαρτυρίες των αισθήσεων ο ερωτευμένος ισχυρίζεται πως το Εγώ και το Εσύ είναι ένα».
Έτσι αυτή η συνειδητοποίηση της στενής σύνδεσης με το «όλον» καθιστά δυσδιάκριτα τα όρια του Εγώ με τον εξωτερικό κόσμο. Σύμφωνα με τους ειδικούς το συναίσθημα αυτό κατακλύζει τον άνθρωπο κατά τη βρεφική ηλικία, όπου καθίσταται δύσκολη η διάκριση εσωτερικού και εξωτερικού κόσμου. Η σχέση του βρέφους με τη μητέρα είναι απόλυτη και ιδιαίτερα, το στήθος. Η σχέση Μητέρας – Βρέφους λειτουργεί ως μια «συμβιωτική μεμβράνη». Κι αυτή η εμπειρία συνοδεύει το άτομο σε όλη του τη ζωή, γιατί όπως είναι γνωστό δεν χάνεται κανένα ψυχικό στάδιο.
Και όταν ο άνθρωπος αποκοπεί από το «μητρικό στήθος» νιώθει τόσο ανασφαλής που ασυνείδητα και με ποικίλους τρόπους αναζητά επιστροφή στην εστία, στο χαμένο παράδεισο. Έτσι κάθε ρήξη – αποδέσμευση από τη μητέρα αναζητά μια νέα σχέση – δεσμό (φύση, θεό, κοινωνία, ομάδα, ιδεολογία). Γιατί ο άνθρωπος όταν απουσιάζει η σύνδεσή του με κάτι ευρύτερο ή μεγαλύτερό του, νιώθει πως έχει χαθεί ένα κομμάτι της ψυχής του.
«Ο μοναχός είναι ένας άνθρωπος που έχει αποκοπεί από τα πάντα και βρίσκεται σε αρμονία με τα πάντα» (Ευάγριος Σχολαστικός).
Αξίζει να σημειωθεί πως το «ωκεάνιο συναίσθημα» δεν έχει γίνει δεκτός ως όρος από όλες τις γλώσσες, άσχετα αν όλοι οι άνθρωποι το βιώνουν. Στην Ιαπωνία αντίστοιχος όρος είναι το amae και υποδηλώνει την «άνεση λόγω της απόλυτης αποδοχής μας εκ μέρους ενός άλλου ατόμου». Το κινέζικο ιδεόγραμμα «παρίστανε ένα μωρό να θηλάζει, πράγμα που υποδηλώνει μια απώλεια διαχωρισμού, μια επιστροφή στην αίσθηση ενότητας ανάμεσα στη μητέρα και το παιδί» (Dylan Evans «Συναίσθημα»).
Η απουσία αντίστοιχου όρου στα Αγγλικά πιστοποιεί το διαφορετικό αξιακό σύστημα. Στον Αγγλόφωνο κόσμο δεσπόζει η αξία της ανεξαρτησίας, της αυτοπροβολής και της αυτονομίας – ατομικότητας, ενώ στην Ιαπωνία η συνύπαρξη και η συλλογικότητα.
Το Ωκεάνιο συναίσθημα και η θάλασσα
Το «ωκεάνιο συναίσθημα», λοιπόν, «ως η απόλυτη αίσθηση αρμονίας με το σύμπαν, την απόλυτη αρμονία με έναν άλλο άνθρωπο» μόνο μια θαλασσινή λέξη θα μπορούσε να την περιγράψει, γιατί μόνον μέσα στη θάλασσα το σώμα μπορεί να θυμηθεί την αγαλλίαση που ένιωσε ως έμβρυο. Γιατί μόνο η θάλασσα σε αναγκάζει να βιώσεις το απέραντο και το συνεχές που σε εξουσιάζει αλλά και σε εμπνέει, σε κρατά αλλά και σε απελευθερώνει.
Όσο κι αν ο σύγχρονος ναρκισσισμός μας εμποδίζει τη βίωση αυτού του συναισθήματος, τίποτα δεν μπορεί να μας αποκόψει από την απεραντοσύνη του σύμπαντος. Είμαστε τέκνα του συνεχούς χρόνου (Παρελθόν – Παρόν – Μέλλον) αλλά και του ενιαίου συμπαντικού χώρου.
«Τα ανθρώπινα πράγματα είναι ένα απειροελάχιστο σημείο στην απεραντοσύνη του σύμπαντος» (Πιέρ Σντό, Γάλλος Φιλόσοφος)
Εκείνος, όμως, που απέδωσε – περιέγραψε με ένα συγκλονιστικό τρόπο το «ωκεάνιο συναίσθημα» είναι ο εξερευνητής Τζον Μιούιρ, που εξερευνούσε το φιόρδ και τα βραχώδη τοπία του Εθνικού Πάρκου Γκλέισερ Μπέι κι ένιωσε ξαφνικά ένα πολύ δυνατό συναίσθημα.
«Νιώθουμε τη ζωή και την κίνηση γύρω μας, όπως και την ομορφιά του σύμπαντος: οι παλίρροιες πάνε κι έρχονται με ακούραστη φιλοπονία, βρέχοντας τις όμορφες ακτές και κάνοντας τα σκουροκόκκινα φύκια στα ατέλειωτα λιβάδια της θάλασσας να χορεύουν ρυθμικά, εκεί όπου τα ψάρια βρίσκουν τροφή, τα άγρια ποτάμια καταλήγουν σε λευκούς καταρράκτες, πάντα σε άνθιση, πάντα τραγουδώντας, κι απλώνοντας τους χειμάρρους τους σε χίλια βουνά˙ τα τεράστια δάση τρέφονται από τις ηλιαχτίδες που πέφτουν πάνω τους, κάθε κύτταρο σε μια δίνη απόλαυσης˙ σμάρια από έντομα στροβιλίζονται στον αέρα, άγρια πρόβατα και κατσίκες στις καταπράσινες πλαγιές πάνω από τα δάση, αρκούδες χωμένες σε θάμνους με μούρα, μινκ και κάστορες και ενυδρίδες στο βάθος ενός ποταμού και μιας λίμνης˙ Ινδιάνοι και εξερευνητές που συνεχίζουν τον μοναχικό τους δρόμο˙ πουλιά που σκύβουν προσφέροντας τροφή στα μικρά τους – παντού, παντού ομορφιά και ζωή, και ευτυχισμένη, χαρούμενη δράση». (Πηγή «Το Εγώ είναι ο εχθρός» Ryan Holiday)
Αυτή η σύνδεση του εαυτού μας με τον κόσμο συνιστά και το βαθύτερο περιεχόμενο του «ωκεάνιου συναισθήματος», αυτό που οι Στωικοί αποκαλούσαν «συμπάθεια» (η αλληλεπίδραση όλων των όντων του κόσμου).
Κάποτε όλοι βρεθήκαμε καταμεσής του πελάγου, χαθήκαμε σε ένα δάσος που δεν ξεχωρίζαμε που αρχίζει και που τελειώνει, ξαπλώσαμε σε ένα απέραντο λιβάδι – πεδιάδα που τα χρώματα των λουλουδιών θόλωναν την όρασή μας, αφεθήκαμε μια φεγγαρόφωτη βραδιά στην αναζήτηση του πιο φωτεινού αστεριού και σίγουρα βρεθήκαμε κάποτε μαζί με πολλούς χιλιάδες συνανθρώπους μας και νιώσαμε τόσο δυνατοί αλλά και τόσο «μόνοι».
Οι παραπάνω εμπειρίες συνοδεύτηκαν – ονται από αντικρουόμενα συναισθήματα και από έναν προβληματισμό για τη θέση μας στο σύμπαν. Σε αυτές τις περιπτώσεις ενεργοποιούμε τους νοητικούς μας μηχανισμούς για να προσδιορίσουμε με ευκρίνεια το περιεχόμενο των συναισθημάτων μας, που τείνουν να αυτονομηθούν και να απελευθερωθούν από τα δεσμά της λογικής. Πάντοτε τα συναισθήματα αυτά είναι δύσκολο να περιγραφούν, να ερμηνευτούν και να αποδοθούν με μια έννοια – λέξη που να τα καθιστά κατανοητά, τόσο από το υποκείμενο (Εγώ) όσο κι από το αντικείμενο (οι άλλοι…).
Η μικρότητα και η μεγαλοσύνη του ανθρώπου
Αυτή η υπερβατική εμπειρία βίωσης συναισθημάτων που καταδεικνύουν τη μικρότητα αλλά και τη μεγαλοσύνη του ανθρώπου είναι μοναδική και συγκλονίζει συθέμελα την ύπαρξή του. Γιατί αναδεικνύει τόσο την ατομικότητά μας αλλά και την εξάρτηση σύνδεση με τον περίγυρο φυσικό – κοινωνικό (συλλογικότητα). Είναι ένα συναίσθημα απροσδιόριστο εννοιολογικά αλλά τόσο έντονο και βαθύ αφού διαχέεται και διαποτίζει κάθε πτυχή των υποστάσεων του ατόμου.
Είναι το λεγόμενο «ωκεάνιο συναίσθημα» (oceanic feeling). Ένα συναίσθημα ηρεμίας και ευτυχίας. Ένα συναίσθημα πληρότητας και αγαλλίασης. Σε αυτό η αίσθηση του χρόνου και του χώρου χάνονται. Τα όρια μεταξύ της περατότητας της ανθρώπινης ύπαρξης και της απεραντοσύνης και αιωνιότητας του σύμπαντος δεν γίνονται κατανοητά. Το συναίσθημα αυτό μοιάζει ή βιώνεται ως ένα κύμα που μας γεμίζει με εσωτερική γαλήνη και ευφορία.
Είναι, επίσης, ένα συναίσθημα ενός ισχυρού δεσμού με τον εξωτερικό κόσμο και το «όλον». Ταυτιζόμαστε με αυτό κι αδυνατούμε να υπάρξουμε βιολογικά και συναισθηματικά ως μονάδες. Συνειδητοποιούμε την απεραντοσύνη του «ωκεανού» που μας περιβάλλει τη στιγμή που ταυτιζόμαστε με αυτόν. Αυτός μας υπερβαίνει και μας περιέχει.
Το μέγεθος αλλά και το περιεχόμενο αυτής της κοσμικής σύνδεσης αποτύπωσε με την ποιητική του γλαφυρότητα ο Ουίλιαμ Μπλέικ «Για να δεις τον κόσμο σ’ έναν κόκκο άμμου/ και τον παράδεισο σ’ ένα αγριολούλουδο/ κράτα το άπειρο στην παλάμη του χεριού σου/ και την αιωνιότητα σε μια ώρα».
Φρόιντ και Ωκεάνιο συναίσθημα
Γεννήτορας του όρου «ωκεάνιου συναισθήματος» θεωρείται ο Ρομαίν Ρολάν. Πρώτος ο Φρόιντ στο έργο του «Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας» περιγράφει το συναίσθημα αυτό ως «ένα συναίσθημα, που θα ήθελε να το ονομάσει αίσθηση της «αιωνιότητας», ένα αίσθημα σαν για κάτι απεριόριστο, άπειρο, θα λέγαμε «απέραντο».
Ο Φρόιντ συνέδεσε το «ωκεάνιο συναίσθημα» με τη θρησκεία «πηγή θρησκευτικής ενέργειας». Προχωρώντας στα έσχατα της ανθρώπινης ψυχοδομής διαπίστωσε πως ο άνθρωπος αδυνατεί να συνειδητοποιήσει τα όρια του Εγώ προς το Αυτό (id) αλλά και προς εκείνο το πρόσωπο που συνιστά αντικείμενο του έρωτά του. «Στο ανώτατο σημείο του έρωτα τείνει να εξαλειφθεί το σύνορο ανάμεσα στο Εγώ και στο αντικείμενο. Παρά τις μαρτυρίες των αισθήσεων ο ερωτευμένος ισχυρίζεται πως το Εγώ και το Εσύ είναι ένα».
Έτσι αυτή η συνειδητοποίηση της στενής σύνδεσης με το «όλον» καθιστά δυσδιάκριτα τα όρια του Εγώ με τον εξωτερικό κόσμο. Σύμφωνα με τους ειδικούς το συναίσθημα αυτό κατακλύζει τον άνθρωπο κατά τη βρεφική ηλικία, όπου καθίσταται δύσκολη η διάκριση εσωτερικού και εξωτερικού κόσμου. Η σχέση του βρέφους με τη μητέρα είναι απόλυτη και ιδιαίτερα, το στήθος. Η σχέση Μητέρας – Βρέφους λειτουργεί ως μια «συμβιωτική μεμβράνη». Κι αυτή η εμπειρία συνοδεύει το άτομο σε όλη του τη ζωή, γιατί όπως είναι γνωστό δεν χάνεται κανένα ψυχικό στάδιο.
Και όταν ο άνθρωπος αποκοπεί από το «μητρικό στήθος» νιώθει τόσο ανασφαλής που ασυνείδητα και με ποικίλους τρόπους αναζητά επιστροφή στην εστία, στο χαμένο παράδεισο. Έτσι κάθε ρήξη – αποδέσμευση από τη μητέρα αναζητά μια νέα σχέση – δεσμό (φύση, θεό, κοινωνία, ομάδα, ιδεολογία). Γιατί ο άνθρωπος όταν απουσιάζει η σύνδεσή του με κάτι ευρύτερο ή μεγαλύτερό του, νιώθει πως έχει χαθεί ένα κομμάτι της ψυχής του.
«Ο μοναχός είναι ένας άνθρωπος που έχει αποκοπεί από τα πάντα και βρίσκεται σε αρμονία με τα πάντα» (Ευάγριος Σχολαστικός).
Αξίζει να σημειωθεί πως το «ωκεάνιο συναίσθημα» δεν έχει γίνει δεκτός ως όρος από όλες τις γλώσσες, άσχετα αν όλοι οι άνθρωποι το βιώνουν. Στην Ιαπωνία αντίστοιχος όρος είναι το amae και υποδηλώνει την «άνεση λόγω της απόλυτης αποδοχής μας εκ μέρους ενός άλλου ατόμου». Το κινέζικο ιδεόγραμμα «παρίστανε ένα μωρό να θηλάζει, πράγμα που υποδηλώνει μια απώλεια διαχωρισμού, μια επιστροφή στην αίσθηση ενότητας ανάμεσα στη μητέρα και το παιδί» (Dylan Evans «Συναίσθημα»).
Η απουσία αντίστοιχου όρου στα Αγγλικά πιστοποιεί το διαφορετικό αξιακό σύστημα. Στον Αγγλόφωνο κόσμο δεσπόζει η αξία της ανεξαρτησίας, της αυτοπροβολής και της αυτονομίας – ατομικότητας, ενώ στην Ιαπωνία η συνύπαρξη και η συλλογικότητα.
Το Ωκεάνιο συναίσθημα και η θάλασσα
Το «ωκεάνιο συναίσθημα», λοιπόν, «ως η απόλυτη αίσθηση αρμονίας με το σύμπαν, την απόλυτη αρμονία με έναν άλλο άνθρωπο» μόνο μια θαλασσινή λέξη θα μπορούσε να την περιγράψει, γιατί μόνον μέσα στη θάλασσα το σώμα μπορεί να θυμηθεί την αγαλλίαση που ένιωσε ως έμβρυο. Γιατί μόνο η θάλασσα σε αναγκάζει να βιώσεις το απέραντο και το συνεχές που σε εξουσιάζει αλλά και σε εμπνέει, σε κρατά αλλά και σε απελευθερώνει.
Όσο κι αν ο σύγχρονος ναρκισσισμός μας εμποδίζει τη βίωση αυτού του συναισθήματος, τίποτα δεν μπορεί να μας αποκόψει από την απεραντοσύνη του σύμπαντος. Είμαστε τέκνα του συνεχούς χρόνου (Παρελθόν – Παρόν – Μέλλον) αλλά και του ενιαίου συμπαντικού χώρου.
«Τα ανθρώπινα πράγματα είναι ένα απειροελάχιστο σημείο στην απεραντοσύνη του σύμπαντος» (Πιέρ Σντό, Γάλλος Φιλόσοφος)
Εκείνος, όμως, που απέδωσε – περιέγραψε με ένα συγκλονιστικό τρόπο το «ωκεάνιο συναίσθημα» είναι ο εξερευνητής Τζον Μιούιρ, που εξερευνούσε το φιόρδ και τα βραχώδη τοπία του Εθνικού Πάρκου Γκλέισερ Μπέι κι ένιωσε ξαφνικά ένα πολύ δυνατό συναίσθημα.
«Νιώθουμε τη ζωή και την κίνηση γύρω μας, όπως και την ομορφιά του σύμπαντος: οι παλίρροιες πάνε κι έρχονται με ακούραστη φιλοπονία, βρέχοντας τις όμορφες ακτές και κάνοντας τα σκουροκόκκινα φύκια στα ατέλειωτα λιβάδια της θάλασσας να χορεύουν ρυθμικά, εκεί όπου τα ψάρια βρίσκουν τροφή, τα άγρια ποτάμια καταλήγουν σε λευκούς καταρράκτες, πάντα σε άνθιση, πάντα τραγουδώντας, κι απλώνοντας τους χειμάρρους τους σε χίλια βουνά˙ τα τεράστια δάση τρέφονται από τις ηλιαχτίδες που πέφτουν πάνω τους, κάθε κύτταρο σε μια δίνη απόλαυσης˙ σμάρια από έντομα στροβιλίζονται στον αέρα, άγρια πρόβατα και κατσίκες στις καταπράσινες πλαγιές πάνω από τα δάση, αρκούδες χωμένες σε θάμνους με μούρα, μινκ και κάστορες και ενυδρίδες στο βάθος ενός ποταμού και μιας λίμνης˙ Ινδιάνοι και εξερευνητές που συνεχίζουν τον μοναχικό τους δρόμο˙ πουλιά που σκύβουν προσφέροντας τροφή στα μικρά τους – παντού, παντού ομορφιά και ζωή, και ευτυχισμένη, χαρούμενη δράση». (Πηγή «Το Εγώ είναι ο εχθρός» Ryan Holiday)
Αυτή η σύνδεση του εαυτού μας με τον κόσμο συνιστά και το βαθύτερο περιεχόμενο του «ωκεάνιου συναισθήματος», αυτό που οι Στωικοί αποκαλούσαν «συμπάθεια» (η αλληλεπίδραση όλων των όντων του κόσμου).
Ο βλάκας δεν χωράει στην πραγματικότητα
Το μέγεθος και οι αυλακώσεις του εγκεφάλου που χώρισαν τους ανθρώπους από το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο χωρίζουν και τους ίδιους (με την επίδραση και του περιβάλλοντος όπου αναπτύσσονται), ανεξαρτήτως φυλής, χρώματος, φύλου, πλούτου, σπουδών, ιδεολογίας, σε δύο βασικές κατηγορίες: στους ΕΞΥΠΝΟΥΣ και στους ΒΛΑΚΕΣ. Αν και η μεταξύ τους διάκριση δεν είναι δύσκολη, όσοι ανήκουν στην πρώτη κατηγορία δεν το λένε και όσοι ανήκουν στη δεύτερη δεν το ξέρουν.
Η βλακεία είναι απρόβλεπτη. ‘Εχει τόση ποικιλία εκδηλώσεων, όσοι και οι βλάκες που ο καθένας ξεχωριστά είναι μια αστείρευτη πηγή εμπνεύσεων.
Κατά το χαριτολόγημα του Σαμφόρ, ο βλάκας ζει απερίσκεπτα σε έναν κόσμο που δεν ξέρει, όπως οι μύγες δεν ξέρουν φυσική ιστορία.
Η μήτρα της ευφυίας και της βλακείας ήταν ανέκαθεν αντικείμενο σκυλοκαυγά: γεννήθηκαν ή έγιναν; Έτσι βγήκαν από τα γεννοφάσκια τους ή τους γάνωσε το μυαλό ο κόσμος όπου φύτρωσαν; Με δύο λόγια, η νόηση είναι κληρονομική (γονίδιο) ή επίκτητη; (περιβάλλον). Νοητικά ο καθένας μας κληρονομεί ένα ορισμένο οικόπεδο, μικρό ή μεγάλο. Αν σου αναλογούν 200 τετραγωνικά, ανάλογα με το περιβάλλον μπορείς να κτίσεις παράγκα ή να φτιάξεις μια χαρά μεζονέτα, αλλά είναι αδύνατον να σηκώσεις πυραμίδα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όλοι υποτιμούμε τον αριθμό των βλακών ανάμεσα μας, αφού το κρίσιμο ποσοστό που όλοι γνωρίζουμε ότι υφίσταται σε κάθε τυχαία πληθυσμιακή ομάδα παραμένει ως σήμερα απροσδιόριστο. Σύμφωνα με την καμπύλη του Gauss η οποία χρησιμοποιείται για την ανίχνευση διάφορων χαρακτηριστικών ενός πληθυσμού, έχουμε το λιγότερο ένα ποσοστό 25% βλακών, 25% έξυπνων και 50% μέσης νοημοσύνης. Ο ένας στους τέσσερις είναι βλάκας…
Ένας ικανοποιητικός (και συνάμα πολύ γενικός) ορισμός για την ευφυία διατυπώθηκε από τον Μπερξόν και είναι ότι ευφυία θεωρείται η «ισορροπία ενστίκτων, συναισθημάτων και νόησης». Αντίθετα, η ανισορροπία των ανωτέρω ιδιοτήτων ορίζει την βλακεία.
Οι έξυπνοι άνθρωποι είναι αισθαντικοί, έχουν μία αδιόρατη θλίψη πάνω τους. Το αντίθετο ισχύει με τον ηλίθιο, που είναι λίγο αδιάβροχος σε αυτά, αφού όσα λιγότερα εννοεί τόσα λιγότερα νοιώθει. Είναι όπως λέμε «χοντρόπετσος» δεν «συν- αισθάνεται». Συνήθως αντιλαμβάνεται και θαυμάζει ποσότητες, απτά μεγέθη, χειροπιαστά: ώρες δουλειάς και όχι αποτέλεσμα, μεγάλη ορχήστρα και όχι άκουσμα, πολλά λεφτά, μεγάλο σπίτι, πολύ φαϊ, μεγάλα βυζιά.
Οι εκτιμήσεις για την προσφορά των ηλίθιων είναι αντικρουόμενες. Μία λέει ότι «η ταχύτητα μιας νηοπομπής είναι η ταχύτητα του πιο αργού πλοίου» και μία άλλη ότι «κάποιοι έπρεπε να κάνουν τις σκατοδουλειές είτε είναι στην φάμπρικα είτε στην πολυεθνική».
Ο έξυπνος την πατάει κατ’ εξαίρεση και όχι κατ’ εξακολούθηση. Διαπράττει την ανοησία σχεδόν εις γνώση του , υποκύπτοντας στο ξύπνημα κάποιου βαθύτερου ενστίκτου, μιας έντονης παρόρμησης που καπελώνει το μυαλό και το εκτροχιάζει. Αν ο ευφυής είναι όντως ευφυής έχει την σύνεση να μην την ξαναπατήσει, τουλάχιστον στο ίδιο θέμα και με τον ίδιο τρόπο.
Ένας ηλίθιος άνδρας, όσο εμφανίσιμος και να είναι , απογοητεύει το θηλυκό, δεν του εμπνέει την αναγκαία αίσθηση σιγουριάς. Εκτός και αν τη χαζομάρα του αντισταθμίζει η οικονομική ή κοινωνική του θέση, οπότε το παλικάρι είναι λαχείο. Αντιθέτως μία νεαρή και όμορφη χαζοβιόλα είναι σταθερή αντρική φαντασίωση. Γενικώς, στα ερωτικά οι άντρες ψάχνουν τα μικρά, οι γυναίκες τα μεγάλα και η αποκολοκύνθωση καλά κρατεί. Η διαφορά είναι ότι ο ηλίθιος όταν καυλώσει νομίζει ότι ερωτεύτηκε και η χαζή πιστεύει ότι όσοι θέλουν να την μπήξουν θέλουν να την παντρευτούν.
Το πτυχίο δεν είναι πιστοποιητικό ευφυίας. Αν το μυαλό κάποιου φτάνει για να πάρει δίπλωμα οδήγησης, κατά πάσα πιθανότητα φτάνει και για πάρει ένα δίπλωμα σπουδών. Τα νοητικά απαιτούμενα είναι περίπου ισοδύναμα. Άπαξ και μπορεί να απομνημονεύσει το ΚΟΚ και τα σήματα, το μόνο που χρειάζεται για το «χαρτί» είναι να στρώσει τον κώλο του κάτω, να μουλαρώσει δεόντως και αμέτι μουχαμέτι, έστω και «νύχτα», θα το πάρει το στραβόχαρτο.
