Τρίτη 26 Μαρτίου 2019

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ - Ἐκκλησιάζουσαι (571-600)

Αποτέλεσμα εικόνας για εκκλησιάζουσαιΧΟ. νῦν δὴ δεῖ σε πυκνὴν φρένα καὶ φιλόσοφον ἐγείρειν
φροντίδ᾽ ἐπισταμένην
ταῖσι φίλαισιν ἀμύνειν.
κοινῇ γὰρ ἐπ᾽ εὐτυχίᾳ
ἔρχεται γνώμης ἐπίνοια πολίτην
575 δῆμον ἐπαγλαϊοῦσα
μυρίαισιν ὠφελίαισι βίου. δηλοῦν ‹δ᾽› ὅ τι περ δύναται καιρός.
δεῖται γάρ τοι σοφοῦ τινος ἐξευρήματος ἡ πόλις ἡμῶν.
ἀλλὰ πέραινε μόνον
μήτε δεδραμένα μήτ᾽ εἰρημένα πω πρότερον·
580 μισοῦσι γὰρ ἢν τὰ παλαιὰ πολλάκις θεῶνται.

ἀλλ᾽ οὐ μέλλειν, ἀλλ᾽ ἅπτεσθαι καὶ δὴ χρῆν ταῖς διανοίαις·
ὡς τὸ ταχύνειν χαρίτων μετέχει πλεῖστον παρὰ τοῖσι θεαταῖς.
ΠΡ. καὶ μὴν ὅτι μὲν χρηστὰ διδάξω πιστεύω· τοὺς δὲ θεατάς,
εἰ καινοτομεῖν ἐθελήσουσιν καὶ μὴ τοῖς ἠθάσι λίαν
585 τοῖς τ᾽ ἀρχαίοις ἐνδιατρίβειν, τοῦτ᾽ ἔσθ᾽ ὃ μάλιστα δέδοικα.
ΧΡ. περὶ μὲν τοίνυν τοῦ καινοτομεῖν μὴ δείσῃς· τοῦτο γὰρ ἡμῖν
δρᾶν ἀντ᾽ ἄλλης ἀρχῆς ἐστιν, τῶν δ᾽ ἀρχαίων ἀμελῆσαι.
ΠΡ. μή νυν πρότερον μηδεὶς ὑμῶν ἀντείπῃ μηδ᾽ ὑποκρούσῃ,
πρὶν ἐπίστασθαι τὴν ἐπίνοιαν καὶ τοῦ φράζοντος ἀκοῦσαι.
590 κοινωνεῖν γὰρ πάντας φήσω χρῆναι πάντων μετέχοντας
κἀκ ταὐτοῦ ζῆν, καὶ μὴ τὸν μὲν πλουτεῖν, τὸν δ᾽ ἄθλιον εἶναι,
μηδὲ γεωργεῖν τὸν μὲν πολλήν, τῷ δ᾽ εἶναι μηδὲ ταφῆναι,
μηδ᾽ ἀνδραπόδοις τὸν μὲν χρῆσθαι πολλοῖς, τὸν δ᾽ οὐδ᾽ ἀκολούθῳ.
ἀλλ᾽ ἕνα ποιῶ κοινὸν πᾶσιν βίοτον, καὶ τοῦτον ὅμοιον.
595 ΒΛ. πῶς οὖν ἔσται κοινὸς πᾶσιν; ΠΡ. κατέδει πέλεθον πρότερός μου.
ΒΛ. καὶ τῶν πελέθων κοινωνοῦμεν; ΠΡ. μὰ Δί᾽ ἀλλ᾽ ἔφθης μ᾽ ὑποκρούσας.
τοῦτο γὰρ ἤμελλον ἐγὼ λέξειν· τὴν γῆν πρώτιστα ποιήσω
κοινὴν πάντων καὶ τἀργύριον καὶ τἄλλ᾽ ὁπόσ᾽ ἐστὶν ἑκάστῳ.
εἶτ᾽ ἀπὸ τούτων κοινῶν ὄντων ἡμεῖς βοσκήσομεν ὑμᾶς
600 ταμιευόμεναι καὶ φειδόμεναι καὶ τὴν γνώμην προσέχουσαι.

***
ΧΟΡ. Μπρος! με μυαλά τετρακόσα, φιλόσοφη δράση
άξια μας δείξου προστάτισσα
των γυναικών που αγαπάς.
Σώσε μαζί και τους άντρες.
Μ᾽ όσα γεννάει το μυαλό σου ευρήματα
λάμπρυνε την πόλη ολάκερη,
δώσε της χίλια καλά και ζωή χαρισάμενη.
Πάντα προχώρα
μ᾽ έργα πρωτόφαντα ως τώρα,
τέτοια, που μήτε γενήκανε μήτε ειπωθήκανε.
580 Ξέρεις, σιχαίνεται πάντα ο λαός τα γνωστά μαθημένα.

ΚΟΡ. Μην αργείς, αλλ᾽ αμέσως να μπεις στο προκείμενο,
γιατ᾽ αρέσει πολύ στο κοινό η συντομία.
ΠΡΑ. Το πιστεύω, που εγώ θα τα πω γνωστικά,
μα φοβάμαι, αν δεχτούν οι θεατές τα καινούργια,
κολλημένοι σφιχτά στα παλιά μαθημένα.
ΧΡΕ. Μη σε νοιάζει γι᾽ αυτό. Νεωτερίζουμε πάντα:
τα παλιά να κλοτσάμε, τ᾽ αγιάτρευτο σύστημα.
ΠΡΑ. (στους θεατές)
Μη λοιπόν αντισκόβει κανείς κι αντιλέγει
πριν ακούσει και νιώσει τις γνώμες του ρήτορα.
590 Όλα θα ᾽ναι κοινά κι όλοι θα ᾽χουνε σ᾽ όλα
μερτικό για να ζουν, δε θα υπάρχουνε πια
νηστικοί και χορτάτοι. Μήτε ο ένας πολλά
θα ᾽χει στρέμματα γης κι ο φτωχός μηδέ τάφο·
μήτε αυτός σκλάβους πλήθος κι εκείνος κανέναν.
Θα ᾽χουν όλ᾽ οι πολίτες τα πάντα ίδια κι όμοια.
ΒΛΕ. Πώς μπορούν ίδια κι όμοια; ΠΡΑ. Θαρρώ θες να τρως
τα κουράδια μονάχος. ΒΛΕ. Κοινά τα κουράδια;
ΠΡΑ. Όχι δα! Πολυβιάζεσαι να μ᾽ αντισκόβεις.
Νά λοιπόν τί θα κάνω: τη γης θα την έχουμε
μαζική και τα χρήματα κι όλα τα πάντα.
Κι απ᾽ αυτά τα κοινά θα σας τρέφουμ᾽ εμείς
600 οι γυναίκες με πρόβλεψη και οικονομία.

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας: ΠΡΙΑΜΙΔΕΣ, ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ

η κόρη οπού της χρυσής ομοίαζε Αφροδίτης
(Όμ., Ιλ. Ω 699)
 
Κόρη του Πρίαμου και της Εκάβης, δίδυμη αδελφή του Έλενου. Όταν γεννήθηκαν, οι γονείς τέλεσαν γιορτή στον ναό του Θυμβραίου Απόλλωνα, λίγο έξω από τα τείχη της πόλης (Θύμβρη λεγόταν μια μικρή πόλη κοντά στον Σκάμανδρο. Στον ναό αυτό διαδραματίστηκαν και άλλα γεγονότα, ο θάνατος του Τρωίλου και ο θάνατος του Αχιλλέα, όπως αυτοί παραδίδονται από διάφορες πηγές). Το βράδυ, ο Πρίαμος και η Εκάβη, κουρασμένοι και μάλλον μεθυσμένοι, αποχώρησαν λησμονώντας τα παιδιά στον ναό που αποκοιμήθηκαν κουρασμένα από το παιχνίδι. Την άλλη μέρα τα αναζήτησαν και τα βρήκαν να κοιμούνται, ενώ δίπλα τους δύο φίδια τους έγλειφαν τα αυτιά καθαρίζοντάς τα. Ο Πρίαμος και η Εκάβη άρχισαν να φωνάζουν και τα φίδια κρύφτηκαν στις ιερές δάφνες του ναού. Στο μεταξύ, είχαν πετύχει να δώσουν στα μικρά το χάρισμα της μαντικής, όπως το είχαν κάνει και σε άλλες περιπτώσεις μάντεων (Ίαμος, Μόψος, Πολύιδος, Τειρεσίας, Μελάμποδας). Για την Κασσάνδρα λεγόταν ότι προέλεγε το μέλλον μετά από θεϊκή έμπνευση, όπως η Σίβυλλα και η Πυθία, σε κατάσταση παραληρήματος, ενώ ο Έλενος ερμήνευε τις κινήσεις και τις κραυγές των πουλιών (οιωνοσκοπία). Άλλη εκδοχή θέλει τον ίδιο τον θεό Απόλλωνα, ερωτευμένο με την Κασσάνδρα, να αγωνίζεται για να την αποκτήσει -σαν παλαιστής, τυλίγοντάς με με τον αέρα της γοητείας του (Αισχ., Αγ. 1206)- και να ζητά να του δοθεί με αντάλλαγμα την τέχνη της μαντικής. Η Κασσάνδρα δέχθηκε αλλά πάτησε τη συμφωνία με τον θεό. Ενώ, δηλαδή, εκείνος της έδωσε το χάρισμα, εκείνη αρνήθηκε να ενωθεί μαζί του. Και ο Απόλλωνας έφτυσε στο στόμα της -ένα τελευταίο φιλί;- για να μη δίνει κανένας πίστη στις προφητείες της (πρβ. τον μύθο* του Πολύιδου και του Γλαύκου). Το χάρισμα της μαντικής παρέμεινε, όχι όμως της πειθούς. Σύμφωνα με τον τραγικό ποιητή Λυκόφρονα, η ηρωίδα έμενε φυλακισμένη από τον ίδιο της τον πατέρα γιατί δεν την άντεχε άλλο να θρηνεί συνέχεια και να προφητεύει δεινά, έδωσε όμως εντολή να καταγράφουν τα λεγόμενά της.
 
Όταν ο Πάρης προσέπεσε ικέτης στον βωμό του Δία, προκειμένου να σωθεί από τις επιθετικές διαθέσεις των αδελφών του, η μάντισσα αδελφή του τον αναγνώρισε, χάρη στις μαντικές της ικανότητες, ως τον θεωρούμενο χαμένο ή νεκρό γιο του Πρίαμου και της Εκάβης. Με τις ικανότητες πάλι «είδε» και τις συμφορές που θα έφερνε ο Πάρης στην Τροία και με πέλυκυ θέλησε να τον σκοτώσει. Τις ίδιες προφητείες είπε και όταν ο αδελφός της πήγε στη Σπάρτη και όταν την έφερε στο Ίλιον. Προειδοποίησε τους Τρώες αλλά εκείνοι δεν την πίστεψαν. Όταν ο αδελφός της Έκτορας πέθανε από το χέρι του Αχιλλέα και ο πατέρας της Πρίαμος πήγε στο αχαϊκό στρατόπεδο και στη σκηνή του Αχιλλέα, πρώτη αυτή από τα τείχη τον είδε να επιστρέφει** με τη σορό του Έκτορα. Προσπάθησε ακόμη, το ίδιο και ο ιερέας του Απόλλωνα Λαοκόων, να πείσει τους Τρώες να μη βάλουν μέσα στην πόλη τον Δούρειο Ίππο, γιατί είχε προδεί την καταστροφή της πόλης της. Ο Όμηρος παραδίδει ότι κάποιος Τρωαδίτης ήρωας, ο Οθρυονέας***, την είχε ζητήσει σε γάμο δίνοντας την υπόσχεση στον Πρίαμο ότι θα έδιωχνε τους πολιορκητές από την Τροία, σκοτώθηκε όμως από τον Ιδομενέα. Πάντως, στην Ιλιάδα τίποτε δεν μαρτυρείται περί προφητικών ικανοτήτων της Κασσάνδρας.
 
Μετά την άλωση της Τροίας, η Κασσάνδρα κατέφυγε στον ναό της Αθηνάς και προσέπεσε ικέτης στο άγαλμα της θεάς αγκαλιάζοντάς το. Ο Αίας ο Λοκρός δεν σεβάστηκε την ικεσία, την τράβηξε από τα μαλλιά, οπότε το άγαλμα σείσθηκε από τη βάση του, και τη βίασε μέσα στον ναό. Οι Αχαιοί αγανάκτησαν με την ιεροσυλία και θέλησαν να λιθοβολήσουν τον Αίαντα, ο οποίος προσέπεσε ικέτης στον βωμό της θεάς που είχε προσβάλει με τη συμπεριφορά του. Οι Έλληνες σεβάστηκαν την ικεσία του…
 
Όταν οι κατακτητές μοιράσθηκαν τις γυναίκες των ηττημένων, η Κασσάνδρα έπεσε στον κλήρο του Αγαμέμνονα, ο οποίος την ερωτεύθηκε και την πήρε μαζί του στις Μυκήνες. Στον Αγαμέμνονα του Αισχύλου αυτό συνιστά μια βασική αιτία του εγκλήματος της Κλυταιμνήστρας, καθώς ξεσηκώνεται η ζήλεια της γυναίκας για την ερωμένη και η απέχθεια για τον άνδρα-σύζυγο που ζητά από τη σύζυγο να καλοδεχτεί τη νέα αγαπημένη. Τόσο στον Αγαμέμνονα όσο και στις Τρωάδες του Ευριπίδη η Κασσάνδρα κινείται ανάμεσα στο βακχικό παραλήρημα και την προφητεία, μαινάδα γυναίκα παραδομένη στον Διόνυσο, προφήτισσα παραδομένη στον Απόλλωνα. Σε μια παρωδία του υμεναίου στις Τρωάδες, κάτι που μόνο από μια γυναίκα σε κατάσταση βακχικής μανίας θα μπορούσε (ήταν επιτρεπτό) να συμβεί στην τραγωδία, η νεαρή Κασσάνδρα οραματίζεται την τέλεση των γάμων**** της με τον Αγαμέμνονα και στη συνέχεια προφητεύει το ολέθριο τέλος τους. Πράγματι, η τύχη της ενώθηκε με τη δική του: όταν έφθασαν στις Μυκήνες δολοφονήθηκαν και οι δύο από την Κλυταιμνήστρα και τον Αίγισθο. Όταν ο Οδυσσέας «κατέβηκε» στον Άδη, για να συνομιλήσει για το ταξίδι της επιστροφής του στην Ιθάκη με τον Τειρεσία, ο νεκρός Αγαμέμνονας του μίλησε με θλίψη για την Κασσάνδρα, καθώς περιέγραφε τις τελευταίες τους στιγμές: Μα ακόμη πιο σπαραχτική άκουσα τη φωνή της κόρης του Πριάμου, / της Κασσάνδρας, την ώρα που τη σκότωνε πανούργα η Κλυταιμνήστρα / πλάι και πάνω μου (λ 421-422). Στο μεταξύ, και πριν το τέλος, η Κασσάνδρα λεγόταν ότι απέκτησε δύο δίδυμους γιους με τον Αγαμέμνονα, τον Τηλέδαμο και τον Πέλοπα, που κι εκείνοι σκοτώθηκαν από το σπαθί των δύο εραστών των Μυκηνών. Οι Μυκηναίοι έδειχναν τους τάφους τους δίπλα στων γονιών τους (Παυσανίας 2.16.6).
 
Και άλλες πόλεις διεκδικούν το επεισόδιο του θανάτου του Αγαμέμνονα και της Κασσάνδρας και σε διάφορες πόλεις λατρευόταν η προφήτισσα άλλοτε με το όνομα Αλεξάνδρα και άλλοτε ως Πασιφάη, μια και τα φανέρωνε όλα. Στις Αμύκλες, για παράδειγμα, πιο κάτω από τη Σπάρτη, είχαν ταυτίσει την Κασσάνδρα με μια τοπική ηρωίδα, την Αλεξάνδρα, και της έστησαν ιερό με το άγαλμά της. Ως Αλεξάνδρα λατρευόταν και στα Λεύκτρα της ανατολικής Μεσσηνίας, στον Κόλπο, όπου πιστευόταν ότι είχε ταφεί. Το ίδιο και σε ιερό στις Θαλάμες, βόρεια του Οίτυλου στη Λακωνία, όπου λατρευόταν μαζί με τον Ήλιο (Πλούτ., Άγις 9.2· Παυσ. 2.16, 3.19, 3.26).
 
Με το όνομα Αλεξάνδρα η όμορφη κόρη του Πριάμου αποτελεί το κύριο πρόσωπο του ομώνυμου προφητικού ποιήματος***** του Λυκόφρονα, ενός χαλκιδαίου ποιητή του 4ου αι. π.X., γραμμένο την εποχή που οι Ρωμαίοι άρχισαν να παρεμβαίνουν στα ελληνικά πράγματα. Σύμφωνα με τον ποιητή οι Δαύνιοι κάτοικοι της Απουλίας είχαν στήσει ιερό της Κασσάνδρας κοντά στη λίμνη Σάλπη. Εκεί προσέφευγαν ικέτιδες οι κόρες που δεν ήθελαν για συζύγους τους άνδρες με τους οποίους τις είχαν αρραβωνιάσει και προτιμούσαν να μείνουν ανύπαντρες παρά να περάσουν τη ζωή τους με άνδρα άσχημο ή από ταπεινή γενιά· ντύνονταν στα μαύρα και άλειφαν το πρόσωπό τους με κίτρινο χρώμα.
------------------------------
*Απόλλωνας - Κασσάνδρα, Πολύιδος - Μίνωας, Μελάμποδας: Μαντικοί βίοι παράλληλοι
 
Ο Γλαύκος, σε πολύ μικρή ηλικία, κυνηγώντας ένα ποντίκι έπεσε σε ένα πιθάρι γεμάτο μέλι και πέθανε.[9] Το παιδί έγινε άφαντο και ο Μίνωας, αφού το αναζήτησε παντού, ζήτησε χρησμό από τους μάντεις, για να μπορέσει να το βρει. Και οι Κούρητες του είπαν ότι στα κοπάδια του έχει έναν τρίχρωμο ταύρο και ότι αυτός που θα μπορέσει να περιγράψει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα χρώματά του θα του παραδώσει το παιδί ζωντανό. Στη συγκέντρωση, λοιπόν, των μάντεων, ο Πολύιδος, ο γιος του Κοιρανού, παρομοίασε το χρώμα του ταύρου με του βατόμουρου[10]· αναγκασμένος να βρει το παιδί, με κάποια μαντεία το βρήκε. Όταν ο Μίνωας του είπε ότι πρέπει να παραλάβει το παιδί, και μάλιστα ζωντανό, κλείστηκε μέσα μαζί με το νεκρό παιδί. Και εκεί που καθόταν τελείως αμήχανος, είδε ένα φίδι να προχωρά προς το νεκρό σώμα του παιδιού· το χτύπησε με πέτρα και το σκότωσε, επειδή φοβήθηκε μήπως και ο ίδιος πεθάνει αν πάθει κάτι το νεκρό σώμα. Ύστερα όμως ήρθε και άλλο φίδι που μόλις είδε νεκρό το πρώτο έφυγε· επέστρεψε όμως φέρνοντας ένα βοτάνι που το άπλωσε πάνω σε όλο το σώμα του άλλου φιδιού· όταν του έβαλε το βοτάνι, το φίδι αναστήθηκε. Έκπληκτος ο Πολύιδος με ό,τι έβλεπε, έβαλε το ίδιο βοτάνι στο σώμα του Γλαύκου και τον ανέστησε. Ο Μίνωας πήρε το παιδί του, όμως ύστερα από αυτό δεν άφηνε τον Πολύιδο να επιστρέψει στο Άργος, προτού διδάξει τη μαντική τέχνη στον Γλαύκο · αναγκαστικά λοιπόν ο Πολύιδος του τη δίδαξε. Όμως όταν ήταν να αποπλεύσει, ζήτησε από τον Γλαύκο να φτύσει μέσα στο στόμα του· μόλις το έκανε αυτό ο Γλαύκος, λησμόνησε τη μαντική τέχνη. (Απολλόδωρος 3.17-20)
 
Ο Κρηθέας, αφού ίδρυσε την Ιωλκό, παντρεύτηκε την Τυρώ, κόρη του Σαλμωνέα, από την οποία απέκτησε τον Αίσονα, τον Αμυθάονα, τον Φέρητα. Ο Αμυθάων, λοιπόν, που εγκαταστάθηκε στην Πύλο, παντρεύτηκε την Ειδομένη, κόρη του Φέρητα, που του χάρισε δύο αγόρια, τον Βίαντα και τον Μελάμποδα· αυτός ο τελευταίος ζούσε στους αγρούς και μπροστά το σπίτι του υπήρχε μια βαλανιδιά που πάνω της ήταν μια φιδοφωλιά· όταν οι υπηρέτες σκότωσαν τα φίδια, αυτός μάζεψε ξύλα κι έκαψε τα ερπετά, κράτησε όμως και έθρεψε τα φιδάκια. Όταν αυτά μεγάλωσαν, κάποια φορά, την ώρα που αυτός κοιμόταν, στάθηκαν στο πλάι πάνω από τους δυο του ώμους, και καθάριζαν τ' αυτιά του με τη γλώσσα τους. Αυτός πετάχτηκε πάνω και στάθηκε έντρομος, καθώς καταλάβαινε τις φωνές των πουλιών που πετούσαν από πάνω του, και μαθαίνοντας από αυτά τα μελλούμενα τα προέλεγε στους ανθρώπους. Απέκτησε μάλιστα και την ικανότητα να μαντεύει από τα σφάγια, κι όταν κάποτε συναντησε τον Απόλλωνα στην περιοχή του Αλφειού, έγινε ύστερα άριστος μάντις.[11] (Απολλόδωρος19.11)
 
Σημειώσεις
9. Είναι διαπιστωμένη η ταφή των νεκρών σε πιθάρια κατά τη μινωική εποχή, όπως και η ταρίχευση με μέλι, γνωστή στους λαούς της Μεσογείου. Ο μύθος αντανακλά μια λατρευτική παράδοση για τον θάνατο και την αναγέννηση της ζωής αλλά αποτελεί και αναπαράσταση του τρόπου ταφής και της ταρίχευσης.
10. Λεγόταν ότι η αγελάδα άλλαζε χρώμα τρεις φορές την ημέρα ανά τέσσερις ώρες. Στην αρχή ήταν άσπρη, ύστερα κόκκινη και στο τέλος μαύρη, όπως ακριβώς και το βατόμουρο.
11. Τα φίδια παίζουν ρόλο σημαντικό στους μύθους και άλλων μάντεων (Ίαμος, Μόψος, Πολύιδος, Τειρεσίας).
 
