Η λέξη «δημοκρατία» και η πολιτική διοργάνωση που καλύπτει αυτή είναι εφευρέσεις του αιώνα του Περικλή. Η λέξη δεν εμφανίζεται πραγματικά παρά τότε στη γλώσσα και μπορούμε να δεχθούμε πως οι σοφιστές δε στάθηκαν άσχετοι ούτε στη δημιουργία της ούτε στη διάδοσή της. Η πολιτική οργάνωση που η λέξη αυτή ορίζει δεν παίρνει επίσης παρά αυτή τη στιγμή την πραγματική της σημασία. Και όμως οι ιδέες που επικαλείται είναι τόσο παλιές όσο και η ελληνική φυλή. Ο Όμηρος ήδη ξέρει ποια είναι η κρυφή δύναμη του Δήμου, του λαού- μονάχα που αγανακτεί γι’ αυτό. Σε μια εξαιρετική σελίδα του ο Ηρόδοτος, συζητώντας για τα διάφορα είδη πιθανών διακυβερνήσεων, φροντίζει να μην ξεχάσει εκείνη του πλήθους και της προσμαρτυρεί τη συμπάθειά του με όρους τέτοιους, ώστε δεν καταλαβαίνουμε πολύ καλά, αλήθεια, αν αστειεύεται ή μιλάει σοβαρά. Ο Περικλής, πρώτος, τολμάει να κάνει πραγματικότητα μια θεωρία. Όμως είναι καλό να πούμε πως η δημοκρατία του δε μοιάζει καθόλου με εκείνη που θα δούμε να εγκαθίσταται στην Αθήνα είκοσι ή τριάντα μόλις χρόνια μετά το θάνατό του· ακόμα λιγότερο μοιάζει με μια σύγχρονη δημοκρατία. Το σχήμα του δε στάθηκε παρά ένα σχήμα εφήμερο.
Κατά το βραχύτατο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο θριάμβευσε το σχήμα του Περικλή, βλέπουμε να εγκαθιδρύεται μια ισορροπία ανάμεσα στους διάφορους θεσμούς, που τους επινόησαν για να εγγυηθούν στο λαό την άσκηση της εξουσίας. Αρκεί να τους αναλύσουμε από κοντά για λίγο, για να διαπιστώσουμε ότι η δημοκρατία εκείνη δεν έχει καμιά αναλογία με το καθεστώς που το στολίζουμε σήμερα μ' αυτό το όνομα, και ότι δεν ήταν τίποτε άλλο, με δυο λόγια, παρά η διακυβέρνηση μιας μειοψηφίας. Δεν εμπιστευόταν αυτή τότε τη διεύθυνση των υποθέσεων παρά σε προνομιούχους που ονομάζοντο πολίτες· ακόμη, ανάμεσα σ’ αυτούς τους πολίτες προτιμούσε εκείνους της μεσαίας και της ανώτερης τάξης. Παρέμβλητοι όχι, οι ακόλουθοι στίχοι από τις Ικέτιδες του Ευριπίδη είναι μοναδικά αποκαλυπτικοί. «Υπάρχουν, γράφει, τρεις τάξεις μέσα στο Κράτος. Οι πλούσιοι, πρώτ’ απ’ όλα, πολίτες, ανώφελοι και απασχολημένοι αδιάκοπα να αυξαίνουν την περιουσία τους. Έπειτα οι φτωχοί που στερούνται ακόμα και τα αναγκαία. Αυτοί δα είναι επικίνδυνοι- γιατί, ζηλόφθονοι, πλανημένοι από τους λόγους διεστραμμένων δημαγωγών, επιτίθενται με σκληρές εκφράσεις σ’ αυτούς που έχουν περιουσία. Από τι τρεις τάξεις είναι η μεσαία που σώζει τις πόλεις· είναι αυτή που διατηρεί τους θεσμούς, τους οποίους το Κράτος έχει επινοήσει για την επιβίωσή του.»
Θα πούμε, λοιπόν, πρώτα ένα λόγο γι’ αυτά τα άτομα, στα οποία στηρίζεται κατά μεγάλο ποσοστό η ευδαιμονία της Αθήνας, τα οποία όμως δεν έχουν άλλα δικαιώματα εκτός από εκείνα που τους εκχωρούνται από τις συνήθειες ή από ένα καλώς νοούμενο συμφέρον της πόλης. Είναι οι δούλοι και οι μέτοικοι, οι οποίοι άλλωστε χρωστούν στις αρχές της αθηναϊκής δημοκρατίας μια ζωή σχετικά ευτυχισμένη, όταν τη συγκρίνουμε μ’ εκείνη που διάγουν οι όμοιοι τους στα άλλα ελληνικά Κράτη. Έπειτα θα στραφούμε προς τους πολίτες, τους πλούσιους και τους φτωχούς και κυρίως τους «μεσαίους». Τέλος θα προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε τη λειτουργία αυτών των θεσμών, που μόλις πριν από λίγο μνημονεύσαμε και οι οποίοι έχουν σκοπό να εξασφαλίσουν την πρωτοκαθεδρία αυτού που σήμερα ονομάζουμε αστική τάξη. Ίσως τότε θα μπορέσουμε να ξεδιαλύνουμε τους λόγους για τους οποίους αυτή η αστική τάξη χάνει την εξουσία, τη στιγμή ακριβώς που φαίνεται βέβαιη ότι θα τη διατηρούσε για πάντα.
Ας δεχθούμε πως η Αθήνα έχει κατά τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. τετρακόσιες με τετρακόσιες είκοσι χιλιάδες κατοίκους· το πιο μεγάλο μέρος αυτού του πληθυσμού αποτελείται από δούλους και μέτοικους. Εκατόν είκοσι χιλιάδες πρόσωπα με το ζόρι συγκαταλέγονται μέσα στην τάξη των πολιτών και από αυτούς τριάντα χιλιάδες - το ανώτατο - νέμονται όλα τα πολιτικά δικαιώματα, μια και πρέπει να βάλουμε αμέσως στην άκρη τις γυναίκες και τα παιδιά. Η αθηναϊκή δημοκρατία είναι ένα Κράτος, όπου σε δεκατέσσερα περίπου άτομα ένα μονάχα κατέχει το προνόμιο να ασχολείται με τις δημόσιες υποθέσεις.
Από τους άλλους δεκατρείς, οκτώ είναι δούλοι· επομένως, στην ουσία, «έμψυχα εργαλεία». Στην Αθήνα, όπως σε οποιαδήποτε άλλη πόλη της Ελλάδας, ο δούλος δε θα μπορούσε να είναι τίποτε άλλο, πραγματικά, μια και διατηρεί το όνειδος της ίδιας του της καταγωγής (αν δηλαδή είχε γεννηθεί δούλος ή είχε την ατυχία να είναι βάρβαρος ή νικημένος, ή ακόμα βάραινε εναντίον του δικαστική απόφαση). Ο νόμος τον εξομοιώνει με αντικείμενο μάλλον παρά με ανθρώπινο ον και, ενώ γνωρίζει τα καθήκοντα του, αγνοεί τα δικαιώματα του. Παρ’ όλα αυτά στην Αττική η καθημερινή πράξη διορθώνει αυτή τη ρητορική αυστηρότητα. Χωρίς να δίνουν στους δούλους μια στην κοινωνία τους, οι Αθηναίοι ανέχονται να αναλαμβάνουν αυτοί οι άτυχοι άνθρωποι κάποια υπηρεσία, καμιά φορά σημαντική, και δέχονται να τους εξασφαλίζουν τουλάχιστον κάποιες εγγυήσεις για την ύπαρξή τους εναντίον κάποιας υπερβολικής σκληρότητας των αφεντικών τους.
Στους δεκατέσσερις κατοίκους υπολογίζουμε ακόμη δύο μέτοικους, δύο ξένους που διαμένουν στην Αθήνα, κατοχυρωμένοι μ’ ένα καθεστώς αρκετά γενναιόδωρο, για να τους προστατεύει όσον αφορά το πρόσωπό τους και την περιουσία τους· καθεστώς όμως αρκετά αυστηρό, για να τους κρατάει μακρυά από κάθε επίσημο λειτούργημα και να τους υποχρεώνει να συνεισφέρουν με το χρήμα τους και το αίμα τους στην υπεράσπιση της πόλης που τους φιλοξενεί. Οι μέτοικοι, λέει κοφτά ο Αριστοφάνης, μοιάζουν λιγάκι με «το πίτουρο που πρέπει να το ανακατέψουμε με το αλεύρι για να βγάλουμε καλό ψωμί». Με την ίδια λογική, τι θα ήταν η Αθήνα χωρίς τους μέτοικους; Ενώ οι δούλοι καλλιεργούν τη γη, είναι απαραίτητο άλλοι άνθρωποι να ασχολούνται με τη βιοτεχνία και το εμπόριο, ώστε οι πραγματικοί Αθηναίοι να διαθέτουν ελεύθερο χρόνο, τη «σχολή», να μην κάνουν τίποτα, να συζητούν δηλαδή για τα πεπρωμένα της πολιτείας. Οι αγαθοί μέτοικοι, εξασφαλισμένοι με το να κερδίζουν τουλάχιστο τα αναγκαία - συχνά και παραπάνω -, δέχονται να είναι κάπως σε δεύτερη μοίρα. Δε στραβομουτσουνιάζουν μπροστά σε καμιά αγγαρεία, ασκούν τα πιο διαφορετικά επαγγέλματα, ασχολούνται κατά κόρο με το χονδρεμπόριο, προαγοράζουν το σιτάρι και ιδιοποιούνται τα κεφάλαια, ανεβαίνουν άνετα στα ελεύθερα επαγγέλματα, τα οποία δεν προσελκύουν και τόσο τους γνήσιους πολίτες, διασπείρουν ιδέες νέες, συχνά ανατρεπτικές καταλήγουν να βάζουν τη σφραγίδα τους, χωρίς αυτό να φαίνεται, σ’ όλη την πνευματική και καλλιτεχνική ανάπτυξη της θετής τους πατρίδας.
Μένουν, τέλος, οι πραγματικοί Αθηναίοι, από πατέρα Αθηναίο και από μητέρα Αθηναία, οι περιούσιοι, οι εκλεκτοί.
