Το σοφόν δεν είναι σοφία
Ο Διόνυσος, ο γιος του Διός και της Σεμέλης, μιας από τις τέσσερις κόρες του ιδρυτή της Θήβας Κάδμου, ξεκινώντας από τη Λυδία, φθάνει μεταμορφωμένος σε θνητό ακόλουθό του στη Θήβα, αφού προηγουμένως οι πάντες στο πέρασμά του έχουν αναγνωρίσει τη θεότητά του. Στη Θήβα, τη γενέθλια πόλη του, όπου βασιλεύει ο Πενθέας, ο γιος μιας άλλης κόρης του Κάδμου, της Αγαύης, του αρνούνται αυτή την αναγνώριση -οι μόνοι που ασπάζονται τη νέα θρησκεία, που εκφράζεται προεχόντως με τον χορό, είναι οι γέροντες Κάδμος και Τειρεσίας, οι οποίοι μάταια προσπαθούν να πείσουν τον Πενθέα. Ο Διόνυσος εκδικείται: όλες οι γυναίκες της Θήβας, μαζί με τις τρεις κόρες του Κάδμου, καταλαμβάνονται από μανία, εγκαταλείπουν τα σπίτια τους και τρέχουν πάνω στον Κιθαιρώνα τιμώντας τον Διόνυσο. Ο Πενθέας αντιδρά: όσες συλλαμβάνονται φυλακίζονται. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Διόνυσο: συλλαμβάνεται, χλευάζεται, φυλακίζεται. Και ο Διόνυσος και οι μαινάδες απελευθερώνονται με τρόπο που υπερβαίνει τα ανθρώπινα μέτρα, αλλά ο Πενθέας δεν διδάσκεται τίποτα από τα θαύματα που πληθαίνουν. Μόνο όταν ο Διόνυσος του προτείνει να τον οδηγήσει κρυφά στον Κιθαιρώνα, για να δει με τα ίδια του τα μάτια τις μαινάδες, δέχεται πρόθυμα. Μεταμφιεσμένος σε μαινάδα οδηγείται στον Κιθαιρώνα, όπου όμως εντοπίζεται από τις μαινάδες και σπαράζεται απ᾽ αυτές με κορυφαία την ίδια του τη μητέρα. Η Αγαύη καρφώνει το κεφάλι του γιου της πάνω στον θύρσο, νομίζοντας ότι είναι κεφάλι λιονταριού, και επιστρέφει θριαμβικά στη Θήβα. Με τη βοήθεια του Κάδμου συνειδητοποιεί τη φρικτή αλήθεια και, μετά τον θρήνο, παίρνουν και οι δύο το δρόμο της εξορίας, όπως απαιτεί ο Διόνυσος, που εμφανίζεται στο τέλος με το πραγματικό του πρόσωπο ως θεός από μηχανής.
Το απόσπασμα που ακολουθεί αποτελεί το πρώτο στάσιμο του έργου, το οποίο, όπως είναι το σύνηθες για τον Ευριπίδη (και τον Σοφοκλή), απαρτίζεται από δύο στροφικά ζεύγη. Το χορικό, που φαίνεται να ανακαλεί λατρευτικούς ύμνους, έχει χαρακτηριστεί «λυρικό σχόλιο» στο προηγούμενο (πρώτο) επεισόδιο, την αντιπαράθεση του Πενθέα με τον Κάδμο και τον Τειρεσία. Ο χορός των βακχών (των γυναικών που δεν αποχωρίζονται τον Διόνυσο), αντιδρώντας στη συμπεριφορά του Πενθέα, την ανόσια ύβρη προς τον Διόνυσο, όπως λέει, επικαλείται την Οσιότητα, υμνεί τον Διόνυσο και εκφράζει τον πόθο να βρεθεί μακριά από τη Θήβα. Στις στροφές ο χορός αφορμάται από το συγκεκριμένο, από αυτά που προηγήθηκαν, ενώ στις αντιστροφές, με λόγο αφοριστικό, η σύγκρουση περιγράφεται με γενικότερους όρους. (Στον Ευριπίδη ισχύει συχνότερα το αντίθετο, δηλαδή η στροφή να μιλάειμε γενικότερους όρους, ενώ η αντιστροφή να αναφέρεται στο συγκεκριμένο).
Βάκχαι 370-431
Ὁσία δ᾽ ἃ κατὰ γᾶν
χρυσέᾳ πτέρυγι φέρῃ,
τάδε Πενθέως ἀίεις;
ἀίεις οὐχ ὁσίαν
375 ὕβριν ἐς τὸν Βρόμιον, τὸν
Σεμέλας, τὸν παρὰ καλλι-
στεφάνοις εὐφροσύναις δαί-
μονα πρῶτον μακάρων; ὃς τάδ᾽ ἔχει,
θιασεύειν τε χοροῖς
380 μετά τ᾽ αὐλοῦ γελάσαι
ἀποπαῦσαί τε μερίμνας,
ὁπόταν βότρυος ἔλθῃ
γάνος ἐν δαιτὶ θεῶν, κισ-
σοφόροις δ᾽ ἐν θαλίαις ἀν-
385 δράσι κρατὴρ ὕπνον ἀμφιβάλλῃ.
ἀχαλίνων στομάτων
ἀνόμου τ᾽ ἀφροσύνας
τὸ τέλος δυστυχία·
ὁ δὲ τᾶς ἡσυχίας
390 βίοτος καὶ τὸ φρονεῖν
ἀσάλευτόν τε μένει καὶ
ξυνέχει δώματα· πόρσω
γὰρ ὅμως αἰθέρα ναίον-
τες ὁρῶσιν τὰ βροτῶν οὐρανίδαι.
395 τὸ σοφὸν δ᾽ οὐ σοφία,
τό τε μὴ θνατὰ φρονεῖν
βραχὺς αἰών· ἐπὶ τούτῳ
δὲ τίς ἂν μεγάλα διώκων
τὰ παρόντ᾽ οὐχὶ φέροι; μαι-
400 νομένων οἵδε τρόποι καὶ
κακοβούλων παρ᾽ ἔμοιγε φωτῶν.
ἱκοίμαν ποτὶ Κύπρον,
νᾶσον τᾶς Ἀφροδίτας,
ἵν᾽ οἱ θελξίφρονες νέμον-
405 ται θνατοῖσιν Ἔρωτες,
Πάφον, θ᾽ ἃν ἑκατόστομοι
βαρβάρου ποταμοῦ ῥοαὶ
καρπίζουσιν ἄνομβροι,
οὗ θ᾽ ἁ καλλιστευομένα
410 Πιερία, μούσειος ἕδρα,
σεμνὰ κλειτὺς Ὀλύμπου·
ἐκεῖσ᾽ ἄγε με, Βρόμιε Βρόμιε,
πρόβακχ᾽ εὔιε δαῖμον.
414/5 ἐκεῖ Χάριτες, ἐκεῖ δὲ Πόθος, ἐκεῖ δὲ βάκ-
χαις θέμις ὀργιάζειν.
ὁ δαίμων ὁ Διὸς παῖς
χαίρει μὲν θαλίαισιν,
φιλεῖ δ᾽ ὀλβοδότειραν Εἰ-
420 ρήναν, κουροτρόφον θεάν.
ἴσαν δ᾽ ἔς τε τὸν ὄλβιον
τόν τε χείρονα δῶκ᾽ ἔχειν
οἴνου τέρψιν ἄλυπον·
μισεῖ δ᾽ ᾧ μὴ ταῦτα μέλει,
425 κατὰ φάος νύκτας τε φίλας
εὐαίωνα διαζῆν,
σοφὰν δ᾽ ἀπέχειν πραπίδα φρένα τε
περισσῶν παρὰ φωτῶν.
430 τὸ πλῆθος ὅ τι τὸ φαυλότερον ἐνόμισε χρῆ-
ταί τε, τόδ᾽ ἂν δεχοίμαν.
***
Οσιότητα, που έρχεσαι με χρυσά φτερά πάνω στη γη,
άκουσες τι είπε ο Πενθέας;
Άκουσες την ανόσια ύβρη2 για τον Διόνυσο, τον γιο της Σεμέλης,375
τον θεό τον πρώτο στις καλλιστέφανες γιορτές;
Εκείνος ορίζει
να δένεσαι στο χορό με το θίασο,
να γελάς όταν παίζει ο αυλός3380
και οι πίκρες να σβήνουν,
όταν έρχεται λαμπερό κρασί στα δείπνα των θεών4
και ο κρατήρας,
σε γιορτές που τις στέφει ο κισσός,
βυθίζει στον ύπνο τους άντρες.385
Αχαλίνωτα στόματα,
άνομη αφροσύνη,
το τέλος δυστυχία.
Ο ήσυχος βίος και η φρόνηση390
ασάλευτα μένουν και στηρίζουν τα σπίτια.
Μακριά ζουν στον αιθέρα,
όμως βλέπουν οι ουράνιοι
όσα πράττει ο θνητός.
Το σοφόν δεν είναι σοφία.395
Αν στοχάζεσαι υπέρ άνθρωπον,
βραχύς ο βίος.
Ποιος λοιπόν όταν κυνηγά τα μεγάλα
δεν χάνει τα καθημερνά;
Αυτοί, θαρρώ, είναι τρόποι ανθρώπων400
μαινομένων και αστόχαστων.
Ας γινόταν να έφτανα στην Κύπρο,
τη γη της Αφροδίτης,
όπου πλανώνται οι έρωτες,
που μαγεύουν τις καρδιές των θνητών.405
Στην Πάφο,
που την καρπίζουν, χωρίς βροχή,
του ξένου ποταμού οι εκατόστομες ροές.5
Και κει που απλώνεται η θεσπέσια Πιερία,
ο τόπος των Μουσών, η σεπτή πλαγιά του Ολύμπου.410
Εκεί οδήγησέ με, Διόνυσε Διόνυσε,
κορυφαίε των χορών μου και θεέ των ευάν.
Εκεί ζουν οι Χάριτες,415
εκεί ο Πόθος.
Εκεί και οι βάκχες ελεύθερες
να τελούν τα όργια.
Ο θεός, ο υιός του Διός,
χαίρεται τις γιορτές.
Αγαπάει την Ειρήνη,
τη θεά που χαρίζει τον πλούτο και τρέφει τους άντρες.420
Ίση σε πλούσιο και φτωχό
έδωσε την τέρψη του οίνου
που διώχνει τη λύπη.
Και μισεί αυτόν που δε νοιάζεται
μέσα στο φως και τις γλυκιές τις νύχτες425
ευλογημένη ζωή να περνά ώς τα τέλη
και με φρόνηση
νου και καρδιά μακριά να κρατάει
από ανθρώπους υπέρσοφους.