**Η Κασσάνδρα στα τείχη
 
Και όταν στον Ξάνθον έφθασαν, διογέννητο ποτάμι,
ο Ερμής οπίσω εγύρισε στες κορυφές του Ολύμπου,
και η χρυσόπεπλη Ηώς την γην εφώτιζ' όλην,
κι εκείνοι με το λείψανο που εφέρναν τα μουλάρια
με δάκρυα, με ξεφωνητά τραβούσαν προς την πόλιν
και δεν τους νόησε κανείς παρά η Κασσάνδρα μόνη,
η κόρη οπού της χρυσής ομοίαζε Αφροδίτης.
Είχε ανεβεί στην Πέργαμον κι εκείθ' είδε στ' αμάξι
τον ποθητόν πατέρα της μαζί με τον Ιδαίον,
και ως είδε τον κειτάμενον στο νεκρικό του στρώμα
μες στ' άλλο αμάξι, έσκουζεν η κόρη και στην πόλιν
έβαλε το ξεφωνητό: «Ω Τρώισσες, ω Τρώες,
κοιτάτ' εκεί τον Έκτορα που άλλοτε απ' την μάχην
να σας γυρίζει ζωντανός ευφραίνετο η καρδιά σας
οπού τον είχεν ο λαός χαρά κι ελπίδα μόνην».
(Όμ., Ιλ. Ω 693-707)
 
***Οθρυονέας
 
Και τότε με τους Δαναούς ο Ιδομενεύς, αν κι ήταν
μισοασπρομάλλης όρμησε κι εσκόρπισε τους Τρώας.
Τον Οθρυονέα φόνευσε, που απ' τα Καβήσια μέρη
στην Τροίαν ήλθε, ως άκουσε την φήμην του πολέμου,
και του Πριάμου την καλήν απ' όλες θυγατέρα,
Κασσάνδραν, νύμφην άπροικα ζητούσε κι έργον μέγα
υπόσχονταν, τους Δαναούς να διώξει από την Τροίαν.
Και ο γέρος Πρίαμος ρητώς την κόρην του υπεσχέθη·
κι εκείνος εις τον λόγον του θαρρώντας πολεμούσε·
τον λόγχισεν ο Ιδομενεύς ενώ με υψηλό βήμα
κινούσεν, ουδέ ο θώρακας εκράτησε την λόγχην
ο χάλκινος, κι η άκρη της του εμπήχθη στην γαστέρα·
χάμω με βρόντον έπεσε κι εκείνος εκαυχήθη:
«Οθρυονέα, των θνητών θα σε κηρύξω πρώτον,
αν όσ' ανάλαβες σωστά τελειώσεις του Πριάμου,
αφού την θυγατέρα του κι εκείνος σου υποσχέθη.
Ομοίαν θα εκτελούσαμε κι εμείς υπόσχεσίν μας·
απ' τ' Άργος θα σου φέρναμε του Ατρείδη θυγατέρα
στα κάλλη της ασύγκριτην, γυναίκα να την έχεις,
την πυργωμένην Ίλιον αν συ μας εκπορθήσεις.
Στες πρύμνες ακολούθα εμέ να ειπούμε δια τους γάμους,
να ιδείς τι δώρα νυφικά δίδομ' εμείς γενναία».
Είπε και τον ποδόσερνε στην ταραχήν της μάχης.
(Όμ., Ιλ. Ν 361-383)
 
****Οι γάμοι της Κασσάνδρας
 
Κρατάτε ψηλά τους πυρσούς,
φωτίστε· σας φέρνω το φως·
φωτίζω κι αγιάζω
-κοίταξε, κοίτα-
με λαμπάδες αυτόν το ναό.
Ω! Υμέναιε αφέντη· καλότυχος
ο γαμπρός και καλότυχη εγώ
που θα πάω στο Άργος νυφούλα
σ' ενός βασιλιά το κρεβάτι.
Ω! Υμέναιε, Υμέναιε αφέντη.
Εσύ μάνα, με δάκρυ και βόγγους
το νεκρό μου γονιό, τη μυριάκριβη
πατρίδα θρηνείς και στενάζεις
κι εγώ για το γάμο μου
τις λαμπάδες ανάβω, το φως
να φωτίσει, να λάμψει
για τη χάρη σου, Υμέναιε,
για τη χάρη σου, Εκάτη,
σκορπίζω το φως, καθώς είναι
στις παρθένες συνήθεια
που νυφούλες στο γάμο πηγαίνουν.
(Ευρ., Τρ. 308-341)
 
*****Λυκόφρονος Αλεξάνδρα
 
H Αλεξάνδρα δεν είναι άλλη από την Κασσάνδρα, την κόρη του Πριάμου. H Κασσάνδρα-Αλεξάνδρα φυλακίζεται -προφανώς για να μη χρησμολογεί δημοσίως- την ημέρα που ο Πάρης-Αλέξανδρος ξεκινά το μοιραίο ταξίδι για τη Σπάρτη. H έγκλειστη Κασσάνδρα εκφέρει ένα μακρύ, προφητικό μονόλογο (1474 στ. σε ιαμβικό τρίμετρο). Ο Φύλακας ακούει τα λόγια της και μεταφέρει στον Πρίαμο όσα συγκράτησε από «μια φωνή / που θύμιζε της μαύρης Σφίγγας τη μιλιά». Ακολουθεί η εκτενής προφητεία: αρχίζει από την άλωση της Τροίας, περνά στους Νόστους και στις συνέπειες από την άλωση της Τροίας και περατώνεται με τις συγκρούσεις Ασίας - Ευρώπης (31-1450). Ακολουθεί ο θρήνος της Αλεξάνδρας, επειδή οι προφητείες της δεν γίνονται πιστευτές (1451-1460) και το ποίημα κλείνει με τον επίλογο του Φύλακα (1461-1474).

Ο Αριστοτέλης και η διερεύνηση της ηδονής σε σχέση με την κίνηση και τη γένεση

Για τoν Αριστοτέλη η κίνηση έχει να κάνει με το σύνολο των επιμέρους ενεργειών που θα συναποτελέσουν την ολοκλήρωση μιας πράξης: «κάθε κίνηση διεκπεραιώνεται μέσα στο χρόνο, και έχει έναν τελικό στόχο (όπως, επιπαραδείγματι, η οικοδομική διαδικασία), και είναι τέλεια, όταν έχει πραγματοποιήσει αυτό που επιδιώκει» (1174a 4, 22-24).
 
Από αυτή την άποψη, κάθε επιμέρους ενέργεια (από μόνη της) δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, αφού δεν μπορεί να νοηματοδοτηθεί αυτόνομα. Όπως μία ψηφίδα (όσο τέλεια κι αν είναι) δεν μπορεί να εκτιμηθεί δεόντως αποκομμένη από το υπόλοιπο ψηφιδωτό, έτσι και κάθε επιμέρους ενέργεια της κίνησης είναι καταδικασμένη στο ατελές, εφόσον η κίνηση δεν ολοκληρώσει όλα τα στάδιά της, ώστε να καταδειχθεί συνολικά: «Οι επιμέρους όμως κινήσεις που συναποτελούν τα μέρη της συνολικής διάρκειας της κίνησης είναι όλες τους ατελείς, και διαφέρουν –ως προς το είδος– από τη συνολική κίνηση αλλά και η μία από την άλλη» (1174a 4, 25-26).
 
Το παράδειγμα που θα τεθεί θα λειτουργήσει διαφωτιστικά: «Η συνένωση των λίθων, επιπαραδείγματι, είναι κάτι διαφορετικό από την κατασκευή των ραβδώσεων σε μια κολόνα, και αυτά πάλι είναι κάτι διαφορετικό από την κατασκευή ολόκληρου του ναού· και η μεν κατασκευή του ναού είναι κάτι το τέλειο (γιατί δεν υπάρχει καμιά έλλειψη ως προς το στόχο που τέθηκε από την αρχή), ενώ η κατασκευή της κρηπίδας ή των τριγλύφων είναι πράγματα ατελή (γιατί και η μία και η άλλη αναφέρονται σε ένα μόνο μέρος από το σύνολο)» (1174a 4, 25-31).
 
Μέχρι, λοιπόν, την πλήρη ολοκλήρωση του ναού δεν υπάρχει τίποτε συνολικό παρά μόνο ατελείς μεμονωμένες ενέργειες. Όλες οι χρονικές στιγμές που εκτυλίσσονται μέχρι την αποπεράτωσή του καταδεικνύουν ακριβώς την ατέλεια του μεμονωμένου, που αποτελεί ψηφίδα της κίνησης, η οποία όμως δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Το τέλειο θα αναδειχθεί τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή που ο ναός θα έχει τελειώσει: «Διαφέρουν λοιπόν ως προς το είδος» (εννοείται οι μεμονωμένες επιμέρους πράξεις – κρηπίδα, τρίγλυφα κλπ), «και δεν είναι δυνατό να έχει κανείς σε μια οποιαδήποτε στιγμή του συνολικού χρόνου της κατασκευής μια κίνηση τέλεια ως προς το είδος· αυτό είναι δυνατό μόνο σε σχέση προς το συνολικό χρόνο που απαιτεί η κατασκευή» (1174a 4, 31-33).

Το ίδιο συμβαίνει και με το βάδισμα: «Το ίδιο και στην περίπτωση της βάδισης, όπως και όλων των άλλων κινήσεων της ίδιας κατηγορίας. Γιατί αν η μετακίνηση είναι μια κίνηση από έναν τόπο προς έναν άλλον, υπάρχουν και σ’ αυτή την περίπτωση διαφορές ως προς το είδος: πέταγμα, βάδιση, πήδημα κ.ο.κ. Και όχι μόνο έτσι, αλλά και στην ίδια τη βάδιση υπάρχουν διαφορές· γιατί η κίνηση από έναν τόπο προς έναν άλλο δεν είναι η ίδια κατά μήκος όλου του σταδίου και σε ένα μέρος του· δεν είναι επίσης το ίδιο να περάσει κανείς αυτή τη γραμμή και να περάσει εκείνη τη γραμμή· γιατί δεν περνάει κανείς απλώς μια γραμμή, αλλά και μια γραμμή που βρίσκεται σε κάποιον τόπο, και αυτή βρίσκεται σε διαφορετικό τόπο από αυτόν στον οποίο βρίσκεται εκείνη» (1174a 4, 33-39 και 1174b 4, 1-3).
 
Πέρα από το γεγονός ότι όλες οι κινήσεις δεν είναι ίδιες (άλλο το βάδισμα κι άλλο το πέταγμα) και ότι ακόμη κι αν γίνεται λόγος για κάποια συγκεκριμένη κίνηση και πάλι οι συνθήκες διαφέρουν ανάλογα με τον τόπο ή το χρόνο (άλλο να βαδίζει κανείς στην πεδιάδα κι άλλο στο βουνό, όπως άλλο να βαδίζει χειμώνα κι άλλο καλοκαίρι), θα πρόσθετε κανείς ότι και η πάσης φύσεως κίνηση είναι η τελική πράξη που καθορίζεται από την αρμονία και το συγχρονισμό των επιμέρους που τη συναποτελούν. Για να βαδίσει κανείς πρέπει να συγχρονίζονται όλα τα μέλη του σώματος και ταυτόχρονα να βρίσκονται σε τέτοια κατάσταση, ώστε να τη φέρουν σε πέρας.
 
Αν κάποιος έχει χτυπήσει στον αστράγαλο και δεν μπορεί να βαδίσει η ακεραιότητα που μπορεί να έχει το γόνατο δε βοηθά ως προς την επιτέλεση της κίνησης. Για να περπατήσει κανείς πρέπει να βρίσκονται σε καλή κατάσταση και το γόνατο και ο αστράγαλος και (θα έλεγε κανείς) ολόκληρο το σώμα που θα λειτουργήσει υποστηρικτικά. Πολύ περισσότερο για να τρέξει: «δε φαίνεται όμως να είναι τέλεια σε μια οποιαδήποτε στιγμή της, αλλά οι πολλές κινήσεις είναι ατελείς και διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το είδος, αν βέβαια το “από πού προς τα πού” είναι αυτό που δίνει στην καθεμιά τους την ξεχωριστή της μορφή» (1174b 4, 3-6).
 
Ενώ, λοιπόν, η κίνηση συναποτελείται από πολλά επιμέρους και είναι τέλεια μόνο τη στιγμή που ολοκληρώνονται όλα, ώστε να λειτουργήσει ως σύνολο, η ηδονή είναι τέλεια κάθε στιγμή καθιστώντας σαφές ότι δε χρειάζεται την ολοκλήρωση των επιμέρους. Είναι, δηλαδή, ένα ενιαίο όλο που ή συμβαίνει ή δε συμβαίνει. Οι προϋποθέσεις που την προξενούν δεν αποτελούν το επιμέρους (όπως στην περίπτωση της κίνησης), γιατί σχετίζονται με την ευρύτερη διαπαιδαγώγηση του καθενός (ηδονή αντλεί κανείς από αυτά που έχει μάθει) και λειτουργούν ακαριαία ως προς τη διέγερσή της. Για παράδειγμα, αυτός που έχει μάθει να εκτιμά τη μουσική νιώθει ηδονή κάθε φορά που την ακούει χωρίς να χρειάζεται να ολοκληρωθεί κάτι επιμέρους, ώστε να φτάσει σ’ αυτήν.
 
Ο Αριστοτέλης ξεκαθαρίζει: «Είναι λοιπόν φανερό ότι η ηδονή και η κίνηση πρέπει να διαφέρουν η μια από την άλλη, και ότι η ηδονή πρέπει να ανήκει στα πράγματα που αποτελούν ένα ενιαίο όλο και είναι τέλεια. Αυτό μπορεί κανείς να το συμπεράνει και από το ότι, ενώ δεν μπορεί να υπάρχει κίνηση παρά μόνο σε συνάρτηση προς το χρόνο, ηδονή μπορεί. Γιατί ό,τι πραγματώνεται εδώ και τώρα, είναι ένα ενιαίο όλο» (1174b 4, 7-11).

Για τη διαφοροποίηση της ηδονής από την κίνηση ο Αριστοτέλης θα προσθέσει: «όπως είναι γνωστό, το χαρακτηριστικό γνώρισμα κάθε κίνησης είναι η ταχύτητα και η βραδύτητα, και αν μια κίνηση δεν είναι γρήγορη ή αργή καθαυτή (παράδειγμα η κίνηση του ουρανού), είναι πάντως σε σχέση προς κάτι άλλο· στην ηδονή όμως δεν υπάρχει ούτε το ένα ούτε το άλλο. Γιατί, ενώ είναι δυνατό να ευχαριστηθούμε γρήγορα, όπως είναι δυνατό να οργισθούμε γρήγορα, δεν είναι δυνατό να ευχαριστούμαστε γρήγορα, ούτε και σε σχέση προς κάποιον άλλο, ενώ είναι δυνατό να βαδίζουμε γρήγορα, να μεγαλώνουμε γρήγορα και όλα τα παρόμοια. Ενώ λοιπόν είναι δυνατό να αλλάζει κανείς και να περνάει γρήγορα ή αργά στην ηδονή, δεν είναι δυνατό να ενεργεί γρήγορα κατά την ηδονή, θέλω να πω: να αισθάνεται την ηδονή γρήγορα» (1173a 3, 37-39 και 1173b 3,1-5).
 
Κι εδώ βέβαια δε γίνεται λόγος στο πόσο γρήγορα μπορεί να οργιστεί κάποιος ή αν κάποιος οργίζεται γρηγορότερα από κάποιον άλλο. Εξάλλου, αυτό έχει ήδη απαντηθεί, αφού ο οργίλος εξάπτεται πάντα ευκολότερα και γρηγορότερα. Το ζήτημα είναι το ακαριαίο (θα έλεγε κανείς άχρονο) της ηδονής, αφού όλοι οι άνθρωποι, όταν βρίσκονται στις συνθήκες που τους την προκαλούν (ασχέτως με το χρόνο που τους χρειάζεται για να μπουν στην ουσία της), την αισθάνονται αστραπιαία. Το αστραπιαίο, όμως, της πρόκλησής της δεν την καθιστά στιγμιαία. Όταν οι άνθρωποι βρίσκονται μέσα στην επήρειά της, τότε η απόλαυση που εισπράττουν τους κάνει να λειτουργούν αργά, ώστε να την παρατείνουν όσο το δυνατό περισσότερο. Ανυπομονησία τη στιγμή της άντλησης της ηδονής δεν υπάρχει.
 
Ανυπομονησία μπορεί να υπάρχει (ενδεχομένως) για τη στιγμή της κορύφωσής της, με την έννοια της παρόρμησης προς την κατεύθυνση της πλήρους ευχαρίστησης. Όταν όμως συμβαίνει αυτό, όταν δηλαδή φτάνει η στιγμή της ολοκληρωτικής ευχαρίστησης, κανείς δεν ενδιαφέρεται για την ταχύτητα. Ο άνθρωπος που απολαμβάνει τη συμφωνική μουσική αισθάνεται την ηδονή και θέλει αυτό να κρατήσει όσο το δυνατό περισσότερο. Ακόμη κι αν ανυπομονεί να φτάσει η ορχήστρα σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο, που κατά τη γνώμη του η απόλαυση κορυφώνεται, αυτό δε σημαίνει ότι επιδιώκει την επιτάχυνση των πραγμάτων. Κι όταν φτάσει εκείνη η στιγμή της κορύφωσης, θα ήθελε η διάρκεια να παραταθεί όσο περισσότερο γίνεται.
 
Γι’ αυτό και η φράση: «δεν είναι δυνατό να ενεργεί γρήγορα κατά την ηδονή», δηλαδή «να αισθάνεται την ηδονή γρήγορα». Το δεδομένο ότι «είναι δυνατό να αλλάζει κανείς και να περνάει γρήγορα ή αργά στην ηδονή» καθιστά σαφές ότι μπορεί κάποιος να αισθάνεται την ηδονή γρηγορότερα από κάποιον άλλο μέσα στο πλαίσιο των προϋποθέσεων που την προξενούν. Άλλος μπορεί να νιώθει ρίγος από την πρώτη νότα της συμφωνικής κι άλλος να θέλει περισσότερο χρόνο. Το σίγουρο είναι ότι και για τους δύο θα φτάσει η στιγμή του ακαριαίου της κομμένης ανάσας, που καθιστά την ηδονή σχεδόν άχρονη. Κι όταν έρθει αυτή η στιγμή κανείς δε θέλει να περάσει γρήγορα.

Η ηδονή εκλαμβάνεται ως κάτι ακαριαίο, ως μια κορύφωση η οποία δεν τίθεται μέσα στο ίδιο χρονικό πλαίσιο για όλους, που όμως δεν είναι στιγμιαία και που, όταν συμβαίνει, είναι κάτι το τέλειο που πρέπει να παραταθεί. Οι συνθήκες αυτές τη διαφοροποιούν από την κίνηση καθιστώντας τη ένα ενιαίο όλο τέλειο κάθε στιγμή: «Η ηδονή είναι, πράγματι, ένα ενιαίο όλο, και σε καμιά χρονική στιγμή δε θα μπορούσε κανείς να έχει μια ηδονή που η ουσία της θα τελειοποιούνταν, αν διαρκούσε περισσότερο χρόνο. Αυτός είναι και ο λόγος που η ηδονή δεν είναι κίνηση» (1174a 4, 19-22).
 
Το ότι η ηδονή αποτελεί ένα ενιαίο όλο αποκλείει και την περίπτωση να πρόκειται για γένεση: «… δεν είναι σωστό αυτό που λένε ότι η ηδονή είναι κίνηση ή, πολύ περισσότερο, “γένεση”. Γιατί αυτά δε λέγονται για όλα τα πράγματα, αλλά μόνο για τα μεριστά και γι’ αυτά που δεν είναι ένα ενιαίο όλο· δεν υπάρχει, πράγματι, γένεση ούτε της όρασης ούτε του μαθηματικού σημείου ούτε της μονάδας, και ούτε οποιοδήποτε από αυτά είναι κίνηση ή γένεση· ούτε, επομένως, και ενσχέσει με την ηδονή μπορεί κανείς να μιλήσει για κίνηση ή γένεση· γιατί η ηδονή είναι ένα ενιαίο όλο» (1174b 4, 11-16).
 
Η έννοια του ενιαίου όλου είναι εκ διαμέτρου αντίθετη με τη γένεση που αφορά τα «μεριστά», δηλαδή αυτά που μπορούν να διαιρεθούν σε επιμέρους. Όπως δεν μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει γένεση της όρασης ή της μονάδας, έτσι δεν μπορούμε να μιλάμε και για τη γένεση της ηδονής, αφού τίθεται με τρόπο αδιάσπαστο, όπως τα μαθηματικά σημεία. Ο Αριστοτέλης φαίνεται να αντιλαμβάνεται τη γένεση μέσα από την οπτική της σύνθεσης των στοιχείων που θα γεννήσουν κάτι καινούργιο. Το ενιαίο όλο δεν προέρχεται από καμία σύνθεση ακριβώς λόγω της ακαμψίας του ενιαίου του.
 
Κι όχι μόνο αυτό: «Γένεση από την άλλη, πώς θα μπορούσε να είναι; Γιατί, κατά την κοινή αντίληψη, δε γεννιέται το οτιδήποτε από το οτιδήποτε, αλλά το καθετί διαλύεται σ’ αυτό από το οποίο έχει γεννηθεί. Και τότε η λύπη θα ήταν η φθορά αυτού του οποίου η ηδονή είναι η γένεση» (1173b 3, 5-8).
 
Με δυο λόγια, αν η ηδονή ήταν γένεση, ποια είναι τα επιμέρους στοιχεία που τη συνέθεσαν; Ή, για να το πούμε αλλιώς, αν πρέπει να τη διαλύσουμε σ’ αυτά που την έχουν συνθέσει, που θα καταλήγαμε; Πάντως τα στοιχεία που γέννησαν την ηδονή, όποια κι αν είναι, δεν μπορεί παρά να φθείρονται από τη λύπη. Γιατί η λύπη είναι το αντίθετο της ηδονής, οπότε θα αντιτίθεται και σε ό,τι την έχει γεννήσει. Τέτοιες σκέψεις, όμως, είναι προφανώς αδιέξοδες. Η ηδονή δεν είναι ούτε κίνηση ούτε γένεση.
 
Υπάρχει όμως και μια τρίτη άποψη, που επίσης δε φαίνεται να ευσταθεί: «Λένε, επίσης, ότι η λύπη είναι έλλειψη της φυσικής μας κατάστασης, ενώ η ηδονή η επάνοδος στη φυσική μας κατάσταση. Όμως τα δύο αυτά, είναι πράγματα που έχουν να κάνουν με το σώμα. Αν λοιπόν η ηδονή είναι επάνοδος στη φυσική μας κατάσταση, τότε την ηδονή πρέπει να την αισθάνεται αυτό στο οποίο συμβαίνει αυτή η επάνοδος στη φυσική κατάσταση, άρα το σώμα· αυτό όμως από κανέναν δε θεωρείται σωστό, και ούτε άρα η ηδονή είναι επάνοδος στη φυσική κατάσταση, αλλά τη στιγμή που συντελείται αυτή η επάνοδος, αισθάνεται κανείς την ηδονή, ακριβώς όπως αισθάνεται κανείς λύπη τη στιγμή που υφίσταται μια χειρουργική επέμβαση» (1173b 3, 8-15).
 