Όπως υποστηρίζει μία ομάδα ερευνητών που μελέτησε το θέμα σε μεγάλα πανεπιστήμια των ΗΠΑ, εντόπισε το ίδιο ακριβώς ποσοστό «χοντροκέφαλων» ανάμεσα στις καθαρίστριες, τους διοικητικούς υπαλλήλους, τους φοιτητές και τους καθηγητές (C.M. Cipolla). Προφανώς, αν η έρευνα στρεφόταν και προς τους ίδιους τους ερευνητές θα ανακάλυπταν και το δικό τους ποσοστό μπούφων.
Το έχουν γράψει ο Κανέτι και παλιότερα ο Λεμπόν: «Οι άνθρωποι που ανήκουν σε μάζες τείνουν προς τη διανοητική τους εξίσωση»
Οι πρώτοι που θα τρέξουν να ενταχθούν σε σωματεία, συλλόγους, οργανώσεις, κυκλώματα είναι οι βλάκες και οι ατάλαντοι. Οι έξυπνοι και ταλαντούχοι τα βγάζουν πέρα μόνοι τους, δεν θέλουν κεχαγιά στο κεφάλι τους. Και επειδή, όπως λένε οι Γάλλοι, «οι βλάκες κινούνται μαζί», πολύ γρήγορα ορδές βλακών πνίγουν ελπιδοφόρες συσπειρώσεις και κινήματα και η ανθρώπινη ανάγκη για συλλογικότητα νεκρώνεται.
Ο βλάκας δεν χωράει στην πραγματικότητα. Δεν μπορεί να δώσει ούτε να δεχτεί εξηγήσεις για το πεπερασμένο της ύπαρξης και συνήθως αγκιστρώνεται σε κάτι που υπερβαίνει την εγκόσμια τάξη. Σε κάποιο θεό , σε μια ανώτερη δύναμη ή στο σύμπαν που συνωμοτεί για χάρη του. Η ευπιστία του ηλίθιου είναι παροιμιώδης: γοητεύεται, αναπαράγει ή εφευρίσκει ο ίδιος θρησκευτικά θαύματα, οράματα, εξωγήινα όντα, μετεμψυχώσεις, μεταλλαγμένους, λείψανα αγίων, τσαγιέρες που περιστρέφονται στο Διάστημα, προϊστορικούς γίγαντες, νεράιδες, λυκάνθρωπους, ψυχές που βουρλίζονται γύρω μας.
Αν το καταφύγιο του ανθρώπου είναι η κοινωνία, του βλάκα είναι η ομάδα, η συσπείρωση με άλλους βλάκες…
Ο πιο πονηρός βλάκας είναι ο σοβαρός. Το υστερικά τυπικό και λιγόλογο ανθρωπάκι που οχυρώνεται καχύποπτο προς όλους πίσω από ένα προσωπείο σοβαρότητας….
Το λειψό μυαλό “πόση αλήθεια μπορεί να αντέξει;” Δεν μπορεί να δώσει ούτε να δεχτεί εξηγήσεις για το πεπερασμένο της ύπαρξης και συνήθως αγκιστρώνεται σε κάτι που υπερβαίνει την εγκόσμια τάξη, σε κάποιο Θεό, σε μια ανώτερη δύναμη ή στο σύμπαν που συνωμοτεί για χάρη του. Η ευπιστία του κουφιοκεφαλάκη είναι παροιμιώδης: Γοητεύεται, αναπαράγει και εφευρίσκει ο ίδιος θρησκευτικά θαύματα, οράματα, εξωγήινα όντα, μετεμψυχώσεις, μεταλλαγμένους, λείψανα αγίων, τσαγιέρες που περιστρέφονται στο Διάστημα, προϊστορικούς γίγαντες, νεράϊδες, λυκανθρώπους, ψυχές που βουρλίζονται γύρω μας. Και βέβαια είναι πρώτος πελάτης για κάθε είδους τσαρλατάνους και απατεώνες που ρίχνουν τα χαρτιά, βλέπουν το φλιτζάνι, διαβάζουν τα άστρα, κάνουν μαγιολίκια, λένε τη μοίρα (μέλλον), ρυθμίζουν τα φενγκ σούι, δίνουν θετική ενέργεια, διαβάζουν ευχές και μυστικά βιβλία, αλλά στην πργαματικότητα διαβάζουν τη φάτσα του ηλίθιου που έχουν απέναντί τους.
Η βλακεία είναι απρόβλεπτη. ‘Εχει τόση ποικιλία εκδηλώσεων, όσοι και οι βλάκες που ο καθένας ξεχωριστά είναι μια αστείρευτη πηγή εμπνεύσεων.
Κατά το χαριτολόγημα του Σαμφόρ, ο βλάκας ζει απερίσκεπτα σε έναν κόσμο που δεν ξέρει, όπως οι μύγες δεν ξέρουν φυσική ιστορία.
Η μήτρα της ευφυίας και της βλακείας ήταν ανέκαθεν αντικείμενο σκυλοκαυγά: γεννήθηκαν ή έγιναν; Έτσι βγήκαν από τα γεννοφάσκια τους ή τους γάνωσε το μυαλό ο κόσμος όπου φύτρωσαν; Με δύο λόγια, η νόηση είναι κληρονομική (γονίδιο) ή επίκτητη; (περιβάλλον). Νοητικά ο καθένας μας κληρονομεί ένα ορισμένο οικόπεδο, μικρό ή μεγάλο. Αν σου αναλογούν 200 τετραγωνικά, ανάλογα με το περιβάλλον μπορείς να κτίσεις παράγκα ή να φτιάξεις μια χαρά μεζονέτα, αλλά είναι αδύνατον να σηκώσεις πυραμίδα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όλοι υποτιμούμε τον αριθμό των βλακών ανάμεσα μας, αφού το κρίσιμο ποσοστό που όλοι γνωρίζουμε ότι υφίσταται σε κάθε τυχαία πληθυσμιακή ομάδα παραμένει ως σήμερα απροσδιόριστο. Σύμφωνα με την καμπύλη του Gauss η οποία χρησιμοποιείται για την ανίχνευση διάφορων χαρακτηριστικών ενός πληθυσμού, έχουμε το λιγότερο ένα ποσοστό 25% βλακών, 25% έξυπνων και 50% μέσης νοημοσύνης. Ο ένας στους τέσσερις είναι βλάκας…
Ένας ικανοποιητικός (και συνάμα πολύ γενικός) ορισμός για την ευφυία διατυπώθηκε από τον Μπερξόν και είναι ότι ευφυία θεωρείται η «ισορροπία ενστίκτων, συναισθημάτων και νόησης». Αντίθετα, η ανισορροπία των ανωτέρω ιδιοτήτων ορίζει την βλακεία.
Οι έξυπνοι άνθρωποι είναι αισθαντικοί, έχουν μία αδιόρατη θλίψη πάνω τους. Το αντίθετο ισχύει με τον ηλίθιο, που είναι λίγο αδιάβροχος σε αυτά, αφού όσα λιγότερα εννοεί τόσα λιγότερα νοιώθει. Είναι όπως λέμε «χοντρόπετσος» δεν «συν- αισθάνεται». Συνήθως αντιλαμβάνεται και θαυμάζει ποσότητες, απτά μεγέθη, χειροπιαστά: ώρες δουλειάς και όχι αποτέλεσμα, μεγάλη ορχήστρα και όχι άκουσμα, πολλά λεφτά, μεγάλο σπίτι, πολύ φαϊ, μεγάλα βυζιά.
Οι εκτιμήσεις για την προσφορά των ηλίθιων είναι αντικρουόμενες. Μία λέει ότι «η ταχύτητα μιας νηοπομπής είναι η ταχύτητα του πιο αργού πλοίου» και μία άλλη ότι «κάποιοι έπρεπε να κάνουν τις σκατοδουλειές είτε είναι στην φάμπρικα είτε στην πολυεθνική».
Ο έξυπνος την πατάει κατ’ εξαίρεση και όχι κατ’ εξακολούθηση. Διαπράττει την ανοησία σχεδόν εις γνώση του , υποκύπτοντας στο ξύπνημα κάποιου βαθύτερου ενστίκτου, μιας έντονης παρόρμησης που καπελώνει το μυαλό και το εκτροχιάζει. Αν ο ευφυής είναι όντως ευφυής έχει την σύνεση να μην την ξαναπατήσει, τουλάχιστον στο ίδιο θέμα και με τον ίδιο τρόπο.
Ένας ηλίθιος άνδρας, όσο εμφανίσιμος και να είναι , απογοητεύει το θηλυκό, δεν του εμπνέει την αναγκαία αίσθηση σιγουριάς. Εκτός και αν τη χαζομάρα του αντισταθμίζει η οικονομική ή κοινωνική του θέση, οπότε το παλικάρι είναι λαχείο. Αντιθέτως μία νεαρή και όμορφη χαζοβιόλα είναι σταθερή αντρική φαντασίωση. Γενικώς, στα ερωτικά οι άντρες ψάχνουν τα μικρά, οι γυναίκες τα μεγάλα και η αποκολοκύνθωση καλά κρατεί. Η διαφορά είναι ότι ο ηλίθιος όταν καυλώσει νομίζει ότι ερωτεύτηκε και η χαζή πιστεύει ότι όσοι θέλουν να την μπήξουν θέλουν να την παντρευτούν.
Το πτυχίο δεν είναι πιστοποιητικό ευφυίας. Αν το μυαλό κάποιου φτάνει για να πάρει δίπλωμα οδήγησης, κατά πάσα πιθανότητα φτάνει και για πάρει ένα δίπλωμα σπουδών. Τα νοητικά απαιτούμενα είναι περίπου ισοδύναμα. Άπαξ και μπορεί να απομνημονεύσει το ΚΟΚ και τα σήματα, το μόνο που χρειάζεται για το «χαρτί» είναι να στρώσει τον κώλο του κάτω, να μουλαρώσει δεόντως και αμέτι μουχαμέτι, έστω και «νύχτα», θα το πάρει το στραβόχαρτο.
Όπως υποστηρίζει μία ομάδα ερευνητών που μελέτησε το θέμα σε μεγάλα πανεπιστήμια των ΗΠΑ, εντόπισε το ίδιο ακριβώς ποσοστό «χοντροκέφαλων» ανάμεσα στις καθαρίστριες, τους διοικητικούς υπαλλήλους, τους φοιτητές και τους καθηγητές (C.M. Cipolla). Προφανώς, αν η έρευνα στρεφόταν και προς τους ίδιους τους ερευνητές θα ανακάλυπταν και το δικό τους ποσοστό μπούφων.
Το έχουν γράψει ο Κανέτι και παλιότερα ο Λεμπόν: «Οι άνθρωποι που ανήκουν σε μάζες τείνουν προς τη διανοητική τους εξίσωση»
Οι πρώτοι που θα τρέξουν να ενταχθούν σε σωματεία, συλλόγους, οργανώσεις, κυκλώματα είναι οι βλάκες και οι ατάλαντοι. Οι έξυπνοι και ταλαντούχοι τα βγάζουν πέρα μόνοι τους, δεν θέλουν κεχαγιά στο κεφάλι τους. Και επειδή, όπως λένε οι Γάλλοι, «οι βλάκες κινούνται μαζί», πολύ γρήγορα ορδές βλακών πνίγουν ελπιδοφόρες συσπειρώσεις και κινήματα και η ανθρώπινη ανάγκη για συλλογικότητα νεκρώνεται.
Ο βλάκας δεν χωράει στην πραγματικότητα. Δεν μπορεί να δώσει ούτε να δεχτεί εξηγήσεις για το πεπερασμένο της ύπαρξης και συνήθως αγκιστρώνεται σε κάτι που υπερβαίνει την εγκόσμια τάξη. Σε κάποιο θεό , σε μια ανώτερη δύναμη ή στο σύμπαν που συνωμοτεί για χάρη του. Η ευπιστία του ηλίθιου είναι παροιμιώδης: γοητεύεται, αναπαράγει ή εφευρίσκει ο ίδιος θρησκευτικά θαύματα, οράματα, εξωγήινα όντα, μετεμψυχώσεις, μεταλλαγμένους, λείψανα αγίων, τσαγιέρες που περιστρέφονται στο Διάστημα, προϊστορικούς γίγαντες, νεράιδες, λυκάνθρωπους, ψυχές που βουρλίζονται γύρω μας.
Αν το καταφύγιο του ανθρώπου είναι η κοινωνία, του βλάκα είναι η ομάδα, η συσπείρωση με άλλους βλάκες…
Ο πιο πονηρός βλάκας είναι ο σοβαρός. Το υστερικά τυπικό και λιγόλογο ανθρωπάκι που οχυρώνεται καχύποπτο προς όλους πίσω από ένα προσωπείο σοβαρότητας….
Το λειψό μυαλό “πόση αλήθεια μπορεί να αντέξει;” Δεν μπορεί να δώσει ούτε να δεχτεί εξηγήσεις για το πεπερασμένο της ύπαρξης και συνήθως αγκιστρώνεται σε κάτι που υπερβαίνει την εγκόσμια τάξη, σε κάποιο Θεό, σε μια ανώτερη δύναμη ή στο σύμπαν που συνωμοτεί για χάρη του. Η ευπιστία του κουφιοκεφαλάκη είναι παροιμιώδης: Γοητεύεται, αναπαράγει και εφευρίσκει ο ίδιος θρησκευτικά θαύματα, οράματα, εξωγήινα όντα, μετεμψυχώσεις, μεταλλαγμένους, λείψανα αγίων, τσαγιέρες που περιστρέφονται στο Διάστημα, προϊστορικούς γίγαντες, νεράϊδες, λυκανθρώπους, ψυχές που βουρλίζονται γύρω μας. Και βέβαια είναι πρώτος πελάτης για κάθε είδους τσαρλατάνους και απατεώνες που ρίχνουν τα χαρτιά, βλέπουν το φλιτζάνι, διαβάζουν τα άστρα, κάνουν μαγιολίκια, λένε τη μοίρα (μέλλον), ρυθμίζουν τα φενγκ σούι, δίνουν θετική ενέργεια, διαβάζουν ευχές και μυστικά βιβλία, αλλά στην πργαματικότητα διαβάζουν τη φάτσα του ηλίθιου που έχουν απέναντί τους.
Επιστήμονες θέλουν να δημιουργήσουν την πρώτη σκουληκότρυπα
Σύμφωνα με τη νέα μελέτη πέρα από την απόδειξη ύπαρξης μιας σκουληκότρυπας, η υποθετική τεχνική θα ανοίξει ένα νέο παράθυρο στη φύση της πραγματικότητας, δημιουργώντας πρακτικά μία γέφυρα στο χωροχρόνο, μία μορφή τηλεμεταφοράς που οι ερευνητές ονομάζουν «counterportation».
Οι σκουληκότρυπες είναι υποθετικές δομές που μπορούν να συνδέσουν δύο σημεία του χωροχρόνου, ένα χαρακτηριστικό που τις κάνει ιδιαίτερα δημοφιλείς σε ιστορίες επιστημονικής φαντασίας που περιλαμβάνουν ταξίδια ταχύτερα από το φως. Αλλά οι σκουληκότρυπες αποτελούν επίσης θέμα σοβαρής επιστημονικής έρευνας εδώ και έναν αιώνα, καθώς φαίνεται να συνάδουν με τη θεωρία της γενικής σχετικότητας του Άλμπερτ Αϊνστάιν.
Ενώ οι ερευνητές έχουν κάνει πρόσφατες ανακαλύψεις με προσομοιωμένες (ή «ολογραφικές») σκουληκότρυπες, κανείς δεν έχει δημιουργήσει ποτέ μια πραγματική στο εργαστήριο ή δεν έχει ταυτοποιήσει μια στο σύμπαν.
Τώρα, ο Χατίμ Σαλίχ, κβαντικός φυσικός και επίτιμος ερευνητής στα Εργαστήρια Κβαντικής Μηχανικής Τεχνολογίας του Πανεπιστημίου του Μπρίστολ, παρουσίασε έναν πιθανό οδικό χάρτη προς την επίτευξη αυτού του πολυπόθητου στόχου.
«Φανταστείτε εάν η συνείδηση κάποιου, όπως ένα ισχυρό AI, αντιγράφεται σε ένα κβαντικό αντικείμενο», είπε ο Σαλίχ, περιγράφοντας μια εικαστική μελλοντική εφαρμογή αυτής της τεχνολογίας.
Αν μπορούσαμε να τηλεμεταφέρουμε κάθε ένα από τα qubits, να τα μεταφέρουμε από το ένα σημείο στο άλλο, τότε θα μπορούσαμε να ξέρουμε πως θα είναι να περνάμε μέσα από μία σκουληκότρυπα. Το σημαντικό είναι να χρησιμοποιήσουμε τωρινή τεχνολογία με ήδη διαθέσιμα υλικά. Η ελπίδα είναι πως μέσα στα επόμενα 3-4 χρόνια, θα μπορέσουμε να κατασκευάσουμε αυτό το πράγμα.
Η counterportation θέλει να πετύχει την ίδια μεταφορά σε ένα χώρο, χωρίς να είναι συνδεδεμένα τα δύο αντικείμενα. Οι επιστήμονες θέλουν να στείλουν φως (το οποίο είναι κύμα στον κβαντικό κόσμο) μέσω ενός κβαντικού συστήματος το οποίο είναι παγωμένο σε μία «κλειστή» κατάσταση από τη συνεχή παρατήρηση, όπου χτυπάει του ανιχνευτές με προβλεπόμενο τρόπο.
Έτσι οι ερευνητές μπορούν να αναδομήσουν την πληροφορία στην άλλη άκρη, χωρίς να έχει υπάρξει ποτέ εκεί ή να έχουν σταλεί σωματίδια ή ηλεκτρισμός. Όπως δηλαδή έχουμε μάθει την τηλεμεταφορά από τις ταινίες επιστημονικής φαντασίας, όπου το αντικείμενο εξαφανίζεται από ένα μέρος και εμφανίζεται σε ένα άλλο.
Στο εργαστήριο, μία ομάδα επιστημόνων στην Κίνα μπόρεσαν να στείλουν μία εικόνα από μία τοποθεσία στην άλλη χωρίς κάποια ανταλλαγή σωματιδίων. Η πρώτη χρήση μίας τέτοιας τεχνολογίας θα ήταν στους κβαντικούς υπολογιστές. Ένας τέτοιος πανίσχυρος υπερυπολογιστής θα μπορούσε να παράγει μία σκουληκότρυπα σε τοπικό επίπεδο, δίνοντας τη δυνατότητα μεταφοράς σημάτων ή ακόμα και αντικειμένων από το ένα σημείο στο άλλο.
Οι σκουληκότρυπες είναι υποθετικές δομές που μπορούν να συνδέσουν δύο σημεία του χωροχρόνου, ένα χαρακτηριστικό που τις κάνει ιδιαίτερα δημοφιλείς σε ιστορίες επιστημονικής φαντασίας που περιλαμβάνουν ταξίδια ταχύτερα από το φως. Αλλά οι σκουληκότρυπες αποτελούν επίσης θέμα σοβαρής επιστημονικής έρευνας εδώ και έναν αιώνα, καθώς φαίνεται να συνάδουν με τη θεωρία της γενικής σχετικότητας του Άλμπερτ Αϊνστάιν.
Ενώ οι ερευνητές έχουν κάνει πρόσφατες ανακαλύψεις με προσομοιωμένες (ή «ολογραφικές») σκουληκότρυπες, κανείς δεν έχει δημιουργήσει ποτέ μια πραγματική στο εργαστήριο ή δεν έχει ταυτοποιήσει μια στο σύμπαν.
Τώρα, ο Χατίμ Σαλίχ, κβαντικός φυσικός και επίτιμος ερευνητής στα Εργαστήρια Κβαντικής Μηχανικής Τεχνολογίας του Πανεπιστημίου του Μπρίστολ, παρουσίασε έναν πιθανό οδικό χάρτη προς την επίτευξη αυτού του πολυπόθητου στόχου.
«Φανταστείτε εάν η συνείδηση κάποιου, όπως ένα ισχυρό AI, αντιγράφεται σε ένα κβαντικό αντικείμενο», είπε ο Σαλίχ, περιγράφοντας μια εικαστική μελλοντική εφαρμογή αυτής της τεχνολογίας.
Αν μπορούσαμε να τηλεμεταφέρουμε κάθε ένα από τα qubits, να τα μεταφέρουμε από το ένα σημείο στο άλλο, τότε θα μπορούσαμε να ξέρουμε πως θα είναι να περνάμε μέσα από μία σκουληκότρυπα. Το σημαντικό είναι να χρησιμοποιήσουμε τωρινή τεχνολογία με ήδη διαθέσιμα υλικά. Η ελπίδα είναι πως μέσα στα επόμενα 3-4 χρόνια, θα μπορέσουμε να κατασκευάσουμε αυτό το πράγμα.
Η counterportation θέλει να πετύχει την ίδια μεταφορά σε ένα χώρο, χωρίς να είναι συνδεδεμένα τα δύο αντικείμενα. Οι επιστήμονες θέλουν να στείλουν φως (το οποίο είναι κύμα στον κβαντικό κόσμο) μέσω ενός κβαντικού συστήματος το οποίο είναι παγωμένο σε μία «κλειστή» κατάσταση από τη συνεχή παρατήρηση, όπου χτυπάει του ανιχνευτές με προβλεπόμενο τρόπο.
Έτσι οι ερευνητές μπορούν να αναδομήσουν την πληροφορία στην άλλη άκρη, χωρίς να έχει υπάρξει ποτέ εκεί ή να έχουν σταλεί σωματίδια ή ηλεκτρισμός. Όπως δηλαδή έχουμε μάθει την τηλεμεταφορά από τις ταινίες επιστημονικής φαντασίας, όπου το αντικείμενο εξαφανίζεται από ένα μέρος και εμφανίζεται σε ένα άλλο.
Στο εργαστήριο, μία ομάδα επιστημόνων στην Κίνα μπόρεσαν να στείλουν μία εικόνα από μία τοποθεσία στην άλλη χωρίς κάποια ανταλλαγή σωματιδίων. Η πρώτη χρήση μίας τέτοιας τεχνολογίας θα ήταν στους κβαντικούς υπολογιστές. Ένας τέτοιος πανίσχυρος υπερυπολογιστής θα μπορούσε να παράγει μία σκουληκότρυπα σε τοπικό επίπεδο, δίνοντας τη δυνατότητα μεταφοράς σημάτων ή ακόμα και αντικειμένων από το ένα σημείο στο άλλο.
Τέχνη και Φιλοσοφία
Ό,τι ονομάζομε τέχνη και το θαυμάζομε ως ποικιλία μορφών μέσα στην ιστορία έχει ως πηγή του την φαντασία του ανθρώπου. Τέχνη είναι κατά βάθος η δημιουργία μορφών, όπου μέσα ο άνθρωπος βάζει το νόημα της ζωής του. “Τα έργα της τέχνης, αν και πηγή τους είναι η φαντασία, όμως είναι τόσο πραγματικά, όσον και τα άνθη”, όπως λέγει ο Nietzsche.
Αρχικά η τέχνη μέσα στην ιστορία φαίνεται ότι υπηρετεί την θρησκεία, δηλαδή εκφράζει το περιεχόμενο της θρησκείας. Έτσι η αρχαία ελληνική τέχνη παριστάνει κατ’ αρχήν τους θεούς των Ελλήνων, τα λατρευτά πρόσωπα των Θεών. Στην περίοδο αυτήν η τέχνη διαπνέεται από την γενική θρησκευτική συνείδηση και ο καλλιτέχνης ερμηνεύει με την μορφή που πλάθει το γενικό θρησκευτικό συναίσθημα και συνήθως παραμένει άγνωστος, δεν γράφει το όνομά του.
Όμως σ’ αυτήν την περίοδο ο καλλιτέχνης είναι απόλυτα ελεύθερος, δηλαδή δίνει στο περιεχόμενο του θρησκευτικού συναισθήματος που τον συνέχει την μορφή που γεννάει αδέσμευτα η φαντασία του, αδέσμευτα από άλλα κριτήρια και μέτρα, εκτός από τα μέτρα και κριτήρια του κάλλους, της ομορφιάς. Έτσι ο Όμηρος πλάθει τις μορφές των Θεών με τον λόγο, με την τέχνη του λόγου, έτσι οι αρχαϊκοί καλλιτέχνες πλάθουν τα πρόσωπα των Θεών με την σμίλη επάνω στο μάρμαρο και αντικειμενοποιούν το θρησκευτικό συναίσθημα τόσο, ώστε ο Θεός να είναι παρών μπροστά στα μάτια των ανθρώπων. Ο Θεός γίνεται απτός με την τέχνη και με την απτή του παρουσία γαληνεύει την ψυχή του ανθρώπου.
