Επιθήματα με υπερωικό κλειστό
Ι. -ᾰκ- και -ᾱκ-
§ 391. Στη βάση των υποκοριστικών σε -ᾰκ- όπως
βῶλαξ 'βώλος γης' (Πίνδ., ἐρι-βῶλαξ 'με μεγάλους βώλους' Όμ.) από το βῶλος,
λίθαξ 'λίθινος (Όμ.), κομμάτι βράχου (ελληνιστ. ποιητές)' από το λίθος,
και των υποτιμητικών χαρακτηρισμών σε -ᾱκ- όπως:
νέᾱξ 'παιδαρέλι' (κωμωδιογράφοι) από το νέος,
πλούτᾱξ 'νεόπλουτος' (Εύπολης) από το πλοῦτος,
βρίσκεται ένα πολύ διαδεδομένο ινδοευρωπαϊκό επίθημα σε k (πρβ. λατ. aud ā x 'παράτολμος', 'victr ī x 'νικηφόρα', v ē l ō x γρήγορος')· περισσότερα δεν μπορεί να πει κανείς.
Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2023
Η Ελληνική Αρχαιότητα: Πόλεμος - Πολιτική - Πολιτισμός 5. Από τον Αλέξανδρο στον Πύρρο
5.5. Εάν ο Αλέξανδρος είχε περάσει στην Ιταλία
Θύμα δυναστικών συγκρούσεων, ο Πύρρος είχε ζήσει περιπετειώδη παιδικά χρόνια. Έγινε για πρώτη φορά βασιλιάς της Ηπείρου δώδεκα ετών, αλλά στα δεκαεπτά του έχασε τον θρόνο και μπήκε στην υπηρεσία του Δημητρίου Πολιορκητή. Διακρίθηκε στη μάχη της Ιψού και παρέμεινε στην υπηρεσία του προστάτη του μετά την ήττα. Όταν ο Δημήτριος ήρθε σε συμφωνία με τον Πτολεμαίο, ο Πύρρος παραδόθηκε στην Αίγυπτο ως όμηρος. Με τη βοήθεια του Πτολεμαίου ξανακέρδισε το βασίλειό του, στην αρχή συμβασιλεύοντας και στη συνέχεια ως απόλυτος μονάρχης. Η επιγαμία του με τον οίκο του Αγαθοκλή τού απέφερε επίσης κυριαρχία στην Κέρκυρα. Ήταν πλέον αρκετά ισχυρός ώστε να διεκδικήσει ακόμη και το βασίλειο της Μακεδονίας. Στη Βέροια κατατρόπωσε τον Δημήτριο, χωρίς να δώσει μάχη, και μοιράστηκε τη Μακεδονία με τον Λυσίμαχο. Σύντομα ωστόσο υποχρεώθηκε να περιοριστεί πάλι στην Ήπειρο.
Μια νέα περίοδος άρχισε στη ζωή του Πύρρου όταν το 280 τον προσκάλεσαν οι κάτοικοι του Τάραντα και άλλων ελληνικών πόλεων στην Κάτω Ιταλία να ηγηθεί στον αγώνα τους εναντίον των Ρωμαίων. Ο Πύρρος αποδέχθηκε την πρόσκληση με την ελπίδα όχι μόνο να νικήσει τους Ρωμαίους που απειλούσαν τους Έλληνες, αλλά να κυριαρχήσει στη Σικελία και να αναλάβει τον παλαιό αγώνα εναντίον των Καρχηδονίων. Αφού συγκέντρωσε τον κατάλληλο μεταφορικό στόλο, επιβίβασε 3.000 ιππείς, 20.000 πεζούς, 2.000 τοξότες, 500 σφενδονιστές και 20 ελέφαντες. Έχασε ωστόσο το μεγαλύτερο μέρος του στρατού σε θαλασσοταραχή και υποχρεώθηκε να βασιστεί κυρίως στα στρατεύματα που ήταν διατεθειμένοι να προσφέρουν αυτοί που τον προσκάλεσαν.
Πολεμώντας εναντίον των Ρωμαίων, ο Πύρρος διαπίστωσε την τρομερή πειθαρχία και το πείσμα των εχθρών του. Κατάφερε όμως να τους νικήσει σε αποφασιστικές μάχες, χάρη στην ανδρεία του και τους ελέφαντες που φαίνεται ότι έπαιρναν για πρώτη φορά μέρος στις στρατιωτικές συγκρούσεις της Ιταλίας. Οι αναμετρήσεις, ωστόσο, ήταν πολύνεκρες, και μόνο οι Ρωμαίοι διέθεταν επαρκείς εφεδρείες. Ο Πύρρος ισχυρίστηκε, καθώς λέγεται, ότι μία ακόμη τέτοια νίκη εναντίον των Ρωμαίων θα τον κατέστρεφε παντελώς.
Οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι είχαν ήδη αναμετρηθεί στην Ιταλία πριν από την άφιξη του Πύρρου, αλλά δεν γνωρίζονταν καλά μεταξύ τους. Οι Ρωμαίοι ήταν πληροφορημένοι για τον Αλέξανδρο και τα απίστευτα κατορθώματά του. Ορισμένοι ήθελαν να πιστεύουν ότι, αν είχε περάσει στην Ιταλία, θα μπορούσαν να τον νικήσουν και να κατακτήσουν αιώνια δόξα. Έτσι, κάθε συμβιβασμός με τον Πύρρο τούς φαινόταν αδιανόητος. Στις διαπραγματεύσεις που διεξήγαγαν με τον απεσταλμένο του, έναν μαθητή του Δημοσθένη, έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ελληνική φιλοσοφία. Τη μεγαλύτερη εντύπωση τους προξένησε η διδασκαλία του Επίκουρου, η οποία σημείωνε επιτυχία ακόμη και στους στρατιωτικούς κύκλους των Μακεδόνων. Θεώρησαν παράδοξο να πιστεύει κανείς, όπως ο Επίκουρος, ότι οι θεοί δεν ενδιαφέρονται για τα ανθρώπινα και ταυτοχρόνως να μάχεται, όπως ο Πύρρος.
Οι Έλληνες, από την πλευρά τους, προβληματίστηκαν για τις αιτίες της ρωμαϊκής πειθαρχίας και αποφασιστικότητας. Ο απεσταλμένος του Πύρρου τις αναζήτησε στο πολίτευμα (όπως άλλωστε και αρκετοί Έλληνες ύστερα από αυτόν). Η Σύγκλητος του έδωσε την εντύπωση ενός συνεδρίου με πολλούς βασιλείς. Οι δύο πλευρές πάντως, σύμφωνα με την παράδοση που διασώθηκε, αισθάνθηκαν η μία για την άλλη περισσότερο δέος και θαυμασμό παρά μίσος.
Για να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο, οι Ρωμαίοι συμμάχησαν με τους Καρχηδόνιους, και αυτοί με τη σειρά τους επιτέθηκαν με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα εναντίον των Ελλήνων της Σικελίας. Οι πολιορκημένοι Συρακούσιοι έσπευσαν να προσκαλέσουν τον Πύρρο, που είχε άλλωστε παντρευτεί θυγατέρα του Αγαθοκλή. Έτσι, δύο περίπου χρόνια μετά από την άφιξή του στην Ιταλία, ο Πύρρος πέρασε στη Σικελία και άρχισε να κατατροπώνει τους Καρχηδόνιους του νησιού, πολεμώντας συχνά ο ίδιος στην πρώτη γραμμή. Οι Συρακούσιοι, ωστόσο, και οι άλλοι Έλληνες της Σικελίας σύντομα αντιλήφθηκαν ότι δεν ήταν διατεθειμένοι να υποβληθούν στους κόπους και την πειθαρχία που απαιτούσε αυτή η αναμέτρηση. Στη συμπεριφορά του Πύρρου είδαν περισσότερο έναν τύραννο παρά έναν ελευθερωτή. Ορισμένοι άρχισαν να συμμαχούν με τους Καρχηδόνιους. Ο Πύρρος αποφάσισε να επιστρέψει στην Ιταλία, αλλά αυτή τη φορά ηττήθηκε από τους Ρωμαίους. Ύστερα από αγώνες έξι χρόνων, χωρίς επαρκή υποστήριξη και χωρίς χρήματα, επιβιβάστηκε στα πλοία του και αναχώρησε για την Ήπειρο μόνο με 8.000 πεζούς και 500 ιππείς. Στη Μακεδονία βασίλευε πλέον ο Αντίγονος Γονατάς.
Αξιοποιώντας Γαλάτες πολεμιστές, ο Πύρρος άρχισε να κάνει επιδρομές στη Μακεδονία, φέρνοντας κάποτε τον Αντίγονο σε πολύ δύσκολη θέση. Το 272 ωστόσο του παρουσιάστηκε μια νέα ευκαιρία. Αποδέχθηκε την πρόσκληση ενός επιφανούς Σπαρτιάτη που είχε παραμεριστεί από τη διαδοχή και ανέλαβε να τον αποκαταστήσει. Το μέγεθος του στρατού του βεβαίωνε ότι πραγματικός του στόχος ήταν ολόκληρη η Πελοπόννησος.
Η Σπάρτη βρέθηκε απροετοίμαστη, καθώς ο βασιλιάς της Άρευς Α' (309-265), που φαίνεται ότι βασίλευε μόνος εκείνη την εποχή, απουσίαζε σε στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Κρήτη. Αλλά δεν είχε χάσει το παλαιό της πείσμα. Την πρόχειρη οχύρωση της πόλης ανέλαβαν γυναίκες και γέροντες, αφήνοντας την άμυνα σε νεαρούς πολεμιστές. Στις σκληρές μάχες που ακολούθησαν στις εισόδους της πόλης -η Σπάρτη εξακολουθούσε να μη διαθέτει τείχη- οι γυναίκες παρέμειναν παρούσες, υποβοηθώντας τους άνδρες ακόμη και στα πολεμικά έργα. Ο χρόνος που κέρδισαν με την αυτοθυσία τους οι Σπαρτιάτες αποδείχθηκε σωτήριος. Την ύστατη ώρα κατέφθασαν ενισχύσεις από τον Αντίγονο Γονατά, καθώς επέστρεφε και ο βασιλιάς τους με τους πολεμιστές. Τις επιχειρήσεις αυτές περιέγραψε με λεπτομέρειες, μεταξύ άλλων, ο Ιερώνυμος, ο οποίος άλλωστε είχε οριστεί από τον Δημήτριο Πολιορκητή για ένα διάστημα επιμελητής και αρμοστής της Βοιωτίας. Από τη χαμένη του αφήγηση αντέγραψε ο Πλούταρχος.
Ο Πύρρος αναγκάστηκε να αποτραβηχτεί, αλλά δεν εγκατέλειψε την Πελοπόννησο. Προσπάθησε να εκμεταλλευτεί μια άλλη εσωτερική σύγκρουση για να κατακτήσει το Άργος και εισέβαλε στην πόλη με ένα μέρος του στρατού του. Οι ελέφαντες ωστόσο που τον συνόδευαν αποδείχθηκαν ακατάλληλοι για οδομαχίες. Προκάλεσαν τον πανικό και εμπόδισαν ακόμη και την υποχώρηση. Από τη στέγη του σπιτιού της μια ηλικιωμένη γυναίκα που προσπαθούσε να σώσει τον γιο της πέταξε ένα κεραμίδι και κατάφερε να σκοτώσει τον Πύρρο, που τελείωσε έτσι άδοξα μια περιπετειώδη ζωή. Οι σύγχρονοί του θεώρησαν ότι, μετά τον Αλέξανδρο, αυτός ήταν ο μεγαλύτερος στρατηγός που είχε αναδείξει η ταραγμένη εποχή. Την τιμητική του ταφή ανέλαβε ο ίδιος ο Αντίγονος Γονατάς.
Την ίδια χρονιά οι Ρωμαίοι κατέκτησαν τον Τάραντα και σύντομα τις υπόλοιπες ελληνικές πόλεις της Κάτω Ιταλίας. Στη Σικελία, ωστόσο, ο Ιέρων Β', που αναδείχθηκε ηγέτης, ανέλαβε σημαντικές πρωτοβουλίες.
Ο Αντίγονος εδραιώθηκε στη Μακεδονία και από εκεί ασκούσε έλεγχο σε μεγάλο τμήμα του ελληνικού κόσμου. Κύριες βάσεις του ήταν η Χαλκίδα, η Κόρινθος και η Δημητριάδα στον Παγασητικό κόλπο, στις οποίες διατηρούσε φρουρές. Εξουσίαζε ωστόσο και τον Πειραιά, καθώς επίσης διάφορες πόλεις στην Πελοπόννησο, επιβάλλοντας τυράννους της επιλογής του. Για την ανάκτηση του λιμανιού της, η Αθήνα κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια. Μετά τον θάνατο του Πύρρου, το κυριότερό της στήριγμα έγινε ο Πτολεμαίος Β'.
Ο Πτολεμαίος είχε δαπανήσει πολύ χρόνο και κόπο πολεμώντας εναντίον του Αντίοχου. Το μόνιμο ζήτημα αντιπαράθεσης των βασιλείων τους ήταν η κατοχή της Κοίλης Συρίας, που αποτελούσε ζωτικό χώρο και για τα δύο. Σε μια σειρά συγκρούσεων από το 275 έως το 271, που ονομάστηκαν Πρώτος Συριακός Πόλεμος, η Αίγυπτος διατήρησε την εξουσία στα εδάφη που είχε κατακτήσει ο Πτολεμαίος Α'. Ο Πτολεμαίος Β' ήταν πλέον ελεύθερος να ασχοληθεί συστηματικότερα με τις ελληνικές υποθέσεις.
Με κοινό σύνθημα την απελευθέρωση των Ελλήνων, δηλαδή την εκδίωξη από τις ελληνικές πόλεις των φρουρών και των τυράννων που είχε επιβάλει ο Αντίγονος Γονατάς, ο Πτολεμαίος, οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες συνέπτυξαν το 268 συμμαχία. Ο Πτολεμαίος ήθελε να περιορίσει τη δύναμη του Αντίγονου, η Αθήνα να ανακτήσει τον Πειραιά, η Σπάρτη να διευρύνει την επιρροή της στην Πελοπόννησο. Στη συμμαχία εντάχθηκαν και αρκετές πελοποννησιακές πόλεις, η Αχαϊκή Συμπολιτεία που είχε ιδρυθεί προσφάτως και ορισμένες κρητικές πόλεις. Αμέσως σχεδόν άρχισαν οι συγκρούσεις με τη Μακεδονία, σε έναν πόλεμο που έμεινε γνωστός ως Χρεμωνίδειος, από το όνομα του Αθηναίου εισηγητή της συμμαχίας. Αλλά η Αίγυπτος δεν μπόρεσε να προσφέρει επαρκή βοήθεια, ενώ άλλες ελληνικές πόλεις δεν έδειξαν μεγάλη προθυμία να συνεργαστούν στην κοινή υπόθεση της ελευθερίας. Οι Σπαρτιάτες πολέμησαν με πείσμα, και ο βασιλιάς τους Άρευς έπεσε μαχόμενος έξω από την Κόρινθο. Οι Αθηναίοι επίσης συνέχισαν να πολεμούν, ακόμη και χωρίς συμμάχους, υπέκυψαν ωστόσο το 263 και υποχρεώθηκαν πάλι να δεχτούν μακεδονική φρουρά και τον εγγονό του Αντίγονου Γονατά ως διοικητή.
Θύμα δυναστικών συγκρούσεων, ο Πύρρος είχε ζήσει περιπετειώδη παιδικά χρόνια. Έγινε για πρώτη φορά βασιλιάς της Ηπείρου δώδεκα ετών, αλλά στα δεκαεπτά του έχασε τον θρόνο και μπήκε στην υπηρεσία του Δημητρίου Πολιορκητή. Διακρίθηκε στη μάχη της Ιψού και παρέμεινε στην υπηρεσία του προστάτη του μετά την ήττα. Όταν ο Δημήτριος ήρθε σε συμφωνία με τον Πτολεμαίο, ο Πύρρος παραδόθηκε στην Αίγυπτο ως όμηρος. Με τη βοήθεια του Πτολεμαίου ξανακέρδισε το βασίλειό του, στην αρχή συμβασιλεύοντας και στη συνέχεια ως απόλυτος μονάρχης. Η επιγαμία του με τον οίκο του Αγαθοκλή τού απέφερε επίσης κυριαρχία στην Κέρκυρα. Ήταν πλέον αρκετά ισχυρός ώστε να διεκδικήσει ακόμη και το βασίλειο της Μακεδονίας. Στη Βέροια κατατρόπωσε τον Δημήτριο, χωρίς να δώσει μάχη, και μοιράστηκε τη Μακεδονία με τον Λυσίμαχο. Σύντομα ωστόσο υποχρεώθηκε να περιοριστεί πάλι στην Ήπειρο.
Μια νέα περίοδος άρχισε στη ζωή του Πύρρου όταν το 280 τον προσκάλεσαν οι κάτοικοι του Τάραντα και άλλων ελληνικών πόλεων στην Κάτω Ιταλία να ηγηθεί στον αγώνα τους εναντίον των Ρωμαίων. Ο Πύρρος αποδέχθηκε την πρόσκληση με την ελπίδα όχι μόνο να νικήσει τους Ρωμαίους που απειλούσαν τους Έλληνες, αλλά να κυριαρχήσει στη Σικελία και να αναλάβει τον παλαιό αγώνα εναντίον των Καρχηδονίων. Αφού συγκέντρωσε τον κατάλληλο μεταφορικό στόλο, επιβίβασε 3.000 ιππείς, 20.000 πεζούς, 2.000 τοξότες, 500 σφενδονιστές και 20 ελέφαντες. Έχασε ωστόσο το μεγαλύτερο μέρος του στρατού σε θαλασσοταραχή και υποχρεώθηκε να βασιστεί κυρίως στα στρατεύματα που ήταν διατεθειμένοι να προσφέρουν αυτοί που τον προσκάλεσαν.
Πολεμώντας εναντίον των Ρωμαίων, ο Πύρρος διαπίστωσε την τρομερή πειθαρχία και το πείσμα των εχθρών του. Κατάφερε όμως να τους νικήσει σε αποφασιστικές μάχες, χάρη στην ανδρεία του και τους ελέφαντες που φαίνεται ότι έπαιρναν για πρώτη φορά μέρος στις στρατιωτικές συγκρούσεις της Ιταλίας. Οι αναμετρήσεις, ωστόσο, ήταν πολύνεκρες, και μόνο οι Ρωμαίοι διέθεταν επαρκείς εφεδρείες. Ο Πύρρος ισχυρίστηκε, καθώς λέγεται, ότι μία ακόμη τέτοια νίκη εναντίον των Ρωμαίων θα τον κατέστρεφε παντελώς.
Οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι είχαν ήδη αναμετρηθεί στην Ιταλία πριν από την άφιξη του Πύρρου, αλλά δεν γνωρίζονταν καλά μεταξύ τους. Οι Ρωμαίοι ήταν πληροφορημένοι για τον Αλέξανδρο και τα απίστευτα κατορθώματά του. Ορισμένοι ήθελαν να πιστεύουν ότι, αν είχε περάσει στην Ιταλία, θα μπορούσαν να τον νικήσουν και να κατακτήσουν αιώνια δόξα. Έτσι, κάθε συμβιβασμός με τον Πύρρο τούς φαινόταν αδιανόητος. Στις διαπραγματεύσεις που διεξήγαγαν με τον απεσταλμένο του, έναν μαθητή του Δημοσθένη, έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ελληνική φιλοσοφία. Τη μεγαλύτερη εντύπωση τους προξένησε η διδασκαλία του Επίκουρου, η οποία σημείωνε επιτυχία ακόμη και στους στρατιωτικούς κύκλους των Μακεδόνων. Θεώρησαν παράδοξο να πιστεύει κανείς, όπως ο Επίκουρος, ότι οι θεοί δεν ενδιαφέρονται για τα ανθρώπινα και ταυτοχρόνως να μάχεται, όπως ο Πύρρος.
Οι Έλληνες, από την πλευρά τους, προβληματίστηκαν για τις αιτίες της ρωμαϊκής πειθαρχίας και αποφασιστικότητας. Ο απεσταλμένος του Πύρρου τις αναζήτησε στο πολίτευμα (όπως άλλωστε και αρκετοί Έλληνες ύστερα από αυτόν). Η Σύγκλητος του έδωσε την εντύπωση ενός συνεδρίου με πολλούς βασιλείς. Οι δύο πλευρές πάντως, σύμφωνα με την παράδοση που διασώθηκε, αισθάνθηκαν η μία για την άλλη περισσότερο δέος και θαυμασμό παρά μίσος.
Για να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο, οι Ρωμαίοι συμμάχησαν με τους Καρχηδόνιους, και αυτοί με τη σειρά τους επιτέθηκαν με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα εναντίον των Ελλήνων της Σικελίας. Οι πολιορκημένοι Συρακούσιοι έσπευσαν να προσκαλέσουν τον Πύρρο, που είχε άλλωστε παντρευτεί θυγατέρα του Αγαθοκλή. Έτσι, δύο περίπου χρόνια μετά από την άφιξή του στην Ιταλία, ο Πύρρος πέρασε στη Σικελία και άρχισε να κατατροπώνει τους Καρχηδόνιους του νησιού, πολεμώντας συχνά ο ίδιος στην πρώτη γραμμή. Οι Συρακούσιοι, ωστόσο, και οι άλλοι Έλληνες της Σικελίας σύντομα αντιλήφθηκαν ότι δεν ήταν διατεθειμένοι να υποβληθούν στους κόπους και την πειθαρχία που απαιτούσε αυτή η αναμέτρηση. Στη συμπεριφορά του Πύρρου είδαν περισσότερο έναν τύραννο παρά έναν ελευθερωτή. Ορισμένοι άρχισαν να συμμαχούν με τους Καρχηδόνιους. Ο Πύρρος αποφάσισε να επιστρέψει στην Ιταλία, αλλά αυτή τη φορά ηττήθηκε από τους Ρωμαίους. Ύστερα από αγώνες έξι χρόνων, χωρίς επαρκή υποστήριξη και χωρίς χρήματα, επιβιβάστηκε στα πλοία του και αναχώρησε για την Ήπειρο μόνο με 8.000 πεζούς και 500 ιππείς. Στη Μακεδονία βασίλευε πλέον ο Αντίγονος Γονατάς.
Αξιοποιώντας Γαλάτες πολεμιστές, ο Πύρρος άρχισε να κάνει επιδρομές στη Μακεδονία, φέρνοντας κάποτε τον Αντίγονο σε πολύ δύσκολη θέση. Το 272 ωστόσο του παρουσιάστηκε μια νέα ευκαιρία. Αποδέχθηκε την πρόσκληση ενός επιφανούς Σπαρτιάτη που είχε παραμεριστεί από τη διαδοχή και ανέλαβε να τον αποκαταστήσει. Το μέγεθος του στρατού του βεβαίωνε ότι πραγματικός του στόχος ήταν ολόκληρη η Πελοπόννησος.
Η Σπάρτη βρέθηκε απροετοίμαστη, καθώς ο βασιλιάς της Άρευς Α' (309-265), που φαίνεται ότι βασίλευε μόνος εκείνη την εποχή, απουσίαζε σε στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Κρήτη. Αλλά δεν είχε χάσει το παλαιό της πείσμα. Την πρόχειρη οχύρωση της πόλης ανέλαβαν γυναίκες και γέροντες, αφήνοντας την άμυνα σε νεαρούς πολεμιστές. Στις σκληρές μάχες που ακολούθησαν στις εισόδους της πόλης -η Σπάρτη εξακολουθούσε να μη διαθέτει τείχη- οι γυναίκες παρέμειναν παρούσες, υποβοηθώντας τους άνδρες ακόμη και στα πολεμικά έργα. Ο χρόνος που κέρδισαν με την αυτοθυσία τους οι Σπαρτιάτες αποδείχθηκε σωτήριος. Την ύστατη ώρα κατέφθασαν ενισχύσεις από τον Αντίγονο Γονατά, καθώς επέστρεφε και ο βασιλιάς τους με τους πολεμιστές. Τις επιχειρήσεις αυτές περιέγραψε με λεπτομέρειες, μεταξύ άλλων, ο Ιερώνυμος, ο οποίος άλλωστε είχε οριστεί από τον Δημήτριο Πολιορκητή για ένα διάστημα επιμελητής και αρμοστής της Βοιωτίας. Από τη χαμένη του αφήγηση αντέγραψε ο Πλούταρχος.
Ο Πύρρος αναγκάστηκε να αποτραβηχτεί, αλλά δεν εγκατέλειψε την Πελοπόννησο. Προσπάθησε να εκμεταλλευτεί μια άλλη εσωτερική σύγκρουση για να κατακτήσει το Άργος και εισέβαλε στην πόλη με ένα μέρος του στρατού του. Οι ελέφαντες ωστόσο που τον συνόδευαν αποδείχθηκαν ακατάλληλοι για οδομαχίες. Προκάλεσαν τον πανικό και εμπόδισαν ακόμη και την υποχώρηση. Από τη στέγη του σπιτιού της μια ηλικιωμένη γυναίκα που προσπαθούσε να σώσει τον γιο της πέταξε ένα κεραμίδι και κατάφερε να σκοτώσει τον Πύρρο, που τελείωσε έτσι άδοξα μια περιπετειώδη ζωή. Οι σύγχρονοί του θεώρησαν ότι, μετά τον Αλέξανδρο, αυτός ήταν ο μεγαλύτερος στρατηγός που είχε αναδείξει η ταραγμένη εποχή. Την τιμητική του ταφή ανέλαβε ο ίδιος ο Αντίγονος Γονατάς.
Την ίδια χρονιά οι Ρωμαίοι κατέκτησαν τον Τάραντα και σύντομα τις υπόλοιπες ελληνικές πόλεις της Κάτω Ιταλίας. Στη Σικελία, ωστόσο, ο Ιέρων Β', που αναδείχθηκε ηγέτης, ανέλαβε σημαντικές πρωτοβουλίες.
Ο Αντίγονος εδραιώθηκε στη Μακεδονία και από εκεί ασκούσε έλεγχο σε μεγάλο τμήμα του ελληνικού κόσμου. Κύριες βάσεις του ήταν η Χαλκίδα, η Κόρινθος και η Δημητριάδα στον Παγασητικό κόλπο, στις οποίες διατηρούσε φρουρές. Εξουσίαζε ωστόσο και τον Πειραιά, καθώς επίσης διάφορες πόλεις στην Πελοπόννησο, επιβάλλοντας τυράννους της επιλογής του. Για την ανάκτηση του λιμανιού της, η Αθήνα κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια. Μετά τον θάνατο του Πύρρου, το κυριότερό της στήριγμα έγινε ο Πτολεμαίος Β'.
Ο Πτολεμαίος είχε δαπανήσει πολύ χρόνο και κόπο πολεμώντας εναντίον του Αντίοχου. Το μόνιμο ζήτημα αντιπαράθεσης των βασιλείων τους ήταν η κατοχή της Κοίλης Συρίας, που αποτελούσε ζωτικό χώρο και για τα δύο. Σε μια σειρά συγκρούσεων από το 275 έως το 271, που ονομάστηκαν Πρώτος Συριακός Πόλεμος, η Αίγυπτος διατήρησε την εξουσία στα εδάφη που είχε κατακτήσει ο Πτολεμαίος Α'. Ο Πτολεμαίος Β' ήταν πλέον ελεύθερος να ασχοληθεί συστηματικότερα με τις ελληνικές υποθέσεις.
Με κοινό σύνθημα την απελευθέρωση των Ελλήνων, δηλαδή την εκδίωξη από τις ελληνικές πόλεις των φρουρών και των τυράννων που είχε επιβάλει ο Αντίγονος Γονατάς, ο Πτολεμαίος, οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες συνέπτυξαν το 268 συμμαχία. Ο Πτολεμαίος ήθελε να περιορίσει τη δύναμη του Αντίγονου, η Αθήνα να ανακτήσει τον Πειραιά, η Σπάρτη να διευρύνει την επιρροή της στην Πελοπόννησο. Στη συμμαχία εντάχθηκαν και αρκετές πελοποννησιακές πόλεις, η Αχαϊκή Συμπολιτεία που είχε ιδρυθεί προσφάτως και ορισμένες κρητικές πόλεις. Αμέσως σχεδόν άρχισαν οι συγκρούσεις με τη Μακεδονία, σε έναν πόλεμο που έμεινε γνωστός ως Χρεμωνίδειος, από το όνομα του Αθηναίου εισηγητή της συμμαχίας. Αλλά η Αίγυπτος δεν μπόρεσε να προσφέρει επαρκή βοήθεια, ενώ άλλες ελληνικές πόλεις δεν έδειξαν μεγάλη προθυμία να συνεργαστούν στην κοινή υπόθεση της ελευθερίας. Οι Σπαρτιάτες πολέμησαν με πείσμα, και ο βασιλιάς τους Άρευς έπεσε μαχόμενος έξω από την Κόρινθο. Οι Αθηναίοι επίσης συνέχισαν να πολεμούν, ακόμη και χωρίς συμμάχους, υπέκυψαν ωστόσο το 263 και υποχρεώθηκαν πάλι να δεχτούν μακεδονική φρουρά και τον εγγονό του Αντίγονου Γονατά ως διοικητή.
Στην Κατοικία της Ύπαρξης
Στην Κατοικία της Ύπαρξης, δεν υπάρχει χώρος για αμφιβολία, φόβο ή άγνοια. Ο Αληθινός Άνθρωπος ξέρει ότι είναι μια σπίθα του Θείου, μια ακτίνα του Αιώνιου Φωτός, μια σταγόνα του Ωκεανού της Ευδαιμονίας. Δεν κοιμάται στην ψευδαίσθηση του κόσμου, ούτε ξυπνά στο άγχος του εγώ. Κοιμάται και ξυπνά με συμπόνια για όλα τα όντα και με ευγνωμοσύνη για το δώρο της ζωής. Δεν επιδιώκει να εκμεταλλευτεί, να καταπιέσει ή να βλάψει κανέναν, γιατί βλέπει τον εαυτό του σε όλους. Δεν σκέφτεται μόνο τον εαυτό του, γιατί ξέρει ότι δεν είναι χωρισμένος από το Όλο. Δεν είναι μια ανθρώπινη ύαινα, που τρέφεται με τη σάρκα των άλλων, αλλά ένας ανθρώπινος άγγελος, που σκορπάει το άρωμα της αγάπης.
Όλα τα πράγματα λειτουργούν με τον τρόπο τους στην Κατοικία της Ύπαρξης, γιατί υπάρχει ένα Τέλειο Σχέδιο πίσω από τα πάντα. Ο Αληθινός Άνθρωπος δεν ανακατεύεται με εκείνα τα πράγματα που είναι πέρα από την κατανόηση και τις δυνατότητές του. Δεν προσπαθεί να ελέγξει, να χειραγωγήσει ή να παρέμβει στη Θεία Βούληση. Εμπιστεύεται ότι υπάρχει Κάποιος Άλλος που Φροντίζει για όλα και ότι Κάποιος Άλλος δεν είναι άλλος από τον δικό του Ανώτερο Εαυτό, τον δικό του Εσωτερικό Οδηγό, τον δικό του Αληθινό Διδάσκαλο. Παραδίδεται στη Ροή της Ζωής και ακολουθεί τη Φωνή της Καρδιάς του.
Όπου κι αν ταξιδεύει στην Κατοικία της Ύπαρξης, βρίσκει πάντα ομορφιά, σοφία και χαρά. Τα Βάθη του Ορίζοντα φωτίζονται από τις μακρινές αναλαμπές της Αλήθειας, που λάμπουν σαν αστέρια στη σκοτεινή νύχτα. Ο Αληθινός Άνθρωπος δεν χρειάζεται εξωτερικές πηγές φωτός, γιατί φέρει το δικό του Εσωτερικό Φως μέσα του. Δεν χρειάζεται εξωτερικές πηγές γνώσης, γιατί έχει πρόσβαση στη δική του Εσωτερική Σοφία μέσα του. Δεν χρειάζεται εξωτερικές πηγές ευτυχίας, γιατί έχει βρει τη δική του Εσωτερική Ευδαιμονία μέσα του.
Η ελευθερία είναι πάντα μοναχική στην Κατοικία της Ύπαρξης, γιατί είναι πέρα από τη σφαίρα της ανθρώπινης σκέψης, του ανθρώπινου πολιτισμού, της ανθρώπινης κοινωνίας. Ο Αληθινός Άνθρωπος δεν ανήκει σε καμία ομάδα, καμία θρησκεία, καμία ιδεολογία. Δεν συμμορφώνεται με κανένα πρότυπο, κανένα κανόνα, καμία προσδοκία. Δεν εξαρτάται από καμία έγκριση, κανένα έπαινο, καμία αναγνώριση. Είναι απαλλαγμένος από κάθε προσκόλληση, κάθε επιθυμία, κάθε φόβο. Είναι ελεύθερος να είναι ο εαυτός του, να εκφραστεί, να συνειδητοποιήσει τον εαυτό του.
Στην Κατοικία της Ύπαρξης, υπάρχει μόνο ένα μέρος όπου ο Αληθινός Άνθρωπος μπορεί να βρει την απόλυτη εκπλήρωσή του: ο Βωμός της Αλήθειας, όπου καίει η Φλόγα του Άπειρου. Μόνο στην Απόλυτη Σιωπή μπορεί να φτάσει εδώ, γιατί η σιωπή είναι η γλώσσα του Θεού. Μόνο με την προσφορά του εαυτού του μπορεί να μπει εδώ, γιατί η θυσία είναι το κλειδί για τον Θεό. Μόνο με το να γίνει τίποτα μπορεί να γίνει τα πάντα εδώ, γιατί το κενό είναι η πόρτα προς τον Θεό. Στην Αιώνια Φλόγα του Διαχρονικού, καίει όλες του τις ακαθαρσίες, όλους τους περιορισμούς, όλες τις ψευδαισθήσεις του. Γίνεται ένα με τη Φωτιά της Αγάπης, τη Φωτιά της Σοφίας, τη Φωτιά της Ευδαιμονίας. Γίνεται ένα με τον Θείο.
Όλα τα πράγματα λειτουργούν με τον τρόπο τους στην Κατοικία της Ύπαρξης, γιατί υπάρχει ένα Τέλειο Σχέδιο πίσω από τα πάντα. Ο Αληθινός Άνθρωπος δεν ανακατεύεται με εκείνα τα πράγματα που είναι πέρα από την κατανόηση και τις δυνατότητές του. Δεν προσπαθεί να ελέγξει, να χειραγωγήσει ή να παρέμβει στη Θεία Βούληση. Εμπιστεύεται ότι υπάρχει Κάποιος Άλλος που Φροντίζει για όλα και ότι Κάποιος Άλλος δεν είναι άλλος από τον δικό του Ανώτερο Εαυτό, τον δικό του Εσωτερικό Οδηγό, τον δικό του Αληθινό Διδάσκαλο. Παραδίδεται στη Ροή της Ζωής και ακολουθεί τη Φωνή της Καρδιάς του.
Όπου κι αν ταξιδεύει στην Κατοικία της Ύπαρξης, βρίσκει πάντα ομορφιά, σοφία και χαρά. Τα Βάθη του Ορίζοντα φωτίζονται από τις μακρινές αναλαμπές της Αλήθειας, που λάμπουν σαν αστέρια στη σκοτεινή νύχτα. Ο Αληθινός Άνθρωπος δεν χρειάζεται εξωτερικές πηγές φωτός, γιατί φέρει το δικό του Εσωτερικό Φως μέσα του. Δεν χρειάζεται εξωτερικές πηγές γνώσης, γιατί έχει πρόσβαση στη δική του Εσωτερική Σοφία μέσα του. Δεν χρειάζεται εξωτερικές πηγές ευτυχίας, γιατί έχει βρει τη δική του Εσωτερική Ευδαιμονία μέσα του.
Η ελευθερία είναι πάντα μοναχική στην Κατοικία της Ύπαρξης, γιατί είναι πέρα από τη σφαίρα της ανθρώπινης σκέψης, του ανθρώπινου πολιτισμού, της ανθρώπινης κοινωνίας. Ο Αληθινός Άνθρωπος δεν ανήκει σε καμία ομάδα, καμία θρησκεία, καμία ιδεολογία. Δεν συμμορφώνεται με κανένα πρότυπο, κανένα κανόνα, καμία προσδοκία. Δεν εξαρτάται από καμία έγκριση, κανένα έπαινο, καμία αναγνώριση. Είναι απαλλαγμένος από κάθε προσκόλληση, κάθε επιθυμία, κάθε φόβο. Είναι ελεύθερος να είναι ο εαυτός του, να εκφραστεί, να συνειδητοποιήσει τον εαυτό του.