Το δεδομένο της λύπης σε μια χειρουργική επέμβαση, ασχέτως αν αυτή συντελεί στην επάνοδο της φυσικής λειτουργίας του σώματος, καταδεικνύει ότι η ηδονή δε σχετίζεται με την αναπλήρωση μιας έλλειψης από τη φύση. Εξάλλου, οι ηδονές δεν είναι μόνο σωματικές. Είναι και πνευματικές και διανοητικές. Σχετίζονται και με το πνεύμα και με τις αισθήσεις. Αλήθεια, ποια φυσική έλλειψη αναπληρώνει ο άνθρωπος που απολαμβάνει μια συμφωνική ορχήστρα.

Για τον Αριστοτέλη η αντίληψη αυτή έχει να κάνει περισσότερο με τη λύπη που προκαλεί οποιαδήποτε στέρηση του σώματος: «Η γνώμη αυτή φαίνεται ότι έχει την αρχή της στις λύπες και στις ηδονές που σχετίζονται με την τροφή· αν, πράγματι, οι άνθρωποι νιώσουν τη σχετική έλλειψη και αισθανθούν πρώτα λύπη γι’ αυτό, ευχαριστιούνται με την αναπλήρωση. Αυτό όμως δε συμβαίνει με όλες τις ηδονές: δεν προϋποθέτουν καμιά προηγούμενη λύπη οι ηδονές που σχετίζονται με τη μάθηση και τη γνώση, και από τις ηδονές που σχετίζονται με τις αισθήσεις, αυτές που σχετίζονται με την όσφρηση· το ίδιο και πολλά ακούσματα και θεάματα, μνήμες και προσδοκίες. Τίνος λοιπόν πράγματος οι ηδονές αυτές θα είναι η γένεση; Δεν υπήρξε, πράγματι, εδώ κανενός πράγματος η έλλειψη, ώστε να μπορούν αυτές να είναι η αναπλήρωσή του» (1173b 3, 15-24).
 
Ότι οι ηδονές σχετίζονται και με τις αισθήσεις και με το πνεύμα είναι αναμφισβήτητο. Ο Αριστοτέλης θα καταδείξει τη δική του οπτική: «Δεδομένου ότι κάθε αίσθηση ενεργεί ενσχέσει προς αυτό που είναι το αντικείμενό της· δεδομένου επίσης ότι μια αίσθηση που βρίσκεται σε καλή κατάσταση ενεργεί με τέλειο τρόπο ενσχέσει προς το ωραιότερο από τα αντικείμενά της (γιατί αυτό κατά κύριο λόγο είναι, κατά την κοινή αντίληψη, η τέλεια ενέργεια της αίσθησης – και δεν κάνει καμιά απολύτως διαφορά αν πούμε ότι ενεργεί η αίσθηση ή αυτό στο οποίο η αίσθηση έχει την έδρα της), πρέπει να συνάγουμε ότι στην κάθε επιμέρους περίπτωση η καλύτερη ενέργεια είναι όταν το όργανο που βρίσκεται σε καλή κατάσταση ενεργεί ενσχέσει με το πιο εξαιρετικό από τα αντικείμενα που εμπίπτουν στο πεδίο της. Και αυτή η ενέργεια πρέπει να είναι η πιο τέλεια και η πιο ευχάριστη. Γιατί κάθε αίσθηση έχει την αντίστοιχή της ηδονή –το ίδιο ισχύει και για τη νόηση και για το στοχασμό–, τη μεγαλύτερη όμως ηδονή τη χαρίζει η πιο τέλεια ενέργεια, και πιο τέλεια είναι αυτή που προέρχεται από το ευρισκόμενο σε καλή κατάσταση όργανο και σχετίζεται με το πιο σημαντικό από τα αντικείμενα που εμπίπτουν στο πεδίο της· και η ηδονή κάνει τέλεια την ενέργεια» (1174b 4, 17-28).
 
Η ηδονή παρουσιάζεται ως η καλύτερη ενασχόληση των αισθήσεων ή του πνεύματος, όταν βρίσκονται σε ακμαία κατάσταση. Είναι το πάντρεμα ανάμεσα στην ποιότητα των αισθήσεων (ή του πνεύματος) και των ενασχολήσεών τους. Κι αυτός είναι ο λόγος που ο εθισμός θα παίξει ξανά τον καταλυτικό του ρόλο. Γιατί η άριστη αίσθηση απαιτεί και την κατάλληλη παιδεία, ώστε να στραφεί προς τις πράγματι αξιόλογες ενασχολήσεις.
 
Ο ακροατής που απολαμβάνει τη συμφωνική μουσική δε διαθέτει μόνο την οξύτητα της ακοής (ένας κουφός έχει εκ των προτέρων αποκλειστεί από αυτή την απόλαυση), αλλά και την παιδεία, δηλαδή το σωστό εθισμό, ώστε να ασχοληθεί με αυτό που πραγματικά αξίζει. Ο ακροατής που εισπράττει ηδονή από μουσική ευτελούς ποιότητας είναι ο απαίδευτος, ο οποίος είναι καταδικασμένος στις κατώτερες ηδονές.
 
Όμως, οι κατώτερες ηδονές δεν μπορούν παρά να οδηγούν στις κατώτερες απολαύσεις. Η ευτελής μουσική δεν αποτελεί πραγματική απόλαυση της ακρόασης, αλλά περισσότερο λειτουργεί ως εκτονωτικός μηχανισμός. Ο λάτρης της υψηλής ποιότητας μουσικής είναι σε θέση να την απολαμβάνει σε καθημερινό επίπεδο μέσα στο σπίτι του με τις συνθήκες και την ένταση που επιθυμεί. Η απόλαυση που εισπράττει καθιστά τη μουσική σύντροφο που πλουτίζει τη ζωή του.

Ο ακροατής της ευτελούς ποιότητας δεν είναι σε θέση να το κάνει αυτό, αφού στην ουσία δεν έχει μάθει να το απολαμβάνει. Η μουσική γι’ αυτόν έχει νόημα μόνο μέσω της παρέας που θα συμβάλει στη διασκέδαση. Δεν είναι σύντροφος, αλλά μια υπόκρουση προκειμένου να κάνει κάτι άλλο. Μοιραία, η ζωή του (ως προς το ζήτημα της μουσικής) είναι φτωχότερη.
 
Με δεδομένο ότι η ηδονή αντλείται από την τέλεια ενέργεια γίνεται αντιληπτό ότι η έλλειψη της τέλειας ενέργειας δεν επιφέρει την ηδονή, αλλά ένα είδος υποκατάστατου που εισπράττεται εσφαλμένα ως ηδονή. Ο απαίδευτος, ως προς τα μουσικά, άνθρωπος αγνοεί την ηδονή της ακρόασης, ακόμη κι αν επιμένει για το αντίθετο.
 
Το βέβαιο είναι ότι η ηδονή είναι αλληλένδετη με την ίδια την ύπαρξη, αφού ο άνθρωπος θέλει να κάνει αυτά που δίνουν ευχαρίστηση: «Είναι εύλογο λοιπόν που οι άνθρωποι επιδιώκουν και την ηδονή, αφού η ηδονή κάνει τέλεια τη ζωή κάθε ανθρώπου, η οποία είναι κάτι το επιθυμητό και πολύτιμο για τον καθένα. Το ερώτημα, ωστόσο, αν θέλουμε τη ζωή για χάρη της ηδονής ή την ηδονή για χάρη της ζωής, ας το αφήσουμε προς το παρόν έξω από την έρευνά μας· γιατί τα δύο αυτά πράγματα είναι φανερό πως είναι στενά δεμένα μεταξύ τους και δεν επιδέχονται διαχωρισμό, αφού χωρίς ενέργεια δεν υπάρχει ηδονή, και αφού την κάθε ενέργεια την κάνει τέλεια η ηδονή» (1175a 4, 19-26).
 
Αριστοτέλης: Ηθικά Νικομάχεια

Ο δρόμος του θανάτου στον Πλάτωνα

Ο Φαίδων είναι ίσως ο πιο υποβλητικός πλατωνικός διάλογος

Είναι ένας απ’ τους πιο καλογραμμένους κι απ’ τους διαλόγους που άσκησαν τη μεγαλύτερη επίδραση στους μεταγενέστερους· και μόνο το θέμα του μας προδιαθέτει γι’ αυτό. Ο Πλάτων πια, όταν έχει φτάσει στη μέση περίοδό του –στην ωριμότητά του– αποφασίζει να γράψει έναν διάλογο αφιερωμένο στον δάσκαλό του, στον Σωκράτη, περιγράφοντας τις τελευταίες στιγμές του.

Στην ουσία, ο δραματικός χρόνος είναι ελάχιστος, είναι μία μέρα: Ξημερώνει η μέρα της εκτέλεσης του Σωκράτη· έρχονται να τον αποχαιρετίσουν τα παιδιά του, η γυναίκα του και οι φίλοι του. Απομακρύνει τη γυναίκα και τα παιδιά του, διότι δεν θέλει αυτή την ατμόσφαιρα του δράματος και του κλάματος και της υστερίας, και μένει με τους πολύ στενούς του φίλους και ήρεμα συζητούν για τη μοίρα του φιλοσόφου μπροστά στον θάνατο – κι όχι μόνο μπροστά στον θάνατο, αλλά στην ουσία και για τη μετά θάνατον ζωή, αφού ο Σωκράτης, όπως παρουσιάζεται στον Φαίδωνα, είναι πεπεισμένος ότι η ζωή δεν τελειώνει με τον θάνατο του σώματος, αλλά συνεχίζεται και μετά, με την αθανασία της ψυχής. Άρα δηλώνει ρητώς ότι πιστεύει ότι αποτελούμαστε από δύο διακριτά στοιχεία, το θνητό μας σώμα και την αθάνατή μας ψυχή, και για τον φιλόσοφο ο σωματικός θάνατος είναι μια μορφή απελευθέρωσης.

Η ψυχή που είναι το καλύτερό μας μέρος, το αθάνατό μας μέρος, επιτέλους ελευθερώνεται απ’ τα δεσμά του σώματος –υπάρχει η έκφραση ότι το σώμα είναι «φυλακή της ψυχής»– αφού παύει πια να την καταπιέζει, να την εγκλείει μέσα σ’ ένα περιβάλλον παθών, αναζήτησης της ηδονής, έντονων διαξιφισμών που γεννιούνται με την επίγειά μας παρουσία, και επομένως μπορεί η ψυχή πια, ελεύθερη απ’ αυτές τις δεσμεύσεις, ν’ αναζητήσει την αλήθεια. Άρα μπορεί να φανταστεί κανένας, αν πάρει κατά γράμμα τον διάλογο, ότι ο Πλάτων συστήνει έναν δρόμο της φιλοσοφίας μέσω του θανάτου· και μ’ αυτή την έννοια υπάρχει και ο ορισμός μέσα στον Φαίδωνα της φιλοσοφίας ως «μελέτης θανάτου».

Να πούμε πρώτ’ απ’ όλα ότι η ιδέα της αθανασίας της ψυχής δεν είναι πλατωνική· προϋπάρχει του Πλάτωνα. Υπάρχει σίγουρα στους Πυθαγόρειους, πιθανότατα απ’ τον ίδιο τον Πυθαγόρα, άρα μιλάμε για τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ., και την ίδια στιγμή άλλοι αποδίδουν την ίδια πίστη στην αθανασία της ψυχής στους λεγόμενους Ορφικούς, που είναι μια μυστική πάλι ομάδα θρησκευτικής κατεύθυνσης –πολλοί τους συγχέουν με τους Πυθαγορείους, οι Πυθαγόρειοι ωστόσο είναι και φιλόσοφοι, ενώ για τους Ορφικούς δεν λέγεται κάτι τέτοιο. Αλλά και πίσω απ’ τα λεγόμενα Ελευσίνια μυστήρια –που είναι καθιερωμένη γιορτή στην Αθήνα, ακόμα και την εποχή της δημοκρατίας, την εποχή του Σωκράτη και μετά του Πλάτωνα. Αυτό που συνένωνε τους μύστες των Ελευσινίων μυστηρίων ήταν η πίστη ότι με τις τελετές αυτές που έκαναν κάθε χρόνο στην ανάλογη γιορτή με την πομπή προς την Ελευσίνα, θα διασώζαν κατά κάποιον τρόπο την ψυχή τους· δηλαδή ήταν μια μορφή κάθαρσης, ώστε μετά τον θάνατο του σώματος να ’χουν μια καλύτερη τύχη.

Ο Πλάτων δείχνει ν’ αποδέχεται αυτές τις θεωρίες και ίσως είναι το σημείο εκείνο που τον συνδέει πιο στενά με τους Πυθαγορείους. Πολλοί λένε ότι ο Πλάτων, ειδικά προς το τέλος της ζωής του, «πυθαγορίζει» όπως λέμε, δηλαδή υιοθετεί αυτούσια ή συνεχίζει κάποια από τα δόγματα που προτάθηκαν και έγιναν γνωστά στην Ελλάδα και διαδόθηκαν μέσω των Πυθαγορείων. Ότι πιστεύει στην αθανασία της ψυχής, δεν νομίζω ότι μπορεί κανείς να αμφιβάλλει, αφού αυτό το θέμα επανέρχεται όχι μόνο στον Φαίδωνα, αλλά σε πολλούς διαλόγους, και κυρίως γιατί κλείνει τρεις από τους σημαντικότερους διαλόγους του (τον Γοργία, την Πολιτεία και τον Φαίδωνα) με τρεις μύθους –που στην ουσία είναι ένας μύθος που συνεχίζεται με κάποιες παραλλαγές–, τρεις εσχατολογικούς μύθους. Μιλάει για τη μετά θάνατον κρίση ο Πλάτων σ’ αυτούς τους μύθους και όπως είπαμε, η εικόνα είναι ενός δικαστηρίου στο οποίο προσέρχεται η ψυχή του θανόντος και δίνει λόγο για όσα έκανε όσο ήταν εν ζωή και ανάλογα τιμωρείται ή επιβραβεύεται.

Στον Φαίδωνα, λοιπόν, ο Σωκράτης αντλεί την ηρεμία του απ’ την πίστη του ότι δεν θα πεθάνει εκείνη τη μέρα, ή μάλλον θα πεθάνει εκείνο το κομμάτι της ύπαρξής του που έχει μικρότερη σημασία –που είναι το σώμα του–, αλλά η ψυχή του θα συνεχίσει να υπάρχει.

Αυτή η πίστη δεν θα πρέπει να ήταν πίστη του «ιστορικού» Σωκράτη. Δεν έχουμε καμία άλλη ένδειξη, από όσους άλλους μας μετέφεραν πληροφορίες για τον «ιστορικό» Σωκράτη, ότι ο Σωκράτης πίστευε σε μια τέτοια θεώρηση. Η Απολογία του Σωκράτη, που γράφει ο Πλάτων ο ίδιος, δεν τελειώνει με κάποια τέτοια νύξη, όπως θα ήταν φυσικό, αν όντως ο Σωκράτης δεν φοβόταν τόσο πολύ τον θάνατο· τελειώνει με μία ασαφή έκφραση. Κλείνει λοιπόν η Απολογία του Σωκράτη λέγοντας ο Σωκράτης ότι εγώ πάω προς τον θάνατο, εκεί που θα με στείλετε οι δικαστές, εσείς πάτε προς τη ζωή. Το ποιος πάει προς το καλύτερο, κανείς δεν το ξέρει. Κατά γράμμα αυτό σημαίνει: δεν ξέρω τι θα συμβεί αφού πεθάνω· ούτε θετικά ούτε αρνητικά. Δηλαδή πολλές φορές αυτή τη στάση την ονομάζουν «αγνωστικιστική», δηλαδή δεν είμαι σίγουρος ούτε ότι υπάρχει αθανασία –ή υπάρχει Θεός αντιστοίχως– ή ότι δεν υπάρχει. Άρα νομίζω ότι έχουμε μια αρκετά μεγάλη πιθανότητα –βεβαιότητα, θα έλεγα– ότι η αθανασία της ψυχής και ό,τι συνδέεται με αυτήν –θα δούμε ότι συνδέονται και άλλα πράγματα– είναι πλατωνική πίστη, πλατωνική πεποίθηση και όχι σωκρατική.

Στον Φαίδωνα ο Σωκράτης μιλάει με δυο Πυθαγόρειους –Νεοπυθαγόρειους– και ισχυρίζεται ο Σωκράτης ότι δεν φοβάται τον θάνατο, διότι αυτή η δίοδος είναι αναγκαία δίοδος την οποία, ένας που έχει ασκηθεί ως φιλόσοφος στη ζωή του, δηλαδή στην καταπίεση ή στην υπόταξη του σώματός του και των επιθυμιών του στην ψυχή του, τότε όταν φτάνει πια να ολοκληρωθεί αυτή η πορεία με τον φυσικό θάνατο, δεν έχει κανέναν λόγο να είναι δυστυχής. Θα απολαύσει μετά από λίγο την αιώνια ζωή της ψυχής, η οποία –επειδή ακριβώς θα έχει απαλλαγεί από το σώμα– θα μπορέσει να έρθει σε μια πιο απρόσκοπτη επαφή με τις Ιδέες, οι οποίες, δεν έχουν να κάνουν με τις ανθρώπινες αισθήσεις και συλλήψεις της πραγματικότητας, αλλά είναι αυθύπαρκτες οντότητες· άρα και μία ψυχή μπορεί πιο εύκολα να επικοινωνήσει με αυτές.

Με αυτή την έννοια λοιπόν θα μπορούσε να φανταστεί κανείς έναν δρόμο της φιλοσοφίας που περνάει από τον θάνατο. Τι σημαίνει αυτό; Ότι πρέπει να βιαστούμε, λέει ο Πλάτων, να πεθάνουμε, διότι έτσι θα έρθει πιο γρήγορα η γνώση; Όχι βέβαια, εξού και ο Σωκράτης στον διάλογο αρνείται την αυτοχειρία, δεν δέχεται ότι ένας φιλόσοφος μπορεί να αυτοκτονήσει, ας πούμε, να βάλει τέλος στη ζωή του. Πράγμα που από μια πλευρά θα ήταν φυσικό, εφόσον το σώμα δεν είναι παρά καταπίεση και εμπόδιο για τη γνώση. Όχι, ο Πλάτων ισχυρίζεται –μέσω του Σωκράτη– ότι υπάρχει μια συνέχεια. Ο σωστός φιλόσοφος, ο οποίος έχει δουλέψει μια ζωή για να ελευθερώσει τη νόησή του απ' την αίσθηση, την ψυχή από το σώμα, θα βιώσει με έναν φυσιολογικό τρόπο αυτή τη μετάβαση, κατά μία έννοια συνεχίζοντας να διαλέγεται με τον εαυτό του επάνω στα κρίσιμα προβλήματα που τον απασχολούσαν και εν ζωή. Άρα έχουμε μια συνέχεια ζωής και θανάτου ή μεταθανάτιας ζωής, η οποία δεν διακόπτεται ποτέ.

Θα άξιζε όμως να σκεφτεί κανένας πόσο σοβαρά προτείνει αυτή την εικόνα ο Πλάτων ή αν εκεί το κυρίαρχο στοιχείο είναι ένα συμβολικό νόημα –αν θέλετε– του θανάτου και όχι το πραγματικό νόημα του θανάτου.

Τα αρνητικά συναισθήματα μπορούν να μειώσουν την ικανότητά μας να εμπιστευόμαστε

Δεν είναι μυστικό ότι η κακή διάθεση μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τους άλλους. Μπορεί όμως να μας κάνει και περισσότερο δύσπιστους; Ναι, σύμφωνα με μια νέα μελέτη, η οποία δείχνει ότι τα αρνητικά συναισθήματα μειώνουν το κατά πόσο εμπιστευόμαστε τους άλλους, ακόμα κι αν αυτά τα συναισθήματα προκλήθηκαν από γεγονότα που δεν έχουν καμία σχέση με την απόφασή μας να τους εμπιστευτούμε.

Η μελέτη διεξήχθη από μια διεθνή ερευνητική ομάδα του Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ (UvA) και του Πανεπιστημίου της Ζυρίχης (UZH) και δημοσιεύτηκε στις 13 Μαρτίου στο περιοδικό Science Advances.

Τα συναισθήματα, λοιπόν, μπορούν να επηρεάσουν τον τρόπο με τον οποίο αλληλεπιδρούμε με τους άλλους - απλά σκεφτείτε πόσο εύκολα μπορεί μία διαφωνία με ένα αγαπημένο σας πρόσωπο να «πάρει φωτιά».

Αλλά τι γίνεται όταν αυτά τα συναισθήματα προκαλούνται από γεγονότα που δεν έχουν καμία σχέση με το πρόσωπο με το οποίο αλληλεπιδρούμε, για παράδειγμα την ενόχληση που προκαλείται από την κυκλοφοριακή συμφόρηση ή ένα πρόστιμο στάθμευσης;

Οι ερευνητές αποκαλούν αυτά τα είδη συναισθημάτων «συμπτωματικά», επειδή προκλήθηκαν από γεγονότα που δεν σχετίζονται με τις τρέχουσες και συνεχιζόμενες κοινωνικές μας αλληλεπιδράσεις. Έχει αποδειχθεί ότι «συμπτωματικά συναισθήματα» συμβαίνουν συχνά στις καθημερινές μας αλληλεπιδράσεις με τους άλλους, αν και ενδέχεται να μην έχουμε πλήρη επίγνωση της ύπαρξής τους.

Τα αρνητικά συναισθήματα καταστέλλουν την εμπιστοσύνη

Για τη μελέτη τους, ο Jan Engelmann (Neuroeconomist στο Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ) συνεργάστηκε με τους Ernst Fehr, Christian Ruff και Friederike Meyer του Πανεπιστημίου της Ζυρίχης. Η ομάδα διερεύνησε κατά πόσο τα συμπτωματικά συναισθήματα μπορούν να επηρεάσουν την συμπεριφορά μας σε ό,τι αφορά την εμπιστοσύνη και τα δίκτυα του εγκεφάλου που σχετίζονται με την υποστήριξη της κοινωνικής γνώσης.

Προκειμένου να προκληθεί μια παρατεταμένη κατάσταση αρνητικών συναισθημάτων, η ομάδα χρησιμοποίησε την καθιερωμένη μέθοδο threat of shock, στην οποία οι συμμετέχοντες απειλούνται με -αλλά μόνο μερικές φορές δέχονται- ένα δυσάρεστο ηλεκτρικό σοκ. Αυτή η απειλή έχει αποδειχθεί αξιόπιστα ότι προκαλεί άγχος. Μέσα σε αυτό το συναισθηματικό πλαίσιο, οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να παίξουν το παιχνίδι της εμπιστοσύνης, το οποίο περιλαμβάνει αποφάσεις σχετικά με το πόσα χρήματα θα ήθελαν να επενδύσουν σε έναν ξένο (με τον ξένο να έχει τη δυνατότητα να επιστρέψει σε είδος ή να κρατήσει όλα τα επενδεδυμένα χρήματα για τον εαυτό του).

Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι συμμετέχοντες είχαν πράγματι σημαντικά λιγότερη εμπιστοσύνη προς το πρόσωπο του ξένου όταν ανησυχούσαν πως θα δεχθούν το ηλεκτρικό σοκ, αν και η απειλή αυτή δεν είχε καμία σχέση με την απόφασή τους να εμπιστευτούν.

