Η θεωρία προηγείται και μετά αλλάζουμε τη πραγματικότητα, για να τη συνταιριάξουμε μ’ αυτή
Υπάρχουν αρχέγονες ερωτήσεις που δεν επιδέχονται μονάχα μια απάντηση, λες κι έχουν σκοπό τους, να κάνουν την ζωή μας δύσκολη και το μυαλό μας να δουλεύει ασταμάτητα. Μια απ' αυτές είναι «Ποια είναι η αρχέγονη πραγματικότητα;» και «Υπάρχει μια πραγματικότητα;» και «αν δεν υπάρχει μόνο μια πραγματικότητα πόσες υπάρχουν;» και «Είναι όλες πραγματικές ή φανταστικές;» Κι «αν είναι φανταστικές πως έχουμε πρόσβαση σε αυτές;» Και «ποια είναι η πραγματική η μία πραγματικότητα;» «Ποιος την έφτιαξε;» Βλέπετε, ξεκινάς με μια ερώτηση και καταλήγεις στο ΧΑΟΣ των ερωτήσεων.
Το διήγημα που θα διαβάσετε είναι του Charles Leonard Harness «Η ΝΕΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ» δεν απαιτεί ιδιαίτερες γνώσεις της σχετικής σχετικότητας ή της κβαντικής, γνώσεις φυσικές ή μεταφυσικές, απαιτεί όμως να έχετε μυαλό που δουλεύει ρέοντας, αναλύοντας και διαφοροποιώντας αφηρημένες έννοιες. Μόνο τότε μπορείτε να απαντήσετε σε 1-2 από τις πιο πάνω ερωτήσεις, χωρίς αυτό να σημαίνει πως θα τις απαντήσετε όλες ή πως δεν θα γεννηθούν νέες ! Ουτε σημαίνει πως η όποια απάντηση δώσετε, θα είναι η σωστή ή η μοναδική … ΟΥΦ ΝΑΙ ΧΑΟΣ.
Θα (ξανά) ανακαλύψετε επίσης ό,τι αυτό που μπορεί να κάνει την διαφορά -και το αναφέρουμε συνεχώς στον ΕΡΕΒΟΚΤΟΝΟ- είναι το μικρό, το ασήμαντο, αυτό που δεν το πιάνει το μάτι σου ή δεν το θεωρεί σημαντικό και άξιο λόγου ο νους σου, όπως ένα ποντίκι ή ένα φωτόνιο, είναι αυτό ακριβώς που κάνει την διαφορά, αυτό που υπό προϋποθέσεις, δημιουργεί ή καταστρέφει ξαναδημιουργεί και ξανά-καταστρέφει στο διηνεκές. Είναι ο ΚΑΤΕΡΓΑΡΗΣ της θεωρίας του ΧΑΟΥΣ είναι ο ΚΑΤΑΛΥΤΗΣ -αλήθεια ξέρεις ποιός είναι ο ΚΑΤΑΛΥΤΗΣ;
Σκέψου το γνωστό ανέκδοτο: Ρητορική ερώτηση, ανάμεσα σε φίλους που πίνουν ξαπλωμένοι στην αμουδιά, “Ποιος πρωτοέφτιαξε άραγε τον κόσμο; Ποιά είναι η Αρχέγονη Αρχή;” Απαντά ο χειρούργος ΕΓΩ, γιατί με γνώσεις χειρουργικής ο θεός έφτιαξε την Εύα και άρα υπάρχουμε! Απαντά ο αρχιτέκτονας ΕΓΩ γιατί ο θεός έφτιαξε πρώτα τον κόσμο και μετά τους ανθρώπους. Απαντά ο δικηγόρος στους άλλους δύο, ΕΓΩ ποιος νομίζετε πως έφτιαξε το ΑΡΧΕΓΟΝΟ ΧΑΟΣ;
«Η ΝΕΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ» Charles Leonard Harness
Ο Πρέντις μπήκε στο αυτοκίνητο, τράβηξε το βύσμα του κρυφού μικροφώνου λαιμού, από το ειδικό στήριγμα κάτω από το δεξί μανίκι του και το ‘χωσε στην αθέατη υποδοχή του ταμπλό. Μια στιγμή αργότερα, έλεγε λακωνικά στο μικρόφωνο:
-“Δώσε μου τη Λογοκρίτρια”. Κύλησαν μερικά δευτερόλεπτα με τα κλικ-κλακ της σύνδεσης κι ύστερα, άκουσε μια γυναικεία φωνή:
-“Εδώ Ε”.
-“Πρέντις, γλύκα μου”.
-“Λέγε με απλά Ε, Πρέντις. Τι έχεις ν’ αναφέρεις”;
-“Παρακολούθησα πέντε παραδόσεις του καθηγητή Λους. Διαθέτει ιδιωτικό εργαστήριο. Δεν εμπιστεύεται τους τελειοφοίτους του. Κατά τα φαινόμενα, κάνει μυστικά πειράματα στη συγκριτική ψυχολογία. Ξέρεις, με ποντίκια και τέτοια. Τίποτα το φανερά λογοκρίσιμο”.
-“Κατάλαβα. Ποια είναι τα σχέδιά σου τώρα”;
-“Θα βάλω να ερευνήσουν το εργαστήριο του απόψε. Αν δε βγει τίποτα, θα συστήσω να μη δοθεί συνέχεια”.
-“Θα προτιμούσα να ‘κανες εσύ ο ίδιος την έρευνα”. Ο Πρέντις Ρότζερς κατάφερε να κρύψει την έκπληξη και την ενόχλησή του.
-“Πολύ καλά”. Εκνευρισμένος κι απορημένος τράβηξε το βύσμα από την υποδοχή του, έβαλε μπροστά το αμάξι και βγήκε στον δρόμο που ‘τανε πλάι στο πανεπιστήμιο. Μα δε καταλάβαινε η κοπελιά πως ήταν ένας πολυάσχολος Τομεάρχης με διακόσιους ικανούς άντρες στην ευθύνη του, ώστε να κάνουνε μια νυχτερινή έρευνα ρουτίνας; Προφανώς το ‘ξερε, αλλά πα’ όλ’ αυτά, του ‘χε ζητήσει να κάνει αυτός την έρευνα. Γιατί; Και γιατί είχε αναθέσει τον καθηγητή Λους σ’ αυτόν προσωπικά, αναγκάζοντάς τον να σπαταλήσει τόσες πολύτιμες ώρες; Μισή ντουζίνα από τους πανέξυπνους νεαρούς φυσικούς φιλοσόφους που ‘χε στη διάθεσή του, θα μπορούσαν να κάνουνε θαυμάσια τούτη τη δουλειά.
Όμως η Ε, κρυμμένη πίσω από τη μεγαλόπρεπη ανωνυμία του αρχικού της, είχε φανεί ανυποχώρητη. Έτσι κι αλλιώς όμως, ο Πρέντις ποτέ δε θα μπορούσε ν’ ανταλλάξει πικρά λόγια με μια τέτοια υπέροχη καλλονή. Κανά-δυο χιλιόμετρα πιο πέρα, το αμάξι του μπήκε στο γκαράζ μιας ερημικής παρόδου και σταμάτησε δίπλα σε μια Κάντιλακ. Ο Κρας πετάχτηκε έξω από τη μεγάλη λιμουζίνα και του άνοιξε σιωπηλά τη πίσω πόρτα. Ο Πρέντις πέρασε και κάθισε.
-“Έχουμε μια δουλειά γι’ απόψε” είπε στον άλλο.
O βοηθός δίστασε για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου πριν βροντήξει τη πόρτα πίσω του. Ο Πρέντις κατάλαβε πως ο κοντόχοντρος ασθματικός ανθρωπάκος είχε ξαφνιαστεί και καταχαρεί από το νέο. Ο Κρας ποτέ δεν είχε καταλάβει πως ο έλεγχος της ανθρώπινης γνώσης ήταν απαίσια και μισητή δουλειά κι όχι είδος απάνθρωπης διασκέδασης.
-“Πολύ καλά κύριε Ρότζερς” έκανε με τη σφυριχτή ανάσα του ενώ καθότανε μπροστά στο τιμόνι. “Να φροντίσω για υπνοδωμάτιο στο Γραφείο για τη περίπτωση”;
-“Δε θα ‘χω καιρό για ύπνο” γρύλισε ο Πρέντις. “Το γραφείο μου είναι τόσο φορτωμένο με χαρτιά που δε βλέπω τι γίνεται πιο πέρα. Εσύ μπορείς να πάρεις έναν υπνάκο αν θες”.
-“Εντάξει κύριε Ρότζερς. Αν νυστάξω …”
Ο οντολόγος έριξε μια πικρόχολη ματιά στο σβέρκο του βοηθού του. Όχι, δεν υπήρχε περίπτωση να κοιμηθεί ο Κρας, αλλά όχι γιατί ο προβληματισμός θα του ‘κοβε τον ύπνο. Απομεινάρι μιας εποχής που ένας πράκτορας της Λογοκρισίας διέθετε μονάχα άγρυπνη περιέργεια κι ένα Γκάιγκερ τσέπης, ο Κρας παρέμενε μακαρίως απροβλημάτιστος με τις επικίνδυνες κι απρόβλεπτες επιπτώσεις της φιλοσοφικής πυρηνικής. Για τον Κρας, η “Οντολογία” ήταν απλώς ένας ακόμη ορισμός του λεξικού: “Η Επιστήμη Της Πραγματικότητας”.
Ο κοντούλης βοηθός του Πρέντις ποτέ δε θα ‘πιανε την ιδέα πως εκτός κι αν υπήρχε παγκόσμιο, λογικά δομημένο σύστημα επίβλεψης της πυρηνικής έρευνας, κάποιος στην άλλην άκρη του κόσμου -ή και στο διπλανό σπίτι- μπορεί να πατούσε ένα κουμπί και ν’ άλλαζε τη μορφή αυτής της πραγματικότητας. Αυτό ήτανε κι εκείνο που ‘κανε τον Κρας τόσο πολύτιμο: δεν ήξερε αρκετά για να φοβάται.
Το παράθυρο του υπογείου εργαστηρίου ήτανε στο επίπεδο του εδάφους. Ο Πρέντις είχε ψαλιδίσει τις τριχούλες από τα ρουθούνια του και μέχρι στιγμής είχε καταφέρει ν’ ανασαίνει εντελώς αθόρυβα. Αλλά τώρα, καθώς εκείνο το σπηλαιώδες πρόσωπο γύριζε προς το σημείο που ‘τανε ξαπλωμένος μπρούμυτα, αθέατος στο σκοτάδι, ένας ευδιάκριτος ήχος σπασμωδικής ανάσας ξέφυγε από τα πνευμόνια του.
Τα συνήθως ήπια, ευγενικά και κάπως αφηρημένα χαρακτηριστικά του καθηγητή Λους φαίνονταν τώρα παντελώς αλλαγμένα. Το πρόσωπό του ήτανε ξαναμμένο και τα λεπτά του χείλη τραβηγμένα πίσω, σε μια σιωπηλή γκριμάτσα δαιμονικής χαράς. Στα σπηλαιώδη μαύρα μάτια του χορεύανε μικρές σπίθες κόκκινης φλόγας. Βάζοντας όλη τη δύναμη της θέλησής του, ο οντολόγος, κατάφερε να στρέψει πάλι τη προσοχή του στον αρουραίο. Τέσσερις φορές μέσα στα τελευταία λίγα λεπτά, είχε δει το ζωντανό να τρέχει σ’ ένα κατηφορικό λούκι ως ένα σημείο διακλάδωσης, να διαλέγει τη μια διακλάδωση, να δέχεται ισχυρό ηλεκτροσόκ και μετά να τοποθετείται πάλι στην αρχή της διαδρομής για νέα προσπάθεια. Άσχετα ποια διακλάδωση διάλεγε το ζωντανό, δεχότανε πάντοτε ισχυρό ηλεκτροσόκ.
Στη πέμπτη προσπάθεια, παρά τα συνεχή σπρωξίματα από τα κύματα του πεπιεσμένου αέρα που δεχότανε στο λούκι, ο αρουραίος δε φαινότανε πρόθυμος να τρέξει. Λίγο πριν φτάσει στη διακλάδωση, σταμάτησε εντελώς. Ο πεπιεσμένος αέρας έσπρωξε πάλι το ζωντανό, κάνοντας μικρές τούφες από γκρίζες τρίχες ν’ ανασηκωθούν από τη ράχη και τα πισινά του. Τα ρεύματα του αέρα χτυπήσανε πάλι το τρωκτικό. Δε τους έδωσε καμιά σημασία. Έμεινε ασάλευτο εκεί, σχεδόν σε κωματώδη κατάσταση.
Κοιτάζοντας από το παράθυρο ο Πρέντις, είδε τον ψηλό άντρα να πλησιάζει νωχελικά το ζώο και να το αγγίζει με το δάχτυλο στη ράχη. Καμιά αντίδραση. Ύστερα ο Λους είπε κάτι με σιγανή, μασημένη φωνή, γιατί ο Πρέντις δυσκολεύτηκε να διαβάσει τα χείλη του:
-“… όταν κι οι δυο εναλλακτικοί δρόμοι δε σου κάνουν, αλλά ωστόσο πρέπει να διαλέξεις κάποιο, διστάζεις, δεν είν’ έτσι φιλαράκο; Κοντοστέκεσαι κι έτσι πας χαμένος! Παύεις να ‘σαι πια αρουραίος. Ξέρεις ποια θα ‘ταν η μοίρα του σύμπαντος αν ένα φωτόνιο κοντοστεκόταν σαν ελόγου σου; Δε ξέρεις; Έχεις ποτέ κόψει καμιά δαγκωνίτσα σε μπαλόνι, φιλαράκο μου; Μια μικρούλα, τόση δα δαγκωματιά”;
Ο Πρέντις βλαστήμησε από μέσα του. Ο καθηγητής είχε γυρίσει και βάδιζε τώρα προς τα κλουβιά κρατώντας το άτυχο ζώο. Προφανώς μονολογούσε ακόμη, αλλά τα χείλη του δε φαίνονταν πια. Αφού ασφάλισε τη πόρτα του κλουβιού, προχώρησε προς την έξοδο του εργατηρίου, κοιτάζοντας προσεχτικά, ολόγυρα. Ύστερα, καθώς άπλωνε το χέρι για να σβήσει το φως, το πρόσωπό του γύρισε προς το παράθυρο που βρισκόταν ο Πρέντις. Για μια στιγμή, ο πράκτορας ήταν σίγουρος ότι, με κάποια μυστηριώδη δύναμη, ο Λουτς έβλεπε έξω στο σκοτάδι, ίσια στα μάτια του. ‘Άφησε την ανάσα να βγει αργά από τα πνευμόνια του. Ήταν εντελώς παράλογο, βέβαια. Το δωμάτιο βυθίστηκε στο σκοτάδι.
Ο πράκτορας σκίρτησε κι έκλεισε τα μάτια. Δε θα ‘χε λόγους ν’ ανησυχεί μήπως χάσει το θήραμά του, μέχρι που θ’ άκουγε ν’ ανοίγει η εξωτερική πόρτα του εργαστηρίου, στην άλλη άκρη του μικρού κτιρίου. Η πόρτα δεν ακούστηκε ν’ ανοίγει. Ο Πρέντις συνέχισε να ‘χει καρφωμένα τα μάτια στο σκοτάδι που τύλιγε το δωμάτιο. Εκεί που πρώτα υπήρχε το κεφάλι του καθηγητή λαμπυρίζανε τώρα δυο μικροσκοπικές κόκκινες φλογίτσες, σαν κεριά. Κάτι έπρεπε ν’ αντανακλάται στα μάτια του καθηγητή. Αλλά το δωμάτιο ήτανε σκοτεινό. Δεν υπήρχε κανένα φως ν’ αντανακλάται εκεί. Τα φλογερά μάτια συνέχισαν να του δίνουνε τη ψευδαίσθηση πως τον παρατηρούσαν.
Οι τρίχες του σβέρκου του είχαν αρχίσει να σηκώνονται, όταν οι δίδυμες φλογίτσες χαθήκαν εντελώς κι ακούστηκε η πόρτα του εργαστηρίου ν’ ανοίγει. Ενώ τα βαριά βήματα σβήνανε πέρα στο λιθόστρωτο του δρόμου, ο Πρέντις ξεροκατάπιε μια τεράστια ποσότητα κρύου νυχτερινού αγέρα και σφούγγισε το ιδρωμένο του πρόσωπο με το μανίκι. Μα τι είχε πάθει; Συμπεριφερότανε σα καν’ άπειρο μαθητούδι. Ήταν ευτύχημα που ο Κρας είχε μείνει πίσω για να χειρίζεται τη τηλεκάμερα στη Κάντιλακ και δε μπορούσε να τον δει. Ανασηκώθηκε στα χέρια και στα γόνατα και σύρθηκε σιωπηλά προς το σκοτεινό παράθυρο. Είχε απλό συρόμενο παντζούρι και λίγα δευτερόλεπτα ήταν αρκετά για ν’ ανοίξει τρύπα στο τζάμι και να περάσει αγκιστρωτό σύρμα ως τον μηχανισμό. Οι αρουραίοι αρχίσανε να τσιρίζουνε φοβισμένα στα κλουβιά τους, όταν τον ακούσανε να μπαίνει στον υπόγειο χώρο.
-“Ο Λους γυρίζει πίσω!” τον προειδοποίησε ψιθυριστά η ασθματική φωνή του Κρας στ’ ακουστικά του. Ο Πρέντις βλαστήμησε κάτι μες από τα δόντια του, αλλά δε σταμάτησε τη κίνηση να βγάλει τον ηλεκτρονικό αναγνώστη υπερύθρων από τη τσέπη. Τα δάχτυλά του αγγίξανε το μικρόφωνο στο λαιμό του:
-“Σφύρα μου πότε θα φτάσει στη στροφή της αλέας” πρόσταξε σιγανά “και φρόντισε να τα καταγράφεις όλα στη κάμερα”.
Οι συσκευές στο εργαστήριο ήταν εκείνες που τον απασχολήσανε πρωταρχικά. Είχε απομνημονεύσει τέλεια τη θέση της καθεμιάς. Πλησιάζοντας όσο πιο κοντά τολμούσε στο σκοτάδι, σάρωσε με τον αναγνώστη του μερικά ιδιαίτερα ενδιαφέροντα όργανα που ‘χε προσέξει από πριν στο τραπέζι. Ύστερα στράφηκε προς τα βιβλία στο γραφείο, βλαστημώντας από μέσα του, που δεν είχε περισσότερο χρόνο για να καταγράψει κάτι παραπάνω από λίγες σελίδες.
-“Έφτασε στη στροφή” τον προειδοποίησε η φωνή του Κρας.
-“Εντάξει” μουρμούρισε ο Πρέντις, περνώντας τα ευαίσθητα δάχτυλά του πάνω από τις ράχες των βιβλίων. Διάλεξε ένα, το άνοιξε στη τύχη και πέρασε τον αναγνώστη υπερύθρων πάνω από τις αθέατες σελίδες. “Σου ‘ρχεται η εικόνα;” ρώτησε.
-“Αρχηγέ, είναι στη πόρτα!” Ο Πρέντις αναγκάστηκε να βάλει τον τόμο πίσω στη θέση του δίχως να διαβάσει περισσότερο. Μόλις κι είχε κλείσει το παντζούρι πίσω του, όταν άνοιξε η πόρτα του εργαστηρίου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Δυο ώρες αργότερα, ο οντολόγος πέταξε ένα κυνικό “καλημέρα” στη ρεσεψιονίστα και στις γραμματείς του και μπήκε στο γραφείο του. ‘Αφησε το κουρασμένο κορμί και το προβληματισμένο του κεφάλι να σωριαστούνε στη περιστρεφόμενη πολυθρόνα κι έβγαλε από το φάκελο τις φωτογραφικές κόπιες που ο Κρας είχε ετοιμάσει στο εμφανιστήριο της Κάντιλακ. Η σελίδα από το παλιό γερμανικό ημερολόγιο ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Για μιαν ακόμα φορά τη ξαναδιάβασε μεταφράζοντας με δυσκολία:
“Όσο περισσότερο εμβάθυνα στο χειρόγραφο, τόσον ένιωθα το στόμα μου να στεγνώνει και τη καρδιά μου να σφυροκοπά. Τούτο δω, ήξερα, ήταν προσφορά στη γνώση που όμοιά της η φαμίλια μου είχε να δει από την εποχή του Κοπέρνικου ή του Ρότζερ Μπέηκον, αν όχι και του Αριστοτέλη. Μου φαινόταν απίστευτο πως ο λιγόλογος άνθρωπος, ο Καντ, που ποτέ δεν είχε κάνει βήμα πέρα από τη πόλη του Κένισμπεργκ, θα μπορούσε να κατέχει το κλειδί του σύμπαντος την “Κριτική Του Καθαρού Λόγου” όπως το αποκαλεί.
