O Σωκράτης είναι πριν από τον G.E. Moore ο σπουδαιότερος ερωτητής στην ιστορία της ηθικής φιλοσοφίας, ένας «αιώνιος ερωτητής» (Pierre Hadot).Έθετε κυρίως ερωτήματα, παρά έδινε απαντήσεις (W. P. Cleveland). Αρκετοί σύγχρονοι ηθικοί φιλόσοφοι αρχίζουν την προβληματική τους στην κανονιστική ηθική, τη μεταηθική και την εφαρμοσμένη ηθική θέτοντας και πάλι τα ριζικά ερωτήματα του Σωκράτη (Frankena,Prionggi, Sahakian). H έγνοια του για το «τι εστίν» κάθε πράγματος, έννοιας και αρετής, ανάλογο με το αριστοτελικό «διότι» στον χώρο της επιστήμης, κληροδοτήθηκε από τον Σωκράτη στην ανθρωπότητα ως θεμελιακή αφετηρία της φιλοσοφίας. Και η αγωνία του για το «πως βιωτέον» και «όντινα τρόπον χρη ζην» αποτέλεσαν τα καταστατικά προβλήματα τόσο της ηθικής φιλοσοφίας όσο και της ηθικής πράξης.
Ο Σωκράτης δεν πρέπει να μεταχειρίστηκε τον όρο «ηθική», που καθιερώνεται ως επίθετο από τον Αριστοτέλη και ως ουσιαστικό από την Ακαδημία και τους στωικούς, εκφράζοντας το πράγμα ως «επιμέλεια αρετής» και ως «ψυχής θεραπεία», με την προσωπική του ηθική έννοια της ψυχής και σε αντιδιαστολή με το σοφιστικό «επάγγελμα αρετής». O Σωκράτης, ωστόσο, πρέπει να μεταχειρίστηκε τον όρο φιλοσοφία, που για πρώτη φορά απαντά στον Πλάτωνα, τον Ισοκράτη και τον Ξενοφώντα, καίτοι από τον Διογένη Λαέρτιο αποδίδεται στον Πυθαγόρα, ενώ τόσο οι όροι «φιλόσοφος» (Ηράκλειτος) και φιλοσοφώ» (Ηρόδοτος) είναι αρκετά παλαιότεροι. Μέχρι την εποχή του τον όρο μάλλον απέδιδε η λέξη «σοφία», αλλά για τον Σωκράτη «σοφός είναι μόνο ο θεός». Το πρόβλημα της διακρίβωσης της προσωπικής φιλοσοφίας του Σωκράτη είναι ότι δεν έγραψε τίποτα κι έτσι δεν μας άφησε τη δυνατότητα της εξερεύνησης και ερμηνείας μιας δικής του αυθεντικής φιλοσοφίας. Αναμφισβήτητα, ωστόσο, ο Σωκράτης προσπάθησε να θεμελιώσει την ηθική φιλοσοφία γνωσιοκρατικά, με τη γνωστή «σωκρατική μέθοδο», τη θρυλική μαιευτική, και με μια διαλεκτική διαμετρικά αντίθετη από τη σοφιστική.
Η γνωστή από τον Κικέρωνα «προσγείωση» της φιλοσοφίας από τον Σωκράτη δεν σημαίνει ότι ο λόγος του έπεσε σ’ ένα απέραντο κενό. Όπως ήδη τονίσαμε, ψήγματα φιλοσοφικού ηθικού προβληματισμού βρίσκουμε σε μερικούς προσωκρατικούς (Ξενοφάνη, Ηράκλειτο, Εμπεδοκλή, πυθαγόρειους), σε ποιητές και σοφιστές και, παράλληλα, καίτοι ανεξάρτητα, στον σύγχρονο του Δημόκριτο, στον οποίο ανιχνεύονται κάποιες σωκρατικού τύπου ενοράσεις υπό μορφή αφορισμών, η γνώση των οποίων δεν είναι βέβαιο πόσο εφικτή ήταν στην Αθήνα της εποχής του. O Σωκράτης ωστόσο με κριτήριο τον «λόγο» θεμελίωσε την αυτονομία της ηθικής, διαχωρίζοντας το όσιο και το αγαθό από το θέλημα του θεού και την ενότητα της αρετής, αντιδιαστέλλοντας την «καθόλου» αρετή από το «σμήνος των αρετών». Επιχειρηματολόγησε σχετικά με το διδακτό της αρετής και υποστήριξε την κυριαρχικότητα ή επάρκεια της αρετής για την ευδαιμονία σε όλους τους σωκρατικούς διάλογους. Κι αυτό τον φέρνει εξαιρετικά κοντά στο καίριο αίτημα της εποχής μας για μια, αν όχι αντικειμενική, τουλάχιστον διϋποκειμενική ηθική, για μια οικουμενική ηθική, με υπέρβαση του πολιτισμικού, θρησκευτικού και ηθικού σχετικισμού, για έναν κώδικα κοινών αξιών, αναγκαίων για την επιβίωση του ανθρώπου ως Ανθρώπου.
