Μοναδικός σκοπός της φιλοσοφίας του Πλωτίνου είναι η γνώση της θεότητας, που επιτυγχάνεται με την έκσταση και όχι με τη λογική. Υπαινικτικός στη γραφή, δύσκολος στο ύφος και τη σκέψη, ο Πλωτίνος εκφράζει τον πόθο του μυστικιστή, που συνταράσσεται από το πάθος για να απελευθερωθεί από τους περιορισμούς της γήινης ύπαρξης και να ομοιωθεί μέσω της έκστασης με τον θεό.
Η αλληλεπίδραση της ελληνικής φιλοσοφίας με τον χριστιανισμό γέννησε την τελευταία φάση της ελληνικής φιλοσοφίας, που είναι γνωστή ως Νεοπλατωνισμός. Τα νεοπλατωνικά συστήματα αποτελούν τις τελευταίες εκφράσεις της ελληνικής σκέψης, στον βαθμό που αυτή είχε πλέον κατανοήσει πλήρως τον εαυτό της, δηλαδή την αρχαία θρησκεία και τον αρχαίο μύθο. Ο Νεοπλατωνισμός, λοιπόν, μια εξέλιξη της μεταφυσικής και θρησκευτικής διδασκαλίας του Πλάτωνα, του οποίου οι γνωστότεροι εκπρόσωποι ήταν ο Πλωτίνος.
Ο Πορφύριος, ο Ιάμβλιχος και ο Πρόκλος, υπήρξε η κύρια φιλοσοφική σχολή της Υστερης Αρχαιότητας. Εμφανίσθηκε περίπου επτά αιώνες μετά την Κλασική Περίοδο του Σωκράτη, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, σε μια προσπάθεια να αναζωογονήσει τον Πλατωνισμό που είχε παραμερισθεί λόγω της προτίμησης των στοχαστών για νέες θεωρίες, όπως αυτές των Στωικών και των Επικούρειων. Κυριάρχησε στις ελληνικές φιλοσοφικές σχολές έως το 529 μ.Χ., οπότε ο Ιουστινιανός εξέδωσε το διάταγμα με το οποίο διέκοπτε τη λειτουργία των φιλοσοφικών σχολών, επικυρώνοντας το τέλος της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας.
Ο Νεοπλατωνισμός διαμορφώθηκε αρχικά τον 3ο αιώνα στην Αλεξάνδρεια από τον Αμμώνιο Σακκά (ο οποίος όμως δεν άφησε γραπτό έργο) και κυρίως από τον μαθητή του Πλωτίνο, τον πιο σημαντικό εκπρόσωπο του Νεοπλατωνισμού, ο οποίος του προσέδωσε και την τελική του μορφή. Ο Πλωτίνος θεωρούσε τον εαυτό του επίγονο του Πλάτωνα. Σκεπτόταν με αφετηρία τα έργα του Πλάτωνα και ουσιαστικά κράτησε από αυτά την αρχική θέση του Πλατωνισμού, η οποία διαχώριζε τον αισθητό κόσμο από τον κόσμο των Ιδεών, θεωρούσε τον πρώτο κατώτερο και επιζητούσε άμεσα την απελευθέρωση και την αποδέσμευση του ανθρώπου από αυτόν.
Η απελευθέρωση από το σώμα και η ομοίωση προς τον θεό αποτέλεσε ακριβώς τον πυρήνα της φιλοσοφίας του Πλωτίνου. Οπως ο Επίκτητος, έτσι και ο Πλωτίνος επιδίωξε την πλήρη αποσύνδεση του ατόμου από τον κόσμο των αισθήσεων, η οποία μπορεί να επιτευχθεί με ένα είδος άσκησης. Επρόκειτο, ουσιαστικά για μια ριζική ανανέωση του Πλατωνισμού εκ των ένδον, καθώς ο άνθρωπος δεν οδηγείται μόνο στη θέαση του Αγαθού αλλά στην πραγματική ένωσή του με αυτό. Η μυστικιστική αυτή όψη της σκέψης του Πλωτίνου αποκαλύπτει πως ο Νεοπλατωνισμός είναι λιγότερο ορθολογιστικός και περισσότερο θρησκευτικός.
Ο Πλωτίνος γεννήθηκε στην Λυκόπολη της Αιγύπτου το έτος 204 και σπούδασε στην Αλεξάνδρεια.
Σε ηλικία 28 ετών επισκέφθηκε τη σχολή του Αμμώνιου Σακκά. Ενθουσιάσθηκε, ισχυρίσθηκε ότι αυτό αναζητούσε τόσον καιρό και αφοσιώθηκε στη φιλοσοφία. Για τη φιλοσοφία του Αμμώνιου δεν γνωρίζουμε τίποτα, επειδή δεν έγραψε τίποτα. Εμπιστευόταν τη διδασκαλία του μόνο σε μια μικρή ομάδα μαθητών του, μέλη της οποίας ήταν ο Πλωτίνος μαζί με τον Ερρένιο και τον Ωριγένη.
Πιθανόν αυτό να οφειλόταν στην επιθυμία του να μην επιτρέψει στους μαθητές του να μετατρέψουν τη φιλοσοφία του σε επιδεικτική διδασκαλία, κατά το προηγούμενο των σοφιστών, γιατί ήθελε να τη διατηρήσει σε υψηλό επίπεδο, με πυρήνα την προαγωγή της πνευματικής του ζωής και κάθαρσης. Αγνοούμε λοιπόν ουσιαστικά τι διδασκόταν στη σχολή του Αμμώνιου. Μόνο τον 5ο αιώνα πληροφορούμαστε από τον Νεμέσιο και τον Ιεροκλή για τις ιδέες του αλλά και πάλι δεν είμαστε σίγουροι ότι αυτός στον οποίο αναφέρονται είναι ο Αμμώνιος.
Η περίοδος εκείνη ήταν μια εποχή έντονων πιέσεων στα σύνορα της αυτοκρατορίας, κυρίως από τον 6ορρά και την ανατολή. Ο Πλωτίνος, μετά από 11 χρόνια μαθητείας κοντά στον Αμμώνιο Σακκά κατατάχθηκε στον στρατό του Γορδιανού Γ’, κατά την εκστρατεία του εναντίον των Περσών το 242-243, με σκοπό να μετα6εί στην Ινδία για να γνωρίσει τους Γυμνοσοφιστές (ο Wallis αναφέρει πως ο Πλωτίνος ενθουσιάσθηκε τόσο πολύ με τη φιλοσοφία του Αμμώνιου, ώστε κατατάχθηκε στον στρατό ως μέλος του επιστημονικού προσωπικού που συχνά συνόδευε τον στρατό ελπίζοντας ότι θα γνώριζε την περσική και την ινδική σκέψη).
Την ίδια εποχή τον θρόνο της Περσίας κατείχαν ο Αρδασίρ και ο Σαπώρ Α’. Το 244 πέθανε ο Γορδιανός Γ’ και τον θρόνο της Ρώμης κατέλαβε ο Φίλιππος ο Αραβας. Το ίδιο έτος ο Πλωτίνος κατέφυγε στην Αντιόχεια (μετά την ήττα του Γορδιανού στη Μεσοποταμία) και στη συνέχεια μετέβη στη Ρώμη, καθώς δεν μπόρεσε να ικανοποιήσει την επιθυμία του να γνωρίσει από κοντά τη μυστικιστική ινδική φιλοσοφία. Ηταν πλέον 40 ετών.
Στη Ρώμη άνοιξε μια σχολή και το έτος 246 άρχισε μια σειρά σεμιναρίων. Κατά το τρίτο έτος της βασιλείας του Φιλίππου του Αραβα εντάχθηκε στη σχολή του ο Αμέλιος, ένας από τους κύριους μαθητές του Πλωτίνου. Το 263, κατά το δέκατο έτος της βασιλείας του Γαλλιηνού, ενσωματώθηκε στη σχολή του ο Πορφύριος, ένας από τους μεγαλύτερους νεοπλατωνικούς φιλοσόφους και συντάκτης του Βίου και των έργων του Πλωτίνου.
Ολα όσα γνωρίζουμε για το πρόσωπο του Πλωτίνου τα οφείλουμε σε έναν μαθητή του από τη Συρία, του οποίου το πραγματικό όνομα ήταν Μάλχος (Βασιλιάς ή Βασίλειος). Αυτός δημοσίευσε τις Εννεάδες του Πλωτίνου 30 χρόνια μετά τον θάνατό του, δηλαδή μεταξύ του 303 και του 305. Η φιλοσοφική δραστηριότητα του Πλωτίνου περιελήφθηκε λοιπόν σε μια συλλογή από 54 πραγματείες σε έξι Εννεάδες, οι οποίες γράφτηκαν κατά τη διάρκεια των οκτώ τελευταίων χρόνων της ζωής του.
Ο Πορφύριος διαίρεσε το έργο του με βάση το θέμα, ξεκινώντας από το υποτιθέμενο πιο εύκολο υλικό και καταλήγοντας στο πιο δύσκολο. Στην πρώτη Εννεάδα περιλαμβάνονται τα λεγάμενα ηθικά θέματα, ενώ η δεύτερη και η τρίτη περιλαμβάνουν πραγματείες για τη φυσική φιλοσοφία και την κοσμολογία, για τις οποίες παρέχονται κάποιες ορθολογικές εξηγήσεις στην τρίτη Εννεάδα. Ο Δημήτρης Βελισσαρόπουλος, στο έργο του «Ελληνες και Ινδοί», σημειώνει πως τα υπομνήματα τα οποία προσέθεσε, οφείλονται στις παρακλήσεις των φίλων του, που ζητούσαν διευκρινίσεις σε διάφορα σημεία.
Η τέταρτη Εννεάδα αναφέρεται στην ψυχή ενώ η πέμπτη στον Νου. Ακολουθεί η έκτη, στην οποία περιέχονται θέματα για τους αριθμούς, περί του Ενός και περί των γενών του Οντος. Η θεματική ενότητα της πρώτης, τέταρτης και πέμπτης Εννεάδας είναι κατά κάποιο τρόπο αξιολογότερη από τις υπόλοιπες, αλλά και σε αυτές η προσδοκία μιας συστηματικής πραγμάτευσης εμφανίζεται απατηλή.
Σκοπός του Πορφύριου δεν ήταν να αναφέρει όλα όσα γνώριζε για τον δάσκαλό του, αλλά να αποτυπώσει τις πλευρές του χαρακτήρα του και της σταδιοδρομίας του οι οποίες συνταιριάζονται σε ένα παραστατικό πλαίσιο της ζωής του. Σύμφωνα με τα λόγια του, «ζωγράφισε το πορτραίτο ενός από τους πιο ασυνήθιστους ανθρώπους της εποχής του, ενός ανθρώπου που αφιέρωσε τη ζωή του στην υπηρεσία των άλλων και ταυτόχρονα στον κόσμο του πνεύματος». Διδάσκοντας στη Ρώμη σε μια εποχή η οποία χαρακτηριζόταν από μια απερίγραπτη έλλειψη φιλοσοφίας, το πρόσωπο του Πλωτίνου, με τις εξαιρετικές ικανότητες, έγινε το καταφύγιο όσων ήθελαν να έλθουν σε επαφή μαζί του και να ασχοληθούν συστηματικά με τη φιλοσοφία.