Ό,τι ο λαός ο απλός σεβάστηκε430
και το πιστεύει
να το δεχθώ.
---------------
Βάκχαι 1041-1152
ἄδικος ἄδικά τ᾽ ἐκπορίζων ἀνήρ;
λιπόντες ἐξέβημεν Ἀσωποῦ ῥοάς,
1045 λέπας Κιθαιρώνειον εἰσεβάλλομεν
Πενθεύς τε κἀγώ (δεσπότῃ γὰρ εἱπόμην)
ξένος θ᾽ ὃς ἡμῖν πομπὸς ἦν θεωρίας.
πρῶτον μὲν οὖν ποιηρὸν ἵζομεν νάπος,
τά τ᾽ ἐκ ποδῶν σιγηλὰ καὶ γλώσσης ἄπο
1050 σῴζοντες, ὡς ὁρῷμεν οὐχ ὁρώμενοι.
ἦν δ᾽ ἄγκος ἀμφίκρημνον, ὕδασι διάβροχον,
πεύκαισι συσκιάζον, ἔνθα μαινάδες
καθῆντ᾽ ἔχουσαι χεῖρας ἐν τερπνοῖς πόνοις.
αἱ μὲν γὰρ αὐτῶν θύρσον ἐκλελοιπότα
1055 κισσῷ κομήτην αὖθις ἐξανέστεφον,
αἱ δ᾽ ἐκλιποῦσαι ποικίλ᾽ ὡς πῶλοι ζυγὰ
βακχεῖον ἀντέκλαζον ἀλλήλαις μέλος.
Πενθεὺς δ᾽ ὁ τλήμων θῆλυν οὐχ ὁρῶν ὄχλον
ἔλεξε τοιάδ᾽· «ὦ ξέν᾽, οὗ μὲν ἕσταμεν
1060 οὐκ ἐξικνοῦμαι μαινάδων ὄσσοις νόθων·
ὄχθων δ᾽ ἔπ᾽ ἀμβὰς ἐς ἐλάτην ὑψαύχενα
ἴδοιμ᾽ ἂν ὀρθῶς μαινάδων αἰσχρουργίαν.»
τοὐντεῦθεν ἤδη τοῦ ξένου τὸ θαῦμ᾽ ὁρῶ·
λαβὼν γὰρ ἐλάτης οὐράνιον ἄκρον κλάδον
1065 κατῆγεν ἦγεν ἦγεν ἐς μέλαν πέδον·
κυκλοῦτο δ᾽ ὥστε τόξον ἢ κυρτὸς τροχὸς
τόρνῳ γραφόμενος περιφορὰν ἑλκεδρόμον·
ὣς κλῶν᾽ ὄρειον ὁ ξένος χεροῖν ἄγων
ἔκαμπτεν ἐς γῆν, ἔργματ᾽ οὐχὶ θνητὰ δρῶν.
1070 Πενθέα δ᾽ ἱδρύσας ἐλατίνων ὄζων ἔπι
ὀρθὸν μεθίει διὰ χερῶν βλάστημ᾽ ἄνω
ἀτρέμα, φυλάσσων μὴ ἀναχαιτίσειέ νιν,
ὀρθὴ δ᾽ ἐς ὀρθὸν αἰθέρ᾽ ἐστηρίζετο
ἔχουσα νώτοις δεσπότην ἐφήμενον.
1075 ὤφθη δὲ μᾶλλον ἢ κατεῖδε μαινάδας·
ὅσον γὰρ οὔπω δῆλος ἦν θάσσων ἄνω,
καὶ τὸν ξένον μὲν οὐκέτ᾽ εἰσορᾶν παρῆν,
ἐκ δ᾽ αἰθέρος φωνή τις, ὡς μὲν εἰκάσαι
Διόνυσος, ἀνεβόησεν· «ὦ νεάνιδες,
1080 ἄγω τὸν ὑμᾶς κἀμὲ τἀμά τ᾽ ὄργια
γέλων τιθέμενον· ἀλλὰ τιμωρεῖσθέ νιν.»
καὶ ταῦθ᾽ ἅμ᾽ ἠγόρευε καὶ πρὸς οὐρανὸν
καὶ γαῖαν ἐστήριζε φῶς σεμνοῦ πυρός.
σίγησε δ᾽ αἰθήρ, σῖγα δ᾽ ὕλιμος νάπη
1085 φύλλ᾽ εἶχε, θηρῶν δ᾽ οὐκ ἂν ἤκουσας βοήν.
αἱ δ᾽ ὠσὶν ἠχὴν οὐ σαφῶς δεδεγμέναι
ἔστησαν ὀρθαὶ καὶ διήνεγκαν κάρα.
ὁ δ᾽ αὖθις ἐπεκέλευσεν· ὡς δ᾽ ἐγνώρισαν
σαφῆ κελευσμὸν Βακχίου Κάδμου κόραι
1090 ᾖξαν πελείας ὠκύτητ᾽ οὐχ ἥσσονες
{ποδῶν ἔχουσαι συντόνοις δρομήμασι
μήτηρ Ἀγαύη σύγγονοί θ᾽ ὁμόσποροι}
πᾶσαί τε βάκχαι, διὰ δὲ χειμάρρου νάπης
ἀγμῶν τ᾽ ἐπήδων θεοῦ πνοαῖσιν ἐμμανεῖς.
1095 ὡς δ᾽ εἶδον ἐλάτῃ δεσπότην ἐφήμενον,
πρῶτον μὲν αὐτοῦ χερμάδας κραταιβόλους
ἔρριπτον, ἀντίπυργον ἐπιβᾶσαι πέτραν,
ὄζοισί τ᾽ ἐλατίνοισιν ἠκοντίζετο,
ἄλλαι δὲ θύρσους ἵεσαν δι᾽ αἰθέρος
1100 Πενθέως, στόχον δύστηνον, ἀλλ᾽ οὐκ ἤνυτον.
κρεῖσσον γὰρ ὕψος τῆς προθυμίας ἔχων
καθῆσθ᾽ ὁ τλήμων, ἀπορίᾳ λελημμένος.
τέλος δὲ δρυΐνοις συντριαινοῦσαι κλάδοις
ῥίζας ἀνεσπάρασσον ἀσιδήροις μοχλοῖς.
1105 ἐπεὶ δὲ μόχθων τέρματ᾽ οὐκ ἐξήνυτον,
ἔλεξ᾽ Ἀγαύη· «φέρε, περιστᾶσαι κύκλῳ
πτόρθου λάβεσθε, μαινάδες, τὸν ἀμβάτην
θῆρ᾽ ὡς ἕλωμεν μηδ᾽ ἀπαγγείλῃ θεοῦ
χοροὺς κρυφαίους.» αἳ δὲ μυρίαν χέρα
1110 προσέθεσαν ἐλάτῃ κἀξανέσπασαν χθονός.
ὑψοῦ δὲ θάσσων ὑψόθεν χαμαιριφὴς
πίπτει πρὸς οὖδας μυρίοις οἰμώγμασιν
Πενθεύς· κακοῦ γὰρ ἐγγὺς ὢν ἐμάνθανεν.
πρώτη δὲ μήτηρ ἦρξεν ἱερέα φόνου
1115 καὶ προσπίτνει νιν· ὁ δὲ μίτραν κόμης ἄπο
ἔρριψεν, ὥς νιν γνωρίσασα μὴ κτάνοι
τλήμων Ἀγαύη, καὶ λέγει παρήιδος
ψαύων· «ἐγώ τοι, μῆτερ, εἰμί, παῖς σέθεν
Πενθεύς, ὃν ἔτεκες ἐν δόμοις Ἐχίονος·
1120 οἴκτιρε δ᾽ ὦ μῆτέρ με μηδὲ ταῖς ἐμαῖς
ἁμαρτίαισι παῖδα σὸν κατακτάνῃς.»
ἡ δ᾽ ἀφρὸν ἐξιεῖσα καὶ διαστρόφους
κόρας ἑλίσσουσ᾽, οὐ φρονοῦσ᾽ ἃ χρὴ φρονεῖν,
ἐκ Βακχίου κατείχετ᾽, οὐδ᾽ ἔπειθέ νιν.
1125 λαβοῦσα δ᾽ ὠλέναισ᾽ ἀριστερὰν χέρα,
πλευροῖσιν ἀντιβᾶσα τοῦ δυσδαίμονος
ἀπεσπάραξεν ὦμον, οὐχ ὑπὸ σθένους
ἀλλ᾽ ὁ θεὸς εὐμάρειαν ἐπεδίδου χεροῖν.
Ἰνὼ δὲ τἀπὶ θάτερ᾽ ἐξηργάζετο
1130 ῥηγνῦσα σάρκας, Αὐτονόη τ᾽ ὄχλος τε πᾶς
ἐπεῖχε βακχῶν· ἦν δὲ πᾶσ᾽ ὁμοῦ βοή,
ὁ μὲν στενάζων ὅσον ἐτύγχαν᾽ ἐμπνέων,
αἱ δ᾽ ὠλόλυζον. ἔφερε δ᾽ ἡ μὲν ὠλένην,
ἡ δ᾽ ἴχνος αὐταῖς ἀρβύλαις, γυμνοῦντο δὲ
1135 πλευραὶ σπαραγμοῖς, πᾶσα δ᾽ ᾑματωμένη
χεῖρας διεσφαίριζε σάρκα Πενθέως.
κεῖται δὲ χωρὶς σῶμα, τὸ μὲν ὑπὸ στύφλοις
πέτραις, τὸ δ᾽ ὕλης ἐν βαθυξύλῳ φόβῃ,
οὐ ῥᾴδιον ζήτημα· κρᾶτα δ᾽ ἄθλιον,
1140 ὅπερ λαβοῦσα τυγχάνει μήτηρ χεροῖν,
πήξασ᾽ ἐπ᾽ ἄκρον θύρσον ὡς ὀρεστέρου
φέρει λέοντος διὰ Κιθαιρῶνος μέσου,
λιποῦσ᾽ ἀδελφὰς ἐν χοροῖσι μαινάδων.
χωρεῖ δὲ θήρᾳ δυσπότμῳ γαυρουμένη
1145 τειχέων ἔσω τῶνδ᾽, ἀνακαλοῦσα Βάκχιον
τὸν ξυγκύναγον, τὸν ξυνεργάτην ἄγρας,
τὸν καλλίνικον, ᾧ δάκρυα νικηφορεῖ.
ἐγὼ μὲν οὖν ‹τῇδ᾽› ἐκποδὼν τῇ ξυμφορᾷ
ἄπειμ᾽, Ἀγαύην πρὶν μολεῖν πρὸς δώματα.