Ό,τι ο απλός άνθρωπος μόνος του δεν μπορούσε να επιτύχει, τούτο το κατορθώνει ο καλλιτέχνης: να παρουσιάσει στα μάτια των ανθρώπων τον ίδιο τον Θεό ενσώματο ως το επίκεντρο των μυστικών τάσεων της ψυχής του και ως τέρμα των μεταφυσικών του πόθων. Έτσι ο Θεός που είναι αόρατος γίνεται τώρα ορατός. Έτσι το μυστήριο της ψυχής του ανθρώπου, όπου μέσα γεννιέται και ο Θεός, εκφράζεται με το έργο της τέχνης και το έργο τής τέχνης συμβολίζει όλη την εσωτερικότητα αυτού του μυστηρίου.
Όμως, όχι μόνον η αρχαϊκή τέχνη αλλά και όλη η μεγάλη τέχνη είναι η ορατή και αισθητή όψη του μεταφυσικού πόνου του ανθρώπου. Δεν υπάρχει μεγάλη τέχνη δίχως μεγάλη μεταφυσική του ανθρώπου. Ο άνθρωπος δεν μένει εις αυτό που είναι, ούτε ικανοποιείται μ’ αυτό που υπάρχει γύρω του ως φύσις. Είναι το μόνον πλάσμα του Θεού που δημιουργεί, δημιουργεί τον κόσμο του πνεύματος και μ’ αυτόν δημιουργεί τον εαυτό του, αλλάζει τον εαυτό του.
Ο κόσμος του πνεύματος είναι μία δεύτερη παρουσία, μεταφυσική, ενώ ο κόσμος της φύσεως είναι η πρώτη παρουσία, η φυσική. Όλα τ’ άλλα πλάσματα σταματούν σ’ αυτήν, την φυσική παρουσία του κόσμου, η ζωή τους διαρρέει μέσα σ’ αυτήν και είναι πάντοτε τα ίδια. Μόνον ό άνθρωπος προχωρεί στην δεύτερη παρουσία, την παρουσία του πνεύματος, την μεταφυσική παρουσία, όπου τίποτε δεν είναι το ίδιο, και γι’ αυτό εκεί δεν υπάρχει ανία, αλλά ζωή κι ενέργεια.
Αλλά και όταν η τέχνη αποδεσμεύεται απ’ την θρησκεία και γίνεται και ως προς το περιεχόμενό της απόλυτα αυτόνομη, και τότε, και ίσως τότε περισσότερο από πριν, έχει η τέχνη μεταφυσική ρίζα, γιατί τότε ενσυνείδητα διεκδικεί, άλλο αν το κατορθώνει, και το έδαφος της θρησκείας. Ο Σαίξπηρ είναι το παράδειγμα της απόλυτα αδέσμευτης τέχνης. Ο άνθρωπος και η φύσις μέσα στον Σαίξπηρ φωτίζονται από μια απίθανη μεταφυσική πολυχρωμία, όπου το ένα χρώμα και το ένα φως διαπερνάει τ’ άλλο, χωρίς κανένα να χάνει την χωριστή του υπόσταση, όπου όλα γίνονται ένα και το καθένα είναι χωριστό, όπου η ψυχή μεθάει, χωρίς καθόλου να χάνει τα λογικά της.
Και όλα αυτά τα χρώματα τα φέρνει εις φως ο μεγάλος αυτός τεχνίτης με την τέχνη τού λόγου, με την γλώσσα. Τίποτε δεν μένει ανέκφραστο μέσα σ’ αυτόν. Γιατί; Διότι έχει την δύναμη να πλάθει όλα εξ αρχής και να τους δίνει δεύτερη παρουσία, να τα ανεβάζει στον κόσμο του πνεύματος· με άλλα λόγια γιατί βλέπει τον άνθρωπο και τον κόσμο από ένα μεταφυσικό βάθος, που μόνον αυτός μπορεί να εκφράσει, δηλαδή βάθος ανεπανάληπτο στο είδος του.
Μέσα στην ιστορία του πνεύματος η τέχνη εμφανίζεται πριν από την φιλοσοφία. Ο άνθρωπος στον αγώνα που κάνει να πάει πάρα πέρα απ’ εκεί που ευρέθηκε -και αυτό το ευρέθηκε σημαίνει εδημιουργήθηκε, γιατί ο άνθρωπος είναι δημιούργημα- πρώτα δουλεύει με την παραστατική, εποπτική του δύναμη, πρώτα κάνει τέχνη, και έπειτα φιλοσοφία. Μεγάλη λοιπόν τέχνη υπάρχει ιστορικώς και πριν από την φιλοσοφία.
Όμως η Τέχνη απελευθερώνεται απόλυτα και φθάνει σε πλήρη άνεση των εκφράσεων της, όταν αρχίσει ο άνθρωπος να φιλοσοφεί, δηλαδή όταν συλλάβει την μεταφυσική του καταγωγή, όχι μόνον με την εποπτεία του, αλλά και με τον νου του. Τότε το πνεύμα της φιλοσοφίας αντανακλά και στην τέχνη και της δίνει κίνηση και βάθος που δεν το εγνώριζε πριν.
Ο Πλάτων συνδυάζει φιλοσοφία και τέχνη, ώστε όχι μόνον να μην περιορίζει κανένα απ’ αυτά τα δύο, αλλά να γονιμοποιεί τόσο το να ένα από το άλλο, ώστε μέσα του να φθάνουν και τα δύο στην ακμή τους. Τόσον ελεύθερη τέχνη, όση έχομε στον Πλάτωνα, δύσκολα ευρίσκομαι αλλού. Ο διάλογος και ως τέχνη και ως φιλοσοφία είναι το ύψιστο σημείο, ο ύψιστος αναβαθμός του πνεύματος. Από τ’ άλλο μέρος παρατηρούμε ότι, όταν η θρησκεία και η φιλοσοφία παρακμάζουν, τότε αρχίζει και η τέχνη να αδειάζει, να γίνεται απλή τεχνική και απλό τέχνασμα.
Θρησκεία, τέχνη και φιλοσοφία αποτελούν κατά τον Έγελο το απόλυτο πνεύμα· και τούτο σημαίνει ότι με τους τρεις αυτούς τρόπους ο άνθρωπος ανακαλύπτει τον μεταφυσικό πυρήνα του είναι του, την μεταφυσική του καταγωγή και καταβολή. Όμως τούτο δεν σημαίνει ότι το να ένα δεν διαφέρει από το άλλο. Η διαφορά του ενός από το άλλο όχι μόνον υπάρχει αλλά και αποτελεί το δικαίωμα ζωής του καθενός και κανένα από τα τρία αυτά είδη του πνεύματος δεν μπορεί να αντικαταστήσει το άλλο.
Η θρησκεία δουλεύει με το συναίσθημα και σπανίως ομιλεί, και όταν ομιλεί, ομιλεί ως αποκάλυψη, η οποία χωρίς το συναίσθημα είναι απρόσιτη στον άνθρωπο. Η σιωπή, η οποία είναι σιωπή που σκεπάζει ένα αμέτρητο βάθος, χαρακτηρίζει τον θρησκευτικό άνθρωπο. Η τέχνη δουλεύει με εικόνες, είναι πάντοτε παραστατική, καλεί τον άνθρωπο να ιδεί ή ν’ ακούσει, να συλλάβει οπτικώς ή ακουστικώς εικόνες, όπου μέσα περιέχεται το νόημα της ζωής του.
Είτε κτίσματα αρχιτεκτονικά, είτε πλαστικά σώματα και σύνολα, είτε ζωγραφικά πλάσματα, είτε λογοτεχνήματα, είτε μουσικά έργα προσφέρει η τέχνη στον άνθρωπο, θέλει με αυτά να δείξει το είναι της ζωής εποπτικά, να παραστήσει το μυστικό της ζωής με εικόνες. Γι’ αυτό δεν υπάρχει τέχνη χωρίς εικόνες και χωρίς μορφές. Γι’ αυτό και το περιεχόμενο της θρησκείας για να παρασταθεί από την τέχνη πρέπει να γίνει μορφή, εικόνα.
Αντίθετα η φιλοσοφία δεν παριστάνει τα νοήματά της με εικόνες, αλλά απευθύνεται στην λογική, στον Νου του ανθρώπου, και καλεί τον άνθρωπο να σκεφθεί και να κρίνει. Το περιεχόμενό της είναι καθαρώς νοητό και ποτέ παραστατό. Η τέχνη δουλεύει λοιπόν πάντα έμμεσα, ενώ η φιλοσοφία άμεσα. Το μέσο της τέχνης είναι η εικόνα η παράσταση, και η εικόνα ποτέ δεν μπορεί να μεταφραστεί σε νοήματα, γιατί τότε θα έχανε εξ ολοκλήρου το είναι της, θα έπαυε να είναι τέχνη και θα γίνονταν κακή φιλοσοφία, όπως συμβαίνει τούτο συνήθως με πολλές αναλύσεις καλλιτεχνημάτων από τους κριτικούς.
Αν έχει κανείς την υπομονή να παρακολουθήσει π.χ. έναν κριτικό του θεάτρου ή της ζωγραφικής ή της μουσικής, θα είναι σπάνιο να μη τον συλλάβει επαναλαμβανόμενο, δηλαδή να μεταχειρίζεται τις ίδιες έννοιες για έργα όλως διόλου διάφορα. Γι’ αυτό η πραγματική κριτική της τέχνης είναι το σπανιότερον είδος λόγου. Κατ’ ουσίαν η τέχνη ως εικόνα ερμηνεύεται μόνον με μια άλλη εικόνα, όχι με διανοήματα. Γι’ αυτό ο κριτικός της τέχνης πρέπει να είναι περισσότερο καλλιτέχνης παρά διανοητικός.
Η τέχνη φαίνεται ότι είναι πιο προσιτή στον άνθρωπο από την θρησκεία και την φιλοσοφία επειδή ακριβώς η τέχνη φαίνεται. Δεν υπάρχει τέχνη που να μην φαίνεται, αλλά και ό,τι φαίνεται ως τέχνη δεν είναι οπωσδήποτε τέχνη. Όταν λέμε ότι η τέχνη φαίνεται, εννοούμε ότι το έργο της τέχνης υποπίπτει στην όραση ή στην ακοή ή τέλος στην εσωτερική εποπτεία του ανθρώπου και έχει πάντοτε σαφή όρια. Εννοούμε ακόμα ότι το έργο της τέχνης πάντοτε παριστάνει, δίχως να γίνεται ποτέ αλληγορία, γιατί η αλληγορία δεν είναι τέχνη, αλλά τεχνική και τέχνασμα. Η αλληγορία είναι ο εχθρός με τον οποίον παλεύει η σύγχρονη λεγομένη αφηρημένη τέχνη.
Γι’ αυτό η λεγομένη αφηρημένη τέχνη μόνον όταν παύει να είναι αλληγορία ή αλληθώρισμα είναι τέχνη. Το γεγονός ότι η τέχνη φαίνεται δεν σημαίνει ότι γι’ αυτό είναι και περισσότερο προσιτή στον άνθρωπο, ότι είναι ευκολότερο να την αντιληφθεί η μάλλον να την ζήσει ο άνθρωπος. Το γεγονός ότι η τέχνη φαίνεται σημαίνει ότι δεν υπάρχει τέχνη που να μην φαίνεται. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι, επειδή η τέχνη φαίνεται, ο κίνδυνος να πλανεύσει απλώς τον άνθρωπο είναι μεγαλύτερος. Αυτό οδήγησε τον Πλάτωνα να εξορίσει από την πολιτεία του την απλώς μιμητική τέχνη, την τέχνη η οποία μιμείται τα πάθη των ανθρώπων και κατά βάθος τα κολακεύει.
Τέχνη και φιλοσοφία θέτουν στον άνθρωπο την μεγάλη απαίτηση να συλλάβει το Είναι του ή να εκφράσει τον μεταφυσικό πυρήνα της ζωής του· η τέχνη έμμεσα, δηλαδή με εικόνες, η φιλοσοφία άμεσα, δηλαδή με τον καθαρό λόγο.
Να φιλοσοφήσει ο άνθρωπος δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά να συλλάβει με τον Νου του, με την καθαρή λογική την αλήθεια το τι είναι ο ίδιος στην ουσία του. Θέλει να φύγει με την φιλοσοφία από την αναλήθεια και να φθάσει στην αλήθεια, να γυρίσει από το σκόρπισμά του μέσα στα πράγματα, να γυρίσει στην ενότητα του εαυτού του, από το φαίνεσθαι να προχωρήσει στο Είναι του. Η στροφή αυτή γίνεται στην φιλοσοφία με την σκέψη, με τον συστηματικό λογισμό, και χωρίς αυτόν δεν υπάρχει φιλοσοφία.
Όμως η φιλοσοφία, ενώ ανοίγει τον δρόμο της αλήθειας, δεν φθάνει ποτέ στο τέρμα της, γιατί ο λογισμός δεν έχει τέρμα. Η αλήθεια της φιλοσοφίας είναι περισσότερο κατεύθυνση παρά απόκτημα, περισσότερο κίνηση από την άγνοια προς την γνώση, περισσότερο Έρως της Αλήθειας παρά τελική απόκτηση της. Η τέχνη κλείνει το κάλλος μέσα οστά σαφή όρια το έργου της, η τέχνη τελειώνει το έργο της, ενώ η φιλοσοφία ανοίγει ένα δρόμο που δεν τελειώνει ποτέ.
Δένει και η φιλοσοφία την αλήθεια μέσα στις κρίσεις, στους λογισμούς της, αλλά ο ένας λογισμός φέρνει τον άλλον, ο λογισμός είναι δρόμος ατερμάτιστος, ενώ το έργο της τέχνης είναι πάντοτε δεμένο με μια ύλη, η οποία πρέπει να έχει και έχει πάντοτε σαφή όρια. Και αυτό σημαίνει ότι η τέχνη φαίνεται, αλλά η φιλοσοφία δεν φαίνεται, αλλά νοείται. Μόνον η πηγή της τέχνης δεν φαίνεται, είναι υπερβατική, μεταφυσική, εφ’ όσον βέβαια η τέχνη δεν γίνεται τέχνασμα· τα έργα όμως της τέχνης φαίνονται.
Τον δρόμο τον οποίον έχει ανοίξει η φιλοσοφία από την αρχαιότητα ως σήμερα, όποιος αρχίζει να φιλοσοφεί είναι υποχρεωμένος να τον ξανακάμει. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι αυτός θα παραλάβει τίποτε έτοιμο, μια έτοιμη γνώση, αλλά σημαίνει ότι θα βάλει σε Ενέργεια τον νου του, ώστε πράγματι να κατανοήσει ό,τι έγινε ως τώρα. Ό,τι έπραξε ως τώρα ο Νους του ανθρώπου μέσα στην φιλοσοφία, πρέπει να το ξαναπράξει κι ο δικός του Νους, αλλιώς δεν μπορεί να φιλοσοφήσει. Δεν υπάρχει φιλοσοφία δίχως την ιστορία της, δίχως την αφομοίωση της ιστορικής της πορείας.
Ούτε όμως υπάρχει πραγματική φιλοσοφία δίχως να πάει κανείς πέρα από τα παραδομένα. Δρόμος είναι η φιλοσοφία ποτέ δεν τελειώνει. Αντίθετα ή τέχνη με το έργο της, το οποίον, όπως είδαμε, είναι πάντοτε εικόνα ευσύνοπτη, μας αναγκάζει να σταθούμε. Μας σταματάει η τέχνη για να το ιδούμε ή να το ακούσομε, να το θεασθούμε και να το χαρούμε. Η τέχνη μας αιφνιδιάζει με το έργο της, με την εικόνα της, μας εντοπίζει, θραύει την συνήθη ροή της ζωής, μας αποσπά από την λεγομένη πραγματικότητα, η οποία μας φαίνεται από την σκοπιά του έργου της τέχνης γεμάτη ατέλεια, αποσπασματική, μάλλον ένα μην είναι, παρά ένα είναι, γιατί τώρα που έχομε μπροστά μας το έργο της τέχνης μας αποκαλύπτεται μια άλλη πραγματικότης, όπου μέσα ανακαλύπτομε τον εαυτό μας, το Είναι μας.
Το ξάφνιασμα που μας προκαλεί το έργο της τέχνης και το σκίρτημα που μας γεννάει, και που κακώς ονομάζεται λύτρωση, γιατί λύτρωση υπάρχει μόνον στην θρησκεία, μας αποδεσμεύει από τις έγνοιες και τους σκοπούς, από τις ηδονές και τα βάσανα, και μας χαρίζει προς στιγμήν μια ευδαιμονία, που δεν μετριέται με κανένα κοινό μέτρο και που έρχεται από μέσα, όπως και το έργο της τέχνης, έρχεται από μέσα. Ευδαιμονεί προς στιγμήν ο άνθρωπος καθώς θεάζεται το έργο της τέχνης, όπως ακριβώς ευδαιμονούσε και ο δημιουργός του κατά την στιγμή της δημιουργίας.
Ευδαιμονούμε σημαίνει ότι τα ‘χούμε καλά με κάποιον δαίμονα, ότι ισορροπούμε μέσα μας κάποιον δαίμονα. Κάποια ανησυχία, κάποια λαχτάρα που έρχεται από τα έγκατα της ψυχής μας, γιατί μόνον στα έγκατα της ψυχής υπάρχει αυτός ο δαίμων. Έτσι εξηγείται το ξάφνιασμα και το σκίρτημά μας από το έργο της τέχνης.
Και ο φιλόσοφος και ο καλλιτέχνης ζητούν να δώσουν ένα σύνολο, ένα όλον. Ο φιλόσοφος θέλει να ζώσει τον κόσμο με την σκέψη του, ο καλλιτέχνης θέλει να δώσει μορφή σε ορισμένα κίνητρα της ψυχής του. Ο φιλόσοφος όμως δεν φθάνει ποτέ στον τελικό σκοπό· είναι ένας οδοιπόρος, που βλέπει καθαρά τον σκοπό του, αλλά όσο προχωρεί προς αυτόν· τόσον αυτός απομακρύνεται. Ο φιλόσοφος αγωνίζεται να δώσει ένα σύστημα σκέψεων και στοχασμών, όπου να ερμηνεύονται όλα όσα υπάρχουν.
Το σύστημα τούτο, όσο τέλειο κι’ αν είναι, παραμένει πάντοτε ένα μεγαλόπνοο απόσπασμα ή καλύτερα ένα σχέδιο που στηρίζεται στην λογική αλλά και στην φαντασία. Ο καλλιτέχνης ολοκληρώνει το έργο του ή μάλλον τα έργα του. Κάθε έργο που τελειώνει το αφήνει πίσω του για ν’ αρχίσει ένα άλλο. Το καθένα όμως είναι χωριστή ύπαρξη, έχει αυτοτέλεια, είναι μια εντελέχεια. Όσο τέλειο όμως κι’ αν είναι το συγκεκριμένο καλλιτέχνημα, γίνεται αφορμή στον δημιουργό του για να δημιουργήσει άλλο καινούργιο. Θα έλεγε κανείς ότι το τελειωμένο έργο προκαλεί τον δημιουργό του να το ξεπεράσει.
Εκτός από την ριζική διαφορά που χωρίζει την τέχνη από την φιλοσοφία, και η οποία προέρχεται από το ότι η μεν τέχνη έχει ως κυρία πηγή της την φαντασία, η δε φιλοσοφία την νόηση, υπάρχουν ορισμένα κοινά γνωρίσματα μεταξύ της τέχνης και της φιλοσοφίας. Το πρώτο κοινό γνώρισμα αναφέρεται στον τρόπο της δημιουργίας και του καλλιτεχνήματος και του φιλοσοφήματος. Η φιλοσοφία εφ’ όσον γίνεται έργο, δηλαδή φιλοσόφημα, σύστημα λόγου, αποχωρίζεται από την πηγή της, για να σταθεί ως αντικειμενικό σύνολο, ως σύστημα νοημάτων.
Όπως το καλλιτέχνημα το έχομε ως κάτι συγκεκριμένο ενώπιον μας, έτσι και το φιλοσόφημα είναι ένα αντικειμενικό σύνολο νοημάτων. Και όπως το καλλιτέχνημα ήλθε εις φως από μια πρώτη ενόραση το δημιουργό του, έτσι και το φιλοσόφημα είναι η αντικειμενική μορφή μιας εσωτερικής θέας, η οποία ποτέ δεν εξαντλείται με την λογική.
Η προβολή του έργου, του δημιουργήματος, και στην τέχνη και στην φιλοσοφία γίνεται κατά τον ίδιο τρόπο, δηλαδή εξαίφνης, έξαφνα και ο καλλιτέχνης και ο φιλόσοφος συλλαμβάνει τον πυρήνα του έργου του. Στον καλλιτέχνη η πρώτη σύλληψη είναι ένα σχέδιο, στον φιλόσοφο είναι ένα σχήμα, μια αφαίρεση λογική. Από τον πυρήνα προχωρούν τώρα και οι δυο στο όλον. Η επεξεργασία του όλου απαιτεί συστηματικό μόχθο. Ως προς την σύλληψη του πυρίνος μόνον ισχύει η έμπνευση, η φώτιση, το εξαίφνης, και για το καλλιτέχνημα και για το φιλοσόφημα.
Από εκεί και πέρα αρχίζει η συστηματική επεξεργασία. Το ίδιο ισχύει και για το διάστημα πριν από την στιγμή του εξαίφνης. Το εξαίφνης είναι μια θεία στιγμή, μια καλή ώρα, είναι ό καιρός. Τότε γίνεται έξαφνα η σύλληψη του καλλιτεχνήματος και του φιλοσοφήματος. Πριν από την σύλληψη και μετά την σύλληψη υπάρχει και για τον καλλιτέχνη και για τον φιλόσοφο ο μόχθος. Δίχως μόχθο δεν υπάρχει ούτε τέχνη ούτε φιλοσοφία. Αλλά ούτε και δίχως αυτήν την μεγάλη ώρα υπάρχει τέχνη και η φιλοσοφία.
Η γνώμη συνεπώς ότι η τέχνη είναι μόνον έμπνευση δεν ευσταθεί και διαψεύδεται από τα πράγματα. «Όσο μεγαλύτερο τάλαντο έχει κανείς, τόσο περισσότερο είναι υποχρεωμένος να δουλεύει» λέγει ο Γκαίτε, για να φθάσει στον σκοπό του. Ούτε η φιλοσοφία είναι μόνον λογικός μόχθος, αλλά είναι και ενόραση ή φιλοσοφική φαντασία.
Ο παραλληλισμός όμως αυτός του καλλιτεχνήματος και του φιλοσοφήματος δεν είναι απόλυτος, αλλά σχετικός, δηλαδή ισχύει μόνον ως ένα σημείο. Το φιλοσόφημα διαφέρει κατά τούτο από το έργο της τέχνης, ότι δεν αποπερατώνεται ποτέ, ενώ το έργο της τέχνης αποπερατώνεται. Η φιλοσοφική σκέψη κατά βάθος ανοίγει ερωτήματα, προβλήματα, θέλει να αφυπνίσει τον &άνθρωπο από τον λήθαργο της άγνοιας. Όταν μελετούμε ένα φιλοσοφικό έργο, ο νους μας δεν αναπαύεται, αλλά παρακινείται να συλλάβει το είναι του, την ενέργειά του μέσω των νοημάτων που περιέχονται στο φιλοσοφικό έργο.
Αντίθετα, όταν ο νους μας θεάζεται ένα έργο τέχνης, αναπαύεται μέσα σ’ αυτό, δεν αισθάνεται την ανάγκη να προχωρήσει πέρα απ’ αυτό. Η θέα αυτή μας χαρίζει μια γαλήνη επιφανείας και βάθους συνάμα, ενώ η φιλοσοφική σκέψη στην ουσία της είναι πάντα ανήσυχη, προχωρεί ακατάπαυστα από το ένα σημεία στο άλλο, μεταβάλλει πάντοτε το απόκτημα σε ερώτημα και έτσι κινείται συνεχώς.
Το δεύτερο κοινό γνώρισμα της τέχνης και της φιλοσοφίας ή μάλλον του καλλιτεχνήματος και του φιλοσοφήματος είναι ότι και το καλλιτέχνημα και το φιλοσόφημα είναι μοναδικά και ανεπανάληπτα. Ένα έργο τέχνης, π.χ. μια τραγωδία του Σοφοκλέους, όπως και ένα φιλοσόφημα, π.χ. το φιλοσόφημα του Ηρακλείτου, είναι κάτι το ανεπανάληπτο και μοναδικό. Την θέση τους μέσα στον κόσμο του πνεύματος δεν μπορεί να την πάρει κανένα άλλο έργο, δεν μπορούν ν’ αντικατασταθούν από κανένα άλλο έργο, δηλαδή η αξία τους είναι απόλυτη.