Ειδικότερα ο Πορφύριος, ήδη στις πρώτες γραμμές του Βίου, αναφέρει πως ο Πλωτίνος δεν προκαλούσε ποτέ συζήτηση γύρω από το θέμα των προγόνων του, των γονέων του ή για τον τόπο της γέννησής του. Σύμφωνα με τον Πορφύριο, αυτό οφειλόταν κυρίως στην ασκητική αποστροφή του για τη σωματική του υπόσταση («έμοιαζε να ντρέπεται που βρισκόταν μέσα σε σώμα»). Μόνο κρυφά μπορούσαν να φιλοτεχνήσουν ένα πορτραίτο του Πλωτίνου. Η απάντησή του, όταν του ζήτησε ο μαθητής του Αμέλιος να καθίσει μπροστά σε έναν ζωγράφο, βασίσθηκε στην πλατωνική αρχή «είδωλο ενός ειδώλου»: «Δεν αρκεί που κουβαλάμε το είδωλο με το οποίο η φύση μας έχει περιβάλει αλλά έχεις την απαίτηση να δεχθώ να αφήσω πίσω μου και ένα ανθεκτικότερο στον χρόνο είδωλο του ειδώλου, σαν να πρόκειται για κάτι αξιοθέατο»;
Γι’ αυτό τον λόγο ο Αμέλιος συνωμότησε με τον αξιόλογο ζωγράφο και φίλο του Καρτέριο, ο οποίος αποτύπωσε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του, κατά τη διάρκεια των διαλέξεών του. Κατόπιν, φιλοτέχνησε από μνήμης ένα πρώτο σχέδιο και με τη βοήθεια του Αμέλιου προέκυψε εν αγνοία του Πλωτίνου ένα άψογο πορτραίτο. Η μόνη λοιπόν πληροφορία που μας παρέχει για τη ζωή του ο Πλωτίνος είναι πως σε ηλικία οκτώ ετών μετέβαινε στο σχολείο με τη συνοδεία μιας τροφού, με την οποία συνήθιζε να διασκεδάζει, όταν γύμνωνε τους μαστούς της για τον θηλάσει.
Εγκατέλειψε αυτή τη συνήθεια όταν άρχισε να ντρέπεται γι’ αυτή τη συμπεριφορά του, μετά από μια αυστηρή επίπληξη. Για ποιον λόγο ο Πλωτίνος διηγήθηκε αυτό το περιστατικό, δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε. Ισως είναι σωστή η υποψία κάποιων πως ο σκοπός αυτής της εξιστόρησης ήταν παραδειγματικός, για να επισημάνει ένα ακούσιο και αθέλητο σφάλμα του. Οτιδήποτε άλλο γνώριζε ο Πορφύριος σχετικά με την παιδική και εφηβική ηλικία του Πλωτίνου, προτίμησε να μην το αποκαλύψει σε κανέναν.
Παράλληλα ο Πλωτίνος είχε και επιστημονικά ενδιαφέροντα. Η ενασχόλησή του με τους κανόνες των αστέρων δεν είχε ιδιαίτερα μαθηματική χροιά. Επιπλέον, αφιέρωσε χρόνο και στην εγκυρότητα των ωροσκοπίων, αλλά μόνο για να πείσει για την αχρηστία και την έλλειψη αξίας τους. Στην πραγματεία «Περί του αν τα άστρα ασκούν κάποια επίδραση», καταδίκαζε την αστρολογία, η οποία σαφώς δεν συμβαδίζει με την επιστημονική αστρονομία. Αμέσως κέρδισε την εκτίμηση και τον σεβασμό του αυτοκράτορα Γαλλιηνού και της συζύγου του Σαλονίνας.
Εκμεταλλευόμενος λοιπόν τη συμπάθεια του αυτοκρατορικού ζεύγους, τους πρότεινε να ανοικοδομήσουν μια κατεστραμμένη πόλη στην Καμπανία (κάποτε πόλη των φιλοσόφων) η οποία θα ονομαζόταν Πλατωνόπολις και θα διοικείτο με βάση τους πλατωνικούς νόμους. Επενέβησαν όμως αλλά πρόσωπα του αυτοκρατορικού περιβάλλοντος από φθόνο ή απλώς από κακεντρέχεια, μοχθηρία ή κάποια άλλη αιτία και ματαίωσαν το σχέδιο. Ο Rist ερμηνεύει αυτή την ενθάρρυνση του Γαλλιηνού ως μια προσπάθεια να αποτελέσει το πλωτινικό σχολείο την «εμπροσθοφυλακή» μιας ελληνικής αναγέννησης. Μολονότι όμως ο αυτοκράτορας έδειχνε μεγάλο σεβασμό για το πρόσωπο του Πλωτίνου, αργότερα αποδείχθηκε πως οι δημόσιες δραστηριότητές του είχαν μικρή σχέση με τη δράση ενός φιλοσόφου.
Κατά την περίοδο της οργάνωσης αυτού του σχεδίου, δηλαδή στο πρώτο έτος της βασιλείας του Γαλλιηνού (253-268), ο Πλωτίνος είχε αφοσιωθεί στην έκθεση των φιλοσοφικών του βιβλίων. Ηταν ήδη 48-49 ετών όταν άρχισε να γράφει. Μαθήματα φιλοσοφίας βέβαια είχε αρχίσει να παραδίδει ήδη από το 244-245. Παράλληλα έγραψε όλα του τα έργα κατά περιόδους, σε διάστημα 16 ετών. Συγκεκριμένα, πριν έλθει σε επαφή με τον Πορφύριο είχε ήδη γράψει 21 βιβλία, με θέματα που προέκυπταν από τα σεμινάρια και τις διαλέξεις και κυκλοφορούσαν σε στενό κύκλο.
Ο Πορφύριος μάλιστα αναφέρει πως, επειδή ο Πλωτίνος δεν τα τιτλοφορούσε, όλοι έβαζαν στο καθένα διαφορετικό τίτλο. Γι’ αυτό ο Πορφύριος, κατά τα έξι χρόνια που ήταν μαζί του, τον ανάγκασε (με τη βοήθεια του παλαιότερου μαθητή του Αμέλιου) να γράψει άλλα 24 βιβλία. Η διαδικασία γραφής ακολουθούσε την ίδια οδό: τα βιβλία είχαν ως εισαγωγή τα θέματα που ανέκυπταν κατά τις συζητήσεις τους. Οταν ο Πορφύριος ήταν στη Σικελία (περί το 268), ο Πλωτίνος του έστειλε άλλα εννέα βιβλία.
Οσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο έγραφε τα έργα του ο Πλωτίνος, ο Πορφύριος γράφει: «Αφού είχε ολοκληρώσει τη σκέψη του από την αρχή ως το τέλος στο μυαλό του, έπειτα, όταν μετέφερε στο γραπτό όσα είχε σκεφθεί, έγραφε χωρίς διακοπή αυτά που είχε βάλει σε τάξη στην ψυχή του, σαν να τα αντέγραφε από ένα βιβλίο. Αφού, και αν ακόμη στο μεταξύ συνομιλούσε με κάποιον, διατηρούσε παράλληλα με την ομιλία του τη σειρά των σκέψεών του, έτσι ώστε και να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της ομιλίας και να διατηρεί αδιάκοπα τη σκέψη τους στο προκείμενο ζήτημα.
Οπότε, όταν ο συνομιλητής του έφευγε, δεν χρειαζόταν να ξανακοιτάξει αυτά που είχε γράψει, αφού άλλωστε η όρασή του δεν επαρκούσε για επαναλήψεις, αλλά προχωρούσε στη συνέχεια της συγγραφής του, σαν να μην είχε μεσολαβήσει το χρονικό διάστημα της συνομιλίας του. Ηταν λοιπόν παρών συνάμα με τον εαυτό του και με τους άλλους, και ποτέ δεν χαλάρωνε την προσοχή προς τον εαυτό του, παρά μόνο στον ύπνο, τον οποίο εξάλλου ελάττωνε η μειωμένη τροφή – πολλές φορές δεν άγγιζε ούτε ψωμί – και η διαρκής μεταστροφή του προς το νου».
Τα έργα του Πλωτίνου λοιπόν δεν συγκροτήθηκαν με 6άση ένα γενικό πλάνο, και αυτό οφειλόταν (όπως αναφέρει ο Πορφύριος) στην αδυναμία που είχαν τα μάτια του, γι’ αυτό και δεν ξαναδιάβαζε ποτέ όσα είχε γράψει. Η ταχύτητα, μάλιστα, με την οποία του έρχονταν οι ιδέες, τον ανάγκαζε να γράφει τόσο γρήγορα, ώστε το γράψιμό του να γίνεται εξαιρετικά δυσανάγνωστο (ούτε όμως χειριζόταν άψογα τη γλώσσα). Αν και κατείχε μια επιμελέστερη γνώση της φιλοσοφίας, ο Πλωτίνος δεν διακρινόταν για την τέλεια μόρφωσή του. Η ορθογραφία του ήταν μέτρια και συχνά μπέρδευε ορισμένες λέξεις όταν μιλούσε και έγραφε. Γι’ αυτό δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι δεν κατάφερε να διαμορφώσει τις συζητήσεις του κατά το πρότυπο του σωκρατικού διαλόγου. Οι γνώσεις του επίσης ήταν εγκυκλοπαιδικές, όχι μόνο σε σχέση με το έργο άλλων φιλοσόφων αλλά και σε θέματα γεωμετρίας, μηχανικής, οπτικής και μουσικής.
Το πάθος του ήταν η φιλοσοφία. Οπως σημειώνει ο Πορφύριος στο έργο του, «όταν μιλούσε, η νόηση φανερωνόταν μέχρι το πρόσωπό του, λάμποντας με το φως της. Ηταν πάντα θελκτικός στην όψη, όμως τότε γινόταν ακόμη πιο ωραίος στη θέαση. Ενας λεπτός ιδρώτας τον κάλυπτε και η πραότητά του έλαμπε από μέσα του ενώ, όταν απαντούσε στις ερωτήσεις που του υποβάλλονταν, έδειχνε την προσήνεια και την πνευματική του ρώμη».
Οσον αφορά τη διδασκαλία του, αυτή ήταν ανοικτή στο ευρύ κοινό – σε αντίθεση με τα γραπτά του, που ήταν διαθέσιμα μόνο σε έναν μικρό κύκλο μαθητών του – και ακολουθούσε μια μορφή συζήτησης βασισμένη σε μια σειρά κειμένων. Ο Αμέλιος μάλιστα παρουσιάζει στον Πορφύριο μια εικόνα του τρόπου διδασκαλίας πριν τον Πλωτίνο. Τα μαθήματα δηλαδή τότε ήταν μπερδεμένα και γεμάτα ανοησίες, ώσπου εμφανίσθηκε ο Πλωτίνος, για να διεγείρει την έρευνα στον κύκλο των συμμετεχόντων.
Οπως μας πληροφορεί ο Πορφύριος (αφότου έγινε μέλος του κύκλου το 263), ο δάσκαλός του χρησιμοποιούσε ποικίλα γραπτά, όπως αυτά του Πλάτωνα και των περιπατητικών, του Νουμήνιου ή του Αλεξάνδρου, ως βάση για να παρουσιάσει τη δική του πραγματεία και διατριβή. Προηγείτο μια ανάγνωση κειμένων διαφόρων Ελλήνων φιλοσόφων, πάνω στα οποία ο Πλωτίνος έκανε τις παρατηρήσεις του. Στη συνέχεια, με αφορμή αυτά εξέθετε μια δική του θεωρία. Σκοπός της προσπάθειας ήταν να διεισδύσουν βαθιά στο νόημα των αποσπασμάτων.
Ο Πλωτίνος ήταν αυστηρά χορτοφάγος και δεν άγγιζε τις τροφές που προέρχονταν από τη σάρκα ζώων. Δεν πήγαινε στα δημόσια λουτρά, αλλά καθημερινά του έκαναν εντριβές κατ’ οίκον. Οταν όμως ενέσκηψε λοιμός στη Ρώμη, πέθαναν οι άνθρωποι που τον φρόντιζαν κατ’ οίκον και διακόπηκε η περιποίηση του σώματός του. Απόρροια αυτής της κατάστασης ήταν να επιδεινωθεί η υγεία του και να του παρουσιασθεί μια μορφή οξείας κυνάγχης, μια νόσος του φάρυγγα.