1150 τὸ σωφρονεῖν δὲ καὶ σέβειν τὰ τῶν θεῶν
κάλλιστον· οἶμαι δ᾽ αὐτὸ καὶ σοφώτατον
θνητοῖσιν εἶναι κτῆμα τοῖσι χρωμένοις.
***
ο άδικος άνδρας που έπραττε το άδικο;
περάσαμε τις ροές του Ασωπού1
και προχωρήσαμε στα βράχια του Κιθαιρώνα1045
ο Πενθέας, εγώ -εγώ συνόδευα τον αφέντη μου-
και μαζί μας ο ξένος, που μας οδηγούσε στο ταξίδι.
Σταματήσαμε πρώτα σε μια χλοερή κοιλάδα.
Εσίγησαν τα βήματα μας και η γλώσσα μας,
για να βλέπουμε χωρίς να μας βλέπουν.1050
Ήταν ένα φαράγγι ανάμεσα σε γκρεμούς·
έτρεχαν νερά, το σκέπαζε ο ίσκιος του πεύκου.
Εκεί εκάθονταν οι μαινάδες,2
με τα χέρια τους δοσμένα σε τερπνά έργα.
Άλλες έστεφαν πάλι με κισσό τον γυμνωμένο θύρσο,1055
για να γίνει πυκνόμαλλος,
και άλλες, σαν τα πουλάρια
που απαλλάχθηκαν από τον σκαλιστό ζυγό,
αντιφωνώντας τραγουδούσαν μελωδίες βακχικές.
Και ο Πενθέας ο άμοιρος,
που δεν έβλεπε το πλήθος των γυναικών, είπε:
«Ξένε, από εδώ που στεκόμαστε
το βλέμμα μου δεν φτάνει τις ψευτομαινάδες.1060
Αν όμως ανεβώ πάνω στο ύψωμα,
αν σκαρφαλώσω στον υψηλό αυχένα ενός ελάτου,
θα δω καλά τα αίσχη των μαινάδων.»
Και αμέσως βλέπω το θαύμα του ξένου.
Έπιασε την ουρανομήκη κορυφή ενός ελάτου
και την έφερνε, την έφερνε, την έφερνε στο μαύρο χώμα.1065
Ελύγιζε όπως λυγίζει το τόξο ή όπως ο κυρτός τροχός
παίρνει το σχήμα που χάραξε ο τόρνος.3
Έτσι ο ξένος,
οδηγώντας με τα χέρια του το κλωνάρι των βουνών,
το χαμήλωνε στο χώμα
-τα έργα του δεν ήσαν έργα ενός θνητού.
Στερέωσε τον Πενθέα πάνω στα ελάτινα κλαδιά1070
και ανάμεσα στις παλάμες του άφηνε απαλά το βλαστάρι
να πάει ψηλά,
προσέχοντας να μην εκτιναχθεί.
Υψώθη ορθό στον ορθό ουρανό,
με τον αφέντη καθισμένο στη ράχη του.
Όμως πιο πολύ τον είδαν παρά που είδε τις μαινάδες.1075
Γιατί καλά-καλά δεν πρόφτασε να φανεί καθισμένος ψηλά,
και άξαφνα ο ξένος είχε γίνει άφαντος.
Μια φωνή -πιστεύω του Διονύσου-
αντήχησε από το βάθος του αιθέρα:
«Γυναίκες, φέρνω εκείνον που χλευάζει εσάς,
εμένα, τα όργιά μου.1080
Τιμωρήστε τον».
Όσο μιλούσε, ανάμεσα στον ουρανό και στη γη
είχε απλωθεί ένα φως ιερού πυρός.
Σίγησε ο αιθέρας,
σίγησαν τα φύλλα στο δασωμένο φαράγγι,
φωνή αγριμιού δεν άκουγες.1085
Οι μαινάδες δεν άκουσαν καθαρά τον ήχο,
σηκώθηκαν ορθές, έφεραν ένα γύρο το κεφάλι.
Εκείνος τις κάλεσε πάλι.
Όταν οι κόρες του Κάδμου αναγνώρισαν την προσταγή του Βάκχου,
που ήχησε ολοκάθαρη,
όρμησαν γρήγορες σαν το περιστέρι1090
-και μαζί τους οι βάκχες όλες.
Μέσα από την κοίτη του χειμάρρου και από γκρεμούς πηδούσαν,
ξέφρενες από τις πνοές του θεού.
Μόλις είδαν τον αφέντη μου καθισμένο επάνω στο έλατο,1095
ανέβηκαν σ᾽ ένα βράχο που υψωνόταν απέναντι σαν πύργος
και άρχισαν να του ρίχνουν πέτρες με όλη τους τη δύναμη
και να εξακοντίζουν ελάτινους κλώνους.
Άλλες πετούσαν μέσα από τον αιθέρα θύρσους
σημαδεύοντας τον Πενθέα -ένα στόχο θλιβερό-1100
όμως ματαίως.
Πιο ψηλά και από τον ζήλο τους καθόταν ο άμοιρος,
παγιδευμένος και αμήχανος.
Στο τέλος, έσκαβαν τις ρίζες
και με κλάδους δρυός, λοστούς όχι από σίδερο,
πάλευαν να ξεριζώσουν το έλατο.
Και όταν μοχθούσαν και δεν έφταναν τον στόχο,1105
είπε η Αγαύη: «Εμπρός, μαινάδες,
κυκλώστε το δέντρο και αδράξτε τον κορμό του,
να πιάσουμε το αγρίμι εκεί ψηλά,
να μην προδώσει τους κρυφούς χορούς του θεού.»
Εκείνες άρπαξαν το έλατο με χίλια χέρια
και το σήκωσαν από το χώμα.1110
Έτσι ψηλά που εκαθόταν, από ψηλά γκρεμίζεται ο Πενθέας,
πέφτει στο χώμα με βογγητό ακατάπαυτο.
Καταλάβαινε ότι βρισκόταν κοντά στο κακό.
Πρώτη άρχισε η μάνα του, ιέρεια του φόνου,
και απάνω του πέφτει.
Εκείνος πέταξε από τα μαλλιά του την ταινία,1115
μήπως η άμοιρη Αγαύη τον αναγνωρίσει και δεν τον σκοτώσει,
αγγίζει το μάγουλο της και λέει:
«Εγώ είμαι, μητέρα, ο γιος σου ο Πενθέας,
που με γέννησες στο σπίτι του Εχίονα.
Λυπήσου με, μητέρα·1120
για το σφάλμα το δικό μου μη σκοτώσεις το παιδί σου.»
Εκείνη έβγαζε αφρούς, εγύριζε τα μάτια της αλλοπαρμένα,
δεν σκεφτόταν όπως έπρεπε να σκέφτεται·
την είχε κυριεύσει ο Βάκχος και ο Πενθέας δεν την έπειθε.
Άδραξε με τα δυο της χέρια το αριστερό του χέρι,1125
πάτησε πάνω στα πλευρά του δύσμοιρου
και του χώρισε τον ώμο.
Δεν ήταν δύναμη δική της -ο θεός εχάριζε στα χέρια της την άνεση.
Από το άλλο μέρος ολοκλήρωνε το έργο η Ινώ,4
ξεσκίζοντας τις σάρκες του.
Και η Αυτονόη και όλο το πλήθος των βακχών επάνω του.1130
Οι κραυγές όλων είχαν γίνει ένα·
εκείνος εβόγγαε, όσο βαστούσε ακόμα η πνοή του, και αυτές
αλάλαζαν.
Άλλη κρατούσε χέρι κι άλλη πόδι με το άρβυλο φορεμένο.
Απόμεναν γυμνά τα πλευρά, καθώς τον σπάραζαν.
Και καθεμιά, με χέρια που έσταζαν αίμα,1135
έπαιζε σφαίρα με τις σάρκες τού Πενθέα.
Σκορπισμένο κείτεται το σώμα του,
άλλο κάτω από σκληρούς βράχους
και άλλο μέσα στα βαθιά φυλλώματα του δάσους
-να βρεθεί δεν είναι εύκολο.
Και το άθλιο κεφάλι του
η τύχη το ᾽φερε να το πάρει στα χέρια της η μάνα του·1140
το κάρφωσε στην κορυφή του θύρσου
-κρατάει, λέει, κεφάλι λιονταριού των βουνών-
και το φέρνει μέσα από τον Κιθαιρώνα,
αφήνοντας τις αδελφές της στους χορούς των μαινάδων.
Όλο καμάρι για το δύσμοιρο κυνήγι,
μπαίνει στα τείχη, καλώντας τον Βάκχιο1145
συγκυνηγό, συνθηρευτή, νικηφόρο·
αυτός της χάρισε νίκη δακρύων.
Εγώ τώρα κάνω τόπο στη συμφορά.
Φεύγω πριν φτάσει στα δώματα η Αγαύη.
Να είσαι σώφρων και να σέβεσαι τους θεούς1150
είναι το ωραιότερο.
Θαρρώ πως αυτό είναι για τους θνητούς, αν το έχουν,
και το απόκτημα το σοφότερο.
Το απόσπασμα που ακολουθεί αποτελεί το πρώτο στάσιμο του έργου, το οποίο, όπως είναι το σύνηθες για τον Ευριπίδη (και τον Σοφοκλή), απαρτίζεται από δύο στροφικά ζεύγη. Το χορικό, που φαίνεται να ανακαλεί λατρευτικούς ύμνους, έχει χαρακτηριστεί «λυρικό σχόλιο» στο προηγούμενο (πρώτο) επεισόδιο, την αντιπαράθεση του Πενθέα με τον Κάδμο και τον Τειρεσία. Ο χορός των βακχών (των γυναικών που δεν αποχωρίζονται τον Διόνυσο), αντιδρώντας στη συμπεριφορά του Πενθέα, την ανόσια ύβρη προς τον Διόνυσο, όπως λέει, επικαλείται την Οσιότητα, υμνεί τον Διόνυσο και εκφράζει τον πόθο να βρεθεί μακριά από τη Θήβα. Στις στροφές ο χορός αφορμάται από το συγκεκριμένο, από αυτά που προηγήθηκαν, ενώ στις αντιστροφές, με λόγο αφοριστικό, η σύγκρουση περιγράφεται με γενικότερους όρους. (Στον Ευριπίδη ισχύει συχνότερα το αντίθετο, δηλαδή η στροφή να μιλάειμε γενικότερους όρους, ενώ η αντιστροφή να αναφέρεται στο συγκεκριμένο).