Η σχετική με την ηθική αποκλειστικά σωκρατική βιβλιογραφία, με τη μορφή μονογραφιών, είναι συγκριτικά περιορισμένη (Dawson, Debenisse. Alfonsi) σε σύγκριση με τη βιβλιογραφία για ποικίλες πτυχές της προσωπικότητας του, για τη δίκη και τον θάνατο του, ενώ αφθονούν τα άρθρα σε επιμέρους θέματα της ηθικής φιλοσοφίας του. Με βάση ωστόσο τους έστω συναισθηματικά φορτισμένους και με πολεμικό χαρακτήρα πρώιμους πλατωνικούς διάλογους, που γενικώς αναγνωρίζονται ως σωκρατικοί, κυρίως με την Απολογία και τον Κρίτωνα, αλλά και με τον Ευθύφρονα, τον Λάχη, τον Λύσι, τον Χαρμίδη, τον Πρωταγόρα, τον Ευθύδημο, τον Γοργία και κάποιους ελάσσονες άλλους που δεν επικεντρώνονται στην ηθική, με προσφυγή στα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα, στον βαθμό που δεν διαφωνούν ριζικά με την πλατωνική εικόνα – παρά το ότι ζωγραφίζουν έναν Σωκράτη ελάχιστα απορητικό – και λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη τις νηφάλιες κριτικές παρατηρήσεις του Αριστοτέλη, αλλά και με αναφορές στην προσωπικότητα, το ήθος και τη μέθοδο του Σωκράτη σε άλλους, ακόμη και μέσους διάλογους του Πλάτωνα, μπορεί κανείς με υπομονή και επιμονή, με φαντασία και τόλμη, μέσα από τους πολλούς λογοτεχνικούς χαρακτήρες, τα προσωπεία και τις μάσκες πίσω από τις οποίες μας εμφανίζεται-, να ανασυνθέσει το αίνιγμα «Σωκράτης» και να κωδικοποιήσει τις εσώψυχες προσωπικές του παραδοχές, που κρύβονταν πίσω από τις αναρίθμητες ερωτήσεις που υπέβαλε στους συνομιλητές του και τελικά έμειναν αναπάντητες. Να ανακαλύψει δηλαδή τι κρυβόταν πίσω από το σμήνος των κάποτε αθώων, κάποτε ηθελημένα αφελών και ερμητικά εφτασφράγιστων ερωτημάτων του. Να ανασυνθέσει τελικά μια κάποια εικόνα που να αντικατοπτρίζει σε γενικές γραμμές τον ηθικό φιλόσοφο Σωκράτη. Να βάλει σε μια λογική και οριστική σειρά τις έννοιες που κυκλικά αλληλοκαθορίζονταν και αλληλοεξαρτιόνταν: «αρετή, γνώση, αγαθό, ευδαιμονία. Πρόσθετη δυσκολία για τη λύση του γρίφου της ιεράρχησης και των προτεραιοτήτων των αξιών του αποτελεί και η έστω μεθοδολογική αρχή του «εν οίδα ότι ουδέν οίδα», η ομολογία του ότι δεν υπήρξε δάσκαλος με την καθιερωμένη έννοια κανενός και η ματαιοπονία να συναχθεί μια απάντηση μέσα από μια αρμαθιά αναπάντητων ερωτήσεων.
Χρήσιμος για μια πρώτη χαρτογράφηση των φιλοσοφικών προβλημάτων που αποτέλεσαν την κινητήρια δύναμη των απαρχών της ηθικής φιλοσοφίας με τον Σωκράτη είναι ο Αριστοτέλης. Από τον Πλάτωνα κυρίως του προσγράφεται η διαβόητη πια ειρωνεία, κυρίως ως προσποίηση από μέρους του άγνοιας κι έτσι ως μεθοδολογική αρχή αναζήτησης της ουσίας του αντικειμένου της συζήτησης, και η χρήση αναλογικών επιχειρημάτων. Από τον Αριστοτέλη η αναζήτηση καθολικού ορισμού των ηθικών κυρίως εννοιών και η εφαρμογή της επαγωγής για τα ηθικά του παράδοξα, όπως η αρετή είναι επιστήμη-γνώση, επαρκής για την ευδαιμονία, κανείς δεν κάνει κακό θεληματικά, η ακρασία ανάγεται τελικά στην άγνοια και την αμάθεια κλπ. Για την ερμηνεία, την εξήγηση και τη δικαίωση αυτών των παραδοχών-συμπερασμάτων αναπάντητων ερωτήσεων χρειάζεται η επιστράτευση προσωπικής κατανόησης του μελετητή, γιατί το τι ήθελε να πει κάθε φορά ο Σωκράτης μας έρχεται από δεύτερο και τρίτο χέρι, με αποτέλεσμα ελάχιστα να συμφωνούν οι εκάστοτε ερμηνείες.
Μια καλή εικόνα ωστόσο της σωκρατικής μεθόδου και συγχρόνως μια επαλήθευση της αριστοτελικής ετυμηγορίας μας δίνουν οι πρώτοι «απορητικοί» πλατωνικοί διάλογοι (Θεοδωρακόπουλος ΐ97θ). Στους διάλογους αυτούς ο Σωκράτης διερευνά με τους εκάστοτε συνομιλητές του το περιεχόμενο κάθε φορά μιας ηθικής έννοιας ή αρετής. Στον Ευθύφρονα, λ.χ., εξετάζει την έννοια του «όσιου», στον Λύσι την έννοια της φιλίας, στον Λάχη την έννοια της ανδρείας, στον Ιππία Μείζονα την έννοια του ωραίου, στο πρώτο βιβλίο της Πολιτείας την έννοια της δικαιοσύνης, στον Μένωνα την αρετή γενικά, στον Γοργία τη ρητορική και τη δικαιοσύνη, στον Πρωταγόρα την ενότητα της αρετής και το διδακτό της, στον Ευθύδημο τη σχέση των αγαθών με την ευδαιμονία κλπ. H σωκρατική διαλεκτική συνίσταται στον έλεγχο στον οποίο υποβάλλει ο Σωκράτης τον συνομιλητή του και τον κάνει να συνειδητοποιήσει τις ασυνέπειες και τις αντιφάσεις του κι έτσι να παραδεχτεί την άγνοια του. O διάλογος συνήθως αρχίζει με τον ορισμό μιας έννοιας ή μιας ηθικής αρετής, ο οποίος στη συνέχεια αναιρείται. Προτείνονται άλλοι ορισμοί, που επίσης ανασκευάζονται, και στο τέλος διαπιστώνεται άγνοια της αρετής γενικά ή της συγκεκριμένης ηθικής αρετής ή έννοιας και συνήθως το θέμα μένει ανοιχτό για μια άλλη συζήτηση. Κατά τη συζήτηση προκύπτουν αρκετά «σωκρατικά παράδοξα», δηλαδή αξιώσεις αντίθετες με τις κοινές ενοράσεις. Πρέπει να τονιστεί ότι με τη διαλεκτική του μέθοδο δεν αναζητεί ο Σωκράτης το λεξικογραφικό νόημα του όρου που εξετάζει, αλλά, όπως εξηγεί ο Βλαστός, «μια μοναδική εξήγηση που εφαρμόζεται σε όλους τους ενάρετους ανθρώπους και στις πράξεις τους και δείχνει σε τι έγκειται σε κάθε περίπτωση η αρετή». Αναζητεί, δηλαδή, ένα κριτήριο, ένα σταθερό χαρακτηριστικό σε αναφορά με το οποίο κρίνονται όλα τα πρόσωπα και όλες οι πράξεις.