Κολακεύονται που είναι ελεύθεροι, ίσοι, σχεδόν αδέλφια· και πείθονται άνετα πως οι πατέρες τους έχουν πολεμήσει για τον παρόντα θρίαμβο αυτού του ιδεώδους. Είναι ελεύθεροι, επειδή η προσωποκράτηση - μοναδική περίπτωση στην αρχαιότητα - δεν είναι δυνατό να ασκηθεί ούτε κατά του αφερέγγυου οφειλέτη. Είναι ίσοι· τουλάχιστο μπροστά στο νόμο, ο οποίος δε διακρίνει ούτε ευγενείς ούτε ξωμάχους και ο οποίος εκχωρεί σ’ όλους το δικαίωμα να παίρνουν το λόγο στην Εκκλησία του Δήμου, να παρακάθονται ως δικαστές, να είναι υποψήφιοι στα αξιώματα. Από αυτή την ισότητα οι Αθηναίοι είναι πολύ περήφανοι· προτιμούν να ξεχνούν τις διακρίσεις που δημιουργεί η ζωή ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς και δε συγκροτούν παρά το γεγονός - στο οποίο προσάπτουν αξία συμβολική - ότι ονομάζονται όλοι ομοιόμορφα: ο τάδε, ο γιος του δείνα. Είναι αδέλφια, γιατί πρέπει να αλληλοβοηθιούνται και πιστεύουν πως το Κράτος υπάρχει για να φροντίζει για τις ανάγκες των πιο δύστυχων από αυτούς σε βάρος των πιο δυνατών.
Αυτή είναι η θεωρία, η οποία όχι μόνο έπρεπε να δεινοπάθησε από πολυάριθμους συμβιβασμούς, αλλά ακόμη και να μην έμεινε παρά θεωρία και στις πιο όμορφες μέρες του Περικλή. Για να το καταλάβουμε καλά, αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στον αθηναϊκό λαό. Θα μπορέσουμε να πεισθούμε πως δεν έχουν καταργηθεί ποτέ αυτές οι «τάξεις» που τις απεχθάνονται οι δημοκρατίες. Τάξεις σχεδόν όλες ανοικτές - αυτό εννοείται για όποιον κατέχει τα απαραίτητα οικονομικά μέσα και πε ουσία για να εισχωρήσει σ’ αυτές. Όμως η ύπαρξη αυτών τ τάξεων ακριβώς μας υποχρεώνει να απορρίψουμε την εικόνα μιας δημοκρατίας βασισμένης σε αρχές που τις αποδίδουμε καμιά φορά γενναιόδωρα στις μέρες μας στην αρχαία Ελλάδα και τις οποίες εκείνη δεν έχει βέβαια ποτέ γνωρίσει.
Κατά την εποχή που η Αθήνα δημιουργούσε την ηγεμονία της, ξεχνάμε καμιά φορά πως είχε μια τάξη ευγενών πολυάριθμη και δραστήρια και πως αυτή η τάξη των ευγενών ακριβώς θα είναι αρκετά δυνατή στη συνέχεια, ώστε να προσπαθήσει δύο φορές τουλάχιστο να καταλάβει με επανάσταση την εξουσία. Η τάξη αυτή είναι μια αριστοκρατία περιορισμένη, επειδή είχε χάσει το παλιό της γόητρο, χολιασμένη και φυσικά διαιρεμένη, όπως το αποδείχνει ο τρόπος με τον οποίο αφήνει καταβληθεί ένας από τους δικούς της, ο Θουκυδίδης, ο γιος του Μελησία. Η αριστοκρατία συνθέτεται από τους ηγέτες κ τα μέλη εκείνων των οικογενειών που κάποτε είχαν πάρει στην κατοχή τους ολόκληρη την Αττική και κρατούν πάντα ένα καλό κομμάτι της· μονάχα που αυτοί οι αγρότες είναι σήμερα αστοί, οι οποίοι από την έπαυλή τους στο προάστιο του Κολωνού εκμεταλλεύονται μέσω ενός επιστάτη τα κτήματά τους. Σώ ζουν ό, τι μπορούν από ένα παρελθόν καταργημένο, υποχρεώνουν την κόρη τους, αν έχουν μόνο μία, να παντρευτεί τον πιο κοντινό της συγγενή, για να προφυλάξει την κληρονομιά τους από το κομμάτιασμα, και τους γιους τους να επιζητούν θέσεις αξιωματικών στο στρατό και στο ναυτικό, που τα ελέγχουν έτσι από μακριά. Οι ίδιοι απαξιούν μάλλον να καταφεύγουν στα αξιώματα που τους επιβάλλουν, και δε διστάζουν να διοργανώνουν γιορτές και θυσίες. Γιατί, ποιος ξέρει; Ο Δήμος είναι ασταθής από τη φύση του. Και οι έκπτωτοι ευγενείς φυλάνε πάντα την ελπίδα πως ο λαός θα ξαναγυρίσει σ’ αυτούς και θα μπορέσει να θυμηθεί την τόση τους γενναιοδωρία. Με δυο λόγια, πρέπει να το πούμε, πρόκειται για μια κάστα δυσαρεστημένων που κρίνουν πως όλα πάνε κακά· από αυτούς μερικοί είναι πανέτοιμοι να αφοσιωθούν στην υπηρεσία του Κράτους· κάποιοι πάλι από αυτούς δε θα παρηγορηθούν ποτέ που είναι απομακρυσμένοι από την εξουσία· μάρτυρας λίγο αργότερα ο Πλάτωνας, που δε θα γίνει μεγάλος στοχαστής και μεγάλος συγγραφέας παρά από καημό που δε μπόρεσε να γίνει μέτριος, έστω, πολιτικός.
Στο άλλο άκρο της κοινωνικής κλίμακας βρίσκεται ο κοσμάκης, οι πραγματικά ευεργετημένοι από το σύνταγμα που εγκαθίδρυσε ο Περικλής, και οι οποίοι θα ήσαν τρελοί, πρέπει να το ομολογήσουμε, αν δεν τον υποστήριζαν με όλες τους τις δυνάμεις. Απολαμβάνουν πολλαπλά προνόμια από το καθεστώς. Ας σκεφθούμε όμως ποιοι ήσαν: μαγαζάτορες, τεχνίτες, ναυτικοί και εργάτες· κερδίζουν λιγοστά, τα απαραίτητα για να ζήσουν, ακόμα κι αν εργάζονται· όμως συχνά είναι άνεργοι και αγαπούν το ραχάτι και τις σχόλες· και τότε είναι που παρεμβαίνουν τα χίλια συμπληρώματα με τα οποία η δημοκρατία παραχορταίνει την πελατεία της· μικρές αποζημιώσεις, επιδόματα παρουσίας, μισθοί που ακολουθούν κάποιο αξίωμα, κλήροι γης παραχωρημένοι σε κάποια κληρουχία, μερίδιο σταριού σε κάποια δημόσια διανομή ή κρέατος με την ευκαιρία κάποιας θυσίας· δωρεάν είσοδος στο θέατρο, αφού πληρώνεται από το ταμείο των θεωρικών. Δεκαπέντε χρόνια ανεχθούν, χάρη σ’ αυτά τα οφέλη που είχαν, τον «Ολύμπιο Περικλή. Έπειτα θα πάρουν για αρχηγούς άνδρες λιγότερο διακεκριμένους, κατά συνέπεια ήδη πιο κοντινούς τους, βιοτέχνες και εμπόρους, οι οποίοι όμως τουλάχιστο τους δίνουν τ εντύπωση, με τη γλώσσα τους, με τον τρόπο της ζωής και ι σκέψης τους, πως είναι λαός, όπως αυτοί: ο Ευκράτης έμπορος στουπιών, ο έμπορος προβάτων Λυσικλής, βυρσοδέψης Κλέωνας, ο Υπέρβολος, κατασκευαστής λυχναριών, ο κατασκευαστής έγχορδων μουσικών οργάν Κλεοφώντας. Όταν η γενιά αυτή θα έχει παλιώσει από χρήση, τότε θα ωθήσουν στην εξουσία σοφιστές, ευφραδείς ρήτορες, μια κλίκα διανοουμένων συχνά πολύ πιο ικανών να μιλούν παρά να δρουν, οι οποίοι όμως θα ξέρουν να κολακεύουν το εύπιστο ακροατήριό τους, να υπηρετούν τα συμφέροντά του και να χειραγωγούν τις μανίες του. Οι προλετάριοι θα γίνουν σημαντικά υπεύθυνοι για την καταστροφή της Αθήνας.
Αλλά ανάμεσα σ’ αυτούς και τους ευγενείς υπάρχει προς παρόν το στέρεο οχυρό της μεσαίας τάξης. Όσο θα υπάρχει αυτή, η κοινωνική ισορροπία δε διατρέχει κανένα κίνδυνο Την τάξη αυτή την αποτελούν οι χωρικοί της αττικής ύπαιθρης χώρας: μικροϊδιοκτήτες, ταπεινοί γεωργοί, εργατικοί ξυλοκόποι, που αγαπούν με πάθος την αττική γη, η οποία τόσες φορές τους πληρώνει με την αγνωμοσύνη της. Με γερή υγεία («καμωμένοι από σφεντάμι ή πουρνάρι, σκληροί, με βαριές μυρουδιές»), κατέχουν επίσης ευθυκρισία δοκιμασμένη· για άλλους οι μεγάλες λέξεις και οι στομφώδεις φράσεις. Κοπιάζοντας χωρίς σταματημό απ’ την αυγή ώς το σούρουπο, ξέρουν ότι μια αξινιά αξίζει περισσότερο από ένα μακρύ λόγο για να γονιμοποιήσει τη γη, και πως κανένα επιχείρημα, όσο ευέλικτο κι αν είναι, δεν υπερασπίζει πιο αποτελεσματικά την πατρίδα στην ώρα του κινδύνου από ένα στράτευμα οπλιτών καλοοπλισμένων ή μια μοίρα ταχυκίνητων τριήρων. Πόσο είναι συμπαθητικοί αυτοί οι ταπεινοί χωριάτες που ο Αριστοφάνης τους χρησιμοποίησε τόσο συχνά σαν ήρωές του! Ο Τρυγαίος από το Άθμονο, το Μαρούσι, «καλός αμπελουργός και καθόλου συκοφάντης»· ο Στρεψιάδης, που ζει «χωρίς σκέψεις και χωρίς έγνοιες για κανένα» και μυρίζει τυρί, προβατίνα και μούργα· ο Δικαιόπολης, ένας τραχύς ξυλοκόπος από τις Αχαρνές που δε ζητά παρά να παρατήσει το δόρυ για να πιάσει το τσεκούρι! Βλέπετε, η πολιτική τούς συνέχει τους Μεσογειακούς, και τις μέρες της Εκκλησίας του Δήμου τους βλέπουμε συχνά στους δρόμους να κατευθύνονται προς την Αθήνα με τα γιορτινά τους ρούχα, τραγουδώντας μ’ όλη τους τη δύναμη! Αλλά πρόκειται ν’ ακούσουν στη συνέχεια με το στόμα ανοιχτό, χωρίς να διακόψουν, αυτούς που οι ίδιοι τους έχουν περιβάλει με την εμπιστοσύνη τους. Ρεαλιστές πολιτικοί, θα ασκήσουν την επιτυχή τους επίδραση στην Εκκλησία του Δήμου μέχρι τη μέρα που ο ολέθριος Πελοποννησιακός Πόλεμος θα τους αποδεκατίσει.