Βάκχαι 370-431
ΧΟΡΟΣ
370 Ὁσία πότνα θεῶν,Ὁσία δ᾽ ἃ κατὰ γᾶν
χρυσέᾳ πτέρυγι φέρῃ,
τάδε Πενθέως ἀίεις;
ἀίεις οὐχ ὁσίαν
375 ὕβριν ἐς τὸν Βρόμιον, τὸν
Σεμέλας, τὸν παρὰ καλλι-
στεφάνοις εὐφροσύναις δαί-
μονα πρῶτον μακάρων; ὃς τάδ᾽ ἔχει,
θιασεύειν τε χοροῖς
380 μετά τ᾽ αὐλοῦ γελάσαι
ἀποπαῦσαί τε μερίμνας,
ὁπόταν βότρυος ἔλθῃ
γάνος ἐν δαιτὶ θεῶν, κισ-
σοφόροις δ᾽ ἐν θαλίαις ἀν-
385 δράσι κρατὴρ ὕπνον ἀμφιβάλλῃ.
ἀχαλίνων στομάτων
ἀνόμου τ᾽ ἀφροσύνας
τὸ τέλος δυστυχία·
ὁ δὲ τᾶς ἡσυχίας
390 βίοτος καὶ τὸ φρονεῖν
ἀσάλευτόν τε μένει καὶ
ξυνέχει δώματα· πόρσω
γὰρ ὅμως αἰθέρα ναίον-
τες ὁρῶσιν τὰ βροτῶν οὐρανίδαι.
395 τὸ σοφὸν δ᾽ οὐ σοφία,
τό τε μὴ θνατὰ φρονεῖν
βραχὺς αἰών· ἐπὶ τούτῳ
δὲ τίς ἂν μεγάλα διώκων
τὰ παρόντ᾽ οὐχὶ φέροι; μαι-
400 νομένων οἵδε τρόποι καὶ
κακοβούλων παρ᾽ ἔμοιγε φωτῶν.
ἱκοίμαν ποτὶ Κύπρον,
νᾶσον τᾶς Ἀφροδίτας,
ἵν᾽ οἱ θελξίφρονες νέμον-
405 ται θνατοῖσιν Ἔρωτες,
Πάφον, θ᾽ ἃν ἑκατόστομοι
βαρβάρου ποταμοῦ ῥοαὶ
καρπίζουσιν ἄνομβροι,
οὗ θ᾽ ἁ καλλιστευομένα
410 Πιερία, μούσειος ἕδρα,
σεμνὰ κλειτὺς Ὀλύμπου·
ἐκεῖσ᾽ ἄγε με, Βρόμιε Βρόμιε,
πρόβακχ᾽ εὔιε δαῖμον.
414/5 ἐκεῖ Χάριτες, ἐκεῖ δὲ Πόθος, ἐκεῖ δὲ βάκ-
χαις θέμις ὀργιάζειν.
ὁ δαίμων ὁ Διὸς παῖς
χαίρει μὲν θαλίαισιν,
φιλεῖ δ᾽ ὀλβοδότειραν Εἰ-
420 ρήναν, κουροτρόφον θεάν.
ἴσαν δ᾽ ἔς τε τὸν ὄλβιον
τόν τε χείρονα δῶκ᾽ ἔχειν
οἴνου τέρψιν ἄλυπον·
μισεῖ δ᾽ ᾧ μὴ ταῦτα μέλει,
425 κατὰ φάος νύκτας τε φίλας
εὐαίωνα διαζῆν,
σοφὰν δ᾽ ἀπέχειν πραπίδα φρένα τε
περισσῶν παρὰ φωτῶν.
430 τὸ πλῆθος ὅ τι τὸ φαυλότερον ἐνόμισε χρῆ-
ταί τε, τόδ᾽ ἂν δεχοίμαν.
***
ΧΟΡΟΣ
Οσιότητα,1 δέσποινα των ουρανών,370Οσιότητα, που έρχεσαι με χρυσά φτερά πάνω στη γη,
άκουσες τι είπε ο Πενθέας;
Άκουσες την ανόσια ύβρη2 για τον Διόνυσο, τον γιο της Σεμέλης,375
τον θεό τον πρώτο στις καλλιστέφανες γιορτές;
Εκείνος ορίζει
να δένεσαι στο χορό με το θίασο,
να γελάς όταν παίζει ο αυλός3380
και οι πίκρες να σβήνουν,
όταν έρχεται λαμπερό κρασί στα δείπνα των θεών4
και ο κρατήρας,
σε γιορτές που τις στέφει ο κισσός,
βυθίζει στον ύπνο τους άντρες.385
Αχαλίνωτα στόματα,
άνομη αφροσύνη,
το τέλος δυστυχία.
Ο ήσυχος βίος και η φρόνηση390
ασάλευτα μένουν και στηρίζουν τα σπίτια.
Μακριά ζουν στον αιθέρα,
όμως βλέπουν οι ουράνιοι
όσα πράττει ο θνητός.
Το σοφόν δεν είναι σοφία.395
Αν στοχάζεσαι υπέρ άνθρωπον,
βραχύς ο βίος.
Ποιος λοιπόν όταν κυνηγά τα μεγάλα
δεν χάνει τα καθημερνά;
Αυτοί, θαρρώ, είναι τρόποι ανθρώπων400
μαινομένων και αστόχαστων.
Ας γινόταν να έφτανα στην Κύπρο,
τη γη της Αφροδίτης,
όπου πλανώνται οι έρωτες,
που μαγεύουν τις καρδιές των θνητών.405
Στην Πάφο,
που την καρπίζουν, χωρίς βροχή,
του ξένου ποταμού οι εκατόστομες ροές.5
Και κει που απλώνεται η θεσπέσια Πιερία,
ο τόπος των Μουσών, η σεπτή πλαγιά του Ολύμπου.410
Εκεί οδήγησέ με, Διόνυσε Διόνυσε,
κορυφαίε των χορών μου και θεέ των ευάν.
Εκεί ζουν οι Χάριτες,415
εκεί ο Πόθος.
Εκεί και οι βάκχες ελεύθερες
να τελούν τα όργια.
Ο θεός, ο υιός του Διός,
χαίρεται τις γιορτές.
Αγαπάει την Ειρήνη,
τη θεά που χαρίζει τον πλούτο και τρέφει τους άντρες.420
Ίση σε πλούσιο και φτωχό
έδωσε την τέρψη του οίνου
που διώχνει τη λύπη.
Και μισεί αυτόν που δε νοιάζεται
μέσα στο φως και τις γλυκιές τις νύχτες425
ευλογημένη ζωή να περνά ώς τα τέλη
και με φρόνηση
νου και καρδιά μακριά να κρατάει
από ανθρώπους υπέρσοφους.
Ό,τι ο λαός ο απλός σεβάστηκε430
και το πιστεύει
να το δεχθώ.
---------------
1 Συχνά τα χορικά του Ευριπίδη αρχίζουν με προσφώνηση. Η αφηρημένη έννοια "οσιότητα" σπανίως προσωποποιείται. Όπως οι σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους ρυθμίζονται από το δίκαιον, oι σχέσεις τους με τους θεούς διέπονται από το όσιον. Η οσιότητα αναφέρεται κυρίως στην τελετουργική καθαρότητα, ενδέχεται όμως, όπως εδώ, να έχει και ηθική διάσταση.
2 Το βασικό νόημα της λέξης ὕβρις είναι «βαρεία προσβολή της τιμής κάποιου, που είναι αναμενόμενο να προκαλέσει αισχύνη και που οδηγεί σε οργή και προσπάθειες για εκδίκηση» (N. Fisher).
3 Ο (πνευστός) αυλός συνδέεται με την οργιαστική λατρεία και τον Διόνυσο με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο η (έγχορδη) λύρα συνδέεται με τον Απόλλωνα.
4 Δείπνα των θνητών στα οποία οι θεοί θεωρούνται παρόντες (θεοξένια).
5 Ο «ξένος ποταμός» είναι ο Νείλος, για τον οποίο προφανώς πίστευαν ότι έφτανε υποθαλασσίως στην Κύπρο.
Πενθέας και Διόνυσος
Το απόσπασμα που ακολουθεί προέρχεται από το δεύτερο επεισόδιο, το οποίο σε σύγκριση με το πρώτο και το τρίτο, είναι σαφώς πιο σύντομο (75 στίχοι έναντι 200 του πρώτου και 286 του τρίτου). Στην αρχή του επεισοδίου ο μεταμορφωμένος σε θνητό Διόνυσος οδηγείται δέσμιος ενώπιον του Πενθέα από ένα θεράποντα, που μιλάειγια την ασυνήθιστη συμπεριφορά του ξένου και τη μυστηριώδη απελευθέρωση των φυλακισμένων μαινάδων, και ένα ή περισσότερα βουβά πρόσωπα. Ο Ευριπίδης, ακολουθώντας και εδώ μια τεχνική γνωστή και από άλλα έργα του, αφού προηγουμένως παρουσίασε χωριστά τις δύο πλευρές, τώρα φέρνει πρώτη φορά αντιμέτωπους τους δύο πρωταγωνιστές και με τον τρόπο αυτό μετατρέπει τη σύγκρουση ανάμεσα στη θρησκευτική πίστη και την κοσμική εξουσία σε δραστικότατο στιχομυθικό διάλογο ανάμεσα στον Διόνυσο και τον Πενθέα.
Το επεισόδιο αυτό (2ο) και τα δύο επόμενα (3ο και 4ο) συγκροτούν, όπως έχει γραφεί, ένα τρίπτυχο. Στην πρώτη σκηνή του τριπτύχου (2ο επεισόδιο) ο Πενθέας είναι φαινομενικά ο ισχυρός και ο Διόνυσος ο ανίσχυρος που λοιδορείται και φυλακίζεται, στη δεύτερη (3ο επεισόδιο) παρουσιάζεται εν εξελίξει η βαθμιαία αντιστροφή των όρων, ενώ στην τρίτη (4ο επεισόδιο) η αντιστροφή έχει πλήρως συντελεσθεί και ο άλλοτε "ισχυρός" Πενθέας έχει παραδοθεί άνευ όρων και έχει μετατραπεί σε παίγνιο στα χέρια του ανελέητου Διονύσου, που θα τον οδηγήσει στον Κιθαιρώνα και στον θάνατο.
Βάκχαι 451-518
οὐκ ἔστιν οὕτως ὠκὺς ὥστε μ᾽ ἐκφυγεῖν.
ἀτὰρ τὸ μὲν σῶμ᾽ οὐκ ἄμορφος εἶ, ξένε,
ὡς ἐς γυναῖκας, ἐφ᾽ ὅπερ ἐς Θήβας πάρει·
455 πλόκαμός τε γάρ σου ταναὸς οὐ πάλης ὕπο,
γένυν παρ᾽ αὐτὴν κεχυμένος, πόθου πλέως·
λευκὴν δὲ χροιὰν ἐκ παρασκευῆς ἔχεις,
οὐχ ἡλίου βολαῖσιν ἀλλ᾽ ὑπὸ σκιᾶς
τὴν Ἀφροδίτην καλλονῇ θηρώμενος.