Αμφιβάλλω αν ακόμα κι αυτός ο ίδιος αντιλαμβάνεται τι σημαίνουνε τελικά αυτά που γράφει, γιατί λέει πως είναι αδύνατο να γνωρίσουμε την αληθινή μορφή ή φύση του οιουδήποτε πράγματος, δηλαδή του Πράγματος Καθ’ Εαυτό (του Ding-An-Sich, όπως το αποκαλεί), του νοούμενου. Υποστηρίζει πως η έσχατη γνώση ανήκει μονάχα στους Θεούς. Δεν υποψιάζεται καν ότι, με το πέρασμα των αιώνων, η ανθρωπότητα πλησιάζει ολοένα και περισσότερο στη τελική κατανόηση των εσχάτων εννοιών.
Φαντάζομαι πως ακόμη κι αυτός ο μεγαλοφυής φιλόσοφος δεν αμφέβαλλε ότι και το 600 π. κ.ε. η Γη ήτανε στρογγυλή, όπως είναι σήμερα. Αλλά εγώ ξέρω πως ήταν επίπεδη τότε -τόσον επίπεδη όσο είναι αληθινά σφαιρική σήμερα. Τι έχει αλλάξει έκτοτε; Σίγουρα όχι το Πράγμα Καθ’ Εαυτό που λέγεται Γη. Όχι! Είναι ο νους του ανθρώπου που άλλαξε. Αλλα στην απίστευτη τυφλότητα που τον χαρακτηρίζει, ο άνθρωπος παρερμηνεύει την αλλαγή της πραγματικότητας, αποδίδοντάς την στην πρόοδο της επιστημονικής γνώσης και σε δήθεν πιο ακριβείς μεθόδους μέτρησης.
Ο Πρέντις χαμογέλασε. Ο Λους ήταν αναμφίβολα συλλέκτης φιλοσοφικών αρχετύπων. Παράξενο χόμπυ, αλλά δε μπορούσε να ‘ναι τίποτ’ άλλο από χόμπυ. Προφανώς η Γη δεν ήτανε ποτέ της επίπεδη και δεν είχε αλλάξει ουσιαστικά το σχήμα της στα τελευταία δυο δισεκατομμύρια χρόνια. Σίγουρα, οι όποιες αντιλήψεις περί επίπεδης γης που ‘χεν ο πρωτόγονος άνθρωπος πριν λίγες χιλιάδες χρόνια, οφείλονταν στην άγνοιά του μάλλον παρά σ’ ακριβείς μετρήσεις ή παρατηρήσεις κι ένας άνθρωπος με τη μόρφωση του Λους, όφειλε απλά να τις βρίσκει διασκεδαστικές. Και πάλι ο Πρέντις έπιασε τον εαυτό του να χαμογελά με την υπεροπτική ανεκτικότητα ανθρώπου που στηρίζεται σε είκοσι αιώνες επιστημονικής εξέλιξης. Οι πρωτόγονοι βέβαια, κάνα ό,τι καλύτερο μπόρεσαν. Απλά δεν είχαν αρκετές γνώσεις. Εργάζονταν με βάση παιδαριώδεις συλλογισμούς και νηπιακά όργανα.
Τα φρύδια του σμίξανε σκεφτικά. Το να δεχτεί πως οι παλιοί κάναν απλά παιδαριώδεις συλλογισμούς ήτανε κάπως αμφισβητήσιμο. Από την άλλη μεριά, άξιζε τον κόπο να το σκέφτεται; Το πολύ-πολύ ν’ ανακάλυπτε μερικές περιπτώσεις που η χρήση πρωτόγονων οργάνων σε συνδυασμό με μερικά απλοϊκά συμπεράσματα, είχαν οδηγήσει σε μιαν υπεραπλουστευμένην εικόνα του κόσμου. Από την άλλη μεριά. κάθε τι που ενδιέφερε τον παράξενο Δρ Λους ενδιέφερε αυτόματα και τον ίδιο τουλάχιστον μέχρι να ‘κλεινε αυτή η υπόθεση. Έσκυψε κι υπαγόρευσε στον φωνοεκτυπωτή:
-“Υπόμνημα προς το Τμήμα Γεωδεσίας. Αποστείλατε μου επειγόντως μια συνοπτική ιστορία για την εξέλιξη των ιδεών σχετικά με το σχήμα της Γης. Πρέντις.
Έχοντας κάνει το καθήκον του, το θέμα έπαψε να τον απασχολεί και στράφηκε πάλι προς το σωρό των αναφορών που στοιβάζονταν στο γραφείο του. Ένα τέταρτο αργότερα, ο φωνοεκτυπωτής κουδούνισε κι άρχισε να τυπώνει ένα εισερχόμενο μήνυμα:
“Προς Διευθυντή.
Θέμα: Αίτησή σας για μια συνοπτικήν ιστορία ιδεών ως προς τη μορφή της Γης.
Οι Χαλδαίοι κι οι Βαβυλώνιοι (πηγή: πήλινες πινακίδες της βιβλιοθήκης του Ασσουρμπανιμπάλ ή Σαρδανάπαλου), οι Αιγύπτιοι (πηγή: πάπυρος του ‘Αχμες, περί το 1700 π. κ.ε.), οι Κρήτες (πηγή: επιγραφές της βασιλικής βιβλιοθήκης της Κνωσσού περί το 1300 π. κ.ε.) οι Κινέζοι (πηγή: χειρόγραφα Τσου Κουνγκ, περί το 1100 π. κ.ε.) οι Εβραίοι (πηγή: άγνωστος βιβλικός ιστορικός, περί το 850 π. κ.ε.) κι οι Έλληνες (πηγή: χάρτης του πολυταξιδεμένου γεωγράφου Εκαταίου, 517 π. κ.ε.) πιστεύανε πως η Γη ήταν επίπεδος δίσκος. Αλλ’ από τον 5ο αιώνα π. κ.ε. κι ύστερα, η σφαιρικότητα της ήτανε πλέον παγκοσμίως αποδεκτή…”
Ακολουθούσανε μερικές αράδες ακόμα, καταλήγοντας με τις σχετικές εργασίες διόρθωσης των μετρήσεων, λόγω της πεπλάτυνσης των πόλων, αλλά ο Πρέντις είχε χάσει κιόλας το ενδιαφέρον του. Η αναφορά δεν έριχνε κανένα φως στο χόμπυ του Λους και το πράγμα δε φαινόταν να παρουσιάζει οντολογικές επιπτώσεις. Πέταξε το χαρτί στο καλάθι των αχρήστων και ξαναγύρισε στις αναφορές που ‘χε μπροστά του. Λίγα λεπτά μετά, στριφογύρισε νευρικά στη καρέκλα του, κοίταξε συνοφρυωμένος το φωνοεκτυπωτή, μα συγκρατήθηκε και ξαναγύρισε στη δουλειά του. Μπα! Δε γινότανε τίποτα. Κάτι τον έτρωγε… Βρίζοντας τον εαυτό του ηλίθιο που δεν εννοούσε να ξεχάσει την υπόθεση, έσκυψε και γρύλισε στη μηχανή:
-“Υπόμνημα προς Τμήμα Γεωδεσίας. Θέμα: Αναφορά περί σχήματος της Γης. Πως εξηγείτε τη μεταλλαγή στη νέα αντίληψη πως η Γη είναι σφαιρική μετά τον Εκαταίο; Επείγον. Πρέντις.” Τα δευτερόλεπτα άρχισαν να κυλάν αργά. Τα δάχτυλά του παίζαν ανυπόμονα τύμπανο πάνω στο γραφείο, ύστερα σηκώθηκε κι άρχισε να κόβει βόλτες πάνω-κάτω στο δωμάτιο. Όταν αντήχησε το κουδούνισμα του φωνοεκτυπωτή, σάλταρε πίσω κι έσκυψε πάνω από το μηχάνημα για να διαβάσει ανυπόμονα τις λέξεις ενώ γράφονταν: “Οι μεταγενέστεροι Έλληνες βάσισαν την αντίληψη περί σφαιρικότητας, στη παρατήρηση πως τα κατάρτια ενός πλοίου που πλησίαζε, εμφανίζονταν πρώτα κι ύστερα η πλώρη του. ‘Αγνωστο γιατί, το γεγονός δεν είχε παρατηρηθεί από προγενέστερους ναυτικούς…”
Ο Πρέντις έτριψε το μάγουλό του προβληματισμένος. Μα τι πάσχιζε να βρει έτσι; Καταχώρησε κάπου στο νου του την αόριστη ακόμα εικασία πως μπορεί η Γη να ‘τανε πραγματικά κάποτε επίπεδη. Αφήνοντας τη Γη κατά μέρος, τι θα ‘χε να πει κανείς για τον ουρανό; Σίγουρα δεν υπήρχε κανένα στοιχείο που να δείχνει πως ο ουρανός είχε αλλάξει στη διάρκεια της σύντομης ιστορίας της ανθρωπότητας. Θα ‘κανε μιαν ακόμα προσπάθεια και μετά θα τα παρατούσε.
-“Υπόμνημα για Τμήμα Αστρονομίας. Επείγον. Αποστείλατε συνοπτική συγκριτικήν ιστορία μεταξύ αρχαίων και σύγχρονων αντιλήψεων για το μέγεθος και την απόσταση του Ήλιου”.
Λίγα λεπτά μετά, διάβασε την απάντηση: “Αν εξαιρέσουμε τον Πλάτωνα, που τα στοιχεία του κρίνονται εντελώς αβάσιμα (υπολόγισε την απόσταση του Ήλιου ως διπλάσια εκείνης της Σελήνης), φτάνουμε στην αρχαιότερη αναγνωρισμένη αυθεντία. Ο Πτολεμαίος (Αλμαγέστη, περί το 140 π. κ.ε.) μέτρησε την ακτίνα του Ήλιου ως 5,5 φορές εκείνης της Γης (έναντι 109 της πραγματικής) και την απόσταση του Ήλιου ως 1210 φορές (έναντι 23.000 της πραγματικής). Οι πρώτες σχετικώς ακριβείς μετρήσεις χρονολογούνται όχι νωρίτερα από τον 17ο και 18ο αιώνα…”
Κάπου τα ‘χε ξαναδιαβάσει όλα τούτα. Οι διαφορές εξηγούνται εύκολα αν λάβουμε υπ’ όψη μας τα πρωτόγονα όργανα που διέθεταν τότε οι άνθρωποι. Ήταν ανόητο να συνεχίζει αυτή την ιστορία… Αλλά ήτανε πολύ αργά να τη ξεχάσει.
-“Υπόμνημα προς Τμήμα Αστρονομίας. Οι λανθασμένες μετρήσεις του Πτολεμαίου οφείλονταν στην έλλειψη ακριβείας των οργάνων του”;
Η απάντηση έφτασε σύντομα: “Δεν υπάρχει ικανοποιητική εξήγηση για τα σφάλματα του Πτολεμαίου στις ηλιακές μετρήσεις. Χρησιμοποίησε αστροβόλο ακριβείας 10 δευτέρων και το βελτιωμένο μοντέλο κλεψύδρας του Ήρωνα. Με τα ίδια όργανα και χρησιμοποιώντας τη σύγχρονη τιμή του π, μέτρησε σωστά την ακτίνα της Σελήνης (0,29 της γήινης, έναντι 0,273 της πραγματικής), καθώς και την απόσταση (59 έναντι 60 1/3 της πραγματικής). Συνεπώς τα όργανά του διαθέτανε την επαρκή ακρίβεια. Σημειώστε επίσης ότι κι ο Κοπέρνικος, χρησιμοποιώντας σχεδόν σύγχρονα όργανα και τεχνικές, επιβεβαίωσε τον Πτολεμαίο”.
‘Εκτός κι αν, ψιθύρισε κάτι στο νου του Πρέντις, ‘ο Ήλιος ήτανε στ’ αλήθεια πιο κοντινός και πολύ διαφορετικός, πριν από τον 17ο αιώνα, όταν ο Νεύτων πληροφόρησε τον κόσμο, πόσο μακριά και πόσο μεγάλος όφειλε να ‘ναι’. Αλλ’ αυτή η εκδοχή ήτανε πολύ παράλογη για να τη συζητήσει πιότερο. Θα ‘τανε πιο εύκολο να δεχτεί απλά, πως ήταν εντελώς τρελός. Προβληματισμένος στεκότανε μασουλώντας το κάτω χείλος και κοιτάζοντας το μηχάνημα, σκεφτικά.
Το βλέμμα του καρφώθηκε ξανά στο π. Αυτό τουλάχιστον ήτανε κάτι που ‘μενε πάντα το ίδιο -ή μήπως όχι; ‘Άδειασε το τσιμπούκι του στο μεγάλο τασάκι δίπλα και το χέρι του έμεινε μετέωρο στο δεύτερο χτύπημα. Από το συρτάρι, έβγαλε μια μετροταινία και μέτρησε τη διάμετρο που ‘χε το τασάκι. 25,5 εκατοστά. Ύστερα μέτρησε τη περίμετρο. 80 εκατοστά. Αρκετά σωστά για μια πρόχειρη μέτρηση. Ήταν αποτέλεσμα που θα ‘βρισκε κάθε περίεργο σχολιαρόπαιδο. Στράφηκε πάλι στο μηχάνημα:
-“Υπόμνημα προς το Μαθηματικό Τμήμα. Επείγον. Αποστείλατε συνοπτική ιστορία της τιμής του π”. Δε χρειάστηκε να περιμένει πολύ.
“Οι Βαβυλώνιοι χρησιμοποιούσαν τη τιμή 3,00. Ο Αριστοτέλης έκανε μερικές αρκετά ακριβείς πρακτικές και θεωρητικές εκτιμήσεις. Ο Αρχιμήδης ήταν ο πρώτος που κατέληξε στη σύγχρονη τιμή, χρησιμοποιώντας τη θεωρία των ορίων.” Υπήρχαν κι άλλα στοιχεία, αλλά ο Πρέντις ούτε που τα κοίταζε πια. Ήταν αδιανόητο βέβαια, το π να ‘χει μεγαλώσει στις δυο χιλιετίες που χώριζαν τους Βαβυλώνιους από τον Αρχιμήδη. Ωστόσο ήταν εξοργιστικά ακατανόητο.
Γιατί οι πρώτοι δεν είχανε βρει κάτι ακριβέστερο από το 3,00; Ακόμη κι ένα παιδί μ’ ένα σπάγγο θα μπορούσε να τους δείξει το λάθος τους. Αμέτρητες γενιές από σοφούς, προσεκτικούς Βαβυλώνιους αστρονόμους, που μετρούσανε τον χρόνο και τις θέσεις των άστρων μ’ εκπληκτική ακρίβεια, είχανε σκοντάψει σ’ ένα σπάγγο και το π. Δεν είχε νόημα κι ασφαλώς δε μπορεί να ‘χε μεγαλώσει το π, όπως δεν είχε μεγαλώσει και το έτος των 360 μερών. Απλώς οι αρχαίοι δεν είχανε κάνει ακριβείς μετρήσεις, αυτό ήταν όλο. Δε μπορεί να υπήρχε άλλη εξήγηση. Έλπιζε να μην υπήρχε. Κάθισε πάλι στο γραφείο, πήρε το καρνέ του κι έγραψε:
* Να ελέγξω την ιστορία της επιτάχυνσης βαρύτητας. Πιστεύεται, πως ο Αριστοτέλης δε μπόρεσε να εντοπίσει την επιτάχυνση. Ο Γαλιλαίος χρησιμοποίησε τα ίδια όργανα όπως και την ίδια πρωτόγονη κλεψύδρα και τη βρήκε. Γιατί;
* Έχουν αναφερθεί διαβάσεις του υποθετικού πλανήτη Βουλκάν μετά το 1914, όταν ο Αϊνστάιν εξήγησε την εκκεντρικότητα της τροχιάς του Ερμή με τη σχετικότητα, αντί με την ύπαρξη κάποιου εσωτερικού πλανήτη.
* Πως γίνεται κι ο Όλιβερ Λοτζ εντόπισε αιθερική μετατόπιση κι ο Μάικλσον όχι;
* Υπάρχει περίπτωση η συστολή Λόρεντζ να μην ήταν φυσικό γεγονός πριν από το πείραμα του Μάικλσον;
* Πόσα χημικά στοιχεία είχανε προβλεφθεί πριν από την ανακάλυψή τους;
Ο Πρέντις χτύπησε μερικές φορές αφηρημένα το μολύβι στο καρνέ και μετά κάλεσε να του στείλουν έναν επιστημονικό σύμβουλο. Μόλις και πρόλαβε να του εξηγήσει τι ήθελε πριν από την ώρα που ‘πρεπε να φύγει για τη παράδοση του Λους. Αλλ’ ακόμα δε μπορούσε να φανταστεί, τι σχέση μπορεί να ‘χαν εκείνοι οι αρουραίοι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3′
Ο καθηγητής Λους έκλεισε το μάθημα της μέρας.
-“Λοιπόν κύριοι”, είπε, “φαντάζομαι πως θα πρέπει να συνεχίσουμε το θέμα μας στην επόμενη παράδοση. Νομίζω πως αρκετά για σήμερα. Είστε λεύτεροι. Α… κύριε Πρέντις!” Ο πράκτορας τον κοίταξε αιφνιδιασμένος.
-“Ναι κύριε καθηγητά”. Το πλακέ πιστόλι στη θήκη της μασχάλης του ‘γινε ξαφνικά ευχάριστο αισθητό βάρος. Καταλάβαινε πως η κρίσιμη στιγμή πλησίαζε κι ότι πριν εγκαταλείψει τον πανεπιστημιακό χώρο θα ‘ξερε οριστικά κατά πόσο τούτος ο παράξενος άνθρωπος, ήταν άκακος φυσικός, αφοσιωμένος στη δουλειά και στο περίεργο χόμπι του ή ζωντανός κίνδυνος για ολάκερη την ανθρωπότητα.
Ο καθηγητής έκανε τώρα μιαν απρόβλεπτη κίνηση κι αυτό ήταν απρόσμενη ευκαιρία.
-“Κύριε Πρέντις” συνέχισε ο Λους από την έδρα, “μπορώ να σας δω μια στιγμή στο γραφείο μου, πριν φύγετε”;
-“Ευχαρίστως” αποκρίθηκε ο Πρέντις. Ενώ οι υπόλοιποι ακροατές αποχωρούσαν, ακολούθησε τον κοκαλιάρη Λους και πέρασαν από τη πόρτα που ‘βγαζε στο μικρό γραφείο του, πίσω από την αίθουσα διαλέξεων. Στο κατώφλι δίστασε, σχεδόν ανεπαίσθητα. Ο Λους το πρόσεξε κι υποκλίθηκε σαρδώνεια.
-“Περάστε παρακαλώ!” Ύστερα ο ψηλός, αδύνατος άντρας έδειξε μια πολυθρόνα κοντά στο γραφείο του. “Καθίστε κύριε Πρέντις”. Καθίσανε και για μια στιγμή σταθήκαν να περιεργαστούν ο ένας τον άλλο. Τελικά ο Λους είπε: “Πριν δεκαπέντε χρόνια περίπου, ένας μεγαλοφυής νεαρός, ονόματι Ρότζερς, υπέβαλλε διδακτορική διατριβή, στο πανεπιστήμιο της Βιέννης, με τίτλο: Ακούσια Προσαρμογή Των Αισθητηρίων Συνειρμών Ως Προς Την Ενόραση της Μάζας”. Ο Πρέντις ψάχτηκε για το τσιμπούκι του.
-“Ναι; Ενδιαφέρον”.