Διαταραγμένη εγκεφαλική δραστηριότητα και συνδεσιμότητα

Η ομάδα κατέγραψε, επίσης, τις αντιδράσεις τού εγκεφάλου των συμμετεχόντων χρησιμοποιώντας τη λειτουργική απεικόνιση μαγνητικού συντονισμού (fMRI) κατά τη διάρκεια λήψεως αποφάσεων εμπιστοσύνης. Η καταγραφή αυτή αποκάλυψε ότι μια περιοχή που εμπλέκεται ευρέως στην κατανόηση των πεποιθήσεων των άλλων (TPJ) καταστέλλεται σημαντικά κατά τη διάρκεια λήψεως των αποφάσεων εμπιστοσύνης όταν οι συμμετέχοντες αισθάνθηκαν απειλούμενοι, αλλά όχι όταν αισθάνονταν ασφαλείς.

Η συνδεσιμότητα μεταξύ του TPJ και της αμυγδαλής καταστέλλεται, επίσης, σημαντικά από τα αρνητικά συναισθήματα. Επιπλέον, υπό ασφαλείς συνθήκες, η δύναμη της συνδεσιμότητας μεταξύ του TPJ και άλλων σημαντικών περιοχών κοινωνικής γνώσης, προέβλεπε πόσο οι συμμετέχοντες εμπιστεύονταν τους άλλους. Αυτή η σχέση μεταξύ εγκεφαλικής δραστηριότητας και συμπεριφοράς ακυρώθηκε όταν οι συμμετέχοντες αισθάνονταν ανήσυχοι.

«Τα αποτελέσματα αυτά δείχνουν ότι τα αρνητικά συναισθήματα μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά τις κοινωνικές μας αλληλεπιδράσεις και συγκεκριμένα το πόσο εμπιστευόμαστε τους άλλους», εξηγούν οι Engelmann και Ruff. «Αποκαλύπτουν, επίσης, τα υποκείμενα αποτελέσματα της αρνητικής επίδρασης στον εγκέφαλο και την δικτύωσή του».

Σύμφωνα με τον Engelmann, τα ευρήματά τους δείχνουν ότι τα αρνητικά συναισθήματα μπορούν να έχουν σημαντικές συνέπειες στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουμε τις κοινωνικές μας συναναστροφές.

«Λαμβάνοντας υπόψη τα πρόσφατα πολιτικά γεγονότα στο Ηνωμένο Βασίλειο αλλά και τις επικείμενες εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τα αποτελέσματα της έρευνάς μας περιέχουν μία επίσης προειδοποίηση: τα αρνητικά συναισθήματα, ακόμη κι αν είναι τυχαία, μπορούν να διαστρεβλώσουν τον τρόπο με τον οποίο λαμβάνουμε σημαντικές κοινωνικές αποφάσεις ή ακόμη και τον τρόπο με τον οποίο θα ψηφίσουμε στις εκλογές», συνέχισε, σχετικά, ο Engelmann.

Ο μόνος που θα έχεις πάντα κοντά σου είναι ο εαυτός σου

Από τη στιγμή που γεννιόμαστε μέχρι τη στιγμή που πεθαίνουμε, ο μόνος άνθρωπος που έχουμε και θα έχουμε κοντά μας, είναι ο εαυτός μας. Όλοι οι άλλοι έρχονται και παρέρχονται κάποια στιγμή, ακόμα και οι πιο οικείοι κι όχι απαραίτητα από δική τους ή δική μας επιλογή.

Η ζωή είναι από τη φύση της απρόβλεπτη, ρευστή, ευμετάβλητη. Και η στιγμή και της τελευταίας ανάσας μας ακόμα – όπως και της πρώτης – έχει έναν σίγουρο σύντροφο μόνο: τον εαυτό μας. Κι όμως, η σχέση που θα έπρεπε πρωταρχικά να δομήσουμε -σε στέρεες και υγιείς βάσεις- προκειμένου να μη νιώθουμε ποτέ μόνοι, ποτέ ανεπαρκείς, ποτέ ανικανοποίητοι, είναι αυτή που ιεραρχείται τελευταία στα πλαίσια της ανάπτυξής μας ως κοινωνικά όντα, μέλη ενός αρμονικού συνόλου.

Από τη στιγμή που γεννιόμαστε σχεδόν, διδασκόμαστε τρόπους για να ενταχθούμε στο κοινωνικό περιβάλλον. Μικρότερο στην αρχή και ευρύτερο αργότερα. Διαχωρίζουμε σωστές και λάθος συμπεριφορές και μαθαίνουμε εκείνες που θα μας βοηθήσουν να ταιριάξουμε και να ενσωματωθούμε σ’αυτό, ενώ συνηθίζουμε να θεωρούμε φυσιολογικό να δημιουργούμε και να συντηρούμε προσωπεία που θα μας βοηθήσουν να πετύχουμε καλύτερα το σκοπό μας. Εστιάζουμε στη δημιουργία σχέσεων λειτουργικών που εξυπηρετούν στην ομοιόσταση του κοινωνικού συνόλου, είτε αυτό είναι ένα μικρό και οικείο σύνολο, είτε μεγάλο και απρόσωπο.

Διδασκόμαστε έτσι από πολύ νωρίς τους βασικούς κανόνες που πρέπει να διέπουν τις σχέσεις με τους άλλους, αφήνοντας συνήθως πίσω τους κανόνες που πρέπει να διέπουν την υγιή σχέση με τον εαυτό μας. Ξεχνώντας δυστυχώς, πως η πρώτη σχέση που δημιουργήσαμε ήταν αυτή (ακόμη και πριν τη σχέση με την μητέρα μας) και πως ανεξάρτητα με το πώς ζούμε τη ζωή μας και ποιες σχέσεις αναπτύσσουμε κατά τη διάρκειά της, ο μόνος που πάντα έχουμε και θα έχουμε ως το τέλος της ζωής μας κοντά μας, είναι ο εαυτός μας.

Μαθαίνουμε από πολύ νωρίς πως ο εγωισμός είναι κακός και πρέπει να τιμωρείται. Πως το κέντρο του σύμπαντος δεν είμαστε εμείς (αλλά κάποιοι άλλοι ίσως, που πρέπει να τους υπηρετούμε). Πως η μοναξιά είναι κατάρα και προκειμένου να την αποφύγει κανείς πρέπει να κάνει κάθε είδους υποχώρηση. Και πως η αποδοχή των άλλων είναι η μέγιστη (και ίσως η μοναδική) απόδειξη της αξίας μας.

Κι όμως, ο εγωισμός είναι απαραίτητος, αρκεί να είναι υγιής. Το κέντρο του σύμπαντος για τον καθένα είναι ο εαυτός του, αφού όλα τα αντιλαμβάνεται με κεντρικό άξονα την ύπαρξή του. Η μοναξιά είναι ανύπαρκτη για εκείνον που έχει φίλο και σύντροφο τον εαυτό του. Και η αποδοχή των άλλων δεν έχει καμία απολύτως σημασία για εκείνον που γνωρίζει ποιος είναι και ξέρει την αξία του.

Για να γνωρίσουμε κάποιον και να αποφασίσουμε αν μας αρέσει και αν ταιριάζουμε μαζί του, αρχικά τον παρατηρούμε, τον ρωτάμε να μάθουμε γι’ αυτόν και τελικά σταθμίζουμε τις ποιότητές του από τις συμπεριφορές του. Μια διαδικασία στην οποία μπαίνουμε με ευκολία συνήθως ξανά και ξανά προκειμένου να κάνουμε φίλους, συνεργάτες, δεσμούς, ακόμη κι αν έχουμε, πληγωθεί, απογοητευτεί, προδοθεί…

Πόσο συχνά όμως κάνουμε το ίδιο με εμάς; Πόσο χρόνο διαθέτουμε για αυτοπαρατήρηση, εκτίμηση και αξιολόγηση; Και πόσο επηρεασμένη είναι η οπτική και η κρίση μας από τις φοβίες και τις ανασφάλειές μας, προκειμένου να γίνουμε φίλοι με τον μοναδικό άνθρωπο που έχουμε κάθε στιγμή δίπλα μας; μαζί μας;

Συγχωρούμε συχνά με μεγαλύτερη ευκολία τους άλλους για τα λάθη τους από ότι εμάς για τα δικά μας, είμαστε πιο επιεικείς μαζί τους, τους δικαιολογούμε πιο εύκολα και αφήνουμε τις ενοχές να δηλητηριάζουν την ψυχή μας, ενώ φροντίζουμε να τις απαλύνουμε σε εκείνους που είναι έξω από εμάς. Επιτρέπουμε στις ανασφάλειές μας να κλονίζουν την ισορροπία μας και στις φοβίες να υπονομεύουν την ευτυχία μας. Κι έτσι σχετιζόμαστε με άλλους, δημιουργούμε δεσμούς, κάνουμε παιδιά και συχνά βάζουμε προτεραιότητα τη δική τους ζωή έναντι της δικής μας.

Όμως, όταν πέφτουν οι μάσκες οξυγόνου στο αεροπλάνο, οι οδηγίες ασφαλείας είναι σαφείς ως προς την φροντίδα των παιδιών από τους ενήλικες συνοδούς τους: πρώτα πρέπει να τις φορέσουν οι ίδιοι και κατόπιν σε εκείνα, προκειμένου να διασφαλίσουν την δική τους επιβίωση πρώτα, ώστε να είναι σε θέση να τα φροντίσουν έπειτα. Κι αυτό είναι ένα παράδειγμα υγιούς «εγωισμού». Γιατί κανείς δεν μπορεί να προσφέρει κάτι που δεν έχει πρώτα ο ίδιος. Κι αυτός που δεν είναι υγιής (ψυχικά ή σωματικά) δεν μπορεί να φροντίσει ουσιαστικά κανέναν.

Το να φροντίζει κάποιος τον εαυτό του και να ικανοποιεί τις ανάγκες του δεν είναι μόνο δικαίωμα (όπως ίσως νομίζουν κάποιοι). Είναι υποχρέωση και καθήκον του απέναντι στον ίδιο. Αρκεί να μην προσβάλλει, να μην πληγώνει και να μην κακοποιεί άλλους προκειμένου να το πετύχει αυτό. Γιατί όλες οι σχέσεις δομούνται με βάση τη σχέση μας με τον εαυτό μας. Και γιατί η μόνη σχέση που μένει άρρηκτη στη ζωή μας μέχρι την τελευταία της ανάσα, είναι αυτή.

Γι’αυτό κοιτάξου στον καθρέφτη, αναρωτήσου πόσο καλά γνωρίζεις τον άνθρωπο που βλέπεις μέσα σ’αυτόν, ποιες είναι οι ανάγκες του, πόσο φροντίζεις γι΄αυτές, πόσο σου αρέσει να κάνεις παρέα μαζί του και όποιες κι αν είναι οι απαντήσεις σου, χαμογέλασέ του, απολογήσου αν τον έχεις παραμελήσει και υποσχέσου του πως θα γίνεις ο καλύτερός του φίλος. Ο σύντροφός του. Τόλμησε να τον γνωρίσεις από την αρχή αν χρειαστεί και δεσμεύσου να τον ελευθερώσεις από τα δεσμά στα οποία τον έχεις υποβάλει ίσως χωρίς να το θέλεις.

Γιατί, όποιες σχέσεις κι αν έχεις τώρα στη ζωή σου, ο μόνος που είχες πάντα κοντά σου και θα έχεις μέχρι την τελευταία σου ανάσα, είναι ο εαυτός σου!

Η Οδός είναι η «Πραγμάτωση»

Η Οδός είναι αυτό που πρέπει να Πραγματοποιήσεις, είναι Βίωση της Πραγματικότητας πέρα από όλες τις αντιλήψεις, δεν είναι μια διδασκαλία, μια θεωρία, μια πίστη, πεποιθήσεις, ή εξωτερικές δραστηριότητες… όλα αυτά είναι άχρηστα.
 
Το πρώτο πράγμα που χρειάζεται να κατανοήσεις είναι να εγκαταλείψεις όλες τις προσκολλήσεις. Ο άνθρωπος που δεν έχει πλέον εξωτερικές προσκολλήσεις, ούτε επιθυμίες, είναι ελεύθερος, πραγματικά ελεύθερος, και μπορεί να πάει όπου θέλει… να βρει τον Ουρανό, Εδώ, Τώρα, Μέσα του.
Όταν έρχεσαι σε επαφή με αυτούς που προηγήθηκαν στην Οδό να τους σέβεσαι, να κατανοείς σωστά αυτό που «είναι», αυτό που λένε, κι αυτό που κάνουν, να τα ζυγίζεις με τα ζύγια της αλήθειας και της ανιδιοτέλειας, και μόνο αν το κρίνεις ορθό να το «δέχεσαι»… μην ακολουθείς ανόητους ανθρώπους, ακόμα κι αν παρουσιάζουν τον εαυτό τους σαν ενσαρκωμένο θεό, σαν τέλειο διδάσκαλο, ή οτιδήποτε.
Προχωρώντας στο Πνευματικό Μονοπάτι να έχεις σαν αρχή ότι σε όποια βαθμίδα κατανόησης κι αν φτάνεις αυτό είναι προσωρινό… έτσι μην περηφανεύεσαι για κάτι που θα εγκαταλείψεις αύριο… Αν όμως αυτό βοηθάει τους άλλους τότε να δείχνεις την κατανόησή σου, τονίζοντας πάντα ότι δεν είναι παρά μια πρόσκαιρη «διαμονή» (της αντίληψης).
Γνωρίζοντας ότι όσο βρίσκεσαι στην Οδό, σε «κίνηση», δεν έχεις Φτάσει, μην καθυστερείς, μένοντας ικανοποιημένος με μη-ολοκληρωμένη γνώση, ακόμα κι αν γνωρίζεις πολύ περισσότερα από όλους τους ανθρώπους μαζί… Μην σταματάς να προχωράς μέχρι να φτάσεις στην Άχρονη Αλήθεια.
Όταν «Φτάσεις» στην Φώτιση θα το καταλάβεις γιατί τίποτα πλέον δεν θα κινείται μέσα σου, γιατί η Γνώση θα είναι πλέον Πλήρης… θα Έρθεις στην Απόλυτη Ηρεμία, στην Ατέλειωτη Σιγή, και στην Αιώνια Ειρήνη… Δεν μπορεί να συλληφθεί, δεν μπορεί να περιγραφεί,  και δεν χρειάζεται, γιατί ο καθένας πρέπει να το βιώσει αυτός ο ίδιος, εγκαταλείποντας τον εαυτό του μέσα στην Απεραντοσύνη της Παρουσίας.
Τρεις είναι οι μεγάλες επιτεύξεις στην Οδό, που οδηγούν στην Μεγάλη Απεραντοσύνη, στην Έξοδο από τον κόσμο, στην Αιωνιότητα… μη-κατοχή πραγμάτων, εγκατάλειψη επιθυμιών, ησυχία του νου… Περνώντας την Πύλη της Αιωνιότητας θα αφήσεις πίσω το παλιό εγώ, για να Γίνεις Ένα με Όλα.
Δεν μπορείς να προχωρήσεις Πέρα από την Πύλη αν δεν εγκαταλείψεις τον εαυτό και μαζί κάθε ιδιοτέλεια… Εδώ, πέρα από τον κόσμο όλα μοιράζονται κι όλοι υπηρετούν όλους… είναι ο μόνος τρόπος να ζεις.
Η Οδός είναι η Οδός της Πράξης, της Πραγμάτωσης, της Αληθινής Ζωής. Η Οδός είναι ο Ιερός Χώρος όπου όλα είναι αληθινά, μακριά από τον κόσμο της άγνοιας και των απατηλών αντιλήψεων και των μάταιων δραστηριοτήτων.
Να μάθεις να σέβεσαι αυτούς που προηγήθηκαν στην Οδό… θα έρθει η ώρα που θα δικαιούσαι τον ίδιο σεβασμό από όλους αυτούς που ακολουθούν… το ίδιο ισχύει και για αυτούς που ακολουθούν… Η Διαδοχή στην Παράδοσή μας είναι αδιάσπαστη.

Ισοκράτης: Περί μορφωμένων ανθρώπων

Τον Παναθηναϊκό λόγο τον έγραψε ο Ισοκράτης σε ηλικία 94 ετών, με στόχο να κάνει έναν απολογισμό του έργου του και να απαντήσει στους επικριτές του, που τον κατηγορούσαν για δογματισμό και αδιαλλαξία, καθώς ο Ισοκράτης ήταν απόλυτος στις απόψεις του. Στον πρόλογο αυτού του έργου, παρουσιάζει την άποψή του για τον πραγματικά μορφωμένο άνθρωπο, μία άποψη που, ούτε τότε ούτε σήμερα μπορεί κανείς εύκολα να δεχτεί εύκολα.
Ποιους λοιπόν ονομάζω μορφωμένους, αφού δεν επιδοκιμάζω τις τέχνες και τις επιστήμες και τις φυσικές ικανότητες;
 
Πρώτα πρώτα αυτούς που χειρίζονται καλά τα ζητήματα που τους παρουσιάζονται κάθε μέρα και έχουν τη νοημοσύνη να επωφελούνται των περιστάσεων και να είναι ικανοί να πετυχαίνουν τις περισσότερες φορές εκείνο που συμφέρει·  έπειτα εκείνους που είναι αξιοπρεπείς και δίκαιοι προς αυτούς που τους συναναστρέφονται συχνά και που ανέχονται ήρεμοι τους δυσάρεστους και οχληρούς τύπους, ενώ οι ίδιοι φέρονται προς τους φίλους των με τη μεγαλύτερη καλοσύνη και ηπιότητα.
 
Επί πλέον εκείνους που είναι πάντοτε εγκρατείς εις τας ηδονάς, και δεν τους κατασυντρίβουν οι συμφορές, παρά τηρούν ανδρική στάση και αντάξια της φύσεως της ανθρωπίνης·  τέταρτον, το και σπουδαιότερο, αυτούς που δεν τους διαφθείρει της τύχης η εύνοια, που μήτε γίνονται άλλοι άνθρωποι μήτε γίνονται υπερήφανοι, αλλά παραμένουν άνθρωποι λογικοί και που δεν χαίρουν για τα αγαθά που τους έδωσε η τύχη περισσότερο παρά για τα αγαθά που απέκτησαν εξ αρχής με το φυσικό τους χαρακτήρα και την ορθοφροσύνη τους.
 
Εκείνοι όμως που εύκολα προσαρμόζουν τον εσωτερικό τους άνθρωπο προς όλα αυτά γενικώς, αυτοί επιμένω, ότι είναι και συνετοί και τέλειοι άνδρες και ότι κατέχουν όλες τις αρετές.
 
Περί των μορφωμένων λοιπόν ανθρώπων αυτή είναι η γνώμη μου.
 
Δηλαδή για να μπορούν να θεωρηθούν στ’ αλήθεια μορφωμένοι οι άνθρωποι κατά τον Ισοκράτη:
  1. να έχουν την οξυδέρκεια να ερμηνεύουν σωστά τις περιστάσεις και να επωφελούνται από αυτές.
  2. να είναι αξιοπρεπείς, δίκαιοι και ανεκτικοί με τους ενοχλητικούς ανθρώπους. Να φέρονται με καλοσύνη και πραότητα στους φίλους τους.
  3. να συγκρατούν τις παρορμήσεις τους και να διαχειρίζονται γενναία τις συμφορές.
  4. να μην αφήνουν τις ευτυχείς συγκυρίες να τους διαφθείρουν. Να μην χαίρονται περισσότερο με όσα κέρδισαν κατά τύχη απ’ όσο χαίρονται με όσα κέρδισαν με τον κόπο και την ορθή τους σκέψη.
Αυτόν που συνδυάζει όλα τα παραπάνω θεωρεί ο Ισοκράτης μορφωμένο άνθρωπο. Τον άνθρωπο που σκέφτεται συνετά και μετρημένα, ώστε να αναγνωρίζει το συμφέρον του και το επιδιώκει, χωρίς να περιφρονεί τους άλλους γύρω του.
 
Ισοκράτους Λόγοι

Το 87% από αυτά που μας προβληματίζουν, δεν συμβαίνουν ποτέ

Ο φόβος είναι σημαντικό και αναπόσπαστο στοιχείο του ανθρώπινου εγκεφάλου. Ο φόβος και η ανησυχία για τη ζωή σας είναι φυσιολογική ανθρώπινη συμπεριφορά. Τα ζώα οποιουδήποτε είδους που δεν φοβούνται, συνήθως δεν ζουν και πολύ, ενώ τα είδη των ζώων που ήταν άφοβα, εξαφανίστηκαν.

Η ανησυχία και ο φόβος προκύπτουν συνήθως από την αίσθηση της ανεπάρκειας, όταν συγκρίνουμε τον εαυτό μας με άλλους ανθρώπους, τους οποίους θεωρούμε καλύτερούς μας. Το να συγκρίνετε τον εαυτό σας με κάποιον άλλο είναι υγιές, μόνο αν πρόκειται για κάποιον που έχει προχωρήσει αρκετά και αποτελεί για σας πηγή έμπνευσης.

Πολλοί είναι εκείνοι που ζουν καθημερινά με τις αναμνήσεις των αποτυχιών τους, διαλυμένοι γάμοι, χρεωκοπίες, απολύσεις, σημαντικές απώλειες. Συνεχώς αναβιώνουν αυτά τα γεγονότα, κάνουν τους άλλους να βαριούνται, μιλώντας ακατάπαυστα γι’ αυτά, και δεν προσέχουν ότι ο περίγυρός τους έχει πάψει να τους προσκαλεί σε κοινωνικές εκδηλώσεις.

Όταν κάτι έχει τελειώσει, πάρτε το απόφαση ότι τελείωσε. Θέστε μια διορία για το πότε θα σταματήσετε να μιλάτε γι’ αυτό ή να το σκέφτεστε. Δεν είναι εύκολο, αλλά είναι τόσο απλό. Και δεν χρειάζεστε ηρεμιστικά.

Οι θετικές σκέψεις δημιουργούν αφθονία από ορμόνες της ευτυχίας, όπως η σεροτονίνη και η ντοπαμίνη, τις οποίες προσπαθούν να υποκαταστήσουν οι φαρμακευτικές ουσίες. Να θυμάστε πως κάποιες φορές τα άσχημα συμβάντα της ζωής μας τοποθετούν βίαια σε άλλα μονοπάτια, τα οποία, όμως, μας οδηγούν σε ό,τι καλύτερο μας έχει συμβεί.

Όπως αποδεικνύουν οι μελέτες, οι περισσότερες από τις ανησυχίες, που έχουμε στη ζωή μας, δεν θα συμβούν. Ενώ, όσες τελικά μας συμβούν, δεν είναι στο χέρι μας να τις ελέγξουμε. Οι στατιστικές για όσα μας προβληματίζουν δείχνουν πως:

Το 87% δεν συμβαίνει ποτέ. Το 7% συμβαίνει. Μόνο το 6% μπορείτε να επηρεάσετε. Οπότε, είναι ανώφελο να ανησυχείτε για τα πράγματα που φοβάστε. Οι περισσότερες ανησυχίες σας δεν θα επαληθευτούν και οι περισσότεροι φόβοι σας είναι αληθοφανείς, μα πλασματικοί. Τέλος, ρωτήστε τον εαυτό σας. Ποιο είναι το χειρότερο που μπορεί να μου συμβεί;

Όταν ανησυχείτε ή φοβάστε για κάτι, σκεφτείτε ποια μπορεί να είναι η χειρότερη έκβαση. Είτε πρόκειται για μια παρουσίαση είτε για ένα τηλεφώνημα είτε για μια συζήτηση ή για μια σχέση, που πάει από το κακό στο χειρότερο, ο ήλιος θα ανατείλει την επόμενη μέρα και η ζωή θα συνεχιστεί.