460 πρῶτον μὲν οὖν μοι λέξον ὅστις εἶ γένος.
τὸν ἀνθεμώδη Τμῶλον οἶσθά που κλύων.
510 φάτναισιν, ὡς ἂν σκότιον εἰσορᾷ κνέφας.
ἐκεῖ χόρευε· τάσδε δ᾽ ἃς ἄγων πάρει
κακῶν συνεργοὺς ἢ διεμπολήσομεν
ἢ χεῖρα δούπου τοῦδε καὶ βύρσης κτύπου
παύσας ἐφ᾽ ἱστοῖς δμωίδας κεκτήσομαι.
παθεῖν. ἀτάρ τοι τῶνδ᾽ ἄποιν᾽ ὑβρισμάτων
μέτεισι Διόνυσός σ᾽, ὃν οὐκ εἶναι λέγεις·
ἡμᾶς γὰρ ἀδικῶν κεῖνον ἐς δεσμοὺς ἄγεις.
***
Τώρα που πιάστηκε στα δίχτυα, δεν ξεφεύγει.
Τόσο γρήγορος δεν είναι.
Πάντως, ξένε, δε σου λείπει η ομορφιά
-τουλάχιστον η ομορφιά που γοητεύει τις γυναίκες.
Άλλωστε, γι᾽ αυτές δε βρίσκεσαι στη Θήβα;
Τα μαλλιά σου είναι μακριά· δεν ξέρουν τι θα πει πάλη·455
οι βόστρυχοι χύνονται στους ώμους,
αγγίζουν το μάγουλό σου
γεμάτοι πόθο.2
Το δέρμα σου το κρατάς λευκό,3 το φροντίζεις.
Φοβάσαι το βλέμμα του ήλιου· στη σκιά
κυνηγάς την Αφροδίτη με το κάλλος σου.
Πες μου, λοιπόν, πρώτα: ποιος είσαι; ποια η γενιά σου;460
Ίσως θα έχεις ακούσει και θα ξέρεις τον ανθισμένο Τμώλο.4
να βλέπει το τυφλό σκοτάδι. Εκεί χόρευε.
Και αυτές εδώ,
τις συνεργούς του κακού, που τις σέρνεις μαζί σου,
ή θα τις πουλήσω
ή θέτω τέλος σε τύμπανα7 και κρότους
και τις κρατάω στους αργαλειούς μου δούλες.
δεν θα το πάθω. Όμως ο Διόνυσος,
που λες πως δεν υπάρχει,
θα σε δικάσει γι᾽ αυτή την ύβρη.
Γιατί δεν αδικείς εμένα, εκείνον φυλακίζεις.
--------------
Το επεισόδιο αυτό (2ο) και τα δύο επόμενα (3ο και 4ο) συγκροτούν, όπως έχει γραφεί, ένα τρίπτυχο. Στην πρώτη σκηνή του τριπτύχου (2ο επεισόδιο) ο Πενθέας είναι φαινομενικά ο ισχυρός και ο Διόνυσος ο ανίσχυρος που λοιδορείται και φυλακίζεται, στη δεύτερη (3ο επεισόδιο) παρουσιάζεται εν εξελίξει η βαθμιαία αντιστροφή των όρων, ενώ στην τρίτη (4ο επεισόδιο) η αντιστροφή έχει πλήρως συντελεσθεί και ο άλλοτε "ισχυρός" Πενθέας έχει παραδοθεί άνευ όρων και έχει μετατραπεί σε παίγνιο στα χέρια του ανελέητου Διονύσου, που θα τον οδηγήσει στον Κιθαιρώνα και στον θάνατο.
Βάκχαι 451-518
ΠΕΝΘΕΥΣ
μέθεσθε χειρῶν τοῦδ᾽· ἐν ἄρκυσιν γὰρ ὢνοὐκ ἔστιν οὕτως ὠκὺς ὥστε μ᾽ ἐκφυγεῖν.
ἀτὰρ τὸ μὲν σῶμ᾽ οὐκ ἄμορφος εἶ, ξένε,
ὡς ἐς γυναῖκας, ἐφ᾽ ὅπερ ἐς Θήβας πάρει·
455 πλόκαμός τε γάρ σου ταναὸς οὐ πάλης ὕπο,
γένυν παρ᾽ αὐτὴν κεχυμένος, πόθου πλέως·
λευκὴν δὲ χροιὰν ἐκ παρασκευῆς ἔχεις,
οὐχ ἡλίου βολαῖσιν ἀλλ᾽ ὑπὸ σκιᾶς
τὴν Ἀφροδίτην καλλονῇ θηρώμενος.
460 πρῶτον μὲν οὖν μοι λέξον ὅστις εἶ γένος.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
οὐκ ὄκνος οὐδείς, ῥᾴδιον δ᾽ εἰπεῖν τόδε.τὸν ἀνθεμώδη Τμῶλον οἶσθά που κλύων.
ΠΕΝΘΕΥΣ
οἶδ᾽, ὃς τὸ Σάρδεων ἄστυ περιβάλλει κύκλῳ.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
ἐντεῦθέν εἰμι, Λυδία δέ μοι πατρίς.
ΠΕΝΘΕΥΣ
465 πόθεν δὲ τελετὰς τάσδ᾽ ἄγεις ἐς Ἑλλάδα;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Διόνυσος αὐτός μ᾽ εἰσέβησ᾽, ὁ τοῦ Διός.
ΠΕΝΘΕΥΣ
Ζεὺς δ᾽ ἔστ᾽ ἐκεῖ τις ὃς νέους τίκτει θεούς;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
οὔκ, ἀλλ᾽ ὁ Σεμέλην ἐνθάδε ζεύξας γάμοις.
ΠΕΝΘΕΥΣ
πότερα δὲ νύκτωρ σ᾽ ἢ κατ᾽ ὄμμ᾽ ἠνάγκασεν;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
470 ὁρῶν ὁρῶντα, καὶ δίδωσιν ὄργια.
ΠΕΝΘΕΥΣ
τὰ δ᾽ ὄργι᾽ ἐστὶ τίν᾽ ἰδέαν ἔχοντά σοι;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
ἄρρητ᾽ ἀβακχεύτοισιν εἰδέναι βροτῶν.
ΠΕΝΘΕΥΣ
ἔχει δ᾽ ὄνησιν τοῖσι θύουσιν τίνα;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
οὐ θέμις ἀκοῦσαί σ᾽, ἔστι δ᾽ ἄξι᾽ εἰδέναι.
ΠΕΝΘΕΥΣ
475 εὖ τοῦτ᾽ ἐκιβδήλευσας, ἵν᾽ ἀκοῦσαι θέλω.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
ἀσέβειαν ἀσκοῦντ᾽ ὄργι᾽ ἐχθαίρει θεοῦ.
ΠΕΝΘΕΥΣ
ὁ θεός, ὁρᾶν γὰρ φῂς σαφῶς, ποῖός τις ἦν;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
ὁποῖος ἤθελ᾽· οὐκ ἐγὼ ᾽τασσον τόδε.
ΠΕΝΘΕΥΣ
τοῦτ᾽ αὖ παρωχέτευσας, εὖ γ᾽ οὐδὲν λέγων.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
480 δόξει τις ἀμαθεῖ σοφὰ λέγων οὐκ εὖ φρονεῖν.
ΠΕΝΘΕΥΣ
ἦλθες δὲ πρῶτα δεῦρ᾽ ἄγων τὸν δαίμονα;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
πᾶς ἀναχορεύει βαρβάρων τάδ᾽ ὄργια.
ΠΕΝΘΕΥΣ
φρονοῦσι γὰρ κάκιον Ἑλλήνων πολύ.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
τάδ᾽ εὖ γε μᾶλλον· οἱ νόμοι δὲ διάφοροι.
ΠΕΝΘΕΥΣ
485 τὰ δ᾽ ἱερὰ νύκτωρ ἢ μεθ᾽ ἡμέραν τελεῖς;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
νύκτωρ τὰ πολλά· σεμνότητ᾽ ἔχει σκότος.
ΠΕΝΘΕΥΣ
τοῦτ᾽ ἐς γυναῖκας δόλιόν ἐστι καὶ σαθρόν.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
κἀν ἡμέρᾳ τό γ᾽ αἰσχρὸν ἐξεύροι τις ἄν.
ΠΕΝΘΕΥΣ
δίκην σε δοῦναι δεῖ σοφισμάτων κακῶν.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
490 σὲ δ᾽ ἀμαθίας γε κἀσεβοῦντ᾽ ἐς τὸν θεόν.
ΠΕΝΘΕΥΣ
ὡς θρασὺς ὁ βάκχος κοὐκ ἀγύμναστος λόγων.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
εἴφ᾽ ὅ τι παθεῖν δεῖ· τί με τὸ δεινὸν ἐργάσῃ;
ΠΕΝΘΕΥΣ
πρῶτον μὲν ἁβρὸν βόστρυχον τεμῶ σέθεν.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
ἱερὸς ὁ πλόκαμος· τῷ θεῷ δ᾽ αὐτὸν τρέφω.
ΠΕΝΘΕΥΣ
495 ἔπειτα θύρσον τόνδε παράδος ἐκ χεροῖν.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
αὐτός μ᾽ ἀφαιροῦ· τόνδε Διονύσῳ φορῶ.
ΠΕΝΘΕΥΣ
εἱρκταῖσί τ᾽ ἔνδον σῶμα σὸν φυλάξομεν.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
λύσει μ᾽ ὁ δαίμων αὐτός, ὅταν ἐγὼ θέλω.
ΠΕΝΘΕΥΣ
ὅταν γε καλέσῃς αὐτὸν ἐν βάκχαις σταθείς.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
500 καὶ νῦν ἃ πάσχω πλησίον παρὼν ὁρᾷ.
ΠΕΝΘΕΥΣ
καὶ ποῦ ᾽στιν; οὐ γὰρ φανερὸς ὄμμασίν γ᾽ ἐμοῖς.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
παρ᾽ ἐμοί· σύ δ᾽ ἀσεβὴς αὐτὸς ὢν οὐκ εἰσορᾷς.
ΠΕΝΘΕΥΣ
λάζυσθε· καταφρονεῖ με καὶ Θήβας ὅδε.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
αὐδῶ με μὴ δεῖν, σωφρονῶν οὐ σώφροσιν.
ΠΕΝΘΕΥΣ
505 ἐγὼ δὲ δεῖν γε, κυριώτερος σέθεν.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
οὐκ οἶσθ᾽ ὅ τι ζῇς οὐδ᾽ ὃ δρᾷς οὐδ᾽ ὅστις εἶ.