Στην Κατοικία της Ύπαρξης, υπάρχει μόνο ένα μέρος όπου ο Αληθινός Άνθρωπος μπορεί να βρει την απόλυτη εκπλήρωσή του: ο Βωμός της Αλήθειας, όπου καίει η Φλόγα του Άπειρου. Μόνο στην Απόλυτη Σιωπή μπορεί να φτάσει εδώ, γιατί η σιωπή είναι η γλώσσα του Θεού. Μόνο με την προσφορά του εαυτού του μπορεί να μπει εδώ, γιατί η θυσία είναι το κλειδί για τον Θεό. Μόνο με το να γίνει τίποτα μπορεί να γίνει τα πάντα εδώ, γιατί το κενό είναι η πόρτα προς τον Θεό. Στην Αιώνια Φλόγα του Διαχρονικού, καίει όλες του τις ακαθαρσίες, όλους τους περιορισμούς, όλες τις ψευδαισθήσεις του. Γίνεται ένα με τη Φωτιά της Αγάπης, τη Φωτιά της Σοφίας, τη Φωτιά της Ευδαιμονίας. Γίνεται ένα με τον Θείο.
Ο Υπέρτατος Προορισμός
Εισαγωγή
Α. Ο Υπέρτατος Προορισμός: Πέρα από τους περιορισμούς της Κοινωνίας
Ποιος είναι ο υπέρτατος προορισμός της ανθρώπινης ζωής; Είναι να συμμορφώνεσαι με τους κανόνες και τις προσδοκίες της κοινωνίας, να επιδιώκεις την κοσμική επιτυχία και ευτυχία, να συσσωρεύεις πλούτο και δύναμη, να απολαμβάνεις αισθησιακές απολαύσεις και ανέσεις; Ή μήπως υπάρχει κάτι περισσότερο, κάτι πέρα από τα όρια του εγκόσμιου κόσμου, κάτι που ξεπερνά τους περιορισμούς του χρόνου και του χώρου, κάτι που αποκαλύπτει την απόλυτη αλήθεια και πραγματικότητα της ύπαρξης;
Σε αυτό το δοκίμιο, θα εξερευνήσουμε την ιδέα του υπέρτατου προορισμού ως αναζήτησης απόλυτης ελευθερίας και αλήθειας, ένα ταξίδι που οδηγεί κάποιον πέρα από τον κόσμο των ανθρώπων, πέρα από τη σφαίρα των φαινομένων και των ψευδαισθήσεων, πέρα από τη δουλεία της άγνοιας και του πόνου. Θα αντλήσουμε έμπνευση από τις διδασκαλίες και τα παραδείγματα των σοφών, εκείνων των σπάνιων ατόμων που έχουν φτάσει στον υπέρτατο προορισμό και έχουν μοιραστεί τις ιδέες και τις εμπειρίες τους με την ανθρωπότητα. Θα εξετάσουμε επίσης τις συνέπειες του να ζει κανείς στον υπέρτατο προορισμό, τόσο για τον εαυτό του όσο και για τους άλλους, και πώς μπορεί να μεταμορφώσει την αντίληψη, τη δράση και την ύπαρξη κάποιου.
Β. Αναζητώντας την Απόλυτη Ελευθερία και την Αλήθεια
Η αναζήτηση της απόλυτης ελευθερίας και αλήθειας δεν είναι μια νέα ή καινοφανής ιδέα. Έχει εκφραστεί με διάφορες μορφές και παραδόσεις σε όλη την ιστορία, σε διαφορετικές κουλτούρες και πολιτισμούς, σε διαφορετικές γλώσσες και σύμβολα. Είναι μια καθολική φιλοδοξία που βρίσκεται στον πυρήνα της ανθρώπινης φύσης, μια βαθιά λαχτάρα που οδηγεί κάποιον να αναζητήσει το νόημα και το σκοπό της ζωής, μια ανήσυχη δυσαρέσκεια που αναγκάζει κάποιον να αμφισβητήσει το status quo και να αμφισβητήσει την εξουσία του δόγματος και της σύμβασης.
Η αναζήτηση της απόλυτης ελευθερίας και αλήθειας δεν είναι επίσης εύκολος ή άνετος δρόμος. Απαιτεί θάρρος, αποφασιστικότητα, επιμονή, θυσία, αποστασιοποίηση, πειθαρχία, διάκριση, διαίσθηση, δημιουργικότητα και αγάπη. Περιλαμβάνει να αντιμετωπίσει κανείς τους φόβους, τις αμφιβολίες, τις προσκολλήσεις, τον εγωισμό, την άγνοια, τις αυταπάτες και τα βάσανα. Συνεπάγεται να πάτε ενάντια στην υφή της κοινωνίας, να απελευθερωθείτε από τις προϋποθέσεις και την επιρροή της, να αποποιηθείτε τις αξίες και τις ανταμοιβές της. Απαιτεί μια ριζική μεταμόρφωση της συνείδησής κάποιου, μια μετατόπιση από το σχετικό στο απόλυτο, από το πεπερασμένο στο άπειρο, από το χρονικό στο αιώνιο.
II. Ζώντας έξω από τον κόσμο των ανθρώπων
Α. Αγκαλιάζοντας το Ήθος, την Αρετή, τη Σοφία και την Αληθινή Ευδαιμονία
Το να ζεις έξω από τον κόσμο των ανθρώπων δεν σημαίνει να τον απορρίπτεις ή να ξεφεύγεις από αυτόν, αλλά να τον ξεπερνάς. Δεν είναι να απομονωθείς ή να αποσυρθείς από την κοινωνία, αλλά να συνδεθείς μαζί της από μια ανώτερη προοπτική. Δεν είναι να εγκαταλείπει κανείς ή να παραμελεί τα καθήκοντα και τις ευθύνες του, αλλά να τα εκπληρώνει με μεγαλύτερη αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητα. Δεν είναι να είμαστε αδιάφοροι ή απαθείς απέναντι στα προβλήματα και τις προκλήσεις της ανθρωπότητας, αλλά να τα αντιμετωπίζουμε με μεγαλύτερη συμπόνια και σοφία.
Το να ζεις έξω από τον κόσμο των ανθρώπων σημαίνει να αγκαλιάζεις το ήθος, την αρετή, τη σοφία και την αληθινή ευδαιμονία. Το ήθος είναι ο εσωτερικός νόμος που καθοδηγεί τη συμπεριφορά κάποιου σύμφωνα με την αληθινή φύση και σκοπό του. Η αρετή είναι η ηθική αριστεία που εκδηλώνει το ήθος κάποιου στην πράξη. Σοφία είναι η διαισθητική γνώση που αποκαλύπτει το ήθος κάποιου στην αντίληψη. Η αληθινή ευδαιμονία είναι η υπέρτατη ευτυχία που προκύπτει από το ήθος κάποιου στην ύπαρξη.
Το να ζει κανείς έξω από τον κόσμο των ανθρώπων είναι να ευθυγραμμιστεί με το ήθος, την αρετή, τη σοφία και την αληθινή του ευδαιμονία. Είναι να ακολουθεί κανείς την εσωτερική φωνή του παρά την εξωτερική εξουσία. Είναι να ενεργεί κανείς σύμφωνα με τη συνείδησή του και όχι την κοινωνική πίεση. Είναι να βλέπεις τα πράγματα όπως είναι παρά όπως φαίνονται. Είναι να είναι κανείς ικανοποιημένος με αυτά που έχει παρά με αυτά που επιθυμεί.
Β. Η πρόκληση της ανάμειξης του Ουρανού με τη Γη
Το να ζεις έξω από τον κόσμο των ανθρώπων δεν είναι χωρίς προκλήσεις. Ένα από αυτά είναι πώς να αναμειγνύεται ο ουρανός με τη γη, πώς να εξισορροπεί κανείς τις πνευματικές του φιλοδοξίες με τις υλικές του ανάγκες, πώς να ενσωματώνει το υπερβατικό όραμά του με την ενυπάρχουσα πραγματικότητα, πώς να εναρμονίζει την εσωτερική του ειρήνη με την εξωτερική του δράση.
Το να ζει κανείς έξω από τον κόσμο των ανθρώπων δεν σημαίνει να αγνοεί ή να αρνείται την ύπαρξη του κόσμου, αλλά να αναγνωρίζει τη σχετική αξία και σημασία του, τις δυνατότητές του για ανάπτυξη και μάθηση, τον ρόλο του ως μέσου και όχι ως στόχου.
Το να ζεις έξω από τον κόσμο των ανθρώπων δεν σημαίνει να υπεκφεύγεις ή να αποφεύγεις τις αλληλεπιδράσεις και τις επιρροές του, αλλά να τις εμπλέκεις με διάκριση και αποστασιοποίηση, με επίγνωση και ηρεμία, με επιδεξιότητα και χάρη.
III. Οι Σοφοί και η Υπερβατική τους Προοπτική
Α. Οι Σοφοί σαν θαλασσοπούλια στα κύματα της ανθρώπινης σκέψης
Οι σοφοί είναι εκείνοι που έχουν φτάσει στον υπέρτατο προορισμό, που έχουν φτάσει στην απόλυτη ελευθερία και αλήθεια, που έχουν συνειδητοποιήσει την πραγματική τους φύση και ουσία.
Οι σοφοί είναι σαν θαλάσσια πουλιά πάνω στα κύματα της ανθρώπινης σκέψης, που πετούν πάνω τους με ευκολία και χάρη, που βουτούν μέσα τους χωρίς φόβο και προσκόλληση, που αναδύονται από αυτά χωρίς να βρέξουν τα φτερά τους.
Οι σοφοί δεν δεσμεύονται από τους περιορισμούς της ανθρώπινης σκέψης, από τις κατηγορίες και τις έννοιές της, από τις υποθέσεις και τις πεποιθήσεις της, από τις προλήψεις και τις προκαταλήψεις της.
Οι σοφοί δεν επηρεάζονται από τις διακυμάνσεις της ανθρώπινης σκέψης, από τις αμφιβολίες και τα μπερδέματά της, από τις ελπίδες και τους φόβους της, από τις χαρές και τις λύπες της.
Οι σοφοί δεν εξαρτώνται από τις επικυρώσεις της ανθρώπινης σκέψης, από τις απόψεις και τις κρίσεις της, από τους επαίνους και τις επικρίσεις της, από τις ανταμοιβές και τις τιμωρίες της.
B. Πτήση στον Άπειρο Ουρανό: Πέρα από όλα τα όρια
Οι σοφοί έχουν πετάξει στον απέραντο ουρανό, όπου απολαμβάνουν την ελευθερία του πνεύματος, όπου βλέπουν την ομορφιά της αλήθειας, όπου βιώνουν την ευδαιμονία του εαυτού.
Οι σοφοί έχουν ξεπεράσει κάθε όριο, πέρα από τα όρια του χώρου και του χρόνου, πέρα από τις διακρίσεις του εαυτού και του άλλου, πέρα από τις δυαδικότητες του καλού και του κακού.
Οι σοφοί έχουν ξεπεράσει όλα τα όρια, πέρα από τα επίπεδα του σώματος, του νου και της ψυχής, πέρα από τα στάδια της γέννησης, του θανάτου και της αναγέννησης, πέρα από τις καταστάσεις της εγρήγορσης, του ονείρου και του ύπνου.
IV. Πάνω από τον Κόσμο των Ανθρώπων: Αιώνια Γαλήνη
Α. Η ηρεμία ως Φωτιστής της Σοφής Δραστηριότητας
Οι σοφοί ζουν πάνω από τον κόσμο των ανθρώπων, όπου κατοικούν στην αιώνια γαλήνη, όπου εκπέμπουν άπειρο φως, όπου εκπέμπουν αγάπη άνευ όρων.
Η ηρεμία των σοφών δεν είναι μια παθητική ή αδρανής κατάσταση, αλλά μια ενεργητική και δυναμική κατάσταση. Δεν είναι μια κατάσταση νωθρότητας ή αδιαφορίας, αλλά κατάσταση διαύγειας και ευαισθησίας.
Η ηρεμία των σοφών είναι ένας φωτιστής της σοφής δραστηριότητας. Τους δίνει τη δυνατότητα να βλέπουν τα πράγματα όπως είναι, χωρίς παραμόρφωση ή ψευδαίσθηση. Τους δίνει τη δυνατότητα να ενεργούν σύμφωνα με αυτό που είναι κατάλληλο, χωρίς δισταγμό ή λύπη. Τους εμπνέει να υπηρετούν σύμφωνα με αυτό που χρειάζεται, χωρίς προσδοκίες ή προσκόλληση.
Β. Δραστηριότητα που ενισχύει την ηρεμία
Η δραστηριότητα των σοφών δεν είναι πηγή ενόχλησης ή ταραχής, αλλά πηγή ενίσχυσης και εμπλουτισμού. Δεν είναι πηγή σύγκρουσης ή οδύνης, αλλά πηγή αρμονίας και χαράς.
Η δραστηριότητα των σοφών ενισχύει την ηρεμία τους. Βαθαίνει την επίγνωση και την κατανόησή τους. Ενισχύει τη συμπόνια και την καλοσύνη τους. Διευρύνει τη δημιουργικότητα και την έκφρασή τους.
Γ. Το απέραντο βάθος της αληθινής ζωής
Οι σοφοί ζουν στο απέραντο βάθος της αληθινής ζωής. Δεν περιορίζονται από την επιπολαιότητα και την μηδαμινότητα της εγκόσμιας ζωής. Δεν αποσπώνται από την πολυπλοκότητα και την πολλαπλότητα της εγκόσμιας ζωής. Δεν μπερδεύονται από την παροδικότητα και το ανικανοποίητο της εγκόσμιας ζωής.
Οι σοφοί ζουν στην αληθινή ζωή που είναι απλή, βαθιά και μεγαλειώδης. Είναι απλό γιατί είναι φυσικό και αυθόρμητο. Είναι βαθύ γιατί έχει νόημα και σκοπό. Είναι υπέροχο γιατί είναι όμορφο και μακάριο.
V. Το αληθινό βασίλειο εκείνων που αναζητούν το υπέρτατο
Α. Καταφύγιο στο Άπειρο
Το αληθινό βασίλειο εκείνων που αναζητούν το υπέρτατο δεν είναι ένα φυσικό ή γεωγραφικό μέρος, αλλά ένα πνευματικό και μεταφυσικό. Δεν είναι ένα μέρος που μπορεί κανείς να φτάσει με εξωτερικά μέσα, αλλά με εσωτερικά. Δεν είναι ένα μέρος που μπορείς να βρεις ψάχνοντας, αλλά συνειδητοποιώντας.
Το αληθινό βασίλειο εκείνων που αναζητούν το υπέρτατο είναι το άπειρο, το οποίο βρίσκεται πέρα από όλες τις μορφές και ονόματα, πέρα από όλες τις ποιότητες και ιδιότητες, πέρα από όλες τις μετρήσεις και συγκρίσεις. Είναι το άπειρο που είναι η πηγή και η προέλευση όλων των πραγμάτων, η ουσία και το περιεχόμενο όλων των πραγμάτων, ο στόχος και ο προορισμός όλων των πραγμάτων.
Το να μπεις στην αληθινή σφαίρα εκείνων που αναζητούν το υπέρτατο σημαίνει να βρεις καταφύγιο στο άπειρο, να παραδοθείς σε αυτό, να συγχωνευτείς μαζί του, να γίνεις ένα με αυτό. Είναι να καταφύγει κανείς στη δική του αληθινή φύση, που ταυτίζεται με το άπειρο, που είναι αγνό, τέλειο και αιώνιο.
B. Ο Υπέρτατος Προορισμός: Μια αναζήτηση για την αλήθεια και την απελευθέρωση
Ο υπέρτατος προορισμός δεν είναι μια τελική ή στατική κατάσταση, αλλά μια συνεχής και δυναμική διαδικασία. Δεν είναι μια κατάσταση που μπορεί να επιτευχθεί μια για πάντα, αλλά μια διαδικασία που μπορεί να συνεχιστεί ατελείωτα. Δεν είναι μια κατάσταση που μπορεί να κατέχεται ή να ανήκει, αλλά μια διαδικασία που μπορεί να μοιραστεί και να προσφερθεί.
Ο υπέρτατος προορισμός είναι η αναζήτηση της αλήθειας και της απελευθέρωσης, που είναι αναπόσπαστες πτυχές της πραγματικότητας. Η αλήθεια είναι η γνώση της πραγματικότητας όπως είναι, χωρίς παραμόρφωση ή εξαπάτηση. Απελευθέρωση είναι η ελευθερία από την πραγματικότητα όπως φαίνεται, χωρίς προσκόλληση ή αποστροφή.
Το να επιδιώκεις τον υπέρτατο προορισμό είναι να αναζητάς την αλήθεια και την απελευθέρωση σε κάθε στιγμή, σε κάθε κατάσταση, σε κάθε σχέση. Είναι η αναζήτηση της αλήθειας μέσω της έρευνας, του στοχασμού, του διαλογισμού, της αποκάλυψης. Είναι η αναζήτηση της απελευθέρωσης μέσω της απόσπασης.
Α. Ο Υπέρτατος Προορισμός: Πέρα από τους περιορισμούς της Κοινωνίας
Ποιος είναι ο υπέρτατος προορισμός της ανθρώπινης ζωής; Είναι να συμμορφώνεσαι με τους κανόνες και τις προσδοκίες της κοινωνίας, να επιδιώκεις την κοσμική επιτυχία και ευτυχία, να συσσωρεύεις πλούτο και δύναμη, να απολαμβάνεις αισθησιακές απολαύσεις και ανέσεις; Ή μήπως υπάρχει κάτι περισσότερο, κάτι πέρα από τα όρια του εγκόσμιου κόσμου, κάτι που ξεπερνά τους περιορισμούς του χρόνου και του χώρου, κάτι που αποκαλύπτει την απόλυτη αλήθεια και πραγματικότητα της ύπαρξης;
Σε αυτό το δοκίμιο, θα εξερευνήσουμε την ιδέα του υπέρτατου προορισμού ως αναζήτησης απόλυτης ελευθερίας και αλήθειας, ένα ταξίδι που οδηγεί κάποιον πέρα από τον κόσμο των ανθρώπων, πέρα από τη σφαίρα των φαινομένων και των ψευδαισθήσεων, πέρα από τη δουλεία της άγνοιας και του πόνου. Θα αντλήσουμε έμπνευση από τις διδασκαλίες και τα παραδείγματα των σοφών, εκείνων των σπάνιων ατόμων που έχουν φτάσει στον υπέρτατο προορισμό και έχουν μοιραστεί τις ιδέες και τις εμπειρίες τους με την ανθρωπότητα. Θα εξετάσουμε επίσης τις συνέπειες του να ζει κανείς στον υπέρτατο προορισμό, τόσο για τον εαυτό του όσο και για τους άλλους, και πώς μπορεί να μεταμορφώσει την αντίληψη, τη δράση και την ύπαρξη κάποιου.
Β. Αναζητώντας την Απόλυτη Ελευθερία και την Αλήθεια
Η αναζήτηση της απόλυτης ελευθερίας και αλήθειας δεν είναι μια νέα ή καινοφανής ιδέα. Έχει εκφραστεί με διάφορες μορφές και παραδόσεις σε όλη την ιστορία, σε διαφορετικές κουλτούρες και πολιτισμούς, σε διαφορετικές γλώσσες και σύμβολα. Είναι μια καθολική φιλοδοξία που βρίσκεται στον πυρήνα της ανθρώπινης φύσης, μια βαθιά λαχτάρα που οδηγεί κάποιον να αναζητήσει το νόημα και το σκοπό της ζωής, μια ανήσυχη δυσαρέσκεια που αναγκάζει κάποιον να αμφισβητήσει το status quo και να αμφισβητήσει την εξουσία του δόγματος και της σύμβασης.
Η αναζήτηση της απόλυτης ελευθερίας και αλήθειας δεν είναι επίσης εύκολος ή άνετος δρόμος. Απαιτεί θάρρος, αποφασιστικότητα, επιμονή, θυσία, αποστασιοποίηση, πειθαρχία, διάκριση, διαίσθηση, δημιουργικότητα και αγάπη. Περιλαμβάνει να αντιμετωπίσει κανείς τους φόβους, τις αμφιβολίες, τις προσκολλήσεις, τον εγωισμό, την άγνοια, τις αυταπάτες και τα βάσανα. Συνεπάγεται να πάτε ενάντια στην υφή της κοινωνίας, να απελευθερωθείτε από τις προϋποθέσεις και την επιρροή της, να αποποιηθείτε τις αξίες και τις ανταμοιβές της. Απαιτεί μια ριζική μεταμόρφωση της συνείδησής κάποιου, μια μετατόπιση από το σχετικό στο απόλυτο, από το πεπερασμένο στο άπειρο, από το χρονικό στο αιώνιο.
II. Ζώντας έξω από τον κόσμο των ανθρώπων
Α. Αγκαλιάζοντας το Ήθος, την Αρετή, τη Σοφία και την Αληθινή Ευδαιμονία
Το να ζεις έξω από τον κόσμο των ανθρώπων δεν σημαίνει να τον απορρίπτεις ή να ξεφεύγεις από αυτόν, αλλά να τον ξεπερνάς. Δεν είναι να απομονωθείς ή να αποσυρθείς από την κοινωνία, αλλά να συνδεθείς μαζί της από μια ανώτερη προοπτική. Δεν είναι να εγκαταλείπει κανείς ή να παραμελεί τα καθήκοντα και τις ευθύνες του, αλλά να τα εκπληρώνει με μεγαλύτερη αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητα. Δεν είναι να είμαστε αδιάφοροι ή απαθείς απέναντι στα προβλήματα και τις προκλήσεις της ανθρωπότητας, αλλά να τα αντιμετωπίζουμε με μεγαλύτερη συμπόνια και σοφία.
Το να ζεις έξω από τον κόσμο των ανθρώπων σημαίνει να αγκαλιάζεις το ήθος, την αρετή, τη σοφία και την αληθινή ευδαιμονία. Το ήθος είναι ο εσωτερικός νόμος που καθοδηγεί τη συμπεριφορά κάποιου σύμφωνα με την αληθινή φύση και σκοπό του. Η αρετή είναι η ηθική αριστεία που εκδηλώνει το ήθος κάποιου στην πράξη. Σοφία είναι η διαισθητική γνώση που αποκαλύπτει το ήθος κάποιου στην αντίληψη. Η αληθινή ευδαιμονία είναι η υπέρτατη ευτυχία που προκύπτει από το ήθος κάποιου στην ύπαρξη.
Το να ζει κανείς έξω από τον κόσμο των ανθρώπων είναι να ευθυγραμμιστεί με το ήθος, την αρετή, τη σοφία και την αληθινή του ευδαιμονία. Είναι να ακολουθεί κανείς την εσωτερική φωνή του παρά την εξωτερική εξουσία. Είναι να ενεργεί κανείς σύμφωνα με τη συνείδησή του και όχι την κοινωνική πίεση. Είναι να βλέπεις τα πράγματα όπως είναι παρά όπως φαίνονται. Είναι να είναι κανείς ικανοποιημένος με αυτά που έχει παρά με αυτά που επιθυμεί.
Β. Η πρόκληση της ανάμειξης του Ουρανού με τη Γη
Το να ζεις έξω από τον κόσμο των ανθρώπων δεν είναι χωρίς προκλήσεις. Ένα από αυτά είναι πώς να αναμειγνύεται ο ουρανός με τη γη, πώς να εξισορροπεί κανείς τις πνευματικές του φιλοδοξίες με τις υλικές του ανάγκες, πώς να ενσωματώνει το υπερβατικό όραμά του με την ενυπάρχουσα πραγματικότητα, πώς να εναρμονίζει την εσωτερική του ειρήνη με την εξωτερική του δράση.
Το να ζει κανείς έξω από τον κόσμο των ανθρώπων δεν σημαίνει να αγνοεί ή να αρνείται την ύπαρξη του κόσμου, αλλά να αναγνωρίζει τη σχετική αξία και σημασία του, τις δυνατότητές του για ανάπτυξη και μάθηση, τον ρόλο του ως μέσου και όχι ως στόχου.
Το να ζεις έξω από τον κόσμο των ανθρώπων δεν σημαίνει να υπεκφεύγεις ή να αποφεύγεις τις αλληλεπιδράσεις και τις επιρροές του, αλλά να τις εμπλέκεις με διάκριση και αποστασιοποίηση, με επίγνωση και ηρεμία, με επιδεξιότητα και χάρη.
III. Οι Σοφοί και η Υπερβατική τους Προοπτική
Α. Οι Σοφοί σαν θαλασσοπούλια στα κύματα της ανθρώπινης σκέψης
Οι σοφοί είναι εκείνοι που έχουν φτάσει στον υπέρτατο προορισμό, που έχουν φτάσει στην απόλυτη ελευθερία και αλήθεια, που έχουν συνειδητοποιήσει την πραγματική τους φύση και ουσία.
Οι σοφοί είναι σαν θαλάσσια πουλιά πάνω στα κύματα της ανθρώπινης σκέψης, που πετούν πάνω τους με ευκολία και χάρη, που βουτούν μέσα τους χωρίς φόβο και προσκόλληση, που αναδύονται από αυτά χωρίς να βρέξουν τα φτερά τους.
Οι σοφοί δεν δεσμεύονται από τους περιορισμούς της ανθρώπινης σκέψης, από τις κατηγορίες και τις έννοιές της, από τις υποθέσεις και τις πεποιθήσεις της, από τις προλήψεις και τις προκαταλήψεις της.
Οι σοφοί δεν επηρεάζονται από τις διακυμάνσεις της ανθρώπινης σκέψης, από τις αμφιβολίες και τα μπερδέματά της, από τις ελπίδες και τους φόβους της, από τις χαρές και τις λύπες της.
Οι σοφοί δεν εξαρτώνται από τις επικυρώσεις της ανθρώπινης σκέψης, από τις απόψεις και τις κρίσεις της, από τους επαίνους και τις επικρίσεις της, από τις ανταμοιβές και τις τιμωρίες της.
B. Πτήση στον Άπειρο Ουρανό: Πέρα από όλα τα όρια
Οι σοφοί έχουν πετάξει στον απέραντο ουρανό, όπου απολαμβάνουν την ελευθερία του πνεύματος, όπου βλέπουν την ομορφιά της αλήθειας, όπου βιώνουν την ευδαιμονία του εαυτού.
Οι σοφοί έχουν ξεπεράσει κάθε όριο, πέρα από τα όρια του χώρου και του χρόνου, πέρα από τις διακρίσεις του εαυτού και του άλλου, πέρα από τις δυαδικότητες του καλού και του κακού.
Οι σοφοί έχουν ξεπεράσει όλα τα όρια, πέρα από τα επίπεδα του σώματος, του νου και της ψυχής, πέρα από τα στάδια της γέννησης, του θανάτου και της αναγέννησης, πέρα από τις καταστάσεις της εγρήγορσης, του ονείρου και του ύπνου.
IV. Πάνω από τον Κόσμο των Ανθρώπων: Αιώνια Γαλήνη
Α. Η ηρεμία ως Φωτιστής της Σοφής Δραστηριότητας
Οι σοφοί ζουν πάνω από τον κόσμο των ανθρώπων, όπου κατοικούν στην αιώνια γαλήνη, όπου εκπέμπουν άπειρο φως, όπου εκπέμπουν αγάπη άνευ όρων.
Η ηρεμία των σοφών δεν είναι μια παθητική ή αδρανής κατάσταση, αλλά μια ενεργητική και δυναμική κατάσταση. Δεν είναι μια κατάσταση νωθρότητας ή αδιαφορίας, αλλά κατάσταση διαύγειας και ευαισθησίας.
Η ηρεμία των σοφών είναι ένας φωτιστής της σοφής δραστηριότητας. Τους δίνει τη δυνατότητα να βλέπουν τα πράγματα όπως είναι, χωρίς παραμόρφωση ή ψευδαίσθηση. Τους δίνει τη δυνατότητα να ενεργούν σύμφωνα με αυτό που είναι κατάλληλο, χωρίς δισταγμό ή λύπη. Τους εμπνέει να υπηρετούν σύμφωνα με αυτό που χρειάζεται, χωρίς προσδοκίες ή προσκόλληση.
Β. Δραστηριότητα που ενισχύει την ηρεμία
Η δραστηριότητα των σοφών δεν είναι πηγή ενόχλησης ή ταραχής, αλλά πηγή ενίσχυσης και εμπλουτισμού. Δεν είναι πηγή σύγκρουσης ή οδύνης, αλλά πηγή αρμονίας και χαράς.
Η δραστηριότητα των σοφών ενισχύει την ηρεμία τους. Βαθαίνει την επίγνωση και την κατανόησή τους. Ενισχύει τη συμπόνια και την καλοσύνη τους. Διευρύνει τη δημιουργικότητα και την έκφρασή τους.
Γ. Το απέραντο βάθος της αληθινής ζωής
Οι σοφοί ζουν στο απέραντο βάθος της αληθινής ζωής. Δεν περιορίζονται από την επιπολαιότητα και την μηδαμινότητα της εγκόσμιας ζωής. Δεν αποσπώνται από την πολυπλοκότητα και την πολλαπλότητα της εγκόσμιας ζωής. Δεν μπερδεύονται από την παροδικότητα και το ανικανοποίητο της εγκόσμιας ζωής.
Οι σοφοί ζουν στην αληθινή ζωή που είναι απλή, βαθιά και μεγαλειώδης. Είναι απλό γιατί είναι φυσικό και αυθόρμητο. Είναι βαθύ γιατί έχει νόημα και σκοπό. Είναι υπέροχο γιατί είναι όμορφο και μακάριο.
V. Το αληθινό βασίλειο εκείνων που αναζητούν το υπέρτατο
Α. Καταφύγιο στο Άπειρο
Το αληθινό βασίλειο εκείνων που αναζητούν το υπέρτατο δεν είναι ένα φυσικό ή γεωγραφικό μέρος, αλλά ένα πνευματικό και μεταφυσικό. Δεν είναι ένα μέρος που μπορεί κανείς να φτάσει με εξωτερικά μέσα, αλλά με εσωτερικά. Δεν είναι ένα μέρος που μπορείς να βρεις ψάχνοντας, αλλά συνειδητοποιώντας.
Το αληθινό βασίλειο εκείνων που αναζητούν το υπέρτατο είναι το άπειρο, το οποίο βρίσκεται πέρα από όλες τις μορφές και ονόματα, πέρα από όλες τις ποιότητες και ιδιότητες, πέρα από όλες τις μετρήσεις και συγκρίσεις. Είναι το άπειρο που είναι η πηγή και η προέλευση όλων των πραγμάτων, η ουσία και το περιεχόμενο όλων των πραγμάτων, ο στόχος και ο προορισμός όλων των πραγμάτων.
Το να μπεις στην αληθινή σφαίρα εκείνων που αναζητούν το υπέρτατο σημαίνει να βρεις καταφύγιο στο άπειρο, να παραδοθείς σε αυτό, να συγχωνευτείς μαζί του, να γίνεις ένα με αυτό. Είναι να καταφύγει κανείς στη δική του αληθινή φύση, που ταυτίζεται με το άπειρο, που είναι αγνό, τέλειο και αιώνιο.
B. Ο Υπέρτατος Προορισμός: Μια αναζήτηση για την αλήθεια και την απελευθέρωση
Ο υπέρτατος προορισμός δεν είναι μια τελική ή στατική κατάσταση, αλλά μια συνεχής και δυναμική διαδικασία. Δεν είναι μια κατάσταση που μπορεί να επιτευχθεί μια για πάντα, αλλά μια διαδικασία που μπορεί να συνεχιστεί ατελείωτα. Δεν είναι μια κατάσταση που μπορεί να κατέχεται ή να ανήκει, αλλά μια διαδικασία που μπορεί να μοιραστεί και να προσφερθεί.
Ο υπέρτατος προορισμός είναι η αναζήτηση της αλήθειας και της απελευθέρωσης, που είναι αναπόσπαστες πτυχές της πραγματικότητας. Η αλήθεια είναι η γνώση της πραγματικότητας όπως είναι, χωρίς παραμόρφωση ή εξαπάτηση. Απελευθέρωση είναι η ελευθερία από την πραγματικότητα όπως φαίνεται, χωρίς προσκόλληση ή αποστροφή.
Το να επιδιώκεις τον υπέρτατο προορισμό είναι να αναζητάς την αλήθεια και την απελευθέρωση σε κάθε στιγμή, σε κάθε κατάσταση, σε κάθε σχέση. Είναι η αναζήτηση της αλήθειας μέσω της έρευνας, του στοχασμού, του διαλογισμού, της αποκάλυψης. Είναι η αναζήτηση της απελευθέρωσης μέσω της απόσπασης.
Εσωστρεφής Μυστικισμός: Ένα μονοπάτι προς το Θείο Μέσα
Πολλοί άνθρωποι επιδιώκουν να συνδεθούν με το θείο μέσω διαφόρων μορφών πνευματικότητας, όπως η προσευχή, ο διαλογισμός, οι τελετουργίες ή τα ιερά κείμενα. Ωστόσο, υπάρχει ένας άλλος τρόπος πρόσβασης στην υπερβατική πραγματικότητα που βρίσκεται πέρα από τη συνηθισμένη αντίληψη του κόσμου. Αυτός ο τρόπος ονομάζεται εσωστρεφής μυστικισμός και περιλαμβάνει μια ριζική απόσυρση από όλες τις μορφές εξωτερικών και εσωτερικών ερεθισμάτων, προκειμένου να βιώσουμε την καθαρή συνείδηση χωρίς κανένα περιεχόμενο.
Τι είναι ο εσωστρεφής μυστικισμός;
Ο εσωστρεφής μυστικισμός δεν είναι μια συγκεκριμένη θρησκεία ή παράδοση, αλλά μάλλον ένα παγκόσμιο φαινόμενο που μπορεί να βρεθεί σε διάφορους πολιτισμούς και ιστορικές περιόδους. Βασίζεται στην υπόθεση ότι η απόλυτη πραγματικότητα δεν είναι κάτι που μπορεί να συλληφθεί από τις αισθήσεις, το μυαλό ή τη γλώσσα, αλλά κάτι που μπορεί να διαισθανθεί μόνο από την πιο εσωτερική ουσία του εαυτού. Οι εσωστρεφείς μυστικιστές επιδιώκουν να αποσπαστούν από οτιδήποτε τους αποσπά την προσοχή από αυτή την εσωτερική ουσία, όπως σωματικές αισθήσεις, συναισθήματα, σκέψεις, αναμνήσεις, εικόνες, έννοιες ή λέξεις. Στοχεύουν να φτάσουν σε μια κατάσταση καθαρής επίγνωσης, όπου δεν έχουν πλέον επίγνωση τίποτε άλλο εκτός από τη δική τους ύπαρξη.
Πώς διαφέρει ο εσωστρεφής μυστικισμός από τις άλλες μορφές μυστικισμού;
Ο εσωστρεφής μυστικισμός είναι διαφορετικός από άλλες μορφές μυστικισμού που περιλαμβάνουν μια άμεση συνάντηση με το θείο μέσω οραμάτων, αποκαλύψεων ή εκστατικών καταστάσεων. Αυτές οι μορφές μυστικισμού ονομάζονται εξωστρεφής μυστικισμός, επειδή περιλαμβάνουν μια προβολή του εαυτού σε ένα εξωτερικό αντικείμενο ή οντότητα που γίνεται αντιληπτό ως ιερό ή θεϊκό. Οι εξωστρεφείς μυστικιστές μπορεί να βιώνουν μια αίσθηση ένωσης με τον Θεό, τη φύση ή άλλο ον, αλλά εξακολουθούν να διατηρούν κάποια μορφή διάκρισης μεταξύ τους και του αντικειμένου της εμπειρίας τους.
Οι εσωστρεφείς μυστικιστές, από την άλλη πλευρά, δεν προβάλλουν τον εαυτό τους σε τίποτα έξω από τον εαυτό τους. Δεν επιδιώκουν να δουν ή να ακούσουν ή να αισθανθούν οτιδήποτε δεν υπάρχει ήδη μέσα τους. Δεν επιδιώκουν να συγχωνευθούν με οτιδήποτε δεν είναι ήδη η ίδια τους η ουσία. Επιδιώκουν να διαλύσουν όλα τα όρια και τις διακρίσεις μεταξύ τους και της έσχατης πραγματικότητας. Επιδιώκουν να γίνουν ένα με το Ένα.
