Η συγκριτική χρονολόγηση των κυριότερων φυσιογνωμιών που θα εξεταστούν σ’ αυτό το κεφάλαιο είναι η ακόλουθη: ο Γοργίας έζησε τουλάχιστον μέχρι την ηλικία των 105 ετών (ενδεχομένους είχε γεννηθεί περί το 480 ή το 475 και έζησε μέχρι περίπου το 375 ή το 370 π.Χ.)· Ο Σωκράτης έζησε από το 469 μέχρι το 399, ο Ισοκράτης από το 436 μέχρι το 338, ο Πλάτων περίπου από το 429 μέχρι το 347, ο Αριστοτέλης από το 384 μέχρι το 322.
Ο πλατωνικός Φαίδρος περιλαμβάνει ένα. απόσπασμα (266dl-267d9) που φαίνεται να αποτελεί μια περιγραφή εγχειριδίων ρητορικής, όπως τα γνώριζαν τον πέμπτο αιώνα. Σ’ αυτό το σημείο του διαλόγου ο Σωκράτης έχει μόλις δώσει μια περιγραφή της διαλεκτικής, ως διαδικασίας λογικών ορισμών, και του χωρισμού ενός θέματος. Στη συνέχεια ρωτά εάν αυτή είναι η τέχνη που ασκούν ο Θρασύμαχος και άλλοι, προκειμένου να γίνουν έμπειροι ομιλητές. Ο Φαιδρός δεν το νομίζει και λέει ότι η φύση της ρητορικής φαίνεται να είναι ακόμη απροσδιόριστη. Η συζήτηση συνεχίζεται:
Σωκράτης: Τι εννοείς; Μπορεί να υπάρχει κατά κάποιο τρόπο ένα εξαίρετο πράγμα που παραλείπουν (οι σοφιστές) και παρόλα αυτά αποτελεί αντικείμενο τέχνης; Εάν υπάρχει, του αξίζει κάθε τιμή από εσένα κι εμένα και θα πρέπει να πούμε τι πραγματικά ανήκει στη ρητορική και έχει παραληφθεί.
Φαίδρος: Υπάρχουν ίσως πάρα πολλά άλλα πράγματα, Σωκράτη, αυτά που υπάρχουν στα βιβλία που γράφτηκαν για την τέχνη του λόγου (λόγων τέχνη).
Σωκράτης: Καλά έκανες και μου το θύμισες. Θυμάμαι ότι πρώτα υπάρχει το θέμα πως το προοίμιο πρέπει να εκφωνείται στην αρχή του λόγου. Σ' αυτό αναφερόσουνα, έτσι δεν είναι. στις λεπτές διακρίσεις της τέχνης;
Φαίδρος: Ναι.
Σωκράτης: Δεύτερον θα πρέπει να υπάρχει μια διήγησις και μάρτυρες γι’ αυτήν. Τρίτον, πίστις, τέταρτον πιθανότητες. Ο άνθρωπος από το Βυζάντιο, ένας αξιοθαύμαστος εξωραϊστής του λόγου, περιλαμβάνει, όπως πιστεύω, στους λόγους πίστιν και συμπληρωματική πίστιν.
Φαίδρος: Εννοείς τον άξιο Θεόδωρο;
Σωκράτης: Ποιον άλλο; Και [λέει] ότι πρέπει κανείς να δημιουργεί μια ανασκευή και μια συμπληρωματική ανασκευή, τόσο στην κατηγορία, όσο και στην υπεράσπιση. Αποφεύγουμε, όμως. να συμπεριλάβουμε εκείνο το εξαίρετο πρόσωπο, τον Έβενο από την Πάρο, που ανακάλυψε πρώτος τους υπαινιγμούς και τον έμμεσο εγκωμιασμό - μερικοί λένε ότι συνέθεσε επιπλέον έμμετρα παραδείγματα έμμεσου εγκωμιασμού, ώστε να τον θυμούνται καλύτερα - επειδή ήταν έξυπνος άνθρωπος, Θα αφήσουμε τον Τεισία και το Γοργία να κοιμούνται; Εκείνοι διαπίστωσαν ότι οι πιθανότητες γίνονται πιο σεβαστές από την αλήθεια, και ότι κάνουν με τη δύναμη των λέξεων τα μικρά πράγματα να δείχνουν μεγάλα και τα μεγάλα μικρά, τα καινούργια πράγματα παλιά και τα αντίθετα καινούργια, ενώ ανακάλυψαν τόσο τη βραχυλογία όσο και τη μακρηγορία για όλα τα θέματα. Κάποτε, όταν ο Πρόδικος άκουσε γι’ αυτά από μένα, έβαλε τα γέλια και είπε ότι εκείνος, μόνος του, είχε ανακαλύψει την τέχνη που χρειάζονταν οι λόγοι. Δε θα πρέπει να είναι ούτε μακροί ούτε σύντομοι, αλλά στη σωστή έκταση.
Φαίδρος. Πολύ σοφά το είπε ο Πρόδικος.
Σωκράτης: Δεν πρέπει να αναφέρουμε τον Ιππία; Πιστεύω ότι εκείνος ο επισκέπτης από την Ηλεία θα συμφωνούσε μαζί του.
Φαίδρος: Φυσικά.
Σωκράτης: Και τι θα πούμε για εκείνα τα "μουσεία" του λόγου του Πώλου -τη διπλασιολογία, τη γνωμολογία και την εικονολογία - και τη συλλογή των ουσιαστικών που του έδωσε ο Λικύμνιος για να σχηματίσει εξαιρετική άρθρα)ση;
Φαίδρος·. Δεν υπήρχε κάτι τέτοιο και από τον Πρωταγόρα, Σωκράτη;
Σωκράτης: Η Ορθοέπειά33 του, αγόρι μου, και πολλά άλλα εξαίρετα πράγματα. Η ικανότητα του Θρασύμαχου στις λέξεις που προκαλούν οίκτο για τη γεροντική ηλικία και τη φτώχεια, μου φαίνεται ότι του έδωσε τη νίκη σ' αυτή την τέχνη, και ο άνθρωπος έχει φανεί εξαίσιος, πρώτα στο να υποκινεί την οργή στις μάζες, και στη συνέχεια, όταν είναι εξοργισμένες, να τις παρασύρει με τη γοητεία μακριά από αυτήν, "με τη μαγεία", όπως έλεγε. Είναι ο καλύτερος, τόσο στο να επιτίθεται, όσο και στο να απαντά σε επιθέσεις, σχεδόν κάθε είδους. Το τέλος, όμως, των λόγων φαίνεται να αποτελεί ένα θέμα στο οποίο συμφωνούν όλοι από κοινού, αν και μερικοί του δίνουν την ονομασία "ανακεφαλαίωση" και άλλοι το αποκαλούν κάτι άλλο.
Φαίδρος: Εννοείς το να υπενθυμίζουν στο τέλος στους ακροατές τι έχει λεχθεί, με το να. συνοψίζουν κάθε παράγραφο;
Σωκράτης: Αυτό εννοώ, και οτιδήποτε άλλο θα. μπορούσες να πεις για την τέχνη του λόγου.
Φαίδρος: Μικρά πράγματα, που δεν αξίζει να αναφερθούν.
Το θέμα της συζήτησης είναι τα "βιβλία" που ήταν διαθέσιμα στα τέλη του πέμπτου αιώνα. Μερικά φαίνεται ότι είναι κυρίως παραδείγματα των ρητορικών τεχνικών που δίδασκαν περίφημοι σοφιστές - ο Πρωταγόρας, ο Γοργίας, ο Πρόδικος και ο Ιππίας -, άλλα είναι ρητορικά εγχειρίδια μικρότερων φυσιογνωμιών, στις οποίες περιλαμβάνονται ο Τισίας, ο Θεόδωρος και ο Πώλος. Ο Σωκράτης ξεκινά με το προοίμιο και προχωρά διαμέσου των παραδοσιακών μερών ενός δικανικού λόγου: τη διήγηση, την πίστη (με αρκετές υποδιαιρέσεις) και, τελικά, τον επίλογο. Αυτή η διαταγή μάλλον αντικατοπτρίζει τη διάταξη τον θεμάτων σε μερικά εγχειρίδια. όπως σ' εκείνο του Θεόδωρου. το οποίο αργότερα ακολούθησαν οι περισσότεροι συγγράφεις του θέματος. Μεταξύ της πίστης και του επίλογου ο Σωκράτης παρεμβάλλει τη μνεία των βιβλίων που παρέχουν παραδείγματα διαφόρων ειδών άρθρωσης και, συνεπώς, σχετίζονται με το ύφος. Ο Αριστοτέλης επικρίνει τους συγγραφείς εγχειρίδιων στο πρώτο κεφάλαιο του Τέχνη Ρητορική, πρώτα (1.1.4) γιατί παραμελούν τα λογικά επιχειρήματα και επικεντρώνονται σε τρόπους διέγερσης ίου συναισθήματος, και έπειτα (1.1.9) για το ενδιαφέρον τους μονό για. τα "εξωτερικά" θέματα, όπως τον ορισμό των μερών ενός λόγου και για το τι θα έπρεπε να περιλαμβάνεται σε καθένα, πράγματα που έχουν σκοπό να φέρουν το ακροατήριο σε μια συγκεκριμένη διανοητική κατάσταση παρά να αποδείξουν κάτι. Προσθέτει ότι οι συγγράφεις εγχειριδίων ενδιαφέρονται μόνο για τη δικανική ρητορεία., όπου παραδέχεται ότι υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη να κερδηθεί το ενδιαφέρον και η καλή διάθεση των ενόρκων, απ' ό, τι κατά την προσφώνηση στις συνελεύσεις προκειμένου για θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος. Αλλού, πάντως, φαίνεται να αναγνωρίζει ότι τα παλαιότερα εγχειρίδια έδιναν πράγματι προσοχή σε συγκεκριμένα είδη επιχειρηματολογίας. Η "Τέχνη του Κόρακα”, λέει (2.24.8). βασίζεται στο απατηλό επιχείρημα ότι οτιδήποτε είναι αντίθετο στην πιθανότητα είναι επίσης πιθανό: "για παράδειγμα, εάν σ' έναν αδύναμο άνθρωπο απαγγελλόταν κατηγορία για επίθεση, θα. έπρεπε να αθωωθεί, επειδή δε θα ήταν ένας πιθανός ύποπτος για την κατηγορία... Και εάν είναι πιθανός ύποπτος, για παράδειγμα εάν είναι δυνατός, [θα έπρεπε να αθωωθεί] ακριβώς για το λόγο ότι αυτό θα φαινόταν πιθανό". Ο Πλάτων παραθέτει το ίδιο επιχείρημα (Φαίδρος 273a-b), αποδίδοντάς το στον Τισία. Ο Αριστοτέλης αναφέρει επίσης ως παράδειγμα ένα είδος επιχειρήματος εκ του εικότος, βασισμένου σ' αυτό που θα ήταν λάθος να κάνει κάποιος, όπως "ολόκληρη η τέχνη πριν από το Θεόδωρο”. και, αποδίδει στο Θεόδωρο πολλαπλούς διαχωρισμούς ενός λόγου σε μέρη (3.13.5), όπως και ο Πλάτων. Κρίνοντας από την περίληψη της Συναγωγής από τον Κικέρωνα (Βρούτος/ Brutus 48). ο Αριστοτέλης περιέγραφε εκεί το Θεόδωρο ως "περίπλοκο στην τέχνη αλλά στεγνό στο λόγο".
Σ' αυτό το απόσπασμα φαίνονται να διαπλέκονται τρία διαφορετικά νήματα της πρώιμης ιστορίας της ρητορικής. Παρόλο που οι πήγες του Πλάτωνα είναι δημοσιευμένα "βιβλία", κανένα βιβλίο δεν περιείχε από μόνο του ολόκληρη την εικόνα που συνθέτει ο Σωκράτης. Ένα νήμα μπορεί να απομονωθεί με σαφήνεια: τα λεξικογραφικά έργα που αποδίδονται στον Πρωταγόρα, στον Πώλο και στο Λικύμνιο, τα οποίο συναριθμούμενα φαίνεται ότι κατέγραφαν διαφορετικά είδη άρθρωσης με βάση το νόημα ή τον τύπο, και παρείχαν καταλόγους παραδειγμάτων.
Ένα δεύτερο νήμα φαίνεται να αποτελούν οι εφευρετικές ή υφολογικές χρήσεις που ανευρίσκονται στα. γραπτά του Έβενου, του Γοργία και του Θρασύμαχου. Οι πληροφορίες για τον Έβενο είναι σχετικά περιορισμένες. Φαίνεται ότι ήταν ένας σοφιστής που χρέωνε υψηλά δίδακτρα και έβαζε τους μαθητές του να. απομνημονεύουν ένα απόθεμα φράσεων, στις οποίες περιλαμβάνονταν αποσπάσματα που εξηγούσαν μέσω παραδειγμάτων έμμεσους τρόπους εγκωμιασμού ή απόδοσης κατηγορούν σε κάποιον. Ενδεχομένως αυτοί ήταν καταγραμμένοι σε ένα μικρό βιβλίο για το οποίο ο Πλάτων γνώριζε μερικά πράγματα. Όσο για το Γοργία, με βάση όσα αναφέρθηκαν στο δεύτερο κεφάλαιο, μπορούμε να είμαστε αρκετά βέβαιοι ότι δεν είχε γράψει κανένα εγχειρίδιο κανόνων της ρητορικής, και ότι με τις αναφορές στην "τέχνη" του θα πρέπει να θεωρηθούν ότι εννοούνται οι ρητορικές τεχνικές των επιδεικτικών του λόγων, τις οποίες άλλοι μάθαιναν με τη μίμηση. Ο Θρασύμαχος ήταν πολιτικός και σοφιστής και είναι ο αντίπαλος του Σωκράτη στο πρώτο βιβλίο της Πολιτείας, όπου υποστηρίζει ότι δικαιοσύνη είναι η δύναμη του ισχυροτέρου. Ο Σωκράτης (Φαίδρος 271a4-8) αναφέρεται σ' αυτόν σαν να είχε δημοσιεύσει ένα βιβλίο, το οποίο αναφέρεται και από κάποιους μεταγενέστερους συγγραφείς. Ο Αριστοτέλης λέει (Τέχνη Ρητορική 3.1.7) ότι ο Θρασυμαχος "προσπάθησε να πει κάτι σχετικά με τη ρητορική απόδοση" στο έργο του Έλεοι, ή "Συναισθηματικές Απηχήσεις". Σ’ αυτό ίσως αναφέρεται ο Σωκράτης, και από το συνδυασμό των λεγομένων του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη εκείνο το έργο φαίνεται ότι παρείχε κάποιους κανόνες, όπως και παραδείγματα συγκινησιακών εκφράσεων, τις οποίες επίσης χρησιμοποιούσε ο Θρασύμαχος σε λόγους.
Αυτά τα δύο νήματα που διαπλέκονται στην αφήγηση του Πλάτωνα δεν έχουν συγκεκριμένη εφαρμογή σε οποιοδήποτε συγκεκριμένο είδος ρητορικής. Η μελέτη της άρθρωσης και της συγκινησιακής απήχησης θα ήταν εξίσου χρήσιμη για τη συμβουλευτική, την επιδεικτική ή τη δικανική ρητορεία.
Απομένει λοιπόν το εγχειρίδιο που σκιαγραφούσε τη μορφή και το περιεχόμενο ενός δικανικού λόγου, ορατό στη δομή που φαίνεται να ακολουθεί ο Πλάτων και στην αναφορά του Αριστοτέλη στην αποκλειστική ενασχόληση των συγγραφέων εγχειριδίων με τη δικανική ρητορεία. Μπορούμε σαφώς να αποδώσουμε στο Θεόδωρο ένα εγχειρίδιο που περιελάμβανε διάκριση των βασικών μερών σε αρκετές υποκατηγορίες, όπως αναφέρονται τόσο από τον Πλάτωνα, όσο και από τον Αριστοτέλη. Ο Θεόδωρος φαίνεται ότι ήταν σύγχρονος του Σωκράτη, ότι είχε έλθει από το Βυζάντιο, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και είχε "θιασώτες" εκεί.
Τα μόνα σωζόμενα εγχειρίδια ρητορικής από την κλασική περίοδο στην αρχαία Ελλάδα είναι η περίφημη πραγματεία του Αριστοτέλη - η οποία στην πραγματικότητα είναι κάτι παραπάνω από ένα εγχειρίδιο, αλλά περιλαμβάνει τμήματα όπου παρατίθενται συγκεκριμένα διδάγματα, ενώ στο δεύτερο μέρος του τρίτου βιβλίου παρατίθεται μια περιγραφή των μερών του λόγου, η οποία σαφώς οφείλει αρκετά σε προγενέστερα έργα - και η Ρητορική προς Αλέξανδρον, πιθανόν έργο του Αναξιμένη από τη Λάμψακο, που ήταν σύγχρονος του Αριστοτέλη. Μια εισαγωγική επιστολή, που προστέθηκε σ' αυτό το έργο σε μεταγενέστερη περίοδο, αποδίδει τις πηγές της σε ρητορικά δόγματα, όπως στον "Κόρακα" και στη Θεοδέκτεια του Αριστοτέλη. Είδαμε στο πρώτο κεφάλαιο ότι μεταγενέστεροι συγγραφείς θεωρούσαν πως η Συναγωγή του Αριστοτέλη παρακολουθούσε την ιστορία ενός νήματος της ρητορικής καθοδήγησης, από τον Κόρακα και τον Τισία στη Σικελία μέχρι το δεύτερο τέταρτο του πέμπτου αιώνα. Το συμπέρασμα των λογίων του εικοστού αιώνα είναι ότι η συγγραφή εγχειρίδιων δικανικής ρητορείας άρχισε με τον Κόρακα ή τον Τισία και συνεχίστηκε από το Θεόδωρο και άλλους. Ακόμη, ότι τα εγχειρίδια ήταν δομημένα ανάλογα με τα μέρη του λόγου, παρέχοντας συμβουλές ως προς το τι έπρεπε να διευθετείται σε κάθε μέρος, καθώς και ότι η ανάλυση της πίστεως αφιερωνόταν κατά κύριο λόγο, ίσως αποκλειστικά, στη χρήση επιχειρημάτων εκ του εικότος. Αυτή η παράδοση μάλλον πρέπει να διαφοροποιηθεί με αρκετούς τρόπους.
Πρώτα, θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι γνωρίζουμε πολύ λίγα για τη μορφή και τα περιεχόμενα των εγχειριδίων του πέμπτου αιώνα. Μεταξύ των πηγών που χρησιμοποιήθηκαν ήταν μια συλλογή από "προλεγόμενα", εισαγωγικές παρατηρήσεις στη μελέτη της ρητορικής, που συντέθηκαν στην ύστερη Αρχαιότητα και περιγράφουν με κάποιες λεπτομέρειες τις δραστηριότητες του Κόρακα και του Τισία. (την και χωρίς μεθοδικότητα, εάν συγκριθούν τόσο με προγενέστερα αποδεικτικά στοιχεία, όσο και μεταξύ τους. Ορισμένα από αυτά που λένε ανάγονται στη Συναγωγή του Αριστοτέλη, άλλα σε άλλες πήγες. Ο Τισίας ήταν μαθητής του Κόρακα και αρνήθηκε να τον πληρώσει για τη διδασκαλία του. Καθώς τον πήγαιναν στο δικαστήριο, ισχυρίστηκε ότι, εάν έβγαινε κερδισμένος από τη διαμάχη, δε θα χρειαζόταν να πληρώσει, σύμφωνα με την απόφαση. Εάν όμως έχανε, η πληρωμή θα. ήταν άδικη, καθώς αυτά που είχε μάθει θα αποδεικνύονταν άχρηστα. Ο Κόραξ απάντησε αντιστρέφοντας το επιχείρημα. Το δικαστήριο τους απέρριψε και τους δύο με το επίγραμμα, "κακό αυγό από κακό κοράκι". Η αρχαία ελληνική λέξη για το κοράκι είναι κόραξ. Πρόκειται για ασυνήθιστο όνομα για Έλληνα, μπορεί, όμως, να ήταν παρατσούκλι, που προήλθε από την εντύπωση που δημιουργούσε το κουραστικό "κρώξιμο" στους λόγους του. Πρόσφατα εκφράστηκε πειστικά η άποψη ότι ο Κόραξ και ο Τισίας ήταν ένα και το αυτό πρόσωπο, ο Τισίας ο Κόραξ. Αυτή η θέση θα μπορούσε να εξηγήσει γιατί το παράδειγμα του επιχειρήματος εκ του εικότος, που ο Πλάτων αποδίδει στον Τισία, αποδίδεται από τον Αριστοτέλη στον Κόρακα, και γιοι ποιο λόγο συγγραφείς της ρωμαϊκής περιόδου μερικές φορές ισχυρίζονται ότι ο Αριστοτέλης αναγνώριζε τον Κόρακα ως "εφευρέτη" της ρητορικής, ενώ άλλες φορές αποδίδουν το γεγονός στον Τισία. Ίσως αυτό που έλεγε ο Αριστοτέλης στη Συναγωγή να ήταν κάτι σαν "Κόραξ, όπως αποκαλούνταν ο Τισίας". Αυτό που στην πραγματικότητα βάζει ο Πλάτων το Σωκράτη να λέει στην αναφορά στον Τισία, στο Φαίδρο 273c8, είναι: "Αυτό που φαίνεται ότι ανακάλυψε ο Τισίας ή κάποιος άλλος, όποιος κι αν είναι στην πραγματικότητα και όπως και αν θέλει να τον αποκαλούν, ήταν μια θαυμαστά κρυμμένη τέχνη". Ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης είναι οι μόνοι συγγραφείς για τους οποίους μπορεί λογικά να υποτεθεί ότι αναφέρονται στον Τισία τον Κόρακα με κάποια γνώση όσων δίδαξε, και συμφωνούν ότι αυτό που δίδαξε ήταν η χρήση του επιχειρήματος εκ του εικότος, ή τουλάχιστον κάποια μορφή επιχειρήματα; εκ του εικότος, που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από αντίπαλες πλευρές στην ίδια υπόθεση. Δεν αποδίδουν τίποτε περισσότερο σ’ αυτόν. Ο Κικέρων λέει (Περί ευρέσεως / De inventione) 2.6) ότι μετά τη συγγραφή της Συναγωγής από τον Αριστοτέλη, όλοι συμβουλεύονταν εκείνη, αντί για τα πρωτότυπα εγχειρίδια, που σύντομα χάθηκαν.