-“Αντίγραφο αυτής της διατριβής στάλθηκε στο Ίδρυμα Υποτροφιών που χρηματοδοτούσε τις μελέτες του. Όλα τα υπόλοιπα κατασχέθηκαν από το Διεθνές Γραφείο Λογοκρισίας, που ζήτησε να τους παραδοθεί κι αυτό το αντίτυπο. Όμως, αυτό στάθηκε αδύνατο”.
Ο Πρέντις πάσχιζε νευρικά ν’ ανάψει τη πίπα του. Αναρωτήθηκε αν ήτανε φανερό το ελαφρό τρέμουλο της φλόγας στο σπίρτο του. Ο Λους έσκυψε, άνοιξε το πάνω συρτάρι κι έβγαλε ένα λεπτό βιβλίο, δεμένο με μαύρο δέρμα. Ο Πρέντις πνίγηκε ξαφνικά και ξεφύσηξε σύννεφο καπνού. Ο καθηγητής δε φάνηκε να το προσέχει. Απλώς γύρισε το εξώφυλλο κι άρχισε να διαβάζει:
-“…μια διατριβή, ως μερική ένδειξη των απαιτουμένων προσόντων για τον τίτλο του Διδάκτορος Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Βιέννης. Α. Π. Ρότζερς, Βιέννη”. Ο Λους έκλεισε το βιβλιαράκι και το κοίταξε μια στιγμή σκεφτικός κι ύστερα είπε: “‘Ανταμ Πρέντις Ρότζερς, κάτοχος ενός νου, που δε βρίσκεται ούτε μια φορά στον αιώνα. Ο άνθρωπος που εξέθεσε τους Θεούς και μετά -εξαφανίστηκε”. Ο Πρέντις συγκράτησε την ανατριχίλα, καθώς το βλέμμα του συνάντησε κείνα τα χωμένα στις κόγχες, αμείλικτα, σκοτεινά μάτια. Το παιχνίδι γάτας-ποντικού είχε τελειώσει κι αυτό, κατά κάποιο τρόπο, τον ανακούφισε. “Γιατί εξαφανιστήκατε τότε, κύριε Ρότζερς και γιατί ξαναεμφανιστήκατε τώρα;” τονε ρώτησε ο Λους.
-“Για να εμποδίσω κάτι ανθρώπους σαν εσάς να εισάγουν αισθητήριους συνειρμούς που δε μπορούν να προσαρμοστούν στη τρέχουσα ενόραση της μάζας. Μ’ απλά λόγια, για να διαφυλάξω τη πραγματικότητα, ως έχει. Νομίζω πως αυτό απαντά και στις δυο ερωτήσεις σας”. Ο πράκτορας φύσηξε συννεφάκι καπνού προς το χαμηλό ταβάνι. Ο άλλος χαμογέλασε. Δεν ήταν ευχάριστο χαμόγελο.
-“Και …το καταφέρατε”;
-“Δε ξέρω. Μέχρι στιγμής, υποθέτω ναι”. Ο κοκαλιάρης καθηγητής ανασήκωσε τους ώμους.
-“Τότε δε λαμβάνετε υπ’ όψη το αύριο. Νομίζω πως αποτύχατε αλλά βέβαια, δε μπορώ να το πω με σιγουριά μέχρι να κάνω το πείραμα που θα δημιουργήσει νέους αισθητήριους συνειρμούς”. Έσκυψε προς τον επισκέπτη του και συνέχισε: “Ας έρθουμε τώρα κι επί της ουσίας, κύριε Ρότζερς. Αν εξαιρέσουμε σας -κι ίσως και τη Λογοκρίτρια- γνωρίζω περισσότερα από κάθε άλλον άνθρωπο στο κόσμο, για τη μαθηματική προσέγγιση στο πρόβλημα της πραγματικότητας.
Μπορεί μάλιστα να ξέρω κι ένα-δυο πραματάκια που αγνοείτε σεις. Στις άλλες όψεις του προβλήματος είμαι αδύνατος -γιατί επεξέτεινα τα δικά σας συμπεράσματα, με βάση την απλή λογική μάλλον, παρά την ενόραση. Κι η λογική, όπως όλοι ξέρουμε, μπορεί να ‘χει εφαρμογή μονάχα σ’ απροσδιόριστα, αλλά περιορισμένα όρια. Όμως στο θέμα των πρακτικών εφαρμογών -στη κατασκευή μιας αληθινής συσκευής- για τη γενική αλλαγή των αισθητηρίων οργάνων συνειρμών, βρίσκομαι πολύ πιο μπροστά από σας. Είδατε τη συσκευή μου χτες τη νύχτα, κύριε Ρότζερς; Α ελάτε τώρα μη ντρέπεστε”.
O Πρέντις πήρε μια βαθιά ρουφηξιά από το τσιμπούκι του.
-“Την είδα”.
-“Τη καταλάβατε”;
-“Όχι. Δεν ήταν ολοκληρωμένη. Τουλάχιστον εκείνη που είδα εγώ στο τραπέζι δεν ήταν πλήρης. Σίγουρα θα συμπεριλαμβάνει και κάτι παραπάνω από ένα πρίσμα Νικόλ κι ένα γωνιόμετρο”.
-“Α είστε πολύ έξυπνος βλέπω! Ναι, είχα τη σύνεση να μη σας επιτρέψω να παραμείνετε εκεί για πολύ -μόνο για όσο χρειαζότανε για να σας κεντρίσω το ενδιαφέρον. Λοιπόν ακούστε με! Σας προτείνω συνεργασία. Εσείς θ’ αναλάβετε να ελέγξετε τα στοιχεία και τη συσκευή μου, σ’ αντάλλαγμα θα μπορείτε να ‘στε παρών όταν κάνω το πείραμα. Θ’ αποκτήσουμε μαζί τη φώτιση. Θα ‘μαστε παντογνώστες. Θα γίνουμε Θεοί!”
-“Και τι θα γίνει με τα υπόλοιπα δισεκατομμύρια των συνανθρώπων μας;” ρώτησε ο Πρέντις, πλησιάζοντας διακριτικά το χέρι στη θήκη της μασχάλης του. Ο καθηγητής χαμογέλασε αχνά.
-“Μπορεί η παραφροσύνη που τους διακρίνει -αν βέβαια συνεχίσουν να υπάρχουν- να τονιστεί λιγάκι περισσότερο. Αλλά γιατί ανησυχείτε γι’ αυτούς;” Το λυκίσιο χαμόγελο έγινε ακόμα εντονότερο στα χείλη του Λους. “Αφήστε κύριε Ρότζερς κατά μέρος τα παραμύθια περί αλτρουισμού. Νομίζω πως απλά φοβάστε ν’ αντικρίσετε αυτό που βρίσκεται πίσω από τη δήθεν πραγματικότητά μας”.
-“Τουλάχιστον εγώ είμαι δειλός για καλό σκοπό”. Ο Πρέντις σηκώθηκεν ορθός. “Έχουμε τίποτ’ άλλο να πούμε”; Καταλάβαινε πως τηρούσεν απλά τα προσχήματα. Ο Λους θα ‘πρεπε να ξέρει πως σε ισάριθμα λεπτά είχε δώσει μισή ντουζίνα αιτίες για τη σύλληψή του: η κατοχή του χαμένου αντιγράφου της διατριβής του, η κυνική ομολογία πως σχεδίαζε να πειραματιστεί με την αλλαγή της πραγματικότητας, η απόπειρα δωροδοκίας ανώτερου στελέχους της Λογοκρισίας… κι ωστόσο η όλη στάση του δεν έδειχνε άνθρωπο που τον ανησυχεί το ενδεχόμενο να διακοπεί άδοξα η καριέρα του στη μέση. Τα μάγουλα του Λους φουσκώσανε σ’ ένα σύντομο αναστεναγμό.
-“Λυπάμαι που δε φαίνεστε έξυπνος σ’ αυτό το θέμα κύριε Ρότζερς. Ωστόσο, θα ‘ρθει η στιγμή, ξέρετε, που θ’ αναγκαστείτε ν’ αποφασίσετε κατά πόσο θα …διαβείτε το κατώφλι, ας πούμε. Εδώ που τα λέμε, θα χρειαστεί να βασιστούμε πολύ ο ένας στη συντροφιά του άλλου … εκεί έξω. Ακόμα κι οι Θεοί έχουνε κατά καιρούς την ανάγκη να σκοτώσουνε την ώρα τους. Υποψιάζομαι, πως εσείς κι εγώ θα ‘μαστε πολύ κολλητοί, σύντομα. Γι’ αυτό ας μη χωριστούμε σαν εχθροί τώρα”.
Το χέρι του Πρέντις γλίστρησε κάτω από το σακάκι και τράβηξε το κουτσομούρικο αυτόματο. Είχε τη δυσάρεστη προαίσθηση πως ήταν μάταιη κίνηση κι ότι ο Λους γελούσε από μέσα του σε βάρος του, μα δεν είχε άλλην επιλογή.
-“Συλλαμβάνεστε”, είπε στον Λους μ’ ουδέτερη φωνή. “Είστε υποχρεωμένος να με ακολουθήσετε”. Ο άλλος ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους. Μετά κάτι σα κοροϊδευτικό, σιωπηλό γέλιο ανέβηκε στο λαιμό του.
-“Ασφαλώς, κύριε Ρότζερς”. Σηκώθηκε. Το δωμάτιο βυθίστηκε ξαφνικά στο σκοτάδι. Ο Πρέντις πυροβόλησε τρεις φορές, φωτίζοντας με τη κάθε λάμψη, τη λιπόσαρκη μορφή.
-“Μη σπαταλάτε τις σφαίρες σας κύριε Ρότζερς. Τα βλήματα δεν μπορούνε να διαπεράσουν ένα ισχυρό διαμαγνητικό φράγμα. Σας συνιστώ να μελετήσετε το μαγνητικό αποσβεστήρα σ’ ένα εργαστηριακό ζυγό, μόλις ξαναβρεθείτε στο Κτίριο Λογοκρισίας! ” Κάπου ακούστηκε να βροντά μια πόρτα.
Μερικές ώρες αργότερα κοίταζε βλοσυρά τον βοηθό του μ’ απροκάλυπτο εκνευρισμό. Ο Κρας ήξερε πως τον προϊστάμενό του, τον είχε καλέσει η Ε. σε συνδιάσκεψη για να εξετάσουνε τη δραπέτευση του Λους και τις επιπτώσεις της κι ότι το αφεντικό του γνώριζε τη κρυφή συμπόνια που ‘νιωθε γι’ αυτόν. Αλλά ο Πρέντις δεν ήταν άνθρωπος που ανεχότανε τη συμπόνια των άλλων. Θα προτιμούσε ο ασθματικός του βοηθός να του ‘λεγε στα ίσα πως είχε φερθεί σαν ηλίθιος.
-“Τι θέλεις;” γρύλισε
-“Κύριε Πρέντις” έκανε ο Κρας απολογητικά, “έχω μιαν αναφορά για κείνη τη συσκευή που καταγράψατε στο εργαστήριο του Λους”. Ο Πρέντις μαλάκωσε στη στιγμή, αλλ’ απέφυγε να δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
-“Για λέγε”.
-“Με λίγα λόγια” άρχισε ασθμαίνοντας ο Κρας, “ήταν απλώς ένα πρίσμα Νικόλ στερεωμένο σ’ ένα γωνιόμετρο. Σύμφωνα με την έρευνα ρουτίνας, η λείανσή του έγινε από έναν άσημο οπτικό που κατανάλωσε εννιά χρόνια για τη δουλειά και σχεδόν όλα για τη μιαν επιφάνεια του πρίσματος. Σας λέει κάτι αυτό”;
-“Όχι ακόμα. Γιατί του πήρε τόσο καιρό”;
-“Για να πετύχει απόλυτα ίσια ακμή, τουλάχιστον έτσι είπε”.
-“Περίεργο. Αυτό σημαίνει λείανση όπου τα μόρια είναι του αυτού κρυσταλλικού επιπέδου, κάτι που ‘χει να επιχειρηθεί από την εποχή του κατόπτρου του Παλομάρ”.
-“Μάλιστα κύριε. Και μετά υπάρχει κι εκείνο το πλαίσιο του γωνιομέτρου με μονάχα μιαν ένδειξη: σαρανταπέντε μοίρες“.
-“Προφανώς”, παρατήρησε ο Πρέντις, “το Νικόλ προορίζεται να χρησιμοποιηθεί μόνο σ’ αυτή τη γωνία, ως προς το προσπίπτον φως. Αυτό σημαίνει πως έχει εξαιρετική σημασία -δε ξέρω γιατί- η γωνία να ‘ναι ακριβώς αυτή. Κάτι τέτοιο, βέβαια, απαιτεί τελείως επίπεδη επιφάνεια. Μαντεύω πως θα μου πεις ότι και το σύστημα γωνιομετρικής ρύθμισης είναι αναλόγως εξαιρετικής ακρίβειας”. Ο Πρέντις συνειδητοποίησε ξαφνικά πως ο Κρας τονε κοίταζε μ’ ανάμικτη υποψία και θαυμασμό. “Λοιπόν;” ρώτησεν εκνευρισμένος ο οντολόγος, “Πως ακριβώς είναι ο μηχανισμός ρύθμισης; Σίγουρα όχι μηχανικός. Έτσι δε θα ‘χε και πολλήν ακρίβεια. Οπτικός μήπως”; Ο Κρας ξεφύσηξε έκπληκτος στο μαντίλι του.
-“Μάλιστα κύριε. Το πρίσμα περιστρέφεται πολύ αργά σε μια λεπτότατην ακτίνα φωτός. Έτσι ένα μέρος της ακτίνας ανακλάται κι ένα άλλο διαθλάται. Φαίνεται πως στις σαρανταπέντε μοίρες ακριβώς, σύμφωνα με τον νόμο του Τζόρνταν, η μισή ακριβώς ακτίνα ανακλάται κι η μισή διαθλάται. Οι δυο αυτές ακτίνες ελέγχονται από φωτοκυτταρικό ρελέ περιστροφής, μόλις μετρηθεί ακριβώς ίση φωτεινότητα και στις δυο ακτίνες”.
Ο Πρέντις άρχισε να παίζει νευρικά με το αφτί του. Ήτανε πολύ περίεργο. Τι μπορεί να μαγείρευε ο Λους μ’ ένα τέτοιο, τέλεια λειασμένο πρίσμα Νικόλ; Τη στιγμή τούτη, θα ‘δινε δέκα χρόνια από τη ζωή του για να μαντέψει ποια ήταν η συσκευή που συμπλήρωνε αυτό το πρίσμα. Σίγουρα θα ‘τανε κάποιο οπτικό κατασκεύασμα, κάτι που σχετιζότανε με κείνους τους νευρωτικούς αρουραίους. Τι ήταν αυτό που ‘χε πει ο Λους κείνο το βράδυ στο εργαστήριό του;
Κάτι για επιβράδυνση ενός φωτονίου. Και τι υποτίθεται πως θα προκαλούσε αυτό στο σύμπαν; Κάτι αντίστοιχο με το να κάνεις μιαν απειροελάχιστη τρύπα σ’ ένα μπαλόνι, είχε πει ο Λους. Και πως συνδέονταν όλα τούτα μ’ ορισμένα απίθανα, αλλά συλλογιστικά αναπόφευκτα συμπεράσματα που προέκυπταν από τη πρόσφατη έρευνά του στην ιστορία της ανθρώπινης γνώσης;
Ήτανε σίγουρος πως ο Λους θα χρησιμοποιούσε τη συσκευή για ν’ αλλάξει το αισθητό σύμπαν. Να το αλλάξει σε τέτοια κοσμική κλίμακα, που η ανθρωπότητα θα εξαφανιζότανε στην επακόλουθη ανακατάταξη. Αλλά ο Πρέντις θα ‘πρεπε να πείσει και την Ε για τούτο. Αν δε το κατάφερνε, θα κυνηγούσε μόνος του τον Λους και θα τονε σκότωνε, έστω και με τα χέρια του. Αργότερα θα σκεφτότανε και συγκεκριμένους λόγους για τη πράξη του. Για την ώρα είχε σαν οδηγό το καθαρό ένστικτο, αλλά καλά θα ‘κανε να οργανώσει και τις σκέψεις του πριν αντιμετωπίσει την Ε.
-“Τι λέτε, να πηγαίνουμε;” άκουσε τη φωνή του Κρας. “Η γραμματέας σας λέει πως το τζετ περιμένει”
O ζωγραφικός πίνακας έδειχνε έναν άντρα με κόκκινο σκούφο και μαύρα ράσα, καθισμένο πίσω από μια ψηλή δικαστικήν έδρα. Πέντε άλλοι με κόκκινους σκούφους, ήτανε καθισμένοι σε χαμηλότερη έδρα στα δεξιά του κι άλλοι τέσσερις στ’ αριστερά. Μπροστά στην έδρα ήτανε γονατισμένη μοναχική μορφή κι απελπισμένη. Σε καταδικάζουμε Γκαλιλέο Γκαλιλέι, όπως εγκλειστείς εις την φυλακή της Ιεράς Εξετάσεως δια διάρκειαν ήτις θα αποφασιστεί εν καιρώ κατά την κρίσιν μας. Και υπό μορφή επωφελούς τιμωρίας σε διατάσσομε όπως, κατά τα επόμενα τρία έτη, απαγγέλεις άπαξ της εβδομάδος, τους επτά Ψαλμούς Μετανοίας.
Ο Πρέντις τράβηξε το βλέμμα από τη λεζάντα του πίνακα, προς το λιγότερο ευανάγνωστο πρόσωπο της Ε. Εκείνο το οβάλ, σταρόχρωμο πρόσωπο, ήτανε λείο. αρυτίδωτο, ακόμα και γύρω από τα μάτια. Τα μαύρα μαλλιά είχανε χωρίστρα στο πλάι κι ήτανε μαζεμένα σε κότσο, στον αυχένα. Δε φορούσε μέικ-απ και προφανέστατα δε το χρειαζόταν. Ήτανε ντυμένη με μαύρο, εφαρμοστό ταγιέρ που τόνιζε το άψογα χυτό κορμί της.
-“Ξέρεις”, της είπε θαρρετά ο Πρέντις, “νομίζω πως σ’ αρέσει να ‘σαι η Λογοκρίτρια. Το ‘χεις στο αίμα σου”.
-“Έχεις απόλυτο δίκιο. Ναι! Μ’ αρέσει να ‘μαι η Λογοκρίτρια. Σύμφωνα με τον Σπέερ, έτσι εξιδανικεύω αποτελεσματικά το σύμπλεγμα ενοχής που ‘ναι τόσο παράξενο όσο κι αβάσιμο”.
-“Πολύ ενδιαφέρον. Ένα είδος εξιλέωσης του προπατορικού συμπλέγματος ενοχής ε”;
-“Τι εννοείς μ’ αυτό”;
-“Η γυναίκα έσπρωξε τον άντρα στο δρόμο της απόκτησης της γνώσης και της αυτοκαταστροφής κι από τότε προσπαθεί μάταια να σταματήσει αυτή τη χιονοστιβάδα. Σε σένα ειδικά, το συναίσθημα ευθύνης κι ενοχής είναι ιδιαίτερα δυνατό και στοιχηματίζω πως θα ξυπνάς συχνά τις νύχτες λουσμένη σε κρύον ιδρώτα, με την εντύπωση ότι μόλις πριν λίγο δοκίμασες κάποιον απαγορευμένο καρπό”. Η Ε κοίταξε παγερά το πειραχτικό χαμόγελο του πράκτορα.
-“Το μόνο που θα πρέπει να μας απασχολεί”, δήλωσε ξερά, “είναι το κατά πόσον ο Λους κάνει οντολογικά πειράματα κι αν ναι, κατά πόσον είναι επικίνδυνα”. Ο Πρέντις αναστέναξε.
-“Είναι ανακατεμένος ώς το λαιμό. Αλλά για το τι ακριβώς σκαρώνει και πόσον επικίνδυνο είναι αυτό, μονάχα εικασίες μπορώ να κάνω”.
-“Τότε κάν’ τες”
-“Ο Λους πιστεύει πως κατασκεύασε μια συσκευή που μπορεί ν’ αλλάξει στη πράξη και με προβλέψιμο τρόπο, τη πραγματικότητα. Ελπίζει πως μ’ αυτή θα διαλύσει κυριολεκτικά τους φυσικούς νόμους. Η πραγματικότητα που θα προκύψει έτσι, θα ‘ναι αγνώριστη, ακόμα και για επαγγελματία οντολόγο, πόσο μάλλον για τη μεγάλη μάζα της ανθρωπότητας”.