Ποια είναι τα οφέλη και οι προκλήσεις του εσωστρεφούς μυστικισμού;
Ο εσωστρεφής μυστικισμός μπορεί να προσφέρει μια βαθιά αίσθηση γαλήνης, χαράς και ελευθερίας σε όσους τον ασκούν. Μπορεί επίσης να οδηγήσει σε μια βαθύτερη κατανόηση του εαυτού και της θέσης του στον κόσμο. Μπορεί να καλλιεργήσει μια αίσθηση συμπόνιας και απόσπασης από κοσμικές προσκολλήσεις και βάσανα. Μπορεί να αποκαλύψει την αληθινή φύση της πραγματικότητας ως καθαρής συνείδησης.
Ωστόσο, ο εσωστρεφής μυστικισμός θέτει επίσης ορισμένες προκλήσεις και κινδύνους. Απαιτεί υψηλό βαθμό πειθαρχίας και συγκέντρωσης για να διατηρηθεί μια κατάσταση εσωτερικής σιωπής και κενού. Μπορεί επίσης να προκαλέσει κάποιες ψυχολογικές δυσκολίες, όπως απομόνωση, αποξένωση ή απώλεια ταυτότητας. Μπορεί επίσης να έρχεται σε σύγκρουση με ορισμένα θρησκευτικά δόγματα ή ηθικούς κανόνες που απαιτούν δέσμευση με τον κόσμο και άλλους. Μπορεί επίσης να παρεξηγηθεί ή να χρησιμοποιηθεί κατά λάθος από εκείνους που επιδιώκουν να ξεφύγουν από την πραγματικότητα ή να αποφύγουν την ευθύνη.
Πώς μπορεί κανείς να ασκήσει τον εσωστρεφή μυστικισμό;
Δεν υπάρχει σταθερή μέθοδος ή τεχνική για την εξάσκηση του εσωστρεφούς μυστικισμού. Κάθε άτομο μπορεί να βρει τον δικό του τρόπο για να φτάσει σε αυτήν την κατάσταση συνείδησης. Ωστόσο, ορισμένες γενικές οδηγίες μπορεί να είναι χρήσιμες:
- Επιλέξτε ένα ήσυχο και άνετο μέρος όπου δεν θα σας ενοχλούν.
- Καθίστε σε χαλαρή και όρθια στάση, με τα μάτια σας κλειστά ή ελαφρώς ανοιχτά.
- Αναπνεύστε αργά και βαθιά, εστιάζοντας στην αναπνοή σας καθώς ρέει μέσα και έξω.
- Αποσύρετε σταδιακά την προσοχή σας από το σώμα σας και το περιβάλλον σας.
- Παρατηρήστε τις σκέψεις και τα συναισθήματά σας καθώς προκύπτουν και πεθαίνουν, χωρίς να ασχολείστε μαζί τους ή να τα κρίνετε.
- Αφήστε τις εικόνες ή τις έννοιες που σας έρχονται στο μυαλό.
- Παραμείνετε σε κατάσταση καθαρής επίγνωσης, χωρίς περιεχόμενο ή αντικείμενο.
- Εάν αποσπαστείτε ή χάσετε την εστίαση, επιστρέψτε απαλά στην αναπνοή σας και στην επίγνωσή σας.
- Μείνετε σε αυτή την κατάσταση για όσο χρόνο θέλετε ή μπορείτε.
- Όταν είστε έτοιμοι, ανοίξτε αργά τα μάτια σας και επιστρέψτε στις κανονικές σας δραστηριότητες.
Ο εσωστρεφής μυστικισμός δεν είναι για όλους. Είναι ένας δύσκολος και απαιτητικός δρόμος που απαιτεί αφοσίωση και επιμονή. Ωστόσο, για όσους έλκονται από αυτό, μπορεί να προσφέρει έναν μοναδικό και ικανοποιητικό τρόπο σύνδεσης με το θείο μέσα.
Τι είναι ο εσωστρεφής μυστικισμός;
Ο εσωστρεφής μυστικισμός δεν είναι μια συγκεκριμένη θρησκεία ή παράδοση, αλλά μάλλον ένα παγκόσμιο φαινόμενο που μπορεί να βρεθεί σε διάφορους πολιτισμούς και ιστορικές περιόδους. Βασίζεται στην υπόθεση ότι η απόλυτη πραγματικότητα δεν είναι κάτι που μπορεί να συλληφθεί από τις αισθήσεις, το μυαλό ή τη γλώσσα, αλλά κάτι που μπορεί να διαισθανθεί μόνο από την πιο εσωτερική ουσία του εαυτού. Οι εσωστρεφείς μυστικιστές επιδιώκουν να αποσπαστούν από οτιδήποτε τους αποσπά την προσοχή από αυτή την εσωτερική ουσία, όπως σωματικές αισθήσεις, συναισθήματα, σκέψεις, αναμνήσεις, εικόνες, έννοιες ή λέξεις. Στοχεύουν να φτάσουν σε μια κατάσταση καθαρής επίγνωσης, όπου δεν έχουν πλέον επίγνωση τίποτε άλλο εκτός από τη δική τους ύπαρξη.
Πώς διαφέρει ο εσωστρεφής μυστικισμός από τις άλλες μορφές μυστικισμού;
Ο εσωστρεφής μυστικισμός είναι διαφορετικός από άλλες μορφές μυστικισμού που περιλαμβάνουν μια άμεση συνάντηση με το θείο μέσω οραμάτων, αποκαλύψεων ή εκστατικών καταστάσεων. Αυτές οι μορφές μυστικισμού ονομάζονται εξωστρεφής μυστικισμός, επειδή περιλαμβάνουν μια προβολή του εαυτού σε ένα εξωτερικό αντικείμενο ή οντότητα που γίνεται αντιληπτό ως ιερό ή θεϊκό. Οι εξωστρεφείς μυστικιστές μπορεί να βιώνουν μια αίσθηση ένωσης με τον Θεό, τη φύση ή άλλο ον, αλλά εξακολουθούν να διατηρούν κάποια μορφή διάκρισης μεταξύ τους και του αντικειμένου της εμπειρίας τους.
Οι εσωστρεφείς μυστικιστές, από την άλλη πλευρά, δεν προβάλλουν τον εαυτό τους σε τίποτα έξω από τον εαυτό τους. Δεν επιδιώκουν να δουν ή να ακούσουν ή να αισθανθούν οτιδήποτε δεν υπάρχει ήδη μέσα τους. Δεν επιδιώκουν να συγχωνευθούν με οτιδήποτε δεν είναι ήδη η ίδια τους η ουσία. Επιδιώκουν να διαλύσουν όλα τα όρια και τις διακρίσεις μεταξύ τους και της έσχατης πραγματικότητας. Επιδιώκουν να γίνουν ένα με το Ένα.
Ποια είναι τα οφέλη και οι προκλήσεις του εσωστρεφούς μυστικισμού;
Ο εσωστρεφής μυστικισμός μπορεί να προσφέρει μια βαθιά αίσθηση γαλήνης, χαράς και ελευθερίας σε όσους τον ασκούν. Μπορεί επίσης να οδηγήσει σε μια βαθύτερη κατανόηση του εαυτού και της θέσης του στον κόσμο. Μπορεί να καλλιεργήσει μια αίσθηση συμπόνιας και απόσπασης από κοσμικές προσκολλήσεις και βάσανα. Μπορεί να αποκαλύψει την αληθινή φύση της πραγματικότητας ως καθαρής συνείδησης.
Ωστόσο, ο εσωστρεφής μυστικισμός θέτει επίσης ορισμένες προκλήσεις και κινδύνους. Απαιτεί υψηλό βαθμό πειθαρχίας και συγκέντρωσης για να διατηρηθεί μια κατάσταση εσωτερικής σιωπής και κενού. Μπορεί επίσης να προκαλέσει κάποιες ψυχολογικές δυσκολίες, όπως απομόνωση, αποξένωση ή απώλεια ταυτότητας. Μπορεί επίσης να έρχεται σε σύγκρουση με ορισμένα θρησκευτικά δόγματα ή ηθικούς κανόνες που απαιτούν δέσμευση με τον κόσμο και άλλους. Μπορεί επίσης να παρεξηγηθεί ή να χρησιμοποιηθεί κατά λάθος από εκείνους που επιδιώκουν να ξεφύγουν από την πραγματικότητα ή να αποφύγουν την ευθύνη.
Πώς μπορεί κανείς να ασκήσει τον εσωστρεφή μυστικισμό;
Δεν υπάρχει σταθερή μέθοδος ή τεχνική για την εξάσκηση του εσωστρεφούς μυστικισμού. Κάθε άτομο μπορεί να βρει τον δικό του τρόπο για να φτάσει σε αυτήν την κατάσταση συνείδησης. Ωστόσο, ορισμένες γενικές οδηγίες μπορεί να είναι χρήσιμες:
- Επιλέξτε ένα ήσυχο και άνετο μέρος όπου δεν θα σας ενοχλούν.
- Καθίστε σε χαλαρή και όρθια στάση, με τα μάτια σας κλειστά ή ελαφρώς ανοιχτά.
- Αναπνεύστε αργά και βαθιά, εστιάζοντας στην αναπνοή σας καθώς ρέει μέσα και έξω.
- Αποσύρετε σταδιακά την προσοχή σας από το σώμα σας και το περιβάλλον σας.
- Παρατηρήστε τις σκέψεις και τα συναισθήματά σας καθώς προκύπτουν και πεθαίνουν, χωρίς να ασχολείστε μαζί τους ή να τα κρίνετε.
- Αφήστε τις εικόνες ή τις έννοιες που σας έρχονται στο μυαλό.
- Παραμείνετε σε κατάσταση καθαρής επίγνωσης, χωρίς περιεχόμενο ή αντικείμενο.
- Εάν αποσπαστείτε ή χάσετε την εστίαση, επιστρέψτε απαλά στην αναπνοή σας και στην επίγνωσή σας.
- Μείνετε σε αυτή την κατάσταση για όσο χρόνο θέλετε ή μπορείτε.
- Όταν είστε έτοιμοι, ανοίξτε αργά τα μάτια σας και επιστρέψτε στις κανονικές σας δραστηριότητες.
Ο εσωστρεφής μυστικισμός δεν είναι για όλους. Είναι ένας δύσκολος και απαιτητικός δρόμος που απαιτεί αφοσίωση και επιμονή. Ωστόσο, για όσους έλκονται από αυτό, μπορεί να προσφέρει έναν μοναδικό και ικανοποιητικό τρόπο σύνδεσης με το θείο μέσα.
Αδιαμεσολάβητη εμπειρία της πραγματικότητας
Ποια είναι η φύση της πραγματικότητας; Πώς ξέρουμε τι είναι πραγματικό και τι όχι; Αυτά είναι μερικά από τα θεμελιώδη ερωτήματα που απασχόλησαν φιλοσόφους και μύστες σε όλη την ιστορία. Σε αυτό το δοκίμιο, θα διερευνήσουμε την έννοια του μη εννοιολογικού περιεχομένου, που είναι ένας τύπος νοητικού περιεχομένου που δεν εξαρτάται από έννοιες ή γλώσσα για να αναπαραστήσει την πραγματικότητα. Θα υποστηρίξουμε ότι το μη εννοιολογικό περιεχόμενο είναι βασικό χαρακτηριστικό των μυστικιστικών εμπειριών, οι οποίες είναι άμεσες και αδιαμεσολάβητες συναντήσεις με την έσχατη φύση της πραγματικότητας.
Το μη εννοιολογικό περιεχόμενο είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται στη φιλοσοφία για να περιγράψει ένα είδος νοητικού περιεχομένου που δεν δομείται από έννοιες ή κατηγορίες. Οι έννοιες είναι νοητικές αναπαραστάσεις που μας επιτρέπουν να ταξινομήσουμε, να κατηγοριοποιήσουμε και να επικοινωνήσουμε τις εμπειρίες μας. Για παράδειγμα, όταν βλέπουμε ένα κόκκινο μήλο, εφαρμόζουμε την έννοια του «κόκκινου» και την έννοια του «μήλου» στην αντίληψή μας και μπορούμε να επικοινωνήσουμε αυτή την εμπειρία σε άλλους χρησιμοποιώντας τη γλώσσα. Ωστόσο, οι έννοιες περιορίζουν και διαστρεβλώνουν την αντίληψή μας για την πραγματικότητα, επειδή επιβάλλουν μια συγκεκριμένη δομή και ερμηνεία σε αυτό που βιώνουμε. Οι έννοιες βασίζονται σε προηγούμενες γνώσεις, προσδοκίες και υποθέσεις μας, οι οποίες μπορεί να μην αντιστοιχούν στην πραγματική φύση της πραγματικότητας.
Το μη εννοιολογικό περιεχόμενο, από την άλλη πλευρά, είναι ένας τύπος νοητικού περιεχομένου που δεν βασίζεται σε έννοιες ή γλώσσα για να αναπαραστήσει την πραγματικότητα. Το μη εννοιολογικό περιεχόμενο είναι πιο απευθείας, άμεσο και διαισθητικό από το εννοιολογικό περιεχόμενο. Αποτυπώνει τις ωμές και αφιλτράριστες πτυχές της εμπειρίας μας, χωρίς να τους επιβάλλει καμία δομή ή ερμηνεία. Το μη εννοιολογικό περιεχόμενο συνδέεται συχνά με την αισθητηριακή αντίληψη, όπως η θέαση χρωμάτων, σχημάτων, ήχων, μυρωδιών κ.λπ., αλλά μπορεί επίσης να περιλαμβάνει πιο αφηρημένες και σύνθετες μορφές νοητικού περιεχομένου, όπως συγκινήσεις, συναισθήματα, διαισθήσεις κ.λπ.
Το μη εννοιολογικό περιεχόμενο είναι σημαντικό για τη φιλοσοφία επειδή αμφισβητεί την ιδέα ότι όλη η γνώση βασίζεται σε έννοιες και γλώσσα. Εάν υπάρχει ένας τύπος νοητικού περιεχομένου που δεν εξαρτάται από έννοιες ή γλώσσα, τότε μπορεί να υπάρχει ένας τρόπος γνώσης της πραγματικότητας που είναι πιο άμεσος και ακριβής από την εννοιολογική σκέψη. Το μη εννοιολογικό περιεχόμενο μπορεί επίσης να αποκαλύψει πτυχές της πραγματικότητας που είναι κρυμμένες ή απρόσιτες στην εννοιολογική σκέψη, όπως η εγγενής φύση των πραγμάτων, η ενότητα όλων των φαινομένων, η πηγή της ύπαρξης κ.λπ.
Το μη εννοιολογικό περιεχόμενο είναι επίσης σημαντικό για τον μυστικισμό επειδή είναι βασικό χαρακτηριστικό των μυστικιστικών εμπειριών. Οι μυστικιστικές εμπειρίες ορίζονται ως άμεσες και αδιαμεσολάβητες συναντήσεις με την έσχατη φύση της πραγματικότητας. Οι μυστικιστικές εμπειρίες συχνά περιγράφονται ως υπέρβαση των συνηθισμένων ορίων της αντίληψης και της γνώσης και άνοιγμα σε νέες διαστάσεις της πραγματικότητας πέρα από τον εννοιολογικό νου. Οι μυστικιστικές εμπειρίες χαρακτηρίζονται επίσης από μια κατάσταση καθαρής επίγνωσης ή συνείδησης, η οποία δεν περιλαμβάνει σκέψεις, έννοιες ή κρίσεις.
Οι μυστικιστικές παραδόσεις από διαφορετικούς πολιτισμούς και θρησκείες έχουν τονίσει τη σημασία της καλλιέργειας μη εννοιολογικού περιεχομένου για την επίτευξη μυστικιστικών εμπειριών.
Ένα παράδειγμα μυστικιστικής παράδοσης που εστιάζει σε μη εννοιολογικό περιεχόμενο είναι η Advaita Vedanta, μια σχολή ινδουιστικής φιλοσοφίας που διδάσκει την ταυτότητα του ατομικού εαυτού (atman) και του παγκόσμιου εαυτού (brahman). Σύμφωνα με την Advaita Vedanta, η απόλυτη πραγματικότητα είναι το μπράχμαν, το οποίο είναι η καθαρή συνείδηση, η ευδαιμονία και η ύπαρξη. Ωστόσο, λόγω άγνοιας (avidya), θεωρούμε εσφαλμένα ξεχωριστές οντότητες που υπόκεινται σε γέννηση, θάνατο και ταλαιπωρία. Ο στόχος του Advaita Vedanta είναι να συνειδητοποιήσουμε την αληθινή μας φύση ως μπράχμαν, κάτι που μπορεί να γίνει μόνο με την υπέρβαση του δυιστικού τρόπου σκέψης και αντίληψης που βασίζεται σε έννοιες και κατηγορίες. Αυτό απαιτεί την καλλιέργεια μιας κατάστασης καθαρής επίγνωσης (nirvikalpa samadhi) που είναι απαλλαγμένη από οποιαδήποτε νοητική δραστηριότητα ή περιεχόμενο.
Ένα άλλο παράδειγμα μυστικιστικής παράδοσης που δίνει έμφαση σε μη εννοιολογικό περιεχόμενο είναι ο Βουδισμός Ζεν, μια σχολή του Βουδισμού Μαχαγιάνα που ξεκίνησε από την Κίνα και εξαπλώθηκε στην Ιαπωνία και σε άλλα μέρη της Ασίας. Ο Βουδισμός Ζεν διδάσκει ότι η ουσία του Βουδισμού δεν βρίσκεται σε γραφές, δόγματα ή τελετουργίες, αλλά στην άμεση συνειδητοποίηση της αληθινής φύσης κάποιου (φύση του Βούδα). Αυτή η συνειδητοποίηση ονομάζεται φώτιση (satori) ή αφύπνιση (bodhi) και περιλαμβάνει το να βλέπουμε τα πράγματα όπως είναι, χωρίς καμία παραμόρφωση ή προσκόλληση. Ο Βουδισμός Ζεν χρησιμοποιεί διάφορες μεθόδους για να προκαλέσει αυτή τη συνειδητοποίηση, όπως ο διαλογισμός (ζαζέν), τα κοάν (παράδοξες ερωτήσεις ή δηλώσεις) και οι διάλογοι με τους δασκάλους (μόντο). Ο στόχος αυτών των μεθόδων είναι να διασχίσουν τον εννοιολογικό νου και να αποκαλύψουν τη μη εννοιολογική πραγματικότητα που είναι πάντα παρούσα.
Ένα τρίτο παράδειγμα μυστικιστικής παράδοσης που εκτιμά το μη εννοιολογικό περιεχόμενο είναι ο σουφισμός, μια μορφή ισλαμικού μυστικισμού που επιδιώκει να αποκτήσει μια άμεση εμπειρία του Θεού (Αλλάχ). Οι Σούφι πιστεύουν ότι ο Θεός είναι η μόνη πραγματικότητα, και οτιδήποτε άλλο είναι μια ψευδαίσθηση (μάγια). Ωστόσο, λόγω του εγώ μας (ναφς), αγνοούμε την παρουσία και την αγάπη του Θεού. Ο στόχος του σουφισμού είναι να υπερνικήσει το εγώ και να επιτύχει μια κατάσταση εκμηδένισης (φανα) στον Θεό, όπου δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ του εραστή και του αγαπημένου. Οι Σούφι εξασκούν διάφορους κλάδους για να επιτύχουν αυτή την κατάσταση, όπως προσευχή (σαλάτ), νηστεία (sawm), φιλανθρωπία (zakat), προσκύνημα (hajj), απαγγελία των ονομάτων του Θεού (dhikr), μουσική και ποίηση (sama), και αγάπη και υπηρεσία σε άλλους (ishq).
Αυτά είναι μόνο μερικά παραδείγματα του πώς οι μυστικιστικές παραδόσεις έχουν χρησιμοποιήσει μη εννοιολογικό περιεχόμενο ως μέσο για την επίτευξη μυστικιστικών εμπειριών. Υπάρχουν πολλά άλλα παραδείγματα από διαφορετικούς πολιτισμούς και θρησκείες που μοιράζονται παρόμοια χαρακτηριστικά και στόχους.
Τι κοινό έχουν αυτές οι μυστικιστικές παραδόσεις; Όλες μοιράζονται ένα όραμα της πραγματικότητας που υπερβαίνει τον εννοιολογικό νου και τις κατηγορίες του. Όλες επιδιώκουν να βιώσουν την πραγματικότητα όπως είναι, χωρίς καμία μεσολάβηση ή ερμηνεία. Όλες τους καλλιεργούν μια κατάσταση καθαρής επίγνωσης που δεν περιορίζεται από κανένα νοητικό περιεχόμενο ή δραστηριότητα. Όλες ισχυρίζονται ότι έχουν πρόσβαση σε μια διάσταση της πραγματικότητας που είναι πιο πραγματική, πιο βαθιά και πιο ευτυχισμένη από τον συνηθισμένο κόσμο.
Τι μπορούμε να μάθουμε από αυτές τις μυστικιστικές παραδόσεις; Μπορούμε να μάθουμε ότι υπάρχουν περισσότερα στην πραγματικότητα από αυτά που μπορούμε να κατανοήσουμε με τις λογικές μας ικανότητες. Μπορούμε να μάθουμε ότι υπάρχουν άλλοι τρόποι γνώσης και επικοινωνίας που είναι πιο άμεσοι, διαισθητικοί και ολιστικοί. Μπορούμε να μάθουμε ότι υπάρχουν άλλες καταστάσεις συνείδησης που είναι πιο επεκτατικές, πιο ειρηνικές και πιο χαρούμενες από την κανονική μας κατάσταση. Μπορούμε να μάθουμε ότι υπάρχει η πιθανότητα να βιώσουμε τη θεϊκή ή την έσχατη φύση της πραγματικότητας μέσα μας.
Το μη εννοιολογικό περιεχόμενο ως μυστικιστική εμπειρία μπορεί να περιγραφεί ότι υπερβαίνει τα όρια της συνηθισμένης αντίληψης και ανοίγει νέες διαστάσεις της πραγματικότητας πέρα από τον εννοιολογικό νου. Σε αυτή την κατάσταση καθαρής επίγνωσης ή συνείδησης, μπορεί κανείς να βιώσει τη θεϊκή ή την έσχατη φύση της πραγματικότητας άμεσα και οικεία. Μπορεί κανείς επίσης να βιώσει μια αίσθηση ενότητας με όλα τα φαινόμενα, καθώς και μια αίσθηση ευδαιμονίας, γαλήνης, χαράς και αγάπης. Το μη εννοιολογικό περιεχόμενο ως μυστικιστική εμπειρία μπορεί επίσης να έχει βαθιές επιπτώσεις στη ζωή κάποιου, όπως να μεταμορφώσει την κοσμοθεωρία, τις αξίες και τη συμπεριφορά κάποιου, καθώς και να ενισχύσει τη δημιουργικότητα, τη συμπόνια και τη σοφία του.
Συμπερασματικά, το μη εννοιολογικό περιεχόμενο είναι μια έννοια που έχει διερευνηθεί τόσο από τη φιλοσοφία όσο και από τον μυστικισμό. Το μη εννοιολογικό περιεχόμενο είναι ένας τύπος νοητικού περιεχομένου που δεν εξαρτάται από έννοιες ή γλώσσα για να αναπαραστήσει την πραγματικότητα. Το μη εννοιολογικό περιεχόμενο είναι σημαντικό για τη φιλοσοφία επειδή αμφισβητεί την ιδέα ότι όλη η γνώση βασίζεται σε έννοιες και γλώσσα. Το μη εννοιολογικό περιεχόμενο είναι επίσης σημαντικό για τον μυστικισμό γιατί είναι βασικό χαρακτηριστικό των μυστικιστικών εμπειριών, οι οποίες είναι άμεσες και αδιαμεσολάβητες συναντήσεις με την έσχατη φύση της πραγματικότητας. Το μη εννοιολογικό περιεχόμενο ως μυστικιστική εμπειρία μπορεί να περιγραφεί ότι υπερβαίνει τα όρια της συνηθισμένης αντίληψης και ανοίγει νέες διαστάσεις της πραγματικότητας πέρα από τον εννοιολογικό νου. Το μη εννοιολογικό περιεχόμενο ως μυστικιστική εμπειρία μπορεί επίσης να έχει βαθιές επιπτώσεις στη ζωή κάποιου, όπως να μεταμορφώσει την κοσμοθεωρία, τις αξίες και τη συμπεριφορά κάποιου, καθώς και να ενισχύσει τη δημιουργικότητα, τη συμπόνια και τη σοφία του.
Το μη εννοιολογικό περιεχόμενο είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται στη φιλοσοφία για να περιγράψει ένα είδος νοητικού περιεχομένου που δεν δομείται από έννοιες ή κατηγορίες. Οι έννοιες είναι νοητικές αναπαραστάσεις που μας επιτρέπουν να ταξινομήσουμε, να κατηγοριοποιήσουμε και να επικοινωνήσουμε τις εμπειρίες μας. Για παράδειγμα, όταν βλέπουμε ένα κόκκινο μήλο, εφαρμόζουμε την έννοια του «κόκκινου» και την έννοια του «μήλου» στην αντίληψή μας και μπορούμε να επικοινωνήσουμε αυτή την εμπειρία σε άλλους χρησιμοποιώντας τη γλώσσα. Ωστόσο, οι έννοιες περιορίζουν και διαστρεβλώνουν την αντίληψή μας για την πραγματικότητα, επειδή επιβάλλουν μια συγκεκριμένη δομή και ερμηνεία σε αυτό που βιώνουμε. Οι έννοιες βασίζονται σε προηγούμενες γνώσεις, προσδοκίες και υποθέσεις μας, οι οποίες μπορεί να μην αντιστοιχούν στην πραγματική φύση της πραγματικότητας.
Το μη εννοιολογικό περιεχόμενο, από την άλλη πλευρά, είναι ένας τύπος νοητικού περιεχομένου που δεν βασίζεται σε έννοιες ή γλώσσα για να αναπαραστήσει την πραγματικότητα. Το μη εννοιολογικό περιεχόμενο είναι πιο απευθείας, άμεσο και διαισθητικό από το εννοιολογικό περιεχόμενο. Αποτυπώνει τις ωμές και αφιλτράριστες πτυχές της εμπειρίας μας, χωρίς να τους επιβάλλει καμία δομή ή ερμηνεία. Το μη εννοιολογικό περιεχόμενο συνδέεται συχνά με την αισθητηριακή αντίληψη, όπως η θέαση χρωμάτων, σχημάτων, ήχων, μυρωδιών κ.λπ., αλλά μπορεί επίσης να περιλαμβάνει πιο αφηρημένες και σύνθετες μορφές νοητικού περιεχομένου, όπως συγκινήσεις, συναισθήματα, διαισθήσεις κ.λπ.
Το μη εννοιολογικό περιεχόμενο είναι σημαντικό για τη φιλοσοφία επειδή αμφισβητεί την ιδέα ότι όλη η γνώση βασίζεται σε έννοιες και γλώσσα. Εάν υπάρχει ένας τύπος νοητικού περιεχομένου που δεν εξαρτάται από έννοιες ή γλώσσα, τότε μπορεί να υπάρχει ένας τρόπος γνώσης της πραγματικότητας που είναι πιο άμεσος και ακριβής από την εννοιολογική σκέψη. Το μη εννοιολογικό περιεχόμενο μπορεί επίσης να αποκαλύψει πτυχές της πραγματικότητας που είναι κρυμμένες ή απρόσιτες στην εννοιολογική σκέψη, όπως η εγγενής φύση των πραγμάτων, η ενότητα όλων των φαινομένων, η πηγή της ύπαρξης κ.λπ.
Το μη εννοιολογικό περιεχόμενο είναι επίσης σημαντικό για τον μυστικισμό επειδή είναι βασικό χαρακτηριστικό των μυστικιστικών εμπειριών. Οι μυστικιστικές εμπειρίες ορίζονται ως άμεσες και αδιαμεσολάβητες συναντήσεις με την έσχατη φύση της πραγματικότητας. Οι μυστικιστικές εμπειρίες συχνά περιγράφονται ως υπέρβαση των συνηθισμένων ορίων της αντίληψης και της γνώσης και άνοιγμα σε νέες διαστάσεις της πραγματικότητας πέρα από τον εννοιολογικό νου. Οι μυστικιστικές εμπειρίες χαρακτηρίζονται επίσης από μια κατάσταση καθαρής επίγνωσης ή συνείδησης, η οποία δεν περιλαμβάνει σκέψεις, έννοιες ή κρίσεις.
Οι μυστικιστικές παραδόσεις από διαφορετικούς πολιτισμούς και θρησκείες έχουν τονίσει τη σημασία της καλλιέργειας μη εννοιολογικού περιεχομένου για την επίτευξη μυστικιστικών εμπειριών.
Ένα παράδειγμα μυστικιστικής παράδοσης που εστιάζει σε μη εννοιολογικό περιεχόμενο είναι η Advaita Vedanta, μια σχολή ινδουιστικής φιλοσοφίας που διδάσκει την ταυτότητα του ατομικού εαυτού (atman) και του παγκόσμιου εαυτού (brahman). Σύμφωνα με την Advaita Vedanta, η απόλυτη πραγματικότητα είναι το μπράχμαν, το οποίο είναι η καθαρή συνείδηση, η ευδαιμονία και η ύπαρξη. Ωστόσο, λόγω άγνοιας (avidya), θεωρούμε εσφαλμένα ξεχωριστές οντότητες που υπόκεινται σε γέννηση, θάνατο και ταλαιπωρία. Ο στόχος του Advaita Vedanta είναι να συνειδητοποιήσουμε την αληθινή μας φύση ως μπράχμαν, κάτι που μπορεί να γίνει μόνο με την υπέρβαση του δυιστικού τρόπου σκέψης και αντίληψης που βασίζεται σε έννοιες και κατηγορίες. Αυτό απαιτεί την καλλιέργεια μιας κατάστασης καθαρής επίγνωσης (nirvikalpa samadhi) που είναι απαλλαγμένη από οποιαδήποτε νοητική δραστηριότητα ή περιεχόμενο.
Ένα άλλο παράδειγμα μυστικιστικής παράδοσης που δίνει έμφαση σε μη εννοιολογικό περιεχόμενο είναι ο Βουδισμός Ζεν, μια σχολή του Βουδισμού Μαχαγιάνα που ξεκίνησε από την Κίνα και εξαπλώθηκε στην Ιαπωνία και σε άλλα μέρη της Ασίας. Ο Βουδισμός Ζεν διδάσκει ότι η ουσία του Βουδισμού δεν βρίσκεται σε γραφές, δόγματα ή τελετουργίες, αλλά στην άμεση συνειδητοποίηση της αληθινής φύσης κάποιου (φύση του Βούδα). Αυτή η συνειδητοποίηση ονομάζεται φώτιση (satori) ή αφύπνιση (bodhi) και περιλαμβάνει το να βλέπουμε τα πράγματα όπως είναι, χωρίς καμία παραμόρφωση ή προσκόλληση. Ο Βουδισμός Ζεν χρησιμοποιεί διάφορες μεθόδους για να προκαλέσει αυτή τη συνειδητοποίηση, όπως ο διαλογισμός (ζαζέν), τα κοάν (παράδοξες ερωτήσεις ή δηλώσεις) και οι διάλογοι με τους δασκάλους (μόντο). Ο στόχος αυτών των μεθόδων είναι να διασχίσουν τον εννοιολογικό νου και να αποκαλύψουν τη μη εννοιολογική πραγματικότητα που είναι πάντα παρούσα.
Ένα τρίτο παράδειγμα μυστικιστικής παράδοσης που εκτιμά το μη εννοιολογικό περιεχόμενο είναι ο σουφισμός, μια μορφή ισλαμικού μυστικισμού που επιδιώκει να αποκτήσει μια άμεση εμπειρία του Θεού (Αλλάχ). Οι Σούφι πιστεύουν ότι ο Θεός είναι η μόνη πραγματικότητα, και οτιδήποτε άλλο είναι μια ψευδαίσθηση (μάγια). Ωστόσο, λόγω του εγώ μας (ναφς), αγνοούμε την παρουσία και την αγάπη του Θεού. Ο στόχος του σουφισμού είναι να υπερνικήσει το εγώ και να επιτύχει μια κατάσταση εκμηδένισης (φανα) στον Θεό, όπου δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ του εραστή και του αγαπημένου. Οι Σούφι εξασκούν διάφορους κλάδους για να επιτύχουν αυτή την κατάσταση, όπως προσευχή (σαλάτ), νηστεία (sawm), φιλανθρωπία (zakat), προσκύνημα (hajj), απαγγελία των ονομάτων του Θεού (dhikr), μουσική και ποίηση (sama), και αγάπη και υπηρεσία σε άλλους (ishq).
Αυτά είναι μόνο μερικά παραδείγματα του πώς οι μυστικιστικές παραδόσεις έχουν χρησιμοποιήσει μη εννοιολογικό περιεχόμενο ως μέσο για την επίτευξη μυστικιστικών εμπειριών. Υπάρχουν πολλά άλλα παραδείγματα από διαφορετικούς πολιτισμούς και θρησκείες που μοιράζονται παρόμοια χαρακτηριστικά και στόχους.
Τι κοινό έχουν αυτές οι μυστικιστικές παραδόσεις; Όλες μοιράζονται ένα όραμα της πραγματικότητας που υπερβαίνει τον εννοιολογικό νου και τις κατηγορίες του. Όλες επιδιώκουν να βιώσουν την πραγματικότητα όπως είναι, χωρίς καμία μεσολάβηση ή ερμηνεία. Όλες τους καλλιεργούν μια κατάσταση καθαρής επίγνωσης που δεν περιορίζεται από κανένα νοητικό περιεχόμενο ή δραστηριότητα. Όλες ισχυρίζονται ότι έχουν πρόσβαση σε μια διάσταση της πραγματικότητας που είναι πιο πραγματική, πιο βαθιά και πιο ευτυχισμένη από τον συνηθισμένο κόσμο.
Τι μπορούμε να μάθουμε από αυτές τις μυστικιστικές παραδόσεις; Μπορούμε να μάθουμε ότι υπάρχουν περισσότερα στην πραγματικότητα από αυτά που μπορούμε να κατανοήσουμε με τις λογικές μας ικανότητες. Μπορούμε να μάθουμε ότι υπάρχουν άλλοι τρόποι γνώσης και επικοινωνίας που είναι πιο άμεσοι, διαισθητικοί και ολιστικοί. Μπορούμε να μάθουμε ότι υπάρχουν άλλες καταστάσεις συνείδησης που είναι πιο επεκτατικές, πιο ειρηνικές και πιο χαρούμενες από την κανονική μας κατάσταση. Μπορούμε να μάθουμε ότι υπάρχει η πιθανότητα να βιώσουμε τη θεϊκή ή την έσχατη φύση της πραγματικότητας μέσα μας.
Το μη εννοιολογικό περιεχόμενο ως μυστικιστική εμπειρία μπορεί να περιγραφεί ότι υπερβαίνει τα όρια της συνηθισμένης αντίληψης και ανοίγει νέες διαστάσεις της πραγματικότητας πέρα από τον εννοιολογικό νου. Σε αυτή την κατάσταση καθαρής επίγνωσης ή συνείδησης, μπορεί κανείς να βιώσει τη θεϊκή ή την έσχατη φύση της πραγματικότητας άμεσα και οικεία. Μπορεί κανείς επίσης να βιώσει μια αίσθηση ενότητας με όλα τα φαινόμενα, καθώς και μια αίσθηση ευδαιμονίας, γαλήνης, χαράς και αγάπης. Το μη εννοιολογικό περιεχόμενο ως μυστικιστική εμπειρία μπορεί επίσης να έχει βαθιές επιπτώσεις στη ζωή κάποιου, όπως να μεταμορφώσει την κοσμοθεωρία, τις αξίες και τη συμπεριφορά κάποιου, καθώς και να ενισχύσει τη δημιουργικότητα, τη συμπόνια και τη σοφία του.