Θα πρέπει μάλλον να υποθέσουμε ότι τα. εγχειρίδια που γράφτηκαν την πρώιμη περίοδο αποτελούνταν σε μεγάλο βαθμό από επεξηγηματικά παραδείγματα, οργανωμένα ανάλογα με τα μέρη του λόγου και την περίπτωση κατά την οποία ενδεχόμενοί αυτός θα εκφωνούνταν. Συνεπώς έμοιαζαν μέχρις ενός σημείου με τη συλλογή κοινοτυπιών και άλλων αποσπασμάτων προς μίμηση, που είχαν διαμορφώσει ο Πρωταγόρας ή ο Θρασύμαχος, όπως και με τους Δισσούς λόγους ή τις Τετραλογίες που αποδίδονταν στον Αντιφώντα, οι οποίες μνημονεύθηκαν στο προηγούμενο κεφάλαιο. Πιθανόν, όμως, να περιλαμβανόταν κάποια εισαγωγική διερεύνηση, ενώ θα πρέπει να φανταστούμε και κάποιους συγκεκριμένους κανόνες για καθένα από τα μέρη του λόγου: κάτι σαν "στο προοίμιο θα πρέπει να κερδίσεις την καλή διάθεση και την προσοχή του ακροατηρίου. Μπορείς, για παράδειγμα, να πεις..."
Ο πλατωνικός Γοργίας
Ο σοφιστής Γοργίας αναφέρθηκε επανειλημμένα μέχρι τώρα σ’ αυτό το βιβλίο και αποτελεί οπωσδήποτε μια σημαντική φυσιογνωμία της πρώιμης ιστορίας της ρητορικής. Όπως αποδεικνύει το απόσπασμα από τον Αριστοτέλη (Περί των σοφιστικών ελέγχων 184a), που παρατέθηκε στο δεύτερο κεφάλαιο, ο Γοργίας δεν είχε σύστημα στη διδασκαλία του, δηλαδή δεν έδωσε διαλέξεις περί ρητορικής, ούτε έγραψε κάποιο εγχειρίδιο ρητορικών κανόνων. Αντίθετα, το νόημα της ρητορικής για εκείνον ενσάρκωναν οι επιδεικτικοί λόγοι, όπως το έργο του Ελένης εγκώμιον, με τα τέσσερα μέρη του προοιμίου του. τη διήγηση, την πίστη και τον επίλογο, το λογικό διαχωρισμό του θέματος, τη συζήτηση για τη δύναμη του λόγου και τη χρήση ποιητικών σχημάτων λόγου. Αυτές οι τεχνικές έγιναν αντικείμενο μίμησης από άλλους, δεν μπορούμε, όμως, να πούμε με βεβαιότητα ότι οι μαθητές του Γοργία εκφωνούσαν λόγους, τους οποίους στη συνέχεια εκείνος έκρινε προκειμένου να τους βοηθήσει να βελτιώσουν τα προσόντα τους. Οι αναφορές άλλων συγγραφέων στις απόψεις του Γοργία περί ρητορικής μάλλον προέρχονται από αποσπάσματα στους λόγους του στα οποία μιλούσε για την τέχνη του, ή, ενδεχομένως, από πράγματα που ανέφερε σε συζητήσεις με άλλους. Στα σχετικά, παραδείγματα περιλαμβάνεται ο ορισμός της ρητορικής (ή, ίσως, του λόγον) ως "εργάτη της πειθούς" (Πλάτων. Γοργίας 453a2) και η δήλωση ενός χαρακτήρα στον πλατωνικό Φίληβο (53a8- b2) ότι είχε ακούσει συχνά το Γοργία να λέει ότι η τέχνη της πειθούς διέφερε από άλλες τέχνες κατά το ότι όλα τα πράγματα γίνονται σκλάβοι της με τη θέλησή τους και όχι δια της βίας, και ότι ήταν κατά πολύ η μεγαλύτερη από όλες τις τέχνες. Στο Γοργία αποδίδεται ακόμη κάποια. έννοια περί καιρού. Ο όρος καιρός σημαίνει την επίκαιρη στιγμή, τον κατάλληλο χρόνο να πεις ή να κάνεις το σωστό πράγμα. Οι ρητοροδιδάσκαλοι αναγνώριζαν σε μεγάλο βαθμό ότι. η γνώση των κανόνων δεν αποτελούσε αρκετή βοήθεια, παρά μόνο εάν κάποιος ήξερε πώς και πότε να τους εφαρμόσει. Στην πραγματεία του Περί συνθέσεως ονομάτων (12), ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς εξετάζει το πρόβλημα και λέει ότι κανένας ρήτορας η φιλόσοφος δεν κατόρθωσε να καθορίσει την τέχνη του καιρού, "ούτε καν ο Γοργίας από τους Λεοντίνους, που είχε πρώτος την ιδέα να προσπαθήσει γράψει κάτι γι’ αυτήν, αλλά δεν έγραψε τίποτε αξιομνημόνευτο".
Στον πλατωνικό Γοργία ο Σωκράτης επισκέπτεται ένα σπίτι στην Αθήνα όπου μένει ο Γοργίας. Ο διάλογος χωρίζεται σε τρία μέρη: στο πρώτο ο Σωκράτης έρωτα επίμονα το Γοργία σχετικά με τη ρητορική. Στο δεύτερο ο Γοργίας αντικαθίσταται σε μεγάλη έκταση από τον ακόλουθό του, Πώλο. Στο τρίτο ο Σωκράτης εμπλέκεται σε συζήτηση με τον Καλλικλή περί δικαιοσύνης. Υπάρχει δραματική κορύφωση της έντασης, κατά το ότι ο Γοργίας παρουσιάζεται ως ένας κάπως ευπροσήγορος, αν και πομπώδης, υπερασπιστής της τέχνης του, ενώ ο Σωκράτης τον αντιμετωπίζει με αβρότητα. Ο Πώλος είναι ένας ορμητικός νέος, ενθουσιώδης για τη νέα ρητορική. Ο Σωκράτης είναι μάλλον καυστικός μαζί του. Ο Καλλικλής είναι ένας πολύ πεισματώδης και πολιτικά φιλόδοξος νέος, η μανία του οποίου να εξασφαλίσει την επιτυχία με κάθε κόστος εγείρει βαθιές ηθικές αντιδράσεις από την πλευρά του Σωκράτη. Το γενικό θέμα του διαλόγου είναι το ερώτημα πώς πρέπει να ζει κανείς τη ζωή του. σύμφωνα με την αρετή ή κυνηγώντας την εξουσία, αλλά η ρητορική ως μέσο για την επιτυχία αποτελεί ένα μείζον θέμα στη συζήτηση. Αρκετοί πλατωνικοί διάλογοι, για παράδειγμα ο Πρωταγόρας, είναι "απορηματικοι", δηλαδή δεν καταλήγουν σε συμφωνία για τα θέματα που συζητιούνται, και ο ίδιος ο Σωκράτης παρουσιάζεται δυσαρεστημένος με τη συζήτηση. Ο Γοργίας είναι "δογματικός", υπό την έννοια ότι ο Σωκράτης παρουσιάζεται σταθερός στις απόψεις του, είναι όμως και απορριμματικός, υπό την έννοια ότι δεν είναι δυνατόν να λεχθεί πως πείθει με επιτυχία, το Γοργία, τον Πώλο και τον Καλλικλή να κατανοήσουν πλήρως ή να δεχθούν τις θέσεις του. Δεν αντικρούουν τα επιχειρήματα του Σωκράτη, τα πρότυπά του, όμως, για τη γνώση και τη δικαιοσύνη τους, φαίνονται μη ρεαλιστικά. Ο διάλογος αφήνει τον αναγνώστη με μια αίσθηση της διάστασης μεταξύ της φιλοσοφίας και του καθημερινού κόσμου. Τα φιλοσοφικά θέματα του Γοργία επαναλαμβάνονται και συζητιούνται σε μεγαλύτερο βάθος στην Πολιτεία, στο Φαίδρο και σε μεταγενέστερους διαλόγους.
Συνεπής προς ό, τι ξέρουμε γι’ αυτόν από άλλες πηγές, ο Γοργίας εμφανίζεται στο διάλογο σαν να μην έχει μια ιδιαίτερα ανεπτυγμένη θεωρία για τη ρητορική και σαν να μην έχει σκαφθεί ιδιαίτερα πώς να την ορίσει και να την περιγράφει με αφηρημένους όρους. Ο Πλάτων δεν επιτρέπει στο Γοργία να υπερασπιστεί πραγματικά, κατά οποιονδήποτε τρόπο, την πεποίθησή του ότι η ρητορική είναι τέχνη, και τον παρουσιάζει να κάνει αρκετά τακτικά λάθη στην επιχειρηματολογία του. Για παράδειγμα, ο Γοργίας οδηγείται από το Σωκράτη στον ισχυρισμό ότι η ρητορική είναι "η γνώση για τις λέξεις” (449d8-9). Όταν ο Σωκράτης ρωτά εάν αυτό περιλαμβάνει τη γνώση των λέξεων που επεξηγούν στον άρρωστο πώς να γίνει καλά. ο Γοργίας λέει "όχι”. Λογικά θα έπρεπε να πει "ναι", αφού πιο κάτω (456b) περιγράφει πώς συνόδευε τον αδελφό του, ένα γιατρό, στις περιοδείες του χρησιμοποιώντας τη ρητορική για να πείσει τους ασθενείς να δεχθούν τη θεραπεία. Υπό το βάρος των ερωτημάτων του Σωκράτη ο Γοργίας περιορίζει τη χρήση της ρητορικής στην πειθώ στα δικαστήρια, στα συμβούλια, στις συνελεύσεις και σε άλλες δημόσιες συγκεντρώσεις (452e). Στη συνέχεια προσθέτει συμπτωματικά (454b7) ότι αυτή ασχολείται με τη δικαιοσύνη και την αδικία, ένα τακτικό λάθος που ήταν μάλλον απίθανο να εξέφραζε την άποψη του ιστορικού Γοργία, που σίγουρα πίστευε ότι η τέχνη του είχε εφαρμογή σε κάθε θέμα. Ο Γοργίας συναινεί επίσης (454e8) στο ότι η ρητορική παράγει πεποιθήσεις, όχι γνώση. Αυτή η άποψη συμφωνεί με τη δήλωση του Γοργία στο Ελένης εγκώμιον και με το σκεπτικισμό που εκφράζεται στην πραγματεία του Περί (ρύσεως, δίνει όμως στο Σωκράτη την ευκαιρία να αρνηθεί ότι η ρητορική είναι τέχνη, αφού δεν είναι μια μορφή γνώσης οποιουδήποτε συγκεκριμένου θέματος. Η θεωρία του Σωκράτη περί απόλυτης γνώσης οδηγεί σ’ αυτό που θα μπορούσε να αποκληθεί πλάνη του ειδικού. Ο Σωκράτης ισχυρίζεται ειρωνικά (455b) ότι, εάν μια συνέλευση συζητά κατά πόσο πρέπει να κατασκευαστεί τείχος στην πόλη, ο ρήτωρ θα παραμείνει σιωπηλός και θα δώσει συμβουλές ο αρχιτέκτονας. Ο Πλάτων δεν επιτρέπει στο Γοργία να τονίσει ότι το ίδιο πρόσωπο χρειάζεται να έχει τις γνώσεις για ένα θέμα, αλλά και γνώση του τρόπου μετάδοσης αυτής της γνώσης. Ο Γοργίας παριστάνεται να μη θεωρεί τη γνώση ιδιαίτερα σημαντική και ισχυρίζεται περιστασιακά (460a) ότι, εάν κάποιος από τους μαθητές του δεν έχει γνώσεις για κάποιο θέμα. ()α του τις διδάξει ο ίδιος. Ο Πλάτων είναι πιο ακριβοδίκαιος προς το Γοργία όταν ο τελευταίος κάνει τη διάκριση μεταξύ της ρητορικής ως δύναμης χωρίς ηθικές αρχές και της ηθικής του ρήτορα (456c7-57c3). Κατά τη γνώμη του Γοργία δεν είναι δίκαιο να κατηγορείται ο δάσκαλος, εάν ο μαθητής κάνει άδικη χρήση της τέχνης του. Ο Σωκράτης υποστηρίζει, πάντως, ότι αφού συμφωνήθηκε ότι η ρητορική ασχολείται με τη δικαιοσύνη, αποτελεί αναντιστοιχία ο ισχυρισμός ότι ο ρήτορας μπορεί να χρησιμοποιήσει τη ρητορική για άδικους σκοπούς (460e-61b2).
Στο μεταξύ ο Πώλος γίνεται ολοένα και πιο ανυπόμονος σε σχέση μ’ αυτό που αντιλαμβάνεται ως προσπάθεια του Γοργία να είναι ευγενικός με το Σωκράτη, και, συνεπώς, με την απροθυμία του μέντορά του να επιμείνει για τη γνώση του και την ικανότητά του να τη διδάξει σε άλλους. Παίρνει επάνω του τη συζήτηση και απαιτεί να μάθει τι πιστεύει ο Σωκράτης ότι είναι η ρητορική. Αυτό το ερώτημα προκαλεί το πιο διάσημο απόσπασμα στο διάλογο (462b-66a), στο οποίο ο Σωκράτης περιγράφει τη ρητορική ως μια μορφή κολακείας και το αντίστοιχο της μαγειρικής. Το απόσπασμα έχει εκληφθεί κατά καιρούς ως ένας ορισμός της ρητορικής με σοβαρή πρόθεση, και οπωσδήποτε ο Πλάτων ήταν εχθρικός προς την πολιτική ρητορεία του καιρού του. Ο Σωκράτης, όμως, απαντώντας στον Πώλο παίρνει επίτηδες μια ακραία θέση για τις ανάγκες της συζήτησης, καθώς απολαμβάνει τους ειρωνικούς διαλόγους. Η αλήθεια θα βρίσκεται κάπου μεταξύ της θέσης του Σωκράτη κι εκείνης των αντιπάλων του. Ο Φαίδρος θα δείξει ότι είναι δυνατόν να υπάρχει μια τέχνη της ρητορικής, εάν γίνει αντιληπτή σωστά.
Εδώ, στο Γοργία, ο Σωκράτης αρνείται ότι η ρητορική είναι τέχνη βασισμένη σε μια μορφή γνώσης. Αντίθετα, είναι μια εμπειρία, κάτι που αποκτάται με την πείρα, ή τριβή, μια "τεχνική", μια από τέσσερις μορφές κολακείας που αναγνωρίζει ο Σωκράτης. Καθεμία τους είναι αντανάκλαση μιας πραγματικής τέχνης. Υπάρχουν δύο κατηγορίες τεχνών, εξηγεί ο Σωκράτης, αυτές που επενεργούν στην ψυχή, οι οποίες αποκαλούνται εδώ πολιτική, και εκείνες που επηρεάζουν το σώμα. Κάθε κατηγορία χωρίζεται στη συνέχεια σε δύο. με βάση εάν δημιουργεί καλή σωματική και ψυχική κατάσταση ή εάν διορθώνει κάποιο ελάττωμα. Η νομοθεσία καθορίζει τις σωστές συνθήκες για την πολιτεία και για το άτομο. Η δικαιοσύνη, που ερμηνεύεται ως τιμωρία για την παράβαση γραπτών ή άγραφων νόμων, διορθώνει τα σφάλματα. Η γυμναστική καθορίζει υγιείς συνθήκες για το σώμα. Η ιατρική διορθώνει τις ανθυγιεινές συνθήκες. Καθεμία από τις τέσσερις μορφές κολακείας είναι αντίστροφη, ή το αντίστοιχο μιας από τις πραγματικές τέχνες (ο Αριστοτέλης θα χρησιμοποιήσει μια μορφή της ίδιας λέξης για να περιγράψει τη ρητορική ως το αντίστοιχο της διαλεκτικής, στην πρώτη πρόταση του Τέχνη Ρητορική). Η σοφιστική ορίζεται ως το αντίστοιχο της νομοθεσίας και δημιουργεί ευχάριστες αλλά εσφαλμένες αρχές για την ψυχή. Η ρητορική προσπαθεί να διορθώσει την απομάκρυνση από αυτά τα πρότυπα. Παρομοίως, οι αισθητικές επεμβάσεις δημιουργούν μια ψευδή αίσθηση υγείας στο σώμα και η (εκλεκτή) μαγειρική αντιστοιχεί στην ιατρική, κάνοντας το φαγητό να έχει καλύτερη γεύση, χωρίς όμως να θεραπεύει την ασθένεια. Πέρα από το συσχετισμό καθεμιάς από τις προσποιητές τέχνες με μια από τις πραγματικές, υπάρχει μια αναλογία μεταξύ όσων έχουν κανονιστικό και όσων έχουν διορθωτικό χαρακτήρα.. Συνεπώς η ρητορική, ως προσποιητή τέχνη της ψυχής, αντιστοιχεί αφενός με τη δικαιοσύνη και αφετέρου με τη μαγειρική, καθώς μιμείται μία διορθωτική τέχνη.
Ο Σωκράτης λέει στον Πώλο ότι ένα πρόσωπο που έχει κάνει κάτι κακό θα γίνει απλώς χειρότερο χρησιμοποιώντας τη ρητορική ως αυτοάμυνα. Αντίθετα, η ρητορική θα έπρεπε να χρησιμοποιείται για να δείξει καθαρά στους δικαστές το έγκλημα κάποιου, για να εξασφαλίσει την τιμωρία του και για να απαλλαγεί από το κακό. Παρόλο που αυτό το επιχείρημα αποτελεί λογική ακολουθία της θέσης του Σωκράτη, μετά βίας αποτελεί μια σοβαρή πρόταση και σίγουρα αποσκοπεί στο να αιφνιδιάσει τον Πώλο προκειμένου να σκεφθεί για το θέμα. Προς το τέλος του Γοργία εξετάζεται με συντομία η πιθανότητα μιας δίκαιης και έγκυρης χρήσης της ρητορικής. Ο Καλλικλής έχει παρατηρήσει (503a3) ότι μερικοί ρήτορες μιλούν με ενδιαφέρον για τους πολίτες και ο Σωκράτης συμφωνεί, μάλλον αναπάντεχα. Υπάρχει, λέει, η ρητορική που είναι μια μορφή κολακείας και επιδιώκει αδιάντροπα να συγκινήσει το πλήθος, υπάρχει όμως. τουλάχιστον θεωρητικά, και ένα άλλο είδος ρητορικής,
"και αυτό το άλλο είναι υπέροχο. το να λαμβάνεται πρόνοια ώστε οι ψυχές των πολιτών να είναι οι καλύτερες δυνατές, να γίνεται αγώνας για να λέγεται το καλύτερο, είτε είναι περισσότερό είτε λιγότερο ευχάριστο για το ακροατήριο. Όμως δεν έχεις δει ποτέ αυτή τη ρητορική, ή, εάν μπορείς να κατονομάσεις κάποιο τέτοιο ρήτορα, γιατί δεν μου είπες ποιος είναι; (503a-b)... Αυτός που είναι ρήτορας, καλλιτέχνης και καλός άνθρωπος, δε θα προσβλέπει προς τη δικαιοσύνη και την εγκράτεια: Και δε θα κατευθύνει τα λόγια του, αλλά και τις πράξεις του, προς εκείνους στους οποίους απευθύνεται, και... δε θα το κάνει με τη σκέψη του πάντα στραμμένη προς αυτό το σκοπό: πώς θα υπάρξει η δικαιοσύνη στις ψυχές τον πολιτών του και πώς θα απομακρυνθεί η αδικία, και πώς μπορεί να προκόψει εγκράτεια και να απομακρυνθεί η άσωτεία. και κάθε άλλη αρετή να ενσταλαχθεί και κάθε ελάττωμα να εκλείψει;" (504e).
