ΓΟΡΓΙΑΣ, σπουδαῖος σοφιστής καί ρήτορας ἀπό τούς Λεοντίνους τῆς Σικελίας. Τά ἀκριβῆ ὁρια τῆς ζωῆς του δέν μᾶς εἶναι γνωστά. Γεννήθηκε πιθανότατα μετά τό 490 π.Χ. (ἴσως τό 483) καί πέθανε μετά τό 380 (ἴσως τό 376). Ἔζησε, πάντως, σίγουρα πάνω ἀπό 100 χρόνια-ἡ Σούδα ἀναφέρει 109 χρόνια- καλύπτοντας μέ τή ζωή του ὁλόκληρο σχεδόν τόν 5ο αἰώνα καί τίς ἀρχές τοῦ 4ου.
Ὑπῆρξε μαθητής τοῦ Ἐμπεδοκλῆ τοῦ Ἀκραγαντίνου μέσω τοῦ ὁποίου ἦρθε σέ ἐπαφή μέ τίς ἰδέες τῶν φυσικῶν φιλοσόφων. Καρπός τῆς ἐνασχόλησής του μέ τή φυσική φιλοσοφία, πού ἐκείνη τήν ἐποχή -πρῶτο μισό τοῦ 5ου αἰώνα- ἄκμαζε στή Σικελία καί τήν Κάτω Ἰταλία, ὑπῆρξε ἕνα σύγγραμμα μέ τίτλο Περί Φύοεως ἤ περί τοῦ μή ὄντος γραμμένο λίγο πρίν ἀπό τό 440 π.Χ., ὅπου ἀντιστρέφοντας τά ἐπιχειρήματα τῶν Ἐλεατῶν καί ἰδίως τοῦ Παρμενίδη γιά τήν ὕπαρξη ἑνός Ὄντος, αἰωνίου καί ἀκίνητου, προσπάθησε νά ἀποδείξει ὅτι: α) τίποτε δέν ὑπάρχει, β) κι ἄν ὑπῆρχε, δέν εἶναι δυνατόν νά τό γνωρίσουμε, γ) κι ἄν τό γνωρίζαμε δέν θά μπορούσαμε νά τό διατυπώσουμε καί νά τό μεταδώσουμε στούς ἄλλους (DK 82 Β3: ἕν μέν καί πρῶτον ὅτι οὐδέν ἔστιν, δεύτερον ὅτι εἰ καί ἔστιν, ἀκατάληπτον ἀνθρώπῳ, τρίτον ὅτι εἰ καί καταληπτόν, ἀλλά τοί γε ἀνέξοιστον καί ἀνερμήνεντον τῷ πέλας).
Πολλοί ἔχουν ἑρμηνεύσει τό σύγγραμμα ὡς δεῖγμα τοῦ φιλοσοφικοῦ μηδενισμοῦ τοῦ Γοργία, θά ἦταν, ὅμως, ὀρθότερο νά θεωρηθεῖ ὡς δεϊγμα φιλοσοφικοῦ σχετικισμοῦ. Τό πρόβλημα ἔγκειται στήν ἑρμηνεία τῆς ἐναρκτήριας φράσης τοῦ συλλογισμοῦ (οὐδέν ἔστιν). Μέ τή φράση αὐτή ὁ Γοργίας δέν διακηρύσσει τήν ἀνυπαρξία τῆς πραγματικότητας, ἀλλά μᾶλλον τήν πολυπρισματικότητά της: ἡ φράση οὐδέν ἔστιν σημαίνει πώς τίποτε δέν ὑπάρχει μέ μία μόνον ἰδιότητα, τό οὐδέν ἔστιν, δηλαδή, δέν ἰσοδυναμεῖ μέ τήν ἀνυπαρξία, ἄλλα μέ τό φαίνεσθαι. Ὁ Γοργίας σέ αὐτό τό πρῶτο μέρος τοῦ συλλογισμοῦ του, λοιπόν, ἀντιστρέφει τόν ἰσχυρισμό τοῦ Παρμενίδη ὅτι τό ὄν εἶναι ἕνα καί συνεχές (DK 28 Β8, 5-6: οὐδέ πότ’ ἦν οὐδ’ ἔσται, ἐπεί νῦν ἔστιν ὁμοῦ πᾶν, ἕν, συνεχές). Στή συνέχεια δηλώνει ὅτι, καί ἄν ὑπῆρχε, δέν θά μπορούσαμε νά τό γνωρίσουμε, θίγοντας ἔτσι ἕνα ἀπό τά βασικά φιλοσοφικά προβλήματα, τό πρόβλημα τῆς σχέσης τῆς γνώσης μέ τό εἶναι: αὐτό πού σκεφτόμαστε γιά τά πράγματα δέν μπορεῖ νά ἀποτελεῖ τήν ἀληθινή οὐσία τους, γιά τόν πολύ ἁπλό λόγο ὅτι κάνουμε σκέψεις καί γιά πράγματα πού δέν ὑπάρχουν (ὅπως γιά τό ὅτι ὁ ἄνθρωπος πετάει). Ὁ Γοργίας, ὅμως, δέν ἐντοπίζει τό πρόβλημα μόνο στή σχέση τῆς γνώσης μέ τό εἶναι, ἀλλά καί στή σχέση τῆς γνώσης μέ τή γλωσσική ἔκφραση: κι ἄν ἀκόμα εἴχαμε γνώση τοῦ ὄντος δέν θά μπορούσαμε νά τήν ἐκφράσουμε οὔτε νά τή μεταδώσουμε στούς ἄλλους, γιατί «ὁ λόγος δέν μπορεῖ νά εἶναι ποτέ ἡ πραγματικότητα πού ἐμφανίζεται ὅτι δηλώνει» (Kerferd, 1996, 146-156).