Συμπερασματικά, το μη εννοιολογικό περιεχόμενο είναι μια έννοια που έχει διερευνηθεί τόσο από τη φιλοσοφία όσο και από τον μυστικισμό. Το μη εννοιολογικό περιεχόμενο είναι ένας τύπος νοητικού περιεχομένου που δεν εξαρτάται από έννοιες ή γλώσσα για να αναπαραστήσει την πραγματικότητα. Το μη εννοιολογικό περιεχόμενο είναι σημαντικό για τη φιλοσοφία επειδή αμφισβητεί την ιδέα ότι όλη η γνώση βασίζεται σε έννοιες και γλώσσα. Το μη εννοιολογικό περιεχόμενο είναι επίσης σημαντικό για τον μυστικισμό γιατί είναι βασικό χαρακτηριστικό των μυστικιστικών εμπειριών, οι οποίες είναι άμεσες και αδιαμεσολάβητες συναντήσεις με την έσχατη φύση της πραγματικότητας. Το μη εννοιολογικό περιεχόμενο ως μυστικιστική εμπειρία μπορεί να περιγραφεί ότι υπερβαίνει τα όρια της συνηθισμένης αντίληψης και ανοίγει νέες διαστάσεις της πραγματικότητας πέρα από τον εννοιολογικό νου. Το μη εννοιολογικό περιεχόμενο ως μυστικιστική εμπειρία μπορεί επίσης να έχει βαθιές επιπτώσεις στη ζωή κάποιου, όπως να μεταμορφώσει την κοσμοθεωρία, τις αξίες και τη συμπεριφορά κάποιου, καθώς και να ενισχύσει τη δημιουργικότητα, τη συμπόνια και τη σοφία του.
Η ευτυχία βρίσκεται στην ψυχή και όχι στα πλούτη
Ο κορυφαίος Αριστοτέλης είχε πει:
‘’ Η ευτυχία δεν βρίσκεται στα πλούτη αλλά στην ηρεμία της ψυχής…’’
Μια φράση με βαθιά μηνύματα και προειδοποιήσεις.
Πόση αλήθεια άραγε να κρύβει; Μεγάλη και αλλόκοτη από τις άλλες έχω να σας πω. Διότι, η ευτυχία δεν έχει να κάνει με τα χρήματα αλλά με την ουσία της ψυχής. Εκεί λοιπόν βρίσκεται.
Μέσα μας. Στα βάθη του μυαλού και της καρδιάς μας.
Στο σπίτι μας.
Το κακό παντού υπάρχει. Σε κάθε γωνιά. Όμως, το καλό μόνο σε ένα σημείο.
Ποιο είναι; ΕΣΥ είσαι.
Όσο περίεργο και αν σου φαίνεται, δίπλα σου είναι. Εσύ ο ίδιος είσαι κυρίαρχος, δημιουργός αλλά και παραλήπτης των δικών σου αποφάσεων και επιθυμιών. Στα χέρια σου λοιπόν άνθρωπε βρίσκεται η ευδαιμονία, η ηθική αρετή. Τα πλούτη δεν δηλώνουν κανέναν τίτλο. Δεν αμφιβάλλω ότι έχουν αξία αλλά δεν σε κάνουν ευτυχισμένο. Μπορεί να έχεις όλα τα πλούτη του κόσμου αλλά μέσα σου να είσαι φτωχός.
Τι είδους ευτυχία μπορεί να είναι αυτή; Θα σου πω εγώ. Ανεπαρκής και αναλφάβητη δίχως συναισθήματα και παιδεία. Μια μίζερη, ζοφερή και επίπονη προσπάθεια επιβεβαίωσης και επιβίωσης. Με μόνη κάλυψη το σώμα για ομορφιά και επίδειξη. Με αυτάρκεια, ζήλεια και μιμητισμό.
Ο σαρκασμός βασικός πλέον συνοδός της. Γιατί άραγε να μην υιοθετούμε την άλλη ευτυχία; Αυτή λοιπόν που κατάλαβες. Ναι, Για εκείνη μιλώ που φωτίζει τα μάτια των ανθρώπων από αλήθεια και ειλικρίνεια. Που δεν κρύβεται πίσω από τις λέξεις και δεν ζητά ανταλλάγματα για να αποκαλυφθεί.
Δεν κρύβεται από το έρεβος σαν τους δεσμώτες στο σπήλαιο αλλά προβάλλεται από ψιλά με το φως του ήλιου. Δεν βρίσκεται ούτε στην υπερβολή ούτε στην στέρηση. Μόνο στην μεσότητα. Στο πρέπει και στο είναι. Βρες την λοιπόν, στην μέση της κλωστής. Στα αισθήματα, στις καταστάσεις. Τα πλούτη δεν είναι τίποτα παρά μόνο ένα παρείσακτο αγαθό δωροδοκίας και μυθοπλασίας.
Η ευτυχία βρίσκεται στην έκλυση της ψυχής σου. Στην δικαιοσύνη, στο χαρακτήρα και στις πράξεις. Στην ελευθερία επιλογών και αποφάσεών σου.
Στην αγαστή συνεργασία του πνεύματος και σώματός σου και όχι στον σκοταδισμό των αδυσώπητων και επίπλαστων Ερινυών των σκέψεων και των επιρροών σου. Η ευτυχία λοιπόν σχετίζεται με την πληρότητα, την αγάπη, την χαρά, την δύναμη για την νίκη της ψυχής και όχι την αμετροέπεια του μυαλού. Μπορείς λοιπόν να συνδυάσεις αυτήν την ευτυχία, την πραγματική με το χρυσό χρώμα των χρημάτων; Αντέχεις να ζεις σε μια ουτοπία ή αλήθεια που μόνη σου κρηπίδα είναι ένας ανεύθυνος και τιποτένιος εαυτός; Σου αρέσει να υπάρχεις από τα χρήματα και για τα χρήματα και μόνο; Δεν θα αντέξεις για πολύ. Είναι το μόνο σίγουρο. Διότι, η έκρηξή σου θα πλησιάζει… Και πίστεψέ με…Θα είναι ανυπόφορη…
«Τα πλούτη δεν σε κάνουν βασιλιά της ευτυχίας της ψυχής, αλλά αντιθέτως, η ευτυχία της ψυχής σε κάνει βασιλιά όλου του πλούτου. Μην το ξεχνάς ποτέ!»
‘’ Η ευτυχία δεν βρίσκεται στα πλούτη αλλά στην ηρεμία της ψυχής…’’
Μια φράση με βαθιά μηνύματα και προειδοποιήσεις.
Πόση αλήθεια άραγε να κρύβει; Μεγάλη και αλλόκοτη από τις άλλες έχω να σας πω. Διότι, η ευτυχία δεν έχει να κάνει με τα χρήματα αλλά με την ουσία της ψυχής. Εκεί λοιπόν βρίσκεται.
Μέσα μας. Στα βάθη του μυαλού και της καρδιάς μας.
Στο σπίτι μας.
Το κακό παντού υπάρχει. Σε κάθε γωνιά. Όμως, το καλό μόνο σε ένα σημείο.
Ποιο είναι; ΕΣΥ είσαι.
Όσο περίεργο και αν σου φαίνεται, δίπλα σου είναι. Εσύ ο ίδιος είσαι κυρίαρχος, δημιουργός αλλά και παραλήπτης των δικών σου αποφάσεων και επιθυμιών. Στα χέρια σου λοιπόν άνθρωπε βρίσκεται η ευδαιμονία, η ηθική αρετή. Τα πλούτη δεν δηλώνουν κανέναν τίτλο. Δεν αμφιβάλλω ότι έχουν αξία αλλά δεν σε κάνουν ευτυχισμένο. Μπορεί να έχεις όλα τα πλούτη του κόσμου αλλά μέσα σου να είσαι φτωχός.
Τι είδους ευτυχία μπορεί να είναι αυτή; Θα σου πω εγώ. Ανεπαρκής και αναλφάβητη δίχως συναισθήματα και παιδεία. Μια μίζερη, ζοφερή και επίπονη προσπάθεια επιβεβαίωσης και επιβίωσης. Με μόνη κάλυψη το σώμα για ομορφιά και επίδειξη. Με αυτάρκεια, ζήλεια και μιμητισμό.
Ο σαρκασμός βασικός πλέον συνοδός της. Γιατί άραγε να μην υιοθετούμε την άλλη ευτυχία; Αυτή λοιπόν που κατάλαβες. Ναι, Για εκείνη μιλώ που φωτίζει τα μάτια των ανθρώπων από αλήθεια και ειλικρίνεια. Που δεν κρύβεται πίσω από τις λέξεις και δεν ζητά ανταλλάγματα για να αποκαλυφθεί.
Δεν κρύβεται από το έρεβος σαν τους δεσμώτες στο σπήλαιο αλλά προβάλλεται από ψιλά με το φως του ήλιου. Δεν βρίσκεται ούτε στην υπερβολή ούτε στην στέρηση. Μόνο στην μεσότητα. Στο πρέπει και στο είναι. Βρες την λοιπόν, στην μέση της κλωστής. Στα αισθήματα, στις καταστάσεις. Τα πλούτη δεν είναι τίποτα παρά μόνο ένα παρείσακτο αγαθό δωροδοκίας και μυθοπλασίας.
Η ευτυχία βρίσκεται στην έκλυση της ψυχής σου. Στην δικαιοσύνη, στο χαρακτήρα και στις πράξεις. Στην ελευθερία επιλογών και αποφάσεών σου.
Στην αγαστή συνεργασία του πνεύματος και σώματός σου και όχι στον σκοταδισμό των αδυσώπητων και επίπλαστων Ερινυών των σκέψεων και των επιρροών σου. Η ευτυχία λοιπόν σχετίζεται με την πληρότητα, την αγάπη, την χαρά, την δύναμη για την νίκη της ψυχής και όχι την αμετροέπεια του μυαλού. Μπορείς λοιπόν να συνδυάσεις αυτήν την ευτυχία, την πραγματική με το χρυσό χρώμα των χρημάτων; Αντέχεις να ζεις σε μια ουτοπία ή αλήθεια που μόνη σου κρηπίδα είναι ένας ανεύθυνος και τιποτένιος εαυτός; Σου αρέσει να υπάρχεις από τα χρήματα και για τα χρήματα και μόνο; Δεν θα αντέξεις για πολύ. Είναι το μόνο σίγουρο. Διότι, η έκρηξή σου θα πλησιάζει… Και πίστεψέ με…Θα είναι ανυπόφορη…
«Τα πλούτη δεν σε κάνουν βασιλιά της ευτυχίας της ψυχής, αλλά αντιθέτως, η ευτυχία της ψυχής σε κάνει βασιλιά όλου του πλούτου. Μην το ξεχνάς ποτέ!»
Ο Εαυτός υπάρχει. Το επιβεβαιώνει η Νευροεπιστήμη
Η φύση της συνειδητότητας και η ύπαρξη του εαυτού είναι μια μακροχρόνια συζήτηση στην επιστήμη και τη φιλοσοφία, με δύο κύριες αντίθετες απόψεις: την πίστη σε έναν πραγματικό, εγγενή εαυτό και την ιδέα ότι ο εαυτός είναι μια ψευδαίσθηση. Η σύγχρονη νευροεπιστήμη υποστηρίζει ότι ο εαυτός είναι μια πληροφοριακή οντότητα, που αναδύεται από γνωστικές διεργασίες μέσα στον εγκέφαλο. Αυτός ο εαυτός δεν είναι υλικός με την παραδοσιακή έννοια, αλλά είναι πραγματικός και ανιχνεύσιμος.
Αν ο «εαυτός» δεν είναι πραγματικός, τότε είμαστε σκλάβοι ενός σύμπαντος μπάλας του μπιλιάρδου, παγιδευμένοι σε έναν μηδενιστικό εφιάλτη στον οποίο δεν μπορούμε να αλλάξουμε τη μοίρα μας.
Η αναγνώριση του εαυτού έχει βαθιές επιπτώσεις στην ανθρώπινη εμπειρία, την ψυχική υγεία, τον ηθικό συλλογισμό και τη συνολική μας κατανόηση της πραγματικότητας.
Εδώ και αιώνες, στον κόσμο της επιστήμης και της φιλοσοφίας υπάρχει μια βαθιά συζήτηση γύρω από τη φύση της συνείδησης και του εαυτού, που κάποιοι θα μπορούσαν να την αποκαλέσουν και πόλεμο. Με τις πρόσφατες εξελίξεις στην τεχνητή νοημοσύνη, το θέμα είναι πιο επίκαιρο από ποτέ.
Έχουμε πραγματικά έναν εγγενή, ενοποιημένο «εαυτό» ή είναι απλώς μια ψευδαίσθηση που δημιουργείται από τον εγκέφαλο;
Άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτήν την ερώτηση είναι μια άλλη ερώτηση, που ίσως έχει λίγο πιο προφανή πρακτική σημασία:
Ελέγχουμε πράγματι τις σκέψεις και τις πράξεις μας ή είναι απλώς αποτελέσματα που προέρχονται από ένα εντελώς προκαθορισμένο σύμπαν;
Η κοινή σοφία λέει ότι έχουμε έναν εαυτό και ότι ο εαυτός είναι η πηγή της ελεύθερης βούλησής μας, αλλά το θέμα του εαυτού είναι γεμάτο με παράδοξα. Επειδή ο νους έχει κατηγοριοποιηθεί ως κάτι «μη φυσικό» (μη υλικό), ο ορισμός του και μόνο τοποθετεί τον εαυτό εκτός της φυσικής αιτίας-αποτελέσματος και πέρα από το πεδίο της επιστήμης.
Ωστόσο, όπως συμβαίνει με πολλά φιλοσοφικά προβλήματα που περιλαμβάνουν την πρόταση μιας θέσης και την εμφάνιση μιας αντίθετης θέσης (ή αντίθεσης, σύμφωνα με τα λόγια του Χέγκελ), συχνά αναδύεται μια σύνθεση, που συμφιλιώνει φαινομενικά ανόμοιες απόψεις σε μια πιο συνεκτική και λογική οπτική.
Θέση: Η πραγματικότητα του εαυτού
Το πρώτο επίσημο επιχείρημα για την ύπαρξη ενός εαυτού διατυπώθηκε από τον φιλόσοφο René Descartes τον 17ο αιώνα. Με τη διάσημη δήλωσή του «σκέφτομαι, άρα υπάρχω» («Cogito, ergo sum») – ο Ντεκάρτ αγκυροβόλησε την ύπαρξη του εαυτού στην πράξη της γνώσης. Για αυτόν, η ίδια η πράξη της σκέψης ήταν αδιαμφισβήτητη απόδειξη της ύπαρξης του εαυτού.
Οπλισμένος με αυτή τη διακήρυξη, ο πατέρας της σύγχρονης δυτικής φιλοσοφίας διατύπωσε μια θεωρία της πραγματικότητας γνωστή ως δυϊσμός ουσίας. Αυτή η φιλοσοφία υποστηρίζει ότι υπάρχουν δύο διακριτοί τύποι «ουσιών» που συνθέτουν την ύπαρξη: η νοητική και η σωματική, που αντιστοιχούν στο μυαλό και το σώμα (και στον υπόλοιπο φυσικό κόσμο). Ο νους ελέγχει το σώμα μέσω της σκόπιμης σκέψης και ζωντανεύει το υλικό σύστημα δίνοντάς του εξουσία, βούληση και ελεύθερη επιλογή.
Η καθημερινή εμπειρία φαίνεται να επιβεβαιώνει τη θέση του Ντεκάρτ. Δεν είμαστε σαν άψυχα αντικείμενα — μας εμψυχώνει η επιθυμία μας να επιδιώξουμε στόχους, οδηγούμενοι από τα όνειρά μας. Ενώ η συμπεριφορά ενός μη ζωντανού συστήματος είναι προβλέψιμη με τους νόμους του Νεύτωνα, η συμπεριφορά των ζώων είναι πολύπλοκη, προσαρμόσιμη και σε μεγάλο βαθμό απρόβλεπτη. Αυτό είναι πιο έντονο στους ανθρώπους λόγω της επίγνωσης του εαυτού μας ως συνειδητές οντότητες. Αυτή η αυτογνωσία δημιουργεί ένα νέο επίπεδο ελευθερίας στις επιλογές μας, έτσι ώστε να μην υπαγορεύονται πάντα εξ ολοκλήρου από τα συναισθήματα και το ένστικτό μας.
Αλλά για να κατανοήσουμε αυτή τη στάση μεμονωμένα από το θρησκευτικό και πολιτιστικό πλαίσιο της εποχής θα έπρεπε να παραβλέψουμε ένα βαθύ κομμάτι του παζλ. Η φιλοσοφία του Ντεκάρτ είχε βαθιά απήχηση στη χριστιανική θεολογία, γιατί στο πλαίσιο της ο συνειδητός νους είναι ισοδύναμος με την ψυχή ή το πνεύμα. Η ψυχή όχι μόνο χρησιμεύει ως έδρα της συνείδησης και της ηθικής, αλλά πιστεύεται επίσης ότι επιβιώνει από τον φυσικό θάνατο. Με το επιχείρημα ότι ο νους ήταν μια ξεχωριστή οντότητα από το φυσικό σώμα, κυρίως αποκομμένη από τις μηχανιστικές διεργασίες του εγκεφάλου, πολλοί είδαν τον δυϊσμό του Ντεκάρτ να παρέχει μια φιλοσοφική βάση για τις χριστιανικές πεποιθήσεις σχετικά με τη φύση της ψυχής.
Καθώς προχωρούσε η επιστημονική κατανόηση, υπήρχε αυξανόμενη δυσφορία με τον καρτεσιανό δυισμό. Η εποχή του Διαφωτισμού, με την έμφαση στη λογική, τον εμπειρισμό και τον σκεπτικισμό έναντι της παραδοσιακής εξουσίας, οδήγησε σε προκλήσεις όχι μόνο σε συγκεκριμένα δόγματα, αλλά και στην ευρύτερη ανάμειξη επιστήμης και θρησκείας. Για πολλούς στοχαστές της εποχής, οι δυϊστικές έννοιες ενός άυλου μυαλού ή ψυχής έμοιαζαν να είναι λείψανα θρησκευτικού δόγματος, το οποίο δεν είχε θέση σε μια ορθολογική, επιστημονική κοσμοθεωρία.
Αντίθεση: Ο εαυτός είναι μια ψευδαίσθηση
Ο πρώιμος σκεπτικισμός έναντι του δυϊσμού ουσίας εμφανίστηκε πριν ακόμη η νευροεπιστήμη και η ψυχολογία γίνουν επίσημα πεδία μελέτης, επειδή η έννοια ενός άυλου νου διαφορετικού από το σώμα φαινόταν σε αντίθεση με τη γενική μηχανιστική κατανόηση της αιτιότητας που υπήρχε από τον Νεύτωνα.
Σύμφωνα με την έννοια που είναι γνωστή ως «αιτιακό κλείσιμο» του σύμπαντος, κάθε φυσικό γεγονός που συμβαίνει στον κόσμο, καθορίζεται από προηγούμενα φυσικά γεγονότα. Αυτή η ντετερμινιστική κοσμοθεωρία εγείρει το ερώτημα:
Εάν κάθε πράξη, συναίσθημα ή σκέψη που βιώνουμε είναι προκαθορισμένη από μια σειρά αιτιών και αποτελεσμάτων, πού είναι ο χώρος για μια ανεξάρτητη οντότητα που ονομάζεται «εαυτός» να υπάρξει αληθινά;
Από αυτή τη γραμμή συλλογισμού, προέκυψαν φιλοσοφίες που αρνήθηκαν την ύπαρξη του νου, γνωστές ως αναγωγισμός, εξαλειπτικός υλισμός και ψευδαίσθηση – πλάνη. Αυτές οι στάσεις υποδηλώνουν ότι αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως δραστηριότητα ενός συνειδητού εαυτού, μπορεί να αναχθεί εντελώς σε υλικές διεργασίες στον εγκέφαλο.
Αυτή η συλλογιστική εισήχθη από τον φιλόσοφο Ντέιβιντ Χιουμ πριν από αιώνες, αλλά υποστηρίζεται σε εμπειρικά ενημερωμένη μορφή από νευροφιλόσοφους όπως η Patricia Churchland, ο Daniel Dennett και ο Keith Frankish. Υπό αυτή την οπτική, αυτό που υπάρχει είναι μια δέσμη παροδικών εμπειριών, αλλά κανένας βασικός εαυτός που τις δεσμεύει.
Ωστόσο, πίσω από αυτόν τον επιστημονικό σκεπτικισμό βρισκόταν και μια ιδεολογική μετατόπιση. Ο αναγωγισμός μπορεί να θεωρηθεί ως η αντίθεση ή η κριτική των εννοιών μιας προμοντέρνας κοσμοθεωρίας. Η απόρριψη του εαυτού υποκινήθηκε από μια κρυφή ατζέντα για να απαλλαγεί η επιστήμη από οποιεσδήποτε ιδέες που έμοιαζαν να πλησιάζουν το υπερφυσικό ή τη θρησκεία.
Δεδομένου ότι ο εαυτός φαινόταν συνυφασμένος με την ιδέα της ψυχής, η επιστημονική απώθηση με ένα ιδεολογικό υπόβαθρο ήταν αναπόφευκτη. Από εκείνο το σημείο και μετά, τα ευρήματα από τη νευροεπιστήμη και την ψυχολογία ερμηνεύονταν μέσω ενός αναγωγικού φακού. Το γεγονός ότι οι επιστήμονες δεν μπορούσαν να προσδιορίσουν μια εντοπισμένη περιοχή που αντιστοιχούσε ακριβώς στον εαυτό φαινόταν να επαληθεύει την πεποίθηση ότι πρόκειται για μια «ψευδαίσθηση» – αν και για τους περισσότερους ανθρώπους αυτή η δήλωση έχει μηδαμινή έως μηδενική σημασία.
Αυτή η αναγωγική ιδεολογία βρήκε πρόσφατα έναν “σύμμαχο”, -παρερμηνεύοντας- τη «μη δυϊστική» ανατολική φιλοσοφία. Σύμφωνα με αυτό το οιονεί μυστικιστικό δόγμα, το να ενστερνιστούμε την ιδέα ότι δεν είμαστε οι σκέψεις ή το Εγώ μας μπορεί να οδηγήσει σε έναν κόσμο πιο συμπονετικό – έναν κόσμο χωρίς αυτοκατηγορίες και ενοχές προς τους άλλους.
Η αντίληψη αυτή ερμηνεύθηκε από τους επιστήμονες ως παραδοχή ότι “κανείς από εμάς δεν έχει τον έλεγχο των πράξεων ή των σκέψεών του”.
Επί της ουσίας όμως η ανατολική αυτή θεώρηση -που προϋποθέτει την ύπαρξη της Ψυχής- εννοεί ότι συχνά οι σκέψεις προέρχονται από ένα “παραφουσκωμένο”, αλλοιωμένο Εγώ, το οποίο, αν “ξεφουσκώσει”, οι άνθρωποι μπορούν να βρεθούν πιο συντονισμένοι με τη διασυνδεδεμένη φύση της ύπαρξης, μια ολιστική κοσμοθεωρία όπου «είμαστε όλοι μαζί».
Ωστόσο, υπάρχει μια σκοτεινή πλευρά σε αυτή την άρνηση του εαυτού και είναι εξαιρετικά ανησυχητικό για όσους σκέφτονται βαθιά αυτό το θέμα. Αν δεν έχουμε κανέναν εαυτό και κανέναν έλεγχο στις σκέψεις και τις πράξεις μας, τότε είμαστε σκλάβοι σε ένα σύμπαν σαν μπάλες σε ένα τραπέζι μπιλιάρδου, παγιδευμένοι σε έναν μηδενιστικό εφιάλτη, στον οποίο δεν μπορούμε να αλλάξουμε τη μοίρα μας ή τη μοίρα της ανθρωπότητας. Για όσους παίρνουν στα σοβαρά τη σκληροπυρηνική αναγωγική στάση, αυτό μπορεί να οδηγήσει σε γνωστική ασυμφωνία και σε σπανιότερες περιπτώσεις, σε σοβαρή κατάθλιψη ή ψύχωση.
Ευτυχώς, όπως συμβαίνει με πολλά φαινομενικά άλυτα φιλοσοφικά προβλήματα, αναδύεται μια σύνθεση, συμφιλιώνοντας φαινομενικά ανόμοιες απόψεις σε μια πιο ενοποιημένη και λογική προοπτική.
Σύνθεση: Ο εαυτός ως πληροφοριακή οντότητα
Αν και ο εαυτός μπορεί να μην είναι μια υλική οντότητα που μπορούμε να κρατήσουμε στα χέρια μας, υπάρχει μία μεγάλη και αυξανόμενη σειρά εμπειρικών στοιχείων, που υποδηλώνουν ότι είναι ένα πολύ πραγματικό φαινόμενο με μετρήσιμο φυσικό συσχετισμό που αναδύεται από τον περίπλοκο χορό των γνωστικών διεργασιών στον εγκέφαλο. Νέες θεωρίες για τη συνείδηση όπως η Θεωρία του Παγκόσμιου Χώρου Εργασίας , η Θεωρία Ολοκληρωμένης Μοντελοποίησης Κόσμου και η Υπόθεση Εσωτερικής Οθόνης αναβιώνουν την ιδέα ενός καρτεσιανού θεάτρου εμπειρίας, που αντιμετωπίζεται από ένα υποκείμενο με έλεγχο και αιτιώδη δύναμη.
Ο Douglas Hofstadter, γνωστικός επιστήμονας και συγγραφέας του βραβευμένου με Πούλιτζερ βιβλίου “Gödel, Escher, Bach: An Eternal Golden Braid” (1979), υποστηρίζει ότι ο εαυτός αναδύεται σε εκείνα τα συστήματα που έχουν την ικανότητα να αντιπροσωπεύουν ή να μοντελοποιούν τον κόσμο και τον εαυτό τους. Αυτό δημιουργεί έναν αυτοαναφορικό βρόχο ανατροφοδότησης, όπου η γνώση αντανακλάται στον εαυτό της, παράγοντας ένα πλέγμα εμπειρίας και ελέγχου. Διαδικασίες όπως οι επαναλαμβανόμενοι βρόχοι ανάδρασης θέτουν τα θεμέλια για την ανάδυση της συνείδησης και, κατ’ επέκταση, την αίσθηση ενός προσωπικού εαυτού.
Τις δεκαετίες από τότε που προτάθηκε αυτή η ιδέα, η σύγχρονη νευροεπιστήμη και ψυχολογία παρείχαν νευροανατομική και συμπεριφορική υποστήριξη για την υπόθεση του βρόχου. Η έρευνα που διερευνά τα δίκτυα του εγκεφάλου, που είναι γνωστά ως δομές της μέσης γραμμής του φλοιού (CMS) και το δίκτυο προεπιλεγμένης λειτουργίας (DMN), παρέχει πληροφορίες για το πώς ο εαυτός μπορεί να αναδυθεί από τις διαδικασίες αυτο-μοντελοποίησης στον εγκέφαλο.
Η αυτο-μοντελοποίηση αναφέρεται στο όταν ο εγκέφαλος, ο οποίος φυσικά κατασκευάζει ένα νοητικό μοντέλο του κόσμου, αυτομοντελοποιείται ως παράγοντας με νου. Το DMN περιλαμβάνει το CMS, επομένως μπορούν να θεωρηθούν ως μέρος της ίδιας βασικής υπολογιστικής μονάδας, αν και τα δίκτυα σχετίζονται με διακριτικά διαφορετικές λειτουργίες. Και οι δύο αποτελούνται από καλά μελετημένες περιοχές του εγκεφάλου, όπως ο έσω προμετωπιαίος φλοιός και ο οπίσθιος και πρόσθιος φλοιός του κυκλώματος.
Οι δομές της μέσης γραμμής του φλοιού είναι σταθερά ενεργές κατά τη διάρκεια εργασιών που σχετίζονται με την αυτογνωσία και την ενδοσκόπηση. Το DMN είναι ένα δίκτυο περιοχών του εγκεφάλου που παρουσιάζουν αυξημένη δραστηριότητα όταν ο νους εμπλέκεται σε εσωτερικά κατευθυνόμενες διαδικασίες, όπως η ονειροπόληση, ο αυτοστοχασμός και ο στοχασμός του μέλλοντος. Αυτές οι διαδικασίες περιλαμβάνουν τη συνεχή ενσωμάτωση και ενημέρωση πληροφοριών σχετικά με το φυσικό σώμα, την προσωπική ιστορία και τις συναισθηματικές καταστάσεις κάποιου, οδηγώντας στην οικοδόμηση μιας δυναμικής και υποκειμενικής αίσθησης του εαυτού.
Μια πληθώρα μελετών που έχουν αξιολογηθεί από ομοτίμους έχουν συνδέσει αυτό το δίκτυο με την αυτογνωσία και τη σκέψη που σχετίζεται με τον εαυτό. Μπορούμε τώρα να δούμε πραγματικά τους νευρικούς ελκυστές της ηλεκτρικής δραστηριότητας που αντιστοιχούν σε αυτές τις συνειδητές και αυτοανακλαστικές καταστάσεις, έτσι η φυσική δομή της πληροφοριακής οντότητας που ονομάζουμε εαυτός, γίνεται γνωστή λεπτομερώς.
Συνδυάζοντας αυτά τα νήματα, αναδύεται μια νέα κατανόηση της φύσης του νου. Ο εαυτός, αν και δεν είναι μια υλική οντότητα με την παραδοσιακή έννοια της λέξης, είναι ταυτόχρονα πραγματικός και ανιχνεύσιμος. Η λήψη ψυχεδελικών μπορεί να διαλύσει προσωρινά αυτή τη δομή, δημιουργώντας μια εκστατική αίσθηση διασύνδεσης με τον εξωτερικό κόσμο, αλλά ταυτόχρονα αποδεικνύοντας ότι η δομή υπάρχει. Εάν η αίσθηση του εαυτού μπορεί να διαλυθεί και στη συνέχεια να επανεμφανιστεί, υπογραμμίζει την ύπαρξή της – το ίδιο το γεγονός ότι μπορεί να αμφιταλαντευτεί και να επιστρέψει, συνεπάγεται μια ξεκάθαρη απτότητα.
Ο εαυτός είναι πραγματικός
Το επιχείρημα για την ύπαρξη του εαυτού δεν βασίζεται μόνο στην κοινή λογική και την καθημερινή εμπειρία, υποστηρίζεται επίσης από τις τελευταίες έρευνες και θεωρίες στη γνωστική νευροεπιστήμη. Είτε πρόκειται για ενδοσκοπικές ασκήσεις διαλογισμού και δημιουργικής φαντασίας, είτε για χαρτογραφήσεις των νευρικών συσχετισμών της συνείδησης και του γνωστικού ελέγχου, ο εαυτός βρίσκει επιβεβαίωση σε κάθε βήμα.
Η ισχυρή αίσθηση του εαυτού είναι ζωτικής σημασίας για την ιδανική ανθρώπινη εμπειρία, καθώς μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις στην ψυχική υγεία και στην ηθική λογική. Επιτρέπει στα άτομα να κατανοήσουν τον κόσμο, να αναλάβουν ευθύνες, να λάβουν αποφάσεις βασισμένες στην αξία και να συνδεθούν ουσιαστικά με τους άλλους.
Από αυτή τη νέα σύνθεση, βλέπουμε ότι η συζήτηση για την ύπαρξη του εαυτού δεν είναι απλώς ένα άσκοπο παιχνίδι φιλοσοφικού πινγκ-πονγκ. Έχει βαθιές επιπτώσεις στην κατανόησή μας για τον εαυτό μας, την ηθική και τον ίδιο τον ιστό της πραγματικότητας.
Αν ο «εαυτός» δεν είναι πραγματικός, τότε είμαστε σκλάβοι ενός σύμπαντος μπάλας του μπιλιάρδου, παγιδευμένοι σε έναν μηδενιστικό εφιάλτη στον οποίο δεν μπορούμε να αλλάξουμε τη μοίρα μας.
Η αναγνώριση του εαυτού έχει βαθιές επιπτώσεις στην ανθρώπινη εμπειρία, την ψυχική υγεία, τον ηθικό συλλογισμό και τη συνολική μας κατανόηση της πραγματικότητας.
Εδώ και αιώνες, στον κόσμο της επιστήμης και της φιλοσοφίας υπάρχει μια βαθιά συζήτηση γύρω από τη φύση της συνείδησης και του εαυτού, που κάποιοι θα μπορούσαν να την αποκαλέσουν και πόλεμο. Με τις πρόσφατες εξελίξεις στην τεχνητή νοημοσύνη, το θέμα είναι πιο επίκαιρο από ποτέ.
Τα στοιχεία κλειδιά
- Η φύση της συνείδησης και η ύπαρξη του εαυτού ήταν μια μακροχρόνια συζήτηση στην επιστήμη και τη φιλοσοφία, με δύο κύριες αντίθετες απόψεις: την πίστη σε έναν πραγματικό, εγγενή εαυτό και την ιδέα ότι ο εαυτός είναι μια ψευδαίσθηση.
- Η σύγχρονη νευροεπιστήμη προτείνει ότι ο εαυτός είναι μια πληροφοριακή οντότητα που αναδύεται από γνωστικές διεργασίες μέσα στον εγκέφαλο. Αυτός ο εαυτός δεν είναι υλικός με την παραδοσιακή έννοια αλλά είναι πραγματικός και ανιχνεύσιμος.
- Η αναγνώριση του εαυτού έχει βαθιές επιπτώσεις στην ανθρώπινη εμπειρία, την ψυχική υγεία, τον ηθικό συλλογισμό και τη συνολική μας κατανόηση της πραγματικότητας.
Έχουμε πραγματικά έναν εγγενή, ενοποιημένο «εαυτό» ή είναι απλώς μια ψευδαίσθηση που δημιουργείται από τον εγκέφαλο;
Άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτήν την ερώτηση είναι μια άλλη ερώτηση, που ίσως έχει λίγο πιο προφανή πρακτική σημασία:
Ελέγχουμε πράγματι τις σκέψεις και τις πράξεις μας ή είναι απλώς αποτελέσματα που προέρχονται από ένα εντελώς προκαθορισμένο σύμπαν;
Η κοινή σοφία λέει ότι έχουμε έναν εαυτό και ότι ο εαυτός είναι η πηγή της ελεύθερης βούλησής μας, αλλά το θέμα του εαυτού είναι γεμάτο με παράδοξα. Επειδή ο νους έχει κατηγοριοποιηθεί ως κάτι «μη φυσικό» (μη υλικό), ο ορισμός του και μόνο τοποθετεί τον εαυτό εκτός της φυσικής αιτίας-αποτελέσματος και πέρα από το πεδίο της επιστήμης.
Ωστόσο, όπως συμβαίνει με πολλά φιλοσοφικά προβλήματα που περιλαμβάνουν την πρόταση μιας θέσης και την εμφάνιση μιας αντίθετης θέσης (ή αντίθεσης, σύμφωνα με τα λόγια του Χέγκελ), συχνά αναδύεται μια σύνθεση, που συμφιλιώνει φαινομενικά ανόμοιες απόψεις σε μια πιο συνεκτική και λογική οπτική.
Θέση: Η πραγματικότητα του εαυτού
Το πρώτο επίσημο επιχείρημα για την ύπαρξη ενός εαυτού διατυπώθηκε από τον φιλόσοφο René Descartes τον 17ο αιώνα. Με τη διάσημη δήλωσή του «σκέφτομαι, άρα υπάρχω» («Cogito, ergo sum») – ο Ντεκάρτ αγκυροβόλησε την ύπαρξη του εαυτού στην πράξη της γνώσης. Για αυτόν, η ίδια η πράξη της σκέψης ήταν αδιαμφισβήτητη απόδειξη της ύπαρξης του εαυτού.
Οπλισμένος με αυτή τη διακήρυξη, ο πατέρας της σύγχρονης δυτικής φιλοσοφίας διατύπωσε μια θεωρία της πραγματικότητας γνωστή ως δυϊσμός ουσίας. Αυτή η φιλοσοφία υποστηρίζει ότι υπάρχουν δύο διακριτοί τύποι «ουσιών» που συνθέτουν την ύπαρξη: η νοητική και η σωματική, που αντιστοιχούν στο μυαλό και το σώμα (και στον υπόλοιπο φυσικό κόσμο). Ο νους ελέγχει το σώμα μέσω της σκόπιμης σκέψης και ζωντανεύει το υλικό σύστημα δίνοντάς του εξουσία, βούληση και ελεύθερη επιλογή.
Η καθημερινή εμπειρία φαίνεται να επιβεβαιώνει τη θέση του Ντεκάρτ. Δεν είμαστε σαν άψυχα αντικείμενα — μας εμψυχώνει η επιθυμία μας να επιδιώξουμε στόχους, οδηγούμενοι από τα όνειρά μας. Ενώ η συμπεριφορά ενός μη ζωντανού συστήματος είναι προβλέψιμη με τους νόμους του Νεύτωνα, η συμπεριφορά των ζώων είναι πολύπλοκη, προσαρμόσιμη και σε μεγάλο βαθμό απρόβλεπτη. Αυτό είναι πιο έντονο στους ανθρώπους λόγω της επίγνωσης του εαυτού μας ως συνειδητές οντότητες. Αυτή η αυτογνωσία δημιουργεί ένα νέο επίπεδο ελευθερίας στις επιλογές μας, έτσι ώστε να μην υπαγορεύονται πάντα εξ ολοκλήρου από τα συναισθήματα και το ένστικτό μας.