Αυτή η δυνατότητα είναι που ανοίγει το δρόμο για τη συζήτηση μιας φιλοσοφικά έγκυρης ρητορικής στο Φαιδρό. Το συμπέρασμα του Σωκράτη στο Γοργία είναι ότι η κολακεία οποιουδήποτε είδους πρέπει να αποφεύγεται. Η ρητορική. την οποία ο Σωκράτης αναγνώρισε πια ως δυνάμει νόμιμη τέχνη, θα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο για χάρη της δικαιοσύνης (527c3-4). Η σημασία του διαλόγου έγκειται στο ότι θέτει για πρώτη φορά με λεπτομέρεια το ερώτημα της ηθικής της ρητορικής στην κοινωνία και προβάλλει με έμφαση για πρώτη φορά την ανάγκη για γνώση ως βάση της επικοινωνίας. Η βασική του αδυναμία είναι η αποτυχία του να διακρίνει εκείνες τις τέχνες, όπως η πολιτική, που έχουν ένα συγκεκριμένο θεματικό πυρήνα, από εκείνες οι οποίες είναι λειτουργίες με εφαρμογή σε πολλά θέματα, όπως η ρητορική. Αυτή η διάκριση θα γίνει σαφής για πρώτη φορά από τον Αριστοτέλη. Οι σοφιστές δεν ήταν ανήθικες φυσιογνωμίες που επιζητούσαν προσωπική δύναμη, αλλά ο ενθουσιασμός τους για τη ρητορική διέτρεχε τον κίνδυνο να ενθαρρύνει τον οπορτουνισμό. Η ενσωμάτωση των διανοητικών, ηθικών και ρητορικών αρετών του ρήτορα στον ολοκληρωμένο άνθρωπο, από τον Πλάτωνα, αποφεύγει τον κίνδυνο, αλλά με κόστος την πρακτική αποτελεσματικότητα. Ο Σωκράτης εκτελέστηκε με βάση μια κατηγορία για την οποία ήταν αθώος, ενώ αντίθετα, η ρητορική ενδεχομένως θα είχε εξασφαλίσει την αθώωσή του με κόστος κάποια κολακεία προς τους ενόρκους. Η ρητορική που αποζητά ο Σωκράτης είναι ένα ιδανικό, πέρα από τις δυνατότητες της αρχαιοελληνικής ή της σύγχρονης πόλης. Η αναγνώριση αυτού του γεγονότος από τον Πλάτωνα επιδεικνύεται στην Πολιτεία, στην οποία χρησιμοποιούνται πολλά από τα ηθικά νοήματα του Γοργία, αλλά όπως καθίσταται απαραίτητη η φαντασίωση μιας ιδανικής πολιτείας προκειμένου να βρεθεί η δικαιοσύνη.
Ο πλατωνικός Φαίδρος
Ο Φαίδρος, που γράφτηκε πιθανόν δέκα χρόνια μετά το Γοργία, χωρίζεται σε δύο μέρη, που αντιστοιχούν στις δυο μεθόδους ρητορικής καθοδήγησης που ήταν σε χρήση στην Ελλάδα του πέμπτου αιώνα. Το πρώτο μισό περιλαμβάνει ένα σώμα τριών επιδεικτικών λόγων παρόμοιων με αυτούς που συνέθεσαν σοφιστές. Στο Στέφανο, σελίδα 257b7, ξεκινά μια θεωρητική συζήτηση ανάλογη ενός ρητορικού εγχειριδίου, που άπτεται, συχνά επικριτικά. θεμάτων όπως ο ορισμός της ρητορικής, τα μέρη της, και μορφές επιχειρηματολογίας. Ο διάλογος αποτελεί μια καλλιτεχνική ενότητα, ποτέ όμως δεν υπήρξε συμφωνία για την περιγραφή του θέματός του με λίγα λόγια. Ένα μεγάλο μέρος του ασχολείται με τη ρητορική, υπάρχει όμως και μια συζήτηση αρκετών βασικών πλατωνικών θεωριών, περιλαμβανομένου του έρωτα, της έμπνευσης και της φύσης της ψυχής. Εδώ η άποψη του Πλάτωνα για τη ρητορική είναι ότι δεν μπορεί να διαχωριστεί από την ουσία της: ένας λόγος πρέπει να έχει κάποιο θέμα, και αυτό το θέμα είναι που έχει τη μεγαλύτερη σημασία. Η θέση που πρόκειται να δειχθεί πρέπει να είναι ηθικά έγκυρη και να διαπλάθει τη μορφή του λόγου. Ο Πλάτων επιλέγει τον έρωτα ως θέμα των τριών λόγων του πρώτου μέρους, για ποικίλους λόγους. Πρώτον, αποτελούσε ένα κοινό ρητορικό θέμα, που ανευρίσκεται, για παράδειγμα, στο Ελένης εγκώμιον, του Γοργία. Δεύτερον, ο έρωτας χρησιμεύει ως παράδειγμα του γεγονότος ότι η ρητορική συσχετίζει τις ψυχές τόσο του ομιλητή, όσο και του ακροατή. Ο ρήτορας που προβάλλει τη θέση αυτοί' που δεν αγαπά, όπως συμβαίνει στους δύο πρώτους λόγους, βλάπτει ευθέως τόσο τον εαυτό του, όσο και το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται. Επιπλέον, η επιλογή του θέματος επιτρέπει μια αντίθεση μεταξύ της ειλικρινούς αγάπης και της κυνικής χρήσης της ρητορικής ως μιας ψυχρής άσκησης τεχνικής που ασκεί βία στα ανθρώπινα αισθήματα. Τελικά ο Πλάτων θεωρεί ότι η πραγματική ρητορική επεξηγείται καλύτερα με παραδείγματα στη διαλεκτική, με την οποία ο φιλόσοφος πείθει και εξευγενίζει την ψυχή του υποκειμένου του έρωτά του.
Ο διάλογος αρχίζει με μια. επιμελημένη εισαγωγή, ασυνήθιστη στα έργα του Πλάτωνα, κατά το ότι παρουσιάζει το Σωκράτη έξω από το συνηθισμένο περιβάλλον του στην πόλη, τοποθετώντας τον ίδιο και το Φαίδρο μόνους σε ένα ρομαντικό, φυσικό σκηνικό. Το πρώτο μισό του διαλόγου μπορεί να αναγνωσθεί ως μια απόπειρα ερωτικής και πνευματικής αποπλάνησης: αποπλάνησης του Σωκράτη από το Φαίδρο στην ομορφιά της ρητορικής και του Φαιδρού από το Σωκράτη στην αλήθεια της φιλοσοφίας. Η παιγνιώδης διάθεση της εισαγωγής αποκρύπτει μια σοβαρή πρόθεση. Ακόμη και η πρώτη γραμμή: "Αγαπητέ Φαίδρο, πού πηγαίνεις και από που έρχεσαι;", μπορεί να ερμηνευθεί σε δύο εννοιολογικά επίπεδα, ενώ σημαντικά θέματα για τη σκέψη του διαλόγου θίγονται με ελαφρότητα: π.χ. η γραφή του ονόματος Φαρμακεία και η ερμηνεία του μύθου.
Ο Φαίδρος μελετούσε ένα αντίγραφο ενός σοφιστικού λόγου του Λυσία, τον οποίο θαυμάζει πολύ, και τελικά πείθεται να τον διαβάσει μεγαλόφωνα στο Σωκράτη. Ο Λυσίας μας είναι γνωστός κατά τα άλλα ως συγγραφέας λόγων για σοβαρές περιπτώσεις, μερικές φορές, όμως, μάλλον έπαιζε με σοφιστικούς τύπους. Αυτός ο λόγος, πάντως, είναι σχεδόν με βεβαιότητα έργο του Πλάτωνα, στον οποίο σαφώς άρεσε να επιδεικνύει τη ρητορική του δεινότητα μέσο) της μίμησης του ύφους άλλων συγγραφέων ή ομιλητών. Άλλα χτυπητά παραδείγματα αποτελούν ο μακρύς λόγος του Πρωταγόρα στο διάλογο που φέρει το όνομά του και οι έξι λόγοι, επίσης για τον έρωτα. που αποδίδονται σε γνωστούς φίλους του Σωκράτη στο Συμπόσιο. Ο λόγος που διαβάζει ο Φαίδρας προβάλλει το επιχείρημα ότι ένας νέος πρέπει να δέχεται ως εραστή του έναν πιο μεγάλο άνδρα που δεν τον αγαπά, προτιμώντας τον από κάποιον που τον αγαπά. Οι ομοφυλοφιλικές σχέσεις μεταξύ ανδρών και εφήβων αγοριών ήταν κοινό χαρακτηριστικό των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων στην κλασική Ελλάδα, συχνά θεωρούνταν ως μέρος της εκπαίδευσης του αγοριού και ήταν αποτέλεσμα, όχι τόσο πολύ σεξουαλικού προσανατολισμού, όσο του διαχωρισμού των φύλων και της λατρείας του ανδρικού σώματος στον αρχαιοελληνικό αθλητισμό. Το επιχείρημα, πάντως, εύκολα μπορεί να αναδιατυπωθεί με ετεροφυλικούς όρους. Μια στενή σχέση χωρίς συναισθηματική εμπλοκή είναι προτιμότερη, κατά το ότι κανένα από τα. δυο μέρη δεν έχει υπερβολικές απαιτήσεις από το άλλο και κανένα δεν αισθάνεται πόνο, όταν η σχέση φθάσει στο τέλος. Στην αρχή ο Σωκράτης ισχυρίζεται ότι έχει εντυπωσιαστεί αρκετά από τη γλώσσα του λόγου τον οποίο διαβάζει ο Φαίδρος, έπειτα όμως επισημαίνει αυτά που του φαίνονται ως ψεγάδια του στην εύρεση και στην τάξη. Τελικά πείθεται να δοκιμάσει τις ικανότητές του εκφωνώντας έναν καλύτερο λόγο.
Ο πρώτος λόγος του Σωκράτη αποτελεί μια τεχνική βελτίωση εκείνου του Λυσία, από πλευράς της ρητορικής θεωρίας που βρισκόταν υπό εξέλιξη στην Ελλάδα του πέμπτου αιώνα. Υπάρχει ένα προοίμιο (237a77 κ.εξ.), μια διήγησις (237b2 κ.εξ.), μια πίστις (237b7 κ.εξ.) και ένας επίλογος (241 c6 κ.εξ.). Έχει μια πιο λογική ανάπτυξη, ξεκινώντας από έναν ορισμό του έρωτα (237d 1 κ.εξ.) και προχωρώντας σε μια θεώρηση των σχετικών πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων της προτεινόμενης σχέσης. Η πίστις είναι σε μεγάλο βαθμό έμμεση: τα μειονεκτήματα της αποδοχής του εραστή παρουσιάζονται ταξινομημένα, σε διανοητικά, φυσικά και οικονομικά. Κατά την εκφώνηση του λόγου ο Σωκράτης καλύπτει το κεφάλι του, υπονοώντας μ’ αυτό τον τρόπο το αίσθημα ενοχής που τον διακατέχει. επειδή κάνει κάτι ανήθικο. Μετά το τέλος του δοκιμάζει να, φύγει, αλλά τον σταματά ο δαίμων του, το εσωτερικό πνεύμα που του μίλα μερικές φορές, όταν πρόκειται να κάνει κάτι κακό (πρβλ. Απολογία 31c9 κ.εξ.). Ο λόγος που εκφώνησε, λέει. είναι "φοβερός, φοβερός” (242d4). Ο έρωτας είναι θεός, ή κάτι θεϊκό, αλλά οι δύο λόγοι εκφράστηκαν γι' αυτόν σαν να είναι κάτι κακό. Αυτό πρέπει να ανασκευαστεί με μια παλινωδία, όπως εκείνη του πρώιμου ποιητή Στησίχορου, που τυφλώθηκε, όταν σπίλωσε την Ελένη, και ανέκτησε την όρασή του, όταν αναθεώρησε τη γνώμη του. Στην πραγματικότητα ο λόγος του Σωκράτη είναι χειρότερος από του Λυσία, ακριβώς εξαιτίας του ότι αποτελεί ρητορική βελτίωσή του.
Ο Σωκράτης εκφωνεί στη συνέχεια έναν πολύ μακρύτερο λόγο. ευνοϊκό για τον πιο μεγάλο εραστή, επιδεικνύοντας σε αρκετή έκταση τη φύση της ψυχής και το»' έρωτα, με τη χρήση ενός μύθου: την πτήση της αθάνατης ψυχής προς τα επάνω, που τη φανταζόμαστε ως έναν αρματηλάτη που προσπαθεί να ελέγξει δυο φτερωτά άλογα, ένα που έχει την τάση να την τραβήξει προς τα κάτω, προς τη λαγνεία της γης, ενώ το άλλο προς τα επάνω, προς ουράνιους διαλογισμούς. Η πλατωνική μεταφυσική, στην οποία περιλαμβάνονται η θεωρία των μορφών, το δόγμα της μίμησης και η έννοια του "πλατωνικού" έρωτα, χύνεται εδώ σε ιδιαίτερα ποιητική γλώσσα, παρέχοντας οπτική συγκεκριμενοποίηση σε φιλοσοφικές αφαιρέσεις. Το απόσπασμα έγινε αντικείμενο θαυμασμού από πολλούς αναγνώστες στο πέρασμα των αιώνων. Ακόμη και αν απορρίψει κανείς τις φιλοσοφικές του θέσεις, μπορεί να το εκτιμήσει ως λογοτέχνημα. Παρά την αμφιθυμία του σχετικά με τη ρητορική και τη φαινομενική απόρριψη της ποίησης από τον ίδιο στην Πολιτεία, ο Πλατών ήταν ένας ολοκληρωμένος ρητοροδιδάσκαλος και ποιητής του πεζού λόγου. Οι ρητορικές ικανότητες που επιδεικνύει σε όλους τους διαλόγους του τον έχουν καταστήσει στην πραγματικότητα έναν από τους πιο επικίνδυνους συγγραφείς στην ανθρώπινη ιστορία, υπεύθυνο για μεγάλο μέρος του δογματισμού, της έλλειψης ανεκτικότητας και της ιδεολογικής καταπίεσης που έχει χαρακτηρίσει την ιστορία της Δύσης. Οι διάλογοί, όμως, μπορούν, και μάλλον πρέπει, να διαβαστούν με ένα μη δογματικό τρόπο, ως μια εξερεύνηση σημαντικών θεμάτων της φιλοσοφίας και της ανθρώπινης ζωής, ως πρόκληση συνεχιζόμενων συζητήσεων, παρά τυφλής αποδοχής. Πράγματι, έτσι διαβάζονταν από τους συνεργάτες του Πλάτωνα, περιλαμβανόμενου του Αριστοτέλη, στην Ακαδημία, τη σχολή που ίδρυσε ο Πλάτων στην Αθήνα μετά το θάνατο του Σωκράτη.
Μετά το δεύτερο λόγο του Σωκράτη το ύφος του Φαίδρου αλλάζει από ρητορική περιγραφή σε διαλεκτική ανάλυση της ρητορικής. Εγείρεται αρχικά το ερώτημα της "νόμιμης" χρήσης της γραφής (257c-58e) και θα επανεμφανισθεί στο τέλος για να διαμορφώσει το διάλογο. Όπως επισημάνθηκε στο δεύτερο κεφάλαιο, αυτό ήταν ένα σημαντικό σύγχρονο πρόβλημα στην αρχαία ελληνική κοινωνία, δεδομένου ότι η στήριξη σε γραπτά κείμενα αυξανόταν στα τέλη του πέμπτου αιώνα και επηρέαζε τη σκέψη και τη σύνθεση με ποικίλους τρόπους. Εδώ, στην αρχή της συζήτησης, ο Σωκράτης απλώς παρατηρεί ότι τόσο η ομιλία, όσο και το γράψιμο μπορούν να γίνουν είτε καλά. είτε άσχημα. Στη συνέχεια συζητά για το ποιες πρέπει να είναι οι προδιαγραφές (259e- 74b). Ο καλός ρήτορας δεν μπορεί να είναι ευχαριστημένος γνωρίζοντας τι φαίνεται να είναι σωστό, αλλά πρέπει να ξέρει τι είναι σωστό. Είναι επαρκής αυτή η γνώση, ή πρέπει να λαμβάνονται περισσότερα υπόψη, εάν πρόκειται η ρητορική να είναι από μόνη της μια τέχνη; Ο Σωκράτης καταθέτει έναν πρώτο ορισμό της ρητορικής ως "ένα είδος καθοδήγησης της ψυχής (ψυχαγωγία) μέσω των λέξεων, όχι μόνο στα δικαστήρια και σε κάθε είδους άλλες συνελεύσεις, αλλά και σε ιδιωτικές επαφές" (261 a7-9). Παρόλο που ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι διάδοχοί τους συνήθως θεωρούσαν τη ρητορική ως ένα είδος δημόσιας προσφώνησης, εδώ ο Πλάτων αναγνωρίζει ότι υπάρχει ένα πιο γενικό φαινόμενο της ρητορικής σε όλα τα είδη της ανθρώπινης επικοινωνίας. Στη συνέχεια ο Σωκράτης τονίζει την ανάγκη για την ύπαρξη λογικής δομής σ’ ένα λόγο, η οποία θα αποτελεί απόρροια του καθορισμού του θέματος και του διαχωρισμού του σε κατηγορίες (263b6-9) και η οποία θα είναι εμφανής στην ολική ενότητα των μερών: "Κάθε λόγος πρέπει να έχει συνοχή, σαν ένα ζωντανό ον που έχει το σώμα του, ώστε να μη λείπει τίποτα, ούτε το κεφάλι ούτε τα πόδια, αλλά να έχει μέση και άκρα που να ταιριάζουν μεταξύ τους και να προγράφονται στο σύνολο" (264c2-5).
Ακολουθεί η ανάλυση των βιβλίων σχετικά με τη ρητορική, που αναφέρθηκαν στην αρχή αυτού τον κεφαλαίου. Οι συγγραφείς τους, λέει ο Σωκράτης, ασχολούνται μόνο με τα προκαταρκτικά. Τους λείπει η αναγκαία γνώση της λογικής απόδειξης και αφήνουν τους μαθητές τους να ανακαλύψουν πώς να πετύχουν την ενότητα (269b-c). Οποιοσδήποτε συγγράφει μια τέχνη της ρητορικής πρέπει να περιγράφει την ψυχή, με ποιο τρόπο επηρεάζει άλλες ή επηρεάζεται από αυτές, και με ποιο τρόπο ο ομιλητής πρέπει να ταιριάζει κάθε είδος λόγου σε κάθε ψυχική κατάσταση (271 a4-b5). Στη συνέχεια ακολουθεί μια επιστροφή στην ανάγκη του ομιλητή για γνώση. Εδώ παρατίθεται και αποδίδεται στον Τισία το παράδειγμα του επιχειρήματος εκ τον εικότος, το οποίο ο Αριστοτέλης αποδίδει στον Κόρακα και το οποίο παρατέθηκε πιο πάνω σ' αυτό το κεφάλαιο, με συμπέρασμα ότι η πιθανότητα μπορεί να γίνει γνωστή μόνο όταν δοκιμαστεί απέναντι στη γνώση της αλήθειας (273d-e). Ακολουθεί η ιστορία του Θωθ και τον Θάμου, με την οποία ο Σωκράτης επιστρέφει στο θέμα της γραφής, ισχυριζόμενος ότι ενθαρρύνει τη λησμονιά, ότι μπορεί να πέσει σε χέρια ατόμων που δεν την καταλαβαίνουν, ότι δεν μπορεί να απαντήσει σε ερωτήματα ή να προκαλέσει αντίλογο, καθώς και ότι είναι νόθος αδελφή της πραγματικής, προφορικής συζήτησης. Εάν κάποιος ο οποίος γνωρίζει την αλήθεια και την ομορφιά χρησιμοποιεί τη γραφή, αυτό έχει το νόημα ενός είδους παιχνιδιού για διασκέδαση. Αυτό το απόσπασμα έχει χρησιμοποιηθεί από τον Derrida ως κλασικό κείμενο στη διαφωνία σχετικά με το "λογοκεντρισμό", που εμφανίστηκε στις κριτικές συζητήσεις του ύστερου εικοστού αιώνα, δηλαδή την άποψη ότι η ομιλούμενη γλώσσα έχει κάποια άμεση πρόσβαση στην πραγματικότητα, που απουσιάζει από τη γραπτή.
Ένα είδος φιλοσοφικά έγκυρης τέχνης της ρητορικής, όπως σκιαγραφείται στο Φαίδρο, μπορεί να συνοψιστεί με τον παρακάτω τρόπο: ο ομιλητής πρέπει να έχει καλή γνώση του υπό συζήτηση θέματος, καλή κατανόηση της λογικής απόδειξης και γνώση της ανθρώπινης ψυχολογίας που καθιστά δυνατή την προσαρμογή των επιχειρημάτων προς το ακροατήριο. Ο στόχος της πειθούς θα πρέπει, φυσικά, να είναι η ενάρετη πράξη, η δικαιοσύνη και η πίστη στην αλήθεια. Αυτά τα αιτήματα γίνονται η βάση της θεωρίας της ρητορικής του Αριστοτέλη, αν και ο Αριστοτέλης τα προσαρμόζει σε πρακτικές πραγματικότητες σε πολύ μεγαλύτερη έκταση απ’ όση φαίνεται να επιτρέπει ο Πλάτων. Η αξίωση του Πλάτωνα να γνωρίζει ο ομιλητής την ψυχολογία του ακροατηρίου αποτελεί μια σημαντική προσθήκη, την οποίοι υ Αριστοτέλης υιοθετεί στο δεύτερο βιβλίο του έργου Τέχνη Ρητορική. Σε δημόσιες προσφωνήσεις, όμως, περιπλέκεται από την παρουσία σε πολλά ακροατήρια ανθρώπων με αποκλίνουσες αξίες και ενδιαφέροντα. Ο Πλάτων δε λαμβάνει ιδιαίτερα υπόψη αυτή την κατάσταση. Ο Αριστοτέλης προσπαθεί να την αντιμετωπίσει αντιμετωπίζοντας τα ακροατήρια με όρους ομάδων ατόμων με την ίδια ηλικία ή θέση.