Από τη συναίνεση των πηγών προκύπτουν ως σωκρατικές οι θέσεις ότι η αρετή είναι γνώση, ίσως γνώση αγαθών και κακών, ή γνώση του αγαθού, όπως θα προσθέσει αργότερα ο Πλάτωνας (Pamela Huby), ότι κανείς δεν είναι κακός εκούσια αλλά επειδή αγνοεί το αγαθό, έχει εσφαλμένη αντίληψη γι’ αυτό και κάνει λάθος, ότι σημαντικά είναι μόνο ή κυρίως τα αγαθά της ψυχής και όχι του σώματος, ότι η αρετή είναι γνώση («επιστήμη») και είναι επαρκής, αν όχι αυτάρκης, για την ευδαιμονία ως εκπλήρωση των δυνατοτήτων μας – όλοι θέλουμε να είμαστε ευτυχισμένοι -, ότι το δίκαιο συμφέρει εκείνον που το ασκεί – justice pays, όπως έλεγε ο Βλαστός -, ότι είναι σύμφωνο με τον ορθό λόγο και αναγκαίο για το ευ ζην να είναι κανείς ηθικός και προπαντός η απόρριψη του παραδοσιακού ανταποδοτικού δικαίου και η ανάγκη υποταγής στον νόμο με οποιοδήποτε τίμημα.
Πιο συγκεκριμένα, με βάση την – πολύ βολική στα δύσκολα – αρχή ότι καθένας μας έχει τον δικό του Σωκράτη, ο σπουδαιότερος κατά τη γνώμη μου μελετητής του Σωκράτη ως ηθικού φιλοσόφου στην εποχή μας, με αναλυτική μέθοδο και έμφαση στην επιχειρηματολογία, (Γρηγόρης Βλαστός) φαίνεται να εντοπίζει τη σωκρατική συμβολή κυρίως στην κυριαρχικότητα ή την επάρκεια της αρετής για την ευδαιμονία και στην απόρριψη της ανταπόδοσης. O Γεράσιμος Σάντας διαχωρίζοντας το «παράδοξο της φρόνησης», που αφορά στα «καλά και κακά για κάποιον πράγματα» με όρους ωφέλειας και βλάβης, από το «ηθικό παράδοξο», όπου εγείρονται ζητήματα δικαιοσύνης και αδικίας, ορθού και σφάλματος, δηλαδή με το νεότερο πνεύμα ζητήματα ηθικά, επισημαίνει ότι «τη σωκρατική ηθική απαρτίζουν κατά βάση δύο κύριες απόψεις: αυτή που υποστηρίζει ότι η αρετή είναι γνώση, ή τα αποκαλούμενα ‘σωκρατικά παράδοξα’, κι εκείνη που δηλώνει ότι η αρετή φέρνει ευτυχία και η κακία δυστυχία». O Θεοχάρης Κεσσίδης τονίζει ιδιαίτερα την αυτογνωσία και την έμφαση που έδωσε ο Σωκράτης στα αγαθά της ψυχής. O Terence Irwin. τέλος, για να περιορίσω την επισκόπηση μου, μιλά για τον ευδαιμονισμό του Σωκράτη, επισημαίνοντας τη συνάρτηση της ευδαιμονίας με τον λόγο και την αναγωγή της όχι στην ηδονή με την κοινή έννοια ή στην απλή ικανοποίηση της οποιασδήποτε επιθυμίας, αλλά στην πραγμάτωση της ανθρώπινης φύσης, στην εκπλήρωση του φυσικού δυναμικού του ατόμου, με βάση την αρχή ότι η αρετή είναι επαρκής για την απόκτηση της ευδαιμονίας και με την πεποίθηση ότι η δικαιοσύνη και η ηθικότητα συνιστούν το πραγματικό συμφέρον του ανθρώπου. Σε παρόμοια πορίσματα καταλήγουν και άλλοι μελετητές, μερικοί από τους οποίους αντιμετωπίζουν τις θέσεις αυτές με σύγχρονα λογικά, ψυχολογικά και λογικά κριτήρια, επισημαίνοντας και κάποιες επιστημολογικές και λογικές ανεπάρκειες στη σωκρατική επιχειρηματολογία, απότοκες οπωσδήποτε του σωκρατικού ηθικού ντετερμινισμού, της τελεολογίας και της νοησιοκρατίας.