Αισθάνονται άραγε αλήθεια αδελφοί οι μεγαλογαιοκτήμονες, οι θορυβώδεις προλετάριοι και οι ειρηνικοί αστοί; Τίποτε δεν είναι λιγότερο σίγουρο, στην πραγματικότητα. Αλλά αλληλοαναγνωρίζονται ίσοι. Ίσοι, επειδή καθένας από αυτού το ίδιο μερτικό με το διπλανό του στη διακυβέρνηση των θέσεων του Κράτους. Και αυτή είναι ακριβώς η πρώτο· της αθηναϊκής δημοκρατίας. Είναι ευαίσθητη στα μάτια άλλων Ελλήνων, που είναι έκπληκτοι, γιατί εκείνοι που από κάποιο επάγγελμα νέμονται τα ίδια δικαιώματα με νους που κατέχουν τη γη. Αντίθετα η κατάσταση αυτή συγκλονίζει πια τους Αθηναίους, συνηθισμένους να διαγκωνίζονται στην Εκκλησία του Δήμου, στην Ηλιαία, στα διά συλλογικά πολιτειακά όργανα ή στην Αγορά.
Πώς ασκούν τις προνομίες τους;
Οποιοσδήποτε, γεννημένος από πατέρα και μητέρα Αθηναίους, γίνει ενήλικος, δηλαδή όταν φτάσει τα δεκαοχτώ χρόνια, μόλις τελειώσει με τα δύο χρόνια των στρατιωτικών του υποχρεώσεων και δεν έχει καθόλου χρέη προς το Κράτος μπορεί να συμμετέχει στις εργασίες της Εκκλησίας του Δήμου. Καμιά μύηση δεν απαιτείται, επειδή θα αρκέσει για να μυ το να βλέπει και το να ακούει. Την καθορισμένη ημερομηνία σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ξαφνικά, με το κάλεσμα της σάλπιγγας σπεύδουν προς την Πνύκα, της οποίας πάντως κι δε θα διαβεί το κατώφλι χωρίς να εξακριβωθεί προηγουμένως η πολιτειακή του κατάσταση. Εξάλλου μην πιστέψετε πως όλοι οι Αθηναίοι ρέπουν προς την ευφράδεια και το πολιτειακό καθήκον. Οι κατ’ εξακολούθηση απέχοντες είναι στρατιά, κυρίως μέσα στις ανώτερες τάξεις της κοινωνίας, παρ’ όλες τις προσπάθειες που θα καταβληθούν για να μειωθεί ο αριθμός απόντων, και είναι σπάνιο να μετρηθούν περισσότεροι απ χιλιάδες παρόντες. Μήπως θα χρειασθεί, γρήγορα κιόλας, να πληρώνονται οι πολίτες για να έρχονται στην Εκκλησία Δήμου; Υπάρχουν οι μόνιμοι: οι γέροι, οι αργόσχολοι και γενικά οι κάτοικοι των πυκνοκατοικημένων προαστίων, πάντα έτοιμοι να παρατήσουν τη δική τους δουλειά για εκείνη του Κράτους. Οι άλλοι είναι το τμήμα εκείνο του κοινού που αλλάζει, που ποικίλλει ανάλογα με την ημερήσια διάταξη που έχει τοιχοκολληθεί πολύ καιρό νωρίτερα με τη φροντίδα των αρμόδιων αρχόντων. Τίποτε πραγματικά δεν είναι πιο καλά οργανωμένο, καταρχήν τουλάχιστο, από μια συνεδρία της αθηναϊκής Εκκλησίας του Δήμου. Σκεφθείτε ότι στην καλή εποχή του Περικλή δε συγκαλούνται περισσότερες από σαράντα το χρόνο και πως όλα τα θέματα, τα πιο σπουδαία καθώς και τα πιο ασήμαντα - εσωτερική διοίκηση, νομοθεσία, εκλογές, εξωτερικές υποθέσεις, θρησκευτικά ζητήματα -, όλα χωρίς εξαίρεση, εξαρτώνται από τη λαϊκή κυριαρχία! Σκεφθείτε πως κάθε μικροαξιωματούχος κατέχει σχεδόν πλήρως το δικαίωμα για πρόστιμο καθώς και το δικαίωμα της πρωτοβουλίας! Πού θα κατέληγαν, πώς θα μπορούσαν να κυβερνηθούν χωρίς αυστηρούς κανονισμούς; Το είδαμε καλά, δυστυχώς, πενήντα χρόνια αργότερα, μόλις το καθεστώς άρχισε να γερνάει. Αλλά ας μην προτρέχουμε. Προς το παρόν είμαστε στις ώρες του απόγειου.
Το πλήθος σιγά σιγά εισέβαλε στην περίμετρο της Πνύκας· καθένας «έφερνε μέσα σ’ ένα μικρό σάκο κάτι να πιει, με κάτι ξερό, δυο κρεμμύδια και τρεις ελιές». Γιατί πρόκειται να παρευρεθούν σε συζητήσεις που θα διαρκέσουν ίσως χωρίς κοπή από την αυγή ως το λυκόφως. Με σχετική ηρεμία, χωρίς αμφιβολία, αφού ο κήρυκας δε θα παραλείψει να απαιτήσει πολλές φορές «ιερή σιωπή», ο επιστάτης των πρυτάνεων, που έχουν εγκατασταθεί στην πρώτη γραμμή του κοινού, βοηθημένος από ένα γραμματέα και τοξότες για την εξασφάλιση τάξης, παίρνει θέση μπροστά στο βωμό του Δία και λέει να τελειώσουν τις προκαταρκτικές τελετές κάθαρσης. Η συνεδρία ανοίγει με την ανάγνωση των σχεδίων νόμου που έχουν τεθεί προς μελέτη μετά από εισήγηση της Βουλής των Πεντακοσίων Ο λαός μόνο πάνω σ’ αυτά τα σχέδια μπορεί να εκφρασθεί Κάθε πολίτης που το επιθυμεί και που τολμάει να αντιμετωπίσει το ακροατήριο έχει το δικαίωμα να πάρει το λόγο. Κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. στην πραγματικότητα κάνουν μικρή χρήση αυτού του προνομίου· οι Αθηναίοι, αν πιστέψουμε τον Αριστοφάνη, ξέρουν ακόμα να ακούνε. Όμως περισσότερο από τις αποδοκιμασίες ο ρήτορας φοβάται, και με το δίκιο του, θα το δούμε, τις νόμιμες συνέπειες της παρέμβασής του. Όταν κατάλογος των επερωτήσεων έχει εξαντληθεί, ψηφίζουν με ανάταση του χεριού. Ο πρόεδρος ανακοινώνει το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας και οι πολίτες χωρίς να αφήσουν τη θέση τους, περνάνε στη μελέτη της επόμενης υπόθεσης. Συμβαίνει κάποιο ζήτημα να είναι τέτοιας σπουδαιότητας, ώστε να γεμίζει μόνο του αυτό όλη τη συνεδρία και μάλιστα να χρειάζεται να παραπέμψουν την εξέτασή του σε έκτακτη συνεδρία. Ο κίνδυνος δεν είναι εκεί· βρίσκεται μάλλον στη βιασύνη που εκδηλώνεται καμιά φορά κατά το βράδιασμα, να θέλουν να τελειώσουν με κάθε θυσία, ενώ έχουν χάσει ένα μεγάλο μέρος μέρας σε μάταιες φλυαρίες. Δεξιοτέχνες των πολιτικών χειρισμών, ξέρουν να εκμεταλλευτούν όσο το δυνατό καλύτερα αυτό το είδος της κωλυσιεργίας. Θα δεχθούμε πως η κωλυσιεργία αυτή στάθηκε αρκετά σπάνια - κι αυτή επίσης - όσο ο Περικλής κυβέρνησε την πόλη.
Αυτή είναι λοιπόν, χωρίς καμιά αμφισβήτηση, η πιο δημοκρατική κυβέρνηση στον κόσμο· εκείνη η οποία συζητάει, πάνω στην Πνύκα μπροστά σε όλους, τα μυστικά της διπλωματίας και την τακτική του πολέμου, την ψήφιση του προϋπολογισμού και το σχέδιο των μεγάλων έργων ειρήνης, την τύχη κάποιου διοικητή μοίρας τριήρων και την εξορία κάποιου ατόμου που έχει θεωρηθεί επικίνδυνο, τη χάραξη ενός ψηφίσματος και την καθιέρωση μιας νέας θεότητας! Είναι η δημοκρατία, στην οποία η γνώμη του πιο ταπεινού, θεωρητικά, μπορεί να υπερτερήσει από τη γνώμη του πιο δυνατού· η δημοκρατία που δε γνωρίζει ανώτατο κριτή παρά αυτή την άπιστη οντότητα, την πλειοψηφία. Πάντως, ας μην ξεχνάμε πως στην εποχή της σοφίας τους, που στάθηκε επίσης και η εποχή της μεγαλοσύνης τους, οι Αθηναίοι δεν αξίζουν καθόλου τη μομφή του νεαρού Θράκα Ανάχαρση, ο οποίος διαβεβαίωνε πως στην Αθήνα ήταν οι πιο συνετοί που έδιναν τη γνώμη τους, αλλά οι πιο τρελοί που αποφάσιζαν. Εναντίον των τρελών και ακόμα εναντίον των τολμητιών ο νόμος είχε όπλα.