-“Φαίνεσαι πεισμένος ότι μπορεί να το καταφέρει”.
-“Οι πιθανότητες είναι μεγάλες”.
-“Λογική απάντηση. Μόνο με τις πιθανότητες δουλεύουμε έτσι κι αλλιώς. Το ασφαλέστερο βέβαια, θα ‘ναι να εντοπίσουμε τον Λους και να τονε σκοτώσουμε στο τόπο. Από την άλλη μεριά, η παραμικρή μυρωδιά σκανδάλου και το Κογκρέσο θα χιμήξει να μας φάει. Γι’ αυτό πρέπει να κινηθούμε πολύ προσεκτικά”.
-“Αν ο Λους είναι σε θέση να κάνει αυτό που λέει” παρατήρησε σκυθρωπά ο Πρέντις “και τον αφήσουμε να το κάνει, δε θα υπάρχουμε μετά, ούτε μεις ούτε το Κογκρέσο, για να μας απασχολεί”.
-“Το ξέρω. Μείνε ήσυχος. Αν κρίνω πως ο Λους είναι επικίνδυνος και πρέπει να πεθάνει, δε θ’ αφήσω να με σταματήσει ούτ’ η ζωή, ούτ’ η καριέρα κανενός, ούτ’ ακόμα κι αυτή η δική μου”. Ο Πρέντις κούνησε το κεφάλι καταφατικά, αναρωτώμενος αν η Ε πίστευε στ’ αλήθεια αυτό που ‘λεγε. “Για πρώτη φορά”, συνέχισε κείνη, “αντιμετωπίζουμε πιθανή παραβίαση της εντολής, μας που απαγορεύει τα οντολογικά πειράματα, από κάποιον. Συνήθως εξουδετερώνουμε κάθε απειλή τέτοιας παραβίασης, σκοτώνοντας τον επίδοξο παραβάτη. Νομίζω πως θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε οριστικά το κατά πόσον επιβάλλεται και τώρα να ξαναθίξουμε το όλο ερώτημα των οντολογικών πειραμάτων και των πιθανών τους επιπτώσεων”.
Ο Πρέντις βόγκηξε απελπισμένα μέσα του. Σε τόσο σημαντικά θέματα, τα στελέχη αποφασίζανε με ψηφοφορία. Φαντάστηκε για μια στιγμή τον εαυτό του να προσπαθεί να πείσει τους πραγματιστές επιστήμονες της υπηρεσίας, πως η ‘πραγματικότητα’ της ανθρωπότητας άλλαζε από αιώνα σ’ αιώνα -ότι μέχρι σχετικά πρόσφατα η Γη ήταν ‘επίπεδη’.
-“Έλα, ακολούθησέ με, σε παρακαλώ”, είπε η Ε.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4′
Καθισμένος στα δεξιά της Ε ήταν ένας ηλικιωμένος άντρας, ο Σπέερ, ο διάσημος ψυχολόγος. Στ’ αριστερά καθόταν ο Γκόριγκ, επιτελικός σύμβουλος στα πυρηνικά, δίπλα του ο Μπέρτσαρντ, περίφημος χημικός και διευθυντής του Δυτικού Τομέα, μετά ο Πρέντις και τέλος ο Ντομπς, ο φημισμένος μεταλλουργός και διευθυντής του Κεντρικού Τομέα. Ο Πρέντις αντιπαθούσε τον Ντομπς, γιατί είχε καταψηφίσει τη προαγωγή του σε διευθυντή του Ανατολικού Τομέα.
-“Μπορούμε ν’ αρχίσουμε αυτή την επίσημη συζήτηση”, ανακοίνωσε η Ε, “με μιαν ανασκόπηση των θεμελιωδών αρχών. Κύριε Πρέντις, τι ακριβώς είναι αυτό που λέμε πραγματικότητα”;
Εκείνος μόρφασε φευγαλέα. Είχανε χρειαστεί διακόσιες σελίδες διδακτορικής διατριβής, απλά και μόνο να σκιαγραφήσουνε τη θεωρία περί πραγματικότητας και παρ’ όλ’ αυτά, υποψιαζότανε πως είχε γίνει δεκτή από τους εξεταστές, χάρη και μόνο στο γεγονός ότι ήταν εντελώς ακατανόητη -και κατ’ επέκταση έργο μεγαλοφυΐας.
-“Κατ’ αρχήν” άρχισε με ξερό τόνο, “οφείλω να σας μολογήσω πως δεν ξέρω τι είναι η αληθινή πραγματικότητα. Αυτό που οι περισσότεροι θεωρούμε σα πραγματικότητα είναι απλώς η συνολική σύνθεση των όσων πληροφοριών μας στέλνουν οι αισθήσεις. Σαν τέτοια, η πραγματικότητα δεν είναι παρά μια εικασία στο νου του καθενός μας που βρίσκεται σε κατάσταση διαρκούς αναθεώρησης. Στο παρελθόν η διαδικασία τούτη ήταν αργή κι ασφαλής. Τώρα όμως πρέπει να λάβουμε υπ’ όψη το ενδεχόμενο μιας ακαριαίας κι ολικής αναθεώρησης με τόσο συνταρακτικές επιπτώσεις που μπορεί να εξωθήσει την ανθρωπότητα να ‘ρθει πρόσωπο με πρόσωπο με την αληθινή πραγματικότητα, τον κόσμο των ΚΑΘ’ ΑΥΤΟ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ, των νοουμένων, του Καντ.
“Αυτό, κατά τη γνώμη μου, θα ‘τανε τόσο καταστροφικό, όσο και το να εγκαταλείψεις μιαν ομάδα παιδιών καταμεσίς ενός δάσους. Τα παιδιά θα ‘ταν αναγκασμένα να μάθουν εξ αρχής και τα πιο απλούστερα πράματα: να τρέφονται, να προστατεύονται από τα στοιχεία της φύσης, ακόμη και μια καινούργια γλώσσα που να καλύπτει τα καινούρια τους προβλήματα. Ελάχιστα θα βγαίνανε ζωντανά από την εμπειρία. Αυτό που θέλουμε ν’ αποφύγουμε και μπορούμε να το πετύχουμε αν παρεμποδίσουμε κάθε ξαφνική, σαρωτική αλλαγή στις προσλαμβάνουσες παραστάσεις της τωρινής μας πραγματικότητας”.
Περιεργάστηκε εξεταστικά τα πρόσωπα γύρω. Στα ρυτιδωμένα χαρακτηριστικά του Σπέερ ήταν απλωμένο γαλήνιο χαμόγελο. Ο ψυχολόγος φαινόταν να παρακολουθεί στοχαστικά τον αγέρα πάνω από το κεφάλι του Πρέντις. Ο Γκόριγκ τονε κοίταζε με σοβαρά, ανέκφραστα μάτια. Η Ε του ‘γνεφεν ελαφρά, καθώς το βλέμμα του τη προσπερνούσε φευγαλέα πριν σταθεί για λίγο στο προβληματισμένο πρόσωπο του Μπερτσαρντ και τέλος, στο φανερά περιφρονητικό του Ντομπς.
Οι Σπέερ και Γκόριγκ φαινόντανε πιο δεκτικοί. Ο πρώτος, χάρη στο γεγονός, ότι του ‘λειπεν υποδομή στις θετικές επιστήμες κι ο άλλος επειδή η πυρηνική φυσική ήτανε σε τέτοια κατάσταση συνεχούς ροής που ήδη οι επιστήμονες της εκφράζανε τις σοβαρότερες αμφιβολίες για την εγκυρότητα των νόμων που προσκυνούσαν οι Μπερτσαρντ και Ντομπς. Για τον Μπέρτσαρντ υπήρχε αμυδρή ελπίδα. Όσο για τον Ντομπς…
-“Δε κατάλαβα λέξη απ’ όσα είπες”, δήλωσεν ο Ντομπς κι από τον τόνο στη φωνή του, ήτανε φανερό πως θα ‘θελε να προσθέσει: “κι αμφιβάλλω αν καταλαβαίνεις κι εσύ!” Αλλά κι ο Πρέντις αμφέβαλλε για το αν καταλάβαινε. Με τις καλύτερες προϋποθέσεις, η οντολογία ήτανε κάτι άπιαστο κι ασαφές. “Διαφωνώ με τον όρο ‘Αληθινή Πραγματικότητα”, συνέχισε ο Ντομπς. “Ένα πράγμα ή είναι πραγματικό ή όχι. Κανένα φαντεζίστικο φιλοσοφικό σύστημα δε μπορεί να τ’ αλλάξει αυτό. Κι αν κάτι είναι πραγματικό, μας στέλνει προβλέψιμα, αναπαραγόμενα, αισθητικά ερεθίσματα, που δεν επιδέχονται καμιά τροποποίηση, εκτός μόνο στο νου των τρελών”.
Ο Πρέντις άρχισε ν’ ανασαίνει πιο άνετα. Η τακτική που ‘πρεπε ν’ ακολουθήσει ήτανε σαφής. Έπρεπε να συγκεντρώσει τα πυρά του στον Ντομπς με λίγες πλευρικές βολές στον Μπέρτσαρντ. Οι Σπέερ και Γκόριγκ ούτε που θα υποψιάζονταν ότι τα επιχειρήματά του είχαν αυτούς για στόχους. Από το τσεπάκι του γιλέκου του έβγαλε ένα χρυσό νόμισμα και το ‘σπρωξε προς τον Ντομπς, φροντίζοντας να μη κροταλίσει.
-“Είσαι μεταλλουργός. Μου λες, παρακαλώ, τι είναι αυτό”; Ο Ντομπς σήκωσε το νόμισμα και το εξέτασε καχύποπτα.
-“Προφανώς είναι ένα χρυσό πεντοδόλαρο που κόπηκε το 1962 στο Φορτ Γουόρθ. Θα μπορούσα να σου δώσω και τη συγκεκριμένη του σύνθεση αν τη θες”.
-“Αμφιβάλλω αν θα μπορούσες! Γιατί βλέπεις, κρατάς ένα κίβδηλο νόμισμα που φτιάχτηκε μόλις πριν μια βδομάδα στο εργαστήριό μου, ειδικά για τη συνδιάσκεψη αυτή. Για να πούμε την αλήθεια και με συγχωρείς γι’ αυτό, είχα ειδικά σένα υπ’ όψη μου όταν ζήτησα να μου το φτιάξουνε. Δε περιέχει ούτε ίχνος χρυσού. Ας το να χτυπήσει στο τραπέζι και θα καταλάβεις”. Το νόμισμα αφέθηκε να πέσει από τα δάχτυλα του σαστισμένου μεταλλουργού και κροτάλισε πάνω στο δρύινο τραπέζι. “Άκουσες το ψεύτικο κουδούνισμα;” ρώτησε σκληρά ο Πρέντις. Κατακόκκινος ο άλλος, ξερόβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του και περιεργάστηκε το νόμισμα προσεκτικότερα.
-“Και που ‘θελες να το ξέρω; Δεν είναι ντροπή, έτσι; Πολλά καλοφτιαγμένα κίβδηλα δεν εντοπίζονται παρά μόνο στο εργαστήριο. Πρόσεξα πως το χρώμα ήτανε μάλλον πολύ κοκκινωπό, αλλά γι’ αυτό μπορεί να ‘φταιγε ο φωτισμός της αίθουσας. Βέβαια δε το πέρασα από το ακουστικό τεστ πριν μιλήσω. Ναι, ο ήχος του είναι σαφώς κούφιος. Πρόκειται σίγουρα για κάποιο κράμα χαλκού-μολύβδου, ίσως με λίγο ασήμι μέσα, για να βελτιωθεί ο ήχος του. Εντάξει, βιάστηκα να βγάλω συμπεράσματα. Και τι έγινε; Τι αποδεικνύει αυτό”;
-“Αποδεικνύει πως κατέληξες σε δυο ξεχωριστές, σαφείς κι αλληλοσυγκρουόμενες πραγματικότητες ξεκινώντας με βάση τα ίδια αισθητικά ερεθίσματα. Αποδεικνύει πόσον εύκολα αναθεωρείται η πραγματικότητα. Και δεν είναι μόνον αυτό, όπως αμέσως θα-”
-“Εντάξει”, τον έκοψε πειραγμένα ο Ντομπς, “αλλά σε δεύτερη σκέψη παραδέχτηκα πως ήταν κίβδηλο, έτσι”;
-“Πράμα που δείχνει μιαν ακόμη αδυναμία στη συνήθη διαδικασία λήψης κι αξιολόγησης των προεπεξεργασμένων πληροφοριών. Όταν ένας αναμφισβήτητα ειδικός μας διαβεβαιώνει πως κάτι είναι γεγονός, εμείς αμέσως και δίχως συνειδητή σκέψη, τροποποιούμε τα ερεθίσματα που δεχόμαστε, έτσι ώστε να προσαρμοστούνε με το γεγονός αυτό. Έτσι, όταν σου ‘πα πως είναι πλαστό, είδες το νόμισμα ν’ αποκτά τη κοκκινωπή απόχρωση του χαλκού κι ένα κούφιον ήχο στ’ αφτί”.
-“Τον κούφιο ήχο θα τον έπιανα έτσι κι αλλιώς”, επέμεινε πεισματικά ο Ντομπς “και χωρίς να μου το πει ο …’αναμφισβήτητα ειδικός’. Ο ήχος θα ‘ταν ο ίδιος, άσχετα με τα λόγια σου”. Με την άκρη του ματιού ο Πρέντις πρόσεξε πως ο Σπέερ χαμογελούσε πλατιά. ‘Αραγε ο γερο-ψυχολόγος είχε μυριστεί το παιχνίδι του; Θα το ρισκάριζε.
-“Δρ Σπέερ”, είπε γυρίζοντας προς το μέρος του, “νομίζω πως κάτι έχετε να πείτε στο δύσπιστο φίλο μας”. Εκείνος χαμογέλασε στεγνά.
-“Ήσουν ένα τέλειο πειραματόζωο Ντόμπσι, φίλε μου. Το νόμισμα είναι γνήσιο“. Το σαγόνι του μεταλλουργού κρεμάστηκε μια σπιθαμή, καθώς κοίταζε χαζά από τον ένα στον άλλο. Ύστερα τα προγούλια του γίνανε κόκκινα σα παντζάρι. Με μιαν οργισμένη κίνηση πέταξε το νόμισμα στο τραπέζι.
-“Μπορεί να ‘μαι πειραματόζωο, μα είμαι και ρεαλιστής. Πιστεύω πως τούτο δω είναι κομμάτι μέταλλο. Μπορείτε να με ξεγελάσετε ως προς το χρώμα και τη σύνθεσή του, μα στην ουσία και κατά βάση, είναι ένα κομμάτι μέταλλο”. Τα μάτια του κοίταξαν άγρια τον Πρέντις και τον Σπέερ. “Μήπως κανείς από σας το αμφισβητεί αυτό”;
-“Ασφαλώς όχι”, απάντησε ο Πρέντις. “Τα κουτάκια καταχώρησης πληροφοριών στο νου μας δε διαφέρουνε στο σημείο αυτό. Δέχονται τους ίδιους αισθητικούς ερεθισμούς και μεταφράζονται σε ‘κομμάτι μέταλλο’ ή ‘νόμισμα’. Πρόσεξε όμως: εμείς το κάνουμε να ‘ναι νόμισμα. Ωστόσο, αν μπορούσα ν’ αναδιατάξω τα κουτάκια τούτα του εγκεφάλου μου, μπορεί να ‘βρισκα πως δεν είναι νόμισμα, αλλά καρέκλα ή βαγόνι τρένου, μπορεί και με τον Δρ Ντομπς μέσα. Αλλ’ αν η αναδιάταξη ξεπερνούσε ορισμένα όρια, μπορεί να μην απόμενε καν σημειωτικό πρότυπο -με πιο απλά λόγια, να μην υπήρχανε πια λέξεις που να περιγράφουνε τα εισερχόμενα ερεθίσματα. Τότε δε θα υπήρχε μήτε νόμισμα, μήτε τίποτε”.
-“Βέβαια”, πετάχτηκε ειρωνικά ο Ντομπς, “θα μπορούσες να περάσεις κι από μέσα μου”.
-“Γιατί όχι;” απάντησε ο Πρέντις σοβαρά. “Νομίζω πως αυτό είναι κάτι που μπορεί να το κάνουμε καθημερινά. Η ύλη είναι το πιο άδειο πράμα που μπορεί να φανταστεί κανείς. Αν συμπίεζες αυτό το νόμισμα ώστε να εξαφανιστούνε τα κενά μεταξύ των ατόμων και των ηλεκτρονίων, θα ‘ταν αδύνατο να το δεις ακόμα και στο μικροσκόπιο”. Ο Ντομπς κοίταζε το αινιγματικό νόμισμα σα να φοβόταν ότι μπορεί ν’ άνοιγε το …τεράστιο στόμα του να τον καταπιεί. Ύστερα δήλωσε ξερά:
-“Όχι! Δε το πιστεύω. Τούτο ‘δω υπάρχει σα νόμισμα και μόνο σα νόμισμα, είτε το ξέρω είτε όχι”.
-“Λοιπόν, ποια είναι η δική σου γνώμη Δρ Γκόριγκ;” αποτόλμησε την ερώτηση ο Πρέντις. “Είναι αληθινό τούτο το νόμισμα για σένα”; Ο πυρηνικός επιστήμονας χαμογέλασε κι ανασήκωσε τους ώμους.
-“Αν δε καθίσω να το πολυσκεφτώ, είναι αρκετά αληθινό. Αλλά…” Το πρόσωπο του Ντομπς σκοτείνιασε.
-“Αλλά τι; Ορίστε, μπροστά σου το ‘χεις. Αμφιβάλλεις για τη μαρτυρία των ματιών σου”;
-“Εκεί είναι η δυσκολία”, αποκρίθηκε ο Γκόριγκ, γέρνοντας μπροστά, “τα μάτια μου λένε πως είναι νόμισμα. Η θεωρία μου λέει πως είναι σύνολο από υποθετικές διαταραχές σ’ έναν υποθετικόν υπο-αιθέρα. Η αρχή της απροσδιοριστίας μου λέει πως ποτέ δε θα μπορέσω να ξέρω και τη μάζα και τη θέση αυτών των υποθετικών διαταραχών. Σα φυσικός γνωρίζω πως το ίδιο το γεγονός της παρατήρησης αρκεί για ν’ αλλάξει κάτι από τη κατάσταση που ήτανε πριν τη παρατήρηση. Όπως και να ‘χει, συμβιβάζομαι, αφήνοντας τις αισθήσεις μου και τη πρακτική εμπειρία, να κολλήσουνε μια συμβιβαστική ταμπελίτσα σ’ αυτό το συγκεκριμένο αγνωσιακό Χ. Όταν αυτό το Χ γίνει αντιληπτό από το νου μου (ό,τι κι αν είναι αυτό!) τότε δέχομαι πως Χ ίσον νόμισμα. Απλή εξίσωση με δυο αγνώστους δεν έχει λύση. Το καλύτερο που μπορώ να πω, είναι πως πρόκειται για ένα νόμισμα, αλλά πολύ πιθανό και να μην είναι-”
-“Χα!” έκανε ο Μπέρτσαρντ. “Μπορώ ν’ αποδείξω πανεύκολα, το σφάλμα του συγκεκριμένου συλλογισμού. Αν είναι ο νους μας που φτιάχνει αυτό το νόμισμα, τότε είναι πάλι ο νους μας που φτιάχνει και τούτο το τασάκι, κείνο το παράθυρο ή τούτη τη καρέκλα που κάθομαι. Μπορείς έτσι να πεις, πως εμείς φτιάχνουμε τον αγέρα που αναπνέουμε ή κι όλα τ’ άστρα και τους πλανήτες. Μα… αν ακολουθήσουμε την ιδέα του Πρέντις, ως τη λογική της κατάληξη, τότε ολόκληρο το σύμπαν είναι δημιούργημα του ανθρώπου -ένα συμπέρασμα που σίγουρα δε νομίζω πως επιδιώκει να καταλήξουμε”.