Και ο ίδιος ο καλλιτέχνης δεν μπορεί να άρει την αξία ενός έργου του με την δημιουργία ενός άλλου έργου. Ούτε ο ίδιος ο φιλόσοφος μπορεί να άρει την αξία ενός έργου του με την δημιουργία ενός άλλου έργου. Η αξία που έχει το Τρίτο Κοντσέρτο του Beethoven δεν αίρεται με την αξία που έχει το Τέταρτο Κοντσέρτο όσο κι αν το Τέταρτο θεωρείται πληρέστερο από το Τρίτο, δηλαδή το Τρίτο έχει αξία καθ’ εαυτό, αποτελεί πλήρωμα, είναι απόλυτο.
Το αυτό ισχύει και για τα έργα της φιλοσοφίας. Ο Φαίδρος π.χ. του Πλάτωνος δεν άρει την φιλοσοφική αξία του Συμποσίου, όσο κι αν θεωρείται ότι ό Φαίδρος είναι έργο συνθετότερο και βαθύτερο, δηλαδή το Συμπόσιον κρατάει οπωσδήποτε την θέση του, είναι απόλυτο.
Το γεγονός τούτο, ότι το καλλιτέχνημα και το φιλοσόφημα είναι μοναδικά και αναντικατάστατα μας οδηγεί σ’ ένα τρίτο κοινό γνώρισμα της φιλοσοφίας και της τέχνης. Το τρίτο τούτο κοινό γνώρισμα είναι ότι ούτε στην τέχνη ούτε στην φιλοσοφία εφαρμόζεται η έννοια της προόδου. Η έννοια της προόδου σημαίνει ότι μέσα σε μια σειρά έργων του ανθρωπίνου πνεύματος τα μεταγενέστερα έργα είναι κατ’ ανάγκην ανώτερα, αξιότερα από τα προγενέστερα,
Πράγμα που σημαίνει ότι οι μεταγενέστεροι αιώνες της ιστορίας του πνεύματος κατέχουν ανώτερη θέση από τους προγενεστέρους. Σύμφωνα με αυτήν την έννοια η ρωμαϊκή τέχνη και η ρωμαϊκή φιλοσοφία θα πρέπει να είναι ανώτερες από την ελληνική τέχνη και την ελληνική φιλοσοφία. Μόνον όμως από παχυλή άγνοια των πραγμάτων θα ήταν δυνατόν να ειπωθεί παρόμοιος λόγος. Και όμως υπάρχει πρόοδος, αλλά όχι στην τέχνη και στην φιλοσοφία, υπάρχει πρόοδος στην φυσική επιστήμη και στο παράγωγό της, δηλαδή στην τεχνική.
Και εδώ όμως ισχύει η έννοια της προόδου μόνον μέσα σ’ ένα ορισμένο κύκλο πολιτισμού. Παραδείγματος χάριν μέσα στον κύκλο του νεοτέρου ευρωπαϊκού πολιτισμού κάθε μεταγενέστερο στάδιο της φυσικής επιστήμης, καθώς και της τεχνικής η οποία στηρίζεται σ’ αυτήν είναι ανώτερο απ’ το προγενέστερο. Η σημερινή φυσική επιστήμη και η τεχνική είναι ανώτερες από την φυσική επιστήμη και τεχνική των προηγουμένων γενεών.
Δεν είναι δυνατόν όμως να ισχυρισθεί κανείς το ίδιο ούτε για την τέχνη ούτε για την φιλοσοφία. Τα έργα της τέχνης και τα φιλοσοφικά συστήματα αποτελούν αυτοτελή σύνολα και έχουν καθ’ αυτά αξία. Το μεταγενέστερο στάδιο της τέχνης και της φιλοσοφίας δεν είναι κατ’ ανάγκην ανώτερο από το προγενέστερο, αλλά είναι απλώς διαφορετικό από το προγενέστερο. Ο Αριστοτέλης δεν είναι ανώτερος από τον Πλάτωνα επειδή έρχεται έπειτα από αυτόν, ούτε ο Μοzart είναι ανώτερος από τον Bach. Το κάθε έργο τέχνης και το κάθε φιλοσόφημα αποτελεί αξία καθ’ εαυτό. Εδώ τα μεταγενέστερα δεν απαξιώνουν τα προγενέστερα, ακόμη και όταν η αξία των είναι αναμφισβήτητη.
Ο λόγος του Nietzeche ότι «έχομε την γνώση για να μην χαντακωθούμε από την γνώση», έχει βαθύ νόημα και σημαίνει ότι η ζωή δίχως τέχνη χάνει την ομορφιά της. Αλλά και ο λόγος του Σωκράτους, ότι «το γνώθι αυτόν» είναι εντολή του Θεού και συνεπώς η φιλοσοφία είναι λατρεία Θεού, έχει ακόμη βαθύτερο νόημα. Δεν μπορούμε να χαρούμε την ομορφιά της ζωής δίχως την γνώση. Ο σύνθετος όμως λόγος του Εγέλου περιέχει και τα δυο.
Ο Έγελος λέγει ότι: «Και τα δύο, τέχνη και φιλοσοφία, είναι στην ουσία τους λατρεία Θεού, είναι υπηρεσία προς τον Θεό». Ό,τι δεν μπορεί να κάμει ή μια το κάνει η άλλη. Η τέχνη παριστάνει πάντοτε την ιδέα της ζωής με την μορφή, με την αισθητή εικόνα. Η τέχνη χρειάζεται πάντοτε ένα δεδομένο υλικό για να εκφράσει το πνεύμα της. Έτσι για να εκφράσει την ιδέα του ανθρώπου χρειάζεται το σώμα του ανθρώπου.
Εξ άλλου με την φιλοσοφία το πνεύμα του ανθρώπου χωρίζεται ολωσδιόλου από τα αισθητά και τις εικόνες και ζητεί να επιστρέψει στον εαυτό του, γιατί δίχως αυτόν τον χωρισμό το πνεύμα δεν φθάνει ποτέ στην αυτοσυνειδησία του. Είναι πράγματι δραματικός ο αγών τον οποίον διεξάγει το πνεύμα στην κάθε εποχή για να φθάσει σ’ αυτήν την αυτοσυνειδησία. Και επειδή καμιά εποχή δεν παραδίδει στην άλλη τον βαθμό της αυτοσυνειδησίας της, και επειδή ποτέ μια εποχή δεν αντλεί από την άλλη, την προηγούμενη, την αυτοσυνειδησία της, γι’ αυτό η φιλοσοφία αρχίζει σε κάθε εποχή από την αρχή, χωρίς όμως να αγνοεί την ιστορία της.
Και κατά βάθος η φιλοσοφία μιας εποχής είναι υποχρεωμένη από τα πράγματα ό,τι ύφανε προηγούμενη ιστορία της να το εξυφάνει και να υφάνει εξ αρχής τον δικό της ιστό. Κατά τούτο το έργο της φιλοσοφίας μοιάζει με το έργο της Πηνελόπης. Μνηστήρες της φιλοσοφίας είναι τα μικρά πνεύματα, οι μικροδαίμονες κάθε εποχής, που για να σταθούν και να προβάλουν την ασημαντότητά τους, χρειάζονται τον μανδύα της φιλοσοφίας, ενώ ο Οδυσσεύς είναι το ένα και πολύμοχθο πνεύμα του ανθρώπου που έπειτα από την περιπλάνησή του μέσα στα άπειρα πράγματα ζητεί να γυρίσει στην πατρίδα του, όπου καίει το ακοίμητο πυρ του λόγου.
Αρχικά η τέχνη μέσα στην ιστορία φαίνεται ότι υπηρετεί την θρησκεία, δηλαδή εκφράζει το περιεχόμενο της θρησκείας. Έτσι η αρχαία ελληνική τέχνη παριστάνει κατ’ αρχήν τους θεούς των Ελλήνων, τα λατρευτά πρόσωπα των Θεών. Στην περίοδο αυτήν η τέχνη διαπνέεται από την γενική θρησκευτική συνείδηση και ο καλλιτέχνης ερμηνεύει με την μορφή που πλάθει το γενικό θρησκευτικό συναίσθημα και συνήθως παραμένει άγνωστος, δεν γράφει το όνομά του.
Όμως σ’ αυτήν την περίοδο ο καλλιτέχνης είναι απόλυτα ελεύθερος, δηλαδή δίνει στο περιεχόμενο του θρησκευτικού συναισθήματος που τον συνέχει την μορφή που γεννάει αδέσμευτα η φαντασία του, αδέσμευτα από άλλα κριτήρια και μέτρα, εκτός από τα μέτρα και κριτήρια του κάλλους, της ομορφιάς. Έτσι ο Όμηρος πλάθει τις μορφές των Θεών με τον λόγο, με την τέχνη του λόγου, έτσι οι αρχαϊκοί καλλιτέχνες πλάθουν τα πρόσωπα των Θεών με την σμίλη επάνω στο μάρμαρο και αντικειμενοποιούν το θρησκευτικό συναίσθημα τόσο, ώστε ο Θεός να είναι παρών μπροστά στα μάτια των ανθρώπων. Ο Θεός γίνεται απτός με την τέχνη και με την απτή του παρουσία γαληνεύει την ψυχή του ανθρώπου.
Ό,τι ο απλός άνθρωπος μόνος του δεν μπορούσε να επιτύχει, τούτο το κατορθώνει ο καλλιτέχνης: να παρουσιάσει στα μάτια των ανθρώπων τον ίδιο τον Θεό ενσώματο ως το επίκεντρο των μυστικών τάσεων της ψυχής του και ως τέρμα των μεταφυσικών του πόθων. Έτσι ο Θεός που είναι αόρατος γίνεται τώρα ορατός. Έτσι το μυστήριο της ψυχής του ανθρώπου, όπου μέσα γεννιέται και ο Θεός, εκφράζεται με το έργο της τέχνης και το έργο τής τέχνης συμβολίζει όλη την εσωτερικότητα αυτού του μυστηρίου.
Όμως, όχι μόνον η αρχαϊκή τέχνη αλλά και όλη η μεγάλη τέχνη είναι η ορατή και αισθητή όψη του μεταφυσικού πόνου του ανθρώπου. Δεν υπάρχει μεγάλη τέχνη δίχως μεγάλη μεταφυσική του ανθρώπου. Ο άνθρωπος δεν μένει εις αυτό που είναι, ούτε ικανοποιείται μ’ αυτό που υπάρχει γύρω του ως φύσις. Είναι το μόνον πλάσμα του Θεού που δημιουργεί, δημιουργεί τον κόσμο του πνεύματος και μ’ αυτόν δημιουργεί τον εαυτό του, αλλάζει τον εαυτό του.
Ο κόσμος του πνεύματος είναι μία δεύτερη παρουσία, μεταφυσική, ενώ ο κόσμος της φύσεως είναι η πρώτη παρουσία, η φυσική. Όλα τ’ άλλα πλάσματα σταματούν σ’ αυτήν, την φυσική παρουσία του κόσμου, η ζωή τους διαρρέει μέσα σ’ αυτήν και είναι πάντοτε τα ίδια. Μόνον ό άνθρωπος προχωρεί στην δεύτερη παρουσία, την παρουσία του πνεύματος, την μεταφυσική παρουσία, όπου τίποτε δεν είναι το ίδιο, και γι’ αυτό εκεί δεν υπάρχει ανία, αλλά ζωή κι ενέργεια.
Αλλά και όταν η τέχνη αποδεσμεύεται απ’ την θρησκεία και γίνεται και ως προς το περιεχόμενό της απόλυτα αυτόνομη, και τότε, και ίσως τότε περισσότερο από πριν, έχει η τέχνη μεταφυσική ρίζα, γιατί τότε ενσυνείδητα διεκδικεί, άλλο αν το κατορθώνει, και το έδαφος της θρησκείας. Ο Σαίξπηρ είναι το παράδειγμα της απόλυτα αδέσμευτης τέχνης. Ο άνθρωπος και η φύσις μέσα στον Σαίξπηρ φωτίζονται από μια απίθανη μεταφυσική πολυχρωμία, όπου το ένα χρώμα και το ένα φως διαπερνάει τ’ άλλο, χωρίς κανένα να χάνει την χωριστή του υπόσταση, όπου όλα γίνονται ένα και το καθένα είναι χωριστό, όπου η ψυχή μεθάει, χωρίς καθόλου να χάνει τα λογικά της.
Και όλα αυτά τα χρώματα τα φέρνει εις φως ο μεγάλος αυτός τεχνίτης με την τέχνη τού λόγου, με την γλώσσα. Τίποτε δεν μένει ανέκφραστο μέσα σ’ αυτόν. Γιατί; Διότι έχει την δύναμη να πλάθει όλα εξ αρχής και να τους δίνει δεύτερη παρουσία, να τα ανεβάζει στον κόσμο του πνεύματος· με άλλα λόγια γιατί βλέπει τον άνθρωπο και τον κόσμο από ένα μεταφυσικό βάθος, που μόνον αυτός μπορεί να εκφράσει, δηλαδή βάθος ανεπανάληπτο στο είδος του.
Μέσα στην ιστορία του πνεύματος η τέχνη εμφανίζεται πριν από την φιλοσοφία. Ο άνθρωπος στον αγώνα που κάνει να πάει πάρα πέρα απ’ εκεί που ευρέθηκε -και αυτό το ευρέθηκε σημαίνει εδημιουργήθηκε, γιατί ο άνθρωπος είναι δημιούργημα- πρώτα δουλεύει με την παραστατική, εποπτική του δύναμη, πρώτα κάνει τέχνη, και έπειτα φιλοσοφία. Μεγάλη λοιπόν τέχνη υπάρχει ιστορικώς και πριν από την φιλοσοφία.
Όμως η Τέχνη απελευθερώνεται απόλυτα και φθάνει σε πλήρη άνεση των εκφράσεων της, όταν αρχίσει ο άνθρωπος να φιλοσοφεί, δηλαδή όταν συλλάβει την μεταφυσική του καταγωγή, όχι μόνον με την εποπτεία του, αλλά και με τον νου του. Τότε το πνεύμα της φιλοσοφίας αντανακλά και στην τέχνη και της δίνει κίνηση και βάθος που δεν το εγνώριζε πριν.
Ο Πλάτων συνδυάζει φιλοσοφία και τέχνη, ώστε όχι μόνον να μην περιορίζει κανένα απ’ αυτά τα δύο, αλλά να γονιμοποιεί τόσο το να ένα από το άλλο, ώστε μέσα του να φθάνουν και τα δύο στην ακμή τους. Τόσον ελεύθερη τέχνη, όση έχομε στον Πλάτωνα, δύσκολα ευρίσκομαι αλλού. Ο διάλογος και ως τέχνη και ως φιλοσοφία είναι το ύψιστο σημείο, ο ύψιστος αναβαθμός του πνεύματος. Από τ’ άλλο μέρος παρατηρούμε ότι, όταν η θρησκεία και η φιλοσοφία παρακμάζουν, τότε αρχίζει και η τέχνη να αδειάζει, να γίνεται απλή τεχνική και απλό τέχνασμα.
Θρησκεία, τέχνη και φιλοσοφία αποτελούν κατά τον Έγελο το απόλυτο πνεύμα· και τούτο σημαίνει ότι με τους τρεις αυτούς τρόπους ο άνθρωπος ανακαλύπτει τον μεταφυσικό πυρήνα του είναι του, την μεταφυσική του καταγωγή και καταβολή. Όμως τούτο δεν σημαίνει ότι το να ένα δεν διαφέρει από το άλλο. Η διαφορά του ενός από το άλλο όχι μόνον υπάρχει αλλά και αποτελεί το δικαίωμα ζωής του καθενός και κανένα από τα τρία αυτά είδη του πνεύματος δεν μπορεί να αντικαταστήσει το άλλο.
Η θρησκεία δουλεύει με το συναίσθημα και σπανίως ομιλεί, και όταν ομιλεί, ομιλεί ως αποκάλυψη, η οποία χωρίς το συναίσθημα είναι απρόσιτη στον άνθρωπο. Η σιωπή, η οποία είναι σιωπή που σκεπάζει ένα αμέτρητο βάθος, χαρακτηρίζει τον θρησκευτικό άνθρωπο. Η τέχνη δουλεύει με εικόνες, είναι πάντοτε παραστατική, καλεί τον άνθρωπο να ιδεί ή ν’ ακούσει, να συλλάβει οπτικώς ή ακουστικώς εικόνες, όπου μέσα περιέχεται το νόημα της ζωής του.
Είτε κτίσματα αρχιτεκτονικά, είτε πλαστικά σώματα και σύνολα, είτε ζωγραφικά πλάσματα, είτε λογοτεχνήματα, είτε μουσικά έργα προσφέρει η τέχνη στον άνθρωπο, θέλει με αυτά να δείξει το είναι της ζωής εποπτικά, να παραστήσει το μυστικό της ζωής με εικόνες. Γι’ αυτό δεν υπάρχει τέχνη χωρίς εικόνες και χωρίς μορφές. Γι’ αυτό και το περιεχόμενο της θρησκείας για να παρασταθεί από την τέχνη πρέπει να γίνει μορφή, εικόνα.
Αντίθετα η φιλοσοφία δεν παριστάνει τα νοήματά της με εικόνες, αλλά απευθύνεται στην λογική, στον Νου του ανθρώπου, και καλεί τον άνθρωπο να σκεφθεί και να κρίνει. Το περιεχόμενό της είναι καθαρώς νοητό και ποτέ παραστατό. Η τέχνη δουλεύει λοιπόν πάντα έμμεσα, ενώ η φιλοσοφία άμεσα. Το μέσο της τέχνης είναι η εικόνα η παράσταση, και η εικόνα ποτέ δεν μπορεί να μεταφραστεί σε νοήματα, γιατί τότε θα έχανε εξ ολοκλήρου το είναι της, θα έπαυε να είναι τέχνη και θα γίνονταν κακή φιλοσοφία, όπως συμβαίνει τούτο συνήθως με πολλές αναλύσεις καλλιτεχνημάτων από τους κριτικούς.
Αν έχει κανείς την υπομονή να παρακολουθήσει π.χ. έναν κριτικό του θεάτρου ή της ζωγραφικής ή της μουσικής, θα είναι σπάνιο να μη τον συλλάβει επαναλαμβανόμενο, δηλαδή να μεταχειρίζεται τις ίδιες έννοιες για έργα όλως διόλου διάφορα. Γι’ αυτό η πραγματική κριτική της τέχνης είναι το σπανιότερον είδος λόγου. Κατ’ ουσίαν η τέχνη ως εικόνα ερμηνεύεται μόνον με μια άλλη εικόνα, όχι με διανοήματα. Γι’ αυτό ο κριτικός της τέχνης πρέπει να είναι περισσότερο καλλιτέχνης παρά διανοητικός.
Η τέχνη φαίνεται ότι είναι πιο προσιτή στον άνθρωπο από την θρησκεία και την φιλοσοφία επειδή ακριβώς η τέχνη φαίνεται. Δεν υπάρχει τέχνη που να μην φαίνεται, αλλά και ό,τι φαίνεται ως τέχνη δεν είναι οπωσδήποτε τέχνη. Όταν λέμε ότι η τέχνη φαίνεται, εννοούμε ότι το έργο της τέχνης υποπίπτει στην όραση ή στην ακοή ή τέλος στην εσωτερική εποπτεία του ανθρώπου και έχει πάντοτε σαφή όρια. Εννοούμε ακόμα ότι το έργο της τέχνης πάντοτε παριστάνει, δίχως να γίνεται ποτέ αλληγορία, γιατί η αλληγορία δεν είναι τέχνη, αλλά τεχνική και τέχνασμα. Η αλληγορία είναι ο εχθρός με τον οποίον παλεύει η σύγχρονη λεγομένη αφηρημένη τέχνη.
Γι’ αυτό η λεγομένη αφηρημένη τέχνη μόνον όταν παύει να είναι αλληγορία ή αλληθώρισμα είναι τέχνη. Το γεγονός ότι η τέχνη φαίνεται δεν σημαίνει ότι γι’ αυτό είναι και περισσότερο προσιτή στον άνθρωπο, ότι είναι ευκολότερο να την αντιληφθεί η μάλλον να την ζήσει ο άνθρωπος. Το γεγονός ότι η τέχνη φαίνεται σημαίνει ότι δεν υπάρχει τέχνη που να μην φαίνεται. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι, επειδή η τέχνη φαίνεται, ο κίνδυνος να πλανεύσει απλώς τον άνθρωπο είναι μεγαλύτερος. Αυτό οδήγησε τον Πλάτωνα να εξορίσει από την πολιτεία του την απλώς μιμητική τέχνη, την τέχνη η οποία μιμείται τα πάθη των ανθρώπων και κατά βάθος τα κολακεύει.
Τέχνη και φιλοσοφία θέτουν στον άνθρωπο την μεγάλη απαίτηση να συλλάβει το Είναι του ή να εκφράσει τον μεταφυσικό πυρήνα της ζωής του· η τέχνη έμμεσα, δηλαδή με εικόνες, η φιλοσοφία άμεσα, δηλαδή με τον καθαρό λόγο.
Να φιλοσοφήσει ο άνθρωπος δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά να συλλάβει με τον Νου του, με την καθαρή λογική την αλήθεια το τι είναι ο ίδιος στην ουσία του. Θέλει να φύγει με την φιλοσοφία από την αναλήθεια και να φθάσει στην αλήθεια, να γυρίσει από το σκόρπισμά του μέσα στα πράγματα, να γυρίσει στην ενότητα του εαυτού του, από το φαίνεσθαι να προχωρήσει στο Είναι του. Η στροφή αυτή γίνεται στην φιλοσοφία με την σκέψη, με τον συστηματικό λογισμό, και χωρίς αυτόν δεν υπάρχει φιλοσοφία.
Όμως η φιλοσοφία, ενώ ανοίγει τον δρόμο της αλήθειας, δεν φθάνει ποτέ στο τέρμα της, γιατί ο λογισμός δεν έχει τέρμα. Η αλήθεια της φιλοσοφίας είναι περισσότερο κατεύθυνση παρά απόκτημα, περισσότερο κίνηση από την άγνοια προς την γνώση, περισσότερο Έρως της Αλήθειας παρά τελική απόκτηση της. Η τέχνη κλείνει το κάλλος μέσα οστά σαφή όρια το έργου της, η τέχνη τελειώνει το έργο της, ενώ η φιλοσοφία ανοίγει ένα δρόμο που δεν τελειώνει ποτέ.
Δένει και η φιλοσοφία την αλήθεια μέσα στις κρίσεις, στους λογισμούς της, αλλά ο ένας λογισμός φέρνει τον άλλον, ο λογισμός είναι δρόμος ατερμάτιστος, ενώ το έργο της τέχνης είναι πάντοτε δεμένο με μια ύλη, η οποία πρέπει να έχει και έχει πάντοτε σαφή όρια. Και αυτό σημαίνει ότι η τέχνη φαίνεται, αλλά η φιλοσοφία δεν φαίνεται, αλλά νοείται. Μόνον η πηγή της τέχνης δεν φαίνεται, είναι υπερβατική, μεταφυσική, εφ’ όσον βέβαια η τέχνη δεν γίνεται τέχνασμα· τα έργα όμως της τέχνης φαίνονται.
Τον δρόμο τον οποίον έχει ανοίξει η φιλοσοφία από την αρχαιότητα ως σήμερα, όποιος αρχίζει να φιλοσοφεί είναι υποχρεωμένος να τον ξανακάμει. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι αυτός θα παραλάβει τίποτε έτοιμο, μια έτοιμη γνώση, αλλά σημαίνει ότι θα βάλει σε Ενέργεια τον νου του, ώστε πράγματι να κατανοήσει ό,τι έγινε ως τώρα. Ό,τι έπραξε ως τώρα ο Νους του ανθρώπου μέσα στην φιλοσοφία, πρέπει να το ξαναπράξει κι ο δικός του Νους, αλλιώς δεν μπορεί να φιλοσοφήσει. Δεν υπάρχει φιλοσοφία δίχως την ιστορία της, δίχως την αφομοίωση της ιστορικής της πορείας.