ΠΕΝΘΕΥΣ
Πενθεύς, Ἀγαύης παῖς, πατρὸς δ᾽ Ἐχίονος.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
ἐνδυστυχῆσαι τοὔνομ᾽ ἐπιτήδειος εἶ.
ΠΕΝΘΕΥΣ
χώρει· καθείρξατ᾽ αὐτὸν ἱππικαῖς πέλας510 φάτναισιν, ὡς ἂν σκότιον εἰσορᾷ κνέφας.
ἐκεῖ χόρευε· τάσδε δ᾽ ἃς ἄγων πάρει
κακῶν συνεργοὺς ἢ διεμπολήσομεν
ἢ χεῖρα δούπου τοῦδε καὶ βύρσης κτύπου
παύσας ἐφ᾽ ἱστοῖς δμωίδας κεκτήσομαι.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
515 στείχοιμ᾽ ἄν· ὅ τι γὰρ μὴ χρεὼν οὔτοι χρεὼνπαθεῖν. ἀτάρ τοι τῶνδ᾽ ἄποιν᾽ ὑβρισμάτων
μέτεισι Διόνυσός σ᾽, ὃν οὐκ εἶναι λέγεις·
ἡμᾶς γὰρ ἀδικῶν κεῖνον ἐς δεσμοὺς ἄγεις.
***
ΠΕΝΘΕΑΣ
Αφήστε του τα χέρια.1Τώρα που πιάστηκε στα δίχτυα, δεν ξεφεύγει.
Τόσο γρήγορος δεν είναι.
Πάντως, ξένε, δε σου λείπει η ομορφιά
-τουλάχιστον η ομορφιά που γοητεύει τις γυναίκες.
Άλλωστε, γι᾽ αυτές δε βρίσκεσαι στη Θήβα;
Τα μαλλιά σου είναι μακριά· δεν ξέρουν τι θα πει πάλη·455
οι βόστρυχοι χύνονται στους ώμους,
αγγίζουν το μάγουλό σου
γεμάτοι πόθο.2
Το δέρμα σου το κρατάς λευκό,3 το φροντίζεις.
Φοβάσαι το βλέμμα του ήλιου· στη σκιά
κυνηγάς την Αφροδίτη με το κάλλος σου.
Πες μου, λοιπόν, πρώτα: ποιος είσαι; ποια η γενιά σου;460
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Δε θα διστάσω να σου πω. Δύσκολο δεν είναι.Ίσως θα έχεις ακούσει και θα ξέρεις τον ανθισμένο Τμώλο.4
ΠΕΝΘΕΑΣ
Ξέρω. Αγκαλιάζει την πόλη των Σάρδεων.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Από εκεί κρατάω. Πατρίδα μου η χώρα της Λυδίας.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Και από πού και ώς πού φέρνεις τις τελετές σου στην Ελλάδα;465
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Με δίδαξε ο Διόνυσος, ο υιός του Διός.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Υπάρχει εκεί άλλος Δίας, που γεννά νέους θεούς;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Όχι! Είναι αυτός που ενώθηκε με τη Σεμέλη εδώ.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Και σε ... "ανάγκασε" στο όνειρό σου ή τον είδες με τα μάτια σου;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Τον έβλεπα και μ᾽ έβλεπε. Έτσι μου εμπιστεύτηκε τα όργια.5470
ΠΕΝΘΕΑΣ
Αυτά τα όργια που λες, πώς είναι;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Δε λέγονται. Απαγορεύεται να τα γνωρίζουν οι αμύητοι.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Και ποιο το όφελος, αν είσαι μυημένος;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Δεν επιτρέπεται ν᾽ ακούσεις, όμως θα άξιζε να ξέρεις.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Ωραίο τέχνασμα, για να ζητώ να μάθω.475
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Τα όργια του θεού μισούν τον θιασώτη της ασέβειας.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Ο θεός -αφού λες πως τον είδες ολοζώντανο- πώς ήταν;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Όπως ήθελε. Αυτό δεν το καθόριζα εγώ.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Ωραία το παρέκαμψες και αυτό, ενώ δεν απαντάς.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Μιλάς σοφά στον αμαθή, και αυτός σε λέει παράλογο.480
ΠΕΝΘΕΑΣ
Τον θεό ήρθες και τον έφερες πρώτα εδώ;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Όλοι οι βάρβαροι χορεύουν τους ιερούς χορούς.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Γιατί οι βάρβαροι είναι πολύ πιο αφελείς από τους Έλληνες.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Σ᾽ αυτό μάλλον πιο ώριμοι. Απλώς, τα ήθη τους διαφέρουν.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Οι τελετές γίνονται νύχτα ή την ημέρα;485
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Συνήθως νύχτα. Είναι ιεροπρεπές το σκότος.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Για τις γυναίκες αυτό είναι ύπουλο και δόλιο.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Το αισχρό -φαντάζομαι- το βρίσκεις και τη μέρα.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Για τις θλιβερές σοφιστείες θα δώσεις λόγο.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Και εσύ, γιατί είσαι μωρός και ασεβής.490
ΠΕΝΘΕΑΣ
Είναι θρασύς ο μύστης, θρασύτατος, και με λόγο γυμνασμένο.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Πες μου! Τι πρόκειται να πάθω; Τι το φοβερό μου επιφυλάσσεις;
ΠΕΝΘΕΑΣ
Πρώτα-πρώτα: Θα σου κόψω τον αβρό βόστρυχο.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Ο βόστρυχος είναι ιερός, αφιερωμένος στο θεό.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Παράδωσέ μου, τώρα, τον θύρσο που κρατάς.6495
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Έλα να τον πάρεις εσύ. Εγώ υψώνω τον θύρσο για τον Διόνυσο.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Έπειτα θα εγκλειστείς στη φυλακή και θα φρουρείσαι.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Θα με ελευθερώσει ο θεός, όταν εγώ θελήσω.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Όταν βρεθείς ανάμεσα στις βάκχες και τον καλέσεις.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Και τώρα δίπλα σου είναι και βλέπει όσα πάσχω.500
ΠΕΝΘΕΑΣ
Πού είναι; Τα μάτια τα δικά μου δεν τον βλέπουν.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Όπου είμαι εγώ. Στον ασεβή δεν φανερώνεται.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Συλλάβετέ τον. Αυτός περιφρονεί και εμένα και τη Θήβα.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Εγώ ο σώφρων λέω στους μη σώφρονες: μη με δένετε.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Και εγώ σας λέω: δέστε τον. Η δύναμή μου πάνω από σένα.505
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Δεν ξέρεις γιατί ζεις, τι πράττεις, ποιος είσαι.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Είμαι ο Πενθέας, ο γιος της Αγαύης· πατέρας μου ο Εχίων.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Πενθέας! Όνομα ταιριαστό να κλείσει μέσα του το πένθος.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Προχώρει! Κλείστε τον στο στάβλο των αλόγων,510να βλέπει το τυφλό σκοτάδι. Εκεί χόρευε.
Και αυτές εδώ,
τις συνεργούς του κακού, που τις σέρνεις μαζί σου,
ή θα τις πουλήσω
ή θέτω τέλος σε τύμπανα7 και κρότους
και τις κρατάω στους αργαλειούς μου δούλες.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Πηγαίνω. Ό,τι δεν πρέπει να πάθω,515δεν θα το πάθω. Όμως ο Διόνυσος,
που λες πως δεν υπάρχει,
θα σε δικάσει γι᾽ αυτή την ύβρη.
Γιατί δεν αδικείς εμένα, εκείνον φυλακίζεις.
--------------
1 Απευθύνεται στους δούλους που οδήγησαν δέσμιο ενώπιόν του τον Διόνυσο, συγκεκριμένα στον θεράποντα, που μίλησε αμέσως προηγουμένως, και σε ένα τουλάχιστον ακόμη βουβό πρόσωπο.
2 Έως και το β᾽ μισό του έκτου αιώνα, φαίνεται ότι ο κανόνας για τους Έλληνες γενικά ήταν να τρέφουν μακριά μαλλιά. Στην Αθήνα, την εποχή που γράφονται οι Βάκχες (λίγο πριν από το 406 π.Χ.), μακριά μαλλιά είχαν μόνο νεαροί αριστοκράτες, οι οποίοι αντιμετωπίζονταν με καχυποψία. Μερικοί θεοί, ιδίως ο Διόνυσος, παριστάνονται και την εποχή αυτή με μακριά μαλλιά. Οι παλαιστές έκοβαν κοντά τα μαλλιά τους.
3 Για τους Έλληνες που γυμνάζονται στις παλαίστρες η λευκότητα της επιδερμίδας χαρακτηρίζει τους Ασιάτες, τις γυναίκες και τους θηλυπρεπείς.
4 Όρος της Λυδίας, κέντρο της διονυσιακής λατρείας.
5 Η λέξη ὄργια (από την ίδια ρίζα με τη λέξη "ἔργον") δηλώνει τα δρώμενα, τα τελούμενα, τις σχετικές ιεροπραξίες.
6 Ο θύρσος, το έμβλημα των πιστών του Διονύσου, ήταν ένα καλάμι στην κορυφή του οποίου είχε προσδεθεί κισσός
7 Όπως ο αυλός έτσι και το τύμπανο συνδέεται στενά με τη λατρεία του Διονύσου. Το αρχαίο τύμπανο ήταν όπως το σημερινό ντέφι, με τη διαφορά ότι το δέρμα εκάλυπτε και τις δύο πλευρές.
Ο σπαραγμός του Πενθέα
Στο τέλος του προηγούμενου επεισοδίου, ο Πενθέας, οδηγούμενος από τον Διόνυσο, εγκαταλείπει οριστικά τη σκηνή μεταμφιεσμένος σε μαινάδα, για να μπορέσει να διεισδύσει -χωρίς κίνδυνο, όπως φαντάζεται- στον χώρο των μαινάδων πάνω στον Κιθαιρώνα, όπου η παρουσία ανδρών σήμαινε θάνατο, και να παρακολουθήσει εκ του ασφαλούς τις υποτιθέμενες αισχρουργίες των, όπως ήταν η εσώτατή του επιθυμία. Στο απόσπασμα που παρατίθεται εδώ -χωρίς αμφιβολία μια από τις ωραιότερες αγγελικές ρήσεις του Ευριπίδη, που γενικότερα θεωρείται ασυναγώνιστος στη σύνθεση αγγελικών ρήσεων- ο ακόλουθος του Πενθέα περιγράφει τον σπαραγμό του Πενθέα από τις μαινάδες με κορυφαία την ίδια τη μητέρα του την Αγαύη.