Κατά την απουσία του Πορφύριου στη Σικελία, η υγεία του Πλωτίνου επιδεινωνόταν συνεχώς, και σταδιακά άρχισε να χάνει τη φωνή του, η οποία γινόταν ολοένα και πιο βραχνή. Η όρασή του επίσης μειωνόταν αισθητά και τα χέρια και τα πόδια του γέμισαν έλκη. Τότε άρχισαν να τον αποφεύγουν οι φίλοι του, γιατί συνήθιζε να τους φιλά όταν τους υποδεχόταν. Απογοητευμένος, λοιπόν, ο Πλωτίνος αποσύρθηκε στην Καμπανία, στο κτήμα του παλαιού του φίλου Ζήθου. Ο,τιδήποτε χρειαζόταν, του το προμήθευε ο φίλος του Καστρίκος από τα κτήματά του στις Μιντούρνες.
Ο Πλωτίνος ζούσε πλέον μοναχικά αξιοποιώντας όμως τον χρόνο του για τη συγγραφή των τελευταίων έργων του, τα οποία αφορούν θέματα ηθικής. Στα πρόθυρα του θανάτου του τον επισκέφθηκε ο φίλος και γιατρός του Ευστόχιος (στον οποίο αποκάλυψε την ηλικία του λίγο πριν πεθάνει) ο οποίος έμενε τότε στις Ποτιόλες. Ο Πλωτίνος ήταν 66 ετών όταν πέθανε, στο τέλος του δεύτερου χρόνου της βασιλείας του Κλαυδίου Β’). Λίγο πριν ξεψυχήσει είπε στον Ευστόχιο: «Εσένα περίμενα ακόμη. Προσπαθήστε να αναγάγετε τον θεό μέσα σας στο θείο που ενυπάρχει στο όλο».
Ο Χρησμός του Απόλλωνα για την ψυχή του Πλωτίνου: Μετά τον θάνατο του Πλωτίνου το 270, ο μαθητής του Αμέλιος ρώτησε τον Απόλλωνα πού βρισκόταν η ψυχή του Πλωτίνου. Τότε ο θεός απάντησε δίνοντας έναν χρησμό υπό τη μορφή ποιήματος. Σε γενικές γραμμές αυτός ανέφερε πως η ψυχή του μεγάλου φιλοσόφου κατοικεί σε ένα μέρος όπου ισχύουν δίκαιοι νόμοι, και παραμένει αγνή και αμόλυντη. Μολονότι ο Πλωτίνος προσπάθησε πολλές φορές κατά τη γήινη ζωή του (όσο δηλαδή η ψυχή του ζούσε μέσα στο σώμα του) να αντιταχθεί «στην άγρια ταραχή, στις τρικυμίας τη ζάλη», συχνά του φανερωνόταν το όραμα της κατοικίας των μακαρίων, ένα όραμα που έπρεπε να αποτελέσει τον τελικό του στόχο. Το όραμά του αυτό λοιπόν δεν μπορούσε να το σβήσει η ανηθικότητα και η απανθρωπιά της σαρκικής ζωής.
Ο Πλωτίνος, όμως, συνέχισε ο Απόλλων, είχε απαλλαγεί πια από τη διαφθορά και η ψυχή του έδρευε σε έναν τόπο ιερό, μαζί με αυτές του Πλάτωνα, του Πυθαγόρα, του Αιακού, του Δία, του Μίνωα και του αδελφού του Ραδάμανθυ. Ο ύμνος προς τιμήν του Πλωτίνου τελείωνε με μια προσφώνηση στις Μούσες να τελειώσουν το τραγούδι τους, αφού αυτός ό,τι είχε να πει με τη χρυσή του λύρα για την άφθαρτη και ευτυχισμένη ψυχή του φιλοσόφου το είχε ολοκληρώσει.
Στη συνέχεια ο Πορφύριος ολοκλήρωσε τον ύμνο του Απόλλωνα σε ύφος πεζό και απλό, συμπληρώνοντας πως η προσωπικότητα του Πλωτίνου διακρινόταν για την ηρεμία, την πραότητα και την καλοσύνη της. Ιδιαίτερο ήταν το χάρισμα της ψυχής του να θεάται διαρκώς το θείο, το οποίο λάτρευε. Αντίθετα, ο Πορφύριος ομολογούσε πως ο ίδιος έφθασε στο υπέρτατο Ον μόνο μία φορά, σε αντίθεση με τον Πλωτίνο που το προσέγγισε τέσσερις φορές μέσω μιας άρρητης ενεργοποίησης.
Ο Βελισσαρόπουλος σημειώνει πως αυτή η εκστατική κατάσταση μοιάζει με εκείνη των Ινδών φιλοσόφων. Μολονότι διαρκεί λίγο, τόσο οι Ινδοί μύστες όσο και ο Πλωτίνος τον υπόλοιπο χρόνο 6ίωναν ένα χαρισματικό κλίμα. Ο Πορφύριος καταλήγει στο συμπέρασμα πως όλα τα γραπτά του δασκάλου του εμποτίζονται από θεϊκή χάρη και επίβλεψη, γεγονός που αποδεικνύει πως μόνο εκείνος από τους κοινούς ανθρώπους αντίκρισε πράγματα θεάρεστα και μεγαλειώδη, δυσπρόσιτα για την υλική υπόσταση.
Το φιλοσοφικό του σύστημα: Το πλωτινικό φιλοσοφικό σύστημα θεωρείται μονιστικό, γιατί, σύμφωνα με αυτό, ο κόσμος είναι απόρροια και προϊόν μιας πνευματικής αρχής, σε μια αδιάσπαστη σειρά απορροών από το Εν, τον Νου και την Ψυχή, η οποία μέσω της διείσδυσης, όπως θα δούμε, παρέχει ύπαρξη στην Υλη.
Κεντρικός άξονας, λοιπόν, στη σκέψη του είναι η οντολογική ιεράρχηση του σύμπαντος σε τέσσερις υποστάσεις. Στην κορυφή βρίσκεται το Εν, η αρχή των πάντων και επέκεινα του όντος, στο οποίο καταλήγουν όλα.
Το Εν το ονοματίζει και Πρώτο, Αγαθό ή Θεό και Υπέρκαλον, όχι λόγω της υπερβολικής ομορφιάς του αλλά διότι ίσταται υπεράνω του κάλλους. Συνεπώς, ο Νους και η Ψυχή, ακόμη και η ίδια η Υλη, πηγάζουν κατά τον Πλωτίνο από αυτή την ακίνητη πρωταρχή, δηλαδή το Εν, το οποίο δεν είναι ενέργεια αλλά δημιουργεί χωρίς να κινείται.
Το γεγονός, βέβαια, πως το Εν δημιουργεί και γεννά τα πάντα δίχως να είναι ούτε κινούμενο ούτε στάσιμο, χωρίς να προσδιορίζεται από χωροχρονικές ιδιότητες, οφείλεται στην πληρότητα και στην τελειότητά του. Επιπλέον το Εν δεν έχει καμία σωματική ιδιότητα, γιατί είναι απεριόριστο και άπειρο.
Δεν έχει όμως και καμία πνευματική ιδιότητα, δηλαδή δεν έχει νόηση ούτε βούληση. Ασφαλώς, το γεγονός ότι το Εν δεν γιγνώσκει, δεν σημαίνει ότι αγνοεί. Απλώς δεν γνωρίζει κάτι άλλο από αυτό το ίδιο. Το Εν είναι απαλλαγμένο από την ανάγκη να σκεφθεί και σαφώς δεν γνωρίζει με τη συνήθη έννοια που γνωρίζουμε εμείς. Τα έχει όλα μπροστά του σε αιώνια όψη και δεν χρειάζεται να σκεφθεί, γιατί έχει άμεση γνώση των πάντων.
Η πρώτη απόρροια του Ενός είναι ο Νους. Πρόκειται για την εικόνα του Ενός που προκύπτει από τη στροφή του Ενός προς αυτό το ίδιο. Στον Νου εμφανίζεται για πρώτη φορά η έννοια της πολλότητας και της ετερότητας. Η εμφάνιση αυτή όμως δεν είναι παρά νοητή, και συνίσταται στις ιδέες, στις νοητές ουσίες, οι οποίες ως όλον συνιστούν τον Νου και θα συντελέσουν στη δημιουργία του κόσμου. Ο Νους στον Πλωτίνο φιλοξενεί τις Ιδέες, αντίθετα με τη θεωρία του Πλάτωνα, σύμφωνα με την οποία οι ιδέες είναι ανεξάρτητες και ελεύθερες οντότητες.
Επειδή όμως ο Νους είναι τέλειος, πρέπει να γεννήσει και αυτός κάτι άλλο (σύμφωνα με τη φιλοσοφία του Πλωτίνου, οτιδήποτε είναι τέλειο παράγει αυτόματα και κάτι άλλο). Το γέννημα αυτό είναι η Ψυχή.
Η ψυχή βρίσκεται στη μέση, ανάμεσα στον Νου και στον επιστητό κόσμο. Φωτίζεται δηλαδή από τον Νου αλλά επηρεάζεται και εξαρτάται από τον υλικό κόσμο. Αυτή η ίση απόστασή της από τον νοητό και τον υλικό κόσμο είναι και η αιτία του μερισμού και της διχοτόμησής της. Από τη μια πλευρά δηλαδή προσφεύγει στον νοητό κόσμο, όπου διατηρεί την ενότητά της, αλλά από την άλλη έλκεται από το σώμα, εμπλέκεται μαζί του και επιμερίζεται. Εντούτοις, η ψυχή ποτέ δεν λησμονεί την ουράνια και ασώματη ζωή της, παρά τη λαγνεία και τη μέθη που προκαλούν τα πάθη της επίγειας ζωής.
Η Υλη είναι η κατώτερη βαθμίδα στην κλίμακα της οντολογικής ιεραρχίας, γι’ αυτό και η πιο υποχθόνια και σκοτεινή, λόγω της μακρινής απόστασής της από το Εν. Η ύπαρξή της συνίσταται στη διείσδυση της ψυχής μέσα της. Συνεπώς, πριν συμ6εί αυτό, η ύλη είναι ανύπαρκτη, είναι μη ον. Οταν λοιπόν η δημιουργική ψυχή εισέρχεται μέσα της, αποκτώντας ταυτόχρονα μορφή, η ύλη δεν χάνει ουσιαστικά την ιδιότητά της, όπως δεν χάνει την ιδιότητά του το θήλυ, όταν λαμβάνει τον σπόρο του άρρενος. Η κάθοδος της ψυχής προς το σώμα, δηλαδή την ύλη, σηματοδοτεί την είσοδό της στον αισθητό κόσμο. Η ύλη λοιπόν αυτή καθεαυτή θεωρείται έννοια αρνητική και κακή, γιατί στερείται «την αρετή, το κάλλος, τη σοφία, τη μορφή, την ποιότητα».