Αλλά για να κατανοήσουμε αυτή τη στάση μεμονωμένα από το θρησκευτικό και πολιτιστικό πλαίσιο της εποχής θα έπρεπε να παραβλέψουμε ένα βαθύ κομμάτι του παζλ. Η φιλοσοφία του Ντεκάρτ είχε βαθιά απήχηση στη χριστιανική θεολογία, γιατί στο πλαίσιο της ο συνειδητός νους είναι ισοδύναμος με την ψυχή ή το πνεύμα. Η ψυχή όχι μόνο χρησιμεύει ως έδρα της συνείδησης και της ηθικής, αλλά πιστεύεται επίσης ότι επιβιώνει από τον φυσικό θάνατο. Με το επιχείρημα ότι ο νους ήταν μια ξεχωριστή οντότητα από το φυσικό σώμα, κυρίως αποκομμένη από τις μηχανιστικές διεργασίες του εγκεφάλου, πολλοί είδαν τον δυϊσμό του Ντεκάρτ να παρέχει μια φιλοσοφική βάση για τις χριστιανικές πεποιθήσεις σχετικά με τη φύση της ψυχής.
Καθώς προχωρούσε η επιστημονική κατανόηση, υπήρχε αυξανόμενη δυσφορία με τον καρτεσιανό δυισμό. Η εποχή του Διαφωτισμού, με την έμφαση στη λογική, τον εμπειρισμό και τον σκεπτικισμό έναντι της παραδοσιακής εξουσίας, οδήγησε σε προκλήσεις όχι μόνο σε συγκεκριμένα δόγματα, αλλά και στην ευρύτερη ανάμειξη επιστήμης και θρησκείας. Για πολλούς στοχαστές της εποχής, οι δυϊστικές έννοιες ενός άυλου μυαλού ή ψυχής έμοιαζαν να είναι λείψανα θρησκευτικού δόγματος, το οποίο δεν είχε θέση σε μια ορθολογική, επιστημονική κοσμοθεωρία.
Αντίθεση: Ο εαυτός είναι μια ψευδαίσθηση
Ο πρώιμος σκεπτικισμός έναντι του δυϊσμού ουσίας εμφανίστηκε πριν ακόμη η νευροεπιστήμη και η ψυχολογία γίνουν επίσημα πεδία μελέτης, επειδή η έννοια ενός άυλου νου διαφορετικού από το σώμα φαινόταν σε αντίθεση με τη γενική μηχανιστική κατανόηση της αιτιότητας που υπήρχε από τον Νεύτωνα.
Σύμφωνα με την έννοια που είναι γνωστή ως «αιτιακό κλείσιμο» του σύμπαντος, κάθε φυσικό γεγονός που συμβαίνει στον κόσμο, καθορίζεται από προηγούμενα φυσικά γεγονότα. Αυτή η ντετερμινιστική κοσμοθεωρία εγείρει το ερώτημα:
Εάν κάθε πράξη, συναίσθημα ή σκέψη που βιώνουμε είναι προκαθορισμένη από μια σειρά αιτιών και αποτελεσμάτων, πού είναι ο χώρος για μια ανεξάρτητη οντότητα που ονομάζεται «εαυτός» να υπάρξει αληθινά;
Από αυτή τη γραμμή συλλογισμού, προέκυψαν φιλοσοφίες που αρνήθηκαν την ύπαρξη του νου, γνωστές ως αναγωγισμός, εξαλειπτικός υλισμός και ψευδαίσθηση – πλάνη. Αυτές οι στάσεις υποδηλώνουν ότι αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως δραστηριότητα ενός συνειδητού εαυτού, μπορεί να αναχθεί εντελώς σε υλικές διεργασίες στον εγκέφαλο.
Αυτή η συλλογιστική εισήχθη από τον φιλόσοφο Ντέιβιντ Χιουμ πριν από αιώνες, αλλά υποστηρίζεται σε εμπειρικά ενημερωμένη μορφή από νευροφιλόσοφους όπως η Patricia Churchland, ο Daniel Dennett και ο Keith Frankish. Υπό αυτή την οπτική, αυτό που υπάρχει είναι μια δέσμη παροδικών εμπειριών, αλλά κανένας βασικός εαυτός που τις δεσμεύει.
Ωστόσο, πίσω από αυτόν τον επιστημονικό σκεπτικισμό βρισκόταν και μια ιδεολογική μετατόπιση. Ο αναγωγισμός μπορεί να θεωρηθεί ως η αντίθεση ή η κριτική των εννοιών μιας προμοντέρνας κοσμοθεωρίας. Η απόρριψη του εαυτού υποκινήθηκε από μια κρυφή ατζέντα για να απαλλαγεί η επιστήμη από οποιεσδήποτε ιδέες που έμοιαζαν να πλησιάζουν το υπερφυσικό ή τη θρησκεία.
Δεδομένου ότι ο εαυτός φαινόταν συνυφασμένος με την ιδέα της ψυχής, η επιστημονική απώθηση με ένα ιδεολογικό υπόβαθρο ήταν αναπόφευκτη. Από εκείνο το σημείο και μετά, τα ευρήματα από τη νευροεπιστήμη και την ψυχολογία ερμηνεύονταν μέσω ενός αναγωγικού φακού. Το γεγονός ότι οι επιστήμονες δεν μπορούσαν να προσδιορίσουν μια εντοπισμένη περιοχή που αντιστοιχούσε ακριβώς στον εαυτό φαινόταν να επαληθεύει την πεποίθηση ότι πρόκειται για μια «ψευδαίσθηση» – αν και για τους περισσότερους ανθρώπους αυτή η δήλωση έχει μηδαμινή έως μηδενική σημασία.
Αυτή η αναγωγική ιδεολογία βρήκε πρόσφατα έναν “σύμμαχο”, -παρερμηνεύοντας- τη «μη δυϊστική» ανατολική φιλοσοφία. Σύμφωνα με αυτό το οιονεί μυστικιστικό δόγμα, το να ενστερνιστούμε την ιδέα ότι δεν είμαστε οι σκέψεις ή το Εγώ μας μπορεί να οδηγήσει σε έναν κόσμο πιο συμπονετικό – έναν κόσμο χωρίς αυτοκατηγορίες και ενοχές προς τους άλλους.
Η αντίληψη αυτή ερμηνεύθηκε από τους επιστήμονες ως παραδοχή ότι “κανείς από εμάς δεν έχει τον έλεγχο των πράξεων ή των σκέψεών του”.
Επί της ουσίας όμως η ανατολική αυτή θεώρηση -που προϋποθέτει την ύπαρξη της Ψυχής- εννοεί ότι συχνά οι σκέψεις προέρχονται από ένα “παραφουσκωμένο”, αλλοιωμένο Εγώ, το οποίο, αν “ξεφουσκώσει”, οι άνθρωποι μπορούν να βρεθούν πιο συντονισμένοι με τη διασυνδεδεμένη φύση της ύπαρξης, μια ολιστική κοσμοθεωρία όπου «είμαστε όλοι μαζί».
Ωστόσο, υπάρχει μια σκοτεινή πλευρά σε αυτή την άρνηση του εαυτού και είναι εξαιρετικά ανησυχητικό για όσους σκέφτονται βαθιά αυτό το θέμα. Αν δεν έχουμε κανέναν εαυτό και κανέναν έλεγχο στις σκέψεις και τις πράξεις μας, τότε είμαστε σκλάβοι σε ένα σύμπαν σαν μπάλες σε ένα τραπέζι μπιλιάρδου, παγιδευμένοι σε έναν μηδενιστικό εφιάλτη, στον οποίο δεν μπορούμε να αλλάξουμε τη μοίρα μας ή τη μοίρα της ανθρωπότητας. Για όσους παίρνουν στα σοβαρά τη σκληροπυρηνική αναγωγική στάση, αυτό μπορεί να οδηγήσει σε γνωστική ασυμφωνία και σε σπανιότερες περιπτώσεις, σε σοβαρή κατάθλιψη ή ψύχωση.
Ευτυχώς, όπως συμβαίνει με πολλά φαινομενικά άλυτα φιλοσοφικά προβλήματα, αναδύεται μια σύνθεση, συμφιλιώνοντας φαινομενικά ανόμοιες απόψεις σε μια πιο ενοποιημένη και λογική προοπτική.
Σύνθεση: Ο εαυτός ως πληροφοριακή οντότητα
Αν και ο εαυτός μπορεί να μην είναι μια υλική οντότητα που μπορούμε να κρατήσουμε στα χέρια μας, υπάρχει μία μεγάλη και αυξανόμενη σειρά εμπειρικών στοιχείων, που υποδηλώνουν ότι είναι ένα πολύ πραγματικό φαινόμενο με μετρήσιμο φυσικό συσχετισμό που αναδύεται από τον περίπλοκο χορό των γνωστικών διεργασιών στον εγκέφαλο. Νέες θεωρίες για τη συνείδηση όπως η Θεωρία του Παγκόσμιου Χώρου Εργασίας , η Θεωρία Ολοκληρωμένης Μοντελοποίησης Κόσμου και η Υπόθεση Εσωτερικής Οθόνης αναβιώνουν την ιδέα ενός καρτεσιανού θεάτρου εμπειρίας, που αντιμετωπίζεται από ένα υποκείμενο με έλεγχο και αιτιώδη δύναμη.
Ο Douglas Hofstadter, γνωστικός επιστήμονας και συγγραφέας του βραβευμένου με Πούλιτζερ βιβλίου “Gödel, Escher, Bach: An Eternal Golden Braid” (1979), υποστηρίζει ότι ο εαυτός αναδύεται σε εκείνα τα συστήματα που έχουν την ικανότητα να αντιπροσωπεύουν ή να μοντελοποιούν τον κόσμο και τον εαυτό τους. Αυτό δημιουργεί έναν αυτοαναφορικό βρόχο ανατροφοδότησης, όπου η γνώση αντανακλάται στον εαυτό της, παράγοντας ένα πλέγμα εμπειρίας και ελέγχου. Διαδικασίες όπως οι επαναλαμβανόμενοι βρόχοι ανάδρασης θέτουν τα θεμέλια για την ανάδυση της συνείδησης και, κατ’ επέκταση, την αίσθηση ενός προσωπικού εαυτού.
Τις δεκαετίες από τότε που προτάθηκε αυτή η ιδέα, η σύγχρονη νευροεπιστήμη και ψυχολογία παρείχαν νευροανατομική και συμπεριφορική υποστήριξη για την υπόθεση του βρόχου. Η έρευνα που διερευνά τα δίκτυα του εγκεφάλου, που είναι γνωστά ως δομές της μέσης γραμμής του φλοιού (CMS) και το δίκτυο προεπιλεγμένης λειτουργίας (DMN), παρέχει πληροφορίες για το πώς ο εαυτός μπορεί να αναδυθεί από τις διαδικασίες αυτο-μοντελοποίησης στον εγκέφαλο.
Η αυτο-μοντελοποίηση αναφέρεται στο όταν ο εγκέφαλος, ο οποίος φυσικά κατασκευάζει ένα νοητικό μοντέλο του κόσμου, αυτομοντελοποιείται ως παράγοντας με νου. Το DMN περιλαμβάνει το CMS, επομένως μπορούν να θεωρηθούν ως μέρος της ίδιας βασικής υπολογιστικής μονάδας, αν και τα δίκτυα σχετίζονται με διακριτικά διαφορετικές λειτουργίες. Και οι δύο αποτελούνται από καλά μελετημένες περιοχές του εγκεφάλου, όπως ο έσω προμετωπιαίος φλοιός και ο οπίσθιος και πρόσθιος φλοιός του κυκλώματος.
Οι δομές της μέσης γραμμής του φλοιού είναι σταθερά ενεργές κατά τη διάρκεια εργασιών που σχετίζονται με την αυτογνωσία και την ενδοσκόπηση. Το DMN είναι ένα δίκτυο περιοχών του εγκεφάλου που παρουσιάζουν αυξημένη δραστηριότητα όταν ο νους εμπλέκεται σε εσωτερικά κατευθυνόμενες διαδικασίες, όπως η ονειροπόληση, ο αυτοστοχασμός και ο στοχασμός του μέλλοντος. Αυτές οι διαδικασίες περιλαμβάνουν τη συνεχή ενσωμάτωση και ενημέρωση πληροφοριών σχετικά με το φυσικό σώμα, την προσωπική ιστορία και τις συναισθηματικές καταστάσεις κάποιου, οδηγώντας στην οικοδόμηση μιας δυναμικής και υποκειμενικής αίσθησης του εαυτού.
Μια πληθώρα μελετών που έχουν αξιολογηθεί από ομοτίμους έχουν συνδέσει αυτό το δίκτυο με την αυτογνωσία και τη σκέψη που σχετίζεται με τον εαυτό. Μπορούμε τώρα να δούμε πραγματικά τους νευρικούς ελκυστές της ηλεκτρικής δραστηριότητας που αντιστοιχούν σε αυτές τις συνειδητές και αυτοανακλαστικές καταστάσεις, έτσι η φυσική δομή της πληροφοριακής οντότητας που ονομάζουμε εαυτός, γίνεται γνωστή λεπτομερώς.
Συνδυάζοντας αυτά τα νήματα, αναδύεται μια νέα κατανόηση της φύσης του νου. Ο εαυτός, αν και δεν είναι μια υλική οντότητα με την παραδοσιακή έννοια της λέξης, είναι ταυτόχρονα πραγματικός και ανιχνεύσιμος. Η λήψη ψυχεδελικών μπορεί να διαλύσει προσωρινά αυτή τη δομή, δημιουργώντας μια εκστατική αίσθηση διασύνδεσης με τον εξωτερικό κόσμο, αλλά ταυτόχρονα αποδεικνύοντας ότι η δομή υπάρχει. Εάν η αίσθηση του εαυτού μπορεί να διαλυθεί και στη συνέχεια να επανεμφανιστεί, υπογραμμίζει την ύπαρξή της – το ίδιο το γεγονός ότι μπορεί να αμφιταλαντευτεί και να επιστρέψει, συνεπάγεται μια ξεκάθαρη απτότητα.
Ο εαυτός είναι πραγματικός
Το επιχείρημα για την ύπαρξη του εαυτού δεν βασίζεται μόνο στην κοινή λογική και την καθημερινή εμπειρία, υποστηρίζεται επίσης από τις τελευταίες έρευνες και θεωρίες στη γνωστική νευροεπιστήμη. Είτε πρόκειται για ενδοσκοπικές ασκήσεις διαλογισμού και δημιουργικής φαντασίας, είτε για χαρτογραφήσεις των νευρικών συσχετισμών της συνείδησης και του γνωστικού ελέγχου, ο εαυτός βρίσκει επιβεβαίωση σε κάθε βήμα.
Η ισχυρή αίσθηση του εαυτού είναι ζωτικής σημασίας για την ιδανική ανθρώπινη εμπειρία, καθώς μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις στην ψυχική υγεία και στην ηθική λογική. Επιτρέπει στα άτομα να κατανοήσουν τον κόσμο, να αναλάβουν ευθύνες, να λάβουν αποφάσεις βασισμένες στην αξία και να συνδεθούν ουσιαστικά με τους άλλους.
Από αυτή τη νέα σύνθεση, βλέπουμε ότι η συζήτηση για την ύπαρξη του εαυτού δεν είναι απλώς ένα άσκοπο παιχνίδι φιλοσοφικού πινγκ-πονγκ. Έχει βαθιές επιπτώσεις στην κατανόησή μας για τον εαυτό μας, την ηθική και τον ίδιο τον ιστό της πραγματικότητας.
Ο αληθινός έρωτας, σε βρίσκει πάντα απροετοίμαστο
Όσο τον προγραμματίζεις τον έρωτα, τόσο χάνεις μαζί του το ραντεβού σου.
Έχει αυτό το κουσουράκι βλέπεις, να μην εμφανίζεται ποτέ την στιγμή που τον ζητάς, την στιγμή που τον περιμένεις κι έχεις τακτοποιήσει τα πάντα γύρω σου για χάρη του.
Όσο πιο έτοιμος δηλώνεις πως είσαι για να το ζήσεις, τόσο μεγαλύτερες αποστάσεις παίρνει.. όχι για να σε αποφύγει, αλλά για να απολαύσει την στιγμή που θα έρθεις σε μετωπική μαζί του.
Θα είναι η στιγμή που θα δηλώνεις πως “τελείωσες με τον έρωτα”, πως “ότι είχες να δώσεις το έδωσες”, “τώρα θέλω να περνάω μόνο καλά”, θα λες μεγάλα λόγια, που κι εσύ ξέρεις πως δεν τα εννοείς..
Θα είναι η στιγμή που επίμονα θα τον έχεις αποκηρύξει και πεισματικά θα προσπαθείς να τον αποδομήσεις..
Κι εκεί, θα έρθει για να κάνει τον κόσμο σου λαμπόγυαλο.
Κι εσύ το μόνο που έχεις να κάνεις, είναι να χαμογελάσεις και να κάνεις βουτιά στο κενό, χωρίς δίχτυ ασφαλείας.
Γιατί αυτό είναι στο τέλος ο έρωτας.
Τα ρίσκα που θα πάρεις.
Η λογική που δεν θα ακούσεις.
Τα θέλω που θα επιβληθούν στα πρέπει.
Τα δεν μπορώ που θα γίνουν “πάμε κι όπου μας βγάλει”.
Γι’ αυτό σου λέω, μην προετοιμάζεσαι, μην προγραμματίζεις, μην υπολογίζεις χρόνο, στιγμές και πλάνα..
Ζήσε.. γιατί όσο κι αν νομίζεις πως μπορείς να προετοιμαστείς, ο έρωτας μας βρίσκει όλους απροετοίμαστους.. κι αυτή είναι η μαγκιά του!
Έχει αυτό το κουσουράκι βλέπεις, να μην εμφανίζεται ποτέ την στιγμή που τον ζητάς, την στιγμή που τον περιμένεις κι έχεις τακτοποιήσει τα πάντα γύρω σου για χάρη του.
Όσο πιο έτοιμος δηλώνεις πως είσαι για να το ζήσεις, τόσο μεγαλύτερες αποστάσεις παίρνει.. όχι για να σε αποφύγει, αλλά για να απολαύσει την στιγμή που θα έρθεις σε μετωπική μαζί του.
Θα είναι η στιγμή που θα δηλώνεις πως “τελείωσες με τον έρωτα”, πως “ότι είχες να δώσεις το έδωσες”, “τώρα θέλω να περνάω μόνο καλά”, θα λες μεγάλα λόγια, που κι εσύ ξέρεις πως δεν τα εννοείς..
Θα είναι η στιγμή που επίμονα θα τον έχεις αποκηρύξει και πεισματικά θα προσπαθείς να τον αποδομήσεις..
Κι εκεί, θα έρθει για να κάνει τον κόσμο σου λαμπόγυαλο.
Κι εσύ το μόνο που έχεις να κάνεις, είναι να χαμογελάσεις και να κάνεις βουτιά στο κενό, χωρίς δίχτυ ασφαλείας.
Γιατί αυτό είναι στο τέλος ο έρωτας.
Τα ρίσκα που θα πάρεις.
Η λογική που δεν θα ακούσεις.
Τα θέλω που θα επιβληθούν στα πρέπει.
Τα δεν μπορώ που θα γίνουν “πάμε κι όπου μας βγάλει”.
Γι’ αυτό σου λέω, μην προετοιμάζεσαι, μην προγραμματίζεις, μην υπολογίζεις χρόνο, στιγμές και πλάνα..
Ζήσε.. γιατί όσο κι αν νομίζεις πως μπορείς να προετοιμαστείς, ο έρωτας μας βρίσκει όλους απροετοίμαστους.. κι αυτή είναι η μαγκιά του!
Χαλίλ Γκιμπράν: Ζείτε την πληρέστερη ζωή σας όταν ονειρεύεστε
Ακμάζετε όταν κοιμάστε και ζείτε την πληρέστερη ζωή σας όταν ονειρεύεστε. Διότι ξοδεύετε όλες τις ημέρες σας ευχαριστώντας γι’ αυτά που πήρατε κατά την ησυχία της νύχτας.
Συχνά συλλογίζεστε και λέτε ότι η νύχτα είναι αφιερωμένη στην ανάπαυση, στην πραγματικότητα, ωστόσο, η νύχτα είναι περίοδος ερευνών και ανακαλύψεων.
Η ημέρα σας δίνει τη δύναμη των γνώσεων και διδάσκει στα δάχτυλά σας πως θα γίνουν επιδέξια στην τέχνη της αποδοχής• αλλά είναι η νύχτα η περίοδος που σας οδηγεί στο θησαυροφυλάκιο της ζωής.
Ο ήλιος διδάσκει σε όλα τα πράγματα τη λαχτάρα του φωτός. Αλλά είναι η νύχτα εκείνη που τα ανυψώνει όλα στα αστέρια.
Η ακινησία της νύχτας είναι πράγματι αυτή που υφαίνει ένα γαμήλιο πέπλο επάνω από τα δέντρα του δάσους και τα λουλούδια του κήπου και ετοιμάζει μετά το γιορταστικό τραπέζι και το γαμήλιο κοιτώνα- και μέσα σε αυτή την ιερή σιωπή συλλαμβάνεται το αύριο στη μήτρα του χρόνου.
Και έτσι είσαστε πάντα μαζί- και έτσι αναζητάτε και ανακαλύπτετε την τροφή και την εκπλήρωση. Και μολονότι σβήνει η ανάμνηση στο ξύπνημά σας την αυγή, το τραπέζι του ονείρου είναι πάντοτε έτοιμο και ο γαμήλιος κοιτώνας περιμένει πάντοτε.
Χαλίλ Γκιμπράν
Συχνά συλλογίζεστε και λέτε ότι η νύχτα είναι αφιερωμένη στην ανάπαυση, στην πραγματικότητα, ωστόσο, η νύχτα είναι περίοδος ερευνών και ανακαλύψεων.
Η ημέρα σας δίνει τη δύναμη των γνώσεων και διδάσκει στα δάχτυλά σας πως θα γίνουν επιδέξια στην τέχνη της αποδοχής• αλλά είναι η νύχτα η περίοδος που σας οδηγεί στο θησαυροφυλάκιο της ζωής.
Ο ήλιος διδάσκει σε όλα τα πράγματα τη λαχτάρα του φωτός. Αλλά είναι η νύχτα εκείνη που τα ανυψώνει όλα στα αστέρια.
Η ακινησία της νύχτας είναι πράγματι αυτή που υφαίνει ένα γαμήλιο πέπλο επάνω από τα δέντρα του δάσους και τα λουλούδια του κήπου και ετοιμάζει μετά το γιορταστικό τραπέζι και το γαμήλιο κοιτώνα- και μέσα σε αυτή την ιερή σιωπή συλλαμβάνεται το αύριο στη μήτρα του χρόνου.
Και έτσι είσαστε πάντα μαζί- και έτσι αναζητάτε και ανακαλύπτετε την τροφή και την εκπλήρωση. Και μολονότι σβήνει η ανάμνηση στο ξύπνημά σας την αυγή, το τραπέζι του ονείρου είναι πάντοτε έτοιμο και ο γαμήλιος κοιτώνας περιμένει πάντοτε.
Χαλίλ Γκιμπράν
Ψυχική ανθεκτικότητα: Ο καθοριστικός ρόλος του γονέα
Ως ψυχική ανθεκτικότητα ορίζεται η ικανότητα ανάκαμψης από αρνητικές συναισθηματικές εμπειρίες και η ευελιξία προσαρμογής στις μεταβαλλόμενες απαιτήσεις των αγχωτικών εμπειριών.
Οι κύριοι επιδραστικοί παράγοντες της ψυχικής ανθεκτικότητας είναι: οι ατομικοί μηχανισμοί αντιμετώπισης δύσφορων καταστάσεων και συναισθημάτων και οι οικογενειακοί και κοινωνικοί προστατευτικοί μηχανισμοί.
Ένας θετικός, για το άτομο, μηχανισμός αντιμετώπισης έχει ως αποτέλεσμα υψηλότερα επίπεδα αυτοπεποίθησης, αυτοεκτίμησης και ποιότητας ζωής (Balikji et. al., 2022; Mesman et. al., 2021).
Υψηλότερα επίπεδα ψυχικής ανθεκτικότητας συνεπάγονται αυξημένη προστασία του ατόμου από τις επιπτώσεις τραυματικών γεγονότων και αποτελεσματικότερη ανάκαμψη από ανάλογα γεγονότα (Balikji et. al., 2022).
Ψυχική ανθεκτικότητα και ψυχική υγεία παρουσιάζουν σημαντικές συσχετίσεις, μέσω διαφόρων στρατηγικών αντιμετώπισης, συμπεριλαμβανομένων των συναισθηματικών, γνωστικών και συμπεριφορικών διαδικασιών.
Η ανθεκτικότητα κατέχει ουσιαστικό ρόλο στη βελτίωση της ευημερίας και της γενικής ικανοποίησης από τη ζωή, ενώ η ευτυχία αποτελεί σε ορισμένες περιπτώσεις τον ισχυρότερο προγνωστικό παράγοντα αυτοαξιολόγησης της υγείας (Balikji et. al., 2022).
Η συσχέτιση της ψυχικής ανθεκτικότητας με τον ασφαλή δεσμό
Η ψυχική ανθεκτικότητα φέρεται να ξεκινά από το δεσμό μεταξύ γονέα (ή πρωταρχικού φροντιστή) και παιδιού, αποτελώντας βασικό παράγοντα που συμβάλλει στην υγιή ανάπτυξη σε παιδιά και εφήβους.
Μια ασφαλής, σταθερή σχέση με τουλάχιστον έναν ενήλικα, που φροντίζει και ανταποκρίνεται, είναι ένα ισχυρό μέσο προστασίας έναντι στρεσογόνων παραγόντων, από τραυματικά γεγονότα στη ζωή ενός παιδιού, όπως η έκθεση στη βία, το διαζύγιο, το πένθος και οι φυσικές καταστροφές. Επιπλέον, ο ασφαλής δεσμός, με έναρξη κατά τα πρώιμα αναπτυξιακά στάδια, παραμένει επιδραστικός καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του ατόμου.
Μάλιστα, τα άτομα που μεγάλωσαν με μη ασφαλείς/η δεσμό τείνουν πιο συχνά να ακολουθούν και στην ενήλικη ζωή τους το συγκεκριμένο μοτίβο (Bowlby, 1979).
Πιο συγκεκριμένα, πρόκεται για την απουσία μιας έστω σχέσης, η οποία εδραιώνει το αίσθημα αποδοχής και αυτοαποδοχής, κάλυψης συναισθηματικών και πρακτικών αναγκών, με ένα σταθερό, θετικά επιδραστικό ενήλικα, με έναρξη κατά τα πρώιμα αναπτυξιακά στάδια.
Παρόλα αυτά, ακόμα και αν δεν έχει επιτευχθεί, για οποιονδήποτε λόγο η παραπάνω συνθήκη, μπορεί ακόμα και μεταγενέστερα (όσο νωρίτερα τόσο το καλύτερο) να δημιουργηθεί και να εδραιωθεί, επουλώνοντας ή βελτιώνοντας αποφευκτικούς, αμφιθυμικούς ή αποδιοργανωτικούς δεσμούς.
Το ασφαλές - θεραπευτικό περιβάλλον
Ένα ενσυναίσθητο, μη επικριτικό περιβάλλον, το οποίο ενισχύει το αίσθημα αποδοχής και αυτοαποδοχής, δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες για τα παιδιά να μοιραστούν με ειλικρίνεια τις σκέψεις τους και τα συναισθήματά τους.
Παρέχει τη δυνατότητα αναγνώρισης και εξερεύνησης των συναισθημάτων τους και ενδεχομένως να τα συνδέει με συγκεκριμένες δεξιότητες αντιμετώπισης. Αναγνωρίζει και επιβεβαιώνει την ύπαρξη οποιονδήποτε συναισθημάτων του τώρα, δίχως επικριτισμούς («Η καθεμία / ο καθένας είναι εντάξει να νιώθει όπως και να νιώθει» «Το συναίσθημα είναι αυτό που είναι»).
Προσφέρει χώρο σε τυχόν ερωτήσεις και απορίες, δίχως να χρειάζεται να έχει όλες τις απαντήσεις. Απαντάει με κατάλληλο αναπτυξιακά τρόπο (ανάλογα με την ηλικία, ώστε να είναι όσο πιο κατανοητό γίνεται, αλλά και μέχρι εκεί που το παιδί ρωτάει).
Ενθάρρυνση και ευελιξία
Ενθαρρύνει την επίλυση προβλημάτων για μεγάλα ή μικρά ζητήματα, δίχως να απαιτεί λύση στο εδώ και τώρα. Βοηθά τα παιδιά να αποδεχτούν την αβεβαιότητα αντί να την καταπολεμούν. Η αναγνώριση ότι η αβεβαιότητα και η αλλαγή είναι ένα εγγενές (αν και αγχωτικό πολλές φορές) μέρος της ύπαρξης επιτρέπει περισσότερη ευελιξία, επικέντρωση σε ό,τι μπορεί κανείς να ελέγξει και να προχωρήσει αναλόγως.
Ακόμη και όταν βιώνεται μια δύσκολη κατάσταση, είναι σημαντικό τα παιδιά να μπορούν ακόμα να επιλέξουν να κάνουν κάτι που τα βοηθά να αισθάνονται καλά, όπως ένα χόμπι ή μια δραστηριότητα που τους αρέσει, να κάνουν ένα διάλειμμα από τις υποχρεώσεις τους, να συνδεθούν με ένα φίλο ή να βοηθήσουν ένα μέλος της οικογένειας.
Επιπρόσθετο παράγοντα ενίσχυσης της ψυχικής ανθεκτικότητας, μπορεί να έχει η υπενθύμιση επιτυχημένων στο παρελθόν τρόπων αντιμετώπισης (των ίδιων των παιδιών εάν αυτό είναι δυνατό) σε περιόδους κρίσης και ανασφάλειας, αλλά και η επισήμανση και ενθάρρυνση των στοιχείων προσωπικότητας ή δεξιοτήτων, που δρουν ή έδρασαν θετικά και υποστηρικτικά.
Συνοχή και σταθερότητα
Σημαντική ισχύ, πηγή έμπνευσης και πυλώνα σταθερότητας μπορούν να αποτελέσουν οι οικογενειακές, κοινωνικές ή ατομικές αξίες. Παρομοίως, σημαντικά ορόσημα και τελετουργίες, που σχετίζονται με τις παραπάνω αξίες ενδέχεται να συντελέσουν στο αίσθημα συνοχής και σταθερότητας, ιδίως σε περιόδους κρίσης και αναταραχής.
Άλλωστε, οι συνεπείς ρουτίνες, προσφέρουν μια καθησυχαστική αίσθηση δομής και κανονικότητας για όλη την οικογένεια σε περιόδους ταραχών.
Βέβαια, για να παραμείνει το περιβάλλον υγιές, ασφαλές και υποστηρικτικό οφείλει κι αυτό με τη σειρά του να φροντίζει τον εαυτό του, με ανάλογους τρόπους όπως αναφέρθηκαν παραπάνω.
Ορισμένοι επιπρόσθετοι παράγοντες αυτοφροντίδας:
Οι κύριοι επιδραστικοί παράγοντες της ψυχικής ανθεκτικότητας είναι: οι ατομικοί μηχανισμοί αντιμετώπισης δύσφορων καταστάσεων και συναισθημάτων και οι οικογενειακοί και κοινωνικοί προστατευτικοί μηχανισμοί.
Ένας θετικός, για το άτομο, μηχανισμός αντιμετώπισης έχει ως αποτέλεσμα υψηλότερα επίπεδα αυτοπεποίθησης, αυτοεκτίμησης και ποιότητας ζωής (Balikji et. al., 2022; Mesman et. al., 2021).
Υψηλότερα επίπεδα ψυχικής ανθεκτικότητας συνεπάγονται αυξημένη προστασία του ατόμου από τις επιπτώσεις τραυματικών γεγονότων και αποτελεσματικότερη ανάκαμψη από ανάλογα γεγονότα (Balikji et. al., 2022).
Ψυχική ανθεκτικότητα και ψυχική υγεία παρουσιάζουν σημαντικές συσχετίσεις, μέσω διαφόρων στρατηγικών αντιμετώπισης, συμπεριλαμβανομένων των συναισθηματικών, γνωστικών και συμπεριφορικών διαδικασιών.
Η ανθεκτικότητα κατέχει ουσιαστικό ρόλο στη βελτίωση της ευημερίας και της γενικής ικανοποίησης από τη ζωή, ενώ η ευτυχία αποτελεί σε ορισμένες περιπτώσεις τον ισχυρότερο προγνωστικό παράγοντα αυτοαξιολόγησης της υγείας (Balikji et. al., 2022).
Η συσχέτιση της ψυχικής ανθεκτικότητας με τον ασφαλή δεσμό
Η ψυχική ανθεκτικότητα φέρεται να ξεκινά από το δεσμό μεταξύ γονέα (ή πρωταρχικού φροντιστή) και παιδιού, αποτελώντας βασικό παράγοντα που συμβάλλει στην υγιή ανάπτυξη σε παιδιά και εφήβους.
Μια ασφαλής, σταθερή σχέση με τουλάχιστον έναν ενήλικα, που φροντίζει και ανταποκρίνεται, είναι ένα ισχυρό μέσο προστασίας έναντι στρεσογόνων παραγόντων, από τραυματικά γεγονότα στη ζωή ενός παιδιού, όπως η έκθεση στη βία, το διαζύγιο, το πένθος και οι φυσικές καταστροφές. Επιπλέον, ο ασφαλής δεσμός, με έναρξη κατά τα πρώιμα αναπτυξιακά στάδια, παραμένει επιδραστικός καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του ατόμου.
Μάλιστα, τα άτομα που μεγάλωσαν με μη ασφαλείς/η δεσμό τείνουν πιο συχνά να ακολουθούν και στην ενήλικη ζωή τους το συγκεκριμένο μοτίβο (Bowlby, 1979).
Πιο συγκεκριμένα, πρόκεται για την απουσία μιας έστω σχέσης, η οποία εδραιώνει το αίσθημα αποδοχής και αυτοαποδοχής, κάλυψης συναισθηματικών και πρακτικών αναγκών, με ένα σταθερό, θετικά επιδραστικό ενήλικα, με έναρξη κατά τα πρώιμα αναπτυξιακά στάδια.
Παρόλα αυτά, ακόμα και αν δεν έχει επιτευχθεί, για οποιονδήποτε λόγο η παραπάνω συνθήκη, μπορεί ακόμα και μεταγενέστερα (όσο νωρίτερα τόσο το καλύτερο) να δημιουργηθεί και να εδραιωθεί, επουλώνοντας ή βελτιώνοντας αποφευκτικούς, αμφιθυμικούς ή αποδιοργανωτικούς δεσμούς.
Το ασφαλές - θεραπευτικό περιβάλλον
Ένα ενσυναίσθητο, μη επικριτικό περιβάλλον, το οποίο ενισχύει το αίσθημα αποδοχής και αυτοαποδοχής, δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες για τα παιδιά να μοιραστούν με ειλικρίνεια τις σκέψεις τους και τα συναισθήματά τους.
Παρέχει τη δυνατότητα αναγνώρισης και εξερεύνησης των συναισθημάτων τους και ενδεχομένως να τα συνδέει με συγκεκριμένες δεξιότητες αντιμετώπισης. Αναγνωρίζει και επιβεβαιώνει την ύπαρξη οποιονδήποτε συναισθημάτων του τώρα, δίχως επικριτισμούς («Η καθεμία / ο καθένας είναι εντάξει να νιώθει όπως και να νιώθει» «Το συναίσθημα είναι αυτό που είναι»).
Προσφέρει χώρο σε τυχόν ερωτήσεις και απορίες, δίχως να χρειάζεται να έχει όλες τις απαντήσεις. Απαντάει με κατάλληλο αναπτυξιακά τρόπο (ανάλογα με την ηλικία, ώστε να είναι όσο πιο κατανοητό γίνεται, αλλά και μέχρι εκεί που το παιδί ρωτάει).