Τό Περί τοῦ μή ὄντος τοῦ Γοργία μαρτυρεῖ τήν ἀπόσταση πού τόν χωρίζει ἀπό τούς ἕλληνες φιλόσοφους τῆς Δύσης καί τό ἐνδιαφέρον του γιά μιά ἀνθρωποκεντρική προσέγγιση τῆς πραγματικότητας, πού προοικονομεῖ τή στροφή του πρός τή σοφιστική καί τή ρητορική.
Στή Σικελία ἡ ρητορική εἶχε ἤδη ἀρχίσει νά διδάσκεται καί νά καλλιεργεῖται ἀπό τόν πρώιμο 5ο αἰώνα· ὁ Ἀριστοτέλης μάλιστα θεωρεῖ πῶς ὁ Ἐμπεδοκλῆς ἔδωσε πρῶτος ὤθηση στή ρητορική (DK 82 A3). Ἀπό τή Σικελία προερχόταν καί τό πρῶτο διδακτικό βιβλίο ρητορικῆς πού γνωρίζουμε, γραμμένο ἀπό τόν Κόρακα τόν Συρακούσιο ἤ ἀπό τόν μαθητή του Τεισία. Αὐτοί ἦταν καί οἱ πρῶτοι πού χρησιμοποίησαν τόν ὄρο εἰκός πού δηλώνει τό ἀλη- θοφανές ἐκεῖνο ἐπιχείρημα, τό ὁποῖο ἀξιολογεῖται βάσει τῆς σχέσης του μέ τήν ἀντικειμενική πραγματικότητα καί προσπαθεῖ νά ἐμφανίσει τά σπουδαῖα ὡς ἀσήμαντα καί τά ἀσήμαντα ὡς σπουδαῖα (βλ. Πλάτ. Φαῖδρος 267a).
Ὁ Γοργίας ἦρθε σέ ἐπαφή μαζί τους -πιθανότατα μαθήτευσε κοντά τους- καί ἔγινε ρητοροδιδάσκάλος καλλιεργώντας τήν τέχνη τοῦ ὀέ τέτοιο βαθμό, ὥστε νά θεωρηθεῖ ἱδρυτής της. Ἡ διδασκαλία του ἀποσκοπούσε στό νά κάνει τούς νέους ἄξιους ἀγορητές, ἱκανούς νά ἐπιχειρηματολογοῦν πειστικά γιά ὁποιοδήποτε ζήτημα. Αὐτό, ἐξάλλου, ἦταν καί τό αἴτημα τῆς ἐποχῆς: τόν 5ο αἰώνα ἡ ἀλλαγή στόν τρόπο διακυβέρνησης μέ τή δημιουργία πόλεων- κρατῶν καί τήν ἐγκαθίδρυση τῆς δημοκρατίας στήν Ἀθήνα, κέντρο τῶν τότε ἐξελίξεων, εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τή διεύρυνση τῆς συμμετοχῆς τῶν πολιτῶν στά κοινά, πού προϋπέθετε μιάν ἀντίστοιχη διεύρυνση τῆς παιδείας τῶν νέων, ὥστε νά εἶναι γόνιμη καί δημιουργική ἡ συμμετοχή τους στή διαχείριση καί ἄσκηση τῆς ἐξουσίας. Τήν ἀπάντηση στό αἴτημα αὐτό τήν ἔδινε ἡ ρητορική, πού δίδασκε στούς νέους τήν τέχνη τῆς πειθοῦς. Αὐτή ἀκριβῶς ἡ δύναμη τοῦ λόγου νά πείθει, νά μεταβάλλει τή γνώμη τοῦ ἀποδέκτη του, ἦταν πού συνάρπαζε τόν Γοργία καί ἀποτελοῦσε πρόκληση μέ τήν ὁποία δέν ἔχανε εὐκαιρία νά ἀναμετρηθεῖ.
Ὁ Γοργίας ἀναγνωρίζει τήν πειθώ ὡς μία ψυχολογική δύναμη πού βασίζεται ἀφ’ ἑνός στή σωστή χρήση ἀληθοφανῶν ἐπιχειρημάτων (εἰκότων) καί ἀφ’ ἑτέρου στήν αἴσθηση τοῦ ὁμιλητῆ νά προκρίνει τήν κατάλληλη στιγμή γιά νά διατυπώσει τό ἐπιχείρημα (λέξαι τό δέον ὀρθῶς, Ἑλ. Ἐγκ.). Ἡ αἴσθηση αὐτή ὀνομάζεται καιρός καί ἔχει ψυχολογική βάση. Φαίνεται μάλιστα ὅτι ὁ Γοργίας τῆς εἶχε ἀφιερώσει καί σχετικό σύγγραμμα (Διον. Ἀλικαρν. Περί συνθέσεως ὀνομάτων 12, 6).
Στήν προοπάθειά του νά πείσει, ὁ Γοργίας ἔδωσε ἐξαιρετική σημασία στό ὕφος, ἀξιοποιώντας στό ἔπακρον τίς τεράστιες δυνατότητες τοῦ λόγου. Καλλιέργησε τόν ἔντεχνο πεζό λόγο υἱοθετώντας ποιητικές φόρμες, ὥστε ὄχι μόνο νά ἐπιτύχει ἕνα αἰσθητικό ἀποτέλεσμα ἀνάλογο μέ ἐκεῖνο πού προκαλοῦσε ἡ ποίηση, ἀλλά καί γιά νά ἀφήσει διαρκέστερη ἐντύπωση στή σκέψη καί στά συναισθήματα τῶν ἀκροατῶν του: γιατί γνώριζε πώς, ἐκτός τῶν ἄλλων, ὁ λόγος τῆς ποίησης ὡς λόγος θεϊκός, ἐμπνευσμένος ἀπό τίς Μοῦσες, ἦταν καί λόγος πειθοῦς, ἱκανός νά προκαλεῖ ἐντύπωση στούς ἀκροατές του καί νά διαμορφώνει συγκεκριμένη ἀντίληψη γιά τά πράγματα (ἡ τῶν ποιητῶν ἀκουσάντων πίστις, Ἑλ. Ἐγκ.).