Συνεπώς, προορισμός κάθε ανθρώπου είναι η λύτρωση και ο καθαρμός της ψυχής του. Το εγχείρημα αυτό 6έ6αια – η άνοδος της Ψυχής προς το Εν – είναι δύσκολο. Απαιτείται εγκατάλειψη των γήινων και φθαρτών και στροφή προς τον νοητό κόσμο και το Εν. Οι ιδέες ασφαλώς είναι άπειρες και θεωρούνται ουσίες, απαραίτητες για τη σκέψη και τον λόγο του ανθρώπου, δεν αποτελούν όμως τον τελικό προορισμό και τον απόλυτο στόχο. Αυτός υλοποιείται μόνο με τη θέα της πρώτης αρχής μέσω της έκστασης, της αποφυγής δηλαδή των ανθρωπίνων και της σύλληψης ενός κάλλους ανύπαρκτου, που ενδημεί επέκεινα των νοητών, στη σφαίρα του Ενός. Για τον Πλωτίνο, ουσιαστικά είναι η έκσταση εκείνη που συμβάλλει στην όραση του Ενός και στη σύλληψη ενός ύψιστου κάλλους.
Κάτι αντίστοιχο είχε 6ιώσει και ο Πλωτίνος, ο οποίος βρισκόταν σε πλήρη ηρεμία, δεν είχε κανένα αίσθημα και καμία επιθυμία και αποστρεφόταν τα ωραία πράγματα, γιατί ακριβώς τα είχε υπερβεί. Αφηνε πίσω του όχι μόνο τον κόσμο της εμπειρίας αλλά και όλα τα νοήματα, τις ιδέες, γιατί δεν γνώριζε απλώς τον Θεό, τον ζούσε και συγχωνευόταν μαζί του. Ο άνθρωπος, βέβαια, πρέπει να καταβάλει ο ίδιος προσπάθεια, ώστε να μπορέσει να γίνει άξιος μιας τέτοιας ένθεης κατάστασης.
Πρέπει να αποσείσει κάθε αισθησιακότητα και κάθε άλλη δική του βούληση. Είναι ανάγκη να ξεφύγει από τις επιμέρους σχέσεις που τον καθορίζουν και να ξαναγυρίσει στην καθαρή, στην απλή ουσία του. Αυτή ακριβώς η απλότητα καθιστά την ψυχή ομοούσια του θείου. Μόνο εάν ο άνθρωπος υψωθεί ως τη θεότητα θα συμμετάσχει στη θεϊκή θεωρία. Δυστυχώς, στην επίγεια ζωή αυτή η κατάσταση διαρκεί μόνο ένα σύντομο χρονικό διάστημα. Αυτό συμβαίνει γιατί η απροσδιοριστία του Ενός προξενεί φόβο στην ψυχή, εξαιτίας της πεπερασμένης φύσης της. Η έκσταση, λοιπόν, είναι στιγμιαία, αλλά μέσα σε αυτά τα λίγα λεπτά η ψυχή χάνει την ετερότητά της και κάθε μέρος της εφάπτεται, γίνεται ένα με το Εν.
Θέλησα ν’ ανυψώσω ότι υπάρχει από’το Θεό μέσα μου
… προς ότι υπάρχει Θείο στο
Σύμπαν.
Πλωτίνος
Ο
Πλωτίνος ήταν ένας σημαντικός
φιλόσοφος της ύστερης αρχαιότητας και ιδρυτής της νεοπλατωνικής σχολής της
φιλοσοφίας. Ο Πλωτίνος αποτελεί τον κυριότερο εκπρόσωπο του
Νεοπλατωνισμού. Γεννήθηκε το 204 με 205 μ.κ.ε. στην Αίγυπτο.
Ίδρυσε φιλοσοφική σχολή στη Ρώμη στην οποία δίδασκαν όχι μόνο οι επαγγελματίες
του είδους, αλλά και επιφανείς άνδρες. Το έτος της γέννησης του ήταν το δωδέκατο
έτος της βασιλείας του Σεπτίμιου Σεβήρου . Ο Σεβήρος στέφθηκε αυτοκράτορας το
192 μ.κ.ε. μετά την δολοφονία του αισχρού Κόμοδου γιου του Μάρκου Αυρήλιου ενός
από του μεγαλύτερους Στωικούς φιλοσόφους και αυτοκράτορα της ρώμης.
Καταπονημένος από της φροντίδες του αξιώματος του ο Μάρκος Αυρήλιος πέθανε
κατά την διάρκεια μιας εκστρατείας εναντίον των φυλών του Δούναβή. Τον
διαδέχτηκε ο γιος του Κόμοδος , ένας διεφθαρμένος σαδιστής “άνθρωπος” που
κρατήθηκε στον θρόνο, δώδεκα μαύρα χρόνια, κατά την διάρκεια των οποίων
δολοφόνησε την αδελφή του και τους επικριτές του, ζώντας στην ακολασία με της
350 πόρνες του. Αυτή την φοβερή βασιλεία τερμάτισε η συνομωσία που εξύφανε ο
αρχηγός των πραιτοριανών, η οποία κατέληξε στον στραγγαλισμό του
αυτοκράτορα.
Επακολούθησε ένα κωμικοτραγικό διάλειμμα, τον θρόνο ανέλαβε ο Πόπλιος ‘Ελβιος
Περτίναξ λέγοντας ότι δεν ήταν και τόσο ελκυστική η πρόταση. Έκανε όμως το
λάθος να αποκαταστήσει τον έλεγχο πάνω στους πραιτοριανούς οι οποίοι τον
δολοφόνησαν. Ο Θρόνος μπήκε σε πλειστηριασμό και τον αγόρασε ο πλούσιος
συγκλητικός Δίδιος Ιουλιανός.
Όταν η στρατιώτες στα σύνορα πληροφορήθηκαν τα σχετικά με τον πλειστηριασμό
βγήκαν εκτός ελέγχου. Τότε ο Σεπτίμιος Σεβήρος διοικητής των λεγεώνων του
Δούναβή βάδισε με τον στρατό του κατά της Ρώμης. Ο τρομοκρατημένος αυτοκράτορας
επτασφράγισε της πύλες της Ρώμης και αποσύρθηκε στον κοιτώνα του όπου ένας
στρατιώτης με μία κίνηση του ξίφους έθεσε τέρμα σε όλη αυτή την ιστορία.
Ήταν η εποχή του τέλους, για την κρατούσα Ρωμαϊκή αυτοκρατορία και ο
Σεπτίμιος Σεβήρος δεν είχε αυταπάτες ως το που στηριζόταν η δύναμη του και η
δύναμη της αυτοκρατορίας για αυτό αύξησε την αμοιβή των στρατιωτών και το 211
μ.κ.ε ετοιμοθάνατος την μοναδική συμβουλή που έδωσε στους γιους του ήταν: »
Πλουτίστε τους στρατιώτες και περιφρονείστε τους άλλους». Παρά όλες τις
στρατιωτικές του ικανότητες δεν μπόρεσε να απωθήσει τους Πάρθους ούτε και να
ολοκληρώσει την υποταγή της Βρετανίας πέθανε στην μέση ενός μακροχρόνιου πολέμου
με τις φυλές της Σκοτίας. Σε αυτή την έκφυλη εποχή γεννήθηκε και έδρασε ο
μεγάλος φιλόσοφος Πλωτίνος.
Βασική πηγή πληροφοριών γύρω από τη ζωή
και το έργο του Πλωτίνου αποτελεί το έργο του μαθητή του Πορφύριου. Ο
Πλωτίνος γεννήθηκε στην Λυκόπολη της Άνω Αιγύπτου περίπου το 203 μ.κ.ε. και
πέρασε τα νεανικά του χρόνια στην Αλεξάνδρεια. Σε ηλικία 28 ετών ξεκίνησε να
ασχολείται με τη φιλοσοφία κοντά στους Αλεξανδρινούς δασκάλους, ωστόσο, ο μόνος
που τον ενέπνευσε ήταν ο
πλατωνικός φιλόσοφος Αμμώνιος Σακκάς.
Κατά την παρακολούθηση μιας ομιλίας του Αμμώνιου, ο Πλωτίνος φέρεται να δήλωσε
«αυτός είναι ο άνθρωπος που αναζητούσα». Στο τέλος των σπουδών του
ορκίστηκε να διατηρήσει κρυφά όσα διδάχτηκε κοντά στον Αμμώνιο.
Περίπου σε ηλικία 38 ετών, ο Πλωτίνος αποφάσισε να αφοσιωθεί
στις ανατολικές φιλοσοφίες (όπως και ο
Πυθαγόρης που επηρέασε τον φιλοσοφικό στοχασμό του Πλάτωνα) και κατατάχθηκε στον
στρατό του αυτοκράτορα Γορδιανού κατά τη διάρκεια εκστρατείας του στην Περσία.
Όταν ο αυτοκρατορικός στρατός νικήθηκε, ο Πλωτίνος κατάφερε να σωθεί και έφθασε
τελικά στη Ρώμη όπου και παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του. Στη Ρώμη
αποφάσισε επίσης να διδάξει φιλοσοφία.
Σύντομα απέκτησε φήμη και έναν ευρύ κύκλο μαθητών, μεταξύ των οποίων ο
Πορφύριος [1] αλλά και σημαντικά πρόσωπα της ρωμαϊκής κοινωνίας όπως ο
αυτοκράτορας Γαλλιηνός. Τα μαθήματα του ήταν πολύ ζωντανά και οι συζητήσεις
διεξάγονταν κυρίως μέσω ερωταποκρίσεων. Η γνωριμία του με τον αυτοκράτορα
Γαλλιηνό και ο σεβασμός του τελευταίου προς το πρόσωπο του φιλοσόφου, ώθησε τον
Πλωτίνο να προτείνει στον αυτοκράτορα την δημιουργία μίας πόλης στην περιοχή της
Καμπανίας, η διοίκηση της οποίας θα ακολουθούσε τα πλατωνικά ιδεώδη. Ωστόσο, το
φιλόδοξο αυτό σχέδιο του Πλωτίνου τελικά δεν ολοκληρώθηκε με επιτυχία.
Ο Πλωτίνος καταγράφεται ως προσωπικότητα υψηλού ηθικού αναστήματος στην
προσωπική και κοινωνική ζωή. Ο ίδιος ο Πορφύριος εστιάζει στην ικανότητα του
Πλωτίνου να αντιλαμβάνεται την ψυχολογική κατάσταση του συνομιλητή του, ενώ
αναφέρει χαρακτηριστικά πως τον έσωσε από την αυτοκτονία όταν έχοντας διαγνώσει
πως πάσχει από μελαγχολία του πρότεινε να ταξιδέψει.
Ο Πλωτίνος – σύμφωνα με τον Πορφύριο – ξεκίνησε να γράφει σε ηλικία 49 ετών
και συνέχισε μέχρι το τέλος της ζωής του. Αναφέρεται πως αν και ο Πλωτίνος ήταν
ιδιαίτερα προικισμένος στον προφορικό λόγο, δεν διέθετε την ίδια έφεση στη
συγγραφή. Την περίοδο που ο Πορφύριος συνάντησε για πρώτη φορά τον Πλωτίνο,
εκείνος είχε ολοκληρώσει συνολικά 21 πραγματείες στις οποίες προστέθηκαν
μελλοντικά – ύστερα από την επιμονή του Πορφύριου – επιπλέον 33 πραγματείες.
Ο Πορφύριος επιμελήθηκε το έργο του Πλωτίνου και διαίρεσε τις πραγματείες του
σε έξι βιβλία, καθεμία αποτελούμενη από 9 πραγματείες. Για το λόγο αυτό
ονομάστηκαν και
Εννεάδες. Σε κάθε
Εννεάδα, συμπεριλαμβάνονται φιλοσοφικά κείμενα που πραγματεύονται
συναφή θέματα. Αν και η συγκεκριμένη ταξινόμηση δεν γνωρίζουμε κατά πόσο
συμφωνούσε με τον ίδιο τον Πλωτίνο, είναι σήμερα η πλέον καθιερωμένη. Οι
Εννεάδες ολοκληρώθηκαν από τον Πορφύριο στο διάστημα από το 253 μέχρι
λίγους μήνες πριν το θάνατο του Πλωτίνου. Ο ίδιος ο Πλωτίνος δεν μπορούσε να
επιμεληθεί τα κείμενά του λόγω της επιβαρυμένης όρασής του.