Στο τέλος του Φαίδρου ο Σωκράτης μιλά για το νεαρό Ισοκράτη σαν κάποιον ο οποίος, εξαιτίας του ευγενικού χαρακτήρα του και του ενδιαφέροντος του για τη φιλοσοφία, μπορεί να εξασφαλίσει μεγάλη διάκριση στη ρητορική. Είναι δύσκολο να ξέρουμε πώς πρέπει να εκλάβουμε αυτή την αναφορά, που είναι και η μόνη ονομαστική μνεία του Ισοκράτη στα γραπτά του Πλάτωνα. Είναι μια πραγματική ελπίδα του ιστορικού Σωκράτη; Μια φιλοφρόνηση του Πλάτωνα σ' ένα διάσημο σύγχρονό του; Ή μήπως πρέπει να διαβαστεί ειρωνικά, ως υπόνοια της απογοήτευσης του Πλάτωνα για την κατεύθυνση προς την οποία είχε οδηγήσει τον Ισοκράτη η σταδιοδρομία του; Ο Ισοκράτης οπωσδήποτε αποτελεί μια σημαντική φυσιογνωμία στην ιστορία της αρχαίας ελληνικής ρητορικής, και είναι ανάγκη σ’ αυτό το σημείο να εξετάσουμε τη συμβολή του.
Ισοκράτης
Ο Ισοκράτης ήταν μερικά χρόνια μεγαλύτερος από τον Πλάτωνα και λέγεται ότι είχε σπουδάσει κοντά στον Πρόδικο, στο Γοργία και σε άλλους. Οπωσδήποτε γνώριζε το Σωκράτη. Μετά την απώλεια της οικογενειακής του περιουσίας στον Πελοποννησιακό πόλεμο έγινε λογογράφος, συγγραφέας λόγων για άλλους, προκειμένου να εκφωνηθούν στα δικαστήρια. Από αυτούς διασώζονται έξι. Περί το 390 π.Χ. άνοιξε μια σχολή στην Αθήνα, όπου τα. επόμενα σαράντα χρόνια δίδαξε ένα μεγάλο αριθμό νέων ανδρών. Μερικοί από τους μαθητές του έγιναν διακεκριμένοι πολιτικοί ηγέτες ή συγγραφείς. Ο λόγος Κατά των σοφιστών, τον οποίο έγραψε περίπου την περίοδο που άνοιξε τη σχολή του, ο οποίος όμως διασώζεται μόνο αποσπασματικά, δίνει μια εικόνα του τι είχε κατά νου να κάνει εκεί και μπορεί να συμπληρωθεί από τη μεταγενέστερη περιγραφή του στο λόγο Περί αντιδόσεως. Ο ίδιος ο Ισοκράτης έχει συχνά θεωρηθεί σοφιστής. Μοιάζει με τους σοφιστές στο ότι δεχόταν πληρωμή για τη διδασκαλία του, παρείχε εκπαίδευση σε σχέση με τα προσόντα που ήταν απαραίτητα για την επιτυχία στο δημόσιο βίο και έγραφε λόγους που αποτελούσαν υποδείγματα μίμησης για άλλους. Κατέβαλλε, όμως, μεγάλες προσπάθειες για να διαφοροποιήσει τον εαυτό του από τους σοφιστές, όπως και, στην πραγματικότητα, από κάθε άλλο δάσκαλο της εποχής του. Ισχυρίζεται ότι δίδασκε τη φιλοσοφία, και ποτέ δεν αναφέρεται στην τέχνη του ως ρητορική, αλλά πάντα ως τέχνη του λόγου, όρο, όμως, με τον οποίο εννοεί την τέχνη της πολιτικής συζήτησης για σημαντικά θέματα. Ποτέ δεν αναφέρει τον Πλάτωνα ονομαστικά, είναι, όμως, εύκολο να θεωρηθούν τα γραπτά του, υπό μία έννοια, ως απάντηση στις σωκρατικές και πλατωνικές επικρίσεις της ρητορικής, όπως ανευρίσκονται στο Γοργία. Αυτός ο διάλογος αντιτίθεται στη ρητορική με το επιχείρημα ότι της λείπει οποιοσδήποτε θεματικός πυρήνας, και ότι συνεπώς δεν αποτελεί μια μορφή γνώσης.
Ο Ισοκράτης προσπάθησε να παρουσιάσει έναν κατάλληλο θεματικό πυρήνα και να διδάξει τη γνώση του. Το θέμα που κατέληξε να προτιμά ήταν ο Πανελληνισμός, η πολιτιστική ενότητα όλων των Ελλήνων και η ανάπτυξη μιας διεθνούς πολίτικης για τη διατήρηση και την προαγωγή του. Ο τύπος της έκθεσης που επέλεξε ήταν η συγγραφή επιμελημένα προσεγμένων πραγματειών, επιδεικτικών κατά το ύφος, αν και μερικές φορές διαμορφωμένων σύμφωνα με τις κατηγορίες των συμβουλευτικών ή δικανικών λόγιον, ή των επιστολών, τις οποίες μελετούσαν οι μαθητές του ως υποδείγματα σύνθεσης και οι οποίες δημοσιεύονταν ως φυλλάδια για ανάγνωση από το κοινό.
Στο έργο Κατά των σοφιστών ο Ισοκράτης πρώτα (1-8) επιτίθεται στον ισχυρισμό των σοφιστών - κανείς δεν κατονομάζεται συγκεκριμένα - που θεωρούν αλαζονικά ότι μεταδίδουν στους μαθητές όλα όσα χρειάζεται να μάθουν για να είναι ευτυχισμένοι, επιτυχημένοι και εύποροι. Αυτοί οι δάσκαλοι είναι διψασμένοι για χρήμα, δύσπιστοι προς τους μαθητές τους και χωρίς οποιαδήποτε γνώση των θεμάτων που παριστάνουν ότι διδάσκουν. Μια δεύτερη ομάδα στην οποία επιτίθεται (91-4) είναι εκείνοι που ισχυρίζονται ότι διδάσκουν πολιτικούς λόγους, πολιτική ρητορεία. Εκείνοι δεν δίνουν καθόλου προσοχή στην ικανότητα ή στην εμπειρία και διδάσκουν κάποιους δύσκαμπτους κανόνες, χωρίς καμιά μέριμνα για το πώς θα εφαρμοστούν με κατάλληλο τρόπο: "οι λόγοι είναι καλοί μόνο εάν χαρακτηρίζονται από επικαιρότητα (καιρός), καταλληλότητα ύφους και πρωτοτυπία". Ο Ισοκράτης στη συνέχεια σκιαγραφεί την άποψή του για τη διδασκαλία. Πρώτα, ο μαθητής πρέπει να έχει κάποια εγγενή ικανότητα, την οποία η εκπαίδευση μπορεί να βελτιώσει, για παράδειγμα, δείχνοντας στους μαθητές πού να ψάξουν για θέματα προς επιχειρηματολογία και ενθαρρύνοντας την αυτοβελτίωση. Το παρακάτω απόσπασμα είναι η πιο συγκεκριμένη περιγραφή των προτεινόμενων μεθόδων του την οποία παραθέτει ο Ισοκράτης:
Αφού έφθασα τόσο μακριά, θέλω να μιλήσω πιο καθαρά γι’ αυτά τα θέματα. Λέω ότι η αντίληψη κάποιας γνώσης των ιδεών, με αφετηρία τις οποίες μιλάμε και συνθέτουμε όλους τους λόγους, δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολη, εάν κανείς αφοσιωθεί, όχι σ’ αυτούς που δίνουν εύκολες υποσχέσεις, αλλά σ’ εκείνους που γνωρίζουν κάτι γι' αυτήν. Το ποιαν, όμως, θα πρέπει κανείς να επιλέξει από αυτές για κάθε θέμα και να συνενώσει με άλλες και να συναρμόσει επιδέξια, και επιπλέον να μην υποπέσει σε ολίσθημα σχετικά με τις κατάλληλες στιγμές για να τις χρησιμοποιήσει, αλλά το να καλλωπίζει ολόκληρο το λόγο κατάλληλα με εντυπωσιακές σκέψεις και το να μιλά με ρυθμικές και μουσικές λέξεις. αυτά τα πράγματα απαιτούν πολλή μελέτη και φαίνονται έργο ανδροπρεπούς και πρωτότυπης ψυχής, και ο μαθητής θα πρέπει, πέρα από το να έχει την αναγκαία φυσική ικανότητα, να μάθει τα σχήματα του λόγου και να ασκηθεί στη χρήση τους, ενώ ο δάσκαλος, από την πλευρά του, πρέπει να διεξέλθει αυτά τα θέματα τόσο προσεκτικά, ώστε να μην παραλείψει τίποτε απ’ όσα μπορούν να διδαχθούν, και εν πάση περιπτώσει πρέπει να δώσει ο ίδιος ένα τέτοιο παράδειγμα, ώστε αυτοί που διαμορφώνονται και είναι σε θέση να τον μιμηθούν, να διαπρέπουν από την αρχή στο λόγο, με πιο περίτεχνο και χαριτωμένο τρόπο από άλλους. Όταν όλα αυτά τα πράγματα συνδυάζονται, όσοι ασχολούνται με τη φιλοσοφική μελέτη θα εξασφαλίσουν πλήρη επιτυχία. Στο βαθμό, όμως, που παραλείπεται οποιοδήποτε από τα στοιχεία που αναφέρθηκαν, κατ’ ανάγκη οι μαθητές θα είναι σε χειρότερη μοίρα.
Αυτό το απόσπασμα δείχνει τη συνειδητοποίηση από τον Ισοκράτη ενός αριθμού στοιχείων που καθιερώθηκαν στη μεταγενέστερη ρητορική θεωρία. Η ρητορική ικανότητα είναι μια μορφή γνώσης. Στην προκειμένη περίπτωση η αρχαία ελληνική λέξη επιστήμη χρησιμοποιείται από τον Πλάτωνα με την έννοια "πλήρης και συγκεκριμένη γνώση της αλήθειας". Στο Γοργία ο Σωκράτης αρνείται ότι έχει εφαρμογή στη ρητορική, όπως ασκείται στην εποχή τον. Για τον Ισοκράτη θα έχει την έννοια της γνώσης αυτού που αποκαλεί "ιδέες". Ο Αριστοτέλης θα χρησιμοποιήσει μια συναφή λέξη (ίδια) για να περιγράφει τις προτάσεις ή θέματα της πολιτικής και την ηθική που προβάλλει ένας ομιλητής. Η γνώση αυτών των θεμάτων μπορεί να προέλθει από το (διάβασμα ή από την ανάλυση κάποιου (δασκάλου, αλλά κατά τη σύνθεση του λόγου ο μαθητής πρέπει να επιλέξει μεταξύ των διαθέσιμων θεμάτων. Μέχρι αυτό το σημείο ο Ισοκράτης εξετάζει αυτό που έχει καταλήξει να είναι γνωστό στη ρητορική θεωρία ως εύρεσις. Στη συνέχεια προχωρά στην τάξη. Ο μαθητής πρέπει να μάθει πώς να διευθετεί τις ιδέες και να εκμεταλλεύεται την κατάλληλη συγκυρία (καιρός) για να τις θέτει σε εφαρμογή. Τρίτον, ο Ισοκράτης θίγει το θέμα της λέξης. Αυτό είναι το αρχαιότερο απόσπασμα στα Ελληνικά που φαίνεται να δείχνει γνώση της εύρεσης, της τάξης και της λέξης, ως τριών μερών της ρητορικής. Ο μαθητής πρέπει να είναι σε θέση να. κοσμεί ένα λόγο κατά τον κατάλληλο τρόπο. Ο καλλωπισμός και η ευπρέπεια θα οριστούν από μεταγενέστερους δασκάλους ως δύο από τις "αρετές” του καλού ύφους. Η λέξη αποδίδεται ως ενθυμήματα, εντυπωσιακές σκέψεις, και θα υιοθετηθεί από τον Αριστοτέλη με την έννοια του ρητορικού συλλογισμού. Εδώ ο Ισοκράτης φαίνεται να τη χρησιμοποιεί περισσότερο με υφολογική παρά με λογική έννοια. Ίσιος ο όρος αναφέρεται στη διεύρυνση των ιδεών, όπως ανευρίσκονται στις μακρές περιόδους των γραπτών του ίδιου του Ισοκράτη.
Από τα στοιχεία της ρητορικής ο Ισοκράτης στρέφεται στη συνέχεια στην εκπαιδευτική μέθοδο. Εδώ, όπως κι αλλού, τονίζει με έμφαση ότι ο σπουδαστής πρέπει να διαθέτει κάποια φυσική ικανότητα. Αυτή είναι δυνατόν να βελτιωθεί με τη μάθηση και με την άσκηση. Με τον όρο τύποι λόγου ο Ισοκράτης ίσιος εννοεί τα διάφορα ρητορικά είδη, όπως αυτά τα οποία άσκησε ο ίδιος: πανηγυρικούς, εγκώμια, απολογίες και επιστολές. Το απόσπασμα φαίνεστε να υπονοεί ότι ο Ισοκράτης περίμενε ότι θα προσέφερε κάποια συστηματική ανάλυση της ρητορικής, ίσως υπό μορφή διαλέξεων: να διεξέλθει αυτά τα θέματα... προσεκτικά. Ίσως, πάντως, αυτή να έλαβε τη μορφή μιας επίκρισης κάποιου γραπτού λόγου, στην οποία να τόνιζε τη χρήση της εύρεσης, της τάξης και της λέξης. Ο ίδιος θα παραθέσει παραδείγματα προς μίμηση. Πράγματι, αυτή φαίνεται ότι ήταν η κύρια δραστηριότητά του. Συμβούλευε τους πιο προχωρημένους μαθητές του αναθεωρώντας τα δικά του γραπτά και επιζητούσε την κριτική τους (πρβλ. Παναθηναϊκό 200), ενώ οι μαθητές του έγραφαν λόγους τους οποίους έκρινε ο ίδιος και τους βοηθούσε να τους βελτιώσουν. Στο τέλος του αποσπάσματος ο Ισοκράτης αναφέρεται στους μαθητές του ως ασχολούμενους με τη φιλοσοφική μελέτη, μια φράση η οποία ίσως ηχούσε κατά κάποιο τρόπο άσχημα στα αυτιά του Πλάτωνα. Ο Ισοκράτης διαχωρίζει τον εαυτό του από τους σοφιστές, αλλά αυτό που διδάσκει είναι η σοφία, η γνώση με την πρακτική έννοια, αυτό που ο Αριστοτέλης θα αποκαλέσει φρόνησιν.
Από αυτό το σημείο ο λόγος Κατά των σοφιστών συνεχίζει (19-20) με μια επίθεση εναντίον των συγγραφέων ρητορικών εγχειριδίων "που έζησαν πριν από την εποχή μας" καί οι οποίοι υποκρίνονταν ότι δίδασκαν τον τρόπο χειρισμού μηνύσεων. Αυτοί είναι οι χειρότεροι απ' όσους επιλέγει να κρίνει, απλοί δάσκαλοι της πολυπραγμοσύνης και της απληστίας. Ο Ισοκράτης δεν θεωρεί ότι υπάρχει κάποια τέχνη που είναι σε θέση να διδάξει τον αυτοέλεγχο και τη δικαιοσύνη σε όσους δεν την έχουν. Πιστεύει, όμως, ότι η μελέτη πολιτικών πραγματειών μπορεί να βοηθήσει να διεγερθεί και να σχηματισθεί η αρετή (21). Στη συνέχεια ο λόγος διακόπτεται στο σημείο όπου ο Ισοκράτης πρόκειται να εξηγήσει το νόημά του πιο ολοκληρωμένα και αφήνει την αίσθηση ότι στην Αθήνα του πρώιμου τέταρτου αιώνα υπήρχαν πολλοί ρητοροδιδάσκαλοι -πολύ περισσότεροι απ' όσους μπορούμε να αναγνωρίσουμε σήμερα- που παρείχαν διδασκαλία λεκτικών δεξιοτήτων, συχνά πολύ επιφανειακής μορφής. Ο Πλάτων δεν μπορούσε να αναφερθεί σ’ αυτούς στους διαλόγους που τοποθετούνται δραματικά στη διάρκεια της ζωής του Σωκράτη, η ύπαρξή τους, όμως, ίσιος αποτελεί έναν από τους λόγους της οξύτητας της κριτικής του για τη διδασκαλία της ρητορικής. Είναι πιθανό ότι μεταξύ τους περιελάμβανε και τον Ισοκράτη. Συνεπώς η αναφορά στο "νεαρό Ισοκράτη" στο τέλος του Γοργία μπορεί κάλλιστα να είναι ειρωνική.
Περί το 354 π.Χ., όταν ήταν ογδόντα, δύο ετών, ο Ισοκράτης διαπίστωσε με πόνο ότι στην Αθήνα επικρατούσε εχθρότητα εναντίον του, με βάση την αντίληψη ότι είχε πλουτίσει και την παρανόηση όσων συνέβαιναν στη σχολή του. Αυτό το γεγονός τον προκάλεσε να γράψει τον Περί αντιδόσεως, ένα μακρύ λόγο στον οποίο υπεραμύνεται της ζωής και του έργου του. Ο λόγος αποτελεί μιαν "απολογία". Ο Ισοκράτης φαντάζεται τον εαυτό του να δικάζεται για τη ζωή του, όπως ο Σωκράτης, με την κατηγορία ότι μετέτρεψε την "πιο αδύνατη υπόθεση σε ισχυρότερη" (15) και ότι διέφθειρε τους νέους (30). Ο λόγος περιέχει πολλούς υπαινιγμούς στην Απολογία του Πλάτωνα. Ο Ισοκράτης παραθέτει τμήματα λόγων του ως μαρτυρίες της αφοσίωσής του στην αλήθεια, στην πατρίδα του και σε υψηλά ηθικά πρότυπα. Παραθέτει λιγότερες λεπτομέρειες για τη σχολή του απ’ όσες θα θέλαμε, αλλά λέει ότι οι μαθητές παρέμεναν μαζί του για τρία ή τέσσερα χρόνια, ενώ κατονομάζει και μερικούς από αυτούς (93). Ο πιο γνωστός μαθητής του ήταν ο Τιμόθεος, που διατέλεσε σημαντικός στρατηγός στο δεύτερο τέταρτο του τέταρτου αιώνα. Ο Τιμόθεος, όμως, είχε ενμέρει δυσφημιστεί και ο Ισοκράτης βρίσκεται στην ανάγκη να παρουσιάσει μια υπεράσπισή του (101-39). Ο Τιμόθεος ήταν έξοχος. αλλά θεωρούνταν ψυχρός και αλαζονικός. Υπάρχει ένα ενδιαφέρον απόσπασμα, στο οποίο ο Ισοκράτης αναφέρει πως είχε προσπαθήσει να κάνει τον Τιμόθεο να βελτιώσει τις σχέσεις του με το λαό. Δέχεται ότι οι πολίτικοι ηγέτες πρέπει να λένε ό, τι είναι αληθινό και δίκαιο. "όμως ταυτόχρονα δεν πρέπει να παραμελούν τη μελέτη και τη σωστή εκτίμηση του τρόπου με τον οποίο θα μπορούν να πείσουν το λαό, με καθετί που λένε και κάνουν, για την προσήνεια και τη μέριμνά τους για τον άνθρωπο” (132). Αυτή η άποψη αντιπροσωπεύει σαφώς έναν πρακτικό συμβιβασμό σε σχέση με τα σωκρατικά πρότυπα της ρητορικής. Ο Ισοκράτης έχει θεωρηθεί σε μερικές περιπτώσεις ως ο πατέρας της φιλελεύθερης εκπαίδευσης: υπερασπίζεται (167-88. 261-69) ένα πρόγραμμα σπουδών που δεν έχουν άμεση πρακτική χρησιμότητα, ούτε πρόκειται να δημιουργήσουν προοπτικές σταδιοδρομίας για. όλα τα. άτομα, αλλά εκπαιδεύουν το νου. Την εκπαίδευση του νου αποκαλεί "φιλοσοφία", για την οποία λέει ότι αποτελεί το αντίστοιχο της "γυμναστικής", ή της άσκησης του σώματος. Καθεμία τους περιέχει παράλληλες μορφές καθοδήγησης, άσκησης και άλλων σπουδών (181). Στα. μέρη 253-57 επαναλαμβάνει το απόσπασμα που παρατέθηκε στο δεύτερο κεφάλαιο, στο οποίο εγκωμιάζεται η κεντρικότητα του λόγου στην ανθρώπινη ζωή. Επιστρέφοντας στα πλεονεκτήματα της φιλελεύθερης εκπαίδευσης, προειδοποιεί τους νέους να μην αφιερώνουν πάρα πολύ χρόνο σε φιλοσοφικές λεπτολογίες, και ειρωνεύεται τις θεωρίες των προσωκρατικών φιλοσόφων, περιλαμβανόμενων του Εμπεδοκλή και του Παρμενίδη, καθώς και την απόπειρα του Γοργία να αποδείξει ότι δεν υπάρχει τίποτα (268-69). Παρόλο που ο Πλάτων δεν κατονομάζεται, πρόκειται σίγουρα για επίκριση των επιστημολογικών και των οντολογικών ενδιαφερόντων της Ακαδημίας, ως απώλειας χρόνου.