Ενθάρρυνση και ευελιξία
Ενθαρρύνει την επίλυση προβλημάτων για μεγάλα ή μικρά ζητήματα, δίχως να απαιτεί λύση στο εδώ και τώρα. Βοηθά τα παιδιά να αποδεχτούν την αβεβαιότητα αντί να την καταπολεμούν. Η αναγνώριση ότι η αβεβαιότητα και η αλλαγή είναι ένα εγγενές (αν και αγχωτικό πολλές φορές) μέρος της ύπαρξης επιτρέπει περισσότερη ευελιξία, επικέντρωση σε ό,τι μπορεί κανείς να ελέγξει και να προχωρήσει αναλόγως.
Ακόμη και όταν βιώνεται μια δύσκολη κατάσταση, είναι σημαντικό τα παιδιά να μπορούν ακόμα να επιλέξουν να κάνουν κάτι που τα βοηθά να αισθάνονται καλά, όπως ένα χόμπι ή μια δραστηριότητα που τους αρέσει, να κάνουν ένα διάλειμμα από τις υποχρεώσεις τους, να συνδεθούν με ένα φίλο ή να βοηθήσουν ένα μέλος της οικογένειας.
Επιπρόσθετο παράγοντα ενίσχυσης της ψυχικής ανθεκτικότητας, μπορεί να έχει η υπενθύμιση επιτυχημένων στο παρελθόν τρόπων αντιμετώπισης (των ίδιων των παιδιών εάν αυτό είναι δυνατό) σε περιόδους κρίσης και ανασφάλειας, αλλά και η επισήμανση και ενθάρρυνση των στοιχείων προσωπικότητας ή δεξιοτήτων, που δρουν ή έδρασαν θετικά και υποστηρικτικά.
Συνοχή και σταθερότητα
Σημαντική ισχύ, πηγή έμπνευσης και πυλώνα σταθερότητας μπορούν να αποτελέσουν οι οικογενειακές, κοινωνικές ή ατομικές αξίες. Παρομοίως, σημαντικά ορόσημα και τελετουργίες, που σχετίζονται με τις παραπάνω αξίες ενδέχεται να συντελέσουν στο αίσθημα συνοχής και σταθερότητας, ιδίως σε περιόδους κρίσης και αναταραχής.
Άλλωστε, οι συνεπείς ρουτίνες, προσφέρουν μια καθησυχαστική αίσθηση δομής και κανονικότητας για όλη την οικογένεια σε περιόδους ταραχών.
Βέβαια, για να παραμείνει το περιβάλλον υγιές, ασφαλές και υποστηρικτικό οφείλει κι αυτό με τη σειρά του να φροντίζει τον εαυτό του, με ανάλογους τρόπους όπως αναφέρθηκαν παραπάνω.
Ορισμένοι επιπρόσθετοι παράγοντες αυτοφροντίδας:
- τακτική σωματική δραστηριότητα
- πρακτικές χαλάρωσης και εστίασης στο τώρα και ισχυροποίησης των συνδέσεων σώματος - νου
- υγιεινή διατροφή
- βελτίωση ποιότητας ύπνου και ξεκούρασης
- αλληλεπίδραση με τη φύση
- αυτοκαταγραφή σκέψεων (δίχως να απαιτείται ανάλυση και ερμηνεία αυτών)
- δημιουργικές δραστηριότητες που επιτρέπουν την ελεύθερη έκφραση (π.χ. μουσική, συγγραφή, ποίηση, ζωγραφική, κατασκευές, διακόσμηση, φωτογραφία, κηπουρική κλπ.)
Για τρεις λόγους σε θυμούνται πάντα οι άνθρωποι.
Για τρεις λόγους σε θυμούνται πάντα οι άνθρωποι.
Ο πρώτος είναι όταν θέλουνε κάτι από εσένα.
Όταν σε έχουνε ανάγκη.
Έρχονται έτσι ξαφνικά μετά από καιρό και σου ζητάνε κάτι.
Κάποια χάρη.
Κάποια εξυπηρέτηση.
Κάπου να τους βοηθήσεις.
Ο δεύτερος είναι όταν θέλουνε εσένα.
Εσένα ως πρόσωπο. Ως άτομο.
Για φίλο, για σχέση, για παρέα.
Και ο τρίτος είναι από αγάπη.
Από αγάπη καθαρά.
Όταν θέλουνε απλά να δουν, τι κάνεις.
Πώς είσαι. Πώς περνάς.
Και τους αρκεί να είσαι εσύ καλά χωρίς να σου ζητάνε κάτι.
Για τρεις λόγους σε θυμούνται πάντα οι άνθρωποι.
Όταν θέλουνε κάτι από σένα, όταν θέλουνε εσένα και όταν απλά, πολύ σε αγαπούν…
Φρόντισε να θυμάσαι πάντα τους ανθρώπους σου και για τον τρίτο λόγο…
Ο πρώτος είναι όταν θέλουνε κάτι από εσένα.
Όταν σε έχουνε ανάγκη.
Έρχονται έτσι ξαφνικά μετά από καιρό και σου ζητάνε κάτι.
Κάποια χάρη.
Κάποια εξυπηρέτηση.
Κάπου να τους βοηθήσεις.
Ο δεύτερος είναι όταν θέλουνε εσένα.
Εσένα ως πρόσωπο. Ως άτομο.
Για φίλο, για σχέση, για παρέα.
Και ο τρίτος είναι από αγάπη.
Από αγάπη καθαρά.
Όταν θέλουνε απλά να δουν, τι κάνεις.
Πώς είσαι. Πώς περνάς.
Και τους αρκεί να είσαι εσύ καλά χωρίς να σου ζητάνε κάτι.
Για τρεις λόγους σε θυμούνται πάντα οι άνθρωποι.
Όταν θέλουνε κάτι από σένα, όταν θέλουνε εσένα και όταν απλά, πολύ σε αγαπούν…
Φρόντισε να θυμάσαι πάντα τους ανθρώπους σου και για τον τρίτο λόγο…
Το Τσιφτετέλι και οι γομφικοί χοροί της αρχαιότητας
Δοκίμιο για την συνάφεια μεταξύ των σύγχρονων γομφικών χορών και των γομφικών χορών της αρχαιότητας, κωμικός ή σατυρικός χορός.
Κατά τις επισκέψεις μου στην Ελλάδα έκανα συχνό τη γενική διαπίστωση ότι το Τσιφτετέλι θεωρείται τούρκικος χορός αραβικός ή τουλάχιστον ανατολίτικος. Η άποψη αυτή υποστηρίζεται και από επιστήμονες. Έτσι, και ο Γιώργος Λυκεσάς π.χ. χαρακτηρίζει το τσιφτετέλι χορό ανατολίτικο. Ο Samuel Baud-Bovy παραθέτει χωρίο του Μαζαράκη, στο οποίο γίνεται λόγος για τούρκικα τσιφτετέλια. Τέλος ο Πέτρος Μπεράτης θεωρεί το τσιφτετέλι χορό θηλυπρεπή, χυδαίο, ηδυπαθή και ασιατικό και αποφαίνεται ότι δεν είχε καμιά θέση στην κλασική περίοδο του ρεμπέτικου.
Όταν το 1993 περίπου σε τηλεφωνική μου συνδιάλεξη με τη γνωστή φιλόλογο στη Γερμανία, Ισιδώρα Ρόζενταλ-Καμαρινέα, εξήγησα το αντικείμενο των ερευνών μου, δηλαδή ότι συνέκρινα τις μορφές του ρεμπέτικου με τις μορφές του δημοτικού τραγουδιού, μου αποκρίθηκε οργισμένη: “Μην ανακατεύετε το ρεμπέτικο με το άγιο δημοτικό τραγούδι! Αυτά τα δύο πράγματα δεν έχουν τίποτα το κοινό μεταξύ τους”.
Αυτές οι γνώμες υποστηρίζονται και από πλήθος δημοσιευμάτων των φιλολόγων του 19ου αιώνα. Έτσι, ανεκάλυψα π.χ. στο άρθρο του Hans Flach, καθηγητή στην Τυβίγγη, “Ο χορός παρά τοις Έλλησι” (1881), το εξής χαριτωμένο χωρίο: “Διότι όπως και στην αρχαιότητα, έτσι και σήμερα στις πανηγύρεις - προς τιμήν της Παρθένου ή ενός Αγίου, εορτάζεται από αγρότες και αγρότισσες με τραγούδια και χορούς, αλλά όπως ανταποκρίνονται όλες οι μαρτυρίες, το περιεχόμενο των τραγουδιών είναι συνήθως σοβαρό - γι’ αυτό και αποκαλούνται «τραγούδια», και οι ανάλογοι χοροί είναι ταιριαστοί και αξιοπρεπείς, ποτέ αμελείς και αναιδείς... Μόνο ένας και μοναδικός χορός είναι εδώ από όλους εξαιρετέος, τον οποίον έλαβε η Ελλάδα από τους φαύλους και εμπαθείς ανατολίτες, τον φρυγικό χορό του Διονύσου, που χορευόταν κατά παράδοσιν στα διάφορα Διονύσια υπό τη μανιώδη επίδραση του οίνου. Αυτός ο κόρδαξ, τον οποίον παρέλαβαν οι Έλληνες μαζί με καθετί το ευτελές από την ανατολή, ήταν χορός στροβιλικός, κατά τον οποίον κινούνται και στρέφονται κυρίως οι γοφοί’’.
Επομένως, στο πεδίο των δημοτικών χορών ζητάει κανείς μάταια το Τσιφτετέλι, εφόσον δεν θεωρείται ελληνικός. Έτσι λοιπόν, η σχετική γραμματεία τον αγνοεί αποσιωπώντας τον. Συνεπώς, λείπει το Τσιφτετέλι από τις εκδηλώσεις των δημοτικών χορών.
Το Τσιφτετέλι κατατάσσεται στο ρεμπέτικο, που δίπλα στους ανδρικούς Ζεϊμπέκικο και Χασάπικο αποτελεί το γυναικείο ταίρι του.
Η προκατάληψη ότι το Τσιφτετέλι δεν είναι ελληνικό, είναι βαθιά ριζωμένη στον ελληνικό λαό και συντηρείται από κάποιο ανώτερο κοινωνικό στρώμα. Στους αντιπροσώπους αυτούς του στρώματος πρέπει να αποδοθεί η μομφή, ότι ή δεν γνωρίζουν την ιστορία τους ή την παραποιούν. Για τον λόγο αυτόν ο Μάρκος Βαμβακάρης δε συνέθεσε ούτε ένα τσιφτετέλι.
Από πότε είναι γνωστός ο γομφικός χορός στην Ελλάδα, από πού προέρχεται ο χορός αυτός και σε ποιες σύγχρονες μορφές απαντάται, είναι τα ερωτήματα που πρέπει να εξετασθούν εδώ.
Το σωστό είναι ότι το όνομα του Χορού ”ciftetelli” είναι τούρκικο και σημαίνει διπλοχορδή, μάλλον από ένα μουσικό όργανο. Επίσης είναι γνωστός σε όλη την ανατολή και χορεύεται κυρίως από γυναίκες. Πρέπει να διαπιστωθεί όμως επίσης, ότι η υποτιθέμενη ανατολίτικη καταγωγή αυτού του χορού δεν εμποδίζει καθόλου τους Έλληνες να χορεύουν τσιφτετέλι. Τουναντίον είναι δημοφιλέστατο, χορεύεται από τις Ελληνίδες με μεγάλη επιδεξιότητα και χειροκροτείται από τους άνδρες με ενθουσιασμό.
Το ότι ο χορός στη ζωή των Ελλήνων έπαιζε ανέκαθεν σπουδαίο ρόλο, μας το μαρτυρούν κατάδηλα η εικαστική τέχνη και η σωζόμενη γραμματεία. Ο Πλάτων (427-347 π.Χ.) αναφέρει ότι ο Απόλλων, οι Μούσες και ο Διόνυσος είναι οι πρωταίτιοι της αισθήσεως “ρυθμού (τε) και αρμονίας”, ότι οι θεοί απέστειλαν στους ανθρώπους τις Μούσες, τον μουσαγέτη Απόλλωνα και τον Διόνυσο να συντροφεύουν στις εορτές τους και τους χορούς τους και ότι εκείνος που δεν ξέρει να χορεύει θεωρείται αμόρφωτος.
Την πρωιμότερη σωζόμενη συστηματοποίηση της ορχήσεως την βρίσκουμε στο έβδομο βιβλίο των “Νόμων”, στο τελευταίο έργο του Πλάτωνος. Κάτω από την γενική έννοια “γυμναστική τέχνη” διαχωρίζει ο Πλάτων τα γένη “όρχησις” και “πάλη”. Όμως τα δύο αυτά γένη εφάπτονται, γεγονός που απορρέει από το μύθο, κατά τον οποίον η Ήρα εκπαίδευσε τον Άρη πρώτα σε τέλειο χορευτή και κατόπιν του δίδαξε την πολεμική τέχνη, και κατά μία ρήση του Σωκράτη, είναι εκείνοι που τιμούν κάλλιστα τους θεούς με χορούς οι καλλίτεροι στον πόλεμο. Με αφετηρία τις κινήσεις του σώματος ορίζει ο Πλάτων δύο γένη χορών, τους καλούς (ωραίους) και τους αισχρούς (άσχημους). Το κάθε γένος το διαχωρίζει πάλι σε δύο είδη με αποτέλεσμα να έχουμε τέσσερις μορφές ορχήσεων. Εδώ συγκαταλέγει την τραγωδία στις σεμνές κινήσεις του σώματος, την κωμωδία στις αμφισβητούμενες ορχήσεις και τους κύκλιους χορούς ή χορεία, στις ειρηνικές μορφές ορχήσεων.
Απεναντίας ο Αριστόξενος (354-300 π.Χ.), τριάντα χρόνια αργότερα περίπου επιχείρησε μία διαφορετική ταξινόμηση των ορχήσεων. Αρχικά διαιρεί τις ορχήσεις με γνώμονα κατάταξης εκείνες που ανήκουν στο δραματικό γένος (σκηνικής ποιήσεως ορχήσεις) και εκείνες που ανήκουν στο λυρικό γένος (λυρικής ποιήσεως ορχήσεις). Έκαστο γένος το διαιρεί εν συνεχεία σε τρεις μορφές ορχήσεων, τις οποίες αντιτάσσει συγκρίνοντάς τες (συγκρίσεις). Βασίζεται όμως σε διαφορετικά κριτήρια, έτσι ώστε οι τρεις του μορφές να μη συμφωνούν με εκείνες του Πλάτωνα.
Ο Πλάτων διαχωρίζει τις αμφισβητούμενες ορχήσεις σε αυτές, οι οποίες εκτελούνται στην κωμωδία, επομένως ανήκουν στην ποιητική τέχνη και είναι “κανονισμένες μέσω νόμου και ορισμού” (ούτως τω νόμω και λόγω κείσθω) από τη μία μεριά, και από την άλλη σε εκείνες τις βακχικές ορχήσεις του λαού, των δούλων και των ξένων, τους χορούς εκείνους δηλαδή, κατά τους οποίους οι χορευτές υπό την επίδραση του οίνου αυτοονομάζονται Νύμφες, Πάνες, Σιληνοί και Σάτυροι, μιμούμενοι, όπως λένε, και κάποτε τελούντες καθαρμούς και τελετές. Αυτοί οι χοροί δεν τυγχάνουν περαιτέρω σχολιάσεως από τον Πλάτωνα, αλλά παραμερίζονται από την πολιτεία ως μη άξιοι μεταχειρίσεως (ούκ εστί πολιτικόν). Από την αρνητική αυτή στάση του Πλάτωνα έπεται ότι αποκλείει και το σατυρικό δράμα, μολονότι δεν εκφράζεται ρητώς επ’ αυτού.
Η αριστοξενική ταξινόμηση προέρχεται από ένα χαμένο έργο του “Περί ορχήσεως” και οι πηγές της είναι έμμεσες. Σ’ αυτό έγκειται μάλλον ο λανθασμένος χαρακτηρισμός της πυρρίχης ως του λυρικού ανάλογου του σατυρικού δράματος. Ο χορός αυτός ανήκει μεν στο σατυρικό δράμα, δεν υπάρχει όμως ένα τέτοιο λυρικό ύφος. Η πυρρίχη ήταν ένα όνομα διαδεδομένο σε όλην την Ελλάδα για την ενόπλιο όρχηση.
Λιγότερο ακόμα αρμόζει η κατάταξη των υπορχημάτων στον κόρδακα. Επίσης δεν μπορεί να αληθεύει ότι ο Αριστόξενος ισχυρίσθηκε ότι η εμμέλεια ονομαζόταν στην Ιθάκη αλητήρ, διότι η αλητήρ ήταν όρχησις αισχρή. Παρά ταύτα όμως το αριστοξένειο σύστημα είναι προτιμητέο έναντι του Πλάτωνα. Ο Πλάτωνας προσανατολίζεται προς τα αισθητικά κριτήρια “καλόν” και “αισχρόν”, πίσω απ’ τα οποία κρύβονται ωφελιμιστικά πολιτικά φρονήματα και είναι συνεπώς συνδεδεμένα με ηθικές αξιώσεις. Συγχέει λοιπόν τελετουργικό, δραματικό και λαϊκό χορό, δεν λαμβάνει υπ’ όψη του την καταγωγή των χορών ούτε την ιστορική τους εξέλιξη και αναφέρει τελικά μόνον τραγωδία και κωμωδία. Τον κόρδακα όμως δεν τον αναφέρει. Ο Αριστόξενος αντίθετα διαφοροποιεί τρεις κατηγορίες, δηλαδή τραγωδία, κωμωδία και σατυρικό δράμα, τα λυρικά τους αντίστοιχα και τις τρεις χαρακτηριστικές τους ορχήσεις. Αυτή η τριχοτόμηση επεβλήθηκε τελικά στους μετέπειτα συγγραφείς, υπερίσχυσε και στην Ιταλία και επεβλήθηκε και εκτός της δραματικής και λυρικής ποίησης, δηλαδή στους λαϊκούς χορούς, στα συμπόσια και στις παραστάσεις χορού.
Πρέπει να υποδειχθεί ακόμα ότι η εμμέλεια ήταν η όρχηση του χορού στην τραγωδία και η σίκιννις, η όρχηση του χορού στην κωμωδία, αλλιώς δεν θα την ανέφερε ο Αριστόξενος ως χαρακτηριστικό χορό της κωμωδίας.
Ο Λουκιανός (120-200 μΧ.) αποφαίνεται στην πραγματεία του “Περί ορχήσεως”, ότι οι κατηγορίες ορχήσεων, που εκφράζονται μέσω του κόρδακος, της σικίννιδος και της εμμέλειας είναι δημιουργήματα των ακολούθων του Διονύσου, των σατύρων, και έχει δίκιο σ’ αυτό, εφ’ όσον αρχή και ουσία του χορού είναι η έκσταση, το οργιάζειν, όπως μαρτυρεί και η λέξις “ορχέομαι”, στα αρχαία ινδικά, rghayate, που σημαίνει “μαίνομαι, εκστασιάζομαι”. Οι απόψεις του συμφωνούν εξ άλλου με τις γενικώς αποδεδειγμένες απόψεις περί καταγωγής των τριών γενών του δράματος: τραγωδία, σατυρικόν και κωμωδία.
Ήδη στην αρχαϊκή εποχή υπήρχε ο διθύραμβος, μία πλατιά διαδεδομένη μορφή της χορικής ποίησης, ως ένα τελετουργικό άσμα προς τιμήν του Διονύσου. Αυτό αποδεικνύεται από την πρώτη του αναφορά από τον Αρχίλοχο (περίπου το 650 π.Χ στο απόσπασμα D και επιβεβαιώνεται από τους Αισχύλο και Ευριπίδη (485-407 π.Χ.).
Κατά τον Αριστοτέλη (384-322 π.Χ.) η τραγωδία εξελίχθηκε από τον διθύραμβο. Αναφέρει όμως και το σατυρικόν ως προ-μορφή της τραγωδίας. Επειδή και το σατυρικόν είναι αδιάσπαστα συνδεδεμένο με τον Διόνυσο και την ακολουθία του, μπορούμε να φανταστούμε την εξέλιξη από το διθύραμβο δια του σατυρικού στην τραγωδία.
Γεννήθηκε επομένως “απ’ αρχής αυτοσχεδιαστικής ή εκ μικρών μύθων”, οι οποίοι παραστάθηκαν χορευτικά. Αυτό διασώθηκε στην Ελλάδα στα χωριά. Αναφέρεται το 1803 από τον Bartholdy ένας τόπος κοντά στις Σάρδεις, το 1906 από τον Dawkins η Βιζύη στη Θράκη και το 1955 από τον Μούρραη-Βελλούδιο μεταξύ άλλων η Μονοκκλησιά Δράμας στη Μακεδονία.
Η τραγωδία συν τω χρόνω απαγκιστρώθηκε από το σατυρικό παίρνοντας τη σοβαρή και λειτουργική της μορφή. Ο διθύραμβος και το σατυρικόν διατήρησαν παράλληλα την αυτονομία τους.
Περί της καταγωγής της κωμωδίας λέει ο Αριστοτέλης, ότι οι αρχές της είναι ανεξερεύνητες. Κατά τη γνώμη του προέρχεται από αυτοσχεδιάσματα και φαλλοπομπές. Η είσοδός της επίσημα στις τελετές των μεγάλων Διονυσίων στην Αθήνα χρονολογείται από τα 486 π.Χ. 50 χρόνια αργότερα από την τραγωδία. Από επιστημονική άποψη υποτίθεται ότι η κωμωδία εξελίχθηκε από τον κώμο, μία ζωηρή εορταστική πομπή προς τιμήν του Διονύσου με άσματα, αυλούς και κιθάρες και κάθε είδους παρεκτροπές,
Παίρνοντας ως βάση το τριαδικό σύστημα: Εμμέλεια (χορείον, συρτός, χορός τραγωδίας), Σίκιννις (πολεμικός/σατυρικός χορός) και Κόρδαξ (κωμικός χορός), πρέπει πρώτα να εξετάσουμε εάν και, σε καταφατική περίπτωση, σε ποιον από τους τρεις χορικούς τύπους δύναται να συγκαταλεχθεί το τσιφτετέλλι. Προς τούτο είναι αναγκαίο να περιγράψουμε τις ιδιαιτερότητες του χορού αυτού.
Για τη διερεύνηση χορών πρέπει κατά την αρχαία θεωρία να προσεχθούν τα εξής σημεία: φοραί, σχήματα και δείξεις, δηλαδή κινήσεις ποδών, κορμού και χειρών. Αυτά τα βασικά σημεία ισχύουν ακόμα και σήμερα.
Το Τσιφτετέλλι ανήκει στο γένος των σπασμικών χορών. Χαρακτηριστικό τους γνώρισμα είναι, εκτός των σπασμών του άνω σώματος και των κυματοειδών κινήσεων του κορμού, οι σπαρταριστές, σειστές, στροφικές κινήσεις της κοιλιακής χώρας, γεφυροειδείς λυγισμοί όλου του σώματος με ταυτόχρονες αναστροφές των βραχιόνων και των χεριών. Επί το πλείστον και δικαίως χορεύεται από γυναίκες, αφού ο κραδασμός των μαστών, ο στροβιλισμός των γοφών και ο λυγισμός του σώματος βρίσκουν το νόημά τους μόνο στον ερεθισμό του άνδρα. Σημαντικό είναι ακόμη ότι πρόκειται για έναν χορό μοναχικό, που όμως χορεύεται από πολλούς συγχρόνως χωρίς να λαβαίνει τη μορφή του κύκλιου χορού. Ήδη στο σημείο αυτό μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι το τσιφτετέλλι, λόγω του αναμφισβήτητα ερωτικού χαρακτήρα του, αποκλείεται ως χορός της τραγωδίας.
Επειδή το τσιφτετέλι είναι ένας ερωτικός, κυρίως από γυναίκες χορευόμενος, χορός, πρέπει να αναρωτηθούμε, αν και πού ευρίσκεται στην αρχαιότητα ένας παρόμοιος χορός. Εδώ προσφέρεται η Διονυσιακή θρησκεία από τη μία και η λατρεία της Αρτέμιδας από την άλλη, διότι μόνον αυτές οι δύο θεότητες έχουν συνοδείες και μάλιστα τόσο ανδρικές όσο και γυναικείες. Εκτός του Διονύσου αποκαλείται μόνον η Άρτεμις “κελαδεινή”, δηλαδή μαινομένη, μεθυσμένη θεά. Κοινοί και στις δύο λατρείες είναι χοροί οργιαστικοί και φαλλικοί και οι δύο λατρείες είναι επίσης βαθιά ριζωμένες στη λαϊκή θρησκεία.
Η Άρτεμις είναι η άγρια χορεύτρια. Η μεγάλη θεά της φύσης είναι πανταχού παρούσα, η χαρά της είναι ο χορός. Ο Διόνυσος προσκαλεί τη θηλυκότητα. Μόνον αυτή ορειβατεί μαζί του, μόνο σιληνοί και σάτυροι χορεύουν μαζί τους — κανένας θνητός.
Ονόματα χορών προς τιμήν του Διονύσου έχουν διασωθεί πολλά. Σ’ αυτά αριθμούν εκτός της Σικίννιδος και οι Σικιννοτύρβη, Τυρβασία, Διθύραμβος, Ιθύμβοι, Ιθύφαλλοι, Επίφαλλος, Κονίσαλος, Βακχική, Θερμαυσίς, Θράκιος, Μόγγας, Κύκλωψ, Τιτάνες, Γλαύξ, Νύμφαι, Κώμος, Σκωψ, Σειλινός, Σάτυρος κλπ.
Ονόματα χορών που ανήκουν στη λατρεία της Αρτέμιδος έχουν διασωθεί: ο Κόρδαξ, ο Μόθων, η Κορυθαλλία, η Καλαβίς, η Αγγελική και ένας από τους βρυλλιχιστές χορευόμενος αναιδής χορός με προσωπεία που προκαλεί γέλωτες. Ειδικά ως γομφικές ορχήσεις σημειώνονται οι: Βακτρισμός, Απόκινος, Απόσεισις, Καλαβίς, Μόθων και Κόρδαξ.
Στην πρόσφατη μετάφραση της κωμωδίας “Νεφέλες” του Αριστοφάνη (1992) στα νέα ελληνικά, ο Βασίλειος Μανδηλαράς μεταφράζει στο στίχο 540 τη λέξη “κόρδαξ” ως “χορό της κοιλιάς”. Επίσης τον ίδιο ορισμό (αισχρώς κινούσα την οσφύν) βρίσκουμε στην ερμηνεία του Π.Ν. Παπά στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια. Γενικά, θεωρείται ο κόρδαξ στην Ελλάδα ως πρόδρομος του χορού της κοιλιάς, δηλαδή του γομφικού χορού. Πρέπει λοιπόν να αποσαφηνισθεί αν ο γομφικός χορός αντιστοιχεί στην εικόνα που έχουμε για τον κόρδακα.
Για πρώτη φορά εμφανίζεται η λέξη “κόρδαξ” το έτος 423 π.Χ, στην κωμωδία “Νεφέλες” του Αριστοφάνη κατά την παράστασή τους στους αγώνες των Μεγάλων Διονυσίων στην Αθήνα, και μάλιστα δις: “ουδέ κόρδαχ’ είλκυσεν”. Κατά το σχόλιο RV, πρόκειται για μία άσχημη μορφή χορού της κωμωδίας (είδος ορχήσεως κωμικής ασχήμονος). Κατά το σχόλιο EMMatr, είναι ένας κωμικός χορός κατά τον οποίο οι γοφοί κινούνται αισχρώς (κόρδαξ κωμική, ήτις αισχρώς κινεί την οσφύν). Η δεύτερη αναφορά γίνεται δεκαπέντε στίχους παρακάτω, όπου ο Αριστοφάνης περιπαίζει τον Εύπολι ότι έβαλε στην κωμωδία του “Μαρικάς” μία μεθυσμένη γριά, μόνο και μόνον για να χορέψει ένα κόρδακα: “Εύπολις μεν τον Μαρικάν πρώτιστον παρείλκυσεν,... προσθείς αυτών γραύν μεθύστην, του κόρδακος είνεχ”. Περίπου 80 χρόνια αργότερα ο Αριστοτέλης αναφέρει τον τροχαϊκό τετράμετρο ως χαρακτηριστικότερο χορικό ρυθμό του κόρδακος (ό δε τροχαίος κορδακικώτερος), Η χρονικώς επόμενη αναφορά στον κόρδακα ευρίσκεται στον Δημοσθένη (384-328 π.Χ.), στον δεύτερο ολυνθιακό λόγο κατά του Φιλίππου το έτος 349/348, στον οποίο διαβάζουμε: Ο Φίλιππος είναι άνθρωπος υβριστής: καθημερινώς ενδίδει στην ακολασία και οινομανία μετ’ ασέμνων χορών και κορδακισμών. Από τον κωμικό ποιητή Μνησίμαχο (περίπου 350 π.Χ.) έχει διασωθεί το απόσπασμα “Ο Ιπποτρόφος”, στο οποίο βρίσκεται η έκφραση “λε(ί)πεται κόρδαξ”. Από τον Θεόφραστο (371-287 π.Χ.) μαθαίνουμε ότι ο κόρδαξ ήταν λαϊκός χορός, ο οποίος χορευόταν σε κατάσταση “απονίας” δηλαδή αμυαλοσύνης, και κατά τα σχετικά σχόλια εδώ ένα “είδος αισχράς και απρεπούς ορχήσεως”.
Ακολουθούν αναφορές από τον 2ο μ.Χ. αιώνα. Έχουμε δύο επιστολές του Αλκίφρονος, όπου χορευόταν ο κόρδαξ σε δύο οινοκατανυκτικά συμπόσια μπεκρήδων, τον Λουκιανό με την υπόδειξη ότι ένας σειληνός χόρευε κόρδακα, τον Παυσανία με την μαρτυρία περί λατρείας της Αρτέμιδος Κορδάκας στην Ήλιδα, και τις πολλαπλές αναφορές του Αθήναιου, με την υπόδειξη “ο κόρδαξ παρ’ Έλλησι φορτικός”. Ο Ησύχιος (5ος αι. μ.Χ.) επί τέλους χαρακτηρίζει τον κόρδακα ως άσεμνο και αισχρό χορό και ταυτίζει τη λέξη κορδακισμοί με “τα των μίμων γελαία και παίγνια”.
Ετυμολογικώς η λέξη παράγεται από το “κραδάω, κραδαίνω”, εμφανίζεται και ως ρήμα “κορδακίζειν”. Υπάρχει και η άλλη του ετυμολογική εκδοχή του “σκόρδαξ” από το “σκορδόω =συνουσιάζομαι.
Στην αρχαιότερη κωμωδία, συγκεκριμένα στον Κρατίνο (περίπου 450 π.Χ.), περιγράφονται οι εξής κινήσεις: Με κλειστά πόδια εκτελούνται πηδηχτές κινήσεις με σκυφτό το σώμα προς τα εμπρός και τους βραχίονες εναλλάξ τεντωμένους - σαν ένα ξίφος - προς τα εμπρός και προς το άνω (ξιφίζειν, και ποδίζειν, και διαρρικνούσθαι). Στις τρεις αυτές κινήσεις, που αναφέρονται και στις κωμωδίες του Αριστοφάνη, προστίθενται και το μάζεμα όπως ο πετεινός (πτήσσειν ώς τις αλέκτωρ), και το τίναγμα (εκλακτίζειν) του ενός σκέλους προς τα εμπρός ή πλαγίως και προς τα άνω, έτσι ώστε να εξέχουν επιδεικτικά τα οπίσθια ή οι γοφοί (το σκέλος ουράνιον εκλακτίζειν ρίπτειν, πρωκτός χάσκειν), και με ένα πήδημα να εγγίζουν οι πτέρνες τα οπίσθια (μόθωνα αποπυδαρίζειν, ποτί πυγάν άλλεσθαι).
Εκτός αυτών έχουν επισημανθεί και οι κάτωθι κινήσεις: περιστροφικές κινήσεις των γοφών/οπίσθιων (οσφύν (πυγάν) κινείν, περιάγειν), πήδημα σε ένα πόδι (πηδάν), κτύπημα στην κοιλιά (σε αυτόν γαστρίζειν). Πρόκειται για χορούς, κατά τους οποίους ο καθένας χορευτής περιστρέφεται γύρω από τον εαυτόν του (βεμβικίζειν, βέμβικες εγγένεσθαι, στροβείν), και συγχρόνως και μαζικές γενικές κινήσεις σε μεγάλο κύκλο (κυκλοσοβείν, κύκλω παραβαίνειν). Οι χοροί αυτοί χορεύονται τακτικά μόνον από άνδρες και ενίοτε με γυναικείο ρουχισμό. Όταν χορεύονται από γυναίκες, τότε δένουν φαλλούς εμπρός τους.
Προξενεί εντύπωση το γεγονός ότι όλες οι ονομασίες αυτού του χορού, δηλαδή κόρδαξ, μόθων, καλλαβίς και καρυδάν, δεν είναι ελληνικής προελεύσεως, αλλά προέρχονται προφανώς από προελληνικά φύλα, από την προδωρική εποχή, και οι Δωριείς τα παρέλαβαν αργότερα. Η ονομασία “μόθων” μας παραπέμπει σαφώς στην Πελοπόννησο, Οι Μόθωνες ήταν ο αρχικός πληθυσμός τον οποίο υπέταξαν και καταπίεσαν οι Δωριείς και ονόμασαν Είλωτες. Ο χορός αυτός χαρακτηρίζεται στα σχόλια της κωμωδίας “Πλούτος” του Αριστοφάνη ως χορός δούλων, από τον Πολυδεύκη ως χορός των αχθοφόρων και των ναυτών και από τον Φώτιο ως είδος κόρδακος. Το όνομα διαφυλάχθηκε ως τις ημέρες μας με το όνομα της πόλης Μεθώνη στα νοτιοδυτικά της Μεσσηνίας.
Αυτό εξηγεί και τα πολυάριθμα γνωστά ιερά και τεμένη της Αρτέμιδος στην Πελοπόννησο. Στην Μεθώνη υπήρχε ιερό της Αρτέμιδος. Στην Ήλιδα, κοντά στην Σίλυπο, υπήρχε μάλιστα ένα ιερό υπό την ονομασία Άρτεμις Κορδάκα, στις τελετές του οποίου χόρευαν άνδρες κόρδακα. Το σημείο αυτό δεν βρίσκεται μακριά από την μυκηναϊκή Πύλο. Από την αποκρυπτογράφηση της γραμμικής Β γραφής γνωρίζουμε ότι η Άρτεμις λατρευόταν από τη μυκηναϊκή εποχή στην Πύλο. Βαθιά στον Ταΰγετο, σε μία χαράδρα του λατρευόταν ως Άρτεμις Δερεάτις με τον χορό καλλαβίς. Στη Σπάρτη εόρταζαν την Αρτέμιδα Κορυθαλλία μασκαρεμένοι άνδρες, οι Κυριττοί. Ιερά της Αρτέμιδας Ορθίας υπήρχαν στο όρος Λυκόνη κοντά στην Τεγέα και στην περιοχή Λίμναι της Λακωνίας. Στις Καρυές Λακωνίας λατρευόταν η Άρτεμις Καρυάτις, ή ‘’καρυδένια”.
Τέλος υπήρχαν στην Πελοπόννησο, αλλά και στην Αττική, πολυάριθμα ιερά της Αρτέμιδος Αγροτέρας, ως προστάτιδας των θηρίων. Εκτός από τη Δήμητρα είναι και αυτή ‘’πότνια θηρών”. Από την Λακωνία μας είναι γνωστοί και οι Βρυλλιχιστές, οι χορευτές και χορεύτριες ενός θρασύτατου χορού με γυναικεία φορέματα και μάσκες. Κυρίως από τις πολυάριθμες πληροφορίες του Παυσανία μπορεί να εννοηθεί πόσο σπουδαία ήταν η λατρεία της θεάς στην περιοχή αυτή της Ελλάδος.
Η συνάφεια του κόρδακος με μία θεότητα αναφέρεται δύο φορές ακόμα. Έχουμε μίαν επιγραφή του 2ου αιώνα π.Χ. στην Μινόα της Αμοργού, κατά την οποία παρουσιάζονται κορδακιστές ως συνοδοί του Πυθίου Απόλλωνος Κορδάκων (περί τον Πύθιον Απόλλωνα Κορδάκων). Και η δεύτερη επιγραφή αναφέρεται στον Πύθιο Απόλλωνα. Μία δυνατή εξήγηση γι’ αυτήν τη συνάφεια είναι ίσως το γεγονός ότι ο Απόλλων ήταν ο αδελφός της Αρτέμιδος.