-“Μα… αυτό ακριβώς επιδιώκω” δήλωσε ο Πρέντις. Πήρε βαθιά ανάσα. Δεν ήτανε δυνατό να συνεχίσει να παρακάμπτει κι άλλο το κεντρικό πρόβλημα. Έπρεπε να λάβει σαφή θέση. “Και για να μην υπάρχουνε περιθώρια παρεξήγησης, δηλώνω κατηγορηματικά, είτε συμφωνείτε μαζί μου είτε όχι, πως πιστεύω ότι το φαινομενικό σύμπαν είναι δημιούργημα του ανθρώπου“.
Ακόμα κι η Ε φάνηκε να αιφνιδιάζεται, παρ’ όλο που δεν είπε τίποτε. Ο οντολόγος συνέχισε γοργά.
-“Όλοι σας σίγουρα αναρωτιέστε αν έχασα τα λογικά μου. Πριν μια βδομάδα, το ίδιο θ’ αναρωτιόμουνα κι εγώ. Αλλά στο διάστημα που μεσολάβησεν ερεύνησα πολύ το θέμα της ιστορίας της επιστήμης κι επαναλαμβάνω τη θέση μου: Το σύμπαν είναι δημιούργημα του ανθρώπου. Πιστεύω πως η αρχή της ύπαρξης του ανθρώπου, βρίσκεται σε κάποιαν απίστευτα απλή λέξη: το αρχικό κι αληθινό νοούμενο του σημερινού σύμπαντος. Κι ότι με το πέρασμα των αιώνων ο άνθρωπος επεξέτεινε τον αρχικά μικρό κόσμο του ως τη σημερινή του απεραντοσύνη κι ασύλληπτη πολυπλοκότητα, αποκλειστικά και μόνο με τη δύναμη της φαντασίας του. Συμπερασματικά πιστεύω, πως αυτό που οι περισσότεροι από σας αποκαλούν ‘αληθινό’ κόσμο, είναι κάτι που αλλάζει ξαφνικά και συνεχώς από την εποχή που οι πρόγονοί μας αρχίσανε να σκέπτονται”. Ο Ντομπς χαμογέλασε περιφρονητικά.
-“Έλα τώρα Πρέντις. Αυτή είναι μεταφορική περιγραφή της επιστημονικής προόδου στο πέρασμα των αιώνων. Νε τον ίδιο τρόπο θα μπορούσα να πω, ότι τα σύγχρονα μεταφορικά μέσα έχουνε μικρύνει τον κόσμο. Όμως ασφαλώς θα παραδέχεσαι πως η φυσική κατάσταση των πραγμάτων παραμένει κατά βάση, σταθερή, από τότε που γεννήθηκαν οι γαλαξίες κι η Γη άρχισε να ψύχεται και πως τ’ απλά κοσμολογικά συστήματα των πρώτων ανθρώπων, οφείλονταν απλώς στην αδυναμία τους να συλλέξουνε τις απαιτούμενες, αρκετά ακριβείς πληροφορίες”.
-“Δε παραδέχομαι τίποτα τέτοιο”, αντέκρουσε απερίφραστα ο Πρέντις, “απεναντίας, υποστηρίζω πως οι πληροφορίες τους ήτανε κατά βάσιν αρκούντως ακριβείς. Υποστηρίζω πως σε κάποιαν εποχή της ιστορίας μας, η Γη ήταν επίπεδη, τόσον επίπεδη, όσο σφαιρική είναι τώρα και πως κανένας πριν από την εποχή του Εκαταίου, έστω και με τα καλύτερα σύγχρονα όργανα στη διάθεσή του, δε θα μπορούσε ν’ αποδείξει το αντίθετο.
Αν κάποιοι από μας εδώ μπορούσανε να μεταφερθούνε στον κόσμο του Εκαταίου, θα μπορούσανε φυσικά ν’ αποδείξουνε σχετικά σύντομα, τη σφαιρικότητα της Γης. Αυτό γιατί ο δικός μας νους είναι προσαρμοσμένος σε τρισδιάστατο κόσμο. Μπορεί να ‘ρθει κάποτε μια μέρα, που μια τετραδιάστατη Γη θα ‘ναι κάτι αυτονόητο ακόμα και για παιδιά δημοτικού, γιατί τότε, ο δικός τους νους θα ‘χει διαισθητικά προσαρμοστεί στις σχετικιστικές αντιλήψεις”. Κοντοστάθηκε λιγάκι και πρόσθεσε ειρωνικά: “Και δεν αποκλείεται, οι πιο αργόστροφοι της εποχής εκείνης να προσπαθήσουν ν’ αποδώσουνε τη δική μας απλοϊκή, τρισδιάστατη αντίληψη του κόσμου στα δήθεν πρωτόγονα κι ανακριβή όργανά μας. Γιατί βέβαια, για κείνους θα ‘ναι φως-φανάρι πως ο κόσμος τους είναι τετραδιάστατος”.
O Ντομπς ρουθούνισε σαρκαστικά στην εκπληκτική αυτήν άποψη. Οι άλλοι επιστήμονες κοιτάξανε τον Πρέντις με δέος και δυσπιστία συνάμα.
-“Σ’ ακολουθώ ως ένα σημείο”, δήλωσε μ’ επιφύλαξη ο Γκόριγκ, “κατανοώ πως τα μέλη μιας πρωτόγονης κοινωνίας μπορεί να ξεκινήσουνε μ’ ένα περιορισμένο αριθμό γεγονότων. Θα επινοούσανε θεωρίες για να εναρμονίσουνε και να συνδέσουνε τα υπάρχοντα γεγονότα κι ύστερα αυτές οι πρώτες θεωρίες θ’ απαιτούσανε την ύπαρξη νέων, επιπροσθέτων γεγονότων. Στην έρευνά τους αυτή, για συμπληρωματικά γεγονότα, θα προκύπτανε κι άσχετα κι ασυμβίβαστα με τις πρώτες θεωρίες.
Αυτό θ’ απαιτούσε δευτερογενείς θεωρίες, από τις οποίες θα προέκυπταν απρόσμενα γεγονότα, η επιβεβαίωση των οποίων θα ‘φερνε στο φως περισσότερες ασυνέπειες. Έτσι, η αλυσίδα γεγονότων που γεννούνε θεωρίες κι ούτω καθ’ εξής, θα οδηγούσε τελικά στη παρούσα κατάσταση γνώσης. Κάτι τέτοιο δε λέει η θεωρία σου;” Ο Πρέντις έγνεψε καταφατικά. “Όμως δε παραδέχεσαι πως τα γεγονότα υπήρχαν εξ αρχής κι ότι απλώς ήτανε θέμα ανακάλυψής τους”;
-“Το απλό, θεμελιακό νοούμενον υπήρχε εξ αρχής, ναι. Αλλά κάθε νέο γεγονός -κάθε νέα ερμηνεία του ανθρώπου για το νοούμενον- ήτανε γενικά καθαρή επινόηση, νοητικό δημιούργημα, αν θες. Μπορείς να το κατανοήσεις καλύτερα, αν αναλογιστείς ότι σπάνια προκύπτει νέο γεγονός αν δεν υπάρχει πρώτα η θεωρία που απαιτεί την ερμηνεία του. Στη συνηθισμένη επιστημονική έρευνα, η θεωρία προηγείται κι αμέσως ακολουθεί η …”ανακάλυψη” των διαφόρων γεγονότων που συνάγονται απ’ αυτή”. Ο Γκόριγκ δε φάνηκε να ‘χει πειστεί ακόμα.
-“Μα ούτε κι αυτό αποδεικνύει πως το γεγονός δεν υπήρχε εξ αρχής”.
-“Έτσι λες; Για σκέψου τα υπάρχοντα στοιχεία. Ποτέ δε σου ‘κανε εντύπωση γιατί τόσες και τόσες φορές, ολοφάνερα γεγονότα παραβλέφτηκαν ως τη στιγμή που κάποιος έβγαλε τη θεωρία που απαιτούσε την ύπαρξή τους; Πάρε αν θες, τα δικά σου πυρηνικά σωματίδια που συνθέτουνε την ύλη. Τα πρωτόνια και τα ηλεκτρόνια εντοπιστήκανε στη πράξη μόνον αφού ο Ράδερφορντ απέδειξε πως πρέπει να υπάρχουν. Κι όταν αργότερα ο ίδιος ο Ράδερφορντ ανακάλυψε πως τα δυο τους δεν είναι αρκετά για να φτιάξουν όλα τ’ άτομα του περιοδικού πίνακα στοιχείων, υπέθεσε και την ύπαρξη του νετρονίου. Και βέβαια, πολύ βολικά, το νετρόνιο ανακαλύφθηκε σ’ ένα θάλαμο Ουίλσον”. Ο Γκόριγκ σούφρωσε σκεφτικά τα χείλη.
-“Μα ο θάλαμος Ουίλσον θα το ‘χε δείξει κανονικά και πριν από τη θεωρία αν κανένας είχεν απλά σκεφτεί να τονε χρησιμοποιήσει. Το γεγονός πως ο Ουίλσον δεν εφήυρε το θάλαμό του παρά το 1912 κι ο Γκάιγκερ τον μετρητή του το 1913, δεν εμποδίζει τα υπο-ατομικά σωματίδια να προϋπήρχαν αυτών των συσκευών ανίχνευσης τους”.
-“Δεν έπιασες αυτό που προσπαθώ να σου πω”, είπε ο Πρέντις. “Το αρχέγονο αδιαφοροποίητο νοούμενο που σήμερα το παρατηρούμε σαν υπο-ατομικά σωματίδια προϋπήρχε του 1912, δεκτόν, αλλ’ όχι και τα υπο-ατομικά σωματίδια”.
-“Τι να σου πω, δε ξέρω…” Ο Γκόριγκ έξυσε το σαγόνι του. “Τι έχεις να πεις για τις θεμελιώδεις δυνάμεις; Σίγουρα ο ηλεκτρισμός προϋπήρχε του Γκαλβάνι, σωστά; Ακόμα κι οι Έλληνες ξέρανε πως να συγκεντρώνουν ηλεκτροστατικά φορτία στο κεχριμπάρι”.
-“Ο ηλεκτρισμός των Ελλήνων δεν ήτανε τίποτε περισσότερο από ηλεκτροστατικά φορτία. Τίποτε παραπάνω δεν ήτανε δυνατό να γίνει μέχρι που ο Γκαλβάνι εισήγαγε την ιδέα του ηλεκτρικού ρεύματος”.
-“Θέλεις να πεις ότι το ηλεκτρικό ρεύμα δεν υπήρχε πριν από τον Γκαλβάνι;” παρενέβη ο Μπέρτσαρντ. “Ούτε καν όταν ένας κεραυνός χτυπούσε έναν αγωγό”;
-“Ούτε και τότε ακόμα. Δε ξέρουμε και πολλά για τη φύση των κεραυνών πριν από την εποχή του Γκαλβάνι. Αν και πιθανά κρύβανε πολλή δύναμη, η καταστροφικότητά τους δε πρέπει να οφειλότανε σ’ ηλεκτρικό ρεύμα. Οι Κινέζοι πετούσανε χαρταετούς επί αιώνες πριν ο Φρανκλίνος διατυπώσει τη θεωρία πως ο κεραυνός κι ο γαλβανικός ηλεκτρισμός ήταν ένα και το αυτό. Αλλά πουθενά δεν έχει αναφερθεί καμία κεραυνοπληξία από σπάγγο χαρταετού που ο σοφός μας Βενιαμίν, τράβηξεν έναν έτσι, το 1765. Σήμερα, μόνο βλάκας θα δοκίμαζε να πετάξει χαρταετό στη διάρκεια καταιγίδας. Όλα ακολουθάνε τον κανόνα: η θεωρία προηγείται και μετά αλλάζουμε τη πραγματικότητα, για να τη συνταιριάξουμε μ’ αυτή“.
-“Τότε”, επέμεινε ο Μπέρτσαρντ, “φαντάζομαι πως θα μας πεις ότι και τα εννενήντα δύο χημικά στοιχεία, είναι επινοήματα της φαντασίας μας”.
-“Ακριβώς! Πιστεύω πως στην αρχή υπήρχανε μόνο τέσσερα νοούμενα στοιχεία. Ο άνθρωπος απλά τα πολλαπλασίασε σύμφωνα με τις ανάγκες της αυξανόμενης επιστήμης του. Είναι ο άνθρωπος που τα ‘κανε τόσα, όσα είναι σήμερα -και σε μια περίπτωση, τα ξε-έκανε. Θυμάστε τι σάλο προκάλεσε ο Μεντελέγιεφ με τον περιοδικό του νόμο; Ισχυρίστηκε πως όλα τα στοιχεία θα ‘πρεπε ν’ ακολουθάνε σειρές σθένους αυξανόμενου ατομικού βάρους κι όταν είδε πως τα στοιχεία δε το ‘κάναν, επέμεινε πως ο νόμος του ήτανε σωστός και τ’ ατομικά βάρη, λάθος.
Αυτό θα πρέπει να ‘κανε τους Στας & Μπερτζέλιους να στριφογυρίσουνε στους τάφους τους, γιατί οι δυο τους είχαν υπολογίσει με θαυμαστή ακρίβεια τα δήθεν εσφαλμένα ατομικά βάρη. Το παράξενο ήτανε πως όταν τα βάρη ξαναμετρηθήκανε, βρεθήκανε να ταιριάζουνε με τον περιοδικό πίνακα του Μεντελέγιεφ. Και δεν ήτανε μόνον αυτό. Ο καλός μας Μεντελέγιεφ υπέδειξε πως υπήρχανε κενά σημεία στον πίνακά του κι υποστήριξε πως υπήρχανε κι άλλα στοιχεία που δεν είχαν ως τότε ανακαλυφθεί.
Έφτασε μάλιστα στο σημείο να προβλέψει και τις ιδιότητές τους. Αλλά ήτανε πολύ σεμνός. Δηλώνω στα ίσια πως οι: Νίλσον, Ουΐνκλερ και Ντε Μπουασμποντράνμ απλώς ανακάλυψαν τα σκάνδιο, γερμάνιο και γάλλιο. Ήταν ο Μεντελέγιεφ όμως που τα δημιούργησε από την αρχική τετραστοιχειακήν ουσία”.
-“Αυτό είναι κομματάκι βαρύ”, παρατήρησεν η Ε, γέρνοντας μπρος. “Πες μου, αν ήταν ο άνθρωπος που άλλαξε τα στοιχεία και το σύμπαν, για να τα συνταιριάξει με την εικόνα που τονε βόλευε, ποια μορφή θα ‘χε το σύμπαν προν εμφανιστεί ο άνθρωπος”;
“Δεν υπήρχε καν σύμπαν” αποκρίθηκε ο Πρέντις. “Θυμήσου: εξ ορισμού το σύμπαν ή η πραγματικότητα, είναι απλώς η άποψη που ‘χει ο άνθρωπος για το έσχατο νοούμενο σύμπαν. Το σύμπαν όπως το ξέρουμε, εμφανίζεται κι εξαφανίζεται μαζί με τον ανθρώπινο νου. Κατά συνέπεια η Γη -ως έχει- δεν υπήρχε καν πριν από την εμφάνιση του ανθρώπου”.
-“Κι αγνοείς τη μαρτυρία των πετρωμάτων;” διαμαρτυρήθηκε η Ε. “Χρειαζόντανε ν’ ασκηθούνε δυνάμεις επί εκατομμύρια ή δισεκατομμύρια χρόνια, για να πάρουνε τη μορφή που ‘χουνε σήμερα. Εκτός κι αν υποστηρίζεις την ύπαρξη ενός παντοδύναμου Θεού που τα ‘φτιαξε έτσι μέσα σε μια μέρα”.
-“Υποστηρίζω την ύπαρξη μόνο, του παντοδύναμου ανθρώπινου νου”, δήλωσε ο Πρέντις. “Στον δέκατον έβδομον αιώνα οι Χουκ, Ρέυ, Γούντγουορντ κι ένα σωρό άλλοι, μελετήσανε κοιτάσματα κιμωλίας, αμμοχάλικων, μαρμάρου, ακόμα κι άνθρακα, δίχως να βρούνε τίποτε που να ‘ρχεται σ’ αντίθεση με τη βιβλική αντίληψη του Κατακλυσμού. Αλλά τώρα που αποφασίσαμε πως η Γη είναι αρχαιότερη, αρχίσανε κι οι βράχοι της να μας φαίνονται αρχαιότεροι”.
-“Και πως εξηγείς την εξέλιξη;” επέμεινε ο Μπέρτσαρντ. “Σίγουρα δε μπορεί να ‘τανε θέμα μόνο λίγων αιώνων”.
-“Αλήθεια;” έκανε ο Πρέντις. “Και πάλι, γιατί να υποθέσουμε πως τα γεγονότα προηγήθηκαν από τη θεωρία; Όλα τα στοιχεία δείχνουνε το αντίθετο. Ο Αριστοτέλης ήταν ένας θαυμάσιος πειραματικός βιολόγος και ξέρουμε πως είχε καταλήξει στο συμπέρασμα, πως η ζωή γεννιέται αυτόματα. Πριν από την εποχή του Δαρβίνου δεν υπήρχε κανένας λόγος εξέλιξης για τα διάφορα είδη, επειδή τα πλάσματα γεννιόνταν αυτόματα από την ανόργανη ύλη. ακόμα και στα τέλη του 18ου αιώνα ο Νήνταμ, χρησιμοποιώντας μικροσκόπιο, ανέφερε πως είδε μικρόβια να γεννιούνται αυτόματα από αποστειρωμένο υλικό καλλιέργειας. Εκείνοι οι αβιογενετιστές χάσαν αργότερα το κύρος τους και τα πειράματά τους βρέθηκαν ότι δεν ήταν επαναλήψιμα. Αλλ’ αυτό μόνον αφού είχε γίνει πια σαφές ότι τα υπάρχοντα αβιογενετικά γεγονότα δε συμβιβάζονταν με τα μεταγενέστερα γεγονότα που προκύψαν από τις νεότερες βιολογικές θεωρίες”.
-“Λοιπόν”, είπε ο Γκόριγκ, “έστω ότι, χάρη στη συζήτηση, δεχόμαστε την άποψή σου πως ο άνθρωπος έχει αλλάξει τ’ αρχικά νοούμενα, πλάθοντας έτσι τη τωρινή πραγματικότητα. Τότε ποιο κίνδυνο γι’ αυτή τη πραγματικότητα αντιπροσωπεύει ο Λους και γιατί; Πως θα μπορούσε να κάνει οτιδήποτε, ακόμα κι αν έχει τέτοια πρόθεση; Τι ακριβώς επιδιώκει να καταφέρει”;
-“Σε γενικές γραμμές”, απάντησε ο Πρέντις, “σκοπεύει να καταστρέψει το αϊνστάνειο σύμπαν”. Ο Μπέρτσαρντ έσμιξε τα φρύδια και κούνησε το κεφάλι:
-“Μη βιάζεσαι. Πρώτον, πως μπορεί κανείς να πιστέψει πως μπορεί να καταστρέψει τούτο τον πλανήτη; Πόσο μάλλον ολάκερο το σύμπαν. Και δεύτερον, γιατί το λες αϊνστάνειο, αφού όπως και να το πεις, πάλι το ίδιο σύμπαν δεν είναι”;
-“Αυτό που εννοεί ο Δρ Πρέντις”, εξήγησε η Ε, “είναι πως ο Λους θέλει ν’ ανατρέψει οριστικά κι αμετάκλητα τη τωρινήν αντίληψη που ‘χουμε για το σύμπαν και που τυχαίνει να ‘ναι η αϊνστάνεια. Αυτό γιατί πιστεύει πως η τελική του μορφή θα ‘ναι κι η αληθινή -και κατανοητή, μόνον από τον Λους κι ίσως μερικούς άλλους ειδικούς οντολόγους”.
-“Δε το πιάνω”, δήλωσε ο Ντομπς εκνευρισμένος. “Προφανώς αυτός ο Λους δε σχεδιάζει τίποτα περισσότερο από τη δημοσίευση κάποιας νέας επιστημονικής θεωρίας. Πως μπορεί να ‘ναι κάτι τόσο τραγικό; Μια απλή θεωρία δε μπορεί να βλάψει κανένα, πόσο μάλλον όταν μόνο δυο-τρεις άνθρωποι μπορούν να τη καταλάβουν”.
