ΧΟ. οὔκουν τυράννωι τῆσδε γῆς φράσαντά σε
χρῆν ταῦτα τολμᾶν, ἀλλὰ μὴ βίαι ξένους
θεῶν ἀφέλκειν, γῆν σέβοντ᾽ ἐλευθέραν;
ΚΟ. τίς δ᾽ ἐστὶ χώρας τῆσδε καὶ πόλεως ἄναξ;
115 ΧΟ. ἐσθλοῦ πατρὸς παῖς Δημοφῶν ὁ Θησέως.
ΚΟ. πρὸς τοῦτον ἁγὼν ἆρα τοῦδε τοῦ λόγου
μάλιστ᾽ ἂν εἴη· τἄλλα δ᾽ εἴρηται μάτην.
ΧΟ. καὶ μὴν ὅδ᾽ αὐτὸς ἔρχεται σπουδὴν ἔχων
Ἀκάμας τ᾽ ἀδελφός, τῶνδ᾽ ἐπήκοοι λόγων.
ΔΗΜΟΦΩΝ
120 ἐπείπερ ἔφθης πρέσβυς ὢν νεωτέρους
βοηδρομήσας τήνδ᾽ ἐπ᾽ ἐσχάραν Διός,
λέξον, τίς ὄχλον τόνδ᾽ ἀθροίζεται τύχη;
ΧΟ. ἱκέται κάθηνται παῖδες οἵδ᾽ Ἡρακλέους
βωμὸν καταστέψαντες, ὡς ὁρᾶις, ἄναξ,
125 πατρός τε πιστὸς Ἰόλεως παραστάτης.
ΔΗ. τί δῆτ᾽ ἰυγμῶν ἥδ᾽ ἐδεῖτο συμφορά;
ΧΟ. βίαι νιν οὗτος τῆσδ᾽ ἀπ᾽ ἐσχάρας ἄγειν
ζητῶν βοὴν ἔστησε κἄσφηλεν γόνυ
γέροντος, ὥστε μ᾽ ἐκβαλεῖν οἴκτωι δάκρυ.
130 ΔΗ. καὶ μὴν στολήν γ᾽ Ἕλληνα καὶ ῥυθμὸν πέπλων
ἔχει, τὰ δ᾽ ἔργα βαρβάρου χερὸς τάδε.
σὸν δὴ τὸ φράζειν ἐστί, μὴ μέλλειν ‹δ᾽›, ἐμοὶ
ποίας ἀφῖξαι δεῦρο γῆς ὅρους λιπών.
***
ΧΟΡ. Κάλλιο δεν πας στον βασιλιάν αυτής της χώρας
για να του πεις ό,τι έχεις χρεία να του ζητήσεις
κι όχι τους ξένους άθελά τους να τραβάεις
απ᾽ τους βωμούς, σεβόμενος λεύτερη χώρα;
ΚΟΠ. Και ποιός είναι αυτουνού του τόπου βασιλέας;
ΧΟΡ. Ο Δημοφώντας του Θησέα, γιος άξιου πατέρα.
ΚΟΠ. Πρέπει λοιπόν μ᾽ αυτόνε μόνο να μιλήσω
κι όλα τ᾽ άλλα, όσα είπαμε, μάταια είναι ειπωμένα.
ΧΟΡ. Και νά τος ο ίδιος έρχεται με γρηγοράδα
ως κι ο αδερφός του Ακάμαντας για να σε ακούσουν.
ΔΗΜΟΦΩΝ
(αποτείνεται στους γέροντες του Χορού)
120 Αφού, αν και γεροντότερος συ, επρόλαβές με
κι έτρεξες στον βωμό του Διός εδώ, γιά πες μου
τί έγινε και μαζεύτηκε τούτο το πλήθος;
ΧΟΡ. Τα τέκνα τούτα του Ηρακλή ικέτες καθίσαν
στον βωμόν, ω βασιλιά, στεφανώνοντάς τον
κι ο παραστάτης του πατέρα των, ο Ιόλαος.
ΔΗΜ. Μα οι κλάψες τί τους χρειάζονταν στη συφορά τους;
ΧΟΡ. Ζητώντας να τους πάρει ετούτος με τη βία
απ᾽ τον βωμό, τις φωνές έστησε και κάτου
τον γέρο κύλησε, που μ᾽ έπιασαν τα δάκρυα.
130 ΔΗΜ. Κι όμως, ελληνική στολή και ντύσιμο έχει,
μα τα έργατά του έργατα βάρβαρου χεριού είναι.
Σειρά σου, δίχως άργητα, να μου πεις τώρα
από ποιά χώρα είσαι στον τόπον μας φτασμένος.