Ο Κόρδαξ στην αρχική του μορφή παριστάνει συνεπώς έναν προδωρικό χθόνιο χορό της πελοποννησιακής γης, αφιερωμένο στη λατρεία της θεάς Αρτέμιδος, μιας θεάς της βλάστησης, της γέννησης και του θανάτου.
Ήδη στα 1910 ο Heinz Schnabel ασχολήθηκε με το θέμα “κόρδαξ”. Στο πρώτο μέρος της πραγματείας του “Κόρδαξ, αρχαιολογικές μελέτες για την ιστορία ενός χορού της αρχαιότητας και περί της προελεύσεως της ελληνικής κωμωδίας” προσπάθησε να αποδείξει ότι η απεικόνιση σε έναν αμφορέα του πρώτου ημίσεως του 5ου αιώνα π.Χ. δείχνει τρεις χορευτές να χορεύουν κόρδακα, και ότι σύμφωνα με τις περιγραφές του Κρατίνου και του Αριστοφάνους, ιδιαίτερα στις “Σφήκες” και στις “Νεφέλες”, ο κόρδαξ θα έπρεπε να χορεύεται κατ’ αυτόν τον τρόπο.
Στο δεύτερο μέρος της εργασίας του ο Schnabel εξέτασε την καταγωγή του κόρδακος και την εντόπισε στην λατρεία της Αρτέμιδας στην Πελοπόννησο.
Ενώ το δεύτερο μέρος περί καταγωγής του κόρδακος χαιρετήθηκε από τους ειδικούς (Korte), το πρώτο μέρος προξένησε σφοδρές επικρίσεις. Ιδιαίτερα αναφέρουμε τον Alfred Korte, ο οποίος το ίδιο έτος έδειξε στην πραγματεία του ότι όλα αυτά είναι ατεκμηρίωτες υποθέσεις. Η άποψη του Korte εκφράζει και τη σημερινή θέση της φιλολογικής επιστήμης.
Οι Korte, Warnecke και Ross υποστηρίζουν ότι περί κόρδακος δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα, διότι δεν υπάρχει καμιά περιγραφή της εκτέλεσής του. Ποιοι χοροί περιγράφονται από τους Κρατίνο και Αριστοφάνη και ποιο χορό παριστάνει το εν λόγω αγγείο είναι άγνωστο. Η επιστήμη συμφωνεί στο ότι το μοναδικό σχόλιο στο στίχο 540 των “Νεφελών”, που αναφέρει ήδη ο Korte το 1910, λείπει από τα σπουδαιότερα χειρόγραφα και ότι είναι μάλλον βυζαντινής προελεύσεως. Όλες οι άλλες πηγές μαρτυρούν μόνο ότι ο κόρδαξ ήταν “φορτικός” και αισχρός χορός, φαύλος, απρεπής, αναιδής, ασελγής και γελοίος και ότι χορευόταν σε κατάσταση μέθης. Το αυτό αληθεύει όμως και για τις βακχικές ορχήσεις.
Αλλά και κατά την μετά Χριστόν εποχή, από αυτούς που περιγράφουν γομφικούς χορούς, τους Μαρτιάλις και Γιουβενάλις (1ος αιώνας), τον Πολυδεύκη (2ος αιώνας), τον Αρνόβιο (περίπου 300 μ.Χ.), τον Ησύχιο (5ος αιώνας) και τον Φώτιο (9ος αιώνας), μόνον ο Πολυδεύκης συσχετίζει τον γομφικό χορό με τον κόρδακα.
Ο Μαρτιάλις (40 -100 μ.Χ.) αναφέρει: “Είναι εξοργιστικό όταν αναιδείς γυναίκες από τις Γάδες και οι κόρες χορεύουν ασταμάτητα με τρέμουσες κινήσεις και περιστρέφουν απρεπώς τους γοφούς”, Ο Ιουβενάλις (60 -140 μ.Χ.) μαρτυρεί, “Ο αυλός παρασύρει τους γοφούς σε κινήσεις, και παρακάτω: “Αφού αρχίσουν να ενθουσιάζονται με τραγούδι, με χορό και παλαμάκια σείονται οι κόρες τέλεια με τρεμάμενα πισινά χαμηλώνοντας μέχρι το έδαφος”. Στον Πολυδεύκη (2ος αιώνας μ.Χ.) IV 99, βρίσκουμε “πώς οι χορεύτριες κόρδακος, οι κορδάκες, σείουν τους γοφούς τους απρεπώς” (όπερ ήν το την οσφύν φορτικώς περιάγειν), και αλλού IV, 101 “βακτριασμός δε και απόκινος και απόσεισις ασελγή είδη ορχήσεων εν της οσφύος περιφορά”. Στον Αρνόβιο (περίπου 300 μ.Χ.) ‘’με παρατεταμένα σκέλη και γοφούς και ταλαντεύσεις της μέσης δημιουργούν κυματοειδείς κινήσεις”. Ο Ησύχιος (5ος αιώνας μ.Χ.) χαρακτηρίζει τον χορό ‘’καλλαβίς” με “κυκλικές κινήσεις των γοφών” ή ως ένα “είδος απρεπούς χορού με λιγίσματα των γοφών” (το περισπάν τα ισχία ή γένος ορχήσεως ασχημόνως των ισχίων κυρτουμένων). Ο Φώτιος (820-891 μ.Χ.) ορίζει τον ίδιο χορό ως εξής: “Τα σκέλη σε απρεπή διάσταση και με χέρια να διέλκουν τους γοφούς” (το διαβαίνειν ασχημόνως και διέλκειν τα ισχία ταις χερσίν). Παρακάτω αναφέρει ο Φώτιος: “Ο τρόπος που περνάνε τον καιρό τους και διασκεδάζουν και σείονται και εκτελείται η όρχηση σειομένου του σώματος απρεπώς και, κατά τη σεξουαλική συνήθειά τους, καμπτομένων των γοφών” (το διέλκεσθαι και παντοδαπώς διαστρέφεσθαι κατ’ είδος λέγεται δε και ριγνούσθαι, το καμπύλον γίγνεσθαι ασχημόνως και κατά συνουσίαν και όρχησιν κάμπτοντα την οσφύν).
Αναφέρονται κυρίως χορεύτριες και ο συνήθης εξοπλισμός είναι πάντα γυναικεία ενδύματα, κύμβαλα, τύμπανα (ντέφι) και κρόταλα χαλκού. Όλα αυτά χρησιμοποιούνται σήμερα ακόμα στην Ελλάδα και ιδιαίτερα όταν πρόκειται για το τσιφτετέλλι.
Το γεγονός ότι έχουμε περιγραφές των γομφικών χορών κατά τη μετά Χριστόν εποχή και όλοι συμφωνούν ως προς το απρεπές και αισχρόν των κινήσεων, απαιτεί μίαν εξήγηση. Ένας γενικός λόγος είναι ότι έχει διασωθεί ένα ελάχιστο ποσοστό από την αρχαία γραμματεία και έτσι δεν αποκλείεται να είχαν χαρακτηρισθεί αυτοί οι χοροί και στους προηγουμένους αιώνες ως αναιδείς. Αυτό όμως μου φαίνεται απίθανο, επειδή έχουμε πολυάριθμες απεικονίσεις ορχουμένων Μαινάδων.
Γι’ αυτό, μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο χορός θεωρήθηκε ως αισχρός και αναιδής, όταν έχασε την συνάφειά του με τη θρησκευτική λατρεία. Ο Ηράκλειτος (550-480 π.Χ.) έκανε αναφορικά με την φαλλοφορία την εξής παρατήρηση: “Αν δεν έκαναν την πομπή και δεν τραγουδούσαν το άσμα του αιδοίου προς χάριν του Διονύσου, θα ήταν έργο αναιδέστατο”.
Σαν συμπέρασμα πρέπει να συγκρατήσουμε ότι οι χαρακτηριστικές κινήσεις των γοφών, που ισχύουν και για το τσιφτετέλι, δεν συναντώνται στην κωμωδία. Ο κόρδαξ λοιπόν αποκλείεται ως πρόδρομος του τσιφτετελιού. Απομένει η τελευταία περίπτωση, ο σατυρικός χορός, και όντως διαπιστώνονται εδώ τα περισσότερα κοινά.
Ο τρόπος και το νόημα των κινήσεων του γομφικού χορού δηλούν την άμεση συνάφειά του με τη Διονυσιακή λατρεία και μάλιστα όχι μόνον σε σχέση με Νύμφες, Βάκχες και Μαινάδες, που ανήκουν ούτως ή άλλως στο θίασο του Διονύσου, αλλά προπαντός σε σχέση με τις Ελληνίδες που εκτελούσαν τις περίφημες ορειβασίες το χειμώνα προς λατρείαν του θεού, όπως μας τις παρουσιάζει ο Ευριπίδης στις Βάκχες του, συνουσιαζόμενες με Σιληνούς και Σατύρους, οι οποίοι προϋπαντούσαν τις ορέξεις των γυναικών με ανασηκωμένους τους φαλλούς.
Ήδη από αυτό έπεται ότι ο γομφικός χορός ήταν ο χορός του σατυρικού δράματος. Επίσης δεν ευσταθεί το να δούμε στον κόρδακα, που κατά το σχήμα του Αριστόξενου ήταν ο χορός της κωμωδίας, τον πρόδρομο του γομφικού χορού και να τον αποκαλέσουμε χορό της κοιλιάς.
Περί μετρικής των βακχικών ορχήσεων υπάρχουν πολλές μαρτυρίες από την αρχαιότητα. Έχουν διασωθεί όμως λίγες για το ποια μέτρα είναι η βάση των γνωστών μας ονομάτων χορών. Ο Αριστοτέλης αναφέρει τον τροχαϊκό τετράμετρο ως στίχο του σατυρικού από τη μία και από την άλλη ως χαρακτηριστικότερο χορικό ρυθμό του κόρδακος: (ό δε τροχαίος κορδακικώτερος).
Ως όνομα χορού έχει διασωθεί ο ιθύφαλλος, ένας τροχαϊκός βραχύς στίχος. Ο Αθήναιος περιγράφει τους ιθύφαλλο και ίαμβο ως χορούς των μεθυσμένων. Στα ονόματα χορών βρίσκεται και ο ιωνικός. Ο Αθήναιος τον αποκαλεί παροίνιο, δηλαδή τον ανήκοντα στον οίνο.
Πιθανόν να έχει την πληροφορία από τον Πλαύτο. Από τον ίδιο γνωρίζουμε επίσης ότι ο χορευτής στους Ρωμαίους λεγόταν ‘’lonikus”. Εν συνεχεία ανήκουν ο χορίαμβος και ο δάκτυλος στα μέτρα των βακχικών χορών, αφού προέρχονται από την Ασία (Λυδία και Φρυγία), όπου ήταν κατά τη γνώμη των Αρχαίων και η πατρίδα της διονυσιακής θρησκείας.
Να μη λησμονήσουμε βεβαίως τον βακχείο. Κατά τον Αριστείδη (περίπου 350 π.Χ.) είχαν και ο χορίαμβος και ο αντίσπαστος αυτήν την ονομασία. Με τον τροχαίο και τον ίαμβο παράγονται αυτομάτως και οι μορφές του επίτριτου.
Από τον Αθήναιο γνωρίζουμε και τον ανάπαιστο ως χορικό μέτρο. Με το ρυθμό αυτό εορτάζονταν οι θυσίες στα Υακίνθια στη Σπάρτη.
Τέλος, πρέπει να συμπεριλάβουμε και τα μέτρα παίων, κρητικός και υποδόχμιος, που είναι και μέρη του βιλαμοβιτσιανού.
Ας ρίξουμε τώρα μία ματιά στις σύγχρονες μορφές του τσιφτετελιού:
Τα τρία κώλα Αδώνειος, Ραϊτσιάνουμ και Υποδόχμιος κατάγονται από τη δημοτική μουσική. Οι ποιητές τα παρέλαβαν ως προϋπάρχοντα.
Οι μετρικές μορφές, μέσα στις οποίες συναντάται το τσιφτετέλλι, ταυτίζονται σε ουσιαστικό βαθμό με αυτές της αρχαιότητας. Δεν προσφέρουν τίποτα το ιδιαίτερο. Γι’ αυτό περιορίζομαι με τα παραδείγματά μου στον Βιλαμοβιτσιανό.
Η καταπληκτικότερη και συνάμα χαρακτηριστικότερη μετρική μορφή ανάμεσα στα τσιφτετέλλια είναι μία που κατάγεται από το 600 π.Χ. περίπου και φέρει την μετρική ονομασία “χοριαμβικό δίμετρο” ή “βιλαμοβιτσιανός”. Βιλαμοβιτσιανός, επειδή ο Ulrich von Wilamowitz-Moellendorff ανεκάλυψε τον στίχο αυτό στις τραγωδίες του Ευριπίδη και για το λόγο ότι κατά τη μορφολογική του παρουσία αποτελείται μόνον σε σπάνιες περιπτώσεις από δύο χοριάμβους. Πρόκειται για έναν δημοτικό αιολικό στίχο και μάλιστα του ποιμενικού μέλους, ο οποίος παρατηρείται ήδη στη Σαπφώ.
Παραδείγματα:
Κατά κανόνα μόνον το δεύτερο καταληκτικό μέτρο είναι χορίαμβος, ενώ το μπροστινό μέτρο μπορεί να είναι ιαμβικό, τροχαϊκό, σπονδειακό ή να αποτελείται από έναν αμφίβραχυ, βακχείο, παλιμβάκχειο, κρητικό, αντίσπαστο, ιωνικό απ’ ελάσσονος, ιωνικό από μείζονος, αδώνειο, ραϊτσιάνουμ, υποδόχμιο, ή να είναι τεμαχισμένο σε βραχείες συλλαβές. Με αυτόν τον τρόπο, διαμορφώνονται 8-σύλλαβοι ως 10-σύλλαβοι στίχοι με μήκος 11 ως 14 χρόνων και μοιάζει με μέτρο περιττού αριθμού, χωρίς όμως να είναι.
Ο Wilamowitz-Moellendorff είχε ήδη συμπεράνει, με βάση τα πρώτα ευρήματά του στον Ευριπίδη (485-407 π.Χ), δηλαδή σε έργα κατά 150 χρόνια περίπου νεώτερα, αφού έλαβε υπόψη του κείμενα και πρόσωπα, ότι πίσω από το χοριαμβικό δίμετρο κρύβονταν λαϊκοί στίχοι. Διότι ο Ευριπίδης χρησιμοποιεί π.χ, στην τραγωδία “Ελένη”, τους στίχους 1301 μέχρι 1368, κατά την είσοδο του χορού, μέσω των οποίων σκηνοθετείται μία ατμόσφαιρα υπαίθρου με κύκλιους χορούς, τύμπανα, αυλούς, μαινόμενες βάκχες και κισσούς, το σύμβολο του Διονύσου:
Στ. 1360 κισσού τε στεφθείσα χλόα // νάρθηκας εις ιερούς,
ρόμβου θ’ ειλισσομένα // κύκλος ένοσις αιθερία
βακχεύουσα τ’ έθειρα Βρομίω // και παννυχίδες θεάς.
Στην πάροδο του “Φαέθωνος”, στ. 27 και 28, ενός σατυρικού δράματος από τα πρώιμα έργα του, χρησιμοποιεί ο Ευριπίδης το χοριαμβικό δίμετρο, όταν γίνεται λόγος για βοσκούς που παίζουν την σύριγγα και βόσκουν τα κοπάδια τους:
σύριγγας δ’ ουριβάται // κινούσιν ποιμνάν ελάται•
Στο σατυρικό δράμα “Κύκλωψ” που διαμορφώνεται αρχικά με ιαμβικά τρίμετρα, αλλάζει σε χοριαμβικά δίμετρα, αφού ο γερο-Σειληνός που καθαρίζει τον στάβλο του Κύκλωπα, ανακοινώνει ότι πλησιάζουν οι Σάτυροι με τη ποίμνη χορεύοντας την σίκιννι.
στ. 41: πα γενναίων μέν πατέρων
γενναίων τ’ εκ τοκάδων,
πα δή μοι νίση σκοπέλους.
Αν απ’ αυτό συμπεράνουμε ότι πρόκειται για ένα ποιμενικό μέλος, επιβεβαιωνόμαστε και από τον Αριστοφάνη. Στους “Βατράχους” κοροϊδεύει τους χοριαμβικούς στίχους του Ευριπίδη με τα λόγια: “Πρώτ’ απ’ όλα μας βάζει άσεμνα τραγούδια, τραγούδια του οίνου, καρικούς σκοπούς, αυλούς, μοιρολόγια και κύκλιους (λαϊκούς) χορούς”. Την τελική απόδειξη όμως βρήκε στο μέλος της Κόριννας από την Τανάγρα (500 π.Χ. περίπου), όπου διηγείται στις Ταναγραίες ιστορίες των γραιών (γεροίων). Απ’ αυτό το μικρό μέλος παραδίδονται δέκα ακέραιοι σωζόμενοι στίχοι.
Το χοριαμβικό δίμετρο όμως δεν παραδίδεται μόνο από την Κόριννα και τον Ευριπίδη αλλά και από τη Σαπφώ (600 π.Χ. περίπου), τον Αισχύλο, τους Πίνδαρο, Βακχυλίδη, Σοφοκλή, Τιμόθεο (Δικτυουλκοί Πέρσαι, στ. 103-110, 114-121) και τον Αριστοφάνη (Ιππής, Σφήκες, Βάτραχοι).
Χορευόμενοι στίχοι πρέπει μεν να έχουν ένα και το αυτό επαναλαμβανόμενο σχήμα, δεν είναι όμως απαραίτητο να έχουν ομοιόμορφη δομή. Διότι το διαφορετικό μήκος των μετρικών στοιχείων και η εξ αυτού διαφορετική μορφή του στίχου εναρμονίζεται αβίαστα στο όλον του μέλους, αν εξισωθεί με την ανάλογη διαστολή φωνηέντων, φαινόμενο ήδη γνωστό από την αρχαιότητα, ή μέσω παύσεων. Αυτό ισχύει τόσο για το πρώτο όσο και για το καταληκτικό μέτρο.
Μ’ αυτόν τον τρόπο σχηματίζεται ένας ευκολοχόρευτος 16-χρονος στίχος. Το ότι η μέθοδος αυτή εφαρμόζεται στο σύγχρονο τσιφτετέλι, αποδεικνύεται από τη δημοτική και τη λαϊκή μουσική. Κανονικά εκτελούνται μόνον 14-χρονα μέτρα και το δίχρονο υπόλοιπον συμπληρώνεται μέσω παύσης. Όπως φαίνεται, τραγουδιόταν και χορευόταν ο στίχος αναμφισβήτητα και στην αρχαιότητα με παύση. Η δομή του στίχου. ιδίως το καταληκτικό μακρόν του χοριάμβου, την επιβάλλει. Διότι, όπως έλεγε ο Wilamowitz-Moellendorff σε άλλα σχετικά αποσπάσματα. “μετά το τελευταίο μακρό του στίχου έπεται παύσις’’.
Με το προηγούμενο τραγούδι και με τα τρία επόμενα αντιμετωπίζουμε το φαινόμενο της διπλής μετρικής. Βασίζεται στο γεγονός ότι ο σύγχρονος λαϊκός συνθέτης, ο οποίος είναι κανονικά και ο στιχουργός, συνθέτει πάνω στη μετρική ενός παραδοσιακού χορού. Πολύ συχνά δεν ταιριάζει όμως η μετρική του δικού του στίχου με τη μετρική του χορού. Αυτό το πρόβλημα το λύνει - μάλλον ασυνείδητα - μέσω παύσεων, δηλ. προσαρμόζει, όπως στα τρία επόμενα τραγούδια, έναν 13-χρονο στίχο σε έναν 18-χρονο χορό, αρχίζοντας με μία 1-χρονη παύση και τελειώνοντας με μία 4-χρονη παύση, ώστε να έχουμε ως αποτέλεσμα ένα τσιφτετέλι σε μορφή ενός βιλαμοβιτσιανού σε έναν ζεϊμπέκικο.
Τα τελευταία τρία τραγούδια έχουν την διαμετρική δομή όπως το τραγουδάκι της Κόριννας. Τη βρίσκουμε και στους Πίνδαρο και Ευριπίδη.
Εντύπωση προξενεί το ότι ο βιλαμοβιτσιανός προσφέρεται ως μετρική βάση για πολλούς αμανέδες. Στο δίσκο ‘’Αμανέδες 1906-1936” από τα 14 τραγούδια τα έξι είναι βιλαμοβιτσιανοί. Σ’ έναν άλλο δίσκο, που περιέχει αποκλειστικώς αμανέδες μάλιστα, επτά από τα δεκατέσσερα είναι βιλαμοβιτσιανοί. Αυτό δείχνει ότι αυτήν τη μορφή στίχου παρέλαβε και η Ιωνία από τη γειτονική Αιολία και ότι είναι βαθιά ριζωμένη στον Ελληνικό λαό.
Κατά τις επισκέψεις μου στην Ελλάδα έκανα συχνό τη γενική διαπίστωση ότι το Τσιφτετέλι θεωρείται τούρκικος χορός αραβικός ή τουλάχιστον ανατολίτικος. Η άποψη αυτή υποστηρίζεται και από επιστήμονες. Έτσι, και ο Γιώργος Λυκεσάς π.χ. χαρακτηρίζει το τσιφτετέλι χορό ανατολίτικο. Ο Samuel Baud-Bovy παραθέτει χωρίο του Μαζαράκη, στο οποίο γίνεται λόγος για τούρκικα τσιφτετέλια. Τέλος ο Πέτρος Μπεράτης θεωρεί το τσιφτετέλι χορό θηλυπρεπή, χυδαίο, ηδυπαθή και ασιατικό και αποφαίνεται ότι δεν είχε καμιά θέση στην κλασική περίοδο του ρεμπέτικου.
Όταν το 1993 περίπου σε τηλεφωνική μου συνδιάλεξη με τη γνωστή φιλόλογο στη Γερμανία, Ισιδώρα Ρόζενταλ-Καμαρινέα, εξήγησα το αντικείμενο των ερευνών μου, δηλαδή ότι συνέκρινα τις μορφές του ρεμπέτικου με τις μορφές του δημοτικού τραγουδιού, μου αποκρίθηκε οργισμένη: “Μην ανακατεύετε το ρεμπέτικο με το άγιο δημοτικό τραγούδι! Αυτά τα δύο πράγματα δεν έχουν τίποτα το κοινό μεταξύ τους”.
Αυτές οι γνώμες υποστηρίζονται και από πλήθος δημοσιευμάτων των φιλολόγων του 19ου αιώνα. Έτσι, ανεκάλυψα π.χ. στο άρθρο του Hans Flach, καθηγητή στην Τυβίγγη, “Ο χορός παρά τοις Έλλησι” (1881), το εξής χαριτωμένο χωρίο: “Διότι όπως και στην αρχαιότητα, έτσι και σήμερα στις πανηγύρεις - προς τιμήν της Παρθένου ή ενός Αγίου, εορτάζεται από αγρότες και αγρότισσες με τραγούδια και χορούς, αλλά όπως ανταποκρίνονται όλες οι μαρτυρίες, το περιεχόμενο των τραγουδιών είναι συνήθως σοβαρό - γι’ αυτό και αποκαλούνται «τραγούδια», και οι ανάλογοι χοροί είναι ταιριαστοί και αξιοπρεπείς, ποτέ αμελείς και αναιδείς... Μόνο ένας και μοναδικός χορός είναι εδώ από όλους εξαιρετέος, τον οποίον έλαβε η Ελλάδα από τους φαύλους και εμπαθείς ανατολίτες, τον φρυγικό χορό του Διονύσου, που χορευόταν κατά παράδοσιν στα διάφορα Διονύσια υπό τη μανιώδη επίδραση του οίνου. Αυτός ο κόρδαξ, τον οποίον παρέλαβαν οι Έλληνες μαζί με καθετί το ευτελές από την ανατολή, ήταν χορός στροβιλικός, κατά τον οποίον κινούνται και στρέφονται κυρίως οι γοφοί’’.
Επομένως, στο πεδίο των δημοτικών χορών ζητάει κανείς μάταια το Τσιφτετέλι, εφόσον δεν θεωρείται ελληνικός. Έτσι λοιπόν, η σχετική γραμματεία τον αγνοεί αποσιωπώντας τον. Συνεπώς, λείπει το Τσιφτετέλι από τις εκδηλώσεις των δημοτικών χορών.
Το Τσιφτετέλι κατατάσσεται στο ρεμπέτικο, που δίπλα στους ανδρικούς Ζεϊμπέκικο και Χασάπικο αποτελεί το γυναικείο ταίρι του.
Η προκατάληψη ότι το Τσιφτετέλι δεν είναι ελληνικό, είναι βαθιά ριζωμένη στον ελληνικό λαό και συντηρείται από κάποιο ανώτερο κοινωνικό στρώμα. Στους αντιπροσώπους αυτούς του στρώματος πρέπει να αποδοθεί η μομφή, ότι ή δεν γνωρίζουν την ιστορία τους ή την παραποιούν. Για τον λόγο αυτόν ο Μάρκος Βαμβακάρης δε συνέθεσε ούτε ένα τσιφτετέλι.
Από πότε είναι γνωστός ο γομφικός χορός στην Ελλάδα, από πού προέρχεται ο χορός αυτός και σε ποιες σύγχρονες μορφές απαντάται, είναι τα ερωτήματα που πρέπει να εξετασθούν εδώ.
Το σωστό είναι ότι το όνομα του Χορού ”ciftetelli” είναι τούρκικο και σημαίνει διπλοχορδή, μάλλον από ένα μουσικό όργανο. Επίσης είναι γνωστός σε όλη την ανατολή και χορεύεται κυρίως από γυναίκες. Πρέπει να διαπιστωθεί όμως επίσης, ότι η υποτιθέμενη ανατολίτικη καταγωγή αυτού του χορού δεν εμποδίζει καθόλου τους Έλληνες να χορεύουν τσιφτετέλι. Τουναντίον είναι δημοφιλέστατο, χορεύεται από τις Ελληνίδες με μεγάλη επιδεξιότητα και χειροκροτείται από τους άνδρες με ενθουσιασμό.
Το ότι ο χορός στη ζωή των Ελλήνων έπαιζε ανέκαθεν σπουδαίο ρόλο, μας το μαρτυρούν κατάδηλα η εικαστική τέχνη και η σωζόμενη γραμματεία. Ο Πλάτων (427-347 π.Χ.) αναφέρει ότι ο Απόλλων, οι Μούσες και ο Διόνυσος είναι οι πρωταίτιοι της αισθήσεως “ρυθμού (τε) και αρμονίας”, ότι οι θεοί απέστειλαν στους ανθρώπους τις Μούσες, τον μουσαγέτη Απόλλωνα και τον Διόνυσο να συντροφεύουν στις εορτές τους και τους χορούς τους και ότι εκείνος που δεν ξέρει να χορεύει θεωρείται αμόρφωτος.
Την πρωιμότερη σωζόμενη συστηματοποίηση της ορχήσεως την βρίσκουμε στο έβδομο βιβλίο των “Νόμων”, στο τελευταίο έργο του Πλάτωνος. Κάτω από την γενική έννοια “γυμναστική τέχνη” διαχωρίζει ο Πλάτων τα γένη “όρχησις” και “πάλη”. Όμως τα δύο αυτά γένη εφάπτονται, γεγονός που απορρέει από το μύθο, κατά τον οποίον η Ήρα εκπαίδευσε τον Άρη πρώτα σε τέλειο χορευτή και κατόπιν του δίδαξε την πολεμική τέχνη, και κατά μία ρήση του Σωκράτη, είναι εκείνοι που τιμούν κάλλιστα τους θεούς με χορούς οι καλλίτεροι στον πόλεμο. Με αφετηρία τις κινήσεις του σώματος ορίζει ο Πλάτων δύο γένη χορών, τους καλούς (ωραίους) και τους αισχρούς (άσχημους). Το κάθε γένος το διαχωρίζει πάλι σε δύο είδη με αποτέλεσμα να έχουμε τέσσερις μορφές ορχήσεων. Εδώ συγκαταλέγει την τραγωδία στις σεμνές κινήσεις του σώματος, την κωμωδία στις αμφισβητούμενες ορχήσεις και τους κύκλιους χορούς ή χορεία, στις ειρηνικές μορφές ορχήσεων.
Απεναντίας ο Αριστόξενος (354-300 π.Χ.), τριάντα χρόνια αργότερα περίπου επιχείρησε μία διαφορετική ταξινόμηση των ορχήσεων. Αρχικά διαιρεί τις ορχήσεις με γνώμονα κατάταξης εκείνες που ανήκουν στο δραματικό γένος (σκηνικής ποιήσεως ορχήσεις) και εκείνες που ανήκουν στο λυρικό γένος (λυρικής ποιήσεως ορχήσεις). Έκαστο γένος το διαιρεί εν συνεχεία σε τρεις μορφές ορχήσεων, τις οποίες αντιτάσσει συγκρίνοντάς τες (συγκρίσεις). Βασίζεται όμως σε διαφορετικά κριτήρια, έτσι ώστε οι τρεις του μορφές να μη συμφωνούν με εκείνες του Πλάτωνα.
Ο Πλάτων διαχωρίζει τις αμφισβητούμενες ορχήσεις σε αυτές, οι οποίες εκτελούνται στην κωμωδία, επομένως ανήκουν στην ποιητική τέχνη και είναι “κανονισμένες μέσω νόμου και ορισμού” (ούτως τω νόμω και λόγω κείσθω) από τη μία μεριά, και από την άλλη σε εκείνες τις βακχικές ορχήσεις του λαού, των δούλων και των ξένων, τους χορούς εκείνους δηλαδή, κατά τους οποίους οι χορευτές υπό την επίδραση του οίνου αυτοονομάζονται Νύμφες, Πάνες, Σιληνοί και Σάτυροι, μιμούμενοι, όπως λένε, και κάποτε τελούντες καθαρμούς και τελετές. Αυτοί οι χοροί δεν τυγχάνουν περαιτέρω σχολιάσεως από τον Πλάτωνα, αλλά παραμερίζονται από την πολιτεία ως μη άξιοι μεταχειρίσεως (ούκ εστί πολιτικόν). Από την αρνητική αυτή στάση του Πλάτωνα έπεται ότι αποκλείει και το σατυρικό δράμα, μολονότι δεν εκφράζεται ρητώς επ’ αυτού.
Η αριστοξενική ταξινόμηση προέρχεται από ένα χαμένο έργο του “Περί ορχήσεως” και οι πηγές της είναι έμμεσες. Σ’ αυτό έγκειται μάλλον ο λανθασμένος χαρακτηρισμός της πυρρίχης ως του λυρικού ανάλογου του σατυρικού δράματος. Ο χορός αυτός ανήκει μεν στο σατυρικό δράμα, δεν υπάρχει όμως ένα τέτοιο λυρικό ύφος. Η πυρρίχη ήταν ένα όνομα διαδεδομένο σε όλην την Ελλάδα για την ενόπλιο όρχηση.
Λιγότερο ακόμα αρμόζει η κατάταξη των υπορχημάτων στον κόρδακα. Επίσης δεν μπορεί να αληθεύει ότι ο Αριστόξενος ισχυρίσθηκε ότι η εμμέλεια ονομαζόταν στην Ιθάκη αλητήρ, διότι η αλητήρ ήταν όρχησις αισχρή. Παρά ταύτα όμως το αριστοξένειο σύστημα είναι προτιμητέο έναντι του Πλάτωνα. Ο Πλάτωνας προσανατολίζεται προς τα αισθητικά κριτήρια “καλόν” και “αισχρόν”, πίσω απ’ τα οποία κρύβονται ωφελιμιστικά πολιτικά φρονήματα και είναι συνεπώς συνδεδεμένα με ηθικές αξιώσεις. Συγχέει λοιπόν τελετουργικό, δραματικό και λαϊκό χορό, δεν λαμβάνει υπ’ όψη του την καταγωγή των χορών ούτε την ιστορική τους εξέλιξη και αναφέρει τελικά μόνον τραγωδία και κωμωδία. Τον κόρδακα όμως δεν τον αναφέρει. Ο Αριστόξενος αντίθετα διαφοροποιεί τρεις κατηγορίες, δηλαδή τραγωδία, κωμωδία και σατυρικό δράμα, τα λυρικά τους αντίστοιχα και τις τρεις χαρακτηριστικές τους ορχήσεις. Αυτή η τριχοτόμηση επεβλήθηκε τελικά στους μετέπειτα συγγραφείς, υπερίσχυσε και στην Ιταλία και επεβλήθηκε και εκτός της δραματικής και λυρικής ποίησης, δηλαδή στους λαϊκούς χορούς, στα συμπόσια και στις παραστάσεις χορού.
Πρέπει να υποδειχθεί ακόμα ότι η εμμέλεια ήταν η όρχηση του χορού στην τραγωδία και η σίκιννις, η όρχηση του χορού στην κωμωδία, αλλιώς δεν θα την ανέφερε ο Αριστόξενος ως χαρακτηριστικό χορό της κωμωδίας.
Ο Λουκιανός (120-200 μΧ.) αποφαίνεται στην πραγματεία του “Περί ορχήσεως”, ότι οι κατηγορίες ορχήσεων, που εκφράζονται μέσω του κόρδακος, της σικίννιδος και της εμμέλειας είναι δημιουργήματα των ακολούθων του Διονύσου, των σατύρων, και έχει δίκιο σ’ αυτό, εφ’ όσον αρχή και ουσία του χορού είναι η έκσταση, το οργιάζειν, όπως μαρτυρεί και η λέξις “ορχέομαι”, στα αρχαία ινδικά, rghayate, που σημαίνει “μαίνομαι, εκστασιάζομαι”. Οι απόψεις του συμφωνούν εξ άλλου με τις γενικώς αποδεδειγμένες απόψεις περί καταγωγής των τριών γενών του δράματος: τραγωδία, σατυρικόν και κωμωδία.
Ήδη στην αρχαϊκή εποχή υπήρχε ο διθύραμβος, μία πλατιά διαδεδομένη μορφή της χορικής ποίησης, ως ένα τελετουργικό άσμα προς τιμήν του Διονύσου. Αυτό αποδεικνύεται από την πρώτη του αναφορά από τον Αρχίλοχο (περίπου το 650 π.Χ στο απόσπασμα D και επιβεβαιώνεται από τους Αισχύλο και Ευριπίδη (485-407 π.Χ.).
Κατά τον Αριστοτέλη (384-322 π.Χ.) η τραγωδία εξελίχθηκε από τον διθύραμβο. Αναφέρει όμως και το σατυρικόν ως προ-μορφή της τραγωδίας. Επειδή και το σατυρικόν είναι αδιάσπαστα συνδεδεμένο με τον Διόνυσο και την ακολουθία του, μπορούμε να φανταστούμε την εξέλιξη από το διθύραμβο δια του σατυρικού στην τραγωδία.
Γεννήθηκε επομένως “απ’ αρχής αυτοσχεδιαστικής ή εκ μικρών μύθων”, οι οποίοι παραστάθηκαν χορευτικά. Αυτό διασώθηκε στην Ελλάδα στα χωριά. Αναφέρεται το 1803 από τον Bartholdy ένας τόπος κοντά στις Σάρδεις, το 1906 από τον Dawkins η Βιζύη στη Θράκη και το 1955 από τον Μούρραη-Βελλούδιο μεταξύ άλλων η Μονοκκλησιά Δράμας στη Μακεδονία.
Η τραγωδία συν τω χρόνω απαγκιστρώθηκε από το σατυρικό παίρνοντας τη σοβαρή και λειτουργική της μορφή. Ο διθύραμβος και το σατυρικόν διατήρησαν παράλληλα την αυτονομία τους.