Για να πάρουν οι φόβοι σας την πραγματική τους διάσταση, βρείτε έναν τρόπο να βοηθήσετε κάποιον που έχει ανάγκη και είναι πιο άτυχος από εσάς. Τότε μόνο θα συνειδητοποιήσετε πόσο τυχεροί είστε και τα προβλήματά σας θα μοιάζουν λιγότερο τρομακτικά. Ο φόβος μπορεί να έχει δύο έννοιες: «Ξέχνα τα πάντα και τρέχα!» ή «Αντιμετώπισε τα πάντα και στάσου όρθιος!» Η επιλογή είναι δική σας.

Τι σημαίνει διάλογος στην Ανθρωπολογία; Από τον Σωκράτη στον Buber και στον Levinas

Ακούμε μόνο τις ερωτήσεις στις οποίες μπορούμε να απαντήσουμε -Φρίντριχ Νίτσε

Η παραπάνω πρόταση είναι πράγματι μια πρόκληση, για την ψυχοθεραπεία ειδικότερα αλλά και γενικά, για τις ανθρώπινες σχέσεις. Υπάρχει άραγε τρόπος να υπερβούμε το απλοϊκό μοντέλο δράσης - αντίδρασης, όπου η πράξη ενός ατόμου έχει επίδραση πάνω σε ένα άλλο άτομο, και έτσι δημιουργείται ένας κύκλος ανάδρασης, που συνεχίζεται με μια πράξη που προκαλεί κάτι άλλο, και πάλι από την αρχή;

Τι παραπάνω όμως μπορεί να γίνει;

Η απάντηση εδώ απαιτεί μια εντελώς νέα αντίληψη της συνεύρεσης: το να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε σε ένα διαφορετικό επίπεδο, σε ένα επίπεδο του "Εμείς", όπου μια δεδομένη στιγμή κατά την οποία σχετιζόμαστε και επικοινωνούμε με έναν άλλο άνθρωπο, φροντίζουμε να τον συμπεριλαμβάνουμε, δίνοντας βαρύτητα, όχι μόνο στο Εγώ, αλλά και στο πλαίσιο αναφοράς του άλλου.

Τι σημαίνει διάλογος στην ανθρωπολογία; 

Εάν θέλουμε να κατανοήσουμε πραγματικά τη διαλογική αντίληψη, πρέπει να αναφερθούμε στο τι εννοούμε με τον όρο "διαλογικός", έναν όρο με συγκεκριμένη έννοια στην ιστορία της φιλοσοφίας.

Διά σημαίνει: μεταξύ ή μέσω και λόγο σημαίνει: λέξη ή νόημα, σημασία.

Στα αγγλικά, η ετυμολογική μετάφραση του διαλόγου είναι "ανάμεσα στις λέξεις" ή "μέσω λέξεων". Θα μπορούσε κανείς να το μεταφράσει με τη λέξη "συζήτηση" αλλά και "ροή νοήματος" ή "ροή μέσω νοήματος".

Συνήθως λοιπόν, στην καθημερινή γλώσσα (αλλά και στην ψυχοθεραπεία), ο διάλογος θεωρείται η πρόσωπο με πρόσωπο συζήτηση, η αμοιβαία ανταλλαγή, που χαρακτηρίζεται από συμμετρία και ισότητα: πρόκειται για την συνάντηση του ενός με τον άλλον.

Σωκράτης: ο διάλογος ως μέσο

Από όσο γνωρίζουμε, ο πρώτος φιλόσοφος που συνειδητοποίησε τη σημασία του τι συμβαίνει μεταξύ δύο ατόμων που συζητούν, ήταν ο Σωκράτης με τους Διαλόγους του πριν από δυόμισι χιλιάδες χρόνια, όπως μεταφέρονται από τον Πλάτωνα. Εισήγαγε τη συστηματική χρήση του διαλόγου ως ανεξάρτητης φιλολογικής μορφής. Σε όλους αυτούς τους διαλόγους υπάρχει μια σαφής ή μια υπονοούμενη διαφωνία - μπορούμε να την πούμε και ασυμφωνία- και ο στόχος του διαλόγου είναι η λύση της.

Ο χαρακτηριστικός τρόπος του Σωκράτη είναι η διεξοδική εξέταση του συνομιλητή ως προς τις πεποιθήσεις του, μέχρι να φτάσει μέσω του υπαινιγμού στην αντίφαση της υπό συζήτηση πεποίθησης ή υπόθεσης. Με αυτόν τον τρόπο ο συνομιλητής αναγκάζεται να δει το αδιέξοδο της υπόθεσης και εξετάζει άλλες υποθέσεις που επίσης γίνονται αντικείμενο αυστηρού ελέγχου.

Οι περισσότεροι από αυτούς τους διαλόγους δεν καταλήγουν σε μια οριστική λύση, όπως συμβαίνει και στην πραγματική ζωή. Αυτό εξυπηρετεί την αυτογνωσία και την επίγνωση ότι ουσιαστικά δεν ξέρουμε τίποτα, γεγονός που δεν οδηγεί στην παραίτηση, αλλά σε μια ενεργό αναζήτηση σοφίας και εν τέλει στο ευ ζήν, δηλαδή το να ζήσει κανείς μια καλή και αληθινή ζωή.

Η μαιευτική τέχνη του Σωκράτη, η τέχνη της μαίας -παρεμπιπτόντως ήταν και το επάγγελμα της μητέρας του- βασίζεται στην ιδέα ότι η αλήθεια προϋπάρχει στον άνθρωπο και απλώς πρέπει να γεννηθεί, να έρθει στη ζωή. Παρά τη συγγένεια με τις ανθρωπιστικές ιδέες, ο διάλογος εδώ νοείται ως παιδαγωγικό εργαλείο, ένα μέσο διδασκαλίας και εκπαίδευσης. Δεν εκπλήσσει λοιπόν ότι η λογικοθυμική ψυχοθεραπεία (rational emotive) χρησιμοποιεί τους "Σωκρατικούς διαλόγους" ως τεχνική για την αλλαγή των παράλογων πεποιθήσεων.

Ο Σωκράτης μπορεί εύκολα να θεωρηθεί μοντέλο μιας "προκειμένου να" ψυχοθεραπείας.

Buber: Εγώ - Εσύ (I - Thou)

Κάνουμε ένα μεγάλο άλμα στον Buber και την αντίληψη του για το διάλογο, η οποία μπορεί να θεωρηθεί βάση των περισσότερων ανθρωπιστικών ψυχοθεραπειών.

Σύμφωνα με τον Buber, πρέπει πρώτα από όλα να γίνει μια διάκριση μεταξύ διαλόγου και μεταμφιεσμένου σε διάλογο μονολόγου που εξυπηρετεί μόνο την αυτεπιβεβαίωση. Θεωρεί ότι η σπουδαιότητα του διαλόγου δεν βρίσκεται στον έναν και όχι στον άλλον, ούτε και στους δυο μαζί, αλλά στην ανταλλαγή μεταξύ τους. Έτσι, ο διάλογος είναι αυτό που προκύπτει από το διαπροσωπικό στοιχείο.

Η σφαίρα του διαπροσωπικού είναι το να είναι ο ένας αντικριστά με τον άλλον -το ξετύλιγμα του είναι αυτό που αποκαλούμε διάλογο (Buber, 1982).

Από τη μια μεριά, ο διάλογος τηρεί την απόλυτη απόσταση ανάμεσα στο Εσύ και το Εγώ, διατηρώντας έτσι τη μοναδικότητα και των δύο, κι από την άλλη το "διά", το "μεταξύ" υπερβαίνει την απόσταση χωρίς να την καταργεί. Ο διαλογος διατηρεί τη διαφορετικότητα και από την άλλη πλευρά, την υπερβαίνει. Είναι και απόσταση και οικειότητα. Δεν είναι σύνθεση, δεν είναι Εσύ και Εγώ: δεν υπάρχει "και" ανάμεσα τους. Δεν είναι μια σύνθετη ενότητα που απαρτίζεται από μέρη, ως αποτέλεσμα συνεύρεσης.

Σύμφωνα με τον Buber, ο διάλογος είναι μια οντολογική κατηγορία. Επιτιθέμενος στον ψυχολογισμό, λέει ότι το διαλογικό πρέπει να ιδωθεί ως αντίθετο προς το ψυχολογικό. Ο πραγματικός διάλογος δεν είναι μεταβίβαση πληροφοριών, είναι μια σχέση Εγώ-Εσύ που οδηγεί σε ένα κοινό "μεταξύ", είναι συμμετοχή στην ύπαρξη του Άλλου, εφικτή μόνο όταν περιλαμβάνει τη μετα-επικοινωνία, δηλαδή την αμοιβαία αντανάκλαση.

Levinas: Εσύ - Εγώ (Thou - I)

Αλλά και η παραπάνω προσέγγιση έχει απορριφθεί και εξελιχθεί περαιτέρω. Ο Emmanuel Levinas τόνισε ότι ο διάλογος δεν είναι απλώς "αμοιβαία κατανόηση", έκφραση αμοιβαίας ενσυναίσθησης. Σχολίασε ότι ο Buber παγιδεύτηκε στην κυκλικότητα, στον κλειστό κύκλο του Εγώ-Εσύ. Σύμφωνα με τον Levinas, ο διάλογος είναι ένα βήμα πέρα από τη σκέψη του ενός και του άλλου. Διάλογος δεν είναι η εμπειρία μιας συνάντησης ατόμων που συζητούν μεταξύ τους. Διάλογος δεν είναι το αποτέλεσμα της συνάντησης μεταξύ των ατόμων: διάλογος είναι αυθεντική α-μεσό-τητα (im-media-cy) δεν είναι δια-μεσο-λαβηση.

Είναι ένα αυθεντικό, πρωταρχικό γεγονός, είναι η διαπροσωπική σχέση, "η αυθεντική κοινωνικότητα που παρατηρείται στο διάλογο.

Κατά τον Levinas, ο διάλογος δεν έχει να κάνει με τη συμμετρία, όπως τονίζει ο Buber, αλλά με την ασυμμετρία στη σχέση. "Ακριβώς επειδή το Εσύ είναι εντελώς διαφορετικό από το Εγώ, υπάρχει ο διάλογος μεταξύ των δύο (Levinas, 1989). Άρα, δεν ισχύει ότι όταν δύο άτομα συναντηθούν, προκύπτει διάλογος, αλλά το αντίστροφο: ο διάλογος διαμορφώνει το διαπροσωπικό στοιχείο και έτσι μπορούμε πράγματι να μιλήσουμε για μια σχέση Εσύ-Εγώ.

Το θεμελειώδες Εμείς δεν είναι ένα συμμετρικό Εμείς. Είναι ασυμμετρικό από το φύση του. Ο Άλλος έχει προτεραιότητα. Ο Άλλος, με καλεί, το πρόσωπο του Άλλου απευθύνεται σε μένα, είναι μια πρό-κληση.

Γι αυτόν τον λόγο, ο διάλογος δημιουργεί υπευθυνότητα, αλληλεγγύη και δέσμευση. Το Εσύ επιστρατεύει το Εγώ. Ο Άλλος, με διατάζει να τον υπηρετήσω (Levinas, 1986). Επομένως, η διακονία (δηλαδή υπηρεσία) δεν είναι αποτέλεσμα διαλόγου, είναι η θεμελειώδης ουσία της ανθρώπινης σχέσης.

Διάλογος και η έννοια της αλληλεγγύης

Η διαλογική συζήτηση είναι το να μιλάει κανείς για τον άλλον, υπέρ του άλλου, να παρεμβαίνει υπέρ του. Έτσι η αλληλεγγύη δεν είναι μια δευτερεύουσα κατηγορία που απορρέει από την εμπειρία, αλλά μια βασική ανθρώπινη συνθήκη. Είναι η μεταστροφή από τον μονό-λογο στον διά-λογο, από το σκέφτομαι κάτι σχετικά με τον άλλον, στο απευθύνομαι στον συγκεκριμένο συνάνθρωπο. Σημαίνει να είμαι πρόθυμος και έτοιμος να πω απλώς: "Είμαι εδώ". "Είμαι "για" τον άλλον, όχι απλώς είμαι μαζί του.

Οι καταβολές της ηθικής ανάγονται σε αυτή την ασυμμετρική σχέση. Το Εγώ συγκροτείται από την υπευθυνότητα του/της να ανταποκριθεί στο κάλεσμα του Άλλου". Αυτό, αντιστρέφει πλήρως την καθιερωμένη αλληλουχία ανάμεσα στην αυτο-συνείδηση και τον διάλογο: Η συνάντηση στον διάλογο είναι προϋπόθεση για την αυτο-συνείδηση και την αυτο-πεποίθηση. Διάλογος είναι η έλλειψη αδιαφορίας του Εγώ προς το Εσύ, ή για να το διατυπώσουμε θετικά, είναι η προσοχή, η φροντίδα και η άνευ όρων θετική αποδοχή.

Με άλλα λόγια: ο διάλογος είναι μια έκφραση αγάπης. Ο Levinas, προτιμά να σκέφτεται τη φιλοσοφία ως "σοφία της αγάπης" μάλλον, παρά ως "αγάπη για τη σοφία" (που είναι η ετυμολογική σημασία της ελληνικής λέξης φιλοσοφία).

Συνοψίζοντας: Διάλογος δεν είναι η συνέπεια κάποιας ενόρασης, ούτε κάποιας υποχρεωτικής πράξης. Δεν έχει κάποια συγκεκριμένη λειτουργία, δεν αποσκοπεί σε κάτι.

Ο διάλογος είναι μια πρωταρχική συνθήκη της ανθρώπινης υπόστασης και μέσα σε αυτήν, ένα αυθεντικό φαινόμενο. Έτσι, προκύπτει ότι : το πρόσωπο είναι διάλογος.

Το παραπάνω, δεν είναι απλώς μια εύστοχη διατύπωση, γιατί τοποθετεί την αντίληψη για την ύπαρξη μας μέσα στον κόσμο και με συνανθρώπους μας, σε μια νέα βάση: είμαι στον κόσμο, σημαίνει : είμαι σε διάλογο.

Από διαλογική άποψη, τα πρόσωπα δεν θεωρούνται ότι απλώς και μόνο συνάπτουν σχέσεις, τα πρόσωπα αυτά καθαυτά είναι η σχέση. Τα πρόσωπα, είναι διάλογος.

Πίσω από τις αρχές της κβαντικής μηχανικής

Αποτέλεσμα εικόνας για ερεβοκτονος κβαντική μηχανικήΕισαγωγή

Το μοντέλο της κβαντομηχανικής καθιερώθηκε επίσημα στο 5ο συνέδριο του Solvay στο Κόμο το 1927. Η αρχή απροσδιοριστίας του Χάϊζενμπεργκ και η αρχή συμπληρωματικότητας του Μπόρ, προσέφεραν οριστικά τη θεμελίωση όλων των μαθηματικών κατασκευών της νέας θεωρίας οι οποίες μπορούσαν να κάνουν πρόβλεψη ορισμένων μεγεθών.  Όμως από τότε ειδικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι απόψεις των φυσικών πάνω σε τρία γενικά επιστημονικά προβλήματαή ή φιλοσοφικά προβλήματα των φυσικών επιστημών, και τα οποία τέθηκαν μετά την ανάπτυξη της κβαντομηχανικής:

  • Υπάρχουν οι βασικές οντότητες της ατομικής φυσικής , όπως τα ηλεκτρόνια, τα φωτόνια, κ.λ.π., ανεξάρτητα από τις παρατηρήσεις των φυσικών;
  • Αν η απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα είναι καταφατική, είναι δυνατό να κατανοήσουμε τη δομή και εξέλιξη των ατομικών οντοτήτων και φαινομένων, δημιουργώντας χωροχρονικές εικόνες που ν’αντιστοιχούν στην πραγματική τους υπόσταση ;
  • Πρέπει οι φυσικοί νόμοι να διαμορφωθούν έτσι ώστε να δίνεται μία ή περισσότερες αιτίες για όλα τα παρατηρούμενα φαινόμενα ;
Τα τρία αυτά ζητήματα εν συνεχεία θα αναφέρονται σαν ερωτήματα με τους εξής τίτλους:
  • για την πραγματικότητα
  • για την κατανόηση
  • για την αιτιοκρατία
Και τα τρία αυτά ζητήματα δίχασαν την κοινότητα των φυσικών οι οποίοι σε γενικές γραμμές χωρίστηκαν σε δύο στρατόποαιδα ανάλογα με τις απαντήσεις που έδωσαν. Έτσι έχουμε τη θετικιστική και ιντετερμινιστική ερμηνεία των ζητημάτων αυτών όπως την έδωσε η Σχολή της Κοπεγχάγης απαντώντας αρνητικά και στα τρία ερωτήματα. Εδώ θα συναντήσουμε τους θεμελιωτές της κβαντομηχανικής, Sommerfeld, Born, Bohr, Pauli, Heisenberg, Dirac, Jordan.

Και την πιο ρεαλιστική και αιτιοκρατική ερμηνεία των ζητημάτων αυτών, όπου  το σωματίδιο θεωρείται ότι αλληλεπιδρά είτε μόνο με το μετρητικό όργανο και το μακροφυσικό του γενικά περιβάλλον είτε συγχρόνως και με το μικροφυσικό του περιβάλλον και κάποιες κρυμμένες μεταβλητές του συστήματος (που ονομάστηκαν και λανθάνουσες παράμετροι). Στην ομάδα αυτή ανήκουν οι Planck, Ehrenfest, Einstein, Schrödinger, de Broglie οι οποίοι απάντησαν καταφατικά στα ερωτήματα αυτά.
 

Η Αρχή της Αβεβαιότητας

Μετά την ίδρυση της κβαντομηχανικής το 1925 οι θεωρητικοί φυσικοί ανέπτυξαν εντατικά τόσο τη θεωρία όσο την εφαρμογή της σε νέους τομείς, ενώ συγχρόνως έκαναν μεγάλη προσπάθεια να κατανοήσουν τα εννοιολογικά θεμέλια της. Χωρίς συνήθως να το δέχονται αλλά και ανοιχτά οι φυσικοί έμπαιναν σε φιλοσοφικά μονοπάτια. Μετά το φθινόπωρο του 1926 η πιθανοκρατική ερμηνεία τού Born είχε κατακτήσει την αποδοχή των περισσότερων φυσικών, αν και η ακριβής κατανόηση και οι συνεπαγωγές αυτής της ερμηνείας δεν έπαψαν να αποτελούν αντικείμενο συζήτησης.
 
O De Broglie, του οποίου το έργο για τον δυισμό σωματιδίου και κύματος στάθηκε η αφετηρία της κυματομηχανικής, φάνηκε απρόθυμος να συνταχθεί με την άποψη της πλειοψηφίας, για την πιθανοκρατική ερμηνεία της κβαντομηχανικής. Το 1927 πρότεινε ως εναλλακτική εκδοχή τη λεγόμενη «θεωρία της διπλής λύσης», σύμφωνα με την οποία κάθε σωματίδιο μπορούσε να περιγράφεται ως ένα συγκεντρωμένο δέμα ενέργειας, που αντιστοιχούσε σε μια ιδιόμορφη λύση, το οποίο θα καθοδηγούνταν από ένα συνεχές κύμα ψ (ένα «οδηγό κύμα») ερμηνευόμενο σε συμφωνία με την πιθανοκρατική άποψη του Born. Με αυτό τον τρόπο ο De Broglie επέτυχε να διατυπώσει μια ντετερμινιστική θεωρία της μικροφυσικής χωρίς να εγκαταλείψει εντελώς τη διαίσθηση του Born σχετικά με την πιθανοκρατούμενη φύση των κβαντικών διαδικασιών. Όμως αυτή η άποψη του De Broglie επικρίθηκε σφοδρά από τον Pauli στο Συνέδριο Solvay του 1927, κι έτσι μη μπορώντας να τον αντικρούσει εγκατέλειψε τη θεωρία του. Το 1928 συμμετείχε κι αυτός στην ομάδα της ερμηνείας της Κοπεγχάγης, την οποία ευνοούσαν ο Born, ο Heisenberg, o Bohr και άλλοι, ενώ παρέμεινε πιστός σε αυτήν επί δύο δεκαετίες και πλέον. Αλλά το 1952 ο De Broglie επανήλθε σε μια τροποποιημένη εκδοχή της θεωρίας της διπλής λύσης, και από τότε ακολούθησε τη δική του μοναχική πορεία.
 
Την ίδια χρονιά (1952), μια προσέγγιση παρεμφερή με εκείνη του De Broglie υιοθέτησε ο David Bohm, ο οποίος ως τότε είχε ακολουθήσει μια ορθόδοξη διαδρομή όσον αφορά τις απόψεις του περί κβαντικής θεωρίας. Εισάγοντας την έννοια του «κβαντικού δυναμικού», ο Bohm κατόρθωσε να διατυπώσει μια κβαντική θεωρία που, αν και μη κλασική, διατηρούσε ορισμένα κλασικά γνωρίσματα, όπως το ότι τα σωματίδια διέγραφαν καθορισμένες τροχιές σε συμφωνία με την αρχή της αιτιότητας. H θεωρία τού Bohm είτε αγνοήθηκε είτε επικρίθηκε ως περιττή, καθότι απλώς αναπαρήγε αποτελέσματα ήδη γνωστά από τη συνήθη κβαντική θεωρία. Κατά τον Heisenberg ήταν «ιδεολογική», ενώ ο Pauli τη θεωρούσε ως «τεχνητή μεταφυσική».
 
Το Δεκέμβριο του 1926 ο Dirac δημοσίευσε τη θεωρία των μετασχηματισμών η οποία απετέλεσε μια σημαντική πηγή για την κατοπινή αρχή της αβεβαιότητας του Heisenberg που δημοσιεύτηκε την άνοιξη του 1927. Ο Dirac συμπέραινε στη θεωρία του: «Κανείς δεν μπορεί στο πλαίσιο της κβαντικής θεωρίας να απαντήσει σε οποιοδήποτε ερώτημα αναφερόμενο σε αριθμητικές τιμές και για την θέση και για την ορμή. Εάν κανείς περιγράψει την κατάσταση του συστήματος σε έναν αυθαίρετο χρόνο αποδίδοντας αριθμητικές τιμές και στις συντεταγμένες και στις ορμές, τότε στην πραγματικότητα δεν θα κατορθώσει να ορίσει μια αμφιμονοσήμαντη αντιστοιχία ανάμεσα στις αρχικές τιμές τούτων των συντεταγμένων και ορμών και στις τιμές τους κατά έναν μεταγενέστερο χρόνο».
 