Δημιούργησε, λοιπόν, ἕναν λόγο περίτεχνο, πλούσιο σέ ρητορικά σχήματα -ἀντιθέσεις, παρισώσεις, ἰσόκωλα, ὁμοιοτέλευτα- πού ἔμειναν γνωστά ὡς γοργίεια σχήματα, ὄχι ἐπειδή ἦταν ὁ πρῶτος πού τά ἐφεῦρε -ἦταν ἤδη γνωστά ἀπό τους προσωκρατικούς φιλοσόφους καί ἀπό τήν ποίηση- ἀλλά ἐπειδή ἦταν ὁ πρῶτος πού τά καλλιέργησε τόσο πολύ, ὥστε νά ἀποτελέσουν τό σῆμα κατατεθέν τοῦ ὕφους του. Τό περίτεχνο αὐτό ὕφος σέ συνδυασμό μέ τή ρητορική του δεινότητα τόν ἔκαναν νά ξεχωρίσει ἀπό τους ἄλλους ρήτορες τῆς ἐποχῆς του καί νά ἀποκτήσει φήμη ὡς ρητοροδιδάσκαλος. Γι’ αὐτό καί οἱ συμπολίτες του στά 427 π.Χ. τόν ἔθεσαν ἐπικεφαλῆς μιᾶς πρεσβείας στήν Ἀθήνα μέ σκοπό νά πείσει τούς Ἀθηναίους νά προσφέρουν βοήθεια στήν πόλη τῶν Λεοντίνων, πού κινδύνευε νά καταληφθεῖ ἀπό τους Συρακούσιους. Μαρτυρεῖται πώς ἦταν τόσο ἰσχυρή ἡ ἐντύπωση πού προκάλεσε στούς Ἀθηναίους μέ τό ἀσυνήθιστο ὕφος του, ὥστε κατάφερε νά τούς πείσει νά συνάψουν συμμαχία μέ τούς Λεοντίνους (DK 82 Α4). Αὐτή ἦταν καί ἡ πρώτη του ἐπίσκεψη στήν Ἀθήνα.
Ἔκτοτε τήν ἐπισκέφτηκε πολλές φορές καί ταξίδεψε καί σέ ἄλλες πόλεις διδάσκοντας τή ρητορική. Ὡς μαθητές του ἀναφέρονται πολλά σπουδαῖα ὀνόματα τῆς ἐποχῆς, ὅπως ὁ Ἰσοκράτης, ὁ Ἀλκιδάμας, ὁ Πῶλος ὁ Ἀκραγαντίνος, ὁ τραγικός ποιητής Ἀγάθων κ.α., ἐνῷ μέ τό ὕφος του ἐπηρέασε πολλούς συγγραφεῖς (ὅπως ὁ Θουκυδίδης, ὁ Ἀντιφῶν, ὁ Ἰσοκράτης κ.α.).
Πάντως, ἡ διδασκαλία τῆς ρητορικῆς πρέπει νά τοῦ ἀπέφερε πολλά χρήματα (σύμφωνα μέ τή Σούδα λάμβανε ἑκατό μνᾶς ἀπό κάθε μαθητή), γιατί ἀναφέρεται πώς εἶχε ἀφιερώσει στό ἱερό τῶν Δελφῶν ἕναν ἀνδριάντα τοῦ ἑαυτοῦ του ἀπό ἀτόφιο χρυσάφι (DK 8 2 A1, Α7). Στούς Δελφούς ἐκφώνησε κι ἕναν Πυθικό λόγο, τό περιεχόμενο τοῦ ὁποίου, ὅπως καί ἡ περίσταση γιά τήν ὁποία ἐκφωνήθηκε, δέν μᾶς εἶναι γνωστά.
Περισσότερα γνωρίζουμε γιά ἕναν Ἐπιτάφιο πού ἔγραψε πιθανότατα γιά τούς νεκρούς του Πελοποννησιακοῦ πολέμου, ἀπό τόν ὁποῖο γνωστή θά μείνει ἡ φράση πού παραδίδει ὁ Φιλόστρατος (DK 82 5b: Τά μέν κατά τῶν βαρβάρων τρόπαια ὕμνους ἀπαιτεῖ τά δέ κατά τῶν Ἑλλήνων θρήνους), μέ τήν ὁποια παραινοῦσε τούς Ἕλληνες γιά ὁμόνοια.
Τήν ἴδια συμβουλή ἀπηύθυνε καί μέ ἕναν Ὀλυμπικό λόγο του, πού ἐκφωνήθηκε πιθανότατα τό 392 π.Χ. στή διάρκεια τῆς 97ης Ὀλυμπιάδας, δέκα μόλις χρόνια δηλαδή μετά τό τέλος τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου, σέ μία περίοδο ἀνταγωνισμοῦ καί διχόνοιας μεταξύ τῶν ἑλληνικῶν πόλεων. Ἔτσι, ὁ Γοργίας ὑπῆρξε ἐκφραστής τοῦ ὁράματος γιά πανελλήνια συμφιλίωση καί συμμαχία ἐνάντιον τῶν βαρβάρων, πολύ πρίν ἀπό τόν Ἰσοκράτη.