Ούτε όμως υπάρχει πραγματική φιλοσοφία δίχως να πάει κανείς πέρα από τα παραδομένα. Δρόμος είναι η φιλοσοφία ποτέ δεν τελειώνει. Αντίθετα ή τέχνη με το έργο της, το οποίον, όπως είδαμε, είναι πάντοτε εικόνα ευσύνοπτη, μας αναγκάζει να σταθούμε. Μας σταματάει η τέχνη για να το ιδούμε ή να το ακούσομε, να το θεασθούμε και να το χαρούμε. Η τέχνη μας αιφνιδιάζει με το έργο της, με την εικόνα της, μας εντοπίζει, θραύει την συνήθη ροή της ζωής, μας αποσπά από την λεγομένη πραγματικότητα, η οποία μας φαίνεται από την σκοπιά του έργου της τέχνης γεμάτη ατέλεια, αποσπασματική, μάλλον ένα μην είναι, παρά ένα είναι, γιατί τώρα που έχομε μπροστά μας το έργο της τέχνης μας αποκαλύπτεται μια άλλη πραγματικότης, όπου μέσα ανακαλύπτομε τον εαυτό μας, το Είναι μας.
Το ξάφνιασμα που μας προκαλεί το έργο της τέχνης και το σκίρτημα που μας γεννάει, και που κακώς ονομάζεται λύτρωση, γιατί λύτρωση υπάρχει μόνον στην θρησκεία, μας αποδεσμεύει από τις έγνοιες και τους σκοπούς, από τις ηδονές και τα βάσανα, και μας χαρίζει προς στιγμήν μια ευδαιμονία, που δεν μετριέται με κανένα κοινό μέτρο και που έρχεται από μέσα, όπως και το έργο της τέχνης, έρχεται από μέσα. Ευδαιμονεί προς στιγμήν ο άνθρωπος καθώς θεάζεται το έργο της τέχνης, όπως ακριβώς ευδαιμονούσε και ο δημιουργός του κατά την στιγμή της δημιουργίας.
Ευδαιμονούμε σημαίνει ότι τα ‘χούμε καλά με κάποιον δαίμονα, ότι ισορροπούμε μέσα μας κάποιον δαίμονα. Κάποια ανησυχία, κάποια λαχτάρα που έρχεται από τα έγκατα της ψυχής μας, γιατί μόνον στα έγκατα της ψυχής υπάρχει αυτός ο δαίμων. Έτσι εξηγείται το ξάφνιασμα και το σκίρτημά μας από το έργο της τέχνης.
Και ο φιλόσοφος και ο καλλιτέχνης ζητούν να δώσουν ένα σύνολο, ένα όλον. Ο φιλόσοφος θέλει να ζώσει τον κόσμο με την σκέψη του, ο καλλιτέχνης θέλει να δώσει μορφή σε ορισμένα κίνητρα της ψυχής του. Ο φιλόσοφος όμως δεν φθάνει ποτέ στον τελικό σκοπό· είναι ένας οδοιπόρος, που βλέπει καθαρά τον σκοπό του, αλλά όσο προχωρεί προς αυτόν· τόσον αυτός απομακρύνεται. Ο φιλόσοφος αγωνίζεται να δώσει ένα σύστημα σκέψεων και στοχασμών, όπου να ερμηνεύονται όλα όσα υπάρχουν.
Το σύστημα τούτο, όσο τέλειο κι’ αν είναι, παραμένει πάντοτε ένα μεγαλόπνοο απόσπασμα ή καλύτερα ένα σχέδιο που στηρίζεται στην λογική αλλά και στην φαντασία. Ο καλλιτέχνης ολοκληρώνει το έργο του ή μάλλον τα έργα του. Κάθε έργο που τελειώνει το αφήνει πίσω του για ν’ αρχίσει ένα άλλο. Το καθένα όμως είναι χωριστή ύπαρξη, έχει αυτοτέλεια, είναι μια εντελέχεια. Όσο τέλειο όμως κι’ αν είναι το συγκεκριμένο καλλιτέχνημα, γίνεται αφορμή στον δημιουργό του για να δημιουργήσει άλλο καινούργιο. Θα έλεγε κανείς ότι το τελειωμένο έργο προκαλεί τον δημιουργό του να το ξεπεράσει.
Εκτός από την ριζική διαφορά που χωρίζει την τέχνη από την φιλοσοφία, και η οποία προέρχεται από το ότι η μεν τέχνη έχει ως κυρία πηγή της την φαντασία, η δε φιλοσοφία την νόηση, υπάρχουν ορισμένα κοινά γνωρίσματα μεταξύ της τέχνης και της φιλοσοφίας. Το πρώτο κοινό γνώρισμα αναφέρεται στον τρόπο της δημιουργίας και του καλλιτεχνήματος και του φιλοσοφήματος. Η φιλοσοφία εφ’ όσον γίνεται έργο, δηλαδή φιλοσόφημα, σύστημα λόγου, αποχωρίζεται από την πηγή της, για να σταθεί ως αντικειμενικό σύνολο, ως σύστημα νοημάτων.
Όπως το καλλιτέχνημα το έχομε ως κάτι συγκεκριμένο ενώπιον μας, έτσι και το φιλοσόφημα είναι ένα αντικειμενικό σύνολο νοημάτων. Και όπως το καλλιτέχνημα ήλθε εις φως από μια πρώτη ενόραση το δημιουργό του, έτσι και το φιλοσόφημα είναι η αντικειμενική μορφή μιας εσωτερικής θέας, η οποία ποτέ δεν εξαντλείται με την λογική.
Η προβολή του έργου, του δημιουργήματος, και στην τέχνη και στην φιλοσοφία γίνεται κατά τον ίδιο τρόπο, δηλαδή εξαίφνης, έξαφνα και ο καλλιτέχνης και ο φιλόσοφος συλλαμβάνει τον πυρήνα του έργου του. Στον καλλιτέχνη η πρώτη σύλληψη είναι ένα σχέδιο, στον φιλόσοφο είναι ένα σχήμα, μια αφαίρεση λογική. Από τον πυρήνα προχωρούν τώρα και οι δυο στο όλον. Η επεξεργασία του όλου απαιτεί συστηματικό μόχθο. Ως προς την σύλληψη του πυρίνος μόνον ισχύει η έμπνευση, η φώτιση, το εξαίφνης, και για το καλλιτέχνημα και για το φιλοσόφημα.
Από εκεί και πέρα αρχίζει η συστηματική επεξεργασία. Το ίδιο ισχύει και για το διάστημα πριν από την στιγμή του εξαίφνης. Το εξαίφνης είναι μια θεία στιγμή, μια καλή ώρα, είναι ό καιρός. Τότε γίνεται έξαφνα η σύλληψη του καλλιτεχνήματος και του φιλοσοφήματος. Πριν από την σύλληψη και μετά την σύλληψη υπάρχει και για τον καλλιτέχνη και για τον φιλόσοφο ο μόχθος. Δίχως μόχθο δεν υπάρχει ούτε τέχνη ούτε φιλοσοφία. Αλλά ούτε και δίχως αυτήν την μεγάλη ώρα υπάρχει τέχνη και η φιλοσοφία.
Η γνώμη συνεπώς ότι η τέχνη είναι μόνον έμπνευση δεν ευσταθεί και διαψεύδεται από τα πράγματα. «Όσο μεγαλύτερο τάλαντο έχει κανείς, τόσο περισσότερο είναι υποχρεωμένος να δουλεύει» λέγει ο Γκαίτε, για να φθάσει στον σκοπό του. Ούτε η φιλοσοφία είναι μόνον λογικός μόχθος, αλλά είναι και ενόραση ή φιλοσοφική φαντασία.
Ο παραλληλισμός όμως αυτός του καλλιτεχνήματος και του φιλοσοφήματος δεν είναι απόλυτος, αλλά σχετικός, δηλαδή ισχύει μόνον ως ένα σημείο. Το φιλοσόφημα διαφέρει κατά τούτο από το έργο της τέχνης, ότι δεν αποπερατώνεται ποτέ, ενώ το έργο της τέχνης αποπερατώνεται. Η φιλοσοφική σκέψη κατά βάθος ανοίγει ερωτήματα, προβλήματα, θέλει να αφυπνίσει τον &άνθρωπο από τον λήθαργο της άγνοιας. Όταν μελετούμε ένα φιλοσοφικό έργο, ο νους μας δεν αναπαύεται, αλλά παρακινείται να συλλάβει το είναι του, την ενέργειά του μέσω των νοημάτων που περιέχονται στο φιλοσοφικό έργο.
Αντίθετα, όταν ο νους μας θεάζεται ένα έργο τέχνης, αναπαύεται μέσα σ’ αυτό, δεν αισθάνεται την ανάγκη να προχωρήσει πέρα απ’ αυτό. Η θέα αυτή μας χαρίζει μια γαλήνη επιφανείας και βάθους συνάμα, ενώ η φιλοσοφική σκέψη στην ουσία της είναι πάντα ανήσυχη, προχωρεί ακατάπαυστα από το ένα σημεία στο άλλο, μεταβάλλει πάντοτε το απόκτημα σε ερώτημα και έτσι κινείται συνεχώς.
Το δεύτερο κοινό γνώρισμα της τέχνης και της φιλοσοφίας ή μάλλον του καλλιτεχνήματος και του φιλοσοφήματος είναι ότι και το καλλιτέχνημα και το φιλοσόφημα είναι μοναδικά και ανεπανάληπτα. Ένα έργο τέχνης, π.χ. μια τραγωδία του Σοφοκλέους, όπως και ένα φιλοσόφημα, π.χ. το φιλοσόφημα του Ηρακλείτου, είναι κάτι το ανεπανάληπτο και μοναδικό. Την θέση τους μέσα στον κόσμο του πνεύματος δεν μπορεί να την πάρει κανένα άλλο έργο, δεν μπορούν ν’ αντικατασταθούν από κανένα άλλο έργο, δηλαδή η αξία τους είναι απόλυτη.
Και ο ίδιος ο καλλιτέχνης δεν μπορεί να άρει την αξία ενός έργου του με την δημιουργία ενός άλλου έργου. Ούτε ο ίδιος ο φιλόσοφος μπορεί να άρει την αξία ενός έργου του με την δημιουργία ενός άλλου έργου. Η αξία που έχει το Τρίτο Κοντσέρτο του Beethoven δεν αίρεται με την αξία που έχει το Τέταρτο Κοντσέρτο όσο κι αν το Τέταρτο θεωρείται πληρέστερο από το Τρίτο, δηλαδή το Τρίτο έχει αξία καθ’ εαυτό, αποτελεί πλήρωμα, είναι απόλυτο.
Το αυτό ισχύει και για τα έργα της φιλοσοφίας. Ο Φαίδρος π.χ. του Πλάτωνος δεν άρει την φιλοσοφική αξία του Συμποσίου, όσο κι αν θεωρείται ότι ό Φαίδρος είναι έργο συνθετότερο και βαθύτερο, δηλαδή το Συμπόσιον κρατάει οπωσδήποτε την θέση του, είναι απόλυτο.
Το γεγονός τούτο, ότι το καλλιτέχνημα και το φιλοσόφημα είναι μοναδικά και αναντικατάστατα μας οδηγεί σ’ ένα τρίτο κοινό γνώρισμα της φιλοσοφίας και της τέχνης. Το τρίτο τούτο κοινό γνώρισμα είναι ότι ούτε στην τέχνη ούτε στην φιλοσοφία εφαρμόζεται η έννοια της προόδου. Η έννοια της προόδου σημαίνει ότι μέσα σε μια σειρά έργων του ανθρωπίνου πνεύματος τα μεταγενέστερα έργα είναι κατ’ ανάγκην ανώτερα, αξιότερα από τα προγενέστερα,
Πράγμα που σημαίνει ότι οι μεταγενέστεροι αιώνες της ιστορίας του πνεύματος κατέχουν ανώτερη θέση από τους προγενεστέρους. Σύμφωνα με αυτήν την έννοια η ρωμαϊκή τέχνη και η ρωμαϊκή φιλοσοφία θα πρέπει να είναι ανώτερες από την ελληνική τέχνη και την ελληνική φιλοσοφία. Μόνον όμως από παχυλή άγνοια των πραγμάτων θα ήταν δυνατόν να ειπωθεί παρόμοιος λόγος. Και όμως υπάρχει πρόοδος, αλλά όχι στην τέχνη και στην φιλοσοφία, υπάρχει πρόοδος στην φυσική επιστήμη και στο παράγωγό της, δηλαδή στην τεχνική.
Και εδώ όμως ισχύει η έννοια της προόδου μόνον μέσα σ’ ένα ορισμένο κύκλο πολιτισμού. Παραδείγματος χάριν μέσα στον κύκλο του νεοτέρου ευρωπαϊκού πολιτισμού κάθε μεταγενέστερο στάδιο της φυσικής επιστήμης, καθώς και της τεχνικής η οποία στηρίζεται σ’ αυτήν είναι ανώτερο απ’ το προγενέστερο. Η σημερινή φυσική επιστήμη και η τεχνική είναι ανώτερες από την φυσική επιστήμη και τεχνική των προηγουμένων γενεών.
Δεν είναι δυνατόν όμως να ισχυρισθεί κανείς το ίδιο ούτε για την τέχνη ούτε για την φιλοσοφία. Τα έργα της τέχνης και τα φιλοσοφικά συστήματα αποτελούν αυτοτελή σύνολα και έχουν καθ’ αυτά αξία. Το μεταγενέστερο στάδιο της τέχνης και της φιλοσοφίας δεν είναι κατ’ ανάγκην ανώτερο από το προγενέστερο, αλλά είναι απλώς διαφορετικό από το προγενέστερο. Ο Αριστοτέλης δεν είναι ανώτερος από τον Πλάτωνα επειδή έρχεται έπειτα από αυτόν, ούτε ο Μοzart είναι ανώτερος από τον Bach. Το κάθε έργο τέχνης και το κάθε φιλοσόφημα αποτελεί αξία καθ’ εαυτό. Εδώ τα μεταγενέστερα δεν απαξιώνουν τα προγενέστερα, ακόμη και όταν η αξία των είναι αναμφισβήτητη.
Ο λόγος του Nietzeche ότι «έχομε την γνώση για να μην χαντακωθούμε από την γνώση», έχει βαθύ νόημα και σημαίνει ότι η ζωή δίχως τέχνη χάνει την ομορφιά της. Αλλά και ο λόγος του Σωκράτους, ότι «το γνώθι αυτόν» είναι εντολή του Θεού και συνεπώς η φιλοσοφία είναι λατρεία Θεού, έχει ακόμη βαθύτερο νόημα. Δεν μπορούμε να χαρούμε την ομορφιά της ζωής δίχως την γνώση. Ο σύνθετος όμως λόγος του Εγέλου περιέχει και τα δυο.
Ο Έγελος λέγει ότι: «Και τα δύο, τέχνη και φιλοσοφία, είναι στην ουσία τους λατρεία Θεού, είναι υπηρεσία προς τον Θεό». Ό,τι δεν μπορεί να κάμει ή μια το κάνει η άλλη. Η τέχνη παριστάνει πάντοτε την ιδέα της ζωής με την μορφή, με την αισθητή εικόνα. Η τέχνη χρειάζεται πάντοτε ένα δεδομένο υλικό για να εκφράσει το πνεύμα της. Έτσι για να εκφράσει την ιδέα του ανθρώπου χρειάζεται το σώμα του ανθρώπου.
Εξ άλλου με την φιλοσοφία το πνεύμα του ανθρώπου χωρίζεται ολωσδιόλου από τα αισθητά και τις εικόνες και ζητεί να επιστρέψει στον εαυτό του, γιατί δίχως αυτόν τον χωρισμό το πνεύμα δεν φθάνει ποτέ στην αυτοσυνειδησία του. Είναι πράγματι δραματικός ο αγών τον οποίον διεξάγει το πνεύμα στην κάθε εποχή για να φθάσει σ’ αυτήν την αυτοσυνειδησία. Και επειδή καμιά εποχή δεν παραδίδει στην άλλη τον βαθμό της αυτοσυνειδησίας της, και επειδή ποτέ μια εποχή δεν αντλεί από την άλλη, την προηγούμενη, την αυτοσυνειδησία της, γι’ αυτό η φιλοσοφία αρχίζει σε κάθε εποχή από την αρχή, χωρίς όμως να αγνοεί την ιστορία της.
Και κατά βάθος η φιλοσοφία μιας εποχής είναι υποχρεωμένη από τα πράγματα ό,τι ύφανε προηγούμενη ιστορία της να το εξυφάνει και να υφάνει εξ αρχής τον δικό της ιστό. Κατά τούτο το έργο της φιλοσοφίας μοιάζει με το έργο της Πηνελόπης. Μνηστήρες της φιλοσοφίας είναι τα μικρά πνεύματα, οι μικροδαίμονες κάθε εποχής, που για να σταθούν και να προβάλουν την ασημαντότητά τους, χρειάζονται τον μανδύα της φιλοσοφίας, ενώ ο Οδυσσεύς είναι το ένα και πολύμοχθο πνεύμα του ανθρώπου που έπειτα από την περιπλάνησή του μέσα στα άπειρα πράγματα ζητεί να γυρίσει στην πατρίδα του, όπου καίει το ακοίμητο πυρ του λόγου.
Ο Αριστοτέλης, η ηθική αρετή και η ανεπάρκεια της θεωρίας
Ο Αριστοτέλης ολοκληρώνοντας το δέκατο (και τελευταίο) βιβλίο από τα «Ηθικά Νικομάχεια» καταλήγει στη διερεύνηση: «Μάλλον πρέπει να θεωρήσουμε σωστό αυτό που λέγεται, ότι στην περιοχή των πράξεων το πραγματικό τέλος δεν είναι η λεπτομερής θεωρητική ανάλυση και γνώση, αλλά πολύ περισσότερο η πραγματοποίησή τους – άρα και για την αρετή δεν είναι αρκετό το να ξέρουμε τι είναι, αλλά πρέπει να προσπαθούμε να την αποκτήσουμε και να την ασκούμε, ή, τελοσπάντων, να χρησιμοποιούμε όποιον άλλο τρόπο υπάρχει προκειμένου να γίνουμε ενάρετοι άνθρωποι» (1179b 9, 1-5).
Με άλλα λόγια, η θεωρία των φιλοσοφικών αναζητήσεων είναι οπωσδήποτε ωφέλιμη προκειμένου να γίνει κατανοητή η γνώση και η αξία της αρετής, αλλά σαφώς δεν αποτελεί εγγύηση και για την απόκτησή της: «Αν λοιπόν οι θεωρητικοί λόγοι ήταν από μόνοι τους αρκετοί για να κάνουν ενάρετους ανθρώπους, δικαιολογημένα θα κέρδιζαν πολλές και μεγάλες αμοιβές, και οι άνθρωποι θα έπρεπε οπωσδήποτε να τους εξασφαλίζουν. Η αλήθεια όμως είναι ότι οι λόγοι αυτοί μπορεί να έχουν τη δύναμη να προτρέψουν και να παρακινήσουν νέους ανθρώπους που έχουν ελευθέριο πνεύμα· μπορεί να έχουν τη δύναμη να κάνουν έναν ευγενή χαρακτήρα που είναι αληθινά ερωτευμένος με την ομορφιά να αλωθεί από την αρετή, είναι, πάντως φανερό ότι δεν έχουν τη δύναμη να προτρέψουν στην ομορφιά και στην αρετή τα μεγάλα πλήθη των ανθρώπων» (1179b 9, 5-13).
Κι εδώ επέρχεται ο ρόλος του νόμου: «γιατί οι άνθρωποι αυτοί» (εννοείται το μεγάλο πλήθος των ανθρώπων) «είναι καμωμένοι από τη φύση να υποτάσσονται όχι στην αιδώ και στην τιμή, αλλά στο φόβο, και να μένουν μακριά από τα τιποτένια πράγματα όχι γιατί αυτά φέρνουν ντροπή, αλλά γιατί επισύρουν τιμωρίες· ζώντας κατά τις επιταγές του πάθους κυνηγούν τις ηδονές που ταιριάζουν στη φύση τους και τα μέσα με τα οποία θα τις εξασφαλίσουν, και αποφεύγουν τις αντίθετες λύπες· δεν έχουν ιδέα τι είναι το ωραίο και τι το αληθινά ευχάριστο, μια και αυτά δεν τα γεύτηκαν ποτέ. Τέτοιας λογής λοιπόν ανθρώπους ποιοι θεωρητικοί λόγοι θα μπορούσαν να τους αλλάξουν και να τους διορθώσουν;» (1179b 9, 13-20).
Ο νόμος παρουσιάζεται ως το απαραίτητο συμπλήρωμα της ηθικής διδασκαλίας κι απευθύνεται πρωτίστως στους ανθρώπους που δεν την κατέχουν. Το δεδομένο της συνύπαρξης, που είναι αδύνατη χωρίς κανόνες, επιβάλλει την τήρηση της αρετής είτε οι πολίτες αισθάνονται την ανάγκη της είτε όχι. Όποιος δεν το αντιλαμβάνεται αυτό ως εσωτερική πληρότητα που θα τον οδηγήσει στην ευτυχία, θα αναγκαστεί να το εφαρμόσει από φόβο προς τις ποινές.
Θα έλεγε κανείς ότι μια πόλη που αποτελείται από πολίτες, οι οποίοι κατέχουν την ηθική αρετή κι αντλούν χαρά από την πραγμάτωσή της δε θα χρειαζότανε και νόμους. Η ποιότητα των ανθρώπων θα τους καθιστούσε περιττούς. Κάτι τέτοιο όμως είναι αδύνατο. Τα μεγάλα πλήθη των ανθρώπων είναι από τη φύση τους υποταγμένα στις κατώτερες ηδονές που απαξιώνουν το πραγματικά ωραίο. Ο νόμος οφείλει να τα συγκρατήσει. Από αυτή την άποψη, η ύπαρξη των νόμων και η πρόβλεψη των ποινών για τα παραπτώματα που θα υπονομεύσουν τη συνύπαρξη είναι η μεγαλύτερη απόδειξη της άγνοιας των περισσοτέρων σε σχέση με την ανείπωτη (θεϊκή) υπόσταση της ευτυχίας που έρχεται μέσα από την πραγμάτωση της αρετής και τη μακαριότητα των πνευματικών ενασχολήσεων.
Η αντίληψη ότι οι πολλοί καθηλώνονται στις τιποτένιες πράξεις αδυνατώντας να συλλάβουν το μεγαλείο της ανθρώπινης ολοκλήρωσης λόγω της φύσης τους, που προφανώς είναι κατώτερη, δεν αποτελεί έκπληξη. Ο Αριστοτέλης αποδέχεται τη φύση ως καθοριστικό παράγοντα της διαμόρφωσης του ανθρώπου. Αυτός είναι ο λόγος που στα «Πολιτικά» υποστηρίζει ότι οι δούλοι είναι από τη φύση τους πλασμένοι έτσι. Γι’ αυτό και η άποψη ότι οι θεωρητικοί λόγοι της ηθικής φιλοσοφίας αφορούν τους «νέους ανθρώπους που έχουν ελευθέριο πνεύμα» (1179b 9, 8-9).
Όμως, δεν είναι μόνο η φύση που καθορίζει τον άνθρωπο: «Αυτό που μας κάνει να γίνουμε ενάρετοι άνθρωποι κάποιοι νομίζουν ότι είναι η φύση, κάποιοι άλλοι ότι είναι ο εθισμός και κάποιοι τρίτοι ότι είναι η διδαχή. Το στοιχείο “φύση” είναι φανερό ότι είναι κάτι που δεν εξαρτάται από μας, αλλά υπάρχει στους αληθινά ευνοημένους από την τύχη ανθρώπους. Ο θεωρητικός, πάλι, διδακτικός λόγος φοβούμαι ότι δεν έχει τη δύναμη να επιδρά σε όλους, αλλά ότι η ψυχή του “μαθητή” πρέπει πρώτα να καλλιεργηθεί μέσω του εθισμού ώστε να αισθάνεται τη χαρά και τη λύπη με τον τρόπο που πρέπει – ακριβώς όπως το χωράφι που θα θρέψει το σπόρο. Γιατί δεν πρόκειται, θαρρώ, να ακούσει τον αποτρεπτικό λόγο, ούτε και να τον καταλάβει, ο άνθρωπος που ζει κατά τις επιταγές του πάθους. Τον άνθρωπο που βρίσκεται σ’ αυτή την κατάσταση πώς να τον πείσεις να αλλάξει;» (1179b 9, 25-34).
Το ότι η φύση δεν εξαρτάται από τον άνθρωπο δε σημαίνει και την απαλλαγή των ευθυνών του, αν παραβαίνει τους κανόνες της αρετής και (πολύ περισσότερο) του νόμου. Έχει ήδη ξεκαθαριστεί (από το πρώτο βιβλίο) ότι η αρετή δεν είναι έμφυτη αλλά σύμφυτη, πράγμα που σημαίνει ότι κάθε άνθρωπος μπορεί να την αποκτήσει με τον εθισμό και τη σωστή παιδεία. Οι αληθινά ευνοούμενοι από τη φύση είναι εκείνοι που μπορούν να απολαύσουν τις πνευματικές ηδονές και να φτάσουν στο (αξεπέραστο) ύψος της μακαριότητας, που πηγάζει από την πνευματικότητα που συνδυάζεται με την ηθική αρετή. Οι υπόλοιποι οφείλουν να γνωρίζουν τις επιταγές του νόμου και να τις ακολουθούν, αφού αλλιώς θα βρεθούν υπόλογοι αντιμετωπίζοντας ποινές.