Ήταν φανερό πως η γενική ιδέα της θεμελιώδους αυτής αρχής κυκλοφορούσε διάχυτη στην ατμόσφαιρα επί αρκετό χρόνο πριν την διατυπώσει ο Heisenberg. Όμως ο τελευταίος ήταν αυτός που την διατύπωσε με σαφήνεια. Τον δε Οκτώβριο του 1926 σε μια επιστολή του τελευταίου με τον Pauli έγραφε:  «είναι ολότελα χωρίς νόημα να μιλά κανείς για τη θέση ενός σωματιδίου με καθορισμένη ταχύτητα. Εάν όμως κανείς δεχθεί μια λιγότερο ακριβή θέση και ταχύτητα, τούτο όντως έχει κάποιο νόημα».
 
O Heisenberg πρέπει να τονιστεί ότι οφείλει αρκετά στους Dirac, Jordan και Pauli, με τους οποίους συζήτησε αρκετά προτού καταλήξει στην Αρχή της Αβεβαιότητας. Όμως, πάνω απ’ όλα, ήταν οι συζητήσεις του με τον Bohr πάνω στα θεμέλια της κβαντικής μηχανικής εκείνες που τον οδήγησαν στη διατύπωση της Αρχής. «Έπειτα από αρκετές εβδομάδες συζητήσεων, από τις οποίες δεν έλειψε η ένταση, σύντομα καταλήξαμε, χάρις και στην όχι ευκαταφρόνητη συμμετοχή του Oskar Klein, στο συμπέρασμα ότι στην πραγματικότητα εννοούσαμε το ίδιο, και ότι οι σχέσεις αβεβαιότητας αποτελούσαν απλώς μια ειδική περίπτωση της γενικότερης αρχής της συμπληρωματικότητας», θυμάται ο Heisenberg.
 
H εργασία τού Heisenberg χαρακτηριζόταν από το ίδιο είδος θετικιστικών επιχειρημάτων που είχαν λειτουργήσει ως κίνητρο και για την εργασία του το 1925 για την πρώτη διατύπωση της κβαντικής μηχανικής. Εκκινούσε από μια αφετηρία εμφανώς φιλοσοφική: «Εάν κανείς θέλει να καταστήσει σαφές τι σημαίνουν οι λέξεις «θέση ενός αντικειμένου», ενός ηλεκτρονίου δείγματος χάριν ,τότε οφείλει να περιγράψει συγκεκριμένα πειράματα μέσω των οποίων μπορεί να μετρηθεί «η θέση ενός ηλεκτρονίου»· ειδάλλως, αυτός ο όρος δεν έχει απολύτως κανένα νόημα».
 
Είναι σημαντικό να αντιληφθούμε ότι ο Heisenberg δεν διατύπωσε τις σχέσεις αβεβαιότητας εν είδει φιλοσοφικής διδασκαλίας, αλλά ότι τις εξήγαγε από την κβαντομηχανική και φώτισε τη σημασία τους με τη βοήθεια νοητικών πειραμάτων. Ήταν και παραμένουν συνέπειες της κβαντομηχανικής, και όχι τα εννοιολογικά θεμέλια της θεωρίας.
 
O Heisenberg απέδειξε ότι η ελάχιστη απροσδιοριστία ως προς τη θέση (Δq) ενός σωματιδίου συνδέεται με την απροσδιοριστία ως προς την ορμή (Δp) του σωματιδίου μέσω της έκφρασης Δq*Δp ≥ h/4π. Απέδειξε επίσης ότι μια αντίστοιχη σχέση υπάρχει ανάμεσα στην αβεβαιότητα κατά τη μέτρηση της ενέργειας μιας κατάστασης και στην αντίστοιχη αβεβαιότητα κατά τη μέτρηση του χαρακτηριστικού χρόνου μεταβολής ενός μεγέθους στη συγκεκριμένη κατάσταση: ΔE*Δt ≥ h/4π. Με τις σχέσεις Heisenberg δεν άργησαν να καταπιαστούν πολλοί φυσικοί, οι οποίοι τις ανέλυσαν και επεχείρησαν να τις επεκτείνουν ή να τις τροποποιήσουν, μεταξύ δε αυτών περιλαμβάνεται και ο Schrödinger. Επειδή όμως οι σχέσεις αβεβαιότητας απέρρεαν από την κβαντική μηχανική, έγιναν αποδεκτές από πρακτικά όλους τους φυσικούς.
 
Ωστόσο, ήταν άλλο πράγμα να αποδέχεται κανείς τα μαθηματικά, και τελείως άλλο να συμφωνεί πάνω στο νόημα και τις φιλοσοφικές συνέπειες της. Τι ακριβώς σήμαινε η φαινομενικά αθώα σχέση Δq*Δp ≥ h/4π; Όπως αποσαφήνισε στην εργασία του ο Heisenberg  το 1927, εν πρώτοις σήμαινε ότι η κλασική έννοια της αιτιότητας έπρεπε να εγκαταλειφθεί — όχι επειδή δεν ήταν νόμιμο να συνάγεται ένα μελλοντικό φαινόμενο από ένα παροντικό αίτιο, αλλά διότι ένα φυσικό σύστημα δεν μπορούσε ποτέ να προσδιοριστεί με απόλυτη ακρίβεια. Επειδή δεν μπορούμε να γνωρίζουμε το παρόν παρά μόνο όσο μας επιτρέπουν οι περιορισμοί που θέτει η κβαντομηχανική, δεν μπορούμε και να έχουμε παρά μόνο ανακριβή γνώση του μέλλοντος. «Εφόσον όλα τα πειράματα υπακούουν στους κβαντικούς νόμους και, συνεπώς, στις σχέσεις αβεβαιότητας, η σφαλερότητα του νόμου της αιτιότητας αποτελεί οριστικώς εδραιωμένη συνέπεια της ίδιας της κβαντικής μηχανικής», υποστήριζε ο Heisenberg. «Ακόμη και κατ* αρχήν έστω, μας είναι αδύνατον να γνωρίζουμε το παρόν σε κάθε του λεπτομέρεια. Γι’ αυτό το λόγο, καθετί που παρατηρούμε συνιστά μία επιλογή από πληθώρα δυνατοτήτων και έναν περιορισμό σχετικά με το τι θα είναι δυνατόν στο μέλλον».
 
Φυσικά, κάποιος θα μπορούσε να διανοηθεί ότι ο Κόσμος ίσως ήταν αιτιακός σε κάποιο βαθύτερο επίπεδο και ότι η μη αιτιότητα περιοριζόταν μόνο στον κόσμο των φαινομένων. Από τη θετικιστική σκοπιά τού Heisenberg, όμως, αυτή η ένσταση δεν διαφοροποιούσε καθόλου τα πράγματα: «Οι τέτοιου είδους εικασίες μάς φαίνονται, για να το πω ρητά, στερούμενες αξίας και νοήματος, διότι η φυσική οφείλει να περιορίζεται στην περιγραφή των συσχετίσεων μεταξύ αισθητηριακών παρατηρήσεων». Και όμως, οι σχέσεις αβεβαιότητας δεν αποκλείουν κατ’ ανάγκην τον αυστηρό ντετερμινισμό και την αιτιότητα. Κατά τη δεκαετία του 1930, το ζήτημα αυτό αναλύθηκε από πολλούς φυσικούς και φιλοσόφους, πρόκειται δε για ένα θέμα που εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο συζήτησης περισσότερο από πενήντα χρόνια αφότου ο Heisenberg πρότεινε την αρχή του.
 

Αρχή της Συμπληρωματικοτητας

Πριν περίπου εκατό χρόνια, ο Αλβέρτος Αϊνστάιν ήταν ο πρώτος που είδε ότι η κβαντική υπόθεση του Max Planck οδηγούσε σε ένα διπλό χαρακτήρα της φύσης, που είχε τεθεί σαν αίτημα από τη φυσική φιλοσοφία. Ο Αϊνστάιν πρότεινε ότι το φωτόνιο έχει έναν σωματιδιακό χαρακτήρα, αν και τα φωτόνια προηγουμένως θεωρούνταν ότι είχαν μόνο ηλεκτρομαγνητικό κυματικό χαρακτήρα. Αυτή ήταν η πεμπτουσία της εργασίας του για το φωτοηλεκτρικό φαινόμενο. Στα τέλη του 1926, ο de Broglie αναγνώρισε ότι όλες οι δομικές μονάδες της φύσης, τα γνωστά μας σωματίδια – ηλεκτρόνια, πρωτόνια, κ.λ.π.- συμπεριφέρονται όπως τα κύματα υπό ορισμένους όρους. Στο σύνολό της, επομένως, η φύση είναι διπλή. Κανένα από τα συστατικά της δεν μπορεί να θεωρηθεί μόνο ως σωματίδιο ή ως κύμα. Για να γίνει κατανοητό αυτό το γεγονός, ο Niels Bohr εισήγαγε το 1923 την αρχή της συμπληρωματικότητας: κάθε συστατικό στη φύση έχει ένα σωματιδιακό, καθώς επίσης και έναν κυματικό χαρακτήρα, και εξαρτάται μόνο από τον παρατηρητή ποιο χαρακτηριστικό βλέπει κάποια στιγμή. Με άλλα λόγια, το πείραμα καθορίζει ποιο χαρακτηριστικό μετρά κάποιος  – σωματίδιο ή κύμα.
 
Εάν δε η Αρχή της Αβεβαιότητας του Heisenberg συνιστά απόρροια της κβαντομηχανικής, δεν ισχύει το ίδιο και για την Αρχή της Συμπληρωματικότητας του Bohr. Πρόκειται για ένα σημαντικά ευρύτερο και λιγότερο καλώς καθορισμένο δόγμα, το οποίο είναι πρωτίστως φιλοσοφικής φύσεως. Μολονότι ελάχιστη αμφιβολία χωρεί όσον αφορά το ότι η διατύπωση της αρχής οφείλει πολλά στο έργο τού Heisenberg πάνω στις κβαντικές αβεβαιότητες, η ιδέα της συμπληρωματικότητας δεν ήταν απλώς μια γενίκευση της αρχής τού Heisenberg. Γεννήθηκε από στοχασμούς γύρω από την κβαντική θεωρία που απασχολούσαν τον Bohr προτού ο Heisenberg αρχίσει το έργο του. O Bohr παρουσίασε πρώτη φορά τις ιδέες του για τη συμπληρωματικότητα σε ένα διεθνές συνέδριο φυσικής στο Κόμο το φθινόπωρο του 1927. Με αυτή την ευκαιρία, ο Bohr τόνισε ότι στον κβαντικό μικρόκοσμο, εν αντιθέσει προς τον κλασικό κόσμο, η παρατήρηση ενός συστήματος δεν μπορεί να γίνει ποτέ χωρίς να διαταραχθεί το εν λόγω σύστημα.
 
Πώς είναι, λοιπόν, δυνατόν να γνωρίζουμε την κατάσταση του συστήματος; Το κβαντικό αυτό αίτημα θα φαινόταν να συνεπάγεται πως η κλασική διάκριση ανάμεσα στον παρατηρητή και το παρατηρούμενο αντικείμενο έπαυε πλέον να είναι βάσιμη. Πώς θα καθίστατο εν τοιαύτη περιπτώσει δυνατόν να επιτευχθεί αντικειμενική γνώση; Οι στοχασμοί τού Bohr πάνω σε τούτα και άλλα συναφή ζητήματα τον οδήγησαν στην εισαγωγή της έννοιας της συμπληρωματικότητας με τη σημασία της χρήσης συμπληρωματικών αλλά αμοιβαίως αποκλειόμενων οπτικών για την περιγραφή της φύσης. Δύο χρόνια αργότερα, όρισε την αρχή της συμπληρωματικότητας ως «έναν νέο τρόπο περιγραφής υπό την έννοια πως κάθε δεδομένη εφαρμογή των κλασικών εννοιών καθιστά αδύνατη την ταυτόχρονη χρήση άλλων κλασικών εννοιών οι οποίες σε διαφορετική συνάφεια είναι εξίσου αναγκαίες για την ακριβή γνώση των φαινομένων».  Αυτή υπήρξε η σαφέστερη μάλλον διατύπωση της αρχής της συμπληρωματικότητας, ενός δόγματος διάσημου για την ασάφεια και την αμφισημία του. H κυματική περιγραφή και η σωματιδιακή περιγραφή (πχ του ηλεκτρονίου) είναι συμπληρωματικές, ως εκ τούτου βρίσκονται σε αντίφαση. Εντούτοις, ο Bohr διατεινόταν ότι ο φυσικός εξακολουθεί να είναι ικανός να λογοδοτήσει αναμφίλεκτα για τα πειράματα του, καθόσον στον ίδιο εναπόκειται η επιλογή των μεγεθών που θα μετρηθούν, επιλογή η οποία καταστρέφει τη δυνατότητα να πραγματωθεί η αντιφάσκουσα όψη.
 
Σε συμφωνία με τον Heisenberg, o Bohr τόνιζε ότι η αποστολή της φυσικής έγκειται στο να προβλέπει και να συνταιριάζει τα πειραματικά αποτελέσματα, όχι στο να ανακαλύπτει την πραγματικότητα που κρύβεται πίσω από τον κόσμο των φαινομένων. «Όταν περιγράφουμε τη φύση», έγραφε το 1929, «ο σκοπός μας δεν είναι να αποκαλύψουμε την πραγματική ουσία των φαινομένων, αλλά απλώς να ανιχνεύσουμε, όσο μας είναι δυνατόν, τις σχέσεις ανάμεσα στις πολλαπλές όψεις της εμπειρίας μας».
 
Μολονότι ο κυματοσωματιδιακός δυϊσμός αποτελεί το καθιερωμένο παράδειγμα συμπληρωματικότητας, για τον Bohr και τους οπαδούς του η Αρχή αυτή είχε πολύ ευρύτερη σημασία. O Bohr σύντομα την εφάρμοσε σε άλλα πεδία της φυσικής, σε βιολογικά ζητήματα, στην ψυχολογία και σε πολιτισμικά ζητήματα εν γένει. Το 1938, επί παραδείγματι, στο Διεθνές Συνέδριο Ανθρωπολογικών και Εθνολογικών Επιστημών, ο Bohr εξήγησε ότι οι συγκινήσεις και οι αισθητηριακές αντιλήψεις των υποκειμένων βρίσκονται σε συμπληρωματική σχέση ανάλογη με εκείνες που απαντούν σε περιστάσεις μετρήσεων στην ατομική φυσική. Άλλοι φυσικοί οι οποίοι συμπορεύονταν με το πρόγραμμα της Κοπεγχάγης δεν δίστασαν να προχωρήσουν ακόμη παραπέρα. O Jordan συγκεκριμένα, ανέπτυξε τη συμπληρωματικότητα στα πεδία της ψυχολογίας, της φιλοσοφίας και της βιολογίας κατά έναν τόσο βεβιασμένο τρόπο, ώστε αμήχανος ο Bohr υποχρεώθηκε να τονίσει ότι η εν λόγω έννοια του δεν είχε καμία σχέση με το βιταλισμό (ή ζωτικοκρατία), ούτε και μπορούσε να εκλαμβάνεται ως υπεράσπιση είτε του αντιορθολογισμού είτε του σολιψισμού. Στην ακραία ερμηνεία τού Jordan για τη μετρητική διαδικασία υποστηριζόταν, μεταξύ άλλων, ότι οι παρατηρήσεις όχι μόνο διαταράσσουν το μετρούμενο μέγεθος, αλλά ότι κυριολεκτικά αυτές το παράγουν. «Εμείς οι ίδιοι παράγουμε τα αποτελέσματα της μέτρησης», τόνιζε το 1934 ο Jordan.
 
H αρχή της συμπληρωματικότητας έγινε ο ακρογωνιαίος λίθος αυτού που αργότερα καθιερώθηκε να αναφέρεται ως η ερμηνεία της κβαντικής μηχανικής κατά τη Σχολή της Κοπεγχάγης. O Pauli, μάλιστα, έφθασε μέχρι του σημείου να δηλώσει ότι η κβαντική μηχανική θα μπορούσε να λέγεται «θεωρία της συμπληρωματικότητας», σε αναλογία με τη «θεωρία της σχετικότητας» Το σε τι ακριβώς συνίσταται η ερμηνεία της Κοπεγχάγης, ωστόσο, δεν είναι διόλου σαφέστερο από τη φύση της ίδιας της Αρχής της Συμπληρωματικότητας, όπερ σημαίνει ότι δεν είναι ιδιαίτερα σαφές. Πρόκειται για ένα ζήτημα που ακόμη το συζητούν οι φιλόσοφοι και λίγοι φυσικοί οι οποίοι ρέπουν προς το φιλοσοφείν. Στην πραγματικότητα, ο όρος «ερμηνεία της Κοπεγχάγης» πρωτομπήκε στο λεξιλόγιο των φυσικών το 1955, όταν τον χρησιμοποίησε ο Heisenberg για να αντιδιαστείλει την ορθοδοξία από ορισμένες ανορθόδοξες ερμηνείες στις οποίες ασκούσε κριτική.
 
Πολλοί από τους σημαντικούς φυσικούς της δεκαετίας του 1930, μεταξύ των οποίων και οι Pauli, Heisenberg, Jordan και Rosenfeld, έγιναν ενθουσιώδεις υποστηρικτές της φιλοσοφίας κατά Bohr της συμπληρωματικότητας, και την έβλεπαν ως τον αληθινό εννοιολογικό πυρήνα της κβαντικής μηχανικής. Είναι αξιοσημείωτο ότι όλοι οι φυσικοί που ανεπιφύλακτα υιοθέτησαν τη σκοπιά τού Bohr διατηρούσαν προσωπική επαφή με τον δανό φυσικό και είχαν φιλοξενηθεί στο ινστιτούτο του. Έξω από τον κύκλο της Κοπεγχάγης, η φιλοσοφία της συμπληρωματικότητας έτυχε σημαντικά ψυχρότερης υποδοχής, η οποία κυμαινόταν από την ευγενική αδιαφορία ως και, σε λιγοστές περιπτώσεις, την εχθρότητα. O Dirac, για παράδειγμα, ενώ διατηρούσε στενές σχέσεις με τους φυσικούς του Ινστιτούτου της Κοπεγχάγης και έτρεφε μεγάλο σεβασμό για τον Bohr, δεν έβλεπε τίποτε άξιο λόγου σε όλη την κουβέντα περί συμπληρωματικότητας. Δεν οδηγούσε σε καινούργιες εξισώσεις ούτε και μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στους υπολογισμούς, τους οποίους ο Dirac έτεινε να ταυτίζει με τη φυσική.
 
Ένας δε σπουδαστής του Ινστιτούτου Bohr ο Christian Müller, ο οποίος φοίτησε στο ινστιτούτο από το 1926 ώς το 1932 και παρέμεινε εκεί καθ’ όλη τη σταδιοδρομία του δεν έτρεφε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα ευρέα εννοιολογικά προβλήματα στα οποία απέδιδε μεγάλη σημασία ο Bohr. «Μολονότι γινόμασταν ακροατές εκατοντάδων επί εκατοντάδων συζητήσεων γύρω από αυτά τα θέματα [τη συμπληρωματικότητα και τα προβλήματα των μετρήσεων], και μας ενδιέφεραν, δεν νομίζω ότι κανένας από εμάς, εκτός από τον Rosenfeld ίσως, αφιέρωνε πολύ χρόνο σε αυτή την υπόθεση», έγραψε αργότερα.
 
Την ίδια στάση τήρησαν και πολλοί άλλοι νεαροί κβαντικοί φυσικοί, ιδιαίτερα δε στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου η φήμη του Bohr ως κβαντικού γκουρού ήταν πολύ πιο περιορισμένη απ’ ό,τι στην Ευρώπη. Τα «σχεδόν φιλοσοφικά» προβλήματα δεν θεωρούνταν ιδιαίτερα ελκυστικά. Επικέντρωναν την προσοχή τους σε πειράματα και σε συγκεκριμένους υπολογισμούς, και για τους σκοπούς αυτούς η αρχή της συμπληρωματικότητας δεν φαινόταν να έχει την παραμικρή χρησιμότητα. Με αυτό δεν εννοούμε ότι μεταξύ των Αμερικανών δεν υπήρξε κανένα ενδιαφέρον για τα προβλήματα θεμελίωσης, αλλά απλώς ότι το ενδιαφέρον κινήθηκε σε άλλες κατευθύνσεις και ότι εκδηλώθηκε σε μικρότερη κλίμακα απ’ ό,τι στη Δανία και τη Γερμανία. Το ότι η σπουδαιότητα της αρχής της συμπληρωματικότητας κατά την εξεταζόμενη περίοδο υπήρξε σχετικώς μέτρια φαίνεται επίσης και από τα εγχειρίδια από τα οποία διδάσκονταν οι φοιτητές την κβαντική θεωρία. Οι περισσότεροι συγγραφείς εγχειριδίων, ακόμη και αν έτρεφαν συμπάθεια για τις ιδέες τού Bohr, δυσκολεύονταν να συμπεριλάβουν σε αυτά και να δικαιολογήσουν ένα εδάφιο πάνω στη συμπληρωματικότητα. Παρά το γεγονός ότι μια μεγάλη μερίδα των φυσικών του κόσμου δεν επιδοκίμαζε την ερμηνεία της Κοπεγχάγης, ή μάλλον δεν νοιαζόταν γι’ αυτήν, η αντίσταση απέναντι της υπήρξε ασθενής και όχι ενιαία. Όποιοι κι αν ήταν οι λόγοι, κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1930 ο Bohr είχε επιτύχει σε αξιοσημείωτο βαθμό να επιβάλει την ερμηνεία της Κοπεγχάγης ως την κυρίαρχη φιλοσοφία της κβαντικής μηχανικής.
 

Ενάντια στην Ερμηνεία της Κοπεγχάγης

Ίσως το πλέον περίφημο, και το πλέον μυθοποιημένο, επεισόδιο στην ιστορία της φυσικής του 20ού αιώνα είναι η αναμέτρηση του Αϊνστάιν με τον Bohr αναφορικά με την ερμηνεία της κβαντικής μηχανικής. H σειρά των σωκρατικών συζητήσεων ανάμεσα στους δύο εμβριθείς και θρυλικούς φυσικούς-φιλοσόφους έχει καταστεί μέρος των παραδόσεων της φυσικής, καθώς και των γενικών διανοητικών παραδόσεων. Ανεξάρτητα από τις λεπτομέρειες τους, οι συζητήσεις τους κατέχουν μια θέση στη δυτική διανοητική ιστορία ανάλογη με εκείνη, ας πούμε, της προ τριών περίπου αιώνων διαμάχης μεταξύ Νεύτωνα και Leibniz. Μολονότι η κβαντική μηχανική όφειλε πολλά στις θεμελιώδεις συμβολές του Αϊνστάιν κατά την περίοδο 1905-1925, ο ίδιος δεν έδειξε κατ’ αρχάς μεγάλο ενδιαφέρον για την καινούργια θεωρία. Διαμορφώνοντας μια γενική στάση απέναντι της που διαπνεόταν από σκεπτικισμό, αρνήθηκε, για φιλοσοφικούς μάλλον παρά για επιστημονικούς λόγους, ότι ο μικρόκοσμος δεν μπορούσε να περιγραφεί παρά μόνο στατιστικά. Σε μια περίφημη επιστολή που απηύθυνε στον Born τον Δεκέμβριο του 1926, ο Αϊνστάιν έγραφε για την «εσωτερική του φωνή» που του έλεγε ότι η κβαντική μηχανική «ουδόλως μας φέρνει πιο κοντά στο μυστικό του Υψίστου. Είμαι πεπεισμένος ότι Εκείνος δεν παίζει ζάρια».
 