Προς το τέλος του λόγου (274-78) ο Ισοκράτης, σε προχωρημένο στάδιο της σταδιοδρομίας του, εκθέτει τη φιλοσοφία του για τη ρητορική εκπαίδευση:
Πιστεύω ότι ποτέ δεν υπήρξε ότι υπάρχει τώρα κάποια τέχνη που θα μπορούσε να ενσταλάξει την αρετή και τη δικαιοσύνη σ’ εκείνους που έχουν διεφθαρμένη φύση, και ότι. όσοι δίνουν υποσχέσεις γι’ αυτό το θέμα, θα βαρεθούν και να πάψουν τα επιπόλαια λόγια τους προτού ανακαλύψουν κάτι τέτοιο. Πιστεύω, όμως. ότι οι άνθρωποι μπορούν να γίνουν καλύτεροι και πιο άξιοι, εάν έχουν τη φιλοδοξία να μιλούν καλά και εάν είναι ξετρελαμένοι με την ιδέα της δυνατότητας να πείθουν τους ακροατές τους, και αν. επιπλέον, αφοσιωθούν στο σκοπό που πρέπει να επιτευχθεί, όχι το σκοπό όπως τον κατονομάζουν οι αδαείς, αλλά σ’ αυτό που έχει πραγματικά αυτή την έννοια. Τον τρόπο με τον οποίο έχει η υπόθεση σκοπεύω να τον διευκρινίσω αμέσως.
Πρώτα, δεν είναι δυνατόν ένα πρόσωπο, που επιλέγει να μιλά η να γράφει λόγους άξιους επαίνου και τιμής, να υποστηρίζει άδικες ή μικροπρεπείς υποθέσεις, ή εκείνες που αφορούν ιδιωτικές συμβάσεις. Αντίθετα, θα επιλέγει μεγάλα, ωραία και ανθρώπινα θέματα και τέτοια που αφορούν θέματα κοινού ενδιαφέροντος. Γιαπί εάν δε βρίσκει τέτοια, δεν θα πετύχει κανέναν από τους στόχους του. Δεύτερον, από τα. έργα που προσιδιάζουν στην υπόθεσή του θα επιλέγει εκείνα, που είναι πιο ταιριαστά και περισσότερο ευνοϊκά, και προσαρμόζοντας τον εαυτό του στη σκέψη και στην κρίση παραδειγμάτων αυτού του είδους, θα. αισθάνεται την επίδραση τους όχι μόνο σε σχέση με τον προκείμενο λόγο, αλλά και σε άλλες ενέργειες, έτσι ώστε η ομιλία, και η σωστή σκέψη να καταστούν ένα. χαρακτηριστικό γνώρισμα εκείνων που έχουν ευνοϊκή προδιάθεση για τη φιλοσοφία και τη φιλοδοξία. Κάποιος που θέλει να πείσει άλλους δε θα είναι αδιάφορος για την προσωπική του αρετή, αλλά θα. δίνει ιδιαίτερη προσοχή σ’ αυτήν, ώστε να αποκτήσει την καλύτερη φήμη μεταξύ των συμπολιτών του. Ποιος δε γνωρίζει ότι οι λέξεις φαίνονται πιο πραγματικές όταν τις εκστομίζουν εκείνοι που ζουν σωστά, παρά εκείνοι, οι ζωές των οποίων έχουν γίνει αντικείμενα κριτικής, και ότι οι αποδείξεις που βασίζονται στη ζωή ενός προσώπου έχουν μεγαλύτερη αξία από εκείνες που παρατίθενται στο λόγο: Έτσι, όσο πιο έντονα επιθυμεί ένα πρόσωπο να. πείσει τους ακροατές του, τόσο περισσότερο θα προσπαθεί να είναι έντιμο και καλό και να έχει καλή υπόληψη μεταξύ των πολιτών.
Εδώ ο Ισοκράτης επιχειρηματολογεί υπέρ ενός είδους εθισμού της συμπεριφοράς. Βάλτε τους μαθητές να ενασκηθούν σε θέματα σχετικά με τον πατριωτισμό και την αρετή, με τη δικαιοσύνη και την εγκράτεια, με το κουράγιο και τη σοφία. Αναγκάστε τους να μελετήσουν παραδείγματα από την ιστορία και να κάνουν επιλογές μεταξύ αυτών των παραδειγμάτων προκειμένου να επεξηγήσουν τα. επιχειρήματά τους. Ενθαρρύνετε τη φιλοδοξία τους να γίνουν μεγάλοι ρήτορες. Μ' αυτό τον τρόπο θα διαπλαστούν οι χαρακτήρες τους. και όχι μόνο θα εφαρμόσουν στους λόγους τους τα μαθήματα που έμαθαν, αλλά και θα προσπαθήσουν να φθάσουν στο ύψος αυτών των προτύπων, γνωρίζοντας ότι η αποτελεσματικότητά τους με ένα ακροατήριο θα είναι σε ένα μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της εμπιστοσύνης του ακροατηρίου στο χαρακτήρα τους. Όσο πιο φιλόδοξοι είναι, τόσο πιο ενάρετοι θα γίνουν. Ο χαρακτήρας (ήθος) είναι ένας σημαντικός παράγοντας στη ρητορική, μερικές φορές ο πιο σημαντικός. Ο Αριστοτέλης, ο Κικέρων και ο Κοϊντιλιανός θα εξετάσουν το ρόλο του. Το πρόγραμμα του Ισοκράτη για ηθική βελτίωση μέσο) του διαβάσματος και του γραψίματος για την αρετή έχει καταστεί ένα παραδοσιακό τμήμα της εκπαίδευσης στη Δύση. Δεν οδηγεί, όμως, πάντοτε στην επιτυχία, και το ερώτημα εάν και πώς μπορεί να διδαχθεί η αρετή, που εξετάζεται και από τον Πλάτωνα στον Πρωταγόρα, εξακολουθεί και σήμερα να αποτελεί αντικείμενο συζήτησης.
Υπάρχουν αναφορές στην τέχνη του Ισοκράτη και σε μεταγενέστερους συγγραφείς. Μερικές ενδεχομένως αποτελούν αναφορές στην "τέχνη" που ανευρίσκεται στους δημοσιευμένους λόγους του, άλλες όμως είναι αναφορές σε κάποιο εγχειρίδιο. Ο νεαρός Κικέρων δεν μπορούσε να βρει ένα αντίτυπο, ήξερε όμως για τους "κανόνες" που δίδασκαν οι μαθητές του Ισοκράτη (Περί ευρέσως / De inventione) 2.7). Αργότερα κάνει αναφορά σε κάποια ανάλυση του Ισοκράτη στη Συναγωγή του Αριστοτέλη (Βρούτος / Brutus 48), η οποία μπορεί συνεπώς να αποτελεί μία πηγή. Μια ανώνυμη βιογραφία του Ισοκράτη μνημονεύει ότι ο Αριστοτέλης ανέφερε στη Συναγωγή ότι ο Ισοκράτης είχε γράψει ένα ρητορικό εγχειρίδιο, αλλά ότι αργότερα το κατέστρεψε ο ίδιος. Ο Κοϊντιλιανός είχε υπόψη του ένα εγχειρίδιο που αποδιδόταν στον Ισοκράτη, αλλά δεν ήταν σίγουρος ότι ήταν γνήσιο (2.15.4).
Αναφέρει, πάντως, ότι ο Ισοκράτης ήταν ο πρώτος που θεωρούσε τη ρητορική ως δύναμιν, "ισχύ, ικανότητα", ορισμό ο οποίος παρατίθεται στον Κατά των σοφιστών, που μνημονεύθηκε πιο πάνω. και ότι όρισε τη ρητορική ως πειθούς δημιουργόν, ορισμό που είδαμε ότι αποδιδόταν στο Γοργία από τον Πλάτωνα. Αλλού ο Κοϊντιλιανός λέει πως ο Ισοκράτης θεωρούσε ότι ο έπαινος και η κατηγορία ήταν παρόντα σε κάθε μορφή ρητορείας (3.4.1 1) και ότι οι θιασώτες του Ισοκράτη έχουν την αξίωση η διήγησις σε ένα. λόγο να είναι σαφής, σύντομη και πιθανή (4.2.31), προσθέτοντας ότι ο Αριστοτέλης αναφέρεται στον Ισοκράτη, όταν αντιτίθεται στην απαίτηση για βραχυλογία (Τέχνη Ρητορική 3.16.4). Ο Συριανός, ένας ρητοροδιδάσκαλος του πέμπτου αιώνα μετά Χριστόν, ισχυρίζεται ότι ήταν γνώστης μιας συζήτησης για το ύφος σε μια "ιδιωτική τέχνη1' του Ισοκράτη, που θα μπορούσε να είναι κάποιου είδους εγχειρίδιο για τους μαθητές του, ή να δηλώνει τις προφορικές του οδηγίες, όπως καταγράφτηκαν από τους μαθητές του. Σύμφωνα με το Συριανό, ο Ισοκράτης έδινε έμφαση στην καθαρότητα της άρθρωσης, στην αποφυγή της χασμωδίας και στην προσεκτική χρήση διαζευκτικών συνδέσμων. Όλα αυτά είναι χαρακτηριστικά του ύφους του Ισοκράτη στο γραπτό, πεζό λόγο, στους δημοσιευμένους λόγους του.
Οι σύγχρονοι λόγιοι συχνά κάνουν διαχωρισμό μεταξύ μιας Ισοκρατικής παράδοσης στην κλασική ρητορική, προς την οποία αντιπαραβάλλεται μια Αριστοτελική παράδοση. Υπ’ αυτή την έννοια η Ισοκρατική παράδοση δίνει έμφαση στη γραπτή παρά στην προφορική διαπραγμάτευση, στον επιδεικτικό παρά στο συμβουλευτικό ή στο δικανικό λόγο, στο ύφος παρά στην επιχειρηματολογία, στη διεύρυνση και στην άμβλυνση παρά στη σφριγηλότατα. Αυτή η διάκριση προέρχεται συγκεκριμένα από ένα χωρίο στο λόγο του Κικέρωνα Περί ευρέσεως (2.8), όπου γίνεται λόγος για δύο "οικογένειες" δασκάλων στην περίοδο μετά τον Ισοκράτη και τον Αριστοτέλη, από τις οποίες η μία ενδιαφερόταν κυρίως για τη φιλοσοφία, αλλά έδινε κάποια προσοχή και στη ρητορική, ενώ η άλλη ήταν αφοσιωμένη αποκλειστικά στο ενδιαφέρον του λόγου. Ο Κικέρων λέει, πάντως, ότι οι δυο παραδόσεις έχουν συγχωνευθεί, και μια από τις μεγάλες αποστολές του στο λόγο Περί τον ρήτορας ήταν να ενθαρρύνει μια τέτοια ένωση. Ο Κοϊντιλιανός (3.1.13) μιλά για "διαφορετικά μονοπάτια” στους δυο ακόνες που μεσολάβησαν από τον Αριστοτέλη μέχρι τον Ερμαγόρα, αλλά φαίνεται να έχει κατά νου τους Περιπατητικούς διαδόχους του Αριστοτέλη, τους Ισοκρατικούς, και άλλους, από τους οποίους αναφέρει το Θεοδέκτη. Εάν ο όρος γίνει δεκτός με μια πολύ γενική έννοια, η Ισοκρατική παράδοση μπορεί να θεωρηθεί ότι αναβίωσε το δεύτερο αιώνα μετά Χριστόν, στο κίνημα που είναι γνωστό ως "Δεύτερη σοφιστική", χαρακτηριστικός εκπρόσωπος του οποίου είναι κυρίως ο Αίλιος Αριστείδης. Αυτοί οι ύστεροι σοφιστές συμμερίζονται την προτίμηση του Ισοκράτη για την επιδεικτική ρητορεία, τη διεύρυνση και την άμβλυνση. Οι ρήτορες, όμως, και οι ρητοροδιδάσκαλοι της Δεύτερης σοφιστικής δε θα αναγνώριζαν τον Ισοκράτη ως το μοναδικό τους πρότυπο. Αντίθετα, επιζητούσαν περισσότερο να κατακτήσουν την αγνότητα και τη σαφήνεια της αττικής πρόζας του τέταρτου π.Χ. αιώνα και βρήκαν πρότυπα στον Πλάτωνα, στον Ξενοφώντα, στο Δημοσθένη και σε άλλους, παράλληλα με τον Ισοκράτη.
Η Ρητορική προς Αλέξανδρον
Από την Ελλάδα του τέταρτου π.Χ. αιώνα διασώζονται δύο συστηματικά έργα περί ρητορικής. Το πιο διάσημο είναι η πραγματεία του Αριστοτέλη Τέχνη Ρητορική, που έλαβε τη σημερινή της μορφή πιθανόν περί το 335 π.Χ. Το άλλο, ενδεχομένως ένα πιο τυπικό εγχειρίδιο της εποχής, ονομάζεται Ρητορική προς Αλέξανδρον. Ο τίτλος του προέρχεται από μια εισαγωγική επιστολή, δήθεν του Αριστοτέλη προς το Μέγα Αλέξανδρο, που είχε ως συνέπεια το έργο να διασωθεί μαζί με τα γραπτά του Αριστοτέλη. Αυτή η αφιερωτική επιστολή θεωρείται από όλους του σύγχρονους λογίους (»ς πλαστή. Υπάρχουν πλαστές επιστολές που φέρουν επίσης τα ονόματα του Πλάτωνα, του Δημοσθένη, του Αισχίνη και άλλων, αν και. δεν είναι εντελώς κατανοητό γιατί γράφτηκαν τέτοια πράγματα. Από μια ιστορική αναφορά στο όγδοο κεφάλαιο, φαίνεται ότι η Ρητορική προς Αλέξανδρον γράφτηκε μετά το 341 π.Χ., ενώ η ύπαρξη ενός αποσπάσματος παπύρου (πάπυρος Hibeh 26), που είναι δυνατό να χρονολογηθεί στον τέταρτο αιώνα, οδηγεί στην υπόθεση ότι γράφτηκε λίγο καιρό μετά από εκείνη τη χρονολογία, καθιστώντας την σύγχρονη με το έργο του Αριστοτέλη Τέχνη Ρητορική. Ο αρχικός συγγραφέας θα μπορούσε να είναι ο Αναξιμένης από τη Λάμψακο, ο οποίος, όπως ο Αριστοτέλης, ήταν ένας από τους δασκάλους του Αλεξάνδρου, η ταύτιση όμως βασίζεται μόνο σε ένα απόσπασμα του Κοϊντιλιανού (3.4.9), όπου αναφέρεται ότι ο Αναξιμένης αναγνώριζε επτά είδη ρητορείας: την προτρεπτική, την αποτρεπτική, την επαινετική, την υβριστική, την κατηγορητική, την υπερασπιστική και τη διερευνητική. Αυτό δηλώνεται στη δεύτερη πρόταση της πραγματείας και αποτελεί τη βάση της ανάλυσης όσων ακολουθούν. Η πρώτη πρόταση εισάγει επιπλέον τον αριστοτελικό διαχωρισμό των τριών ειδών, ο οποίος, όμως, κατά τα άλλα δεν ακολουθείται. Αμέσως μετά την πλαστή εισαγωγική επιστολή μπορεί κάλλιστα να βρίσκεται μια μικρή αλλαγή που έκανε ο συγγραφέας της. Στο τέλος της εισαγωγικής επιστολής αποκαλύπτονται δύο πηγές στις οποίες ο πλαστογράφος ισχυρίζεται ότι βασίστηκε ενμέρει η πραγματεία: η Θεοδέκτεια του Αριστοτέλη, που θα εξεταστεί παρακάτω, και η τέχνη του Κόρακα. Η αναφορά στη Θεοδέκτεια ίσως είναι απόρροια της επίγνωσης κάποιων ομοιοτήτων με τη σωζόμενη πραγματεία του Αριστοτέλη Τέχνη Ρητορική, η αναφορά, όμως, στην προβληματική φυσιογνωμία του Κόρακα μάλλον συνδέει την πραγματεία μόνο με τη χειρόγραφη παράδοση, για την οποία υπήρχε η αντίληψη ότι ξεκίνησε με τον Κόρακα.
Ο Αναξιμένης, εάν ήταν αυτός ο συγγραφέας, δεν έκανε καμία απευθείας χρήση της εκτεταμένης διατριβής του Αριστοτέλη, γιατί δε λέει τίποτε για τις χαρακτηριστικότερες και πιο πρωτότυπες θεωρίες του Αριστοτέλη, ούτε χρησιμοποιεί την ορολογία του. Τα τρία αριστοτελικά μέσα πειθούς, τα τρία είδη της ρητορικής και. οι θεωρίες του ενθυμήματος, του παραδείγματος και της μεταφοράς αγνοούνται εξ ολοκλήρου. Δεν υπάρχει τίποτε που να αντιστοιχεί στη σημαντική περιγραφή του Αριστοτέλη, στο δεύτερο βιβλίο, για τα αισθήματα και το χαρακτήρα. Η λέξη ρητορική δεν εμφανίζεται ποτέ στην πραγματεία, παρά μόνο στον τίτλο, που αποτελεί μάλλον μεταγενέστερη προσθήκη, ενώ δεν παρατίθεται και κανένας ορισμός της τέχνης. Από την άλλη πλευρά υπάρχει ένας παραλληλισμός στη δομή μεταξύ του Τέχνη Ρητορική και της Ρητορικής προς Αλέξανδρον. Τα κεφάλαια 1-5 της δεύτερης ασχολούνται με συγκεκριμένα επιχειρήματα για κάθε είδος της ρητορικής και αντιστοιχούν χονδρικά με το πρώτο βιβλίο του έργου του Αριστοτέλη. Τα κεφάλαια 6-22 ασχολούνται με αυτά που ονομάζονται χρήσεις, και τα οποία μοιάζουν μ' αυτά που ο Αριστοτέλης αποκαλεί θέματα στο δεύτερο μισό του δεύτερου βιβλίου του. Τα κεφάλαια 23-28 αναλύουν τη λέξη, αντιστοιχώντας με το πρώτο μισό του τρίτου βιβλίου του Αριστοτέλη. Τα κεφάλαια 29-37 εξετάζουν την τάξη, την οποία ο Αριστοτέλης διεξέρχεται στο δεύτερο μισό του τρίτου βιβλίου του. Ο συνδυασμός των ομοιοτήτων και των διαφορών μεταξύ των δύο έργων οδηγεί στην υπόθεση ότι ο Αριστοτέλης δεν επινόησε τη συνολική δομή της πραγματείας του, αλλά ότι ακολουθεί μια θεματική διάταξη κοινή σε χρήση σε εγχειρίδια του δεύτερου μισού του τέταρτου αιώνα.
Υπάρχουν κάποιες ομοιότητες μεταξύ της Ρητορικής προς Αλέξανδρον και των κανόνων περί ύφους που αποδίδονται στην ισοκρατική τέχνη, όπως αναλύθηκε πιο πάνω. Αυτές περιλαμβάνουν την απαίτηση στο κεφάλαιο 25, η διάζευξη των συνδέσμων να γίνεται προσεκτικά και να αποφεύγεται η χασμωδία, καθώς και το αίτημα στο κεφάλαιο 30. η διήγησις να είναι σαφής, σύντομη και πιθανή. Εάν. όμως, η πραγματεία αποτελεί προϊόν της σχολής του Ισοκράτη, είναι παράξενο το ότι δε γίνεται καμιά αναφορά ή παραπομπή στον Ισοκράτη, καθώς και το ότι τα άμεσα δάνεια από τον Ισοκράτη είναι τόσο ισχνά, όσο και από τον Αριστοτέλη. Στο εικοστό όγδοο κεφάλαιο ο συγγραφέας τονίζει τη σημασία της φήμης ενός ρήτορα για την επιτυχία στην εκφώνηση λόγιον, άποψη την οποία συμμερίζεται και ο Ισοκράτης, παράλληλα όμως δίνει μεγάλη έμφαση στην τήρηση των κανόνων που υπάρχουν σε όλη την έκταση της πραγματείας, εφόσον ο ρήτορας ελπίζει στην επιτυχία. Ο Ισοκράτης δεν έχει καθόλου αυτή την άποψη, που αντικατοπτρίζει τη νοοτροπία εκείνων των ανιαρών δασκάλων της ρητορικής τους οποίους επικρίνει γιατί ισχυρίζονται αλαζονικά ότι γνωρίζουν όλα όσα μπορεί κανείς να μάθει για το θέμα. Ο συγγραφέας δεν παραθέτει παραδείγματα από λόγους για να επεξηγήσει τους κανόνες του. Αν και οι κανόνες του βασίζονταν γενικά μάλλον στην παρατήρηση τεχνικών που ήταν σε χρήση, τους παρουσιάζει σαν ένα σύστημα με το οποίο θα. πρέπει να συμμορφώνονται οι ομιλητές. Κατά τις επόμενες περιόδους η πραγματεία 6ε φαίνεται να. έγινε ευρύτερα γνωστή και δεν αποτέλεσε πρωτότυπη συνεισφορά στην εξέλιξη κάποιας θεωρίας της ρητορικής, ούτε στην εξέλιξη της ρητορικής ορολογίας. Η σημασία της έγκειται απλώς ως παραδείγματος ενός εγχειριδίου της περιόδου και στην περιγραφή από αυτήν των τεχνικών που είναι δυνατόν να ανευρεθούν σε λόγους του τέταρτου αιώνα. Οι ρήτορες της εποχής ίσος να μην ήξεραν αυτό το συγκεκριμένο έργο, μάλλον όμως γνώριζαν κάποιο σαν αυτό.
Αριστοτέλης
Ο Αριστοτέλης προερχόταν από μια ελληνική οικογένεια που είχε εγκατασταθεί στην αποικία των Σταγείρων, στα σύνορα της Μακεδονίας. Ο πατέρας του ήταν προσωπικός γιατρός του Μακεδόνα βασιλέα, ενώ και ο ίδιος διατηρούσε σχέσεις με τους βασιλείς της Μακεδονίας σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Καθώς στη διάρκεια αυτής της περιόδου η Μακεδονία, υπό το Φίλιππο Β', αποτέλεσε μια σημαντική απειλή για την ανεξαρτησία των αρχαιοελληνικών πόλεων-κρατών, τις οποίες νίκησε τελικά στη μάχη της Χαιρωνείας, το 338 π.Χ., ο Αριστοτέλης αντιμετωπιζόταν στην Αθήνα με κάποια καχυποψία. Ο ίδιος όμως θεωρούσε την Αθήνα ως το πολιτιστικό κέντρο του ελληνόφωνου κόσμου και αφιέρωσε ένα σημαντικό μέρος της μελέτης του στους αθηναϊκούς θεσμούς. Στα πλαίσιά της περιλαμβάνονται το δράμα, η διακυβέρνηση και η πολιτική ρητορεία, που άνθησε εκεί περισσότερο παρά σε οποιαδήποτε άλλη πόλη.
