ΜΗ. σάφ᾽ ἴσθι· λύει δ᾽ ἄλγος, ἢν σὺ μὴ ᾽γγελᾷς.
ΙΑ. ὦ τέκνα, μητρὸς ὡς κακῆς ἐκύρσατε.
ΜΗ. ὦ παῖδες, ὡς ὤλεσθε πατρῴᾳ νόσῳ.
1365 ΙΑ. οὔτοι νιν ἡμὴ δεξιά γ᾽ ἀπώλεσεν.
ΜΗ. ἀλλ᾽ ὕβρις οἵ τε σοὶ νεοδμῆτες γάμοι.
ΙΑ. λέχους σφε κἠξίωσας οὕνεκα κτανεῖν;
ΜΗ. σμικρὸν γυναικὶ πῆμα τοῦτ᾽ εἶναι δοκεῖς;
ΙΑ. ἥτις γε σώφρων· σοὶ δὲ πάντ᾽ ἐστὶν κακά.
1370 ΜΗ. οἵδ᾽ οὐκέτ᾽ εἰσί· τοῦτο γάρ σε δήξεται.
ΙΑ. οἵδ᾽ εἰσίν, οἴμοι, σῷ κάρᾳ μιάστορες.
ΜΗ. ἴσασιν ὅστις ἦρξε πημονῆς θεοί.
ΙΑ. ἴσασι δῆτα σήν γ᾽ ἀπόπτυστον φρένα.
ΜΗ. στύγει· πικρὰν δὲ βάξιν ἐχθαίρω σέθεν.
1375 ΙΑ. καὶ μὴν ἐγὼ σήν· ῥᾴδιοι δ᾽ ἀπαλλαγαί.
ΜΗ. πῶς οὖν; τί δράσω; κάρτα γὰρ κἀγὼ θέλω.
ΙΑ. θάψαι νεκρούς μοι τούσδε καὶ κλαῦσαι πάρες.
ΜΗ. οὐ δῆτ᾽, ἐπεί σφας τῇδ᾽ ἐγὼ θάψω χερί,
φέρουσ᾽ ἐς Ἥρας τέμενος Ἀκραίας θεοῦ,
1380 ὡς μή τις αὐτοὺς πολεμίων καθυβρίσῃ
τυμβοὺς ἀνασπῶν· γῇ δὲ τῇδε Σισύφου
σεμνὴν ἑορτὴν καὶ τέλη προσάψομεν
τὸ λοιπὸν ἀντὶ τοῦδε δυσσεβοῦς φόνου.
αὐτὴ δὲ γαῖαν εἶμι τὴν Ἐρεχθέως,
1385 Αἰγεῖ συνοικήσουσα τῷ Πανδίονος.
σὺ δ᾽, ὥσπερ εἰκός, κατθανῇ κακὸς κακῶς,
Ἀργοῦς κάρα σὸν λειψάνῳ πεπληγμένος,
πικρὰς τελευτὰς τῶν ἐμῶν γάμων ἰδών.
ΙΑ. ἀλλά σ᾽ Ἐρινὺς ὀλέσειε τέκνων
1390 φονία τε Δίκη.
ΜΗ. τίς δὲ κλύει σοῦ θεὸς ἢ δαίμων,
τοῦ ψευδόρκου καὶ ξειναπάτου;
ΙΑ. φεῦ φεῦ, μυσαρὰ καὶ παιδολέτορ.
ΜΗ. στεῖχε πρὸς οἴκους καὶ θάπτ᾽ ἄλοχον.
1395 ΙΑ. στείχω, δισσῶν γ᾽ ἄμορος τέκνων.
ΜΗ. οὔπω θρηνεῖς· μένε καὶ γῆρας.
ΙΑ. ὦ τέκνα φίλτατα. ΜΗ. μητρί γε, σοὶ δ᾽ οὔ.
ΙΑ. κἄπειτ᾽ ἔκανες; ΜΗ. σέ γε πημαίνουσ᾽.
ΙΑ. ὤμοι, φιλίου χρῄζω στόματος
1400 παίδων ὁ τάλας προσπτύξασθαι.
ΜΗ. νῦν σφε προσαυδᾷς, νῦν ἀσπάζῃ,
τότ᾽ ἀπωσάμενος. ΙΑ. δός μοι πρὸς θεῶν
μαλακοῦ χρωτὸς ψαῦσαι τέκνων.
ΜΗ. οὐκ ἔστι· μάτην ἔπος ἔρριπται.
1405 ΙΑ. Ζεῦ, τάδ᾽ ἀκούεις ὡς ἀπελαυνόμεθ᾽
οἷά τε πάσχομεν ἐκ τῆς μυσαρᾶς
καὶ παιδοφόνου τῆσδε λεαίνης;
ἀλλ᾽ ὁπόσον γοῦν πάρα καὶ δύναμαι
τάδε καὶ θρηνῶ κἀπιθεάζω,
1410 μαρτυρόμενος δαίμονας ὥς μοι
τέκνα κτείνασ᾽ ἀποκωλύεις
ψαῦσαί τε χεροῖν θάψαι τε νεκρούς,
οὓς μήποτ᾽ ἐγὼ φύσας ὄφελον
πρὸς σοῦ φθιμένους ἐπιδέσθαι.
1415 [ΧΟ. πολλῶν ταμίας Ζεὺς ἐν Ὀλύμπῳ,
πολλὰ δ᾽ ἀέλπτως κραίνουσι θεοί·
καὶ τὰ δοκηθέντ᾽ οὐκ ἐτελέσθη,
τῶν δ᾽ ἀδοκήτων πόρον ηὗρε θεός.
τοιόνδ᾽ ἀπέβη τόδε πρᾶγμα.]