Οι θέσεις όμως αυτές αποτέλεσαν τον καταστατικό χάρτη της ηθικής για τη μετασωκρατική ελληνική ηθική φιλοσοφία, η οποία, παρά την κάποτε κριτική στάση της, όπως στην περίπτωση του Αριστοτέλη και περισσότερο των επικούρειων, επιδόθηκε σε περαιτέρω επεξεργασία και συμπλήρωση τους, όπως στην περίπτωση του Πλάτωνα, των κυνικών και ιδιαίτερα της Στοάς. Ωστόσο, δεν είναι τόσο οι θέσεις καθεαυτές που εξηγούν τη μοναδικότητα και την επικαιρότητα του Σωκράτη – ίσως ο Αριστοτέλης και κυρίως οι στωικοί, ακόμη και μερικοί σοφιστές, να είναι εγγύτεροι στο νεωτερικό πνεύμα – όσο η πρωτοτυπία, η μέθοδος, οι προθέσεις, το ήθος, το πάθος και η μαστοριά του κορυφαίου Αθηναίου φιλοσόφου και κυρίως η ανάδειξη της δικαιοσύνης σε λυδία λίθο λόγου και πράξης και προπαντός το παράδειγμα συνέπειας λόγων και βίου που κληροδότησε στην ανθρωπότητα. Τα πρωτόγνωρα αυτά, που υπαινίχτηκε περισσότερο παρά που έθεσε, κινητοποίησαν τον φιλοσοφικό στοχασμό του Πλάτωνα να τα φτάσει στα όρια τους και του Αριστοτέλη να τα ξεκαθαρίσει, των κυνικο-στωικών να τα αναβαπτίσουν, με αποτέλεσμα η λαμπαδηδρομία της φιλοσοφίας του να τρέχει ακαταπόνητα μέχρι σήμερα. Μπορεί να είναι υπερβολικός ο λόγος του Κωνσταντίνου Δεσποτόπουλου, αλλά εξηγεί παραστατικά το φαινόμενο Σωκράτης, όχι τόσο, πιστεύω, γι’ αυτά τα λίγα θετικά στοιχεία που συνιστούν τον φιλοσοφικό πυρήνα της ηθικής του φιλοσοφίας, πολλά από τα οποία δεν τα συμμερίζονται αρκετοί φιλόσοφοι σήμερα, αλλά για το πώς «δεν τα είπε», και πότε τα βίωσε και τα έδωσε ως χρησμούς στους επίγονους, ώστε ο Σωκράτης να είναι και σήμερα η ενσάρκωση της φιλοσοφίας, ταυτόσημος με τη φιλοσοφία. Λέει ο Δεσποτόπουλος : «Χωρίς τον Σωκράτη δεν θα είχε υπάρξει ο Πλάτων ως ο κατ’ εξοχήν δημιουργός της αίδιας φιλοσοφίας, δεν θα είχε υπάρξει άρα ούτε η φιλοσοφία του Αριστοτέλους, ούτε η φαντασμαγορία της έκτοτε Ιστορίας της Φιλοσοφίας…. Και αντίστροφα χωρίς τον Πλάτωνα δεν θα είχε αποκτήσει ο Σωκράτης όποια ιστορική μεγαλοσύνη έχει ως την εποχή μας, ως ακήρατη μορφή αυθεντικού ήρωος και μάρτυρος της φιλοσοφίας».
Αρκετές ηθικές θέσεις του Σωκράτη ανιχνεύονται στην Απολογία και στα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα (Γεωργούλης), μερικές από τις οποίες θίξαμε συζητώντας τον βίο και το τέλος του. Ουσιώδη και προσωπικά χαρακτηριστικά της μεθόδου της σωκρατικής ηθικής φιλοσοφίας είναι, όπως είπαμε, η σωκρατική «ειρωνεία», ο «έλεγχος», «η επάρκεια της αρετής για την ευδαιμονία», η «απόρριψη της ανταπόδοσης», «η αρετή είναι γνώση», «ουδείς εκών κακός» και όσες άλλες ο κάθε μελετητής θα κατορθώσει να συναγάγει. Αξίζει πολύ συνοπτικά να συζητήσουμε κάποιες από αυτές εκτενέστερα, ακολουθώντας σε μερικά σημεία στην περιοχή αυτή την ετυμηγορία του Βλαστού, αλλά και σημειώνοντας τις όποιες παρεκκλίσεις μας. Παρά τις κάποιες ενστάσεις που μπορεί να εγείρει κανείς σε μερικές ερμηνείες του πρωτοπόρου αναλυτικού ιστορικού της αρχαίας φιλοσοφίας, όπως και έχει ήδη γίνει, ο Βλαστός, πιστεύω, δουλεύοντας πάνω στον Σωκράτη μια ολόκληρη ζωή, μας έδωσε τον πιο γνήσιο και συνεπή ηθικό φιλόσοφο Σωκράτη.
Στους (πλατωνικούς) διαλόγους βλέπουμε τον Σωκράτη να αναζητεί μια θεωρία που να εφαρμόζεται στην ανθρώπινη αρετή. Σε μερικές περιπτώσεις δε αναζητεί μια θεωρία ενός από τα συστατικά στοιχεία της αρετής δηλαδή μια ιδιαίτερη αρετή (όπως η θεοσέβεια στον Ευθύφρονα, το θάρρος στον Λάχη και η σωφροσύνη στον Χαρμίδη), ενώ σε άλλους διαλόγους (Μένων, Πρωταγόρας) αναζητεί μια γενική θεωρία της αρετής. Σε όλους αυτούς τους διαλόγους η έρευνα είναι, τουλάχιστον φαινομενικά, ανεπιτυχής, αφού κάθε διάλογος τελειώνει με την παραδοχή Σωκράτη και των συνομιλητών του ότι δεν έχουν φθάσει στην περιγραφή της αρετής ή των στοιχείων της που αναζητούσαν. Υπάρχουν, ωστόσο, μερικές ευδιάκριτες διαφορές στους διαλόγους.