H δυσαρέσκεια του Αϊνστάιν για τη στατιστική ερμηνεία οδήγησε σε μια εργασία που παρουσιάστηκε προφορικά στην Πρωσική Ακαδημία Επιστημών στις αρχές του 1927. Στο χειρόγραφο, το οποίο έφερε τον τίτλο «Καθορίζει η κυματομηχανική τού Schrodinger την κίνηση ενός συστήματος πλήρως ή μόνο υπό τη στατιστική έννοια;», σκιαγραφούνταν κάποιου είδους θεωρία κρυμμένων μεταβλητών. Αλλά ο Αϊνστάιν πρέπει να αντιλήφθηκε ότι η εναλλακτική λύση που πρότεινε δεν ήταν ικανοποιητική, διότι ουδέποτε υπέβαλε το χειρόγραφο προς δημοσίευση.
 
O Αϊνστάιν συμμετείχε στο 5ο Συνέδριο Solvay τον Οκτώβριο του 1927, όπου ο Bohr, o Dirac, o Heisenberg, o Pauli, o Schrodinger και άλλοι εξέχοντες φυσικοί συζήτησαν τη θεμελίωση της κβαντικής μηχανικής. O Bohr έδωσε διάλεξη πάνω στις νέες του ιδέες για τη συμπληρωματικότητα, περί της οποίας πρώτη φορά άκουσε ο Αϊνστάιν. O Αϊνστάιν δεν πείσθηκε από τα λεχθέντα και υποστήριξε ότι η ερμηνεία Bohr-Heisenberg, κατά την οποία η κβαντική μηχανική αποτελούσε μια πλήρη θεωρία των επιμέρους διαδικασιών, αντέφασκε προς τη θεωρία της σχετικότητας. Παρουσίασε και ανέλυσε διάφορα νοητικά πειράματα με την ελπίδα να καταδείξει ότι οι σχέσεις αβεβαιότητας δεν ήταν κατ’ ανάγκην ισχυρές και ότι ορισμένα ατομικά φαινόμενα μπορούσαν να αναλυθούν λεπτομερέστερα απ’ ό,τι επέτρεπαν οι σχέσεις Heisenberg. Όταν ο Bohr απέδειξε την αβασιμότητα των επιχειρημάτων τού Αϊνστάιν, εκείνος επανήλθε με ένα νέο νοητικό πείραμα, το οποίο και πάλι αντέκρουσε ο Bohr. Σύμφωνα με τον Bohr, η κβαντική μηχανική (συμπεριλαμβανομένων των σχέσεων αβεβαιότητας) συνιστούσε μια πλήρη θεωρία που εξαντλούσε όλες τις δυνατότητες ερμηνείας των παρατηρήσιμων φαινομένων. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι ο Bohr εξήλθε «νικητής» από τις συζητήσεις τού 1927 και ότι οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες αναγνώρισαν τη δύναμη των επιχειρημάτων του. O Αϊνστάιν ναι μεν αναγνώρισε την οξυδέρκεια που επέδειξε ο Bohr ως συνομιλητής του, δεν έστερξε όμως να παραδεχτεί την ορθότητα των απόψεων του. Σε μια επιστολή του προς τον Schrodinger μισό χρόνο μετά το συνέδριο, ο Αϊνστάιν περιέγράφε σαρκαστικά την ερμηνεία της Κοπεγχάγης αποκαλώντας την «η ηρεμιστική φιλοσοφία των Heisenberg και Bohr — ή μήπως θρησκεία;» Και προσέθετε ότι «προσφέρει ένα απαλό προσκέφαλο για τον αληθινό πιστό που δύσκολα τον αφήνει να αφυπνισθεί».
 
O δεύτερος γύρος της περίφημης αντιπαράθεσης Bohr-Αϊνστάιν έλαβε χώρα στο 6ο Συνέδριο Solvay, τον Οκτώβριο του 1930, όταν η μποριανή ιδέα της συμπληρωματικότητας δυνάμωνε την επιρροή της μεταξύ των ευρωπαίων φυσικών. Αυτή τη φορά, ο Αϊνστάιν εστίασε στη σχέση αβεβαιότητας ενέργειας-χρόνου (ΔE*Δt ≥ h/4π), την οποία και επεχείρησε να καταρρίψει. Τα μέσα που επιστρατεύθηκαν για την κατάρριψη ήταν τα ίδια όπως και πριν τρία χρόνια, ένα νοητικό πείραμα. Στο καινούργιο του νοητικό πείραμα, το οποίο αργότερα έγινε γνωστό ως πείραμα του κουτιού με το φωτόνιο, ο Αϊνστάιν επικαλέστηκε τη σχέση μάζας-ενέργειας της ειδικής σχετικότητας, E =mc2, και υποστήριξε ότι η ενέργεια ενός φωτονίου και ο χρόνος άφιξης του σε μια οθόνη μπορούσαν να προβλεφθούν με απεριόριστη ακρίβεια, σε αντίφαση με τη σχέση αβεβαιότητας. O Bohr όμως απάντησε λαμπρά στην πρόκληση, επικαλούμενος τον τύπο της ερυθράς μετατόπισης της γενικής θεωρίας της σχετικότητας του Αϊνστάιν. H έκβαση του δεύτερου γύρου της αντιπαράθεσης υπήρξε η ίδια όπως και του πρώτου: η μποριανή αντίληψη της κβαντικής μηχανικής ενισχύθηκε, και ο σκεπτικισμός τού Αϊνστάιν φάνηκε αδικαιολόγητος. Μέχρι τότε, ο Αϊνστάιν είχε ελπίσει να καταρρίψει την κβαντική μηχανική αποδεικνύοντας ότι οι σχέσεις αβεβαιότητας δεν ευσταθούσαν· η πίστη του στην έσχατη αιτιότητα παρέμεινε ακλόνητη, και κατά τη δεκαετία του 1930 μετατόπισε την εστία των ενστάσεων του από την ασυνέπεια στη μη πληρότητα.
 
Το στατιστικό νόημα της κυματοσυνάρτησης δεν αποκλείει κατ’ ανάγκην τη δυνατότητα τα επιμέρους ατομικά γεγονότα να καθορίζονται από κάποιες παραμέτρους, που δεν έχουν ανακαλυφθεί ακόμη, και βρίσκονται σε ένα άγνωστο σε μας υποεπίπεδο. Πριν δε την κβαντομηχανική – αρχές του 20ου αιώνα – έγινε προσπάθεια να εξηγηθεί αιτιακά η πιθανότητα της διάσπασης των ραδιενεργών πυρήνων και να ανακαλυφθούν κάποιες κρυμμένες μεταβλητές που να καθόριζαν τον χρόνο της διάσπασης των πυρήνων. H δυνατότητα ύπαρξης παρόμοιων «κρυμμένων μεταβλητών» αναγνωρίστηκε σε μια πρώιμη φάση της κβαντικής μηχανικής, αλλά στο βαθμό που οι υποθετικές αυτές παράμετροι δεν είχαν φυσική σημασία, δεν τους δόθηκε μεγάλη προσοχή. Ωστόσο, εξακολουθούσαν να αποτελούν μια δυνατότητα, και μάλιστα ελκυστική, για όσους αποστρέφονταν την ερμηνεία της Κοπεγχάγης. Εάν η κβαντική μηχανική μπορούσε να διατυπωθεί με όρους κρυμμένων μεταβλητών, και αν αναπαρήγε όλα τα αποτελέσματα της καθιερωμένης θεωρίας, τότε θα έμοιαζε να μην υπάρχει κάποιος ακαταμάχητος λόγος ώστε οι φυσικοί να αναγκάζονται να αποδεχτούν την εικόνα του ατομικού κόσμου σύμφωνα με τη Σχολή της Κοπεγχάγης.
 
Το ζήτημα των κρυμμένων μεταβλητών ήταν μεταξύ των προβλημάτων που εξέτασε ο διάσημος μαθηματικός John von Neumann σε ένα βιβλίο τού 1932 με τον τίτλο Mathematische Grundlagen der Quantenmechanik (Μαθηματικά θεμέλια της κβαντικής μηχανικής). O von Neumann έδωσε μια μαθηματικώς ακριβή διατύπωση στη θεμελίωση της κβαντικής μηχανικής, βασίζοντας τη θεωρία στη χρήση των χώρων Hubert. Σε ένα έργο του 1933, ο γάλλος φυσικός Jacques Solomon οδηγήθηκε ανεξάρτητα στο ίδιο συμπέρασμα, ότι δηλαδή οι κρυμμένες παράμετροι είναι ασυνεπείς με τον παραδεδεγμένο φορμαλισμό της κβαντικής μηχανικής. Σε ένα μικρό μέρος του σημαντικού του βιβλίου, ο von Neumann απέδειξε ότι μια αιτιακή κατανόηση της κβαντικής μηχανικής βασιζόμενη σε κρυμμένες μεταβλητές είναι αδύνατη. Σύμφωνα με τον von Neumann, «Δεν έχουμε επομένως να κάνουμε, όπως συχνά γίνεται δεκτό, με ένα ζήτημα επανερμηνείας της κβαντικής μηχανικής —το παρόν σύστημα της κβαντικής μηχανικής θα έπρεπε να είναι αντικειμενικά εσφαλμένο για να είναι δυνατή μια περιγραφή των στοιχειωδών διαδικασιών διαφορετική από τη στατιστική». Η μαθηματική του απόδειξη έγινε ευρέως αποδεκτή και ενίοτε εξελήφθη ως απόδειξη της ερμηνείας της Κοπεγχάγης. Στην πραγματικότητα, ανάμεσα στη θέση τού Bohr και την ερμηνεία τού von Neumann υπήρχαν σημαντικές διαφορές, αλλά οι διακρίσεις σπανίως επισημαίνονταν. Επί παραδείγματι, το «πρόβλημα της μέτρησης» δεν ετίθετο με τον ίδιο τρόπο για τον Bohr και για τον von Neumann. O Bohr έτεινε να το βλέπει ως πρόβλημα γενίκευσης του κλασικού πλαισίου ώστε να αποφευχθούν οι αντιφάσεις ανάμεσα σε δύο αμοιβαίως ασυμβίβαστες κλασικές έννοιες, αμφότερες αναγκαίες στην περιγραφή των πειραμάτων. Και η λύση του συνίστατο στη συμπληρωματικότητα. Για τον von Neumann, από την άλλη πλευρά, πρόβλημα της μέτρησης σήμαινε το μαθηματικό πρόβλημα του να αποδειχθεί ότι ο φορμαλισμός δίνει τις ίδιες προβλέψεις για διάφορες θέσεις της «τομής» μεταξύ παρατηρητή και αντικειμένου.
 
Πολύ μεγάλο ρόλο ασφαλώς έπαιξε η απόδειξη του von Neumann, ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν κρυμμένες μεταβλητές, στη διαδικασία η οποία οδήγησε στην ηγεμονία της ερμηνείας της Κοπεγχάγης. Και μάλιστα η απόδειξη του συχνά αναφερόταν ως η τελευταία λέξη πάνω στο συγκεκριμένο θέμα.
 
O ρόλος της ανθρώπινης συνείδησης κατά τη διαδικασία μέτρησης αποτελούσε μέρος της κβαντοφιλοσοφικής συζήτησης της δεκαετίας του 1930. Έτσι, ο von Neumann υποστήριξε ότι το στοιχείο της συνείδησης ήταν αδύνατον να αποκλειστεί, ενώ σε μια μονογραφία τού 1939 οι Fritz London και Edmond Bauer ισχυρίστηκαν ανοιχτά ότι η αναγωγή της κυματοσυνάρτησης ήταν το αποτέλεσμα μιας συνειδητής δραστηριότητας του ανθρώπινου νου. «Φαίνεται ότι το αποτέλεσμα της μέτρησης συνδέεται στενά με τη συνείδηση του προσώπου που την πραγματοποιεί, και ότι έτσι η κβαντική μηχανική μάς οδηγεί στον πλήρη σολιψισμό», έγραφαν, μόνο και μόνο για να υποστηρίξουν ότι, σε τελική ανάλυση, ο νέος ρόλος της παρατηρούσας συνείδησης δεν υπονόμευε την αντικειμενικότητα. Μέσα στο πνεύμα του θετικισμού, σημείωναν με ικανοποίηση ότι τίποτε στη διαδικασία της μέτρησης δεν θα «μας εμπόδιζε να προβλέπουμε ή να ερμηνεύουμε πειραματικά αποτελέσματα».
 
Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 ο βρετανός φυσικός John Bell, απέδειξε ότι η απόδειξη του von Neumann δεν απέκλειε στην πραγματικότητα όλες τις θεωρίες που λειτουργούσαν με κρυμμένες παραμέτρους. O BeIl, ο οποίος διαδραμάτισε εξέχοντα ρόλο στην αντιπαράθεση γύρω από την ερμηνεία της κβαντικής μηχανικής, αντλούσε έμπνευση από τη θεωρία τού Bohm και εν γένει διέκειτο ευμενώς προς τις θεωρίες με κρυμμένες μεταβλητές.
 

Είναι η Κβαντική Μηχανική Πλήρης; Το νοητικό πείραμα EPR

Μετά την «ήττα» του το 1930, ο Αϊνστάιν συνέχισε να στοχάζεται βαθιά σχετικά με την επιστημολογική κατάσταση πραγμάτων στην κβαντική μηχανική, όντας πεπεισμένος ότι κάποια ακριβής και αιτιακή περιγραφή των φυσικών φαινομένων έπρεπε να είναι οπωσδήποτε δυνατή. Την άνοιξη του 1935, εγκατεστημένος πλέον στις ΗΠΑ, ο Αϊνστάιν δημοσίευσε, μαζί με τους νεαρούς συναδέλφους του στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον Boris Podolsky και Nathan Rosen, μια σύντομη αλλά διάσημη εργασία υπό τον τίτλο «Can Quantum-Mechanical Description of Physical Reality Be Considered Complete?» (Μπορεί να θεωρείται πλήρης η κβαντομηχανική περιγραφή της φυσικής πραγματικότητας;). H τελική εκδοχή της εργασίας γράφηκε από τον Podolsky και διατυπώθηκε κατά τρόπο που ο Αϊνστάιν δεν τον ενέκρινε πλήρως. Οι τρεις συγγραφείς άρχιζαν δηλώνοντας ότι οι φυσικές έννοιες πρέπει να αντιστοιχούν σε όψεις της φυσικής πραγματικότητας. Το κριτήριο πραγματικότητας που πρότειναν ήταν το εξής: «Εάν, χωρίς να διαταράξουμε καθ’ οιονδήποτε τρόπο ένα σύστημα, μπορούμε να προβλέψουμε μετά βεβαιότητας (δηλαδή, με πιθανότητα ίση με τη μονάδα) την τιμή ενός φυσικού μεγέθους, τότε υπάρχει ένα στοιχείο φυσικής πραγματικότητας που αντιστοιχεί σε αυτό το φυσικό μέγεθος». H εισαγόμενη αντιστοιχία οδηγούσε σε μια αναγκαία συνθήκη για την πληρότητα μιας φυσικής θεωρίας, συγκεκριμένα δε στην εξής: «Κάθε στοιχείο της φυσικής πραγματικότητας πρέπει να έχει ένα αντίστοιχό του στη φυσική θεωρία». Οι Αϊνστάιν, Podolsky και Rosen (EPR) ισχυρίζονταν εν συνεχεία ότι η κβαντική μηχανική, σε συνδυασμό με το κριτήριο της φυσικής πραγματικότητας, οδηγούσε σε αντίφαση, και ότι δεν υπήρχε καμία άλλη εναλλακτική λύση εκτός από το να αναγνωριστεί ότι η κβαντομηχανική περιγραφή της πραγματικότητας στερείται πληρότητας. Το επιχείρημα της εργασίας των EPR ήταν κατ’ ουσίαν αρνητικό, υπό την έννοια ότι αποσκοπούσε στην υπονόμευση της καθιερωμένης αντίληψης περί κβαντικής μηχανικής χωρίς να προτείνει κάποια εναλλακτική θεωρία. Στην κατακλείδα της εργασίας τους, ο Αϊνστάιν και οι συνεργάτες του «άφηναν ανοιχτό το ζήτημα του κατά πόσον υπάρχει ή όχι μια τέτοια [πλήρης] περιγραφή», προσθέτοντας: «Πιστεύουμε, ωστόσο, ότι μια τέτοια θεωρία είναι δυνατή».
 
O Bohr ενοχλήθηκε έντονα από το επιχείρημα των EPR και άρχισε αμέσως να αναπτύσσει ένα αντεπιχείρημα, του οποίου την επεξεργασία ολοκλήρωσε έπειτα από μια περίοδο πέντε περίπου μηνών. H βασική του γραμμή επιχειρηματολογίας συνίστατο στην απόρριψη του κριτηρίου φυσικής πραγματικότητας που πρότειναν οι Αϊνστάιν, Podolsky και Rosen. O Bohr έκρινε το κριτήριο αυτό άκυρο επειδή προϋπέθετε ότι το σύστημα αντικείμενο συν τη μετρητική διάταξη μπορούσε να αναλυθεί σε χωριστά μέρη· κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον σύμφωνα με την αντίληψη της ερμηνείας της Κοπεγχάγης, κατά την οποία αντικείμενο και μετρητική διάταξη αποτελούσαν ένα ενιαίο, ακέραιο σύστημα.
 
Ενώ το επιχείρημα των EPR απέκτησε μεγάλη φήμη από τη δεκαετία του 1960 και εντεύθεν, τη δεκαετία του 1930 αυτός ο τρίτος γύρος της αντιπαράθεσης Bohr-Αϊνστάιν δεν προκάλεσε μεγάλο ενδιαφέρον ανάμεσα στους φυσικούς. H εργασία των EPR δεν επέτυχε να πείσει τους φυσικούς να εγκαταλείψουν την ερμηνεία της Κοπεγχάγης, και η γενική εντύπωση που δημιουργήθηκε ήταν ότι ο Bohr είχε και πάλι αντικρούσει ικανοποιητικά τις ενστάσεις τού Αϊνστάιν. Για τους κβαντικούς φυσικούς του κυρίαρχου ρεύματος, απλώς λειτούργησε ως επιβεβαίωση αυτού που ανέκαθεν σκέπτονταν, ότι δηλαδή ο Αϊνστάιν και οι σύμμαχοι του — «οι συντηρητικοί, γηραιοί κύριοι», όπως τους περιέγραφε ο Pauli σε μια επιστολή του προς τον Schrodinger — βρίσκονταν απελπιστικά σε διάσταση με την εξέλιξη. H μεγάλη πλειονότητα των φυσικών φαίνεται ότι απλώς δεν έδειξε το παραμικρό ενδιαφέρον. Μπορούσαν εύκολα να βρουν καλύτερα πράγματα να κάνουν από το να προσπαθούν να καταλάβουν φιλοσοφικά επιχειρήματα που δεν άπτονταν καθόλου της καθημερινής τους δουλειάς.
 

Το νοητικό πείραμα της γάτας του Schrödinger

Οι φυσικοί, ωστόσο, που είχαν μεγαλύτερη κλίση προς το φιλοσοφείν, μεταξύ των οποίων και ο Schrödinger, βρήκαν την ανάλυση των EPR άκρως ενδιαφέρουσα. Σε συμβολές τού 1935, ο πατέρας της κυματομηχανικής υποστήριξε την άποψη του Αϊνστάιν και ανέπτυξε δικές του αντιρρήσεις κατά της θέσης τού Bohr σχετικά με την κβαντική θεωρία. Σε μία από αυτές τις συμβολές, μάλιστα, πρότεινε ένα επιχείρημα, διαφορετικό από εκείνο των EPR, κατά της πληρότητας της κβαντικής μηχανικής. Είναι δε περίφημος ο τρόπος με τον οποίο προσπάθησε να παρουσιάσει παραστατικά τη βασική σκέψη του: μια δυστυχής γάτα βρίσκεται κλεισμένη σε ένα θάλαμο μαζί με κάποια ποσότητα ραδιενεργού υλικού και ένα διαβολικό κατασκεύασμα που, μόλις τεθεί σε λειτουργία από μια διάσπαση του ραδιενεργού υλικού (σε τυχαίο χρόνο), θα απελευθερώσει θανατηφόρους ατμούς υδροκυανικού οξέος, και η γάτα θα πεθάνει.
 
Στον καθημερινό μας κόσμο υπάρχει μια πιθανότητα 50-50 η γάτα να πεθάνει, και χωρίς να κοιτάξουμε στο εσωτερικό του κουτιού μπορούμε να πούμε, αρκετά εύκολα, ότι η γάτα που βρίσκεται μέσα είναι είτε ζωντανή είτε νεκρή.

Το παράδοξο συμπέρασμα του Schrödinger είχε ως εξής: Εάν κανείς άφηνε αυτό το σύστημα ως όλον μόνο του επί μία ώρα, θα έλεγε ότι η γάτα εξακολουθεί να ζει αν εν τω μεταξύ δεν διασπάστηκε κανένα άτομο. H πρώτη διάσπαση ατόμου που θα συνέβαινε θα την είχε δηλητηριάσει.

Ο κβαντικός όμως κόσμος είναι παράξενος. Σύμφωνα με τη κβαντική θεωρία, καμιά από τις δύο δυνατότητες που υπάρχουν για το υλικό, και επομένως και για τη γάτα, δεν είναι πραγματική, εκτός και αν παρατηρηθεί. Η ραδιενεργός ατομική αποσύνθεση ούτε έχει συμβεί ούτε δεν έχει συμβεί και η γάτα ούτε έχει πεθάνει ούτε είναι ζωντανή, μέχρις ότου κοιτάξουμε στο εσωτερικό του κουτιού και δούμε τι έγινε!

Οι θεωρητικοί που αποδέχονται την καθαρή εκδοχή της κβαντομηχανικής ισχυρίζονται ότι η γάτα υπάρχει σε κάποια απροσδιόριστη κατάσταση, ούτε ζωντανή ούτε νεκρή, έως ότου κάποιος παρατηρητής κοιτάξει στο κουτί και δει πώς παν τα πράγματα. Τίποτε δεν είναι πραγματικό, εκτός εάν παρατηρείται.

Σε ότι αφορά τη μη πραγματική κατάσταση της γάτας του Schroedinger, ο Αϊνστάιν την είχε απορρίψει, υιοθετώντας ότι θα έπρεπε να υπάρχει κατά βάθος κάποιος ωρολογιακός μηχανισμός (συγκεκαλυμμένες μεταβλητές ή παράμετροι), ο οποίος και κατευθύνει τη θεμελιώδη πραγματικότητα των καταστάσεων. Ξόδεψε πολλά χρόνια προσπαθώντας να επινοήσει διάφορα τεστ τα οποία ίσως να αποκάλυπταν αυτή τη θεμελιώδη πραγματικότητα, αλλά πέθανε πριν καταστεί δυνατό να πραγματοποιήσει ένα τέτοιο πείραμα.