-“Εσύ … και μερικά δισεκατομμύρια άλλοι”, απάντησε ο Πρέντις ήρεμα, “νομίζουνε πως η πραγματικότητα δε μπορεί να επηρεαστεί από καμιά θεωρία κι ότι είναι στο χέρι σας να την αποδεχτείτε ή όχι. Στο παρελθόν αυτό ήταν αλήθεια. Αν οι πτολεμαϊκοί θέλανε γεωκεντρικό σύμπαν, αρκεί ν’ αγνοούσανε τον Κοπέρνικο. Αν το τετραδιάστατο συνεχές του Αϊνστάιν και του Μινκόφσκη φαινόταν ακατανόητο στους οπαδούς του Νεύτονα, δεν είχανε παρά να το απορρίψουνε κι οι πλανήτες συνέχιζαν να περιστρέφονται σε γενικές γραμμές, σύμφωνα με τις προβλέψεις του Νεύτονα. Αλλά τούτο ‘δω είναι κάτι άλλο. Για πρώτη φορά βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τη πιθανότητα η απλή κοινοποίηση μιας θεωρίας να επιβάλλει νέα κι ασύλληπτη πραγματικότητα στο μυαλό μας. Δε θα ‘ναι στο χέρι μας αν θα την αποδεχτούμε ή όχι”.
-“Λοιπόν” παρατήρησε ο Μπέρτσαρντ, “αν με τη κοινοποίηση μιας θεωρίας, εννοείς κάτι σαν την εφαρμογή της κβαντικής θεωρίας και της σχετικότητας στη παραγωγή της ατομικής ενέργειας, που βέβαια άλλαξε τη μορφή του πολιτισμού της περασμένης γενιάς, είτε το ‘θελαν είτε όχι, αυτό το κατανοώ. Αλλ’ αν εννοείς πως ο Λους θα κάνει ασήμαντο πειραματάκι που ίσως επαληθεύσει κάποια νέα θεωρία κι ότι απ’ αυτό και μόνο η πραγματικότητα θ’ ανατραπεί ακαριαία, ε … αυτό θα το θεωρούσα ανοησία”.
-“Θα ‘θελε κανείς να μαντέψει”, ρώτησε ο Πρέντις, “τι θα γινόταν αν ο Λους μπορούσε να καταστρέψει ένα φωτόνιο“; Ο Γκόριγκ άφησε μικρό γελάκι.
-“Το ερώτημα είναι άνευ περιεχομένου. Η υπόσταση μάζας-ενέργειας, που το τρισδιάστατο προφίλ της αποκαλούμε φωτόνιο, είναι αδύνατον να καταστραφεί”.
-“Αλλ’ αν υποθέσουμε πως ήτανε δυνατόν να καταστραφεί”; επέμεινε ο Πρέντις. “Ποια θα ‘ταν η μορφή του σύμπαντος μετά”;
-“Τι θ’ άλλαζε μ’ αυτό;” ρώτησε επιθετικά ο Ντομπς. “Τι σημασία θα ‘χεν ένα φωτόνιο παραπάνω ή παρακάτω”;
-“Τεράστια!”, απάντησεν ο Γκόριγκ. “Σύμφωνα με τη θεωρία του Αϊνστάιν, κάθε σωματίδιο ύλης-ενέργειας έχει ένα βαρυτικό δυναμικό λάμδα και μπορεί να υπολογιστεί πως ο ολικός αριθμός αυτών των λάμδα είναι ακριβώς εκείνος που απαιτείται για να μην αναδιπλωθεί στον εαυτό του το τετραδιάστατο συνεχές. Έτσι κι αφαιρέσεις ένα λάμδα – ω Θεέ μου! Το σύμπαν θ’ άνοιγε σα καρπούζι!”.
-“Ακριβώς”, συμφώνησε κι ο Πρέντις. “Αντί για ένα συνεχές, η πραγματικότητα μας θα γινόταν έν ανείπωτο χάος από ασύνδετα τρισδιάστατα αντικείμενα. Ο χρόνος, αν συνέχιζε να υπάρχει, σε θα ‘χε καμιά σχέση με τ’ αντικείμενα του χώρου. Μόνον αυθεντία της οντολογίας θα μπορούσε να επανασυνδέσει κάποιο νόημα από μια τέτοια πραγματικότητα”.
-“Τέλος πάντων”, είπε ο Ντομπς, “όπως και να ‘χει, δε θ’ ανησυχούσα ιδιαίτερα. Δε νομίζω πως θα μπορέσει ποτέ κανείς να καταστρέψει ένα φωτόνιο” και ξεφυσώντας ειρωνικά πρόσθεσε: “γιατί θα πρέπει πρώτα να το πιάσει!”
-“Ο Λους μπορεί να το πιάσει”, δήλωσε ο Πρέντις ήρεμα. “και μπορεί να το καταστρέψει. Τούτη τη στιγμή κάποιο ασύλληπτο μετα-αϊνστάνειο σύμπαν βρίσκεται στη παλάμη του χεριού του. Ίσως να ‘ναι η τελική, η αληθινή πραγματικότητα. Αλλά δεν είμαστε έτοιμοι γι’ αυτή. Ο Καντ ίσως ή ο Χόμο Σουπήριορ, αλλ’ όχι κι ο μέσος Χόμο Σάπιενς. Εμείς θα βγαίναμε νοκ-άουτ”. Κοντοστάθηκε. Δίχως να κοιτάξει προς τον Γκόριγκ, ήξερε πως τον είχε πείσει.
Χαλάρωσε με φανερή ανακούφιση. Ήτανε καιρός για τη ψηφοφορία, να χτυπήσει πριν οι Σπέερ και Γκόριγκ αλλάξουνε γνώμη. “Κυρία”, είπε ρίχνοντας μιαν ερωτηματική ματιά προς τη γυναίκα, “από στιγμή σε στιγμή περιμένω, να μου αναφέρουν οι άντρες μου τον εντοπισμό του Λους. Αν η ομάδα μας κρίνει αναγκαίο το μέτρο, πρέπει να ‘μαι έτοιμος να τους δώσω διαταγή για την εκτέλεση. Ζητώ να γίνει ψηφοφορία στελεχών!”
-“Δεκτό”, απάντησε αμέσως η Ε. “Όσοι είναι υπέρ της άμεσης εκτέλεσης του Λους να σηκώσουνε το δεξί τους χέρι”.
Ο Πρέντις κι ο Γκόριγκ σήκωσαν το χέρι. Ο Σπέερ έμεινεν ασάλευτος. Ο Πρέντις ένιωσε τη καρδιά του να παγώνει. Είχε κάνει λάθος εκτίμηση.
-“Ψηφίζω κατ’ αυτού του εγκλήματος”, δήλωσε ο Ντομπς, “γιατί τέτοιο το θεωρώ: καθαρό έγκλημα”.
-“Συμφωνώ με τον Ντομπς”, δήλωσε κι ο Μπέρτσαρντ λακωνικά. Τα βλέμματα όλων στραφήκανε προς τον ψυχολόγο.
-“Υποθέτω πως θα υποστηρίξεις τη θέση μας Δρ Σπέερ”, έκανε ο Ντομπς βλοσυρά.
-“Εμένα μη με υπολογίζετε στο παιχνίδι, κύριοι. Ποτέ δε θα επενέβαινα σε κάτι τόσον αναπόφευκτο, όσο το πεπρωμένο του ανθρώπου. Όλοι σας παραβλέπετε μια βασική πλευρά της ανθρώπινης φύσης: την ακόρεστη δίψα του γι’ αλλαγή, για οτιδήποτε διαφορετικό απο κείνο που ‘χει ήδη κάμει. Ο ίδιος ο Πρέντις υποστήριξε ότι κάθε φορά που ο άνθρωπος αρχίζει να νιώθει ανικανοποίητος με τη τρέχουσα πραγματικότητα, αρχίζει να την αλλάζει κι όποιον πάρει ο χάρος. Ο Λους δε συμβολίζει παρά τον κακόν άγγελο της ράτσας μας στη πορεία της τόσο προς την αποθέωση, όσο και προς τη καταστροφή. Όμως τα σύμβολα, έτσι και γεννηθούνε, δε πεθαίνουνε με τίποτα. Είναι πολύ αργά πια για ν’ αρχίσουμε να σκοτώνουμε τους διάφορους Λους. Ήταν πολύ αργά από την εποχή που ο πρώτος άνθρωπος δοκίμασε το μήλο.
Πέρ’ απ’ αυτό, νομίζω πως ο Πρέντις υπερεκτιμά τις συνέπειες της αναμενόμενης κι υποτιθέμενης επιτυχίας του Λους, στην υπόλοιπη ανθρωπότητα. Ας υποθέσουμε πως καταφέρνει πράγματι να ξεφύγει από το χώρο και το χρόνο και ν’ ακινητοποιήσει τον κόσμο στη χρονική στατικότητα της τωρινής ψευτοπραγματικότητας. Έστω πως αυτός και λίγοι ειδήμονες οντολόγοι καταφέρνουν να εισχωρήσουνε στην έσχατη, την αληθινή πραγματικότητα. Για πόσο νομίζετε πως θ’ αντισταθούνε στον πειρασμό να την αλλάξουν; Ο Πρέντις έχει δίκιο: κάποτε, οι ίδιοι ή οι απόγονοί τους, θα φτάσουν να ζούνε σ’ ένα σύμπαν τόσο πολύπλοκο κι αφόρητο, όσο κι εκείνο που εγκατέλειψαν, ενώ εμείς, από κάθε πρακτική άποψη, θα ‘χουμε τη χαρά να ‘μαστε μακαρίτες. Όχι κύριοι, δε ψηφίζω ούτε υπέρ, ούτε κατά”.
-“Τότε, ανήκει σε μένα το προνόμιο να σπάσω την ισοψηφία”, παρατήρησε ψύχραιμα η Ε. “Ψηφίζω υπέρ της εκτέλεσης του Λους. Αφήστε κατά μέρος τις διαμαρτυρίες σας Δρ Ντομπς. Η ώρα είναι περασμένα μεσάνυχτα κι η συνδιάσκεψη έληξε”. Σηκώθηκε αμέσως ορθή, δείχνοντας αυτό που εννοούσε. Σε λίγο, ένας-ένας οι άντρες άρχισαν να εγκαταλείπουνε την αίθουσα. Εκείνη άφησε το τραπέζι και προχώρησε προς τα παράθυρα στην άλλην άκρη της αίθουσας. Ο Πρέντις δίστασε για μια στιγμή, αλλά δεν έκανε καμιά κίνηση να φύγει. “Κι εσύ Πρέντις”, φώναξε πάνω από τον ώμο της.
Η πόρτα έκλεισε πίσω από τον Σπέερ, τον τελευταίο αποχωρήσαντα της ομάδας, εκτός από τον Πρέντις, που πλησιάσε και στάθηκε πίσω της. Εκείνη δεν έδειξε ν’ αντιλαμβάνεται πως δυο μέτρα πίσω της, την περιεργαζόταν. Είτε καθόταν, είτε στεκόταν ορθή, είτε βάδιζε ήτανε πανέμορφη. Από μέσα του την σύγκρινε με την Αφροδίτη του Βελάσκεθ. Υπήρχαν οι ίδιες λεπτές, εξαίσιες αναλογίες μηρών, γοφών και μπούστου. Κι ο Πρέντις ήξερε πως η Ε είχε πλήρη συναίσθηση της καλλονής της κι επιπλέον πως πρέπει να ‘χε συνειδητοποιήσει το επιδοκιμαστικό βλέμμα του. Οι ώμοι της καμπουριάσανε ξαφνικά κι όταν μίλησε πάλι, η φωνή της ακούστηκε πολύ κουρασμένη.
-“Ώστε δεν έφυγες ακόμα. Πιστεύεις στη διαίσθηση”;
-“Όχι συχνά”.
-“Ο Σπέερ είχε δίκιο. Πάντοτε έχει δίκιο. Ο Λους θα πετύχει”. ‘Αφησε τα χέρια της να πέσουνε στα πλευρά της και γύρισε προς το μέρος του.
-“Τότε, επίτρεψέ μου αγαπούλα, να σου ζητήσω και πάλι να με παντρευτείς κι ας ξεχάσουμε για λίγους μήνες το θέμα του ελέγχου της γνώσης“.
-“Αυτό αποκλείεται τελείως, Πρέντις. Οι χαρακτήρες μας είναι εντελώς διαφορετικοί. Εσύ είσαι αδιόρθωτα περίεργος, ενώ εγώ είμαι αδιόρθωτα, -μπορεί και νευρωτικά- συντηρητική. Εξάλλου, πως μπορείς να σκέφτεσαι τούτα τα πράματα, όταν έχουμε να σταματήσουμε τον Λους”; Η απάντηση που της ετοίμαζε, κόπηκε από τον ήχο του ιντερκόμ:
“Επείγον μήνυμα για τον κύριο Πρέντις. Επείγον μήνυμα για τον κύριο Πρέντις. Ο Λους εντοπίστηκε. Επείγον μήνυμα…”
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5″
Ο Κρας έδειξε με το μολύβι του τη μαρκαρισμένη περιοχή στο χάρτη.
-“Αυτό είναι το κτήμα του Λους, ‘Τα Φιδίσια Μάτια’, φημισμένο εκτροφείο θηραμάτων και ζωολογικός κήπος. Περίπου στο κέντρο -κάπου εδώ νομίζω- υπάρχει πέτρινη αγροικία. Ένα φορτηγό ξεφόρτωσε εκεί, εργαστηριακό εξοπλισμό, σήμερα το πρωί”.
-“Πρέντις” είπε η Ε, “πόσο καιρόν υπολογίζεις ότι θα του πάρει για να εγκαταστήσει ό,τι χρειάζεται για το πείραμα”;
-“Δε μπορώ να ‘μαι σίγουρος. Εξακολουθώ να μη μπορώ να φανταστώ τι ακριβώς σκοπεύει να κάνει, αλλά είμαι αρκετά σίγουρος πως είναι κάτι που πρέπει να γίνει σ’ απόλυτο σκοτάδι. Ο έλεγχος των οργάνων δε θα του πάρει πάνω από λίγα λεπτά, το πολύ”. Της απάντησε από την άλλη μεριά του τραπεζιού. Εκείνη άρχισε να κόβει βόλτες νευρικά, πάνω-κάτω.
-“Το ‘ξερα. Δε μπορούμε να τον σταματήσουμε. Δε προφταίνουμε”.
-“Δεν είμαι σίγουρος γι’ αυτό”, αντέταξεν αυτός. “Τι ξέρεις γι’ αυτή τη πέτρινην αγροικία, Κρας. Είναι πολύ παλιά”;
-“Χρονολογείται από τον 18ο αιώνα κύριε Πρέντις”.
-“Ορίστε η απάντηση”, είπε ο Πρέντις. “Είναι μάλλον γεμάτη τρύπες στα σημεία που ‘χουνε πέσει σοβάδες. Για να ‘χει απόλυτο σκοτάδι θα πρέπει να περιμένει να δύσει το φεγγάρι”.
-“Δύει στις τρεις και τριάντα τέσσερα λεπτά, το πρωί, κύριε”, παρατήρησε ο Κρας.
-“Τότε προφταίνουμε να το σταματήσουμε”, φώναξε η Ε. Ο Κρας έδειξεν αμφιβολία.
-“Το πράμα δεν είναι τόσον απλό, γιατί το κτήμα είναι οχυρωμένο και μπορεί ν’ αντέξει ακόμα κι ενάντια σε μικρό στρατό που θα μπορούσε να στείλει το Γραφείο, τουλάχιστον για εικοσιτέσσερις ώρες”.
-“Μιαν ατομική βόμβα περιποιημένη;” πρότεινε ο Πρέντις.
-“Αυτό θα ‘ταν η καλύτερη λύση, βέβαια” συμφώνησε η Ε, “αλλά ξέρεις όσο κι εγώ ποια θα ‘ναι η αντίδραση του Κογκρέσου σε τόσο δραστικά μέτρα. Θα γίνουν ανακρίσεις, το Γραφείο θα καταργηθεί κι όλοι οι υπεύθυνοι για μια τέτοια πράξη θα ‘χουν ν’ αντιμετωπίσουν ισόβια κάθειρξη, αν όχι και θάνατο”. Σώπασε για μια στιγμή και μετά αναστέναξε και πρόσθεσε: “Ας γίνει κι έτσι. Αν δεν υπάρχει εναλλακτική λύση. θα διατάξω τη ρίψη βόμβας”.
-“Μπορεί να υπάρχει κι άλλος τρόπος”, είπε ο Πρέντις.
-“Δηλαδή”;
-“Εκεί που ο στρατός δε θα μπορούσε να περάσει, ίσως ένας άντρας μόνος να τα κατάφερνε κι αν ναι, θα μπορούσες ν’ ανακαλέσεις τη ρίψη της βόμβας”. Η Ε ξεφύσηξε αργά συννεφάκι καπνού, κοιτώντας σκεφτικά τη κάφτρα του τσιγάρου της. Τελικά γύρισε και για πρώτη φορά από τη συνδιάσκεψη, τον κοίταξε στα μάτια.
-“Δε θα πας εσύ”.
-“Τότε ποιος”; Η Ε χαμήλωσε τα μάτια.
-“Έχεις δίκιο βέβαια, αλλά η βόμβα θα πέσει αν δε τα καταφέρεις. Δε μπορεί να γίνει αλλιώς. Το κατανοείς αυτό”;
-“Το κατανοώ”, γέλασε αυτός κι ύστερα στράφηκε στον βοηθό του. “Κρας, αφήνω σε σένα τις λεπτομέρειες για τη βόμβα και το καθετί. Θα συναντηθούμε σε τούτο το σημείο” κι έδειξε στο χάρτη- “στις 3 ακριβώς. Είναι ήδη περασμένες μία, καλύτερα να ξεκινάς”.
-“Μάλιστα κύριε Πρέντις”, είπε ο Κρας κι έφυγε ασθμαίνοντας από την αίθουσα. Όταν η πόρτα έκλεισε, ο Πρέντις στράφηκε προς την Ε:
-“Κάνοντας έναρξη απ’ αύριο τ’ απόγευμα -ή μάλλον, από σήμερα- όταν τελειώσω με τον Λους, θέλω εξάμηνη άδεια”.
-“Δεκτό”, μουρμούρισε αυτή.
-“Θέλω να ‘ρθεις κι εσύ μαζί μου. Θέλω ν’ ανακαλύψω τι ακριβώς υπάρχει ανάμεσά μας. Μόνον οι δυο μας. Μπορεί και να μας πάρει κάμποσο χρόνο”. Η Ε χαμογέλασε λοξά.
-“Αν είμαστε ζωντανοί στις 3.35′, αν εξακολουθεί να υπάρχει αυτό που λέγεται μήνας κι αν συνεχίζεις να θέλεις να ξοδέψεις έξι απ’ αυτούς μαζί μου, θα το δεχτώ. Σ’ αντάλλαγμα θέλω μια χάρη από σένα”.
-“Τι χάρη”;
-“Εσύ, καλύτερα ακόμα κι από τον Λους, έχεις τις περισσότερες πιθανότητες να προσαρμοστείς στη τελική πραγματικότητα, αν εκείνος καταφέρει να καταστρέψει ένα φωτόνιο. Εγώ είμαι αμφίβολη περίπτωση. Αν κι όταν έρθει μια τέτοια στιγμή, θα χρειαστώ όλη τη βοήθεια που μπορείς να μου δώσεις. Θα το θυμάσαι αυτό”;
-“Θα το θυμάμαι”, υποσχέθηκε ο Πρέντις. Στις 3.00′ συναντήθηκε με τον Κρας.
-“Yπάρχουν τουλάχιστον εφτά κάμερες υπερύθρων στο κτήμα”, ανέφερε ο βοηθός, “χώρια το πολύπλοκο δίκτυο από φωτοκύτταρα συναγερμού. Μετά υπάρχει συρμάτινος φράχτης γύρω από το εργαστήριο, που σουλατσάρουνε τα μεγάλα αιλουροειδή. Ο Λους πρέπει ν’ άφησε λεύτερα όλα τα ζώα του”. Ο Κρας βοήθησε απρόθυμα τον Πρέντις να φορέσει την απορροφητική στολή υπερύθρων. “Δε θα ‘τανε σωστό να γίνετε μεζές για τίγρεις, κύριε Πρέντις. Καλύτερα να το ματαιώσετε”. Ο Πρέντις έκλεισε τη καλύπτρα του κράνους του κοιτάζοντας προς το φεγγαροφώτιστο μισόφωτο του κήπου με τις μηλιές.