Περί της καταγωγής της κωμωδίας λέει ο Αριστοτέλης, ότι οι αρχές της είναι ανεξερεύνητες. Κατά τη γνώμη του προέρχεται από αυτοσχεδιάσματα και φαλλοπομπές. Η είσοδός της επίσημα στις τελετές των μεγάλων Διονυσίων στην Αθήνα χρονολογείται από τα 486 π.Χ. 50 χρόνια αργότερα από την τραγωδία. Από επιστημονική άποψη υποτίθεται ότι η κωμωδία εξελίχθηκε από τον κώμο, μία ζωηρή εορταστική πομπή προς τιμήν του Διονύσου με άσματα, αυλούς και κιθάρες και κάθε είδους παρεκτροπές,
Παίρνοντας ως βάση το τριαδικό σύστημα: Εμμέλεια (χορείον, συρτός, χορός τραγωδίας), Σίκιννις (πολεμικός/σατυρικός χορός) και Κόρδαξ (κωμικός χορός), πρέπει πρώτα να εξετάσουμε εάν και, σε καταφατική περίπτωση, σε ποιον από τους τρεις χορικούς τύπους δύναται να συγκαταλεχθεί το τσιφτετέλλι. Προς τούτο είναι αναγκαίο να περιγράψουμε τις ιδιαιτερότητες του χορού αυτού.
Για τη διερεύνηση χορών πρέπει κατά την αρχαία θεωρία να προσεχθούν τα εξής σημεία: φοραί, σχήματα και δείξεις, δηλαδή κινήσεις ποδών, κορμού και χειρών. Αυτά τα βασικά σημεία ισχύουν ακόμα και σήμερα.
Το Τσιφτετέλλι ανήκει στο γένος των σπασμικών χορών. Χαρακτηριστικό τους γνώρισμα είναι, εκτός των σπασμών του άνω σώματος και των κυματοειδών κινήσεων του κορμού, οι σπαρταριστές, σειστές, στροφικές κινήσεις της κοιλιακής χώρας, γεφυροειδείς λυγισμοί όλου του σώματος με ταυτόχρονες αναστροφές των βραχιόνων και των χεριών. Επί το πλείστον και δικαίως χορεύεται από γυναίκες, αφού ο κραδασμός των μαστών, ο στροβιλισμός των γοφών και ο λυγισμός του σώματος βρίσκουν το νόημά τους μόνο στον ερεθισμό του άνδρα. Σημαντικό είναι ακόμη ότι πρόκειται για έναν χορό μοναχικό, που όμως χορεύεται από πολλούς συγχρόνως χωρίς να λαβαίνει τη μορφή του κύκλιου χορού. Ήδη στο σημείο αυτό μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι το τσιφτετέλλι, λόγω του αναμφισβήτητα ερωτικού χαρακτήρα του, αποκλείεται ως χορός της τραγωδίας.
Επειδή το τσιφτετέλι είναι ένας ερωτικός, κυρίως από γυναίκες χορευόμενος, χορός, πρέπει να αναρωτηθούμε, αν και πού ευρίσκεται στην αρχαιότητα ένας παρόμοιος χορός. Εδώ προσφέρεται η Διονυσιακή θρησκεία από τη μία και η λατρεία της Αρτέμιδας από την άλλη, διότι μόνον αυτές οι δύο θεότητες έχουν συνοδείες και μάλιστα τόσο ανδρικές όσο και γυναικείες. Εκτός του Διονύσου αποκαλείται μόνον η Άρτεμις “κελαδεινή”, δηλαδή μαινομένη, μεθυσμένη θεά. Κοινοί και στις δύο λατρείες είναι χοροί οργιαστικοί και φαλλικοί και οι δύο λατρείες είναι επίσης βαθιά ριζωμένες στη λαϊκή θρησκεία.
Η Άρτεμις είναι η άγρια χορεύτρια. Η μεγάλη θεά της φύσης είναι πανταχού παρούσα, η χαρά της είναι ο χορός. Ο Διόνυσος προσκαλεί τη θηλυκότητα. Μόνον αυτή ορειβατεί μαζί του, μόνο σιληνοί και σάτυροι χορεύουν μαζί τους — κανένας θνητός.
Ονόματα χορών προς τιμήν του Διονύσου έχουν διασωθεί πολλά. Σ’ αυτά αριθμούν εκτός της Σικίννιδος και οι Σικιννοτύρβη, Τυρβασία, Διθύραμβος, Ιθύμβοι, Ιθύφαλλοι, Επίφαλλος, Κονίσαλος, Βακχική, Θερμαυσίς, Θράκιος, Μόγγας, Κύκλωψ, Τιτάνες, Γλαύξ, Νύμφαι, Κώμος, Σκωψ, Σειλινός, Σάτυρος κλπ.
Ονόματα χορών που ανήκουν στη λατρεία της Αρτέμιδος έχουν διασωθεί: ο Κόρδαξ, ο Μόθων, η Κορυθαλλία, η Καλαβίς, η Αγγελική και ένας από τους βρυλλιχιστές χορευόμενος αναιδής χορός με προσωπεία που προκαλεί γέλωτες. Ειδικά ως γομφικές ορχήσεις σημειώνονται οι: Βακτρισμός, Απόκινος, Απόσεισις, Καλαβίς, Μόθων και Κόρδαξ.
Ο χαρακτηρισμός του Κόρδακος ως όρχησης γομφικής απαιτεί ακριβέστερη διερεύνηση, εφόσον φέρεται ως ο κατ’ εξοχήν χορός της κωμωδίας. Προς τούτο πρέπει να διερευνηθούν τα σχετικά κείμενα των κωμωδιών, αν οι περιγραφόμενοι σ’ αυτά χοροί μας μεταφέρουν κάποιαν εικόνα για το πώς χορευόταν ο κόρδαξ κατά την αρχαιότητα.
Στην πρόσφατη μετάφραση της κωμωδίας “Νεφέλες” του Αριστοφάνη (1992) στα νέα ελληνικά, ο Βασίλειος Μανδηλαράς μεταφράζει στο στίχο 540 τη λέξη “κόρδαξ” ως “χορό της κοιλιάς”. Επίσης τον ίδιο ορισμό (αισχρώς κινούσα την οσφύν) βρίσκουμε στην ερμηνεία του Π.Ν. Παπά στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια. Γενικά, θεωρείται ο κόρδαξ στην Ελλάδα ως πρόδρομος του χορού της κοιλιάς, δηλαδή του γομφικού χορού. Πρέπει λοιπόν να αποσαφηνισθεί αν ο γομφικός χορός αντιστοιχεί στην εικόνα που έχουμε για τον κόρδακα.
Για πρώτη φορά εμφανίζεται η λέξη “κόρδαξ” το έτος 423 π.Χ, στην κωμωδία “Νεφέλες” του Αριστοφάνη κατά την παράστασή τους στους αγώνες των Μεγάλων Διονυσίων στην Αθήνα, και μάλιστα δις: “ουδέ κόρδαχ’ είλκυσεν”. Κατά το σχόλιο RV, πρόκειται για μία άσχημη μορφή χορού της κωμωδίας (είδος ορχήσεως κωμικής ασχήμονος). Κατά το σχόλιο EMMatr, είναι ένας κωμικός χορός κατά τον οποίο οι γοφοί κινούνται αισχρώς (κόρδαξ κωμική, ήτις αισχρώς κινεί την οσφύν). Η δεύτερη αναφορά γίνεται δεκαπέντε στίχους παρακάτω, όπου ο Αριστοφάνης περιπαίζει τον Εύπολι ότι έβαλε στην κωμωδία του “Μαρικάς” μία μεθυσμένη γριά, μόνο και μόνον για να χορέψει ένα κόρδακα: “Εύπολις μεν τον Μαρικάν πρώτιστον παρείλκυσεν,... προσθείς αυτών γραύν μεθύστην, του κόρδακος είνεχ”. Περίπου 80 χρόνια αργότερα ο Αριστοτέλης αναφέρει τον τροχαϊκό τετράμετρο ως χαρακτηριστικότερο χορικό ρυθμό του κόρδακος (ό δε τροχαίος κορδακικώτερος), Η χρονικώς επόμενη αναφορά στον κόρδακα ευρίσκεται στον Δημοσθένη (384-328 π.Χ.), στον δεύτερο ολυνθιακό λόγο κατά του Φιλίππου το έτος 349/348, στον οποίο διαβάζουμε: Ο Φίλιππος είναι άνθρωπος υβριστής: καθημερινώς ενδίδει στην ακολασία και οινομανία μετ’ ασέμνων χορών και κορδακισμών. Από τον κωμικό ποιητή Μνησίμαχο (περίπου 350 π.Χ.) έχει διασωθεί το απόσπασμα “Ο Ιπποτρόφος”, στο οποίο βρίσκεται η έκφραση “λε(ί)πεται κόρδαξ”. Από τον Θεόφραστο (371-287 π.Χ.) μαθαίνουμε ότι ο κόρδαξ ήταν λαϊκός χορός, ο οποίος χορευόταν σε κατάσταση “απονίας” δηλαδή αμυαλοσύνης, και κατά τα σχετικά σχόλια εδώ ένα “είδος αισχράς και απρεπούς ορχήσεως”.
Ακολουθούν αναφορές από τον 2ο μ.Χ. αιώνα. Έχουμε δύο επιστολές του Αλκίφρονος, όπου χορευόταν ο κόρδαξ σε δύο οινοκατανυκτικά συμπόσια μπεκρήδων, τον Λουκιανό με την υπόδειξη ότι ένας σειληνός χόρευε κόρδακα, τον Παυσανία με την μαρτυρία περί λατρείας της Αρτέμιδος Κορδάκας στην Ήλιδα, και τις πολλαπλές αναφορές του Αθήναιου, με την υπόδειξη “ο κόρδαξ παρ’ Έλλησι φορτικός”. Ο Ησύχιος (5ος αι. μ.Χ.) επί τέλους χαρακτηρίζει τον κόρδακα ως άσεμνο και αισχρό χορό και ταυτίζει τη λέξη κορδακισμοί με “τα των μίμων γελαία και παίγνια”.
Ετυμολογικώς η λέξη παράγεται από το “κραδάω, κραδαίνω”, εμφανίζεται και ως ρήμα “κορδακίζειν”. Υπάρχει και η άλλη του ετυμολογική εκδοχή του “σκόρδαξ” από το “σκορδόω =συνουσιάζομαι.
Στην αρχαιότερη κωμωδία, συγκεκριμένα στον Κρατίνο (περίπου 450 π.Χ.), περιγράφονται οι εξής κινήσεις: Με κλειστά πόδια εκτελούνται πηδηχτές κινήσεις με σκυφτό το σώμα προς τα εμπρός και τους βραχίονες εναλλάξ τεντωμένους - σαν ένα ξίφος - προς τα εμπρός και προς το άνω (ξιφίζειν, και ποδίζειν, και διαρρικνούσθαι). Στις τρεις αυτές κινήσεις, που αναφέρονται και στις κωμωδίες του Αριστοφάνη, προστίθενται και το μάζεμα όπως ο πετεινός (πτήσσειν ώς τις αλέκτωρ), και το τίναγμα (εκλακτίζειν) του ενός σκέλους προς τα εμπρός ή πλαγίως και προς τα άνω, έτσι ώστε να εξέχουν επιδεικτικά τα οπίσθια ή οι γοφοί (το σκέλος ουράνιον εκλακτίζειν ρίπτειν, πρωκτός χάσκειν), και με ένα πήδημα να εγγίζουν οι πτέρνες τα οπίσθια (μόθωνα αποπυδαρίζειν, ποτί πυγάν άλλεσθαι).
Εκτός αυτών έχουν επισημανθεί και οι κάτωθι κινήσεις: περιστροφικές κινήσεις των γοφών/οπίσθιων (οσφύν (πυγάν) κινείν, περιάγειν), πήδημα σε ένα πόδι (πηδάν), κτύπημα στην κοιλιά (σε αυτόν γαστρίζειν). Πρόκειται για χορούς, κατά τους οποίους ο καθένας χορευτής περιστρέφεται γύρω από τον εαυτόν του (βεμβικίζειν, βέμβικες εγγένεσθαι, στροβείν), και συγχρόνως και μαζικές γενικές κινήσεις σε μεγάλο κύκλο (κυκλοσοβείν, κύκλω παραβαίνειν). Οι χοροί αυτοί χορεύονται τακτικά μόνον από άνδρες και ενίοτε με γυναικείο ρουχισμό. Όταν χορεύονται από γυναίκες, τότε δένουν φαλλούς εμπρός τους.
Προξενεί εντύπωση το γεγονός ότι όλες οι ονομασίες αυτού του χορού, δηλαδή κόρδαξ, μόθων, καλλαβίς και καρυδάν, δεν είναι ελληνικής προελεύσεως, αλλά προέρχονται προφανώς από προελληνικά φύλα, από την προδωρική εποχή, και οι Δωριείς τα παρέλαβαν αργότερα. Η ονομασία “μόθων” μας παραπέμπει σαφώς στην Πελοπόννησο, Οι Μόθωνες ήταν ο αρχικός πληθυσμός τον οποίο υπέταξαν και καταπίεσαν οι Δωριείς και ονόμασαν Είλωτες. Ο χορός αυτός χαρακτηρίζεται στα σχόλια της κωμωδίας “Πλούτος” του Αριστοφάνη ως χορός δούλων, από τον Πολυδεύκη ως χορός των αχθοφόρων και των ναυτών και από τον Φώτιο ως είδος κόρδακος. Το όνομα διαφυλάχθηκε ως τις ημέρες μας με το όνομα της πόλης Μεθώνη στα νοτιοδυτικά της Μεσσηνίας.
Αυτό εξηγεί και τα πολυάριθμα γνωστά ιερά και τεμένη της Αρτέμιδος στην Πελοπόννησο. Στην Μεθώνη υπήρχε ιερό της Αρτέμιδος. Στην Ήλιδα, κοντά στην Σίλυπο, υπήρχε μάλιστα ένα ιερό υπό την ονομασία Άρτεμις Κορδάκα, στις τελετές του οποίου χόρευαν άνδρες κόρδακα. Το σημείο αυτό δεν βρίσκεται μακριά από την μυκηναϊκή Πύλο. Από την αποκρυπτογράφηση της γραμμικής Β γραφής γνωρίζουμε ότι η Άρτεμις λατρευόταν από τη μυκηναϊκή εποχή στην Πύλο. Βαθιά στον Ταΰγετο, σε μία χαράδρα του λατρευόταν ως Άρτεμις Δερεάτις με τον χορό καλλαβίς. Στη Σπάρτη εόρταζαν την Αρτέμιδα Κορυθαλλία μασκαρεμένοι άνδρες, οι Κυριττοί. Ιερά της Αρτέμιδας Ορθίας υπήρχαν στο όρος Λυκόνη κοντά στην Τεγέα και στην περιοχή Λίμναι της Λακωνίας. Στις Καρυές Λακωνίας λατρευόταν η Άρτεμις Καρυάτις, ή ‘’καρυδένια”.
Τέλος υπήρχαν στην Πελοπόννησο, αλλά και στην Αττική, πολυάριθμα ιερά της Αρτέμιδος Αγροτέρας, ως προστάτιδας των θηρίων. Εκτός από τη Δήμητρα είναι και αυτή ‘’πότνια θηρών”. Από την Λακωνία μας είναι γνωστοί και οι Βρυλλιχιστές, οι χορευτές και χορεύτριες ενός θρασύτατου χορού με γυναικεία φορέματα και μάσκες. Κυρίως από τις πολυάριθμες πληροφορίες του Παυσανία μπορεί να εννοηθεί πόσο σπουδαία ήταν η λατρεία της θεάς στην περιοχή αυτή της Ελλάδος.
Η συνάφεια του κόρδακος με μία θεότητα αναφέρεται δύο φορές ακόμα. Έχουμε μίαν επιγραφή του 2ου αιώνα π.Χ. στην Μινόα της Αμοργού, κατά την οποία παρουσιάζονται κορδακιστές ως συνοδοί του Πυθίου Απόλλωνος Κορδάκων (περί τον Πύθιον Απόλλωνα Κορδάκων). Και η δεύτερη επιγραφή αναφέρεται στον Πύθιο Απόλλωνα. Μία δυνατή εξήγηση γι’ αυτήν τη συνάφεια είναι ίσως το γεγονός ότι ο Απόλλων ήταν ο αδελφός της Αρτέμιδος.
Ο Κόρδαξ στην αρχική του μορφή παριστάνει συνεπώς έναν προδωρικό χθόνιο χορό της πελοποννησιακής γης, αφιερωμένο στη λατρεία της θεάς Αρτέμιδος, μιας θεάς της βλάστησης, της γέννησης και του θανάτου.
Ήδη στα 1910 ο Heinz Schnabel ασχολήθηκε με το θέμα “κόρδαξ”. Στο πρώτο μέρος της πραγματείας του “Κόρδαξ, αρχαιολογικές μελέτες για την ιστορία ενός χορού της αρχαιότητας και περί της προελεύσεως της ελληνικής κωμωδίας” προσπάθησε να αποδείξει ότι η απεικόνιση σε έναν αμφορέα του πρώτου ημίσεως του 5ου αιώνα π.Χ. δείχνει τρεις χορευτές να χορεύουν κόρδακα, και ότι σύμφωνα με τις περιγραφές του Κρατίνου και του Αριστοφάνους, ιδιαίτερα στις “Σφήκες” και στις “Νεφέλες”, ο κόρδαξ θα έπρεπε να χορεύεται κατ’ αυτόν τον τρόπο.
Στο δεύτερο μέρος της εργασίας του ο Schnabel εξέτασε την καταγωγή του κόρδακος και την εντόπισε στην λατρεία της Αρτέμιδας στην Πελοπόννησο.
Ενώ το δεύτερο μέρος περί καταγωγής του κόρδακος χαιρετήθηκε από τους ειδικούς (Korte), το πρώτο μέρος προξένησε σφοδρές επικρίσεις. Ιδιαίτερα αναφέρουμε τον Alfred Korte, ο οποίος το ίδιο έτος έδειξε στην πραγματεία του ότι όλα αυτά είναι ατεκμηρίωτες υποθέσεις. Η άποψη του Korte εκφράζει και τη σημερινή θέση της φιλολογικής επιστήμης.
Οι Korte, Warnecke και Ross υποστηρίζουν ότι περί κόρδακος δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα, διότι δεν υπάρχει καμιά περιγραφή της εκτέλεσής του. Ποιοι χοροί περιγράφονται από τους Κρατίνο και Αριστοφάνη και ποιο χορό παριστάνει το εν λόγω αγγείο είναι άγνωστο. Η επιστήμη συμφωνεί στο ότι το μοναδικό σχόλιο στο στίχο 540 των “Νεφελών”, που αναφέρει ήδη ο Korte το 1910, λείπει από τα σπουδαιότερα χειρόγραφα και ότι είναι μάλλον βυζαντινής προελεύσεως. Όλες οι άλλες πηγές μαρτυρούν μόνο ότι ο κόρδαξ ήταν “φορτικός” και αισχρός χορός, φαύλος, απρεπής, αναιδής, ασελγής και γελοίος και ότι χορευόταν σε κατάσταση μέθης. Το αυτό αληθεύει όμως και για τις βακχικές ορχήσεις.
Αλλά και κατά την μετά Χριστόν εποχή, από αυτούς που περιγράφουν γομφικούς χορούς, τους Μαρτιάλις και Γιουβενάλις (1ος αιώνας), τον Πολυδεύκη (2ος αιώνας), τον Αρνόβιο (περίπου 300 μ.Χ.), τον Ησύχιο (5ος αιώνας) και τον Φώτιο (9ος αιώνας), μόνον ο Πολυδεύκης συσχετίζει τον γομφικό χορό με τον κόρδακα.
Ο Μαρτιάλις (40 -100 μ.Χ.) αναφέρει: “Είναι εξοργιστικό όταν αναιδείς γυναίκες από τις Γάδες και οι κόρες χορεύουν ασταμάτητα με τρέμουσες κινήσεις και περιστρέφουν απρεπώς τους γοφούς”, Ο Ιουβενάλις (60 -140 μ.Χ.) μαρτυρεί, “Ο αυλός παρασύρει τους γοφούς σε κινήσεις, και παρακάτω: “Αφού αρχίσουν να ενθουσιάζονται με τραγούδι, με χορό και παλαμάκια σείονται οι κόρες τέλεια με τρεμάμενα πισινά χαμηλώνοντας μέχρι το έδαφος”. Στον Πολυδεύκη (2ος αιώνας μ.Χ.) IV 99, βρίσκουμε “πώς οι χορεύτριες κόρδακος, οι κορδάκες, σείουν τους γοφούς τους απρεπώς” (όπερ ήν το την οσφύν φορτικώς περιάγειν), και αλλού IV, 101 “βακτριασμός δε και απόκινος και απόσεισις ασελγή είδη ορχήσεων εν της οσφύος περιφορά”. Στον Αρνόβιο (περίπου 300 μ.Χ.) ‘’με παρατεταμένα σκέλη και γοφούς και ταλαντεύσεις της μέσης δημιουργούν κυματοειδείς κινήσεις”. Ο Ησύχιος (5ος αιώνας μ.Χ.) χαρακτηρίζει τον χορό ‘’καλλαβίς” με “κυκλικές κινήσεις των γοφών” ή ως ένα “είδος απρεπούς χορού με λιγίσματα των γοφών” (το περισπάν τα ισχία ή γένος ορχήσεως ασχημόνως των ισχίων κυρτουμένων). Ο Φώτιος (820-891 μ.Χ.) ορίζει τον ίδιο χορό ως εξής: “Τα σκέλη σε απρεπή διάσταση και με χέρια να διέλκουν τους γοφούς” (το διαβαίνειν ασχημόνως και διέλκειν τα ισχία ταις χερσίν). Παρακάτω αναφέρει ο Φώτιος: “Ο τρόπος που περνάνε τον καιρό τους και διασκεδάζουν και σείονται και εκτελείται η όρχηση σειομένου του σώματος απρεπώς και, κατά τη σεξουαλική συνήθειά τους, καμπτομένων των γοφών” (το διέλκεσθαι και παντοδαπώς διαστρέφεσθαι κατ’ είδος λέγεται δε και ριγνούσθαι, το καμπύλον γίγνεσθαι ασχημόνως και κατά συνουσίαν και όρχησιν κάμπτοντα την οσφύν).
Αναφέρονται κυρίως χορεύτριες και ο συνήθης εξοπλισμός είναι πάντα γυναικεία ενδύματα, κύμβαλα, τύμπανα (ντέφι) και κρόταλα χαλκού. Όλα αυτά χρησιμοποιούνται σήμερα ακόμα στην Ελλάδα και ιδιαίτερα όταν πρόκειται για το τσιφτετέλλι.
Το γεγονός ότι έχουμε περιγραφές των γομφικών χορών κατά τη μετά Χριστόν εποχή και όλοι συμφωνούν ως προς το απρεπές και αισχρόν των κινήσεων, απαιτεί μίαν εξήγηση. Ένας γενικός λόγος είναι ότι έχει διασωθεί ένα ελάχιστο ποσοστό από την αρχαία γραμματεία και έτσι δεν αποκλείεται να είχαν χαρακτηρισθεί αυτοί οι χοροί και στους προηγουμένους αιώνες ως αναιδείς. Αυτό όμως μου φαίνεται απίθανο, επειδή έχουμε πολυάριθμες απεικονίσεις ορχουμένων Μαινάδων.
Γι’ αυτό, μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο χορός θεωρήθηκε ως αισχρός και αναιδής, όταν έχασε την συνάφειά του με τη θρησκευτική λατρεία. Ο Ηράκλειτος (550-480 π.Χ.) έκανε αναφορικά με την φαλλοφορία την εξής παρατήρηση: “Αν δεν έκαναν την πομπή και δεν τραγουδούσαν το άσμα του αιδοίου προς χάριν του Διονύσου, θα ήταν έργο αναιδέστατο”.
Σαν συμπέρασμα πρέπει να συγκρατήσουμε ότι οι χαρακτηριστικές κινήσεις των γοφών, που ισχύουν και για το τσιφτετέλι, δεν συναντώνται στην κωμωδία. Ο κόρδαξ λοιπόν αποκλείεται ως πρόδρομος του τσιφτετελιού. Απομένει η τελευταία περίπτωση, ο σατυρικός χορός, και όντως διαπιστώνονται εδώ τα περισσότερα κοινά.
Ο τρόπος και το νόημα των κινήσεων του γομφικού χορού δηλούν την άμεση συνάφειά του με τη Διονυσιακή λατρεία και μάλιστα όχι μόνον σε σχέση με Νύμφες, Βάκχες και Μαινάδες, που ανήκουν ούτως ή άλλως στο θίασο του Διονύσου, αλλά προπαντός σε σχέση με τις Ελληνίδες που εκτελούσαν τις περίφημες ορειβασίες το χειμώνα προς λατρείαν του θεού, όπως μας τις παρουσιάζει ο Ευριπίδης στις Βάκχες του, συνουσιαζόμενες με Σιληνούς και Σατύρους, οι οποίοι προϋπαντούσαν τις ορέξεις των γυναικών με ανασηκωμένους τους φαλλούς.
Ήδη από αυτό έπεται ότι ο γομφικός χορός ήταν ο χορός του σατυρικού δράματος. Επίσης δεν ευσταθεί το να δούμε στον κόρδακα, που κατά το σχήμα του Αριστόξενου ήταν ο χορός της κωμωδίας, τον πρόδρομο του γομφικού χορού και να τον αποκαλέσουμε χορό της κοιλιάς.
Περί μετρικής των βακχικών ορχήσεων υπάρχουν πολλές μαρτυρίες από την αρχαιότητα. Έχουν διασωθεί όμως λίγες για το ποια μέτρα είναι η βάση των γνωστών μας ονομάτων χορών. Ο Αριστοτέλης αναφέρει τον τροχαϊκό τετράμετρο ως στίχο του σατυρικού από τη μία και από την άλλη ως χαρακτηριστικότερο χορικό ρυθμό του κόρδακος: (ό δε τροχαίος κορδακικώτερος).
Ως όνομα χορού έχει διασωθεί ο ιθύφαλλος, ένας τροχαϊκός βραχύς στίχος. Ο Αθήναιος περιγράφει τους ιθύφαλλο και ίαμβο ως χορούς των μεθυσμένων. Στα ονόματα χορών βρίσκεται και ο ιωνικός. Ο Αθήναιος τον αποκαλεί παροίνιο, δηλαδή τον ανήκοντα στον οίνο.
Πιθανόν να έχει την πληροφορία από τον Πλαύτο. Από τον ίδιο γνωρίζουμε επίσης ότι ο χορευτής στους Ρωμαίους λεγόταν ‘’lonikus”. Εν συνεχεία ανήκουν ο χορίαμβος και ο δάκτυλος στα μέτρα των βακχικών χορών, αφού προέρχονται από την Ασία (Λυδία και Φρυγία), όπου ήταν κατά τη γνώμη των Αρχαίων και η πατρίδα της διονυσιακής θρησκείας.
Να μη λησμονήσουμε βεβαίως τον βακχείο. Κατά τον Αριστείδη (περίπου 350 π.Χ.) είχαν και ο χορίαμβος και ο αντίσπαστος αυτήν την ονομασία. Με τον τροχαίο και τον ίαμβο παράγονται αυτομάτως και οι μορφές του επίτριτου.
Από τον Αθήναιο γνωρίζουμε και τον ανάπαιστο ως χορικό μέτρο. Με το ρυθμό αυτό εορτάζονταν οι θυσίες στα Υακίνθια στη Σπάρτη.
Τέλος, πρέπει να συμπεριλάβουμε και τα μέτρα παίων, κρητικός και υποδόχμιος, που είναι και μέρη του βιλαμοβιτσιανού.
Ας ρίξουμε τώρα μία ματιά στις σύγχρονες μορφές του τσιφτετελιού:
Τα τρία κώλα Αδώνειος, Ραϊτσιάνουμ και Υποδόχμιος κατάγονται από τη δημοτική μουσική. Οι ποιητές τα παρέλαβαν ως προϋπάρχοντα.
Οι μετρικές μορφές, μέσα στις οποίες συναντάται το τσιφτετέλλι, ταυτίζονται σε ουσιαστικό βαθμό με αυτές της αρχαιότητας. Δεν προσφέρουν τίποτα το ιδιαίτερο. Γι’ αυτό περιορίζομαι με τα παραδείγματά μου στον Βιλαμοβιτσιανό.
Η καταπληκτικότερη και συνάμα χαρακτηριστικότερη μετρική μορφή ανάμεσα στα τσιφτετέλλια είναι μία που κατάγεται από το 600 π.Χ. περίπου και φέρει την μετρική ονομασία “χοριαμβικό δίμετρο” ή “βιλαμοβιτσιανός”. Βιλαμοβιτσιανός, επειδή ο Ulrich von Wilamowitz-Moellendorff ανεκάλυψε τον στίχο αυτό στις τραγωδίες του Ευριπίδη και για το λόγο ότι κατά τη μορφολογική του παρουσία αποτελείται μόνον σε σπάνιες περιπτώσεις από δύο χοριάμβους. Πρόκειται για έναν δημοτικό αιολικό στίχο και μάλιστα του ποιμενικού μέλους, ο οποίος παρατηρείται ήδη στη Σαπφώ.
Παραδείγματα:
Κατά κανόνα μόνον το δεύτερο καταληκτικό μέτρο είναι χορίαμβος, ενώ το μπροστινό μέτρο μπορεί να είναι ιαμβικό, τροχαϊκό, σπονδειακό ή να αποτελείται από έναν αμφίβραχυ, βακχείο, παλιμβάκχειο, κρητικό, αντίσπαστο, ιωνικό απ’ ελάσσονος, ιωνικό από μείζονος, αδώνειο, ραϊτσιάνουμ, υποδόχμιο, ή να είναι τεμαχισμένο σε βραχείες συλλαβές. Με αυτόν τον τρόπο, διαμορφώνονται 8-σύλλαβοι ως 10-σύλλαβοι στίχοι με μήκος 11 ως 14 χρόνων και μοιάζει με μέτρο περιττού αριθμού, χωρίς όμως να είναι.
Ο Wilamowitz-Moellendorff είχε ήδη συμπεράνει, με βάση τα πρώτα ευρήματά του στον Ευριπίδη (485-407 π.Χ), δηλαδή σε έργα κατά 150 χρόνια περίπου νεώτερα, αφού έλαβε υπόψη του κείμενα και πρόσωπα, ότι πίσω από το χοριαμβικό δίμετρο κρύβονταν λαϊκοί στίχοι. Διότι ο Ευριπίδης χρησιμοποιεί π.χ, στην τραγωδία “Ελένη”, τους στίχους 1301 μέχρι 1368, κατά την είσοδο του χορού, μέσω των οποίων σκηνοθετείται μία ατμόσφαιρα υπαίθρου με κύκλιους χορούς, τύμπανα, αυλούς, μαινόμενες βάκχες και κισσούς, το σύμβολο του Διονύσου:
Στ. 1360 κισσού τε στεφθείσα χλόα // νάρθηκας εις ιερούς,
ρόμβου θ’ ειλισσομένα // κύκλος ένοσις αιθερία
βακχεύουσα τ’ έθειρα Βρομίω // και παννυχίδες θεάς.
Στην πάροδο του “Φαέθωνος”, στ. 27 και 28, ενός σατυρικού δράματος από τα πρώιμα έργα του, χρησιμοποιεί ο Ευριπίδης το χοριαμβικό δίμετρο, όταν γίνεται λόγος για βοσκούς που παίζουν την σύριγγα και βόσκουν τα κοπάδια τους:
σύριγγας δ’ ουριβάται // κινούσιν ποιμνάν ελάται•
Στο σατυρικό δράμα “Κύκλωψ” που διαμορφώνεται αρχικά με ιαμβικά τρίμετρα, αλλάζει σε χοριαμβικά δίμετρα, αφού ο γερο-Σειληνός που καθαρίζει τον στάβλο του Κύκλωπα, ανακοινώνει ότι πλησιάζουν οι Σάτυροι με τη ποίμνη χορεύοντας την σίκιννι.
στ. 41: πα γενναίων μέν πατέρων
γενναίων τ’ εκ τοκάδων,
πα δή μοι νίση σκοπέλους.
Αν απ’ αυτό συμπεράνουμε ότι πρόκειται για ένα ποιμενικό μέλος, επιβεβαιωνόμαστε και από τον Αριστοφάνη. Στους “Βατράχους” κοροϊδεύει τους χοριαμβικούς στίχους του Ευριπίδη με τα λόγια: “Πρώτ’ απ’ όλα μας βάζει άσεμνα τραγούδια, τραγούδια του οίνου, καρικούς σκοπούς, αυλούς, μοιρολόγια και κύκλιους (λαϊκούς) χορούς”. Την τελική απόδειξη όμως βρήκε στο μέλος της Κόριννας από την Τανάγρα (500 π.Χ. περίπου), όπου διηγείται στις Ταναγραίες ιστορίες των γραιών (γεροίων). Απ’ αυτό το μικρό μέλος παραδίδονται δέκα ακέραιοι σωζόμενοι στίχοι.
Το χοριαμβικό δίμετρο όμως δεν παραδίδεται μόνο από την Κόριννα και τον Ευριπίδη αλλά και από τη Σαπφώ (600 π.Χ. περίπου), τον Αισχύλο, τους Πίνδαρο, Βακχυλίδη, Σοφοκλή, Τιμόθεο (Δικτυουλκοί Πέρσαι, στ. 103-110, 114-121) και τον Αριστοφάνη (Ιππής, Σφήκες, Βάτραχοι).
Χορευόμενοι στίχοι πρέπει μεν να έχουν ένα και το αυτό επαναλαμβανόμενο σχήμα, δεν είναι όμως απαραίτητο να έχουν ομοιόμορφη δομή. Διότι το διαφορετικό μήκος των μετρικών στοιχείων και η εξ αυτού διαφορετική μορφή του στίχου εναρμονίζεται αβίαστα στο όλον του μέλους, αν εξισωθεί με την ανάλογη διαστολή φωνηέντων, φαινόμενο ήδη γνωστό από την αρχαιότητα, ή μέσω παύσεων. Αυτό ισχύει τόσο για το πρώτο όσο και για το καταληκτικό μέτρο.
Μ’ αυτόν τον τρόπο σχηματίζεται ένας ευκολοχόρευτος 16-χρονος στίχος. Το ότι η μέθοδος αυτή εφαρμόζεται στο σύγχρονο τσιφτετέλι, αποδεικνύεται από τη δημοτική και τη λαϊκή μουσική. Κανονικά εκτελούνται μόνον 14-χρονα μέτρα και το δίχρονο υπόλοιπον συμπληρώνεται μέσω παύσης. Όπως φαίνεται, τραγουδιόταν και χορευόταν ο στίχος αναμφισβήτητα και στην αρχαιότητα με παύση. Η δομή του στίχου. ιδίως το καταληκτικό μακρόν του χοριάμβου, την επιβάλλει. Διότι, όπως έλεγε ο Wilamowitz-Moellendorff σε άλλα σχετικά αποσπάσματα. “μετά το τελευταίο μακρό του στίχου έπεται παύσις’’.
Με το προηγούμενο τραγούδι και με τα τρία επόμενα αντιμετωπίζουμε το φαινόμενο της διπλής μετρικής. Βασίζεται στο γεγονός ότι ο σύγχρονος λαϊκός συνθέτης, ο οποίος είναι κανονικά και ο στιχουργός, συνθέτει πάνω στη μετρική ενός παραδοσιακού χορού. Πολύ συχνά δεν ταιριάζει όμως η μετρική του δικού του στίχου με τη μετρική του χορού. Αυτό το πρόβλημα το λύνει - μάλλον ασυνείδητα - μέσω παύσεων, δηλ. προσαρμόζει, όπως στα τρία επόμενα τραγούδια, έναν 13-χρονο στίχο σε έναν 18-χρονο χορό, αρχίζοντας με μία 1-χρονη παύση και τελειώνοντας με μία 4-χρονη παύση, ώστε να έχουμε ως αποτέλεσμα ένα τσιφτετέλι σε μορφή ενός βιλαμοβιτσιανού σε έναν ζεϊμπέκικο.
Τα τελευταία τρία τραγούδια έχουν την διαμετρική δομή όπως το τραγουδάκι της Κόριννας. Τη βρίσκουμε και στους Πίνδαρο και Ευριπίδη.
Εντύπωση προξενεί το ότι ο βιλαμοβιτσιανός προσφέρεται ως μετρική βάση για πολλούς αμανέδες. Στο δίσκο ‘’Αμανέδες 1906-1936” από τα 14 τραγούδια τα έξι είναι βιλαμοβιτσιανοί. Σ’ έναν άλλο δίσκο, που περιέχει αποκλειστικώς αμανέδες μάλιστα, επτά από τα δεκατέσσερα είναι βιλαμοβιτσιανοί. Αυτό δείχνει ότι αυτήν τη μορφή στίχου παρέλαβε και η Ιωνία από τη γειτονική Αιολία και ότι είναι βαθιά ριζωμένη στον Ελληνικό λαό.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις
(
Atom
)