Το 367, σε ηλικία 17 ετών, ο Αριστοτέλης πήγε στην Αθήνα προκειμένου να σπουδάσει στην Ακαδημία του Πλάτωνα. Εκεί παρέμεινε για είκοσι χρόνια. Στη διάρκεια τον τριών πρώτων χρόνων της παραμονής του Αριστοτέλη ο Πλάτων βρισκόταν στη Σικελία. και αυτή η έλλειψη προσωπικής επαφής ίσως έδωσε στον Αριστοτέλη περισσότερες ευκαιρίες να αναπτύξει μια προσωπική προσέγγιση της φιλοσοφίας απ’ ότι θα μπορούσε να είχε συμβεί στην αντίθετη περίπτωση. Ο Αριστοτέλης χρωστούσε πολλά στον Πλάτωνα με πολλούς τρόπους. Εξέφραζε την προσωπική του στοργή για εκείνον, και θεωρούσε ότι ο Πλάτων είχε δώσει ορισμούς για πολλά σημαντικά θέματα της φιλοσοφίας. Αυτοί, όμως, οι δύο μεγάλοι στοχαστές έβλεπαν τον κόσμο πολύ διαφορετικά. Ο Αριστοτέλης είχε ένα έντονο ενδιαφέρον για τις φυσικές επιστήμες, που ίσιος προερχόταν από τον πατέρα, του. και το οποίο τον οδήγησε σε μελέτες στη βιολογία, ένα θέμα. μικρού ενδιαφέροντος για τον Πλάτωνα, αλλά το οποίο συνετέλεσε στη διαμόρφωση της αριστοτελικής προσέγγισης στην ηθική, στην πολίτικη, στην ποιητική και στη ρητορική. Ο Αριστοτέλης αντιμετωπίζει με χαρακτηριστικό τρόπο αυτά τα. θέματα. ως κοινωνικά φαινόμενα, τα. οποία, όπως οι ζωντανοί οργανισμοί, εξελίσσουν φυσικές δυνατότητες σε πλήρως πραγματωμένες μορφές. Είχε μάλλον περιορισμένο ενδιαφέρον για τη θρησκεία, λίγη συμπάθεια για τη μυστικιστική πνευματική προδιάθεση του Πλάτωνα και ζωηρές αμφιβολίες, που κατέληξαν σε πλήρη απόρριψη, για την πλατωνική θεωρία των υπερβατικών μορφών. Ο Πλάτων, άσχετα εάν μπορεί να χαρακτηρισθεί δογματικός, ήταν οπωσδήποτε κατά βάθος ιδεαλιστής, βαθιά δύσπιστος ως προς την αντίληψη των αισθήσεων. Ο Αριστοτέλης ήταν ρεαλιστής, πολύ πιο πραγματιστής, γοητευμένος από την πολυπλοκότητα της φύσης και της ανθρώπινης ζωής. Στους δύο τους ήταν κοινή, με διαφορετικούς τρόπους, μια. αφοσίωση για την αναζήτηση της γνώσης και της κατανόησης, όπως και ένα έντονο κίνητρο για την ανακάλυψη και τη διδασκαλία της ηθικής βάσης, επάνω στην οποία θα μπορούσε να επιτευχθεί κατά τον καλύτερο τρόπο η κοινωνική σταθερότητα και η ανθρώπινη ευημερία.
Κατά τη δεύτερη δεκαετία της περιόδου παραμονής του στην Ακαδημία, ο Αριστοτέλης ξεκίνησε τις μελέτες οι οποίες τελικά οδήγησαν στα έργα του για τη λογική και τη διαλεκτική. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος στην ιστορία που ανέπτυξε μια περιγραφή της επίσημης λογικής, περιλαμβανόμενης της θεωρίας του συλλογισμού, μια πλήρης έκθεση της οποίας παρατίθεται στα Αναλυτικά. Η αριστοτελική λογική παρέμεινε θεμελιώδης για τις φιλοσοφικές σπουδές μέχρι τη σύγχρονη περίοδο.
Η εφαρμογή της λογικής σε φιλοσοφικά ερωτήματα είναι γνωστή ως διαλεκτική, και ο Αριστοτέλης την περιγράφει στην πραγματεία με την ονομασία Τυπικά. Η διαλεκτική ήταν επίσης μια μορφή άσκησης που εκπαίδευε τους μαθητές στη μέθοδο, αξιώνοντας την παράθεση επιχειρημάτων και για τις δύο πλευρές ενός θέματος. Σύμφωνα με τον τρόπο εφαρμογής της στις φιλοσοφικές σχολές, ένας μαθητής πρόβαλλε μια θέση, για παράδειγμα, "η ευχαρίστηση είναι το μόνο αγαθό”. Στη συνέχεια ένας δεύτερος μαθητής προσπαθούσε να αντικρούσει τη θέση θέτοντας μια σειρά ερωτημάτων τα οποία μπορούσαν να απαντηθούν με ένα "ναι" ή ένα "όχι" και παραθέτοντας ορισμούς και διαχωρισμούς του θέματος με βάση τις κοινές αντιλήψεις ή και προτάσεις που υποστηρίζονταν από αναγνωρισμένες αυθεντίες. "Τόποι" είναι οι λογικές στρατηγικές που εφαρμόζονται στη διαλεκτική αλλά παράλληλα είναι χρήσιμες και στη ρητορική. Ο Αριστοτέλης περιγράφει είκοσι οκτώ ρητορικούς τόπους στο εικοστό τρίτο κεφάλαιο του δεύτερου βιβλίου του έργου Τέχνη Ρητορική.
Ο Αριστοτέλης είχε αρχίσει να. γράφει και να δημοσιεύει διαλόγους για φιλοσοφικά θέματα, ακόμη νωρίτερα, διερευνώντας μερικά από τα ίδια θέματα που βρίσκονται στους πλατωνικούς διαλόγους. Ένας διάλογος γραμμένος κατά τον τρόπο του Πλάτωνα ή του Αριστοτέλη μπορεί να θεωρηθεί ως μία λόγια και δραματική παρουσίαση κάποιας διαλεκτικής διαφωνίας. Η κομψότητα του ύφους των αριστοτελικών διαλόγων εγκωμιάζεται από μεταγενέστερους Έλληνες και Ρωμαίους συγγραφείς στους οποίους ήταν γνωστοί, αλλά κανένας από αυτούς τους διαλόγους δεν έχει διασωθεί. Σύμφωνα με τον Κικέρωνα (Επιστολές προς τον Αττικό / Ad Atticum 13.19.4), ο Αριστοτέλης περιέγραφε τον εαυτό του ως παρόντα στους διαλόγους του, ίσως όμως να μην κατείχε ηγετικό ρόλο στη συζήτηση.
Ένας διάλογος, ίσως ο παλαιότερος. είχε τον τίτλο Γρύλλος. και σύμφωνα με τον Κοϊντιλιανό (2.17.14) ο Αριστοτέλης εισήγαγε εκεί. για χάρη της συζήτησης, μερικά "λεπτά” επιχειρήματα αντίθετα προς την άποψη ότι η ρητορική είναι τέχνη, επιχειρήματα τα οποία ο Κοϊντιλιανός θεωρούσε ανακόλουθα με τη μεταγενέστερη θεώρηση της ρητορικής από τον Αριστοτέλη. Ο Γρύλλος είχε σαφώς κάποια σχέση με τον πλατωνικό Γοργία και ίσιος προσπαθούσε να μεταφέρει τη συζήτηση πιο πέρα από το σημείο στο οποίο σταματά σ' εκείνο το διάλογο. Ο πραγματικός αντίπαλος, ακόμη και εάν δεν αποτελεί το αντικείμενο απευθείας επίθεσης, ίσως ήταν ο Ισοκράτης. Αυτή την περίοδο ή κάπως αργότερα ένας μαθητής του Ισοκράτη, ονόματι Κηφισόδωρος, έγραψε μια επίθεση στις απόψεις για τη ρητορική που προέβαλλαν τόσο ο Πλάτων όσο και ο Αριστοτέλης.
Στα μέσα της δεκαετίας του 350 ο Αριστοτέλης άρχισε να δίνει μια σειρά διαλέξεων για τη ρητορική. Σύμφωνα με τον Κικέρωνα (Περί του ρήτορος / De οratore 3.141), παρωδούσε ένα στίχο από το Φιλοκτήτη του Ευριπίδη, λέγοντας ότι "είναι αισχρό να μένουμε σιωπηλοί και να επιτρέπουμε στον Ισοκράτη να διδάσκει". Φαίνεται, ότι οι διαλέξεις δίνονταν τα απογεύματα, και αποτελούσαν έτσι ένα είδος εξωπανεπιστημιακής ή δημόσιας προσφοράς, συνοδευόμενης από ρητορικές ασκήσεις. Ίσως ο Αριστοτέλης παρουσίαζε τη ρητορική ως ένα δημοφιλές "αντίστοιχο" της διαλεκτικής, την οποία, δίδασκε στους φοιτητές της φιλοσοφίας εκείνη την περίοδο. Οι πρώιμες διαλέξεις του περί ρητορικής ίσως υπήρξαν η πηγή ενός μέρους του υλικού που ανευρίσκεται στο Τέχνη Ρητορική, όπως αναθεωρήθηκε αργότερα, αφού το έργο που έχουμε περιέχει πολλές αναφορές σε ρήτορες με δραστηριότητα αυτή την περίοδο. Τα κεφάλαια 5-15 του πρώτου βιβλίου ίσως αποτελούν τον "πρώτο πυρήνα" της πραγματείας, με προέλευση αυτή την περίοδο. Αυτά είναι τα κεφάλαια στα οποία ο Αριστοτέλης καθορίζει τα "ίδια", ή τις "συγκεκριμένες" αναλογίες της πολιτικής και της ηθικής που καθίστανται η βάση της επιχειρηματολογίας στα είδη, τις τρεις κατηγορίες της ρητορικής: τη συμβουλευτική, την επιδεικτική και τη δικανική. Αυτό το υλικό μπορεί να θεωρηθεί ως απάντηση στην απαίτηση του Σωκράτη, στο Γοργία, για κάποιο είδος συγκεκριμένης γνώσης, εάν η ρητορική πρόκειται να θεωρείται τέχνη. Ένα μέρος του τρίτου βιβλίου ίσως επίσης να συμπεριλαμβάνει υλικό από αυτές τις πρώιμες διαλέξεις. Η αναφορά στον ηθοποιό Θεόδωρο, στο 3.2.4, ακούγεται σαν να ήταν ακόμη ζωντανός, και είναι δύσκολο να δούμε πώς ο Αριστοτέλης θα μπορούσε να δίνει δημοφιλείς διαλέξεις περί ρητορικής χωρίς να εξετάζει, όπως έκαναν συχνά οι συγγραφείς εγχειριδίων, τα μέρη της ρητορείας, που αποτελούν το θέμα του δεύτερου μισού του τρίτου βιβλίου. Είναι πιθανό ότι η Συναγωγή, στην οποία έχουν γίνει συχνές αναφορές, ήταν αποτέλεσμα της έρευνας του Αριστοτέλη κατά την προετοιμασία αυτών των πρώιμων διαλέξεων, αν και αυτό το έργο θα μπορούσε να έχει γραφτεί αργότερα, στη ζωή του, όταν επέστρεψε στη ρητορική.
Περίπου την εποχή του θανάτου του Πλάτωνα, το 347, ο Αριστοτέλης εγκατέλειψε την Αθήνα και πήγε να ζήσει στην Τρωάδα και στη συνέχεια στη Λέσβο, όπου ασχολήθηκε κυρίως με τη μελέτη της βιολογίας. Το 343 ο Φίλιππος Η' προσκάλεσε τον Αριστοτέλη στη Μακεδονία προκειμένου να κατευθύνει την εκπαίδευση του νεαρού πρίγκιπα Αλεξάνδρου. Εκείνη την περίοδο ο Αλέξανδρος ήταν περίπου δεκατριών χρόνων και φαίνεται πιθανό ότι ο Αριστοτέλης τον δίδαξε θέματα που θεωρούνταν κατάλληλα για εκείνο το στάδιο της εκπαίδευσης και για ένα διάδοχο του θρόνου. Σ' αυτά μάλλον περιλαμβανόταν η λογοτεχνία, η διαλεκτική, κάποια. εισαγωγή στην ηθική και στην πολιτική φιλοσοφία, και η ρητορική. Ο Αλέξανδρος χρειαζόταν να αποκτήσει ο ίδιος άνεση στο λόγο. ενώ ως μελλοντικός ηγεμόνας θα έπρεπε να αντιλαμβάνεται εξίσου τις προσπάθειες των άλλων να τον πείσουν για κάποιο απόφαση ή ενέργεια. Αυτή η διδασκαλία μάλλον ανάγκασε τον Αριστοτέλη να αρχίσει κάποια αναθεώρηση των σκέψεων του σχετικά με τη ρητορική. Αυτή την περίοδο ο Ισοκράτης καλλιεργούσε την εύνοια του βασιλιά Φιλίππου και αναμφίβολα δεν θα ήταν πολύ ευχαριστημένος μαθαίνοντας ότι ο Αριστοτέλης δίδασκε το γιο του. Συνέταξε ένα γράμμα για τον Αλέξανδρο, το οποίο έκλεισε μέσα σε μια επιστολή προς το Φίλιππο, που αρχίζει αρκετά απολογητικά, υπονοώντας ότι ο Αλέξανδρος είχε μάλλον ακούσει επικρίσεις για τον Ισοκράτη. Στη συνέχεια υποβάλλει τα σέβη του στους μη κατονομαζόμενους δασκάλους του Αλεξάνδρου - δύσκολα θα μπορούσε να αμφισβητήσει την κρίση του Φιλίππου κατά την επιλογή τους - αλλά τον προειδοποιεί να μη γοητευθεί από την αμφισβήτηση για χάρη της ίδιας της αμφισβήτησης, που αποτελεί πιθανόν αναφορά στην αριστοτελική διαλεκτική. Τελειώνοντας ενθαρρύνει το ενδιαφέρον του Αλεξάνδρου για το λόγο, όπως τον όριζε ο Ισοκράτης.
Η ευθύνη του Αριστοτέλη για τον Αλέξανδρο διήρκεσε μόλις δύο ή τρία χρόνια. Στις αρχές της δεκαετίας του 330 ο Αριστοτέλης ενδεχομένως ζούσε στο αρχικό του σπίτι. στα. Στάγειρα, απασχολημένος με τις έρευνες του, μάλλον με κάποιους ιδιωτικούς μαθητές. Η ήττα της Αθήνας και των συμμάχων της από το Φίλιππο το 338 επέτρεψε τη δυνατότητα της ασφαλούς επιστροφής του Αριστοτέλη σ' αυτήν, πράγμα που έκανε το 335. Αντί, όμως, να. επιστρέφει στην Ακαδημία, άνοιξε δική του σχολή στο γυμναστήριο του Λυκείου. Κατά την προετοιμασία της επιστροφής του φαίνεται ότι αναθεώρησε τις διαλέξεις του για την πολιτική, την ποιητική και τη ρητορική, που θα αποτελούσαν κατάλληλα θέματα για να προσελκύσει μαθητές στην Αθήνα. Τα τελευταία ιστορικά στοιχεία για. το Τέχνη Ρητορική ανάγονται σ' αυτή την περίοδο. Όπως οι υπόλοιπες σωζόμενες αριστοτελικές πραγματείες, το έργο είναι βασικά το κείμενο το)ν διαλέξεων που επρόκειτο να δώσει στη σχολή του, γραμμένο σε ένα ιδιαίτερα συμπυκνωμένο, μη λόγιο ύφος. Κατά τις διαλέξεις μάλλον απομακρυνόταν κάπως από το γραπτό κείμενο, προκειμένου να εξηγήσει πληρέστερα κάποια σημεία, ενώ παράλληλα απαντούσε σε ερωτήματα και ενθάρρυνε τη συζήτηση. Το κείμενο των διαλέξεων μάλλον ήταν διαθέσιμο και στη βιβλιοθήκη της σχολής, όπου μπορούσαν να το μελετήσουν κι άλλοι. Στο 3.9.10 αναφέρεται σ’ αυτό που αποκαλεί Θεοδέκτεια. Μεταγενέστεροι συγγραφείς διατηρούν κα- ποια αβεβαιότητα εάν αυτό ήταν έργο του Αριστοτέλη ή του Θεοδέκτη. Μάλλον επρόκειτο για κάποια συλλογή παραδειγμάτων, με κάποια ανάλυση, των ρητορικών τεχνικών του Θεοδέκτη, φίλου του Αριστοτέλη, σοφιστή και δραματουργού της εποχής.
Το τρίτο βιβλίο του Τέχνη Ρητορική αρχικά ήταν μάλλον ένα. έργο διαφορετικό από το πρώτο και το δεύτερο βιβλίο, δηλαδή περιεχόταν σε χωριστό πάπυρο. Σε όλη την έκταση του πρώτου και του δεύτερου βιβλίου ο Αριστοτέλης φαίνεται να θεωρεί ότι η ρητορική είναι αποκλειστικά ζήτημα του τι λέγεται. Στο τέλος του δεύτερου βιβλίου αναφέρεται σ’ αυτό ως διάνοια - μεταγενέστεροι συγγραφείς θα το αποκαλέσουν εύρεσιν - και στη συνεχεία δίνει την εντύπωση ότι θα στραφεί στην ανάλυση της λέξης και της τάξης. Ο κατάλογος των έργων του Αριστοτέλη που παρατίθεται από το Διογένη Λαέρτιο (5.24) περιλαμβάνει ένα σχετικό με τη ρητορική, σε δύο βιβλία, και ένα ιδιαίτερο έργο, το Περί ύφους, που ενδεχομένως είναι το τρίτο μας βιβλίο. Η αρχή, όμως, του τρίτου βιβλίου περιλαμβάνει μια περίληψη του πρώτου και του δεύτερου βιβλίου, συνδέοντας το σαφώς με όσα προηγούνται. Δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα εάν τα συνδετικά αποσπάσματα ήταν έργο του Αριστοτέλη ή κάποιου μεταγενέστερου Έλληνα επιμελητή του έργου, ο οποίος επιδίωξε τη δημιουργία μιας πιο περιεκτικής πραγματείας.
Το Τέχνη Ρητορική είναι ένα δύσκολο έργο. Παρουσιάζει πολλά συγκεκριμένα προβλήματα, ερμηνείας, για τα οποία δίνουν κάποια βοήθεια ορισμένοι σύγχρονοι σχολιασμοί και σημειώσεις σε μεταφράσεις. Επιπλέον υπάρχουν δύο γενικά προβλήματα: το ένα είναι συνέπεια της ανακολουθίας μεταξύ όσων λέει ο Αριστοτέλης περί ρητορικής στα αρχικά κεφάλαια, και της αντιμετώπισης του θέματος που ακολουθεί, καθώς και από τη φαινομενική ασυνέπεια στη χρήση ορισμένων όρων-κλειδιά, ειδικά των πίστις, ήθος και τόπος. Οι περισσότερες ασυνέπειες φαίνεται να προέρχονται από το γεγονός ότι το Τέχνη Ρητορική γράφτηκε σε διαφορετικές περιόδους και ότι αναθεωρήθηκε μόνο ενμέρει για να αποτελέσει ένα συνεπές σύνολο. Επιπλέον. διάφορα τμήματα φαίνεται ότι γράφτηκαν έχοντας υπόψη διαφορετικά ακροατήρια: το πρώτο κεφάλαιο του πρώτου βιβλίου διέπεται. από μια πολύ αυστηρή πλατωνική θεώρηση για τη ρητορική και φαίνεται να απευθύνεται σε μαθητές της φιλοσοφίας που είχαν πρόσφατα συμπληρώσει έναν κύκλο μαθημάτων για τη διαλεκτική. Σε άλλα. μέρη (π.χ., 1.9 και 15) παρατίθενται πρακτικοί κανόνες για τους ομιλητές, ενώ διαβάζονται σαν ένα εγχειρίδιο, στο οποίο λαμβάνεται μέριμνα για τις τεχνικές ττι; επιτυχίας και όχι για το εάν η χρήση των τεχνικών είναι ηθικά δικαιωμένη.
