Ίσως γιατί δεν υπάρχουν πια φιλόσοφοι. Ίσως, γιατί, και αν υπάρχουν, συνδιαλέγονται μεταξύ τους και ο πολύς κόσμος μένει άθελα ή θεληματικά απ’ έξω. Ή φιλοσοφία έχει αποκοπεί από την ζωή.
Δεν συνέβαινε όμως αυτό παλιά, πολύ παλιά. Οι φιλόσοφοι δεν ξέφευγαν από τα δίχτυα της σάτιρας.
Και αυτό τούς έκανε ζωντανούς, ενοχλητικούς πολλές φορές, λιγότερο αξιοσέβαστους από ότι, ίσως, εμείς νομίζουμε. Αυτό όμως τούς έκανε και γνωστούς. Οι ιδέες τους περνούσαν στον κόσμο μέσα από την παράδοση και για χρόνια, για αιώνες έμεναν ανέκδοτα, ευφυολογήματα, αστείες ιστορίες, στην μνήμη των ανθρώπων. Δύο από αυτές τις ιστορίες θα θυμίσουμε εδώ. Είναι ό καλύτερος τρόπος για να διακωμωδήσουμε και τον εαυτό μας, όσοι από εμάς τον παίρνουνε στα σοβαρά, και για να μετριαστεί ή αλαζονεία όσων πιστεύουν ότι, ασχολούμενοι με την φιλοσοφική σκέψη των μεγάλων, γίνονται οι ίδιοι σπουδαίοι.
α. Η δημοπρασία των φιλοσοφιών
Σε κάποια πόλη γίνεται δημοπρασία. Βγάζουν τις φιλοσοφίες στο σφυρί. Ας μεταφερθούμε λοιπόν στην αγορά. Πάγκοι έχουν στηθεί για τον κόσμο πού θα έρθει να αγοράσει. Εντολές δίνονται. Ό Ζευς επιβλέπει, ό Έρμης διευθύνει την πώληση, οι αγοραστές εξετάζουν τούς φιλοσόφους, πού καθένας τους εκπροσωπεί μία φιλοσοφία.
Αυτό είναι το σκηνικό. Ζωντανό, έξυπνο, ευρηματικό. ’Αρχίζει ό πλειστηριασμός, πουλιούνται οι διάφοροι φιλόσοφοι και, σαν πλησιάζει να τελειώσει ή δημοπρασία, απομένει ένας, ο Πυρρίας. Στο χέρι του κρατεί μία ζυγαριά. Ο Ερμής τον καλεί να πλησιάσει γρήγορα, γιατί ό κόσμος αρχίζει να φεύγει και πρέπει να πουληθεί και ό τελευταίος. Εμφανίζεται ένας αγοραστής και επακολουθεί ό σατιρικός διάλογος.
Αγοραστής: ... Πες μου, τί γνωρίζεις;
Πύρρων: Τίποτε.
Α: Πώς το εννοείς;
Π: Εννοώ πώς νομίζω πώς τίποτε δεν υπάρχει.
Α: Άραγε, ούτε εμείς υπάρχουμε;
Π: Ούτε αυτό το γνωρίζω.
Α: Ούτε και ότι εσύ υπάρχεις;
Π: Αυτό είναι πού ακόμη λιγότερο γνωρίζω.
Α: Τι απορία! Και τί τα θέλεις αυτά πού κουβαλάς;
Π: Μ’ αυτά ζυγίζω τα επιχειρήματα και τα εξισορροπώ μεταξύ τους και, όταν βλέπω ότι είναι ακριβώς όμοια και ισοβαρή, τότε, ναι τότε είναι πού δεν γνωρίζω ποιο είναι πιο αληθινό.
Α: Τί άλλο γνωρίζεις να κάνεις αρκετά καλά;
Π: Όλα έκτος από το να πιάσω έναν δραπέτη.
Α: Και γιατί αυτό σου είναι αδύνατο;
Π: Μα γιατί, ώ αγαθέ, δεν μπορώ να πιάσω τίποτε.
Α: ’Ασφαλώς, αφού φαίνεσαι να είσαι αργός και νωθρός. Σε τί όμως αποσκοπεί ή σοφία σου;
Π: Στην αμάθεια και στο να μην ακούω, να μην βλέπω.
Α: Θέλεις να πεις ότι είσαι και τυφλός και κουφός;
Π: Ναι, και ακόμη και άκριτος και αναίσθητος και γενικά δεν διαφέρω από σκουλήκι.
Α: Να γιατί πρέπει να σ’ αγοράσω.
Π (στον Έρμη): Πόσο λες ότι αξίζει;
Έρμης: Μία αττική μνα.
Α: Να πάρε· (στον σκεπτικό): Τί έχεις να πεις; Σε αγόρασα;
Π: ’Άδηλο.
Α: Κάθε άλλο. Και σε αγόρασα και πλήρωσα την τιμή σε ρευστό.
Π: Επέχω γι’ αυτό και το σκέφτομαι.