Πέρα, ὅμως, ἀπό τους λόγους μέ πολιτικό καί παραινετικό χαρακτήρα, ὁ Γοργίας ἔγραψε καί ὑποδειγματικούς λόγους πού ἀποτελοῦσαν ρητορικά γυμνάσματα καί πρότυπα γιά τή διδασκαλία τῶν μαθητῶν του. Σέ αὐτούς συγκαταλέγονται οἱ μοναδικοί λόγοι τοῦ Γοργία πού σῴζονται ὁλόκληροι: τό Ἑλένης Ἐγκώμιον, ὅπου ἐπιχειρεῖ νά ἀπαλλάξει τήν ὡραία Ἑλένη ἀπό τίς κατηγορίες τῶν ἐπικριτῶν της, καί ἡ Ὑπέρ Παλαμήδους Ἀπολογία, ὅπου προσπαθεῖ νά ἀποδείξει τήν ἀθῳότητα τοῦ ὁμηρικοῦ ἥρωα Παλαμήδη, ὁ ὁποῖος εἶχε ἄδικα κατηγορηθεῖ ἀπό τόν Ὀδυσσέα ὅτι εἶχε προδώσει τούς Ἕλληνες στούς βάρβαρους Τρῶες, πράγμα πού ὁδήγησε στή θανάτωσή του.
Πρέπει, ἐπίσης, νά εἶχε συγγράψει καί μία Τέχνην, μέ τίς θεωρητικές του ἀπόψεις περί ρητορικῆς, στήν ὁποία ἐνδέχεται νά συμπεριλαμβανόταν ἡ θεωρία γιά τόν καιρόν.
Ἀναφέρεται, τέλος, καί ἕνα Ἐγκώμιον εἰς Ἠλείους, συμβουλευτικοῦ -πιθανότατα- χαρακτήρα, γιά τό ὁποῖο, ὡστόσο, τίποτα περισσότερο δέν μᾶς εἶναι γνωστό.
Ἡ δόμηση τῆς επιχειρηματολογίας
Ἡ ἀποκατάσταση τῆς φήμης τῆς Ἑλένης διά τῆς ἀλήθειας τοῦ ρητορικοῦ λόγου ἀφορμᾶται ἀπό τήν πρόθεση τοῦ ρήτορα νά ἔρθει ἀντιμέτωπος μέ αὐτό πού λέμε «δύσκολη ὑπόθεση»· δύσκολη ὑπόθεση, καθώς ἀκόμη καί ἡ ὑπεράσπιση παραδέχεται τήν τέλεση τῆς πράξεως (εἰκός ἦν γενέσθαι τόν τῆς Ἑλένης εἰς τήν Τροίαν στόλον).
Ἡ Ἑλένη ἔπραξεν ἅ ἔπραξεν, αὐτό δέν τό ἀμφισβητεῖ κανείς. Ἐκεῖνο πού ἐνδιαφέρει, ὅμως, εἶναι τί τήν ὁδήγησε νά τά πράξει. Ἡ ἴδια ἡ Ἑλένη σέ κάθε περίπτωση εἶναι ἀθώα, καθώς ὑπῆρξε θύμα ἐξωτερικῆς βίας. Ὅ,τι κι ἄν συνέβη δέν εἶναι συνέπεια τῶν δικῶν της ἐπιλογῶν, οὔτε δική της εὐθύνη. Δέν εἶναι ἄλλωστε τυχαῖο τό γεγονός, ὅτι τό ὄνομά της σπανίως ἀναφέρεται στό κείμενο. Τό πρᾶττον ὑποκείμενο ἐν προκειμένῳ εἶναι οὕτως ἤ ἄλλως ἀπαλλαγμένο ἀπό τίς εὐθύνες του, οἱ δέ πράξεις του ὑπόκεινται στήν καθολική ἰσχύ τῶν πιθανοτήτων.
Οἱ αἰτίες, λοιπόν, πού ὁδήγησαν την Ἑλένη στό ταξίδι της εἶναι τέσσερις: ἡ θεϊκή δύναμη, ἡ βίαιη ἁρπαγή, ἡ πειστικότητα τοῦ λόγου, ὁ ἔρωτας. Καμμία ἀπό τίς τέσσερις αὐτές αἰτίες δέν ἀποκλείει ἀμοιβαία κάποιαν ἄλλη, οὔτε ὅμως μᾶς ἐπιτρέπεται νά φανταστοῦμε κάποιαν ἀκόμη. Ὅλες εἶναι ἐξίσου πιθανές καί ὅλες ἔχουν ἕναν κοινό παρονομαστή: τόν παράγοντα τῆς ἐπιβαλλόμενης βίας.
Ἄν, λοιπόν, ἰσχύει τό πρῶτο, δέν πρέπει νά κατηγοροῦμε τήν Ἑλένη, γιατί εἶναι φυσικό (πέφυκεν), ὁ ἀνώτερος νά ὁδηγεῖ τόν κατώτερο καί ὁ κατώτερος νά ὑποκύπτει στή βούληση τοῦ ἀνώτερου.
Ἡ βίαιη ἁρπαγή της Ἑλένης εἶναι ἡ δεύτερη πιθανή αἰτία πού προβάλλει ὁ ρήτορας. Ἄν ἡ Ἑλένη ὑπῆρξε θύμα ἀπαγωγῆς, τότε ἡ ἴδια εἶναι περισσότερο ἀξιολύπητη παρά ἀξιόμεμπτη γι’ αὐτό πού ἔπαθε. Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι ὁ Γοργίας δέν μιλᾶ ἁπλῶς γιά τή σωματική βία, ἀλλά εἰσάγοντας ἐνα λεξιλόγιο δικαστικό στόν λόγο τοῦ κάνει λόγο γιά ὕβριν, τήν ἄσκηση δηλαδή βίας μέ σκοπό τόν ἐξευτελισμό καί τήν προσβολή τοῦ θύματος ἀπό ἕναν βάρβαρο.
Ἡ τρίτη πιθανότητα, τῆς ὁποίας ἡ δι’ ἐπιχειρημάτων ὑποστήριξη καταλαμβάνει καί τό μεγαλύτερο μέρος τοῦ Ἐγκωμίου, εἶναι αὐτή τοῦ λόγου. Τό ἐπιχείρημα δομεῖται ὡς ἑξῆς: ἀρχικά ὁ Γοργίας ὁρίζει τόν λόγον ὡς δυνάστη, ἐνῷ ἤδη ἀπό τό σημεῖο αὐτό ὑπαινίσσεται μιά σύνδεση τοῦ λόγου μέ ψυχολογικές παραμέτρους. Στίς δύο ἑπόμενες παραγράφους, δίνει δύο παραδείγματα λειτουργίας τοῦ λόγου μέ τά ὁποῖα στηρίζει τόν χαρακτηρισμό του ὡς δυνάστη: τό πρῶτο παράδειγμα εἶναι αὐτό της λειτουργίας τοῦ ποιητικοῦ λόγου πού ὁρίζεται ἀπό τόν ἴδιο ὡς λόγος ἔχων μέτρον καί τό δεύτερο, αὐτό τῶν ἐνθέων διά λόγων ἐπῳδῶν. Ὅσα λέγονται ἐδῶ δίνουν λαβή σέ πολλούς μελετητές νά μιλήσουν γιά τή διαμόρφωση μιᾶς θεωρίας τοῦ λόγου ἤ μίας πρώιμης ποιητικῆς θεωρίας. Ἡ δόξα τῆς παραγράφου 9 ἀναγγέλλει πράγματι τή διατύπωση μιᾶς θεωρίας τοῦ λόγου. Αὐτή, ὅμως, ἡ θεωρία τοῦ λόγου εἶναι τό μέσο, ὁ δρόμος τόν ὁποῖον ἐπιλέγει ὁ Γοργίας προκειμένου νά πείσει καί νά ἀπαλλάξει τήν Ἑλένη ἀπό τίς κατηγορίες. Μέ ἄλλα λόγια ἡ προβαλλόμενη θεωρία τοῦ λόγον, ὡς γνώση τῶν μηχανισμῶν διά τῶν ὁποίων ὁ λόγος ἐπιδρᾶ στήν ψυχή, συντείνει στήν πειστικότητα τοῦ λόγου του.
Μετά τά δύο αὐτά παραδείγματα, ἡ ἀνάπτυξη τοῦ ἐπιχειρήματος προωθεῖται μέ τήν εἰσαγωγή τῆς ἔννοιας τῆς πειθοῦς. Ἡ πειστικότητα ἑνός λόγου δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀποκλειστικά ἐγγενές χαρακτηριστικό του: προϋποθέτει καί ἕναν δέκτη ἐπιρρεπή στήν ἐξαπάτηση. Ὁ δέκτης αὐτός διέπεται ἀπό τήν ἔλλειψη τριῶν ἱκανοτήτων: νά θυμᾶται ὅσα συνέβη - σάν στό παρελθόν, νά ἐκτιμᾶ σωστά ὅσα συμβαίνουν στό παρόν καί νά προβλέπει τά μελλούμενα. Ἡ ἀδυναμία αὐτή κάνει τούς ἀνθρώπους νά ἐμπιστεύονται τήν δόξαν, μιά γνώμη δηλαδή κι ὄχι μιά γνώση. Ὁ λόγος κατά συνέπεια - καλύτερα ὁ λόγος πειθοῦς - λειτουργεῖ σέ συνδυασμό μέ τήν δόξαν, ἡ ὁποία εἶναι σύμβουλος τῆς ψυχῆς. Ἑπομένως, ἡ πειθώ τοῦ λόγου, ὁ πειστικός λόγος, ἐξαναγκάζει), γιατί ἀκριβῶς ὁ ρήτορας ἐκμεταλλεύεται τήν ἄγνοια τοῦ ἀκροατῆ καί ἐπιβάλλει χή δική του γνώμη.
Τό εὐμετάβολο τῆς γνώμης (δόξης), ἡ ἱκανότητα τοῦ πειστικοῦ λόγου νά πλάθει τήν ψυχή ἀνάλογα μέ τήν ἑκάστοτε πρόθεση τοῦ ρήτορα, φαίνεται ἀπό τά παραδείγματα πού παρατίθενται στήν παράγραφο 13. Τά παραδείγματα αὐτά ἀντιστοιχοῦν σέ τρεῖς διαφορετικές συνθῆκες ἐπικοινωνίας: α) στούς λόγους τῶν μετεωρολόγων, β) στούς δικανικούς καί γενικά στούς ρητορικούς λόγους, γ) στίς διαμάχες τῶν φιλοσόφων. Στήν πρώτη περίπτωση οἱ μετεωρολόγοι μετακινούμενοι συνεχῶς στίς ἀπόψεις τους καθιστοῦν πράγματα ἀόρατα στά μάτια, ὁρατά στά μάτια τῆς δόξης· στή δεύτερη περίπτωση οἱ ρήτορες γράφοντας ἕναν λόγο μέ τέχνη, ἐφαρμόζοντας δηλαδή τίς γνώσεις τῆς τέχνης τους, τέρπουν καί πείθουν τούς ἀκροατές. Τό τερπνόν, ἄλλωστε, τοῦ λόγου - ὅπως φαίνεται καί ἀπό τήν παράγραφο 5 - εἶναι προϋπόθεση τῆς πειστικότητάς του. Στήν τρίτη καί τελευταία περίπτωση, ἡ ταχύτητα μέ τήν ὁποία προβάλλονται οἱ σκέψεις ἀπό τους φιλοσόφους καθιστᾶ τίς ἀπόψεις τους ἀναξιόπιστες.