Αυτό το ερώτημα της ηθικής στάσης της πραγματείας βρίσκεται στην καρδιά του δεύτεροί) γενικού προβλήματος κατά την ερμηνεία. Σ' αυτό που στην πραγματικότητα αποτελεί μια παρενθετική παρατήρηση, στο 1.1.2, ο Αριστοτέλης λέει ότι δεν πρέπει κάνεις να πείθει για ό, τι είναι ευτελές (ή ηθικά εσφαλμένο). Στο 1.2.7 λέει ότι η ρητορική "είναι ένα συγκεκριμένο είδος παραφυάδας της διαλεκτικής και των σπουδών της ηθικής, τις οποίες δίκαια θα αποκαλούσαμε πολιτική". Αναφέρεται περιστασιακά στα Πολίτικά ή στα Ηθικά τον, καθώς και σε μερικά από τα γραπτά του για τη λογική. Στα Ηθικά Νικομάχεια 1.2.4-6 αποκαλεί επιπλέον ρητορική μια υποδιαίρεση της πολίτικης και σ' αυτό το έργο αποκαλύπτει τα παθιασμένα αισθήματα του για τη σημασία της δικαιοσύνης, τις έντιμες συναλλαγές, και την αλήθεια. Εξετάζοντας τη ρητορική ίσος περιμένει κάνεις ότι ()α είχε πολλά να πει για τη νόμιμη και την άνομη χρήση της ρητορικής στην κοινωνία και για τις υποχρεώσεις ενός ρήτορα, αλλά δε λέει σχεδόν τίποτα, πέρα από το να επισημάνει μερικές σοφιστικές πλάνες. Δεν είναι καν σαφές εάν θεωρεί τη δημόσια, επιχειρηματολογία και την ελευθερία του λόγου ως βασικές για τη συνταγματική και τη μεθοδική διακυβέρνηση. Είναι πιθανό ότι ο Αριστοτέλης αισθανόταν ότι αυτά τα θέματα είχαν παρουσιαστεί επαρκώς στο Γρύλλο, ή σ' αυτά που αποκαλεί μερικές φορές "εξωτερικές" πραγματείες, σε αντιπαραβολή με τις ειδικές διαλέξεις του. Ο ορισμός του για τη ρητορική (1.2.1) είναι "η ικανότητα να. διαβλέπεις σε κάθε περίπτωση τα διαθέσιμα μέσα πειθούς", και τα σοφιστικά τεχνάσματα που παραθέτει μερικές φορές είναι σίγουρα "διαθέσιμα". Το ερώτημα που δεν απαντάται είναι κατά πόσο είναι ποτέ νόμιμη η χρήση τους. Αναμφίβολα ο Αριστοτέλης περίμενε ότι τα θέματα ηθικής σχετικά με τη ρητορική θα εξακολουθούσαν να τίθενται υπό συζήτηση, και. μια από τις αρετές της πραγματείας του είναι ότι παρέχει αρκετό υλικό για μια τέτοια συζήτηση, χωρίς να αποπειράται να δώσει απάντηση.
Η πιο ικανοποιητική απάντηση στο ηθικό αίνιγμα του Τέχνη Ρητορική είναι μάλλον να αναγνωρίσουμε ότι είναι μια "φορμαλιστική" πραγματεία, σε μεγάλο βαθμό μια αντικειμενική, μη κριτική ανάλυση των μορφών που έπαιρνε η ρητορική στην εποχή του και, υπ’ αυτή την έννοια., περισσότερο όμοια με τα επιστημονικά κείμενα του παρά με αυτά που αφορούν την ηθική. Η απροκατάληπτη ανάλυσή του για τις ρητορικές τεχνικές είναι, συνεπώς, ανάλογη με την ανάλυσή του για τους τύπους των φυτών και των ζώων στα έργα του για τη βιολογία, η για τα πολιτεύματα, και, ακόμη, για την ποίηση. Στην Ποιητική, όπως και στο Τέχνη Ρητορική, υπάρχουν κρίσεις για το τι είναι αποτελεσματική τέχνη, αλλά ελάχιστες παρατηρήσεις που σχετίζονται με την αξία της ρητορικής στην κοινωνία - η πιο σημαντική είναι ο ορισμός της κάθαρσης. στο έκτο κεφάλαιο, ως σκοπού της τραγωδίας, αλλά αυτή η βασανιστική αναφορά 6εν επεξηγείται με κανένα τρόπο στο κείμενο. Το μεγαλύτερο μέρος της Ποιητικής είναι αφιερωμένο σε μια επίσημη ανάλυση των μερών και των τεχνικών της τραγωδίας και του έπους. Παρομοίως, στο μεγαλύτερο μέρος του Τέχνη Ρητορική ο Αριστοτέλης περιγράφει τα "διαθέσιμα μέσα πειθούς". τη διατήρηση της αντικειμενικότητας και την τήρηση μιας συναισθηματικής απόστασης από το θέμα του, όπως θα έκανε εάν ανέτεμνε ένα ζώο.
Παρόλο που ο Αριστοτέλης δε διαιρεί απερίφραστα τη μελέτη της ρητορικής σε μέρη, όπως κάνουν μεταγενέστεροι δάσκαλοι, η πραγματεία του, ως σύνολο, διαιρείται σε αναλύσεις των τριών από τα παραδοσιακά μέρη και περιλαμβάνει μερικές παρατηρήσεις για ένα τέταρτο. Το πρώτο και το δεύτερο βιβλίο εξετάζουν το περιεχόμενο ή τη σκέψη των λόγων, που αργότερα καταλήγει να είναι γνωστή ως εύρεσις. Το τρίτο βιβλίο αρχίζει με μερικές παρατηρήσεις για την απόδοση και στη συνέχεια εξετάζει τη λέξιν (3.2-12) και την τάξιν (3.13-19).
Ο Αριστοτέλης αρχίζει το πρώτο βιβλίο συνδέοντας τη ρητορική με τη διαλεκτική: και οι δυο αποτελούν μεθόδους, όχι ανεξάρτητα γνωστικά αντικείμενα, και, αντίθετα με τις εξειδικευμένες σπουδές, "και οι δύο ασχολούνται με πράγματα που είναι, μέχρις ενός σημείου, γνωστά σε όλους τους ανθρώπους. Επικρίνει τα παλαιότερα εγχειρίδια για την αδιαφορία τους για τα λογικά επιχειρήματα και για τους λόγους, εκτός από αυτούς που εκφωνούνται στα δικαστήρια, και δικαιολογεί τη σοβαρή ενασχόληση με τη ρητορική ως χρήσιμη για αρκετούς λόγους: εάν οι αποφάσεις δεν λαμβάνονται με το σωστό τρόπο, η αλήθεια και η δικαιοσύνη θα νικηθούν η καλή γνώση ενός θέματος δεν εξασφαλίζει από μόνη της ότι ένας ομιλητής θα είναι πειστικός απέναντι σ’ ένα γενικό ακροατήριο, γιατί είναι απαραίτητη η επιδέξια παρουσίαση, με βάση υποθέσεις τις οποίες συμμερίζεται το ακροατήριο- η εξάσκηση στην επιχειρηματολογία υπέρ οποιασδήποτε πλευράς ενός θέματος βοηθά (όπως και στη διαλεκτική) στην αποκάλυψη της πραγματικής κατάστασης της υπόθεσης και επιτρέπει στον ομιλητή να αντικρούσει έναν αντίπαλο· ο λόγος είναι φυσικό χαρακτηριστικό των ανθρωπίνων όντων και πιο κατάλληλος τρόπος για την επίλυση θεμάτων από τη χρήση βίας. Οτιδήποτε και αν είχε υποστηρίξει ο Αριστοτέλης στο Γρύλλο, το Τέχνη Ρητορική αρχίζει με τη βέβαιη υπόθεση ότι η ρητορική είναι τέχνη, χρήσιμη στην κοινωνία, ικανή να περιγράφει και να ασκηθεί, ηθικά ουδέτερη. Αποτελεί ένα σώμα γνώσης, με προέλευση την παρατήρηση και την εμπειρία, για τον τρόπο πειθούς ενός ακροατηρίου. Ο θεματικός πυρήνας, αυτό που συζητιέται σ’ ένα λόγο, παρέχεται από άλλες σπουδές, οι πιο σπουδαίες από τις οποίες είναι η πολιτική και η ηθική. Όπως συμβαίνει και με άλλες τέχνες, η ρητορική μπορεί να χρησιμοποιηθεί για καλούς ή για κακούς σκοπούς. Η υπόλοιπη πραγματεία αποτελείται από μια περιγραφή του τι είναι αυτή η τέχνη και για τις γνώσεις που χρειάζεται ένας ομιλητής. Στο βαθμό που η περιγραφή του Αριστοτέλη για τη ρητορική ως τέχνη είναι επιτυχημένη, δίνει μια απάντηση στις επικρίσεις του Σωκράτη στο Γοργία, ενώ στο βαθμό που επιτυγχάνει να δείξει ότι το πιο σημαντικό στοιχείο στον πειστικό λόγο είναι η κατανόηση των λογικών επιχειρημάτων, παρά η ευγένεια των συναισθημάτων και το καλοδουλεμένο ύφος, δίνει μια απάντηση στον Ισοκράτη.
Το δεύτερο κεφάλαιο αρχίζει με το διάσημο ορισμό της ρητορικής ως "ικανότητας να διαβλέπεις σε κάθε περίπτωση τα διαθέσιμα μέσα πειθούς". Η "ικανότητα να διαβλέπεις" χαρακτηρίζει τη ρητορική μάλλον ως θεωρία παρά ως πρακτική, αυτό που κατέληξε να αποκαλείται μεταρητορική, αν και αργότερα ο Αριστοτέλης συχνά αντιμετωπίζει τη ρητορική ως θέμα οξυδερκούς ομιλίας, ή αυτό που θα αποκαλούσε "πρακτική" τέχνη. Ο ορισμός προϋποθέτει αλλά δεν καθορίζει ότι η ρητορική είναι μια ιδιότητα του λόγου, καθώς η ρίζα της λέξης (ρη-) αναφέρεται στην ομιλία. Ο ορισμός διασαφηνίζεται από μια προγενέστερη δήλωση (1.1.14), ότι η λειτουργία, (έργον) της ρητορικής δεν είναι να πείθει, αλλά να διαβλέπει τα διαθέσιμα μέσα της πειθούς -ένας λόγος μπορεί να είναι ο καλύτερος δυνατός, αλλά, παρά ταύτα να αποτύχει να πείσει ένα ακροατήριο -, και από μια δήλωση πιο κάτω στο ίδιο κεφάλαιο (1.2.12) ότι η λειτουργία της ρητορικής "ασχολείται με το είδος των πραγμάτων για τα οποία επιχειρηματολογούμε και για τα οποία δεν υπάρχουν άλλες τέχνες, μεταξύ ακροατών που δεν είναι σε θέση να βλέπουν πολλά πράγματα μαζί ή να σκαφθούν λογικά από μια απομακρυσμένη αφετηρία". Δηλαδή ασχολείται με θέματα για τα οποία πραγματοποιείται δημόσια επιχειρηματολογία ενώπιον ενός λαϊκού ακροατηρίου, συμπεριλαμβανομένου (φυσικά ενός σώματος ενόρκων. Η φράση "σε κάθε περίπτωση" διαφοροποιεί τη ρητορική από τη διαλεκτική. Η ρητορική ασχολείται με συγκεκριμένα θέματα που αφορούν συγκεκριμένα πρόσωπα και πράξεις, αυτές που αργότερα αποκλήθηκαν "υποθέσεις", ενώ η διαλεκτική με οικουμενικά ή γενικά ερωτήματα.
Τον ορισμό στο δεύτερο κεφάλαιο ακολουθεί στο υπόλοιπο εκείνου του κεφαλαίου και στο τρίτο κεφάλαιο μια σειρά διαχωρισμοί του θέματος, που είναι θεμελιώδεις για την κλασική ρητορική και εμφανίζονται, με μικρές διαφοροποιήσεις, σε πολλές μεταγενέστερες συζητήσεις. Τα διαθέσιμα μέσα της πειθούς σε μια συγκεκριμένη περίπτωση είναι είτε μη καλλιτεχνικά είτε καλλιτεχνικά. Τα μη καλλιτεχνικά (ή άτεχνα) μέσα είναι τύποι στοιχείων, όπως οι καταθέσεις των μαρτύρων και τα συμβόλαια, τα οποία χρησιμοποιεί αλλά δεν επινοεί ο συγγραφέας. Αυτά εξετάζονται λεπτομερειακά στο τελευταίο κεφάλαιο του πρώτου βιβλίου. Τα καλλιτεχνικά μέσα πειθούς είναι τρία στον αριθμό: η παρουσίαση του χαρακτήρα (ήθος) του ομιλητή ως αξιόπιστου, με βάση όσα αναφέρει στο λόγο του, η διέγερση του συναισθήματος (πάθος) του ακροατηρίου, η χρήση επιχειρημάτων (λόγος) που δείχνουν ή φαίνονται να δείχνουν κάτι. Αυτά αντικατοπτρίζουν την υπόθεση του Αριστοτέλη, που δηλώνεται στο 1.3.1, ότι υπάρχουν τρεις βασικοί παράγοντες στο περιβάλλον ενός λόγου: ο ομιλητής, το θέμα (ή ο λόγος), και το ακροατήριο. Τα λογικά επιχειρήματα είναι δύο τύπων: η συναγωγή συμπερασμάτων, η οποία στη ρητορική συνίσταται στη χρήση παραδειγμάτων, κατά τα οποία ο ομιλητής επιχειρηματολογεί από μια συγκεκριμένη δήλωση προς μια άλλη, ενώ υπονοείται μια γενίκευση της οικουμενικής εφαρμογής τους. και, δεύτερον, η απαγωγή, η χρήση ρητορικού συλλογισμού, που αποκαλείται από τον Αριστοτέλη ενθύμημα (1.2.8). Ένας διαλεκτικός συλλογισμός αποτελείται από μια πρωτεύουσα πρόταση, από μια δευτερεύουσα πρόταση και ένα συμπέρασμα. Ένα παραδοσιακό παράδειγμα, το οποίο όμως δεν παραθέτει ο Αριστοτέλης, είναι το "όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί. Ο Σωκράτης είναι άνθρωπος, άρα ο Σωκράτης είναι θνητός". Οι προτάσεις ενός ενθυμήματος είναι συνήθως πιθανές παρά βέβαιες, και συχνά είναι δυνατόν να υποτεθεί ότι μια πρόταση είναι γνωστή στο ακροατήριο. Συνεπώς ένα ενθύμημα συχνά παραλείπει μια πρόταση και η συνηθισμένη μορφή του είναι ένας ισχυρισμός που υποστηρίζεται από μια αίτια: "ο Σωκράτης είναι θνητός, επειδή όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί", ή "εάν ο Σωκράτης είναι άνθρωπος, είναι θνητός". Τα ενθυμήματα προέρχονται από αυτό που θεωρείται πιθανό (εικός) ή από σημάδια (σημεία) (1.2.14-17). Οι δηλώσεις που χρησιμοποιούνται σε ρητορικά επιχειρήματα μπορεί να είναι συγκεκριμένες (ίδια), οπότε αποτελούν δάνεια από κάποιο σώμα λαϊκής γνώσης, κυρίως από την πολιτική ή την ηθική, ή είναι στρατηγικές της διαλεκτικής και της ρητορικής κοινές για οποιοδήποτε θέμα. τις οποίες ο Αριστοτέλης αποκαλεί "τόπους". Ως παράδειγμα των τελευταίων ο Αριστοτέλης παραθέτει επιχειρήματα από "το μάλλον και το ήττον", που μπορούν να χρησιμοποιηθούν, όπως λέει (1.2.21). κατά την ανάλυση ζητημάτων δικαιοσύνης, φυσικής, πολιτικής και πολλών άλλων θεμάτων.
Συνεχίζοντας το βασικό του διαχωρισμό στο τρίτο κεφάλαιο του πρώτου βιβλίου, ο Αριστοτέλης κάνει εκείνη τη διάκριση, την οποία μεταγενέστεροι συγγραφείς ξεχωρίζουν ως την πιο χαρακτηριστική του συνεισφορά. Υπάρχουν τρία (και μόνο τρία.) είδη της ρητορικής: η δικανική, η συμβουλευτική και η επιδεικτική. Η διάκριση εδώ βασίζεται στη λειτουργία του ακροατηρίου: ένα ακροατήριο είτε αποτελεί είτε δεν αποτελεί ένα σώμα δικαστών. Εάν αποτελεί, του ζητείται να πάρει μια απόφαση σχετικά είτε με το τι έχει συμβεί στο παρελθόν, είτε με το τι θα πρέπει να γίνει στο μέλλον. Εάν η κρίση σχετίζεται με το παρελθόν, η απόφαση αφορά το τι είναι δίκαιο, και το είδος της ρητορικής είναι δικανικό. Εάν η κρίση σχετίζεται με το μέλλον, η απόφαση αφορά το τι είναι πιο συμφέρον για το ακροατήριο, και ο λόγος είναι συμβουλευτικός. Εάν το ακροατήριο δε λαμβάνει μια πρακτική απόφαση σε κάποιο δικαστήριο ή πολιτική συνέλευση, αλλά ακούει ένα λόγο σε κάποια τελετουργική περίπτωση, ο λόγος είναι επιδεικτικός, εμπεριέχει το ερώτημα του τι είναι έντιμο, και λαμβάνει τη μορφή είτε του επαίνου, είτε του ψόγου. Αλλού ο Αριστοτέλης επισημαίνει (2.18.1) ότι ένα ακροατήριο επιδεικτικής ρητορικής μπορεί να κρίνει την αποτελεσματικότητα ενός ρήτορα σ' ένα ρητορικό διαγωνισμό. Το υπόλοιπο του πρώτου βιβλίου εξετάζει συγκεκριμένες δηλώσεις της πολιτικής και της ηθικής, όπως χρησιμοποιούνται στη ρητορική, δίνοντας έμφαση στο ότι αυτές θα πρέπει να είναι περισσότερο δημοφιλείς παρά φιλοσοφικές, αφού τα επιχειρήματα ενός λόγου χρειάζεται να αναπτύσσονται στη βάση των όσων ήδη πιστεύει ένα γενικό ακροατήριο. Οι δηλώσεις για τη συμβουλευτική ρητορική, την οποία ο Αριστοτέλης θεωρεί ως την υψηλότερη μορφή, αναπτύσσονται στα κεφάλαια 4-8, για την επιδεικτική στο ένατο κεφάλαιο, και για τη δικανική στα κεφάλαια 10-15. Επίσης περιλαμβάνεται ένα τελικό κεφαλαίο σχετικά με τα μη καλλιτεχνικά μέσα της πειθούς.
Στην αρχή του δεύτερου βιβλίου ο Αριστοτέλης επιστρέφει στο ήθος και στο πάθος ως μέσα της πειθούς, έπειτα (2.2-11) αναλύει μια σειρά συναισθημάτων - προσωρινών καταστάσεων του νου που είναι δυνατόν να διεγερθούν ή να κατευνασθούν - και μια ποικιλία χαρακτηριστικών τύπων, με βάση την ηλικία, την κοινωνική τάξη, την ευημερία και τη δύναμη (2.12-17), για να επιστρέφει τελικά σε μια περαιτέρω συζήτηση των λογικών επιχειρημάτων: των παραδειγμάτων, των ρητών, των ενθυμημάτων, των τόπων, των πλανών και των αντικρούσεων (2.19-26). Το εικοστό τρίτο κεφάλαιο αποτελεί ένα μακρύ κατάλογο "τόπων", υπό την έννοια της στρατηγικής των επιχειρημάτων.
Το τρίτο βιβλίο, μετά από ένα εισαγωγικό κεφάλαιο, στο οποίο επισημαίνεται η πιθανή σημασία του ύφους, εξετάζει το ύφος και τη διάταξη. Ο Αριστοτέλης καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια για να ξεχωρίσει το ποιητικό ύφος από αυτό που είναι κατάλληλο για τη ρητορεία και την πρόζα. Προσόν του ύφους του γραπτού λόγου είναι να είναι σαφές, όχι επίπεδο, ούτε υπεράνω της σοβαρότητας του θέματος, αλλά κατάλληλο γι’ αυτό (3.2). Η έμφαση που δίνεται στη σαφήνεια αποτελεί το υφολογικό αντίστοιχο της έμφασης του Αριστοτέλη στη λογική απόδειξη κατά την εύρεση. Η προτίμηση για το μέσον μεταξύ των άκρων είναι χαρακτηριστική της ηθικής σκέψης του Αριστοτέλη. Μεταξύ τον υφολογικών τεχνικών που εξετάζονται είναι η παρομοίωση (3.4), η προσήνεια (3.6), ο ρυθμός (3.8), η περιοδική δομή (3.9) -με την οποία ο Αριστοτέλης δεν εννοεί τις μακρές, σύνθετες προτάσεις, αλλά μικρές φράσεις που είναι παράλληλες ή αντιθετικές-, η λεπτότητα και η νοερά απεικόνιση (3.10-11). Η μεταφορά εξετάζεται αρχικά στο 3.2, όπου αναφέρεται ότι είναι η πιο χρήσιμη ποιητική επινόηση για τον πεζό λόγο. και ότι κάνει όσα λέγονται να φαίνονται ασυνήθιστα, και συνεπώς εντυπωσιακά. Η ανάλυσή της συνεχίζεται στο 3.10-1 1. Ένα τελικό κεφάλαιο (3.12) εξετάζει τις διαφορές μεταξύ του προφορικού και του γραπτού ύφους.
Κατά την εξέταση της διάταξης ο Αριστοτέλης αρχίζει (3.13) δηλώνοντας ότι τα μόνα αναγκαία μέρη μιας ρητορείας είναι η έκθεση μιας δήλωσης και η απόδειξη, στη συνεχεία, όμως, εξετάζει το προοίμιο (3.14-15), συμπεριλαμβανομένου του πώς να δίνεται απάντηση σε μια επιζήμια επίθεση, τη διήγηση (3.16), την απόδειξη (3.17-18), συμπεριλαμβανομένης της απευθείας εξέτασης των αντιπάλων σε μια δίκη, και τον επίλογο (3.19).