Πρώτα πρώτα απαγόρευε ο νόμος την παρέμβαση κάθε ατόμου που μπορούσε να γίνει αφορμή αγωγής, δεκτικής να καταλήξει στην ατιμωτική καταδίκη, δηλαδή την απώλεια των πολιτικών του δικαιωμάτων. Έπειτα εξουσιοδοτούσε τους βουλευτές - μέλη του υπουργικού συμβουλίου, δηλαδή τους πρυτάνεις, κι όταν ακόμη η ψηφοφορία είχε κερδηθεί, να προκαλούν και δεύτερη συζήτηση, αν είχαν λόγους να πιστεύουν πως η καλή πίστη του Δήμου ήταν δυνατό να έχει αιφνιδιασθεί. Τέλος περιόριζε από πριν την άσκηση του δικαιώματος πρωτοβουλίας, χάρη στη μεγαλοφυή διάταξη της γραφής παρανόμων. Κάθε πολίτης, πράγματι, είχε το δικαίωμα «να έρθει σε βοήθεια των νόμων», δηλαδή να μηνύσει τον εμπνευστή κάποιος πρότασης που φαινόταν ότι πρόκειται να θραύσει την ισορροπία τους· και την πρόταση αυτή ο πολίτης μπορούσε να τη θεωρήσει, γι’ αυτό ακριβώς, παράνομη ή, πιο απλά, η πρόταση του φαινόταν ένα είδος κατάχρησης της εμπιστοσύνης του εκλογικού σώματος. Όμως από τη μια μεριά κάθε ψήφισμα, κάθε νόμος έφερε ακριβώς το όνομα του εμπνευστή το οποίος παρέμενε ένα χρόνο προσωπικά υπεύθυνος για τις συνέπειές του. Από την άλλη μεριά, τι πιο λεπτεπίλεπτο υπάρχει από το να προσδιορίσει κανείς τις συνέπειες ενός νόμου και τη ζημιά που μπορούσε να κάνει στο λαό; Καθένας διακινδύνευε έτσι με μια άκαιρη πρόταση να συμπεριληφθεί μεταξύ εκείνων που «είχαν δώσει υποσχέσεις στους πολίτες και δεν τις είχαν κρατήσει», και να συρθεί μπροστά στα δικαστήρια· ο ένοχος μάλιστα διακινδύνευε μεγάλα πράγματα, αφού έμελλε συχνά να παίξει την περιουσία του και καμιά φορά το κεφάλι του. Υπήρχε τρόπος να κάνουν τους υποψήφιους νομοθέτες σκεφθούν, και να περιορίσουν την ορμή εκείνων που ήθελαν με κάθε τρόπο να εξασφαλίσουν την ευτυχία του λαού.
Αλλά τον 5ο αιώνα π.Χ. το φρένο, το πιο δυνατό, της Εκκλησίας του Δήμου ήταν - ας μην αμφιβάλλουμε γι’ αυτό - η Γερουσία, η Βουλή των Πεντακοσίων. Έχουμε υπογραμμίσει πως ο πρόεδρος της Εκκλησίας του Δήμου δε διέθετε καν τρόπο να τη συμβουλευτεί πάνω σε κάποιο νομοσχέδιο, το οποίο δε θα το είχε προεπεξεργασθεί επιτροπή της Βουλής Πεντακοσίων. Αυτό ήταν η προσωποποίηση της λογικής. Είναι άραγε δυνατό μια ιδέα να ρίχνεται στη συζήτηση, να υιοθετείται αμέσως και να μεταμορφώνεται σε νόμο; Ναι! Οι εμπνευστές του αθηναϊκού συντάγματος δείχθηκαν ιδιαίτερα δύσπιστοι στα θλιβερά αποτελέσματα του αυτοσχεδιασμού σε πολυάριθμη συνέλευση και θέλησαν να τα προλάβουν, δημιουργώντας έναν οργανισμό, του οποίου ο ρόλος ήταν τελείως μετριοπαθής και εξισορροπητικός. Η αθηναϊκή Γερουσία αριθμούσε πεντακόσια μέλη κληρωτά, πενήντα κατά φυλή, που μισθοδοτούνταν με πέντε οβολούς την ημέρα. Οι βουλευτές ήσαν αναγκαστικά, όπως στη Σπάρτη, σεβάσμιοι γέροι, αφού ήσαν κληρώσιμοι στα τριάντα τους χρόνια. Όμως τις περισσότερες φορές ήταν άνδρες έμπειροι, που είχαν εκπαιδευθεί στη φυλή τους ή στο δήμο τους στην πρακτική των υποθέσεων και είχαν συνείδηση του κεφαλαιώδους ρόλου που τους αναλογούσε, και ακόμα ήταν πάντα τίμιοι άνθρωποι, που υποβάλλονταν πρόθυμα σε μια αυστηρή δοκιμασία της ηθικής υπόστασής τους.
Γιατί η Βουλή σχημάτιζε τη βάση του Κράτους. Ήταν αδύνατο - αυτό είναι βέβαιο - να συγκαλείται για κάθε ζήτημα η Εκκλησία του Δήμου· ήταν αδύνατο να υποβληθεί στην κρίση της ένας φάκελος που δε θα είχε διαφωτισθεί από πριν· ήταν αδύνατο να ζητηθεί από την κυρίαρχη συνέλευση να παρακολουθήσει στις λεπτομέρειές της την εφαρμογή των μέτρων που εκείνη είχε δημοσιευμένα· η Βουλή εκπληρούσε λαμπρά αυτές τις λειτουργίες. Θα είχε γίνει ιδιαίτερα πολυάριθμη, αν τα μέλη της συνεδρίαζαν όλα μαζί ταυτόχρονα. Και αν θεωρητικά δεχόταν σε ολομέλεια τους πρέσβεις από το εξωτερικό ή εξέταζε τη διαχείριση τη διοικητική, τη στρατιωτική και την οικονομική των διάφορων αξιωματούχων, στην πράξη το μεγαλύτερο μέρος της καθημερινής της εργασίας το εκτελούσε μια επιτροπή πολύ πιο περιορισμένη. Από την εποχή του Κλεισθένη, αμέσως μόλις τέθηκε σε λειτουργία, χωριζόταν σε δέκα τμήματα που αποτελούνταν το καθένα από τα πενήντα μέλη μιας φυλής, και καθένα από αυτά τα τμήματα ή τουλάχιστο το ένα τρίτο αυτού του τμήματος έδρευε διαρκώς το ένα δέκατο του χρόνου μέσα σ’ ένα κυκλοτερές οικοδόμημα, τη Θόλο. Ονόμαζαν πρυτάνεις τους βουλευτές υπηρεσίας και επιστάτη εκείνον που τον κλήρωναν ανάμεσά τους οι εκάστοτε πρυτάνεις για αρχηγό και ο οποίος, ως κλειδοκράτορας του θησαυροφυλακίου και σφραγιδοφύλακας του Κράτους, ήταν έτσι από τη μια δύση του ήλιου ως την άλλη ο εφήμερος και πραγματικός πρόεδρος της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Οι πρυτάνεις αναλάμβαναν μόνοι τους την πραγματοποίηση της προσπάθειας, η οποία αφορούσε καταρχήν τη Βουλή ολόκληρη. Είναι άραγε υπερβολικό να πούμε πως οι πρυτάνεις ήσαν η ψυχή της πολιτείας;
Ο λαός, όσο κι αν επιθυμούσε να κρατάει για τον εαυτό του την κυριαρχία του, στην πράξη ήταν βέβαια υποχρεωμένος να την αναθέσει, μερικώς τουλάχιστο, σε εκτελεστικά όργανα, τους άρχοντες. Το έκανε με βαριά καρδιά και έπαιρνε πλήθος προφυλάξεων και επιφυλάξεων σύμφωνα με μια μέθοδο που μας φαίνεται παιδαριώδης, την οποία όμως είναι προτιμότερο να καταλάβουμε παρά να καταδικάσουμε χωρίς να σκεφθούμε. Αυτό που μας εκπλήσσει περισσότερο δεν είναι στο κάτω κάτω το ότι οι διάφοροι υπάλληλοι του Κράτους δεν ήταν διορισμένοι παρά για ένα χρόνο και στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν αδύνατο να ξανακληρωθούν· γνωρίζουμε από πείρα πως μια χώρα ζει οπωσδήποτε με το καθεστώς των συνεχών αλλαγών των προσώπων. Δεν ήταν λοιπόν η συλλογικότητα των αρχόντων, η σχετική εγγύηση της αμεροληψίας τους και του ζήλου τους, μια και έδινε τη δυνατότητα να αλληλοεπιτηρεί ο ένας τον άλλο, περιμένοντας το Δήμο να τους επιτηρήσει όλους κατά την ευθυνοδοσία. Ακόμα λιγότερο μας εκπλήσσει το ότι τους έδιναν μικροπλεονεκτήματα και ότι τους μισθοδοτούσαν, προϋπόθεση αναγκαία για να μην αποκλεισθούν οι φτωχοί από την κυβέρνηση. Αυτό που μας συγκλονίζει είναι η ανάδειξή τους με κλήρωση ή, για να μιλήσουμε όπως οι Αρχαίοι, «κυάμῳ», με το κουκί. Αρκεί ένα κουκί άσπρο να τραβηχθεί από μια κάλπη, ενώ συνάμα από μια άλλη τραβιέται το όνομα και έτσι γίνεται η ανάδειξη· ένα μαύρο κουκί, αντίθετα, κρατάει μακριά από την εξουσία. Χωρίς αμφιβολία, ανάδειχναν με εκλογές τους διαχειριστές των οικονομικών, τους στρατηγούς, τους τιτλούχους κάποιων ειδικών θέσεων. Δεν απομένει παρά να καταλάβουμε ότι οι αρχές, στο σύνολό τους, ήταν θεμελιωμένες σ’ ένα σύστημα που φαίνεται πως απομάκραινε κάθε ιδέα επιλογής.