Α: Έλα λοιπόν. Περπάτα πίσω μου όπως οφείλεις ως υπηρέτης.
Π: Ποιος γνωρίζει αν είναι αλήθεια αυτά πού λες;
Α: Ό κήρυκας, ή μνα και οι άνθρωποι πού είναι εδώ- όλοι παρόντες.
Π: Υπάρχει κανείς εδώ παρών;
Α: Έλα τώρα και θα σε κανονίσω μέσα στον μύλο και θα σε πείσω, με την χειρότερη λογική, ότι εγώ είμαι ό αφέντης.
Π: Έπεχε γι’ αυτό.
Α: Μα τον Δία, μα αφού το είπα ήδη.
Έρμης (στον σκεπτικό): Σύ παυσε να αντιλέγεις και ακολούθησε τον αγοραστή σου.
Στον αμίμητο Λουκιανό χρωστούμε την φανταστική «Βίων πράσιν». Ή παρωδία φωτίζει πιο έντονα ίσως, από μία ανάλυση της θεωρίας της εποχής και της ακαταληψίας, την διδασκαλία των σκεπτικών. Θα την ίδοΰμε.
Και μια άλλη ιστορία μάς διασκεδάζει. Την διηγείται ο Νουμήνιος, πού δεν είχε όμως το δηκτικό πνεύμα του Λουκιανού.
β. Το πάθημα τού Λακύδη
O Λακύδης, ό φιλόσοφος πού διαδέχθηκε τον Αρκεσίλαο στην ’Ακαδημία, είχε γεμάτο το κελάρι τού σπιτιού του. Είχε όσα ήθελε να φάγει και να πιει· ήταν πλούσιος. Πρόσεχε όμως το κελάρι του. Αυτός το κλείδωνε, αυτός το άνοιγε. Μόνος του τα έκανε όλα. Συνήθιζε να κλειδώνει μ’ έναν περίεργο τρόπο πού είχε σοφισθεί. ’Αφού σφράγιζε την κλειδαριά με το δαχτυλίδι του έριχνε μέσα από την τρύπα την βούλα της σφραγίδας. Οι υπηρέτες του παρατήρησαν προσεκτικά πώς κλείδωνε, και κατάλαβαν τί έκανε.
Σαν βγήκε, μια μέρα, ό Λακύδης περίπατο, έσπασαν την βούλα, μπήκανε στην αποθήκη, φάγανε, ήπιανε όσο μπορούσαν και φύγανε, αφού σφράγισαν εκ νέου με τον τρόπο του Λακύδη το κελάρι. Σαν γύρισε, ό Λακύδης, πού είχε αφήσει γεμάτα τα πιθάρια, τα βρήκε άδεια. Δεν μπορούσε να καταλάβει τί είχε συμβεί, αφού ή βούλα ήταν μέσα.
Είχε ακούσει να λέγουν ότι ο Άρκεσίλαος είχε διδάξει την ακαταληψία. Τότε σκέφθηκε ότι το ίδιο συνέβαινε και με τον εαυτό του, πού δεν καταλάβαινε πώς το γεμάτο κελάρι βρέθηκε άδειο, με την κλειδαριά ωστόσο σφραγισμένη, και έτσι άρχισε να διδάσκει και ό ίδιος την ακαταληψία.
Βέβαια ή ιστορία δεν τελειώνει εδώ, έχει φιλοσοφικές προεκτάσεις. Οι δούλοι χρησιμοποίησαν το επιχείρημα τού ίδιου τού Λακύδη για την απαραλλαξία των παραστάσεων, λέγοντας ότι ή φιλοσοφία τού Λακύδη τον έκανε ανίκανο να αποφανθεί για την σφραγίδα πού είχε σπάσει και ξανακολλήσει, αφού δεν φαινόταν διαφορά ανάμεσα στην ξανακολλημένη και την καινούργια. Οι παραστάσεις ήταν απαράλλακτες. Ό Λακύδης προσπάθησε να ανταπαντήσει με επιχειρήματα, οι δούλοι χρησιμοποίησαν καινούργια με την βοήθεια των στωικών, και ή συζήτηση συνεχίστηκε. Οι δούλοι επικαλέστηκαν και το επιχείρημα της αβεβαιότητας της μνήμης -και αυτό τού Λακύδη- γιατί o τελευταίος έλεγε ότι δεν ακολουθούσε τα δοξαστά και συνεπώς δεν εμπιστευόταν την μνήμη.
Στους ευρύτερους κύκλους, οι σκεπτικοί είχαν γίνει αντικείμενο ειρωνικών σχολιασμών και ιστοριών -πού άλλοτε μάς προκαλούν χαμόγελα και άλλοτε τις αντιμετωπίζουμε πιο σοβαρά- όπως είναι οι επιθέσεις του Αριστοκλή. Στο πνεύμα του τελευταίου αλλά με πιο απλοϊκό τρόπο εκφράζεται και ό Επίκτητος, πού και αυτός δεν συμπαθεί τούς σκεπτικούς.