Η φιλοσοφία του Πλωτίνου πέρα από τον πλατωνικό της χαρακτήρα, λειτουργεί στο
ευρύτερο θεωρητικό πλαίσιο της αρχαιοελληνικής φιλοσοφικής παράδοσης. Έτσι, πέρα
από τον
θείο Πλάτωνα, οι
Εννεάδες
είναι διάσπαρτες από άμεσες και έμμεσες αναφορές του Πλωτίνου σε αρχαιότερους
στοχαστές, όπως στον Φερεκύδη, τους Πυθαγόρειους, τον Ηράκλειτο, τον Παρμενίδη,
τον Αναξαγόρα, τον Εμπεδοκλή, τον Σωκράτη, τους Επικούρειους και τους
Στωικούς.
Η αρχαιοελληνική παράδοση λειτουργεί σπερματικά στη σκέψη του Νεοπλατωνικού
και γονιμοποιεί τον φιλοσοφικό του στοχασμό. Παραδείγματα αυτής της επιρροής,
είναι η πλατωνική διάκριση νοητού και αισθητού κόσμου, η αριστοτελική θεωρία
συνάρτησης ουσίας και ενέργειας, η προσωκρατική έννοια της πρώτης αρχής, αλλά
και η ελεατική σύλληψη του Όντος.
Θα πρέπει όμως να σημειωθεί πως Πλωτίνος δεν υπολείπεται φιλοσοφικής
αυθεντικότητας. Συχνά ο φιλόσοφος επεξεργάζεται με έντονα κριτικό βλέμμα τις
παλαιότερες φιλοσοφικές θέσεις και εφαρμόζει την νέα του φιλοσοφική οπτική με
ιδιαίτερο σεβασμό. Ο Πλωτίνος παραδίδει με βάση την φιλοσοφική του παράδοση το
απόσταγμα μιας νεωτερικής σκέψης αποτέλεσμα δημιουργικής σύνθεσης πλατωνικών και
αριστοτελικών θεωριών. Αυτή η γεφύρωση πλατωνισμού και αριστοτελισμού, η οποία
είχε ήδη προαναγγελθεί στον Μεσοπλατωνισμό, υιοθετείται στην συνέχεια από όλη
την ύστερη νεοπλατωνική παράδοση.
Η φιλοσοφία του
Πλωτίνου: Ο Πλωτίνος θεμελιώνει και αναπτύσσει στις Εννεάδες την θεωρία
των τριών υποστάσεων. Βασικές αρχές της πλωτινικής θεωρίας είναι οι τρεις
οντολογικές βαθμίδες του Όντος, Εν – Νους – Ψυχή. Με βάση αυτό το μεταφυσικό
μοντέλο, όλο το πλωτινικό σύστημα δομείται από την οργανική ενότητα αυτών των
υποστάσεων και οργανώνεται μέσα από την οντολογική τους ιεράρχηση.
Πιο συγκεκριμένα,
στον πυρήνα της πλωτινικής οντολογίας εδρεύει το απόλυτα υπερβατό Εν – Αγαθό,
αντίστοιχο του πλατωνικού Αγαθού, αιτία προέλευσης, απαρχή και σκοπός
όλων των υπολοίπων υποστάσεων και των όντων που μετέχουν σ’ αυτές.
Δεύτερος στην τάξη,
ύστερος του Ενός και πρώτος άριστος φορέας του, βρίσκεται ο Νους. Ο πλωτινικός
Νους, σύνθεση του αριστοτελικού Θεού και του πλατωνικού νοητού κόσμου των Ιδεών,
μεταλαμβάνει της απόλυτης πρώτης λάμψης και σοφίας του Ενός, ένας αιώνιος,
άφθαρτος, αμετάβλητος και αυτοπροσδιοριζόμενος Νους.
Τρίτη και τελευταία
στην μεταφυσική ιεραρχία του πλωτινικού συστήματος βρίσκεται η Ψυχή. Η πλωτινική
Ψυχή, σε αντίθεση με την αιώνια αμεταβλητότητα τον Νου, είναι μια διαρκώς
μεταβαλλόμενη διαμορφωτική δύναμη, ποιητική αιτία του αισθητού κόσμου που κοσμεί
και διοικεί όλο το Σύμπαν σύμφωνα με το αιώνιο νοητικό πρότυπο του
Νου.
Ο φιλόσοφος Πλωτίνος
δεν έδινε τόσο σημασία στη σωματική υπόσταση του ανθρώπου όσο στη δύναμη της
ψυχής. Η ψυχή, κατά τη βασική θεωρία του των «τριών υποστάσεων», έχει
θεϊκή προέλευση και θεϊκή υπόσταση. Η ψυχή δίνει πνοή στην αδιαμόρφωτη ύλη του
κόσμου στην οποία συγκαταλέγονται και τα σώματα των ανθρώπων.
Ο άνθρωπος λοιπόν για να εξασφαλίσει την αιωνιότητα της ψυχής του θα πρέπει
να την αφιερώσει στον υπέρτατο σκοπό της ένωσης με το Θείο. Αν όμως λησμονήσει
τη φύση της ψυχής του και αυτή αφιερωθεί εξολοκλήρου στην εξυπηρέτηση των υλικών
αναγκών και «δεθεί» με την υποδεέστερη αξιολογικά εγκόσμια ύλη, η φυσική τιμωρία
της θα είναι ο θάνατος μαζί με το σώμα. Έτσι λοιπόν η ψυχή όχι μόνο δεν
ανταμείβεται -για το ότι θυσίασε την αρχική της επουράνια θέση για να ζωογονήσει
την κοσμική ύλη- αλλά τιμωρείται εξαιτίας της αλαζονικής στάσης που κράτησε αφού
την γοήτευσε η επιφανειακή χάρη της υλικής διάστασης.
Ο Πλωτίνος εκτός των άλλων δεν απέφυγε όμως να υιοθετήσει και την πλατωνική
θεώρηση για την
ιδανική πολιτεία.
Μια πολιτεία χωρισμένη σε τρεις τάξεις (λαός, φύλακες, άρχοντες, -το ρόλο των
τελευταίων θα έπαιζαν οπωσδήποτε και αποκλειστικά οι φιλόσοφοι-), στα πλαίσια
της οποίας το καθένα άτομο θα είχε προκαθορισμένη θέση στην κοινωνία και
ελάχιστες δυνατότητες ανέλιξης. Η θεώρηση αυτή, όσο και αν φαίνεται στον
σύγχρονο προοδευτικό κοινό νου απαράδεκτη και ένα σοβαρό πλήγμα στις διαχρονικές
δημοκρατικές αντιλήψεις, δε θα πρέπει να κριθεί ανεξάρτητα από το κλίμα και τα
«πιστεύω» της τότε εποχής.
Ο Πλωτίνος έδωσε μια άλλη διάσταση στη φιλοσοφική σκέψη. Καθόρισε το σκοπό
της φιλοσοφίας όχι μόνο σε επίπεδο άσκησης του ανθρωπίνου πνεύματος και της
ανθρώπινης λογικής ικανότητας, καθώς τον είχαν καθορίσει προγενέστεροι
φιλόσοφοι, αλλά σε παράγοντα που θα οδηγήσει τον άνθρωπο στη σωτηρία της
αιωνιότητας.
Ο Πλωτίνος θεμελιώνει και αναπτύσσει στις
«Εννεάδες» τη θεωρία των τριών υποστάσεων. Βασικές αρχές της πλωτινικής
θεωρίας είναι οι τρεις οντολογικές βαθμίδες του Όντος, Εν – Νους – Ψυχή. Με βάση
αυτό το μεταφυσικό μοντέλο, όλο το πλωτινικό σύστημα δομείται από την οργανική
ενότητα αυτών των υποστάσεων και οργανώνεται μέσα από την οντολογική τους
ιεράρχηση.
Ας αφιερώσουμε την δέουσα προσοχή στη διδασκαλία του Πλωτίνου όπως μας την
μετέφερε ο ΓΙορφύριος στις Εννεάδες. Από τον Πλάτωνα ο Πλωτίνος άντλησε την
πεποίθηση πως μόνη πραγματική γνώση είναι η γνώση της ιδεώδους μορφής ενός
υλικού πράγματος.
Η φιλοσοφία
-και όχι οι διάφορες μυστηριακές θρησκείες- είναι το μέσον για να απελευθερωθεί
κανείς από την καταπίεση του υλικού κόσμου των ανθρώπων – που προσλαμβάνεται
ως ένας κόσμος καταστροφής, βασάνων, πολέμου και πείνας, αρρώστιας και θανάτου-
αλλά επίσης και ως ένας κόσμος όπου λάμπει η αλήθεια και όπου οι φθαρτές εικόνες
αποκαλύπτουν τα ιδεώδη αρχέτυπά τους.
Όπως και ο Πλάτων, ο Πλωτίνος πίστευε πως η ανθρώπινη ψυχή ερχόταν από ψηλά
και εμπεριείχε συγκεκριμένες «πληροφορίες» [δυνάμεις] από τον κόσμο των ιδεών.
Όταν βυθίζεται στον υλικό κόσμο, έναν κόσμο όχι τόσο του «είναι» όσο του
«γίγνεσθαι», η ψυχή μπερδεύεται, ταράζεται και παρεμποδίζεται από το γεγονός ότι
είναι ενσώματη (Έννεάς 4, 1.8′ 4 I 4) Η ψυχή πρέπει να μάθει να αντιστέκεται
στις δυνάμεις που δρουν στον κόσμο. Κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει μέσω «της πάλης
προς τα επάνω» τα μάτια της ψυχής στρέφονται, από τις συγχύσεις του ευμετάβλητου
κόσμου, προς την αμετάβλητη τελειότητα του κόσμου των ιδεών.
Αυτή η διαδικασία, ωστόσο, είχε περισσότερα πρακτικό παρά μυστικιστικό
χαρακτήρα. Ξεκινούσε με την αποσαφήνιση απλών και καθημερινών εννοιών («Τι
εννοεί ο Πλάτων με τον όρο «ιδέα») περιλάμβανε μια διδασκαλία που στόχευε στην
αναμόρφωση των επιθυμιών μας (εφ’ όσον το σώμα φυσιολογικά έλκεται από το
ευμετάβλητο και το υλικό) και κατέληγε σε συμπεράσματα μέσα από έναν τέλειο
χειρισμό της τεχνικής της διαλεκτικής φιλοσοφίας όπως διδασκόταν στη
νεοπλατωνική σχολή.
Το τέλος (ο τελικός σκοπός) της γνώσης είναι η αλήθεια, αν και θα μπορούσε
κανείς να την αποκαλέσει και «θεό». Αυτός ο «θεός» δεν είναι ο χριστιανικός
θεός, ούτε καν η χριστιανική ιδέα για το θεό. Οι χριστιανοί θεολόγοι από τον
δεύτερο αιώνα και μετά έχουν παρερμηνεύσει τον Πλάτωνα (όπως παρερμήνευσαν και
τον Πλωτίνο και τον Πορφύριο) πάνω σ’ αυτό το θεμελιώδες ζήτημα.
Αυτή η σύγχυση προκύπτει, όπως παρατήρησε κάποτε ο Etienne Gilson, διότι
«μετά από τόσα χρόνια χριστιανικής σκέψης έχει γίνει εξαιρετικά δύσκολο για μας
να φανταστούμε έναν κόσμο όπου οι θεοί δεν είναι η ύψιστη πραγματικότητα, όπου η
υπέρτατη αλήθεια δεν είναι ένας θεός» (Erienne Gilson, Θεός και Φιλοσοφία, 1941
σελ. 27).
Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, οι θεοί ήταν
κατώτεροι από τις ιδέες. Ο ήλιος, για παράδειγμα, εθεωρείτο από τον
Πλάτωνα -όπως και από τον Μ. Κωνσταντίνο και από τη νεαρή εκκλησία— ότι είναι
θεός. Κι ωστόσο, στη φιλοσοφία του Πλάτωνα ο ήλιος, που είναι ένας θεός, είναι
τέκνο του Αγαθού, το οποίο δεν είναι θεός. Οι θεοί ήταν ζωντανά πλάσματα που
ζούσαν ως άτομα, καταληπτοί, απαραίτητοι και αιώνιοι (με την έννοια ότι δεν
ήσαν θνητοί) δεν ήσαν όμως οι αναλλοίωτες και απαράλλαχτες ιδέες (πρβ. Πλωτίνος,
Έννεάς 6, 1.3).
Επίσης, ο τρόπος που κατανοούσε ο Πλωτίνος την ψυχή ερχόταν σε αντίθεση με
τη χριστιανική θεωρία για το θεό. Ένας ουράνιος ερως (έλξη) κατοικοεδρεύει σε
κάθε ανθρώπινη ψυχή -μια φυσική αλλά δυσλειτουργική επιθυμία να ανέλθει προς τα
πάνω. από το ένα επίπεδο στο άλλο, προς την τελειότητα των Ιδεών και μακριά από
τις ατέλειες που την περιορίζουν.
Η εξύψωση μετατρέπει ολοένα την ανθρώπινη ψυχή σε θεϊκή της δίνει θεϊκό
χαρακτήρα, με την έννοια ότι η ψυχή σταδιακά απαλλάσσεται από τα μέρη εκείνα
που σφετερίζεται η θνητότητα του ανθρώπου, και γίνεται σαν τους θεούς. Κατά
βάση, αυτός ο στόχος -η εξύψωση- είναι κάτι το πρακτικό, αν και η γλώσσα με την
οποία εκφράζεται είναι εκείνη των ελληνικών μύθων. Η «εξύψωση» γίνεται μέσω
του νου, εξύψωση, σε φιλοσοφική διατύπωση, είναι η διεύρυνση της κατανόησης. Η
διαλεκτική σκέψη οδηγεί στην κατανόηση: αρχικά του καταληπτού και κατόπιν του
θεϊκού, του πρωταρχικού.
Χάρη στην ενόραση, η ψυχή που κατακτά αυτή τη βαθειά γνώση νιώθει πως
ενώνεται με το θεϊκό φως αλλά γνωρίζει επίσης πως δεν είναι παρά μόνο ένα μέρος
αυτού του φωτός. Η εξατομίκευση (συνεπώς και η χριστιανική ιδέα του προσωπικού
θεού- δημιουργού, η ιδέα της ανάστασης της σάρκας και της σωτηρίας της ατομικής
ψυχής) είναι το ακριβώς αντίθετο αυτής της αντίληψης.
Στους οπαδούς του Πλωτίνου άρεσε να τραγουδούν ένα αρχαίο ελληνικό τραγούδι,
που στις μέρες τους συνέχιζαν να διδάσκουν οι στωικοί φιλόσοφοι, ένα τραγούδι
που υμνούσε την ομορφιά αυτού του κόσμου που στο κάτω-κάτω αποτελούσε σημείο
εκκίνησης για την ανύψωση του νου προς το βασίλειο των Ιδεών.
Ο Πλωτίνος, λοιπόν, επέμενε να τραγουδούν οι μαθητές του αυτό το τραγούδι για
να υπερασπίζονται τη διδασκαλία του από τη βάρβαρη αντίληψη των χριστιανών ότι
αυτός ο κόσμος ήταν ένας αξιοκαταφρονητος τόπος -άποψη που κατά παράδοξο τρόπο
δεν την είχαν αντλήσει από τη Βίβλο αλλά από τη δική τους ιδιόρρυθμη ερμηνεία
του Πλάτωνα (πρβ. Έννεάς, 2, 3.5 i ·4’3-9 4-9, κλπ.).
Πιθανόν να υπερεκτιμούμε το χρέος του Πορφύριου στον Πλωτίνο, όμως η
επίδραση του γέρου δάσκαλου στο μαθητή του μοιάζει να άγγιξε τα όρια του
θρησκευτικού προσηλυτισμού. Ο Πορφύριος το αναφέρει αυτό στο έργο του Περί του
Πλωτίνου βίου. Με τη διδασκαλία του ο Πλωτίνος προσέλκυε ολόκληρες οικογένειες.
Ετοιμοθάνατες γυναίκες παρέδιδαν τα παιδιά τους στη φροντίδα του δασκάλου, που
βρέθηκε να προστατεύει πολλά παιδιά αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα το ρόλο του
κηδεμόνα, του δάσκαλου της φιλοσοφίας και του έμπιστου φίλου.
Ο Πλωτίνος κέρδισε την εμπιστοσύνη των συγκλητικών και των πολιτικών σε
τέτοιο βαθμό που μετά από είκοσι έξι χρόνια διδασκαλίας στη Ρώμη -πόλη που δεν
φημιζόταν ιδιαίτερα για τη φιλανθρωπία και την επιείκειά της-, δεν είχε ούτε
έναν εχθρό μεταξύ των πολιτικών της. (Π.Π.Βίου Ι5’9′ πρβ· Ευσέβιου Ευαγγελική
προπαρασκευή 10.3)
Όταν ο Πλωτίνος πέθανε μετά από μακροχρόνια ασθένεια, επικεφαλής της σχολής
στη Ρώμη μπήκε ο ΓΙορφύριος, όμως δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει την επιβίωσή της.
Αφού για ένα διάστημα φλερτάρισε με τη μαντεία και προσπάθησε να δώσει
φιλολογικού χαρακτήρα ερμηνείες σε χρησμούς και προφητείες μαντείων, στη
συνέχεια ανέλαβε να εξηγήσει το φαινόμενο της ποικιλομορφίας των ανθρώπινων
αντιλήψεων για το θεό.
Το 1794 και το 1817 ο τελευταίος Νεοπλατωνιστής Αγγλος Thomas Taylor εκδίδει
το βιβλίο «the Works of Plotinus», στο οποίο περιγράφει ένα διάλογο του Πλωτίνου
με το μαθητή του Πορφύριο, μέσα από τον οποίο σκιαγραφεί τη σκέψη του
Πλωτίνου.
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ: Ο Αμέλιος μου είπε
Πλωτίνε, ότι για να φιλοσοφήσω πρέπει πρώτα να γνωρίσω τις παγκόσμιες αρχές. Γι’
αυτό σε ερωτώ. Τι βρίσκεται πίσω απ’ όλες τις μορφές της ζωής; Τι είναι η φύση;
Πώς μπορεί να περιγραφεί;
ΠΛΩΤΙΝΟΣ: Πάνω απ’ όλα πρέπει να
βρίσκεται κάτι που να είναι απλό. Γιατί αν δεν είναι απλό και δεν είναι το ΕΝ,
τότε δεν θα είναι η αιτία. Η αιτία των πάντων πρέπει να είναι μία και
μοναδική.
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ: Μα το δημιουργημένο
σύμπαν είναι πολλαπλασιαζόμενο και σύνθετο. Θέλεις να πεις ότι το σύνθετο
προέρχεται από το απλό;
ΠΛΩΤΙΝΟΣ: Δεν είναι δυνατό για τα
πολλά να υπάρχουν εκτός κι αν υπάρχει το ΕΝ, απ’ το οποίο αποτελούνται και το
οποίο υπάρχει πριν απ’ όλα τα άλλα. Το ΕΝ είναι η αιτία όλων.
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ: Πώς μπορεί δάσκαλε το
ΕΝ να περιγραφεί; Έχω την εντύπωση ότι το ΕΝ υπερβαίνει τη δυνατότητα της
ανθρώπινης αντίληψης, και ότι η ανθρώπινη έκφραση θα μπορούσε μόνο το
αλλοιώσει.
ΠΛΩΤΙΝΟΣ: Πώς
αλήθεια μπορούμε να μιλήσουμε γι’ αυτό; Μπορούμε να πούμε κάτι γι’ αυτό, αλλά
δεν μπορούμε να το περιγράψουμε. Ούτε έχουμε κάποια γνώση ή διανοητική αντίληψή
του. Μπορούμε να πούμε τι δεν είναι και όχι τι είναι. Αυτό όμως δεν μας
εμποδίζει να το γνωρίσουμε.
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ: Μπορούμε να πούμε ότι
το ΕΝ είναι η ύπαρξη;
ΠΛΩΤΙΝΟΣ: Το ΈΝΑ δεν είναι η
ύπαρξη, αλλά η ύπαρξη είναι η εκπόρευσή του, η πρώτη γέννηση. Για το λόγο αυτό
δεν υπάρχει όνομα για το ΕΝ, είναι ανέκφραστο.
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ: Κατάλαβα. Είναι
περισσότερο μη ύπαρξη παρά ύπαρξη. Δεν έχει όμως σχέση με την εκδηλωμένη
πεπερασμένη ύπαρξη;
ΠΛΩΤΙΝΟΣ: Το ΕΝ είναι τα πάντα,
και ταυτόχρονα τίποτα. Το ΕΝ είναι τα πάντα, για το λόγο ότι όλα ενυπάρχουν μέσα
του. Στους κόλπους του υπάρχουν, και ΘΑ υπάρξουν τα πάντα.
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ: Κατάλαβα. Το ΕΝ
αντιπροσωπεύει τη δυνατότητα. Ποια όμως η σχέση του Ενός με την ζωή;
ΠΛΩΤΙΝΟΣ: Υπάρχει πριν από την
ζωή και είναι η αιτία της, εφόσον η ενέργεια της ζωής δεν προηγείται αλλά
αντίθετα απορρέει από την ανέκφραστη πηγή του ΕΝΟΣ.
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ: Πρέπει να υποθέσουμε
λοιπόν ότι το ΕΝ που υπάρχει πριν απ’ όλα, δεν είναι το εκδηλωμένο σύμπαν. Που
βρίσκεται λοιπόν το ΕΝ;
ΠΛΩΤΙΝΟΣ: Το ΕΝ υπάρχει παντού.
Δεν υπάρχει μέρος όπου δεν είναι, γι’ αυτό και γεμίζει τα πάντα. Μέσω αυτού
υπάρχουν τα πάντα. Το ΕΝ γεμίζει τα πάντα, παράγει τα πάντα, χωρίς να είναι αυτό
που παράγει.
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ: Μα Πλωτίνε ξέρεις καλά
ότι το εκδηλωμένο σύμπαν χαρακτηρίζεται από την κίνηση. Είναι το ΕΝ η κίνηση; Ή
είναι η δυνατότητα της κίνησης μία συνθήκη στάσης; Ποια η σχέση του ΕΝΟΣ με την
κίνηση και τη στάση;
ΠΛΩΤΙΝΟΣ: Το ΕΝ υπερέχει και της
κίνησης και της στάσης. Είναι η δυνατότητα και της κίνησης και της στάσης,
υπερέχει και των δύο.
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ: Άλλη μία σκέψη με
προβληματίζει δάσκαλε. Το σύμπαν εκδηλώνεται διανοητικά. Μπορείς να περιγράψεις
το ΕΝ σαν διάνοια; Με άλλα λόγια το ΕΝ σκέπτεται;
ΠΛΩΤΙΝΟΣ: Το ΕΝ δεν σκέπτεται
γιατί εμπεριέχει τόσο την σκέψη, όσο και το σκεπτόμενο. Το ΕΝ δεν είναι η
διάνοια, αλλά ανώτερο της διάνοιας. Κατά συνέπεια εφόσον είναι ανώτερο της
διάνοιας η εκπόρευσή του θα είναι και διανοητική.