Όπως διαπιστώθηκε στο απόσπασμα από το Φαίδρο για τα εγχειρίδια, που παρατέθηκε στην αρχή αυτού του κεφαλαίου, τον πέμπτο αιώνα είχε αρχίσει να χρησιμοποιείται κάποιο τεχνικό λεξιλόγιο για τη ρητορική. Ο Αριστοτέλης υιοθέτησε ένα μέρος του και προσέθεσε και άλλους όρους. Παρόλο που μερικοί φαίνονται δύσκολοι στα Αγγλικά, συχνά γίνονταν εύκολα αντιληπτοί από έναν Έλληνα φοιτητή. Το ομοιοτέλευτον, για παράδειγμα, σημαίνει απλώς "με όμοια κατάληξη". Πολλοί ρητορικοί όροι είναι μεταφορές, περιλαμβανόμενου του ίδιου του όρου μεταφορά. Αποτελούν είτε αντικείμενα δανεισμού από μια άλλη χρήση -το "προοίμιο", για παράδειγμα, που σήμαινε αρχικά το πρελούδιο ενός τραγουδιού- ή έχουν μια περιορισμένη έννοια. Ο πιο διάσημος τεχνικός όρος του Αριστοτέλη, το ενθύμημα, σημαίνει στην κυριολεξία κάτι που "διατηρείται στη μνήμη". Πολλοί από τους αριστοτελικούς όρους τους σχετικούς με πλευρές της εύρεσης, συμπεριλαμβανομένου του "ενθυμήματος", έγιναν μέρος του κοινού ρητορικού λεξιλογίου των διαδόχων του, αν και συχνά με κάπως διαφορετική έννοια. Μερικοί από τους όρους που χρησιμοποιεί για να περιγράφει το ύφος - για παράδειγμα, "μεταφορά" και "περίοδος" (στην κυριολεξία: "κυκλικός δρόμος") - επίσης έγιναν αποδεκτοί, άλλοι, όμως, όπως ο όγκος ("υποτακτικότητα", στην κυριολεξία: "διόγκωση"), όχι. Ο Αριστοτέλης δεν έχει κάποιο γενικό όρο για τα σχήματα λόγου, μια σημαντική παράλειψη από την οπτική γωνία μεταγενέστερων ρητοροδιδασκάλων.
Οι πιο προβληματικοί από τους ρητορικούς όρους του Αριστοτέλη είναι η πίστις, "η μη καλλιτεχνική απόδειξη", το ήθος, το πάθος, ο τόπος και ο όρος "επιδεικτικός". Το πρόβλημα με την πίστιν είναι ότι μπορεί να έχει τουλάχιστον τρεις διαφορετικές ερμηνείες στο κείμενο: "απόδειξη", με την έννοια της λογικής επίδειξης, "απόδειξη" ως επίσημο μέρος του λόγου, και "μέσον πειθούς". περιλαμβανομένης όχι μόνο της λογικής επίδειξης, αλλά της αξιοπιστίας του χαρακτήρα τον οποίο μπορεί να προβάλει ένας ομιλητής, καθώς και των συναισθημάτων που εκφράζει. Το νόημα αναγκαστικά καθορίζεται από το πλαίσιο. Η αντίληψη του Αριστοτέλη για τη μη καλλιτεχνική απόδειξη περιορίζεται στους μάρτυρες, στα έγγραφα και στα στοιχεία που μπορούν να παρουσιαστούν σε μια δίκη. Υπάρχει η ανάγκη για μια ευρύτερη αντίληψη, που θα περιλαμβάνει ζητήματα όπως το εξωτερικό κύρος που μεταφέρει ένας ομιλητής σ' ένα λόγο - μια μη καλλιτεχνική μορφή ήθους την οποία χρησιμοποιεί αλλά δεν επινοεί ένας ομιλητής- ή μη λεκτικά μέσα πειθούς που συνοδεύουν το λόγο - για παράδειγμα ένα γεμάτο όπλο.
Ο αρχικός ορισμός του Αριστοτέλη για το ήθος (1.2.4) το περιορίζει σε οτιδήποτε λέγεται σ’ ένα λόγο και κάνει έναν ομιλητή να φαίνεται αξιόπιστος, άποψη που προβάλλεται γι' αυτό ξανά στο 1.9.1 και στο 2.1. Η εξέταση τύπων χαρακτήρων στο 2.12-17, πάντως, φαίνεται να επικεντρώνεται στο πώς ένας λόγος πρέπει να προσαρμόζεται στο χαρακτήρα των μελών του ακροατηρίου, άποψη που βρίσκεται πιο κοντά στην αξίωση του Πλάτωνα στο Φαίδρο ότι ένας ομιλητής θα πρέπει να γνωρίζει τις ψυχές των ακροατών του. Η συζήτηση των συναισθήματος στο 2.2-11 αποτελεί φαινομενικά μια πραγμάτευση της ψυχολογίας, δυνάμει χρήσιμη για τη διέγερση ή τον κατευνασμό των συναισθημάτων, λίγα πράγματα γίνονται όμως σε σχέση με την εφαρμογή της σε μια ρητορική κατάσταση. Τα κεφάλαια αυτά μάλλον γραφτήκαν ως τμήμα κάποιος άλλης μελέτης και ενσωματώθηκαν εδώ με μικρές αναθεωρήσεις. Φαίνεται να είναι αναγκαία μια πιο γενική περιγραφή τον ρόλου του χαρακτήρα στη ρητορεία, περιλαμβανόμενων όχι μόνο των χαρακτήρων του ομιλητή και του ακροατηρίου, αλλά και εκείνων των αντιπάλων, μαρτύρων και προσώπων που αναφέρονται στο Λόγο - στοιχεία που ανευρίσκονται στο σύνολό τους στους λόγους του Λυσία. του Δημοσθένη και άλλων ρητόρων. Επιπλέον, η σχέση του χαρακτήρα προς το συναίσθημα φαίνεται ότι χρειάζεται κάποια μεγαλύτερη ανάλυση. Οι περιγραφές του ρητορικού ήθους και του πάθους, που βρίσκονται στο δεύτερο βιβλίο του Περί του ρητορος / De oratore του Κικέρωνα και στο έκτο βιβλίο της Εκπαιδεύσεως του ρήτορα / Institutio oratoria του Κοϊντιλιανού, είναι πιο ικανοποιητικές, υπ" αυτή την έννοια.
Η αριστοτελική αντίληψη του "τόπου" είναι επίσης ασαφής. Ο Ισοκράτης είχε χρησιμοποιήσει τον όρο τόπος προκειμένου να περιγράψει επιχειρήματα για το πιθανό και το απίθανο, ή για επιχειρήματα σε παραπομπές μιας αυθεντίας (Ελένη 4 και 38). Ο "τόπος" ήταν αρχικά μάλλον μια "θέση" σ’ ένα εγχειρίδιο ή κείμενο, την οποία ένας ομιλητής μπορούσε να μιμηθεί και να προσαρμόσει σ' ένα νέο πλαίσιο, συνεπώς μια "κοινοτυπία". Στο δεύτερο κεφάλαιο του Τέχνη Ρητορική ο Αριστοτέλης κάνει διάκριση μεταξύ των ιδίων, δηλώσεων πολιτικής και ηθικής με "συγκεκριμένο" περιεχόμενο, η γνώσεων χρήσιμων σε κάθε "είδος" ρητορικής, και των τόπων, στρατηγικών για επιχειρήματα, χρήσιμων σε κάθε συζήτηση. Οι τελευταίοι εξετάζονται στη διαλεκτική πραγματεία του με τίτλο Τοπικά, καθώς και στο Τέχνη Ρητορική 2.23. Στο 1.3.7-9 ορίζει ακόμη ένα είδος επιχειρημάτων, τα οποία αποκαλεί κοινά: δυνατό και αδύνατο, περασμένα και μέλλοντα, καθώς και το κατά πόσο κάτι είναι ή δεν είναι σημαντικό. Σε μεταγενέστερα αποσπάσματα, πάντως, ο Αριστοτέλης δείχνει να αναφέρεται και στις τρεις αυτές κατηγορίες επιχειρημάτων ως "τόπους". Στα μεταγενέστερα αρχαία Ελληνικά και στα Λατινικά. σε φιλοσοφικό πλαίσιο, περιλαμβανομένων τον έργων τον Κικέρωνα. με τίτλο Τοπικά, και του Βοήθιου, με τίτλο Περί τοπικών διακρίσεων, ο ελληνικός όρος τόπος και ο λατινικός locus συνήθως σημαίνουν διαλεκτικά θέματα ή στρατηγικές. Σε ρητορικές πραγματείες, παντός, συχνά δίνεται μια ευρύτερη ποικιλία. ερμηνειών στη λέξη, όπως και στην αγγλική λέξη topic: περιλαμβάνει κοινοτυπίες σχετικές με την ανθρώπινη ζωή και εμπειρία, περιγραφές αποθεμάτων, και. ακόμη, καταλόγους πιθανών πραγμάτων τα οποία θα μπορούσε να εξετάσει ένας ρήτορας (βλ. για παράδειγμα, Ρητορική προς Ερέννιον, / Rhetorici ad Herenniiim 2.9).
Η αριστοτελική αντίληψη για το επιδεικτικό προέρχεται από τη χρήση δημοσίων προσφωνήσεων στο πολιτιστικό περιβάλλον στο οποίο ζούσε ο Αριστοτέλης και είναι πολύ περιορισμένη για να έχει γενική εφαρμογή. Η κύρια κατηγορία, δημοσίων προσφωνήσεων στην αρχαία Ελλάδα, που δεν είχαν ούτε συμβουλευτικό ούτε δικανικό χαρακτήρα, ήταν η τελετουργική ρητορεία σε δημόσιες γιορτές και κηδείες. Σε παρόμοιους λόγους το κυρίαρχο θέμα ήταν ο έπαινος ενός θεού, ενός ανθρώπου ή μιας πόλης. Ο Αριστοτέλης αναγνώριζε ότι ένας τέτοιος λόγος θα μπορούσε να είναι και υβριστικός, μάλλον επικριτικός παρά εγκωμιαστικός για το υποκείμενο. Οι περισσότερες πιθανότητες, πάντως, για κάτι τέτοιο παρουσιάζονταν στα πλαίσια της συμβουλευτικής ή της δικανικής ρητορείας - για παράδειγμα, ο λόγος του Δημοσθένη Κατά Μειδίου -, αλλά θα μπορούσε να αναφερθεί και ο λόγος του Ισοκράτη Κατά των σοφιστών, αν και δεν εκφωνήθηκε. Ο έπαινος επίσης παρεισφρέει συχνά σε συμβουλευτικούς και δικανικούς λόγους, και αυτό που λέει ο Αριστοτέλης για την επιδεικτική ρητορική θα μπορούσε να φανεί χρήσιμο σ' έναν ομιλητή σε τέτοιες περιπτώσεις. Πάρα πολύ αργότερα οι αρχαίοι Έλληνες και οι Λατίνοι ρητοροδιδάσκαλοι αποδέχτηκαν τον ορισμό του Αριστοτέλη για το "επιδεικτικό", τον οποίο συχνά αποδίδουν ως "πανηγυρικό" (κατά την προέλευση: ένας λόγος σε δημόσια συγκέντρωση). Κατά την ύστερη Αρχαιότητα χρησιμοποιήθηκε ένας μεγάλος αριθμός επιδεικτικοί τύπον, οι οποίοι περιγράφονται στις πραγματείες του Ρήτορα Μενάνδρου. Οι σύγχρονοι θεωρητικοί συνήθως προτιμούν να θεωρούν την επιδεικτική ρητορική ως μία πραγματεία σε κάθε λογοτεχνικό είδος που δεν έχει σαφώς συμβουλευτικό ή δικανικό χαρακτήρα και, συνεπώς, δεν παρακινεί σε συγκεκριμένες ενέργειες, αλλά έχει ως σκοπό να ενθαρρύνει την πίστη, τη συλλογική αλληλεγγύη και την αποδοχή ενός συστήματος αξιών. Έτσι ο επιδεικτικός λόγος έχει ιδεολογική σημασία. Οι λειτουργίες του είναι πιο σύνθετες από αυτές που αναγνωρίζει ο Αριστοτέλης, γιατί τα ιδανικά που περιγράφει στην πραγματικότητα υλοποιούνται, σπάνια. Μερικές φορές ο έπαινος μπορεί να έχει ειρωνική χροιά, να αποτελεί έναν λεπτό τρόπο επισήμανσης σφαλμάτων. Συχνότερα ένας ομιλητής εγκωμιάζει με σιγουριά κάποιες αξίες με την ελπίδα ότι το ακροατήριο θα προσπαθήσει να τις εφαρμόσει. Ο Ισοκράτης φαίνεται ότι αυτό το είχε αντιληφθεί καθαρότερα από τον Αριστοτέλη, αφού αποτελεί χαρακτηριστικό τόσο των προσωπικών του ρητορειών, όσο και των εκπαιδευτικών του μεθόδων.
Παρόλο που η θεωρητική δομή της ρητορικής, όπως σκιαγραφείται στα πρώτα τρία κεφάλαια του Τέχνη Ρητορική, είναι θεμελιώδης για το θέμα, όπως αυτό έγινε κατανοητό αργότερα, και παρόλο που έγινε εκτενής χρήση από τους χοροδιδασκάλους ενός μέρους της ορολογίας του Αριστοτέλη, συμπεριλαμβανομένου των καλλιτεχνικών και των μη καλλιτεχνικών μέσων πειθούς, του ήθους και του πάθους, του παραδείγματος και του ενθυμήματος, του τόπου, και των τριών ειδών της ρητορικής, το συγκεκριμένο περιεχόμενο της ανάλυσης στο πρώτο βιβλίο του Αριστοτέλη - ο ανεπτυγμένος καθορισμός των δηλώσεων της πολιτικής και της ηθικής, όπως χρησιμοποιούνται στη ρητορική - ποτέ δεν αποτέλεσε εντελώς τμήμα της παράδοσης. Το ίδιο αληθεύει προκειμένου για τις αναλύσεις του για τα συναισθήματα και τους χαρακτήρες στα κεφάλαια 2-17 του δεύτερου βιβλίου. Οι μεταγενέστεροι συγγραφείς εξετάζουν το ήθος και το πάθος, αλλά με αρκετά διαφορετικούς τρόπους. Η εξέταση του ύφους, που αποτελεί το πρώτο μισό του τρίτου βιβλίου, θα πρέπει επίσης να αντιμετωπίζεται ως μια ενδιαφέρουσα προκαταρκτική προσπάθεια συστηματικής ενασχόλησης με το θέμα, και άσκησε επιρροές στη μεταγενέστερη διδασκαλία κυρίως μέσω των αναθεωρήσεων που έκανε ο μαθητής του Αριστοτέλη, Θεόφραστος. Η αντιμετώπιση του ύφους οπό τον Αριστοτέλη υπονοεί μια διάκριση μεταξύ άρθρωσης, ή επιλογής των λέξεων, και σύνθεσης, ή συνδυασμού των λέξεων σε προτάσεις, και αποτέλεσε σταθερό στοιχείο μεταγενέστερων περιγραφών, αλλά ο ίδιος δεν καθιστά ποτέ σαφή τη διάκριση. Οι περισσότεροι διάδοχοί του αδιαφόρησαν για την έμφαση που δίνει στη σαφήνεια, ως μοναδικό προσόν του ύφους (3.2), και στη μεταφορά, ως προτιμώμενη υφολογική επινόηση στην πρόζα (3.2 και 1 1), άλλοι, όμως, συμπεριλαμβανομένου του Δημητρίου, συνέχισαν τις αναλύσεις του για την περίοδο στο γραπτό λόγο, ενώ το ενδιαφέρον τον για το ρυθμό στο γραπτό λόγο αναβίωσε από τον Κικέρωνα και από άλλους.
Παρόλο που αρχαίοι Έλληνες και Ρωμαίοι συγγραφείς θεμάτων ρητορικής αναφέρουν συχνά τον Αριστοτέλη σε διάφορα σημεία της ανάλυσής τους και υπονοούν ότι γνώριζαν την πραγματεία του, η άμεση επίδρασή της στη φιλολογική παράδοση ήταν ασήμαντη. Ο Αριστοτέλης δε δημοσίευσε το έργο. Οι απόψεις του για τη ρητορική ήταν γνωστές σε όσους σπούδαζαν στο πλευρό τον και σε όσους διάβασαν την πραγματεία στη βιβλιοθήκη της πρώιμης Περιπατητικής σχολής. Μερικοί συνεργάτες ή μαθητές του. που θα παρουσιαστούν παρακάτω, στο πέμπτο κεφάλαιο, έγραψαν για κάποιες πτυχές της ρητορικής και μέσω αυτών κάποιες αριστοτελικές ιδέες διαδόθηκαν σε άλλους, οι οποίοι με τη σειρά τους τις διέδωσαν σε ακόμη περισσότερους ή τις τροποποίησαν με κάποιους τρόπους. Μετά το θάνατο τον Θεόφραστου (285 π.Χ.) το αρχικό κείμενο της ρητορικής, μαζί με άλλα έργα της βιβλιοθήκης της σχολής, φαίνεται ότι συσκευάστηκαν και στάλθηκαν στη Μικρά Ασία, όπου τα βιβλία εξαφανίστηκαν από την κοινή θέα μέχρι τις αρχές του πρώτου αιώνα. Αν και είναι πιθανό ότι μερικά αντίγραφα της πραγματείας βρίσκονταν σε ιδιωτικά χέρια, δεν υπάρχει καμία σαφής απόδειξη ότι στην πραγματικότητα διάβασε κανείς το Τέχνη Ρητορική από τις αρχές του τρίτου αιώνα μέχρις ότου τα χειρόγραφα του Αριστοτέλη ανακαλύφθηκαν και μεταφέρθηκαν στην Αθήνα, και έπειτα στη Ρώμη, στις αρχές του πρώτου αιώνα, όπου ο Ανδρόνικος ο Ρόδιος τα επιμελήθηκε και τα δημοσίευσε. Από τους μεταγενέστερους συγγραφείς αυτοί που κάνουν τη μεγαλύτερη χρήση των εννοιών του Αριστοτέλη εί ναι ο Κικέρων, στο διάλογό του Περί του ρήτορος / De οratοre, και ο Anonymous Seguerianus. Ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς. ο Κοϊντιλιανός και άλλοι συμβουλεύθηκαν το έργο, αλλά δεν τους ενέπνευσε τόσο, ώστε να αναμορφώσουν σημαντικά τις απόψεις τους για τη ρητορική, και το έργο άσκησε μικρή περαιτέρω επίδραση στην εξέλιξη της ρητορικής διδασκαλίας. Αυτό μπορεί, ίσιος, να εξηγηθεί καλύτερα, εάν φανταστούμε ένα δάσκαλο της ρητορικής της Ρωμαϊκής περίοδοι; να εξετάζει το Τέχνη Ρητορική για προ'πη φορά. Θα είχε ακούσει για τον Αριστοτέλη και θα είχε συνδέσει μ’ αυτόν μερικές ιδέες περί ρητορικής, ειδικά τη διάκριση σε τρία είδη. Μάλλον όμως θα απογοητευόταν από την ίδια την πραγματεία, που ανέλυε λεπτομερειακά δηλώσεις για την πολιτική και την ηθική και τύπους συναισθημάτων που συνήθως δεν περιλαμβάνονταν στη διδασκαλία της ρητορικής, και συνεπούς φαίνονταν άσχετοι. Ακόμη χειρότερα, ανέφερε μόνο περιστασιακά (1.13.10, 3.15.2) την ανάγκη του ομιλητή να καθορίζει το κεντρικό θέμα σε ένα λόγο, σημείο, όμως, το οποίο, υπό την ονομασία στάσις, είχε καταστεί το πιο σημαντικό τμήμα της διδασκαλίας της ευρέσεως. Θα εύρισκε επίσης απογοητευτικό το τρίτο βιβλίο. Η έμφαση του Αριστοτέλη στη σαφήνεια θα φαινόταν μάλλον υπερβολική, ενώ η ανάλυση της διακόσμησης του λόγου από εκείνον θα έδειχνε ότι υστερούσε στον καθορισμό των τρόπων (εκτός από τη μεταφορά) και των σχημάτων του λογού, που είχαν φθάσει να θεωρούνται ο πυρήνας του θέματος. Η εκφορά, παρόλο που αναφερόταν, αντιμετωπιζόταν βιαστικά και συγκαταβατικά, η μνήμη δεν αναφερόταν καθόλου, ενώ όσα αναφέρονταν για τη διάταξη μπορούσαν να ανευρεθούν αλλού πληρέστερα. Γενικά η πραγματεία του Αριστοτέλη θα φαινόταν ότι ασχολείται υπερβολικά με την αφηρημένη λογική επιχειρηματολογία και ότι έδειχνε ελάχιστο ενδιαφέρον για το νόμο και για το ύφος. Το Τέχνη Ρητορική διασώθηκε κυρίως γιατί, αν και φαινόταν εκτός εποχής, ήταν έργο του Αριστοτέλη, τα άλλα έργα του οποίου ήταν αντικείμενα σοβαρής μελέτης σε όλη τη διάρκεια της ύστερης Αρχαιότητας και του Μεσαίωνα. Όταν, το δωδέκατο αιώνα, το Τέχνη Ρητορική μεταφράστηκε στα Λατινικά, διαβαζόταν για τις αναλύσεις του περί πολιτικής, ηθικής ή ψυχολογίας, όχι για τις ρητορικές του θεωρίες. Παρόλο που το ενδιαφέρον για το κείμενο και οι αναφορές σ' αυτό αυξήθηκαν κάπως στην Αναγέννηση, δεν ήταν παρά μόνο στη σύγχρονη εποχή που το Τέχνη Ρητορική άρχισε να τυγχάνει εκτίμησης, ως θεμελιώδης δήλωση για το θέμα του.
--------------------------