Θα μπορούσαμε απλώς να σκεφθούμε πως οι δημοκρατίες δεν έχουν καθόλου τη λατρεία των ικανών και των ικανοτήτων· τότε, γιατί να μην παραχωρήσουν το λόγο στους θεούς Παρ’ όλ’ αυτά υπήρχε κάτι άλλο στην Αθήνα. Και πρώτα πρώτα δε γνωρίζουμε μέσα σε ποιες συνθήκες ακριβώς λειτουργούσε αυτή η κλήρωση. Ο Σωκράτης ήταν βουλευτής το 406 π.Χ Δεν είναι όμως τόσο πιθανό ότι με τις θεωρίες του θα είχε βρεθεί υποψήφιος με τη θέληση του και πως θα είχε δεχθεί αυτή τη θέση, αν είχε μπορέσει να την αρνηθεί. Να ένα πρώτο σημείο που παραμένει σκοτεινό, ο τρόπος με τον οποίο έθετε κανείς την υποψηφιότητά του. Το δεύτερο είναι πως δεν μπορούσε να είναι υποψήφιος ο καθένας· στο σημείο αυτό οι Αθηναίοι ήταν πιο ευαίσθητοι από μας. Αποκλείανε από τις τιμές τούς καταδίκους του κοινού δικαίου, τα αμφίβολα άτομα και τους υπότροπους της δικαιοσύνης· ακόμα η Βουλή υπέβαλλε κάθε υποψήφιο σ’ ένα πραγματικό ερωτηματολόγιο ηθικής, τη δοκιμασία. Η κλήρωση, λοιπόν, δεν αφορούσε παρά ονόματα περασμένα ήδη από ένα πρώτο κόσκινο. Όμως πρέπει κυρίως να λογαριάσουμε τις ποινές που διέτρεχαν οι ανίκανοι· ο φόβος γι’ αυτές εμπόδιζε πολλούς ανθρώπους να προτείνουν τις υπηρεσίες τους στη δημοκρατία. Ας μην ξεχνάμε επίσης πως στις περισσότερες περιπτώσεις οι κληρωμένοι με τα κουκιά - οι κυαμευτοί - υπάλληλοι βοηθούνταν από γραμματείς, το συνηθέστερο δούλους που διέθεταν πείρα, η οποία έλειπε στους πολίτες αφέντες τους· έτσι τους προφύλασσαν από πολλά δυσάρεστα λάθη. Η τύχη δεν ήταν λοιπόν τελείως τυφλή στην Αθήνα.
Τέλος, ας αναγνωρίσουμε πως η ποικιλία των αξιωμάτων μείωνε πολύ τη σπουδαιότητα του καθενός από αυτά. Πόσα δεν ήταν, με δυο λόγια, απλές τιμητικές θέσεις; Έτσι, χωρίς μεγάλο κίνδυνο για τα δημόσια πράγματα, μπορούσαν να ικανοποιήσουν πολλή ματαιοδοξία, μια και, όπως το είπαμε, εκτός από τις έξι χιλιάδες θέσεις ηλιαστών, υπήρχαν κάθε χρόνο δύο χιλιάδες περίπου θέσεις υπαλλήλων τόσο στην Αθήνα όσο και σ’ όλη την ηγεμονία και κατάφερναν άνετα να εφαρμόσουν την αρχή που ο Αριστοτέλης θεωρεί ως θεμέλιο των δημοκρατιών, «την εναλλαγή της υπακοής με την αρχηγία». Θα ξανάρθουμε πιο κάτω στην περίπτωση των σπάνιων λειτουργημάτων που απονέμονταν με εκλογές· ας ασχοληθούμε πρώτα μ’ αυτά που τα ανάδειχναν με την κλήρωση.
Στην αρχή πρέπει να τονίσουμε το συλλογικό όργανο των εννέα αρχόντων, επιβίωση δοξασμένη ενός παρελθόντος σχεδόν ολοκληρωτικά καταργημένου. Είναι δέκα, φυσικά, όπως στα άλλα συλλογικά πολιτειακά όργανα, για να εκπροσωπείται σ' αυτό καθεμιά από τις δέκα αθηναϊκές φυλές. Έξι άρχοντες φέρουν το κοινό όνομα θεσμοθέτες· βοηθημένοι από το γραμματέα τους ασχολούνται κυρίως με τη δικαστική διοίκηση, δέχονται τις μηνύσεις και τις εισάγουν στα αρμόδια δικαστήρια. Οι άλλοι τρεις άρχοντες είναι ο επώνυμος άρχοντας, ο οποίος δίνει το όνομά του στη χρονιά, προετοιμάζει μερικές μεγάλες θρησκευτικές γιορτές και ανακρίνει τις υποθέσεις, για τις οποίες ενδιαφέρεται το οικογενειακό δίκαιο (κόρες επίκληρες, χήρες, ορφανά)· ο άρχοντας-βασιλιάς, ο οποίος ήταν περιορισμένος σχεδόν αποκλειστικά στην οργάνωση των Ανθεστηρίων, των Ληναίων και των Μυστηρίων. Τέλος, ο πολέμαρχος, ο οποίος δεν είχε διατηρήσει από τις παλιές του στρατιωτικές αρμοδιότητες παρά μόνο την τελετουργία της θυσίας προς τιμή των νεκρών για την πατρίδα πολεμιστών και τη φροντίδα των παιδιών τους καθώς και τη φροντίδα των αναπήρων πολέμου. Του απονεμήθηκε όμως επιπλέον η αρμοδιότητα να δικάζει τις υποθέσεις των μετοίκων. Όλοι οι άρχοντες μετά το τέλος της θητείας τους συγκαταλέγονται στον Άρειο Πάγο.
Έρχονται στη συνέχεια μια μάζα από συλλογικά πολιτειακά όργανα, λιγότερο φημισμένα, που όμως η είσοδος σ’ αυτά προσέφερε οπωσδήποτε κάποια μικροπρονόμια· θα ήταν βαρετό να τα απαριθμήσουμε. Πάντως, ας μιλήσουμε για τη δραστηριότητα που αναπτύσσουν. Οι Έντεκα: Είναι εκτελεστές των δικαστικών αποφάσεων και είναι αυτοί που έπαιξαν κάποτε ένα γνωστό άχαρο ρόλο. Οι δέκα ταμίες της θεάς Αθήνας: Είδος γενικών εισπρακτόρων και πληρωτών. Οι δέκα αστυνόμοι, επιφορτισμένοι με την καθαριότητα και την ευκοσμία των οδών. Οι δέκα αγορανόμοι, επιθεωρητές των αγορών. Υπάρχουν ακόμη μερικοί τακτικοί ή έκτακτοι επίτροποι. Να προσθέσουμε και τον επιβλητικό εσμό των βουλευτών. Αυτοί είναι μερικοί από τους τυχερούς.
Οι αιρετοί αξιωματούχοι είναι λιγότεροι, γιατί οι υποχρεώσεις τους είναι πιο βαριές, οι ευθύνες τους πιο επαχθείς- πολύ περισσότερο μάλιστα, γιατί υφίστανται, όπως και οι άλλοι, στο τέλος της θητείας τους αυστηρή απόδοση ευθυνών και γιατί, επιπλέον, δέκα φορές το χρόνο οποιοσδήποτε πολίτης μπορεί να προκαλέσει έρευνα σχετικά με την άσκηση του αξιώματος τους. Εκλέγονται (με ανάταση του χεριού) οι δέκα ταμίες του συμμαχικού ταμείου ή ελληνοταμίες, οι λογιστές αρκετών δημόσιων διοικήσεων, οι αρχιυπεύθυνοι των τεχνικών υπηρεσιών, μερικοί θρησκευτικοί λειτουργοί, οι αξιωματικοί του ιππικού και του πεζικού και οι δέκα στρατηγοί που ήσαν ταυτόχρονα και αρχηγοί του στόλου. Κάποτε οι στρατηγοί ήσαν μονάχα αρχηγοί των οπλιτών, αλλά σιγά σιγά έγιναν αρχηγοί της πόλης. Διοικητές του στρατού και του στόλου, έχουν στις εκστρατείες το δικαίωμα να επιβάλλουν βαριές πειθαρχικές ποινές και κρατούν έτσι στα χέρια τους την τιμή και τη ζωή των συμπολιτών τους. Τους βλέπουμε καμιά φορά να καταπιάνονται με λεπτεπίλεπτες διπλωματικές διαπραγματεύσεις, να επιχειρούν μια ανακωχή ή ένα καινούριο πόλεμο. Σε καιρό ειρήνης έχουν καθημερινές σχέσεις με τη Βουλή και την Εκκλησία του Δήμου. Πολύ συχνά ένας από αυτούς δεσπόζει στους συναδέλφους του και, καθώς οι στρατηγοί μπορούν να επανεκλέγονται συνέχεια, ο στρατηγός αυτός πετυχαίνει χάρη στις διοικητικές του ικανότητες ή χάρη στη ρητορική του δεινότητα να παρατείνει την παρουσία του στην κυβέρνηση για πολλά χρόνια. Έτσι θα επιβληθεί ο Θεμιστοκλής, ο Κίμωνας, ο Περικλής. Και ενώ οι καλύτεροι θα πετύχουν να πραγματοποιήσουν ένα μεγάλο έργο, παρά την αστάθεια ενός αξιώματος που υπόκειται περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο στις ιδιοτροπίες του πλήθους, οι μέτριοι συχνά θα υποχωρήσουν μπροστά στις εναλλασσόμενες φαντασιώσεις του και θα απαρνηθούν μια σταδιοδρομία που δεν είναι πάντα χωρίς κινδύνους.
Ο λαός, λοιπόν, βασιλεύει στην Εκκλησία του Δήμου, όπως βασιλεύει στη Βουλή των Πεντακοσίων, όπως είναι ο πραγματικός κύριος όλων των αξιωμάτων. Κρατάει επίσης τη δικαιοσύνη, τα οικονομικά, τη στρατιωτική εξουσία.
Τη δικαιοσύνη, επειδή ξέρει τα βάσανα που είχαν υποστεί οι πρόγονοί του, τον καιρό που η δικαιοσύνη ήταν στα χέρια των ευγενών, και επειδή από πείρα κατάλαβε τι θαυμαστό όργανο επιβολής μπορούσε να αντιπροσωπεύσει. Βέβαια ο λαός άφησε να υπάρχουν στην κλασική Αθήνα τα παλιά, αριστοκρατικής προέλευσης, δικαστήρια, τον Άρειο Πάγο και εκείνο των πενήντα ένα εφετών που δικάζουν τις υποθέσεις ανθρωποκτονίας, εμπρησμών, φαρμακείας· είναι τα δικαστήρια «του αίματος», γιατί μπορούν να ζητήσουν το κεφάλι του ενόχου. Η επιβίωση αυτών των δικαστηρίων επιτράπηκε, επειδή αποτελούνται από πρώην αξιωματούχους που είχαν εκλεγεί από το λαό ή είχαν αναδειχθεί με κλήρωση. Όμως οι υποθέσεις που υπάγονται στη δικαιοδοσία τους είναι παρ’ όλ’ αυτά οι λιγότερες και τις άλλες φροντίζει ο λαός να τις κρατήσει ο ίδιος, με εξαίρεση κάποιες μικροδιαφορές που τις άφησε στην κρίση των δικαστών των δήμων. Όλες αυτές οι υποθέσεις, οι περισσότερες δηλαδή, ανήκουν στην αρμοδιότητα του κατεξοχήν λαϊκού δικαστηρίου, της Ηλιαίας, που δεν έπαψε να βλέπει να αυξάνονται σε σπουδαιότητα οι δικαιοδοσίες του από τον καιρό του Σόλωνα.