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ: Είναι φανερό ότι το ΕΝ
είναι πέρα από την ανθρώπινη αντίληψη. Δεν μπορείς όμως δάσκαλε να μου
περιγράψεις περιοχές του ΕΝΟΣ που να μπορώ να αντιληφθώ ; Τι ακολουθεί τη
συνθήκη της δυνατότητας ; πώς το σύμπαν εκδηλώνεται;
ΠΛΩΤΙΝΟΣ: Οτιδήποτε υπάρχει μετά
από το ΕΝ, προέρχεται απ’ αυτό. Αλλά αυτό το δεύτερο στάδιο της ύπαρξης, δεν θα
είναι πια το ΕΝ αλλά η πολλαπλότητα του ΕΝΟΣ. Διαπιστώνουμε ότι όλα τα πράγματα
που πλησιάζουν την τελειότητα δεν μπορούν να παραμείνουν σε ανεκδήλωτη ύπαρξη,
αλλά πρέπει να εκδηλώνονται. Αυτό παρατηρείται σε όλη τη φύση. Όχι μόνο στα όντα
που είναι ικανά επιλογών, αλλά ακόμα και σ’ αυτά που στερούνται της επιλογής,
υπάρχει η τάση να μεταδίδουν ό,τι ενυπάρχει μέσα τους. Για παράδειγμα η φωτιά
παράγει θερμότητα, το χιόνι παράγει κρύο. Γι’ αυτό το λόγο, όλα τα πράγματα στη
φύση τείνουν στην αθανασία με την εκδήλωση των ποιοτήτων τους. Το ΕΝ εκδηλώνει
τον εαυτό του. Αυτό που εκδηλώνεται, εκδηλώνει παράλληλα τον εαυτό του.
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ: Α μάλιστα. Διδάσκεις
λοιπόν κι εσύ το δόγμα «της απόρροιας» των Γνωστικών. Ξεχνάς όμως Πλωτίνε, ότι
όλα τα εκδηλωμένα είναι φτιαγμένα από ύλη. Πως μπορεί η ύλη να παράγει τον αυτό
της;
ΠΛΩΤΙΝΟΣ: Η ύλη δεν είναι νεκρή.
Η ύλη δεν στερείται ζωής και νοημοσύνης. Το ένα δεν υπάρχει χωρίς το άλλο. Το
σχήμα και η ύλη είναι αρχές αναγκαίες για οτιδήποτε έχει σώμα.
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ: Καταλαβαίνω Πλωτίνε. Η
θεωρία σου υποστηρίζει ότι το πνεύμα και η ύλη δεν πρέπει να θεωρούνται σαν
ξεχωριστές οντότητες, αλλά σαν δύο όψεις του ΕΝΟΣ, που αποτελεί τη βάση της
ύπαρξης. Αλλά τι συμβαίνει με τον άνθρωπο; Υπάρχει κάτι στον άνθρωπο που
αντιστοιχεί στο ΕΝ;
ΠΛΩΤΙΝΟΣ: Πρέπει να υπάρχει μια
άλλη φύση, διαφορετική απ’ το σώμα, που γεννά ύπαρξη απ’ τον εαυτό της. Είναι
αναγκαίο και πρέπει να υπάρχει ένα συγκεκριμένο πρωταρχικό είδος ζωής, που είναι
επίσης χωρίς μορφή και αιώνιο, και που είναι μέρος όλων των πραγμάτων . Είναι
αναγκαίο να υπάρχει κάτι που είναι η πηγή της ζωής, κάτι που θα είναι πέρα από
την σωματική φύση.
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ: Μιλάς γι’ αυτό που
ονομάζουμε Ψυχή; Εάν ναι ποια είναι η σχέση της ψυχής με το ΕΝ;
ΠΛΩΤΙΝΟΣ: Η ψυχή είναι ΕΝ και
σέβεται το ΕΝ. Η ψυχή εμπεριέχει άφθονο μέρος της ουσίας του ΕΝΟΣ μέσα της.
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ: Ποια είναι η φύση της
ψυχής;
ΠΛΩΤΙΝΟΣ: Η ψυχή δεν έχει σώμα
όπως διδάσκουν οι Στωικοί. Κανένα άθροισμα ατόμων δεν θα μπορούσε να παράξει την
ψυχή. Η ψυχή είναι μια ασώματη και αθάνατη ουσία. Η ψυχή μεταδίδει κίνηση σε
όλα. Μεταδίδει ζωή στο σώμα. Αυτή μόνη κατέχει την αληθινή ζωή.
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ: Ποια είναι η γνώμη σου
για τη σχέση των ψυχών με την παγκόσμια ψυχή;
ΠΛΩΤΙΝΟΣ: Το σύμπαν ενυπάρχει στη
ψυχή που είναι η ουσία του, και κανένα τμήμα του δεν στερείται της ψυχής που το
υγραίνει με ζωή, όπως το δίχτυ στο νερό. Εάν όλες οι ψυχές γίνονται ΕΝ στη
συμπαντική ψυχή, γιατί δεν θα μπορούσαν μαζί να σχηματίζουν το ΕΝ; Εάν η ψυχή
μου και η ψυχή σου προέρχονται από την παγκόσμια ψυχή τότε όλες οι ψυχές
σχηματίζουν το ΕΝ.
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ: Πως τότε Πλωτίνε, θα
όριζες τον άνθρωπο; Είναι ο άνθρωπος μία ψυχή ή κατέχει απλώς, κατέχει μία
ψυχή;
ΠΛΩΤΙΝΟΣ: Ο άνθρωπος είναι ψυχή
κι έχει ένα σώμα. Η φύση και η ουσία αυτών των δύο πρέπει να διαχωριστεί. Από τη
στιγμή που το σώμα είναι σύνθετο, η ανάγκη δεν μπορεί να το διατηρήσει για πάντα
στην ίδια κατάσταση. Η γνώση ομοίως δείχνει πως, ότι διαλύεται κατά το θάνατο,
δέχεται διαχωρισμούς μιας και κάθε τι που ενυπάρχει σε κάτι, τείνει στο όλο και
όμοιό του απ’ όπου προήλθε. Η ψυχή λοιπόν, διαχωρίζεται κατά το θάνατο απ’ το
σώμα.
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ: Το σώμα μας δεν
αποτελεί μέρος μας Πλωτίνε;
ΠΛΩΤΙΝΟΣ: Εάν το σώμα είναι μέρος
μας, τότε δεν είμαστε εξ’ ολοκλήρου αθάνατοι. Όταν όμως διακρίνουμε σωστά,
βλέπουμε ότι το σώμα είναι μόνο το όργανο της ψυχής, και ότι η ψυχή είναι
ουσιαστικά ο άνθρωπος.
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ: Μα Πλωτίνε, παρ’ ότι
το σώμα είναι ένα όργανο μόνο της ψυχής, παρ’ όλα αυτά είναι ένα σημαντικό μέρος
της. Δεν μπορούμε να λειτουργήσουμε χωρίς αυτό.
ΠΛΩΤΙΝΟΣ: Δεν είμαστε το σώμα,
αλλά δεν είμαστε και εντελώς χωρισμένοι απ’ αυτό. Είναι εξαρτώμενο από μας. Γι’
αυτό οι πόνοι και οι ηδονές που βιώνει το σώμα, μας επηρεάζουν. Όσο πιο αδύναμοι
είμαστε, τόσο πιο πολύ ασχολούμαστε μ’ αυτό. Μέσα σ’ αυτό είναι δεμένο ένα μέρος
του εαυτού μας, που αποτελεί την προσωπικότητα μας.
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ: Γιατί τότε Πλωτίνε οι
άνθρωποι μιλούν για τη ψυχή σαν να είναι το σώμα;
ΠΛΩΤΙΝΟΣ: Λέγεται ότι η ψυχή
είναι το σώμα, για το λόγο ότι το σώμα είναι ορατό. Αλλά αν μπορούσαμε να δούμε
τη ψυχή, και αν μπορούσαμε να δούμε ότι περιβάλει το σώμα με τη ζωή που κατέχει,
θα λέγαμε ότι η ψυχή δεν είναι με κανένα τρόπο το σώμα, αλλά αντίθετα το σώμα
περιέχεται μέσα σ’ αυτήν, αυτό που ρέει μέσα στο ακίνητο.
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ: Μπορείς να μου δώσεις
ένα παράδειγμα έτσι ώστε να μου γίνει πιο ξεκάθαρο;
ΠΛΩΤΙΝΟΣ: Η ψυχή λέγεται ότι
υπάρχει στο σώμα όπως ο καπετάνιος σ’ ένα πλοίο. Αλλά αυτό δεν είναι σωστό.
Γιατί αφ’ ενός βρίσκεται στο πλοίο κατά τύχη και αφ’ ετέρου γιατί ο καπετάνιος
κυβερνά όλο το πλοίο, ενώ βρίσκεται σ’ ένα μόνο μέρος του, ενώ η ψυχή κυβερνά το
σώμα και είναι παρούσα παντού. Ένα καλύτερο παράδειγμα θα ήταν εάν λέγαμε ότι η
ψυχή είναι παρούσα στο σώμα όπως το φως στον αέρα. Το φως είναι παρόν στον αέρα
χωρίς να ανακατεύεται μ’ αυτόν. Όταν το φως αποσύρεται απ’ τον αέρα, μέσα στον
οποίο ακτινοβολεί, αυτός (ο αέρας) δεν κρατά τίποτα απ’ το φως, αλλά φωτίζεται
μόνο για όσο ο αέρας παραμένει το μέσα του.
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ: Σ’ ευχαριστώ Πλωτίνε
για τα παραδείγματα. Αλλά έχω άλλη μια ερώτηση που θα ήθελα να σου κάνω. Είπες
πριν από λίγο ότι μέρος του εαυτού μας είναι δεμένο στο σώμα μας. Πρέπει να
υποθέσω ότι και όλη η ψυχή δεν είναι παρούσα στο σώμα;
ΠΛΩΤΙΝΟΣ: Η ψυχή δεν εισέρχεται
ολοκληρωτικά στο σώμα. Το υψηλότερο μέρος μένει πάντα ενωμένο με τον νοήμονα
κόσμο, ενώ το κατώτερο μέρος της παραμένει ενωμένο με τον αισθητό κόσμο. Το
ανώτερο μέρος της είναι ανεπηρέαστο από την έλξη των παροδικών απολαύσεων και
οδηγεί σε μια ατάραχη ζωή. Κάθε ψυχή έχει ένα κατώτερο μέρος που είναι στραμμένο
προς το σώμα και ένα ανώτερο που είναι στραμμένο προς τη θεία διάνοια.
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ: Μάλιστα. Η φύση της
ψυχής γίνεται δυαδική μόλις εισέρχεται στο σώμα. Συνεπώς αυτό αναγκαστικά
σημαίνει διπλή δράση.
ΠΛΩΤΙΝΟΣ: Ακριβώς. Η ψυχή έχει
διπλή δράση στη σχέση της με το πάνω και το κάτω. Με την πρώτη της ενέργεια
ελέγχει το σώμα και με τη δεύτερη, μελετά τις καταληπτές οντότητες.