-“Θ’ αναλάβεις εσύ να εξουδετερώσεις τα φωτοκύτταρα συναγερμού”;
-“Ασφαλώς. Χρησιμοποιεί φωτοκύτταρα ευαίσθητα στο υπεριώδες φάσμα. Στις 3.10′ θα πλημμυρίσουμε τη περιοχή με προβολέα υπεριωδών”. Ο Πρέντις αφουγκράστηκε, αλλά δε μπόρεσε ν’ ακούσει το ελικόπτερο που θα ‘χε τη βόμβα και τον προβολέα υπεριωδών.
-“Θα ‘ρθει μην ανησυχείτε”, τον διαβεβαίωσε ο Κρας. “Έτσι κι αλλιώς δε θα κάνει θόρυβο. Κείνο που πρέπει να σας απασχολεί σοβαρά, είναι τα θηρία”. Ο Πρέντις οσμίστηκε το νυχτερινό αεράκι.
-“Πολύ λίγη αύρα”.
-“Ναι”, συμφώνησε κι ο Κρας “και πολύ ευμετάβλητη, όση υπάρχει. Δε μπορείτε να ‘στε σίγουρος από ποιά μεριά έρχεται η οσμή. Θέλετε να δημιουργήσουμε κάποιον αντιπερισπασμό, στην άλλην άκρη για να τραβήξουμε κει τα ζώα”;
-“Θα ‘τανε πολυ επικίνδυνο. Στην ανάγκη θα χρησιμοποιήσω το σπρέυ της φορμαλδεΰδης”. ‘Απλωσε το χέρι του στον άλλο. “Γειά σου Κρας”. Ο ασθματικός βοηθός του ‘σφιξε το χέρι με ειλικρινή θέρμη.
-“Καλή τύχη κύριε Πρέντις και μη ξεχάσετε τη βόμβα. Θα υποχρεωθούμε να τη ρίξουμε στις 3.34′ ακριβώς”. Αλλ’ ο Πρέντις είχε κιόλας χαθεί στο σκοτάδι.
Λίγα λεπτά αργότερα κοίταζε τους φωτεινούς δείκτες του ρολογιού του. Προφανώς η κάλυψη των υπεριωδών είχε μπει σ’ εφαρμογή. Το μόνο που ‘πρεπε να προσέχει στα επόμενα σαράντα δευτερόλεπτα, ήταν να μη σκοντάψει σε κανένα φωτοκύτταρο. Αλλά οι άντρες του Κρας είχανε κάμει καλή δουλειά. Έφτασε στον φράχτη με το αγκαθωτό συρματόπλεγμα με κάμποσα δευτερόλεπτα περίσσεμα. Στάθηκε μια στιγμή ν’ αφουγκραστεί και μετά με την αθόρυβη άνεση της πείρας, πέρασε το φράχτη.
Το αεράκι, που μια στιγμή πριν φυσούσε στο πρόσωπό του, είχε σταματήσει τελείως. Ο αγέρας της νύχτας κρεμόταν ολόγυρα σαν ασάλευτη κουρτίνα. Από το πέτρινο κτίριο, καμιά διακοσαριά μέτρα πιο πέρα, φαινότανε μόνο μια μικρή αχτίδα φωτός. Τράβηξε το πιστόλι με τον σιγαστήρα κι άρχισε να βαδίζει με γοργά και προσεκτικά βήματα. Φρόντιζε να πατά στο χώμα, με το τακούνι πρώτα, ελέγχοντας το έδαφος, πριν από κάθε βήμα. Ένα τρίξιμο κλαδιού θα ‘ταν ίσως αρκετό για να στείλει κάποιο από τα θηρία πάνω του.
Ξαφνικά, κοκάλωσε με το ‘να πόδι ακόμα στον αγέρα. Από μια συστάδα μερικά μέτρα δεξιά, είχε ακουστεί γρύλισμα κι απειλητικό σύρσιμο. Ένιωσε το στόμα του να στεγνώνει στη στιγμή, ενώ έστησε αφτί γυρνώντας το κεφάλι προς τον ήχο.
Και μετα ακούστηκε ήχος από κάτι βαρύ που ορμούσε ενάντιά του. Η μεγάλη γάτα ήτανε σχεδόν πάνω του πριν πυροβολήσει και μετά το σιγανό βογγητό του χτυπημένου ζώου αντήχησε στ’ αφτιά του πιο δυνατά από τον πνιχτό ήχο του πυροβολισμού. Ανασαίνοντας βαριά, απομακρύνθηκε σβέλτα από το ετοιμοθάνατο θηρίο, μάλλον κάποιο τζάγκουαρ κι αφουγκράστηκε πάλι για λίγο, τους ήχους πριν συνεχίσει προς το σπίτι. Τ’ ασυνήθιστα μέτρα του Λους για να παρεμποδίσει τους απρόσκλητους επισκέπτες, επιβεβαιώνανε τις υποψίες του. Απόψε ήταν η τελευταία νύχτα που είχανε περιθώρια να σταματήσουνε τον καθηγητή. Ανοιγόκλεισε τα μάτια για να τα καθαρίσει από τον τσουχτερό ιδρώτα κι έριξε μια ματιά στο ρολόι: ή ώρα ήτανε 3.15.
Κατά τα φαινόμενα, τ’ άλλα ζώα δεν τον είχανε πάρει χαμπάρι. Ξεκίνησε πάλι και προς μεγάλη ανακούφιση ένιωσε το αεράκι να φυσά τώρα σταθερά και σχεδόν ίσια προς το πρόσωπό του. Τρία λεπτά μετά, στεκότανε μπροστά στη βαριά πόρτα, πασπατεύοντας μ’ έμπειρα δάχτυλα, τους πελώριους σιδερένιους μεντεσέδες και τη κλειδαριά. Σίγουρα θα τρίζανε στο άνοιγμα και δεν υπήρχε χρόνος να τα λαδώσει, όσο για τη κλειδαριά, δε θα δυσκολευόταν να τη διαρρήξει. Όμως έτσι κι αλλιώς, το τρίξιμο του μεντεσέ δε θα χειροτέρευε τα πράματα. Ένας πανούργος τύπος σαν τον Λους σίγουρα θα ‘χεν εγκαταστήσει και κάποιο σύστημα συναγερμού.
Δε μπορούσε να πιστέψει την αρνητική αναφορά του Κρας, στο σημείον αυτό. Αλλά δε μπορούσε να χάνει άλλο την ώρα του. Τελικά, μόνον ένας τρόπος υπήρχε να μπει ζωντανός και γρήγορα μέσα. Σιγογελώντας με τη τρέλα του, άρχισε να βροντά με τη γροθιά του, τη πόρτα. Μπορούσε να φανταστεί το σβήσιμο κείνης της φωτεινής αχτίδας πάνω από το κεφάλι του κι ήξερε πως κάπου μέσα στο κτίριο δυο φλογερά μάτια τον περιεργάζονταν σε μιαν οθόνη υπερύθρων. Προσπαθούσε παράλληλα ν’ ακούσει τα πνιχτά τσιρίγματα των ποντικών πίσω από τη πελώρια πόρτα και τις γοργές μαλακές πατημασιές κάποιου μεγάλου ζώου που ζύγωνε πίσω του.
-“Λους!” φώναξε, “είμαι ο Πρέντις! άνοιξέ μου!” Ακούστηκε μια μπάρα να τραβιέται κι η πόρτα άνοιξε προς τα μέσα. Ο Πρέντις πέταξε τ’ όπλο πάνω στα μάτια που σαλτάρανε πίσω του, έπλεξε τα δάχτυλα πάνω στο κεφάλι και βούτηξε μέσα στο σκοτάδι. Παρά τη προστασία των χεριών του, το φοβερό χτύπημα που άρπαξε στον κρόταφο από το λαστιχένιο γκλομπ, ίσα που δε τον σώριασε αναίσθητο. Ωστόσο έκλεισε τα μάτια κι αφέθηκε να σωριαστεί στο πάτωμα.
Μ’ ικανοποίηση ένιωσε να του δένουνε τα χέρια πίσω. Όπως το περίμενε, ήταν αδέξια δουλειά, έστω και χωρίς την ανεπαίσθητη συμμετοχή του. Ύστερα, μακριά δάχτυλα τον εξερευνήσανε για τυχόν πρόσθετα όπλα. Το τσίμπημα υποδόριας βελόνας τον έτσουξε στο μπράτσο. Τα φώτα άναψαν. Ανασάλεψε αδύναμα, άφησε πειστικό βογκητό και προσπάθησε ν’ ανασηκωθεί. Το παράξενο πρόσωπο του Λους τον κοίταξε από ψηλά. Στον Πρέντις φάνηκε σα να το φώτιζε κάποια ανίερη, εσωτερική φωτιά.
-“Τι ώρα είναι;” ρώτησε ζαλισμένος τάχα.
-“Τρεις κι είκοσι περίπου”.
-“Χμμ… Οι γάτες σου μου επιφυλάξανε καλή υποδοχή, αγαπητέ κύριε καθηγητά”.
-“Τέτοια που αρμόζει σε κάποιο μη συνεργάσιμο παρείσακτο”.
-“Λοιπόν, τι σκοπεύεις να κάμεις τώρα”;
-“Να σε σκοτώσω”. Κι έβγαλε πιστόλι από τη τσέπη του σακακιού του. Ο Πρέντις σάλιωσε τα χείλια του. Στα δέκα χρόνια που ‘χε στο Γραφείο, πρώτη φοράν αντιμετώπιζε κάποιον σαν τον Λους. Ο κοκαλιάρης άντρας ήταν η προσωποποίηση της μεγαλομανίας, σε πρωτοφανή κλίμακα, που δε θα φανταζότανε καν ότι ήτανε δυνατή σ’ άνθρωπο. Συνειδητοποίησε μ’ ανατριχίλα, πως θα μπορούσε να πραγματοποιήσει τα πειράματά του κι ανησυχία του μεγάλωσε σαν τον είδε να σηκώνει την ασφάλεια του πιστολιού. Δυο πιθανότητες υπήρχανε για να συνεχίσει να ζει στα επόμενα λίγα δευτερόλεπτα, ενώ το δάχτυλο του Λους άρχισε να σφίγγει τη σκανδάλη.
Η μια ήτανε να κάνει έκκληση στη μεγαλομανία του, να τον μεταχειριστεί σαν ανθρώπινο πλάσμα. Να του πει κάτι σαν: ‘Ξέρω πως δε θα με σκοτώσεις πριν εκμεταλλευτείς την ευκαιρία ν’ απολαύσεις τη νίκη σου -να εξηγήσεις σε μένα, τον άνθρωπο που επινόησε την οντολογική σύνθεση, πως βρήκες πρακτικό τρόπο εφαρμογής της’. Όχι δε θα ‘πιανε. Ήτανε πολύ ψεύτικο για την υψηλή νοημοσύνη του Λους. Η άλλη μέθοδος θα ‘τανε να του φερθεί σα σε ημίθεο, με ταπεινοφροσύνη. Αρκετά παράξενο, αλλά η περιέργειά του ήτανε στ’ αλήθεια ανάμικτη με σεβασμό. Ο Λους είχε πραγματικά κάτι. Έγλειψε τα χείλια του κι είπε βιαστικά:
-“Αν είναι γραφτό να πεθάνω, τι να γίνει; Αλλά δε θα μπορούσες να μου δείξεις -είναι πολύ να σου ζητώ να μου δείξεις τι ακριβώς επιδιώκεις να κάνεις”; Τ’ όπλο χαμήλωσε μερικά χιλιοστά κι ο Λους τονε κοίταξε καχύποπτα. “Σε παρακαλώ”, συνέχισεν ο Πρέντις με ψιθυριστή, σπασμένη φωνή, “από τότε που ανακάλυψα πως είναι δυνατό να συνθέσει κανείς νέες πραγματικότητες, δεν έπαψα ν’ αναρωτιέμαι κατά πόσον ο Χόμο Σάπιενς θα μπορούσε να βρει ποτέ μια πρακτική μέθοδο για ν’ αποκαλύψει την αληθινή πραγματικότητα. Όλοι όσοι ασχοληθήκανε με το πρόβλημα, επιμένανε πως μόνο νους επιπέδου ενός Αγγέλου, θα μπορούσε να πραγματοποιήσει τέτοιο κατόρθωμα. Δυσκολεύομαι να πιστέψω πως ένας κοινός θνητός μπόρεσε να καταφέρει αυτό που ισχυρίζεσαι… ωστόσο, έχεις κάτι πάνω σου…” ‘Αφησε τη φωνή του να σβήσει και γέλασε αόριστα σα να ‘βρισκε κι ο ίδιος απίθανο αυτό που ‘λεγε. Ο Λους τσίμπησε το δόλωμα. Το πιστόλι μπήκε πάλι στη τσέπη.
-“Ώστε τελικά παραδέχεσαι την ήττα σου”, παρατήρησε κοροϊδευτικά. “Λοιπόν, λέω να σ’ αφήσω να ζήσεις λίγο ακόμα”. Ο Λους έκανε μερικά βήματα και τράβηξε μια μαύρη κουρτίνα. “‘Αραγε διαθέτει ο ασυναγώνιστος οντολόγος μας τον απαιτούμενο νου, για να καταλάβει τι είναι τούτο ‘δω;” ρώτησε ειρωνικά.
Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα από τη στιγμή που αντίκρισε τη συσκευή, όλα ήτανε δυσάρεστα καθαρά στο νου του. Ήταν αναγκασμένος τώρα να εγκαταλείψει κάθε τελευταία ελπίδα πως είτε η μέθοδος, είτε η συσκευή, θα ‘χανε κάποιο αδύνατο σημείο. Αλλά τόσο η σε κενό θάλαμο τοποθετημένη συσκευή, όσο κι η ιδέα πίσω της ήταν άψογες από κάθε άποψη.
Βασικά, η συμπληρωματική μονάδα, που τώρα την έβλεπε για πρώτη φορά, ήταν εντελώς καλυμμένη με μαύρο, αδιαφανές χρώμα, απλή, φωτιστική λάμπα ατμών νατρίου, αφήνοντας να περνά το φως μόνον από ένα μικρό σημείο. Μπροστά απ’ αυτό το μικροσκοπικό παράθυρο, υπήρχε μια σειρά από μάλλον εκατοντάδες μαύρους δίσκους που μπορούσαν να περιστραφούνε γύρω από κοινόν άξονα. Ο κάθε τέτοιος δίσκος έφερε λεπτή ακτινωτή χαραματιά.
Αν και δε μπορούσε να δει όλο τον μηχανισμό περιστροφής τους, μπορούσε να μαντέψει πως οι δίσκοι ήταν υπολογισμένοι να μειώνουνε διαδοχικά το φως που περνούσε ανάμεσά τους, επιτρέποντας τελικά μόνο σ’ έν άπιαστο φωτόνιο να βγει από την άλλη μεριά της σειράς τους. Εκεί, το φωτόνιο θα περνούσε μες από ένα ηλεκτρο-οπτικό πεδίο Κερ και θα πολωνόταν, θα διέσχιζε ύστερα το ένα εκατοστό απόσταση που το χώριζεν από το εκπληκτικής ακρίβειας πρίσμα Νικόλ, που η μια επιφάνεια του ήταν λειασμένη στο ίδιον επίπεδο μοριακής στοιβάδας. Η επιφάνεια τούτη περιστρεφόταν μ’ έν εξίσου εκπληκτικής ακρίβειας γωνιόμετρο, για να συναντήσει το φωτόνιο ακριβώς υπό γωνία 45 μοιρών και μετά θα …επακολουθούσε το χάος.
Η ψύχραιμη φωνή της Ε ακούστηκε στο μικροσκοπικό δέκτη του αφτιού του:
-“Πρέντις, η ώρα είναι 3.30′. Αν καταλαβαίνεις τη συσκευή και τη βρίσκεις επικίνδυνη, μπορείς να μ’ ενημερώσεις. Αν είναι δυνατό, περίγραψέ μου τη για το μαγνητόφωνο”.
-“Κατανοώ απόλυτα τη συσκευή σου”, είπε ο Πρέντις. Ο Λους εκνευρισμένος και κάπως παραξενεμένος, άφησε να του βγει ένα γρύλισμα. “Να σου εξηγήσω πως οδηγήθηκες στη συγκεκριμένη κατασκευή;” βιάστηκε να συμπληρώσει.
-“Αν νομίζεις ότι μπορείς”.
-“Θα ‘χεις αναμφίβολα δει τον ήλιο ν’ αντανακλάται από την επιφάνεια της θάλασσας”. Ο Λους έγνεψε καταφατικά. “Αλλά και τα ψάρια κάτω από την επιφάνεια μπορούνε να δούνε τον ήλιο”, συνέχισε ο Πρέντις. “Μερικά από τα φωτόνια ανακλώνται και φτάνουνε στα μάτια σου, ενώ μερικά άλλα διαθλώνται και φτάνουνε στα μάτια των ψαριών. Αλλά, για ένα δοθέν μήκος κύματος, τα φωτόνια είναι πανομοιότυπα. Τι είναι κείνο που κάνει το ‘να ν’ απορροφάται και τ’ άλλο ν’ αντανακλάται”;
-“Είσαι σε σωστό δρόμο”, παραδέχτηκε ο Λους, “αλλά δε θα μπορούσες να εξηγήσεις αυτή τη συμπεριφορά τους με τον νόμο του Τζόρνταν”;
-“Στατιστικά ναι. Για το καθένα ξεχωριστά, όχι. Το 1934 ο Τζόρνταν έδειξε πως μια ακτίνα πολωμένου φωτός, διασπάται όταν χτυπήσει σ’ ένα πρίσμα Νικόλ. Απέδειξε πως όταν το πρίσμα σχηματίσει γωνία α με το επίπεδο πόλωσης του πρίσματος, ένα κλάσμα του φωτός, ίσο με το συνημίτονο(τετράγωνον)α περνά μες από το πρίσμα. Το υπόλοιπον ημίτονο (τετράγωνον)α ανακλάται. Για παράδειγμα αν το α είναι 60 μοίρες, τα 3/4 των φωτονίων ανακλώνται και το 1/4 διαθλάται.
Αλλά σημείωσε, πως ο νόμος του Τζόρνταν ισχύει μόνο για ρεύματα ηλεκτρονίων, ενώ εσύ εδώ έχεις ένα μόνο φωτόνιο που βρίσκεται αντιμέτωπο με μια γωνία 45 μοιρών ακριβώς. Πως μπορεί ένα μόνο φωτόνιο ν’ αποφασίσει -αν το πούμε απόφαση- όταν η πιθανότητα ν’ ανακλαστεί είναι ακριβώς ίση με το να διαθλαστεί; Βέβαια, αν το φωτόνιό μας δε είναι παρά ένα μέσα σε δισεκατομμύρια άλλα, που συνθέτουνε μιαν ακτίνα, μπορούμε να φανταστούμε τη πορεία του να καθορίζεται από ένα είδος στατιστικού τροχονόμου, τοποθετημένου κάπου στην ακτίνα. Μπορούμε να υποθέσουμε πως ένα φωτόνιο που ανήκει σε ακτίνα, ξέρει αρκετά καλά πόσα από τ’ αδέρφια του έχουν ήδη ανακλαστεί και πόσα διαθλαστεί και συνεπώς ξέρει και τι πρέπει να κάνει το ίδιο”.
-“Αλλ’ αν υποθέσουμε πως ένα φωτόνιο δεν ανήκει διόλου σ’ ακτίνα;” ρώτησε ο Λους.
-“Η συσκευή σου ακριβώς αυτό αποβλέπει να δημιουργήσει. Και νομίζω πως θα ‘ναι ένα πολύ δυστυχισμένο κι αναποφάσιστο φωτόνιο, όπως ακριβώς κι εκείνος ο αρουραίος που πειραματιζόσουν, πριν λίγα μόλις βράδια. Νομίζω πως ήταν ο Σρέτινγκερ που ‘πε πως αυτά τα φυσικά σωματίδια, δείχνουν να συμπεριφέρονται εκπληκτικά ανθρώπινα, από πολλές απόψεις. Ναι, το φωτόνιό σου θα ‘χει να διαλέξει μεταξύ δυο ίσων πιθανοτήτων: να διαθλαστεί ή ν’ ανακλαστεί.