Η Αθήνα, περήφανη από την παράδοση που διαβεβαίωνε πως οι πρώτες δίκες από τακτικά δικαστήρια έγιναν στο έδαφος της, είχε καταβάλει σοβαρή προσπάθεια για να οργανώσει τη δικαιοσύνη. Είναι αυτονόητο, κι εκεί ακόμα, πως ο θεσμός ήταν σημαδεμένος με τη σφραγίδα των δημοκρατικών της αρχών. Οι δικαστές σ’ αυτή την πολιτεία δεν ήταν παρά ένορκοι «κυαμευτοί», αναδειγμένοι με τα κουκιά, έξι χιλιάδες το χρόνο, από υποψήφιους που είχαν περάσει τα τριάντα. Ορκίζονταν, μετά την ονομασία τους, ότι θα ήταν αμερόληπτοι. Από εκείνη τη στιγμή, μοιρασμένοι σε δέκα δικαστήρια των πεντακοσίων μελών, ώστε χίλιοι δικαστές να είναι πάντα διαθέσιμοι ως συμπληρωματικοί, ήσαν εξουσιοδοτημένοι να κανονίζουν τις υποθέσεις, τις πιο διαφορετικές, που τους τις υπέβαλλαν και τις εισηγούνταν οι άρχοντες. Τα είχαν ρυθμίσει όλα, ώστε κανείς, όποια κι αν ήταν η φτώχεια του ή η άγνοιά του, να μην αποκλεισθεί από το προνόμιο να καθίσει ανάμεσα στους δικαστές. Τους πλήρωναν μερικούς οβολούς τη μέρα. Τους έδιναν κατευθυντήριες γραμμές· αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι η προεδρία των συζητήσεων επανερχόταν στον αξιωματούχο που είχε διεξαγάγει την ανάκριση και ο οποίος κατά συνέπεια γνώριζε βαθιά την υπόθεση. Τέλος, σ’ αυτές τις συζητήσεις δεν απέφευγαν τίποτα που θα διαφώτιζε και θα καθοδηγούσε τους δικαστές. Επειδή η συνεδρίαση του δικαστηρίου ήταν δημόσια, η συρροή των περίεργων ενίσχυε κατά κάποιο τρόπο την προσοχή των ηλιαστών. Όλη η διαδικασία ήταν προφορική- το ζήτημα ήταν κυρίως να ακούσουν τους δύο διάδικους ή τους δικηγόρους τους, την ανάγνωση των νομικών κειμένων και τις καταθέσεις των μαρτύρων. Και οι δικαστές δεν είχαν καν ανάγκη να είναι σίγουροι για την κάθε περίπτωση, ώστε να μπορέσουν να εξηγήσουν την ψήφο τους· έτσι κι αλλιώς κάτι τέτοιο δεν τους το ζητούσαν· αντίθετα καλούνταν να ρίξουν σιωπηρά μια ψήφο, τρυπημένη κατά μήκος του αξονίσκου της ή ατρύπητη, μέσα σ’ έναν από τους δύο κατάλληλους για την ψηφοφορία αμφορείς· η τρύπια ψήφος ήταν καταδικαστική ενώ η άλλη αθωωτική. Επιπλέον, αν η ποινή είχε προσδιορισθεί από πριν με βάση το νόμο ή κάποια συμφωνία ανάμεσα στους διάδικους, εφαρμοζόταν αυτόματα στον κατηγορούμενο που είχε κηρυχθεί ένοχος. Διαφορετικά οι δικαστές είχαν ακόμη μια φορά να επιλέξουν ανάμεσα στο τίμημα που πρότεινε ο κατηγορούμενος και το τίμημα που πρότεινε ο κατήγορος, χαράζοντας στην πρώτη περίπτωση μια μακριά γραμμή και στη δεύτερη μια κοντή γραμμή σε μια μικρή πινακίδα κερωμένη, που τους τη δίνανε γι’ αυτό το σκοπό. Όσοι δικαστές πάντως είχαν βαρεθεί αποτραβιόνταν άνετα.
«Τέλεια» δικαιοσύνη, έλεγαν οι Αθηναίοι, γιατί μ’ αυτό τον τρόπο εκφραζόταν η λαϊκή κυριαρχία. Αυτή είναι η άποψη που πρέπει να υιοθετήσουμε, για να εκτιμήσουμε αυτό τον τρόπο απονομής δικαιοσύνης. Μας φαίνεται διαδικασία συνοπτική, σκληρή· συγκρατούμε κυρίως τις άδικες αποφάσεις που έβγαλε, και αγανακτούμε για την πνευματική ένδεια αυτών που τις έβγαζαν. Το ζήτημα δεν είναι εκεί. Το ζήτημα είναι ότι όλο αυτό το σύστημα θέλει να είναι δικαιοσύνη δημοκρατική. Και είναι! Και σ’ αυτό το σημείο η Αθήνα, όπως το συνήθιζε, φάνηκε λογική με τον εαυτό της.
Και στα οικονομικά στάθηκε βέβαια τελείως λογική. Ας δούμε τι γίνεται με τους πολίτες· οι τελευταίοι συμβαίνει να προμηθεύουν στην πόλη τα αναγκαία έσοδα, χωρίς να τα προσφέρουν οι ίδιοι προσωπικά ή, πιο συγκεκριμένα, χωρίς να πρέπει να τα προσφέρει το μεγαλύτερο μέρος από αυτούς.
Να επισημάνουμε αμέσως ότι για πολύ καιρό σ’ ένα Κράτος, του οποίου οι δαπάνες είναι ελάχιστες, το πρόβλημα ήταν αρκετά εύκολο να λυθεί. Έγινε πιο περίπλοκο, από τη μέρα που η δημοκρατία άρχισε να ονειρεύεται μεγαλεία, θέλησε να έχει το στόλο της, μνημεία από μάρμαρο· και κυρίως από τη μέρα που ο Περικλής της έμαθε πως όσο περισσότερες μισθωτές υπηρεσίες θα δημιουργούνταν τόσο λιγότεροι φτωχοί θα υπήρχαν. Αλλά υπήρχαν οι σύμμαχοι, για να πληρώνουν ένα ποσό που στάθηκε πάντα λογικό, χωρίς αμφιβολία, μέχρι τον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Στην ανάγκη και οι πλούσιοι, που εκλιπαρούσαν τις ψήφους του πλήθους, ήσαν ευτυχείς να πιστεύουν ότι θα τις άξιζαν πιο άνετα αν επιφορτίζονταν με τη μορφή των λειτουργιών, τον εξοπλισμό δηλαδή μιας τριήρους, την οργάνωση ενός χορού για το θέατρο ή μιας δραματικής τετραλογίας, τα έξοδα μιας θεατρικής παράστασης ή την αποστολή κάποιας πρεσβείας. Κοντολογίς - και είναι ένα γεγονός που πρέπει να το κοιτάξουμε σοβαρά - δεν υπήρξε ποτέ κρίση οικονομική στην Αθήνα πριν από το τελευταίο τέταρτο του 5ου αιώνα π.Χ. Χωρίς αμφιβολία, αυτό είναι το μυστικό της κοινωνικής ειρήνης που γνώρισε τότε ως αποτέλεσμα της εμβρυώδους κατάστασης των οικονομικών της θεσμών. Ο Δήμος έδειχνε αρκετά πρόθυμα εμπιστοσύνη στους βουλευτές του και στους ταμίες του, ενέκρινε χωρίς συζήτηση έσοδα και έξοδα και δε γύρευε να μπει στα μυστήρια ενός προϋπολογισμού, κατά προσέγγιση ισορροπημένου.
Ο στρατός και το ναυτικό ενδιέφεραν την Εκκλησία του Δήμου περισσότερο, και καταλαβαίνουμε γιατί. Αν κατά την αρχαιότητα η ιδιότητα του πολίτη έδινε το δικαίωμα να απαλλάσσεται κανείς από κάθε άμεσο φόρο, συναπέφερε επίσης το αποκλειστικό προνόμιο να οπλοφορεί, για να υπερασπίζεται την πολιτεία. Βέβαια οι Αθηναίοι έκαναν έκκληση στους μετοίκους, για να υπηρετήσουν στο στόλο. Αλλά το μεγαλύτερο μέρος των πεζικάριων, των ιππέων και των ναυτών ήταν οπωσδήποτε Αθηναίοι. Από τότε στην Εκκλησία του Δήμου καμιά συνεδρίαση δε φαινόταν να κινεί περισσότερο το ενδιαφέρον, για να την παρακολουθήσει κανείς, από εκείνη όπου συζητιόταν ένα ζήτημα σχετικό με τον αριθμό των στρατιωτικών δυνάμεων που έπρεπε να επιστρατεύσουν, τη χρήση τους, τον οπλισμό τους. Σε τέτοιες συζητήσεις η συμμετοχή του κοινού ήταν σίγουρη. Οι κριτικές πέφταν βροχή. Κάθε Αθηναίος ανακάλυπτε μέσα του έξοχα στρατηγικά χαρίσματα. Πάντως οι αρχές, πάνω στις οποίες στηριζόταν η στρατιωτική οργάνωση, παρέμεναν πάντα πολύ απλές. Οι απαιτήσεις του Κράτους ήταν ανάλογες με τον πλούτο του καθενός. Οι πιο πλούσιοι ήσαν υποχρεωμένοι να έχουν άλογο, το οποίο άλλωστε η Πολιτεία τους βοηθούσε να το συντηρήσουν· οι μεσαίοι και οι μικροϊδιοκτήτες κατατάσσονταν στο βαρύ πεζικό των οπλιτών, οι προλετάριοι, οι θήτες, στο ελαφρό πεζικό και στο στόλο. Στην πραγματικότητα αυτοί οι τελευταίοι είχαν περισσότερο από τους άλλους το πνεύμα της πειθαρχίας, και το αθηναϊκό ναυτικό, επανδρωμένο με στελέχη γυμνασμένα και με εξαιρετικό υλικό, θεωρούνταν δικαιολογημένα το πρώτο της Ελλάδας. Ο στρατός ήταν λιγότερο καλός, γιατί διοικούνταν λιγότερο καλά. Ως την αρχή του Πελοποννησιακού Πολέμου και όσο η πλειονότητα των πολιτών δεν επιδίωξε να απαλλαγεί από τις στρατιωτικές της υποχρεώσεις, είναι δίκαιο να επισημάνουμε πως η αθηναϊκή δημοκρατία ήξερε να υπερασπίσει με θάρρος το έδαφος της, την ύπαρξή της και τις ιδέες της.