Στους τρεις που πραγματεύονται τις ιδιαίτερες αρετές, η συζήτηση είναι πιο ανιχνευτική, ο Σωκράτης δεν ταυτίζεται πρόθυμα με καμία συγκεκριμένη γνώμη, και είναι τουλάχιστον εύλογο να δεχθούμε το τελικό αδιέξοδο που δημιουργείται.
Στον Μένωνα και τον Πρωταγόρα από την άλλη πλευρά, ο Σωκράτης επιχειρηματολογεί σταθερά υπέρ της θέσης ότι η αρετή είναι γνώση.
Υπάρχει, λοιπόν, ακόμη και μέσα στους διαλόγους που πραγματεύονται τους ορισμούς, μια εξέλιξη της εικόνας του Σωκράτη, από έναν καθαρά κριτικό ερευνητή σε έναν υποστηρικτή θεωρίας.
Η βάση της θεωρίας είναι ο συνδυασμός της αντίληψης της αρετής ως της ιδιότητας που εγγυάται συνολική επιτυχία στη ζωή με την πραγματική θέση ότι εκείνο που στην πραγματικότητα εγγυάται αυτή την επιτυχία είναι η γνώση του τι είναι καλύτερο για το υποκείμενο. Αυτό με τη σειρά του βασίζεται σε μια περιεκτική θεωρία των ανθρώπινων κινήτρων δηλαδή στο ότι η αντίληψη του υποκειμένου για το τι είναι συνολικά το καλύτερο γι’ αυτόν ή αυτήν (π.χ. τι προάγει με τον καλύτερο τρόπο την ευδαιμονία, τη συνολική επιτυχία στη ζωή) είναι επαρκής για να προκαλέσει τη δράση με σκοπό την πραγματοποίηση του στόχου.
Αυτό το κίνητρο συμπεριλαμβάνει την επιθυμία καθώς και την πίστη· ο Σωκράτης υποστηρίζει (Μένων 77c – 78b) ότι όλοι επιθυμούν τα ενάρετα πράγματα, Γι’ αυτόν το λόγο, εκείνο που απαιτείται για την ορθή συμπεριφορά είναι η ορθή εστίαση, η οποία πρέπει να είναι μια ορθή αντίληψη για τη συνολική ευδαιμονία του υποκειμένου.
Κάθε υποκείμενο αποβλέπει πάντα σε αυτό που θεωρεί ότι είναι το καλύτερο για εκείνον ή για εκείνη και η αποτυχία να επιτύχει αυτόν το σκοπό πρέπει να εξηγηθεί από την αποτυχία να τον κατανοήσει σωστά, δηλαδή από μια γνωσιολογική έλλειψη και όχι από οποιαδήποτε έλλειψη κινήτρου. Ο Σωκράτης το εξηγεί αυτό με σαφήνεια στον Πρωταγόρα με την προϋπόθεση, την οποία αποδίδει στους ανθρώπους γενικά, ότι το συνολικό συμφέρον του υποκειμένου πρέπει να ορισθεί με ηδονιστικούς όρους, όπως ακριβώς συμβαίνει με τη ζωή η οποία προσφέρει την ισορροπία ανάμεσα στην ηδονή και τη θλίψη.
Δεδομένης αυτής της προϋπόθεσης, είναι αφελές να εξηγήσουμε ότι η αδικία οφείλεται στο ότι υπερνικάται κανείς από την ηδονή ή από οποιοδήποτε είδος επιθυμίας· κάποιος θα έχει κάνει απλώς λάθος στην εκτίμηση του για το τι θα έφερνε τη μεγαλύτερη ηδονή ή από οποιοδήποτε είδος επιθυμίας Όπως λέει ο Σωκράτης (358d), «δεν είναι στην ανθρώπινη φύση να είναι πρόθυμη να επιλέγει αυτό που θεωρεί κάποιος ότι είναι κακό μάλλον παρά καλό». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, η άποψη πως η αντίληψη του υποκειμένου για το καλό είναι η μοναδική εστία κινήτρου (που υποστηρίζεται επίσης στον Μένωνα) ανήκει στον Σωκράτη.
Αυτή η περιγραφή της αρετής ως γνώσης προέρχεται άμεσα από τον περίφημο ισχυρισμό του Σωκράτη, ότι ο άνθρωπος εάν γνωρίζει ποιο είναι το αγαθό δεν το πράττει ή αντίστροφα, εάν γνωρίζει ότι είναι κακό, δεν έχει τη δύναμη να αντισταθεί και να μην το πράξει (ακρασία)· σύμφωνα με τον Αριστοτέλη (Ηθικά Νικομάχεια 1145b 26-7) ο Σωκράτης υποστήριξε ότι «κανένας δεν ενεργεί αντίθετα με αυτό που πιστεύει ότι είναι το καλύτερο, αλλά το κάνει αυτό λόγω σφάλματος», θέση η οποία εκφράζεται πιο συνοπτικά με το απόφθεγμα «κανείς δεν κάνει λάθος από πρόθεση» [«οὑδεὶς ἑκὼν ἁμαρτάνει» (Πρωταγόρας, 345e)].
Ως εδώ η θεωρία ταυτίζει την αρετή με την ιδιότητα που εγγυάται ευδαιμονία στη ζωή, και την ιδιότητα αυτή, μέσω της θεωρίας του κινήτρου, με την γνώση αυτού που είναι καλύτερο για το υποκείμενο. Ωστόσο, η παραπάνω θεωρία στερείται ηθικού περιεχομένου· τίποτε σε αυτή δεν δηλώνει, ούτε καν υπονοεί, ότι αυτό που είναι το καλύτερο για το υποκείμενο είναι να ζει μια ενάρετη ζωή Αλλά αν υπάρχει κάτι που είναι χαρακτηριστικό στον Σωκράτη, αυτό είναι η επιμονή του για την υπεροχή της ηθικότητας. Όπως είδαμε, στην Απολογία λέει ότι γνωρίζει πως, ότι και αν συμβεί, δεν πρέπει να παρανομήσει παραβαίνοντας τη θεϊκή εντολή να φιλοσοφεί, και στον Κρίτωνα η θεμελιώδης θέση ότι δεν πρέπει ποτέ κανείς να παρανομεί (ή να διαπράττει αδικία») αποτελεί την καθοριστική αρχή της απόφασης του να μην επιχειρήσει να δραπετεύσει από τη φυλακή (49a-b). Η σύνδεση με τη θεωρία του κινήτρου εδραιώνεται με τη θέση ότι η καλύτερη ζωή για το υποκείμενο είναι εκείνη σύμφωνα με τις επιταγές της ηθικής. Δεδομένης αυτής της θέσης, η ρήση ότι κανείς δεν αδικεί από πρόθεση προσλαμβάνει την ηθική διάσταση ότι κανένας δεν αδικεί με τη θέλησή του, αλλά όσοι παρανομούν το κάνουν ακουσίως (Γοργίας, 509e). Έτσι καταγράφεται η πλήρης ηθική ερμηνεία αυτού που έχει γίνει γνωστό ως «Σωκρατικό παράδοξο».
Η θέση ότι η ηθική ζωή είναι η καλύτερη ζωή για το υποκείμενο διαδραματίζει συνεπώς τον κεντρικό ρόλο της σύνδεσης των διαισθήσεων του Σωκράτη για την υπεροχή της ηθικότητας με τη θεωρία του ιδιοτελούς κινήτρου, που είναι η θεμελίωση της συνταύτισης της αρετής, με τη γνώση. Εδώ βρίσκεται ο ακρογωνιαίος λίθος. Με δεδομένη αυτή τη σπουδαιότητα, προκαλεί, ωστόσο, κατάπληξη το πόσο μικρή επιχειρηματολογική υποστήριξη δέχεται. Στον Κρίτωνα 47e, η δικαιοσύνη και η αδικία περιγράφονται ως αντίστοιχη της υγείας και της νόσου της ψυχής· γι’ αυτόν το λόγο, όπως ακριβώς δεν αξίζει να ζει κανείς μ’ ένα νοσηρό και μολυσμένο σώμα, έτσι δεν αξίζει να ζει με μια νοσηρή και διεφθαρμένη ψυχή. Αυτό, όμως, δεν συνιστά επιχείρημα.
Ο Πλάτων προσφέρει μερικά επιχειρήματα στον Γοργία, αλλά είναι αδύνατα. Ο Σωκράτης επιχειρηματολογεί κατά του Πώλου ότι οι επιτυχημένοι τύραννοι, οι οποίοι, όπως συμφωνούν και οι δύο, επιδεικνύουν το έπακρο της αδικίας, δεν εξασφαλίζουν τη καλύτερη ζωή για τους εαυτούς τους, όπως ισχυρίζεται ο Πώλος. Αντιθέτως, ποτέ δεν αποκτούν αυτό που αληθινά θέλουν, γιατί αυτό που θέλουν είναι να φροντίζουν για τους εαυτούς τους, ενώ η αδικία τους βλάπτει τους ίδιους. Η απόδειξη ότι βλάπτει αυτούς (473e-475c) αρχίζει από την παραδοχή του Πώλου ότι το να ενεργούν άδικα, αν και είναι καλό (αγαθόν) για το υποκείμενο, είναι αισχρό για το σύνολο. Ο Σωκράτης, στη συνέχεια, εξασφαλίζει τη σύμφωνη γνώμη του Πώλου για την αρχή πως οτιδήποτε είναι αισχρό είναι έτσι, είτε επειδή είναι δυσάρεστο είτε επειδή είναι επιζήμιο.
Αργότερα στο διάλογο (503e-504d), ο Σωκράτης επιχειρηματολογεί κατά του Καλλικλή ότι, αφού το καλό των πάντων (π.χ. μιας βάρκας ή ενός σπιτιού) εξαρτάται από τη σωστή αναλογία και τάξη των συστατικών του μερών, το καλό του σώματος και της ψυχής θα πρέπει να εξαρτάται από τη σωστή αναλογία κα τάξη των συστατικών τους μερών: αντιστοίχως υγεία για το σώμα και δικαιοσύνη και αυτοπειθαρχία για την ψυχή. Ο παραλληλισμός της σωματικής υγείας και της αρετής, που απλώς διακηρύχθηκε στον Κρίτωνα, εδώ υποστηρίζεται από τη γενική αρχή ότι η αρετή εξαρτάται από την οργάνωση των στοιχείων που την αποτελούν.