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ: Κατάλαβα. Η ψυχή είναι
μια ενεργή οντότητα. Πως ενεργεί;
ΠΛΩΤΙΝΟΣ: Η ψυχή έχει οντότητα με
χαρακτηριστική φύση και ενέργειες. Μια απ’ αυτές είναι η μνήμη, της οποίας η
άσκηση εμποδίζεται μόνο απ’ το σώμα. Όταν η ψυχή δένεται στο σώμα, ξεχνάει. Όταν
διαχωρίζεται θυμάται. Γι’ αυτό το λόγο, το σώμα είναι η πηγή της λήθης. Η μνήμη
ανήκει μόνο στην ψυχή.
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ: Πώς η ψυχή
χρησιμοποιεί τα σώματα; Υπάρχει κάποιος νόμος που προκαλεί τη μετενσάρκωση σ’
ένα σώμα;
ΠΛΩΤΙΝΟΣ: Αυτό που ονομάζεται
αναπόφευκτη ανάγκη και θεία δικαιοσύνη, κυβερνά τη φύση που προκαλεί κάθε ψυχή
να εισέρχεται σ’ εκείνο το σώμα που έχει επιλέξει. Όταν έρθει η κατάλληλη ώρα, η
ψυχή πλησιάζει το σώμα σ’ εκείνο όπου οφείλει να εισέλθει. Κάθε ψυχή έχει την
δική της ώρα.
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ: Πλωτίνε φαίνεται ότι
διδάσκεις για μια δύναμη που βρίσκεται έξω από τον άνθρωπο. Ο νόμος για τον
οποίο μιλάς που βρίσκεται; Από πού πηγάζει;
ΠΛΩΤΙΝΟΣ: Ο καθένας από μας
κουβαλά μαζί του αυτόν το νόμο, ένα νόμο του οποίου η ισχύς δεν πηγάζει απ’ έξω,
αλλά που είναι έμφυτη.
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ: Ποιος είναι ο σκοπός
της μετενσάρκωσης;
ΠΛΩΤΙΝΟΣ: Η ψυχή κατέρχεται για
να εξελίξει τις δυνάμεις της και για να στολίσει ό,τι βρίσκεται κάτω απ’ αυτήν.
Η ψυχή αλλάζει σώματα με τον ίδιο τρόπο που σ’ ένα θεατρικό έργο ο ηθοποιός
πεθαίνει, αλλά στην επόμενη σκηνή, αλλάζει ενδύματα και υποδύεται ένα άλλο
πρόσωπο και επιστρέφει στη σκηνή.
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ: Τι είναι τότε Πλωτίνε
ο θάνατος;
ΠΛΩΤΙΝΟΣ: Θάνατος είναι μόνο η
αλλαγή του σώματος, όπως και να έχει, αυτός που αναχωρεί θα ξαναγυρίσει να
παίξει.
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ: Δώσε μου ακόμα ένα
παράδειγμα Πλωτίνε. Είναι ένα θέμα που πάντα με μπέρδευε.
ΠΛΩΤΙΝΟΣ: Η Ζωή είναι ένας
συνεταιρισμός της ψυχής και του σώματος. Θάνατος είναι ο χωρισμός. Τόσο στη ζωή
όσο και στο θάνατο, η ψυχή νοιώθει σαν στο σπίτι της.
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ: Τι συνείδηση έχει η
ψυχή μετά το θάνατο;
ΠΛΩΤΙΝΟΣ: Υπάρχουν δυο στάδια
μετά θάνατο. Στο πρώτο η ψυχή έλκεται απ’ το σώμα που αναπολεί ό,τι ο άνθρωπος
έκανε ή υπέφερε κατά την διάρκεια της ζωής του. Στη διάρκεια του χρόνου όμως η
ανάμνηση προηγούμενων ζωών θα επιτευχθεί. Για το λόγο ότι με τον καιρό η ψυχή
εξαρτάται όλο και λιγότερο απ’ το σώμα κι έτσι αρχίζει να θυμάται πράγματα που
είχε ξεχάσει στην παρούσα ζωή.
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ: Και όταν η ψυχή
επιστρέφει στη γήινη ύπαρξη Πλωτίνε, τι συμβαίνει;
ΠΛΩΤΙΝΟΣ: Συναντά τις συνέπειες
των προηγούμενων οφειλών της. Αυτοί που στην προηγούμενη ζωή τους, ήταν
ιδιοκτήτες σκλάβων, εάν καταχράστηκαν την εξουσία τους, θα γίνουν αυτοί σκλάβοι.
Δεν εναπόκειται μόνο στην τύχη το να γίνει κάποιος σκλάβος, φυλακισμένος ή
ατιμασμένος. Θα πρέπει να έχει διαπράξει τη βία την οποία εισπράττει. Εάν
επιθυμείς να ανακαλύψεις την διανεμόμενη δικαιοσύνη, δεν είναι αρκετό να
εξετάζεις μόνο το παρόν αλλά τόσο το παρελθόν, όσο και το μέλλον. Το σύστημα
αυτό ανταποδοτικότητας είναι απόλυτο, δίκαιο και σοφό. Η τάξη που κυριαρχεί στο
σύμπαν είναι αιώνια. Επενεργεί στο κάθε τι ακόμα και στα μικρότερα πράγματα.
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ: Μου υπέδειξες Πλωτίνε
ότι ο άνθρωπος είναι ο υπαίτιος της μοίρας του και ο μοναδικός υπεύθυνος που
ενεργοποιεί τις αιτίες τόσο της ευτυχίας όσο και της δυστυχίας του. Πώς όμως
αυτός ο νόμος που κληρονομείται στον άνθρωπο ορίζει την ποιότητα και την
ποσότητα της τιμωρίας που ο άνθρωπος πρέπει να υποφέρει;
ΠΛΩΤΙΝΟΣ: Ο Θείος νόμος είναι
αναπόφευκτος και περιέχει μέσα του τη δύναμη της δικαιοσύνης. Μέσω του νόμου
καθορίζεται πώς και για πόσο είναι αναγκαίο κάποιος να υποφέρει. Οι τιμωρίες που
εξαγνίζουν το κακό, πρέπει να προέρχονται απ’ την τάξη που κυβερνά όλα τα
πράγματα. Οι κακές πράξεις τα ατυχήματα και η δυστυχία που καταπιέζουν το καλό,
μπορεί να ειπωθεί ότι είναι οι συνέπειες προηγούμενων σφαλμάτων. Η παγκόσμια
τάξη δεν πρέπει να κατηγορείται ως άδικη , αλλά πρέπει να επιμένουμε στη διανομή
του δίκαιου. Εάν δεν καταλαβαίνουμε κάποιες πτυχές του Θείου νόμου είναι λόγω
κρυφών αιτιών που διαφεύγουν της γνώσης μας.
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ: Διανεμητής
δικαιοσύνης. Θα θυμάμαι αυτές τις λέξεις Πλωτίνε. Μου ξεκαθάρισες πολλά σημεία
που με προβλημάτιζαν. Αλλά Πλωτίνε όλοι οι άνθρωποι υποβάλλονται στη διανομή της
δικαιοσύνης με τον ίδιο τρόπο;
ΠΛΩΤΙΝΟΣ:Υπάρχουν τρεις τύποι
ανθρώπων. Ο πρώτος αφορά τους ανθρώπους εκείνους που θεωρούν την επίγεια ζωή σαν
την αρχή και το τέλος. Ο δεύτερος αφορά αυτούς που είναι ικανοί σε κάποιο βαθμό
να στρέφουν τη ψυχή τους σε πιο υψηλές αξίες. Και τέλος υπάρχουν οι σοφοί
άνθρωποι των οποίων τα μάτια στρέφονται προς το Φως..
… και οι πρώτοι τύποι ανθρώπων που δεν έχουν καν ψυχή, ζουν και τρέφονται
από αυτούς που έχουν !
Ο Νεοπλατωνισμός συνέχισε να αποκτά όλο και περισσότερους υποστηρικτές οι οποίοι, ακολουθώντας τη φιλοσοφία του Πλωτίνου, συνέγραψαν ποικίλα έργα με ουσιαστικές όμως διαφορές από τον «πατέρα» αυτής της σχολής. Η νεοπλατωνική τάση διατηρήθηκε και μετά τον Πλωτίνο και τον Πορφύριο. Εκπροσωπήθηκε στις αρχές του 4ου αιώνα από τον Σύρο Ιάμβλιχο, επηρέασε τον αυτοκράτορα Ιουλιανό, και τον 5ο αιώνα εκπροσωπήθηκε στην Αθήνα από τον Πρόκλο.
Στην Αλεξάνδρεια παρέμεινε ισχυρός παρά τις επιθέσεις και τις αντιδράσεις των Χριστιανών. Μια από τους θαυμαστούς εκπροσώπους της σχολής ήταν η Υπάτια, κόρη του μαθηματικού Θέωνα, η οποία διακρινόταν για το κάλλος και την ευγλωττία της. Εξάλλου, η Δύση επίσης δεν έμεινε ανεπηρέαστη από τη φιλοσοφία του Πλωτίνου. Το ενδιαφέρον γι’ αυτήν εκδηλώθηκε εκεί από τα μέσα του 4ου αιώνα κ.εξ., μετά τον θάνατο του μεγάλου φιλοσόφου, κατά την έναρξη μιας μεγάλης μεταφραστικής δραστηριότητας θεολογικών και φιλοσοφικών έργων στην Ιταλία από τα Ελληνικά στα Λατινικά.
Ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του λατινικού Νεοπλατωνισμού είναι ο Anicius Manlius Severinus Boethius (Βοήθιος), Ρωμαίος αριστοκράτης, ο οποίος στο έργο του «Παρηγορία φιλοσοφίας» εκφράζει μια αυστηρά μονοθεϊστική πίστη στον θεό και την πρόνοια. Η μεγάλη όμως στροφή προς τον Νεοπλατωνισμό πραγματοποιήθηκε με την Ακαδημία των Μεδίκων στη Φλωρεντία, υπό τη διεύθυνση του Μαρσίλιο Φιτσίνο (Marsilio Ficino), ο οποίος μετέφρασε τις Εννεάδες του Πλωτίνου το 1492. Παράλληλα κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια να προσαρμόσει τις ιδέες του Νεοπλατωνισμού στις απαιτήσεις του καιρού του και επιδίωξε να τις συμβιβάσει με τα δόγματα του Χριστιανισμού.
---------------
Βιβλιογραφία:
(1) Δημήτρης Βελισσαρόπουλος: ΠΛΩΤΙΝΟΣ ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΕΝΝΕΑΔΩΝ ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ, Εκδόσεις Αστυ, Αθήνα 2000.
(2) Δημήτρης Βελισσαρόπουλος: ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΙΝΔΟΙ, Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΩΝ ΔΥΟ ΚΟΣΜΩΝ, τ. Β’, Εκδόσεις Εστία, Αθήνα 2000.
(3) ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΙΚΟΥ ΒΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΑΞΕΩΣ ΤΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ ΑΥΤΟΥ, εισαγωγή, αρχαίο κείμενο, μετάφραση, σχόλια Παύλος Καλλιγάς, Κέντρο εκδόσεως έργων Ελλήνων συγγραφέων, Αθήναι 1991.
(4) J.M.Rist: THE ROAD TO REALITY, Cambridge University Press, 1967.
(5) Margaret R. Miles: PLOTINUS ON BODY AND BEAUTY, Εκδόσεις Blackwell.
(6) Jacqueline de Romilly: ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ, Εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα.
(7) Φ.Ι. Κακριδής: ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ, Ινστιτούτο Νεοελληνικών σπουδών, Ιδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη.
(8) W. Windelband – H. Heimsoeth: ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ, τ. Α’ (μετάφραση:Ν. Σκουτερόπουλος), Γ έκδοση, Μορφωτικό Ιδρυμα Ε&νικής Τραπέζης, Α&ήνα 1991.
(9) Albin Lesky: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ, Εκδοτικός Ομιλος Αδερφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη.