4.3. Δημόδοκος
Αν ο Φήμιος διατηρεί την καλή του φήμη ως αοιδού αλλά διακινδυνεύει τη ζωή του στο κλονισμένο παλάτι της Ιθάκης, ο Δημόδοκος γίνεται ανεπιφύλακτα δεκτός (αυτό σημαίνει το όνομά του) στο νησί της Σχερίας από τον δήμο των Φαιάκων και τη βασιλική αρχή του, που την εκπροσωπεί ο Αλκίνοος με την ισότιμη γυναίκα του, την Αρήτη. Η εμφάνιση εξάλλου του Δημοδόκου στο έπος συμπίπτει με την υποδοχή που επιφυλάσσεται στον ναυαγό Οδυσσέα από τη Ναυσικά, από το βασιλικό ζεύγος και από τους επιφανείς Φαίακες: όλοι υπόσχονται να προπέμψουν τον ξένο στην πατρίδα του, μόλις δηλώσει την ταυτότητά του. Και ακριβώς ο Δημόδοκος με τα τραγούδια του θα συγκινήσει μέχρι δακρύων τον φιλοξενούμενο, θα ευνοήσει την αποκάλυψή του από τον Αλκίνοο, ανοίγοντας τον δρόμο για τους «Μεγάλους Απολόγους» του Οδυσσέα, την εκτενέστερη και σημαντικότερη διήγηση της Οδύσσειας. Στο θέμα όμως αυτό θα επανέλθουμε.
Η μουσική δραστηριότητα του Δημοδόκου, τόσο στο παλάτι όσο και στην αγορά των Φαιάκων, συμφωνεί με την υψηλή και άνετη στάθμη πολιτισμού που υπάρχει στο απόλεμο αυτό νησί, το οποίο με τη γενικότερη ευδαιμονία του μοιάζει με ευφρόσυνη ουτοπία. Όπως πάνω κάτω περιγράφει τη Σχερία και τη ζωή των Φαιάκων με καμάρι ο βασιλιάς Αλκίνοος στον Οδυσσέα, κάπου στη μέση της όγδοης ραψωδίας (θ 241-249):
Πρόσεξε όμως τώρα και τον δικό μου λόγο, να ᾽χεις να λες
στον άλλον κόσμο, όταν μες στο δικό σου το παλάτι κάποτε,
σ᾽ ένα τραπέζι καθισμένος με τη γυναίκα και τα τέκνα σου,
θα μνημονεύεις τη δική μας αρετή· ποια έργα ο Δίας
μας αξίωσε κι εμάς να ασκούμε, από τα χρόνια
των πατέρων μας, αδιάκοπα.
Δεν είμαστε λοιπόν ακατανίκητοι πυγμάχοι μήτε και παλαιστές,
αλλά στο τρέξιμο πετούν τα πόδια μας, και δεν θα βρεις
καλύτερόν μας στα καράβια.
Απόλαυση δική μας και παντοτινή· το πλούσιο γεύμα,
η κιθάρα κι οι χοροί, ρούχα πολύτιμα, που να τ᾽ αλλάζουμε
όταν πρέπει, λουτρά θερμά, και το κρεβάτι.
Προς απόδειξη ο Αλκίνοος παραγγέλλει να στηθεί χορός, με μουσικές και τραγούδια. Φέρνει αμέσως τη φόρμιγγα ο κήρυκας στον αοιδό, στέκει ο Δημόδοκος στη μέση κι αρχίζει, με συνοδεία μουσική, η χορευτική επίδειξη: ωραία αγόρια, που μόλις άνθισε το χνούδι στο μάγουλό τους, δεινοί κιόλας χορευτές, στήνουν θείο χορό. Έκθαμβος βλέπει ο Οδυσσέας να λάμπει η μαρμαρυγή στα πόδια τους. Οπότε ο Δημόδοκος, κρούοντας την κιθάρα του, ξεκινά ένα μακρόσυρτο, σκανδαλιάρικο τραγούδι για την παράνομη αγάπη του ερωτόληπτου Άρη με την καλλιστέφανη Αφροδίτη.
Κυρίαρχη επομένως η μουσική ευφροσύνη στη Σχερία, που την προσυπογράφει ο Οδυσσέας και την κανοναρχεί ο αοιδός Δημόδοκος, η περίπτωση του οποίου σε τίποτε δεν θυμίζει το ζόρι και την αμηχανία του Φήμιου στην Ιθάκη. Αίσθηση που προκαταβάλλεται, μετριασμένη κάπως, και στην πρώτη, συμποτική εμφάνιση του αοιδού, μέσα στην αίθουσα του παλατιού, μπροστά στους αξιωματούχους Φαίακες και στον τιμώμενο ξένο.
Ο Αλκίνοος εντέλλεται να φέρει ο κήρυκας στο παλάτι τον θείο αοιδό, για να λαμπρύνει με τη μουσική και το τραγούδι του το βασιλικό γεύμα. Τη σύσταση μάλιστα του Δημοδόκου στο σημείο αυτό την αναλαμβάνει ο ίδιος ο ποιητής. Τον αποκαλεί ἐρίηρον (που πάει να πει: «από όλους τιμημένο») και τον αναγνωρίζει κατεξοχήν φίλο των Μουσών. Εκείνες, λέει, του χάρισαν την ηδονική τέχνη της αοιδής -αγαθό πολύτιμο· με αντάλλαγμα όμως τη στέρηση της όρασής του- αντίρροπο κακό αυτό. Ευνοημένος λοιπόν από τις Μούσες ο τραγουδιστής Δημόδοκος αλλά τυφλός. Σάμπως το χάρισμα της μουσικής δωρεάς να επιβάλλει, ως προϋπόθεση και ως συμπλήρωμά του, το αντιχάρισμα της τύφλωσης. Γιατί εδώ δεν πρόκειται, όπως στην περίπτωση του αλαζονικού ιλιαδικού Θάμυρη, για τιμωρία αλλά για ένα καλό που σέρνει πίσω του, ως αναγκαίο παρεπόμενο, ένα κακό. Έτσι που θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί πως το χάρισμα αντιστρέφεται σε αντιχάρισμα, αλλά και το αντιχάρισμα σε χάρισμα - σάμπως να πρόκειται για αχώριστο ζευγάρι.
Αυτό το μείγμα από δωρεά και στέρηση, από θετικό καλό και από αρνητικό κακό, μείγμα που το προσφέρουν οι θεοί στους θνητούς, ακόμη και σ᾽ εκείνους που αγαπούν, το συναντούμε πρώτη φορά στην Ιλιάδα. Εντοπίζεται συγκεκριμένα σε μια παραβολή με την οποία δοκιμάζει να παρηγορήσει ο Αχιλλέας τον Πρίαμο, σπαραγμένο για τον φόνο του γιου του, αλλά και να παρηγορηθεί ο ίδιος για τον χαμό του πιο αγαπημένου φίλου, του Πατρόκλου. Λέει λοιπόν ο Αχιλλέας (Ω 527-533):
Μπροστά στην πύλη του Δία στέκουν δύο πιθάρια: το ένα μόνο με βάσανα γεμάτο, το άλλο μόνο με αγαθά, προορισμένα και τα δύο για τους θνητούς. Αν τύχει και ο θεός βάλει το χέρι του και στο καλό και στο κακό πιθάρι, θα πρέπει ο θνητός να νιώθει ευχαριστημένος με τη μοίρα του. Αλίμονο όμως σ᾽ εκείνον που του πέφτουν στη μοιρασιά βάσανα μόνο από το κακό πιθάρι, γιατί έτσι το θέλησε ο Δίας ή το ᾽φερε η τύχη.
Παραβολικός μύθος που σημαίνει πως ακέραιη ευτυχία στον άνθρωπο δεν προσφέρεται. Όπου η καλή δωρεά του θεού περισσεύει, έρχεται πάντα συντροφευμένη από κάποια σημαδιακή στέρηση.
Το παραδοσιακό ωστόσο παράδειγμα του Δημοδόκου, στο οποίο επιμένει ο ποιητής της Οδύσσειας (ευνοημένος από τις Μούσες αοιδός, αλλά τυφλός με απόφαση δική τους πάλι), φαίνεται να ανακαλεί μια αρχαϊκή αντίληψη, ισχυρή ακόμη και σήμερα, για τη μοίρα του προικισμένου καλλιτέχνη και του εμπνευσμένου ποιητή. Φτάνει να θυμηθούμε ότι ο περίφημος για τη μεταλλουργική του τέχνη Ήφαιστος είναι χωλός, κι όταν τον βλέπουν οι άλλοι ολύμπιοι θεοί στο τέλος της πρώτης ιλιαδικής ραψωδίας να τους μοιράζει νέκταρ σε κύπελλα χρυσά σέρνοντας το χωλό ποδάρι του, ξεσπούν σε γέλια ακράτητα (Α 595-600).
Σ᾽ αυτήν εξάλλου την παράδοση κολλάει και η επινοημένη εικόνα του τυφλού Ομήρου, που τη συντήρησε και η αρχαία τέχνη. Γιατί φαίνεται ότι ταίριαξε καλά στη φαντασία των ανθρώπων ο τυφλός ποιητής. Ασκώντας μια τέχνη, κυρίως ακουστική και ακροαματική, να έχει εσωτερική όραση, να βλέπει με μάτια κλειστά όσα δεν βλέπουν οι άλλοι, να φτιάχνει με τους ήχους του δικές του εικόνες, που να μπορούν και να μιλούν. Δεν αποκλείεται μάλιστα η παράδοση για τον τυφλό Όμηρο να έχει την αφορμή της σ᾽ αυτήν εδώ τη σύσταση του ποιητή, που θέλει τον Δημόδοκο τυφλό. Πάντως τούτο το στοιχείο της τύφλωσης καθιστά τον αοιδό της Σχερίας πιο αρχαϊκό σε σχέση με τον Φήμιο της Ιθάκης, προσθέτοντας τελετουργικό κύρος στη μορφή και στο τραγούδι του.
Η πρόσθετη εξάλλου αξία και τιμή του Δημοδόκου φαίνεται και από το γεγονός ότι ακούγονται (με την υπόθεσή τους διεξοδικότερα τώρα δηλωμένη) τρία τραγούδια στο πλαίσιο της όγδοης ραψωδίας, έναντι του ενός που αποδίδεται στον Φήμιο της πρώτης ραψωδίας. Τα δύο ακραία μάλιστα αφορούν άμεσα και ονομαστικά τον Οδυσσέα, προβάλλοντας το κλέος του. Το πρώτο είναι κάπως αινιγματικό (θ 72-82): αναφέρεται σε μιαν άγνωστη από αλλού φιλονικία ανάμεσα στον Οδυσσέα και στον Αχιλλέα, σε εορταστικό μάλιστα τραπέζι, μετά από θυσίες. Και μολονότι εκείνοι ανταλλάσσουν λόγια βαριά μεταξύ τους, ο Αγαμέμνονας χαίρεται μέσα του. Γιατί αυτή η ἔρις (σύμφωνα με χρησμό του Απόλλωνα, που πήρε ο Αγαμέμνονας στους Δελφούς) αποτελεί καλό σημάδι για τον πόλεμο που δεν λέει να προχωρήσει ακόμη.
Έχουν προταθεί πολλές ερμηνείες για την πηγή και τη σημασία της παράξενης αυτής αοιδής. Ακόμη και πως αντιστρέφει σε καλοσήμαδη τη διαβόητη φιλονικία Αγαμέμνονα και Αχιλλέα στην αρχή της Ιλιάδας, αυτήν που προκάλεσε την καταραμένη οργή του γιου της Θέτιδας και την καταστροφική απόφασή του να τραβηχτεί από τη μάχη. Όσοι μάλιστα δέχονται έναν τέτοιο συνειρμό, προτείνουν να εκτιμηθεί το τραγούδι αυτό του Δημοδόκου ως έμμεσος έπαινος του ποιητή της Οδύσσειας για τον ποιητή της Ιλιάδας.
Αν το πρώτο και μάλλον δυσνόητο για μας τραγούδι του Δημοδόκου, που ο ποιητής εντούτοις το κατατάσσει σ᾽ εκείνα που ιστορούν κλέα ἀνδρῶν, παραπέμπει κάπου στην αρχή του τρωικού πολέμου, το τρίτο τραγούδι του αοιδού αφιερώνεται στο τέλος του πολέμου: στη διάσημη άλωση της Τροίας, που κατορθώθηκε με τον δόλο του δούρειου ίππου, επινόημα του Οδυσσέα, που του χάρισε τον τίτλο του πτολιπόρθου (θ 499-520). Εδώ ο ίδιος ο Οδυσσέας υπαγορεύει, εν είδει διαγωνισμού, στον Δημόδοκο το θέμα της αοιδής που θέλει ν᾽ ακούσει. Κι εκείνος ανταποκρίνεται στην πρόκληση, τραγουδώντας με υποδειγματική αφηγηματική οικονομία και ευστοχία. Σε είκοσι δύο στίχους (θ 499-520) συμπυκνώνει, δραματοποιεί και κλιμακώνει τα διαδοχικά επεισόδια της γνωστής ιστορίας, συνταγμένα σε δύο ενότητες, αρμοσμένες μεταξύ τους με το ίδιο ρήμα. Στην πραγματικότητα ο Δημόδοκος, συντέμνοντας, αναπαράγει ένα ολόκληρο έπος, που η επική παράδοση το τιτλοφόρησε Ιλίου πέρσιν. Άξιος λοιπόν ο μισθός του: η σπάλα που του προσφέρει ο Οδυσσέας. Άξιος και ο διπλός έπαινος που του απευθύνει· προκαταβολικά τη μία φορά, επιλογικά την άλλη. Ένας επιπλέον λόγος λοιπόν που επικυρώνει το παραδοσιακό κύρος του Δημοδόκου ως αοιδού και τον διαβαθμίζει ψηλότερα από τον ιθακήσιο ομότεχνό του Φήμιο, ο οποίος είδαμε πώς αυτοεπαινείται μπροστά στον Οδυσσέα, για να γλιτώσει από τη σφαγή στην έξοδο της «Μνηστηροφονίας».
Αν ο μοδάτος Φήμιος εκμεταλλεύεται το ποιητικό παρόν της Οδύσσειας, τραγουδώντας τον μετατρωικό νόστο των Αχαιών, ο παραδοσιακός Δημόδοκος επιμένει στο ποιητικό παρελθόν του έπους τραγουδώντας τρωικά κατορθώματα του Οδυσσέα. Και οι δύο αοιδοί προκαλούν συγκίνηση, διαφορετικής όμως τάξης ο καθένας. Ο Φήμιος προσφέρει τέρψη στους αναίσθητους για τη μεταπολεμική τύχη των Αχαιών μνηστήρες, πληγώνει ωστόσο με το συγκεκριμένο του τραγούδι τη συζυγική ευαισθησία της Πηνελόπης, ενώ δίνει την ευκαιρία να τον υπερασπιστεί ο Τηλέμαχος απέναντι στην αδικαιολόγητη, όπως πιστεύει, διαμαρτυρία της μάνας του. Το δάκρυ της Πηνελόπης (την ώρα που κατεβαίνει από το υπερώο στην αίθουσα, για να ελέγξει τον Φήμιο, επειδή τραγουδά τον πικρό νόστο των Αχαιών, που της θυμίζει τον Οδυσσέα) είναι μια εύλογη αντίδραση.
Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τον επαναλαμβανόμενο και διαβαθμισμένο θρήνο του Οδυσσέα, καθώς ακούει το πρώτο και το τρίτο τραγούδι του Δημοδόκου. Ωστόσο, ο ποιητής επιμένει στην περιγραφή της παράξενης ευσυγκινησίας του ήρωα, την οποία και δραματοποιεί με αυξημένη ένταση στις δύο διαδοχικές μορφές της. Στο πρώτο τραγούδι (φιλονικία του Οδυσσέα και του Αχιλλέα, που τη θεωρεί εντούτοις καλόν οιωνό ο Αγαμέμνονας για την εξέλιξη του πολέμου) ο αδιάγνωστος ακόμη ξένος προσπαθεί να κρύψει διακριτικά τον θρήνο του. Τον παίρνει ωστόσο είδηση ο Αλκίνοος και, για να διευκολύνει την κατάσταση, παραγγέλλει διακοπή της μουσικής απαγγελίας και έξοδο της συντροφιάς από το παλάτι στην αγορά των Φαιάκων. Στο τρίτο όμως τραγούδι (ιστορία του δούρειου ίππου και άλωση της Τροίας) ο θρηνητικός σπαραγμός του Οδυσσέα (που εξεικονίζεται με μια πολύστιχη παρομοίωση), δεν μπορεί πια να περάσει απαρατήρητος, και ο Αλκίνοος ομολογεί την απορία του, ζητώντας εξηγήσεις με εναλλακτικά ερωτήματα που θα οδηγήσουν τελικά στην αποκάλυψη της ταυτότητας του ξένου. Πώς εξηγείται όμως αυτός ο διπλός θρήνος του Οδυσσέα ως αντίδραση στα δύο τραγούδια του Δημοδόκου, που τον αφορούν άμεσα και αναγνωρίζουν το κλέος του;
Πρόχειρη εξήγηση προσφέρει το γνωστό δίστιχο του Σολωμού που λέει: περασμένα μεγαλεία | και διηγώντας τα να κλαις. Με τη διευκρίνιση ότι ο θρήνος στο δικό μας παράδειγμα μεταφέρεται από εκείνον που διηγείται σ᾽ αυτόν που ακούει την ένδοξη διήγηση. Η μεταφορά δείχνει ότι η επαναφορά μιας δόξας από το παρελθόν στο παρόν, σε ώρα μάλιστα δοκιμασίας, προκαλεί πόνο σ᾽ εκείνον που, ένδοξος κάποτε, τώρα δοκιμάζεται. Σ᾽ αυτήν όμως την εύλογη ερμηνεία θα πρέπει να προσθέσουμε ότι γενικότερα ένα καλό τραγούδι επιβεβαιώνει την αξία του, όταν συγκινεί μέχρι δακρύων τους ακροατές του. Θα δούμε ότι κάτι ανάλογο συμβαίνει και με το ακροατήριο μιας καλής διήγησης, όταν μάλιστα αυτή μεταβαίνει από την ένδοξη στην άδοξη φάση της.
Ξαναγυρίζουμε όμως στην πολύστιχη παρομοίωση που συνοδεύει τον θρήνο του Οδυσσέα, καθώς ακούει από τον Δημόδοκο το τραγούδι για τον δούρειο ίππο και την άλωση της Τροίας, επειδή έχει αξιοπαρατήρητες παραξενιές. Παραφράζονται πρώτα οι σχετικοί στίχοι (θ 521-531): Όσο ο αοιδός προχωρεί στη διήγησή του, τόσο και η συγκίνηση του Οδυσσέα ξεσπά και κορυφώνεται. Οπότε ο θρήνος του παραβάλλεται με το μοιρολόγι μιας γυναίκας πάνω στο σώμα του άντρα της, που έπεσε εκεί, μπροστά στην πόλη και στον λαό της πόλης, για την πατρίδα πολεμώντας και τα τέκνα της. Κι όπως τον βλέπει η γυναίκα του να σπαρταρά και να σβήνει, σωριασμένη πάνω του πνίγεται στο κλάμα, ενώ οι εχθροί με τα κοντάρια τους τη χτυπούν πισώπλατα, έτοιμοι να τη σύρουν σκλάβα τους, βουτηγμένη πια στη δυστυχία και στον πόνο. Κι ο ποιητής προσθέτει: όσο πικρό το δάκρυ αυτής της δύστυχης γυναίκας, τόσο πικρός και του Οδυσσέα ο θρήνος.
Τα παράξενα αυτής της παρομοίωσης φαίνονται και με γυμνό μάτι, δεν χρειάζονται μικροσκόπιο. Την ώρα που ο αοιδός δοξολογεί τον εφευρέτη του δούρειου ίππου, με τον οποίο κατορθώθηκε, ύστερα από δέκα χρόνια, η άλωση της Τροίας από τους Αχαιούς, εκείνος όχι μόνο πνίγεται στο κλάμα αλλά και παραβάλλεται με οδυρόμενη γυναίκα, που θρηνεί τον σκοτωμένο άντρα της, που κακοποιείται από τον εχθρό, που προορίζεται για παντοτινή σκλαβιά. Δύσκολα φαντάζεται κάποιος πιο αταίριαστη παρομοίωση. Σάμπως να την έχωσε εδώ ένα ξένο χέρι που δεν ήξερε τι λέει το προηγούμενο κείμενο. Γι᾽ αυτό εξάλλου δεν έλειψαν φιλόλογοι που θεώρησαν την παραβολή κακότεχνη και την απέδωσαν σε άτεχνο διασκευαστή. Μήπως όμως τα φαινόμενα απατούν;
Αν δούμε από κοντά και πιο προσεκτικά το δεύτερο μέρος από το τραγούδι του Δημοδόκου, παρατηρούμε πως ο αοιδός επιμένει στην ανελέητη σφαγή των εξαπατημένων Τρώων από τους Αχαιούς, με πρωταγωνιστές τον Οδυσσέα και τον Μενέλαο. Περιγραφή που σημαίνει ότι η άλωση της Τροίας έχει δύο όψεις: θριάμβου για τους πορθητές, τραγωδίας για τους εκπορθημένους. Αυτή τη διπλή σημασία της άλωσης φαίνεται πως θέλει να υπογραμμίσει ο ποιητής, και ξαφνικά, με την αταίριαστη παρομοίωση, γυρίζει το νόμισμα ανάποδα, αντιστρέφοντας τη θριαμβική νίκη των Αργείων σε σπαρακτική ήττα των Τρώων. Όπως έκανε ο Ευριπίδης, τρεις αιώνες μετά, με τις Τρωάδες του, και νωρίτερα ο Αισχύλος με τους Πέρσες του.
Το σπουδαιότερο όμως αφηγηματικό εύρημα στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι η αντιστροφή αυτή του θριάμβου σε τραγωδία, της χαράς σε σπαραγμό, αποδίδεται μεταφορικά στον ίδιο τον Οδυσσέα. Ο οποίος ξαφνικά αλλάζει φύλο και στρατόπεδο, θρηνώντας τώρα σπαρακτικά την καταστροφή της Τροίας, τον φόνο των Τρώων και τον εξανδραποδισμό των Τρωάδων. Αυτή τη συμπάθεια για τον ηττημένο εχθρό ξυπνά το τραγούδι του Δημοδόκου στον νικητή Οδυσσέα, κι αυτή τη συμπάθεια βιώνει εδώ, με μια τόσο ασυνήθιστη παρομοίωση, ο μεγάλος ήρωας.
Τόσο το ένα τραγούδι του Φήμιου στην πρώτη ραψωδία όσο και τα δύο ακραία του Δημοδόκου στην όγδοη ραψωδία επιμένουν στον τρωικό μύθο, μοιρασμένα μάλιστα, όπως είδαμε, στο πολεμικό και στο μεταπολεμικό μερίδιο - μοιρασιά που θυμίζει τα δύο ομηρικά έπη. Εξαίρεση σ᾽ αυτό τον κανόνα αποτελεί το μεσαίο και εκτενέστερο τραγούδι του Δημοδόκου, αυτό που απαγγέλλεται στην αγορά των Φαιάκων, μετά τους αθλητικούς αγώνες και τη χορευτική επίδειξη (θ 266-366). Θέμα της σκανδαλιστικής αυτής αοιδής είναι ο παράνομος έρωτας του Άρη και της Αφροδίτης, και η παραδειγματική τους, υποτίθεται, τιμωρία. Καμία σχέση επομένως με τον τρωικό κύκλο και τον ηρωικό κόσμο. Αντίθετα, ένα τραγούδι που παίζει ανάμεσα στο δράμα και στην κωμωδία, στη συζυγική νομιμότητα και στην παρασυζυγική παρανομία, προσφέροντας αφειδώς στο ακροατήριο κέφι και τέρψη, όπως δηλώνεται και στους δύο επιλογικούς στίχους. Στην τέρψη εξάλλου συμμετέχει τη φορά αυτή ανεπιφύλακτα και ο Οδυσσέας.
Άρης και Αφροδίτη σμίγουν στο συζυγικό κρεβάτι του Ηφαίστου, πίσω απ᾽ την πλάτη του, κάθε φορά που ο χωλός θεός λείπει από το σπίτι. Ώσπου τους παίρνει είδηση ο πανεπόπτης Ήλιος, που σπεύδει να ενημερώσει για την επαναλαμβανόμενη μοιχεία τον απατημένο σύζυγο. Οπότε εκείνος αποφασίζει να κάνει τους εραστές τσακωτούς, χρησιμοποιώντας τη δική του φημισμένη μεταλλουργική τέχνη. Φτιάχνει λοιπόν στο εργαστήρι του μεταλλικό δίχτυ απίστευτα λεπτό, όμως γερό, ώστε κανείς να μην μπορεί να το διακρίνει με γυμνό μάτι και να το σπάσει με το χέρι. Μ᾽ αυτό τυλίγει, πάνω κάτω, της μοιχείας το κρεβάτι και προσποιείται πως θα λείψει στη μακρινή και αγαπημένη του Λήμνο.
Περιχαρείς οι παράνομοι εραστές εκμεταλλεύονται την ευκαιρία, χώνονται στην ερωτική τους φωλίτσα, αλλά ξαφνικά το αόρατο μεταλλικό δίχτυ περιπλέκει και παγιδεύει τα σώματά τους. Ειδοποιημένος για δεύτερη φορά ο Ήφαιστος από τον Ήλιο, επιστρέφει στον συζυγικό θάλαμο, διαπιστώνει πως οι εραστές έχουν πιαστεί σαν ποντικοί στη φάκα, και φυσικά δεν δέχεται να τους λύσει. Αντ᾽ αυτού επικαλείται τους ολύμπιους θεούς, τον Δία, πατέρα της Αφροδίτης, ιδιαιτέρως, ζητώντας δίκαιη τιμωρία των μοιχών και επιστροφή της προίκας που έδωσε για να πάρει γυναίκα του αυτή τη σκύλα, όπως λέει, ομολογουμένως όμως πολύ ωραία. Προσέρχονται όλοι οι θεοί (όχι οι θεές, αυτές από ντροπή δεν πλησιάζουν), σχολιάζουν με λογοπαίγνια το φιάσκο του γρήγορου στη μάχη και στον έρωτα Άρη και το ρίχνουν στο γέλιο. Όταν μάλιστα ο Απόλλων ρωτάει τον Ερμή αν με τους ίδιους όρους θα ακολουθούσε το παράδειγμα του Άρη, προκειμένου να κάνει έρωτα με την ωραία Αφροδίτη, εκείνος απαντά απερίφραστα πως ναι, θα έκανε τα ίδια.
Αγέλαστος παραμένει μόνον ο Ποσειδώνας, που πιέζει τον Ήφαιστο να ελευθερώσει το παράνομο ζεύγος από τα δεσμά του, υπό τον όρο ο Άρης να πληρώσει τα σπασμένα. Και όταν ο χωλός θεός δυσπιστεί για τη συνέπεια του εραστή θεού να ξεπληρώσει το χρέος του, ο Ποσειδώνας υπόσχεται πως, σε περίπτωση ασυνέπειας, αναλαμβάνει ο ίδιος να αναπληρώσει τη ζημιά με δικά του έξοδα. Μ᾽ αυτούς τους όρους το ζευγάρι ελευθερώνεται: ο Άρης τραβά κατά τη Θράκη· η Αφροδίτη στην Πάφο της Κύπρου, όπου την υποδέχονται οι Χάριτες, τη λούζουν, τη μυρώνουν και πολυτελώς τη ντύνουν. Κούκλα πάλι η Αφροδίτη: θαῦμα ἰδέσθαι, λέει το κείμενο.
Η τολμηρή αυτή αοιδή, μπορεί να μοιάζει ξένο παραμύθι μέσα στο επικό πλαίσιο της Οδύσσειας, παρουσιάζει όμως, με το θέμα και τη μορφή της, ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αφηγηματική τέχνη της αρχαϊκής εποχής. Το γεγονός ότι αφιερώνεται αποκλειστικά σε ερωτική περιπέτεια θεών, και μάλιστα με τρόπο λίγο πολύ ευτράπελο, δείχνει ότι παραδοσιακοί αοιδοί, όπως ο Δημόδοκος, δεν τραγουδούσαν μόνον ηρωικά κατορθώματα, περιορισμένα στον τρωικό κύκλο. Σκάρωναν και πιο ελεύθερα, παράτολμα θέματα, που ερέθιζαν την περιέργεια του ακροατηρίου και τροφοδοτούσαν τη διασκέδασή του.
Ως προς το τολμηρό θέμα της αοιδής, δύο ακόμη παρατηρήσεις. Το σκάνδαλο της μοιχείας, που δίκαια εξοργίζει τον Ήφαιστο, μετριάζεται από το διάχυτο χιούμορ, που διαπερνά το τραγούδι απαρχής μέχρι τέλους, και που φαίνεται να λέει στους ακροατές: «μην την παίρνετε την ιστορία αυτή πολύ στα σοβαρά· ακολουθήστε το παράδειγμα των θεών, που τελικά γελούν μ᾽ αυτά που βλέπουν και ακούν· γελάστε κι εσείς μαζί τους». Ας μην ξεχνούμε εξάλλου ότι η αοιδή αυτή ακούγεται στην αγορά των Φαιάκων, σε μια γιορτή με αγώνες, χορούς και τραγούδια, όπου ο κόσμος κάνει κέφι, συχνά και με πικάντικα χωρατά. Επιπλέον: μπορεί στους θνητούς η παρασυζυγική εκτροπή να πέφτει βαριά, να προκαλεί ακόμη και πόλεμο (διαβόητο το παράδειγμα του Πάρη και της Ελένης), οι θεοί όμως ξέρουν πώς να βολεύουν τέτοια παραστρατήματα με άνετη χάρη. Εδώ παίρνει πίσω την προίκα του ο Ήφαιστος από τον Ποσειδώνα, και όλα γίνονται ξανά μέλι γάλα.
Στο κάτω κάτω αταίριαστο ζευγάρι είναι ο χωλός Ήφαιστος και η πανέμορφη Αφροδίτη· πιο καλός τής πέφτει ο Άρης, αρτιμελής αυτός κι ωραίος. Αυτό το αναγνωρίζει και ο απατημένος σύζυγος, με παράπονο έστω, μπροστά στους άλλους θεούς, όταν ζητά τη συνδρομή τους (θ 306-311). Πίσω από το παράπονό του ακούγεται και κάτι μελαγχολικό: οι ποιητές κι οι καλλιτέχνες (καλλιτέχνης είναι ο Ήφαιστος) σωματικά συνήθως υπολείπονται και δεν τα βγάζουν πέρα στον έρωτα με τους γυμνασμένους αθλητές και τους ρωμαλέους μαχητές. Αυτή είναι η μοίρα τους, κι ας μην παραπονιούνται. Όσο για το ηθικό δίδαγμα αυτής της ιστορίας, το παίρνουν πάνω τους ο Ήλιος, ο Ποσειδώνας και ειρωνικά ο ίδιος ο Ήφαιστος.
Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2022
Θα τρέφεσαι με τις αναμνήσεις και τις προσδοκίες ή ζήσεις τον πιο δημιουργικό εαυτό σου;
Μερικές φορές, πιάνουμε την καρδιά μας, πιο αδύναμη, πιο ευάλωτη από τον νου και στην προσπάθειά μας να καταλάβουμε τί είναι σωστό και τί όχι, μένουμε πίσω, να περιμένουμε πράγματα, ανθρώπους και καταστάσεις, που δεν είναι πια για μας.Δίνουμε ευκαιρίες, που θα πάνε και αυτές χαμένες, γιατί, ξεχνάμε.
Μένουμε να περιμένουμε, γιατί εμείς οι ίδιοι, παρά το γεγονός ότι έχουμε προχωρήσει, εξελιχθεί, συγχωρήσει, ξεχνάμε ότι υπάρχει μεγάλη περίπτωση, οι άλλοι, να μην μετακινήθηκαν όπως εμείς.
Και έτσι, από την μια βρίσκεσαι εσύ, που ενώ κάτι παρουσιάζεται στην ζωή σου, έχεις κάνει την απαραίτητη δουλειά οπότε και έχεις και την επιλογή του τί θα επιλέξεις και από την άλλη πλευρά,
έχουμε τον άλλο (σύντροφο, φίλο, συνεργάτη) που είναι και εκείνος μπροστά από το δικό του κομμάτι που του έχει παρουσιαστεί, αλλά αυτός, δεν έχει κάνει καμία απολύτως δουλειά με τον εαυτό του και δεν έχει καθόλου μα καθόλου μετακινηθεί.
Και σε ρωτάω..
Τί ακριβώς σε μπερδεύει;
Τα πράγματα είναι τόσο απλά.
Ένας άνθρωπος που έχει μετακινηθεί από αυτό που ήταν παλιότερα, δεν θα σε παιδέψει στο σήμερα.
Μπορεί τότε, να χρειαζόταν από υπομονή και γερά νεύρα, μέχρι νουθέτηση, μα αν έχει όντως δουλέψει τον εαυτό του, στο τώρα σας, όχι μόνο δεν θα χρειαστείς βαθιές αναπνοές αλλά θα σε γοητέψει και ο τρόπος συμπεριφοράς και επικοινωνίας του απέναντι σε σένα μα και στο θέμα.
Συμπέρασμα..
Προχωράμε.
Η ζωή, δεν περιμένει.
Ούτε μπορούμε και εμείς.
Σε νιώθω, φοβάσαι.
Σκέφτεσαι πού να τρέχεις, πού να πας, έχεις αμφιβολίες για το τί θα βρεις ξανά πάλι από την αρχή εκεί έξω, μα άσε με να σου πω το εξής.
Αφενός, αυτός – αυτό (αν είναι δουλειά) που σε θέλει και σε χρειάζεται στην ζωή του, θα είναι εκεί από την αρχή.
Δεν θα σε αφήσει να περιμένεις ή καν να αμφιβάλλεις.
Και αφετέρου, δίνοντας μια ευκαιρία στο νέο πράγμα να έρθει, θα δουλέψεις την αξία σου ένα παραπάνω.
Και την αυτοπεποίθησή σου.
Προς τί λοιπόν η δεύτερη ευκαιρία σε κάτι που έχεις ήδη προσπεράσει, γιατρέψει, ελευθερώσει, περιμένοντάς το πάλι τώρα να αποφασίσει, ενώ μπορείς αντ’ αυτού να αφεθείς και να αφήσεις νέα πράγματα να σου συμβούν;
Το σήμερα, προσφέρεται για τέτοιου είδους αποφάσεις και συνειδητές απελευθερώσεις,
όπως και το άνοιγμα με νέα ματιά στο μπροστά.
Αν επίσης, είναι να διαλέξεις, πού ανήκεις, στο παρελθόν ή το παρόν, τώρα είναι η στιγμή.
Θα ζεις, θα τρέφεσαι με τις αναμνήσεις και τις προσδοκίες ή μήπως θα μάθεις να δημιουργείς επάξια
το κάθε σου τώρα εκ νέου σύμφωνα με τα δεδομένα και τα ζητούμενά σου;
Όσο πιο βαθιά στον εαυτό μας βουτήξουμε τώρα, τόσο πιο ανάλαφρα θα βγούμε από την βουτιά, στην επιφάνεια, για να χαρούμε το φως που έρχεται από αύριο, όλο και πιο άπλετο.
Μένουμε να περιμένουμε, γιατί εμείς οι ίδιοι, παρά το γεγονός ότι έχουμε προχωρήσει, εξελιχθεί, συγχωρήσει, ξεχνάμε ότι υπάρχει μεγάλη περίπτωση, οι άλλοι, να μην μετακινήθηκαν όπως εμείς.
Και έτσι, από την μια βρίσκεσαι εσύ, που ενώ κάτι παρουσιάζεται στην ζωή σου, έχεις κάνει την απαραίτητη δουλειά οπότε και έχεις και την επιλογή του τί θα επιλέξεις και από την άλλη πλευρά,
έχουμε τον άλλο (σύντροφο, φίλο, συνεργάτη) που είναι και εκείνος μπροστά από το δικό του κομμάτι που του έχει παρουσιαστεί, αλλά αυτός, δεν έχει κάνει καμία απολύτως δουλειά με τον εαυτό του και δεν έχει καθόλου μα καθόλου μετακινηθεί.
Και σε ρωτάω..
Τί ακριβώς σε μπερδεύει;
Τα πράγματα είναι τόσο απλά.
Ένας άνθρωπος που έχει μετακινηθεί από αυτό που ήταν παλιότερα, δεν θα σε παιδέψει στο σήμερα.
Μπορεί τότε, να χρειαζόταν από υπομονή και γερά νεύρα, μέχρι νουθέτηση, μα αν έχει όντως δουλέψει τον εαυτό του, στο τώρα σας, όχι μόνο δεν θα χρειαστείς βαθιές αναπνοές αλλά θα σε γοητέψει και ο τρόπος συμπεριφοράς και επικοινωνίας του απέναντι σε σένα μα και στο θέμα.
Συμπέρασμα..
Προχωράμε.
Η ζωή, δεν περιμένει.
Ούτε μπορούμε και εμείς.
Σε νιώθω, φοβάσαι.
Σκέφτεσαι πού να τρέχεις, πού να πας, έχεις αμφιβολίες για το τί θα βρεις ξανά πάλι από την αρχή εκεί έξω, μα άσε με να σου πω το εξής.
Αφενός, αυτός – αυτό (αν είναι δουλειά) που σε θέλει και σε χρειάζεται στην ζωή του, θα είναι εκεί από την αρχή.
Δεν θα σε αφήσει να περιμένεις ή καν να αμφιβάλλεις.
Και αφετέρου, δίνοντας μια ευκαιρία στο νέο πράγμα να έρθει, θα δουλέψεις την αξία σου ένα παραπάνω.
Και την αυτοπεποίθησή σου.
Προς τί λοιπόν η δεύτερη ευκαιρία σε κάτι που έχεις ήδη προσπεράσει, γιατρέψει, ελευθερώσει, περιμένοντάς το πάλι τώρα να αποφασίσει, ενώ μπορείς αντ’ αυτού να αφεθείς και να αφήσεις νέα πράγματα να σου συμβούν;
Το σήμερα, προσφέρεται για τέτοιου είδους αποφάσεις και συνειδητές απελευθερώσεις,
όπως και το άνοιγμα με νέα ματιά στο μπροστά.
Αν επίσης, είναι να διαλέξεις, πού ανήκεις, στο παρελθόν ή το παρόν, τώρα είναι η στιγμή.
Θα ζεις, θα τρέφεσαι με τις αναμνήσεις και τις προσδοκίες ή μήπως θα μάθεις να δημιουργείς επάξια
το κάθε σου τώρα εκ νέου σύμφωνα με τα δεδομένα και τα ζητούμενά σου;
Όσο πιο βαθιά στον εαυτό μας βουτήξουμε τώρα, τόσο πιο ανάλαφρα θα βγούμε από την βουτιά, στην επιφάνεια, για να χαρούμε το φως που έρχεται από αύριο, όλο και πιο άπλετο.
Οι άνθρωποι στην καλοκαιρία δε λογαριάζουν την καταιγίδα
Συνοψίζοντας τις συμβουλές σε έναν ηγέτη για την αποτυχία
Το πιο διαδεδομένο ελάττωμα των ανθρώπων είναι ότι στην καλοκαιρία δε λογαριάζουν την καταιγίδα.
Ένας νέος Ηγέτης επιβάλλεται, είτε με τις ικανότητέςτου είτε με το κύρος και την αρχαιότητα της οικογένειας του.
Οι υφιστάμενοι κρίνουν με μεγαλύτερη αυστηρότητα τις κινήσεις του καινούργιου Ηγέτη που πήρε μόνος του την εξουσία, παρά του κληρονομικού.
Οι υφιστάμενοι ενδιαφέρονται περισσότερο για το πώς περνάνε σήμερα παρά για τα περασμένα μεγαλεία.
Όταν καλοπερνάνε, δε ζητάνε τίποτα άλλο, αποδέχονται και στηρίζουν τον καινούργιο Ηγέτη και λησμονούν τον προηγούμενο, όσα καλά κι αν τους έκανε στο παρελθόν.
Η αποτυχία ενός κληρονομικού Ηγέτη είναι διπλάσια από εκείνου που κατέκτησε την εξουσία μόνος του, επειδή, ενώ γεννήθηκε με την εξουσία στα χέρια του, δεν μπόρεσε να την κρατήσει και την έχασε.
Η καλύτερη τακτική για να κρατήσεις την εξουσία είναι ποτέ να μην αφεθείς να πέσεις, νομίζοντας αφελώς ότι την τελευταία στιγμή κάποιος θα βρεθεί να σε συγκρατήσει.
Οι μόνες ασφαλείς μέθοδοι άμυνας είναι εκείνες που στηρίζονται σε σένα τον ίδιο και στην αξιοσύνη σου.
Συνοψίζοντας τις συμβουλές σε έναν ηγέτη για την τύχη
Ο πολύς κόσμος πιστεύει πως η ζωή μας εξαρτάται κυρίως είτε από το Θεό είτε από την τύχη.
Η αλήθεια είναι πως η τύχη ορίζει τις μισές μας πράξεις αλλά αφήνει σε μας να κανονίσουμε τις άλλες μισές.
Η τύχη είναι σαν τα καταστροφικά εκείνα ποτάμια που όταν αγριεύουν κατακλύζουνε κάμπους, τσακίζουνε δέντρα και κτίσματα, σηκώνουν το χώμα και το πάνε μίλια μακριά και οι πάντες κάνουν τόπο στην ορμή τους χωρίς να μπορούν να την ανακόψουν.
Όπως οι άνθρωποι στους γαληνεμένους καιρούς λαβαίνουν τα μέτρα τους και φτιάχνουν προχώματα και φράγματα για τα άγρια ποτάμια, ώστε όταν φουσκώσουν να μη σταθεί τόσο ξέφρενη και βλαβερή η ορμή τους, έτσι πρέπει να κάνουν και με την τύχη.
Η τύχη στρέφει την ορμή της εκεί που δεν υπάρχει αξιοσύνη, επειδή ξέρει πως εκεί δε φτιάχτηκαν προχώματα και φράγματα για να τη βαστάξουν.
Είναι συχνό το φαινόμενο να ευτυχεί σήμερα ένας Ηγέτης και αύριο να καταστρέφεται χωρίς για αυτό να φταίει κάποια αλλαγή στην αξιοσύνη ή στο χαρακτήρα του.
Είναι καλότυχος ο Ηγέτης που έτυχε να συνταιριάξει τον τρόπο να μπορεί να πολιτεύεται ανάλογα με τη φυσιογνωμία των καιρών κι αλίμονο σε εκείνον που στα φερσίματά του διχογνωμούν οι καιροί.
Νικολό Μακιαβέλι, Ο Ηγεμόνας
Το πιο διαδεδομένο ελάττωμα των ανθρώπων είναι ότι στην καλοκαιρία δε λογαριάζουν την καταιγίδα.
Ένας νέος Ηγέτης επιβάλλεται, είτε με τις ικανότητέςτου είτε με το κύρος και την αρχαιότητα της οικογένειας του.
Οι υφιστάμενοι κρίνουν με μεγαλύτερη αυστηρότητα τις κινήσεις του καινούργιου Ηγέτη που πήρε μόνος του την εξουσία, παρά του κληρονομικού.
Οι υφιστάμενοι ενδιαφέρονται περισσότερο για το πώς περνάνε σήμερα παρά για τα περασμένα μεγαλεία.
Όταν καλοπερνάνε, δε ζητάνε τίποτα άλλο, αποδέχονται και στηρίζουν τον καινούργιο Ηγέτη και λησμονούν τον προηγούμενο, όσα καλά κι αν τους έκανε στο παρελθόν.
Η αποτυχία ενός κληρονομικού Ηγέτη είναι διπλάσια από εκείνου που κατέκτησε την εξουσία μόνος του, επειδή, ενώ γεννήθηκε με την εξουσία στα χέρια του, δεν μπόρεσε να την κρατήσει και την έχασε.
Η καλύτερη τακτική για να κρατήσεις την εξουσία είναι ποτέ να μην αφεθείς να πέσεις, νομίζοντας αφελώς ότι την τελευταία στιγμή κάποιος θα βρεθεί να σε συγκρατήσει.
Οι μόνες ασφαλείς μέθοδοι άμυνας είναι εκείνες που στηρίζονται σε σένα τον ίδιο και στην αξιοσύνη σου.
Συνοψίζοντας τις συμβουλές σε έναν ηγέτη για την τύχη
Ο πολύς κόσμος πιστεύει πως η ζωή μας εξαρτάται κυρίως είτε από το Θεό είτε από την τύχη.
Η αλήθεια είναι πως η τύχη ορίζει τις μισές μας πράξεις αλλά αφήνει σε μας να κανονίσουμε τις άλλες μισές.
Η τύχη είναι σαν τα καταστροφικά εκείνα ποτάμια που όταν αγριεύουν κατακλύζουνε κάμπους, τσακίζουνε δέντρα και κτίσματα, σηκώνουν το χώμα και το πάνε μίλια μακριά και οι πάντες κάνουν τόπο στην ορμή τους χωρίς να μπορούν να την ανακόψουν.
Όπως οι άνθρωποι στους γαληνεμένους καιρούς λαβαίνουν τα μέτρα τους και φτιάχνουν προχώματα και φράγματα για τα άγρια ποτάμια, ώστε όταν φουσκώσουν να μη σταθεί τόσο ξέφρενη και βλαβερή η ορμή τους, έτσι πρέπει να κάνουν και με την τύχη.
Η τύχη στρέφει την ορμή της εκεί που δεν υπάρχει αξιοσύνη, επειδή ξέρει πως εκεί δε φτιάχτηκαν προχώματα και φράγματα για να τη βαστάξουν.
Είναι συχνό το φαινόμενο να ευτυχεί σήμερα ένας Ηγέτης και αύριο να καταστρέφεται χωρίς για αυτό να φταίει κάποια αλλαγή στην αξιοσύνη ή στο χαρακτήρα του.
Είναι καλότυχος ο Ηγέτης που έτυχε να συνταιριάξει τον τρόπο να μπορεί να πολιτεύεται ανάλογα με τη φυσιογνωμία των καιρών κι αλίμονο σε εκείνον που στα φερσίματά του διχογνωμούν οι καιροί.
Νικολό Μακιαβέλι, Ο Ηγεμόνας
Υποκατάστατο ή αναντικατάστατο;
Το πρόβλημα είναι πανάρχαιο.
Αρχίζω με ένα περιστατικό που αφηγείται ο Πλούταρχος: Όταν ο Ιούλιος Καίσαρ είδε κάποτε στην Ρώμη, μερικούς ξένους να κρατάνε αγκαλιά σκυλάκια και μαϊμουδάκια δείχνοντας πως τα αγαπάνε (εν κόλποις περιφέροντας και αγαπώντας) ρώτησε: στη χώρα τους οι γυναίκες δεν κάνουν παιδιά; Κι έτσι (συνεχίζει ο Πλούταρχος) έδωσε ένα καλό μάθημα σαν ηγέτης, σε κείνους οι οποίοι σπαταλούν σε ζώα, την τρυφερότητα και την αγάπη που υπάρχουν μέσα μας από τη φύση προοριζόμενες για τους ανθρώπους.
"Εις θηρία καταναλίσκοντας ανθρώποις οφειλόμενον". Να ήδη, σαφέστατα διατυπωμένη, η κυριότερη αντίρρηση στην ζωοφιλία. Ξοδεύουν στα ζώα, αυτό που χρωστάνε στους ανθρώπους.
Αν αναλύσουμε φιλοσοφικά αυτή την πρόταση θα δούμε πως στηρίζεται σε δύο υποθέσεις:
1. 'Οτι η αγάπη και η στοργή υπάρχουν μέσα μας "φύσει", από την φύση δηλαδή
και
2. ότι επίσης "φυσιολογικά" προορίζονται για τους ανθρώπους και μόνο.
Και οι δύο αυτές υποθέσεις μπορούν να αμφισβητηθούν.
Αν θεωρήσουμε ότι "φύσει" είναι αυτό που παρατηρούμε στον πρωτόγονο άνθρωπο (πριν τον "χαλάσει" ο πολιτισμός) καθώς και στα ανώτερα θηλαστικά, θα δούμε πως αγάπη και στοργή υπάρχουν μόνο στην περίπτωση της μητρότητας. Από κει και πέρα ισχύει το "homo homini lupus" οι πάντες εναντίον πάντων. Ούτε δεσμοί αίματος αναγνωρίζονται, ούτε αγχιστείας. Στην περίπτωση της ομαδικής διαβίωσης σε αγέλες, υπάρχει συντροφικότητα που συνήθως είναι απλή ανοχή. Σίγουρα δεν πρόκειται για αγάπη, ούτε τρυφερότητα, ούτε στοργή.
Η πρώτη λοιπόν ματιά επάνω στην φύση είναι απογοητευτική. Δεν μοιάζει να εκπέμπει αγάπη - παρά μόνον την μητρική. Κάθε άλλη μορφή στοργής, από την παρέα και την φιλία μέχρι τον έρωτα και την χριστιανική αγάπη για τον πλησίον, θα πρέπει να θεωρηθεί παρά φύσιν.
Δύο πράγματα λοιπόν συμβαίνουν: είτε η φύση δεν είναι τόσο στενόκαρδη, όσο φαίνεται (κι όσο την θέλουν ο Πλούταρχος και ο Καίσαρας), είτε ο άνθρωπος μπορεί και ξεπερνάει την φύση. Γιατί είναι σίγουρο πως υπάρχουν στη ζωή μορφές αγάπης έξω από την μητρική. Ευτυχώς. Αν η παρουσία της αγάπης στον κόσμο περιοριζόταν στην βραχύβια αγάπη της γάτας για το γατάκι της - που μετά τρεις μήνες ούτε καν το αναγνωρίζει - ο κόσμος θα ήταν πολύ φτωχός.
Όμως, για σταθείτε: Η γάτα προσκολλάται στο γατάκι της τρεις μήνες - αλλά στον άνθρωπό της (δεν λέω τον ιδιοκτήτη της - δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα) προσηλώνεται μία ζωή. Να μια άλλη μορφή αγάπης. Αυτή τι είναι τώρα: κατά φύσιν ή παρά φύσιν;
Αν δεν είναι φυσιολογικό, κατά τον Πλούταρχο, να αγαπά ο άνθρωπος τον σκύλο, άλλο τόσο (ή και περισσότερο) δεν πρέπει να είναι να αγαπά ο σκύλος τον άνθρωπο.
Σκέπτεστε ότι ο σκύλος κάνει για τον άνθρωπο πράγματα που δεν θα έκανε ποτέ για έναν άλλο σκύλο; Αναλογίζεστε ότι η γάτα και ο σκύλος συχνά πεθαίνουν άμα λείψει ο άνθρωπός τους; Το ζώο προσκολλάται στον άνθρωπο, περισσότερο από ότι στο άλλο ζώο. Επαναλαμβάνω το ερώτημα: αυτή η αγάπη τι είναι; Φυσιολογική ή παρά φύσιν;
Προφανώς φυσιολογική. Δεν έχουν αναπτύξει τα οικιακά ζώα πολιτισμό, για να μπορούμε να πούμε πως βγήκαν έξω από τη φύση. Κινούνται πάντα μέσα στο χώρο της γενετικά προγραμματισμένης ύπαρξής τους. Και μέσα από αυτόν μας αγαπάνε.
Άρα, η ίδια η φύση μας δίνει παραδείγματα αγάπης που ξεφεύγουν από το μητρικό η γενετικό χώρο - και που ξεπερνάνε το χάσμα των ειδών.
Είναι όμως αγάπη αυτό που νιώθουν τα ζώα για μας; Μήπως είναι απλά ένα εξαρτημένο αντανακλαστικό που τα προσκολλάει επάνω μας - χωρίς να νιώθουν τίποτα;
Το τι νιώθουν τα ζώα για μας, δεν μπορώ βέβαια να σας το πω. Όπως άλλωστε μου είναι αδύνατο να ξέρω τι νιώθει ένας άνθρωπος που ισχυρίζεται ότι με αγαπάει. Από αυτά που λέει, μπορώ να υποθέσω τι νιώθει, (ή τι νομίζει ότι νιώθει) - αλλά δεν μπορώ να έχω άμεση εμπειρία των συναισθημάτων του. Μπορώ δηλαδή να συμπεράνω την αγάπη του από τις εκδηλώσεις του - λόγια και πράξεις.
Αλλά το ίδιο κάνω και για το ζώο. Παρατηρώ πως χαίρεται όταν με βλέπει, ότι μου δείχνει την προσήλωση και την εμπιστοσύνη του (εμένα και όχι άλλου) με ακολουθεί παντού - και τέλος μπορεί να θυσιαστεί για μένα. Το στερνό αυτό είναι και το καθοριστικό κριτήριο. Γιατί αν η σχέση του ζώου με μένα ήταν αποκλειστικά ωφελιμιστική (τροφή, στέγη, χάδια) δεν θα μπορούσε ποτέ να φτάσει στη θυσία.
Η θυσία, το ξεπέρασμα του εγώ για το εσύ, αποτελεί σε ανθρώπους και ζώα το ύψιστο γνώρισμα της αγάπης. "Η πραγματική αγάπη έχει πάντα για θεμέλιο την απάρνηση του ατομικού συμφέροντος" έγραψε ο Τολστόι.
Για έναν φιλόσοφο θα ήταν πολύ δύσκολο να υποστηρίξει πως υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην αγάπη του ανθρώπου και του ζώου. Τα ειδολογικά γνωρίσματα είναι τα ίδια. Κάθε ορισμός της αγάπης που βρήκα στα λεξικά, καλύπτει απόλυτα και την προσήλωση που δείχνουν τα ζώα σε μας.
Αλλά τα ζώα, θα αντιτείνει κάποιος, είναι όντα κατώτερα και δεν έχουν ψυχή. Πως μπορούν να νιώσουν ένα τόσο υψηλό συναίσθημα σαν την αγάπη;
Όποιος το ισχυρισθεί αυτό θα πρέπει πρώτα να μου αποδείξει πως οι άνθρωποι έχουν ψυχή. Δεν θα’ θελα να είμαι στη θέση του. Χιλιετίες φιλοσοφίας και επιστήμης δεν έχουν καταφέρει να προσκομίσουν μια τέτοια απόδειξη.
Όταν ο μέγας φιλόσοφος Καρτέσιος (ή Descartes) θέλησε να αποδείξει πως τα ζώα είναι άψυχα μηχανήματα, απέτυχε οικτρά. Αντίθετα, ο διάδοχός του La Mettrie, χρησιμοποιώντας τα ίδια επιχειρήματα έδειξε αρκετά πειστικά πως ο άνθρωπος είναι μηχανή.
Επίσης αρνούμαι τους οντολογικούς ρατσισμούς. Κανείς δεν δικαιούται να αποφασίζει ποίο όν είναι ανώτερο και ποιο κατώτερο. Στην φύση έχουμε διακρίσεις δύναμης - αλλά όχι ποιότητας. Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό - αλλά αυτό δεν το κάνει ανώτερο. Κάποτε πιστεύαμε πως ο άνθρωπος είναι το επίκεντρο του σύμπαντος - μέχρι που ανακαλύψαμε το σύμπαν.
Εκείνο που έχει πετύχει ο άνθρωπος, ανατρέποντας την οικολογική ισορροπία, είναι να γίνει το μεγαλύτερο ψάρι από όλα - και, με την βοήθεια της τεχνολογίας, να κατασπαράσσει τα μικρά. Αυτό βέβαια δεν τον κάνει ανώτερο - μάλλον χειρότερο από τα άλλα ζώα.
Από την δύναμη αυτή, που μας έδωσε η γνώση και όχι η φύση (μέσα στη φύση είμαστε από τα πιο αδύναμα πλάσματα), πηγάζει και η ηθική υποχρέωση που έχουμε απέναντι στα άλλα όντα αυτού του πλανήτη. Τα οποία έχουν ίσα δικαιώματα στη ζωή. Όσο μεγαλύτερη η εξουσία, τόσο πιο σημαντική η ευθύνη. Εκτός αν μιλάμε για δικτατορίες.
Αλλά η φύση δεν είναι δικτατορία. (Ούτε πρέπει να γίνει! Αυτό είναι το μήνυμα της οικολογίας.) Η φύση είναι η μεγάλη δημοκρατία των όντων, με ανισότητες, με ανταγωνισμούς, αλλά χωρίς μονοπώλια εξουσίας. Τα μονοπώλια βλάπτουν ακόμα και αυτούς που τα ασκούν. Τώρα αρχίζουμε και συνειδητοποιούμε την αλήθεια για την οικολογική αρμονία, καθώς και τις τεράστιες ευθύνες μας.
"Όλα τα ζώα είναι ίσα" Ήταν το σύνθημα στην ιδανική δημοκρατία της "Φάρμας των Ζώων" του Orwell. Μόνον αργότερα, όταν τα ζωντανά άρχισαν να συμπεριφέρονται σαν άνθρωποι προστέθηκε η φράση: "και μερικά είναι πιο ίσα από τα άλλα". Αυτή η προσθήκη είναι παρά φύσιν. Αυτή είναι το μεγάλο έγκλημα κατά της ελευθερίας, της αξιοπρέπειας και της αγάπης.
Το μόνο που μπορεί κανείς να πει για τα ζώα είναι πως δεν έχουν λόγο. Αλλά η αγάπη (γι αυτήν μιλάμε) δεν έχει σχέση με το λόγο - ίσως μάλιστα να είναι αντίθετη προς αυτόν. Η αγάπη είναι συναίσθημα, καθαρό δόσιμο, χάδι.
Να λοιπόν, που ή έρευνα της πρώτης υπόθεσης του Πλούταρχου, μας έφερε σε ένα απροσδόκητο συμπέρασμα: Η φύση, που σε πρώτη ματιά φαίνεται απόλυτα εγωϊστική, πράγματι εμπεριέχει αγάπη σε δύο βασικές περιπτώσεις: την μητρική αγάπη, και την αγάπη του οικιακού ζώου προς τον άνθρωπο.
Και οι δύο είναι φυσικές και αυθόρμητες. Η πρώτη (η μητρική) σίγουρα δεν είναι - και η δεύτερη δεν μοιάζει να είναι - προϊόν πολιτισμικής εξέλιξης. Εκτός αν δεχθούμε πως τα ζώα εξελίσσονται πολιτιστικά - πράγμα που θα οδηγήσει σε πολύ περιπετειώδεις σκέψεις.
Ιδιαίτερα η κλίση του οικιακού ζώου για τον άνθρωπο φαίνεται να είναι ένα αυτοξεπέρασμα της φύσης. Γιατί υπερβαίνει και πολλές φορές αντιμάχεται τα ένστικτα, αγνοεί τις αποστάσεις ανάμεσα στα είδη - και, κυρίως, ξεφεύγει από την βασική λογική της εξέλιξης. Η μητρική αγάπη υπάρχει για να βοηθάει στην διαιώνιση του είδους. Για να προστατεύει το αδύναμο νεογνό. Εξυπηρετεί λοιπόν μια σκοπιμότητα. Αν δεν υπήρχε, το είδος θα κινδύνευε τα αφανιστεί.
Όμως η αγάπη της γάτας για τον άνθρωπο, ποιον γενετικό σκοπό εξυπηρετεί; Την επιβίωση της γάτας; Τα αιλουροειδή επέζησαν εκατομμύρια χρόνια χωρίς τον άνθρωπο - όπως και οι λύκοι και τα τσακάλια. Και τον καιρό που ήρθαν κοντά μας, σίγουρα δεν ήταν απειλούμενα είδη.
Θα μπορούσαμε λοιπόν να ισχυρισθούμε κάτι πολύ σημαντικό: πως η αγάπη του οικιακού ζώου για τον άνθρωπο είναι το ξεπέρασμα του εγωισμού από την φύση, μέσα στη φύση. Ανοίγει τον δρόμο για τις άλλες μορφές αγάπης που θα εξελίξει ο πολιτισμός του ανθρώπου: Την φιλία, τον έρωτα (που διαφέρει βέβαια από το απλό ένστικτο αναπαραγωγής), την αδελφοσύνη και την πανανθρώπινη αγάπη.
Αλλά τότε, αν η φύση δείχνει το δρόμο της αγάπης μέσα από τα ζώα, πως είναι δυνατό να συζητάμε αν είναι θεμιτό και σωστό να ανταποδίδουμε εμείς την αγάπη τους;
Τώρα μοιάζει πολύ εύκολη η απάντηση στην δεύτερη προϋπόθεση της σκέψης του Πλούταρχου. Σας τη θυμίζω: Πως η φύση ορίζει ότι η αγάπη των ανθρώπων πρέπει να αφορά μόνο σε ανθρώπους.
Πώς γίνεται η φύση, που όρισε να μας αγαπάνε τα ζώα - να ορίζει για μας το αντίθετο; Με ποια λογική μπορεί να απαγορεύει την ανταπόδοση αυτού που η ίδια δημιούργησε; Γιατί μην ξεχνάτε: δεν αρκεί η απόφαση του ανθρώπου για να τον αγαπήσει το ζώο. Ούτε το συγκεκριμένο, ούτε ολόκληρο το γένος.
Σαν αθεράπευτοι εγωιστές που είμαστε, πιστεύουμε ότι εμείς αποφασίσαμε και κατακτήσαμε τα ζώα. (Όπως οι άντρες, που νομίζουν ότι αυτοί κατακτούν τις γυναίκες).
Πρώτο: Δεν εξημερώνονται όλα τα ζώα. (Αν το πιστεύετε εσείς αυτό, προσπαθήστε να πείσετε έναν ρινόκερο).
Δεύτερο: δεν αρκεί να εξημερώσεις ένα ζώο για να αποκτήσεις και σχέση μαζί του. Όσο και να προσπαθήσετε θα είναι δύσκολο να αποκτήσετε προσωπική επαφή με μια χελώνα. Από τα ζώα που εξημερώνονται, δύο είδη κυρίως είναι αυτά που επικοινωνούν με τον άνθρωπο. Οι γάτοι και οι σκύλοι που έγιναν κομμάτι της ζωής και μέλη της οικογένειας εκατομμυρίων ανθρώπων.
Άρα: τα ζώα που μας αγαπούν - μπορούν και το κάνουν επειδή η φύση το θέλει κι όχι επειδή το αποφασίσαμε εμείς.
Ε λοιπόν - είναι δυνατόν η φύση να θέλει να μας αγαπάνε τα ζώα - και να μη θέλει να τα αγαπάμε εμείς; Εμείς που είμαστε επίσης φύση - τουλάχιστον όσο κι αυτά;
Κι ας αφήσουμε τώρα τον Πλούταρχο και την φύση - κι ας ρωτήσουμε ευρύτερα: είναι δυνατόν να υπάρχουν όρια στην αγάπη;
Σίγουρα όχι. Αγάπη σημαίνει: υπέρβαση του ορίου. Υπερβαίνεις το πιο σκληρό, το πιο βασικό όριο. Περνάς από το εγώ στο εσύ.
Amare est gaudere felicitate alterius - να αγαπάς σημαίνει να χαίρεσαι την ευτυχία του άλλου, έγραψε ο Leibnitz. Γιατί λοιπόν, αν περάσεις το πρώτο, το πιο δύσκολο όριο (του εγώ) να μην περάσεις και το πιο εύκολο, του ζωολογικού γένους;
Τι διάβολο, δεν δικαιούται ο άνθρωπος να κάνει αυτό που κάνουν η γάτα και ο σκύλος; Αφού το θέλει και το νιώθει! Βλέπετε ένα παιδάκι πόσο αυθόρμητα, φυσικά, τείνει προς ένα μικρό ζώο.
Αν όμως η αγάπη του ζώου είναι φύσει νόμιμη - τότε η άποψη του Καίσαρα (και πολλών άλλων) ότι το ζώο είναι υποκατάστατο για κάτι (στην περίπτωση αυτή για το παιδί) δεν στέκει.
Μαζί με το επιχείρημα του "παρά φύσιν" καταπίπτει και η θεωρία της υποκατάστασης. Γιατί υποκατάσταση σημαίνει κάτι αφύσικο αντί για το φυσικό - κάτι ψεύτικο αντί για το αυθεντικό.
Επίσης η θεωρία της υποκατάστασης συμβαδίζει με ένα ψευτοδίλημμα: Είτε το ζώο, είτε το παιδί. Γιατί όμως αυτά πρέπει να είναι ετεροαποκλειόμενα; ΚΑΙ το παιδί ΚΑΙ το ζώο, θα έλεγα εγώ. Και πολλά άλλα πράγματα ακόμα!
Είναι σαν να μου πούνε ότι δεν μπορώ να αγαπάω και την μουσική και την ποίηση - ή και το μπάσκετ και το ποδόσφαιρο. Και ότι αν τύχει να αγαπάω το ένα (επειδή αυτό έχω) και όχι το άλλο, είμαι λειψός;
Μια γυναίκα που έχει παιδί δικαιούται να αγαπάει το σκυλί της ενώ μια άλλη που για διάφορους λόγους δεν έχει παιδί (ή δεν έχει πια) πρέπει να νιώθει ενοχές για την ίδια αγάπη; Τι μυστήριος πουριτανισμός είναι αυτός;
Μόνο η αυστηρά πατριαρχική ηθική των Καισάρων μπορεί να σκέπτεται έτσι. Μήπως και δεν γεννήσουν μερικές Ρωμαίες ματρόνες, αραιώσουν οι λεγεώνες και δεν έχει αρκετό κρέας να αλέσει ο μύλος του πολέμου. Αυτή είναι η "φύση" του Καίσαρα: το συμφέρον και η σκοπιμότητα του κράτους.
Μακριά από εμάς τέτοιες σκοπιμότητες. Ο καθένας, χωρίς τύψεις, δικαιούται να αγαπάει ότι θέλει. Κι όσο περισσότερα πράγματα αγαπάει, τόσο το καλύτερο για όλους. Έχει αποδειχθεί πως οι ζωόφιλοι είναι και οι κατ' εξοχήν φιλάνθρωποι.
Οι υγιείς σχέσεις είναι πάντα οι πλουραλιστικές. Η μονομανής προσήλωση είναι ασθένεια - αλλά αυτή δεν αφορά μόνο τα ζώα. Μπορεί να τείνει σε άνθρωπο ή σε αντικείμενο. Η "οιδιπόδεια" μητέρα, ή ο φετιχιστής, είναι κλασικά παραδείγματα.
Οι πιο σωστοί άνθρωποι που γνώρισα αγαπούσαν πολλά μαζί: Ανθρώπους, ζώα, τοπία και έργα τέχνης. Η μονομανία σίγουρα βλάπτει - όπου κι αν στρέφεται. Κι από ότι ξέρουμε, εξίσου συχνά μεταβάλλει σε υποκατάστατο και το παιδί και το ζώο.
Είδαμε λοιπόν πως το ζώο στη ζωή μας δεν είναι υποκατάστατο. Πως η σχέση μαζύ του είναι μια πρότυπη, αυθεντική, πρωταρχική σχέση, υπαγορευμένη από την ίδια την φύση.
Θα προχωρήσω όμως πάρα πέρα. Όχι μόνο το ζώο δεν είναι υποκατάστατο - αλλά για τον άνθρωπο είναι αναντικατάστατο. Η σύνδεση με αυτό προσφέρει κάτι που δεν μπορεί να το αντλήσουμε από αλλού. Ούτε από την σχέση με άλλον άνθρωπο.
Για τον Μίλαν Κούντερα, στον οποίο χρωστάμε μια από τις βαθύτερες αναλύσεις της ζωοφιλίας (στο μυθιστόρημά του "Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι") η αγάπη ανάμεσα στο ζώο και τον άνθρωπο είναι ανώτερη από την αγάπη μεταξύ των ανθρώπων.
"... η αγάπη του άντρα και της γυναίκας", γράφει "είναι εξαρχής ενός είδους κατώτερου απ' αυτό που μπορεί να είναι () η αγάπη ανάμεσα στον άνθρωπο και στον σκύλο, αυτή η παραδοξότητα της ιστορίας που ίσως ο Πλάστης να μην την είχε προβλέψει."
Και ο Κούντερα αναλύει τα χαρακτηριστικά αυτής της αγάπης. Άδολη, εκούσια, καθαρή, ελεύθερη. Ειδυλλιακή. Η λέξη ειδύλλιο αναφέρεται στον Παράδεισο.
Γιατί το ζώο είναι αναντικατάστατο;
Τα ζώα είναι αυτά που είναι:
Καθαρή φύση. Τίμια κοιτάνε,
κατάματα. Ο άνθρωπος, έξω από την φύση
αναζητά.
Το ζώο είναι. Ο άνθρωπος γίνεται. Αν μπορεί.
Το ζώο είναι αναντικατάστατο διότι παρέχει στον άνθρωπο την επαφή με το καθαρό 'Ον. Μπορείτε να το ονομάσετε φύση ή παράδεισο.
Το ζώο ΕΙΝΑΙ. Απόλυτα, αυθόρμητα, τέλεια. Μια ύπαρξη πλήρης. Ο άνθρωπος, από τότε που γεύτηκε το δέντρο της Γνώσης, δεν είναι πλήρης. Διότι ξέρει πως θα πεθάνει.
Η γνώση του θανάτου και της φθοράς, υπονομεύει το ανθρώπινο ον. Το κάνει αβέβαιο, παροδικό, αμφίβολο.
Δίπλα στον άνθρωπο, το κάθε ζώο είναι ένας βράχος σιγουριάς και τελειότητας.
Ο άνθρωπος, με τη γνώση, αλλοτριώθηκε. Αποξενώθηκε. Δεν βρίσκεται μέσα στη φύση - είναι απέναντι. Δεν κάνει ένα με το παν - είναι άλλος, ξένος.
Το ζώο ανήκει στο παν. Είναι η γέφυρα που μας συνδέει με την ζωή πριν απο τη γνώση. Ίσως και με τη ζωή μετά τη γνώση...
Οι ταπεινοί σκύλοι, οι αθόρυβες γάτες, είναι πρεσβευτές του όντος κοντά μας. Είναι αγγελιαφόροι της άλλης όχθης.
Αν ρωτήσετε τους περισσότερους ζωόφιλους, τι τους ελκύει στα ζώα, θα σας μιλήσουν για την σταθερότητα, την εμπιστοσύνη. Το ζώο, θα σας πουν, δεν σε προδίδει ποτέ.
Γιατί δεν προδίδει ούτε τον εαυτό του. Είναι αυτό που είναι. Ξέρει αυτά που ξέρει, απόλυτα. Δεν ταλαντεύεται. Δεν παλινδρομεί. Δεν αμφιβάλλει ούτε αμφισβητεί. Δεν έχει άγχος θανάτου ούτε ζωής.
Και η αγάπη του είναι σταθερή και διαυγής. Δεν έχει προϋποθέσεις, ούτε διαθέσεις, ούτε διακυμάνσεις.
Το ζώο είναι και η σταθερότητα μέσα στο χρόνο - η υπέρβαση της ιστορίας. Πορεύεται δίπλα μας μέσα στην ιστορία αλλά δεν της ανήκει. Ανήκει στη φύση. Η φύση είναι ανιστορική. Εμείς αλλάζουμε συνέχεια - όμως ένας σκύλος από την Ασσυρία και μια γάτα από την αρχαία Αίγυπτο, είναι ίδιοι με τους σημερινούς.
Το πιο συγκινητικό περιστατικό που έχει ποτέ γραφτεί για συμπεριφορά ζώου, αριθμεί ηλικία τριών χιλιάδων ετών: Ο 'Αργος ο σκύλος του Οδυσσέα περίμενε είκοσι χρόνια να δει τον άνθρωπό του για να ξεψυχήσει.
Εκεί και ο 'Αργος κείτουνταν τσιμπούρια φορτωμένος
Και τότε, όπως μυρίστηκε κοντά του τον Οδυσσέα
κούνησε λίγο την ουρά, κατέβασε τ' αυτιά του,
όμως δεν είχε δύναμη να τρέξει πια κοντά του
Και ο σκληρός Οδυσσέας, έτοιμος για εκδίκηση, παραλίγο να προδοθεί. Κλαίει για πρώτη φορά (απομόρξατο δάκρυ). Κι ευθύς ως φεύγει, ο 'Αργος πεθαίνει.
'Αργον δ'αυ κατά μοίρα λάβεν μέλανος θανάτοιο
αυτίκ'ιδόντα Οδυσύα εεικοστώ ενιαυτώ.
Μοίρα έχει και ο 'Αργος. Σαν τους ανθρώπους. Τον μαύρο θάνατο. Περίμενε είκοσι χρόνια. Πέστε μου μετά πως ο σκύλος έρχεται μόνο για το κόκαλο, κι η γάτα για το ψάρι.
Αυτή την σταθερότητα, αυτή την πίστη, σπάνια - η ποτέ - δεν την βρίσκεις σε άνθρωπο. Στο ζώο πάντα. Εκεί ισχύουν νόμοι ενός άλλου κόσμου.
Το κοντινό μας ζώο είναι ό,τι μας απόμεινε από τον παράδεισο. Από την κατάσταση της σιγουριάς, της αθωότητας και της απλότητας που κάποτε εγκαταλείψαμε.
Ήδη οι ψυχίατροι έχουν αποδείξει πως ένας τετράποδος σύντροφος είναι το καλύτερο αντίδοτο στο άγχος της ύπαρξης. Ο άλλος άνθρωπος δεν μπορεί να σας δώσει αυτό το αίσθημα του απόλυτα απλού. Ίσως μόνο ένα βρέφος, που κι αυτό στην αρχή, είναι καθαρή φύση.
Ο Κούντερα έγραψε: "κανένα ανθρώπινο πλάσμα δεν μπορεί να κάνει σε ένα άλλο την δωρεά του ειδυλλίου. Μόνο το ζώο μπορεί, επειδή δεν το έδιωξαν από τον Παράδεισο."
Να γιατί το ζώο είναι αναντικατάστατο.
Αποτελεί τον ομφάλιο λώρο που μας συνδέει με την αθώα και άδολη ύπαρξη, με τον αρχέγονο εαυτό μας, τις ρίζες μας.
Κι όσο περισσότερο απομακρυνόμαστε από τη φύση, τόσο πιο πολύ θα μας χρειάζονται τα ζώα. Για να εξισορροπούν την αμφιβολία. Να μας βοηθάνε να ξεχνούμε την αλλοτρίωση. Να αποκαθιστούν μέσα μας την αρμονία και την ενότητα.
Αρχίζω με ένα περιστατικό που αφηγείται ο Πλούταρχος: Όταν ο Ιούλιος Καίσαρ είδε κάποτε στην Ρώμη, μερικούς ξένους να κρατάνε αγκαλιά σκυλάκια και μαϊμουδάκια δείχνοντας πως τα αγαπάνε (εν κόλποις περιφέροντας και αγαπώντας) ρώτησε: στη χώρα τους οι γυναίκες δεν κάνουν παιδιά; Κι έτσι (συνεχίζει ο Πλούταρχος) έδωσε ένα καλό μάθημα σαν ηγέτης, σε κείνους οι οποίοι σπαταλούν σε ζώα, την τρυφερότητα και την αγάπη που υπάρχουν μέσα μας από τη φύση προοριζόμενες για τους ανθρώπους.
"Εις θηρία καταναλίσκοντας ανθρώποις οφειλόμενον". Να ήδη, σαφέστατα διατυπωμένη, η κυριότερη αντίρρηση στην ζωοφιλία. Ξοδεύουν στα ζώα, αυτό που χρωστάνε στους ανθρώπους.
Αν αναλύσουμε φιλοσοφικά αυτή την πρόταση θα δούμε πως στηρίζεται σε δύο υποθέσεις:
1. 'Οτι η αγάπη και η στοργή υπάρχουν μέσα μας "φύσει", από την φύση δηλαδή
και
2. ότι επίσης "φυσιολογικά" προορίζονται για τους ανθρώπους και μόνο.
Και οι δύο αυτές υποθέσεις μπορούν να αμφισβητηθούν.
Αν θεωρήσουμε ότι "φύσει" είναι αυτό που παρατηρούμε στον πρωτόγονο άνθρωπο (πριν τον "χαλάσει" ο πολιτισμός) καθώς και στα ανώτερα θηλαστικά, θα δούμε πως αγάπη και στοργή υπάρχουν μόνο στην περίπτωση της μητρότητας. Από κει και πέρα ισχύει το "homo homini lupus" οι πάντες εναντίον πάντων. Ούτε δεσμοί αίματος αναγνωρίζονται, ούτε αγχιστείας. Στην περίπτωση της ομαδικής διαβίωσης σε αγέλες, υπάρχει συντροφικότητα που συνήθως είναι απλή ανοχή. Σίγουρα δεν πρόκειται για αγάπη, ούτε τρυφερότητα, ούτε στοργή.
Η πρώτη λοιπόν ματιά επάνω στην φύση είναι απογοητευτική. Δεν μοιάζει να εκπέμπει αγάπη - παρά μόνον την μητρική. Κάθε άλλη μορφή στοργής, από την παρέα και την φιλία μέχρι τον έρωτα και την χριστιανική αγάπη για τον πλησίον, θα πρέπει να θεωρηθεί παρά φύσιν.
Δύο πράγματα λοιπόν συμβαίνουν: είτε η φύση δεν είναι τόσο στενόκαρδη, όσο φαίνεται (κι όσο την θέλουν ο Πλούταρχος και ο Καίσαρας), είτε ο άνθρωπος μπορεί και ξεπερνάει την φύση. Γιατί είναι σίγουρο πως υπάρχουν στη ζωή μορφές αγάπης έξω από την μητρική. Ευτυχώς. Αν η παρουσία της αγάπης στον κόσμο περιοριζόταν στην βραχύβια αγάπη της γάτας για το γατάκι της - που μετά τρεις μήνες ούτε καν το αναγνωρίζει - ο κόσμος θα ήταν πολύ φτωχός.
Όμως, για σταθείτε: Η γάτα προσκολλάται στο γατάκι της τρεις μήνες - αλλά στον άνθρωπό της (δεν λέω τον ιδιοκτήτη της - δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα) προσηλώνεται μία ζωή. Να μια άλλη μορφή αγάπης. Αυτή τι είναι τώρα: κατά φύσιν ή παρά φύσιν;
Αν δεν είναι φυσιολογικό, κατά τον Πλούταρχο, να αγαπά ο άνθρωπος τον σκύλο, άλλο τόσο (ή και περισσότερο) δεν πρέπει να είναι να αγαπά ο σκύλος τον άνθρωπο.
Σκέπτεστε ότι ο σκύλος κάνει για τον άνθρωπο πράγματα που δεν θα έκανε ποτέ για έναν άλλο σκύλο; Αναλογίζεστε ότι η γάτα και ο σκύλος συχνά πεθαίνουν άμα λείψει ο άνθρωπός τους; Το ζώο προσκολλάται στον άνθρωπο, περισσότερο από ότι στο άλλο ζώο. Επαναλαμβάνω το ερώτημα: αυτή η αγάπη τι είναι; Φυσιολογική ή παρά φύσιν;
Προφανώς φυσιολογική. Δεν έχουν αναπτύξει τα οικιακά ζώα πολιτισμό, για να μπορούμε να πούμε πως βγήκαν έξω από τη φύση. Κινούνται πάντα μέσα στο χώρο της γενετικά προγραμματισμένης ύπαρξής τους. Και μέσα από αυτόν μας αγαπάνε.
Άρα, η ίδια η φύση μας δίνει παραδείγματα αγάπης που ξεφεύγουν από το μητρικό η γενετικό χώρο - και που ξεπερνάνε το χάσμα των ειδών.
Είναι όμως αγάπη αυτό που νιώθουν τα ζώα για μας; Μήπως είναι απλά ένα εξαρτημένο αντανακλαστικό που τα προσκολλάει επάνω μας - χωρίς να νιώθουν τίποτα;
Το τι νιώθουν τα ζώα για μας, δεν μπορώ βέβαια να σας το πω. Όπως άλλωστε μου είναι αδύνατο να ξέρω τι νιώθει ένας άνθρωπος που ισχυρίζεται ότι με αγαπάει. Από αυτά που λέει, μπορώ να υποθέσω τι νιώθει, (ή τι νομίζει ότι νιώθει) - αλλά δεν μπορώ να έχω άμεση εμπειρία των συναισθημάτων του. Μπορώ δηλαδή να συμπεράνω την αγάπη του από τις εκδηλώσεις του - λόγια και πράξεις.
Αλλά το ίδιο κάνω και για το ζώο. Παρατηρώ πως χαίρεται όταν με βλέπει, ότι μου δείχνει την προσήλωση και την εμπιστοσύνη του (εμένα και όχι άλλου) με ακολουθεί παντού - και τέλος μπορεί να θυσιαστεί για μένα. Το στερνό αυτό είναι και το καθοριστικό κριτήριο. Γιατί αν η σχέση του ζώου με μένα ήταν αποκλειστικά ωφελιμιστική (τροφή, στέγη, χάδια) δεν θα μπορούσε ποτέ να φτάσει στη θυσία.
Η θυσία, το ξεπέρασμα του εγώ για το εσύ, αποτελεί σε ανθρώπους και ζώα το ύψιστο γνώρισμα της αγάπης. "Η πραγματική αγάπη έχει πάντα για θεμέλιο την απάρνηση του ατομικού συμφέροντος" έγραψε ο Τολστόι.
Για έναν φιλόσοφο θα ήταν πολύ δύσκολο να υποστηρίξει πως υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην αγάπη του ανθρώπου και του ζώου. Τα ειδολογικά γνωρίσματα είναι τα ίδια. Κάθε ορισμός της αγάπης που βρήκα στα λεξικά, καλύπτει απόλυτα και την προσήλωση που δείχνουν τα ζώα σε μας.
Αλλά τα ζώα, θα αντιτείνει κάποιος, είναι όντα κατώτερα και δεν έχουν ψυχή. Πως μπορούν να νιώσουν ένα τόσο υψηλό συναίσθημα σαν την αγάπη;
Όποιος το ισχυρισθεί αυτό θα πρέπει πρώτα να μου αποδείξει πως οι άνθρωποι έχουν ψυχή. Δεν θα’ θελα να είμαι στη θέση του. Χιλιετίες φιλοσοφίας και επιστήμης δεν έχουν καταφέρει να προσκομίσουν μια τέτοια απόδειξη.
Όταν ο μέγας φιλόσοφος Καρτέσιος (ή Descartes) θέλησε να αποδείξει πως τα ζώα είναι άψυχα μηχανήματα, απέτυχε οικτρά. Αντίθετα, ο διάδοχός του La Mettrie, χρησιμοποιώντας τα ίδια επιχειρήματα έδειξε αρκετά πειστικά πως ο άνθρωπος είναι μηχανή.
Επίσης αρνούμαι τους οντολογικούς ρατσισμούς. Κανείς δεν δικαιούται να αποφασίζει ποίο όν είναι ανώτερο και ποιο κατώτερο. Στην φύση έχουμε διακρίσεις δύναμης - αλλά όχι ποιότητας. Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό - αλλά αυτό δεν το κάνει ανώτερο. Κάποτε πιστεύαμε πως ο άνθρωπος είναι το επίκεντρο του σύμπαντος - μέχρι που ανακαλύψαμε το σύμπαν.
Εκείνο που έχει πετύχει ο άνθρωπος, ανατρέποντας την οικολογική ισορροπία, είναι να γίνει το μεγαλύτερο ψάρι από όλα - και, με την βοήθεια της τεχνολογίας, να κατασπαράσσει τα μικρά. Αυτό βέβαια δεν τον κάνει ανώτερο - μάλλον χειρότερο από τα άλλα ζώα.
Από την δύναμη αυτή, που μας έδωσε η γνώση και όχι η φύση (μέσα στη φύση είμαστε από τα πιο αδύναμα πλάσματα), πηγάζει και η ηθική υποχρέωση που έχουμε απέναντι στα άλλα όντα αυτού του πλανήτη. Τα οποία έχουν ίσα δικαιώματα στη ζωή. Όσο μεγαλύτερη η εξουσία, τόσο πιο σημαντική η ευθύνη. Εκτός αν μιλάμε για δικτατορίες.
Αλλά η φύση δεν είναι δικτατορία. (Ούτε πρέπει να γίνει! Αυτό είναι το μήνυμα της οικολογίας.) Η φύση είναι η μεγάλη δημοκρατία των όντων, με ανισότητες, με ανταγωνισμούς, αλλά χωρίς μονοπώλια εξουσίας. Τα μονοπώλια βλάπτουν ακόμα και αυτούς που τα ασκούν. Τώρα αρχίζουμε και συνειδητοποιούμε την αλήθεια για την οικολογική αρμονία, καθώς και τις τεράστιες ευθύνες μας.
"Όλα τα ζώα είναι ίσα" Ήταν το σύνθημα στην ιδανική δημοκρατία της "Φάρμας των Ζώων" του Orwell. Μόνον αργότερα, όταν τα ζωντανά άρχισαν να συμπεριφέρονται σαν άνθρωποι προστέθηκε η φράση: "και μερικά είναι πιο ίσα από τα άλλα". Αυτή η προσθήκη είναι παρά φύσιν. Αυτή είναι το μεγάλο έγκλημα κατά της ελευθερίας, της αξιοπρέπειας και της αγάπης.
Το μόνο που μπορεί κανείς να πει για τα ζώα είναι πως δεν έχουν λόγο. Αλλά η αγάπη (γι αυτήν μιλάμε) δεν έχει σχέση με το λόγο - ίσως μάλιστα να είναι αντίθετη προς αυτόν. Η αγάπη είναι συναίσθημα, καθαρό δόσιμο, χάδι.
Να λοιπόν, που ή έρευνα της πρώτης υπόθεσης του Πλούταρχου, μας έφερε σε ένα απροσδόκητο συμπέρασμα: Η φύση, που σε πρώτη ματιά φαίνεται απόλυτα εγωϊστική, πράγματι εμπεριέχει αγάπη σε δύο βασικές περιπτώσεις: την μητρική αγάπη, και την αγάπη του οικιακού ζώου προς τον άνθρωπο.
Και οι δύο είναι φυσικές και αυθόρμητες. Η πρώτη (η μητρική) σίγουρα δεν είναι - και η δεύτερη δεν μοιάζει να είναι - προϊόν πολιτισμικής εξέλιξης. Εκτός αν δεχθούμε πως τα ζώα εξελίσσονται πολιτιστικά - πράγμα που θα οδηγήσει σε πολύ περιπετειώδεις σκέψεις.
Ιδιαίτερα η κλίση του οικιακού ζώου για τον άνθρωπο φαίνεται να είναι ένα αυτοξεπέρασμα της φύσης. Γιατί υπερβαίνει και πολλές φορές αντιμάχεται τα ένστικτα, αγνοεί τις αποστάσεις ανάμεσα στα είδη - και, κυρίως, ξεφεύγει από την βασική λογική της εξέλιξης. Η μητρική αγάπη υπάρχει για να βοηθάει στην διαιώνιση του είδους. Για να προστατεύει το αδύναμο νεογνό. Εξυπηρετεί λοιπόν μια σκοπιμότητα. Αν δεν υπήρχε, το είδος θα κινδύνευε τα αφανιστεί.
Όμως η αγάπη της γάτας για τον άνθρωπο, ποιον γενετικό σκοπό εξυπηρετεί; Την επιβίωση της γάτας; Τα αιλουροειδή επέζησαν εκατομμύρια χρόνια χωρίς τον άνθρωπο - όπως και οι λύκοι και τα τσακάλια. Και τον καιρό που ήρθαν κοντά μας, σίγουρα δεν ήταν απειλούμενα είδη.
Θα μπορούσαμε λοιπόν να ισχυρισθούμε κάτι πολύ σημαντικό: πως η αγάπη του οικιακού ζώου για τον άνθρωπο είναι το ξεπέρασμα του εγωισμού από την φύση, μέσα στη φύση. Ανοίγει τον δρόμο για τις άλλες μορφές αγάπης που θα εξελίξει ο πολιτισμός του ανθρώπου: Την φιλία, τον έρωτα (που διαφέρει βέβαια από το απλό ένστικτο αναπαραγωγής), την αδελφοσύνη και την πανανθρώπινη αγάπη.
Αλλά τότε, αν η φύση δείχνει το δρόμο της αγάπης μέσα από τα ζώα, πως είναι δυνατό να συζητάμε αν είναι θεμιτό και σωστό να ανταποδίδουμε εμείς την αγάπη τους;
Τώρα μοιάζει πολύ εύκολη η απάντηση στην δεύτερη προϋπόθεση της σκέψης του Πλούταρχου. Σας τη θυμίζω: Πως η φύση ορίζει ότι η αγάπη των ανθρώπων πρέπει να αφορά μόνο σε ανθρώπους.
Πώς γίνεται η φύση, που όρισε να μας αγαπάνε τα ζώα - να ορίζει για μας το αντίθετο; Με ποια λογική μπορεί να απαγορεύει την ανταπόδοση αυτού που η ίδια δημιούργησε; Γιατί μην ξεχνάτε: δεν αρκεί η απόφαση του ανθρώπου για να τον αγαπήσει το ζώο. Ούτε το συγκεκριμένο, ούτε ολόκληρο το γένος.
Σαν αθεράπευτοι εγωιστές που είμαστε, πιστεύουμε ότι εμείς αποφασίσαμε και κατακτήσαμε τα ζώα. (Όπως οι άντρες, που νομίζουν ότι αυτοί κατακτούν τις γυναίκες).
Πρώτο: Δεν εξημερώνονται όλα τα ζώα. (Αν το πιστεύετε εσείς αυτό, προσπαθήστε να πείσετε έναν ρινόκερο).
Δεύτερο: δεν αρκεί να εξημερώσεις ένα ζώο για να αποκτήσεις και σχέση μαζί του. Όσο και να προσπαθήσετε θα είναι δύσκολο να αποκτήσετε προσωπική επαφή με μια χελώνα. Από τα ζώα που εξημερώνονται, δύο είδη κυρίως είναι αυτά που επικοινωνούν με τον άνθρωπο. Οι γάτοι και οι σκύλοι που έγιναν κομμάτι της ζωής και μέλη της οικογένειας εκατομμυρίων ανθρώπων.
Άρα: τα ζώα που μας αγαπούν - μπορούν και το κάνουν επειδή η φύση το θέλει κι όχι επειδή το αποφασίσαμε εμείς.
Ε λοιπόν - είναι δυνατόν η φύση να θέλει να μας αγαπάνε τα ζώα - και να μη θέλει να τα αγαπάμε εμείς; Εμείς που είμαστε επίσης φύση - τουλάχιστον όσο κι αυτά;
Κι ας αφήσουμε τώρα τον Πλούταρχο και την φύση - κι ας ρωτήσουμε ευρύτερα: είναι δυνατόν να υπάρχουν όρια στην αγάπη;
Σίγουρα όχι. Αγάπη σημαίνει: υπέρβαση του ορίου. Υπερβαίνεις το πιο σκληρό, το πιο βασικό όριο. Περνάς από το εγώ στο εσύ.
Amare est gaudere felicitate alterius - να αγαπάς σημαίνει να χαίρεσαι την ευτυχία του άλλου, έγραψε ο Leibnitz. Γιατί λοιπόν, αν περάσεις το πρώτο, το πιο δύσκολο όριο (του εγώ) να μην περάσεις και το πιο εύκολο, του ζωολογικού γένους;
Τι διάβολο, δεν δικαιούται ο άνθρωπος να κάνει αυτό που κάνουν η γάτα και ο σκύλος; Αφού το θέλει και το νιώθει! Βλέπετε ένα παιδάκι πόσο αυθόρμητα, φυσικά, τείνει προς ένα μικρό ζώο.
Αν όμως η αγάπη του ζώου είναι φύσει νόμιμη - τότε η άποψη του Καίσαρα (και πολλών άλλων) ότι το ζώο είναι υποκατάστατο για κάτι (στην περίπτωση αυτή για το παιδί) δεν στέκει.
Μαζί με το επιχείρημα του "παρά φύσιν" καταπίπτει και η θεωρία της υποκατάστασης. Γιατί υποκατάσταση σημαίνει κάτι αφύσικο αντί για το φυσικό - κάτι ψεύτικο αντί για το αυθεντικό.
Επίσης η θεωρία της υποκατάστασης συμβαδίζει με ένα ψευτοδίλημμα: Είτε το ζώο, είτε το παιδί. Γιατί όμως αυτά πρέπει να είναι ετεροαποκλειόμενα; ΚΑΙ το παιδί ΚΑΙ το ζώο, θα έλεγα εγώ. Και πολλά άλλα πράγματα ακόμα!
Είναι σαν να μου πούνε ότι δεν μπορώ να αγαπάω και την μουσική και την ποίηση - ή και το μπάσκετ και το ποδόσφαιρο. Και ότι αν τύχει να αγαπάω το ένα (επειδή αυτό έχω) και όχι το άλλο, είμαι λειψός;
Μια γυναίκα που έχει παιδί δικαιούται να αγαπάει το σκυλί της ενώ μια άλλη που για διάφορους λόγους δεν έχει παιδί (ή δεν έχει πια) πρέπει να νιώθει ενοχές για την ίδια αγάπη; Τι μυστήριος πουριτανισμός είναι αυτός;
Μόνο η αυστηρά πατριαρχική ηθική των Καισάρων μπορεί να σκέπτεται έτσι. Μήπως και δεν γεννήσουν μερικές Ρωμαίες ματρόνες, αραιώσουν οι λεγεώνες και δεν έχει αρκετό κρέας να αλέσει ο μύλος του πολέμου. Αυτή είναι η "φύση" του Καίσαρα: το συμφέρον και η σκοπιμότητα του κράτους.
Μακριά από εμάς τέτοιες σκοπιμότητες. Ο καθένας, χωρίς τύψεις, δικαιούται να αγαπάει ότι θέλει. Κι όσο περισσότερα πράγματα αγαπάει, τόσο το καλύτερο για όλους. Έχει αποδειχθεί πως οι ζωόφιλοι είναι και οι κατ' εξοχήν φιλάνθρωποι.
Οι υγιείς σχέσεις είναι πάντα οι πλουραλιστικές. Η μονομανής προσήλωση είναι ασθένεια - αλλά αυτή δεν αφορά μόνο τα ζώα. Μπορεί να τείνει σε άνθρωπο ή σε αντικείμενο. Η "οιδιπόδεια" μητέρα, ή ο φετιχιστής, είναι κλασικά παραδείγματα.
Οι πιο σωστοί άνθρωποι που γνώρισα αγαπούσαν πολλά μαζί: Ανθρώπους, ζώα, τοπία και έργα τέχνης. Η μονομανία σίγουρα βλάπτει - όπου κι αν στρέφεται. Κι από ότι ξέρουμε, εξίσου συχνά μεταβάλλει σε υποκατάστατο και το παιδί και το ζώο.
Είδαμε λοιπόν πως το ζώο στη ζωή μας δεν είναι υποκατάστατο. Πως η σχέση μαζύ του είναι μια πρότυπη, αυθεντική, πρωταρχική σχέση, υπαγορευμένη από την ίδια την φύση.
Θα προχωρήσω όμως πάρα πέρα. Όχι μόνο το ζώο δεν είναι υποκατάστατο - αλλά για τον άνθρωπο είναι αναντικατάστατο. Η σύνδεση με αυτό προσφέρει κάτι που δεν μπορεί να το αντλήσουμε από αλλού. Ούτε από την σχέση με άλλον άνθρωπο.
Για τον Μίλαν Κούντερα, στον οποίο χρωστάμε μια από τις βαθύτερες αναλύσεις της ζωοφιλίας (στο μυθιστόρημά του "Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι") η αγάπη ανάμεσα στο ζώο και τον άνθρωπο είναι ανώτερη από την αγάπη μεταξύ των ανθρώπων.
"... η αγάπη του άντρα και της γυναίκας", γράφει "είναι εξαρχής ενός είδους κατώτερου απ' αυτό που μπορεί να είναι () η αγάπη ανάμεσα στον άνθρωπο και στον σκύλο, αυτή η παραδοξότητα της ιστορίας που ίσως ο Πλάστης να μην την είχε προβλέψει."
Και ο Κούντερα αναλύει τα χαρακτηριστικά αυτής της αγάπης. Άδολη, εκούσια, καθαρή, ελεύθερη. Ειδυλλιακή. Η λέξη ειδύλλιο αναφέρεται στον Παράδεισο.
Γιατί το ζώο είναι αναντικατάστατο;
Τα ζώα είναι αυτά που είναι:
Καθαρή φύση. Τίμια κοιτάνε,
κατάματα. Ο άνθρωπος, έξω από την φύση
αναζητά.
Το ζώο είναι. Ο άνθρωπος γίνεται. Αν μπορεί.
Το ζώο είναι αναντικατάστατο διότι παρέχει στον άνθρωπο την επαφή με το καθαρό 'Ον. Μπορείτε να το ονομάσετε φύση ή παράδεισο.
Το ζώο ΕΙΝΑΙ. Απόλυτα, αυθόρμητα, τέλεια. Μια ύπαρξη πλήρης. Ο άνθρωπος, από τότε που γεύτηκε το δέντρο της Γνώσης, δεν είναι πλήρης. Διότι ξέρει πως θα πεθάνει.
Η γνώση του θανάτου και της φθοράς, υπονομεύει το ανθρώπινο ον. Το κάνει αβέβαιο, παροδικό, αμφίβολο.
Δίπλα στον άνθρωπο, το κάθε ζώο είναι ένας βράχος σιγουριάς και τελειότητας.
Ο άνθρωπος, με τη γνώση, αλλοτριώθηκε. Αποξενώθηκε. Δεν βρίσκεται μέσα στη φύση - είναι απέναντι. Δεν κάνει ένα με το παν - είναι άλλος, ξένος.
Το ζώο ανήκει στο παν. Είναι η γέφυρα που μας συνδέει με την ζωή πριν απο τη γνώση. Ίσως και με τη ζωή μετά τη γνώση...
Οι ταπεινοί σκύλοι, οι αθόρυβες γάτες, είναι πρεσβευτές του όντος κοντά μας. Είναι αγγελιαφόροι της άλλης όχθης.
Αν ρωτήσετε τους περισσότερους ζωόφιλους, τι τους ελκύει στα ζώα, θα σας μιλήσουν για την σταθερότητα, την εμπιστοσύνη. Το ζώο, θα σας πουν, δεν σε προδίδει ποτέ.
Γιατί δεν προδίδει ούτε τον εαυτό του. Είναι αυτό που είναι. Ξέρει αυτά που ξέρει, απόλυτα. Δεν ταλαντεύεται. Δεν παλινδρομεί. Δεν αμφιβάλλει ούτε αμφισβητεί. Δεν έχει άγχος θανάτου ούτε ζωής.
Και η αγάπη του είναι σταθερή και διαυγής. Δεν έχει προϋποθέσεις, ούτε διαθέσεις, ούτε διακυμάνσεις.
Το ζώο είναι και η σταθερότητα μέσα στο χρόνο - η υπέρβαση της ιστορίας. Πορεύεται δίπλα μας μέσα στην ιστορία αλλά δεν της ανήκει. Ανήκει στη φύση. Η φύση είναι ανιστορική. Εμείς αλλάζουμε συνέχεια - όμως ένας σκύλος από την Ασσυρία και μια γάτα από την αρχαία Αίγυπτο, είναι ίδιοι με τους σημερινούς.
Το πιο συγκινητικό περιστατικό που έχει ποτέ γραφτεί για συμπεριφορά ζώου, αριθμεί ηλικία τριών χιλιάδων ετών: Ο 'Αργος ο σκύλος του Οδυσσέα περίμενε είκοσι χρόνια να δει τον άνθρωπό του για να ξεψυχήσει.
Εκεί και ο 'Αργος κείτουνταν τσιμπούρια φορτωμένος
Και τότε, όπως μυρίστηκε κοντά του τον Οδυσσέα
κούνησε λίγο την ουρά, κατέβασε τ' αυτιά του,
όμως δεν είχε δύναμη να τρέξει πια κοντά του
Και ο σκληρός Οδυσσέας, έτοιμος για εκδίκηση, παραλίγο να προδοθεί. Κλαίει για πρώτη φορά (απομόρξατο δάκρυ). Κι ευθύς ως φεύγει, ο 'Αργος πεθαίνει.
'Αργον δ'αυ κατά μοίρα λάβεν μέλανος θανάτοιο
αυτίκ'ιδόντα Οδυσύα εεικοστώ ενιαυτώ.
Μοίρα έχει και ο 'Αργος. Σαν τους ανθρώπους. Τον μαύρο θάνατο. Περίμενε είκοσι χρόνια. Πέστε μου μετά πως ο σκύλος έρχεται μόνο για το κόκαλο, κι η γάτα για το ψάρι.
Αυτή την σταθερότητα, αυτή την πίστη, σπάνια - η ποτέ - δεν την βρίσκεις σε άνθρωπο. Στο ζώο πάντα. Εκεί ισχύουν νόμοι ενός άλλου κόσμου.
Το κοντινό μας ζώο είναι ό,τι μας απόμεινε από τον παράδεισο. Από την κατάσταση της σιγουριάς, της αθωότητας και της απλότητας που κάποτε εγκαταλείψαμε.
Ήδη οι ψυχίατροι έχουν αποδείξει πως ένας τετράποδος σύντροφος είναι το καλύτερο αντίδοτο στο άγχος της ύπαρξης. Ο άλλος άνθρωπος δεν μπορεί να σας δώσει αυτό το αίσθημα του απόλυτα απλού. Ίσως μόνο ένα βρέφος, που κι αυτό στην αρχή, είναι καθαρή φύση.
Ο Κούντερα έγραψε: "κανένα ανθρώπινο πλάσμα δεν μπορεί να κάνει σε ένα άλλο την δωρεά του ειδυλλίου. Μόνο το ζώο μπορεί, επειδή δεν το έδιωξαν από τον Παράδεισο."
Να γιατί το ζώο είναι αναντικατάστατο.
Αποτελεί τον ομφάλιο λώρο που μας συνδέει με την αθώα και άδολη ύπαρξη, με τον αρχέγονο εαυτό μας, τις ρίζες μας.
Κι όσο περισσότερο απομακρυνόμαστε από τη φύση, τόσο πιο πολύ θα μας χρειάζονται τα ζώα. Για να εξισορροπούν την αμφιβολία. Να μας βοηθάνε να ξεχνούμε την αλλοτρίωση. Να αποκαθιστούν μέσα μας την αρμονία και την ενότητα.
Η Αόρατη Τιμωρία
«Υπάρχουν πλάσματα που η ευτυχία πέφτει μανιασμένα επάνω τους σαν να ήταν δυστυχία, και πράγματι αυτό είναι». -Φρανσουά Μιυριάκ
To 1738 ο νεαρός Μιραμπώ στέλνει μια επιστολή στον φίλο του τον Βωβενάργκ, όπου τον επικρίνει πως ζει καταπώς του τα φέρνει η κάθε μέρα, δίχως ένα πρόγραμμα ευτυχίας: «Αγαπητέ μου, στοχάζεστε και μελετάτε αδιάκοπα, οι νοητικές σας δυνάμεις είναι απεριόριστες, κι όμως δεν σκέπτεστε μήτε στιγμή να εκπονήσετε ένα σταθερό πλάνο σχετικά με αυτό που πρέπει να είναι το μοναδικό μας μέλημα: η ευτυχία». Και ο Μιραμπώ εκθέτει στον σκεπτικιστή φίλο του τις αρχές που διέπουν την συμπεριφορά του: να μην έχει προκαταλήψεις, να προτιμά την ευθυμία από την μελαγχολία, να ακολουθεί τις παρορμήσεις του, αποκαθαίροντάς τες. Ίσως αυτός ο νεανικός ενθουσιασμός να προκαλεί το γέλιο μας. Παιδί μιας εποχής που φιλοδοξούσε να ξαναανακαλύψει τον άνθρωπο και να διώξει όλα τα κακά του Παλαιού Καθεστώτος, ο Μιραμπώ νοιάζεται για την ευτυχία του, έτσι καθώς άλλοι πριν από αυτόν νοιάζονταν για τη σωτηρία της ψυχής τους. Άραγε έχουμε αλλάξει πάρα πολύ;
Ας φανταστούμε τους σημερινούς Μιραμπώ: νέοι άντρες και νέες γυναίκες κάθε κοινωνικής τάξης και κάθε ιδεολογίας, που αδημονούν να εγκαινιάσουν μια καινούρια εποχή, να τραβήξουν μια γραμμή πάνω από τα ερείπια ενός φρικιαστικού 20ού αιώνα, να ριχτούν στην ζωή, απαιτώντας να ασκήσουν τα δικαιώματά τους και πρώτα πρώτα να φτιάξουν τη ζωή τους έτσι καθώς την θέλουν, σίγουροι πως στον καθένα τους έχει δοθεί μια υπόσχεση πληρότητας. Από τα πολύ τρυφερά τους χρόνια πρέπει να τους είπαν: να είστε ευτυχισμένοι, αφού σήμερα δεν κάνουμε πια παιδιά για να τους μεταδώσουμε αξίες ή ένα πνευματικό κληροδότημα, αλλά για να πολλαπλασιάσουμε τον αριθμό των ευτυχισμένων επί της γης.
Να είστε ευτυχισμένοι!
Όμως, πίσω από αυτή την ευχάριστη προτροπή δεν κρύβεται η πιο παράδοξη, η πιο τρομακτική προσταγή; Πρόκειται για μια εντολή από την οποία δύσκολα γλιτώνουμε και που στερείται αντικειμένου. Πώς να ξέρουμε αν είμαστε ευτυχισμένοι; Ποιος καθορίζει την νόρμα; Γιατί πρέπει να είμαστε, γιατί αυτή η σύσταση παίρνει τον χαρακτήρα της προσταγής; Και τι να απαντήσουμε σε εκείνον που ομολογεί περίλυπος: δεν τα καταφέρνω;
Κοντολογίς, αυτό το προνόμιο θα γίνει γρήγορα ένα φορτίο για τους νέους μας: ανακαλύπτοντας πως είναι οι μόνοι υπεύθυνοι για τις ατυχίες ή τις επιτυχίες τους, θα διαπιστώσουν πως η τόσο πολυπόθητη ευτυχία τούς ξεφεύγει όσο περισσότερο την κυνηγούν. Όπως όλος ο κόσμος, ονειρεύονταν την θαυμαστή σύνθεση, αυτήν που συμπεριλαμβάνει την επαγγελματική, την ερωτική, την ηθική και την οικογενειακή επιτυχία και επιπλέον, σαν ένα είδος ανταμοιβής, την τέλεια ικανοποίηση. Λες και η απελευθέρωση του ατόμου, που μας υπόσχεται η σύγχρονη εποχή, θα πρέπει να επιστέφεται με την ευτυχία, που είναι το επιστέγασμα της όλης διαδικασίας.
Όμως η σύνθεση διαλύεται καθώς προσπαθούν να την ολοκληρώσουν. Και θα βιώσουν την υπόσχεση της ευδαιμονίας όχι σαν ένα καλό νέο αλλά σαν μια οφειλή σε μια απρόσωπη θεότητα την οποία δεν θα καταφέρουν ποτέ να ξεπληρώσουν. Τα χίλια δυο θαύματα που τους είχαν αναγγελθεί, θα έρθουν με το σταγονόμετρο και δίχως καμιά τάξη και σειρά, πράγμα που κάνει πιο κοπιαστική την αναζήτηση, πιο βαριά τη δυσφορία. Θα τα βάλουν με τον εαυτό τους, που δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν στο καθιερωμένο ζητούμενο, που δεν κατάφεραν να συμμορφωθούν με τον κανόνα. Ο Μιραμπώ μπορούσε ακόμα να ονειρεύεται, να κάνει φρούδα σχέδια. Περίπου τρεις αιώνες αργότερα, το κάπως εξημμένο ιδανικό ενός αριστοκράτη του Διαφωτισμού μεταμορφώθηκε σε τιμωρία. Στο εξής έχουμε όλα τα δικαιώματα πλην του δικαιώματος να μην είμαστε μακάριοι.
Τίποτα το πιο ακαθόριστο απ’ όσο η ιδέα της ευτυχίας· αυτή η παλιά λέξη είναι τόσο εκπορνευμένη, νοθευμένη, τόσο δηλητηριασμένη, που θα θέλαμε να την αποβάλουμε από το λεξιλόγιό μας. Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, δεν είναι τίποτα άλλο παρά η ιστορία των διαφόρων νοημάτων που αποκτούσε διαδοχικά: ήδη, στην εποχή του, ο Αυγουστίνος απαριθμούσε τουλάχιστον 289 γνώμες σχετικά με αυτό το θέμα, ο 17ος αιώνας θα του αφιερώσει σχεδόν πενήντα πραγματείες και εμείς δεν παύουμε να προβάλλουμε πάνω σε παλιές εποχές και διαφορετικούς πολιτισμούς μια έννοια και μια ψύχωση που δεν ανήκουν παρά μόνο στην δική μας εποχή και στον δικό μας πολιτισμό.
Η ευτυχία είναι από τη φύση της ένα αίνιγμα, μια μόνιμη πηγή αντεγκλήσεων, ένα ρευστό που μπορεί να προσαρμοστεί σε οποιοδήποτε σχήμα, αλλά που κανένα σχήμα δεν μπορεί να το καθορίσει. Υπάρχει η ευτυχία της δράσης όπως και η ευτυχία του διαλογισμού, η ευτυχία της ψυχής όπως και των αισθήσεων, του πλούτου ή της φτώχειας, της αρετής όπως και του εγκλήματος.
Οι θεωρίες της ευτυχίας, έλεγε ο Ντιντερό, δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να αφηγούνται την ιστορία των δημιουργών τους. Εδώ μας ενδιαφέρει μια άλλη ιστορία: η ιστορία της βούλησης για ευτυχία σαν ένα πάθος που χαρακτηρίζει ειδικά τον Δυτικό κόσμο, μετά την Γαλλική και την Αμερικανική Επανάσταση. Η επιδίωξή μας για ευτυχία συναντά τρία παράδοξα. Ο στόχος της είναι τόσο ακαθόριστος, ώστε να γίνεται αποθαρρυντικός λόγω της ασάφειάς του. Η πραγματοποίησή της έχει ως αποτέλεσμα την πλήξη ή την απάθεια (υπό αυτή την έννοια, η ιδανική ευτυχία θα ήταν μια ευτυχία διαρκώς πραγματοποιούμενη και διαρκώς αναγεννώμενη, πράγμα που θα μας απάλλασσε από τη διπλή παγίδα της απογοήτευσης και του κορεσμού). Και, τέλος, η επιδίωξη αυτή παραβλέπει την οδύνη σε σημείο να βρισκόμαστε εντελώς άοπλοι απέναντι της όταν εμφανιστεί μπροστά μας.
Στην πρώτη περίπτωση ο ίδιος ο αφηρημένος χαρακτήρας της ευτυχίας εξηγεί τη γοητεία που εξασκεί επάνω μας και την αγωνία που μας προκαλεί. Όχι μόνο δυσπιστούμε απέναντι στους προκατασκευασμένους παραδείσους, αλλά δεν είμαστε ποτέ σίγουροι πως είμαστε πραγματικά ευτυχισμένοι. Όταν αναρωτιόμαστε αν είμαστε ή όχι, έχουμε αυτομάτως παύσει να είμαστε. Εξ ου και το πάθιασμά μας με αυτή την κατάσταση συνδέεται επίσης με δυο στάσεις, τον κομφορμισμό και τον φθόνο, τις δυο ασθένειες της δημοκρατικής κουλτούρας: την ευθυγράμμιση με τις ηδονές της πλειονότητας και τον υπερβολικό θαυμασμό για τους εκλεκτούς, τους ευνοούμενους της τύχης.
Στην δεύτερη περίπτωση, η επιδίωξη της ευτυχίας, στην λαϊκή της μορφή, στην Ευρώπη συμπίπτει με την έλευση της πεζότητας αυτού του καινούριου εγκόσμιου καθεστώτος που εγκαθιδρύεται στην αυγή της σύγχρονης εποχής όπου, μετά την απόσυρση του Θεού, έχουμε τον θρίαμβο της άθρησκης ζωής συρρικνωμένης στην απόλυτη πεζότητά της. Η πεζότητα ή η νίκη της αστικής τάξης: μετριότητα, ανουσιότητα, χυδαιότητα.
Τέλος, ένας τέτοιος σκοπός όπως είναι η ευτυχία, καθώς αποβλέπει στην εξαφάνιση της οδύνης, την μεταθέτει ακούσια στο κέντρο του συστήματος. Σε σημείο που ο σημερινός άνθρωπος υποφέρει επίσης κι από την επιθυμία του να μη θέλει πια να υποφέρει, έτσι καθώς μπορούμε να αρρωστήσουμε επιζητώντας επίμονα την τέλεια υγεία. Η εποχή μας αφηγείται μια αλλόκοτη ιστορία: την ιστορία μιας κοινωνίας απόλυτα δοσμένης στον ηδονισμό, για την οποία τα πάντα γίνονται δυσφορία, μαρτύριο. Η δυστυχία δεν είναι πια απλώς και μόνον η δυστυχία: ακόμα χειρότερα, είναι η αποτυχία της ευτυχίας.
Σαν καθήκον για ευτυχία, εννοώ λοιπόν αυτή την κυρίαρχη ιδεολογία του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα, που μας ωθεί να αξιολογούμε τα πάντα από την οπτική γωνία της ευχαρίστησης και της δυσαρέσκειας, αυτήν την κλήτευση στην ευφορία, που ρίχνει στην ντροπή και στην δυσφορία εκείνους που δεν την προσυπογράφουν. Διπλή επιταγή: από τη μια, πρέπει να αντλούμε ό,τι το καλύτερο από την ζωή· από την άλλη, να θλιβόμαστε, να τιμωρούμαστε αν δεν τα καταφέρουμε. Διαστροφή μιας από τις ωραιότερες ιδέες: πως ο καθένας μας έχει την δυνατότητα να διαχειρίζεται το πεπρωμένο του και να βελτιώνει την ζωή του. Πώς ένα χειραφετικό σύνθημα του Διαφωτισμού, το δικαίωμα στην ευτυχία, μπόρεσε να μεταμορφωθεί σε σκληροπυρηνικό δόγμα;
Το Υπέρτατο Αγαθό έχει τόσα πολλά νοήματα, ώστε το κολλάμε επάνω σε ορισμένα συλλογικά ιδανικά: την υγεία, τον πλούτο, το σώμα, τις ανέσεις, την ευμάρεια, όλα αυτά τα βλέπουμε σαν τάλισμαν που πάνω τους το Υπέρτατο Αγαθό θα επικαθίσει σαν πουλί σε ξόβεργα. Τα μέσα γίνονται σκοποί κι αποκαλύπτουν την ανεπάρκειά τους όταν η αναμενόμενη αγαλλίαση δεν εμφανιστεί στο ραντεβού. Τόσο ώστε — τι παρανόηση — συχνά μας απομακρύνουν από την ευτυχία ακριβώς εκείνα τα μέσα που υποτίθεται πως θα μας βοηθούσαν να την προσεγγίσουμε.
Εξ ου και οι συχνές παρανοήσεις σχετικά με αυτήν, πως πρέπει να την διεκδικήσουμε σαν κάτι που μας το οφείλουν, να την μάθουμε σαν μια σχολική ύλη, να την κατασκευάσουμε όπως χτίζεται ένα σπίτι· πως είναι κάτι που αγοράζεται, που μεταφράζεται σε χρήμα, πως κάποιοι την κατέχουν από σίγουρη πηγή και πως αρκεί να τους μιμηθούμε για να μας αγκαλιάσει κι εμάς η αύρα που τους τυλίγει. Αντίθετα με μια κοινοτοπία που επαναλαμβάνεται ακούραστα από τον Αριστοτέλη ως σήμερα (αλλά στον Αριστοτέλη ο όρος είχε μια άλλη σημασία), δεν είναι αλήθεια πως όλοι μας επιζητούμε την ευτυχία, η οποία αποτελεί μια Δυτική αξία, ιστορικά χρονολογημένη.
Υπάρχουν και άλλες, η ελευθερία, η δικαιοσύνη, ο έρωτας, η φιλία, που μπορούν να τεθούν πάνω από την ευτυχία- και πώς να γνωρίζουμε τι επιζητούν όλοι οι άνθρωποι από τότε που υπάρχουν; Απλώς διατυπώνουμε κούφιες γενικεύσεις. Δεν είμαστε εναντίον της ευτυχίας, αλλά εναντίον της μεταλλαγής αυτού του εύθραυστου συναισθήματος σε ένα πραγματικό συλλογικό ναρκωτικό — κάτω από χημικές, πνευματικές, ψυχολογικές, θρησκευτικές μορφές — στο οποίο θα πρέπει να εθιστούμε όλοι μας.
Οι πιο προχωρημένες φιλοσοφίες και επιστήμες οφείλουν να ομολογήσουν την αδυναμία τους να εγγυηθούν την ευδαιμονία των λαών ή των προσώπων. Κάθε φορά που η ευτυχία μάς αγγίζει, είναι η έκφραση μιας δωρεάς, μιας εύνοιας κι όχι αποτέλεσμα ενός υπολογισμού, μιας ειδικής συμπεριφοράς. Κι ίσως να γνωρίζουμε πολύ περισσότερο τις χαρές αυτού του κόσμου, την καλοτυχία, τις ηδονές, τις επιτυχίες, όταν παραιτηθούμε από το όνειρο να συναντήσουμε τη μακαριότητα με κεφαλαίο Μ. Σήμερα νιώθουμε την επιθυμία να απαντήσουμε στον νεαρό Μιραμπώ: αγαπώ πάρα πολύ την ζωή για να θέλω να είμαι μονάχα ευτυχισμένος!
«Αυτός ο κόσμος δεν είναι παρά ένα γεφύρι. Διάσχισε το, αλλά μην κτίσεις πάνω του την κατοικία σου». Χενν., Απόκρυφα, 35.
Στον 15ο αιώνα, στην Γαλλία και την Ιταλία διοργανώνονταν συλλογικά άουτο ντα φε όπου άντρες και γυναίκες, με την πλήρη θέλησή τους, σε ένδειξη απάρνησης των εγκοσμίων έριχναν στις «πυρές των ηδονών» τραπουλόχαρτα, βιβλία, κοσμήματα, περούκες, αριόματα. Σε αυτήν την εποχή του τέλους του Μεσαίωνα, που διακατεχόταν από ένα έντονο πάθος για ζωή, η αμφιβολία ήταν ανεπίτρεπτη, δεν υπάρχει πληρότητα παρά μόνο εν Θεώ, εκτός Θεού τα πάντα είναι απάτη και ψέμα. Έπρεπε, λοιπόν, κάθε ώρα και στιγμή, να υπενθυμίζεται στους θνητούς η ασημαντότητα των ανθρώπινων ηδονών σε σύγκριση με εκείνες που τους περίμεναν κοντά στον Κύριο.
Αντίθετα με τον διάσημο αφορισμό του Σαιν-Ζυστ, η ευτυχία δεν υπήρξε ποτέ μια καινούρια ιδέα στην Ευρώπη και ο χριστιανισμός, την αποδέχτηκε εξαρχής. Μόνο που την έθεσε έξω από την εμβέλεια του ανθρώπου, στον γήινο Παράδεισο ή στους ουρανούς (ο 18ος αιώνας θα αρκεστεί να την επαναπατρίσει εδώ κάτω). Όλοι μας θυμόμαστε πως ήμαστε ευτυχισμένοι πριν από την πτώση, λέει ο Αυγουστίνος· δεν υπάρχει ευτυχία παρά μόνο στην αναπόληση, γιατί στα βάθη της μνήμης ξαναβρίσκουμε την ζώσα πηγή του Θεού. Και ο Πασκάλ, μιλώντας για τις μάταιες προσπάθειές μας να αποκτήσουμε το υπέρτατο αγαθό, αποφαίνεται: «Τι άλλο λοιπόν μας κραυγάζουν αυτός ο πόθος και αυτή η αδυναμία παρά μόνο πως κάποτε υπήρχε εντός του ανθρώπου μια γνήσια ευτυχία από την οποία σήμερα δεν του απομένει παρά μόνο το αποτύπωμά της, το κενό ίχνος της;»
Αυτή η τριαδικότητα του χρόνου θα υιοθετηθεί στην συνέχεια από όλους τους συγγραφείς, πιστούς ή αγνωστικιστές, η ευτυχία ανήκει στο χθες ή στο αύριο, στην νοσταλγία ή στην ελπίδα, ποτέ στο σήμερα. Νομιμοποιούμαστε να τείνουμε προς αυτήν την κατάσταση, αλλά είναι τρέλα να θέλουμε να την βιώσουμε σε αυτόν τον κόσμο. Ο άνθρωπος, πλάσμα εκπεσόν, πρέπει καταρχάς να εξαγοράσει το σφάλμα της ύπαρξής του, να μοχθήσει για την σωτηρία του. Και η σωτηρία γίνεται ακόμα πιο αγωνιώδης, μια και κερδίζεται άπαξ και διά παντός, καθώς έχει σημειώσει ο Ζωρζ Ντυμε- ζίλ: για τον χριστιανό δεν υπάρχει δεύτερη ευκαιρία, σε αντίθεση με τον ινδουιστή ή τον βουδιστή, που θα ακολουθήσουν έναν κύκλο μετενσαρκώσεων, έως ότου να κερδίσουν την απελευθέρωση.
Το στοίχημα της αιωνιότητας παίζεται μες στο στενό μεσοδιάστημα της επίγειας διαμονής μου, και αυτή η προοπτική προσδίδει στην τυχαιότητα της ύπαρξής μου τον χαρακτήρα μιας πραγματικής πρόκλησης. Ένα τυπικό γνώρισμα του χριστιανισμού είναι το γεγονός πως δραματοποίησε στο έπακρο αυτή την ζωή θέτοντάς τη κάτω από τον αστερισμό της Κόλασης ή του Παραδείσου. Η ζωή του πιστού είναι μια δίκη που εκτυλίσσεται εξ ολοκλήρου μπροστά στον Θείο Κριτή. «Όλο το κακό που διαπράττουν οι κακοί είναι καταγραμμένο κι εκείνοι δεν το ξέρουν», λένε οι Ψαλμοί. Τα σφάλματά μας, οι καλές μας πράξεις, καταγράφονται, ώρα με την ώρα, μες στο μεγάλο τεφτέρι των λογαριασμών με χρεωστικό και πιστωτικό υπόλοιπο. Ακόμα κι αν οι αμαρτωλοί, οι άπιστες γυναίκες, οι διεφθαρμένοι άντρες, «καλύπτονται με όλα τα σκότη της νύχτας, θα αποκαλυφθούν και θα κριθούν» (Μποσσυέ).
Τρομακτική δυσαναλογία: ένα μικρό ανθρώπινο σφάλμα μπορεί να μας επιφέρει μια αιώνια τιμωρία και, αντιστρόφως, όλοι οι πόνοι μας μπορούν να ανταμειφθούν στο υπερπέραν, αν βεβαίως έχουμε ζήσει μια θεάρεστη ζωή. Περνάς τις εξετάσεις ή απορρίπτεσαι: ο Παράδεισος έχει όλη την δομή του σχολικού θεσμού. Επειδή η λογική της σωτηρίας, αν και αξιώνει μια σχετική ελευθερία εκ μέρους του πιστού που μπορεί να αυτοτελειωθεί ή να παραδοθεί στα εγκόσμια πάθη, δεν συνιστά καθόλου έναν ευθύγραμμο δρόμο. Ανήκει στον χώρο του μισόφωτου, και ακόμα και ο πιο ειλικρινής πιστός βιώνει την πίστη του σαν μια περιπλάνηση μέσα σε έναν λαβύρινθο.
Επειδή είναι πολύ κοντινός και ταυτόχρονα απείρως μακρινός, ο Θεός είναι ένα δρόμος γεμάτος παγίδες και ενέδρες. «Γνωρίζουμε τον Θεό μόνον όταν τον γνωρίζουμε ως έναν άγνωστο», έλεγε ο Άγιος Θωμάς. Οφείλουμε λοιπόν να εγκαταβιώνουμε εδώ κάτω σύμφωνα με τους νόμους ενός άλλου κόσμου και ετούτη η γη, που μας θαμπώνει με τα χίλια δυο μάγια της, είναι ταυτόχρονα η εχθρά και η σύμμαχος της σωτηρίας. Γι’ αυτό και η γήινη ζωή μας, αν δεν μπορεί να σφετεριστεί την αξιοπρέπεια που ανήκει μονάχα στον Θεό, έχει εντούτοις έναν ιερό χαρακτήρα, συνιστά ένα υποχρεωτικό πέρασμα, το πρώτο σκαλί της αιώνιας ζωής. Για τον χριστιανό, ο χρόνος δεν είναι μια εξασφάλιση για το υπερπέραν, αλλά μια κατάσταση υπερέντασης, γεμάτη αγωνίες, αμφιβολίες, σπαραγμούς. Η ελπίδα της λύτρωσης συνυφαίνεται αδιαχώριστα με μια θεμελιώδη ανησυχία.
«Δεν καταλαβαίνουμε τίποτα από τα έργα του Θεού αν δεν δεχθούμε ως αρχή πως θέλησε να τυφλώσει τους μεν και να φωτίσει τους δε. Υπάρχει πάντα αρκετό σκοτάδι έτσι που οι απορριγμένοι να μην μπορούν να δουν, και αρκετό φως για να κριθούν καταδικαστέοι και ασυγχώρητοι» Πασκάλ.
Και όταν ο Λούθηρος υποκαθιστά την σωτηρία διά των έργων με την σωτηρία διά της πίστεως — μονάχα ο Θεός αποφασίζει κυριαρχικά για την σωτηρία ή την καταδίκη μας, ασχέτως των πράξεων ή της θέλησής μας — διατηρεί ένα στοιχείο αβεβαιότητας για τους πιστούς. Δεν είναι ποτέ σίγουροι πως έγιναν οι εκλεκτοί, έστω κι αν πιστοποιούν τον ζήλο τους με ευσεβείς πράξεις. Όποια κι αν είναι η διαγωγή του, ο αμαρτωλός δεν μπορεί ποτέ να εξαγοράσει το χρέος του έναντι του Θεού, μπορεί μονάχα να επαφεθεί στην άπειρη ευσπλαχνία του. Με άλλα λόγια, η σωτηρία είναι μια στενή πύλη ενώ «πλατεία είναι η πύλη, και ευρύχωρος η οδός η φέρουσα εις την απώλειαν» (Ματθαίος 7, 13).
Απέναντι σε αυτή την τρομακτική απαίτηση να κερδίσουμε την αιωνιότητα ή να βυθιστούμε στην αμαρτία, τι βάρος έχουν οι μικρές απολαύσεις της ζωής; Κανένα! Όχι μόνον είναι εφήμερες και απατηλές -«Ο κόσμος, φτωχός σε εκπληρώσεις, είναι πάντα πλούσιος σε υποσχέσεις» (Μποσσυέ), αλλά μας βγάζουν και από τον ορθό δρόμο, μας ρίχνουν σε μια τρισάθλια δουλεία εν όψει των αγαθών αυτής της γης. «Κάθε πλούτος που δεν είναι ο Θεός μου, είναι για μένα ένδεια», γράφει μεγαλόπρεπα ο Αυγουστίνος. Διπλό ανάθεμα επί των γήινων απολαύσεων: είναι αξιοκαταφρόνητες μπροστά στην μακαριότητα που μας προσμένει στον ουρανό και δίνουν την εντύπωση μιας διάρκειας, μιας σταθερότητας που ανήκει μόνο στην θεία τάξη. Εκπροσωπούν το άσχημο άπειρο της φιληδονίας, την αντεστραμμένη εικόνα της ουράνιας ευτυχίας.
Το σφάλμα των ανθρώπων στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι πως θεωρούν ένα μη-ον σαν ον.
Επειδή οι εγκόσμιες χαρές κονιορτοποιούνται μπροστά στην φρικιαστική προοπτική του θανάτου, ο οποίος, καθώς μας λέει και πάλι ο Μποσσυέ, «καλύπτει τα πάντα με τη σκιά του». Ο θάνατος, ναι, αυτός καθιστά την υγεία απλώς μια αναβολή, την δόξα μια χίμαιρα, τις ηδονές ένα αίσχος και τη ζωή ένα όνειρο επικαλυμμένο με ένα ψέμα. Ο θάνατος δεν καταφτάνει από μακριά, αλλά από πολύ κοντά μας, διεισδύει στον αέρα που ανασαίνουμε, στην τροφή που καταπίνουμε, στα φάρμακα με τα οποία προσπαθούμε να προφυλαχτούμε από αυτόν.
Και λέει ο Πασκάλ: «Ο θάνατος που μας απειλεί την κάθε στιγμή, μέσα σε λίγα χρόνια θα μας οδηγήσει στην φρικιαστική αναγκαιότητα είτε του αφανισμού είτε της δυστυχίας». Απαξιώνοντας όλη την ύπαρξή μας κάτω από το φως του τάφου, δηλώνουμε πως, από την ημέρα της γέννησής μας κιόλας, βυθιζόμαστε μέσα σε μια νάρκη από την οποία θα μας αποτραβήξει μόνο η επιθανάτια αγωνία.
Η ζωή είναι ένα όνειρο από το οποίο πρέπει να αφυπνιστούμε: αυτή η μεταφορά, που μας έρχεται από την Αρχαιότητα και που είναι πανταχού παρούσα μες στη χριστιανική σκέψη, καθιστά τον θάνατο μια μοιραία λήξη με όλες τις έννοιες του όρου. Γιατί, κατά κάποιον τρόπο, υπάρχουν τρεις θάνατοι: η φυσική εξαφάνιση αυτή καθεαυτήν ο εν ζωή θάνατος γι’ αυτούς που ζουν σε κατάσταση αμαρτίας, δηλαδή αποκοπής από τον Θεό, σε κατάσταση πνευματικού πένθους (σε ορισμένες βρετονικές εκκλησίες αναπαριστούν την Κόλαση σαν έναν ψυχρό, παγωμένο τόπο, τον τόπο του χωρισμού)· και τέλος ο θάνατος σαν απελευθέρωση και γέφυρα απ’ όπου περνούν οι δίκαιοι. Δεν είναι μια άβυσσος, αλλά μια πύλη που μας οδηγεί στο Βασίλειο και καθιστά την ψυχή «ικανή να απολαύσει μια απειρία ευχαριστήσεων που δεν βρίσκονται σε αυτή την ζωή».
Είναι παράλογο να φοβόμαστε την εκμηδένισή μας μια και, απελευθερώνοντας μας από το σαρκίο και τις παρεκτροπές του, σημειώνει την απαρχή μιας πρωτόφαντης περιπέτειας, της περιπέτειας της τελικής Κρίσης και της αιώνιας Ανάστασης. Αυτή είναι λοιπόν η χριστιανική τακτική: να αντιπαραθέτει απέναντι στον απολύτως φυσικό φόβο της οδύνης και του θανάτου τον ακόμα μεγαλύτερο φόβο της απώλειας. Και να υπόσχεται μια ανταμοιβή για τις δυστυχίες του κόσμου τούτου, με μια ανακατανομή στον επάνω κόσμο, πράγμα που αποτελεί και τον μόνο τρόπο εξουδετέρωσης του σκανδάλου της ευημερίας του φαύλου και της ατυχίας του δίκαιου.
Ο χριστιανισμός παίζει τα πάντα υπέρ ενός αγαθού ή κατά ενός κακού που είναι και τα δυο τους το ίδιο άυλα -ο Παράδεισος και η Κόλαση- για να μπορεί να ρίχνει άνετα ένα ντροπαλό πέπλο πάνω στις απολύτως πραγματικές δοκιμασίες του σήμερα. Απαρνούμενοι τα ψεύτικα μεγαλεία του κόσμου, δικαιούμαστε να ελπίζουμε σε μιαν άμετρη ανταμοιβή στους ουρανούς. Ένας λεπτός υπολογισμός που επικαλύπτει την καρτερία με ένα ρούχο φωτός: αφού «ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν, Θεώ και Μαμμωνά», εγκαταλείπω τις συγκεκριμένες, άμεσες χαρές για μια υποθετική, μελλοντική ηδονή. Γιατί να κορφολογήσω κάποιες στιγμές χαράς σε αυτή την γη, διακινδυνεύοντας να ψήνομαι αιωνίως στις μονές του Διαβόλου;
Το μέγιστο αμάρτημα — όλοι οι άνθρωποι της εκκλησίας επιμένουν σε αυτό — δεν είναι να νιώθεις τον πειρασμό των καρπών αυτού του κόσμου, αλλά να προσκολλάσαι σε αυτούς, να γίνεσαι σκλάβος τους σε σημείο που να λησμονείς τον ουσιώδη δεσμό με τον Θεό. Αν δεν θέλουμε να χαθούμε, «τα πάντα πρέπει να υποτάσσονται μπροστά στην προοπτική της αιωνιότητας» (Μποσσυέ), αφού «το μόνο καλό που υπάρχει σε αυτή την ζωή είναι η ελπίδα για μια άλλη ζωή» (Πασκάλ). Όπως και να έχουν τα πράγματα, το πάθος για σωτηρία οφείλει να υπερισχύσει της επιθυμίας για ευτυχία.
Ευτυχώς η ανθρώπινη συμπεριφορά δεν ήταν μονίμως τοποθετημένη κάτω από ένα αδιάλλακτο «ή το ένα ή το άλλο». «Τα άγια μυστήρια», και κυρίως η εξομολόγηση με το επιτίμιό της, έχουν ως σκοπό να ανακουφίζουν τον πιστό από το τρομερό άγχος και να του επιτρέπουν να ομολογεί το σφάλμα του, να μετανιώνει και να δέχεται την άφεση με ένα διαρκές πηγαινέλα που σκανδάλισε τον Καλβίνο αλλά και τον Φρόυντ. Κάτω από τη λαϊκή πίεση και σαν απάντηση στους χιλιασμούς, «η ιδιοφυία» της εκκλησίας επινόησε την έννοια του Καθαρτηρίου τον 12ο αιώνα, αυτή την μεγάλη αίθουσα αναμονής, τον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ Κόλασης και Παραδείσου, που επιτρέπει σε εκείνους που η ζωή τους υπήρξε μέτρια, μήτε εντελώς καλή, μήτε εντελώς κακή, να ξοφλήσουν τα χρέη τους προς τον Ύψιστο. Αυτή η μεταθανάτια τάξη για μετεξεταστέους έδινε επίσης στους ζωντανούς την δυνατότητα να επηρεάζουν την μοίρα των νεκρών, και να συνομιλούν μαζί τους μέσω των προσευχών.
Το Καθαρτήριο δεν μαλάκωσε μόνο τον τρομακτικό εκβιασμό που ασκούσε η Εκκλησία σε βάρος των πιστών υποβάλλοντάς τους στην μέγγενη της λύτρωσης ή της καταδίκης (ας θυμηθούμε πως η Κόλαση, στην τρομακτική και πυρακτώδη μορφή της, είναι μια επινόηση της Αναγέννησης και όχι του Μεσαίωνα)· καθιέρωσε επίσης ένα ολόκληρο σύστημα «μετριασμού των ποινών», εισήγαγε στον χώρο της πίστης το στοιχείο του παζαρέματος με όλες τις γνωστές ακρότητες που προκάλεσαν την μήνιν των μεταρρυθμιστών, οι οποίοι αγανάκτησαν βλέποντας την Ρώμη να επιδίδεται στο εμπόριο των συχωροχαρτιών, να βλέπουν δηλαδή έναν ανθρώπινο θεσμό να εισπράττει προκαταβολές για την αιωνιότητα, να πειθαναγκάζει κατά κάποιον τρόπο το χέρι του Θεού.
Χάρη στο Καθαρτήριο, η γήινη ζωή μας αλαφρώνει, γίνεται πιο αξιαγάπητη. Η ιδέα του μη αναστρέψιμου απομακρύνεται· ένα σφάλμα περιορισμένο σε έναν συγκεκριμένο χρόνο παύει να επιφέρει την αιώνια καταδίκη. Τροποποιώντας την «γεωγραφία του υπερπέραν», το Καθαρτήριο αφήνει μια πόρτα ανοιχτή προς το μέλλον, μας απαλλάσσει από την αποκαρδίωση, «ψυχραίνει» την ανθρώπινη ιστορία. Χάρη σε αυτό το ψυχολογικό ηρεμιστικό, ο αμαρτωλός δεν νιώθει πια να τον καταδιώκουν κατά πόδας οι φλόγες της Κόλασης έτσι και παραβεί κάποια απαγόρευση. Η εξιλέωση μπορεί να επιτευχθεί και η σωτηρία χάνει τον ανεπανόρθωτο δογματικό χαρακτήρα της.
[Ζακ Λε Γκοφ, Η γέννηση τον Καθαρτηρίου, Folio-Histoire, Gallimard, 1981. Από τον 8ο αιώνα, το σύστημα της τιμολογημένης μετάνοιας εξαπλώνεται σε όλη την Γαλλία και μεταφράζεται με χρηματικές προσφορές, προσευχές ή λειτουργίες. Ο κόσμος αγοράζει τις τελευταίες ανά μονάδα, σαν ισάριθμα εισιτήρια για το υπερπέραν. Με την ανάπτυξη της ευσέβειας που αποβλέπει στην άφεση, ανθίζουν οι πιο ξέφρενες εμπορικές συναλλαγές: με μακρινά προσκυνήματα, με προσφορές στα τάγματα του Ελέους, με προσευχές και ψαλμούς, οι άνθρωποι ελπίζουν να κερδίσουν μια ελάττωση της ποινής, των χρόνων στο Καθαρτήριο. «Ο τάδε ναός, για παράδειγμα, έναντι μιας εξομολόγησης, χρηματικών προσφορών και προσευχών, υπόσχεται να σας γλιτώσει από 7 χρόνια και 7 σαρανταήμερα, ο δείνα από 40 φορές 40 χρόνια. Ένας οδηγός του προσκυνητή των Αγίων Τόπων μάς πληροφορεί πως μια επίσκεψη σε όλα τα μέρη των Αγίων Τόπων αποφέρει, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, 43 φορές 7 χρόνια και 7 σαρανταήμερα» (αναφέρεται από τον Ζακ Σιφολώ στην «Κρίση της πίστης», Ιστορία της θρησκευτικής Γαλλίας, Seuil, 1988, τόμος II, σσ. 138 και 142). Ας θυμηθούμε πως η καθολική Εκκλησία εξακολουθεί να εφαρμόζει, αλλά δωρεάν, τα συγχωροχάρτια, προς μεγάλη απελπισία των Προτεσταντών. Η παπική βούλα του έτους 2000 παραχωρεί στους μετανοούντες που θα απόσχουν επί έναν χρόνο από το τσιγάρο και το ποτό, την πλήρη άφεση εκχωρητέα στους νεκρούς του Καθαρτηρίου…]
Η ίδια η Μεταρρύθμιση, παρά την θεωρητική αδιαλλαξία της, θα προβεί σε μια παράδοξη αποκατάσταση της γήινης ζωής με την βούλησή της να πραγματώσει εδώ κάτω τις αξίες της άλλης ζωής. Ο Λούθηρος ζητούσε από τους πιστούς να αποφεύγουν την οκνηρία και να εργάζονται για να αρέσουν στον Θεό, επειδή «ένας καλός και δίκαιος άνθρωπος κάνει καλά έργα» κι έτσι επικυρώνει τις πιθανότητες σωτηρίας του. Με τον ίδιο τρόπο, κατά τον 17ο και τον 18ο αιώνα, αναπτύχθηκε ένας βολικός χριστιανισμός που δεν θέλησε να αντιπαραθέσει την γη με τον ουρανό, αλλά να τα κάνει να αλληλοσυμπληρωθούν. Δεν είναι πια ασύμβατα μεταξύ τους αλλά συνεχόμενα, και ο Μαλμπράνς, απορρίπτοντας τους όρους του πασκάλειου στοιχήματος, θα καταδείξει την ευτυχία σαν μια ανοδική κίνηση από τις κοσμικές απολαύσεις προς τις ουράνιες χαρές, όπου η ψυχή ταξιδεύει απρόσκοπτα ως την τελική φώτιση.
Εκεί όπου οι άλλοι υπογράμμιζαν μια τομή, ο Μαλμπράνς αποκαθιστά μια συνέχιση και, μέσα από μια πολύ μοντέρνα άποψη περί πίστεως, περιγράφει τον άνθρωπο να τείνει ταυτόχρονα τόσο προς την αιωνιότητα όσο και προς τα επίγεια αγαθά. Στο εξής, η Φύση και η Θεία Χάρη συνεργάζονται αρμονικά στην διαμόρφωση του ανθρώπινου πεπρωμένου: ένας χριστιανός μπορεί να είναι ένας άνθρωπος του κόσμου, να συνδυάζει «την ευγένεια με την ευλάβεια», να αφιερώνεται στις καθημερινές ασχολίες του δίχως να χάνει από τα μάτια του την προοπτική της σωτηρίας.
Η αθανασία εκδημοκρατίζεται, γίνεται προσιτή για την πλειονότητα. Ο χριστιανισμός παραμένει λοιπόν η θεωρία μιας σχετικής και λελογισμένης υποτίμησης του κόσμου: θεωρώντας αυτή την ζωή σαν έναν χώρο απώλειας και σωτηρίας, την καθιστά εμπόδιο και ταυτοχρόνως προϋπόθεση της απολύτρωσης και την ανυψώνει στην τάξη του υπέρτατου αγαθού· μας απελευθερώνει από το σώμα, αλλά του επαναδίδει τα δικαιώματά του χάρη στην θεία ενσάρκωση. Κοντολογίς, επικυρώνει την ανθρώπινη αυτονομία την στιγμή ακριβώς που την υποτάσσει στην θεία υπέρβαση. Σε κάθε περίπτωση ζητά από τον πιστό, τον διχασμένο ανάμεσα στους «κινδύνους της απόλαυσης» και την απάρνηση «της σαγηνευτικής και επίφοβης γλυκύτητας του βίου» (Αυγουστίνος), να αποδέχεται τον γήινο κόσμο δίχως να τον ειδωλοποιεί, δίχως να ανάγει τα εγκόσμια πράγματα σε απόλυτες αξίες. και να τον υποβάλουμε σε μια εξονυχιστική εξέταση.
Τι κάνεις; Τι γίνεσαι; Πώς είσαι; Πώς τα πας;
Μια διακριτική επιταγή που μας διατάζει να αποκαλύψουμε την μύχια αλήθεια μας. Το καθαυτό γεγονός της ύπαρξης δεν αρκεί πια, απαιτεί μια συνεχή εξέταση του εσωτερικού μας βαρόμετρου. «Δείχνεις στις φόρμες σου σήμερα». Αυτή η γλυκιά σαν μέλι φιλοφρόνηση ισοδυναμεί με μια καθαγίαση: μες στην αντιπαράθεση μεταξύ καταχαρούμενων και κατσουφιασμένων, εγώ βρίσκομαι στην σωστή πλευρά. Να που, χάρη στην μαγεία μιας φράσης, τοποθετούμαι, στην κορυφή μιας λεπτεπίλεπτης και διαρκώς μεταβαλλόμενης ιεραρχίας. Την επόμενη ημέρα θα υποστώ μιαν άλλη, αμείλικτη ετυμηγορία: «Σήμερα έχεις τα χάλια σου». Αυτή η παρατήρηση με πληγώνει κατάστηθα, με αποσπά άγρια από την εξαίσια θέση όπου νόμιζα πως είχα εγκατασταθεί για πάντα. Εξέπεσα από την κάστα των αρχόντων, είμαι ένας παρίας που πρέπει να κρύβει το πρόσωπό του απ’ όλους.
Σε τελική ανάλυση, το «τι κάνεις;» είναι η πιο επιφανειακή και η πιο βαθιά ερώτηση. Για να απαντήσουμε με ακρίβεια σε αυτή, πρέπει να διερευνήσουμε εξονυχιστικά τον ψυχισμό μας, να προβούμε σε λεπτότατες ζυγοσταθμίσεις. Όμως τι σημασία έχει: πρέπει να απαντήσουμε «καλά» από ευγένεια και να περάσουμε σε άλλο θέμα ή να μηρυκάζουμε την ερώτηση μια ολόκληρη ζωή και να φυλάξουμε την απάντησή μας για μετά.
[Ζακ Λε Γκοφ, Η γέννηση τον Καθαρτηρίου, Folio-Histoire, Gallimard, 1981. Από τον 8ο αιώνα, το σύστημα της τιμολογημένης μετάνοιας εξαπλώνεται σε όλη τη Γαλλία και μεταφράζεται με χρηματικές προσφορές, προσευχές ή λειτουργίες. Ο κόσμος αγοράζει τις τελευταίες ανά μονάδα, σαν ισάριθμα εισιτήρια για το υπερπέραν. Με την ανάπτυξη της ευσέβειας που αποβλέπει στην άφεση, ανθίζουν οι πιο ξέφρενες εμπορικές συναλλαγές: με μακρινά προσκυνήματα, με προσφορές στα τάγματα του Ελέους, με προσευχές και ψαλμούς, οι άνθρωποι ελπίζουν να κερδίσουν μια ελάττωση της ποινής, των χρόνων στο Καθαρτήριο. «Ο τάδε ναός, για παράδειγμα, έναντι μιας εξομολόγησης, χρηματικών προσφορών και προσευχών, υπόσχεται να σας γλιτώσει από 7 χρόνια και 7 σαρανταήμερα, ο δείνα από 40 φορές 40 χρόνια. Ένας οδηγός του προσκυνητή των Αγίων Τόπων μάς πληροφορεί πως μια επίσκεψη σε όλα τα μέρη των Αγίων Τόπων αποφέρει, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, 43 φορές 7 χρόνια και 7 σαρανταήμερα» (αναφέρεται από τον Ζακ Σιφολώ στην «Κρίση της πίστης», Ιστορία της θρησκευτικής Γαλλίας, Seuil, 1988, τόμος II, σσ. 138 και 142). Ας θυμηθούμε πως η καθολική Εκκλησία εξακολουθεί να εφαρμόζει, αλλά δωρεάν, τα συγχωροχάρτια, προς μεγάλη απελπισία των Προτεσταντών. Η παπική βούλα του έτους 2000 παραχωρεί στους μετανοούντες που θα απόσχουν επί έναν χρόνο από το τσιγάρο και το ποτό, την πλήρη άφεση εκχωρητέα στους νεκρούς του Καθαρτηρίου…]
Η ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΟΔΥΝΗ
Τι είναι η δυστυχία για τον χριστιανισμό;
Η εξαγορά της Πτώσης, το χρέος που πρέπει να εξοφλήσουμε εξαιτίας του προπατορικού αμαρτήματος. (sic) Όμως εδώ οι εκκλησίες το παράκαναν: όχι μόνο στηλιτεύουν τον εδώ κόσμο, αλλά θεωρούν την ζωή σαν εξιλέωση για ένα σφάλμα που μας σημαδεύει όλους από τη γέννησή μας, ένα σφάλμα που μόλυνε όλους τους απογόνους του Αδάμ και της Εύας. Όλοι είναι ένοχοι εκ των προτέρων, ακόμα και το έμβρυο μες στην κοιλιά της μητέρας του, εξ ου και η επείγουσα βάπτιση των νεογέννητων. Όμως δεν χρειάζεται να απελπιζόμαστε γι’ αυτή τη δυστυχία που συνδέεται με την ατέλειά μας. Γιατί ο Κύριος, από αγάπη για μας, θυσίασε τον μοναχογιό του για να σώσει την ανθρωπότητα από το κακό. Το ότι το σύμβολο του χριστιανισμού είναι ένας εσταυρωμένος, σημαίνει πως η θρησκεία αυτή ενέγραψε τον θάνατο του Θεού στο κέντρο του τελετουργικού της.
Ο ψυχορραγών Ιησούς γίνεται «ιδιοκτήτης του θανάτου» (Πωλ Βαλερύ) και τον μετατρέπει σε χαρά. Θάνατος και ανάσταση: ο γιος του Θεού πάνω στον σταυρό του επικυρώνει την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης και την ανυψώνει στην υπεράνθρωπη τάξη της ελπίδας και της αγάπης. Τα πάθη του επιτρέπουν έτσι στον κάθε δυστυχισμένο να τα ξαναζήσει στο δικό του επίπεδο και να συμμετάσχει σε ένα θεμελιακό γεγονός που τον ξεπερνάει κατά πολύ. Οφείλει να φορτωθεί τον προσωπικό σταυρό του και να βρει στον Ιησού έναν οδηγό κι έναν συμπαραστάτη φίλο. Έτσι η οδύνη του δεν θα του είναι μια θανάσιμη εχθρά, αλλά μια σύμμαχος προικισμένη με μια δύναμη καθαρμού, τη δύναμη «να ανανεώνει την πνευματική ενέργεια» (Ιωάννης-Παύλος Β’).
Η οδύνη αυτή, καθώς λέει ο φιλόσοφος Μαξ Σελέρ, έχει την μοναδική ικανότητα να διαχωρίζει το γνήσιο από το ευτελές, το κατώτερο από το ανώτερο, να βγάζει τον άνθρωπο από την σύγχυση των αισθήσεων, από το χυδαίο περικάλυμμα του σώματος, και να κατευθύνει το βλέμμα του προς τα ουσιαστικά πλούτη. Δεν αρκεί λοιπόν να υφιστάμεθα την οδύνη, πρέπει και να την αγαπάμε, να την κάνουμε το μέσον μιας πραγματικής μεταμόρφωσης. Η οδύνη είναι εκείνη η αποτυχία που οδηγεί στην νίκη και, καθώς έλεγε ο Λούθηρος, τιμωρώντας τον αμαρτωλό, ο Θεός εξασφαλίζει την σωτηρία του. «Ο κάθε άνθρωπος γίνεται η οδός της Εκκλησίας, όταν μπαίνει στη ζωή του η δυστυχία».
Σε αυτό ο χριστιανισμός απορρίπτει τον αριστοκρατικό ηρωισμό και την ηθική των στωικών, που απαιτεί να αποδεχόμαστε αγόγγυστα πένθη και ασθένειες και μάλιστα ενθαρρύνει τον σοφό να υφίσταται το μαρτύριο με χαμόγελο. Ο Πασκάλ στηλίτευε την υπερηφάνεια του Επίκουρου απέναντι στην δυστυχία, θεωρώντας την σαν μια αλαζονική επικύρωση της ανθρώπινης ελευθερίας που αγνοεί την ένδειά της. Είναι αδύνατον να αποφύγουμε το κακό όπως οι Αρχαίοι, να το περικυκλώσουμε με κάθε είδους στρατηγήματα ή να αναφωνήσουμε ιερόσυλα σαν τους επικούρειους: «Ο θάνατος δεν υφίσταται για μας!» Πρέπει να ομολογήσουμε τον Γολγοθά μας, να κραυγάσουμε την ντροπή μας κι από τα βάθη αυτού του ευτελισμού να ανυψωθούμε ως τον Θεό.
«Η οδύνη σώζει την ύπαρξη, ποτέ δεν είναι αρκετά δυνατή, αρκετά μεγάλη». Αφού μας ανοίγει τις πύλες της γνώσης και της σοφίας, όσο πιο άδικη, τόσο καλύτερη. Εξ ου και η αναπόφευκτη αλγοφιλία του προτεσταντικού, του ορθόδοξου ή του καθολικού χριστιανισμού. Αυτή η πολύ πραγματική μέριμνα για τον δυστυχισμένο, που συνδυάζεται με μια λαιμαργία για δυστυχία. «Ο Ιησούς δίδαξε να κάνουμε το καλό μέσω της οδύνης και να κάνουμε καλό σε αυτόν που υποφέρει». Εξ ου και η επιτακτική ανάγκη να οικοπεδοποιούμαστε την δυστυχία των άλλων λες και η δική μας δεν μας αρκεί (όπως είναι η επιμονή του πολωνικού κλήρου να μεταμορφώσει το Άουσβιτς σε έναν μοντέρνο Γολγοθά ή η συλλογή ψυχών στην οποία — σύμφωνα με τα γραφόμενα ορισμένων δημοσιογράφων — επιδιδόταν η Μητέρα Τερέζα στα άσυλά της για ετοιμοθάνατους, στην Καλκούτα, άσχετα από τις οπωσδήποτε πιθανές αρετές της).
Δίχως να ξεχνάμε κι εκείνη την φανερή προτίμηση για το μαρτύριο, τα διαμελισμένα σώματα, την ψύχωση με τα πτώματα, τα κουφάρια, την σήψη, που παρατηρούμε σε μια συγκεκριμένη χριστιανική τέχνη, την προβολή της περιττωματικής φύσης του σώματος και, τέλος, την αισθητική του βασανιστηρίου και του αίματος στους μυστικιστές. Λίγες θρησκείες επέμειναν όπως η χριστιανική πάνω στην ανθρώπινη βρομιά, λίγες έχουν εκδηλώσει έναν τέτοιο «σαδισμό της ευλάβειας». έλεγε η Σιμόν Βέιλ
Έστω κι αν, από τον Πίο IB’ και μετά, η καθολική Εκκλησία δείχνει μεγαλύτερη κατανόηση γι’ αυτούς που υποφέρουν, για εκείνη η οδύνη συνιστά την νόρμα και η υγεία είναι μια οιονεί ανωμαλία. Μάρτυρας η παρακάτω σκέψη του Ιωάννη-Παύλου Β’: «Όταν το σώμα είναι βαθιά προσβεβλημένο από την ασθένεια, όταν έχει καταστεί ανίκανο, όταν ο άνθρωπος σχεδόν αδυνατεί να ζήσει και να δράσει, η εσωτερική ωριμότητα και το πνευματικό μεγαλείο γίνονται ακόμα πιο εμφανή και συνιστούν ένα συγκινητικό μάθημα για τα πρόσωπα που χαίρουν μιας φυσιολογικής υγείας».
Πρέπει να αγαπούμε τον άνθρωπο, αλλά πρώτα πρέπει να τον ταπεινώσουμε. Η οδύνη, πλησιάζοντας μας στον Θεό, γίνεται μοχλός προόδου, χάνει το χειρότερο χαρακτηριστικό της: την έλλειψη αιτίας. «Στην ερώτηση του Ιώβ: προς τι ο πόνος; γιατί εγώ;, δεν παίρνω απάντηση, λέει πάντα ο Ιωάννης-Παύλος Β’, παρά μόνο υποφέροντας μαζί με τον Ιησού, ανταποκρινόμενος στην έκκληση που μου απευθύνει από το ύψος του σταυρού: ακολούθησε με». Συνεπώς μόνο μες στην δυστυχία μου μπορώ να βρω την εσωτερική γαλήνη, την πνευματική αγαλλίαση.
Ο χριστιανικός κόσμος ίσως να φαντάζει απάνθρωπος στα μάτια μας, αλλά είναι ένας κόσμος κορεσμένος από νόημα (όπως και ο βουδισμός, που εξηγεί τον πόνο σαν αποτέλεσμα των σφαλμάτων μας σε προηγούμενες ζωές -σύμφωνα με την καθιερωμένη ρήση, τα βέλη που εκτοξεύσαμε οι ίδιοι, επιστρέφουν καταπάνω μας. Πρόκειται για μια βάρβαρη αλλά εξαιρετικά παρηγορητική σύλληψη).
Με την θρησκεία ο πόνος γίνεται ένα μυστήριο που το ξεδιαλύνουμε μονάχα υποφέροντας. Αλλόκοτο μυστήριο πράγματι, χάρη στο οποίο τα πάντα εξηγούνται! Και οι θεολόγοι αναπτύσσουν την ύπαρξη του κακού, δίχως να θίξουν την “καλοσύνη” του Θεού. Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, την σπουδαιότητα που έχει η επίδειξη της επιθανάτιας αγωνίας κατά την κλασική περίοδο (και, μέχρι τα μέσα του εικοστού αιώνα, στα χωριά). Κάποτε, θεωρούνταν αυτονόητο ότι ένας άνθρωπος δεν γινόταν να πεθάνει παρά δημόσια, μπροστά στα βλέμματα των άλλων κι όχι μόνος σε νοσοκομείο, όπως σήμερα. Μέσα από την έσχατη δοκιμασία, ο πιστός έβρισκε την ευκαιρία να τακτοποιήσει τους λογαριασμούς του με τους κοντινούς του, να αναλογιστεί τις αμαρτίες του, να απελευθερωθεί από τα εγκόσμια δεσμά προτού να σαλπάρει για το αόρατο.
«Για τον άνθρωπο δεν είναι ντροπή να νικιέται από τον πόνο, είναι ντροπή να νικιέται από την ευχαρίστηση» -Πασκάλ.
Η επιθανάτια αγωνία είναι κεφαλαιώδους σημασίας: επιτρέπει στον πιστό να αποδώσει έναν τελευταίο φόρο σε αυτόν τον κάτω κόσμο, να εγκαταλείψει το σώμα του, διαμέσου της οδύνης· κάπως σαν ένα καράβι που του κόβουν ένα ένα τα παλαμάρια. Ο ρόγχος, τα αγκομαχητά πρέπει να μαρτυρούν για μια ζωή που ήταν ολοκληρωτικά στραμμένη προς την ευλάβεια και το έλεος. Έτσι ο Μποσσυέ κατακεραυνώνει τους «χλιαρούς» που η πίστη τους αφυπνίζεται στο κατώφλι του θανάτου με μια αργοπορημένη μεταμέλεια- όμως πολλαπλασιάζει τα εγκώμια για την μικρή Εριέττα-Άννα της Αγγλίας, δούκισσα της Ορλεάνης, που, στα δεκατέσσερα χρόνια της, την ώρα που πεθαίνει δεν καλεί κοντά της τους γιατρούς αλλά τους παπάδες, φιλά τον εσταυρωμένο, ζητά το ευχέλαιο και αναφωνεί: «Ω Θεέ μου, μήπως πάντα δεν απέθετα σ’ εσένα την εμπιστοσύνη μου;»
«Το θαυμαστό του θανάτου», γράφει ο Μποσσυέ παραθέτοντας τα λόγια του Αγίου Αντωνίου, «είναι πως για τον χριστιανό δεν σημαίνει το τέλος της ζωής αλλά μόνο το τέλος των αμαρτιών του και των κινδύνων στους οποίους εκτίθεται. Μαζί με τις μέρες μας ο Θεός κόβει τους πειρασμούς μας, δηλαδή όλα τα ενδεχόμενα να χάσουμε την αληθινή ζωή, την αιώνια ζωή, μια και ο κόσμος δεν είναι παρά η κοινή μας εξορία». Και δεν εκπλησσόμαστε με τον Ιωάννη-Παύλο Β’ όταν, γράφοντας για την ευθανασία και τις ύστατες στιγμές του ανθρώπου, πλέκει το εγκώμιο «του πιστού που αποδέχεται με τη θέλησή του τον πόνο, απαρνούμενος τα μέσα καταπολέμησης του πόνου, για να διατηρήσει όλη του την διαύγεια και για να συμμετάσχει στα πάθη του Κυρίου», έστω και αν — και ο μικρός αυτός συμβιβασμός είναι σημαντικότατος — μια τέτοια ηρωική συμπεριφορά «δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν ένα καθήκον για όλους».
Είναι γνωστό πως η Εκκλησία της Ρώμης δέχεται τα αναλγητικά υπό τον όρο πως δεν αποστερούν από τον ετοιμοθάνατο την αυτοσυνειδησία του. Πρέπει να ομολογήσουμε πως ένα τέτοιο επιχείρημα υπέρ της οδύνης δεν είναι και πολύ πειστικό, μια και, σιγά σιγά, με το πέρασμα του χρόνου, άρχισε να θεωρείται ως η σύνοψη της υποταγής και του σκοταδισμού (ακόμα και από τους πιστούς που, ως προς αυτό το σημείο, ασπάστηκαν τις λαϊκές αξίες). Η ανακάλυψη των αλκαλοειδών, η χρήση των αναισθητικών, ο αποκαθαρμός της ασπιρίνης και της μορφίνης σάρωσαν τις απόψεις των παπάδων σχετικά με τον πόνο σαν μια αναγκαία θεία τιμωρία.
Στην πραγματικότητα, ο ίδιος ο χριστιανισμός προκάλεσε από μόνος του την διαμαρτυρία που θα τον αποδυνάμωνε. Από τη στιγμή που πρόβαλε την έννοια της μακαριότητας — έστω και τοποθετώντας την στον ουρανό — απελευθέρωσε μια δυναμική που θα στρεφόταν εναντίον του. (Ακόμα και οι Μακαρισμοί που καταγράφονται στα Ευαγγέλια συνδεδεμένοι με τα αναθέματα δεν είναι μια υπόσχεση γαλήνης αλλά δικαιοσύνης. Καλούν σε ένα αναποδογύρισμα του κόσμου, αφήνουν μια ευκαιρία γι’ αυτούς που πέφτουν, για τους αποτυχημένους: οι ισχυροί θα γκρεμιστούν από τα βάθρα τους, οι άθλιοι θα ανυψωθούν στην πρώτη σειρά.)
Η γνώση πως μια τέτοια κατάσταση τους περιμένει μετά θάνατον, κάνει τους ανθρώπους ανυπόμονους να τη γνωρίσουν λιγάκι εδώ κάτω. Γεννιέται μια πανίσχυρη ελπίδα για καλύτερη ζωή, μια ελπίδα που αντλεί την δυναμικότητά της από τις ίδιες τις Γραφές. Οι άνθρωποι θέλουν να επισπεύσουν την συντέλεια του κόσμου, όταν ο Μεσσίας θα επιστρέφει και οι συσσωρευμένες δυστυχίες θα εξαφανιστούν μέσα σε μια χαρούμενη Αποκάλυψη· μετρούν τα χρόνια, τους αιώνες που τους χωρίζουν από το τέλος, και οι υπολογισμοί αυτοί φλογίζουν τα πνεύματα.
Από αυτή την άποψη, οι αιρετικοί ή οι χιλιαστές δεν είναι παρά βιαστικοί αναγνώστες που παίρνουν κατά γράμμα τα λόγια της Βίβλου και πιστεύουν στο κυριολεκτικό τους νόημα. Βασίζονται στην αδιαλλαξία τού Ιησού για να αμφισβητήσουν τους απολιθωμένους τύπους του εκκλησιαστικού θεσμού. Το θέμα της ευτυχίας προέρχεται από τον χριστιανισμό, αλλά θα αναπτυχθεί ενάντια σε αυτόν. Καθώς είχε επισημάνει πρ’ωτος ο Χέγκελ, η θρησκεία αυτή εμπεριέχει όλα τα σπέρματα του ξεπεράσματος της και της εξόδου από την θρησκευτικότητα.
Το βασικό της λάθος για τους ανθρώπους της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού — που άλλωστε ήταν όλοι τους πιστοί — ήταν πως τύλιξε την δυστυχία μες στα πέπλα της ευγλωττίας, «αυτής της ευγλωττίας του σταυρού» που υπόσχεται την ανάσταση για να αποτρέψει τους ευλαβείς από το καθήκον να βελτιώσουν την γήινη ζωή τους. Κι επιπλέον, η λατρεία του πόνου και της θυσίας, καθώς θα το δείξει ο Νίτσε αναφορικά με τους Αρχαίους, δεν ανυψώνει τον άνθρωπο, αλλά τον βυθίζει μες στη σκληρότητα και την πικρία. Συνεπώς, σύμφωνα με το διάσημο ρητό του Καρλ Μαρξ, «καταργώντας την θρησκεία σαν ψευδαισθητική ευτυχία του λαού, σημαίνει πως απαιτείς την αληθινή ευτυχία του».
Η καθολική και η προτεσταντική σκληρότητα ασκούνταν απεγνωσμένα ενάντια στην ανθρώπινη φύση και τις χαρές της. Με τον Διαφωτισμό, η ηδονή και η ευμάρεια επιτέλους θα αποκατασταθούν και ο πόνος θα απορριφθεί σαν ένας αρχαϊσμός. Θα μπορούσε κανείς να πιστέψει πως γύρισε μια σελίδα της ιστορίας. Όμως, αντίθετα, εδώ αρχίζουν οι δυσκολίες.
To 1738 ο νεαρός Μιραμπώ στέλνει μια επιστολή στον φίλο του τον Βωβενάργκ, όπου τον επικρίνει πως ζει καταπώς του τα φέρνει η κάθε μέρα, δίχως ένα πρόγραμμα ευτυχίας: «Αγαπητέ μου, στοχάζεστε και μελετάτε αδιάκοπα, οι νοητικές σας δυνάμεις είναι απεριόριστες, κι όμως δεν σκέπτεστε μήτε στιγμή να εκπονήσετε ένα σταθερό πλάνο σχετικά με αυτό που πρέπει να είναι το μοναδικό μας μέλημα: η ευτυχία». Και ο Μιραμπώ εκθέτει στον σκεπτικιστή φίλο του τις αρχές που διέπουν την συμπεριφορά του: να μην έχει προκαταλήψεις, να προτιμά την ευθυμία από την μελαγχολία, να ακολουθεί τις παρορμήσεις του, αποκαθαίροντάς τες. Ίσως αυτός ο νεανικός ενθουσιασμός να προκαλεί το γέλιο μας. Παιδί μιας εποχής που φιλοδοξούσε να ξαναανακαλύψει τον άνθρωπο και να διώξει όλα τα κακά του Παλαιού Καθεστώτος, ο Μιραμπώ νοιάζεται για την ευτυχία του, έτσι καθώς άλλοι πριν από αυτόν νοιάζονταν για τη σωτηρία της ψυχής τους. Άραγε έχουμε αλλάξει πάρα πολύ;
Ας φανταστούμε τους σημερινούς Μιραμπώ: νέοι άντρες και νέες γυναίκες κάθε κοινωνικής τάξης και κάθε ιδεολογίας, που αδημονούν να εγκαινιάσουν μια καινούρια εποχή, να τραβήξουν μια γραμμή πάνω από τα ερείπια ενός φρικιαστικού 20ού αιώνα, να ριχτούν στην ζωή, απαιτώντας να ασκήσουν τα δικαιώματά τους και πρώτα πρώτα να φτιάξουν τη ζωή τους έτσι καθώς την θέλουν, σίγουροι πως στον καθένα τους έχει δοθεί μια υπόσχεση πληρότητας. Από τα πολύ τρυφερά τους χρόνια πρέπει να τους είπαν: να είστε ευτυχισμένοι, αφού σήμερα δεν κάνουμε πια παιδιά για να τους μεταδώσουμε αξίες ή ένα πνευματικό κληροδότημα, αλλά για να πολλαπλασιάσουμε τον αριθμό των ευτυχισμένων επί της γης.
Να είστε ευτυχισμένοι!
Όμως, πίσω από αυτή την ευχάριστη προτροπή δεν κρύβεται η πιο παράδοξη, η πιο τρομακτική προσταγή; Πρόκειται για μια εντολή από την οποία δύσκολα γλιτώνουμε και που στερείται αντικειμένου. Πώς να ξέρουμε αν είμαστε ευτυχισμένοι; Ποιος καθορίζει την νόρμα; Γιατί πρέπει να είμαστε, γιατί αυτή η σύσταση παίρνει τον χαρακτήρα της προσταγής; Και τι να απαντήσουμε σε εκείνον που ομολογεί περίλυπος: δεν τα καταφέρνω;
Κοντολογίς, αυτό το προνόμιο θα γίνει γρήγορα ένα φορτίο για τους νέους μας: ανακαλύπτοντας πως είναι οι μόνοι υπεύθυνοι για τις ατυχίες ή τις επιτυχίες τους, θα διαπιστώσουν πως η τόσο πολυπόθητη ευτυχία τούς ξεφεύγει όσο περισσότερο την κυνηγούν. Όπως όλος ο κόσμος, ονειρεύονταν την θαυμαστή σύνθεση, αυτήν που συμπεριλαμβάνει την επαγγελματική, την ερωτική, την ηθική και την οικογενειακή επιτυχία και επιπλέον, σαν ένα είδος ανταμοιβής, την τέλεια ικανοποίηση. Λες και η απελευθέρωση του ατόμου, που μας υπόσχεται η σύγχρονη εποχή, θα πρέπει να επιστέφεται με την ευτυχία, που είναι το επιστέγασμα της όλης διαδικασίας.
Όμως η σύνθεση διαλύεται καθώς προσπαθούν να την ολοκληρώσουν. Και θα βιώσουν την υπόσχεση της ευδαιμονίας όχι σαν ένα καλό νέο αλλά σαν μια οφειλή σε μια απρόσωπη θεότητα την οποία δεν θα καταφέρουν ποτέ να ξεπληρώσουν. Τα χίλια δυο θαύματα που τους είχαν αναγγελθεί, θα έρθουν με το σταγονόμετρο και δίχως καμιά τάξη και σειρά, πράγμα που κάνει πιο κοπιαστική την αναζήτηση, πιο βαριά τη δυσφορία. Θα τα βάλουν με τον εαυτό τους, που δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν στο καθιερωμένο ζητούμενο, που δεν κατάφεραν να συμμορφωθούν με τον κανόνα. Ο Μιραμπώ μπορούσε ακόμα να ονειρεύεται, να κάνει φρούδα σχέδια. Περίπου τρεις αιώνες αργότερα, το κάπως εξημμένο ιδανικό ενός αριστοκράτη του Διαφωτισμού μεταμορφώθηκε σε τιμωρία. Στο εξής έχουμε όλα τα δικαιώματα πλην του δικαιώματος να μην είμαστε μακάριοι.
Τίποτα το πιο ακαθόριστο απ’ όσο η ιδέα της ευτυχίας· αυτή η παλιά λέξη είναι τόσο εκπορνευμένη, νοθευμένη, τόσο δηλητηριασμένη, που θα θέλαμε να την αποβάλουμε από το λεξιλόγιό μας. Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, δεν είναι τίποτα άλλο παρά η ιστορία των διαφόρων νοημάτων που αποκτούσε διαδοχικά: ήδη, στην εποχή του, ο Αυγουστίνος απαριθμούσε τουλάχιστον 289 γνώμες σχετικά με αυτό το θέμα, ο 17ος αιώνας θα του αφιερώσει σχεδόν πενήντα πραγματείες και εμείς δεν παύουμε να προβάλλουμε πάνω σε παλιές εποχές και διαφορετικούς πολιτισμούς μια έννοια και μια ψύχωση που δεν ανήκουν παρά μόνο στην δική μας εποχή και στον δικό μας πολιτισμό.
Η ευτυχία είναι από τη φύση της ένα αίνιγμα, μια μόνιμη πηγή αντεγκλήσεων, ένα ρευστό που μπορεί να προσαρμοστεί σε οποιοδήποτε σχήμα, αλλά που κανένα σχήμα δεν μπορεί να το καθορίσει. Υπάρχει η ευτυχία της δράσης όπως και η ευτυχία του διαλογισμού, η ευτυχία της ψυχής όπως και των αισθήσεων, του πλούτου ή της φτώχειας, της αρετής όπως και του εγκλήματος.
Οι θεωρίες της ευτυχίας, έλεγε ο Ντιντερό, δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να αφηγούνται την ιστορία των δημιουργών τους. Εδώ μας ενδιαφέρει μια άλλη ιστορία: η ιστορία της βούλησης για ευτυχία σαν ένα πάθος που χαρακτηρίζει ειδικά τον Δυτικό κόσμο, μετά την Γαλλική και την Αμερικανική Επανάσταση. Η επιδίωξή μας για ευτυχία συναντά τρία παράδοξα. Ο στόχος της είναι τόσο ακαθόριστος, ώστε να γίνεται αποθαρρυντικός λόγω της ασάφειάς του. Η πραγματοποίησή της έχει ως αποτέλεσμα την πλήξη ή την απάθεια (υπό αυτή την έννοια, η ιδανική ευτυχία θα ήταν μια ευτυχία διαρκώς πραγματοποιούμενη και διαρκώς αναγεννώμενη, πράγμα που θα μας απάλλασσε από τη διπλή παγίδα της απογοήτευσης και του κορεσμού). Και, τέλος, η επιδίωξη αυτή παραβλέπει την οδύνη σε σημείο να βρισκόμαστε εντελώς άοπλοι απέναντι της όταν εμφανιστεί μπροστά μας.
Στην πρώτη περίπτωση ο ίδιος ο αφηρημένος χαρακτήρας της ευτυχίας εξηγεί τη γοητεία που εξασκεί επάνω μας και την αγωνία που μας προκαλεί. Όχι μόνο δυσπιστούμε απέναντι στους προκατασκευασμένους παραδείσους, αλλά δεν είμαστε ποτέ σίγουροι πως είμαστε πραγματικά ευτυχισμένοι. Όταν αναρωτιόμαστε αν είμαστε ή όχι, έχουμε αυτομάτως παύσει να είμαστε. Εξ ου και το πάθιασμά μας με αυτή την κατάσταση συνδέεται επίσης με δυο στάσεις, τον κομφορμισμό και τον φθόνο, τις δυο ασθένειες της δημοκρατικής κουλτούρας: την ευθυγράμμιση με τις ηδονές της πλειονότητας και τον υπερβολικό θαυμασμό για τους εκλεκτούς, τους ευνοούμενους της τύχης.
Στην δεύτερη περίπτωση, η επιδίωξη της ευτυχίας, στην λαϊκή της μορφή, στην Ευρώπη συμπίπτει με την έλευση της πεζότητας αυτού του καινούριου εγκόσμιου καθεστώτος που εγκαθιδρύεται στην αυγή της σύγχρονης εποχής όπου, μετά την απόσυρση του Θεού, έχουμε τον θρίαμβο της άθρησκης ζωής συρρικνωμένης στην απόλυτη πεζότητά της. Η πεζότητα ή η νίκη της αστικής τάξης: μετριότητα, ανουσιότητα, χυδαιότητα.
Τέλος, ένας τέτοιος σκοπός όπως είναι η ευτυχία, καθώς αποβλέπει στην εξαφάνιση της οδύνης, την μεταθέτει ακούσια στο κέντρο του συστήματος. Σε σημείο που ο σημερινός άνθρωπος υποφέρει επίσης κι από την επιθυμία του να μη θέλει πια να υποφέρει, έτσι καθώς μπορούμε να αρρωστήσουμε επιζητώντας επίμονα την τέλεια υγεία. Η εποχή μας αφηγείται μια αλλόκοτη ιστορία: την ιστορία μιας κοινωνίας απόλυτα δοσμένης στον ηδονισμό, για την οποία τα πάντα γίνονται δυσφορία, μαρτύριο. Η δυστυχία δεν είναι πια απλώς και μόνον η δυστυχία: ακόμα χειρότερα, είναι η αποτυχία της ευτυχίας.
Σαν καθήκον για ευτυχία, εννοώ λοιπόν αυτή την κυρίαρχη ιδεολογία του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα, που μας ωθεί να αξιολογούμε τα πάντα από την οπτική γωνία της ευχαρίστησης και της δυσαρέσκειας, αυτήν την κλήτευση στην ευφορία, που ρίχνει στην ντροπή και στην δυσφορία εκείνους που δεν την προσυπογράφουν. Διπλή επιταγή: από τη μια, πρέπει να αντλούμε ό,τι το καλύτερο από την ζωή· από την άλλη, να θλιβόμαστε, να τιμωρούμαστε αν δεν τα καταφέρουμε. Διαστροφή μιας από τις ωραιότερες ιδέες: πως ο καθένας μας έχει την δυνατότητα να διαχειρίζεται το πεπρωμένο του και να βελτιώνει την ζωή του. Πώς ένα χειραφετικό σύνθημα του Διαφωτισμού, το δικαίωμα στην ευτυχία, μπόρεσε να μεταμορφωθεί σε σκληροπυρηνικό δόγμα;
Το Υπέρτατο Αγαθό έχει τόσα πολλά νοήματα, ώστε το κολλάμε επάνω σε ορισμένα συλλογικά ιδανικά: την υγεία, τον πλούτο, το σώμα, τις ανέσεις, την ευμάρεια, όλα αυτά τα βλέπουμε σαν τάλισμαν που πάνω τους το Υπέρτατο Αγαθό θα επικαθίσει σαν πουλί σε ξόβεργα. Τα μέσα γίνονται σκοποί κι αποκαλύπτουν την ανεπάρκειά τους όταν η αναμενόμενη αγαλλίαση δεν εμφανιστεί στο ραντεβού. Τόσο ώστε — τι παρανόηση — συχνά μας απομακρύνουν από την ευτυχία ακριβώς εκείνα τα μέσα που υποτίθεται πως θα μας βοηθούσαν να την προσεγγίσουμε.
Εξ ου και οι συχνές παρανοήσεις σχετικά με αυτήν, πως πρέπει να την διεκδικήσουμε σαν κάτι που μας το οφείλουν, να την μάθουμε σαν μια σχολική ύλη, να την κατασκευάσουμε όπως χτίζεται ένα σπίτι· πως είναι κάτι που αγοράζεται, που μεταφράζεται σε χρήμα, πως κάποιοι την κατέχουν από σίγουρη πηγή και πως αρκεί να τους μιμηθούμε για να μας αγκαλιάσει κι εμάς η αύρα που τους τυλίγει. Αντίθετα με μια κοινοτοπία που επαναλαμβάνεται ακούραστα από τον Αριστοτέλη ως σήμερα (αλλά στον Αριστοτέλη ο όρος είχε μια άλλη σημασία), δεν είναι αλήθεια πως όλοι μας επιζητούμε την ευτυχία, η οποία αποτελεί μια Δυτική αξία, ιστορικά χρονολογημένη.
Υπάρχουν και άλλες, η ελευθερία, η δικαιοσύνη, ο έρωτας, η φιλία, που μπορούν να τεθούν πάνω από την ευτυχία- και πώς να γνωρίζουμε τι επιζητούν όλοι οι άνθρωποι από τότε που υπάρχουν; Απλώς διατυπώνουμε κούφιες γενικεύσεις. Δεν είμαστε εναντίον της ευτυχίας, αλλά εναντίον της μεταλλαγής αυτού του εύθραυστου συναισθήματος σε ένα πραγματικό συλλογικό ναρκωτικό — κάτω από χημικές, πνευματικές, ψυχολογικές, θρησκευτικές μορφές — στο οποίο θα πρέπει να εθιστούμε όλοι μας.
Οι πιο προχωρημένες φιλοσοφίες και επιστήμες οφείλουν να ομολογήσουν την αδυναμία τους να εγγυηθούν την ευδαιμονία των λαών ή των προσώπων. Κάθε φορά που η ευτυχία μάς αγγίζει, είναι η έκφραση μιας δωρεάς, μιας εύνοιας κι όχι αποτέλεσμα ενός υπολογισμού, μιας ειδικής συμπεριφοράς. Κι ίσως να γνωρίζουμε πολύ περισσότερο τις χαρές αυτού του κόσμου, την καλοτυχία, τις ηδονές, τις επιτυχίες, όταν παραιτηθούμε από το όνειρο να συναντήσουμε τη μακαριότητα με κεφαλαίο Μ. Σήμερα νιώθουμε την επιθυμία να απαντήσουμε στον νεαρό Μιραμπώ: αγαπώ πάρα πολύ την ζωή για να θέλω να είμαι μονάχα ευτυχισμένος!
«Αυτός ο κόσμος δεν είναι παρά ένα γεφύρι. Διάσχισε το, αλλά μην κτίσεις πάνω του την κατοικία σου». Χενν., Απόκρυφα, 35.
Στον 15ο αιώνα, στην Γαλλία και την Ιταλία διοργανώνονταν συλλογικά άουτο ντα φε όπου άντρες και γυναίκες, με την πλήρη θέλησή τους, σε ένδειξη απάρνησης των εγκοσμίων έριχναν στις «πυρές των ηδονών» τραπουλόχαρτα, βιβλία, κοσμήματα, περούκες, αριόματα. Σε αυτήν την εποχή του τέλους του Μεσαίωνα, που διακατεχόταν από ένα έντονο πάθος για ζωή, η αμφιβολία ήταν ανεπίτρεπτη, δεν υπάρχει πληρότητα παρά μόνο εν Θεώ, εκτός Θεού τα πάντα είναι απάτη και ψέμα. Έπρεπε, λοιπόν, κάθε ώρα και στιγμή, να υπενθυμίζεται στους θνητούς η ασημαντότητα των ανθρώπινων ηδονών σε σύγκριση με εκείνες που τους περίμεναν κοντά στον Κύριο.
Αντίθετα με τον διάσημο αφορισμό του Σαιν-Ζυστ, η ευτυχία δεν υπήρξε ποτέ μια καινούρια ιδέα στην Ευρώπη και ο χριστιανισμός, την αποδέχτηκε εξαρχής. Μόνο που την έθεσε έξω από την εμβέλεια του ανθρώπου, στον γήινο Παράδεισο ή στους ουρανούς (ο 18ος αιώνας θα αρκεστεί να την επαναπατρίσει εδώ κάτω). Όλοι μας θυμόμαστε πως ήμαστε ευτυχισμένοι πριν από την πτώση, λέει ο Αυγουστίνος· δεν υπάρχει ευτυχία παρά μόνο στην αναπόληση, γιατί στα βάθη της μνήμης ξαναβρίσκουμε την ζώσα πηγή του Θεού. Και ο Πασκάλ, μιλώντας για τις μάταιες προσπάθειές μας να αποκτήσουμε το υπέρτατο αγαθό, αποφαίνεται: «Τι άλλο λοιπόν μας κραυγάζουν αυτός ο πόθος και αυτή η αδυναμία παρά μόνο πως κάποτε υπήρχε εντός του ανθρώπου μια γνήσια ευτυχία από την οποία σήμερα δεν του απομένει παρά μόνο το αποτύπωμά της, το κενό ίχνος της;»
Αυτή η τριαδικότητα του χρόνου θα υιοθετηθεί στην συνέχεια από όλους τους συγγραφείς, πιστούς ή αγνωστικιστές, η ευτυχία ανήκει στο χθες ή στο αύριο, στην νοσταλγία ή στην ελπίδα, ποτέ στο σήμερα. Νομιμοποιούμαστε να τείνουμε προς αυτήν την κατάσταση, αλλά είναι τρέλα να θέλουμε να την βιώσουμε σε αυτόν τον κόσμο. Ο άνθρωπος, πλάσμα εκπεσόν, πρέπει καταρχάς να εξαγοράσει το σφάλμα της ύπαρξής του, να μοχθήσει για την σωτηρία του. Και η σωτηρία γίνεται ακόμα πιο αγωνιώδης, μια και κερδίζεται άπαξ και διά παντός, καθώς έχει σημειώσει ο Ζωρζ Ντυμε- ζίλ: για τον χριστιανό δεν υπάρχει δεύτερη ευκαιρία, σε αντίθεση με τον ινδουιστή ή τον βουδιστή, που θα ακολουθήσουν έναν κύκλο μετενσαρκώσεων, έως ότου να κερδίσουν την απελευθέρωση.
Το στοίχημα της αιωνιότητας παίζεται μες στο στενό μεσοδιάστημα της επίγειας διαμονής μου, και αυτή η προοπτική προσδίδει στην τυχαιότητα της ύπαρξής μου τον χαρακτήρα μιας πραγματικής πρόκλησης. Ένα τυπικό γνώρισμα του χριστιανισμού είναι το γεγονός πως δραματοποίησε στο έπακρο αυτή την ζωή θέτοντάς τη κάτω από τον αστερισμό της Κόλασης ή του Παραδείσου. Η ζωή του πιστού είναι μια δίκη που εκτυλίσσεται εξ ολοκλήρου μπροστά στον Θείο Κριτή. «Όλο το κακό που διαπράττουν οι κακοί είναι καταγραμμένο κι εκείνοι δεν το ξέρουν», λένε οι Ψαλμοί. Τα σφάλματά μας, οι καλές μας πράξεις, καταγράφονται, ώρα με την ώρα, μες στο μεγάλο τεφτέρι των λογαριασμών με χρεωστικό και πιστωτικό υπόλοιπο. Ακόμα κι αν οι αμαρτωλοί, οι άπιστες γυναίκες, οι διεφθαρμένοι άντρες, «καλύπτονται με όλα τα σκότη της νύχτας, θα αποκαλυφθούν και θα κριθούν» (Μποσσυέ).
Τρομακτική δυσαναλογία: ένα μικρό ανθρώπινο σφάλμα μπορεί να μας επιφέρει μια αιώνια τιμωρία και, αντιστρόφως, όλοι οι πόνοι μας μπορούν να ανταμειφθούν στο υπερπέραν, αν βεβαίως έχουμε ζήσει μια θεάρεστη ζωή. Περνάς τις εξετάσεις ή απορρίπτεσαι: ο Παράδεισος έχει όλη την δομή του σχολικού θεσμού. Επειδή η λογική της σωτηρίας, αν και αξιώνει μια σχετική ελευθερία εκ μέρους του πιστού που μπορεί να αυτοτελειωθεί ή να παραδοθεί στα εγκόσμια πάθη, δεν συνιστά καθόλου έναν ευθύγραμμο δρόμο. Ανήκει στον χώρο του μισόφωτου, και ακόμα και ο πιο ειλικρινής πιστός βιώνει την πίστη του σαν μια περιπλάνηση μέσα σε έναν λαβύρινθο.
Επειδή είναι πολύ κοντινός και ταυτόχρονα απείρως μακρινός, ο Θεός είναι ένα δρόμος γεμάτος παγίδες και ενέδρες. «Γνωρίζουμε τον Θεό μόνον όταν τον γνωρίζουμε ως έναν άγνωστο», έλεγε ο Άγιος Θωμάς. Οφείλουμε λοιπόν να εγκαταβιώνουμε εδώ κάτω σύμφωνα με τους νόμους ενός άλλου κόσμου και ετούτη η γη, που μας θαμπώνει με τα χίλια δυο μάγια της, είναι ταυτόχρονα η εχθρά και η σύμμαχος της σωτηρίας. Γι’ αυτό και η γήινη ζωή μας, αν δεν μπορεί να σφετεριστεί την αξιοπρέπεια που ανήκει μονάχα στον Θεό, έχει εντούτοις έναν ιερό χαρακτήρα, συνιστά ένα υποχρεωτικό πέρασμα, το πρώτο σκαλί της αιώνιας ζωής. Για τον χριστιανό, ο χρόνος δεν είναι μια εξασφάλιση για το υπερπέραν, αλλά μια κατάσταση υπερέντασης, γεμάτη αγωνίες, αμφιβολίες, σπαραγμούς. Η ελπίδα της λύτρωσης συνυφαίνεται αδιαχώριστα με μια θεμελιώδη ανησυχία.
«Δεν καταλαβαίνουμε τίποτα από τα έργα του Θεού αν δεν δεχθούμε ως αρχή πως θέλησε να τυφλώσει τους μεν και να φωτίσει τους δε. Υπάρχει πάντα αρκετό σκοτάδι έτσι που οι απορριγμένοι να μην μπορούν να δουν, και αρκετό φως για να κριθούν καταδικαστέοι και ασυγχώρητοι» Πασκάλ.
Και όταν ο Λούθηρος υποκαθιστά την σωτηρία διά των έργων με την σωτηρία διά της πίστεως — μονάχα ο Θεός αποφασίζει κυριαρχικά για την σωτηρία ή την καταδίκη μας, ασχέτως των πράξεων ή της θέλησής μας — διατηρεί ένα στοιχείο αβεβαιότητας για τους πιστούς. Δεν είναι ποτέ σίγουροι πως έγιναν οι εκλεκτοί, έστω κι αν πιστοποιούν τον ζήλο τους με ευσεβείς πράξεις. Όποια κι αν είναι η διαγωγή του, ο αμαρτωλός δεν μπορεί ποτέ να εξαγοράσει το χρέος του έναντι του Θεού, μπορεί μονάχα να επαφεθεί στην άπειρη ευσπλαχνία του. Με άλλα λόγια, η σωτηρία είναι μια στενή πύλη ενώ «πλατεία είναι η πύλη, και ευρύχωρος η οδός η φέρουσα εις την απώλειαν» (Ματθαίος 7, 13).
Απέναντι σε αυτή την τρομακτική απαίτηση να κερδίσουμε την αιωνιότητα ή να βυθιστούμε στην αμαρτία, τι βάρος έχουν οι μικρές απολαύσεις της ζωής; Κανένα! Όχι μόνον είναι εφήμερες και απατηλές -«Ο κόσμος, φτωχός σε εκπληρώσεις, είναι πάντα πλούσιος σε υποσχέσεις» (Μποσσυέ), αλλά μας βγάζουν και από τον ορθό δρόμο, μας ρίχνουν σε μια τρισάθλια δουλεία εν όψει των αγαθών αυτής της γης. «Κάθε πλούτος που δεν είναι ο Θεός μου, είναι για μένα ένδεια», γράφει μεγαλόπρεπα ο Αυγουστίνος. Διπλό ανάθεμα επί των γήινων απολαύσεων: είναι αξιοκαταφρόνητες μπροστά στην μακαριότητα που μας προσμένει στον ουρανό και δίνουν την εντύπωση μιας διάρκειας, μιας σταθερότητας που ανήκει μόνο στην θεία τάξη. Εκπροσωπούν το άσχημο άπειρο της φιληδονίας, την αντεστραμμένη εικόνα της ουράνιας ευτυχίας.
Το σφάλμα των ανθρώπων στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι πως θεωρούν ένα μη-ον σαν ον.
Επειδή οι εγκόσμιες χαρές κονιορτοποιούνται μπροστά στην φρικιαστική προοπτική του θανάτου, ο οποίος, καθώς μας λέει και πάλι ο Μποσσυέ, «καλύπτει τα πάντα με τη σκιά του». Ο θάνατος, ναι, αυτός καθιστά την υγεία απλώς μια αναβολή, την δόξα μια χίμαιρα, τις ηδονές ένα αίσχος και τη ζωή ένα όνειρο επικαλυμμένο με ένα ψέμα. Ο θάνατος δεν καταφτάνει από μακριά, αλλά από πολύ κοντά μας, διεισδύει στον αέρα που ανασαίνουμε, στην τροφή που καταπίνουμε, στα φάρμακα με τα οποία προσπαθούμε να προφυλαχτούμε από αυτόν.
Και λέει ο Πασκάλ: «Ο θάνατος που μας απειλεί την κάθε στιγμή, μέσα σε λίγα χρόνια θα μας οδηγήσει στην φρικιαστική αναγκαιότητα είτε του αφανισμού είτε της δυστυχίας». Απαξιώνοντας όλη την ύπαρξή μας κάτω από το φως του τάφου, δηλώνουμε πως, από την ημέρα της γέννησής μας κιόλας, βυθιζόμαστε μέσα σε μια νάρκη από την οποία θα μας αποτραβήξει μόνο η επιθανάτια αγωνία.
Η ζωή είναι ένα όνειρο από το οποίο πρέπει να αφυπνιστούμε: αυτή η μεταφορά, που μας έρχεται από την Αρχαιότητα και που είναι πανταχού παρούσα μες στη χριστιανική σκέψη, καθιστά τον θάνατο μια μοιραία λήξη με όλες τις έννοιες του όρου. Γιατί, κατά κάποιον τρόπο, υπάρχουν τρεις θάνατοι: η φυσική εξαφάνιση αυτή καθεαυτήν ο εν ζωή θάνατος γι’ αυτούς που ζουν σε κατάσταση αμαρτίας, δηλαδή αποκοπής από τον Θεό, σε κατάσταση πνευματικού πένθους (σε ορισμένες βρετονικές εκκλησίες αναπαριστούν την Κόλαση σαν έναν ψυχρό, παγωμένο τόπο, τον τόπο του χωρισμού)· και τέλος ο θάνατος σαν απελευθέρωση και γέφυρα απ’ όπου περνούν οι δίκαιοι. Δεν είναι μια άβυσσος, αλλά μια πύλη που μας οδηγεί στο Βασίλειο και καθιστά την ψυχή «ικανή να απολαύσει μια απειρία ευχαριστήσεων που δεν βρίσκονται σε αυτή την ζωή».
Είναι παράλογο να φοβόμαστε την εκμηδένισή μας μια και, απελευθερώνοντας μας από το σαρκίο και τις παρεκτροπές του, σημειώνει την απαρχή μιας πρωτόφαντης περιπέτειας, της περιπέτειας της τελικής Κρίσης και της αιώνιας Ανάστασης. Αυτή είναι λοιπόν η χριστιανική τακτική: να αντιπαραθέτει απέναντι στον απολύτως φυσικό φόβο της οδύνης και του θανάτου τον ακόμα μεγαλύτερο φόβο της απώλειας. Και να υπόσχεται μια ανταμοιβή για τις δυστυχίες του κόσμου τούτου, με μια ανακατανομή στον επάνω κόσμο, πράγμα που αποτελεί και τον μόνο τρόπο εξουδετέρωσης του σκανδάλου της ευημερίας του φαύλου και της ατυχίας του δίκαιου.
Ο χριστιανισμός παίζει τα πάντα υπέρ ενός αγαθού ή κατά ενός κακού που είναι και τα δυο τους το ίδιο άυλα -ο Παράδεισος και η Κόλαση- για να μπορεί να ρίχνει άνετα ένα ντροπαλό πέπλο πάνω στις απολύτως πραγματικές δοκιμασίες του σήμερα. Απαρνούμενοι τα ψεύτικα μεγαλεία του κόσμου, δικαιούμαστε να ελπίζουμε σε μιαν άμετρη ανταμοιβή στους ουρανούς. Ένας λεπτός υπολογισμός που επικαλύπτει την καρτερία με ένα ρούχο φωτός: αφού «ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν, Θεώ και Μαμμωνά», εγκαταλείπω τις συγκεκριμένες, άμεσες χαρές για μια υποθετική, μελλοντική ηδονή. Γιατί να κορφολογήσω κάποιες στιγμές χαράς σε αυτή την γη, διακινδυνεύοντας να ψήνομαι αιωνίως στις μονές του Διαβόλου;
Το μέγιστο αμάρτημα — όλοι οι άνθρωποι της εκκλησίας επιμένουν σε αυτό — δεν είναι να νιώθεις τον πειρασμό των καρπών αυτού του κόσμου, αλλά να προσκολλάσαι σε αυτούς, να γίνεσαι σκλάβος τους σε σημείο που να λησμονείς τον ουσιώδη δεσμό με τον Θεό. Αν δεν θέλουμε να χαθούμε, «τα πάντα πρέπει να υποτάσσονται μπροστά στην προοπτική της αιωνιότητας» (Μποσσυέ), αφού «το μόνο καλό που υπάρχει σε αυτή την ζωή είναι η ελπίδα για μια άλλη ζωή» (Πασκάλ). Όπως και να έχουν τα πράγματα, το πάθος για σωτηρία οφείλει να υπερισχύσει της επιθυμίας για ευτυχία.
Ευτυχώς η ανθρώπινη συμπεριφορά δεν ήταν μονίμως τοποθετημένη κάτω από ένα αδιάλλακτο «ή το ένα ή το άλλο». «Τα άγια μυστήρια», και κυρίως η εξομολόγηση με το επιτίμιό της, έχουν ως σκοπό να ανακουφίζουν τον πιστό από το τρομερό άγχος και να του επιτρέπουν να ομολογεί το σφάλμα του, να μετανιώνει και να δέχεται την άφεση με ένα διαρκές πηγαινέλα που σκανδάλισε τον Καλβίνο αλλά και τον Φρόυντ. Κάτω από τη λαϊκή πίεση και σαν απάντηση στους χιλιασμούς, «η ιδιοφυία» της εκκλησίας επινόησε την έννοια του Καθαρτηρίου τον 12ο αιώνα, αυτή την μεγάλη αίθουσα αναμονής, τον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ Κόλασης και Παραδείσου, που επιτρέπει σε εκείνους που η ζωή τους υπήρξε μέτρια, μήτε εντελώς καλή, μήτε εντελώς κακή, να ξοφλήσουν τα χρέη τους προς τον Ύψιστο. Αυτή η μεταθανάτια τάξη για μετεξεταστέους έδινε επίσης στους ζωντανούς την δυνατότητα να επηρεάζουν την μοίρα των νεκρών, και να συνομιλούν μαζί τους μέσω των προσευχών.
Το Καθαρτήριο δεν μαλάκωσε μόνο τον τρομακτικό εκβιασμό που ασκούσε η Εκκλησία σε βάρος των πιστών υποβάλλοντάς τους στην μέγγενη της λύτρωσης ή της καταδίκης (ας θυμηθούμε πως η Κόλαση, στην τρομακτική και πυρακτώδη μορφή της, είναι μια επινόηση της Αναγέννησης και όχι του Μεσαίωνα)· καθιέρωσε επίσης ένα ολόκληρο σύστημα «μετριασμού των ποινών», εισήγαγε στον χώρο της πίστης το στοιχείο του παζαρέματος με όλες τις γνωστές ακρότητες που προκάλεσαν την μήνιν των μεταρρυθμιστών, οι οποίοι αγανάκτησαν βλέποντας την Ρώμη να επιδίδεται στο εμπόριο των συχωροχαρτιών, να βλέπουν δηλαδή έναν ανθρώπινο θεσμό να εισπράττει προκαταβολές για την αιωνιότητα, να πειθαναγκάζει κατά κάποιον τρόπο το χέρι του Θεού.
Χάρη στο Καθαρτήριο, η γήινη ζωή μας αλαφρώνει, γίνεται πιο αξιαγάπητη. Η ιδέα του μη αναστρέψιμου απομακρύνεται· ένα σφάλμα περιορισμένο σε έναν συγκεκριμένο χρόνο παύει να επιφέρει την αιώνια καταδίκη. Τροποποιώντας την «γεωγραφία του υπερπέραν», το Καθαρτήριο αφήνει μια πόρτα ανοιχτή προς το μέλλον, μας απαλλάσσει από την αποκαρδίωση, «ψυχραίνει» την ανθρώπινη ιστορία. Χάρη σε αυτό το ψυχολογικό ηρεμιστικό, ο αμαρτωλός δεν νιώθει πια να τον καταδιώκουν κατά πόδας οι φλόγες της Κόλασης έτσι και παραβεί κάποια απαγόρευση. Η εξιλέωση μπορεί να επιτευχθεί και η σωτηρία χάνει τον ανεπανόρθωτο δογματικό χαρακτήρα της.
[Ζακ Λε Γκοφ, Η γέννηση τον Καθαρτηρίου, Folio-Histoire, Gallimard, 1981. Από τον 8ο αιώνα, το σύστημα της τιμολογημένης μετάνοιας εξαπλώνεται σε όλη την Γαλλία και μεταφράζεται με χρηματικές προσφορές, προσευχές ή λειτουργίες. Ο κόσμος αγοράζει τις τελευταίες ανά μονάδα, σαν ισάριθμα εισιτήρια για το υπερπέραν. Με την ανάπτυξη της ευσέβειας που αποβλέπει στην άφεση, ανθίζουν οι πιο ξέφρενες εμπορικές συναλλαγές: με μακρινά προσκυνήματα, με προσφορές στα τάγματα του Ελέους, με προσευχές και ψαλμούς, οι άνθρωποι ελπίζουν να κερδίσουν μια ελάττωση της ποινής, των χρόνων στο Καθαρτήριο. «Ο τάδε ναός, για παράδειγμα, έναντι μιας εξομολόγησης, χρηματικών προσφορών και προσευχών, υπόσχεται να σας γλιτώσει από 7 χρόνια και 7 σαρανταήμερα, ο δείνα από 40 φορές 40 χρόνια. Ένας οδηγός του προσκυνητή των Αγίων Τόπων μάς πληροφορεί πως μια επίσκεψη σε όλα τα μέρη των Αγίων Τόπων αποφέρει, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, 43 φορές 7 χρόνια και 7 σαρανταήμερα» (αναφέρεται από τον Ζακ Σιφολώ στην «Κρίση της πίστης», Ιστορία της θρησκευτικής Γαλλίας, Seuil, 1988, τόμος II, σσ. 138 και 142). Ας θυμηθούμε πως η καθολική Εκκλησία εξακολουθεί να εφαρμόζει, αλλά δωρεάν, τα συγχωροχάρτια, προς μεγάλη απελπισία των Προτεσταντών. Η παπική βούλα του έτους 2000 παραχωρεί στους μετανοούντες που θα απόσχουν επί έναν χρόνο από το τσιγάρο και το ποτό, την πλήρη άφεση εκχωρητέα στους νεκρούς του Καθαρτηρίου…]
Η ίδια η Μεταρρύθμιση, παρά την θεωρητική αδιαλλαξία της, θα προβεί σε μια παράδοξη αποκατάσταση της γήινης ζωής με την βούλησή της να πραγματώσει εδώ κάτω τις αξίες της άλλης ζωής. Ο Λούθηρος ζητούσε από τους πιστούς να αποφεύγουν την οκνηρία και να εργάζονται για να αρέσουν στον Θεό, επειδή «ένας καλός και δίκαιος άνθρωπος κάνει καλά έργα» κι έτσι επικυρώνει τις πιθανότητες σωτηρίας του. Με τον ίδιο τρόπο, κατά τον 17ο και τον 18ο αιώνα, αναπτύχθηκε ένας βολικός χριστιανισμός που δεν θέλησε να αντιπαραθέσει την γη με τον ουρανό, αλλά να τα κάνει να αλληλοσυμπληρωθούν. Δεν είναι πια ασύμβατα μεταξύ τους αλλά συνεχόμενα, και ο Μαλμπράνς, απορρίπτοντας τους όρους του πασκάλειου στοιχήματος, θα καταδείξει την ευτυχία σαν μια ανοδική κίνηση από τις κοσμικές απολαύσεις προς τις ουράνιες χαρές, όπου η ψυχή ταξιδεύει απρόσκοπτα ως την τελική φώτιση.
Εκεί όπου οι άλλοι υπογράμμιζαν μια τομή, ο Μαλμπράνς αποκαθιστά μια συνέχιση και, μέσα από μια πολύ μοντέρνα άποψη περί πίστεως, περιγράφει τον άνθρωπο να τείνει ταυτόχρονα τόσο προς την αιωνιότητα όσο και προς τα επίγεια αγαθά. Στο εξής, η Φύση και η Θεία Χάρη συνεργάζονται αρμονικά στην διαμόρφωση του ανθρώπινου πεπρωμένου: ένας χριστιανός μπορεί να είναι ένας άνθρωπος του κόσμου, να συνδυάζει «την ευγένεια με την ευλάβεια», να αφιερώνεται στις καθημερινές ασχολίες του δίχως να χάνει από τα μάτια του την προοπτική της σωτηρίας.
Η αθανασία εκδημοκρατίζεται, γίνεται προσιτή για την πλειονότητα. Ο χριστιανισμός παραμένει λοιπόν η θεωρία μιας σχετικής και λελογισμένης υποτίμησης του κόσμου: θεωρώντας αυτή την ζωή σαν έναν χώρο απώλειας και σωτηρίας, την καθιστά εμπόδιο και ταυτοχρόνως προϋπόθεση της απολύτρωσης και την ανυψώνει στην τάξη του υπέρτατου αγαθού· μας απελευθερώνει από το σώμα, αλλά του επαναδίδει τα δικαιώματά του χάρη στην θεία ενσάρκωση. Κοντολογίς, επικυρώνει την ανθρώπινη αυτονομία την στιγμή ακριβώς που την υποτάσσει στην θεία υπέρβαση. Σε κάθε περίπτωση ζητά από τον πιστό, τον διχασμένο ανάμεσα στους «κινδύνους της απόλαυσης» και την απάρνηση «της σαγηνευτικής και επίφοβης γλυκύτητας του βίου» (Αυγουστίνος), να αποδέχεται τον γήινο κόσμο δίχως να τον ειδωλοποιεί, δίχως να ανάγει τα εγκόσμια πράγματα σε απόλυτες αξίες. και να τον υποβάλουμε σε μια εξονυχιστική εξέταση.
Τι κάνεις; Τι γίνεσαι; Πώς είσαι; Πώς τα πας;
Μια διακριτική επιταγή που μας διατάζει να αποκαλύψουμε την μύχια αλήθεια μας. Το καθαυτό γεγονός της ύπαρξης δεν αρκεί πια, απαιτεί μια συνεχή εξέταση του εσωτερικού μας βαρόμετρου. «Δείχνεις στις φόρμες σου σήμερα». Αυτή η γλυκιά σαν μέλι φιλοφρόνηση ισοδυναμεί με μια καθαγίαση: μες στην αντιπαράθεση μεταξύ καταχαρούμενων και κατσουφιασμένων, εγώ βρίσκομαι στην σωστή πλευρά. Να που, χάρη στην μαγεία μιας φράσης, τοποθετούμαι, στην κορυφή μιας λεπτεπίλεπτης και διαρκώς μεταβαλλόμενης ιεραρχίας. Την επόμενη ημέρα θα υποστώ μιαν άλλη, αμείλικτη ετυμηγορία: «Σήμερα έχεις τα χάλια σου». Αυτή η παρατήρηση με πληγώνει κατάστηθα, με αποσπά άγρια από την εξαίσια θέση όπου νόμιζα πως είχα εγκατασταθεί για πάντα. Εξέπεσα από την κάστα των αρχόντων, είμαι ένας παρίας που πρέπει να κρύβει το πρόσωπό του απ’ όλους.
Σε τελική ανάλυση, το «τι κάνεις;» είναι η πιο επιφανειακή και η πιο βαθιά ερώτηση. Για να απαντήσουμε με ακρίβεια σε αυτή, πρέπει να διερευνήσουμε εξονυχιστικά τον ψυχισμό μας, να προβούμε σε λεπτότατες ζυγοσταθμίσεις. Όμως τι σημασία έχει: πρέπει να απαντήσουμε «καλά» από ευγένεια και να περάσουμε σε άλλο θέμα ή να μηρυκάζουμε την ερώτηση μια ολόκληρη ζωή και να φυλάξουμε την απάντησή μας για μετά.
[Ζακ Λε Γκοφ, Η γέννηση τον Καθαρτηρίου, Folio-Histoire, Gallimard, 1981. Από τον 8ο αιώνα, το σύστημα της τιμολογημένης μετάνοιας εξαπλώνεται σε όλη τη Γαλλία και μεταφράζεται με χρηματικές προσφορές, προσευχές ή λειτουργίες. Ο κόσμος αγοράζει τις τελευταίες ανά μονάδα, σαν ισάριθμα εισιτήρια για το υπερπέραν. Με την ανάπτυξη της ευσέβειας που αποβλέπει στην άφεση, ανθίζουν οι πιο ξέφρενες εμπορικές συναλλαγές: με μακρινά προσκυνήματα, με προσφορές στα τάγματα του Ελέους, με προσευχές και ψαλμούς, οι άνθρωποι ελπίζουν να κερδίσουν μια ελάττωση της ποινής, των χρόνων στο Καθαρτήριο. «Ο τάδε ναός, για παράδειγμα, έναντι μιας εξομολόγησης, χρηματικών προσφορών και προσευχών, υπόσχεται να σας γλιτώσει από 7 χρόνια και 7 σαρανταήμερα, ο δείνα από 40 φορές 40 χρόνια. Ένας οδηγός του προσκυνητή των Αγίων Τόπων μάς πληροφορεί πως μια επίσκεψη σε όλα τα μέρη των Αγίων Τόπων αποφέρει, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, 43 φορές 7 χρόνια και 7 σαρανταήμερα» (αναφέρεται από τον Ζακ Σιφολώ στην «Κρίση της πίστης», Ιστορία της θρησκευτικής Γαλλίας, Seuil, 1988, τόμος II, σσ. 138 και 142). Ας θυμηθούμε πως η καθολική Εκκλησία εξακολουθεί να εφαρμόζει, αλλά δωρεάν, τα συγχωροχάρτια, προς μεγάλη απελπισία των Προτεσταντών. Η παπική βούλα του έτους 2000 παραχωρεί στους μετανοούντες που θα απόσχουν επί έναν χρόνο από το τσιγάρο και το ποτό, την πλήρη άφεση εκχωρητέα στους νεκρούς του Καθαρτηρίου…]
Η ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΟΔΥΝΗ
Τι είναι η δυστυχία για τον χριστιανισμό;
Η εξαγορά της Πτώσης, το χρέος που πρέπει να εξοφλήσουμε εξαιτίας του προπατορικού αμαρτήματος. (sic) Όμως εδώ οι εκκλησίες το παράκαναν: όχι μόνο στηλιτεύουν τον εδώ κόσμο, αλλά θεωρούν την ζωή σαν εξιλέωση για ένα σφάλμα που μας σημαδεύει όλους από τη γέννησή μας, ένα σφάλμα που μόλυνε όλους τους απογόνους του Αδάμ και της Εύας. Όλοι είναι ένοχοι εκ των προτέρων, ακόμα και το έμβρυο μες στην κοιλιά της μητέρας του, εξ ου και η επείγουσα βάπτιση των νεογέννητων. Όμως δεν χρειάζεται να απελπιζόμαστε γι’ αυτή τη δυστυχία που συνδέεται με την ατέλειά μας. Γιατί ο Κύριος, από αγάπη για μας, θυσίασε τον μοναχογιό του για να σώσει την ανθρωπότητα από το κακό. Το ότι το σύμβολο του χριστιανισμού είναι ένας εσταυρωμένος, σημαίνει πως η θρησκεία αυτή ενέγραψε τον θάνατο του Θεού στο κέντρο του τελετουργικού της.
Ο ψυχορραγών Ιησούς γίνεται «ιδιοκτήτης του θανάτου» (Πωλ Βαλερύ) και τον μετατρέπει σε χαρά. Θάνατος και ανάσταση: ο γιος του Θεού πάνω στον σταυρό του επικυρώνει την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης και την ανυψώνει στην υπεράνθρωπη τάξη της ελπίδας και της αγάπης. Τα πάθη του επιτρέπουν έτσι στον κάθε δυστυχισμένο να τα ξαναζήσει στο δικό του επίπεδο και να συμμετάσχει σε ένα θεμελιακό γεγονός που τον ξεπερνάει κατά πολύ. Οφείλει να φορτωθεί τον προσωπικό σταυρό του και να βρει στον Ιησού έναν οδηγό κι έναν συμπαραστάτη φίλο. Έτσι η οδύνη του δεν θα του είναι μια θανάσιμη εχθρά, αλλά μια σύμμαχος προικισμένη με μια δύναμη καθαρμού, τη δύναμη «να ανανεώνει την πνευματική ενέργεια» (Ιωάννης-Παύλος Β’).
Η οδύνη αυτή, καθώς λέει ο φιλόσοφος Μαξ Σελέρ, έχει την μοναδική ικανότητα να διαχωρίζει το γνήσιο από το ευτελές, το κατώτερο από το ανώτερο, να βγάζει τον άνθρωπο από την σύγχυση των αισθήσεων, από το χυδαίο περικάλυμμα του σώματος, και να κατευθύνει το βλέμμα του προς τα ουσιαστικά πλούτη. Δεν αρκεί λοιπόν να υφιστάμεθα την οδύνη, πρέπει και να την αγαπάμε, να την κάνουμε το μέσον μιας πραγματικής μεταμόρφωσης. Η οδύνη είναι εκείνη η αποτυχία που οδηγεί στην νίκη και, καθώς έλεγε ο Λούθηρος, τιμωρώντας τον αμαρτωλό, ο Θεός εξασφαλίζει την σωτηρία του. «Ο κάθε άνθρωπος γίνεται η οδός της Εκκλησίας, όταν μπαίνει στη ζωή του η δυστυχία».
Σε αυτό ο χριστιανισμός απορρίπτει τον αριστοκρατικό ηρωισμό και την ηθική των στωικών, που απαιτεί να αποδεχόμαστε αγόγγυστα πένθη και ασθένειες και μάλιστα ενθαρρύνει τον σοφό να υφίσταται το μαρτύριο με χαμόγελο. Ο Πασκάλ στηλίτευε την υπερηφάνεια του Επίκουρου απέναντι στην δυστυχία, θεωρώντας την σαν μια αλαζονική επικύρωση της ανθρώπινης ελευθερίας που αγνοεί την ένδειά της. Είναι αδύνατον να αποφύγουμε το κακό όπως οι Αρχαίοι, να το περικυκλώσουμε με κάθε είδους στρατηγήματα ή να αναφωνήσουμε ιερόσυλα σαν τους επικούρειους: «Ο θάνατος δεν υφίσταται για μας!» Πρέπει να ομολογήσουμε τον Γολγοθά μας, να κραυγάσουμε την ντροπή μας κι από τα βάθη αυτού του ευτελισμού να ανυψωθούμε ως τον Θεό.
«Η οδύνη σώζει την ύπαρξη, ποτέ δεν είναι αρκετά δυνατή, αρκετά μεγάλη». Αφού μας ανοίγει τις πύλες της γνώσης και της σοφίας, όσο πιο άδικη, τόσο καλύτερη. Εξ ου και η αναπόφευκτη αλγοφιλία του προτεσταντικού, του ορθόδοξου ή του καθολικού χριστιανισμού. Αυτή η πολύ πραγματική μέριμνα για τον δυστυχισμένο, που συνδυάζεται με μια λαιμαργία για δυστυχία. «Ο Ιησούς δίδαξε να κάνουμε το καλό μέσω της οδύνης και να κάνουμε καλό σε αυτόν που υποφέρει». Εξ ου και η επιτακτική ανάγκη να οικοπεδοποιούμαστε την δυστυχία των άλλων λες και η δική μας δεν μας αρκεί (όπως είναι η επιμονή του πολωνικού κλήρου να μεταμορφώσει το Άουσβιτς σε έναν μοντέρνο Γολγοθά ή η συλλογή ψυχών στην οποία — σύμφωνα με τα γραφόμενα ορισμένων δημοσιογράφων — επιδιδόταν η Μητέρα Τερέζα στα άσυλά της για ετοιμοθάνατους, στην Καλκούτα, άσχετα από τις οπωσδήποτε πιθανές αρετές της).
Δίχως να ξεχνάμε κι εκείνη την φανερή προτίμηση για το μαρτύριο, τα διαμελισμένα σώματα, την ψύχωση με τα πτώματα, τα κουφάρια, την σήψη, που παρατηρούμε σε μια συγκεκριμένη χριστιανική τέχνη, την προβολή της περιττωματικής φύσης του σώματος και, τέλος, την αισθητική του βασανιστηρίου και του αίματος στους μυστικιστές. Λίγες θρησκείες επέμειναν όπως η χριστιανική πάνω στην ανθρώπινη βρομιά, λίγες έχουν εκδηλώσει έναν τέτοιο «σαδισμό της ευλάβειας». έλεγε η Σιμόν Βέιλ
Έστω κι αν, από τον Πίο IB’ και μετά, η καθολική Εκκλησία δείχνει μεγαλύτερη κατανόηση γι’ αυτούς που υποφέρουν, για εκείνη η οδύνη συνιστά την νόρμα και η υγεία είναι μια οιονεί ανωμαλία. Μάρτυρας η παρακάτω σκέψη του Ιωάννη-Παύλου Β’: «Όταν το σώμα είναι βαθιά προσβεβλημένο από την ασθένεια, όταν έχει καταστεί ανίκανο, όταν ο άνθρωπος σχεδόν αδυνατεί να ζήσει και να δράσει, η εσωτερική ωριμότητα και το πνευματικό μεγαλείο γίνονται ακόμα πιο εμφανή και συνιστούν ένα συγκινητικό μάθημα για τα πρόσωπα που χαίρουν μιας φυσιολογικής υγείας».
Πρέπει να αγαπούμε τον άνθρωπο, αλλά πρώτα πρέπει να τον ταπεινώσουμε. Η οδύνη, πλησιάζοντας μας στον Θεό, γίνεται μοχλός προόδου, χάνει το χειρότερο χαρακτηριστικό της: την έλλειψη αιτίας. «Στην ερώτηση του Ιώβ: προς τι ο πόνος; γιατί εγώ;, δεν παίρνω απάντηση, λέει πάντα ο Ιωάννης-Παύλος Β’, παρά μόνο υποφέροντας μαζί με τον Ιησού, ανταποκρινόμενος στην έκκληση που μου απευθύνει από το ύψος του σταυρού: ακολούθησε με». Συνεπώς μόνο μες στην δυστυχία μου μπορώ να βρω την εσωτερική γαλήνη, την πνευματική αγαλλίαση.
Ο χριστιανικός κόσμος ίσως να φαντάζει απάνθρωπος στα μάτια μας, αλλά είναι ένας κόσμος κορεσμένος από νόημα (όπως και ο βουδισμός, που εξηγεί τον πόνο σαν αποτέλεσμα των σφαλμάτων μας σε προηγούμενες ζωές -σύμφωνα με την καθιερωμένη ρήση, τα βέλη που εκτοξεύσαμε οι ίδιοι, επιστρέφουν καταπάνω μας. Πρόκειται για μια βάρβαρη αλλά εξαιρετικά παρηγορητική σύλληψη).
Με την θρησκεία ο πόνος γίνεται ένα μυστήριο που το ξεδιαλύνουμε μονάχα υποφέροντας. Αλλόκοτο μυστήριο πράγματι, χάρη στο οποίο τα πάντα εξηγούνται! Και οι θεολόγοι αναπτύσσουν την ύπαρξη του κακού, δίχως να θίξουν την “καλοσύνη” του Θεού. Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, την σπουδαιότητα που έχει η επίδειξη της επιθανάτιας αγωνίας κατά την κλασική περίοδο (και, μέχρι τα μέσα του εικοστού αιώνα, στα χωριά). Κάποτε, θεωρούνταν αυτονόητο ότι ένας άνθρωπος δεν γινόταν να πεθάνει παρά δημόσια, μπροστά στα βλέμματα των άλλων κι όχι μόνος σε νοσοκομείο, όπως σήμερα. Μέσα από την έσχατη δοκιμασία, ο πιστός έβρισκε την ευκαιρία να τακτοποιήσει τους λογαριασμούς του με τους κοντινούς του, να αναλογιστεί τις αμαρτίες του, να απελευθερωθεί από τα εγκόσμια δεσμά προτού να σαλπάρει για το αόρατο.
«Για τον άνθρωπο δεν είναι ντροπή να νικιέται από τον πόνο, είναι ντροπή να νικιέται από την ευχαρίστηση» -Πασκάλ.
Η επιθανάτια αγωνία είναι κεφαλαιώδους σημασίας: επιτρέπει στον πιστό να αποδώσει έναν τελευταίο φόρο σε αυτόν τον κάτω κόσμο, να εγκαταλείψει το σώμα του, διαμέσου της οδύνης· κάπως σαν ένα καράβι που του κόβουν ένα ένα τα παλαμάρια. Ο ρόγχος, τα αγκομαχητά πρέπει να μαρτυρούν για μια ζωή που ήταν ολοκληρωτικά στραμμένη προς την ευλάβεια και το έλεος. Έτσι ο Μποσσυέ κατακεραυνώνει τους «χλιαρούς» που η πίστη τους αφυπνίζεται στο κατώφλι του θανάτου με μια αργοπορημένη μεταμέλεια- όμως πολλαπλασιάζει τα εγκώμια για την μικρή Εριέττα-Άννα της Αγγλίας, δούκισσα της Ορλεάνης, που, στα δεκατέσσερα χρόνια της, την ώρα που πεθαίνει δεν καλεί κοντά της τους γιατρούς αλλά τους παπάδες, φιλά τον εσταυρωμένο, ζητά το ευχέλαιο και αναφωνεί: «Ω Θεέ μου, μήπως πάντα δεν απέθετα σ’ εσένα την εμπιστοσύνη μου;»
«Το θαυμαστό του θανάτου», γράφει ο Μποσσυέ παραθέτοντας τα λόγια του Αγίου Αντωνίου, «είναι πως για τον χριστιανό δεν σημαίνει το τέλος της ζωής αλλά μόνο το τέλος των αμαρτιών του και των κινδύνων στους οποίους εκτίθεται. Μαζί με τις μέρες μας ο Θεός κόβει τους πειρασμούς μας, δηλαδή όλα τα ενδεχόμενα να χάσουμε την αληθινή ζωή, την αιώνια ζωή, μια και ο κόσμος δεν είναι παρά η κοινή μας εξορία». Και δεν εκπλησσόμαστε με τον Ιωάννη-Παύλο Β’ όταν, γράφοντας για την ευθανασία και τις ύστατες στιγμές του ανθρώπου, πλέκει το εγκώμιο «του πιστού που αποδέχεται με τη θέλησή του τον πόνο, απαρνούμενος τα μέσα καταπολέμησης του πόνου, για να διατηρήσει όλη του την διαύγεια και για να συμμετάσχει στα πάθη του Κυρίου», έστω και αν — και ο μικρός αυτός συμβιβασμός είναι σημαντικότατος — μια τέτοια ηρωική συμπεριφορά «δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν ένα καθήκον για όλους».
Είναι γνωστό πως η Εκκλησία της Ρώμης δέχεται τα αναλγητικά υπό τον όρο πως δεν αποστερούν από τον ετοιμοθάνατο την αυτοσυνειδησία του. Πρέπει να ομολογήσουμε πως ένα τέτοιο επιχείρημα υπέρ της οδύνης δεν είναι και πολύ πειστικό, μια και, σιγά σιγά, με το πέρασμα του χρόνου, άρχισε να θεωρείται ως η σύνοψη της υποταγής και του σκοταδισμού (ακόμα και από τους πιστούς που, ως προς αυτό το σημείο, ασπάστηκαν τις λαϊκές αξίες). Η ανακάλυψη των αλκαλοειδών, η χρήση των αναισθητικών, ο αποκαθαρμός της ασπιρίνης και της μορφίνης σάρωσαν τις απόψεις των παπάδων σχετικά με τον πόνο σαν μια αναγκαία θεία τιμωρία.
Στην πραγματικότητα, ο ίδιος ο χριστιανισμός προκάλεσε από μόνος του την διαμαρτυρία που θα τον αποδυνάμωνε. Από τη στιγμή που πρόβαλε την έννοια της μακαριότητας — έστω και τοποθετώντας την στον ουρανό — απελευθέρωσε μια δυναμική που θα στρεφόταν εναντίον του. (Ακόμα και οι Μακαρισμοί που καταγράφονται στα Ευαγγέλια συνδεδεμένοι με τα αναθέματα δεν είναι μια υπόσχεση γαλήνης αλλά δικαιοσύνης. Καλούν σε ένα αναποδογύρισμα του κόσμου, αφήνουν μια ευκαιρία γι’ αυτούς που πέφτουν, για τους αποτυχημένους: οι ισχυροί θα γκρεμιστούν από τα βάθρα τους, οι άθλιοι θα ανυψωθούν στην πρώτη σειρά.)
Η γνώση πως μια τέτοια κατάσταση τους περιμένει μετά θάνατον, κάνει τους ανθρώπους ανυπόμονους να τη γνωρίσουν λιγάκι εδώ κάτω. Γεννιέται μια πανίσχυρη ελπίδα για καλύτερη ζωή, μια ελπίδα που αντλεί την δυναμικότητά της από τις ίδιες τις Γραφές. Οι άνθρωποι θέλουν να επισπεύσουν την συντέλεια του κόσμου, όταν ο Μεσσίας θα επιστρέφει και οι συσσωρευμένες δυστυχίες θα εξαφανιστούν μέσα σε μια χαρούμενη Αποκάλυψη· μετρούν τα χρόνια, τους αιώνες που τους χωρίζουν από το τέλος, και οι υπολογισμοί αυτοί φλογίζουν τα πνεύματα.
Από αυτή την άποψη, οι αιρετικοί ή οι χιλιαστές δεν είναι παρά βιαστικοί αναγνώστες που παίρνουν κατά γράμμα τα λόγια της Βίβλου και πιστεύουν στο κυριολεκτικό τους νόημα. Βασίζονται στην αδιαλλαξία τού Ιησού για να αμφισβητήσουν τους απολιθωμένους τύπους του εκκλησιαστικού θεσμού. Το θέμα της ευτυχίας προέρχεται από τον χριστιανισμό, αλλά θα αναπτυχθεί ενάντια σε αυτόν. Καθώς είχε επισημάνει πρ’ωτος ο Χέγκελ, η θρησκεία αυτή εμπεριέχει όλα τα σπέρματα του ξεπεράσματος της και της εξόδου από την θρησκευτικότητα.
Το βασικό της λάθος για τους ανθρώπους της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού — που άλλωστε ήταν όλοι τους πιστοί — ήταν πως τύλιξε την δυστυχία μες στα πέπλα της ευγλωττίας, «αυτής της ευγλωττίας του σταυρού» που υπόσχεται την ανάσταση για να αποτρέψει τους ευλαβείς από το καθήκον να βελτιώσουν την γήινη ζωή τους. Κι επιπλέον, η λατρεία του πόνου και της θυσίας, καθώς θα το δείξει ο Νίτσε αναφορικά με τους Αρχαίους, δεν ανυψώνει τον άνθρωπο, αλλά τον βυθίζει μες στη σκληρότητα και την πικρία. Συνεπώς, σύμφωνα με το διάσημο ρητό του Καρλ Μαρξ, «καταργώντας την θρησκεία σαν ψευδαισθητική ευτυχία του λαού, σημαίνει πως απαιτείς την αληθινή ευτυχία του».
Η καθολική και η προτεσταντική σκληρότητα ασκούνταν απεγνωσμένα ενάντια στην ανθρώπινη φύση και τις χαρές της. Με τον Διαφωτισμό, η ηδονή και η ευμάρεια επιτέλους θα αποκατασταθούν και ο πόνος θα απορριφθεί σαν ένας αρχαϊσμός. Θα μπορούσε κανείς να πιστέψει πως γύρισε μια σελίδα της ιστορίας. Όμως, αντίθετα, εδώ αρχίζουν οι δυσκολίες.
Το Εμπόριο της Ευτυχίας
«Εμείς δημιουργούμε την πραγματικότητά μας και αναφερόμαστε στο γεγονός ότι οι σκέψεις μας δημιουργούν την αντίληψη που έχουμε για τον κόσμο, αλλά τώρα μπορούμε να έχουμε μια πιο χειροπιαστή και εμπεριστατωμένη κατανόηση αυτής της φράσης. Κυριολεκτικά δημιουργούμε το υλικό σύμπαν με την υποκειμενικότητά μας. Θεωρώ την συνείδηση θεμελιώδη. Θεωρώ την ύλη παράγοντα της συνείδησης. Δεν μπορούμε να πάμε πέρα από την συνείδηση. Για οτιδήποτε μιλάμε, οτιδήποτε αντιλαμβανόμαστε ως αληθινό προϋποθέτει να υπάρχει συνείδηση» -Max Planck
“Δεν αναιρούμε μια ηδονή με αναθέματα, την απορροφούμε, την αντικαθιστούμε με μια μεγαλύτερη. Ο καταναλωτισμός σας αηδιάζει όπως σας αηδιάζουν κι εκείνα τα βόδια που συνωθούνται στα σούπερ μάρκετ και τα πολυκαταστήματα; Επινοήστε άλλες χαρές, δημιουργήστε καινούριους πειρασμούς! Αλλά, για όνομα του θεού, πάψτε να γκρινιάζετε!” -Σαρλ Φουριέ
«Υπάρχουν πλάσματα που η ευτυχία πέφτει μανιασμένα επάνω τους σαν να ήταν δυστυχία, και πράγματι αυτό είναι». -Φρανσουά Μιυριάκ
Οι Επιστήμες της Μακαριότητας
«Όταν σηκωνόμαστε το πρωί, μπορούμε να επιλέξουμε αν θα έχουμε καλή ή κακή διάθεση. Η δυνατότητα επιλογής υφίσταται πάντα. Ο Λίνκολν έλεγε πως οι άνθρωποι μπορούν να είναι τόσο ευτυχισμένοι ή τόσο δυστυχισμένοι όσο έχουν αποφασίσει οι ίδιοι να είναι. Να επαναλαμβάνετε στον εαυτό σας: Τα πάντα πάνε θαυμάσια, η ζωή είναι ωραία, επιλέγω την ευτυχία. Να γίνετε ο δημιουργός της ίδιας σας της ευτυχίας, να κάνετε την ευτυχία σας καθήκον σας. Καταρτίστε μια λίστα με θετικές και ευχάριστες σκέψεις και να τις επαναλαμβάνετε πολλές φορές την ημέρα».
Νόρμαν Βίνσεντ Πηλ, “Η δύναμη της θετικής σκέψης” Edition Voie positive, Marabout, 1990.
Το 1929, ο Φρόιντ, δημοσιεύοντας το “Πολιτισμός πηγή δυστυχίας” διακηρύσσει την ευτυχία αδύνατη: για να μπορέσει το άτομο να ζήσει μέσα στην κοινωνία, οφείλει να εγκαταλείψει τις ολοένα αυξανόμενες επιθυμίες του, μια και ο κάθε πολιτισμός οικοδομείται πάνω στην απάρνηση των ενστίκτων. Κι αφού η δυστυχία μάς απειλεί από παντού, ενεδρεύει μες στο σώμα μας, μες στη φύση, στις σχέσεις μας με τους άλλους, ο Φρόιντ καταλήγει στο ακόλουθο συμπέρασμα: «Στο σχέδιο της “δημιουργίας” δεν λέει πουθενά πως ο άνθρωπος πρέπει να είναι ευτυχισμένος. Αυτό που αποκαλούμε ευτυχία, με την αυστηρή έννοια του όρου, απορρέει από την μάλλον ξαφνική ικανοποίηση μιας ανάγκης που έχει φτάσει στο ψηλότερο σημείο έντασης, και που από την φύση της δεν είναι δυνατή παρά μόνο κάτω από την μορφή ενός επεισοδιακού φαινομένου».
Πέρα από χιμαιρική, μόλις πενήντα χρόνια αργότερα, η ευδαιμονία έγινε σχεδόν υποχρεωτική. Κι αυτό επειδή στο μεταξύ έγινε μια διπλή επανάσταση. Από την μια, ο καπιταλισμός πέρασε από το σύστημα της παραγωγής, που βασιζόταν στην αποταμίευση και την εργασία, στο σύστημα της κατανάλωσης που προϋποθέτει ανάλωση και σπατάλη. Πρόκειται για μια καινούρια στρατηγική που προσαρτά την ευχαρίστηση αντί να την αποκλείει, σβήνει τον ανταγωνισμό ανάμεσα στην οικονομική μηχανή και τις ορμές μας καθιστώντας τες κινητήρες ανάπτυξης. Αλλά, κυρίως, το δυτικό άτομο χειραφετήθηκε από τα σιδερένια δεσμά της συλλογικότητας, από το πρώτο — αυταρχικό — στάδιο των δημοκρατιών για να κατακτήσει την πλήρη αυτονομία του.
Στο εξής, όντας «ελεύθερος» δεν έχει πια δυνατότητα επιλογής: μια και τα εμπόδια στον δρόμο της Εδέμ έχουν εξαφανιστεί, είναι κατά κάποιον τρόπο «καταδικασμένος» να είναι ευτυχισμένος ή, για να το πούμε διαφορετικά, δεν έχει να τα βάλει παρά μόνο με τον εαυτό του αν δεν το καταφέρει.
Επειδή, στον εικοστό αιώνα, η ιδέα της ευτυχίας ακολουθεί δυο δρόμους: ενώ στις δημοκρατικές χώρες μεταφράζεται σε έναν πόθο για ξέφρενες απολαύσεις, αλλού, στον κομμουνιστικό κόσμο, ναυαγεί μες στο καθεστώς της επιβεβλημένης σε όλους ευδαιμονίας. Πόσοι λάκκοι δεν σκάφτηκαν εν ονόματι της επιδίωξης του Καλού, για να γίνουν οι άνθρωποι καλύτεροι παρά την θέλησή τους; Στρατευμένη στην υπηρεσία ενός πολιτικού οράματος, η ευτυχία έγινε ένα άσφαλτο όργανο ομαδικών σφαγών. Μπροστά στις ακτινοβόλες πόλεις του μέλλοντος, καμιά θυσία, καμιά εκκαθάριση από τα ανθρώπινα μιάσματα δεν ήταν αρκετά μεγάλη. Το υποσχόμενο ειδύλλιο μεταμορφώθηκε σε φρίκη.
Εδώ δεν θα πραγματευτούμε αυτή την γνωστή στους πάντες αποχαλίνωση του ολοκληρωτισμού, μήτε τον οργουελικού τύπου καταναγκασμό, ή το συγκινησιακό μπούκωμα των ανθρώπων όπως το φαντάστηκε ο Χάξλεϊ (μόλο που πολλά χαρακτηριστικά των κοινωνιών μας θυμίζουν τον Θαυμαστό καινούριο κόσμο ή το 1984). Θα μελετήσουμε κυρίως ένα άλλο διατακτικό που χαρακτηρίζει την ατομικιστική εποχή και που σχετίζεται με την τελειοποίηση του εαυτού. Είναι λες και η προσταγή, παύοντας να μιλάει την γλώσσα του νόμου, της προσπάθειας, αποφάσισε να μας καλλωπίσει, να μας συμπαρασταθεί λες και ένα είδος φύλακα αγγέλου συνοδεύει τον καθένα μας ψιθυρίζοντας του στο αυτί: προπάντων μην ξεχνάς να είσαι ευτυχισμένος. Οι αντιουτοπίες εξεγείρονταν ενάντια σε έναν υπερβολικά τέλειο κόσμο ρυθμισμένο σαν ένα ρολόι, στο εξής, φέρουμε το ρολόι εντός μας.
Οι Προαποφασισμένες Αγαλλιάσεις
Με ποιον διεστραμμένο μηχανισμό ένα ακριβοαποκτημένο δικαίωμα έγινε νόμος και η χθεσινή απαγόρευση σημερινός κανόνας; Αυτό συνέβη επειδή ολόκληρη η θρησκεία της ευτυχίας εμψυχώνεται από την ιδέα της κυριαρχίας: θα είμαστε οι κυρίαρχοι του πεπρωμένου μας όπως και των ηδονών μας, ικανοί να τις δημιουργήσουμε και να τις έχουμε όποτε θέλουμε. Ιδού η ευτυχία τοποθετημένη πλάι στην τεχνική και την επιστήμη μες στη λίστα των προμηθεϊκών κατορθωμάτων, πρέπει να την παράγουμε και να την επιδεικνύουμε.
Πράγμα που, στην διάρκεια του εικοστού αιώνα, το υποστηρίζει ένα ολόκληρο διανοητικό νεφέλωμα που δεν παύει να επαναλαμβάνει με χίλιους δυο τρόπους το ίδιο πιστεύω: η ικανοποίηση είναι θέμα θέλησης. Στην Γαλλία, για παράδειγμα, έχουμε τον φιλόσοφο Αλαίν που στις “Ομιλίες”, έργο που το έγραψε στο διάστημα 1911-1925, και που υπήρξε αναμφισβήτητο μπεστ σέλερ από την πρώτη μέρα της κυκλοφορίας του, ταυτίζει την χαρά με την φυσική άσκηση και την μελαγχολία με τους χυμούς του σώματος. Ενάντια στις ιερεμιάδες και την δυσθυμία, πρέπει να «ορκιστούμε να είμαστε ευτυχισμένοι» και να διδάξουμε αυτή την τέχνη στα παιδιά. Οι άνθρωποι που αποφασίζουν να είναι χαρούμενοι και να μην γκρινιάζουν ποτέ, θα ανταμειφθούν.
Όποιες και αν είναι οι περιστάσεις, ξινίλες στο στομάχι, βροχερός καιρός, άδειο πορτοφόλι, «είναι καθήκον μας απέναντι στους άλλους να είμαστε ευτυχισμένοι».
Αυτή η θεληματική ευτυχία του Αλαίν ανήκει μάλλον στην τέχνη των καλών τρόπων και της ευγένειας: «Είναι ευγενικό να είσαι χαρούμενος» (Μαρία Κιουρί), να μην απλώνεις τις δυστυχίες σου μπροστά στον άλλον, να έχεις ευχάριστη έκφραση έτσι ώστε να διατηρείς μια ευπρόσδεκτη κοινωνικότητα. Αυτή η ευγένεια του ευχάριστου προσφέρεται περισσότερο για κανόνες καλής συμπεριφοράς παρά για μια ιδεολογία.
Ο Αντρέ Ζιντ, πάλι, μες στις Γήινες τροφές (1897) προβάλλει ένα ολόκληρο μανιφέστο των απολαύσεων της σάρκας και των αισθήσεων και κηρύσσει μια ηθική του πάθους, που θέτει την επιθυμία πάνω από την πλησμονή, την δίψα πάνω από το ξεδίψασμα, την διαθεσιμότητα πάνω από την κατοχή. Αλλά στις Νέες τροφές (1935) αυτός ο στρατευμένος αισθησιαρχικός υποστηρίζει αυτό που θα γίνει το πιστεύω της εποχής μας: η ευτυχία ως δικαίωμα, το σύνθημα μιας γενιάς «που ανηφορίζει προς την ζωή πάνοπλη από χαρά».
«Σε κάθε πλάσμα οφείλεται ένα μερίδιο ευτυχίας ανάλογο με όση οι αισθήσεις και η καρδιά του μπορούν να αντέξουν. Αν μου στερήσουν έστω και το ελάχιστο από αυτήν, με έχουν κλέψει».
Τέλος, έχουμε την έκρηξη του Μάη του ’68 που κηρύττει την απελευθέρωση όλων των επιθυμιών. Ένα χρόνο πριν είχε προηγηθεί το βιβλίο ενός σιτουασιονιστή, του Ραούλ Βανεγκέμ, η Πραγματεία για το σαβουάρ βιβρ προς χρήση των νέων γενεών, όπου ο συγγραφέας πέτυχε το κατόρθωμα να προαναγγείλει και να συνθέσει το πνεύμα εκείνης της περιόδου. Στο έργο αυτό που κοχλάζει από έξαρση και πάθος, ο Βανεγκέμ καυτηριάζει την φυτοζωία στην οποία έχει αφεθεί η ανθρωπότητα εξαιτίας μιας ετοιμοθάνατης και κερδοσκοπικής κοινωνίας. Ενάντια σε αυτήν την δουλεία, κηρύσσει την ελεύθερη ομοσπονδία των υποκειμενικοτήτων, που μόνη αυτή θα επιτρέψει «την μέθη των δυνατοτήτων, τον ίλιγγο όλων των απολαύσεων που θα είναι κτήμα όλων των ανθρώπων».
Αφήνοντας στην άκρη την προτροπή του για εγκλήματα και λουτρά αίματος με σκοπό τον αφανισμό των εκμεταλλευτών και των «διοργανωτών της πλήξης», οφείλουμε στον Βανεγκέμ μερικά από τα ωραιότερα σλόγκαν του Μάη: «Δεν θέλουμε έναν κόσμο όπου η εγγύηση πως δεν θα πεθάνουμε από πείνα ανταλλάσσεται με την βεβαιότητα πως θα πεθάνουμε από πλήξη», ή αυτή η παθητική κραυγή, «Γεννηθήκαμε για να μην γεράσουμε ποτέ, να μην πεθάνουμε ποτέ».
Είναι αξιοσημείωτο πως ο Βανεγκέμ, διεκδικώντας την κληρονομιά του Σαντ, του Φουριέ, του Ρεμπώ και των σουρεαλιστών, εκφράζει μια βολονταριστική άποψη περί ζωής: σύμφωνα με αυτόν, η ένταση κερδίζεται με τον ανήλεο αγώνα ανάμεσα στο πνεύμα της υποταγής και τις δυνάμεις της ελευθερίας. Δεν υπάρχουν ημίμετρα, πρέπει να επιδοθούμε σε έναν διπλό αγώνα ενάντια στον σκλάβο που έχουμε μέσα μας και ενάντια στους πολλαπλούς κυρίους που θέλουν να μας υποδουλώσουν. Ή η ζωή ακέραια ή η απόλυτη ήττα. Αλίμονο σε αυτόν που εγκαταλείπει στον δρόμο την βιαιότητα του και τις θεμελιακές απαιτήσεις του σε κάθε απάρνηση, η αντίδραση δεν ετοιμάζει τίποτα άλλο παρά τον ολικό θάνατό μας».
Οι πρωταγωνιστές του Μάη του ’68, καθώς και ο ίδιος ο Βανεγκέμ, απέρριπταν με αηδία την λέξη ευτυχία που μύριζε μικροαστική σαχλοσύνη, ακούσιες χαρές του καταναγκασμού, ψυχολογία του παζαριού. Όπως έκαναν πριν από αυτούς οι μπίτνικ και οι χίπηδες, διαμαρτύρονταν ενάντια σε μια (κομφορμιστική ευδαιμονία των χρόνων του 50, ενσαρκωμένη στο αμερικάνικο όνειρο, σε μια οικογένεια συγκεντρωμένη γύρω από ένα αυτοκίνητο ή ένα εξοχικό σπίτι, στην συμμαχία της συζυγικότητας με το ηλεκτρικό ψυγείο κάτω από το εκστατικό χαμόγελο της διαφήμισης. Αυτό που ο Χένρυ Μίλλερ, σε ένα κείμενο ασυνήθιστης βιαιότητας ενάντια στην Αμερική, είχε αποκαλέσει το 1954 «ο κλιματισμένος εφιάλτης».
Όμως η ιστορία έκλεισε και πάλι πονηρά το μάτι καθώς το συνηθίζει, και αυτή η εξέγερση υπέρ της επιθυμίας απολιθώθηκε με την σειρά της σε ένα καινούριο δόγμα ευτυχίας: η απόρριψη δεν αφορούσε τόσο την ίδια την ευτυχία όσο τον υπερβολικά περιοριστικό καθορισμό των κατηγορημάτων της. Έτσι ανανεώσαμε το περιεχόμενό της δίχως να την σκοτώσουμε και, όπως συμβαίνει συχνά, οι κυριότεροι εχθροί του συστήματος αποδείχθηκαν οι καλύτεροι σύμμαχοί του…
Όμως η δεκαετία του ’60 ενεργοποιεί και μια αυταπάτη που προέρχεται κατευθείαν από τον Διαφωτισμό: πως η αρετή και η ηδονή, η ηθική και τα ένστικτα μπορούν να συνυπάρξουν για να οδηγήσουν τον άνθρωπο προς το Καθήκον, δίχως κανέναν κόπο. Η ευτυχία και ο Νόμος είναι συμβατά, πιστεύει ο αισιόδοξος ορθολογισμός του 18ου αιώνα. Αυτός που έχει επιθυμίες δεν γίνεται να είναι ένοχος, αναφωνούν τα χρόνια ’60 – ’70, η αμαρτία γεννιέται μόνο από τις απαγορεύσεις. Αυτή ήταν η χίμαιρα μιας εποχής που θεώρησε όλες τις τάσεις εξίσου σεβαστές και πίστεψε στην αρμονική τους.
Ως προς τον τρόπο με τον οποίο ο φυσικός νόμος συγχωνεύεται με την ηθική επιταγή, (Ρομπερ Μωζύ). Τότε δεν υπήρχε μήτε η παραμικρή υποψία πως μια τέτοια θεοποίηση του κυρίαρχου καπρίτσιου, της αθώας επιθυμίας που μόνη αυτή αποφασίζει για το καλό και το κακό, θα μπορούσε να δικαιολογήσει τις χειρότερες ωμότητες, πράγμα που ο Ντε Σαντ, πιο διορατικός από τους σύγχρονους ελευθέριους, το είχε αντιληφθεί πολύ καλά. Σε αυτό πρέπει επίσης να προσθέσουμε εκείνη την υπέρτατη και γκροτέσκα ελπίδα (που με τη μια ή την άλλη μορφή την προέβαλαν ο Γκροντέκ, ο Ράιχ και ο Μαρκούζε) σύμφωνα με την οποία η ηδονή και ο οργασμός παραμένουν τα καλύτερα μέσα για να ανατρέψουμε την κοινωνία αλλά και για να αποφύγουμε τον θάνατο και τα γηρατειά που, καθώς αναφέρει κι ο Βανεγκέμ, δεν πηγάζουν καθόλου από την φύση αλλά από μια «γιγάντια κοινωνική μαγγανεία».
Αυτό που αρχίζει με τον Αλαίν και φτάνει στο αποκορύφωμά του με το τέλος του αιώνα μας, είναι η ιδέα πως περνάμε από την ευτυχία ως δικαίωμα στην ευτυχία σαν επιταγή. Είμαστε οι κληρονόμοι αυτών των αντιλήψεων μόλο που δεν έχουμε συγκρατήσει καμιά τους κατά γράμμα, αφού έχουν κρυσταλλωθεί σε μια συλλογική νοοτροπία που σήμερα την έχουμε όλοι μας. Όχι μόνο η ηδονή, η υγεία και η σωτηρία έχουν γίνει συνώνυμα, μια και εφεξής το σώμα είναι ο αξεπέραστος ορίζοντας, αλλά και το σώμα γίνεται ύποπτο από την στιγμή που δεν είναι ακτινοβόλο. Γιατί έτσι καταπατείται το ταμπού που απαιτεί από τον καθένα μας να επιθυμεί την μέγιστη πραγμάτωσή του.
Θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει πως στον 20ό αιώνα υπήρξαν κι άλλες, πιο ζοφερές, βιοθεωρίες, ο υπαρξισμός και οι φιλοσοφίες της αγωνίας — δίχως να λάβουμε υπόψη και την λογοτεχνία — που κράτησαν ζωντανή μια τραγική άποψη περί ζωής. Όμως αυτές οι θεωρίες ήταν όλες τους λίγο πολύ θεωρίες της απελευθέρωσης, της μοναξιάς του ανθρώπου που φτιάχνει ο ίδιος τον νόμο για τον εαυτό του, δίχως Θεούς. Και το τέλος του αιώνα μας, σύμφωνα με μια τάση που παρατηρείται ήδη στον 19ο αιώνα, έθεσε την ελευθερία στην υπηρεσία της ευτυχίας και δεν έκανε το αντίστροφο, θεωρώντας την ευτυχία σαν την αποθέωση μιας ολόκληρης απελευθερωτικής πορείας.
Ο Μπενζαμέν Κονστάν το επισημαίνει ήδη όταν ορίζει την ελευθερία των Μοντέρνων σαν την «ασφάλεια μες στις ιδιωτικές απολαύσεις» και την άγρια διαφύλαξη της ατομικής ελευθερίας. Για πολύ καιρό αντέτασσαν το ιδανικό της ευτυχίας κόντρα στο αστικό ιδεώδες της επιτυχίας, και να που η ίδια αυτή ευτυχία έγινε ένα από τα συστατικά της επιτυχίας. Στα χρόνια του 50, ο Αλμπέρ Καμί μπορούσε ακόμα να υποστηρίζει την ξέφρενη λατρεία της ηδονής και το αέναο πανηγύρι της ζωής, ενάντια στη σταλινική βουλγκάτα και την επίσημη γαλλική σεμνοτυφία.
Είκοσι χρόνια αργότερα, αυτή η λατρεία γίνεται ένα διαφημιστικό σλόγκαν. Στο εξής -τι τρομερό προνόμιο!- οφείλω στον εαυτό μου την ευτυχία όσο μου την οφείλουν και οι άλλοι. Αυτό το δικαίωμα του οποίου είμαι ο βασικός εγγυητής, με πιστώνει με μια εξουσία επάνω στον ίδιο τον εαυτό μου, που μπορεί να με ενθουσιάζει αλλά και να με βαραίνει σαν ένα φορτίο: αν η μαγεία εξαρτάται μόνο από την δική μου απόφαση, είμαι ο μόνος υπεύθυνος για τις ατυχίες μου. Συνεπώς, για να είμαι καλά, αρκεί να το θελήσω, αρκεί να ορίσω ή να προγραμματίσω κατά το γούστο μου την ευδαιμονία μου;
Μη Αναιρέσιμες Απολαύσεις.
Γιατί η κριτική της καταναλωτικής κοινωνίας κατέληξε τόσο γρήγορα (από τα χρόνια του εξήντα και μετά) στον θρίαμβο του καταναλωτισμού; Επειδή τα συνθήματα που ακούστηκαν τότε: «Τα πάντα, αμέσως», «Θάνατος στην πλήξη», «Ζωή δίχως νεκρό χρόνο και απόλαυση δίχως εμπόδια», μπορούσαν να εφαρμοστούν περισσότερο στον χώρο του εμπορίου παρά στον χώρο του έρωτα και της ζωής. Ενώ νόμιζαν πως ανέτρεπαν την κατεστημένη τάξη, ευνοούσαν με κάθε καλή πίστη την διάδοση του παγκόσμιου μερκαντιλισμού. Τα πράγματα πρέπει να είναι αμέσως προσιτά μες στην τάξη της πείνας και της δίψας, ενώ η καρδιά και η επιθυμία έχουν τους δικούς τους ιδιαίτερους ρυθμούς, τους διαλείποντες χρόνους τους.
Η πρόθεση ήταν αναρχική, αλλά το αποτέλεσμα διαφημιστικό: δεν απελευθέρωσαν τόσο τη λίμπιντο όσο την όρεξή μας για αγορές δίχως όρια, την ικανότητά μας να αρπάζουμε ασυγκράτητοι όλα τα αγαθά. Τι ωραία που είναι η εικόνα του επαναστάτη που γίνεται υπάλληλος, διερευνητής στην υπηρεσία του κεφαλαίου, πράγμα που έκαναν τελικά το εργατικό κίνημα, ο μαρξισμός και η ριζοσπαστική αριστερά που, κριτικάροντας ένα ελάττωμα του συστήματος, του επέτρεπαν να επιδιορθώνεται ανέξοδα. Οπως κι εκείνοι οι χίπηδες που ανακάλυψαν τις πιο τουριστικές περιοχές στην Ασία, την Αφρική και τον Ειρηνικό, τριάντα χρόνια πριν από όλον τον υπόλοιπο κόσμο, ενώ το μόνο τους κίνητρο ήταν η επιθυμία της φυγής και της απομόνωσης.
Η παραδοξότητα του να κριτικάρεις τον καταναλωτισμό, μια πολυτέλεια χαϊδεμένων παιδιών. Το γοητευτικό σε αυτόν είναι πως προσφέρει ένα απλό, ανεξάντλητο, προσιτό σε όλους μας ιδανικό, αρκεί να μπορούμε να πληρώσουμε. Δεν απαιτεί από σένα τίποτα άλλο πέρα από το να έχεις την επιθυμία και να καταβάλεις το χρηματικό αντίτιμο. Μπουκώνεσαι, παραχοντραίνεις σαν μωρό που το έχουν παραταΐσει. Ό,τι και να σκεφτόμαστε για το θέμα, μας διασκεδάζει πάρα πολύ, αφού, όπως γίνεται και με την μόδα, υιοθετούμε με πάθος αυτό που μας προτείνουν, λες και το έχουμε διαλέξει οι ίδιοι.
Το ξέρουμε κι απ’ τον Σαρλ Φουριέ: δεν αναιρούμε μια ηδονή με αναθέματα, την απορροφούμε, την αντικαθιστούμε με μια μεγαλύτερη. Ο καταναλωτισμός σας αηδιάζει όπως σας αηδιάζουν κι εκείνα τα βόδια που συνωθούνται στα σούπερ μάρκετ και τα πολυκαταστήματα; Επινοήστε άλλες χαρές, δημιουργήστε καινούριους πειρασμούς! Αλλά, για όνομα του θεού, πάψτε να γκρινιάζετε!
Ενας Ευσπλαχνικός Καταναγκασμός
Η απελευθέρωση των ηθών είναι μια πολύ αλλόκοτη περιπέτεια και, όσο κι αν την έχουμε μάθει για τα καλά, δεν παύουμε να την επαναλαμβάνουμε, να ξαναγευόμαστε την πικρή της μεταστροφή. Επί αιώνες το σώμα καταπιέστηκε, συντρίφτηκε στο όνομα της πίστης ή των συμβάσεων, σε σημείο που να γίνει, στην Δύση, το σύμβολο της ανατροπής των καθιερωμένων. Αλλά τώρα που απελευθερώθηκε, παρατηρείται ένα περίεργο φαινόμενο: αντί να χαρούν την απόλαυση με πλήρη αθωότητα, οι άνθρωποι μετέθεσαν την απαγόρευση μες στην καρδιά της απόλαυσης.
Η απόλαυση, αγωνιώντας για τον εαυτό της, έστησε μόνη της ένα δικαστήριο και αυτοκαταδικάζεται, όχι πια εν ονόματι κάποιου θεού ή της αιδημοσύνης, αλλά για την ανεπάρκειά της: δεν είναι ποτέ αρκετά ισχυρή, αρκετά ικανοποιητική. Η ευτυχία και η ηθική, οι άλλοτε άσπονδες εχθρές, τώρα έχουν αλληλοσυγχωνευτεί, σήμερα είναι ανήθικο να μην είσαι ευτυχισμένος, το Υπερεγώ έχει εγκατασταθεί μες στο φρούριο της Ευτυχίας και το διοικεί με σιδερένια πυγμή. Η ενοχή πήρε τέλος για χάρη ενός μαρτυρίου δίχως τέλος. Η ηδονή πέρασε από την κατάσταση της υπόσχεσης στην κατάσταση του προβλήματος. Το ιδανικό του καταναγκασμού το διαδέχθηκε το ιδανικό της πληρότητας, για να γίνει κι αυτό με τη σειρά του καταναγκασμός της πληρότητας!
Ο καθένας μας, όντας υπεύθυνος για την ενεργητικότητά του, για την καλή του διάθεση, δεν χρειάζεται πια να απαρνιέται πράγματα αλλά να προσαρμόζεται προς μια τάση για τελείωση, που απορρίπτει κάθε αδράνεια. Η καθιερωμένη τάξη έχει πάψει να μας καταδικάζει ή να μας υποβάλλει σε στερήσεις, αλλά μας υποδείχνει τους δρόμους της πραγμάτωσης με μια αληθινά μητρική φροντίδα. Θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε αυτή τη γενναιοδωρία σαν μια απελευθέρωση. Εδώ πρόκειται για έναν φιλάνθρωπο πειθαναγκασμό που προκαλεί την δυσφορία από την οποία προσπαθεί κατόπιν να μας απαλλάξει.
Οι στατιστικές που δημοσιοποιεί, τα πρότυπα που προβάλλει δημιουργούν μια καινούρια ράτσα ενόχων, δεν είναι πια οι συβαρίτες ή οι ελευθέριοι, αλλά οι θλιμμένοι, οι γκρινιάρηδες, οι καταθλιπτικοί. Η ευτυχία δεν είναι πια καλή τύχη, μια γιορταστική στιγμή μες στη μονοτονία της καθημερινότητας, είναι το πεπρωμένο μας, η μοίρα μας. Όταν το ευκταίο γίνεται πιθανό, εντάσσεται αυτομάτως στην κατηγορία του αναγκαίου. Εκπληκτική ταχύτητα, με την οποία το εδεμικό του χθες γίνεται το συνηθισμένο του σήμερα. Πρόκειται για μια ηθική της συνεχούς μάχης που διαποτίζει την καθημερινή ζωή και αφήνει πίσω της πολυάριθμους χαμένους και εξουθενωμένους.
Γιατί υπάρχει ένας επαναπροσδιορισμός της κοινωνικής θέσης, που δεν στηρίζεται μόνο με τον πλούτο ή την εξουσία αλλά και με την εμφάνιση: δεν αρκεί να είσαι πλούσιος, πρέπει να δείχνεις σε φόρμα, μια καινούρια μορφή διάκρισης και αξιολόγησης που δεν είναι λιγότερο αυστηρή από εκείνη που γίνεται με βάση το χρήμα. Υπάρχει μια ολόκληρη ηθική το να δείχνουμε πως νιώθουμε άνετα, που μας κατευθύνει κυριαρχικά και που την στηρίζουν, μες στη χαμογελαστή τους μέθη, η διαφήμιση και τα καταναλωτικά προϊόντα.
«Γίνετε ο καλύτερος φίλος σας, κερδίστε την εκτίμηση του εαυτού σας, να σκέφτεστε θετικά, τολμήστε να ζήσετε αρμονικά», η πληθώρα των βιβλίων πάνω σε αυτό τα θέμα μάς δημιουργεί την υποψία πως το πράγμα δεν είναι και τόσο εύκολο. Η ευτυχία μαζί με το εμπόριο του πνευματικού, δεν συνιστά μόνο την πιο μεγάλη βιομηχανία της εποχής μας, είναι επίσης, δίχως αμφιβολία, η καινούρια ηθική επιταγή: γι’ αυτό και η κατάθλιψη γίνεται όλο και πιο διαδεδομένη, και η κάθε εξέγερση ενάντια σε αυτόν τον γλοιώδη ηδονισμό παραπέμπει αμέσως στην δυστυχία και την απελπισία.
Να λοιπόν που είμαστε ένοχοι επειδή νιώθουμε ωραία, κι αυτό είναι ένα κακό για το οποίο οφείλουμε να απολογηθούμε τόσο στους άλλους όσο και μπροστά στο εσωτερικό μας δικαστήριο. Κι έτσι έχουμε αυτές τις περιβόητες δημοσκοπήσεις, αντάξιες των χωρών του πρώην κομμουνιστικού μπλοκ, όπου τα πρόσωπα που ρωτιούνται από ένα περιοδικό δηλώνουν ευτυχισμένα σε ποσοστό 90%! Κανείς δεν τολμάει να ομολογήσει πως μερικές φορές δεν είναι, από τον φόβο της κοινωνικής του υποτίμησης.
Αλλόκοτη αντίφαση της θεωρίας των ηδονών όταν γίνεται στρατευμένη: παίρνει από τις απαγορεύσεις την καταπιεστικότατη κι απλώς της αλλάζει κατεύθυνση. Σύμφωνα με αυτήν την στρατευμένη θεωρία, πρέπει να μεταμορφώσουμε την αβέβαιη αναμονή της ευδαιμονίας σε έναν όρκο πως θα εμφανιστεί οπωσδήποτε, να μετατρέψουμε την δυσκολία της ύπαρξης σε αέναη γλυκύτητα. Αντί να δεχθεί πως η ευτυχία είναι μια τέχνη της εμμεσότητας, που έρχεται ή δεν έρχεται μέσα από δευτερεύοντες στόχους, μας την προτείνει σαν έναν άμεσα προσιτό στόχο, και μάλιστα βάσει συνταγών.
Όποια κι αν είναι η ακολουθούμενη μέθοδος, ψυχική, σωματική, χημική, πνευματική ή πληροφορική (υπάρχουν άνθρωποι που δεν βλέπουν το Διαδίκτυο απλώς σαν ένα χρήσιμο εργαλείο, αλλά σαν ένα καινούριο Γκράαλ, σαν την υλοποίηση της πλανητικής δημοκρατίας), το βασικό δεδομένο είναι πάντα το ίδιο: η ευχαρίστησή σας είναι στο χέρι σας, αρκεί να προσπαθήσετε μέσω μιας «θετικής στάσης», μιας «ηθικής αγωγής» που θα σας οδηγήσει ως αυτήν.
Εκπληκτική ανατροπή της θέλησης που επιχειρεί να εγκαθιδρύσει το προτεκτοράτο της πάνω σε ψυχικές καταστάσεις, πάνω σε συναισθήματα που παραδοσιακά δεν ανήκουν στη δικαιοδοσία της. Εξαντλείται προσπαθώντας να αλλάξει εκείνο που δεν εξαρτάται από αυτήν (με κίνδυνο να αφήσει κατά μέρος εκείνο που μπορεί να αλλάξει). Μη αρκούμενη στην ένταξή της μέσα στο γενικό πρόγραμμα του Κράτους-Πρόνοια και του καταναλωτισμού, η ευτυχία έγινε επίσης κι ένα σύστημα εκφοβισμού των πάντων από τους πάντες, ένα σύστημα του οποίου είμαστε ταυτόχρονα τα θύματα και οι συνένοχοι. Εκείνοι που υφίστανται αυτή την τρομοκρατία δεν έχουν παρά μόνο μια διέξοδο για να απαντήσουν στην επίθεση: να κάνουν, κι αυτοί με την σειρά τους, τους άλλους να ντρέπονται για τις ελλείψεις και τις αδυναμίες τους.
“Δεν αναιρούμε μια ηδονή με αναθέματα, την απορροφούμε, την αντικαθιστούμε με μια μεγαλύτερη. Ο καταναλωτισμός σας αηδιάζει όπως σας αηδιάζουν κι εκείνα τα βόδια που συνωθούνται στα σούπερ μάρκετ και τα πολυκαταστήματα; Επινοήστε άλλες χαρές, δημιουργήστε καινούριους πειρασμούς! Αλλά, για όνομα του θεού, πάψτε να γκρινιάζετε!” -Σαρλ Φουριέ
«Υπάρχουν πλάσματα που η ευτυχία πέφτει μανιασμένα επάνω τους σαν να ήταν δυστυχία, και πράγματι αυτό είναι». -Φρανσουά Μιυριάκ
Οι Επιστήμες της Μακαριότητας
«Όταν σηκωνόμαστε το πρωί, μπορούμε να επιλέξουμε αν θα έχουμε καλή ή κακή διάθεση. Η δυνατότητα επιλογής υφίσταται πάντα. Ο Λίνκολν έλεγε πως οι άνθρωποι μπορούν να είναι τόσο ευτυχισμένοι ή τόσο δυστυχισμένοι όσο έχουν αποφασίσει οι ίδιοι να είναι. Να επαναλαμβάνετε στον εαυτό σας: Τα πάντα πάνε θαυμάσια, η ζωή είναι ωραία, επιλέγω την ευτυχία. Να γίνετε ο δημιουργός της ίδιας σας της ευτυχίας, να κάνετε την ευτυχία σας καθήκον σας. Καταρτίστε μια λίστα με θετικές και ευχάριστες σκέψεις και να τις επαναλαμβάνετε πολλές φορές την ημέρα».
Νόρμαν Βίνσεντ Πηλ, “Η δύναμη της θετικής σκέψης” Edition Voie positive, Marabout, 1990.
Το 1929, ο Φρόιντ, δημοσιεύοντας το “Πολιτισμός πηγή δυστυχίας” διακηρύσσει την ευτυχία αδύνατη: για να μπορέσει το άτομο να ζήσει μέσα στην κοινωνία, οφείλει να εγκαταλείψει τις ολοένα αυξανόμενες επιθυμίες του, μια και ο κάθε πολιτισμός οικοδομείται πάνω στην απάρνηση των ενστίκτων. Κι αφού η δυστυχία μάς απειλεί από παντού, ενεδρεύει μες στο σώμα μας, μες στη φύση, στις σχέσεις μας με τους άλλους, ο Φρόιντ καταλήγει στο ακόλουθο συμπέρασμα: «Στο σχέδιο της “δημιουργίας” δεν λέει πουθενά πως ο άνθρωπος πρέπει να είναι ευτυχισμένος. Αυτό που αποκαλούμε ευτυχία, με την αυστηρή έννοια του όρου, απορρέει από την μάλλον ξαφνική ικανοποίηση μιας ανάγκης που έχει φτάσει στο ψηλότερο σημείο έντασης, και που από την φύση της δεν είναι δυνατή παρά μόνο κάτω από την μορφή ενός επεισοδιακού φαινομένου».
Πέρα από χιμαιρική, μόλις πενήντα χρόνια αργότερα, η ευδαιμονία έγινε σχεδόν υποχρεωτική. Κι αυτό επειδή στο μεταξύ έγινε μια διπλή επανάσταση. Από την μια, ο καπιταλισμός πέρασε από το σύστημα της παραγωγής, που βασιζόταν στην αποταμίευση και την εργασία, στο σύστημα της κατανάλωσης που προϋποθέτει ανάλωση και σπατάλη. Πρόκειται για μια καινούρια στρατηγική που προσαρτά την ευχαρίστηση αντί να την αποκλείει, σβήνει τον ανταγωνισμό ανάμεσα στην οικονομική μηχανή και τις ορμές μας καθιστώντας τες κινητήρες ανάπτυξης. Αλλά, κυρίως, το δυτικό άτομο χειραφετήθηκε από τα σιδερένια δεσμά της συλλογικότητας, από το πρώτο — αυταρχικό — στάδιο των δημοκρατιών για να κατακτήσει την πλήρη αυτονομία του.
Στο εξής, όντας «ελεύθερος» δεν έχει πια δυνατότητα επιλογής: μια και τα εμπόδια στον δρόμο της Εδέμ έχουν εξαφανιστεί, είναι κατά κάποιον τρόπο «καταδικασμένος» να είναι ευτυχισμένος ή, για να το πούμε διαφορετικά, δεν έχει να τα βάλει παρά μόνο με τον εαυτό του αν δεν το καταφέρει.
Επειδή, στον εικοστό αιώνα, η ιδέα της ευτυχίας ακολουθεί δυο δρόμους: ενώ στις δημοκρατικές χώρες μεταφράζεται σε έναν πόθο για ξέφρενες απολαύσεις, αλλού, στον κομμουνιστικό κόσμο, ναυαγεί μες στο καθεστώς της επιβεβλημένης σε όλους ευδαιμονίας. Πόσοι λάκκοι δεν σκάφτηκαν εν ονόματι της επιδίωξης του Καλού, για να γίνουν οι άνθρωποι καλύτεροι παρά την θέλησή τους; Στρατευμένη στην υπηρεσία ενός πολιτικού οράματος, η ευτυχία έγινε ένα άσφαλτο όργανο ομαδικών σφαγών. Μπροστά στις ακτινοβόλες πόλεις του μέλλοντος, καμιά θυσία, καμιά εκκαθάριση από τα ανθρώπινα μιάσματα δεν ήταν αρκετά μεγάλη. Το υποσχόμενο ειδύλλιο μεταμορφώθηκε σε φρίκη.
Εδώ δεν θα πραγματευτούμε αυτή την γνωστή στους πάντες αποχαλίνωση του ολοκληρωτισμού, μήτε τον οργουελικού τύπου καταναγκασμό, ή το συγκινησιακό μπούκωμα των ανθρώπων όπως το φαντάστηκε ο Χάξλεϊ (μόλο που πολλά χαρακτηριστικά των κοινωνιών μας θυμίζουν τον Θαυμαστό καινούριο κόσμο ή το 1984). Θα μελετήσουμε κυρίως ένα άλλο διατακτικό που χαρακτηρίζει την ατομικιστική εποχή και που σχετίζεται με την τελειοποίηση του εαυτού. Είναι λες και η προσταγή, παύοντας να μιλάει την γλώσσα του νόμου, της προσπάθειας, αποφάσισε να μας καλλωπίσει, να μας συμπαρασταθεί λες και ένα είδος φύλακα αγγέλου συνοδεύει τον καθένα μας ψιθυρίζοντας του στο αυτί: προπάντων μην ξεχνάς να είσαι ευτυχισμένος. Οι αντιουτοπίες εξεγείρονταν ενάντια σε έναν υπερβολικά τέλειο κόσμο ρυθμισμένο σαν ένα ρολόι, στο εξής, φέρουμε το ρολόι εντός μας.
Οι Προαποφασισμένες Αγαλλιάσεις
Με ποιον διεστραμμένο μηχανισμό ένα ακριβοαποκτημένο δικαίωμα έγινε νόμος και η χθεσινή απαγόρευση σημερινός κανόνας; Αυτό συνέβη επειδή ολόκληρη η θρησκεία της ευτυχίας εμψυχώνεται από την ιδέα της κυριαρχίας: θα είμαστε οι κυρίαρχοι του πεπρωμένου μας όπως και των ηδονών μας, ικανοί να τις δημιουργήσουμε και να τις έχουμε όποτε θέλουμε. Ιδού η ευτυχία τοποθετημένη πλάι στην τεχνική και την επιστήμη μες στη λίστα των προμηθεϊκών κατορθωμάτων, πρέπει να την παράγουμε και να την επιδεικνύουμε.
Πράγμα που, στην διάρκεια του εικοστού αιώνα, το υποστηρίζει ένα ολόκληρο διανοητικό νεφέλωμα που δεν παύει να επαναλαμβάνει με χίλιους δυο τρόπους το ίδιο πιστεύω: η ικανοποίηση είναι θέμα θέλησης. Στην Γαλλία, για παράδειγμα, έχουμε τον φιλόσοφο Αλαίν που στις “Ομιλίες”, έργο που το έγραψε στο διάστημα 1911-1925, και που υπήρξε αναμφισβήτητο μπεστ σέλερ από την πρώτη μέρα της κυκλοφορίας του, ταυτίζει την χαρά με την φυσική άσκηση και την μελαγχολία με τους χυμούς του σώματος. Ενάντια στις ιερεμιάδες και την δυσθυμία, πρέπει να «ορκιστούμε να είμαστε ευτυχισμένοι» και να διδάξουμε αυτή την τέχνη στα παιδιά. Οι άνθρωποι που αποφασίζουν να είναι χαρούμενοι και να μην γκρινιάζουν ποτέ, θα ανταμειφθούν.
Όποιες και αν είναι οι περιστάσεις, ξινίλες στο στομάχι, βροχερός καιρός, άδειο πορτοφόλι, «είναι καθήκον μας απέναντι στους άλλους να είμαστε ευτυχισμένοι».
Αυτή η θεληματική ευτυχία του Αλαίν ανήκει μάλλον στην τέχνη των καλών τρόπων και της ευγένειας: «Είναι ευγενικό να είσαι χαρούμενος» (Μαρία Κιουρί), να μην απλώνεις τις δυστυχίες σου μπροστά στον άλλον, να έχεις ευχάριστη έκφραση έτσι ώστε να διατηρείς μια ευπρόσδεκτη κοινωνικότητα. Αυτή η ευγένεια του ευχάριστου προσφέρεται περισσότερο για κανόνες καλής συμπεριφοράς παρά για μια ιδεολογία.
Ο Αντρέ Ζιντ, πάλι, μες στις Γήινες τροφές (1897) προβάλλει ένα ολόκληρο μανιφέστο των απολαύσεων της σάρκας και των αισθήσεων και κηρύσσει μια ηθική του πάθους, που θέτει την επιθυμία πάνω από την πλησμονή, την δίψα πάνω από το ξεδίψασμα, την διαθεσιμότητα πάνω από την κατοχή. Αλλά στις Νέες τροφές (1935) αυτός ο στρατευμένος αισθησιαρχικός υποστηρίζει αυτό που θα γίνει το πιστεύω της εποχής μας: η ευτυχία ως δικαίωμα, το σύνθημα μιας γενιάς «που ανηφορίζει προς την ζωή πάνοπλη από χαρά».
«Σε κάθε πλάσμα οφείλεται ένα μερίδιο ευτυχίας ανάλογο με όση οι αισθήσεις και η καρδιά του μπορούν να αντέξουν. Αν μου στερήσουν έστω και το ελάχιστο από αυτήν, με έχουν κλέψει».
Τέλος, έχουμε την έκρηξη του Μάη του ’68 που κηρύττει την απελευθέρωση όλων των επιθυμιών. Ένα χρόνο πριν είχε προηγηθεί το βιβλίο ενός σιτουασιονιστή, του Ραούλ Βανεγκέμ, η Πραγματεία για το σαβουάρ βιβρ προς χρήση των νέων γενεών, όπου ο συγγραφέας πέτυχε το κατόρθωμα να προαναγγείλει και να συνθέσει το πνεύμα εκείνης της περιόδου. Στο έργο αυτό που κοχλάζει από έξαρση και πάθος, ο Βανεγκέμ καυτηριάζει την φυτοζωία στην οποία έχει αφεθεί η ανθρωπότητα εξαιτίας μιας ετοιμοθάνατης και κερδοσκοπικής κοινωνίας. Ενάντια σε αυτήν την δουλεία, κηρύσσει την ελεύθερη ομοσπονδία των υποκειμενικοτήτων, που μόνη αυτή θα επιτρέψει «την μέθη των δυνατοτήτων, τον ίλιγγο όλων των απολαύσεων που θα είναι κτήμα όλων των ανθρώπων».
Αφήνοντας στην άκρη την προτροπή του για εγκλήματα και λουτρά αίματος με σκοπό τον αφανισμό των εκμεταλλευτών και των «διοργανωτών της πλήξης», οφείλουμε στον Βανεγκέμ μερικά από τα ωραιότερα σλόγκαν του Μάη: «Δεν θέλουμε έναν κόσμο όπου η εγγύηση πως δεν θα πεθάνουμε από πείνα ανταλλάσσεται με την βεβαιότητα πως θα πεθάνουμε από πλήξη», ή αυτή η παθητική κραυγή, «Γεννηθήκαμε για να μην γεράσουμε ποτέ, να μην πεθάνουμε ποτέ».
Είναι αξιοσημείωτο πως ο Βανεγκέμ, διεκδικώντας την κληρονομιά του Σαντ, του Φουριέ, του Ρεμπώ και των σουρεαλιστών, εκφράζει μια βολονταριστική άποψη περί ζωής: σύμφωνα με αυτόν, η ένταση κερδίζεται με τον ανήλεο αγώνα ανάμεσα στο πνεύμα της υποταγής και τις δυνάμεις της ελευθερίας. Δεν υπάρχουν ημίμετρα, πρέπει να επιδοθούμε σε έναν διπλό αγώνα ενάντια στον σκλάβο που έχουμε μέσα μας και ενάντια στους πολλαπλούς κυρίους που θέλουν να μας υποδουλώσουν. Ή η ζωή ακέραια ή η απόλυτη ήττα. Αλίμονο σε αυτόν που εγκαταλείπει στον δρόμο την βιαιότητα του και τις θεμελιακές απαιτήσεις του σε κάθε απάρνηση, η αντίδραση δεν ετοιμάζει τίποτα άλλο παρά τον ολικό θάνατό μας».
Οι πρωταγωνιστές του Μάη του ’68, καθώς και ο ίδιος ο Βανεγκέμ, απέρριπταν με αηδία την λέξη ευτυχία που μύριζε μικροαστική σαχλοσύνη, ακούσιες χαρές του καταναγκασμού, ψυχολογία του παζαριού. Όπως έκαναν πριν από αυτούς οι μπίτνικ και οι χίπηδες, διαμαρτύρονταν ενάντια σε μια (κομφορμιστική ευδαιμονία των χρόνων του 50, ενσαρκωμένη στο αμερικάνικο όνειρο, σε μια οικογένεια συγκεντρωμένη γύρω από ένα αυτοκίνητο ή ένα εξοχικό σπίτι, στην συμμαχία της συζυγικότητας με το ηλεκτρικό ψυγείο κάτω από το εκστατικό χαμόγελο της διαφήμισης. Αυτό που ο Χένρυ Μίλλερ, σε ένα κείμενο ασυνήθιστης βιαιότητας ενάντια στην Αμερική, είχε αποκαλέσει το 1954 «ο κλιματισμένος εφιάλτης».
Όμως η ιστορία έκλεισε και πάλι πονηρά το μάτι καθώς το συνηθίζει, και αυτή η εξέγερση υπέρ της επιθυμίας απολιθώθηκε με την σειρά της σε ένα καινούριο δόγμα ευτυχίας: η απόρριψη δεν αφορούσε τόσο την ίδια την ευτυχία όσο τον υπερβολικά περιοριστικό καθορισμό των κατηγορημάτων της. Έτσι ανανεώσαμε το περιεχόμενό της δίχως να την σκοτώσουμε και, όπως συμβαίνει συχνά, οι κυριότεροι εχθροί του συστήματος αποδείχθηκαν οι καλύτεροι σύμμαχοί του…
Όμως η δεκαετία του ’60 ενεργοποιεί και μια αυταπάτη που προέρχεται κατευθείαν από τον Διαφωτισμό: πως η αρετή και η ηδονή, η ηθική και τα ένστικτα μπορούν να συνυπάρξουν για να οδηγήσουν τον άνθρωπο προς το Καθήκον, δίχως κανέναν κόπο. Η ευτυχία και ο Νόμος είναι συμβατά, πιστεύει ο αισιόδοξος ορθολογισμός του 18ου αιώνα. Αυτός που έχει επιθυμίες δεν γίνεται να είναι ένοχος, αναφωνούν τα χρόνια ’60 – ’70, η αμαρτία γεννιέται μόνο από τις απαγορεύσεις. Αυτή ήταν η χίμαιρα μιας εποχής που θεώρησε όλες τις τάσεις εξίσου σεβαστές και πίστεψε στην αρμονική τους.
Ως προς τον τρόπο με τον οποίο ο φυσικός νόμος συγχωνεύεται με την ηθική επιταγή, (Ρομπερ Μωζύ). Τότε δεν υπήρχε μήτε η παραμικρή υποψία πως μια τέτοια θεοποίηση του κυρίαρχου καπρίτσιου, της αθώας επιθυμίας που μόνη αυτή αποφασίζει για το καλό και το κακό, θα μπορούσε να δικαιολογήσει τις χειρότερες ωμότητες, πράγμα που ο Ντε Σαντ, πιο διορατικός από τους σύγχρονους ελευθέριους, το είχε αντιληφθεί πολύ καλά. Σε αυτό πρέπει επίσης να προσθέσουμε εκείνη την υπέρτατη και γκροτέσκα ελπίδα (που με τη μια ή την άλλη μορφή την προέβαλαν ο Γκροντέκ, ο Ράιχ και ο Μαρκούζε) σύμφωνα με την οποία η ηδονή και ο οργασμός παραμένουν τα καλύτερα μέσα για να ανατρέψουμε την κοινωνία αλλά και για να αποφύγουμε τον θάνατο και τα γηρατειά που, καθώς αναφέρει κι ο Βανεγκέμ, δεν πηγάζουν καθόλου από την φύση αλλά από μια «γιγάντια κοινωνική μαγγανεία».
Αυτό που αρχίζει με τον Αλαίν και φτάνει στο αποκορύφωμά του με το τέλος του αιώνα μας, είναι η ιδέα πως περνάμε από την ευτυχία ως δικαίωμα στην ευτυχία σαν επιταγή. Είμαστε οι κληρονόμοι αυτών των αντιλήψεων μόλο που δεν έχουμε συγκρατήσει καμιά τους κατά γράμμα, αφού έχουν κρυσταλλωθεί σε μια συλλογική νοοτροπία που σήμερα την έχουμε όλοι μας. Όχι μόνο η ηδονή, η υγεία και η σωτηρία έχουν γίνει συνώνυμα, μια και εφεξής το σώμα είναι ο αξεπέραστος ορίζοντας, αλλά και το σώμα γίνεται ύποπτο από την στιγμή που δεν είναι ακτινοβόλο. Γιατί έτσι καταπατείται το ταμπού που απαιτεί από τον καθένα μας να επιθυμεί την μέγιστη πραγμάτωσή του.
Θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει πως στον 20ό αιώνα υπήρξαν κι άλλες, πιο ζοφερές, βιοθεωρίες, ο υπαρξισμός και οι φιλοσοφίες της αγωνίας — δίχως να λάβουμε υπόψη και την λογοτεχνία — που κράτησαν ζωντανή μια τραγική άποψη περί ζωής. Όμως αυτές οι θεωρίες ήταν όλες τους λίγο πολύ θεωρίες της απελευθέρωσης, της μοναξιάς του ανθρώπου που φτιάχνει ο ίδιος τον νόμο για τον εαυτό του, δίχως Θεούς. Και το τέλος του αιώνα μας, σύμφωνα με μια τάση που παρατηρείται ήδη στον 19ο αιώνα, έθεσε την ελευθερία στην υπηρεσία της ευτυχίας και δεν έκανε το αντίστροφο, θεωρώντας την ευτυχία σαν την αποθέωση μιας ολόκληρης απελευθερωτικής πορείας.
Ο Μπενζαμέν Κονστάν το επισημαίνει ήδη όταν ορίζει την ελευθερία των Μοντέρνων σαν την «ασφάλεια μες στις ιδιωτικές απολαύσεις» και την άγρια διαφύλαξη της ατομικής ελευθερίας. Για πολύ καιρό αντέτασσαν το ιδανικό της ευτυχίας κόντρα στο αστικό ιδεώδες της επιτυχίας, και να που η ίδια αυτή ευτυχία έγινε ένα από τα συστατικά της επιτυχίας. Στα χρόνια του 50, ο Αλμπέρ Καμί μπορούσε ακόμα να υποστηρίζει την ξέφρενη λατρεία της ηδονής και το αέναο πανηγύρι της ζωής, ενάντια στη σταλινική βουλγκάτα και την επίσημη γαλλική σεμνοτυφία.
Είκοσι χρόνια αργότερα, αυτή η λατρεία γίνεται ένα διαφημιστικό σλόγκαν. Στο εξής -τι τρομερό προνόμιο!- οφείλω στον εαυτό μου την ευτυχία όσο μου την οφείλουν και οι άλλοι. Αυτό το δικαίωμα του οποίου είμαι ο βασικός εγγυητής, με πιστώνει με μια εξουσία επάνω στον ίδιο τον εαυτό μου, που μπορεί να με ενθουσιάζει αλλά και να με βαραίνει σαν ένα φορτίο: αν η μαγεία εξαρτάται μόνο από την δική μου απόφαση, είμαι ο μόνος υπεύθυνος για τις ατυχίες μου. Συνεπώς, για να είμαι καλά, αρκεί να το θελήσω, αρκεί να ορίσω ή να προγραμματίσω κατά το γούστο μου την ευδαιμονία μου;
Μη Αναιρέσιμες Απολαύσεις.
Γιατί η κριτική της καταναλωτικής κοινωνίας κατέληξε τόσο γρήγορα (από τα χρόνια του εξήντα και μετά) στον θρίαμβο του καταναλωτισμού; Επειδή τα συνθήματα που ακούστηκαν τότε: «Τα πάντα, αμέσως», «Θάνατος στην πλήξη», «Ζωή δίχως νεκρό χρόνο και απόλαυση δίχως εμπόδια», μπορούσαν να εφαρμοστούν περισσότερο στον χώρο του εμπορίου παρά στον χώρο του έρωτα και της ζωής. Ενώ νόμιζαν πως ανέτρεπαν την κατεστημένη τάξη, ευνοούσαν με κάθε καλή πίστη την διάδοση του παγκόσμιου μερκαντιλισμού. Τα πράγματα πρέπει να είναι αμέσως προσιτά μες στην τάξη της πείνας και της δίψας, ενώ η καρδιά και η επιθυμία έχουν τους δικούς τους ιδιαίτερους ρυθμούς, τους διαλείποντες χρόνους τους.
Η πρόθεση ήταν αναρχική, αλλά το αποτέλεσμα διαφημιστικό: δεν απελευθέρωσαν τόσο τη λίμπιντο όσο την όρεξή μας για αγορές δίχως όρια, την ικανότητά μας να αρπάζουμε ασυγκράτητοι όλα τα αγαθά. Τι ωραία που είναι η εικόνα του επαναστάτη που γίνεται υπάλληλος, διερευνητής στην υπηρεσία του κεφαλαίου, πράγμα που έκαναν τελικά το εργατικό κίνημα, ο μαρξισμός και η ριζοσπαστική αριστερά που, κριτικάροντας ένα ελάττωμα του συστήματος, του επέτρεπαν να επιδιορθώνεται ανέξοδα. Οπως κι εκείνοι οι χίπηδες που ανακάλυψαν τις πιο τουριστικές περιοχές στην Ασία, την Αφρική και τον Ειρηνικό, τριάντα χρόνια πριν από όλον τον υπόλοιπο κόσμο, ενώ το μόνο τους κίνητρο ήταν η επιθυμία της φυγής και της απομόνωσης.
Η παραδοξότητα του να κριτικάρεις τον καταναλωτισμό, μια πολυτέλεια χαϊδεμένων παιδιών. Το γοητευτικό σε αυτόν είναι πως προσφέρει ένα απλό, ανεξάντλητο, προσιτό σε όλους μας ιδανικό, αρκεί να μπορούμε να πληρώσουμε. Δεν απαιτεί από σένα τίποτα άλλο πέρα από το να έχεις την επιθυμία και να καταβάλεις το χρηματικό αντίτιμο. Μπουκώνεσαι, παραχοντραίνεις σαν μωρό που το έχουν παραταΐσει. Ό,τι και να σκεφτόμαστε για το θέμα, μας διασκεδάζει πάρα πολύ, αφού, όπως γίνεται και με την μόδα, υιοθετούμε με πάθος αυτό που μας προτείνουν, λες και το έχουμε διαλέξει οι ίδιοι.
Το ξέρουμε κι απ’ τον Σαρλ Φουριέ: δεν αναιρούμε μια ηδονή με αναθέματα, την απορροφούμε, την αντικαθιστούμε με μια μεγαλύτερη. Ο καταναλωτισμός σας αηδιάζει όπως σας αηδιάζουν κι εκείνα τα βόδια που συνωθούνται στα σούπερ μάρκετ και τα πολυκαταστήματα; Επινοήστε άλλες χαρές, δημιουργήστε καινούριους πειρασμούς! Αλλά, για όνομα του θεού, πάψτε να γκρινιάζετε!
Ενας Ευσπλαχνικός Καταναγκασμός
Η απελευθέρωση των ηθών είναι μια πολύ αλλόκοτη περιπέτεια και, όσο κι αν την έχουμε μάθει για τα καλά, δεν παύουμε να την επαναλαμβάνουμε, να ξαναγευόμαστε την πικρή της μεταστροφή. Επί αιώνες το σώμα καταπιέστηκε, συντρίφτηκε στο όνομα της πίστης ή των συμβάσεων, σε σημείο που να γίνει, στην Δύση, το σύμβολο της ανατροπής των καθιερωμένων. Αλλά τώρα που απελευθερώθηκε, παρατηρείται ένα περίεργο φαινόμενο: αντί να χαρούν την απόλαυση με πλήρη αθωότητα, οι άνθρωποι μετέθεσαν την απαγόρευση μες στην καρδιά της απόλαυσης.
Η απόλαυση, αγωνιώντας για τον εαυτό της, έστησε μόνη της ένα δικαστήριο και αυτοκαταδικάζεται, όχι πια εν ονόματι κάποιου θεού ή της αιδημοσύνης, αλλά για την ανεπάρκειά της: δεν είναι ποτέ αρκετά ισχυρή, αρκετά ικανοποιητική. Η ευτυχία και η ηθική, οι άλλοτε άσπονδες εχθρές, τώρα έχουν αλληλοσυγχωνευτεί, σήμερα είναι ανήθικο να μην είσαι ευτυχισμένος, το Υπερεγώ έχει εγκατασταθεί μες στο φρούριο της Ευτυχίας και το διοικεί με σιδερένια πυγμή. Η ενοχή πήρε τέλος για χάρη ενός μαρτυρίου δίχως τέλος. Η ηδονή πέρασε από την κατάσταση της υπόσχεσης στην κατάσταση του προβλήματος. Το ιδανικό του καταναγκασμού το διαδέχθηκε το ιδανικό της πληρότητας, για να γίνει κι αυτό με τη σειρά του καταναγκασμός της πληρότητας!
Ο καθένας μας, όντας υπεύθυνος για την ενεργητικότητά του, για την καλή του διάθεση, δεν χρειάζεται πια να απαρνιέται πράγματα αλλά να προσαρμόζεται προς μια τάση για τελείωση, που απορρίπτει κάθε αδράνεια. Η καθιερωμένη τάξη έχει πάψει να μας καταδικάζει ή να μας υποβάλλει σε στερήσεις, αλλά μας υποδείχνει τους δρόμους της πραγμάτωσης με μια αληθινά μητρική φροντίδα. Θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε αυτή τη γενναιοδωρία σαν μια απελευθέρωση. Εδώ πρόκειται για έναν φιλάνθρωπο πειθαναγκασμό που προκαλεί την δυσφορία από την οποία προσπαθεί κατόπιν να μας απαλλάξει.
Οι στατιστικές που δημοσιοποιεί, τα πρότυπα που προβάλλει δημιουργούν μια καινούρια ράτσα ενόχων, δεν είναι πια οι συβαρίτες ή οι ελευθέριοι, αλλά οι θλιμμένοι, οι γκρινιάρηδες, οι καταθλιπτικοί. Η ευτυχία δεν είναι πια καλή τύχη, μια γιορταστική στιγμή μες στη μονοτονία της καθημερινότητας, είναι το πεπρωμένο μας, η μοίρα μας. Όταν το ευκταίο γίνεται πιθανό, εντάσσεται αυτομάτως στην κατηγορία του αναγκαίου. Εκπληκτική ταχύτητα, με την οποία το εδεμικό του χθες γίνεται το συνηθισμένο του σήμερα. Πρόκειται για μια ηθική της συνεχούς μάχης που διαποτίζει την καθημερινή ζωή και αφήνει πίσω της πολυάριθμους χαμένους και εξουθενωμένους.
Γιατί υπάρχει ένας επαναπροσδιορισμός της κοινωνικής θέσης, που δεν στηρίζεται μόνο με τον πλούτο ή την εξουσία αλλά και με την εμφάνιση: δεν αρκεί να είσαι πλούσιος, πρέπει να δείχνεις σε φόρμα, μια καινούρια μορφή διάκρισης και αξιολόγησης που δεν είναι λιγότερο αυστηρή από εκείνη που γίνεται με βάση το χρήμα. Υπάρχει μια ολόκληρη ηθική το να δείχνουμε πως νιώθουμε άνετα, που μας κατευθύνει κυριαρχικά και που την στηρίζουν, μες στη χαμογελαστή τους μέθη, η διαφήμιση και τα καταναλωτικά προϊόντα.
«Γίνετε ο καλύτερος φίλος σας, κερδίστε την εκτίμηση του εαυτού σας, να σκέφτεστε θετικά, τολμήστε να ζήσετε αρμονικά», η πληθώρα των βιβλίων πάνω σε αυτό τα θέμα μάς δημιουργεί την υποψία πως το πράγμα δεν είναι και τόσο εύκολο. Η ευτυχία μαζί με το εμπόριο του πνευματικού, δεν συνιστά μόνο την πιο μεγάλη βιομηχανία της εποχής μας, είναι επίσης, δίχως αμφιβολία, η καινούρια ηθική επιταγή: γι’ αυτό και η κατάθλιψη γίνεται όλο και πιο διαδεδομένη, και η κάθε εξέγερση ενάντια σε αυτόν τον γλοιώδη ηδονισμό παραπέμπει αμέσως στην δυστυχία και την απελπισία.
Να λοιπόν που είμαστε ένοχοι επειδή νιώθουμε ωραία, κι αυτό είναι ένα κακό για το οποίο οφείλουμε να απολογηθούμε τόσο στους άλλους όσο και μπροστά στο εσωτερικό μας δικαστήριο. Κι έτσι έχουμε αυτές τις περιβόητες δημοσκοπήσεις, αντάξιες των χωρών του πρώην κομμουνιστικού μπλοκ, όπου τα πρόσωπα που ρωτιούνται από ένα περιοδικό δηλώνουν ευτυχισμένα σε ποσοστό 90%! Κανείς δεν τολμάει να ομολογήσει πως μερικές φορές δεν είναι, από τον φόβο της κοινωνικής του υποτίμησης.
Αλλόκοτη αντίφαση της θεωρίας των ηδονών όταν γίνεται στρατευμένη: παίρνει από τις απαγορεύσεις την καταπιεστικότατη κι απλώς της αλλάζει κατεύθυνση. Σύμφωνα με αυτήν την στρατευμένη θεωρία, πρέπει να μεταμορφώσουμε την αβέβαιη αναμονή της ευδαιμονίας σε έναν όρκο πως θα εμφανιστεί οπωσδήποτε, να μετατρέψουμε την δυσκολία της ύπαρξης σε αέναη γλυκύτητα. Αντί να δεχθεί πως η ευτυχία είναι μια τέχνη της εμμεσότητας, που έρχεται ή δεν έρχεται μέσα από δευτερεύοντες στόχους, μας την προτείνει σαν έναν άμεσα προσιτό στόχο, και μάλιστα βάσει συνταγών.
Όποια κι αν είναι η ακολουθούμενη μέθοδος, ψυχική, σωματική, χημική, πνευματική ή πληροφορική (υπάρχουν άνθρωποι που δεν βλέπουν το Διαδίκτυο απλώς σαν ένα χρήσιμο εργαλείο, αλλά σαν ένα καινούριο Γκράαλ, σαν την υλοποίηση της πλανητικής δημοκρατίας), το βασικό δεδομένο είναι πάντα το ίδιο: η ευχαρίστησή σας είναι στο χέρι σας, αρκεί να προσπαθήσετε μέσω μιας «θετικής στάσης», μιας «ηθικής αγωγής» που θα σας οδηγήσει ως αυτήν.
Εκπληκτική ανατροπή της θέλησης που επιχειρεί να εγκαθιδρύσει το προτεκτοράτο της πάνω σε ψυχικές καταστάσεις, πάνω σε συναισθήματα που παραδοσιακά δεν ανήκουν στη δικαιοδοσία της. Εξαντλείται προσπαθώντας να αλλάξει εκείνο που δεν εξαρτάται από αυτήν (με κίνδυνο να αφήσει κατά μέρος εκείνο που μπορεί να αλλάξει). Μη αρκούμενη στην ένταξή της μέσα στο γενικό πρόγραμμα του Κράτους-Πρόνοια και του καταναλωτισμού, η ευτυχία έγινε επίσης κι ένα σύστημα εκφοβισμού των πάντων από τους πάντες, ένα σύστημα του οποίου είμαστε ταυτόχρονα τα θύματα και οι συνένοχοι. Εκείνοι που υφίστανται αυτή την τρομοκρατία δεν έχουν παρά μόνο μια διέξοδο για να απαντήσουν στην επίθεση: να κάνουν, κι αυτοί με την σειρά τους, τους άλλους να ντρέπονται για τις ελλείψεις και τις αδυναμίες τους.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις
(
Atom
)