Οι περισσότεροι από τους φυσικούς προσαρμόστηκαν πολύ καλά, μερικοί όμως ουδέποτε πείστηκαν. O ίδιος ο Einstein αντέδρασε σε όλες τις απαντήσεις του Bohr παρατηρώντας ότι η θέση του ήταν λογικά δυνατή αλλά «τόσο αντίθετη με το επιστημονικό μου ένστικτο, ώστε δεν μπορώ να εγκαταλείψω την εργασία μου για να καταλάβω περισσότερα».

Ως τώρα δεν βρέθηκε καμιά «πληρέστερη κατανόηση» και φαίνεται πως το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να παραμείνουμε στην ερμηνεία της Κοπεγχάγης. Αυτό όμως οδηγεί σ’ ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα του οποίου οι εννοιολογικές και φιλοσοφικές συνέπειες ξεπερνούν κατά πολύ όσα αναφέραμε ως τώρα. Πρόκειται για το μετρητικό πρόβλημα.
 

Απόψεις για την Πραγματικότητα

Ποιά σχέση άραγε να υπάρχει μεταξύ των επιστημονικών θεωριών και της πραγματικότητας; Από τον 17ο αιώνα που άρχισε ν’ αναπτύσσεται η μηχανιστική φιλοσοφία μέσω του έργου των Ρενέ Ντεκάρτ (Καρτέσιου) και Τζον Λοκ, είναι ευρέως αποδεκτό ότι η γνώση που διαθέτουμε για τον κόσμο περιορίζεται από την αποκτώμενη εμπειρία . Αν, όντως, στην πραγματικότητα είναι υπαρκτά τα υλικά αντικείμενα, δεν γίνονται αντιληπτά άμεσα αλλά μόνο ως αποτέλεσμα της επίδρασης τους στις αισθήσεις μας, και η – μέσω των αισθήσεων – αποκτώμενη εμπειρία γίνεται το τελικό αποτέλεσμα μιας μακριάς αλυσίδας «αιτιωδών» σχέσεων η οποία συνδέει τον εξωτερικό υλικό κόσμο με τον εγκέφαλο ενός παρατηρητή. Κατά συνέπεια, όλες οι προσπάθειες που κάνουμε για να αντιληφθούμε τη φύση του εξωτερικού κόσμου έχουν υποθετικό χαρακτήρα, αφού δεν έχουμε άμεση γνώση του κόσμου αυτού, αλλά μόνο οι διεγέρσεις στον εγκέφαλο που αυτός παράγει. Αυτό το είδος ανάλυσης οδηγεί σε μια πειστική φιλοσοφικά περιγραφή της σχέσης που υπάρχει μεταξύ επιστήμης και πραγματικότητας. Επειδή οι δε επιστημονικές θεωρίες «αποπειρώνται να περιγράψουν» τη φύση ενός εξωτερικού κόσμου, δεν είναι και σίγουρη η ορθότητα τέτοιων θεωριών, αφού δεν διαθέτουμε την άμεση εκείνη πρόσβαση προς την πραγματικότητα η οποία θα μας επέτρεπε να αποδείξουμε την «αλήθεια» τους. Πολλοί μάλιστα φιλόσοφοι διακρίνουν μια καθαρή διάκριση μεταξύ του «είναι» και του «φαίνεσθαι» ή, ακριβέστερα, μεταξύ του εξωτερικού κόσμου και της μέσω των αισθήσεων αποκτώμενης εμπειρίας του κόσμου αυτού. Το περισσότερο που θα μπορούσε κανείς να πει είναι ότι η περιγραφή του εξωτερικού κόσμου που προκύπτει από μια τέτοια θεωρία πιθανώς να είναι αληθινή, εξασφαλίζοντας έτσι το γεγονός ότι κάτι τέτοιο δεν οδηγεί σε συμπεράσματα τα οποία διαψεύδονται από τις μέσω των αισθήσεων αποκτώμενες εμπειρίες του παρατηρητή. Λόγω του υποθετικού χαρακτήρα των επιστημονικών θεωριών, δεν θάπρεπε κανείς να εκπλαγεί από το γεγονός ότι η κοσμοθεωρία της Φυσικής έχει αλλάξει αρκετές φορές κατά το παρελθόν.
 
Μια άλλη, δεύτερη, απόπειρα να ξεκαθαρίσει η σχέση μεταξύ επιστήμης και πραγματικότητας πηγάζει από ένα εναλλακτικό σχήμα το οποίο έχει τις ρίζες του στον Ιδεαλισμό. Σύμφωνα με την οπτική αυτή, ο εξωτερικός κόσμος δεν υφίσταται υπό την έννοια μιας πραγματικότητας ανεξάρτητης από την ύπαρξη παρατηρητή. Ένας τέτοιος εξωτερικός κόσμος θεωρείται είτε ότι δεν υπάρχει είτε ότι είναι μια χωρίς νόημα έννοια, που είναι και η πιο συνηθισμένη στις μέρες μας αντίληψη. Αντιθέτως, ο κόσμος θεωρείται σαν να είναι «δομημένος» από αντικείμενα της ίδιας φύσης με τις εμπειρίες που αποκτώνται μέσω των αισθήσεων. Στόχος κάθε επιστημονικής θεωρίας δεν είναι να δώσει μια περιγραφή του εξωτερικού κόσμου, αλλά απλώς να οργανώσει τις (μέσω των αισθήσεων αποκτώμενες) εμπειρίες αυτές σε κάποιο αυτοσυνεπές πρότυπο, το οποίο να περιγράφεται από ένα σύνολο κανόνων ή νόμων.
 
Οι περισσότεροι όμως επιστήμονες τείνουν ενστικτωδώς μάλλον προς την πρώτη, τη «ρεαλιστική», ερμηνεία της επιστήμης παρά προς τη δεύτερη, την «αντιρεαλιστική» προσέγγιση της.
 
Στην πρώτη ερμηνεία, την ρεαλιστική ή υλιστική ερμηνεία (Δημόκριτος, Γαλιλαίος, Νεύτωνας, Πλάνκ, Αϊνστάιν, De Broglie, Bohm, Schroedinger, von Laue, Langevin, κ.ά.) δέχονται ότι:

Α! Υπάρχει μια φυσική, αντικειμενική πραγματικότητα, ανεξάρτητη από το υποκείμενο και τα μέσα πειραματισμού. Ο πειραματιστής δηλαδή δεν επηρεάζει το αποτέλεσμα της μέτρησης.
Β! Ισχύει επίσης η αρχή της αιτιοκρατίας, οι αιτίες δηλαδή καθορίζουν το αποτέλεσμα.
 
Μια αυτονόητη υπόθεση της κλασικής φυσικής είναι ότι υπάρχει δυνατότητα, με πολύ προσεκτικό σχεδιασμό των πειραμάτων,  να καταστήσουμε εντελώς αμελητέα τη διαταραχή που προκαλεί ο ερευνητής με την ανάμειξή του στην πορεία των φυσικών φαινομένων. Η υπόθεση αυτή είναι απόλυτα δικαιολογημένη για φαινόμενα μεγάλης κλίμακας, αλλά παύει να είναι για φαινόμενα του μικροκόσμου και για τα σωματίδια που συγκροτούν τα άτομα  (τουλάχιστο με τις σημερινές μεθόδους έρευνάς τους).

Η δεύτερη ερμηνεία ή θετικιστική ερμηνεία (Σχολή της Κοπεγχάγης, Bohr, Heisenberg, von Newmann, Jordan κ.ά.) αμφισβήτησε την ισχύ της ρεαλιστικής ερμηνείας για την αιτιότητα στο χώρο του μικρόκοσμου καθώς υποστήριξαν ότι δεν ισχύει στο μικρόκοσμο και αμφισβήτησε επίσης και την ισχύ της τοπικότητας.

Σύμφωνα δηλαδή με τον Bohr η κβαντική θεωρία δεν περιγράφει τον μικρόκοσμο καθ’ εαυτόν,   αλλά όπως αυτός εμφανίζεται κατά την παρατήρηση, δηλαδή μέσα από την αλληλεπίδραση του με τις συσκευές μέτρησης και τον παρατηρητή.

Μέσα στα πλαίσια της θετικιστικής ερμηνείας αναπτύχθηκε η μηχανική  των μητρών,  από τον Heisenberg. Οι θετικιστές πιστεύουν ότι μεγέθη που δεν μπορούν να παρατηρηθούν δεν υπάρχουν. Έτσι η μηχανική των μητρών  δεν περιέγραφε τροχιές και άλλα «υλικά» χαρακτηριστικά των μικροσωματίων, αλλά μόνο παρατηρήσιμα μεγέθη: Ενεργειακές στάθμες, πιθανότητες παρουσίας και πιθανότητες μετάπτωσης.

Για σύγκριση η εξίσωση του Schroedinger η οποία περιγράφει την πιθανότητα εύρεσης ενός σωματιδίου σε κάποια περιοχή του χώρου μια δεδομένη χρονική στιγμή, συνεχίζει τη ρεαλιστική παράδοση της κλασσικής φυσικής, ενώ η εξίσωση μητρών του Heisenberg θεμελιώνεται σε θετικιστικά αξιώματα και αντι-αιτιοκρατικές αντιλήψεις. Κι ας βγάζουν παρόμοια αποτελέσματα.
Ωστόσο, οι φιλόσοφοι ακόμη επιχειρηματολογούν για τη σχετική αξία των δύο αυτών εκδοχών.

H δημιουργία της κβαντικής θεωρίας, η οποία περιγράφει τη συμπεριφορά «μικροσκοπικών» φυσικών συστημάτων, δημιούργησε ένα καινούργιο και απροσδόκητο μπέρδεμα στα ερωτήματα που αφορούσαν στη φύση της σχέσης που συνδέει την επιστήμη με την πραγματικότητα. Αιτία γι’ αυτό ήταν η ανακάλυψη του γεγονότος ότι τα υποατομικά σωμάτια, για παράδειγμα τα ηλεκτρόνια, υπό ορισμένες συνθήκες συμπεριφέρονται ως σωμάτια και υπό άλλες ως κύματα. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να φανταστούμε πώς είναι δυνατό να συμβαίνει κάτι τέτοιο, μια και ελάχιστα πράγματα είναι πιο ανόμοια απ’ ότι ένα σωμάτιο κι ένα κύμα.  Τα σωμάτια είναι «εντοπισμένα» αντικείμενα, ενώ τα κύματα «εκτείνονται» στο χώρο. Ευτυχώς που η συμπεριφορά τέτοιων σωματίων δεν είναι εντελώς αυθαίρετη, οπότε είναι δυνατό να προβλέψει κανείς πότε κάποιο απ’ αυτά πρόκειται να συμπεριφερθεί ως σωμάτιο και πότε ως κύμα. Χονδρικά, αν κάποιος παρατηρεί ένα ηλεκτρόνιο με κάποιου είδους μετρητική διάταξη και «βλέπει» ένα σωμάτιο, χρησιμοποιώντας άλλου είδους μετρητική διάταξη θα «βλέπει» ένα κύμα. Πράγματι, οι φυσικοί επινόησαν ένα εξαιρετικά εκλεπτυσμένο μαθηματικό φορμαλισμό, ο οποίος τους δίνει τη δυνατότητα να προβλέψουν — εντός ευρέων ορίων — πώς πρόκειται να συμπεριφερθεί ένα ηλεκτρόνιο ή άλλο υποατομικό σωμάτιο το οποίο βρίσκεται σε οποιαδήποτε δεδομένη κατάσταση. Ωστόσο, το βασικό ερώτημα εξακολουθεί να υφίσταται: πώς είναι δυνατό ενός μόνο τύπου αντικείμενο να συμπεριφέρεται τόσο ως σωμάτιο όσο και ως κύμα;
 
Οι πρωτοπόροι της κβαντικής θεωρίας παραδέχονταν την ύπαρξη αυτού του διλήμματος, και οι σχετικές συζητήσεις τους διαμόρφωσαν αυτό που μέχρι σήμερα θεωρείται ως η «επίσημη» ερμηνεία της. H ερμηνεία αυτή, η οποία επιχειρεί να αναιρέσει το οφθαλμοφανές παράδοξο που πηγάζει από το δυϊσμό κυμάτων και σωματίων, είναι γνωστή ως «ερμηνεία της σχολής της Κοπεγχάγης». O πιο συνεπής εκπρόσωπος της «σχολής» ο Niels Bohr, ο οποίος διηύθυνε και το Ινστιτούτο Φυσικής στην Κοπεγχάγη — από εδώ πηγάζει το όνομα ερμηνεία της σχολής Κοπεγχάγης. Μεγάλο μέρος της ερμηνείας αυτής είναι «σκοτεινό» και δυσνόητο, και ίσως απαιτούνται κάποιες πρόσθετες εξηγήσεις αφού, ακόμη κι αν εξακολουθεί να παραμένει η «επίσημη» άποψη, η ερμηνεία της σχολής της Κοπεγχάγης συχνά διαστρεβλώνεται.
 
Το βασικό χαρακτηριστικό της ερμηνείας της σχολής της Κοπεγχάγης έγκειται στην παραδοχή ότι η επιστήμη είναι μια δημόσια δραστηριότητα στην οποία συμμετέχει ολόκληρη η επιστημονική κοινότητα. Προκειμένου να επικοινωνήσουν οι επιστήμονες μεταξύ τους είναι αναγκαίο να χρησιμοποιείται μια κοινή επιστημονική ‘γλώσσα’ στην «καθημερινή» της μορφή. Μόνο έτσι είναι δυνατό να διασφαλιστεί η επικοινωνία μεταξύ των μελών της επιστημονικής κοινότητας. Σύμφωνα με το Μπορ, οι έννοιες της Κλασικής Φυσικής, συμπεριλαμβανομένων, ενδεχομένως, και εκείνων του «κύματος» και του «σωματίου», συνιστούν απλώς την τεχνική τελειοποίηση της κοινής αυτής γλώσσας και, κατά συνέπεια^ αποτελούν κάποιο είδος σημείων αναφοράς: αποτελούν δικά μας πρότυπα αναφοράς, ενώ κάθε τι άλλο πρέπει να μετρηθεί. Έτσι είμαστε υποχρεωμένοι να χρησιμοποιούμε τη γλώσσα της Κλασικής Φυσικής ακόμη και για αντικείμενα τα οποία ξεφεύγουν από το πλαίσιο της αυστηρά κλασικής φυσικής ερμηνείας.
 
H Κλασική Φυσική δεν είναι δυνατό να εφαρμοστεί για την περίπτωση υποατομικών αντικειμένων, λόγου χάρη των ηλεκτρονίων, ακόμη και σαν μακρινή προσέγγιση, και έτσι αυτά παρουσιάζονται να μην έχουν αρκετά σαφή περιγραφή. Από το σημείο αυτό πηγάζει και η δυσκολία που έχουμε να κατανοήσουμε την πραγματική φύση τους. O Μπορ δεν ήταν και πολύ κατηγορηματικός γύρω από το πώς πρέπει κανείς να αντιμετωπίζει τα αντικείμενα αυτά σαν να υπάρχουν ανεξάρτητα από το αν έχουν ποτέ παρατηρηθεί. To πιο πολύ, τα ηλεκτρόνια, με όλες τις ιδιότητες που τυχόν διαθέτουν, να είναι «νοούμενα» (όρος του Καντ), δηλαδή μη δυνάμενα να γνωσθούν ως «αυθύπαρκτα αντικείμενα». Εξάλλου, ίσως ο Μπορ να πίστευε ότι η έννοια της πραγματικής «ύπαρξης» ενός μη παρατηρημένου ηλεκτρονίου στερείται παντελώς νοήματος. Είναι πολύ πιθανό να θεωρούσε ότι μια λέξη σαν την «πραγματικότητα» απλώς δεν είχε θέση σ’ ένα τέτοιο μη-κλασικό γενικό πλαίσιο.
 
Οι κριτικές της ερμηνείας της Κοπεγχάγης διαφέρουν, ανάλογα με το νόημα που δίνει κανείς σ’ αυτή τη συγκεκριμένη ιδέα του Μπορ. Αν θεωρηθεί ότι δεν είναι δυνατό να δοθεί η περιγραφή των ηλεκτρονίων όπως αυτά υπάρχουν στη φύση, τότε πώς κάτι τέτοιο γίνεται εφικτό στην επιστήμη της Φυσικής; H απάντηση που έδωσε η σχολή της Κοπεγχάγης στο ερώτημα αυτό είναι η εξής: αν περιορίσουμε την προσοχή μας στα μακροσκοπικά όργανα που χρησιμοποιούμε για να παρατηρήσουμε ηλεκτρόνια, τότε δεν υπάρχει πραγματικό πρόβλημα: η Κλασική Φυσική «εφαρμόζεται» για τέτοιου είδους μετρητικά όργανα με προσέγγιση τόσο ικανοποιητική, ώστε να εγγυάται τη δυνατότητα μιας πραγματικά σαφούς επικοινωνίας. Επιπλέον, έτσι απομακρύνεται και το παράδοξο του κυματοσωματιακού δυϊσμού, αφού η κυματική και η σωματιακή συμπεριφορά των ηλεκτρονίων ποτέ δεν θα εμφανίζονται ταυτοχρόνως, αλλά καθεμιά θα διαπιστώνεται με χρήση διαφορετικών οργάνων μέτρησης. Κατά συνέπεια, για τη σχολή της Κοπεγχάγης, οι μετρητικές συσκευές και διατάξεις παίζουν ένα θεμελιώδη ρόλο που είναι αρκετά διαφορετικός από εκείνο των υποατομικών αντικειμένων τα οποία υποτίθεται ότι «παρατηρούν». Επιπλέον, επιτελούν το έργο αυτό παρά το γεγονός ότι και τα όργανα αυτά συντίθενται από στοιχειώδη αντικείμενα των οποίων η συμπεριφορά περιγράφεται από τους νόμους της κβαντικής θεωρίας. Πράγματι, δεν υπάρχει κάτι το αντιφατικό στην ιδέα αυτή από τη σκοπιά της σχολής της Κοπεγχάγης.
 
Φαίνεται ότι, για το Μπορ, αυτό που κάνει ένα όργανο μέτρησης «ξεχωριστό» δεν έχει να κάνει με εγγενείς διαφορές του από άλλους τύπους φυσικών συστημάτων αλλά, μάλλον, επειδή μπορεί να «εφαρμοστεί» σ’ αυτό από την επιστημονική κοινότητα μια περιγραφή από τη σκοπιά της Κλασικής Φυσικής. Άμεση πληροφορία είναι πιθανή μόνο στην περίπτωση που μια τέτοια περιγραφή είναι επιτυχής. Επειδή τα όργανα μέτρησης είναι «μεγάλα», κατά κάποιο τρόπο, οι έννοιες της Κλασικής Φυσικής θα «δουλεύουν» με πολύ καλή προσέγγιση για τέτοιου είδους συστήματα, κι έτσι θα επιτυγχάνεται μια αρκετά καλή περιγραφή για πρακτικούς σκοπούς.
 
Αν, πάλι, επιλέξουμε να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του Καντ, μπορεί να ειπωθεί ότι οι παρατηρήσεις που παίρνουμε χρησιμοποιώντας τέτοιου είδους συσκευές μέτρησης, όταν «ερμηνευτούν» από τη σκοπιά της Κλασικής Φυσικής, συνιστούν «φαινόμενα» —μια λέξη την οποία όντως χρησιμοποίησε ως ένα σημείο ο Μπορ με παρόμοια έννοια προς εκείνη που εμφανίζεται στη φιλοσοφία του Καντ (αν και υπάρχουν διαφορές). Αυτή η έννοια του «φαινομένου» παίζει κεντρικό ρόλο στην ερμηνεία της σχολής της Κοπεγχάγης. Επιπλέον, επειδή τα φαινόμενα σε τελευταία ανάλυση προσδιορίζονται μόνο ως προς μια ανθρώπινη κοινότητα χρηστών κοινής γλώσσας (και όχι ως προς έναν αντικειμενικό «εξωτερικό κόσμο»), η ερμηνεία της σχολής της Κοπεγχάγης είναι, βασικά, μια φιλοσοφία «ανθρωποκεντρική»· και αυτό δημιουργεί δυσκολίες στη συμφιλίωση της με τη «ρεαλιστική» θεώρηση της επιστήμης την οποία περιγράψαμε πριν.
 

Σαν συμπέρασμα

Σύμφωνα λοιπόν με τις απόψεις της κβαντομηχανικής, η κατάσταση ενός μικροσωματίου «περιγράφεται» προσεγγιστικά από μια κυματοσυνάρτηση, της οποίας η λύση είναι μια συνάρτηση πιθανότητας, που δεν περιγράφει μια συγκεκριμένη, μοναδική κατάσταση, αλλά ένα ολόκληρο σύνολο δυνατοτήτων (πιθανοτήτων), δηλαδή ένα σύνολο δυνατών καταστάσεων. Είναι, επίσης, γενικά αποδεκτή η θέση ότι η κατάσταση του κβαντικού σωματιδίου είναι «οργανικά» δεμένη με το περιβάλλον.
 
Ανάλογα όμως με τη σχολή σκέψης ­ τη θετικιστική και ιντετερμινιστική ερμηνεία της Σχολής της Κοπεγχάγης ή την πιο ρεαλιστική και αιτιοκρατική ερμηνεία, ­ το σωματίδιο θεωρείται ότι αλληλεπιδρά είτε μόνο με το μετρητικό όργανο και το μακροφυσικό του γενικά περιβάλλον είτε συγχρόνως και με το μικροφυσικό του περιβάλλον και κάποιες κρυμμένες μεταβλητές του συστήματος (που ονομάστηκαν και λανθάνουσες παράμετροι).
 
Η ύπαρξη της συσκευής μέτρησης είναι επομένως, σε κάθε περίπτωση, καθοριστική. Με την ύπαρξη του μετρητικού οργάνου, κατά την παρατήρηση, μεταβάλλεται η κυματοσυνάρτηση με ασυνεχή τρόπο (κβαντικό άλμα), και από όλες τις δυνατές καταστάσεις προκύπτει τελικά μια μοναδική πραγματικότητα (η κίνηση π.χ. του σωματιδίου, που τελικά καταγράφεται από το όργανο). Από το «δυνατό» προκύπτει δηλαδή το «πραγματικό». Οι φυσικοί μιλούν στην περίπτωση αυτή για την κατάρρευση της κυματοσυνάρτησης.
 
Αυτή η περιγραφή της κβαντικής μέτρησης, με την ταυτόχρονη εξέλιξη του φαινομένου και την ανάδυση της πραγματικότητας μέσα από τη δυνατότητα (πιθανότητα), παραπέμπει, όπως επισημαίνει ο θεωρητικός φυσικός Βέρνερ Χάιζενμπεργκ που θεμελίωσε την κβαντομηχανική του με βάση  το θετικιστικό αξίωμα ότι υπάρχει μόνο αυτό που παρατηρείται.