Η αγγελική αυτή ρήση συνδέεται ποικιλοτρόπως με την προηγούμενη (στ. 677-774), στην οποία περιγράφονται τα θαυμαστά έργα των μαινάδων πάνω στον Κιθαιρώνα και η βιαιότατη αντίδρασή τους στην παρουσία ανδρών, αντίδραση που εκφορτίζεται στον σπαραγμό ολόκληρης αγέλης βοδιών. Και τις δύο ρήσεις τις χαρακτηρίζει απαράμιλλη ενάργεια, που εκπηγάζει πρωτίστως από την εύστοχη επιλογή λεπτομερειών που αποδίδουν το θαύμα και τη βία. Στο παρακάτω απόσπασμα είναι αριστοτεχνικός ο τρόπος με τον οποίο υποβάλλεται η ατμόσφαιρα του υπερφυσικού (ιδίως στους στίχους 1084 κ.ε.).
Η αγγελική αυτή ρήση συνδέεται ποικιλοτρόπως με την προηγούμενη (στ. 677-774), στην οποία περιγράφονται τα θαυμαστά έργα των μαινάδων πάνω στον Κιθαιρώνα και η βιαιότατη αντίδρασή τους στην παρουσία ανδρών, αντίδραση που εκφορτίζεται στον σπαραγμό ολόκληρης αγέλης βοδιών. Και τις δύο ρήσεις τις χαρακτηρίζει απαράμιλλη ενάργεια, που εκπηγάζει πρωτίστως από την εύστοχη επιλογή λεπτομερειών που αποδίδουν το θαύμα και τη βία. Στο παρακάτω απόσπασμα είναι αριστοτεχνικός ο τρόπος με τον οποίο υποβάλλεται η ατμόσφαιρα του υπερφυσικού (ιδίως στους στίχους 1084 κ.ε.).
ΧΟΡΟΣ
ἔνεπέ μοι, φράσον· τίνι μόρῳ θνῄσκειἄδικος ἄδικά τ᾽ ἐκπορίζων ἀνήρ;
ΑΓΓΕΛΟΣ
ἐπεὶ θεράπνας τῆσδε Θηβαίας χθονὸςλιπόντες ἐξέβημεν Ἀσωποῦ ῥοάς,
1045 λέπας Κιθαιρώνειον εἰσεβάλλομεν
Πενθεύς τε κἀγώ (δεσπότῃ γὰρ εἱπόμην)
ξένος θ᾽ ὃς ἡμῖν πομπὸς ἦν θεωρίας.
πρῶτον μὲν οὖν ποιηρὸν ἵζομεν νάπος,
τά τ᾽ ἐκ ποδῶν σιγηλὰ καὶ γλώσσης ἄπο
1050 σῴζοντες, ὡς ὁρῷμεν οὐχ ὁρώμενοι.
ἦν δ᾽ ἄγκος ἀμφίκρημνον, ὕδασι διάβροχον,
πεύκαισι συσκιάζον, ἔνθα μαινάδες
καθῆντ᾽ ἔχουσαι χεῖρας ἐν τερπνοῖς πόνοις.
αἱ μὲν γὰρ αὐτῶν θύρσον ἐκλελοιπότα
1055 κισσῷ κομήτην αὖθις ἐξανέστεφον,
αἱ δ᾽ ἐκλιποῦσαι ποικίλ᾽ ὡς πῶλοι ζυγὰ
βακχεῖον ἀντέκλαζον ἀλλήλαις μέλος.
Πενθεὺς δ᾽ ὁ τλήμων θῆλυν οὐχ ὁρῶν ὄχλον
ἔλεξε τοιάδ᾽· «ὦ ξέν᾽, οὗ μὲν ἕσταμεν
1060 οὐκ ἐξικνοῦμαι μαινάδων ὄσσοις νόθων·
ὄχθων δ᾽ ἔπ᾽ ἀμβὰς ἐς ἐλάτην ὑψαύχενα
ἴδοιμ᾽ ἂν ὀρθῶς μαινάδων αἰσχρουργίαν.»
τοὐντεῦθεν ἤδη τοῦ ξένου τὸ θαῦμ᾽ ὁρῶ·
λαβὼν γὰρ ἐλάτης οὐράνιον ἄκρον κλάδον
1065 κατῆγεν ἦγεν ἦγεν ἐς μέλαν πέδον·
κυκλοῦτο δ᾽ ὥστε τόξον ἢ κυρτὸς τροχὸς
τόρνῳ γραφόμενος περιφορὰν ἑλκεδρόμον·
ὣς κλῶν᾽ ὄρειον ὁ ξένος χεροῖν ἄγων
ἔκαμπτεν ἐς γῆν, ἔργματ᾽ οὐχὶ θνητὰ δρῶν.
1070 Πενθέα δ᾽ ἱδρύσας ἐλατίνων ὄζων ἔπι
ὀρθὸν μεθίει διὰ χερῶν βλάστημ᾽ ἄνω
ἀτρέμα, φυλάσσων μὴ ἀναχαιτίσειέ νιν,
ὀρθὴ δ᾽ ἐς ὀρθὸν αἰθέρ᾽ ἐστηρίζετο
ἔχουσα νώτοις δεσπότην ἐφήμενον.
1075 ὤφθη δὲ μᾶλλον ἢ κατεῖδε μαινάδας·
ὅσον γὰρ οὔπω δῆλος ἦν θάσσων ἄνω,
καὶ τὸν ξένον μὲν οὐκέτ᾽ εἰσορᾶν παρῆν,
ἐκ δ᾽ αἰθέρος φωνή τις, ὡς μὲν εἰκάσαι
Διόνυσος, ἀνεβόησεν· «ὦ νεάνιδες,
1080 ἄγω τὸν ὑμᾶς κἀμὲ τἀμά τ᾽ ὄργια
γέλων τιθέμενον· ἀλλὰ τιμωρεῖσθέ νιν.»
καὶ ταῦθ᾽ ἅμ᾽ ἠγόρευε καὶ πρὸς οὐρανὸν
καὶ γαῖαν ἐστήριζε φῶς σεμνοῦ πυρός.
σίγησε δ᾽ αἰθήρ, σῖγα δ᾽ ὕλιμος νάπη
1085 φύλλ᾽ εἶχε, θηρῶν δ᾽ οὐκ ἂν ἤκουσας βοήν.
αἱ δ᾽ ὠσὶν ἠχὴν οὐ σαφῶς δεδεγμέναι
ἔστησαν ὀρθαὶ καὶ διήνεγκαν κάρα.
ὁ δ᾽ αὖθις ἐπεκέλευσεν· ὡς δ᾽ ἐγνώρισαν
σαφῆ κελευσμὸν Βακχίου Κάδμου κόραι
1090 ᾖξαν πελείας ὠκύτητ᾽ οὐχ ἥσσονες
{ποδῶν ἔχουσαι συντόνοις δρομήμασι
μήτηρ Ἀγαύη σύγγονοί θ᾽ ὁμόσποροι}
πᾶσαί τε βάκχαι, διὰ δὲ χειμάρρου νάπης
ἀγμῶν τ᾽ ἐπήδων θεοῦ πνοαῖσιν ἐμμανεῖς.
1095 ὡς δ᾽ εἶδον ἐλάτῃ δεσπότην ἐφήμενον,
πρῶτον μὲν αὐτοῦ χερμάδας κραταιβόλους
ἔρριπτον, ἀντίπυργον ἐπιβᾶσαι πέτραν,
ὄζοισί τ᾽ ἐλατίνοισιν ἠκοντίζετο,
ἄλλαι δὲ θύρσους ἵεσαν δι᾽ αἰθέρος
1100 Πενθέως, στόχον δύστηνον, ἀλλ᾽ οὐκ ἤνυτον.
κρεῖσσον γὰρ ὕψος τῆς προθυμίας ἔχων
καθῆσθ᾽ ὁ τλήμων, ἀπορίᾳ λελημμένος.
τέλος δὲ δρυΐνοις συντριαινοῦσαι κλάδοις
ῥίζας ἀνεσπάρασσον ἀσιδήροις μοχλοῖς.
1105 ἐπεὶ δὲ μόχθων τέρματ᾽ οὐκ ἐξήνυτον,
ἔλεξ᾽ Ἀγαύη· «φέρε, περιστᾶσαι κύκλῳ
πτόρθου λάβεσθε, μαινάδες, τὸν ἀμβάτην
θῆρ᾽ ὡς ἕλωμεν μηδ᾽ ἀπαγγείλῃ θεοῦ
χοροὺς κρυφαίους.» αἳ δὲ μυρίαν χέρα
1110 προσέθεσαν ἐλάτῃ κἀξανέσπασαν χθονός.
ὑψοῦ δὲ θάσσων ὑψόθεν χαμαιριφὴς
πίπτει πρὸς οὖδας μυρίοις οἰμώγμασιν
Πενθεύς· κακοῦ γὰρ ἐγγὺς ὢν ἐμάνθανεν.
πρώτη δὲ μήτηρ ἦρξεν ἱερέα φόνου
1115 καὶ προσπίτνει νιν· ὁ δὲ μίτραν κόμης ἄπο
ἔρριψεν, ὥς νιν γνωρίσασα μὴ κτάνοι
τλήμων Ἀγαύη, καὶ λέγει παρήιδος
ψαύων· «ἐγώ τοι, μῆτερ, εἰμί, παῖς σέθεν
Πενθεύς, ὃν ἔτεκες ἐν δόμοις Ἐχίονος·
1120 οἴκτιρε δ᾽ ὦ μῆτέρ με μηδὲ ταῖς ἐμαῖς
ἁμαρτίαισι παῖδα σὸν κατακτάνῃς.»
ἡ δ᾽ ἀφρὸν ἐξιεῖσα καὶ διαστρόφους
κόρας ἑλίσσουσ᾽, οὐ φρονοῦσ᾽ ἃ χρὴ φρονεῖν,
ἐκ Βακχίου κατείχετ᾽, οὐδ᾽ ἔπειθέ νιν.
1125 λαβοῦσα δ᾽ ὠλέναισ᾽ ἀριστερὰν χέρα,
πλευροῖσιν ἀντιβᾶσα τοῦ δυσδαίμονος
ἀπεσπάραξεν ὦμον, οὐχ ὑπὸ σθένους
ἀλλ᾽ ὁ θεὸς εὐμάρειαν ἐπεδίδου χεροῖν.
Ἰνὼ δὲ τἀπὶ θάτερ᾽ ἐξηργάζετο
1130 ῥηγνῦσα σάρκας, Αὐτονόη τ᾽ ὄχλος τε πᾶς
ἐπεῖχε βακχῶν· ἦν δὲ πᾶσ᾽ ὁμοῦ βοή,
ὁ μὲν στενάζων ὅσον ἐτύγχαν᾽ ἐμπνέων,
αἱ δ᾽ ὠλόλυζον. ἔφερε δ᾽ ἡ μὲν ὠλένην,
ἡ δ᾽ ἴχνος αὐταῖς ἀρβύλαις, γυμνοῦντο δὲ
1135 πλευραὶ σπαραγμοῖς, πᾶσα δ᾽ ᾑματωμένη
χεῖρας διεσφαίριζε σάρκα Πενθέως.