Ἡ τελευταία παράγραφος μέ ἀντικείμενο τόν λόγο χρησιμοποιεῖ μιάν ἀναλογία: ἡ ἐπίδραση τοῦ λόγου στήν ψυχή εἶναι ἀνάλογη μέ τήν ἐπίδραση τῶν φαρμάκων στό ἀνθρώπινο σῶμα. Καί ἐδῶ, ὁ λόγος ἐξετάζεται ὡς πρός τίς ψυχολογικές παραμέτρους του καί κυρίως ἐν ἀναφορᾷ πρός τά συναισθήματα πού προκαλεῖ (λύπη, τέρψις, φόβος, θάρρος). To νέο στοιχεῖο πού προστίθεται μέ τήν παράγραφο 14 εἶναι τό στοιχεῖο τῆς κακῆς πειθοῦς. Ἡ κακή πειθώ, ἡ δολερή δηλαδή χρήση τοῦ πειστικοῦ λόγου, φαρμακεύει καί γοητεύει τήν ψυχή, ὅπως ἀκριβῶς κάποια φάρμακα προκαλοῦν τόν θάνατο (βίου παύει). Ἀνεξάρτητα, λοιπόν, ἀπό τά θετικά (τέρψις, θάρρος), ἤ τά ἀρνητικά συναισθήματα (λύπη, φόβος), ἡ κακή πειθώ προκαλεῖ τήν ἀπονέκρωση τῶν ψυχικῶν λειτουργιῶν, στερώντας τή μέν ψυχή ἀπό τή δυνατότητα τῆς ἐπιλογῆς, τό δέ ὑποκείμενο ἀπό τήν ἴδια του τή βούληση.
Ἡ τέταρτη πιθανή αἰτία πού προβάλλει ὁ Γοργίας εἶναι ὁ ἔρωτας. Ἡ δόμηση τῆς ἐπιχειρηματολογίας ἐδῶ εἶναι ἀνάλογη μέ ἐκείνη της πραγμάτευσης τοῦ λόγου. Ὅπως ὁ λόγος εἰσχωρεῖ στήν ψυχή ἐπιδρώντας στόν συναισθηματικό κόσμο τοῦ ὑποκειμένου, ἔτσι καί ἡ σεξουαλική ἐπιθυμία πρόκαλεῖϊται ἀπό τήν ὄψιν: ἡ ὄψις ἐν προκειμένω ἔχει διττή σημασία: ἀφ’ ἑνός δηλώνει τήν ἐξωτερική ἐμφάνιση ἑνός ἐρεθίσματος τοῦ περιβάλλοντος κόσμου, ἀφ’ ἑτέρου τήν αἴσθηση τῆς ὁράσεως, ὡς μέσου διά τοῦ ὁποίου τά ἐρεθίσματα τοῦ ἐξωτερικοῦ κόσμου ἐγγράφονται (ἐνέγραψεν) στήν ψυχή.
Ὅπως καί στήν περίπτωση τοῦ λόγου, ἔτσι καί ἐδῶ ὁ Γοργίας ξεκινᾶ ἀπό μιά φράση δίκην ἀξιώματος: αὐτά πού βλέπουμε δέν εἶναι φτιαγμένα ὅπως ἐμεῖς θέλουμε, ἀλλά ὅπως συμβαίνει νά εἶναι ἀπό τή φύση του τό καθένα. Ἡ ψυχή, συνακολούθως, διαμορφώνει τή συμπεριφορά της ἀνεξάρτητα ἀπό τή δική μας βούληση, ἀλλά σύμφωνα μέ τή βούληοη τῆς ὄψεως. Ὁ ἰσχυρισμός στηρίζεται καί σ’ αὐτήν τήν περίπτωση στό παράδειγμα πού ἀκολουθεῖ: ὅταν οἱ στρατιῶτες ἀντικρίσουν τόν ὁπλισμό τῶν ἐχθρῶν, τρέπονται σέ φυγή. Ἡ ὄψις δεχόμενη τό ἐρέθισμα (τόν ἐχθρικό ὁπλισμό) ταράσσεται καί ταράσσει τήν ψυχή. Ἡ ἐξωτερική ἐκδήλωση αὐτῆς τῆς διαδικασίας εἶναι ἡ φυγή, ἡ ὑποχώρηση τοῦ στρατοῦ. Ἡ ποδηγέτηση τῆς ψυχῆς ὡς ἀποτέλεσμα τῆς παντοδυναμίας τῆς ὄψεως ἐδῶ δέν δηλώνεται ἄμεσα, ὅπως στήν περίπτωση τοῦ λόγου (λόγος δυνάστης μέγας ἔστιν): καθίσταται φανερή ἀπό τό γεγονός ὅτι μπορεῖ νά ξεπεράσει καί τήν ἰσχύ τοῦ νόμου καί τό προσωπικό ὄφελος πού προκύπτει ἀπό τή νίκη.