Οι πιθανότητες είναι ακριβώς ισομοιρασμένες στο 50%. δε θα ‘χει λόγο να διαλέξει τον ένα δρόμο ή τον άλλο. Θα μπερδευτεί, προσπαθώντας ν’ ανταποκριθεί σ’ ένα πρωτόφαντο δίλημμα και θα κοντοσταθεί. Κι όταν κοντοσταθεί θα πάψει να ‘ναι φωτόνιο: ένα φωτόνιο ή ταξιδεύει με τη ταχύτητα του φωτός ή παύει να υφίσταται. Όπως ο αρουραίος σου, όπως και πολλά ανθρώπινα πλάσματα, δίνει λύση σ’ ένα άλυτο πρόβλημα με τη μέθοδο της αυτοκαταστροφής”.
-“Κι όταν συμβεί αυτό”, συνέχισε ο Λους, “εξαφανίζεται έτσι ένα από τα λ που διατηρούνε σε συνοχή το αϊνστάνειο συνεχές κι έτσι και χαθεί αυτό το συνεχές, το μόνο που απομένει είναι η τελική πραγματικότητα, ανόθευτη κι απαλλαγμένη από τις θεωρίες και τη φαντασία. Βρίσκεις κανένα σφάλμα ή αδύνατο σημείο, στο σχέδιό μου”;
Ενώ δοκίμαζε διακριτικά τα δεσμά του, ο Πρέντις συμπέρανε πως δεν υπήρχε κανένα αδύνατο σημείο στη λογική του άλλου κι ότι το κάθε ανθρώπινο πλάσμα στη Γη, ζούσε τώρα με χρόνο δανεικό. Δε μπορούσε να σκεφτεί κανένα τρόπο να τον σταματήσει. Δεν απόμενε τίποτ’ άλλο από την ωμή απειλή της βόμβας.
-“Αν δε παραδοθείς δίχως αντίσταση στα επόμενα λίγα δευτερόλεπτα” του ‘πε ξερά, “μια ατομική βόμβα θα πέσει εδώ”. Ο ιδρώτας έτσουζε πάλι τα μάτια του και τ’ ανοιγόκλεισε κάμποσες φορές να τα καθαρίσει. Τα σκοτεινά χαρακτηριστικά του Λους συσπάστηκαν, μετά χαλάρωσαν και τέλος ξάνοιξαν σε τραχύ χαμόγελο.
-“Η φίλη σου θα φτάσει πολύ αργά”, απάντησε με σκληρό κέφι. “Επί αιώνες τώρα οι πρόγονοί της πάσχιζαν να σαμποτάρουνε τα όσα προσπαθούσαν να κάνουν οι δικοί μου. αλλά πετυχαίνουμε πάντοτε… ναι, πάντοτε! Όπως θα πετύχω κι εγώ απόψε, οριστικά και για πάντα”.
Ο Πρέντις είχε καταφέρει να λευτερώσει το ένα του χέρι. Λίγα δευτερόλεπτα ακόμα και θα ριχνότανε στον λαιμό του άλλου. Ήδη, με απεγνωσμένη βιάση πάσχιζε να χαλαρώσει τα σχοινιά από τον καρπό του. Η φωνή της Ε ακούστηκε πάλι στ’ αφτί του:
-“Έπρεπε να το κάνω”. Ο τόνος της ήταν παράξενα μελαγχολικός, γεμάτος ενοχή και τύψεις. Τι ήταν αυτό που …έπρεπε να κάνει; Και τότε ο μουδιασμένος νους προσπάθησε να συμβιβαστεί με το γεγονός πως η Ε είχε υπογράψει τη θανατική του καταδίκη. “Η βόμβα έπεσε πριν από δέκα δευτερόλεπτα” την άκουσε να συνεχίζει με λέξεις κολλητές τη μια στην άλλη, “ήσουν αιχμάλωτός του, ανίκανος να τον σκοτώσεις. Είχα ξαφνικό προαίσθημα για το πώς θα ‘ταν ο κόσμος μετά ακόμα και για κείνους που θα επιζήσουν. Συγχώρεσέ με”. Σχεδόν μηχανικά ο Πρέντις συνέχιζε τη προσπάθεια να λευτερωθεί. Ο Λους κοίταξε ξαφνου ψηλά.
-“Τι είναι αυτό”;
-“Ποιο;” ρώτησε ο Πρέντις μ’ άχρωμη φωνή. “Δεν ακούω τίποτε”.
-“Ασφαλώς κι ακούς! ‘Ακου!” Ο καρπός του λευτερώθηκε. Μερικά πράματα συνέβησαν ταυτόχρονα. Εκείνο το μακρινό σφύριγμα στους ουρανούς δυνάμωνε σ’ ένα εκκωφαντικό αποκορύφωμα ολέθρου. Σαν ένας άνθρωπος, Πρέντις και Λους τιναχτήκανε προς τους διακόπτες της μηχανής. Ο Λους κατάφερε να φτάσει πρώτος, έν απειροελάχιστο κλάσμα χρόνου, πριν οι τοίχοι διαλυθούνε γύρω τους. Επακολούθησε σύντομο διάστημα σιγής κι απόλυτης μαυρίλας.
Μετά, ο Πρέντις ένιωσε κάτι σαν ένα τιτάνιο πέτρινο τοίχο να συντρίβεται πάνω στο μυαλό του και να τον πλακώνει, κρατώντας τον βουβό κι ασάλευτο. Αλλά δεν ήταν νεκρός. Γιατί αυτός ο τιτάνιος τοίχος δεν ήταν η βόμβα, αλλά ο ίδιος ο Χρόνος. Σε μια στιγμιαία λάμψη ενόρασης κατάλαβε, πως για τα πλάσματα μ’ αισθήσεις και σκέψη, ο Χρόνος είχε ξαφνικά γίνει, όχι ένας ατέλειωτος δρόμος, αλλά μάλλον ένα φράγμα. Η έκρηξη της βόμβας, οι καταρρέοντες τοίχοι του σπιτιού, όλα βρίσκονταν ασάλευτα κάπου, εντελώς παγωμένα, σε μιαν αμετάβλητη, αιώνια κατάσταση στάσης.
Ο Λους είχε διαχωρίσει την άπιαστη, αθέατη διάσταση του Χρόνου από τα πλάσματα και τ’ αντικείμενα που ως τότε ρέανε μαζί της. Δεν υπάρχει ύπαρξη δίχως αλλαγή σ’ ένα χρονικό συνεχές και τώρα αυτό το συνεχές είχε θρυμματιστεί. Αυτή λοιπόν ήταν η μοίρα όλων των απτών πραγμάτων, όλης της ανθρωπότητας; Κανένας τους, ούτε κι εκείνοι που κατανοούσανε τις έννοιες της ανώτερης οντολογίας, δε θα μπορούσαν να περάσουνε το φράγμα; Δεν υπήρχε τίποτε τριγύρω, εκτός από μαύρη αλλόκοτη σιωπή.
Οι αισθήσεις του ήταν άχρηστες. Αμφέβαλλε καν αν είχε πια αισθήσεις. Απ’ όσο ήτανε σε θέση να κρίνει, τώρα δεν ήτανε τίποτε πιότερο από μια σκέτη νοημοσύνη που πλανιότανε στο διάστημα. Αλλά δε μπορούσε να ‘ναι σίγουρος μήτε καν γι’ αυτό. Νοημοσύνη… διάστημα… οι λέξεις δε διατηρούσαν απαραίτητα το παλιό τους νόημα.
Το μόνο για το οποίο ήτανε σίγουρος, ήτανε τ’ ότι αμφέβαλλε. Αμφέβαλλε για το κάθετι εκτός από το ίδιο το γεγονός πως αμφέβαλλε. Τι είχε πει ο Ντεκάρτ; Αμφιβάλλω σημαίνει σκέπτομαι! Ergo sum! ‘Αρα υπάρχω! Αμέσως ένιωσεν επιφυλάξεις. Υπήρχε, ναι, αλλά δεν ήταν απαραίτητα ο ‘Ανταμ Πρέντις Ρότζερς. Γιατί το νοούμενο του ‘Ανταμ Πρέντις Ρότζερς μπορεί να ‘τανε …ποιος; Αλλά ήταν ασφαλής; Θα περνούσε το φράγμα; Χαλάρωσε, προσαρμόσου, πρόσταξε το στροβιλισμένο του μυαλό, είσαι στο κατώφλι μιας θαυμαστής εμπειρίας. Του φάνηκε πως μπορούσε ν’ ακούσει τον εαυτό του να μιλά και χάρηκε γι’ αυτό. Μια άφωνη, σιωπηλή τελική πραγματικότητα θα ‘τανε κάτι ανυπόφορο. Αποτόλμησε ένα δοκιμαστικό ψίθυρο:
-“Ε”; Από κάπου μακριά ένιωσε κάτι σα γυναικείο λυγμό. “Εσύ είσαι Ε;” φώναξε με λαχτάρα στο μαύρο χάος. Του απάντησε κάτι ακατάληπτο και παράξενα τρομακτικό. “Μη προσπαθείς να κρατηθείς στον εαυτό σου”, φώναξε. “‘Αφησε λεύτερο το είναι σου! Θυμήσου: δε θα ‘σαι πια η Ε, αλλά το νοούμενον, η πεμπτουσία της Ε. Εκτός κι αν αλλάξεις αρκετά, για να επιτρέψεις στο νοούμενό σου να κυριαρχήσει στη παλιά σου ταυτότητα, θ’ αναγκαστείς να μείνεις πίσω”.
-Μα είμαι ‘γώ!” ακούστηκε σα βογγητό.
-“Όχι, δεν είσαι συ… όχι ο αληθινός εαυτός σου”, βιάστηκε να της φωνάξει ικετευτικά. “Είσαι απλά μια όψη ενός μεγαλυτέρου συμβολικού εσύ -του νοούμενου της Ε. Είναι δικό σου αν το θες. Δεν έχεις παρά ν’ απλώσεις το χέρι σου και ν’ αρπάξεις τη μορφή της τελικής πραγματικότητας και πρέπει να το κάνεις, αλλιώς θα πάψεις να υπάρχεις!”
-“Όμως τι θα συμβεί στο σώμα μου;” ακούστηκε θρηνητική. Ο οντολόγος χαμογέλασε.
-“Μακάρι να ‘ξερα. Πάντως αν αλλάξει, εγώ θα λυπηθώ πιότερο από σένα!” Επακολούθησε σύντομη σιωπή. “Ε!” της ξαναφώναξε. Καμιά απάντηση. “Ε! Κατάφερες να περάσεις; Ε!” Οι άδειοι αντίλαλοι φτερουγίσανε μέσα στα τοιχώματα της στενής μαυρίλας που τον περιέβαλε. Μήπως η γυναίκα είχε χάσει ακόμη και την ασταθή, ενδιάμεση ύπαρξή της; Οποτεδήποτε, οτιδήποτε ή οπουδήποτε κι αν βρισκόταν η Ε τώρα, δε μπορούσε πια να την εντοπίσει. Κατά κάποιο τρόπο, πάντα πίστευε πως αν τα πράματα φτάνανε ποτέ ως εδώ, θα ‘τανε κι εκείνη μαζί του -οι δυο τους και μόνο.
Μουδιασμένος κι ανήσυχος, άρχισε ν’ αναρωτιέται ποια θα ‘ταν η ύπαρξή του από δω και μπρος. Και τι μπορεί να ‘χε γίνει ο Λους; Διέθετε τάχα την απαιτούμενη νοητική κείνη ελαστικότητα για να περάσει το φράγμα; Κι αν ναι, πως ακριβώς θα ‘τανε το δικό του νοούμενον, ο αληθινός Λους; Θα το μάθαινε σύντομα. Χαλάρωσε πάλι κι άρχισε να πλανιέται σαν ανάερη σαπουνόφουσκα μέσα σ’ έναν ονειρικό χώρο, από σκοτάδι και φως. Μια αμυδρή ανταύγεια άρχισε να διαφαίνεται αχνά μπροστά στα μάτια του και σκιερές μορφές αρχίσανε να σχηματίζονται, να διαλύονται και να σχηματίζονται πάλι.
Κάτι σα κύμα ευγνωμοσύνης τον πλημμύρισε. Τουλάχιστο θα μπορούσε να δει τη μορφή της τελικής πραγματικότητας. Και τότε, περίπου στο σημείο που προηγουμένως στεκόταν ο Λους, είδε τα Μάτια -δυο μικροσκοπικές κόκκινες φλογίτσες, να τονε καρφώνουνε μ’ απύθμενη μανία. Ήτανε τα ίδια μάτια που φέγγανε καρφωμένα στα δικά του, κείνη τη νύχτα της πρώτης του έρευνας! Ο Λους είχε περάσει -αλλά… για μια στιγμή! Μια ανίερη λάμψη τρεμόπαιζε γύρω από τη φιδίσια σκια που ‘φερε κείνα τα φλογερά μάτια. Τα μάτια τούτα, ήτανε σα δυο αστραφτερά, φρικαλέα πετράδια γεμάτα μίσος, στο κεφάλι ενός πελώριου, κουλουριασμένου ερπετού! Τα Φιδίσια Μάτια!
Με συνεχώς αυξανόμενο δέος και φόβο, ο οντολόγος κατάλαβε πως ο Λους είχε περάσει το φράγμα… αλλά όχι σαν Λους! Κατάλαβε πως το νοούμενον, η πεμπτουσία του Λους, δεν ήταν ανθρώπινη. Ότι ο Λους, ο φορέας του φωτός, ο επίδοξος θεός, δεν ήταν απλώς ο Λους. Στο αχνό φως, άρχισε να κάνει πίσω από το κουλουριασμένο τέρας και με τη κίνησή του αυτή πρόσεξε πως ο εαυτός του τουλάχιστον, εξακολουθούσε να ‘χει ανθρώπινη μορφή κι ήταν εντελώς γυμνός.
Ο ίδιος παρέμενε άνθρωπος αλλά όχι και το φιδίσιο πλάσμα και συνεπώς, ο Λους, δεν ήτανε ποτέ άνθρωπος. Τότε πρόσεξε πως κι η πέτρινη αγροικία είχε εξαφανιστεί κι ότι μια ρόδινη ανταύγεια είχε αρχίσει να φέγγει στην ανατολή. Πριν προλάβει να κάνει έξι βήματα, έπεσε πάνω σ’ ένα δέντρο. Χτες δεν υπήρχανε δέντρα σ’ ακτίνα τρακοσίων μέτρων από την αγροικία.
Αλλά το πράμα δεν ήτανε παράλογο, αφού δεν υπήρχε πια μήτε αγροικία, ούτε χτες. Ο Κρας έπρεπε να περιμένει κάπου εδώ έξω -μόνο που ο Κρας δεν είχε περάσει και συνεπώς δεν υπήρχε καν. Στάθηκε από την άλλη μεριά του δέντρου. Ο κορμός του ‘κρυψε για μια στιγμή, το φιδίσιο πλάσμα κι όταν προσπάθησε να δει, κείνο είχε χαθεί. Ένιωσε κάποιαν ανακούφιση απ’ αυτό κι άρχισε να κοιτά τριγύρω, στο μισόφωτο. Πήρε μια βαθειά ανάσα. Τα θηρία αν εξακολουθούσανε να υπάρχουν, είχαν εξαφανιστεί με τον ερχομό της αυγής. Η διάστικτη από λουλούδια, χλόη, αστραποβολούσε σα γεμάτη σμαράγδια στο πρωινό πούσι. Από κάπου ακουγότανε κελάρυσμα τρεχούμενου νερού.
Το μετά-σύμπαν ή όπως αλλιώς λεγόταν, ήτανε πανέμορφο σαν ένας έξοχος κήπος. Κρίμα που θα ‘ταν αναγκασμένος να ζήσει και να πεθάνει μόνος, με μοναδική του συντροφιά μερικά ζώα. Θα ‘δινε πρόθυμα ένα χέρι ή ένα πλευρό του για…-
-“Ανταμ Πρέντις! ‘Ανταμ!” Στριφογύρισε αμέσως προς τη μεριά της φωνής και κοίταξε προς το φρουτόκηπο μη τολμώντας να πιστέψει στα μάτια του.
-“Ε! Εύα!” Κι εκείνη είχε περάσει το φράγμα! Ένας πελώριος κόσμος και μόνον οι δυο τους! Η καρδιά του σφυροκοπούσε εκστατικά καθώς άρχισε να τρέχει με λυγερό κορμί κόντρα στον άνεμο.
Και θα κρατούσανε τον κόσμο τους έτσι, γλυκό κι απλό για πάντα, γι’ αυτούς και τα παιδιά τους. Στο διάβολο η επιστήμη κι η πρόοδος! (Μέσα σε λογικά πλαίσια, τέλος πάντων).
Καθώς έτρεχε, στα τρεμουλιαστά ρουθούνια του φτάνανε σα χάδι, σαγηνευτικές ευωδιές από τ’ άνθη της μηλιάς.
Charles Leonard Harness, The New Reality (1950)
-------------------------------
Charles Leonard Harness: Γεννήθηκε το 1915 στο Κοlorado City, στο Δυτικό Τέξας και μεγάλωσε στο Riverside, μερικά μίλια έξω από τη κωμόπολη, στον ποταμό Κολοράντο, με τα κουνούπια, τους κάκτους και τις αμμοθύελλες. Αργότερα η οικογένεια μετακινήθηκε προς το Fort Worth και πήρε κει τη βασική του μόρφωση. Στο γυμνάσιο πήρε βραβείο ποίησης κι άρχισε να δοκιμάζει να γράφει διηγήματα. Επίσης έφτιαξε με τον αδερφό του ένα πειρατικό ραδιοφωνικό σταθμό κι εξέπεμπε ερασιτεχνικά. Μετά το γυμνάσιο έπιασε δουλειά σαν αποθηκάριος ενώ παράλληλα παρακολουθούσε το νυχτερινό κολέγιο TUI, από κρατική υποτροφία και τούτο, -καταπώς λέει ο ίδιος- γιατί ήτανε φτωχοί κι ήταν ο μόνος τρόπος για να μπορέσει να σπουδάσει.
Ήτανε θρήσκος κι έτσι, έγινε μέλος κι αργότερα ηγούμενος διάκονος, της Πρεσβυτεριανής Εκκλησίας του Χριστού στη Κολούμπια του Μέρυλαντ. Ο αδελφός του, Billy πέθανε σ’ ηλικία μόλις 26 ετών, πράγμα που τον λύπησε πάρα πολύ και χρησιμοποίησε σε πολλά του έργα τον «χαρακτήρα» του κι ειδικά η τελευταία φράση στο “Paradox”, ήτανε σαν ένας χαιρετισμός προς εκείνον.
Παντρεύτηκε τη Nell, συμμαθήτριά του στο γυμνάσιο και μετέπειτα στο κολέγιο. Στην Ουάσιγκτον σπούδασε χημεία στο Πανεπιστήμιο Γεώργιος Ουάσιγκτον, έγινε δικηγόρος διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και πατέρας. Με τη Nell, -που πέθανε το 1996-, αποκτήσανε δυο παιδιά κι ένα εγγόνι. Εργάστηκε αποκλειστικά ως πληρεξούσιος δικηγόρος διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας για 35 έτη -αποχώρησε το 1981- κι έγραφε που και που, διηγήματα Επιστημονικής Φαντασίας, ειδικά όταν χρειαζότανε χρήματα. Έλεγε πάντα πως θα εγκατέλειπε όταν θα είχε φτάσει σε κάποιο καλό σημείο.
Το πρώτο του διήγημα επιστημονικής φαντασίας δημοσιεύθηκε το 1948. Δημοσίευσε συχνά σ’ ανάλογα περιοδικά Φαντασίας κι Επιστημονικής Φαντασίας κι έχει γράψει επίσης κι άλλα κείμενα. Τη Τρίτη 20 Σεπτέμβρη 2005, μετά από μακροχρόνια ασθένεια, πέθανε αυτός ο πολυτάλαντος άνθρωπος και συγγραφέας, πλήρης ημερών, σ’ ηλικία 90 ετών.