Αυτός είναι και ο λόγος που στη διαμόρφωση του ανθρώπου (πέρα από τη φύση) προστίθενται ο εθισμός και η διδασκαλία. Από αυτά όμως, ο εθισμός φαίνεται ότι έχει τον πρώτο λόγο. Οι συνήθειες που αποκτά κανείς από την πιο παιδική ηλικία είναι το θεμέλιο της προσωπικότητάς του και λειτουργεί τόσο καθοριστικά που τείνει στο αξεπέραστο. Η διδασκαλία εμφανίζεται απολύτως εξαρτημένη από την ποιότητα του εθισμού, ή, για να ειπωθεί διαφορετικά, χωρίς την προϋπόθεση του ποιοτικού εθισμού η διδασκαλία ματαιώνεται.
Εκείνος που έχει συνηθίσει να απολαμβάνει τις ευτελείς πράξεις είναι δύσκολο (έως αδύνατο) να αλλάξει προσανατολισμό. Αυτό που μένει είναι η επιβολή του νόμου, ώστε να μην προβαίνει σε άδικες πράξεις. Η ευτέλεια των επιλογών του πρέπει να περιοριστεί στη διαμόρφωση της προσωπικής του ευτυχίας – που επίσης είναι καταδικασμένη στο ευτελές. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εμποδίζει την ευτυχία των άλλων. Ο νόμος λειτουργεί περισσότερο ως διαπαιδαγώγηση που αφορά τη συμβίωση κι όχι την αναζήτηση της βαθύτερης ευτυχίας. Αυτό είναι θέμα προσωπικό και (προφανώς) αφορά τις καλύτερες φύσεις.
Από την άλλη, ο εθισμός παρουσιάζεται αλληλένδετος με το νόμο, αφού (εν τέλει) ο νόμος θα επιφέρει τον εθισμό: «είναι δύσκολο να πάρει κανείς από τα πρώτα νεανικά του χρόνια σωστή αγωγή προς την κατεύθυνση της αρετής, αν δεν ανατραφεί κάτω από ανάλογους νόμους· γιατί για τους περισσότερους ανθρώπους, ιδίως όταν είναι νέοι, δεν είναι ευχάριστο να ζουν τη ζωή τους με σωφροσύνη και καρτερία. Γι’ αυτό και πρέπει να ορίζονται με νόμους η ανατροφή και οι ασχολίες των νέων: στην πραγματικότητα, τα πράγματα αυτά δε θα τους είναι πια δυσάρεστα, όταν θα τους έχουν γίνει μια καθημερινή συνήθεια. Όμως δεν είναι ασφαλώς αρκετό να έχουν μια σωστή ανατροφή και φροντίδα μόνο όταν είναι νέοι· τα πράγματα αυτά πρέπει να τα κάνουν –και να αποκτούν τις σχετικές συνήθειες– και όταν ανδρωθούν· χρειαζόμαστε γι’ αυτό νόμους και γι’ αυτά, και γενικά για ολόκληρη τη ζωή» (1179b 9, 37-41 και 1180a 9, 1-5).
Η παρουσία του νόμου δρα καταλυτικά στη διαμόρφωση των πολιτών σύμφωνα με τους κανόνες της αρετής. Η αποδοχή του νόμου ισοδυναμεί με εξασφάλιση της συνύπαρξης, αφού συνύπαρξη χωρίς κανόνες είναι αδύνατο να επιτευχθεί. Γι’ αυτό ο νόμος πρέπει να επιδρά στην προσωπικότητα από την πιο μικρή ηλικία και μάλιστα με τρόπο καθοριστικό κι αμετάκλητο. Γιατί διαφορετικά κινδυνεύει η αρμονία της πόλης.
Το δεδομένο ότι οι καλύτερες φύσεις είναι λίγες κι ότι η συντριπτική πλειοψηφία αδυνατεί να κατανοήσει τις διδασκαλίες της ηθικής φιλοσοφίας προκειμένου να φτάσει στην ύψιστη ευτυχία καθιστά την παρουσία του νόμου ακόμη πιο επιτακτική, αφού πρέπει να δράσει αποτρεπτικά για τους περισσότερους. Η απειλή της ποινής παρουσιάζεται ως θεμέλιο της συνοχής, καθώς το πλήθος των ανθρώπων είναι αδύνατο να κατανοήσει τα αυτονόητα: «Γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι υποτάσσονται πιο πολύ στην πίεση και στον εξαναγκασμό παρά στο λόγο, πιο πολύ στις τιμωρίες παρά στο ωραίο και το καλό» (1180a 9, 5-6).
Κι όχι μόνο αυτό: «πρέπει να ορίζουν ποινές και τιμωρίες για τους ανυπάκουους και για τους κατώτερης φύσης ανθρώπους· γι’ αυτούς, τέλος, που δε διορθώνονται με τίποτε πρέπει να προβλέπουν παντοτινή εξορία» (1180a 9, 9-12).
Για να συμπληρώσει: «ο σωστός και ενάρετος άνθρωπος, αυτός που ζει προσηλωμένος στο ωραίο και στο καλό, θα πειθαρχήσει στο λόγο, ενώ το κατώτερης ποιότητας άτομο, αυτός που κυνηγάει μόνο την ηδονή, διορθώνεται με τιμωρία που προκαλεί λύπη – όπως ακριβώς τα υποζύγια» (1180a 9, 12-14).
Η εμμονή του Αριστοτέλη στο νόμο που λειτουργεί εκφοβιστικά και ο υποτιμητικός τρόπος που παρουσιάζονται οι περισσότεροι ως ανίκανοι να καταλάβουν το βάθος της ηθικής αρετής φαίνεται να υπονομεύει τις αρχές της ελευθερίας, αφού δίνεται η εντύπωση ότι, αν οι άνθρωποι αφεθούν (πλήρως) ελεύθεροι, θα καταπατήσουν κάθε έννοια αρετής καθοδηγούμενοι από το ζωώδες των κατώτερων ηδονών. Όμως, μια τέτοια συμπεριφορά θα λειτουργούσε διασπαστικά για την πόλη, καθώς υπό αυτές τις συνθήκες δε νοείται συνύπαρξη.
Μια τέτοια προοπτική έρχεται σε αντίθεση με την πάγια θέση του Αριστοτέλη ότι η πόλη ήρθε εκ φύσεως, αφού ο άνθρωπος παρουσιάζεται ως δέσμιος των αντιφατικών επιταγών της φύσης, που από τη μια τον κάνει κατώτερο των ηθικών αρετών κι από την άλλη του επιβάλλει την υιοθέτησή τους προκειμένου να συνυπάρξει. Αν οι περισσότεροι κρίνονται ανάξιοι της αρετής και χρειάζονται την απειλή του νόμου για να υποταχθούν, τότε και η πόλη παρουσιάζεται σαν κάτι επίπλαστο, κάτι που αντιβαίνει τις ανθρώπινες ορμές που πρέπει να καταπιεστούν για την επίτευξή της. Από αυτή την άποψη, ο νόμος δε λειτουργεί απελευθερωτικά, αλλά μάλλον υποδουλώνει στο όνομα ενός υψηλότερου στόχου, ο οποίος τίθεται ως κάτι απαρέγκλιτο.
Θα έλεγε κανείς ότι περισσότερο δικαιώνονται οι σοφιστές που υποστήριζαν ότι η πόλη γεννήθηκε από ανάγκη (αλλιώς ο άνθρωπος θα κατασπαρασσόταν από τα θηρία) και λειτουργεί σε αντίθεση με την ανθρώπινη φύση, η οποία πρέπει να υποταχθεί στους νόμους παρά τη θέλησή της – άποψη την οποία ο Αριστοτέλης στα «Πολιτικά» αντιπαρήλθε υποστηρίζοντας την εκ φύσεως δημιουργία της πόλης. Η υποτίμηση των πολλών ως κάτι ανάξιο προς την ηθική αρετή παραπέμπει σ’ ένα δεσποτικό κράτος που οφείλει διαρκώς να τους εκφοβίζει.
Η εικόνα του πλήθους που δίνεται στα «Πολιτικά» ως ανώτατης αρχής της πόλης, η οποία είναι σε θέση να πάρει τις καλύτερες αποφάσεις ξεπερνώντας ακόμη και τους άριστους (άριστες φύσεις), δεν έχει καμία σχέση με την εικόνα που δίνεται στο σημείο αυτό. Η αρχή της πλειοψηφίας που τέθηκε αδιαπραγμάτευτα στα «Πολιτικά» φαίνεται να υπονομεύεται δίνοντας χώρο σε μια απολυταρχική αντίληψη που επιβάλλει τον νομοθέτη-φόβητρο, όπως αρμόζει σε ολοκληρωτικά καθεστώτα.
Ως πρότυπο ο Αριστοτέλης παρουσιάζει την ολιγαρχική Σπάρτη: «Φαίνεται, ωστόσο, ότι μόνο στην πόλη των Λακεδαιμονίων και σε κάτι λίγες ακόμη πόλεις ο νομοθέτης έλαβε πρόνοια για τα θέματα της ανατροφής και των ασχολιών των ανθρώπων· στις περισσότερες πόλεις τα θέματα αυτά είναι τελείως παραμελημένα, και ο καθένας ζει όπως του αρέσει» (1180a 9, 29-33).
Το ότι «ο καθένας ζει όπως του αρέσει» φαίνεται να τον ενοχλεί. Κι όχι μόνο αυτό: «Το καλύτερο λοιπόν είναι να υπάρχει μια δημόσια και ορθολογική για τα θέματα αυτά φροντίδα· αφού όμως η δημόσια φροντίδα έχει τελείως παραμεληθεί, θα φαινόταν σωστό να βοηθήσει ξεχωριστά ο καθένας τα παιδιά του και τους φίλους του να αποκτήσουν την αρετή: να έχει τη δύναμη, ή τουλάχιστο τη θέληση, να το κάνει. Από όσα όμως έχουμε πει προηγουμένως φαίνεται ότι αυτό θα μπορούσε να το κάνει, αν αποκτούσε τη γνώση και την ικανότητα να νομοθετεί» (1180a 9, 34-40).
Το γεγονός ότι ο γονιός πρέπει να είναι νομοθέτης για τα παιδιά του (ο Αριστοτέλης θεωρεί αυτονόητο ότι αυτή είναι δουλειά του πατέρα), θέτοντας τα όρια της ορθής συμπεριφοράς, αποτελεί και σημερινή πεποίθηση. Είναι κοινώς αποδεκτό ότι το παιδί χρειάζεται κανόνες για να κατευθυνθεί προς την αρετή. Το ζήτημα είναι ότι για τον Αριστοτέλη ο νομοθέτης πρέπει να είναι άνθρωπος με μεγάλη εμπειρία, αφού αλλιώς δε θα μπορέσει να αντεπεξέλθει στο έργο του. Όπως ο γιατρός πρέπει να είναι κάποιος ειδικός με βαθειά πείρα στις ασθένειες, έτσι και ο νομοθέτης πρέπει να προέρχεται από το χώρο της πολιτικής, ώστε να γνωρίζει καλά τις ανάγκες της πόλης και τον τρόπο που θα καλυφθούν.
Η προτροπή κάθε γονιού να γίνει νομοθέτης σε συνδυασμό με την απαξιωτική εικόνα του μέσου ανθρώπου, ο οποίος θέλει φόβο για να πειθαρχήσει, καθιστά σαφές ότι εδώ δεν πρόκειται για προτροπή προς τους γονείς, αλλά για καταγγελία της κρατικής ανεπάρκειας, που δε θεσπίζει συγκεκριμένους νόμους για την ανατροφή των παιδιών (όπως στη Σπάρτη) αφήνοντας ελεύθερο κάθε ανάξιο να παριστάνει το νομοθέτη για το παιδί του. Οι γονείς κρίνονται προφανώς ακατάλληλοι να ορίσουν τις αξίες που πρέπει να δώσουν στα παιδιά τους, καθιστώντας απαραίτητη την κρατική παρέμβαση.
Η αριστοτελική αντίληψη της υπευθυνότητας και του κύρους των πολιτών, που τους καθιστά ικανούς κριτές των δραματικών αγώνων χωρίς τη βοήθεια των ειδικών επαϊόντων (άποψη που εξόργιζε τον Πλάτωνα), όπως χαράζεται στα «Πολιτικά», φαίνεται να υπονομεύεται πλήρως παρουσιάζοντας ανθρώπους που δεν είναι ικανοί ούτε να αναθρέψουν τα παιδιά τους. Η αντιφατικότητα αυτή έχει επιφέρει και τη διχογνωμία των μελετητών, καθώς άλλοι τον παρουσιάζουν με δημοκρατικές κι άλλοι με ολιγαρχικές αντιλήψεις. Για πολλούς η παρέμβαση του νομοθέτη στο πώς θα αναθρέψει κανείς τα παιδιά του δεν μπορεί παρά να σηματοδοτεί το ανελεύθερο.
Το βέβαιο είναι ότι ο Αριστοτέλης έχει προτείνει και στα «Πολιτικά» τη Σπάρτη ως παράδειγμα προς μίμηση σε σχέση με την οργάνωση και το δημόσιο–ενιαίο χαρακτήρα της παιδείας. Από τη στιγμή που η παιδεία τίθεται ως κύριος μηχανισμός στη διάπλαση των νέων δεν μπορεί παρά να είναι θέμα πολιτικό, δηλαδή να άπτεται νομοθετικής ρύθμισης για τη λειτουργία της απευθυνόμενη σε όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες – άποψη που εν πολλοίς κυριαρχεί και σήμερα.
Ο Αριστοτέλης είχε προτείνει το εκπαιδευτικό σύστημα της Σπάρτης όχι για το στρατοκρατικό χαρακτήρα του, αλλά για τον τρόπο που λειτουργούσε. Η πρότασή του στους Αθηναίους δεν αφορούσε την προτροπή προς τις στρατιωτικές ασχολίες, αλλά τη λογική της καθιέρωσης ενός εκπαιδευτικού συστήματος που θα είναι ίδιο για όλους και που (φυσικά) το περιεχόμενό του θα διαμορφωνόταν από εκείνα τα μαθήματα που θα έκριναν οι Αθηναίοι ως κατάλληλα για τα παιδιά τους. Εξάλλου, η εμμονή προς τη στρατιωτική εκπαίδευση (όπως και κάθε εμμονή) δε θα μπορούσε να βρει σύμφωνο το μεγάλο δάσκαλο της μεσότητας.
Το ενιαίο της εκπαίδευσης σηματοδοτεί το πλαίσιο της λειτουργίας της πόλης ως συνθήκη συμβιωτική, η οποία οριοθετείται από τα κοινά ιδανικά που θα διαπλάσουν τους νέους. Η ίδια οπτική φαίνεται να επαναλαμβάνεται και στο ζήτημα της ανατροφής των παιδιών, αφού η ανατροφή και η διαπαιδαγώγηση είναι έννοιες σχεδόν αξεδιάλυτα συνυφασμένες. Η παρέμβαση του νομοθέτη, με τη σημασία του πεπειραμένου ειδικού, δεν αφορά το ανελεύθερο του γονιού να μεγαλώσει το παιδί του, αλλά την ύψιστη σημασία της ανατροφής που παίρνει πολιτικές διαστάσεις.
Αν μεταφέρουμε το πλαίσιο της ανατροφής στα σύγχρονα δεδομένα, είναι αδύνατο να παραβλεφθεί η τεράστια σημασία που δίνεται στο θέμα (απολύτως δικαιολογημένα) με την ολοένα μεγαλύτερη επίδραση των ειδικών (παιδαγωγών, παιδοψυχολόγων κλπ) για τη σωστή προσέγγιση του παιδιού. Οι γονείς καταφεύγουν σε ειδικούς όλο και περισσότερο, προκειμένου να ανταποκριθούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στο ρόλο τους. Υπάρχουν συμβουλευτικές παιδαγωγικού περιεχομένου που αφορούν ακόμη και την περίοδο της εγκυμοσύνης. Από αυτή την άποψη, η παρέμβαση των πεπειραμένων ειδικών γίνεται όλο κι εντονότερη και είναι σαφές ότι στο μέλλον θα γίνει ακόμη πιο καθοριστική.
Ο Αριστοτέλης μην μπορώντας να αποδώσει τις σύγχρονες διαστάσεις στο ζήτημα (μια τέτοια απαίτηση θα ήταν απολύτως παράλογη) αντιλαμβάνεται τη σημασία του ειδικού και προτείνει το νομοθέτη, καθώς δε γνωρίζει κάποιον άλλο που θα μπορούσε να του αποδοθεί ο ρόλος. Με άλλα λόγια, αφού το ζήτημα κρίνεται υψίστης σημασίας κι αφού δεν υπάρχει κάποια επιστήμη για να το αναλάβει, η παρέμβαση της πολιτείας κρίνεται ως καταλληλότερη.
Από αυτή την άποψη, ο νόμος δεν έχει να κάνει με το ανελεύθερο της επιβολής για το πώς θα μεγαλώσει κανείς τα παιδιά του (αν και εν τέλει αυτό συμβαίνει), αλλά με την έλλειψη πρότασης για κάτι καλύτερο. Όσο καταπιέζεται ο γονιός από τον ειδικό που θα τον συμβουλέψει για τα παιδιά του, με τον ίδιο τρόπο γίνεται αντιληπτή και η καταπίεση του νομοθέτη για το ίδιο θέμα.
Η ουσιώδης διαφορά της επιλογής (ο νόμος δεν αφήνει περιθώρια επιλογής, ενώ σήμερα απευθύνεται κάποιος στον ειδικό αν θέλει) έχει να κάνει και με την ουσιώδη αλλαγή των καιρών, καθώς σήμερα η ενημέρωση που υπάρχει κάνει το γονιό όλο και περισσότερο δεκτικό στο να αποταθεί στον ειδικό για το καλό του παιδιού του. Η εξέλιξη καθιστά με σαφήνεια την αναγκαιότητα πραγμάτων που στο παρελθόν ήταν άγνωστα. Η επιλογή σχετίζεται άμεσα με τις επιταγές των καιρών, αφού επιλέγει κανείς με τη θέλησή του σύμφωνα με τις δυνατότητες που του δίνει το περιβάλλον του.
Κι αυτή είναι η έννοια της προόδου: η ποιοτική αναβάθμιση της ζωής των πολιτών που θα τους κάνει να επιλέγουν το καλύτερο καθιστώντας την παρέμβαση του νομοθέτη περιττή. Εξάλλου, και σήμερα, αν υπάρξουν γονείς που αποδεδειγμένα έχουν κριθεί ακατάλληλοι για να μεγαλώσουν τα παιδιά τους, ο νομοθέτης παρεμβαίνει και τους τα παίρνει αναθέτοντας την ανατροφή τους στο κράτος.
Κι εδώ, βέβαια, δεν υποδεικνύεται ότι οι Αθηναίοι ήταν ανάξιοι να μεγαλώσουν τα παιδιά τους, αλλά ότι ακόμη και σήμερα η παρέμβαση του νομοθέτη σε θέματα ανατροφής παιδιών δε θεωρείται κάτι κατακριτέο. Το ότι δεν είναι τόσο έντονη, όσο την επιζητά ο Αριστοτέλης, δεν έχει να κάνει με το ανελεύθερο της ασύδοτης κρατικής παρέμβασης, αλλά με την απόσταση των εποχών. Προφανώς, αν ο Αριστοτέλης ζούσε σήμερα, δε θα επικαλούταν το νομοθέτη για την ανατροφή των παιδιών, αλλά τη βοήθεια των ειδικών επιστημόνων. Η εξαγωγή συμπερασμάτων και η απόδοση χαρακτηρισμών (απολυταρχικός, ολοκληρωτικός κλπ) χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η χαοτική χρονική απόσταση που δρα και σκέφτεται ο Αριστοτέλης αποτελεί αναχρονισμό και προχειρότητα.
Όσο για το ζήτημα της απαξίωσης των πολιτών που παρουσιάζονται ως κατώτεροι των περιστάσεων και χρειάζονται τον εκφοβισμό του νόμου, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Αριστοτέλης ζει στην Αθήνα της παρακμής, του πολιτικού καιροσκοπισμού, του λαϊκισμού και της ασυδοσίας. Αυτός είναι και ο λόγος που (και) στα «Πολιτικά» κατατάσσει τη δημοκρατία στα στρεβλά πολιτεύματα.
Η απογοήτευσή του δεν είναι αδικαιολόγητη. Μπροστά σε τέτοιες περιστάσεις το πρόταγμα του νόμου είναι λογικό να τεθεί με τον πιο έντονο τρόπο. Ο υπερβολικός κι άκομψος τρόπος που τον επικαλείται δεν αφορά την προτροπή προς ένα ολοκληρωτικό καθεστώς, αλλά τη σφοδρότητα της αναγγελίας του αδιεξόδου. Μην ξεχνάμε ότι και η δημοκρατία χρειάζεται νόμους. Και η δημοκρατία προβλέπει ποινές. Και η δημοκρατία επιδιώκει τη διατήρηση της τάξης.
Και σ’ αυτό αποβλέπει ο Αριστοτέλης, όταν υψώνει τους τόνους. Μια διαφορετική εκδοχή θα τον έφερνε σε τέτοια αντίθεση με τις απόψεις του στα «Πολιτικά», που θα τον καθιστούσε ακατανόητο. Εξάλλου, η εκδοχή της πλήρους υποτίμησης των πολιτών, ώστε να πρέπει να καταπιεστούν προκειμένου να μη διαλυθεί η πόλη, είναι εκ διαμέτρου αντίθετη με την ανυποχώρητη θέση του ότι η πόλη είναι από τη φύση. Είναι παράλογο να ερμηνεύεται ο Αριστοτέλης σαν να επρόκειτο να δικαιώσει τους σοφιστές. Είναι παράλογο να αποδίδεται ο χαρακτηρισμός του απολυταρχικού στο φιλόσοφο που δίδαξε το μέτρο. Γιατί η απολυταρχία είναι η υπερβολή που οδηγεί στο ανελεύθερο, όπως και η ασυδοσία της δημοκρατίας την οποία βιώνει είναι εξίσου υπερβολή (τυραννία του όχλου) που οδηγεί επίσης στο ανελεύθερο, όπως έχει καταδείξει με σαφήνεια στα «Πολιτικά».
Την αναζήτηση του μέτρου επιδιώκει για άλλη μια φορά ο Αριστοτέλης κι αυτήν επικαλείται, όταν θέλει το νόμο αυστηρό, προκειμένου να φέρει τις ισορροπίες στο ασύδοτο που βλέπει. Η αστοχία κάποιων εκφράσεων ή το ότι ενδεχομένως παρασύρθηκε από τη ροή του ίδιου του λόγου (ή των συναισθημάτων του) σε ένα έργο που έτσι κι αλλιώς δεν αποτελεί ολοκληρωμένη-επιμελημένη προσπάθεια, ώστε να εκδοθεί, αλλά αφορά τις προσωπικές του σημειώσεις (συνθήκες που καθιστούν κάποιον λιγότερο προσεκτικό) είναι φανερό ότι δεν πρέπει να οδηγεί σε εσφαλμένα συμπεράσματα υπονομεύοντας την κατεύθυνση της πολιτικής του σκέψης, που (έτσι κι αλλιώς) είναι ξεκάθαρη. Είναι σαν να βλέπει κανείς το δέντρο και να χάνει το δάσος…
Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια
Με άλλα λόγια, η θεωρία των φιλοσοφικών αναζητήσεων είναι οπωσδήποτε ωφέλιμη προκειμένου να γίνει κατανοητή η γνώση και η αξία της αρετής, αλλά σαφώς δεν αποτελεί εγγύηση και για την απόκτησή της: «Αν λοιπόν οι θεωρητικοί λόγοι ήταν από μόνοι τους αρκετοί για να κάνουν ενάρετους ανθρώπους, δικαιολογημένα θα κέρδιζαν πολλές και μεγάλες αμοιβές, και οι άνθρωποι θα έπρεπε οπωσδήποτε να τους εξασφαλίζουν. Η αλήθεια όμως είναι ότι οι λόγοι αυτοί μπορεί να έχουν τη δύναμη να προτρέψουν και να παρακινήσουν νέους ανθρώπους που έχουν ελευθέριο πνεύμα· μπορεί να έχουν τη δύναμη να κάνουν έναν ευγενή χαρακτήρα που είναι αληθινά ερωτευμένος με την ομορφιά να αλωθεί από την αρετή, είναι, πάντως φανερό ότι δεν έχουν τη δύναμη να προτρέψουν στην ομορφιά και στην αρετή τα μεγάλα πλήθη των ανθρώπων» (1179b 9, 5-13).