Ἡ συζήτηση τῆς ὄψεως ἀπασχολεῖ τόν Γοργία καί στήν παράγραφο 17, ὅπου ἀναφέρονται γενικά οἱ συνέπειες τοῦ φόβου πού προκαλεῖται ἀπό τήν ὄψιν. Ἐδῶ κλιμακώνονται τά ἀποτελέσματα τοῦ φόβου, χωρίς νά ἀναφέρονται συγκεκριμένα παραδείγματα. Ἕνα φοβερό θέαμα ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο σέ παθολογικές καταστάσεις, ὅπως εἶναι ἡ μανία, ἐκδήλωση τῆς ὁποίας συνιστοῦν οἱ μάταιοι πόνοι, οἱ πράξεις δηλαδή ἐκεῖνες πού δέν ξεκινοῦν καί δέν καταλήγουν σέ κάποιο συγκεκριμένο ἀποτέλεσμα. Ὡς ἐδῶ, ἡ θεωρία τῆς ὄψεως φαίνεται ἀσύνδετη μέ τήν ὑπεράσπιση τῆς Ἑλένης, ὅπως καί ἡ θεωρία τοῦ λόγου. Στήν πραγματικότητα, ὅμως, ἡ ἐπίδειξη γνώσεων ἐκ μέρους τοῦ ρήτορα ἐνσωματώνεται στήν ἐπιχειρηματολογία του καί ἀποτελεῖ μέρος τῆς ἀναπόσπαστο. Ἡ δόξα τοῦ ρήτορα παρουσιάζεται ὡς γνώση. Ἡ ἀρχικά ἀθώα περιγραφή τῆς λειτουργίας τῶν μηχανισμῶν τῆς ὄψεως καί τῶν ἐπιδράσεων τους στήν ψυχή προετοιμάζει τή μετάβαση στή συγκεκριμένη περίπτωση τῆς Ἑλένης.
Ἡ μετάβαση αὐτή γίνεται μέ τήν παρεμβολή τῆς παραγράφου 18, ἡ ὁποία ξεκινᾶ μέ μιά γενική πραμάτευση τῆς ὄψεως γιά νά καταλήξει στή συγκεκριμένη περίπτωση τῆς Ἑλένης. Ἡ παράγραφος αὐτή ἀσχολεῖται μέ τίς εἰκαστικές τέχνες, τή ζωγραφική καί τή γλυπτική συγκεκριμένα, τῶν ὁποίων τά ἔργα εἶναι πλασμένα γιά νά τέρπουν τήν ὄψιν καί τό σημαντικότερο νά προκαλοῦν τόν ἔρωτα. Ἡ ὄψις καί ὁ ἔρως συνταιριάζονται ἐδῶ, ὥστε στήν ἑπόμενη παράγραφο νά ἀποτελέσουν ἐνα ἀδιάσπαστο ζεῦγος.
Ἄν, λοιπόν, ἡ Ἑλένη - ἤ καλύτερα τά μάτια τῆς Ἑλένης - εἶδε τόν Πάρη καί παρέδωσε τήν ψυχή της στόν ἔρωτα, τότε δέν πρέπει νά τήν κατηγοροῦμε. Ἡ ψυχή ἐξάλλου, ὅπως μᾶς εἶπε ἤδη ὁ Γοργίας, παίρνει τή μορφή πού τῆς δίνει ἡ ὄψις καί συμπεριφέρεται ἀναλόγως. Ὁ ἔρωτας, ἄλλωστε, εἶναι θεός, καί κατά συνέπεια ἀνώτερος τοῦ ἀνθρώπου.
Τό Ἐγκώμιον κλείνει μέ μιάν ἀντίστροφη ἀναφορά στίς αἰτίες πού ἔφεραν τήν Ἑλένη στήν Τροία. Ὁ ρήτορας σέ μιάν αὐτοαναφορική ἀποστροφή του ἐπιβεβαιώνει ὅτι ἐπέτυχε στόν στόχο πού ὁ ἴδιος εἶχε θέσει στήν ἀρχή του λόγου του: νά ἀπαλλάξει δηλαδή τήν Ἑλένη ἀπό τήν ἄδικη κατηγορία, ἡ ὁποία προέκυψε ἀπό τήν ἐσφαλμένη γνώμη (δόξαν) πού εἶχε σχηματιστεῖ γι’ αὐτήν.
Ἡ ἔκπληξη, τό νέο στοιχεῖο, μᾶς ἐπιφυλάσσεται γιά τό τέλος: ὁ Γοργίας μᾶς λέει πώς ὅ,τι ἀκούσαμε, ἐκτός ἀπό ἐγκώμιο γιά τήν Ἑλένη, ἦταν γιά τόν ἴδιον ἐνα παίγνιον. Ἕνα παιχνίδι εἶναι, λοιπόν, ὅσα λέγονται τόσο σοβαροφανῶς· παίγνιον, ἑνός ἀνθρώπου πού ξέρει νά δημιουργεῖ ὁ ἴδιος τόν ζωτικό χῶρο τοῦ λόγου του.
Χρονολόγηση τοῦ Ἐγκωμίου
Ἡ χρονολόγηση τοῦ ’Ἐγκωμίου τῆς Ἑλένης εἶναι μιά ἀρκετά δύσκολη ὑπόθεση. Καθώς τό Ἑλένης Ἐγκώμιον καί ἡ Ὑπέρ Παλαμήδους Ἀπολογία εἶναι τά μόνα ρητορικά κείμενα τοῦ Γοργία πού σῴζονται ὁλόκληρα - ἐνῷ ἀπό τά ὑπόλοιπα ἔργα του ἐλάχιστα μόνον ἀποσπάσματα διαθέτουμε, κι αὐτά ἀπό ἔμμεσες πηγές - ἡ χρονολόγηση τοῦ Ἐγκωμίου θά πρέπει ἀναγκαστικά νά στηριχθεῖ ἀφ’ ἑνός στή σύγκριση μέ τήν Ὑπέρ Παλαμήδους Ἀπολογία καί ἀφ’ ἕτερου σέ πληροφορίες πού ἀντλοῦμε ἀπό ἔργα ἄλλων συγγραφέων.