Αυτή είναι, σκιαγραφημένη σε αδρές γραμμές, η εικόνα των θεσμών της Αθήνας κατά τα μέσα του 5ου π.Χ. αιώνα· και πρέπει να δούμε την πραγματική τους αξία στα πλαίσια αυτής της εποχής. Νωρίτερα μπορούμε να ισχυριστούμε πως οι θεσμοί δεν είναι ακόμη ολοκληρωμένοι· αργότερα δεν είναι πια σε τέλεια ισορροπία. Αντίθετα, κατ’ αυτή την περίοδο παράγουν το ολοκληρωμένο τους αποτέλεσμα. Έδωσαν σ’ ένα μικρό λαό το μέσο να αποκτήσει μια μεγάλη ηγεμονία. Κέντρισαν με τρόπο εξαίσιο τη δραστηριότητά του σ’ όλους τους τομείς. Ποτέ η θρησκεία δε θα εξάψει με σύμβολα πιο πετυχημένα την εθνική περηφάνεια. Ποτέ τα γράμματα και οι τέχνες δε θα εμφανίσουν τόσο λαμπρή αίγλη. Ποτέ πια ούτε η γεωργία ούτε η βιοτεχνία δε θα προσεγγίσουν ένα παρόμοιο βαθμό ευημερίας και, αν το εμπόριο συνεχίζει να είναι για περισσότερο από μισό αιώνα ακόμη μια πραγματική πηγή πλούτου για την Αθήνα, αυτό συμβαίνει, αν μπορούμε να πούμε κάτι τέτοιο, εξαιτίας της κεκτημένης αυτή τη στιγμή ταχύτητας. Πριν πάμε πιο πέρα, πρέπει να κοιτάξουμε ακόμη αυτό το θέαμα, το τόσο σπάνιο για την Ελλάδα, το θέαμα ενός λαού που διακατέχεται από τη διακαή επιθυμία να ζήσει από τη δουλειά του.
Η ύπαιθρη χώρα φαινομενικά δεν άλλαξε καθόλου· η γεωργία δε δίνει πλούτο αλλά άνεση· παραμένει το πιο έντιμο από όλα τα επαγγέλματα. «Ανοίγει την αγκαλιά της σ' όποιον έρχεται σε κείνη· είναι η μητέρα και η τροφός όλων των άλλων τεχνών». Ακούστε έναν ποιητή να τραγουδάει την αγροτική ζωή. «Καθόμαστε στο χωράφι μας, μακριά από τη φασαρία της αγοράς· έχουμε για προσωπική μας χρήση ένα ταπεινό ζευγάρι βόδια· ακούμε το βέλασμα των κοπαδιών· είναι σπουδαίο έδεσμα για μας ένα ψάρι ή μια τσίχλα.» Να ξαναδεί τ' αμπέλια του ή τις συκιές του είναι η μοναδική επιθυμία του αποστρατευμένου πολεμιστή. Μικροϊδιοκτήτες στην πλειονότητά τους, οι Αθηναίοι δεν αρέσκονται καθόλου να γυρεύουν μεθόδους για να βελτιώσουν την απόδοση του ταπεινού τους αγρού και χρησιμοποιούν απρόθυμα την άρδευση και τα λιπάσματα. Όμως, όσο μέτριο κι αν είναι το προϊόν της γης τους, ξέρουν να αρκούνται σ’ αυτό. Η ύπαιθρος είναι ευτυχισμένη τον καιρό του Περικλή.
Στην πόλη η βιοτεχνία κατακτά σπουδαιότητα που δεν είχε ποτέ. Κανείς δεν υποτιμάται επειδή ασκεί κάποιο χειρωνακτικό επάγγελμα. Το αποφεύγουν, όταν μπορούν· το ασκούν, αν χρειάζεται. Εξάλλου ο τεχνίτης δεν έχει πολύ σκληρή ζωή. Δουλεύει στο μαγαζάκι του κάτω από τα μάτια του κοινού, φλυαρεί πρόθυμα με τους αργόσχολους, δε δεσμεύεται από κανένα κανονισμό και ξέρει να εξασφαλίζει στον εαυτό του ευχάριστες διακοπές. Τα πιο κοπιαστικά επαγγέλματα ο πολίτης τ’ αφήνει, χωρίς να πολυνοιάζεται, στους μέτοικους. Όμως αυτός είναι σιδηρουργός, προπλάστης, μαρμαράς, χρωματιστής, μεταλλουργός, γλυφέας, κεραμέας, παπουτσής, λεπτοξυλουργός. Περισσότερο ή λιγότερο μανιώδης στην καθημερινή τον προσπάθεια, φυσικά καλλιτέχνης, ο Αθηναίος ξέρει να δίνει στα αντικείμενα που επεξεργάζεται προσωπική σφραγίδα και τα αθηναϊκά είδη είναι περιζήτητα στις αγορές της Μεσογείου. Πληρώνουν ακριβά τα όμορφα αγγεία που περιέχουν αρώματα· ψάχνουν ακόμα και για άδειους αμφορείς που περιείχαν κρασί ή λάδι. Εκτιμούν τα όπλα, τα κοσμήματα της Αττικής. Με το θάρρος τους πολυάριθμοι Αθηναίοι θα είχαν μπορέσει να ικανοποιούν τις ανάγκες τους με το χρήμα που κέρδιζαν στο εργαστήριο ή στο μαγαζί τους. Αλλά ξαφνικά ο Περικλής τους προσφέρει το μέσο, με τους μισθούς και τις αποζημιώσεις, να συμπληρώνουν με πιο ευχάριστο τρόπο τα πενιχρά τους εισοδήματα. Ο γιος του Ξάνθιππου και της Αγαρίστης έχει ένα μεγάλο μέρος ευθύνης στην επιβράδυνση της ανάπτυξης της αττικής βιοτεχνίας.
Αυτή την εποχή η καρδιά της αθηναϊκής ηγεμονίας είναι κυρίως ο Πειραιάς, το κέντρο του εμπορίου. Στην Αττική περιφρονούν, όπως άλλωστε και στην Ελλάδα όλη, το λιανεμπόριο που γίνεται στην αγορά. Τιμούν αντίθετα το θαλασσινό χονδρεμπόριο. Το Κράτος το ίδιο δεν παραμέλησε καθόλου να το ενθαρρύνει. Ο Πειραιάς - με τις αποβάθρες του, τις αποθήκες του, το χρηματιστήριό του, τα ναυπηγεία του, τους μόλους του, τις Τράπεζές του, τη σιταγορά του, τις εταιρίες του - είναι πραγματικά εξοπλισμένος για να προσελκύσει τη διακίνηση από παντού. Εκεί μιλάνε όλες τις γλώσσες. Διαγκωνίζονται εκεί Αιγύπτιοι ναυτικοί με ναυτικούς που ήρθαν από τη Μαύρη Θάλασσα. Πλοία από τη Σικελία είναι αγκυροβολημένα δίπλα σε πλοία φοινικικά. Πουλάνε στον Πειραιά τρόφιμα μεταφερμένα με μεγάλο κίνδυνο από τις πιο μακρινές χώρες· δημητριακά, αποξηραμένα ψάρια, παστά κρέατα, σίδηρο, χαλκό, κερί, πίσσα, ελεφαντόδοντο, δέρματα, μαλλιά και λινάρι, χαλιά από την Περσία και ορειχάλκινα είδη από την Ετρουρία, λιβάνι από την Αραβία. Τις παραμονές του Πελοποννησιακού Πολέμου δεν είναι ριψοκινδυνευμένο να διαβεβαιώσουμε πως γίνονταν σ’ αυτό το λιμάνι συναλλαγές που μπορούμε να τις εκτιμήσουμε γύρω στα εκατό πενήντα εκατομμύρια χρυσά φράγκα, αριθμό τεράστιο, που αρκεί να δικαιολογήσει την περηφάνεια της Αθήνας αυτή την εποχή και την εμπιστοσύνη του Περικλή στη δύναμη της πατρίδας του.
Απ’ όλα, λοιπόν, όσα προηγούνται θα έπρεπε να γεννιέται ένα ομόψυχο αίσθημα θαυμασμού για την Αθήνα και ευγνωμοσύνης από τη μεριά των Αθηναίων για το καθεστώς που επέτρεψε μια τέτοια έκρηξη ζωής. Καλύτερα όμως να ρωτήσουμε εκείνους που μας μίλησαν για το δημοκρατικό σύνταγμα της Αθήνας. Σχετικά μ' αυτό οι Αρχαίοι οι ίδιοι ήσαν πολύ μακριά από το να είναι σύμφωνοι- ακόμα και άνθρωποι οι οποίοι, όπως ο Θουκυδίδης και ο ιστορικός που για πολύ καιρό τον είχαμε ταυτίσει άστοχα με τον Ξενοφώντα, ήσαν σχεδόν σύγχρονοι, έχουν διαφορετικές απόψεις. Ο Θουκυδίδης, αν και είχε κακοπάθει από τη δημοκρατία, είναι ανεξάντλητος σε εγκώμια για την εποχή του Περικλή ή, τουλάχιστο, δε σταματάει να βάζει στο στόμα του μεγάλου Αθηναίου δημοκρατικού ηγέτη τους επαίνους, τους πιο κολακευτικούς για την Αθηναϊκή Δημοκρατία. Βέβαια στα λόγια του ιστορικού υπάρχουν κάποιες διαφοροποιητικές αποχρώσεις που συχνά έχουμε την τάση να τις αγνοούμε. Είναι αυτός, ο Θουκυδίδης, που ονόμασε την Αθήνα σχολείο της Ελλάδας, «Ἑλλάδος παίδευσιν», και πρότυπο για τους άλλους, «παράδειγμα δέ μᾶλλον ... τινί». Μας τη δείχνει δραστήρια, έξυπνη, όμορφη, καλή για τους ξένους και τους ταπεινούς, ενεργητική. Υπογραμμίζει τις πολιτικές ιδιότητες ενός λαού ερωτευμένου πάνω απ’ όλα με την ελευθερία και την ισότητα, ευαίσθητου στην ευφράδεια, φωτισμένου από αυτή, πρόσφορου να κυβερνιέται, που είχε εμπιστοσύνη στη μοίρα του. Ο ψευδο-Ξενοφώντας μιλάει με άλλο τρόπο. Ισότητα; Όχι βέβαια! Η δημοκρατία «ευνοεί τους κακούς σε βάρος των καλών». Εξυπνάδα; Όχι! Είναι ο λαός, εκείνος που κυβερνάει στην Αθήνα και σ’ αυτόν είναι που βρίσκουμε «την περισσότερη άγνοια, τη μεγαλύτερη εξαλλοσύνη και τη μεγαλύτερη κακοήθεια». Και καταλήγει με το ακόλουθο συμπέρασμα, που πραγματικά μας βγάζει από κάθε αυταπάτη: «Όσο για μένα, δικαιολογώ το λαό να είναι δημοκράτης, γιατί όλος ο κόσμος είναι εύλογο να γυρεύει πλεονεκτήματα για τον εαυτό του· όμως εκείνος που, χωρίς να είναι από το λαό, προτιμά να ζει σε δημοκρατία και όχι σε ολιγαρχία, θα σχεδιάζει πάντα να κάνει το κακό. Ξέρει πως είναι πιο εύκολο να κρύψει τα ελαττώματά του μέσα σ’ ένα δημοκρατικό Κράτος παρά μέσα σ’ ένα ολιγαρχικό.» Μετά το διθύραμβο, η μομφή.