κεῖται δὲ χωρὶς σῶμα, τὸ μὲν ὑπὸ στύφλοις
πέτραις, τὸ δ᾽ ὕλης ἐν βαθυξύλῳ φόβῃ,
οὐ ῥᾴδιον ζήτημα· κρᾶτα δ᾽ ἄθλιον,
1140 ὅπερ λαβοῦσα τυγχάνει μήτηρ χεροῖν,
πήξασ᾽ ἐπ᾽ ἄκρον θύρσον ὡς ὀρεστέρου
φέρει λέοντος διὰ Κιθαιρῶνος μέσου,
λιποῦσ᾽ ἀδελφὰς ἐν χοροῖσι μαινάδων.
χωρεῖ δὲ θήρᾳ δυσπότμῳ γαυρουμένη
1145 τειχέων ἔσω τῶνδ᾽, ἀνακαλοῦσα Βάκχιον
τὸν ξυγκύναγον, τὸν ξυνεργάτην ἄγρας,
τὸν καλλίνικον, ᾧ δάκρυα νικηφορεῖ.
ἐγὼ μὲν οὖν ‹τῇδ᾽› ἐκποδὼν τῇ ξυμφορᾷ
ἄπειμ᾽, Ἀγαύην πρὶν μολεῖν πρὸς δώματα.
1150 τὸ σωφρονεῖν δὲ καὶ σέβειν τὰ τῶν θεῶν
κάλλιστον· οἶμαι δ᾽ αὐτὸ καὶ σοφώτατον
θνητοῖσιν εἶναι κτῆμα τοῖσι χρωμένοις.
***
ΧΟΡΟΣ
Λέγε μου, ιστόρησε, με τι θάνατο επήγεο άδικος άνδρας που έπραττε το άδικο;
ΑΓΓΕΛΟΣ
Όταν αφήσαμε πίσω μας τις παρυφές της Θήβας,περάσαμε τις ροές του Ασωπού1
και προχωρήσαμε στα βράχια του Κιθαιρώνα1045
ο Πενθέας, εγώ -εγώ συνόδευα τον αφέντη μου-
και μαζί μας ο ξένος, που μας οδηγούσε στο ταξίδι.
Σταματήσαμε πρώτα σε μια χλοερή κοιλάδα.
Εσίγησαν τα βήματα μας και η γλώσσα μας,
για να βλέπουμε χωρίς να μας βλέπουν.1050
Ήταν ένα φαράγγι ανάμεσα σε γκρεμούς·
έτρεχαν νερά, το σκέπαζε ο ίσκιος του πεύκου.
Εκεί εκάθονταν οι μαινάδες,2
με τα χέρια τους δοσμένα σε τερπνά έργα.
Άλλες έστεφαν πάλι με κισσό τον γυμνωμένο θύρσο,1055
για να γίνει πυκνόμαλλος,
και άλλες, σαν τα πουλάρια
που απαλλάχθηκαν από τον σκαλιστό ζυγό,
αντιφωνώντας τραγουδούσαν μελωδίες βακχικές.
Και ο Πενθέας ο άμοιρος,
που δεν έβλεπε το πλήθος των γυναικών, είπε:
«Ξένε, από εδώ που στεκόμαστε
το βλέμμα μου δεν φτάνει τις ψευτομαινάδες.1060
Αν όμως ανεβώ πάνω στο ύψωμα,
αν σκαρφαλώσω στον υψηλό αυχένα ενός ελάτου,
θα δω καλά τα αίσχη των μαινάδων.»
Και αμέσως βλέπω το θαύμα του ξένου.
Έπιασε την ουρανομήκη κορυφή ενός ελάτου
και την έφερνε, την έφερνε, την έφερνε στο μαύρο χώμα.1065
Ελύγιζε όπως λυγίζει το τόξο ή όπως ο κυρτός τροχός
παίρνει το σχήμα που χάραξε ο τόρνος.3
Έτσι ο ξένος,
οδηγώντας με τα χέρια του το κλωνάρι των βουνών,
το χαμήλωνε στο χώμα
-τα έργα του δεν ήσαν έργα ενός θνητού.
Στερέωσε τον Πενθέα πάνω στα ελάτινα κλαδιά1070
και ανάμεσα στις παλάμες του άφηνε απαλά το βλαστάρι
να πάει ψηλά,
προσέχοντας να μην εκτιναχθεί.
Υψώθη ορθό στον ορθό ουρανό,
με τον αφέντη καθισμένο στη ράχη του.
Όμως πιο πολύ τον είδαν παρά που είδε τις μαινάδες.1075
Γιατί καλά-καλά δεν πρόφτασε να φανεί καθισμένος ψηλά,
και άξαφνα ο ξένος είχε γίνει άφαντος.
Μια φωνή -πιστεύω του Διονύσου-
αντήχησε από το βάθος του αιθέρα:
«Γυναίκες, φέρνω εκείνον που χλευάζει εσάς,
εμένα, τα όργιά μου.1080
Τιμωρήστε τον».
Όσο μιλούσε, ανάμεσα στον ουρανό και στη γη
είχε απλωθεί ένα φως ιερού πυρός.
Σίγησε ο αιθέρας,
σίγησαν τα φύλλα στο δασωμένο φαράγγι,
φωνή αγριμιού δεν άκουγες.1085
Οι μαινάδες δεν άκουσαν καθαρά τον ήχο,
σηκώθηκαν ορθές, έφεραν ένα γύρο το κεφάλι.
Εκείνος τις κάλεσε πάλι.
Όταν οι κόρες του Κάδμου αναγνώρισαν την προσταγή του Βάκχου,
που ήχησε ολοκάθαρη,
όρμησαν γρήγορες σαν το περιστέρι1090
-και μαζί τους οι βάκχες όλες.
Μέσα από την κοίτη του χειμάρρου και από γκρεμούς πηδούσαν,
ξέφρενες από τις πνοές του θεού.
Μόλις είδαν τον αφέντη μου καθισμένο επάνω στο έλατο,1095
ανέβηκαν σ᾽ ένα βράχο που υψωνόταν απέναντι σαν πύργος
και άρχισαν να του ρίχνουν πέτρες με όλη τους τη δύναμη
και να εξακοντίζουν ελάτινους κλώνους.
Άλλες πετούσαν μέσα από τον αιθέρα θύρσους
σημαδεύοντας τον Πενθέα -ένα στόχο θλιβερό-1100
όμως ματαίως.
Πιο ψηλά και από τον ζήλο τους καθόταν ο άμοιρος,
παγιδευμένος και αμήχανος.
Στο τέλος, έσκαβαν τις ρίζες
και με κλάδους δρυός, λοστούς όχι από σίδερο,
πάλευαν να ξεριζώσουν το έλατο.
Και όταν μοχθούσαν και δεν έφταναν τον στόχο,1105
είπε η Αγαύη: «Εμπρός, μαινάδες,
κυκλώστε το δέντρο και αδράξτε τον κορμό του,
να πιάσουμε το αγρίμι εκεί ψηλά,
να μην προδώσει τους κρυφούς χορούς του θεού.»
Εκείνες άρπαξαν το έλατο με χίλια χέρια
και το σήκωσαν από το χώμα.1110
Έτσι ψηλά που εκαθόταν, από ψηλά γκρεμίζεται ο Πενθέας,
πέφτει στο χώμα με βογγητό ακατάπαυτο.
Καταλάβαινε ότι βρισκόταν κοντά στο κακό.
Πρώτη άρχισε η μάνα του, ιέρεια του φόνου,
και απάνω του πέφτει.
Εκείνος πέταξε από τα μαλλιά του την ταινία,1115
μήπως η άμοιρη Αγαύη τον αναγνωρίσει και δεν τον σκοτώσει,
αγγίζει το μάγουλο της και λέει:
«Εγώ είμαι, μητέρα, ο γιος σου ο Πενθέας,
που με γέννησες στο σπίτι του Εχίονα.
Λυπήσου με, μητέρα·1120
για το σφάλμα το δικό μου μη σκοτώσεις το παιδί σου.»
Εκείνη έβγαζε αφρούς, εγύριζε τα μάτια της αλλοπαρμένα,
δεν σκεφτόταν όπως έπρεπε να σκέφτεται·
την είχε κυριεύσει ο Βάκχος και ο Πενθέας δεν την έπειθε.
Άδραξε με τα δυο της χέρια το αριστερό του χέρι,1125
πάτησε πάνω στα πλευρά του δύσμοιρου
και του χώρισε τον ώμο.
Δεν ήταν δύναμη δική της -ο θεός εχάριζε στα χέρια της την άνεση.
Από το άλλο μέρος ολοκλήρωνε το έργο η Ινώ,4
ξεσκίζοντας τις σάρκες του.
Και η Αυτονόη και όλο το πλήθος των βακχών επάνω του.1130
Οι κραυγές όλων είχαν γίνει ένα·
εκείνος εβόγγαε, όσο βαστούσε ακόμα η πνοή του, και αυτές
αλάλαζαν.
Άλλη κρατούσε χέρι κι άλλη πόδι με το άρβυλο φορεμένο.
Απόμεναν γυμνά τα πλευρά, καθώς τον σπάραζαν.
Και καθεμιά, με χέρια που έσταζαν αίμα,1135
έπαιζε σφαίρα με τις σάρκες τού Πενθέα.
Σκορπισμένο κείτεται το σώμα του,
άλλο κάτω από σκληρούς βράχους
και άλλο μέσα στα βαθιά φυλλώματα του δάσους
-να βρεθεί δεν είναι εύκολο.
Και το άθλιο κεφάλι του
η τύχη το ᾽φερε να το πάρει στα χέρια της η μάνα του·1140
το κάρφωσε στην κορυφή του θύρσου
-κρατάει, λέει, κεφάλι λιονταριού των βουνών-
και το φέρνει μέσα από τον Κιθαιρώνα,
αφήνοντας τις αδελφές της στους χορούς των μαινάδων.
Όλο καμάρι για το δύσμοιρο κυνήγι,
μπαίνει στα τείχη, καλώντας τον Βάκχιο1145
συγκυνηγό, συνθηρευτή, νικηφόρο·
αυτός της χάρισε νίκη δακρύων.
Εγώ τώρα κάνω τόπο στη συμφορά.
Φεύγω πριν φτάσει στα δώματα η Αγαύη.
Να είσαι σώφρων και να σέβεσαι τους θεούς1150
είναι το ωραιότερο.
Θαρρώ πως αυτό είναι για τους θνητούς, αν το έχουν,
και το απόκτημα το σοφότερο.