Ὁ Maass (1888, σ. 578) ὑποστήριξε πῶς τό Ἑλένης Ἐγκώμιον προηγεῖται χρονολογικά της Ἀπολογίας καί στηρίζει τόν ἰσχυρισμό του στό ὅτι τό Ἐγκώμιον εἶναι πιό ἄτεχνο ὑφολογικά, ὅπως μαρτυροῦν οἱ περιπτώσεις χασμωδίας, πού στήν Ἀπολογία σχεδόν ἐξαφανίζονται. Θέτει δέ ὡς terminus ante quem γιά τή συγγραφή καί τῶν δύο ἔργων τό 411 π.Χ., χρονιά θανάτου τοῦ Ἀντιφώντα τοῦ Ραμνούσιου, μαθητῆ τοῦ Γοργία, ὁ ὁποῖος στό τέλος τοῦ λόγου του Περί τοῦ Ἡρώδου Φόνου χρησιμοποιεῖ τίς ἴδιες μεταφορές πού εἶχε χρησιμοποιήσει ὁ Γοργίας σέ ἐνα χωρίο τῆς Ἀπολογίας.
Μεταγενέστεροι μελετητές προσπάθησαν νά προσδιορίσουν ἀκριβέστερα τή χρονολογία συγγραφῆς τοῦ Ἐγκωμίου σέ σχέση μέ δύο τραγῳδίες τοῦ Εὐριπίδη, πού ἔχουν ὡς ἡρωίδα τήν Ἑλένη, τίς Τρωάδες καί τήν Ἑλένη, οἱ ὁποιες παραστάθηκαν τό 415 καί 412 ἀντίστοιχα.
Ὁ Preuss (1911, σ. 9) ὑποστηρίζει πῶς τό Ἐγκώμιον γράφτηκε μεταξύ τοῦ 415 καί τοῦ 412, ἐπειδή θεωρεῖ πῶς μέρος τῶν ἐπιχειρημάτων πού χρησιμοποίησε ὁ Γοργίας γιά τήν ὑπεράσπιση τῆς Ἑλένης βρίσκεται καί στίς Τρωάδες.
Τήν ἄποψη αὐτή ἀνασκεύασε μέ ἀρκετά πειστική ἐπιχειρηματολογία ἡ Orsini (1956) ὑποστηρίζοντας ὅτι τό Ἐγκώμιον γράφτηκε πρίν ἀπό τίς Τρωάδες, ὅπως μαρτυροῦν οἱ στ. 981-990, ὅπου ὁ Εὐριπίδης φαίνεται νά ἀσκεῖ κριτική στόν Γοργία. Συγκεκριμένα, στόν στ. 989 ὁ Εὐριπίδης διά στόματος Ἑκάβης γελοιοποιεῖ τήν ἀπόδοση τῆς εὐθύνης στόν θεό Ἔρωτα λέγοντας χαρακτηριστικά: τά μῶρα γάρ πάντ' ἐστίν Ἀφροδίτη βροτοῖς: μέ ἄλλα λόγια, ὁποιαδήποτε ἀνοησία διαπράττουν οἱ θνητοί τήν ἀποδίδουν στήν Ἀφροδίτη (στόν ἔρωτα).
Ἐπίσης, στούς στ. 998-1001 ἡ Ἑκάβη συνεχίζοντας τό κατηγορητήριό της πρός τήν Ἑλένη τῆς λέει πώς δέν μπορεῖ νά ἰσχυρίζεται ὅτι ὁ Πάρις τήν ἅρπαξε μέ τή βία, ἀφοῦ ἡ ἴδια συναίνεσε χωρίς νά προβάλει ἀντίσταση, καί τά λόγια αὐτά φαίνεται ὅτι ἀπαντοῦν στό ἐπιχείρημα τοῦ Γοργία πώς ἡ Ἑλένη δέν εὐθύνεται, ἐπειδή ἁρπάχθηκε μέ τή βία (Ἑλ. Ἐγκ.).
Ή Orsini (1956, ο. 85) ἀναφέρει καί ἐνα τρίτο χωρίο τῶν Τρωάδων, πιό ἀντιπροσωπευτικό, ὅπου ἡ Ἑκάβη δηλώνει πώς ἡ Ἑλένη δέν θά καταφέρει, ὡραιοποιώντας τό σφάλμα της, νά πείσει αὐτούς πού εἶναι σοφοί (στ. 981-82), φράση μέ τήν ὁποία ὁ Εὐριπίδης μοιάζει νά ἀπευθύνεται στόν Γοργία, πού μέ τήν τέχνη τῆς πειθοῦς καί μέ τά περίτεχνα ὑφολογικά του σχήματα ἐπιδιώκει νά ὑποβάλει στούς ἀκροατές του συγκεκριμένη ἄποψη γιά τά πράγματα καί διατείνεται ὅτι μπορεῖ νά τό ἐπιτύχει, ἐπειδή οἱ ἀκροατές του ἔχουν ὡς σύμβουλο τῆς ψυχῆς τους τή γνώμη (δόξαν) καί ὄχι τή γνώση (σοφία).
Ἄν δεχτοῦμε τά ἐπιχειρήματα τῆς Orsini, τότε τό Ἐγκώμιον θά πρέπει νά τοποθετηθεῖ χρονολογικά πρίν ἀπό τό 415 π.Χ. Θέτοντας καί ὡς terminus post quem τό 430 π.Χ., ἐπειδή τότε ἄρχισε ἡ συστηματική ἐνασχόληση τοῦ Γοργία μέ τή ρητορική, μποροῦμε νά πούμε πώς τό Ἑλένης Ἐγκώμιον εἶναι μία ἀπό τίς πρῶτες - ἄν ὄχι ἡ ἀρχαιότερη - μαρτυρίες τοῦ ἔντεχνου ἀττικοῦ πεζοῦ λόγου (βλ. Orsini 1956, σ. 86).