Το φιλοσοφικό δόγμα ότι η αρετή είναι γνώση αποτελεί το κλειδί για την κατανόηση της επονομαζόμενης Ενότητας των Αρετών, που υποστηρίζεται από το Σωκράτη στον Πρωταγόρα. Σε αυτόν το διάλογο, ο Πρωταγόρας δέχεται ως δεδομένη τη παραδοσιακή εικόνα των αρετών ως συνόλου ιδιοτήτων διακριτών η μια από την άλλη, όπως, για παράδειγμα, είναι διακριτές οι διαφορετικές σωματικές αισθήσεις. Ένα ανθρώπινο ον που λειτουργεί σωστά πρέπει να τις έχει όλες σε σωστή λειτουργία, είναι όμως δυνατό να έχει μερικές και να στερείται κάποιες άλλες· ειδικότερα, είναι δυνατό να διαθέτει φοβερό θάρρος και να υπολείπεται σημαντικά, όσον αφορά τις άλλες αρετές (329d-e). Αντιθέτως ο Σωκράτης υποστηρίζει ότι τα ονόματα των διακριτών αρετών, θάρρος, αυτοπειθαρχία κ.α., είναι όλα «ονόματα του ενός και ιδίου πράγματος» (329c-d) και στη συνέχεια του διαλόγου διασαφηνίζει πως πρέπει να γίνει αυτό κατανοητό, δηλώνοντας (316b) ότι «προσπαθεί να δείξει ότι όλα τα είδη, δικαιοσύνη, αυτοπειθαρχία και θάρρος είναι γνώση». Το πλαίσιο μέσα στο οποίο καθεμία από τις αρετές είναι γνώση αποτελεί το γεγονός ότι, σύμφωνα με τη θεωρία του κινήτρου που περιγράφηκε παραπάνω, η γνώση αυτού που είναι καλύτερο για το υποκείμενο είναι αναγκαία και επαρκής, ώστε να εγγυάται τη σωστή συμπεριφορά σε οποιονδήποτε τομέα της ζωής εφαρμόζεται η γνώση. Δεν θα έπρεπε να θεωρήσουμε τις διακριτές αρετές ως διαφορετικά είδη μιας γενικής γνώσης· σύμφωνα με αυτό, η ευσέβεια είναι η γνώση των θρησκευτικών και το θάρρος είναι η γνώση που έχει να κάνει με ότι είναι επικίνδυνο, και τα δύο, όμως, είναι τόσο διαφορετικά όσο, για παράδειγμα, η γνώση της αριθμητικής και η γνώση της γεωμετρίας, που είναι διαφορετικά είδη μαθηματικής γνώσης, ενώ ισχύει και η πιθανότητα ότι κάποιος μπορεί να έχει το ένα χωρίς το άλλο. Η Σωκρατική θεώρηση ισοδυναμεί με το ότι υπάρχει μια και μόνη ενοποιημένη γνώση -γνώση του τι είναι καλύτερο για το υποκείμενο-, που εφαρμόζεται σε διάφορους τομείς της ζωής και της οποίας τα διαφορετικά ονόματα ισχύουν σχετικά με αυτούς τους διαφορετικούς τομείς.
Η θεωρία της αρετής ως γνώσης, όπως είδαμε, είναι ρευστή, με την έννοια ότι μια από τις βασικές της προτάσεις, ότι δηλαδή η αρετή είναι πάντα προς όφελος του υποκειμένου, δεν υποστηρίζεται επαρκώς πουθενά στους Σωκρατικούς διαλόγους. Τη διακρίνει επίσης ένα βαθύτερο μειονέκτημα, καθώς στερείται συνοχής. Η έλλειψη συνοχής ανακύπτει όταν ρωτάμε «Τίνος πράγματος γνώση είναι η αρετή;» Η απάντηση στον Μένωνα και τον Πρωταγόρα είναι ότι η αρετή συνιστά γνώση του καλού του υποκειμένου, επειδή, δεδομένου του διαρκούς κινήτρου για την επίτευξη του καλού, το να γνωρίζει κάποιος ποιο είναι αυτό το καλό, θα είναι αναγκαίο, αν πρέπει να το επιδιώξει αποφασιστικά και να εξασφαλίσει με τη γνώση την επιτυχή έκβαση στην επιδίωξη του αυτή. Αυτό, όμως, απαιτεί το καλό του υποκειμένου να είναι κάτι διαφορετικό από τη γνώση, που εγγυάται ότι κάποιος θα επιτύχει αυτό το καλό: «η αρετή είναι γνώση του καλού του υποκειμένου» είναι ανάλογο με το «η ιατρική είναι γνώση της υγείας».
Η έλλειψη συνοχής της θεωρίας, λοιπόν, συνίσταται στο γεγονός ότι ο Σωκράτης υποστηρίζει τόσο ότι η αρετή είναι γνώση του καλού του υποκειμένου όσο και ότι η αρετή είναι το καλό καθεαυτό, θέσεις που είναι ασυμβίβαστες η μια με την άλλη. Έτσι, αν ο Σωκράτης επιθυμεί να εμμείνει στον ισχυρισμό ότι η αρετή είναι γνώση, πρέπει είτε να καθορίσει αυτή τη γνώση ως γνώση κάποιου πράγματος διαφορετικού από αυτό που είναι το καλό του υποκειμένου, είτε να εγκαταλείψει τη θέση ότι η αρετή είναι το καλό του υποκειμένου.