Και έτσι αποκαλύπτεται η χειρότερη δυσκολία στην ιστορία της Αθήνας, να μάθουμε δηλαδή, να είμαστε αμερόληπτοι. Καμιά άλλη πόλη ποτέ δε διέγειρε τόσες συζητήσεις ούτε τόσα πάθη. Σε καμιά άλλη ιστορία οι άνθρωποι, από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας, δε βρήκαν τόσα επιχειρήματα για να στηρίξουν τις ιδέες τους, αδιάφορο αν ήσαν οπαδοί ή αντίπαλοι του δημοκρατικού καθεστώτος. Με ποιους πρέπει να συμφωνήσουμε; Θα απαντήσουμε πως αν ποτέ η ακριβής χρονολόγηση είχε σημασία, αυτό φαίνεται καλά εδώ. Παραθέτουν πολύ συχνά, έτσι για ευχαρίστηση, ανακατεμένα, μαρτυρίες συγγραφέων πολύ διαφορετικών εποχών. Συμπληρώνουν πληροφορίες σχετικές με την Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ. με άλλες που διαθέτουν, για την Αθήνα του 4ου αιώνα π.Χ. Και αποφεύγουν να δουν πως έτσι χτίζουν κάτι που θα έμοιαζε πολύ με την περιγραφή μιας σύγχρονης χώρας, που έγινε με τη βοήθεια κειμένων παρμένων αδιάφορα από σύγχρονες εφημερίδες και από άλλες, πριν από πενήντα χρόνια. Η αναλογία είναι πολύ χτυπητή, επειδή αυτές οι δύο περίοδοι της ιστορίας της σύγχρονης χώρας χωρίζονται από την άβυσσο ενός παγκόσμιου πολέμου· αντίστοιχα και η Αθήνα του 5ου π.Χ. αιώνα και του 4ου, που θέλουν να τις συμπαραθέτουν, χωρίζονται από την καταστροφή του Πελοποννησιακού Πολέμου. Στην Αθήνα εκείνων των χρόνων, όπως και στις χώρες της σύγχρονης εποχής, η εξέλιξη υπάρχει. Καταλαβαίνουμε την αληθινή σημασία της εξέλιξης, μονάχα αν αντιπαραβάλουμε, τη μια δίπλα στην άλλη, σαν δύο ζωγραφικούς πίνακες και αν στη συνέχεια τις κοιτάξουμε χωριστά. Θα προσπαθήσουμε προς το παρόν να κρίνουμε την Αθήνα του Περικλή.
Θα πρέπει να πιστέψουμε ειλικρινά πως ήταν ωραία η ζωή εκεί. Τα αμπέλια και οι ελιές πλουτίζουν την ύπαιθρη χώρα. Ο Κεραμεικός αντηχεί από μύρια επαγγέλματα. Ο όρμος του Πειραιά είναι γεμάτος από πλοία. Αυτή την εποχή δεν υπάρχει καθόλου δυστυχία στην Αττική. Τη φούχτα των χρημάτων που δίνει τη δυνατότητα να γυρνάς εδώ και κει ποιος δεν την είχε; Είδαμε πως το Κράτος βοηθάει τους πιο κακότυχους. Η ηγεμονία πληρώνει- να κυβερνάς δεν είναι καθόλου δύσκολο. Με δυο λόγια, ο Περικλής είναι ένας άνθρωπος τυχερός. Αυτός, ο ηγέτης, μπορεί καμιά φορά να θέτει στον εαυτό του την ερώτηση αν αυτό θα διαρκέσει, αν οι εξωτερικές περιστάσεις, που ώς εκείνη τη στιγμή στάθηκαν ευνοϊκές για την Αθήνα, δε θα αναδιπλωθούν, και αν περιστάσεις λιγότερο ευνοϊκές δε θα έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην εσωτερική κατάσταση. Όμως ο λαός δε βλέπει τόσο μακριά· είναι ευχαριστημένος. Σ' αυτή την ευφορία βρίσκεται σίγουρα γύρω στα 435 π.Χ.
Για τις αρετές και τα ελαττώματα αυτού του λαού, τα έχουμε πει όλα και πολλές φορές. Επιφυλασσόμαστε να επανέλθουμε στο επόμενο κεφάλαιο, μιλώντας για τη θρησκευτική του ζωή. Ας συμφωνήσουμε χωρίς συζήτηση πως είναι στο σύνολό του λεπτεπίλεπτος και έξυπνος. Είναι φιλόξενος και με ανοιχτές ιδέες· έχει παλμό και ευαισθησία. Η ευαισθησία του φαίνεται στα όμορφα πράγματα, στους όμορφους λόγους που τους .αγαπά μάλιστα περισσότερο κι από τη δράση. Είναι περήφανος που είναι ελεύθερος και κύριος της τύχης του· είναι ζηλωτής της ισότητας. Δείχνει να σέβεται τους νόμους του, που τους φτιάχνει ο ίδιος. Έχει έντονο το αίσθημα της σπουδαιότητάς του. Τίποτε δεν ήταν πιο ευχάριστο στον Αθηναίο από το να σκέφτεται πως καμιά πολιτική φιλοδοξία δεν του ήταν απαγορευμένη, πως κανένα πρόσωπο, όσο ψηλή θέση κι αν κατείχε, δεν ήταν απρόσβλητο από κάποια επίθεση, την οποία ο καθένας μπορούσε να επιχειρήσει εναντίον του στην Εκκλησία του Δήμου ή στην Ηλιαία.
Δεν μπορεί βέβαια να αρνηθεί κανείς μερικά από τα ελαττώματα αυτού του λαού, που είναι εμφανέστατα: Πιστεύει πως είναι ανώτερος από κάθε άλλον στην Ελλάδα· η υπερβολική του περηφάνεια θα του παίξει πολλά παιχνίδια. Νευρώδης και κινητικός, ασταθής, ανίκανος να δοθεί σε μια συνεχή προσπάθεια, λεία σε πολύ βαθιές απελπισίες ή σε τρελές ελπίδες, τη γλιτώνει, τη στιγμή που πιστεύουν οι αντίπαλοί του πως τον έχουν στο χέρι. Επιχειρηματολογεί, στρεψοδικεί, απεχθάνεται να υπακούει. Παθιάζεται στη σύγκρουση των λέξεων, των ιδεών, των προσώπων. Διστάζει συχνά την ώρα των αποφάσεων.
Αρετές ή ελαττώματα, τίποτε ακόμα δεν είναι υπερβολικό: Αυτός ο λαός παραμένει υγιής, μετρημένος, έχει ευθυκρισία. Το εγκώμιο πρέπει να υπερισχύει της μομφής. Και γι’ αυτό υπάρχουν τρεις λόγοι: Ο πρώτος είναι πως έχει έναν πραγματικό ηγέτη· ο δεύτερος είναι πως έχει κοινωνική ισορροπία και πως καμιά τάξη δε γυρεύει με τρόπο κατάφωρο να καταβάλει τους άλλους· ο τρίτος είναι πως νέμεται μια στέρεη οικονομική κατάσταση και πως δε γνωρίζει υλικές έγνοιες. Με ποιο τρόπο όμως αυτή η αρμονική αλλά εύθραυστη ισορροπία θα βαστάξει την ώρα των δοκιμασιών; Το μέλλον θα το δείξει.
---------------------
Ευριπίδης, Ικέτιδες, 238-245:
«Τρεῖς γάρ πολιτῶν μερίδες· οἱ μέν ὄλβιοι
ἀνωφελεῖς τε πλειόνων τ’ ἐρῶσ’ ἀεί·
οἱ δ’ οὐκ ἔχοντες καί σπανίζοντες βίου
δεινοί, νέμοντες τῷ φθόνῳ πλέον μέρος,
εἰς τούς ἔχοντας κέντρ’ ἀφιᾶσιν κακά,
γλώσσαις πονηρῶν προστατῶν ψηλούμενοι·
τριῶν δέ μοιρῶν ἡ ‘ν μέςῳ σώζει πόλεις,
κόσμον φυλάσσουσ’ ὅντιν’ ἄν τάξῃ πόλις.»
Που σημαίνει:
«Τρεις των πολιτών υπάρχουνε μερίδες· όσοι
πρώτα πλούσιοι και συνάμ’ ανώφελ' είναι,
πιότερα ποθούνε νάχουν πάντα· κι όσοι
πάλι τίποτε δεν έχουν και σπανίζει τους το βιος,
είναι φοβεροί κι αυτοί και φυτοζωούν στο φθόνο
τον καιρό τον πιο πολύ, κακό κεντρί πετώντας
σ’ όσους τάχουν, αρχιαπατημένοι
μ’ ηγετών τα λόγια πολύ πονηρών.
Κι απ’ τις τρεις μερίδες μόν’ η μεσιανή τις πόλεις σώζει,
τους θεσμούς, που η πόλη θέσπισε, φυλάγοντάς τους.»
Αξιοσημείωτο είναι πάλι πως ο συγγραφέας μεταφράζει τη λέξη «πόλη» με τη λέξη «κράτος», στην ελεύθερη μετάφραση που μας δίνει.