χρῆν ταῦτα τολμᾶν, ἀλλὰ μὴ βίαι ξένους
θεῶν ἀφέλκειν, γῆν σέβοντ᾽ ἐλευθέραν;
ΚΟ. τίς δ᾽ ἐστὶ χώρας τῆσδε καὶ πόλεως ἄναξ;
115 ΧΟ. ἐσθλοῦ πατρὸς παῖς Δημοφῶν ὁ Θησέως.
ΚΟ. πρὸς τοῦτον ἁγὼν ἆρα τοῦδε τοῦ λόγου
μάλιστ᾽ ἂν εἴη· τἄλλα δ᾽ εἴρηται μάτην.
ΧΟ. καὶ μὴν ὅδ᾽ αὐτὸς ἔρχεται σπουδὴν ἔχων
Ἀκάμας τ᾽ ἀδελφός, τῶνδ᾽ ἐπήκοοι λόγων.
ΔΗΜΟΦΩΝ
120 ἐπείπερ ἔφθης πρέσβυς ὢν νεωτέρους
βοηδρομήσας τήνδ᾽ ἐπ᾽ ἐσχάραν Διός,
λέξον, τίς ὄχλον τόνδ᾽ ἀθροίζεται τύχη;
ΧΟ. ἱκέται κάθηνται παῖδες οἵδ᾽ Ἡρακλέους
βωμὸν καταστέψαντες, ὡς ὁρᾶις, ἄναξ,
125 πατρός τε πιστὸς Ἰόλεως παραστάτης.
ΔΗ. τί δῆτ᾽ ἰυγμῶν ἥδ᾽ ἐδεῖτο συμφορά;
ΧΟ. βίαι νιν οὗτος τῆσδ᾽ ἀπ᾽ ἐσχάρας ἄγειν
ζητῶν βοὴν ἔστησε κἄσφηλεν γόνυ
γέροντος, ὥστε μ᾽ ἐκβαλεῖν οἴκτωι δάκρυ.
130 ΔΗ. καὶ μὴν στολήν γ᾽ Ἕλληνα καὶ ῥυθμὸν πέπλων
ἔχει, τὰ δ᾽ ἔργα βαρβάρου χερὸς τάδε.
σὸν δὴ τὸ φράζειν ἐστί, μὴ μέλλειν ‹δ᾽›, ἐμοὶ
ποίας ἀφῖξαι δεῦρο γῆς ὅρους λιπών.
***
ΧΟΡ. Κάλλιο δεν πας στον βασιλιάν αυτής της χώρας
για να του πεις ό,τι έχεις χρεία να του ζητήσεις
κι όχι τους ξένους άθελά τους να τραβάεις
απ᾽ τους βωμούς, σεβόμενος λεύτερη χώρα;
ΚΟΠ. Και ποιός είναι αυτουνού του τόπου βασιλέας;
ΧΟΡ. Ο Δημοφώντας του Θησέα, γιος άξιου πατέρα.
ΚΟΠ. Πρέπει λοιπόν μ᾽ αυτόνε μόνο να μιλήσω
κι όλα τ᾽ άλλα, όσα είπαμε, μάταια είναι ειπωμένα.
ΧΟΡ. Και νά τος ο ίδιος έρχεται με γρηγοράδα
ως κι ο αδερφός του Ακάμαντας για να σε ακούσουν.
ΔΗΜΟΦΩΝ
(αποτείνεται στους γέροντες του Χορού)
120 Αφού, αν και γεροντότερος συ, επρόλαβές με
κι έτρεξες στον βωμό του Διός εδώ, γιά πες μου
τί έγινε και μαζεύτηκε τούτο το πλήθος;
ΧΟΡ. Τα τέκνα τούτα του Ηρακλή ικέτες καθίσαν
στον βωμόν, ω βασιλιά, στεφανώνοντάς τον
κι ο παραστάτης του πατέρα των, ο Ιόλαος.
ΔΗΜ. Μα οι κλάψες τί τους χρειάζονταν στη συφορά τους;
ΧΟΡ. Ζητώντας να τους πάρει ετούτος με τη βία
απ᾽ τον βωμό, τις φωνές έστησε και κάτου
τον γέρο κύλησε, που μ᾽ έπιασαν τα δάκρυα.
130 ΔΗΜ. Κι όμως, ελληνική στολή και ντύσιμο έχει,
μα τα έργατά του έργατα βάρβαρου χεριού είναι.
Σειρά σου, δίχως άργητα, να μου πεις τώρα
από ποιά χώρα είσαι στον τόπον μας φτασμένος.