Κι εδώ επέρχεται ο ρόλος του νόμου: «γιατί οι άνθρωποι αυτοί» (εννοείται το μεγάλο πλήθος των ανθρώπων) «είναι καμωμένοι από τη φύση να υποτάσσονται όχι στην αιδώ και στην τιμή, αλλά στο φόβο, και να μένουν μακριά από τα τιποτένια πράγματα όχι γιατί αυτά φέρνουν ντροπή, αλλά γιατί επισύρουν τιμωρίες· ζώντας κατά τις επιταγές του πάθους κυνηγούν τις ηδονές που ταιριάζουν στη φύση τους και τα μέσα με τα οποία θα τις εξασφαλίσουν, και αποφεύγουν τις αντίθετες λύπες· δεν έχουν ιδέα τι είναι το ωραίο και τι το αληθινά ευχάριστο, μια και αυτά δεν τα γεύτηκαν ποτέ. Τέτοιας λογής λοιπόν ανθρώπους ποιοι θεωρητικοί λόγοι θα μπορούσαν να τους αλλάξουν και να τους διορθώσουν;» (1179b 9, 13-20).
Ο νόμος παρουσιάζεται ως το απαραίτητο συμπλήρωμα της ηθικής διδασκαλίας κι απευθύνεται πρωτίστως στους ανθρώπους που δεν την κατέχουν. Το δεδομένο της συνύπαρξης, που είναι αδύνατη χωρίς κανόνες, επιβάλλει την τήρηση της αρετής είτε οι πολίτες αισθάνονται την ανάγκη της είτε όχι. Όποιος δεν το αντιλαμβάνεται αυτό ως εσωτερική πληρότητα που θα τον οδηγήσει στην ευτυχία, θα αναγκαστεί να το εφαρμόσει από φόβο προς τις ποινές.
Θα έλεγε κανείς ότι μια πόλη που αποτελείται από πολίτες, οι οποίοι κατέχουν την ηθική αρετή κι αντλούν χαρά από την πραγμάτωσή της δε θα χρειαζότανε και νόμους. Η ποιότητα των ανθρώπων θα τους καθιστούσε περιττούς. Κάτι τέτοιο όμως είναι αδύνατο. Τα μεγάλα πλήθη των ανθρώπων είναι από τη φύση τους υποταγμένα στις κατώτερες ηδονές που απαξιώνουν το πραγματικά ωραίο. Ο νόμος οφείλει να τα συγκρατήσει. Από αυτή την άποψη, η ύπαρξη των νόμων και η πρόβλεψη των ποινών για τα παραπτώματα που θα υπονομεύσουν τη συνύπαρξη είναι η μεγαλύτερη απόδειξη της άγνοιας των περισσοτέρων σε σχέση με την ανείπωτη (θεϊκή) υπόσταση της ευτυχίας που έρχεται μέσα από την πραγμάτωση της αρετής και τη μακαριότητα των πνευματικών ενασχολήσεων.
Η αντίληψη ότι οι πολλοί καθηλώνονται στις τιποτένιες πράξεις αδυνατώντας να συλλάβουν το μεγαλείο της ανθρώπινης ολοκλήρωσης λόγω της φύσης τους, που προφανώς είναι κατώτερη, δεν αποτελεί έκπληξη. Ο Αριστοτέλης αποδέχεται τη φύση ως καθοριστικό παράγοντα της διαμόρφωσης του ανθρώπου. Αυτός είναι ο λόγος που στα «Πολιτικά» υποστηρίζει ότι οι δούλοι είναι από τη φύση τους πλασμένοι έτσι. Γι’ αυτό και η άποψη ότι οι θεωρητικοί λόγοι της ηθικής φιλοσοφίας αφορούν τους «νέους ανθρώπους που έχουν ελευθέριο πνεύμα» (1179b 9, 8-9).
Όμως, δεν είναι μόνο η φύση που καθορίζει τον άνθρωπο: «Αυτό που μας κάνει να γίνουμε ενάρετοι άνθρωποι κάποιοι νομίζουν ότι είναι η φύση, κάποιοι άλλοι ότι είναι ο εθισμός και κάποιοι τρίτοι ότι είναι η διδαχή. Το στοιχείο “φύση” είναι φανερό ότι είναι κάτι που δεν εξαρτάται από μας, αλλά υπάρχει στους αληθινά ευνοημένους από την τύχη ανθρώπους. Ο θεωρητικός, πάλι, διδακτικός λόγος φοβούμαι ότι δεν έχει τη δύναμη να επιδρά σε όλους, αλλά ότι η ψυχή του “μαθητή” πρέπει πρώτα να καλλιεργηθεί μέσω του εθισμού ώστε να αισθάνεται τη χαρά και τη λύπη με τον τρόπο που πρέπει – ακριβώς όπως το χωράφι που θα θρέψει το σπόρο. Γιατί δεν πρόκειται, θαρρώ, να ακούσει τον αποτρεπτικό λόγο, ούτε και να τον καταλάβει, ο άνθρωπος που ζει κατά τις επιταγές του πάθους. Τον άνθρωπο που βρίσκεται σ’ αυτή την κατάσταση πώς να τον πείσεις να αλλάξει;» (1179b 9, 25-34).
Το ότι η φύση δεν εξαρτάται από τον άνθρωπο δε σημαίνει και την απαλλαγή των ευθυνών του, αν παραβαίνει τους κανόνες της αρετής και (πολύ περισσότερο) του νόμου. Έχει ήδη ξεκαθαριστεί (από το πρώτο βιβλίο) ότι η αρετή δεν είναι έμφυτη αλλά σύμφυτη, πράγμα που σημαίνει ότι κάθε άνθρωπος μπορεί να την αποκτήσει με τον εθισμό και τη σωστή παιδεία. Οι αληθινά ευνοούμενοι από τη φύση είναι εκείνοι που μπορούν να απολαύσουν τις πνευματικές ηδονές και να φτάσουν στο (αξεπέραστο) ύψος της μακαριότητας, που πηγάζει από την πνευματικότητα που συνδυάζεται με την ηθική αρετή. Οι υπόλοιποι οφείλουν να γνωρίζουν τις επιταγές του νόμου και να τις ακολουθούν, αφού αλλιώς θα βρεθούν υπόλογοι αντιμετωπίζοντας ποινές.
Αυτός είναι και ο λόγος που στη διαμόρφωση του ανθρώπου (πέρα από τη φύση) προστίθενται ο εθισμός και η διδασκαλία. Από αυτά όμως, ο εθισμός φαίνεται ότι έχει τον πρώτο λόγο. Οι συνήθειες που αποκτά κανείς από την πιο παιδική ηλικία είναι το θεμέλιο της προσωπικότητάς του και λειτουργεί τόσο καθοριστικά που τείνει στο αξεπέραστο. Η διδασκαλία εμφανίζεται απολύτως εξαρτημένη από την ποιότητα του εθισμού, ή, για να ειπωθεί διαφορετικά, χωρίς την προϋπόθεση του ποιοτικού εθισμού η διδασκαλία ματαιώνεται.
Εκείνος που έχει συνηθίσει να απολαμβάνει τις ευτελείς πράξεις είναι δύσκολο (έως αδύνατο) να αλλάξει προσανατολισμό. Αυτό που μένει είναι η επιβολή του νόμου, ώστε να μην προβαίνει σε άδικες πράξεις. Η ευτέλεια των επιλογών του πρέπει να περιοριστεί στη διαμόρφωση της προσωπικής του ευτυχίας – που επίσης είναι καταδικασμένη στο ευτελές. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εμποδίζει την ευτυχία των άλλων. Ο νόμος λειτουργεί περισσότερο ως διαπαιδαγώγηση που αφορά τη συμβίωση κι όχι την αναζήτηση της βαθύτερης ευτυχίας. Αυτό είναι θέμα προσωπικό και (προφανώς) αφορά τις καλύτερες φύσεις.
Από την άλλη, ο εθισμός παρουσιάζεται αλληλένδετος με το νόμο, αφού (εν τέλει) ο νόμος θα επιφέρει τον εθισμό: «είναι δύσκολο να πάρει κανείς από τα πρώτα νεανικά του χρόνια σωστή αγωγή προς την κατεύθυνση της αρετής, αν δεν ανατραφεί κάτω από ανάλογους νόμους· γιατί για τους περισσότερους ανθρώπους, ιδίως όταν είναι νέοι, δεν είναι ευχάριστο να ζουν τη ζωή τους με σωφροσύνη και καρτερία. Γι’ αυτό και πρέπει να ορίζονται με νόμους η ανατροφή και οι ασχολίες των νέων: στην πραγματικότητα, τα πράγματα αυτά δε θα τους είναι πια δυσάρεστα, όταν θα τους έχουν γίνει μια καθημερινή συνήθεια. Όμως δεν είναι ασφαλώς αρκετό να έχουν μια σωστή ανατροφή και φροντίδα μόνο όταν είναι νέοι· τα πράγματα αυτά πρέπει να τα κάνουν –και να αποκτούν τις σχετικές συνήθειες– και όταν ανδρωθούν· χρειαζόμαστε γι’ αυτό νόμους και γι’ αυτά, και γενικά για ολόκληρη τη ζωή» (1179b 9, 37-41 και 1180a 9, 1-5).
Η παρουσία του νόμου δρα καταλυτικά στη διαμόρφωση των πολιτών σύμφωνα με τους κανόνες της αρετής. Η αποδοχή του νόμου ισοδυναμεί με εξασφάλιση της συνύπαρξης, αφού συνύπαρξη χωρίς κανόνες είναι αδύνατο να επιτευχθεί. Γι’ αυτό ο νόμος πρέπει να επιδρά στην προσωπικότητα από την πιο μικρή ηλικία και μάλιστα με τρόπο καθοριστικό κι αμετάκλητο. Γιατί διαφορετικά κινδυνεύει η αρμονία της πόλης.
Το δεδομένο ότι οι καλύτερες φύσεις είναι λίγες κι ότι η συντριπτική πλειοψηφία αδυνατεί να κατανοήσει τις διδασκαλίες της ηθικής φιλοσοφίας προκειμένου να φτάσει στην ύψιστη ευτυχία καθιστά την παρουσία του νόμου ακόμη πιο επιτακτική, αφού πρέπει να δράσει αποτρεπτικά για τους περισσότερους. Η απειλή της ποινής παρουσιάζεται ως θεμέλιο της συνοχής, καθώς το πλήθος των ανθρώπων είναι αδύνατο να κατανοήσει τα αυτονόητα: «Γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι υποτάσσονται πιο πολύ στην πίεση και στον εξαναγκασμό παρά στο λόγο, πιο πολύ στις τιμωρίες παρά στο ωραίο και το καλό» (1180a 9, 5-6).
Κι όχι μόνο αυτό: «πρέπει να ορίζουν ποινές και τιμωρίες για τους ανυπάκουους και για τους κατώτερης φύσης ανθρώπους· γι’ αυτούς, τέλος, που δε διορθώνονται με τίποτε πρέπει να προβλέπουν παντοτινή εξορία» (1180a 9, 9-12).
Για να συμπληρώσει: «ο σωστός και ενάρετος άνθρωπος, αυτός που ζει προσηλωμένος στο ωραίο και στο καλό, θα πειθαρχήσει στο λόγο, ενώ το κατώτερης ποιότητας άτομο, αυτός που κυνηγάει μόνο την ηδονή, διορθώνεται με τιμωρία που προκαλεί λύπη – όπως ακριβώς τα υποζύγια» (1180a 9, 12-14).
Η εμμονή του Αριστοτέλη στο νόμο που λειτουργεί εκφοβιστικά και ο υποτιμητικός τρόπος που παρουσιάζονται οι περισσότεροι ως ανίκανοι να καταλάβουν το βάθος της ηθικής αρετής φαίνεται να υπονομεύει τις αρχές της ελευθερίας, αφού δίνεται η εντύπωση ότι, αν οι άνθρωποι αφεθούν (πλήρως) ελεύθεροι, θα καταπατήσουν κάθε έννοια αρετής καθοδηγούμενοι από το ζωώδες των κατώτερων ηδονών. Όμως, μια τέτοια συμπεριφορά θα λειτουργούσε διασπαστικά για την πόλη, καθώς υπό αυτές τις συνθήκες δε νοείται συνύπαρξη.
Μια τέτοια προοπτική έρχεται σε αντίθεση με την πάγια θέση του Αριστοτέλη ότι η πόλη ήρθε εκ φύσεως, αφού ο άνθρωπος παρουσιάζεται ως δέσμιος των αντιφατικών επιταγών της φύσης, που από τη μια τον κάνει κατώτερο των ηθικών αρετών κι από την άλλη του επιβάλλει την υιοθέτησή τους προκειμένου να συνυπάρξει. Αν οι περισσότεροι κρίνονται ανάξιοι της αρετής και χρειάζονται την απειλή του νόμου για να υποταχθούν, τότε και η πόλη παρουσιάζεται σαν κάτι επίπλαστο, κάτι που αντιβαίνει τις ανθρώπινες ορμές που πρέπει να καταπιεστούν για την επίτευξή της. Από αυτή την άποψη, ο νόμος δε λειτουργεί απελευθερωτικά, αλλά μάλλον υποδουλώνει στο όνομα ενός υψηλότερου στόχου, ο οποίος τίθεται ως κάτι απαρέγκλιτο.
Θα έλεγε κανείς ότι περισσότερο δικαιώνονται οι σοφιστές που υποστήριζαν ότι η πόλη γεννήθηκε από ανάγκη (αλλιώς ο άνθρωπος θα κατασπαρασσόταν από τα θηρία) και λειτουργεί σε αντίθεση με την ανθρώπινη φύση, η οποία πρέπει να υποταχθεί στους νόμους παρά τη θέλησή της – άποψη την οποία ο Αριστοτέλης στα «Πολιτικά» αντιπαρήλθε υποστηρίζοντας την εκ φύσεως δημιουργία της πόλης. Η υποτίμηση των πολλών ως κάτι ανάξιο προς την ηθική αρετή παραπέμπει σ’ ένα δεσποτικό κράτος που οφείλει διαρκώς να τους εκφοβίζει.
Η εικόνα του πλήθους που δίνεται στα «Πολιτικά» ως ανώτατης αρχής της πόλης, η οποία είναι σε θέση να πάρει τις καλύτερες αποφάσεις ξεπερνώντας ακόμη και τους άριστους (άριστες φύσεις), δεν έχει καμία σχέση με την εικόνα που δίνεται στο σημείο αυτό. Η αρχή της πλειοψηφίας που τέθηκε αδιαπραγμάτευτα στα «Πολιτικά» φαίνεται να υπονομεύεται δίνοντας χώρο σε μια απολυταρχική αντίληψη που επιβάλλει τον νομοθέτη-φόβητρο, όπως αρμόζει σε ολοκληρωτικά καθεστώτα.
Ως πρότυπο ο Αριστοτέλης παρουσιάζει την ολιγαρχική Σπάρτη: «Φαίνεται, ωστόσο, ότι μόνο στην πόλη των Λακεδαιμονίων και σε κάτι λίγες ακόμη πόλεις ο νομοθέτης έλαβε πρόνοια για τα θέματα της ανατροφής και των ασχολιών των ανθρώπων· στις περισσότερες πόλεις τα θέματα αυτά είναι τελείως παραμελημένα, και ο καθένας ζει όπως του αρέσει» (1180a 9, 29-33).
Το ότι «ο καθένας ζει όπως του αρέσει» φαίνεται να τον ενοχλεί. Κι όχι μόνο αυτό: «Το καλύτερο λοιπόν είναι να υπάρχει μια δημόσια και ορθολογική για τα θέματα αυτά φροντίδα· αφού όμως η δημόσια φροντίδα έχει τελείως παραμεληθεί, θα φαινόταν σωστό να βοηθήσει ξεχωριστά ο καθένας τα παιδιά του και τους φίλους του να αποκτήσουν την αρετή: να έχει τη δύναμη, ή τουλάχιστο τη θέληση, να το κάνει. Από όσα όμως έχουμε πει προηγουμένως φαίνεται ότι αυτό θα μπορούσε να το κάνει, αν αποκτούσε τη γνώση και την ικανότητα να νομοθετεί» (1180a 9, 34-40).
Το γεγονός ότι ο γονιός πρέπει να είναι νομοθέτης για τα παιδιά του (ο Αριστοτέλης θεωρεί αυτονόητο ότι αυτή είναι δουλειά του πατέρα), θέτοντας τα όρια της ορθής συμπεριφοράς, αποτελεί και σημερινή πεποίθηση. Είναι κοινώς αποδεκτό ότι το παιδί χρειάζεται κανόνες για να κατευθυνθεί προς την αρετή. Το ζήτημα είναι ότι για τον Αριστοτέλη ο νομοθέτης πρέπει να είναι άνθρωπος με μεγάλη εμπειρία, αφού αλλιώς δε θα μπορέσει να αντεπεξέλθει στο έργο του. Όπως ο γιατρός πρέπει να είναι κάποιος ειδικός με βαθειά πείρα στις ασθένειες, έτσι και ο νομοθέτης πρέπει να προέρχεται από το χώρο της πολιτικής, ώστε να γνωρίζει καλά τις ανάγκες της πόλης και τον τρόπο που θα καλυφθούν.
Η προτροπή κάθε γονιού να γίνει νομοθέτης σε συνδυασμό με την απαξιωτική εικόνα του μέσου ανθρώπου, ο οποίος θέλει φόβο για να πειθαρχήσει, καθιστά σαφές ότι εδώ δεν πρόκειται για προτροπή προς τους γονείς, αλλά για καταγγελία της κρατικής ανεπάρκειας, που δε θεσπίζει συγκεκριμένους νόμους για την ανατροφή των παιδιών (όπως στη Σπάρτη) αφήνοντας ελεύθερο κάθε ανάξιο να παριστάνει το νομοθέτη για το παιδί του. Οι γονείς κρίνονται προφανώς ακατάλληλοι να ορίσουν τις αξίες που πρέπει να δώσουν στα παιδιά τους, καθιστώντας απαραίτητη την κρατική παρέμβαση.
Η αριστοτελική αντίληψη της υπευθυνότητας και του κύρους των πολιτών, που τους καθιστά ικανούς κριτές των δραματικών αγώνων χωρίς τη βοήθεια των ειδικών επαϊόντων (άποψη που εξόργιζε τον Πλάτωνα), όπως χαράζεται στα «Πολιτικά», φαίνεται να υπονομεύεται πλήρως παρουσιάζοντας ανθρώπους που δεν είναι ικανοί ούτε να αναθρέψουν τα παιδιά τους. Η αντιφατικότητα αυτή έχει επιφέρει και τη διχογνωμία των μελετητών, καθώς άλλοι τον παρουσιάζουν με δημοκρατικές κι άλλοι με ολιγαρχικές αντιλήψεις. Για πολλούς η παρέμβαση του νομοθέτη στο πώς θα αναθρέψει κανείς τα παιδιά του δεν μπορεί παρά να σηματοδοτεί το ανελεύθερο.
Το βέβαιο είναι ότι ο Αριστοτέλης έχει προτείνει και στα «Πολιτικά» τη Σπάρτη ως παράδειγμα προς μίμηση σε σχέση με την οργάνωση και το δημόσιο–ενιαίο χαρακτήρα της παιδείας. Από τη στιγμή που η παιδεία τίθεται ως κύριος μηχανισμός στη διάπλαση των νέων δεν μπορεί παρά να είναι θέμα πολιτικό, δηλαδή να άπτεται νομοθετικής ρύθμισης για τη λειτουργία της απευθυνόμενη σε όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες – άποψη που εν πολλοίς κυριαρχεί και σήμερα.
Ο Αριστοτέλης είχε προτείνει το εκπαιδευτικό σύστημα της Σπάρτης όχι για το στρατοκρατικό χαρακτήρα του, αλλά για τον τρόπο που λειτουργούσε. Η πρότασή του στους Αθηναίους δεν αφορούσε την προτροπή προς τις στρατιωτικές ασχολίες, αλλά τη λογική της καθιέρωσης ενός εκπαιδευτικού συστήματος που θα είναι ίδιο για όλους και που (φυσικά) το περιεχόμενό του θα διαμορφωνόταν από εκείνα τα μαθήματα που θα έκριναν οι Αθηναίοι ως κατάλληλα για τα παιδιά τους. Εξάλλου, η εμμονή προς τη στρατιωτική εκπαίδευση (όπως και κάθε εμμονή) δε θα μπορούσε να βρει σύμφωνο το μεγάλο δάσκαλο της μεσότητας.
Το ενιαίο της εκπαίδευσης σηματοδοτεί το πλαίσιο της λειτουργίας της πόλης ως συνθήκη συμβιωτική, η οποία οριοθετείται από τα κοινά ιδανικά που θα διαπλάσουν τους νέους. Η ίδια οπτική φαίνεται να επαναλαμβάνεται και στο ζήτημα της ανατροφής των παιδιών, αφού η ανατροφή και η διαπαιδαγώγηση είναι έννοιες σχεδόν αξεδιάλυτα συνυφασμένες. Η παρέμβαση του νομοθέτη, με τη σημασία του πεπειραμένου ειδικού, δεν αφορά το ανελεύθερο του γονιού να μεγαλώσει το παιδί του, αλλά την ύψιστη σημασία της ανατροφής που παίρνει πολιτικές διαστάσεις.
Αν μεταφέρουμε το πλαίσιο της ανατροφής στα σύγχρονα δεδομένα, είναι αδύνατο να παραβλεφθεί η τεράστια σημασία που δίνεται στο θέμα (απολύτως δικαιολογημένα) με την ολοένα μεγαλύτερη επίδραση των ειδικών (παιδαγωγών, παιδοψυχολόγων κλπ) για τη σωστή προσέγγιση του παιδιού. Οι γονείς καταφεύγουν σε ειδικούς όλο και περισσότερο, προκειμένου να ανταποκριθούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στο ρόλο τους. Υπάρχουν συμβουλευτικές παιδαγωγικού περιεχομένου που αφορούν ακόμη και την περίοδο της εγκυμοσύνης. Από αυτή την άποψη, η παρέμβαση των πεπειραμένων ειδικών γίνεται όλο κι εντονότερη και είναι σαφές ότι στο μέλλον θα γίνει ακόμη πιο καθοριστική.
Ο Αριστοτέλης μην μπορώντας να αποδώσει τις σύγχρονες διαστάσεις στο ζήτημα (μια τέτοια απαίτηση θα ήταν απολύτως παράλογη) αντιλαμβάνεται τη σημασία του ειδικού και προτείνει το νομοθέτη, καθώς δε γνωρίζει κάποιον άλλο που θα μπορούσε να του αποδοθεί ο ρόλος. Με άλλα λόγια, αφού το ζήτημα κρίνεται υψίστης σημασίας κι αφού δεν υπάρχει κάποια επιστήμη για να το αναλάβει, η παρέμβαση της πολιτείας κρίνεται ως καταλληλότερη.
Από αυτή την άποψη, ο νόμος δεν έχει να κάνει με το ανελεύθερο της επιβολής για το πώς θα μεγαλώσει κανείς τα παιδιά του (αν και εν τέλει αυτό συμβαίνει), αλλά με την έλλειψη πρότασης για κάτι καλύτερο. Όσο καταπιέζεται ο γονιός από τον ειδικό που θα τον συμβουλέψει για τα παιδιά του, με τον ίδιο τρόπο γίνεται αντιληπτή και η καταπίεση του νομοθέτη για το ίδιο θέμα.
Η ουσιώδης διαφορά της επιλογής (ο νόμος δεν αφήνει περιθώρια επιλογής, ενώ σήμερα απευθύνεται κάποιος στον ειδικό αν θέλει) έχει να κάνει και με την ουσιώδη αλλαγή των καιρών, καθώς σήμερα η ενημέρωση που υπάρχει κάνει το γονιό όλο και περισσότερο δεκτικό στο να αποταθεί στον ειδικό για το καλό του παιδιού του. Η εξέλιξη καθιστά με σαφήνεια την αναγκαιότητα πραγμάτων που στο παρελθόν ήταν άγνωστα. Η επιλογή σχετίζεται άμεσα με τις επιταγές των καιρών, αφού επιλέγει κανείς με τη θέλησή του σύμφωνα με τις δυνατότητες που του δίνει το περιβάλλον του.
Κι αυτή είναι η έννοια της προόδου: η ποιοτική αναβάθμιση της ζωής των πολιτών που θα τους κάνει να επιλέγουν το καλύτερο καθιστώντας την παρέμβαση του νομοθέτη περιττή. Εξάλλου, και σήμερα, αν υπάρξουν γονείς που αποδεδειγμένα έχουν κριθεί ακατάλληλοι για να μεγαλώσουν τα παιδιά τους, ο νομοθέτης παρεμβαίνει και τους τα παίρνει αναθέτοντας την ανατροφή τους στο κράτος.
Κι εδώ, βέβαια, δεν υποδεικνύεται ότι οι Αθηναίοι ήταν ανάξιοι να μεγαλώσουν τα παιδιά τους, αλλά ότι ακόμη και σήμερα η παρέμβαση του νομοθέτη σε θέματα ανατροφής παιδιών δε θεωρείται κάτι κατακριτέο. Το ότι δεν είναι τόσο έντονη, όσο την επιζητά ο Αριστοτέλης, δεν έχει να κάνει με το ανελεύθερο της ασύδοτης κρατικής παρέμβασης, αλλά με την απόσταση των εποχών. Προφανώς, αν ο Αριστοτέλης ζούσε σήμερα, δε θα επικαλούταν το νομοθέτη για την ανατροφή των παιδιών, αλλά τη βοήθεια των ειδικών επιστημόνων. Η εξαγωγή συμπερασμάτων και η απόδοση χαρακτηρισμών (απολυταρχικός, ολοκληρωτικός κλπ) χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η χαοτική χρονική απόσταση που δρα και σκέφτεται ο Αριστοτέλης αποτελεί αναχρονισμό και προχειρότητα.
Όσο για το ζήτημα της απαξίωσης των πολιτών που παρουσιάζονται ως κατώτεροι των περιστάσεων και χρειάζονται τον εκφοβισμό του νόμου, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Αριστοτέλης ζει στην Αθήνα της παρακμής, του πολιτικού καιροσκοπισμού, του λαϊκισμού και της ασυδοσίας. Αυτός είναι και ο λόγος που (και) στα «Πολιτικά» κατατάσσει τη δημοκρατία στα στρεβλά πολιτεύματα.
Η απογοήτευσή του δεν είναι αδικαιολόγητη. Μπροστά σε τέτοιες περιστάσεις το πρόταγμα του νόμου είναι λογικό να τεθεί με τον πιο έντονο τρόπο. Ο υπερβολικός κι άκομψος τρόπος που τον επικαλείται δεν αφορά την προτροπή προς ένα ολοκληρωτικό καθεστώς, αλλά τη σφοδρότητα της αναγγελίας του αδιεξόδου. Μην ξεχνάμε ότι και η δημοκρατία χρειάζεται νόμους. Και η δημοκρατία προβλέπει ποινές. Και η δημοκρατία επιδιώκει τη διατήρηση της τάξης.
Και σ’ αυτό αποβλέπει ο Αριστοτέλης, όταν υψώνει τους τόνους. Μια διαφορετική εκδοχή θα τον έφερνε σε τέτοια αντίθεση με τις απόψεις του στα «Πολιτικά», που θα τον καθιστούσε ακατανόητο. Εξάλλου, η εκδοχή της πλήρους υποτίμησης των πολιτών, ώστε να πρέπει να καταπιεστούν προκειμένου να μη διαλυθεί η πόλη, είναι εκ διαμέτρου αντίθετη με την ανυποχώρητη θέση του ότι η πόλη είναι από τη φύση. Είναι παράλογο να ερμηνεύεται ο Αριστοτέλης σαν να επρόκειτο να δικαιώσει τους σοφιστές. Είναι παράλογο να αποδίδεται ο χαρακτηρισμός του απολυταρχικού στο φιλόσοφο που δίδαξε το μέτρο. Γιατί η απολυταρχία είναι η υπερβολή που οδηγεί στο ανελεύθερο, όπως και η ασυδοσία της δημοκρατίας την οποία βιώνει είναι εξίσου υπερβολή (τυραννία του όχλου) που οδηγεί επίσης στο ανελεύθερο, όπως έχει καταδείξει με σαφήνεια στα «Πολιτικά».
Την αναζήτηση του μέτρου επιδιώκει για άλλη μια φορά ο Αριστοτέλης κι αυτήν επικαλείται, όταν θέλει το νόμο αυστηρό, προκειμένου να φέρει τις ισορροπίες στο ασύδοτο που βλέπει. Η αστοχία κάποιων εκφράσεων ή το ότι ενδεχομένως παρασύρθηκε από τη ροή του ίδιου του λόγου (ή των συναισθημάτων του) σε ένα έργο που έτσι κι αλλιώς δεν αποτελεί ολοκληρωμένη-επιμελημένη προσπάθεια, ώστε να εκδοθεί, αλλά αφορά τις προσωπικές του σημειώσεις (συνθήκες που καθιστούν κάποιον λιγότερο προσεκτικό) είναι φανερό ότι δεν πρέπει να οδηγεί σε εσφαλμένα συμπεράσματα υπονομεύοντας την κατεύθυνση της πολιτικής του σκέψης, που (έτσι κι αλλιώς) είναι ξεκάθαρη. Είναι σαν να βλέπει κανείς το δέντρο και να χάνει το δάσος…
Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια
Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας
ΞΕΝΟΦΩΝ, ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ
ΞΕΝ Απομν 1.5.1–1.5.6
Ο Ξενοφώντας απέδειξε ότι ήταν άδικες οι κατηγορίες περί ασέβειας του Σωκράτη, καθώς με τη διδασκαλία του παρακινούσε τους μαθητές του να σέβονται και να τιμούν τους θεούς. Και συνεχίζει:
[1.5.1] Εἰ δὲ δὴ καὶ ἐγκράτεια καλόν τε κἀγαθὸν ἀνδρὶ κτῆμά
ἐστιν, ἐπισκεψώμεθα εἴ τι προὐβίβαζε λέγων εἰς ταύτην
τοιάδε· Ὦ ἄνδρες, εἰ πολέμου ἡμῖν γενομένου βουλοίμεθα
ἑλέσθαι ἄνδρα, ὑφ’ οὗ μάλιστ’ ἂν αὐτοὶ μὲν σῳζοίμεθα,
τοὺς δὲ πολεμίους χειροίμεθα, ἆρ’ ὅντινα [ἂν] αἰσθανοίμεθα
ἥττω γαστρὸς ἢ οἴνου ἢ ἀφροδισίων ἢ πόνου ἢ ὕπνου, τοῦ-
τον ἂν αἱροίμεθα; καὶ πῶς ἂν οἰηθείημεν τὸν τοιοῦτον ἢ
ἡμᾶς σῶσαι ἢ τοὺς πολεμίους κρατῆσαι; [1.5.2] εἰ δ’ ἐπὶ τελευτῇ
τοῦ βίου γενόμενοι βουλοίμεθά τῳ ἐπιτρέψαι ἢ παῖδας ἄρρε-
νας παιδεῦσαι ἢ θυγατέρας παρθένους διαφυλάξαι ἢ χρήματα
διασῶσαι, ἆρ’ ἀξιόπιστον εἰς ταῦθ’ ἡγησόμεθα τὸν ἀκρατῆ;
δούλῳ δ’ ἀκρατεῖ ἐπιτρέψαιμεν ἂν ἢ βοσκήματα ἢ ταμιεῖα ἢ
ἔργων ἐπιστασίαν; διάκονον δὲ καὶ ἀγοραστὴν τοιοῦτον
ἐθελήσαιμεν ἂν προῖκα λαβεῖν; [1.5.3] ἀλλὰ μὴν εἴ γε μηδὲ δοῦλον
ἀκρατῆ δεξαίμεθ’ ἄν, πῶς οὐκ ἄξιον αὐτόν γε φυλάξασθαι
τοιοῦτον γενέσθαι; καὶ γὰρ οὐχ ὥσπερ οἱ πλεονέκται τῶν
ἄλλων ἀφαιρούμενοι χρήματα ἑαυτοὺς δοκοῦσι πλουτίζειν,
οὕτως ὁ ἀκρατὴς τοῖς μὲν ἄλλοις βλαβερός, ἑαυτῷ δ’ ὠφέ-
λιμος, ἀλλὰ κακοῦργος μὲν τῶν ἄλλων, ἑαυτοῦ δὲ πολὺ
κακουργότερος, εἴ γε κακουργότατόν ἐστι μὴ μόνον τὸν οἶκον
τὸν ἑαυτοῦ φθείρειν, ἀλλὰ καὶ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχήν· [1.5.4] ἐν
συνουσίᾳ δὲ τίς ἂν ἡσθείη τῷ τοιούτῳ, ὃν εἰδείη τῷ ὄψῳ τε
καὶ τῷ οἴνῳ χαίροντα μᾶλλον ἢ τοῖς φίλοις καὶ τὰς πόρνας
ἀγαπῶντα μᾶλλον ἢ τοὺς ἑταίρους; ἆρά γε οὐ χρὴ πάντα
ἄνδρα, ἡγησάμενον τὴν ἐγκράτειαν ἀρετῆς εἶναι κρηπῖδα,
ταύτην πρῶτον ἐν τῇ ψυχῇ κατασκευάσασθαι; [1.5.5] τίς γὰρ ἄνευ
ταύτης ἢ μάθοι τι ἂν ἀγαθὸν ἢ μελετήσειεν ἀξιολόγως; ἢ
τίς οὐκ ἂν ταῖς ἡδοναῖς δουλεύων αἰσχρῶς διατεθείη καὶ τὸ
σῶμα καὶ τὴν ψυχήν; ἐμοὶ μὲν δοκεῖ νὴ τὴν Ἥραν ἐλευ-
θέρῳ μὲν ἀνδρὶ εὐκτὸν εἶναι μὴ τυχεῖν δούλου τοιούτου,
δουλεύοντα δὲ ταῖς τοιαύταις ἡδοναῖς ἱκετευτέον τοὺς θεοὺς
δεσποτῶν ἀγαθῶν τυχεῖν· οὕτω γὰρ ἂν μόνως ὁ τοιοῦτος
σωθείη. [1.5.6] τοιαῦτα δὲ λέγων ἔτι ἐγκρατέστερον τοῖς ἔργοις
ἢ τοῖς λόγοις ἑαυτὸν ἐπεδείκνυεν· οὐ γὰρ μόνον τῶν διὰ
τοῦ σώματος ἡδονῶν ἐκράτει, ἀλλὰ καὶ τῆς διὰ τῶν χρημά-
των, νομίζων τὸν παρὰ τοῦ τυχόντος χρήματα λαμβάνοντα
δεσπότην ἑαυτοῦ καθιστάναι καὶ δουλεύειν δουλείαν οὐδεμιᾶς
ἧττον αἰσχράν.
ΞΕΝ Απομν 1.5.1–1.5.6
Ο Σωκράτης επαινεί την εγκράτεια
Ο Ξενοφώντας απέδειξε ότι ήταν άδικες οι κατηγορίες περί ασέβειας του Σωκράτη, καθώς με τη διδασκαλία του παρακινούσε τους μαθητές του να σέβονται και να τιμούν τους θεούς. Και συνεχίζει:
[1.5.1] Εἰ δὲ δὴ καὶ ἐγκράτεια καλόν τε κἀγαθὸν ἀνδρὶ κτῆμά
ἐστιν, ἐπισκεψώμεθα εἴ τι προὐβίβαζε λέγων εἰς ταύτην
τοιάδε· Ὦ ἄνδρες, εἰ πολέμου ἡμῖν γενομένου βουλοίμεθα
ἑλέσθαι ἄνδρα, ὑφ’ οὗ μάλιστ’ ἂν αὐτοὶ μὲν σῳζοίμεθα,
τοὺς δὲ πολεμίους χειροίμεθα, ἆρ’ ὅντινα [ἂν] αἰσθανοίμεθα
ἥττω γαστρὸς ἢ οἴνου ἢ ἀφροδισίων ἢ πόνου ἢ ὕπνου, τοῦ-
τον ἂν αἱροίμεθα; καὶ πῶς ἂν οἰηθείημεν τὸν τοιοῦτον ἢ
ἡμᾶς σῶσαι ἢ τοὺς πολεμίους κρατῆσαι; [1.5.2] εἰ δ’ ἐπὶ τελευτῇ
τοῦ βίου γενόμενοι βουλοίμεθά τῳ ἐπιτρέψαι ἢ παῖδας ἄρρε-
νας παιδεῦσαι ἢ θυγατέρας παρθένους διαφυλάξαι ἢ χρήματα
διασῶσαι, ἆρ’ ἀξιόπιστον εἰς ταῦθ’ ἡγησόμεθα τὸν ἀκρατῆ;
δούλῳ δ’ ἀκρατεῖ ἐπιτρέψαιμεν ἂν ἢ βοσκήματα ἢ ταμιεῖα ἢ
ἔργων ἐπιστασίαν; διάκονον δὲ καὶ ἀγοραστὴν τοιοῦτον
ἐθελήσαιμεν ἂν προῖκα λαβεῖν; [1.5.3] ἀλλὰ μὴν εἴ γε μηδὲ δοῦλον
ἀκρατῆ δεξαίμεθ’ ἄν, πῶς οὐκ ἄξιον αὐτόν γε φυλάξασθαι
τοιοῦτον γενέσθαι; καὶ γὰρ οὐχ ὥσπερ οἱ πλεονέκται τῶν
ἄλλων ἀφαιρούμενοι χρήματα ἑαυτοὺς δοκοῦσι πλουτίζειν,
οὕτως ὁ ἀκρατὴς τοῖς μὲν ἄλλοις βλαβερός, ἑαυτῷ δ’ ὠφέ-
λιμος, ἀλλὰ κακοῦργος μὲν τῶν ἄλλων, ἑαυτοῦ δὲ πολὺ
κακουργότερος, εἴ γε κακουργότατόν ἐστι μὴ μόνον τὸν οἶκον
τὸν ἑαυτοῦ φθείρειν, ἀλλὰ καὶ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχήν· [1.5.4] ἐν
συνουσίᾳ δὲ τίς ἂν ἡσθείη τῷ τοιούτῳ, ὃν εἰδείη τῷ ὄψῳ τε
καὶ τῷ οἴνῳ χαίροντα μᾶλλον ἢ τοῖς φίλοις καὶ τὰς πόρνας
ἀγαπῶντα μᾶλλον ἢ τοὺς ἑταίρους; ἆρά γε οὐ χρὴ πάντα
ἄνδρα, ἡγησάμενον τὴν ἐγκράτειαν ἀρετῆς εἶναι κρηπῖδα,
ταύτην πρῶτον ἐν τῇ ψυχῇ κατασκευάσασθαι; [1.5.5] τίς γὰρ ἄνευ
ταύτης ἢ μάθοι τι ἂν ἀγαθὸν ἢ μελετήσειεν ἀξιολόγως; ἢ
τίς οὐκ ἂν ταῖς ἡδοναῖς δουλεύων αἰσχρῶς διατεθείη καὶ τὸ
σῶμα καὶ τὴν ψυχήν; ἐμοὶ μὲν δοκεῖ νὴ τὴν Ἥραν ἐλευ-
θέρῳ μὲν ἀνδρὶ εὐκτὸν εἶναι μὴ τυχεῖν δούλου τοιούτου,
δουλεύοντα δὲ ταῖς τοιαύταις ἡδοναῖς ἱκετευτέον τοὺς θεοὺς
δεσποτῶν ἀγαθῶν τυχεῖν· οὕτω γὰρ ἂν μόνως ὁ τοιοῦτος
σωθείη. [1.5.6] τοιαῦτα δὲ λέγων ἔτι ἐγκρατέστερον τοῖς ἔργοις
ἢ τοῖς λόγοις ἑαυτὸν ἐπεδείκνυεν· οὐ γὰρ μόνον τῶν διὰ
τοῦ σώματος ἡδονῶν ἐκράτει, ἀλλὰ καὶ τῆς διὰ τῶν χρημά-
των, νομίζων τὸν παρὰ τοῦ τυχόντος χρήματα λαμβάνοντα
δεσπότην ἑαυτοῦ καθιστάναι καὶ δουλεύειν δουλείαν οὐδεμιᾶς
ἧττον αἰσχράν.
***
Αν δε και η εγκράτεια είναι εις τον άνδρα καλόν και αγαθόν κτήμα, ας εξετάσωμεν αν κατά τι καθωδήγει εις αυτήν λέγων τοιαύτα: Εάν, ω άνδρες, συνέβαινεν εις ημάς πόλεμος και ηθέλαμεν να εκλέξωμεν άνδρα, υπό του οποίου μάλιστα ημείς μεν οι ίδιοι θα εσωζόμεθα, τους δε πολεμίους θα κατεβάλλομεν, άραγε εκείνον, όστις ηθέλαμεν μάθει ότι είναι δούλος της κοιλίας ή του οίνου ή των αφροδισίων ή του κόπου ή του ύπνου, τούτον θα εξελέγομεν; Και πώς θα ήτο δυνατόν να φανταζώμεθα ότι ο τοιούτος θα έσωζεν ημάς ή θα ενίκα τους εχθρούς;
Εάν δε, φθάνοντες εις το τέλος της ζωής μας, ηθέλαμεν να αναθέσωμεν εις τινά ως εις επίτροπον ή να εκπαιδεύση άρρενας υιούς ή να διαφυλάξη θυγατέρας παρθένους ή να διασώση χρήματα, άραγε θα ενομίζαμεν αξιόπιστον εις τα τοιαύτα άνθρωπον ακρατή; Θα ενεπιστευόμεθα δε εις ακρατή δούλον ή βοσκήματα ή ταμεία ή γεωργικών έργων επιστασίαν; Υπηρέτην δε και αγοραστήν οψωνίων τοιούτον θα ηθέλαμεν και άνευ μισθού να προσλάβωμεν; Αν λοιπόν μήτε ως δούλον άνθρωπον ακρατή δεν θα προσελαμβάνομεν, πώς δεν είναι άξιον να προφυλαχθή πας άνθρωπος να μη καταντήση τοιούτος; Διότι τη αληθεία εις τους ακρατείς δεν παρατηρείται το συμβαίνον εις τους πλεονέκτας, οίτινες αφαιρούντες χρήματα των άλλων νομίζουν ότι πλουτίζουν εαυτούς, ούτως ο ακρατής δεν είναι εις μεν τους άλλους βλαβερός, εις τον εαυτόν του δε ωφέλιμος, αλλά προξενεί κακόν μεν εις τους άλλους, πολύ δε μεγαλύτερον εις εαυτόν, αφού βέβαια μέγιστον κακόν είναι το να φθείρη τις όχι μόνον τον ιδικόν του οίκον, αλλά και το σώμα και την ψυχήν του. Εν συναναστροφή δε ποίος θα ησθάνετο ευχαρίστησιν από τον τοιούτον, όστις θα εγνώριζεν ότι ευχαριστείται μάλλον από τα φαγητά και τα ποτά παρά από τους φίλους, και αγαπά τα πόρνας μάλλον παρά τους φίλους; Άραγε δεν πρέπει πας άνθρωπος, θεωρήσας την εγκράτειαν ως θεμέλιον της αρετής, ταύτην πρώτην εν τη ψυχή του να θεμελιώση; Διότι ποίος άνευ ταύτης ήθελε μάθει τι αγαθόν, ή ήθελεν ασκηθή εις αυτό αξιολόγως; Ή ποίος δούλος των ηδονών ων δεν ήθελε περιέλθει εις αισχράν κατάστασιν και σωματικώς και ψυχικώς; Εγώ μεν, μα την Ήραν, φρονώ ότι ο ελεύθερος ανήρ πρέπει να εύχεται να μη τύχη τοιούτου δούλου, εάν δε είναι δούλος εις τας τοιαύτας ηδονάς, ότι πρέπει να παρακαλή τους θεούς, ίνα τύχη αγαθών κυρίων· διότι μόνον ούτω δύναται να σωθή ο τοιούτος. Λέγων δε τοιαύτα επεδείκνυεν εαυτόν έτι εγκρατέστερον διά των έργων ή διά των λόγων· διότι δεν ήτο εγκρατής μόνον των σωματικών ηδονών, αλλά και της φιλοχρηματίας, διότι ενόμιζεν ότι ο λαμβάνων χρήματα παρά του τυχόντος καθιστά αυτόν δεσπότην του και δουλεύει δουλείαν αισχροτέραν πάσης άλλης.
Αν δε και η εγκράτεια είναι εις τον άνδρα καλόν και αγαθόν κτήμα, ας εξετάσωμεν αν κατά τι καθωδήγει εις αυτήν λέγων τοιαύτα: Εάν, ω άνδρες, συνέβαινεν εις ημάς πόλεμος και ηθέλαμεν να εκλέξωμεν άνδρα, υπό του οποίου μάλιστα ημείς μεν οι ίδιοι θα εσωζόμεθα, τους δε πολεμίους θα κατεβάλλομεν, άραγε εκείνον, όστις ηθέλαμεν μάθει ότι είναι δούλος της κοιλίας ή του οίνου ή των αφροδισίων ή του κόπου ή του ύπνου, τούτον θα εξελέγομεν; Και πώς θα ήτο δυνατόν να φανταζώμεθα ότι ο τοιούτος θα έσωζεν ημάς ή θα ενίκα τους εχθρούς;
Εάν δε, φθάνοντες εις το τέλος της ζωής μας, ηθέλαμεν να αναθέσωμεν εις τινά ως εις επίτροπον ή να εκπαιδεύση άρρενας υιούς ή να διαφυλάξη θυγατέρας παρθένους ή να διασώση χρήματα, άραγε θα ενομίζαμεν αξιόπιστον εις τα τοιαύτα άνθρωπον ακρατή; Θα ενεπιστευόμεθα δε εις ακρατή δούλον ή βοσκήματα ή ταμεία ή γεωργικών έργων επιστασίαν; Υπηρέτην δε και αγοραστήν οψωνίων τοιούτον θα ηθέλαμεν και άνευ μισθού να προσλάβωμεν; Αν λοιπόν μήτε ως δούλον άνθρωπον ακρατή δεν θα προσελαμβάνομεν, πώς δεν είναι άξιον να προφυλαχθή πας άνθρωπος να μη καταντήση τοιούτος; Διότι τη αληθεία εις τους ακρατείς δεν παρατηρείται το συμβαίνον εις τους πλεονέκτας, οίτινες αφαιρούντες χρήματα των άλλων νομίζουν ότι πλουτίζουν εαυτούς, ούτως ο ακρατής δεν είναι εις μεν τους άλλους βλαβερός, εις τον εαυτόν του δε ωφέλιμος, αλλά προξενεί κακόν μεν εις τους άλλους, πολύ δε μεγαλύτερον εις εαυτόν, αφού βέβαια μέγιστον κακόν είναι το να φθείρη τις όχι μόνον τον ιδικόν του οίκον, αλλά και το σώμα και την ψυχήν του. Εν συναναστροφή δε ποίος θα ησθάνετο ευχαρίστησιν από τον τοιούτον, όστις θα εγνώριζεν ότι ευχαριστείται μάλλον από τα φαγητά και τα ποτά παρά από τους φίλους, και αγαπά τα πόρνας μάλλον παρά τους φίλους; Άραγε δεν πρέπει πας άνθρωπος, θεωρήσας την εγκράτειαν ως θεμέλιον της αρετής, ταύτην πρώτην εν τη ψυχή του να θεμελιώση; Διότι ποίος άνευ ταύτης ήθελε μάθει τι αγαθόν, ή ήθελεν ασκηθή εις αυτό αξιολόγως; Ή ποίος δούλος των ηδονών ων δεν ήθελε περιέλθει εις αισχράν κατάστασιν και σωματικώς και ψυχικώς; Εγώ μεν, μα την Ήραν, φρονώ ότι ο ελεύθερος ανήρ πρέπει να εύχεται να μη τύχη τοιούτου δούλου, εάν δε είναι δούλος εις τας τοιαύτας ηδονάς, ότι πρέπει να παρακαλή τους θεούς, ίνα τύχη αγαθών κυρίων· διότι μόνον ούτω δύναται να σωθή ο τοιούτος. Λέγων δε τοιαύτα επεδείκνυεν εαυτόν έτι εγκρατέστερον διά των έργων ή διά των λόγων· διότι δεν ήτο εγκρατής μόνον των σωματικών ηδονών, αλλά και της φιλοχρηματίας, διότι ενόμιζεν ότι ο λαμβάνων χρήματα παρά του τυχόντος καθιστά αυτόν δεσπότην του και δουλεύει δουλείαν αισχροτέραν πάσης άλλης.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις
(
Atom
)