Ο Πλάτων παρουσιάζει τον Σωκράτη να ασχολείται με αυτό το πρόβλημα στον Ευθύδημο. Ο συγκεκριμένος διάλογος αποτυπώνει μια αναμέτρηση ανάμεσα σε δύο φιλοσοφικές αντιλήψεις, που εκπροσωπούνται αντίστοιχα από τον Σωκράτη και τους δύο σοφιστές, τους αδελφούς Ευθύδημο και Διονυσόδωρο. Οι τελευταίοι παρουσιάζουν την αντίληψη τους προσθέτοντας μια εντυπωσιακή επίδειξη των τεχνικών των απατηλών επιχειρημάτων, που τους επιτρέπει να «μάχονται με επιχειρήματα και να αντικρούουν οτιδήποτε λέει οποιοσδήποτε, είτε είναι αληθές είτε ψευδές» (272a-b). Από την πλευρά του, ο Σωκράτης επιδιώκει να επιχειρηματολογήσει υπέρ του κεντρικού ρόλου της σοφίας στην επίτευξη της ευδαιμονίας. Το πρώτο μέρος αυτού του επιχειρήματος (278e - 281e) είναι κατ’ ουσίαν το ίδιο με αυτό που χρησιμοποιείται στον Μένωνα (87d – 89a), για να αποδείξει ότι η αρετή είναι γνώση∙ η γνώση ή η σοφία (οι όποιοι εναλλάσσονται) συνιστά το μόνο ανεπιφύλακτα καλό, αφού όλα τ’ άλλα αγαθά, είτε αγαθά της τύχης, είτε επιθυμητικά γνωρίσματα του χαρακτήρα, είναι ωφέλιμα για το υποκείμενο, μόνο αν χρησιμοποιούνται ορθά, και χρησιμοποιούνται ορθά μόνο αν κατευθύνονται από τη σοφία. Έως αυτού του σημείου, ο Σωκράτης αναπαράγει τη θέση του Μένωνα, αλλά στο δεύτερο μέρος του επιχειρήματος του (288d – 292e) προχωρά πιο πέρα. Εδώ τονίζει πως το προηγούμενο επιχείρημα έχει δείξει ότι η επιδεξιότητα που εξασφαλίζει την ευδαιμονία του υποκειμένου είναι εκείνη που συντονίζει την παραγωγή και χρήση όλων των υποδεέστερων αγαθών, συμπεριλαμβανομένων των προϊόντων όλων των άλλων επιδεξιοτήτων. Υπάρχει, συνεπώς, μια επιδεξιότητα που κατευθύνει ή κυβερνά και ονομάζεται πολιτική ή βασιλική τέχνη. Όμως, ποιος είναι ο σκοπός της βασιλικής τέχνης; Όχι πάντως να παρέχει στους ανθρώπους αγαθά, όπως ο πλούτος ή η ελευθερία, αφού το προηγούμενο επιχείρημα έδειξε ότι τα αγαθά, είναι τέτοια, μόνο με την προϋπόθεση ότι κατευθύνονται από τη σοφία. Ο σκοπός, λοιπόν, της βασιλικής τέχνης μπορεί να είναι μόνο η δημιουργία σοφών ανθρώπων. Αλλά σοφών σε τι; ως εκ τούτου, ο σκοπός της βασιλικής τέχνης δεν μπορεί να είναι άλλος από το να καταστήσει τους ανθρώπους επιδέξιους στην ίδια τη βασιλική τέχνη. Όμως όπως παραδέχεται ο Σωκράτης (292d-e), αυτό είναι απολύτως μη κατατοπιστικό, αφού στερούμαστε οποιαδήποτε ιδέας για το τι είναι η βασιλική τέχνη.
Ο Σωκράτης αφήνει το γρίφο άλυτο και αυτό μπορεί κάλλιστα να οφείλεται στο γεγονός ότι ο Πλάτων δεν ανακάλυψε τη δική του διέξοδο από το γρίφο. Αυτό που δείχνει ο συγκεκριμένος διάλογος είναι ότι ο Πλάτων είχε αντιληφθεί την έλλειψη συνοχής του συστήματος της Σωκρατικής ηθικής, τα δύο κεντρικά αξιώματα της οποίας είναι ότι η αρετή είναι γνώση (του ανθρώπινου καλού) και ότι η αρετή είναι ανθρώπινο αγαθό. Αν το ανθρώπινο αγαθό πρέπει να ταυτιστεί και με τη γνώση και με την αρετή, τότε αυτή η γνώση πρέπει να έχει ένα σκοπό διαφορετικό από τον εαυτό της. Η τελική λύση του Πλάτωνα ήταν να αναπτύξει (στην Πολιτεία) μια αντίληψη του ανθρώπινου αγαθού ότι αυτό έχει να κάνει με την ίδια την προσωπικότητα, στην οποία οι μη ορθολογιστικές παρορμήσεις κατευθύνονται από τη νόηση, που διαποτίζεται από τη γνώση όχι του ανθρώπινου καλού αλλά της ίδιας της αρετής, η οποία με τη σειρά της, συνιστά καθολική αρχή της λογικότητας. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη α) ανθρώπινο αγαθό είναι η αρετή, β) η αρετή δεν είναι ταυτόσημη με τη γνώση, αλλά κατευθύνεται από αυτήν, και γ) η υπό αμφισβήτηση γνώση αποτελεί γνώση του καθολικού αγαθού. Είναι ασφαλώς εύλογο να θεωρήσουμε ότι ο Ευθύδημος επισημαίνει τη μετάβαση από τη σωκρατική θέση, η οποία παρουσιάστηκε με περισσότερη σαφήνεια στον Μένωνα, σε αυτή την ανεπτυγμένη Πλατωνική θέση.
Ο Πρωταγόρας μπορεί να θεωρηθεί ως διερεύνηση μιας άλλης λύσης σε αυτό το γρίφο, αφού στο συγκεκριμένο διάλογο ο Σωκράτης εκθέτει μια περιγραφή της αρετής, της οποίας οι βασικές θέσεις είναι: α) η αρετή είναι γνώση του ανθρώπινου αγαθού (όπως στον Μένωνα)∙ β) το ανθρώπινο αγαθό είναι μια συνολικά ευχάριστη ζωή. Η σημασία της περιγραφής είναι ανεξάρτητη από το αν ο Σωκράτης εμφανίζεται να υιοθετεί αυτή τη λύση ή απλώς τον προτείνει ως θεωρία, την οποία οι απλοί άνθρωποι και ο Πρωταγόρας θα έπρεπε να την αποδεχτούν. Πάντως η λύση αυτή παρουσιάζει μια διέξοδο από το αδιέξοδο της αρχικής μορφής της σωκρατικής θεωρίας, ωστόσο όχι μια διέξοδο που ο ίδιος ο Πλάτων επρόκειτο να υιοθετήσει. Έχοντας ήδη πειραματιστεί με την αρχική θεωρία, που διατηρεί την ταύτιση της αρετής με το ανθρώπινο αγαθό, συμβιβάστηκε με την εναλλακτική λύση που μόλις περιγράφηκε, η οποία υποστηρίζει την τελευταία ταύτιση, ενώ εγκαταλείπει την πρώτη.