***
ΙΑ. Πονάς και εσύ, και είσαι συμμέτοχος στη φρίκη.ΜΗ. Πονάω. Όμως λυτρώνει ο πόνος, εάν εσύ δεν γελάς μαζί μου.
ΙΑ. Παιδιά μου, πόσο σκληρή εστάθηκε η μητέρα σας.
ΜΗ. Αγόρια μου, χαθήκατε από το πάθος του πατέρα σας.
1365 ΙΑ. Δεν τα σκότωσε το δικό μου χέρι.
ΜΗ. Τα σκότωσε όμως η ύβρις και οι νεόκοποί σου γάμοι.
ΙΑ. Και ήτανε το κρεβάτι λόγος για να τα σκοτώσεις;
ΜΗ. Αυτό είναι, θες να πεις, μικρό κακό για μια γυναίκα;
ΙΑ. Σαφώς, αν είναι σώφρων. Εσύ όμως έχεις του κόσμου τα κακά.
1370 ΜΗ. Τα παιδιά δεν υπάρχουν πια. Αυτό, δεν μπορεί, θα σε πονέσει.
ΙΑ. Τα παιδιά είναι —αλίμονο— δαίμονες εκδικητές για σένα.
ΜΗ. Ξέρουν οι θεοί ποιός άρχισε πρώτος τη φρίκη.
ΙΑ. Και βέβαια ξέρουν, τη δική σου ψυχή την κατάπτυστη.
ΜΗ. Μίσησέ με όσο θες. Τη θλιβερή φωνή σου τη σιχαίνομαι.
1375 ΙΑ. Όπως και εγώ τη δική σου. Εύκολο να χωρίσουμε.
ΜΗ. Πώς; Τί να κάνω; Το θέλω τόσο και εγώ.
ΙΑ. Άφησέ με να θάψω τα νεκρά μου παιδιά και να τα κλάψω.
ΜΗ. Ποτέ! Θα τα θάψω εγώ με τούτο το χέρι,
πηγαίνοντάς τα στο ιερό της Ακραίας Ήρας,
1380 να μη βρεθεί κάποιος από τους εχθρούς να τα ατιμάσει
βεβηλώνοντας τους τάφους. Για τους χρόνους που έρχονται
θα θεσπίσω εδώ στη γη του Σισύφου
ιερή εορτή και σεμνές τελετές,
καθαρμό και λύτρο για το άγος του φόνου.
Τώρα πορεύομαι στη χώρα του Ερεχθέα,
1385 να ζήσω εκεί με τον Αιγέα, τον γιο του Πανδίονα.
Εσύ, ελεεινέ, θα λάβεις, όπως σου αρμόζει, θάνατο ελεεινό,
χτυπημένος στο κεφάλι από ένα συντρίμμι της Αργώς,
αφού θα έχεις δει το πικρό τέλος του γάμου μας.
ΙΑ. Εύχομαι η Ερινύα των τέκνων
1390 και η Δίκη του χυμένου αίματος να σε συντρίψουν.
ΜΗ. Και ποιός θεός, ποιός δαίμονας εισακούει εσένα
τον ψεύδορκο, τον προδότη των φίλων;
ΙΑ. Αλίμονο! Αλίμονο! Μίασμα! Παιδοκτόνε!
ΜΗ. Πήγαινε στο σπίτι και θάψε τη σύζυγο.
1395 ΙΑ. Πηγαίνω, ορφανός από τα δυο μου παιδιά.
ΜΗ. Δεν άρχισε ακόμα ο θρήνος. Περίμενε και τα γηρατειά.
ΙΑ. Παιδιά μου, λατρεμένα μου.
ΜΗ. Για τη μητέρα τους, όχι για σένα.
ΙΑ. Γι᾽ αυτό τα σκότωσες;
ΜΗ. Για να πληγώσω εσένα.
ΙΑ. Ωωω, θέλω να φιλήσω τα αγαπημένα χείλη
1400 των παιδιών μου ο δύστυχος.
ΜΗ. Τώρα θες να τους μιλήσεις, τώρα να τ᾽ αγκαλιάσεις,
τότε τα απαρνήθηκες.
ΙΑ. Άφησέ με, για όνομα των θεών, ν᾽ αγγίξω
τα τρυφερά κορμιά των παιδιών μου.
ΜΗ. Ποτέ. Άδικα ξοδεύεις τα λόγια σου.
1405ΙΑ. Ω Ζευ, άκουσες πώς με διώχνει και πώς με τυραννάει
αυτό το μίασμα, η παιδοκτόνος λέαινα;
Όμως όσο είναι θεμιτό και με όση δύναμη έχω
θρηνώ και δέομαι.
1410 Καλώ τους θεούς να είναι μάρτυρες:
σκότωσες τα παιδιά μου και δεν με αφήνεις
να τ᾽ αγγίξω με τα χέρια μου
και να θάψω τα νεκρά σώματα.
Ας ήτανε να μην τα είχα σπείρει ποτέ
και να μην τα έβλεπα σφαγμένα από σένα.
(Η Μήδεια απομακρύνεται πάνω στο φτερωτό άρμα.
Ο Ιάσων εξέρχεται από την πάροδο.)
1415 [ΧΟ. Πολλών χορηγός ο Δίας στον Όλυμπο.
Πολλά οι θεοί τελούν ανέλπιστα.
Όσα προσδοκήσαμε δεν εκπληρώθηκαν·
στο απροσδόκητο βρίσκουν διέξοδο οι θεοί.
Τέτοιο τέλος έλαβε αυτό που επράχθη.]
(Εξέρχεται ο Χορός από την ίδια πάροδο με τον Ιάσονα.)